ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Page 1

ΓΗΔΤΘΤΝ΢Ζ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΗΑ΢ ΔΚΠΑΗΓΔΤ΢Ζ΢ ΓΤΣΗΚΖ΢ ΘΔ΢΢ΑΛΟΝΗΚΖ΢

΢ΤΛΛΟΓΖ ΠΑΡΑΜΤΘΗΩΝ

0


1


΢ΤΛΛΟΓΖ ΠΑΡΑΜΤΘΗΩΝ

ΑΠΟ ΣΟΝ 4ο ΜΑΘΖΣΗΚΟ ΓΗΑΓΩΝΗ΢ΜΟ ΢ΤΓΓΡΑΦΖ΢ ΠΑΡΑΜΤΘΗΟΤ ΜΔ ΘΔΜΑ:

2


ΔΠΗΜΔΛΔΗΑ ΚΔΗΜΔΝΩΝ: ΑΡΒΑΝΗΣΗΓΟΤ ΒΗΡΓΗΝΗΑ Web site: diktyoparamythia.blogspot.gr

΢ΥΔΓΗΑ΢ΜΟ΢ – ΓΗΟΡΘΩ΢ΔΗ΢-ΖΛΔΚΣΡΟΝΗΚΖ ΢ΔΛΗΓΟΠΟΗΖ΢Ζ: ΜΗΕΑΜΗΓΟΤ ΚΤΡΗΑΚΖ Web site: storytellerdome.blogspot.gr

Ζλεκηρονική διεύθυνζη: diagonismosparamythiou@gmail.com

ΔΚΓΟ΢ΔΗ΢: ΓΗΔΤΘΤΝ΢Ζ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΗΑ΢ ΔΚΠΑΗΓΔΤ΢Ζ΢ ΓΤΣΗΚΖ΢ ΘΔ΢΢ΑΛΟΝΗΚΖ΢

ISBN:

3


΢υλλογή παραμυθιών

Εκδόσεις: Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Θεσσαλονίκης

4


«Όμως οι ιστορίες δεν πεθαίνουν ποτέ...» έγραψε ο Φανς Κρίστιαν Άντερσεν γιατί συνεχίζουν να γράφονται απ’ όλα τα παιδιά του κόσμου...

5


ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ

Η χαμζνη πολιτεία του Ήλιου 5ο Δ.Σ. Αμπελοκήπων............................................................................... 8 Η χαμζνη πολιτεία του γζλιου Δ.Σ. Νζασ Φιλαδζλφειασ.........................................................................12 Η χαμζνη πολιτεία των Φαναριών 2ο Δ.Σ. Πεφκων........................................................................................16 Η μαγεμζνη αυλή και η χαμζνη πολιτεία 2ο Νηπιαγωγείο Κορδελιοφ....................................................................20 Η αςπίδα που... βοηθοφςε και δεν πολεμοφςε 1ο Νηπιαγωγείο Παλαιοκάςτρου...........................................................24 Ο δρακοφλησ πάει... ςχολείο................................................................26

6


7


Το σχολείο ήταν σημαιοστολισμένο για ακόμη μια χρονιά. Τα παιδιά έτοιμα να γιορτάσουν την σημερινή ημέρα και όπως πάντα η διευθύντρια του σχολείου ξεκίνησε την αφήγησή της, που παρόλο που επαναλαμβάνονταν για πολλοστή φορά δεν βαριόταν κανείς να την ακούει: Kάποτε υπήρχε μια όμορφη ηλιόλουστη πολιτεία, η πολιτεία του ήλιου. Όλοι οι κάτοικοί της ήταν χαρούμενοι, αγαπημένοι και ευτυχισμένοι. Ζούσαν στα μικρά σπιτάκια τους και όλη την ημέρα τα έλουζε ο ήλιος με τις ακτίνες του. Ποτέ δεν είχε κρύο σε αύτη την πολιτεία, ακόμα και οι νύχτες δεν ήταν κατάμαυρες και σκοτεινές. Μερικές ακτίνες φωτός έδιναν τη λάμψη τους και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Οι κάτοικοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις μεγάλες οικογένειες. Η οικογένεια των δεντρένιων, δέντρα μικρά και μεγάλα, χαμηλά ή ψηλά, άλλα με πλούσια φυλλωσιά κα άλλα με καρπούς και ευλύγιστα κλαδιά. Η οικογένεια των λουλουδένιων, διάφορα λουλούδια πολύχρωμα ή μονόχρωμα, αρωματικά και γεμάτα μπουμπούκια. Τέλος η οικογένεια των χορταρένιων, γρασίδια καταπράσινα και αγριάδες με οδοντωτά φύλλα. Ένα πρωινό όλα φαίνονταν να ξεκινούν φυσιολογικά όπως κάθε μέρα. Ξαφνικά μια μεγάλη βουή ακούστηκε από μακριά, όλοι έκλεισαν τα αυτιά τους τρομαγμένοι. Ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει και ό ήλιος χάθηκε. Σκοτείνιασαν τα πάντα! Τα παιδιά κλαίγοντας ζητούσαν τους γονείς τους, η κυκλοφορία σταμάτησε, τίποτα δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς τον ήλιο. Τότε άρχισε για πρώτη φορά να υπάρχει κρύο σε αυτή την πολιτεία. Κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, δεν είχαν χοντρά ρούχα και έπρεπε να δημιουργήσουν και γρήγορα μάλιστα. Μια τέτοια ευκαιρία ήταν ότι έπρεπε για τον κύριο Κυπαρίσσι. Ο κύριος Κυπαρίσσης ήταν ο δήμαρχος της πόλης, 20μ. ψηλός, 500 ετών με σκουροπράσινο χρώμα. - Έχω μια ωραία ιδέα. Όλο το βαμβάκι που υπάρχει στο υπόγειό μου και το μοιράζω δωρεάν στους γείτονες μου , τώρα μπορώ να το πουλήσω και να βγάλω χρήματα. Θα πάρω 3-4 άτομα που έχουν ανάγκη, είναι πολλοί αυτοί που θα δεχθούν, σχεδόν τσάμπα βέβαια, και θα θησαυρίσω! ΄Ετσι και έκανε. Δεν πλήρωσε κανέναν, τους έδωσε χοντρά ρούχα αντί για χρήματα και με όσα πούλησε γέμισε τα μπαούλα του. Και δεν ήταν ο μόνος, πολλοί από τους κατοίκους ξαφνικά άρχισαν να σκέφτονται πονηρά, το σκοτάδι τους είχε επηρεάσει! Ο κύριος Θάμνιος, ο τραπεζίτης, 3 μ. ψηλός με μικρό βλαστό και ο κύριος Ελιάς, ο λογιστής, 8


