1ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ 2017

Page 1

Page | 0


Page | 1


΢ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΨΝ

ΑΠΟ ΣΟΝ

1ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΜΑΘΗΣΙΚΟ Δ ΙΑΓΨΝΙ΢ΜΟ ΢ΤΓΓΡΑΥΗ΢ ΠΑΡΑΜΤΘΙΟΤ ΜΕ ΘΕΜΑ: «Μην κλαις Ειρήνη...»

Page | 2


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΒΑΝΙΣΙΔ ΟΤ ΒΙΡΓΙΝΙΑ Web site: diktyoparamythia.blogspot.gr

΢ΦΕΔ ΙΑ΢ΜΟ΢ – Δ ΙΟΡΘΨ΢ΕΙ΢-ΗΛΕΚΣΡΟΝΙΚΗ ΢ΕΛΙΔ ΟΠΟΙΗ΢Η: ΜΙΖΑΜΙΔ ΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ Web site: storytellerdome.blogspot.gr

Ηλεκτ ρονική διεύθυνση:diagonismosparamythiou@gmail.com

ΕΚΔ Ο΢ΕΙ΢: Δ ΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΨΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔ ΕΤ΢Η΢ Δ ΤΣΙΚΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

ISBN:

Copyright @2018

Page | 3


΢υλλογ ή παραμυθιώ ν

Εκδόσεις: Δ ιεύθυνση Πρω τ οβάθμιας Εκπαίδευσης Δ υτ ικής Θεσσαλονίκης

Page | 4


Page | 5


ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ

1 2 3 4 5 6 7 8

9 10 11 12 13 14 15 16 17

Μην κλαις Ειρήνη... όλα είναι δυνατ ά Δ ημοτ ικό ΢χολείο Γραβιάς Ειρηνούπολη-Η πόλη τ ης Ειρήνης 2 ο Δ ημοτ ικό ΢χολείο Καστ οριάς Μην κλαις Ειρήνη... τ ‟ αστ έρια τ ης ειρήνης 3 ο Δ ημοτ ικό ΢χολείο Ρόδου Μην κλαις Ειρήνη... καλό περιστ εράκι μου Δ ημοτ ικό ΢χολείο Αιγ ιάλης -Θολαρίω ν Μην κλαις Ειρήνη, θα νικήσει η καλοσύνη Πειραματ ικό Δ ΢ Πανεπιστ ημίου Πατ ρώ ν Μην κλαις Ειρήνη...Η ειρηνόπιτ α και η φ ασολιά. 3 ο Δ ΢ Ερμούπολης ΢ύρου Μην κλαις Ειρήνη... 3 ο Δ ημοτ ικό σχολείο Άμφ ισσας Μην κλαις Ειρήνη... αντ ί πολέμου ειρήνηης ελώ μεθα Λακω νική ΢χολή-Εκπαιδευτ ήρια Υ ραγ κή Μην κλαις Ειρήνη...Ειρήνη ημίν Λακω νική ΢χολή-Εκπαιδευτ ήρια Υ ραγ κή Μην κλαις Ειρήνη... 1 ο Δ ημοτ ικό ΢χολείο Ανω γ είω ν Μην κλαις Ειρήνη...υπάρχει ελπίδα στ η γ η 17 ο Δ ημοτ ικό ΢χολείο Καλαμαριάς Μην κλαις Ειρήνη... 2 ο Δ ημοτ ικό ΢χολείο Ξάνθης Πόλεμος και Ειρήνη 2 ο Δ ημοτ ικό ΢χολείο Νέω ν Μουδανιώ ν Σο πιο όμορφ ο καλοκαίρι τ ης ζ ω ής τ ης Δ ημοτ ικό ΢χολείο Μικρού Εύμοιρου Ξάνθης Μην κλαις Ειρήνη... 14 ο Νηπιαγ ω γ είο Κέρκυρας Μην κλαις Ειρήνη... κάπου υπάρχει αγ άπη 5 ο Νηπιαγ ω γ είο Νεάπολης Μην κλαις Ειρήνη... 1 ο Νηπιαγ ω γ είο Παλαιοκάστ ρου

σελ. 8 σελ.11 σελ.14 σελ.17 σελ.20 σελ.26 σελ.32 σελ.37

σελ.41 σελ.46 σελ.50 σελ.55 σελ.60 σελ.64 σελ.68 σελ.71 σελ.74

Page | 6


Page | 7


Μην κλαις Ειρήνη...΋λα είναι δυνατ ά! Μια φορά και έναν καιρό σε μία ήρεμη περιοχή ζούσε η μικρή Ειρήνη με τους φίλους της. Εκεί υπήρχαν και πολλά δέντρα και ζωάκια. Κάτι παράξενα πουλιά πετούσαν στον ουρανό και σκόρπιζαν τον τρόμο. Δεν ήταν καλά πουλιά. Σρέφονταν με φυτά και έτρωγαν τόσο πολύ που κατέστρεφαν τα δέντρα και τα φυτά. Έτσι τα άλλα ζωάκια δεν είχαν να φάνε. Επίσης φόβιζαν τα ζώα με τα μεγάλα τους φτερά. ΢την Ειρήνη φαινόταν πολύ παράξενο να βλέπει αυτά τα επιθετικά πουλιά. Σι να ήταν άραγε; Από που έρχονταν; Γιατί φέρονταν έτσι; Kάθε φορά που έκαναν μία κακή πράξη τα φτερά τους γίνονταν όλο και πιο βαριά. Και έγιναν τόσο βαριά που μία μέρα δεν μπορούσαν να πετάξουν πια, μόνο να περπατήσουν. ΢ιγά σιγά μετατράπηκαν σε μεταλλικές μηχανές και έκαναν διαδρομές στην πόλη της Ειρήνης. Άρχισαν να σκορπίζουν τον τρόμο και τον θάνατο. Η μικρή Ειρήνη προσπάθησε να τα σταματήσει αλλά μάταια. Ήταν μόνη της και χρειαζόταν βοήθεια από άλλους ανθρώπους που θα πίστευαν σε αυτήν και θα τη στήριζαν. Κάλεσε για βοήθεια όλα τα παιδιά της Γης επειδή τα παιδιά έχουν καλή καρδιά και ήθελαν να την βοηθήσουν. ΢υζήτησαν τι θα ήταν καλό να κάνουν για να σταματήσουν αυτά τα απαίσια πουλιά να κάνουν

Page | 8


πόλεμο. Έπρεπε να κάνουν κάτι και μάλιστα πολύ γρήγορα πριν σκοτωθούν και άλλοι άνθρωποι. Μετά από πολλή σκέψη, κατέληξαν σε μία καταπληκτική ιδέα αρκεί να μην τους καταλάβαιναν τα πουλιάμηχανές. Έπρεπε να αφαιρέσουν με κάποιον τρόπο τα όπλα και τις βόμβες που είχαν αυτές οι μηχανές. Πως θα το έκαναν όμως χωρίς να τους καταλάβει κανείς; Ήταν μία δύσκολη και επικίνδυνη για τη ζωή τους αποστολή. Είχαν ακόμη μία φανταστική ιδέα: αφού αφαιρεθούν τα όπλα, να τα αντικαταστήσουν με τροφές, παιχνίδια και άλλα πολλά..... Ένα βράδυ όταν όλοι κοιμόντουσαν, τα παιδιά και η Ειρήνη πήγαν κρυφά στα πουλιά- μηχανές ενώ αυτά είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο. Είχαν μία δύσκολη μέρα φαίνεται και ήταν πολύ κουρασμένα. ΢χημάτισαν λοιπόν μία αλυσίδα, το πρώτο παιδί αφαίρεσε πολύ προσεκτικά τα όπλα ένα-ένα, τα περνούσε στον επόμενο και έτσι χέρι-χέρι έφταναν σε ένα κρυφό σημείο όπου δεν μπορούσε να τα βρει κανείς. Αντίστροφα τα παιδιά που ήταν κάτω περνούσαν χέρι- χέρι προς τα πάνω στις μηχανές φαγητά. ΋ταν ξύπνησαν το πρωί τα πουλιά άρχισαν να λειτουργούν. Δεν ήξεραν όμως τι είχαν μέσα. Ήταν τόσο χαζά που το μόνο που ήξεραν ήταν να πατήσουν κουμπιά. Έτσι με το πάτημα ενός κουμπιού σκόρπησαν Page | 9


παντού φαγητά, για να φάει ο κόσμο που ήταν κουρασμένος και πεινασμένος μετά από τόσες μέρες πολέμου. Σα παιδιά το χάρηκαν πολύ που το κόλπο του πέτυχε. Έτσι τη δεύτερη νύχτα έβαλαν νερό για να πιούν όλοι, την τρίτη μέρα έβαλαν φάρμακα για να θεραπεύσουν τις πληγές των ανθρώπων, την τέταρτη μέρα καθαρό αέρα, την πέμπτη μέρα παιχνίδια για όλους, την έκτη μέρα μολύβια, γόμες, χρώματα, βιβλία για

να μορφωθούν τα παιδιά εφόσον τα σχολεία ήταν κλειστά, και την έβδομη μέρα έβαλαν μία μαγική σκόνη που αποτελούνταν από καλοσύνη και αγάπη. Έτσι δεν έλειπε τίποτα από τους ανθρώπους. Είχαν όλα όσα χρειάζονταν για να γίνουν ξανά δυνατοί. Κάτι άλλο μαγικό συνέβη όσο τα πουλιά αυτά σκόρπιζαν όλα αυτά τα ωραία πράγματα: κάθε μέρα οι άνθρωποι γίνονταν όλο και πιο δυνατοί και τα πουλιά όλο και πιο αδύναμες μηχανές μέχρι που άρχισαν να πετούν ξανά στον ουρανό χωρίς να έχουν το βάρος την κακίας. Η Ειρήνη και τα παιδιά πίστεψαν σε κάτι που το θεωρούσαν ακατόρθωτο, αλλά τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο στη ζωή αρκεί να το θελήσουμε και να το πιστέψουμε... Σάξη: Α΄ Δημοτικό ΢χολείο Γραβιάς Υωκίδας Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Άλμα Μπακίαϊ

Page | 10


«Ειρηνούπολη-Η πόλη τ ης ειρήνης» Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια μακρινή και πανέμορφη πόλη, την Ειρηνούπολη, μια όμορφη πριγκίπισσα που την έλεγαν Ειρήνη. Ήταν καλόκαρδη, πάντα χαμογελαστή και αγαπούσε όλους τους ανθρώπους. Ήθελε να είναι όλοι αγαπημένοι και ευτυχισμένοι. Μισούσε τους πολέμους και τους τσακωμούς. Μια μέρα έτυχε να περνάει από την πόλη αυτή μια μάγισσα η Κατσουφοαγέλαστη. ΋νομα και πράγμα! Δε γελούσε ποτέ. Η μόνη της χαρά ήταν να βάζει τους ανθρώπους να μαλώνουν. -Φμ! Αν δεν αλλάξω εγώ αυτήν την πόλη να μη με λένε Κατσουφοαγέλαστη. Θα τη σβήσω από το χάρτη! Ακούς εκεί να υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι! Δεν είναι δυνατόν! Μονολογούσε. Έτσι, σκέφτηκε,σκέφτηκε και τι βρήκε…Έκανε ένα ματζούνι και έβαλε μέσα κακία, θυμό, ζήλεια, νεύρα, εγωισμό. Σο βράδυ την ώρα που κοιμόταν όλοι, το έριξε πάνω από τα σπίτια, τα πάρκα, τα καταστήματα, τα σχολεία. Σο πρωί ξεκίνησαν οι άνθρωποι για τις δουλειές τους,όμως δεν ήταν χαμογελαστοί, δεν έλεγαν καλημέρα, τα πρόσωπά τους ήταν κατσουφιασμένα. Η Ειρηνούλα ήταν πολύ στενοχωρημένη. Δεν ήξερε τι να κάνει. ΋που κι αν πήγαινε, έβλεπε τα χειρότερα. Οι άνθρωποι μάλωναν μεταξύ τους, τα παιδιά δεν έπαιζαν όλα μαζί,δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Ήταν όλοι σαν ξένοι. Page | 11


Σα δάκρυά της έτρεχαν ποτάμι. Έπεφταν τα δάκρυά της στο χώμα κι εκεί φύτρωσε ξαφνικά ένα παράξενο μα τόσο όμορφο λουλούδι! Είχε ανθρώπινη φωνή και είπε: -Μην κλαις,Ειρήνη, είμαι η Ελπίδα και θα σε βοηθήσω να γίνει η πόλη σου όπως ήταν πριν. Πρέπει όμως να μάθεις ότι η αιτία του κακού είναι η κακία της Κατσουφοαγέλαστης. Η Ειρήνη χαμογέλασε, η ελπίδα γέμισε την ψυχή της και ρώτησε: -Πως όμως θα με βοηθήσεις Σι πρέπει να κάνουμε; -Θα ξεγελάσουμε την Κατσουφοαγέλαστη και θα της δώσουμε να πιει το ποτό της Λησμονιάς. Αν το πιει, θα ξεχάσει πώς ήταν η ζωή της πριν και θα προσπαθεί μόνο για το καλό και δίκαιο των ανθρώπων. -Πώς όμως θα την ξεγελάσω; -Θα κάνεις τη φίλη της για να μπορέσει να σ΄εμπιστευτεί και μετά θα την κεράσεις. Πρέπει όμως ν΄ανεβείς νύχτα στο βουνό μόνη σου και να τη βρεις στη σπηλιά της. ΋,τι και ν΄ακούσεις, ό,τι και να δεις δε θα γυρίσεις πίσω. Θα προχωράς μπροστά. Αυτή ήταν η δοκιμασία που έβαλε η Ελπίδα στην Ειρήνη.

Σο ίδιο βράδυ, η Ρηνούλα κρατώντας το ποτό της Λησμονιάς άρχισε ν‟ανεβαίνει το βουνό.΋μως τι τρομακτικά που ήταν! Ο φόβος της ήταν πολύ μεγάλος, έβλεπε σκιές, άκουγε φωνές τρομακτικές, όμως αυτή θυμόταν πώς ήταν παλιά η αγαπημένη της πόλη και προχωρούσε… Η επιθυμία και η λαχτάρα νίκησε το φόβο της. Έφτασε στη σπηλιά και βρήκε την Κατσουφοαγέλαστη να ετοιμάζει τα φίλτρα της. -Πώς ανέβηκες ως εδώ; Σι ήρθες να κάνεις; Ση ρώτησε θυμωμένα Page | 12


- Ήρθα να σ‟ ευχαριστήσω για το καλό που μου έκανες. Είχα βαρεθεί σ‟ αυτήν την πόλη. Κανένας δε μάλωνε, όλοι ήταν χαρούμενοι. Σι βαρετό πράγμα! Ήρθα να σε κεράσω το αγαπημένο μου ποτό. -Φμ! Καλό αυτό, μαζί θ‟ αλλάξουμε τον κόσμο. Δώσε μου να πιω γιορτάσουμε τη συνεργασία μας. Μόλις το ήπιε το πρόσωπό της άρχισε ν‟ αλλάζει, προσπαθούσε να θυμηθεί πού ήταν, τι έκανε, ποια ήταν. Ένα γλυκό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της, Κοίταξε την Ειρήνη και ρώτησε: -Ποια είσαι; Ποιος καλός άνεμος σ‟ έφερε εδώ; -Είμαι η Ειρήνη και μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Θέλω η πόλη μου, οι άνθρωποι. να ξαναγίνουν όπως ήταν πριν, χαρούμενοι, ευτυχισμένοι. -Υυσικά και θα σε βοηθήσω, της απάντησε. ΋λη τη νύχτα ετοίμαζαν μαζί τη μαγική σκόνη και τα χαράματα η Φαρουμενογελαστή πια, μαζί με την Ειρήνη έριξαν τη σκόνη πάνω από την πόλη. Σότε σ‟ όλη την πόλη απλώθηκε ένα φως και πήρε όλη τη δυστυχία, την κακία, τον πόνο. Οι άνθρωποι χαμογελαστοί, χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον,πήγαιναν στις δουλειές τους χαρούμενοι. Σα παιδιά έπαιζαν όλα μαζί αγαπημένα χωρίς να μαλώνουν. ΋λοι μαζί, πιασμένοι χέρι χέρι τραγουδού-σαν και χόρευαν το τραγούδι της Ειρήνης: θέλουμε ειρήνη, θέλουμε αγάπη, θέλουμε να ζούμε ειρηνικά, χαρά για όλου του κόσμου τα παιδιά.

Σάξη: Β’ 2o Δημοτικό ΢χολείο Καστοριάς Τπεύθυνοι Εκπαιδευτικοί: Σζουτζίδου ΢οφία & Ριζοπούλου Βασιλική Page | 13


«Μην κλαις Ειρήνη...» «Σ‟ αστ έρια τ ης Ειρήνης » Μια φορά στους τωρινούς καιρούς, σε ένα πανέμορφο λιβάδι, συνήθιζε να περνάει την ώρα της η μικρή Ειρήνη. Κάτω από την παχιά σκιά ενός γέρικου δέντρου η μικρή Ειρήνη διάβαζε βιβλία. Γιατί της Ειρήνης της άρεσαν πολύ τα βιβλία. Μέσα τους έβρισκε

τη γαλήνη όταν οι άνθρωποι την έκαναν να κλαίει... Και της άρεσαν τόσο πολύ τα βιβλία, που τα διάβαζε παρέα με τα λουλούδια και τα πουλιά. Σο λιβάδι ήταν γεμάτο με πολύχρωμα λουλούδια, που μοσχομύριζαν.

Πεταλούδες λογιών λογιών που έφτιαχναν με τα φτερά τους ένα πολύχρωμο στεφάνι πάνω από το κεφάλι της Ειρήνης. Δέντρα ψηλά, πανέμορφα. Ήταν ο μικρός παράδεισος της Ειρήνης.