αιωνόβιος με γκρίζο φλοιό και στραβλό κορμό. Όλοι ξαφνικά ήθελαν χρήματα , πολλά χρήματα, πάρα πολλά χρήματα και δεν τους ενδιέφερε που μαράζωνε η πόλη και οι πολίτες της! Οι κάτοικοι άρχισαν να μαραζώνουν. Οι δεντρένιοι, οι λουλουδένιοι και οι χορταρένιοι δεν μπορούσαν να ζουν χωρίς φως, χωρίς τον ήλιο. Όλοι οι κάτοικοι ήταν θλιμμένοι, η σκέψη τους ήταν στενάχωρη! «Χωρίς ήλιο δεν θα συνεχίσει για πολύ η ζωή μας. Θα χαλάσει η τροφική αλυσίδα, γιατί όλοι τρεφόμαστε με το φως του. Χωρίς τον ήλιο θα χαθούμε για πάντα» Οι κάτοικοι άρχισαν να κιτρινίζουν, τα φύλλα τους έπεφταν, ...ήρθε το τέλος! Όμως οι νέοι της πόλης δεν μπορούσαν να αφήσουν να χαθούν όλα χωρίς να προσπαθήσουν να βρουν μια λύση. Αποφάσισαν να οργανωθούν και να κάνουν κάτι. Μαζεύτηκαν στο σχολείο που πλέον δεν λειτουργούσε και κατέστρωσαν ένα σχέδιο. Μια ομάδα θα ξεκινούσε ένα ταξίδι προς τον ήλιο. Έπρεπε να τον βρουν, να του μιλήσουν, να καταλάβουν τι συνέβη. Μια δεύτερη ομάδα, θα προσπαθούσε να ξεσηκώσει τους συμπολίτες τους. Έπρεπε να ξαναβρούν τη δύναμη για ζωή. Η τρίτη και τελευταία ομάδα θα αντιμετώπιζε αυτούς που είχαν χάσει την ανθρωπιά τους και αδιαφορούσαν για τους υπόλοιπους. Έτσι και έκαναν! Η πρώτη ομάδα ξεκίνησε με μεγάλη χαρά προς τον ήλιο. Περπάτησαν πολύ, ανέβηκαν βουνά, αναζήτησαν τον ήλιο παντού, κουράστηκαν και τελικά τον βρήκαν. Ήταν κρυμμένος σε μια βαθιά σπηλιά. - Πώς με βρήκατε?, τους ρώτησε. - Ένα πουλάκι μας λυπήθηκε και μας έδειξε τη σπηλιά που είσαι κρυμμένος. Γιατί το κάνεις αυτό? - Έβαλα στοίχημα με το σκοτάδι, είπε στεναχωρημένος. Έπρεπε να λύσω έναν γρίφο που τελικά δεν κατάφερα και τώρα το σκοτάδι είναι κυρίαρχος της γης. - Εμείς θα σε βοηθήσουμε, είπαν με μια φωνή! Πρέπει να ζήσουμε, χωρίς εσένα δεν μας μένει πολύ ζωή, πες μας τον γρίφο. - Χωρίς λαμπάδες και κεριά 9


φέγγει τον κόσμο όλο δίνει ζωή σ΄όλη τη γη χαμόγελα σ΄ανθρώπους. Τι είναι? Τι να είναι άραγε τι να είναι... Σκέφτηκαν πολύ, πάρα πολύ, δε μπορούσαν να λύσουν το γρίφο. Είχαν αρχίσει να απογοητεύονται, όταν το μικρό πουλάκι που τους πήγε στη σπηλιά αποφάσισε να τους βοηθήσει. -Δεν μπορώ να σας πω τη λύση, γιατί τότε ο σκοτεινός θα βασιλεύει για πάντα. Αλλά θα σας δώσω μια μικρή βοήθεια γιατί και μεις τα πτηνά θα χαθούμε μαζί σας. Αν όμως κάποιος από σας το καταλάβει δεν θα το πει, γιατί τη λύση πρέπει να δώσει ο ήλιος και μόνο αυτός. Σύμφωνοι? ¨ - Σύμφωνοι! - Τι είναι αυτό που μας δίνει πολύ φως? - Τα κεριά, οι λαμπάδες, τα ξύλα στο τζάκι... - ΟΧΙ! Δίνει ζωή, σε όλους, φυτά, ζώα...χωρίς αυτό...καπούτ! - Το βρήκαμε, το βρήκαμε , εσύ ήλιε? -Όχι, μα τι μπορεί να είναι, πείτε μου.. -Μα δεν μπορούμε! Νομίζω μπορώ να βοηθήσω, είπε ένας από τους νέους. ...Στο μεταξύ στην πόλη μας όλα είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Η δεύτερη ομάδα έκανε καλά τη δουλειά της. Ξεσήκωσε τον κόσμο, τον έβγαλε από τη μιζέρια του. Διοργάνωσαν τα «Ηλιαία», μια εκδήλωση προς τον ήλιο με μουσική και τραγούδια. Η τρίτη ομάδα διαδήλωσε έξω από το κτίριο που τώρα ζούσαν όλοι οι πλούσιοι μαζί. Διεκδίκησαν το δίκιο τους με καθιστική διαμαρτυρία και ζήτησαν ακρόαση, την οποία και κέρδισαν. Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Αλλά για να δούμε, βρήκε ο ήλιος το γρίφο. ... -Δες στον καθρέφτη και θα βρεις τη λύση, είπε ο μικρός δεντρένιος! - Μα βέβαια εγώ είμαι Ο ΗΛΙΟΣ, Ο ΗΛΙΟΣ φώναξε! Ξαφνικά όλα άλλαξαν, το σκοτάδι άρχισε να φεύγει μακριά, ο ήλιος ξαναφώτισε τη γη, όλα πήραν ζωή! Όλοι ήταν χαρούμενοι, η συνεργασία των νέων έφερε αποτέλεσμα. Μόνο κάποιοι μοχθηροί μόλις ο ήλιος εμφανίστηκε έφυγαν μακριά και δεν ξαναφάνηκαν ποτέ!...ή ετοιμάζονται για κάτι νέο? 5ο Δημοτικό ΢χολείο Αμπελοκήπων Εκπαιδευτικός: Καρμίρη Βικτώρια Σάξη: Α2