Page | 14


Μια μέρα, από εκείνες τις ημέρες που οι άνθρωποι την έκαναν να κλαίει, η Ειρήνη διάβαζε το βιβλίο της κάτω από το δέντρο. Ξαφνικά, ένα μικρό αστέρι βγήκε μέσα από το βιβλίο. Η Ειρήνη ξαφνιάστηκε. Σο κοιτούσε έκπληκτη με τα δυο μεγάλα καστανά μάτια της. Σότε το αστέρι της είπε: «Είμαι το αστέρι της ΑΓΑΠΗ΢. Φάρισε αγάπη σε όλους τους ανθρώπους, Ειρήνη. Γέμισε την καρδιά τους!» και με τα λόγια αυτά το αστέρι αποχαιρέτισε την Ειρήνη και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Καθώς η Ειρήνη γύρισε άλλη μία σελίδα, ξεπετάχτηκε ακόμη ένα αστέρι. «Είμαι το αστέρι της ΥΙΛΙΑ΢.

Μοίρασε

φιλία

σε

όλους, Ειρήνη» της είπε και πέταξε μακριά στον ουρανό. ΢την

επόμενη

σελίδα

εμφανίστηκε πάλι ένα αστέρι, το

αστέρι

της

«Υρόντιζε

ΥΡΟΝΣΙΔΑ΢.

όλους

τους

ανθρώπους, Ειρήνη, μικρούς και μεγάλους», είπε το αστέρι και

χάθηκε

στον

απέραντο

ουρανό! Δεν πρόλαβε να γυρίσει και την επόμενη σελίδα και να, άλλο ένα αστέρι μπροστά της, το αστέρι της ΚΑΛΟ΢ΤΝΗ΢. «Πάρε καλοσύνη, Ειρήνη, και μοίρασε απλόχερα σε πλούσιους και φτωχούς!»

και με τα λόγια αυτά το αστέρι ταξίδεψε στον ουρανό. Μα να, άλλο ένα αστέρι, το αστέρι της ΦΑΡΑ΢. Εμφανίστηκε μπροστά στην Ειρήνη με ένα μεγάλο λαμπερό χαμόγελο. Δίπλα του τρεμόσβηνε το αστέρι του ΢ΕΒΑ΢ΜΟΤ. Και τα δυο μαζί την κοίταζαν βαθιά μέσα στα δυο μεγάλα καστανά μάτια της. Σότε, μια λάμψη εμφανίστηκε από τον ουρανό. Η Ειρήνη γύρισε το βλέμμα έκπληκτη. Σα δυο καστανά της μάτια χρυσάφιζαν κάτω από το γέρικο δέντρο. Και τι να δει; ΋λα τ΄ αστέρια που είχαν ξεπεταχτεί από το βιβλίο της σχημάτισαν

Page | 15


ένα φωτεινό στεφάνι και χόρευαν γύρω της! Σα μεγάλα καστανά μάτια της βούρκωσαν... από αγάπη... «Μην κλαις Ειρήνη... Έλα, πάμε! Πάμε να μοιράσουμε αγάπη, φιλία, φροντίδα. Πάμε να σκορπίσουμε καλοσύνη, χαρά, σεβασμό σε όλο

τον κόσμο!» της

ψιθύρισαν τα αστέρια. «Έλα, Ειρήνη, πάμε! Μας

περιμένουν». Κι έτσι, η Ειρήνη ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι σε όλο τον κόσμο! Από τότε η Ειρήνη δε γύρισε πίσω. Σαξιδεύει ακόμη! Λένε πως αν κοιτάξεις από ένα λιβάδι ψηλά στον ουρανό, ίσως να δεις τα αστέρια της Ειρήνης να σου χαμογελούν!

Σάξη: Β΄2 3ο Δ ημοτ ικό ΢χολείο Ρόδου Τπεύθυνοι εκπαιδευτ ικοί: Ρόζ α Βλάχου, Αναστ ασία Ρίνη

Page | 16


“ Μην κλαις Ειρήνη...καλό περιστ εράκι μου” Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, τότε που τα ζώα μιλούσαν ακόμα με ανθρώπινη φωνή, ζούσαν οι σκύλοι και οι γάτες. Αυτά τα ζώα, όπως όλοι γνωρίζουμε, τσακώνονταν συνέχεια. Ση μία μέρα οι γάτες έκλεβαν το φαγητό από τους σκύλους, την άλλη μέρα οι σκύλοι γάβγιζαν

δυνατά και ενοχλούσαν τις γάτες, τη τρίτη μέρα οι γάτες γαργαλούσαν με τις ουρές τους τους σκύλους και έτσι περνούσαν όλες οι μέρες....Οι

μήνες... Σα χρόνια... Οι αιώνες... ΋μως κάποτε τα πράγματα αγρίεψαν. Οι σκύλοι και οι γάτες βαρέθηκαν μόνο να τσακώνονται και άρχισαν να τρώνε ο ένας τον άλλο. Οι σκύλοι όταν πεινούσαν δεν έψαχναν πια για τροφή αλλά έτρωγαν όποια άτυχη γάτα περνούσε από κοντά τους. Οι γάτες , από την άλλη μεριά, προτιμούσαν να φάνε κανένα γέρικο σκυλάκι που δεν μπορούσε να αντισταθεί, παρά να κυνηγήσουν ποντίκια.

Page | 17


΋λα αυτά όμως δεν ήταν καθόλου μα καθόλου ευχάριστα. Κανείς δεν ήταν πια ευτυχισμένος στη Ζωοπολιτεία. Κανείς δε γελούσε και δε χαμογελούσε. Μόνο κλάματα ακούγονταν πια και δυστυχία μεγάλη. Κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι γιατί η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Οι σκύλοι και οι γάτες μισούσαν ο ένας τον άλλο τόσο πολύ που δε σκέφτονταν το κακό που έκαναν. Για καλή τους τύχη πέρασε πάνω από την πονεμένη πολιτεία ένα

όμορφο, ολόλευκο περιστέρι που το έλεγαν Ειρήνη. Μόλις είδε τη δυστυχία και τη διχόνοια στη Ζωοπολιτεία, η Ειρήνη άρχισε να κλαίει. Σο κλάμα της έγινε βροχή και πλημμύρισε η Ζωοπολιτεία. Οι σκύλοι και οι γάτες έτρεχαν από 'δω κι από 'κει. Ούρλιαζαν συνέχεια

και

φοβόνταν

πάρα πολύ. Η Ειρήνη το περιστέρι κατέβηκε στη γη, σήκωσε στα φτερά της όλες τις γάτες και τους σκύλους και

τους

πήγε

νοσοκομείο. του

Οι

γιατροί

νοσοκομείου

Πασχαλινοί

στο ήταν

Λαγοί

και

ήταν μαγικοί! Μπόρεσαν με τα μάγεια τους να γιατρέψουν όλες τις γάτες και τους σκύλους και να τους κάνουν φίλους. Από τότε έγιναν όλοι φίλοι και

έπαιζαν

κυνηγητό,

όλοι

μαζί

μπάλα,

κτυφτό,

αγαλματάκια

ακούνητα,

κλέφτες

αστυνόμους,

και

μπάσκετ,

Page | 18


μήλα, ψείρες, ποδόσφαιρο και βόλειι. Έκαναν παντομίμα και πήγαιναν όλοι μαζί στο τσίρκο, πήγαιναν για καφέ στη παραλία, επισκέφτονταν το πάρκο για τα ζώα και κοιμόνταν όλοι μαζί. Η Ειρήνη το περιστέρι έμεινε στο Ζωοπολιτεία για δύο Εβδομάδες. Σους έβλεπε όλους αγαπημένους και ήταν πολύ χαρούμενη. Πριν φύγει για να παέι σε μια άλλη πολιτεία που είχε πόλεμο είπε στις γάτες και στους σκύλους: “Εγώ φεύγω τώρα. Πάω σε άλλες πολιτείες που με χρειάζονται. Εσείς να

είστε όλοι αγαπημένοι και ενωμένοι.” Σο περιστέρι έφυγε και από τότε οι γάτες και οι σκύλοι έγιναν οι καλύτεροι φίλοι του κόσμου!

Σάξη: Α΄ 6/θέσιο Δ ημοτ ικό ΢χολείο Αιγ ιάλης - Θολαρίω ν Αμοργ ού Τπεύθυνη εκπαιδευτ ικός: Αραπάκη Ευαγ γ ελία

Page | 19


«Μην κλαις Ειρήνη, θα νικήσει η καλοσύνη» Μια φορά κι έναν καιρό στα παλιά τα χρόνια υπήρχε μια χώρα μακρινή. Εκεί οι άνθρωποι ζούσαν αγαπημένοι, συνεργάζονταν, γελούσαν και βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Σα παιδιά έπαιζαν στις πλατείες

και οι

μεγάλοι ήταν όλοι φίλοι. Η ζωή κυλούσε ήρεμα και χαλαρά. Εκεί ζούσε κι ένα μικρό κορίτσι που το έλεγαν Ειρήνη και είχε για παρέα ένα άσπρο περιστέρι. Αυτό το περιστέρι ήταν μαγικό. Πετούσε στον ουρανό και σκορπούσε το χαμόγελο και την αγάπη στις καρδιές των ανθρώπων. Γέμιζε με χρώματα τον ουρανό, με μελωδίες την ατμόσφαιρα, με

λουλούδια

τη

γη.

Έτσι, οι μέρες περνούσαν όμορφα,

με

τραγούδια

και χαρά! Μια μέρα όμως συνέβη κάτι που αναστάτωσε την ήσυχη ζωή των κατοίκων.

Ένας

στρατός

γκρίζους

αγέλαστους

στρατιώτες, ένα

από

μαύρο

καβάλα

σε

σύννεφο,

εισέβαλε στο χωριό. Η ατμόσφαιρα μαύρισε, ο ήλιος

κρύφτηκε.

Οι

κάτοικοι τα έχασαν και έτρεξαν να κρυφτούν. Οι στρατιώτες

γέλασαν

χαιρέκακα. Χηλά από το μαύρο σύννεφο άρχισαν να ρίχνουν κάτω στη γη μια μαγική μαύρη σκόνη, την σκόνη του πολέμου. Η σκόνη στροβιλίστηκε στον αέρα και τρύπωσε μέσα στα σπίτια και στις καρδιές των ανθρώπων. Ο αρχηγός αιχμαλώτισε το λευκό περιστέρι. Σο έκλεισε σε ένα μαύρο στενό κλουβί, το έδεσε για να μη μπορεί να πετάξει και το πήρε μαζί του. Βέβαιοι λοιπόν ότι έσπειραν την καταστροφή, έφυγαν ικανοποιημένοι.

Page | 20


Με μιας το σκηνικό άλλαξε! Ένα γκρίζο σύννεφο σκέπασε τα πάντα, τα λουλούδια μαράθηκαν, το χρώμα έφυγε από παντού. Σο χειρότερο όμως είναι ότι μαύρισε η ψυχή των ανθρώπων. Σα χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη τους, γέμισε

το πρόσωπό τους κατσούφιασε, η καρδιά τους σκλήρυνε,

μίσος.

Οι

άνθρωποι

έγιναν

άκαρδοι,

εγωιστές,

σκληροί.

΢ταμάτησαν να αγαπούν το διπλανό τους. Σα ήθελαν όλα δικά τους. Ήθελαν να εξουσιάζουν τα πάντα, τα σπίτια, τα χωράφια, την περιουσία του γείτονά τους. Φωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα και άρχισαν να

πολεμούν. Σα παιδιά κλείστηκαν φοβισμένα μέσα στα σπίτια τους, απορώντας με τη συμπεριφορά των μεγάλων. «Μα πώς γίνεται να μισεί τόσο

ο

ένας

τον

άλλο;

Μέχρι

χτες

ήταν

φίλοι!»

σκέφτονταν

απογοητευμένα. Εκείνη την καταστροφική ημέρα η Ειρήνη είχε πάει βόλτα στο δάσος. Φωρίς να το καταλάβει, απομακρύνθηκε πολύ από το χωριό. Σο βραδάκι που πήρε το δρόμο της επιστροφής, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η ατμόσφαιρα είχε σκοτεινιάσει. Σα γνώριμα γέλια των παιδιών δεν ακούγονταν. Μόνο κρότοι, φωνές

και κλάματα. ΋σο προχωρούσε έβλεπε ότι τα λουλούδια είχαν μαραθεί και άρχισε να κλαίει. Ξαφνικά

άκουσε

μια

ψιλή

φωνούλα να τη φωνάζει. Γύρισε πίσω

της

και

μισομαραμένη

είδε

μια

μαργαριτούλα

που της μιλούσε:

-Καλή μου Ειρήνη, ένα μαύρος στρατός ήρθε στο χωριό, σκόρπισε τη σκόνη του πολέμου και αιχμαλώτισε το περιστέρι της ειρήνης. Από τότε οι άνθρωποι άλλαξαν, έγιναν άπληστοι και άρχισαν να πολεμούν. Εσύ είσαι η μόνη που γλίτωσες. Πρέπει να σώσεις το χωριό. Πρέπει να ελευθερώσεις το περιστέρι της ειρήνης. Η Ειρήνη άκουσε άφωνη:

Page | 21


-Και πώς θα βρω το περιστέρι; ρώτησε τη μαργαρίτα. - Έχεις πολύ δρόμο να κάνεις. Θα πρέπει να λιώσεις τρία ζευγάρια παπούτσια. Ξεκίνα με την ανατολή του ηλίου και

ακολούθησε την

κατεύθυνση που σου δείχνει ο Αυγερινός και η Πούλια. Μόλις λιώσει το τρίτο ζευγάρι παπούτσια, τότε θα συναντήσεις μπροστά σου το περιστέρι. Καλή τύχη!

΢ε περιμένει δύσκολο ταξίδι, ευχήθηκε η μαργαρίτα και

μαράθηκε! Με την ανατολή του ηλίου ξεκίνησε το ταξίδι της ακολουθώντας την κατεύθυνση του Αυγερινού. Οι μέρες περνούσαν. Η Ειρήνη περπατούσε, διέσχιζε βουνά, πεδιάδες, σκοτεινιασμένα τοπία, ερειπωμένα χωριά. Σα ρούχα της κουρελιάστηκαν. Σο βράδυ κοιμόταν κάτω από τα μαραμένα δέντρα και το πρωί συνέχιζε το ταξίδι της. ΋μως, ποτέ δε σκέφτηκε να εγκαταλείψει τις προσπάθειες. ΋ταν έλιωσε το πρώτο ζευγάρι παπούτσια, βρέθηκε μπροστά σε ένα ερειπωμένο χωριό. Παντού εγκατάλειψη και ακινησία! Ξαφνικά, μέσα στα χαλάσματα, βλέπει δύο μικρά πουλάκια παγιδευμένα. Η Ειρήνη τα πήρε στα χέρια της και τα βοήθησε να πετάξουν. Εκείνα για να την ευχαριστήσουν, της είπαν: Page | 22


-΢ου δίνουμε το πανίσχυρο φίλτρο της αγάπης. Αυτό μπορεί να νικήσει όλες τις συμφορές. Η Ειρήνη ευχαρίστησε τα πουλιά και συνέχισε το μακρύ ταξίδι της. Περπατούσε μερόνυχτα ολόκληρα αποκαμωμένη. Μόλις έλιωσε το δεύτερο ζευγάρι παπούτσια, έφτασε σε ένα μισοκαμένο δάσος. ΢το κέντρο του συνάντησε μια μεγάλη γέρικη ελιά και αναζήτησε τη συντροφιά της. Σης έκανε παρέα, χάιδεψε τα κλαδιά της και έριξε νερό στις ρίζες της. Η ελιά, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, της χάρισε ένα νέο μαγικό φίλτρο: το φίλτρο της καλοσύνης.

Σο δύσκολο ταξίδι συνεχίστηκε μέχρι που έλιωσε και το τρίτο ζευγάρι παπούτσια. Και τότε βρέθηκε μπροστά στο σκοτεινό στρατόπεδο των μαύρων στρατιωτών. Ήταν περικυκλωμένο από ένα τεράστιο γκρίζο τείχος και το σκέπαζε ένα μαύρο

σύννεφο.

Οι

βλοσυροί

στρατιώτες

δούλευαν

ασταμάτητα:

καθάριζαν τα όπλα, έφτιαχναν σφαίρες, δε γελούσαν ποτέ. ΢ε μια σκοτεινή γωνιά η Ειρήνη είδε το κλουβί με το φυλακισμένο περιστέρι. Υαινόταν τόσο πληγωμένο και θλιμμένο!

Page | 23


Έμεινε να κοιτάζει πανικοβλημένη! Και τότε θυμήθηκε τα μαγικό φίλτρο της αγάπης. Άνοιξε το μπουκαλάκι και αυτό σκορπίστηκε στον αέρα δίνοντας στην ατμόσφαιρα ένα υπέροχο βιολετί χρώμα. Σο φίλτρο της αγάπης κάθισε πάνω στο γκρίζο σύννεφο του πολέμου και άρχισε να το διαλύει! Η αγάπη αποδείχτηκε πιο ισχυρή από το μίσος! Οι στρατιώτες μόλις αντιλήφτηκαν τι συνέβη, έτρεξαν οργισμένοι πάνω στην Ειρήνη. «Πιάστε τη, φώναζαν δυνατά». Και τότε αυτή πέταξε το μπουκαλάκι της καλοσύνης προς το μέρος τους. Σο υγρό ξεχύθηκε και μπήκε στην καρδιά τους. Αμέσως μαλάκωσαν! Ένα μικρό χαμόγελο ξεπρόβαλε στα χείλη τους και σιγά σιγά έγινε πιο φωτεινό, πιο πλατύ. Σα ρούχα τους απέκτησαν χρώμα, τα μάτια τους έλαμψαν. Κοιτάχτηκαν

μεταξύ τους σαν να βλέπονταν για πρώτη φορά, γέλασαν, πιάστηκαν από τα χέρια και αγκαλιάστηκαν. Έπιασαν και την Ειρήνη και έστησαν ένα χαρούμενο, ξέφρενο χορό. Μέσα σε αυτή τη χαρούμενη παραζάλη η Ειρήνη άνοιξε την πόρτα του κλουβιού και ελευθέρωσε το περιστέρι. Αυτό ξεχύθηκε έξω, πήρε στη ράχη του την Ειρήνη και πετάξανε μακριά. ΢το δρόμο σκόρπιζαν πάλι τη χαρά, αγάπη, χρώματα και μουσική. Σο χωριό ξαναέγινε πολύχρωμο, τα λουλούδια

ξαναάνθισαν,

ο

ουρανός

έγινε

λαμπερός,

χαρούμενες

μελωδίες ξεχύθηκαν στην ατμόσφαιρα. Page | 24


Σο κυριότερο όμως είναι ότι οι άνθρωποι κατάλαβαν το λάθος τους και άρχισαν να χαμογελούν ξανά. Οι μεγάλοι έδωσαν τα χέρια και τα παιδιά άρχισαν πάλι να παίζουν στη γειτονιά. Κι όλοι μαζί έκαναν μια συμφωνία: ΠΟΣΕ ΠΙΑ ΠΟΛΕΜΟ΢.

Σάξη: Α΄ Πειραματ ικό Δ ημοτ ικό ΢χολείο Πανεπιστ ημίου Πατ ρώ ν

Τπεύθυνη εκπαιδευτ ικός: Κοκκινάκη Αριάδνη

Page | 25


«Μην κλαις Ειρήνη...» «H ειρηνόπιτ α και η φ ασολιά»

Ξέρετ ε, στ ον κόσμο γ ίνοντ αι τ όσοι πολλοί πόλεμοι που ακόμα και στ ις ειδήσεις, δεν μπορείς να τ ους δεις όλους. ΋μω ς να ξέρετ ε, ότ ι ότ αν γ ίνετ αι κάτ ι τ έτ οιο, η Ειρήνη πονάει πολύ και κλαίει….

Page | 26


Σα παιδιά τ ου κόσμου δεν άντ εχαν άλλο και πήγ αν στ ην Ειρήνη και τ ης είπαν : «Ειρήνη, αν κλαις δε γ ίνετ αι τ ίποτ α, γ ι‟ αυτ ό σήκω πάνω , τ α μάτ ια άνοιξε να δεις τ ον κόσμο και βοήθα τ ον!» Η Ειρήνη αποφ άσισε να τ αξιδέψ ει… Πήγ ε πρώ τ α στ η ΢υρία. Εκεί γ ινότ αν εμφ ύλιος. Οι

πόλεις

ήτ αν

κατ εστ ραμμένες.

΢κοτ ώ νοντ αν άνθρω ποι. Γκρεμίζ οντ αν τ α σπίτ ια, τ α σχολεία και τ α νοσοκομεία. Γκρεμίζ οντ αν αρχαία μνημεία. Οικογ ένειες ολόκληρες έφ ευγ αν από τ η χώ ρα γ ια να γ λιτ ώ σουν.

Βασανίζ οντ αν

όλοι

από

ανθρώ πους που δεν είχαν θεό. Η Ειρήνη έκλαψ ε και πότ ισε τ ην καμένη γ η. Με τ α δάκρυά

τ ης,

η

καμένη

γη

γ έμισε

λουλούδια.

Ανήμπορη να κάνει κάτ ι άλλο, πήγ ε στ ην Παλαιστ ίνη. Εκεί γ ινότ αν πόλεμος με τ ους Ισραηλινούς, επε ιδή οι Ισραηλινοί έχουν πάρει τ η χώ ρα τ ω ν Παλαιστ ινίω ν. Είχαν μόλις σκοτ ώ σει οι Παλαιστ ίνιοι Ισραηλινούς και οι Ισραηλινοί Παλαιστ ίνιους. Η Ειρήνη έκλαψ ε πάνω από τ ους τ ραυματ ίες. Σα δάκρυά τ ης έπεσαν στ ο στ ήθος τ ους και οι τ ραυματ ίες γ ιατ ρεύτ ηκαν. Η Ειρήνη βασάνιζ ε τ ο μυαλό τ ης να βρει επειγ όντ ω ς μια λύση. Σο βασάνιζ ε…

το

βασάνιζ ε…

και!

σκέφ τ ηκε

να

φ τ ιάξει

μια…

ειρηνόπιτ α!!! Πήρε, πιατ έλες από αχτ ίδες φ εγ γ αριού, μάρμαρο από τ ο νησί τ ης Σήνου και φ τ ερά από βασιλικές πετ αλούδες. Γιγ αντ ιαία τ σόφ λια από καρύδια και φ ιστ ίκια, άφ θονα πέτ αλα μιας τ ριαντ αφ υλλιάς, φ ύλλα από τ εράστ ια πλατ άνια, μαγ ικά όστ ρακα από τ α βάθη τ ου βυθού και αμέτ ρητ α αστ έρια από τ ον πεντ ακάθαρο ουρανό.

Page | 27


Έβαλε μέσα

παιδικά παραμύθια απ‟όλο τ ον κόσμο, χαρά από

χαμόγ ελα, λόγ ια μαγ ικά από ξω τ ικά πριγ κίπισσες και νεράιδες, όλα τ α «άριστ α» από τ ους ελέγ χους τ ω ν παιδιώ ν, χρυσό και ασημένιο μεδούλι από ελεφ αντ όδοντ ο, ηλιαχτ ίδες και ένα κομμάτ ι από μόρφ ω ση, παγ ω μένο νερό από τ η μαγ ική λίμνη και αρκετ ή σκόνη

ελπίδας.

Έβαλε

σκόνη

από

κατ ακόκκινα

κερ άσια,

σποράκια από φ ράουλες, σκόνη από μαγ ικό τ ριαντ άφ υλλο, τ η γ ύρη τ ου κρίνου, και οχτ ώ χρυσαφ ένιες καραμελίτ σες.

Page | 28


΋λα αυτ ά τ α ανακάτ εψ ε με μια πολύχρω μη κουτ άλα, σοκολατ ένιο ουράνιο

πιρούνι,

τ όξο

πολύχρω μες

από

αστ ραπές,

πολύχρω μους

ένα

στ αλακτ ίτ ες,

κοτ σάνια από διαφ ορετ ικά μαγ ικά φ υτ ά, στ άλες από θάλασσες

και

ποτ άμια, καραμελένιο κουτ άλι, ένα

καλάμι από κιμω λίες. Έβαλε

τ ις

πίτ ες

σε

φ ούρνους

από

σύννεφ α

και

όνειρα,

διαμαντ ένια κατ σαρόλια και κρυστ αλλένια τ ηγ άνια. ΢ε μαγ ικά τ ούβλα που μιλούσαν και έλεγ αν «σ‟ αγ απώ » και τ ις έψ ησε. Άρχισε να φ τ ιάχνει τ ο λαχτ αριστ ό σιρόπι! Πήρε τ α φ ύλλα και τ ον ανθό από τ α λουλούδια όλου τ ου κόσμου, τ α έβαλε με πολύχρω μες καραμέλες σε ένα τ εράστ ιο μπολ και τ α ανακάτ εψ ε! Έλουσε τ ις πίτ ες μ‟ αυτ ό τ ο υπέροχο σιρόπι και τ ις στ όλισε με τ ο σήμα τ ης ειρήνης! Αυτ ή η μοναδική ευω διά απλώ θηκε στ η ΢υρία. ΋λοι οι φ τ ω χοί αγ ρότ ες που μύρισαν ξαφ νικά τ ην ειρηνόπιτ α, αναρω τ ήθηκαν γ ιατ ί άραγ ε να γ ίνετ αι αυτ ός ο πόλεμος. Η μυρω διά έφ τ ασε και ω ς τ ους πλούσιους και τ ους πολιτ ικούς. Αναρω τ ήθηκαν ακριβώ ς τ ο ίδιο πράγ μα… Ί σω ς εκείνη τ η στ ιγ μή να μην ήτ αν τ όσο έντ ονη η μυρω διά

και

συνέχισαν

γ ια

λίγ ο

τ ον

πόλεμο.

Μετ ά

όμω ς

σκέφ τ ηκαν καλύτ ερα και η συμπεριφ ορά τ ους άλλαξε προς τ ο καλύτ ερο. Γιατ ί να υπάρχει πόλεμος αφ ού η Φαρά, η Ειρήνη και η Ελπίδα

βρίσκοντ αι

χαρούμενα

και

τ όσο

κοντ ά

ευτ υχισμένα?

Σο

μας

και

κάνουν

σκέφ τ ηκαν

από

τα

πάντ α

δω ….

Σο

σκέφ τ ηκαν από κει… και τ ελικά κατ έληξαν στ ην ίδια απόφ αση.

΋λοι οι πλούσιοι και οι πολιτ ικοί να δώ σουν χρήματ α στ ους φ τ ω χούς και χω ράφ ια γ ια να καλλιεργ ήσουν. Οι φ τ ω χοί ήτ αν πάρα πολύ χαρούμενοι με τ ην απόφ αση αυτ ή και άρχισαν να τ ρώ νε τ ις ειρηνόπιτ ες, που εν τ ω μετ αξύ είχε φ έ ρει η Ειρήνη και να χαμογ ελάνε συνεχώ ς. Σα ζ ώ α μύρισαν κι αυτ ά τ η φ αντ αστ ική ειρηνόπιτ α και άρχισαν να χοροπηδούν. Σα φ υτ ά μεγ άλω σαν και πρασίνισαν και ήτ αν πάντ α ανθισμένα! Η

μυρω διά

συνέχισε

το

τ αξίδι

τ ης

και

επισκέφ τ ηκε

τ ην

Παλαιστ ίνη. Κι εκεί πόλεμος…. Κι εκεί πείνα και δυστ υχία. Οι Page | 29


πρώ τ οι που ένιω σαν τ ην πλούσια ευω διά τ ης ειρηνόπιτ ας, ήτ αν οι ηθοποιοί.

Πάντ α

έπαιζ αν

τ ρομακτ ικά

έργ α.

Μόλις

όμω ς

συνειδητ οποίησαν αυτ ό τ ο υπέροχο και μαγ ικό συναίσθημα τ ης ειρήνης, άλλαξαν αμέσω ς τ α έργ α τ ους και από λυπητ ερά άρχισαν να παίζ ουν έργ α χαρούμενα και γ εμάτ α γ έλιο. Σο κοινό μύρισε κι αυτ ό τ ην ειρηνόπιτ α και γ εμάτ ο ενθουσιασμό χειροκρότ ησε όσο δεν

είχε

ποτ έ

ξανά.

βγ ήκαν είδαν

χειροκροτ ήσει Και

από με

ότ αν

τα

θέατ ρα

μεγ άλη

τ ους

έκπληξη ότ ι δεν ήτ αν οι μόνοι που είχαν μυρίσει αυτ ή τ ην υπέροχη ευω διά. ΋λοι

ήτ αν

χαρούμενοι

γ ελαστ οί, και

γ εμάτ οι

αγ άπη γ ια τ ο συνάνθρω πό τ ους. Η Ειρήνη μοίρασε σε όλους τ ην πίτ α τ ης και τ η γ έμισε με άφ θονη αγ άπη… Αφ ού

ήτ αν

μαγ νητ ισμένοι

όλοι από

τη

μυρω διά, μαζ εύτ ηκαν άνθρω ποι από όλες τ ις χώ ρες τ ου κόσμου στ η ΢υρία και τ ην Παλαιστ ίνη. ΋λοι τ ρώ γ ανε ειρηνόπιτ ες που είχε φ έρει η Ειρήνη και ήτ αν πολύ χαρούμενοι γ ια τ ον κόσμο! Η ActionAid, η Unisef και άλλες οργ ανώ σεις, βοήθησαν τ α παιδιά όλου τ ου κόσμου να μορφ ω θούν, βοήθησαν και τ ους ανάπηρους ενήλικες που ήτ αν τ αλαιπω ρημένοι από τ ον πόλεμο. ΢ε όλο τ ον κόσμο οι δάσκαλοι και οι γ ονείς ήτ αν

πολύ ευτ υχισμένοι και

συμπεριφ έροντ αν πάρα πολύ ευγ ενικά! Οι μουσικοί και οι ποιητ ές τ ραγ ουδούσαν και παίζ ανε χαρούμενα τ η μουσική τ ους. Ο αέρας σε όλο τ ον κόσμο ήτ αν καθαρός, τ α δάση και τ α πάρκα καθαρά. Οι λίμνες, οι θάλασσες και τ α ποτ άμια είχαν εκατ ομμύρια ψ άρια! Σα εργ οστ άσια στ αμάτ ησαν να δουλεύουν γ ια αρκετ ό καιρό, λόγ ω μόλυνσης

τ ου

περιβάλλοντ ος

και

οι

άνθρω ποι

αντ ί

γ ια

αυτ οκίνητ α είχαν ποδήλατ α ή περπατ ούσαν ευτ υχισμένοι! Page | 30


Η Ειρήνη ανέβηκε στ ον ουρανό με τ ο κατ άλευκο συννεφ άκι τ ης. Εκεί συνάντ ησε ένα γ ίγ αντ α. Σον παρακάλεσε να τ ης φ υτ έψ ει μια τ εράστ ια φ ασολιά που θα είχε τ ις ρίζες τ ης στ ον ουρανό και τ ους βλαστ ούς στ η γ η. Από τ ότ ε έτ ρω γ αν όλοι οι φ τ ω χοί τ ου κόσμου φ ασόλια και δεν πείνασαν ποτ έ ξανά. Σα φ ασόλια, τ ους έκαναν μαγ ικά να ξεχάσουν τ ον πόλεμο. ΋λοι άρχισαν να πληρώ νοντ αι με φ ασόλια και δεν υπήρχαν χρήματ α.

΋σο

έτ ρω γ αν

φ ασόλια,

αυτ ά

πολλαπλασιάζ οντ αν

με

τη

δύναμη τ ης αγ άπης. Από τ ον πόλεμο είχε μείνει μόνο σκόνη. Ση σκόνη τ ην έκαναν : α) λίπασμα γ ια τ α φ υτ ά β) άσπρο αλεύρι γ ια να

κάνουν

κι

άλλες

ειρηνόπιτ ες γ ) ένα μεγ άλο

άγ αλμα, στ η μέση τ ης γ ης, τ ην

Ελλάδα,

γ ια

να

θυμούντ αι τ ι τ ράβηξαν! Η

΢υρία

είχε

γ εμίσει

προβατ άκια και τ α μετ ρούσαν όλοι και ξεχνούσαν τ ον πόλεμο. ΢τ ην Παλαιστ ίνη ζ ω γ ράφ ισαν τ α παιδιά χαρούμενες ζ ω γ ραφ ιές που όλοι τ ις καμάρω ναν και ξεχνούσαν τ ον πόλεμο. Από τ ότ ε η σημαία τ ης Παλαιστ ίνης, είχε τ ις ζω γ ραφ ιές τ ω ν παιδιώ ν. Η σημαία τ ης ΢υρίας είχε σχήμα προβάτ ου. Και η Ειρήνη, δεν έκλαψ ε ποτ έ ξανά! Σάξη: Δ ΄ 3 ο Δ ημοτ ικό ΢χολείο Ερμούπολης Τπεύθυνη εκπαιδευτ ικός: Ρούσσου Μαρία

Page | 31


«Μην κλαις Ειρήνη...»

Μια

φ ορά

και

έναν

καιρό ήτ αν δύο δίδυμα αδελφ άκια, ο Άκης και η Υ ίφ η. Ζούσαν σε μία όμορφ η γ ειτ ονιά, μέσα σε ένα τ εράστ ιο σπίτ ι με αυλή, πισίνα, κούνιες, πολλά λουλούδια και κατ απράσινα δέντ ρα. ΋λα φ αίνοντ αν γ αλήνια. Οι γ είτ ονες χαίροντ αν με τ ην ευτ υχία τ ω ν παιδιώ ν. Σους έβλεπαν να παίζ ουν στ ην αυλή χω ρίς να μαλώ νουν. Ήτ αν δύο χαρισματ ικά παιδιά που μοιράζ οντ αν τ α παιχνίδια μετ αξύ τ ους και πάντ α βοηθούσαν ο ένας τ ον άλλον. Επίσης ήτ αν άριστ οι μαθητ ές στ ο σχολείο. Ο Άκης τ α πήγ αινε λίγ ο πιο καλά, αλλά η Υ ίφ η δεν τ ον ζ ήλευε καθόλου. Ήτ αν τ όσο όμοιοι εξω τ ερικά και τ όσο διαφ ορετ ικοί στ ους χαρακτ ήρες. ΢τ ον Άκη άρεσαν οι αθλητ ικές δραστ ηριότ ητ ες και συνήθω ς στ ο σχολείο τ ου άρεσε να απομονώ νετ αι γ ια να συγ κεντ ρω θεί στ ις ασκήσεις τ ου. Η Υ ίφ η ήτ αν πιο ζ ω ηρή. Είχε πολλούς φ ίλους και στ ην τ άξη έκανε πολλά πράγ ματ α τ αυτ όχρονα, μιλούσε με τ η φ ίλη τ ης ενώ παράλληλα άκουγ ε τ ον δάσκαλο να εξηγ εί τ ο μάθημα. Είχε ζ ω γ ραφ ίσει σχεδόν Page | 32


όλα τ α εξώ φ υλλα τ ω ν βιβλίω ν τ ης όσο κι αν ο δάσκαλος τ ην μάλω νε. Τπήρχε και κάτ ι άλλο ξεχω ριστ ό στ η ζ ω ή τ ω ν παιδιώ ν, ένα κουτ αβάκι που τ ο έλεγ αν “ Ειρήνη” . Ήτ αν χαδιάρικο και φ ιλικό. Σο αγ απούσαν πολύ αλλά η μαμά τ ους δεν τ α άφ ηνε να τ ο βάλουν μέσα στ ο σπίτ ι. Είχε μανία με τ ην καθαριότ ητ α και αν έβλεπε έστ ω και μία τ ριχούλα απο τ ο κουτ αβάκι έβαζ ε τ ις φ ω νές. Έτ σι η Ειρήνη έμενε στ ην αυλή σε ένα ξύλινο σπιτ άκι. Η τ ελειομανής και ''καθαριομανής'' μαμά πάντ α έλεγ ε στ α παιδιά να πλένουν τ α χέρια τ ους μετ ά τ ο παιχνίδι με τ ο κουτ αβάκι. Αυτ ό δεν άρεσε στ α αδελφ άκια αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν διαφ ορετ ικά. Δ εν τ ους άρεσε ότ ι η Ειρήνη κοιμότ αν έξω μόνη τ ης. Μάλιστ α κάθε φ ορά που η Ειρήνη έκλαιγ ε, γ ια κάποιον περίεργ ο λόγ ο έριχνε βροχή. Και ότ αν έβρεχε ήτ αν πιο δύσκολο γ ι‟ αυτ ήν εκεί έξω .