10


11


-Δώσε πίσω το γέλιο μου, δώσε πίσω το γέλιο μου, φώναζε ο Oϊλέγ στο φρουρό. -Αυτό δε γίνεται. Μπήκες στη χώρα του Χαμένου Γέλιου. Εδώ κανείς δε γελάει ούτε καν χαμογελάει τη δουλειά του κοιτάει αυτή είναι διαταγή βασιλική και απαιτώ υπακοή. -Μα δεν καταλαβαίνω γιατί απαγορεύεται το γέλιο; -Ενοχλεί το βασιλιά Αγέλαστο. -Θα φύγω, δεν ήθελα να μπω σε μια χώρα χωρίς γέλιο. Έκανα λάθος στο δρόμο. -Μετά την είσοδο στη χώρα κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται. Ας ήσουν πιο προσεκτικός. Ο φρουρός έφυγε και ο Oϊλέγ περπάτησε, περπάτησε, περπάτησε, περπάτησε… ώσπου κουράστηκε κάθισε κάτω από το πλατάνι της πλατείας και αποκοιμήθηκε. Το πρωί οι άνθρωποι πήγαιναν στη δουλειά τους με σκυφτά τα κεφάλια. Κάθε μέρα έκαναν το ίδιο δούλευαν, έτρωγαν, κοιμόταν. Μόνο τις Κυριακές άλλαζε το πρόγραμμα, έτρωγαν και κοιμόταν. Τα παιδιά στο σχολείο δεν έπαιζαν ούτε τραγουδούσαν ούτε ζωγράφιζαν ούτε καν μιλούσαν. Μόνο διάβαζαν, έγραφαν, καυγάδιζαν… Θυμήθηκε το σχολείο του όπου γελούσαν, τραγουδούσαν, ζωγράφιζαν, έπαιζαν αμπάριζα, κρυφτό, κουτσό, κυνηγητό και ποδόσφαιρο. Θυμήθηκε τους φίλους του, τον Νίκο, το Χρήστο, την Λίνα και όλους τους συμμαθητές του. Θυμήθηκε τους γονείς του που τώρα θα ανησυχούσαν και θα τον έψαχναν παντού. 12


Τι ωραία που περνούσε εκεί… Ενώ εδώ… Ακόμα και τα σκυλιά, οι γάτες, τα πουλιά, τα δέντρα και τα σπίτια έδειχναν αγέλαστα. Έπρεπε κάτι να κάνει , αλλά τι; Ήταν μόνος… Αυτό ήταν, πώς δε το σκέφτηκε νωρίτερα… έπρεπε να κάνει φίλους. Η φιλία και το γέλιο πάνε μαζί. Ποιος είναι χαρούμενος όταν είναι μόνος; Ποιος γελάει μοναχός; Στα γρήγορα θυμήθηκε ένα ποίημα που είχε γράψει με την ομάδα του στο σχολείο για τη φιλία. Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΡΙΑ Έχω μεγάλη απορία Πώς μπορείς να ζεις Δίχως τη φιλία Δίχως τη φιλία Υπάρχει ανία, αγωνία, αναπηρία, ανορεξία και αδικία Η φιλία είναι μια αντλία που μας γεμίζει ΑΡΜΟΝΙΑ. Μια μέρα που είχε περπατήσει μέχρι την άκρη της πολιτείας, συνάντησε έναν γέροντα, με μακριά άσπρη γενειάδα και τότε στα μάτια του είδε το χαμόγελο . Είχε βρει ένα φίλο. Πήγε κοντά του κι εκείνος του διηγήθηκε... Όχι δεν ήταν πάντα αγέλαστη η πολιτεία τους.. κάποτε γελούσαν , τραγουδούσαν , χόρευαν , διασκέδαζαν ώσπου ήρθε μια μάγισσα κι έκλεψε το γέλιο του βασιλιά. Κι ο βασιλιάς έκλεψε το γέλιο των ανθρώπων.

13


Την πρώτη μέρα της άνοιξης, κάθε χρόνο, έρχεται η μάγισσα τους λέει το αίνιγμά της. Αν κάποιος το λύσει τότε θα επιστρέψει το γέλιο που τους έκλεψε. Την πρώτη μέρα της άνοιξης, η μάγισσα, πιστή στην υπόσχεσή της ήρθε. Ήρθε πάνω στη σκούπα της, με τα μακριά της μαλλιά αχτένιστα, κουβαλώντας όλη τη κακία της και με την τσιριχτή φωνή της είπε το αίνιγμα: Από ψηλά γκρεμίζεται Πέφτει και δε ραγίζεται Τι είναι;

Πέρασε η πρώτη μέρα χωρίς καμιά απάντηση, χωρίς καμιά ιδέα. Τι είναι αυτό που γκρεμίζεται από ψηλά και δε ραγίζεται; Ακόμα και η πέτρα αν πέσει από ψηλά θα σπάσει. Το μεσημέρι της δεύτερης και τελευταίας μέρας ο ουρανός γέμισε σύννεφα και σε λίγο άρχισε να πέφτει η βροχή από ψηλά, να γκρεμίζεται αλλά να μη τσακίζεται. Η απάντηση ήταν στο μυαλό του. Οι κάτοικοι της Αγέλαστης Πολιτείας ένας – ένας αποχωρούσαν από την πλατεία, όταν μια παιδική φωνή δυνατή σαν καμπάνα ακούστηκε. -Το βρήκα, το βρήκα είναι η βροχή. Το πρόσωπο της μάγισσας άλλαξε τρία χρώματα, πράσινο από την έκπληξη, κόκκινο από θυμό, κίτρινο από κακία. Τα μάγια είχαν λυθεί. 14