Μία μέρα τ ο κλάμα τ ης Ειρήνης ήτ αν διαφ ορετ ικό από τ α άλλα. Κάτ ι κακό είχε συμβεί και τ ο διαισθανότ αν. Ο Άκης ξεκίνησε να Page | 33


πάει μόνος τ ου στ ο φ ροντ ιστ ήριο τ ω ν Αγ γ λικώ ν. Δ εν ήτ αν μακριά από τ ο σπίτ ι τ ου. ΄΋μω ς εκείνη

τ ην

στ αμάτ ησε

ημέρα σε

μία

παιδική χαρά γ ια να παίξει με άλλα παιδιά. Δ εν

κατ άλαβε

πέρασε

η

πω ς

ώ ρα

και

αργ ότ ερα δεν θυμότ αν τ ον δρόμο γ ια τ ο σπίτ ι. Είχε χαθεί στ α στ ενά. Οι γ ονείς ανησύχησαν. Είχαν

περάσει

έξι

ώ ρες και τ ο παιδί τ ους ακόμη άφ αντ ο. Πήραν τ ηλέφ ω νο παππούδες

και

στ ους

τ ου

Άκη

αλλά τ ίποτ α. Η Υ ίφ η άρχισε να κλαίει και αυτ ή. Για πρώ τ η φ ορά αισθανότ αν τ ην απουσία τ ου αδελφ ού τ ης. Εύχοντ αν να μην είχε συμβεί κάτ ι κακό. Η Ειρήνη έκλαιγ ε συνέχεια και μαζ ί τ ης και ο ουρανός. Κάπου στ ην πόλη ήτ αν ο Άκης, μάλλον βρεγ μένος και αυτ ός, αν δεν εί χε βρει ένα ζ εστ ό μέρος να προστ ατ ευτ εί από τ ην βροχή . Πω πω ! Που να ήτ αν αυτ ή τ ην δύσκολη στ ιγ μή; Η μαμά τ ης ΥίΥ η άνοιξε τ ο κλουβί, μήπω ς η Ειρήνη στ αματ ήσει να κλαίει. Δ εν κατ άλαβε ποτ έ γ ιατ ί έκλαιγ ε. Δ εν ξόδεψ ε χρόνο γ ια να είναι μαζ ί τ ης και να κατ αλάβει τ ις ανάγ κες τ ης. Απλά τ ην άφ ηνε να κοιμάτ αι στ ην αυλή πιστ εύοντ ας ότ ι τ α σκυλιά ανήκουν έξω από τ α σπίτ ια τ ω ν ανθρώ πω ν. Σο κουτ αβάκι βρήκε αμέσω ς τ ην ευκαιρία να δραπετ εύσει μέσα από μία τ ρύπα τ ου κήπου γ ια να ψ άξει

να βρει

τ ον

Άκη. Ακολούθησε

τ η διαδ ρομή τ ου,

μυρίζ οντ ας τ α βήματ ά τ ου. ΢αν μία φ υσική έλξη να πάει να βρει τ η Page | 34


φ υσική τ ης μητ έρα. Αγ απούσε πολύ τ ον Άκη, και αυτ ός τ ο ίδιο.

Σελικά τ ον βρήκε κάτ ω από ένα μεγ άλο δέντ ρο, βρεγ μένο και κουλουριασμένο. Ο Άκης ήτ αν σχεδόν άρρω στ ος, τ όσο αδύναμος που δεν μπορούσε να περπατ ήσει. Έτ ρεμε από τ ο κρύο. Φάρηκε πολύ που είδε τ ην Ειρήνη και έβαλε τ α κλάματ α από συγ κίνηση. Η Ειρήνη επέστ ρεψ ε στ ο σπίτ ι γ αυγ ίζοντ ας αστ αμάτ ητ α. Αν ήτ αν άνθρω πος θα έλεγ ε πολλά, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Γαύγ ιζ ε, χοροπηδούσε, έτ ρεχε κυκλικά γ ύρω από τ α πόδια τ ης μαμάς και τ ης Υίφ η και μετ ά τ ρέχοντ ας σε ευθεία γ ραμμή προσπαθούσε

ακολουθήσουν.

να

τ ραβήξει

Έτ ρεξαν

τ ην

λοιπόν

προσοχή

όλοι

τ ους

προς

το

γ ια

να

μέρος

τ ην

που

υποδείκνυε η Ειρήνη. Είχαν αγ ω νία να δουν τ ι είχε συμβεί. Μήπω ς υπήρχε κάποιο νέο γ ια τ ον Άκη; Σελικά όχι μακριά από τ ο σπίτ ι τ ους, βλέπουν τ ον Άκη και τ ον αγ καλιάζ ουν αμέσω ς. Είναι τ όσο χαρούμενοι που τ ον βρήκαν. Και πιο πολύ από όλους η Ειρήνη ήτ αν η πιο χαρούμενη. Είχε κάνει κάτ ι ηρω ικό. Μία πράξη που πηγ άζ ει από τ η φ ύση τ ης. Η μαμά τ ω ν παιδιώ ν κατ άλαβε κάτ ι σημαντ ικό εκείνη τ ην ημέρα: ότ ι η Ειρήνη είναι μέλος τ ης οικογ ένειας και δεν θα έπρεπε σε Page | 35


καμία περίπτ ω ση να κοιμάτ αι έξω στ ην αυλή. Και ότ ι τ ην ίδια κατ ανόηση και αγ άπη που δείχνουμε στ ους ανθρώ πους πρέπει να δείξουμε και στ α ζώ α, χω ρίς να τ α φ υλακίζ ουμε. Μετ άνιω σε τ όσο πολύ γ ι‟ αυτ ήν τ ης τ ην πράξη, που τ ο λιγ ότ ερο που μπορούσε να κάνει γ ια τ ην Ειρήνη ήτ αν να τ ην αφ ήνει να τ ρέχει ελεύθερα, χαρούμενα, ζ αβολιάρικα σε όλο τ ο σπίτ ι, χω ρίς να σκεφ τ εί τ ις τ υχόν πατ ημασιές ή τ ριχούλες που θα μπορούσε να αφ ήσει. Ήτ αν και αυτ ή παιδί! Σάξη Δ΄ 3ο Δημοτικό ΢χολείο Άμφισσας Τπεύθυνη εκπαιδευτ ικός: Άλμα Μπακίαϊ

Page | 36


«Μην κλαις Ειρήνη … » « Αντί πολέμου ειρήνην ελώμεθα»1 Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό νησί, που το έλουζε ο ήλιος και το έβρεχε από όλες τις πλευρές του η καταγάλανη θάλασσα του Αιγαίου, ζούσε μια όμορφη και ευγενική κοπέλα, που την έλεγαν Ειρήνη. Θα έλεγε κανείς πως είχε ξεπηδήσει από κάποιο παραμύθι… H μορφή της ήταν πολύ ξεχωριστή, το χαμόγελό της φώτιζε όλη την πλάση και η καλοσύνη της μάγευε όλους όσοι τη γνώριζαν. Κάθε μέρα το γελαστό αυτό κορίτσι με τη σπουδαία καρδιά συνήθιζε να βοηθάει τους συνανθρώπους της στις καθημερινές τους δουλειές, τις μανάδες να φροντίσουν το σπιτικό τους και τα παιδιά τους, τους πατεράδες να φέρουν φαγητό και καλούδια στην οικογένειά τους… Η Ειρήνη ήξερε πως «Σ‟ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη… Ο πατέρας που γυρνάει τα‟ απόβραδο μ‟ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια… είναι η ειρήνη.»2 ΋λοι την αγαπούσαν, μα πιότερο απ‟ όλους τη λάτρευαν τα μικρά παιδιά! ΢το πρόσωπό τους καθρεφτιζόταν η αθωότητα, η καλοσύνη και η ανιδιοτελής αγάπη. «Ειρήνη, έλα να παίξουμε!», «Ειρήνη, σε χρειάζομαι!», «Ειρήνη, έχω ανάγκη τη συμβουλή σου.», «Ειρήνη, φοβάμαι. Μείνε μαζί μου.», της έλεγαν τα παιδιά και η Ειρήνη ήταν πάντοτε στο πλευρό τους και με ιδιαίτερη φροντίδα τα συμβούλευε, τα προστάτευε, τα παρηγορούσε, έπαιζε μαζί τους κι εκείνα πολύ συχνά κούρνιαζαν στην αγκαλιά της. Σο πιο σημαντικό, όμως, η Ειρήνη τα μάθαινε να αγαπούν τον εαυτό τους και να στηρίζονται στις ικανότητές τους. Έτσι, καταλάβαιναν πως όταν αγαπάς τον εαυτό σου, θα μπορέσεις να αγαπήσεις και τους άλλους 1 2

Μτφρ. «Αντί πολζμου, ασ προτιμήςουμε την ειρήνη» Θουκυδίδησ Γιάννη Ρίτςου, « Ειρήνη»

Page | 37


αληθινά! Και δε σταματούσε εκεί, αγωνιζόταν καθημερινά να τα μάθει την αξία της συγχώρεσης! ΋λα κυλούσαν όμορφα… Ο ήλιος έλουζε με τις λαμπερές του ακτίνες του το νησί και τα βράδια το μαλαματένιο φεγγάρι φώτιζε τη θάλασσα. Σι γαλήνη και ηρεμία! Θαρρείς και ο Θεός είχε ευλογήσει τούτον εδώ τον τόπο να γνωρίζει μόνο την ευτυχία και την ευημερία… Ήταν, άραγε, έτσι; Μια ζοφερή ημέρα τα απειλητικά σύννεφα του πολέμου φανερώθηκαν στον ουρανό… Βόμβες, αεροπλάνα, σειρήνες συνέθεσαν ένα φριχτό σκηνικό… Απελπισμένοι όλοι έτρεχαν να σωθούν… ΢αν να το είχε υφάνει μια κακιασμένη μοίρα: « αυγή δε θα γίνει ούτε όνειρο ανθρώπου»3 Ο στρατηγός Πόλεμος αναζητούσε νυχθημερόν να βρει την Ειρήνη και να τη φυλακίσει, γιατί τον εμπόδιζε να εφαρμόσει τα καταστροφικά και υποχθόνια σχέδιά του. ΋ργωσε όλο το νησί, απ‟ άκρη σ‟ άκρη… Μέχρι που μια νύχτα είχε στήσει καρτέρι στο λιμάνι του νησιού, την ώρα που μια βάρκα γεμάτη πρόσφυγες, μικρά παιδιά, ταλαιπωρημένους ανθρώπους έφθαναν στο νησί, για να βρουν καταφύγιο. Η Ειρήνη ήταν εκεί και τους βοηθούσε να προσεγγίσουν την ακτή σώοι. - Εκεί, είναι, συλλάβετέ την αμέσως!, διέταξε ο στρατηγός Πόλεμος. Η Ειρήνη δεν άργησε να βρεθεί φυλακισμένη σε μια σκοτεινή σπηλιά, ώστε κανείς να μην μπορέσει να τη βρει. Ο στρατηγός Πόλεμος σκόρπισε τους στρατιώτες του τη Δυστυχία, την Πείνα, τη Υτώχεια, το Μίσος, την Εξαθλίωση και την Καταστροφή, που ρίζωσαν για καιρό στο νησί. Οι κάτοικοι υπέφεραν, τα παιδιά έκλαιγαν και πεινούσαν… Σι θα απογινόταν άραγε αυτό το νησί; Θα κατάφερνε κάποιος να απελευθερώσει την Ειρήνη;

3

Χόρχε Λουίσ Μπόρχεσ, «Τάνκασ»

Page | 38


Υάνηκε η ροδοδάκτυλη Αυγή4, η μέρα αυτή που είχε ξημερώσει έμοιαζε διαφορετική από τις άλλες. Ένα λουλουδάκι είχε φυτρώσει στις στάχτες, που είχε αφήσει πίσω στον διάβα του ο Πόλεμος. ΢τον ουρανό φάνηκαν το ουράνιο τόξο και ένα άσπρο περιστέρι με… κλαδί ελιάς στο ράμφος του. ΢τον δρόμο έτρεχαν τέσσερα τρυφερά κοριτσάκια, η Ελευθερία, η Ελπίδα, η Αγάπη και η Ζωή. Αναζητούσαν την αγαπημένη τους φιλενάδα, Ειρήνη. Σο περιστέρι με μια μαγική φωνή τις οδηγούσε… «Άκου, άκου, έλα, έλα, χρόνος δεν υπάρχει… Ακολούθα τα σχήματα του φωτός του ήλιου στο νερό της θάλασσας. Εκεί είναι αυτό, που αναζητάς.» Έτσι κι έκαναν… Ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του περιστεριού έφθασαν στη σπηλιά, όπου βρήκαν την Ειρήνη ταλαιπωρημένη να κλαίει. «Μην κλαις Ειρήνη…», της είπαν όλες τους με μια φωνή. «΋λα θα πάνε καλά…»

Αφού έλυσαν τα δεσμά της Ειρήνης, μπήκαν κρυφά στο

4

« Οδφςςεια», Όμηροσ

Page | 39


στρατηγείο του Πολέμου. Έμειναν έντρομες για ώρα να κοιτούν τα καταστροφικά εργαλεία του, που σκόρπιζαν τον πόνο και τη δυστυχία στους ανθρώπους. -Μη χάνουμε χρόνο! Δε θα αργήσει να μας ανακαλύψει!, φώναξε η Ελπίδα. - Η Ελπίδα έχει δίκιο. ΋,τι είναι να γίνει, πρέπει να γίνει άμεσα!, είπε η Αγάπη. Ενωμένες, λοιπόν, πήραν όλα τα όπλα και τις βόμβες και τα μετέτρεψαν σε… όμορφα γλαστράκια, όπου φύτεψαν πολύχρωμα κι ευωδιαστά άνθη, σε καμπανούλες για τα ξωκλήσια του νησιού, σε μπάλες για να παίζουν τα παιδιά! Έτσι, διαπίστωσαν και θα το έδειχναν σε όλους ότι από κάτι κακό, μπορεί να γεννηθεί κάτι καλό, αρκεί να υπάρχει θέληση. Θα αναρωτιέστε, βέβαια, πώς αντέδρασε ο στρατηγός Πόλεμος και η παρέα του, όταν τα αντιλήφθηκαν όλα αυτά. Υυσικά, έγιναν όλοι τους έξαλλοι, αλλά κατάλαβαν τη δύναμη της Ειρήνης και έφυγαν αμέσως μακριά από αυτό το νησί. Κάποιοι λένε πως τον έχουν συναντήσει σε άλλος τόπους να προσπαθεί να πραγματοποιήσει τις καταστροφικές βουλές. Δυστυχώς, πολλές φορές τα καταφέρνει… ΋σο για την Ειρήνη… Οι κάτοικοι του νησιού λένε πως συνέχισε για χρόνια να βοηθά και να προσφέρει, ώσπου «φώλιασε» στις καρδιές των ανθρώπων. Μάλιστα, αν τύχει ποτέ και σας βγάλει ο δρόμος στο νησί αυτό, μην ξεχάσετε να ανεβείτε στο πιο ψηλό σημείο του… Εκεί θα δείτε μια νεράιδα, να «ρίχνει» τη χρυσόσκονή της σε όλο το νησί, για να μην το βλάψει ποτέ ξανά κανείς! Αναρωτιέστε ακόμη, αν όλα αυτά είναι αλήθεια; Μα σάμπως είπαν ποτέ ψέματα τα παραμύθια;

Σάξη Γ΄ Λακωνική σχολή-Εκπαιδευτήρια Υραγκή Τπεύθυνη εκπαιδευτ ικός:Κιαμίλη ΢ίσσυ

Page | 40


«Μην κλαις Ειρήνη… Ειρήνη ημίν» 1923.

Φειμώ νας.

Βρισκόμαστ ε Δ ασόλοφ ο,

στ ο ένα

μικρό

χω ριουδάκι

κρυμμένο

καλά

στ ην

αγ καλιά

τ ου θεσσαλικού κάμπου. Λένε πω ς εδώ κατ οικούν οι

πρόσφ υγ ες,

έφ τ ασαν

που

διω γ μένοι

κατ ατ ρεγ μένοι

και

από

τα

παράλια τ ης Σουρκίας. Ας πλησιάσουμε

λίγ ο.

΢τ ην

άκρη τ ου χω ριού υπάρχει ένα σπίτ ι πολύ φ τ ω χικό. Έχει τ σίγ κινη στ έγ η και τ οίχους

από

πλίνθους.

΢τ ην πέτ ρινη αυλή πάνω σε

έναν

που έχει

κορμό

δέντ ρου

μετ ατ ραπεί

σε

παγ κάκι δίπλα από μια ανθισμένη αμυγ δαλιά κάθετ αι μια όμορφ η νέα γ υναίκα. Πλέκει ένα μάλλινο πουλόβερ, φ αίνετ αι σκεπτ ική και είναι αμίλητ η. Η θλίψ η που τ ην έχει κυριεύσει αποτ υπώ νετ αι ανάγ λυφ α στ ην όψ η τ ης. Δ άκρυα σαν μικρά λαμπερά διαμαντ άκια

κυλούν από τ α μάτ ια τ ης βρέχοντ ας τ ο πανέμορφ ο πρόσω πό τ ης. Μαζ ί με τ ην κλω στ ή τ ου νήματ ος πλέκει και τ ις αναμνήσεις τ ης. Αναμνήσεις γ εμάτ ες εικόνες από μια ζ ω ή ξέγ νοιαστ η και πλούσια μέχρι που……τ υλίχτ ηκε με τ ι ς πύρινες φ λόγ ες τ ης πυρκαγ ιάς και χάθηκε κάτ ω από παχύ γ κρίζ ο στ ρώ μα τ ης στ άχτ ης. ΋λη η οικογ ένειά τ ης είχε ξεκληριστ εί. Σης είχε απομείνει μόνο η Ελπίδα, ένα από τ α τ ρία παιδιά τ ης.

Page | 41


- Μαμά, τ ι να απέγ ινε άραγ ε η αδερφ ούλα μου, η Φαρά; Λες να κατ άφ ερε να επιβιβαστ εί σε κάποιο από τ α πλοία και να έχει φ τ άσει στ ην Ελλάδα; Λες να χάθηκε στ α σκοτ εινά και παγ ω μένα νερά τ ης φ ουρτ ουνιασμένης θάλασσας; Σότ ε η πίκρα τ ου ψ έματ ος που θα έλεγ ε έσκισε τ ην καρδιά τ ης στ α δυο και με αβάστ αχτ ο πόνο, τ ης απάντ ησε ψ ελλίζ ον τ ας: - Μακάρι να „ξερα παιδί μου……Μακάρι να ΄ξερα…. Λέγ οντ ας αυτ ά τ α λόγ ια στ ο μυαλό τ ης ήρθε η εικόνα τ ης μικρής Φαράς

να παλεύει

με

τ α κύματ α τ ης

αγ ριεμένης

θάλασσας

κατ αβάλλοντ ας αγ ω νιώ δεις προσπάθειες να φ τ άσει τ η μικρή ξύλινη

βαρκούλα,

που

όλο

και

απομακρυνότ αν.

Εκείνη τ η στ ιγ μή από τ ο γ κρίζ ο φ ορτ ω μένο με μαύρα σύννεφ α ουρανό φ άνηκε ένα κατ άλευκο περιστ έρι. Μετ ά από λίγ α λεπτ ά στ άθηκε στ α ασημοπράσινα κλαδιά τ ης γ ερασμένης ελιάς, που έστ εκε αγ έρω χη στ ην άκρη τ ης αυλής. Λες και συναισθάνθηκε τ ον πόνο τ ης μάνας άνοιξε τ α μικρά φ τ ερά τ ου και στ άθηκε πάνω στ ον δεξί τ ης ώ μο. Σης μίλησε σε μια γ λώ σσα που μόνο τ α πουλιά

Page | 42


μπορούσαν να μιλήσουν. Παραξενεμένη η Ειρήνη, κατ άλαβε πω ς μπορούσε να κατ ανοήσει τ α λόγ ια τ ου. - Μην κλαις Ειρήνη….΢ου έχω ευχάριστ α νέα! - ΢ε περίμενα καιρό καλό μου περιστ έρι! - Φθες καθώ ς πετ ούσα πάνω από τ η ΢μύρνη, είδα τ η μεγ άλη σου κόρη τ ην Ευτ υχία να περιπλανιέτ αι στ ους γ εμάτ ους συντ ρίμμια και

αποκαΐδια δρόμους. Υ αινότ αν

πολύ

τ αλαιπω ρημένη

και

εξαντ λημένη προσπαθώ ντ ας να βρει λίγ η τ ροφ ή. Πήγ α να τ ης μιλήσω , όμω ς εκείνη ήτ αν πολύ φ οβισμένη και μόλις με είδε, έφ υγ ε τ ρέχοντ ας. Έτ σι εγ ώ ήρθα όσο πιο γ ρήγ ορα μπορούσα να βρω εσένα. Μην ανησυχείς, είμαι σίγ ουρη ότ ι είναι καλά και θα κατ αφ έρει να επιβιώ σει. - ΢ε ευχαριστ ώ πολύ γ ια τ α καλά νέα, είπε συγ κινημένη η Ειρήνη

Page | 43


και έβγ αλε ένα κομμάτ ι ψ ω μί από τ ην τ σέπη τ ης γ ια να φ ιλέψ ει τ ο περιστ έρι. Η ώ ρα είχε περάσει. Είχε πάει πια μεσημέρι. Ήδη ακουγ ότ αν η καμπάνα τ ης εκκλησίας να χτ υπά στ ον γ νώ ριμο ήχο. ΢ηκώ θηκε, άφ ησε τ ο πλεκτ ό τ ης, έπρεπε να ετ οιμάσει τ ο μεσημεριανό φ αγ ητ ό. ΢ήμερα θα έφ τ ιαχνε μαντ ί, μια σούπα από κριθαράκι, γ άλα και σκόρδο, υλικά που δεν κόστ ιζ αν πολύ και υπήρχαν σε αφ θονία στ ο σπιτ ικό τ ης. Έβγ αλε από τ ο ξύλινο τ αλαιπω ρημένο από τ α χρόνια και τ η φ θορά ντ ουλάπι τ ης μικρής γ εμάτ ης υγ ρασία κουζ ίνα

τ ης, τ ον

τ έντ ζ ερη,

που

πρόσφ ατ α

είχε

γ ανώ σει

ο

περιπλανώ μενος γ ανω τ ής και άναψ ε τ η φ ω τ ιά. Η ζ εστ ή σούπα ήτ αν ό,τ ι έπρεπε γ ια μια τ όσο κρύα μέρα. Σοποθέτ ησε με προσοχή ένα ένα τ α υλικά και άρχισε να ανακατ εύει αφ ηρημένα. Σο βλέμμα τ ης χάθηκε σαν να τ αξ ίδευε κάπου μακριά, σε μέρη αλαργ ινά, η θύμηση τ ω ν οποίω ν είχε αρχίσει να ξεθω ριάζ ει. Από μακριά ακουγ ότ αν ένα υπέροχο τ ραγ ούδι, ένα τ ραγ ούδι σαν

ευχή:

΢τ ης αγ άπης τ ο λιμάνι άνοιξ' ένα μαγ αζ ί χριστ ιανοί και μουσουλμάνοι να γ ιορτ άζ ουμε μαζί

Ποιος πάει να κόψ ει στ αφ ύλι και θυμάτ αι κρασί; Θέλω πάντ α νά `μαστ ε φ ίλοι αν τ ο θέλεις κι εσύ αν θέλεις κι εσύ

Page | 44


΢τ ης αγ άπης τ ο λιμάνι θέλω νά `μαστ ε μαζ ί

Είπα επί γ ης ειρήνη μα δε μ' άκουσε κανείς άμα πιάσει τ ο μπουρίνι πνίγ ετ αι ο μονογ ενής Φαμογ έλασε διστ ακτ ικά και στ ο νου τ ης ήρθε τ ο όνειρο που είχε δει τ ο προηγ ούμενο βράδυ, ένα όνειρο που τ ην επισκεπτ ότ αν συχνά τ ον τ ελευτ αίο καιρό. Ήτ αν ο άντ ρας τ ης ο Λευτ έρης, που ερχότ αν δίπλα τ ης με τ ην επίσημη στ ολή τ ου, αποκαμω μένος από τ ον πόλεμο και από τ ις κακουχίες μα αγ έρ ω χος και επιβλητ ικός,

όπω ς πάντ α. ΢τ εκότ αν δίπλα τ ης τ ής χάιδευε απαλά τ α μετ αξένια μακριά μαλλιά τ ης και τ ης έλεγ ε με τ ην ήρεμη καθησυχαστ ική φ ω νή τ ου: «Μην κλαις Ειρήνη…. ΋λα θα πάνε καλά! Κάνε υπομονή! Ο πόλεμος θα τ ελειώ σει και θα βρεθούμε πάλι μαζ ί! Οι δυο λαοί θα μονοιάσουν, γ ιατ ί όλοι είμαστ ε άνθρω ποι και είμαστ ε ίδιοι! Μην κλαις….. σε λίγ α χρόνια όσα ζ ήσαμε θα είναι μια κακή ανάμνηση τ ου παρελθόντ ος, αρκεί όλοι μας να μάθουμε από τ α λάθη μας».

Σάξη Γ΄ Λακωνική σχολή-Εκπαιδευτήρια Υραγκή Τπεύθυνη εκπαιδευτ ικός:Κουτ σοπούλου Υ ω τ εινή

Page | 45


«Μην

κλαις Ειρήνη...»

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ειρήνη .Η Ειρήνη είχε μακριά μαλλιά και όμορφα μεγάλα μάτια. Σης άρεσε πολύ να ταξιδεύει. Υίλος της πιστός κι αγαπημένος ένα μεγάλο κάτασπρο περιστέρι. Ανέβαινε στην πλάτη του και γυρνούσαν όλο τον κόσμο. ΢το χέρι της κρατούσε ένα μικρό ψάθινο καλάθι γεμάτο σπόρους. Αυτοί οι σπόροι δεν ήταν συνηθισμένοι. Είχαν κάτι μαγικό. ΋που η Ειρήνη τους σκορπούσε φύτρωναν χαμόγελα. Αυτό τον καιρό αποφάσισε να επισκεφτεί τη ΢υρία. Πέταξε λοιπόν πάνω απ τη χώρα και σκόρπισε όλους τους σπόρους μια και στη χώρα αυτή δεν υπήρχε ούτε ένα χαμόγελο. Οι σπόροι φύτρωσαν αμέσως. Αλλά μόλις έβγαλαν τα μεγάλα πολύχρωμα άνθη τους συνέβη κάτι φοβερό .Μαύρα μεγάλα ζουζούνια κάθισαν πάνω τους και τα χαμόγελα έσβηναν το ένα μετά το άλλο .. Η Ειρήνη έπεσε σε απελπισία. Σο περιστέρι προσπάθησε να την παρηγορήσει αλλά τίποτε δε μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα της. Δάκρυα που έτρεχαν πάνω από βουνά κι από λαγκάδια κι έφταναν μέχρι τα νερά του Αιγαίου πελάγους. Η Ειρήνη όμως είναι πεισματάρα. Δεν το έβαζε κάτω εύκολα. Υώναξε, λοιπόν, τη μάγισσα Βατράχω να τη συμβουλευτεί για το τι θα μπορούσε Page | 46


να κάνει με τους εξολοθρευτές, τους μαύρους ζουζούνους που κατέστρεφαν τα χαμόγελα της. Η μάγισσα Βατράχω μετά από πολύ σκέψη της έδωσε ένα υγρό . Σο υγρό πυρ. -Πάρε αυτό το γλοιώδες πράσινο υγρό και ρίξε το πάνω από τους εξολοθρευτές. Μόλις το υγρό τους ακουμπήσει θα πέσουν στο έδαφος ξεροί. -Μα τι λες; Απάντησε η Ειρήνη Δεν υπάρχει άλλος τρόπος? Μου φαίνεται πολύ τραγικό αυτό που προτείνεις -Ε, τότε βρες κάποιον άλλο για βοήθεια απάντησε η πρασινογλοιώδης μάγισσα Βατράχω κι έφυγε θυμωμένη. Σότε φώναξε το σοφό γέροντα Άνεμο! Και τον ρώτησε: «Θα μπορούσες να πάρεις μακριά απ τα χαμόγελα μου τους μαύρους εξολοθρευτές που τα καταστρέφουν;» Κι αυτός είπε: -Μα βέβαια, απάντησε ο άνεμος. Θα φυσήξω πολύ δυνατά και οι εξολοθρευτές θα παρασυρθούν απ τα ρεύματα μου πολύ μακριά. -Πολύ μακριά; Δηλαδή πού; Σι εννοείς; - Μα σε μια άλλη χώρα φυσικά. Δε θα μπορούσα να τους στείλω έξω απ τη γη. Η Ειρήνη μόλις το άκουσε συνοφρυώθηκε και του είπε με θλίψη -΋χι, όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δε μπορώ να σώζω τα χαμόγελά μου σκορπώντας θλίψη κάπου αλλού. Αυτό δεν είναι λύση είπε και απελπισμένη ανέβηκε στην πλάτη του αγαπημένου της περιστεριού. Σο αγκάλιασε και του είπε: Σι κάνουμε τώρα; Σα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Εν τω μεταξύ οι εξολοθρευτές αφού είχαν εξοντώσει όλα τα χαμόγελα επέστρεψαν στο μεγάλο σκοτεινό κάστρο που βρισκόταν κρυμμένο μέσα στην ομίχλη του Καυκάσου. Εκεί η τρομακτική τριχωτή αράχνη Εξουσία τους περίμενε και γελούσε χαιρέκακα. -Κακώς ήρθατε εξολοθρευτές! Σο σχέδιο μας πέτυχε! Οι μισθοί σας διπλασιάζονται. Σα απαίσια χαμόγελα δεν υπάρχουν πια. Σώρα η Ειρήνη Page | 47


είναι σε πολύ δύσκολη θέση κι αμφιβάλλω αν θα καταφέρει ξανά να σκορπίσει τους σπόρους της πάνω στη γη. Σο λευκό περιστέρι ένιωθε την Ειρήνη βαριά πάνω στα φτερά του να

κλαίει και δεν ήξερε τι να κάνει. Έκλεισε τα μάτια κι αναρωτήθηκε: «Είναι αυτό το τέλος;» Η Ειρήνη άνοιξε τα μάτια της ξαφνικά και φώναξε:» Σο βρήκα, το βρήκα! Θα ζητήσουμε βοήθεια απ την αδερφή μου την Ελπίδα που ζει στο παλάτι του Ήλιου.» Σο περιστέ ρι άνοιξε χαρούμενο τα φτερά του και πέταξε ψηλά με την Ειρήνη στην πλάτη του να χαμογελά ξανά. Η Ελπίδα δεν περίμενε την αδελφή της και μόλις την είδε έτρεξε και την αγκάλιασε σφιχτά.-Ποιος άνεμος σε φέρνει εδώ; Ρώτησε. Η Ειρήνη της εξήγησε τι συμβαίνει και τη δύσκολη θέση που βρισκόταν. -Μη φοβάσαι είπε η Ελπίδα και μην απελπίζεσαι. Μέχρι ο ήλιος να βγαίνει κάθε πρωί όλα είναι δυνατά. Έλα, της είπε να ξαποστάσεις και την οδήγησε στην πηγή της Αγάπη. -Πιες να ξεδιψάσεις Ήπιαν το δροσερό νερό της πηγής κι αμέσως τα πρόσωπα τους έλαμψαν.

Page | 48


-Ξέρω ποια είναι η λύση στο πρόβλημά σου! ,είπε η Ελπίδα ,υπάρχει μόνο ένας τρόπος να προστατέψεις τους σπόρους σου και να δώσεις τη δυνατότητα στα χαμόγελα σου ν ανθίσουν! -Ποιος είναι αυτός; Ρώτησε η Ειρήνη με αγωνία -Να φυτέψεις τους σπόρους σου στις καρδιές των ανθρώπων, κι εκείνοι να γίνουν υπερασπιστές κάθε χαμόγελου που θα φυτρώνει στην καρδιά τους. Είναι η μόνη ελπίδα για τη γη.. Η Ειρήνη γεμάτη ικανοποίηση, αποχαιρέτησε την αγαπημένη της αδερφή και πέταξε ψηλά με το λευκό της περιστέρι… Τάξθ: ΣΤ 1 Δθμοτικό Σχολείο Ανωγείων ο

Υπεφθυνοι εκπαιδευτικοί: Καλομοίρθ Αγάπθ, Τςιγγελίδου Χριςτίνα

Page | 49


«Μην κλαις Ειρήνη… υπάρχει ελπίδα στη γη!»