Στα πρόσωπα όσων είχαν απομείνει στην πλατεία σχηματίστηκε ένα χαμόγελο που έγινε γέλιο και χαρά που έγινε χορός, ο χορός της βροχής. Χόρευαν κάτω από τη βροχή ως το ξημέρωμα. Η μάγισσα είχε φύγει νικημένη από ένα παιδί που αγαπούσε το γέλιο. Ήταν καιρός να αλλάξει και το όνομα της Πολιτείας, έγινε η πολιτεία των Γελαστών Χαρούμενων Ανθρώπων, που για συντομία την ονόμασαν ΠΟ.ΓΕ.Χ.Α. Πολιτεία Χαρούμενων Γελαστών Ανθρώπων.

Δημοτικό ΢χολείο Νέας Υιλαδέλφειας Εκπαιδευτικός: Σριφωνίδου Κική Σάξη: Γ΄

15


Μια φορά κι έναν καιρό… μπορεί να ήταν και χθες… Αχμάν ξύπνα, είπε ο Σαρίφ και κλώτσησε δυνατά το μικρό εντεκάχρονο αγόρι. Ο Αχμάν κουλουριασμένος μέσα σε ένα χαρτόκουτο, σε μια γωνιά ενός ερειπωμένου σπιτιού, πάσχιζε να ζεσταθεί. Δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Το κρύο τρυπούσε το κορμί και την ψυχή του. Μόνος σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον μαζί με τον φίλο του Σαρίφ προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Ζούσαν σε ένα σπιτάκι έξω από την πόλη που τους μετέφεραν κάποιοι λαθρέμποροι. Μέρες είχαν να φάνε. Το στομάχι τους σταμάτησε ποια να διαμαρτύρεται. Το λιγοστό νερό που έπιναν από τη βρύση του πάρκου ήταν το μοναδικό φαγητό τους εδώ και μια εβδομάδα. Εκείνο το πρωινό ο Αχμάν αποφάσισε να κατέβει στην πόλη για να ζητήσει βοήθεια, λίγο φαγητό και κανένα χοντρό ρούχο… Ο Σαρίφ δεν 16


ήθελε να τον ακολουθήσει. Φοβόταν μη τους πιάσουν και τους φυλακίσουν ή τους γυρίσουν πίσω στα ματωμένα χώματα της πατρίδας τους. Η πόλη έσφυζε από ζωή. Κανένας δεν έδινε σημασία στο μικρό αγοράκι που στεκόταν στα φανάρια. Ο Αχμάν έψαξε και βρήκε ένα χαρτόνι όπου έγραψε: ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ ΠΕΙΝΑΩ Πήγαινε και έδειχνε το χαρτόνι στα παράθυρα των οδηγών που σταματούσαν στο φανάρι. Κάποιοι άνοιγαν το παράθυρο και του έλεγαν κάτι αλλά δεν καταλάβαινε την γλώσσα τους. Κάποιοι γυρνούσαν αλλού το κεφάλι. Άλλοι έκαναν ότι μιλούσαν με τον συνοδηγό τους. Ελάχιστοι άνοιξαν το παράθυρο και του έδωσαν κάτι κέρματα. Δάκρυζε ο Αχμάν και τους ευχαριστούσε. Η μέρα κυλούσε και το κρύο γινόταν όλο και πιο τσουχτερό. Ο βοριάς πάγωσε το κορμάκι του Αχμάν που απελπισμένος και κουρασμένος κάθισε κάτω από το φανάρι του δρόμου. Είχε μαζέψει λίγα κέρματα κι αναρωτιόταν αν θα του φτάσουν για να αγοράσει λίγο ψωμί. Μια ζεστασιά στο κορμί του τον έκανε να ανοίξει τα μάτια του. Η έκπληξή του μεγάλη. Έτριψε τα μάτια του γιατί δεν πίστευε σε αυτό που έβλεπε. Η πόλη είχε γεμίσει με πολύχρωμα σπίτια και φωτιζόταν από χιλιάδες φαναράκια που αιωρούνταν στον ουρανό. Ο άνεμος ζεστός χάιδευε κι αγκάλιαζε την πόλη κι όλοι οι κάτοικοι ήταν χαμογελαστοί. Τα φαναράκια σχημάτιζαν χιλιάδες ουράνια τόξα.. Καθώς περπατούσε έβλεπε ανθρώπους να πιάνουν ένα φαναράκι, να μονολογούν και να φεύγουν με μια λάμψη στο πρόσωπο τους.

Ο Αχμάν κοιτούσε, κοιτούσε και δεν καταλάβαινε… Ξαφνικά ένιωσε κι αυτός την επιθυμία να πιάσει ένα φαναράκι. Μόλις σήκωσε το χέρι του ψηλά ένα φαναράκι έλαμψε και στάθηκε μπροστά στο πρόσωπό του.