Οι δυο μικροί μας ήρωες, ο Ελευθέριος και η Ελπίδα, σήμερα είναι πολύ χαρούμενοι. Η πόλη τους φιλοξενεί μια έκθεση ζωγραφικής με έργα διάσημων καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο, την οποία θα επισκεφθούν με το σχολείο τους. Οι πίνακες ήταν όλοι πολύ όμορφοι, με έντονα χρώματα και δυνατά μηνύματα, καθώς το θέμα τους ήταν γύρω από τον πόλεμο και τα αποτελέσματά του. ΋ταν τελείωσε η ξενάγησή τους και τα υπόλοιπα παιδιά βγήκαν για διάλειμμα, ζήτησαν από την δασκάλα τους να παραμείνουν λίγο ακόμη Page | 50


στο μουσείο. Θέλανε να παρατηρήσουν ξανά τον πίνακα του Ντε Λα Κρουά με τίτλο “Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου”. Πήγαν στην κεντρική αίθουσα και έτρεξαν στο σημείο που πριν τον είχαν παρατηρήσει. Έκπληκτοι όμως ανακαλύπτουν πως ο πίνακας είναι πολύ περίεργος, δεν είναι καν ο ίδιος! Λείπει η κεντρική φιγούρα και ό,τι έχει απομείνει φαντάζει άδειο και έρημο. Σα παιδιά παραξενεύονται. Αναρωτιούνται τι μπορεί να έγινε. Κοιτάζονται με απορία. Σι έχει συμβεί; Ονειρεύονται μήπως; Ξαφνικά κάτι ακούνε, κάτι σαν κλάμα. Έκπληκτοι γυρίζουν και βλέπουν μια γυναικεία φιγούρα να κλαίει σε μια γωνία του μουσείου. Σρομάζουν, τσιμπιούνται! Μα…. αυτή είναι η φιγούρα του πίνακα! Πώς είναι δυνατόν να την βλέπουν ζωντανή; Παίρνουν το θάρρος και την πλησιάζουν, διστακτικά, τρομαγμένα και τη ρωτούν τι της είχε συμβεί, ποια είναι! Η γυναίκα τους μιλά μέσα από αναφιλητά: -Παιδιά μου, δεν κάνετε λάθος, ούτε ονειρεύεστε! Είμαι η ηρωίδα του διάσημου πίνακα. Κάποιοι με ονομάζουν Ελλάδα, κάποιοι Ελευθερία! Σο όνομά μου όμως είναι Ειρήνη! Είναι τόσο θλιβερό, να έχω ένα όνομα τόσο σημαντικό, μα που οι άνθρωποι το καταντήσατε τόσο άδειο! Κλαίω, γιατί παντού γύρω μου βλέπω πόλεμο. Είμαι σε έναν πολεμικό πίνακα, ακούω ακόμη τις κραυγές του πολέμου, νιώθω τον πόνο, τη δυστυχία. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω! Πρέπει να πάψουν οι πόλεμοι. Θέλω να γίνονται πίνακες που εικονίζουν την ειρήνη, οι ζωγράφοι να εμπνέονται από τη ζωή, το γέλιο, την ισότητα, την αγάπη… -Μα, ο πόλεμος τελείωσε, η Ελλάδα ελευθερώθηκε, δεν χρειάζεται να στενοχωριέσαι, της λένε σκεφτικά τα παιδιά. Θλιμμένη η Ειρήνη τους εξηγεί ότι ο πόλεμος ποτέ δεν σταμάτησε. -Εμείς μπορεί να είμαστε ελεύθεροι, αλλά όχι όλος ο κόσμος. Παντού υπάρχει πόνος, δυστυχία, πόλεμος, αγωνία, φόβος… Ελάτε μαζί μου.

Page | 51


Σους παίρνει από το χέρι και με έναν μαγικό τρόπο, αρχίζουν να στροβιλίζονται και μπαίνουν μέσα σε όλους τους άλλους πίνακες που εικονίζουν τη φρίκη του πολέμου. Γνωστοί πίνακες όπως η «Γκουέρνικα», ο «Πόλεμος», η «΢κηνή πολέμου», «Σα νέα του πολέμου», ζωντανεύουν,

γίνονται ήχος, αποκτούν κίνηση. Σα δύο παιδιά βιώνουν σκηνές τρόμου, στενοχώριας, λύπης και φόβου. Κραυγές, ιαχές, φωτιά, πόλεμος, φρίκη. Άνθρωποι που αγωνίζονται, παιδιά που κλαίνε, άνθρωποι κυνηγημένοι… Δεν τους αρέσουν όσα νιώθουν και ακούνε. -Ειρήνη, όλα αυτά είναι πίνακες από το παρελθόν, της λένε. Μπες ξανά στον πίνακά σου, όλοι αυτοί οι πόλεμοι έχουν πια τελειώσει. Η Ειρήνη τους κοιτά και αμέσως τους αγκαλιάζει και με τον ίδιο μαγικό τρόπο βρίσκονται έξω από το μουσείο, πετάνε με πολύ γρήγορη ταχύτητα και ξαφνικά… το τοπίο παγώνει. ΢ταματούν και βιώνουν εικόνες της πραγματικότητας. Βρίσκονται σε μέρη που γίνεται πόλεμος, μεταφέρονται σε έναν καταυλισμό προσφύγων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και περνούν δύσκολα, ακούνε τρομαγμένους ανθρώπους να τρέχουν σε τρομοκρατικές επιθέσεις, βλέπουν παιδιά να τριγυρνάνε μόνα και αβοήθητα! Παντού φαίνεται ο πόνος, η πείνα, η θλίψη. Σα παιδιά ανακαλύπτουν πως η Ειρήνη είχε δίκιο. Ο πόλεμος ποτέ δεν σταμάτησε να υπάρχει. Η Ειρήνη κλαίει. Σα παιδιά τρομάζουν. Κάτι πρέπει να γίνει, όλες αυτές οι σκηνές της βίας πρέπει να αντιστραφούν. Page | 52


Λίγο αργότερα, επιστρέφουν πίσω στο μουσείο. Σα παιδιά ανήσυχα, προβληματισμένα και τρομαγμένα τη ρωτούν: -Και τώρα, τι θα κάνεις; Δεν θα επιστρέψεις στον πίνακά σου; Σι θέλεις από μας; Πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε; Είμαστε μικροί κι οι μεγάλοι μοιάζουν να μην ενδιαφέρονται για το καλό στον κόσμο. -Δεν πρόκειται να επιστρέψω σε ένα μέρος γεμάτο βαρβαρότητες, ο κόσμος πρέπει να αλλάξει προς το καλύτερο! Διαδώστε στους ανθρώπους αυτό το μήνυμα. Η Ειρήνη με αργά βήματα εξαφανίζεται σαν οπτασία μέσα στο μουσείο, χάνεται σαν σκιά. Σα παιδιά κουνούν το κεφάλι τους δείχνοντας ότι συμφωνούν. Η Ειρήνη έχει δίκιο, αλλά τι μπορούν να κάνουν; Πώς είναι δυνατόν να αλλάξουν τον κόσμο; Οι μικροί μας ήρωες, ξεκίνησαν τον δρόμο προς το σχολείο. Αρκετά είχαν καθυστερήσει και σίγουρα θα βρίσκανε τον μπελά τους που φύγανε μόνοι τους. ΋ταν έφτασαν, άκουσαν φωνές και τραγούδια, ενώ αντίκρισαν μια εικόνα γιορτής. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και χαμογέλασαν. Είχαν ξεχάσει πως σήμερα το σχολείο τους θα υποδεχόταν μια ομάδα προσφυγόπουλων και είχαν ετοιμάσει όλοι μαζί μια όμορφη υποδοχή για να τα καλωσορίσουν. Παιδικές φωνές, γέλια και τραγούδια ακούγονταν, ενώ παντού παίζανε όλα μαζί, χωρίς να ξεχωρίζεις τίποτε άλλο παρά μονάχα όμορφα παιδικά πρόσωπα. -Ελπίδα, αυτή η εικόνα του σχολείου μας με κάνει χαρούμενο, είναι ένας όμορφος πίνακας, τι λες κι εσύ; -Ελευθέριε, μήπως αυτό θα έκανε χαρούμενη τη φίλη μας; Εδώ, στο σχολείο, όλα τα παιδιά είναι ευτυχισμένα. ΋λοι μαζί μπορούν να γίνουν μια γροθιά, για να νικήσουν επιτέλους αυτόν τον καταστροφικό πόλεμο. Ο ρόλος της Ειρήνης είναι πολύ σημαντικός και αποτελεί τον πιο σπουδαίο δεσμό ανάμεσα στους ανθρώπους.

Page | 53


Σα παιδιά μπαίνουν στην αυλή του σχολείου τους, πιάνουν όλα μαζί τα χέρια, παίζουν, τραγουδούν και συμπληρώνουν τον πιο όμορφο πίνακα. Σον πίνακα της ζωής, της συνεργασίας, της φιλίας, της ενότητας, της αγάπης… Άραγε, τους βλέπει η Ειρήνη; Ίσως, τα παιδιά καταφέρουν να κάνουν στο μέλλον τον πόλεμο μόνο μια παλιά ανάμνηση, που θα θυμούνται μόνο από πίνακες ζωγραφικής. Κι ίσως η φίλη τους η Ειρήνη να ξαναμπεί στον πίνακά της και να συνεχίσει να κοιτά τους ανθρώπους, ήσυχη και ήρεμη για το μέλλον του κόσμου…. Μην κλαις Ειρήνη, τα παιδιά ενωμένα θα φτιάξουν έναν κόσμο καλύτερο!

Σάξη:΢Σ΄ 17 Δ ημοτ ικό ΢χολείο Καλαμαριάς Τπεύθυνη Εκπαιδευτ ικός: Καπετάνιου Αικατερίνη

Page | 54


«Μην κλαις Ειρήνη...» Πριν πολλά χρόνια ζούσε σε ένα μαγεμένο δάσος ένα κοριτσάκι που το λέγανε…Ειρήνη. Αυτό το κορίτσι επειδή οι γονείς της είχαν πεθάνει ζούσε με την γιαγιά της. Η Eιρήνη φρόντιζε αυτό το δάσος και το αγαπούσε πολύ. Έκανε βόλτες στα απέραντα μονοπάτια του, σκαρφάλωνε πάνω στα δέντρα, φρόντιζε τα μικρά ζωάκια. Επίσης πάνω σε ένα από αυτά τα δέντρα είχε φτιάξει μαζί με τη γιαγιά της ένα δεντρόσπιτο και εκεί περνούσε τη μέρα της. ΋ταν γύρω στην Ε δημοτικού άρχισε να φοιτά σε ένα καινούριο σχολείο γνωρίστηκε με την Νεφέλη. Οι δυο τους έκαναν πολύ παρέα κι έγιναν κολλητές. Μια μέρα εκεί που έπαιζαν ωραία και καλά ήρθε η Εχθρικότητα, η πιο δυνατή κοπέλα της τάξης. Άρχισε να την κοροϊδεύει επειδή ήταν πολύ καλή στα μαθήματα. Σην είπε φυτό, ζουγκλοκοριτσο και πολλά άλλα προσβλητικά λόγια. Η Ειρήνη ένιωσε τόσο άσχημα! Παρότι έβλεπε ότι η συμπεριφορά της ήταν απαράδεκτη και όλη τη μέρα απειλούσε τα παιδιά, τα μιλούσε άσχημα, έσπερνε διχόνοια και μίσος και δηλητηρίαζε τις ψυχές τους, αυτή αισθανόταν ανήμπορη να το διαχειριστεί και να την αγνοεί κάθε φορά. Μια μέρα όταν σχόλασαν, το σχολικό την άφησε κοντά στο σπίτι της. Η Ειρήνη μην αντέχοντας άλλο την πίεση και την κακία της Εχθρικότητας, άρχισε να τρέχει κλαίγοντας με λυγμούς. Πήγε στο σπίτι της γιαγιάς άφησε την τσάντα της και έτρεξε στο δάσος. Κάθισε σε ένα δέντρο και συνέχισε να κλαίει. Ξαφνικά ακουστήκαν φωνές να φωνάζουν <<ΜΗΝ ΚΛΑΙ΢ ΕΙΡΗΝΗ>> και επαναλαμβάνονταν συνέχεια. Η Ειρήνη τρόμαξε! Με μιας μέσα από τα δέντρα βγήκαν μικρά πλάσματα: -

Μην μας φοβάσαι, μας ξέρεις! Σόσα χρόνια σκαρφαλώνεις πάνω μας, παίζεις μαζί μας, μας φροντίζεις,… Ποιοι είστε; Είμαστε οι ψυχές των δέντρων. ΋λο αυτό το δάσος το έχεις φροντίσει πολύ, έτσι κι εμείς θα σε βοηθήσουμε στο πρόβλημα σου. Ευχαριστώ, είπε η Ειρήνη. Δεν αντέχω άλλο! Ένα κορίτσι από το σχολείο μου με κοροϊδεύει και με αποκαλεί ζουγκλοκοριτσο. Page | 55


-

Αχ! Αυτό που εσείς τα παιδιά μας μπερδεύετε με τα ξαδέλφια μας την ζούγκλα είναι αδιανόητο! Επηρεάζει και ορισμένους άλλους συμμαθητές μου και τους στρέφει εναντίον μου. Ας πάμε στο σπίτι μου να το συζητήσουμε όλοι μαζί. Α! ξεχάσαμε να σου συστηθούμε εγώ ειμαι η Αμαδρυάς, εγώ η Ναίς, εγώ η Κρηναία κι εγώ η Ακλυονίς. Γεια σας, είπε η Ειρηνη . Καλυτέρα να πάμε στο δικό μου δέντρο είπε η Κρηναία, είναι πιο ευρύχωρο. ΋χι θα πάμε στο δικό μου είπε η Αμαδρυάς, αφού ο πλάτανός μου είναι ο πιο φαρδύς έτσι θα χωράμε όλοι. Ας πηγαίνουμε, να μη χάνουμε καιρό είπε η Ναιάς. Ήρθαμε εδώ για να μιλήσουμε για το πρόβλημα της Ειρηνης. Πως θα μπορέσουμε να μπούμε μέσα, ρώτησε η Ειρήνη

Ξαφνικά μια λάμψη εμφανίστηκε στο δέντρο και με μιας βρέθηκαν σε ένα πολύ όμορφο σπίτι. -Σι όμορφο και τακτοποιημένο σπίτι είπε η Ειρήνη!

-Η Αμαδρυάς φημίζετε για την καθαριότητα της. -Η μητέρα φύση! ΋πως έφτιαξε εμάς, έτσι έφτιαξε και την ανθρωπότητα. Οπότε θα έχει μια απάντηση γι‟ αυτό το θέμα. -΋μως είναι πολύ μακριά και θέλει δυο τρεις μέρες περπάτημα. Page | 56


Δεν ήξεραν όμως ότι η Εχθρικότητα ήταν από έξω και κρυφάκουγε. Έτσι αποφάσισε να τους ακολουθήσει .Έτσι και έγινε. Σο ΢άββατο μαζεύτηκαν στης Κρηναίας και ξεκίνησαν τον δρόμο τους. ΢την αρχή ήταν ωραία αλλά μετά… ανακάλυψαν ότι κάποιος τους ακολουθούσε. Περπατούσαν ώσπου νύχτωσε. Έτσι τώρα έπρεπε να βρουν ένα καταφύγιο-δέντρο. Ευτυχώς εκεί κοντά υπήρχε ένα ευρύχωρο και μεγάλο δέντρο. Έτσι πήγαν και διανυκτέρευσαν στο δέντρο. ΋ταν κάθισαν να φάνε το βραδινό τους γεύμα, ο απρόσκλητος επισκέπτης εμφανίστηκε. Η Εχθρικότητα μεταμφιεσμένη σε αγόρι τους πλησίασε και τους ζήτησε να περάσει τη νύχτα μαζί τους. Σους είπε ότι χάθηκε μέσα στο δάσος και νυχτώθηκε. Γι αυτό δεν μπορούσε να βρει το δρόμο της επιστροφής κι έπρεπε να περιμένει ως το πρώτο φως της μέρας! -Πού μένεις; Από πού είσαι; ρώτησε η Αμαδρυάς. -Εεε… Μένωω… στοο… στηη… δασική περιοχή των… -Θα μας πεις όταν το θυμηθείς, είπε η Ειρήνη με ειρωνικό βλέμμα, καθώς άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά… -Άντε, πάμε για ύπνο. -Πάμε! είπαν όλοι. Σην επόμενη μέρα ξεκίνησαν και πάλι το δρόμο τους. ΋μως τους είχαν τελειώσει οι προμήθειες. Ξαφνικά βλέπουν την Ναιάδα. Έβγαλε από το σακίδιο της ένα μεγάλο σεντόνι. Μόλις το έστρωσε εμφανιστήκαν νόστιμα φαγητά. Η μητέρα φύση είχε φροντίσει γι‟ αυτό! ΋λοι έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό εκτός από την Εχθρικότητα. Πήγε κάπου παράμερα για να μην τη δουν και καλούσε τα κακά πνεύματα του δάσους να την βοηθήσουν ώστε να τιμωρήσουν την Ειρήνη και τις νύμφες του δάσους. -Λοιπόν, κακά πνεύματα του δάσους, έχω βρει κάτι «χαζοψυχές» και νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν μόνο καλό και να έχουν τη βοήθεια της μητέρας φύσης. Δεν μπορούν αυτές να κάνουν ότι θέλουν! Page | 57


-Η Ειρήνη, που την ακολούθησε και την παρακολουθούσε ταράχτηκε! πρέπει να πάω να ενημερώσω τις νύμφες του Δάσους. Σρέχει και ειδοποιεί τις φίλες της. -Πώς πιστέψαμε σ‟ αυτήν; Πώς μας ξεγέλασε; -Έχω μια ιδέα, πως να την κάνουμε να φύγει αλλά και να τιμωρηθεί για την κακία που τρέφει στην ψυχή της. Σότε οι νύμφες κάλεσαν τη μητέρα φύση. Η ίδια έλειπε και βγήκε τότε η κόρη της μέσα από τα δέντρα και τους είπε: -Γεια σας αγαπημένες μου, προστάτιδες του δάσους, των νερών και των ποταμών. Φαιρετώ τις άγρυπνες φύλακες του δάσους! Είμαι η κόρη της μητέρας φύσης. - Γεια σου καρπέ της μητέρας φύσης! Είπαν όλες μαζί! -

Θέλω

να σας βοηθήσω. Ακολουθείτε λάθος διαδρομή. Πηγαίνετε ακριβώς αντίθετα. Για να βρείτε το κάστρο της μητέρας φύσης, θα περπατήσετε ανατολικά και ευθεία.

-Ευχαριστούμε! Είπαν όλοι μαζί. Η Εχθρικότητα βιαζόταν να πάει πρώτη, γι αυτό τους παράτησε και ξεκίνησε μόνη της. Οι νύμφες του δάσους γελούσαν από μέσα τους γιατί γνώριζαν την αλήθεια. Μόλις απομακρύνθηκε άρχισαν να γελάνε, γιατί αυτός ο δρόμος οδηγούσε στην φυλακή των ψυχών!! -Η Ειρήνη δεν πίστευε πως η Εχθρικότητα τιμωρήθηκε για τις πράξεις της.