17


Ο Αχμάν δεν μπορούσε να μιλήσει. Αυτό που έβλεπε ήταν σίγουρα μαγικό. Οι γονείς του ζωντανοί του μιλούσαν και τον αγκάλιαζαν. Η ψυχή του φούσκωσε από χαρά. Το πρόσωπό του έλαμψε από ευτυχία. -Μαμά, μπαμπά! Πόσο μου λείπετε…Πόσο σας αγαπώ…Μη με αφήσετε ποτέ ξανά μοναχό… Ένα χέρι τον χτύπησε απαλά στον ώμο. Μια κυρία με πρόσωπο που έλαμπε σαν αστέρι τον κοίταξε γλυκά. Η ελπίδα παιδί μου και η πίστη μπορούν να κάνουν το αδύνατο δυνατό. Να αγωνίζεσαι για την χαρά. Να πιστεύεις στον εαυτό σου κι όλα θα βρουν το δρόμο τους. Μα που βρίσκομαι; Δεν το κατάλαβες; Στη χαμένη πολιτεία των φαναριών του ουράνιου τόξου… Αχμάν, Αχμάν, μίλα μου σε παρακαλώ. Ξύπνα… Έχεις παγώσει…

18


Ο Αχμάν κοίταξε τον φίλο του και ένα ζεστό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του φωτίζοντας το πρόσωπό του. Σηκώθηκε, έπιασε το χέρι του Σαρίφ και του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Περπάτησαν για ώρα στην παγωμένη πόλη ώσπου ο Αχμάν βρήκε αυτό που έψαχνε. Ένα αστυνομικό τμήμα. Από εκείνη την ημέρα όλα άλλαξαν στη ζωή των δυο παιδιών. Ζήτησαν άσυλο, απόκτησαν ταυτότητα και μια ζεστή αγκαλιά γεμάτη αγάπη από την οικογένεια που τους φιλοξένησε ώσπου να φύγουν στην χώρα που επιθυμούσαν. Ο Αχμάν είναι σήμερα γιατρός και ο φίλος του Σαρίφ εργολάβος. Δουλεύουν στη χώρα που τους δέχτηκε και ονειρεύονται να αλλάξουν τον κόσμο να κάνουν το αδύνατο δυνατό. Λέτε να τα καταφέρουν;

2ο Δημοτικό ΢χολείο Πεύκων Εκπαιδευτικός: Μιζαμίδου Κυριακή Σάξη: Ε2

Μια φορά κι ένα καιρό... Τπήρχε μια χώρα... Όπου όλοι ζούσαν ειρηνικά Σα παιδιά μεγάλωναν δίχως φόβο...

19


Η ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΑΤΛΗ ΚΙ Η ΦΑΜΕΝΗ ΠΟΛΙΣΕΙΑ

Διάλειμμαααα! φωνάξαμε δυνατά και τρέξαμε όλοι στην αυλή. Μας περίμενε ο ήλιος χαμογελαστός και όλα τα παιχνίδια της αυλής. Ωραίαααα, που θα παίξουμε! Μόνο αυτό σκεφτόμασταν καθώς τρέχαμε πάνω στο στενό δρομάκι, που οδηγεί στην αυλή του σχολείου. Θα γλυστρίσουμε στην τσουλήθρα, θα κουνηθούμε στις τραμπάλες, θα κυλιστούμε στο χώμα, θα μαζέψουμε λουλουδάκια, θα παίξουμε μπάλα! Το πιο αγαπημένο μας μέρος είναι η αυλή, γιατί εκεί ... μα τι είναι αυτό, τι έγινε; Αααααα! Μπαίνουμε σε ένα σύννεφο, γκρίζο και μουντό σαν αυτό του ουρανού, μόνο που είναι κάτω στη γη. Ας προχωρήσουμε προσεκτικά. Μα πού είναι η αγαπημένη μας αυλή. Ααααα! Να! Επιτέλους. Η αυλή μας είναι μαγεμένη! Τα δέντρα περπάτησαν και ενώθηκαν με τα σπιτάκια. Έγιναν υπέροχα δεντρόσπιτα! Τα σιδερένια κάγκελα μεταμορφώθηκαν σε κυματιστούς αμμόλοφους. Σκαρφαλώσαμε πάνω και πριν προλάβουμε να δούμε στην άλλη πλευρά κυλούσαμε με τούμπες. Τούμπες, τούμπες, τούμπες και μπλουμ στη θάλασσα. Ναι, στη θάλασσα. Η μαγεμένη μας αυλή, έχει τώρα και θάλασσα. Από την τσουλήθρα κυλάμε πάνω σε μια βάρκα και πλέουμε στο νερό, σαν τραμπάλα. Πόσο υπέροχα είναι όλα! Τέτοιο 20


παιχνίδι δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε ποτέ! Ξαφνικά ακούσαμε πλατσουρίσματα! Γυρίσαμε όλοι προς το πέλαγος και τι να δούμε! Δελφίνια κολυμπούσαν κουβαλώντας παιδάκια στη ράχη τους. Όταν έφτασαν κοντά μας, καταλάβαμε ότι ήταν ταλαιπωρημένα. Η Γιώτα είπε ότι πρέπει να τα βοηθήσουμε να κατέβουν. Τα μεταφέραμε στα δεντρόσπιτα και μοιραστήκαμε το νερό και το φαγητό, που είχαμε στην

τσάντα μας. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τη γλώσσα τους. Τα δελφίνια μίλησαν. Ήταν η γλώσσα της αγάπης, που όλοι καταλάβαμε. Μας εξήγησαν ότι τα παιδιά ήρθαν από μια πολιτεία μακριά, γιατί τους έδιωξε ο γίγαντας. Είχαν κι αυτά όμορφες αυλές και σχολεία, αλλά τώρα όλα χάθηκαν... Και... ντρινννν ! ακούστηκε το κουδούνι για την τάξη. Τότε η Χριστίνα αναρωτήθηκε τι θα γίνουν οι καινούργιοι φίλοι μας. Όλα τα παιδιά με μια φωνή ζήτησαν να μπούμε όλοι μαζί στην τάξη. Μπήκαμε, λοιπόν, ξανά στο σύννεφο, για να επιστρέψουμε μέσα στο σχολείο. Και τότε έγινε κάτι παράξενο. Τα παιδιά των δελφινιών δεν μπορούσαν να περάσουν... δεν τους άφηνε το γκρίζο σύννεφο. Κοιταχτήκαμε για λίγο όλοι μεταξύ μας ξαφνιασμένοι. Ευτυχώς η φωνή του Άγγελου μας έδωσε δύναμη: “ας πιαστούμε όλοι μεταξύ μας χέρι – χέρι». Και πράγματι όλοι μαζί κάναμε τη πιο μεγάλη και τη πιο δυνατή αλυσίδα αγάπης και ορμήξαμε μέσα στο σύννεφο. Απίστευτο! Το σύννεφο 21


άρχισε να βρέχει. Όμως όχι βροχή... άρχισε να βρέχει συναισθήματα. Αγάπη, φιλία, αλληλεγγύη έπεφταν ασταμάτητα σαν κομφετί πολύχρωμα. Και το σύννεφο διαλύθηκε μονομιάς...

3ο Νηπιαγωγείο Κορδελιού Εκπαιδευτικός:΢ιούρδος Άρης Σμήμα ένταξης

22


Ζωγραφιά από το 3ο Νηπιαγωγείο Πεύκων

23


«Η Ασπίδα που… βοηθούσε και δεν πολεμούσε» (Οι χαμένες πολιτείες του Πολέμου) Κάποτε ήταν μια Ασπίδα που πολεμούσε. Για τον πόλεμο φτιάχτηκε και γι’ αυτό ήταν πολύ γενναία. Ήταν όμως πολύ στεναχωρημένη γιατί κάθε μέρα έβλεπε τις ασχήμιες του πολέμου. Μια μέρα αποφάσισε να φύγει μακριά. Ήθελε να αλλάξει ζωή και να μην ξαναδεί ποτέ της πόλεμο. Φώναξε λοιπόν το αγαπημένο της κόκκινο άλογο, ανέβηκε πάνω του και έφυγε…. Στο δρόμο της είδε πολλά παιδιά που ήταν έξω στους δρόμους και κρύωναν. Ο πόλεμος είχε καταστρέψει όλα τα σπίτια τους. Η Ασπίδα τα λυπήθηκε και θέλησε να τα βοηθήσει. Γι’ αυτό μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη στρόγγυλη ζεστή κουβέρτα και σκέπασε όλα τα παιδάκια για να τα ζεστάνει. Η Ασπίδα ένιωθε πολύ όμορφα γιατί… βοηθούσε και δεν πολεμούσε. Λίγο πιο κάτω είδε ανθρώπους που πεινούσαν. Ήταν πολύ φτωχοί. Η Ασπίδα για να τους βοηθήσει, έγινε ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο φαγητά και φρούτα και τους τα έδωσε για να τα φάνε. Όταν χόρτασαν όλοι συνέχισε το δρόμο της. Η Ασπίδα χαμογελούσε γιατί… βοηθούσε και δεν πολεμούσε. Μετά από μια ημέρα βρέθηκε σε μια πόλη που είχε απόλυτο σκοτάδι. Δεν μπορούσες να δεις τίποτα. Οι άνθρωποι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους και δεν μπορούσαν να βγούνε έξω. Η Ασπίδα με μιας γέμισε χρωματιστά φαναράκια για να φωτίσει την πόλη και να διώξει το σκοτάδι. Τους χάρισε τα φαναράκια κι έφυγε. 24


Η Ασπίδα έλαμπε ολόκληρη γιατί… βοηθούσε και δεν πολεμούσε. Καθώς προχωρούσε βρέθηκε σε ένα μέρος που είχε πάρα πολλή ζέστη. Δεν υπήρχε νερό πουθενά. Οι άνθρωποι και τα φυτά διψούσαν πολύ. Τότε η Ασπίδα γέμισε με πολλές χρωματιστές σταγόνες και έριξε μια βροχή για να ξεδιψάσουν όλοι. Από την πολλή βροχή όλη η πόλη έγινε καταπράσινη και γέμισε πολύχρωμα λουλούδια που μύριζαν όμορφα. Η Ασπίδα ήταν πολύχρωμη γιατί… βοηθούσε και δεν πολεμούσε. Συνέχισε το ταξίδι της και βρέθηκε σε μια μεγάλη έρημο. Συνάντησε κάποιους ανθρώπους που περπατούσαν με τις καμήλες τους στην άμμο. Ήταν ανήσυχοι γιατί είχαν χάσει το δρόμο τους . Η Ασπίδα μόλις κατάλαβε τι γινόταν μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη πυξίδα με πολλά σύμβολα και χρώματα και τους έδειξε το σωστό δρόμο. Η Ασπίδα τους έβλεπε να φεύγουν από την έρημο και ήταν πολύ χαρούμενη γιατί…. βοηθούσε και δεν πολεμούσε. Μετά την έρημο βρέθηκε σε μια πολιτεία γεμάτη σύννεφα. Στην πολιτεία αυτή ήταν όλα γκρίζα. Οι άνθρωποι ήταν θλιμμένοι γιατί ποτέ τους δεν είχαν δει το φως του ήλιου. Τότε η Ασπίδα δίχως να χάσει καιρό, έγινε ένας μεγάλος φωτεινός ήλιος και τους έστειλε τις ακτίνες του. Τα σύννεφα έφυγαν μακριά και όλα ήταν φωτεινά. Όλοι χαμογελούσαν και μαζί τους και η Ασπίδα γιατί…. βοηθούσε και δεν πολεμούσε. Στο ταξίδι της αυτό η Ασπίδα είχε περάσει από πολλές πολιτείες και είχε βοηθήσει πολλούς ανθρώπους γι’ αυτό ήταν πολύ χαρούμενη. Ήταν ευτυχισμένη. Από τη μεγάλη της ευτυχία γέμισε με χρωματιστές πεταλούδες και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Η Ασπίδα δεν ξαναείδε ποτέ της πόλεμο. Βρήκε τη χαρά της ζωής. Πετούσε από ευτυχία γιατί….. βοηθούσε και δεν πολεμούσε.