Page | 58


- Κατάλαβε ότι δεν πρέπει να φοβάσαι κανέναν. Μπορεί να μην έχεις οικογένεια ή συγγενείς, όμως σίγουρα οι φίλοι σου θα είναι πάντα εκεί για εσένα . -Ευχαριστώ πολύ! -΋ταν θες να μας δεις ή χρειάζεσαι κάτι, χτύπα το δέντρα μας και θα ερχόμαστε κοντά σου . -Έτσι επέστρεψε στο σπίτι της και έζησε μια ευτυχισμένη ζωή. Έτσι κάθε φορά που η Ειρήνη ήθελε να τους δει χτυπούσε τα δέντρα και αυτές έβγαιναν. Κι εσύ που τώρα διάβασες αυτή την ιστορία να θυμάσαι πάντα πως ότι κακό, όποια δυσκολία και να σου συμβεί, θα πρέπει να μιλάς στη φίλη σου τη μητέρα φύση. Οι νύμφες του δάσους είναι εκεί και σε περιμένουν…

Σάξη: ΢Σ΄ 2 ο Δ ημοτ ικό ΢χολείο Ξάνθης Τπεύθυνη Εκπαιδευτ ικός: Αραμπατζόγλου Φρυσούλα

Page | 59


«Πόλεμος και Ειρήνη» Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ειρήνη, και ζούσε σε μία πολύ όμορφη χώρα όπου υπήρχαν καταπράσινα λιβάδια, πολύχρωμα λουλούδια και πουλάκια που τιτίβιζαν όμορφα. Εκεί ζούσε ευτυχισμένη με την οικογένειά της και την καλύτερη της φίλη την Ισότητα. Κάπου στη χώρα τους υπήρχε ένα τείχος με γκρίζα, χοντρά τεράστια τούβλα που τα δύο κορίτσια δεν επιτρεπόταν να περάσουν. Μία μέρα παίζοντας τα δύο κορίτσια βρέθηκαν κατά λάθος από την άλλη πλευρά του τείχους και είδαν μια εντελώς διαφορετική χώρα. ΋λα ήταν σκούρα και γκρίζα, ξερά και απαίσια. Ξαφνικά τις πλησίασε ένα περίεργο αγοράκι που φορούσε μια μεγάλη βαριά πανοπλία. -Καλημέρα, είπε το αγοράκι -Καλημέρα, είπαν τα κορίτσια. βρισκόμαστε και πώς σε λένε εσένα;

Πού

-Βρίσκεστε στην Πολέμια κι εμένα με λένε Πόλεμο, είπε, θέλετε να παίξουμε; Σα κορίτσια μας λοιπόν απάντησαν ένα χαρούμενο ναι και πήγαν να παίξουν μαζί με τον Πόλεμο. ΋μως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Πόλεμος τους πρότεινε παιχνίδια που ήξεραν και τους άρεσαν αλλά όταν τα έπαιζαν η Ειρήνη και η Ισότητα είτε πονούσαν είτε είχαν μεγάλη φαγούρα από κάποιο φυτό. Για παράδειγμα η μπάλα που πετούσαν στον αέρα και έπρεπε να την πιάσουν ήταν μαύρη και γεμάτη καρφιά, με αποτέλεσμα τα χέρια των κοριτσιών να γεμίσουν πληγές. Άλλο ένα παράδειγμα είναι το κρυφτό στους φαγουρόθαμνους, το οποίο έμοιαζε με το συνηθισμένο κρυφτό, μόνο που οι παίκτες Page | 60


έπρεπε να κρύβονται συγκεκριμένα σε κάτι τεράστιους θάμνους που λέγονταν φαγουρόθαμνοι και το όνομά τους δεν ήταν καθόλου τυχαίο διότι μόλις τους ακουμπούσες σε έπιανε τρομερή φαγούρα παντού. Υανταστείτε λοιπόν που τα κορίτσια έπρεπε να μπουν ολόκληρες μέσα στο θάμνο! Για να μην τα πολυλογούμε έπαιξαν πολλά άλλα παιχνίδια όπως κουτσό επάνω στις πέτρες μιας λίμνης από λάβα και άλλα, ώσπου η Ειρήνη και η Ισότητα αποφάσισαν ότι έπρεπε να φύγουν. ΋ταν η Ειρήνη έφτασε στο σπίτι της, η μαμά της την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια λες και είχε κατέβει από τον πλανήτη Άρη. ΋ταν τη ρώτησε τι έγινε εκείνη έπεσε στην αγκαλιά της και ξέσπασε σε κλάματα. Η μαμά της της είπε «μην κλαις Ειρήνη και πες μου τι έγινε». Η Ειρήνη της τα είπε όλα. Η μαμά της είπε πως όταν ήταν μικρή τα είχε ζήσει κι αυτή με τον πατέρα του Πολέμου τον Συράνιο. Σης εξήγησε πως ο πατέρας του Πολέμου έβλεπε τα πράγματα διαφορετικά από ότι ο δικός της μπαμπάς. Όστερα της είπε πως θα το καταλάβαινε αν πήγαινε με την Ισότητα αύριο για να

το συζητήσουν με τον Πόλεμο. Σην επόμενη μέρα που οι δύο φίλες συναντήθηκαν κατάλαβαν ότι οι μαμάδες τους είχαν πει τα ίδια ακριβώς πράγματα. Πέρασαν το ψηλό τείχος για άλλη μια φορά και ξαναβρέθηκαν στο ίδιο ακριβώς σημείο. Εκεί βρήκαν τον Πόλεμο να πετάει πέτρες στον αέρα και να τις ξαναπιάνει κινδυνεύοντας να χτυπήσει. Σα κορίτσια τον χαιρέτησαν από μακριά και έτρεξαν κοντά του. Αλλά κι εκείνος ξεφώνισε χαρούμενος μόλις τις είδε. Page | 61


-Λοιπόν Πόλεμε, ξεκίνησε η Ειρήνη παίρνοντας το ύφος που είχε κάθε φορά που ήθελε να μιλήσει σοβαρά, ήρθαμε να συζητήσουμε μαζί σου για κάποιο θέμα που σε αφορά. -Υυσικά. Είπε ο Πόλεμος. θέλουν οι υπήκοοί μου!

΋,τι

-Τπήκοοι; ΢ου φαινόμαστε εμείς για υπήκοοι! Εκνευρίστηκε η Ισότητα. -Ναι, ο μπαμπάς μου λέει πως όλοι όσοι είναι κοντά σου είναι υπήκοοί σου και πως πρέπει να σε ακολουθούν και να σε λατρεύουν στα τυφλά -Και οι φίλοι; Πού πήγαν οι φίλοι; -Ο μπαμπάς λέει ότι δεν υπάρχουν φίλοι μόνο υπήκοοι σε αυτόν τον κόσμο. -Μα δε γίνεται να περάσεις όλη σου τη ζωή στη μοναξιά! Είπε η Ειρήνη. -Μα ο μπαμπάς λέει πως… -Άσε με να μαντέψω. Πετάχτηκε η Ισότητα. ΢ου είπε πως η μοναξιά είναι καλό πράγμα ε; -Έτσι ακριβώς, απάντησε ο Πόλεμος, γιατί λάθος είναι; Έτσι συνέχισαν για αρκετή ώρα μέχρι που νύχτωσε και τα κορίτσια έπρεπε να φύγουν. Αποχαιρέτησαν τον Πόλεμο και ξαναπέρασαν το τείχος. ΢υζήτησαν αυτά που τους έκαναν εντύπωση στον δρόμο για το σπίτι. Εν τω μεταξύ ο Πόλεμος έφτασε κι αυτός στο σπίτι του και συζήτησε με την οικογένειά του. -Καλώς το παλικάρι μου, φώναξε ο Συράνιος μόλις τον είδε, προκάλεσες κανέναν πόλεμο σήμερα; -΋χι πατέρα. είπε ο Πόλεμος. Αλλά είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. -Σι παιδί μου; Υώναξε και τη μητέρα του την Υτώχεια και ξεκίνησε να τους διηγείται ό,τι του είχαν πει τα κορίτσια. Αφού το κουβέντιασαν για αρκετή ώρα η Page | 62


μαμά του παραδέχθηκε ότι ο μικρός της γιος είχε δίκιο. Ο πατέρας του Πολέμου αντιθέτως άκουσε όσα είχε να πει ο γιος του με αμέριστη προσοχή αλλά παρ‟ όλα αυτά έφυγε χωρίς να πει τίποτα. Σην άλλη μέρα όταν ο Πόλεμος ξύπνησε και κοίταξε έξω από το παράθυρό του. ΑΤΣΟ που είδε δεν Τ-ΠΗΡ-ΦΕ. Ντύθηκε γρήγορα και βγήκε έξω και βρήκε τον μπαμπά του ντυμένο με ρούχα εργάτηκηπουρού να τον περιμένει με μια μεγάλη ανοιχτή αγκαλιά. -Ε΢Τ τα έκανες όλα αυτά! Ρώτησε με μια λαχτάρα στη φωνή ο Πόλεμος ελπίζοντας ο μπαμπάς του να το είχε κάνει. -Ναι γιε μου, του απάντησε. Με έπεισες να ακολουθήσω το καλό παράδειγμα που μας έδωσες. Σριγύρω όλη η χώρα του Πόλεμου ήταν καλυμμένη με καταπράσινο χορτάρι και πολύχρωμα λουλούδια. Σο σπίτι του Πόλεμου ήταν βαμμένο σε ένα χαρούμενο μπλε-γαλάζιο χρώμα και όποιο ίχνος αγριότητας υπήρχε είχε εξαφανιστεί και από τα πρόσωπα των γονιών του, αλλά και από το ίδιο του το σπίτι. Σο απόγευμα ο ίδιος ο Συράνιος ,οργάνωσε μια εκδήλωση ειδικά για τα παιδιά των δύο πλευρών του τείχους, της οποίας το θέμα ήταν έκπληξη. ΋μως σύντομα έμαθαν. Ο Συράνιος είχε φέρει μαζί του το μοναδικό όπλο που είχε κρατήσει κι αυτό μόνο για την εκδήλωση. Ήταν ένα τεράστιο και βαρύ σφυρί και ΜΠΑΜ έδωσε μια στο τείχος και το γκρέμισε. Από τότε όλοι ζουν ευτυχισμένοι. τα κράνη του κ. Ευτύχη, τώρα πια έγιναν γλάστρες για τον κήπο της γυναίκας του της Αγάπης και είπαν τον γιο τους Λευτέρη. ΋λα τα παιδιά έζησαν μαζί ευτυχισμένα και αγαπημένα χωρίς καυγάδες. Σα παιδιά κάθισαν κι έγραψαν ένα χρυσό βιβλίο που το ονόμασαν «Οι χρυσοί κανόνες της ειρήνης» και από τότε ό,τι γράφτηκε εκεί δεν ξανασβήστηκε ΠΟΣΕ ΜΑ ΠΟΣΕ. 2ο

Σάξη:΢Σ΄ Δημοτικό ΢χολείο Νέων Μουδανιών Φαλκιδικής Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: ΢ταθώρου Αγλαΐα

Page | 63


«Σο πιο όμορφο καλοκαίρι της ζωής της…»

Μετ από το πρωινό η Ειρήνη και όλα τα παιδιά της γειτονιάς κατηφόριζαν στην ακρογιαλιά. Έφτιαχναν τεράστια κάστρα με ότι υλικό έβρισκαν στην αμμουδιά. Ανταγωνίζονταν στα μακροβούτια και μάζευαν κοχύλια. Μετά από το μεσημεριανό φαγητό και την απογευματινή ξεκούραση Η Ειρήνη με τους φίλους της, τον Υώτη, τον Πασχάλη, τη Μελίνα και την Ευγενία περνούσαν την ώρα τους στο δικό τους μέρος. Η Ειρήνη όταν ήταν μικρή χαιρόταν να παίζει κάτω από ένα δέντρο δίπλα στο μονοπάτι που κατηφόριζε στην ακροθαλασσιά. Ήταν τεράστιο δέντρο. Με μεγάλο κορμό και εντυπωσιακά κλαδιά. Ο παππούς της την πήγαινε κάθε απόγευμα εκεί, κι η Ειρήνη τον ρωτούσε μια για τα πουλιά και τις φωλιές τους, μια για τα ζουζούνια, μια για τα φύλλα και μια για την κορυφή του δέντρου που έφτανε τόσο ψηλά. Αργότερα, όταν η ειρήνη μεγάλωσε, κοντά στα εννιά, ο παππούς της, που έπιαναν τα χέρια του, της έφτιαξε ένα δεντρόσπιτο πάνω στο δέντρο. Η Ειρήνη του έβαλε και κουδούνι. Σο πήρε από την αποθήκη του παππού, που ήταν κρεμασμένο σε ένα παλιό ποδήλατο. Εκεί μαζευόταν πια το απόγευμα η Ειρήνη με τους φίλους της. Ο πρώτος που πήγαινε χτυπούσε το κουδουνάκι κι αμέσως έτρεχαν και οι Page | 64


υπόλοιποι. Εκεί κατάστρωναν τα σχέδιά τους, έλεγαν τα δικά τους, αγνάντευαν τη θάλασσα και φαντάζονταν ιστορίες με πειρατές, ξωτικά και φαντάσματα. Και πολλές φορές γελούσαν. Γελούσαν με το παραμικρό, με δυνατά γέλια, μέσα από την καρδιά τους. Έτσι περνούσαν τα απογεύματα στο δεντρόσπιτο. Εκείνη τη μέρα, όπως και τις άλλες, μαζεύτηκαν όλοι εκτός από τον Πασχάλη. Ο Πασχάλης, που είχε γενέθλια σε δυο μέρες, είχε πάει να επισκεφθεί τη γιαγιά του σε μια γειτονική πόλη. Σα παιδιά σκέφτηκαν ότι ήταν ευκαιρία να του κάνουν μια έκπληξη, ένα δώρο για τα γενέθλιά του. Αποφάσισαν να του φτιάξουν μια κορνίζα με μια φωτογραφία απ‟ τη γιορτήτου σχολείου που ήταν όλοι μαζί. Μάζευαν όλο το πρωί κοχύλια. Σα πιο όμορφα συμφώνησαν να μαζέψουν. Η Μελίνα και ο Υώτης έφεραν τις μπογιές και η Ειρήνη με την Ευγενία τις κόλλες και τα χαρτόνια. Ήταν νωρίς ακόμη όταν πρώτος ο Υώτης χτύπησε το κουδουνάκι. Η Ειρήνη κατηφόρισε με το ποδήλατό της. ΋ταν ανέβηκε στο δεντρόσπιτο ήταν όλοι εκεί. Μάζεψαν τη σκάλα σε περίπτωση που επέστρεφε ο Πασχάλης, για να προλάβουν να τα κρύψουν, μην χαλάσει η έκπληξη. Η Ευγενία διαφωνούσε με τον Υώτη για τα κοχύλια. Δεν της άρεσαν κάποια. Η Μελίνα και η Ειρήνη σχεδίασαν με το χάρακα το χαρτόνι. Σότε ακούστηκε ένας τρομακτικός θόρυβος. Πριν καλά καλά καταλάβουν τι συμβαίνει άκουσαν φωνές. Σους φώναζαν! Είδαν τη μαμά της ειρήνης και τον παππού του Υώτη να τρέχουν στο δεντρόσπιτο. Και τότε ακούστηκε η σειρήνα. Σα παιδιά πανικόβλητα άρπαξαν τη σκάλα και την στήριξαν για να κατέβουν. Σο επόμενο που θυμόταν η Ειρήνη ήταν τη μαμά της με δάκρυα στα μάτια να αποχαιρετά τον μπαμπά. Σους επόμενους μήνες τους πέρασε σε ένα υπόγειο. Αυτό που βρισκόταν κάτω από την αποθήκη του παππού. Ήρθε χειμώνας και είχε κρύο. Ήταν τυλιγμένοι με τις κουβέρτες. Η γιαγιά αρρώστησε και τα φάρμακα που είχε η μαμά τελείωναν. Ο μπαμπάς ήρθε μετά από πολύ καιρό και ήταν διαφορετικός. Είχε αδυνατίσει και ήταν αξύριστος.. Σα μαλλιά του ήταν μακριά. Έφερε μαζί του δυο σακούλες με τρόφιμα και κάποια άλλα πράγματα. Η Ειρήνη ήθελε να μάθει… Να μάθει τι συμβαίνει, και πότε θα βγουν από το υπόγειο. Ο μπαμπάς μιλούσε χαμηλόφωνα με τη μαμά. Η Ειρήνη τον ρώτησε κι αυτός της απάντησε ότι θα βγουν όταν θα είναι ασφαλείς. Σην άλλη μέρα ξανάφυγε. Κι ήρθε άλλες δυο φορές. Ση δεύτερη της έφερε και σοκολάτα. Είχαν περάσει σχεδόν τρεις μήνες, όπως έλεγε η μαμά. Η Ειρήνη λαχταρούσε να βγει έξω. Να πάει στο σχολείο της, να δει τους φίλους της. Σης έλειψαν! Σης έλειψε η παρέα, το παιχνίδι, τα γέλια. Έτσι αποκοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Θυμήθηκε το καλοκαίρι, την ακρογιαλιά, τα ατέλειωτα παιχνίδια. Ξύπνησε μέσα σε φωνές. Δυνατές φωνές! της μαμάς της. Οι λάμπες ήταν αναμμένες και η πόρτα ανοιχτή. Δεν είχε ξημερώσει καλά καλά ακόμη. Δεν κατάλαβε τι έγινε. Ήταν μπερδεμένη. ΢ηκώθηκε να δει. Τπήρχε κόσμος επάνω. Και φωνές και γέλια.. Σότε είδε και τον μπαμπά της και έτρεξε στην αγκαλιά του. Page | 65


 ΋λα τέλειωσαν! της είπε.  ΤΠΟΓΡΑΥΗΚΕ ΕΙΡΗΝΗ! Σα λόγια του ήταν τα πιο ωραία λόγια που άκουσε ποτέ! Ξέφυγε από την αγκαλιά του και δείχνοντας την πόρτα του είπε:  Δηλαδή… μπορώ; Μπορώ να βγω έξω;  Ναι μπορείς! αλλά όχι ακόμη, δεν ξημέρωσε! Κάθισε στο σκαμνάκι της και έφαγε τον τραχανά που είχε φτιάξει η μαμά. Μέσα στην κουβέντα ο μπαμπάς της τής εξήγησε ότι οι γείτονες είχαν ξεσπιτωθεί. Έφυγαν για να βρουν σίγουρα καταφύγια. Αλλά ήταν σίγουρος ότι τώρα θα επιστρέψουν. Ξημέρωσε κι η Ειρήνη έτρεξε στην αυλή. Υώναξε αυθόρμητα  Ευγενίααααα… Υώτη… Μελίνα… Παχάλη… και κατηφόρισε τρέχοντας για το δεντρόσπιτο. Σο είδε από μακριά και έλαμψαν τα μάτια της από χαρά. Ανέβηκε γρήγορα και μόλις μπήκε μέσα άρχισε να χοροπηδάει! Σι χαρά! ΣΟ κουδουνάκι, το χτυπούσε ασταμάτητα! έμεινε ώρα εκεί περιμένοντας Page | 66


μήπως φανεί κανένας. Ξαναγύρισε στο χωριό, να δει, να μάθει, να εξακριβώσει πού βρίσκονται τα παιδιά. Οι μέρες περνούσαν. Κάποιοι γείτονες επέστρεψαν στα σπίτια τους. Η Ειρήνη ξυπνούσε κάθε πρωί με την ίδια ελπίδα. Σην ελπίδα ότι θα ανταμώσει τους φίλους της. Μάταια όμως… ΢ταμάτησε να πηγαίνει στο δεντρόσπιτο… ΢ταμάτησε να χτυπάει το κουδουνάκι… Καθόταν στην αυλή, κάτω από την καρυδιά και σκεφτόταν. Με το ζόρι έτρωγε, με το ζόρι μιλούσε. Καθόταν δίπλα της και ο Ρόμελ, ο σκύλος του παππού. ΋λοι στεναχωριόταν που την έβλεπαν έτσι και προσπαθούσαν να μάθουν νέα για τους γείτονες. Ένα πρωί, η Ειρήνη ήταν ακόμη κουλουριασμένη στο κρεβάτι της όταν ένας ήχος την έκανε να πεταχτεί σαν ελατήριο. Σο κουδουνάκι!