1ο Νηπιαγωγείο Παλαιοκάστρου Εκπαιδευτικός: Κουτσανοπούλου Μαρία Σμήμα Ολοημέρου

25


«Ο δρακούλης πάει… σχολείο»

Στη δρακοχώρα ζούσαν πολλοί δράκοι όπως ακριβώς τους ξέρουμε στα παραμύθια: άγριοι, θυμωμένοι, αυστηροί, φλογοβόλοι, έτοιμοι για πόλεμο… αλλά και άξεστοι, απολίτιστοι μια που δεν συμπαθούσαν τα σχολεία και ό,τι αυτό συνεπάγεται: τα γράμματα, τους αριθμούς, τους καλούς τρόπους συμπεριφοράς, τη γνώση. Έλεγαν πως δεν τα χρειάζονται μια που μπορούσαν να πετύχουν τον σκοπό τους με τα μέσα που διέθεταν, τη φωτιά τους, το μέγεθός τους και τη δύναμή τους. Κορόιδευαν μάλιστα τους ανθρώπους που πήγαιναν σ’ αυτά, τα θεωρούσαν περιττά. Στη δρακοχώρα λοιπόν ζούσε ένας δρακούλης, ας πούμε λίγο διαφορετικός. Του άρεζε να ερευνά, να πειραματίζεται, να ανακαλύπτει καινούργια πράγματα… Ώρες ολόκληρες ξάπλωνε στο γρασίδι και έβλεπε τον ήλιο, τ’ αστέρια, τα λουλούδια, τα δέντρα, τη βροχή και αναρωτιόταν… Απαντήσεις όμως στις απορίες του δεν μπορούσαν να του δώσουν οι δικοί του. Κι οι απορίες του συνεχώς αυξάνονταν, έγιναν βουνό. Έπρεπε να βρει μια λύση στο πρόβλημά του. Και τη βρήκε! Αποφάσισε να πάει να γραφτεί στο πλησιέστερο σχολείο της πόλης. Ετοίμασε τα λιγοστά του πράγματα και ξεκίνησε… ούτε δύο πετάγματα μακριά δεν ήταν!

26


Ο διευθυντής μόλις τον αντίκρισε φοβήθηκε, τρόμαξε, άλλαξε χίλια χρώματα και του είπε βέβαια να φύγει γιατί σ’εκείνο το σχολείο δεν θα μπορούσε να συνυπάρξει με τους ανθρώπους. «Είναι ριψοκίνδυνο, επικίνδυνο θα έλεγα… κινδυνεύουμε όλοι από τα φλογοβόλα σου ρουθούνια» του είπε ο διευθυντής πολύ σοβαρά. «Μα θα προσπαθήσω, σας το υπόσχομαι, είναι το όνειρο της ζωής μου να μάθω γράμματα για να μπορώ να διαβάζω και έτσι να λύσω τις απορίες μου για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου» του απάντησε ο δράκος στεναχωρημένα. «Δεν αρκεί η προσπάθεια, λυπάμαι, δεν μπορώ να βασιστώ στα λόγια σου. Αν τύχει και θυμώσεις κινδυνεύουμε όλοι να καούμε εδώ μέσα», του είπε ο κ. διευθυντής. Ακούγοντας τα τελευταία αυτά λόγια ο δρακούλης έβαλε τα κλάματα. Έβλεπε τα όνειρά του να γκρεμίζονται. Από την άλλη ο κ. διευθυντής πρώτη φορά έβλεπε δράκο να κλαίει. Δεν πίστευε στα μάτια του αυτό που έβλεπε, έναν ευαίσθητο δράκο με τόση θέληση για γνώση και μάθηση. Κάτι άλλαξε μέσα του στη θέα αυτής της κατάστασης και του είπε: «Εντάξει μ’ έπεισες δράκε θα σε γράψω στο σχολείο, αλλά η εγγραφή σου θα είναι δοκιμαστική και βέβαια προσωρινή. Αν διαπιστώσω όμως κάτι επικίνδυνο, να ξέρεις ότι θ’ αποβληθείς αμέσως. Δεν θα σ’ αφήσω από τα μάτια μου, θα γίνω η σκιά σου». Ο δρακούλης μόλις άκουσε αυτά τα λόγια πέταξε κυριολεκτικά από τη χαρά του και από το πέταγμά του έφερε ανεμοθύελλα στο γραφείο. Τα χαρτιά στο γραφείο του διευθυντή σηκώθηκαν απότομα και πήραν δρόμο. Ο διευθυντής έγινε κατακόκκινος από το θυμό του και ανακοίνωσε θυμωμένα τον πρώτο κανόνα στον δρακούλη: «ΑΠΑΓΟΡΕΤΕΣΑΙ ΝΑ ΠΕΣΑΜΕ ΜΕ΢Α ΢ΣΟ ΢ΥΟΛΕΙΟ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΕΞΩ».

27


Την άλλη μέρα το πρωί ο δρακούλης βρισκόταν στην τάξη πρώτος απ’ όλους. Είχε βλέπετε μεγάλη αγωνία και προσμονή. Χρόνια το περίμενε αυτό! Τα άλλα παιδιά μόλις τον αντίκρισαν, από τον φόβο τους τον έκαναν πέρα, δεν τον ήθελαν στην παρέα τους. Είχαν ακούσει τόσα κακά πράγματα γι’ αυτούς… Ο δρακούλης ένιωσε την απόρριψη αλλά δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί και πολύ. Κοιτούσε τη δασκάλα και μαγεύτηκε από το μάθημα της φυσικής. Τι πειράματα ήταν αυτά! Ενθουσιάστηκε! Στο διάλειμμα εκεί που καθόταν μόνος και έτρωγε το κολατσιό του, αντιλήφθηκε ένα παιδί να κλοτσάει έναν συμμαθητή του. Σηκώθηκε βιαστικά και μ’ έναν πήδο έφτασε κοντά τους. Το παιδί χωρίς λόγο χτυπούσε τον συμμαθητή του και ο δράκος θύμωσε τόσο που έβγαλε φωτιά από τα ρουθούνια του. Το δέντρο που ήταν εκεί δίπλα καψαλίστηκε και ο διευθυντής που το πρόσεξε του είπε αυστηρά: «Αυτό είναι, δράκε, που φοβόμουν. Αν δεν βρεις γρήγορα λύση στα φλογοβόλα σου ρουθούνια, να ξέρεις ότι θα απομακρυνθείς από το σχολείο». Ο συμμαθητής του δέχτηκε να τον βοηθήσει στο πρόβλημά του μια και αυτός τον είχε υπερασπιστεί στην αυλή νωρίτερα. Κάθησαν 28


λοιπόν να σκεφτούν μαζί στην αυλή μπας και κατεβάσουν καμιά ιδέα! Εκεί δίπλα που καθόταν ήταν οι βρύσες με το δροσερό, τρεχούμενο νερό.

«Δράκε, όταν καταλαβαίνεις τον θυμό σου ν’ ανεβαίνει επάνω στα ρουθούνια σου, ακόμη κι αν έχεις δίκιο, να βουτάς το δρακουλίσιο σου κεφάλι στο νερό της βρύσης για να σβήνεις τη φωτιά, κι ύστερα να έρχεσαι να υπερασπίζεσαι το δίκιο σου με τα λόγια σου και όχι με τη δύναμη της φωτιάς σου», του πρότεινε ο συμμαθητής του. Από τότε δρακούλης και συμμαθητής έγιναν οι καλύτεροι φίλοι, ο ένας βοηθούσε, συμβούλευε και υπερασπιζόταν τον άλλο. Για να τον βοηθήσει μάλιστα του έγραψε μια σειρά από κανόνες σε πρώτο πρόσωπο για να τους μάθει και να τους τηρεί: 1. Αποφεύγω να πετώ σε χώρους. (Σηκώνω ανεμοστρόβιλο).

κλειστούς

2. Όταν θυμώσω, βουτώ το κεφάλι μου σε δροσερό νερό. (Σβήνω αμέσως τη φωτιά). 3. Αποφεύγω παντός είδους καυτερό πιπέρι (μαύρο ή καγιέν) που επιταχύνει τη φλόγα στα ρουθούνια. 4. Σε περιόδους καύσωνα λειτουργώ σε χώρο με air condition. (Παίρνει τη φλόγωση). 5. Έχω πάντα μαζί μια άσπρη σημαιούλα φιλίας, σε περίπτωση παρεξήγησης. 29


6. Φορώ κρεμαστό φυλαχτό και ταυτότητα με όλα τα απαραίτητα στοιχεία μου, (που πιστοποιούν την παρουσία μου ως ενεργό μέλος της σχολικής κοινότητας προς αποφυγή κωμικοτραγικών καταστάσεων). 7. Αποφεύγω επίσης τα πολύ αλατισμένα φαγητά γιατί φέρνουν δίψα και για να ξεδιψάσω θα πρέπει να ρουφήξω όλο το νερό της δεξαμενής ή της πλησιέστερης λίμνης και ποταμού. 8. Προσέχω τη δίαιτά μου. Δεν ορμώ στα φαγητά των άλλων. Έχω τα δικά μου στην τσάντα μου και τρώω μόνο αυτά. 9. Όταν αισθάνομαι αδιάθετος παραμένω στη φωλιά μου και δεν έρχομαι σχολείο γιατί με ένα βήξιμο και ένα φτάρνισμα δικό μου (της δικής μου εμβέλειας και δυναμικότητας) θα κολλήσω όλα τα παιδιά, (χώρια που υπάρχει κι ο κίνδυνος πλημμύρας – κι οι κανονισμοί του σχολείου δεν προβλέπουν σωσίβια και βάρκες). Και άλλους πολλούς… Και αν βρείτε κι εσείς μερικούς κανόνες, δεν μας τους λέτε για να βοηθήσουμε τον δρακούλη να συμβιώσει μαζί με τα παιδιά; ΣΕΛΟ΢

Ή μάλλον όχι τέλος. Δεν είστε περίεργοι να μάθετε τι απέγινε ο δρακούλης μας; Ε, λοιπόν, αν θέλετε να ξέρετε έγινε γρήγορα αποδεκτός απ’ όλα τα παιδιά του σχολείου. Κατάλαβαν ότι μέσα σ’ αυτόν τον τεράστιο δράκο με τη μεγάλη δύναμη κρύβεται μια καλή και αθώα καρδιά. Ο δρακούλης μας ανέλαβε δράση και ο διευθυντής τον διόρισε φύλακα στην αυλή του σχολείου. Η δουλειά του ήταν να σβήνει πλέον τις φωτιές –και όχι να τις

30


ανάβει– κυριολεκτικά (όταν άναβαν φωτιές) αλλά και μεταφορικά (όταν άναβαν τα αίματα μεταξύ των παιδιών). Κουβαλούσε πάντα μαζί του μια τσάντα εκτάκτου ανάγκης με όλα εκείνα τα απαραίτητα εργαλεία: μια σφυρίχτρα, μια βεντάλια, παγωμένο νερό και παγάκια, ανεμιστηράκι και μια άσπρη σημαιούλα ειρήνης. Μ’ αυτά έπαιρνε τη φούντωση και τη φλόγωση που δημιουργούνταν στις εκρήξεις θυμού των παιδιών. Και για όλα αυτά του έβγαλαν και παρατσούκλι: δρακούλης ο πυροσβέστης. Και όταν δεν είχε να σβήνει τις φωτιές, τότε να δείτε γλέντια και χαρές. Πανηγύρι σωστό, λούνα παρκ! Τα παιδιά έπαιζαν τραμπολίνο στην κοιλιά του δρακούλη, τσουλήθρα στη ράχη του, αεροπλανάκι στα φτερά του, κρυφτό μέσα από τα δόντια του, αναρρίχηση στην τεράστια ουρά του. Αλλά το πιο καλό το άφηναν για το τέλος: - ΔΡΑΚΕ-ΔΡΑΚΕ, ΕΙ΢ΑΙ ΔΩ; - Βγάζω τον καπνό μου κι έρχομαι να σας βρώ! - Δράκε-δράκε, είσαι δω; - Παίρνω την ουρά μου και τρέξτε στο λεπτό! - Δράκε-δράκε, είσαι δω; - Βγάζω τη φλόγα μου και σας την πετώ! - Δράκε-δράκε, είσαι δω; - Ναι, σβήνω τη φωτιά μου, τρέχω, παίζω και γελώ! Και το πανηγύρι δεν είχε… ΣΕΛΟ΢ Εκπαιδευτικός: Καρασαββίδου Πανδώρα ΠΕ60

31


32


ISBN:

33


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.