΋πως ήταν, με τις πιτζάμες βγήκε έξω τρέχοντας. Δεν την είχαν γελάσει τα αυτιά της. Ήταν αλήθεια! Φτυπούσε το κουδουνάκι. Ούτε που το κατάλαβε πως έφτασε στο δεντρόσπιτο. Δεν πρόλαβε να ανέβει και πετάχτηκαν έξω ο Υώτης και η Ευγενία. Ήταν αλήθεια! Η ευτυχία ξαναγύρισε κι ήταν εδώ. ΢‟ αυτό εδώ το δεντρόσπιτο. Αφού αγκαλιάστηκαν άρχισαν να διηγούνται τις ιστορίες τους. Η Μελίνα και ο Πασχάλης θα ερχόταν σε δυο μέρες με το άλλο τρένο. Ήταν καλά. Η Ειρήνη ήταν ευτυχισμένη! Σελικά ο παππούς είχε δίκιο όταν έλεγε: «Μην κλαίς Ειρήνη, το κουδουνάκι δεν θα σταματήσει να χτυπά!»

Σάξη: Ε΄ Δ ημοτ ικό ΢χολείο Μικρού Ευμοίρου Ξάνθης Τπεύθυνη εκπαιδευτ ικός: Καφ ετ ζή Ευγ ενία

Page | 67


«Μην κλαις Ειρήνη!»

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πολύχρωμο πουλί, που το έλεγαν Ειρήνη. Σα φτερά του ήταν μεγάλα και φανταχτερά, με υπέροχα χρώματα: μπλε σαν τη θάλασσα, κίτρινο σαν τον ήλιο, πορτοκαλί σαν το πορτοκάλι, άσπρο σαν το χιόνι, πράσινο σαν τα ανοιξιάτικα λιβάδια, φούξια σαν τα γλειφιτζούρια, μοβ σαν τα βατόμουρα. Η ουρά του ήταν κατακόκκινη σαν τα κεράσια. Η Ειρήνη, κάθε μέρα, έφευγε απ‟ το δάσος, όπου έμενε και πετούσε πάνω απ‟ τις πολιτείες των ανθρώπων, τα χωριά, τα σπίτια, τις πλατείες, τα λούνα παρκ, τις παιδικές χαρές και τα σχολεία. Οι άνθρωποι, όταν την έβλεπαν στον ουρανό, στέκονταν και θαύμαζαν την ομορφιά της. Μόλις η Ειρήνη καθόταν σε κάποιο κλαδί κι άρχιζε να κελαηδά, όλοι τραγουδούσαν μαζί της και μια πολύχρωμη γιορτή ξεκινούσε με γέλια, αστεία και χαρά. Έτσι γινόταν πάντα. ΋μως, μια μέρα, την ώρα που η Ειρήνη πετούσε πάνω απ‟ την πόλη, ο ουρανός σκοτείνιασε και τα σύννεφα έγιναν γκρίζα. Ένα τεράστιο κατάμαυρο, άγριο πουλί, με γιγάντιες φτερούγες, εμφανίστηκε ξαφνικά και επιτέθηκε στην Ειρήνη. Ση χτύπησε και την τσίμπησε πολλές φορές με το τρομαχτικό του ράμφος, προσπαθώντας να

Page | 68


την πληγώσει. Η Ειρήνη πάλεψε για λίγο μαζί του αλλά μετά πληγωμένη και κουρασμένη, έτρεξε να κρυφτεί βαθιά μέσα στο δάσος. Σο μαύρο πουλί που πλήγωσε την Ειρήνη ήταν ο Πόλεμος. Φαρούμενος για τη νίκη του, άπλωσε τις μεγάλες, μαύρες φτερούγες του πάνω από την πόλη. Σώρα που έδιωξε μακριά την Ειρήνη θα έμενε για πάντα εκεί, θα γινόταν ένας τρομερός αρχηγός. Ούτε γέλια, ούτε τραγούδια, ούτε πολύχρωμες γιορτές! Η Ειρήνη πληγωμένη και τρομαγμένη χώθηκε βαθιά στη φωλιά της. Κι εκεί θα έμενε για πάντα αν τα παιδιά δεν την αναζητούσαν. Γιατί τα παιδιά ήθελαν το τραγούδι της, το πέταγμα, το πολύχρωμο ταξίδι της. «Μην κλαις Ειρήνη!» της είπαν στοργικά τα παιδιά όταν βρέθηκαν κοντά της. Γιάτρεψαν τις πληγές της, τη χάιδεψαν, την αγκάλιασαν, της διάβασαν παραμύθια κι ιστορίες, κι εκείνη σιγά , σιγά δυνάμωσε και ξαναστάθηκε στα πόδια της. Μα η Ειρήνη ήταν ακόμη λυπημένη. Πώς θα έδιωχναν τον Πόλεμο; «Μην κλαις Ειρήνη!» της είπαν πάλι τα παιδιά. Έχουμε ένα φοβερό σχέδιο! Πήγαν λοιπόν τα παιδιά στο σχολείο κι έφτιαξαν μεγάλα, πολύχρωμα, φανταχτερά πουλιά από χαρτί, ίδια με την Ειρήνη. Πολλά πουλιά, εκατοντάδες πουλιά, χιλιάδες πουλιά βαμμένα με τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Όστερα, άφησαν τα χάρτινα πουλιά να πετάξουν με το απαλό αεράκι στον ουρανό. Μαζί τους πετούσε και η Ειρήνη. Σα παιδιά Page | 69


χαρούμενα τραγουδούσαν το τραγούδι της Ειρήνης. Μια πολύχρωμη ειρηνική παρέλαση γεμάτη χρώματα και τραγούδια. Σι γιορτή, τι σαματάς! Ο Πόλεμος θυμωμένος, ετοιμάστηκε να επιτεθεί πάλι στην Ειρήνη. Μα τρόμαξε από το πλήθος των πουλιών και τη δύναμη των παιδικών φωνών. Κι έφυγε μακριά, μακριά από την πόλη. Η Ειρήνη πλησίασε συγκινημένη τα παιδιά. «΢ας ευχαριστώ» είπε κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. «Μην κλαις Ειρήνη!»Σης είπαν τα παιδιά. «Μα τώρα κλαίω από χαρά», είπε η Ειρήνη κι από τότε έζησαν όλοι τους καλά και ειρηνικά! 14ο Νθπιαγωγείο Κζρκυρασ

Τπεύθυνοι εκπαιδευτ ικοί: Ανδριώτθ Ευθυμία, Αρμενιάκου Κωνςταντίνα, Πζηαρου Πθνελόπθ

Page | 70


Μην κλαις Ειρήνη... κάπου υπάρχει αγάπη!

Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό ζούσε, ο Ειρηνούλης, ένα πουλάκι μοναχούλι, όμορφο και τσιριχτούλι! Βαρέθηκε, όμως, την μοναξιά και ζητούσε συντροφιά και μια και δύο ξεκίνησε σε άλλους τόπους να πάει , για να βρει την αγάπη και την παρηγοριά. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει , περνάει λόφους, βουνά και κάμπους και φτάνει σε μια γαλάζια λίμνη , όπου κολυμπούσαν και έκαναν πιρουέτες κάτασπρες πάπιες και χήνες. Μόλις τον αντίκρισαν τον κοίταξαν ,ειρωνικά και τον ρώτησαν: «Τι θέλεις εσύ εδώ; Το ξέρεις, ότι μας ανησυχείς με την φωνή σου;» Και ο Ειρηνούλης, απάντησε: «Θέλω μια παρέα, οικογένεια και φίλους.» Και τότε όλες μαζί, πάπιες και χήνες, θυμωμένες, του λένε: «Να φύγεις γρήγορα από τη λίμνη μας. Δεν θέλουμε ξένους μαζί μας, εξάλλου δεν κελαηδάς και ωραία! Τι να σε κάνουμε στην οικογένεια μας;» Και όρμηξαν όλες μαζί κατά πάνω του και άρχισαν να τον τσιμπάνε. Κι έτσι, ο Ειρηνούλης πληγωμένος, νηστικός και λυπημένος συνέχισε το ταξίδι του, τραγουδώντας, λυπημένα, τσιρι τσιρι τσιρι τρο! Μέρα νύχτα ταξίδευε και μια και δυο φτάνει σε ένα ποτάμι για να ξεδιψάσει και να ξαποστάσει. Μα δεν πρόλαβε να πιει νεράκι και τσουπ μπροστά του οι καρακάξες μαύρες, άσχημες και φάλτσες, ρωτώντας το: «Μα ποιος είσαι;» Page | 71


«Είμαι ο Ειρηνούλης, το πουλάκι της Ειρήνης» απάντησε ο Ειρηνούλης. «Και τι ζητάς εδώ;» τον ρώτησαν «Να πιω λίγο νεράκι , να φάω κάτι κι εάν με θέλετε να μείνω μαζί σας.» Οι καρακάξες, τότε, αγριεμένες του απαντάνε: «ΚΡΑ ΚΡΑ ΚΡΑ, δεν έχουμε εμείς να φάμε και θα δώσουμε εσένα: Το νερό δεν φτάνει ούτε για εμάς. Δεν σε θέλουμε μαζί μας, να σηκωθείς να φύγεις!» Ο Ειρηνούλης, ακόμη πιο λυπημένος, απογοητευμένος και εξαντλημένος , συνέχισε το ταξίδι του. Προχωράει, προχωράει σε ένα δάσος σταματάει. Ζώα μικρά μεγάλα καυγαδίζανε, για το ποιος θα γίνει αρχηγός των ζώων. Μόλις είδαν τον Ειρηνούλη, απορημένα, τον ρώτησαν: «Ποιος είσαι εσύ;» «Είμαι ο Ειρηνούλης, το πουλάκι της Ειρήνης» «Και τι ζητάς;» «Μια οικογένεια, λίγο φαγητό και νερό.» «Τι να σε κάνουμε στην παρέα μας; Τι έχεις άλλωστε να μας προσφέρεις, εσύ τόσο μικρούλι και αδύναμο!» «Την ειρήνη σας προσφέρω και την αγάπη σας γυρεύω.» «Και με ποιο τρόπο;» «Με το κελάηδημα μου θα σας τραγουδώ όμορφα γλυκά τραγούδια της αγάπης και θα σας ηρεμώ.» «Για πες μας ένα όμορφο τραγούδι κι εάν μας αρέσεις θα σε κρατήσουμε κοντά μας.» «Τσιρι τσιρι τσιρι τρο...» το τραγούδι ξεκινώ κ όλους σας αγαπώ! Page | 72


«τσιρι τσιρι τσιρι τρο» τις κακίες και τα μίση διώξτε, «τσιρι τσιρι τσιρι τρο» τα χέρια δώστε, «τσιρι τσιρι τσιρι τρο» την αγάπη χαρίστε «τσιρι τσιρι τσιρι τρο» και στην ειρήνη ζήστε. Και τότε, όλα τα ζώα, ενθουσιάστηκαν με αυτό το υπέροχο τραγούδι του Ειρηνούλη και συμφώνησαν να πάρουν το πουλάκι στην οικογένεια τους και να ξεχάσουν τα μίση και τις κακίες. Και αμέσως, στήθηκε ένα τρικούβερτο γλέντι, που όμοιο του δεν είχε ξαναγίνει, με κάθε ζώο να παίζει κι από ένα μουσικό όργανο και φυσικά, έχοντας για τραγουδιστή τους, το γλυκό κελάηδισμα του Ειρηνούλη! Κι έτσι ήρθε η ειρήνη και η αγάπη στο δάσος και ο Ειρηνούλης ευτυχισμένος έδινε και έπαιρνε αγάπη από όλα τα ζώα… Κι έζησαν όλοι μαζί ΕΤΣΤΦΙ΢ΜΕΝΟΙ- ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΙΑ΢ΜΕΝΟΙ!

5 ο Νηπιαγ ω γ είο Νεάπολης

Τπεύθυνη εκπαιδευτ ικός:Σσερκέζ ου Μαρία

Page | 73


Μην κλαις Ειρήνη…

Ήταν η Γη και γέννησε ένα μικρό κοριτσάκι, την Ειρήνη. Η Ειρήνη ήταν πολύ όμορφη και χαμογελαστή. Η Γη αγαπούσε την Ειρήνη και της έφτιαχνε όμορφα φορέματα. Σα φορούσε η Ειρήνη, έβγαινε βόλτα, καλημέριζε τον κόσμο όλο και χαμογελούσε. Φαιρόταν η Ειρήνη, χαιρόταν και ο κόσμος όλος. Αργότερα η Γη γέννησε ένα μικρό αγόρι, τον Πόλεμο. Ο Πόλεμος ήταν πάντα κακόκεφος. Θύμωνε με το παραμικρό και φώναζε δυνατά. Απ‟ όπου και αν περνούσε όλοι έκλειναν τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα για να μην τον βλέπουν. Κανένας δεν τον ήθελε. Μια μέρα ο Πόλεμος θύμωσε τόσο πολύ που τα „βαλε με την Ειρήνη. Σότε ήταν που πήρε το καινούριο φόρεμα της Ειρήνης και το πέταξε στ‟ αγκάθια. ΋ταν η Ειρήνη είδε το κουρελιασμένο της φόρεμα έβαλε τα κλάματα. Ήταν απαρηγόρητη. Άκουσαν το κλάμα της όλα τα πλάσματα που την αγαπούσαν και μαζεύτηκαν γύρω της. «Μην κλαις Ειρήνη!», της είπαν οι αράχνες και αμέσως έπιασαν δουλειά. Σης έφτιαξαν ένα ολοκαίνουριο αραχνοΰφαντο φόρεμα. Page | 74


«Μην κλαις Ειρήνη!», της είπαν οι μέλισσες και πέταξαν μακριά. Μάζεψαν γύρη από τα λουλούδια, γύρισαν και χρωμάτισαν το αραχνοΰφαντο φόρεμα, κίτρινο. «Μην κλαις Ειρήνη!», της είπαν οι πεταλούδες και άνοιξαν τα πολύχρωμα φτερά τους. Σα κούνησαν και γέμισαν το αραχνοΰφαντο κίτρινο φόρεμα με πολύχρωμες πινελιές. «Μην κλαις Ειρήνη!», της είπαν τα δελφίνια και βούτηξαν στο βυθό της θάλασσας. Μάζεψαν μαργαριτάρια και κέντησαν με αυτά το αραχνοΰφαντο κίτρινο φόρεμα με τις πολύχρωμες πινελιές. «Μην κλαις Ειρήνη!», της είπαν τα βατράχια και βούτηξαν στη λίμνη. Πήραν νούφαρα και στόλισαν με αυτά το αραχνοΰφαντο κίτρινο φόρεμα με τις πολύχρωμες πινελιές και τα μαργαριτάρια. «Μην κλαις Ειρήνη!», της είπαν τα χελιδόνια και πέταξαν ψηλά στον ουρανό. Έκοψαν με την ψαλιδωτή ουρά τους ένα κομμάτι από τη φουντωτή ουρά ενός χαρταετού, και το έβαλαν για ζώνη στο αραχνοΰφαντο κίτρινο φόρεμα με τις πολύχρωμες πινελιές, τα μαργαριτάρια και τα νούφαρα. «Μην κλαις Ειρήνη!», της είπε ο ήλιος που την είδε από ψηλά και έστειλε μια ηλιαχτίδα και έδεσε τα μαλλιά της σε μια όμορφη πλεξούδα. Ζεστάθηκε η καρδιά της Ειρήνης και φόρεσε το καινούριο της φόρεμα. Ήταν όμορφη πολύ μα … της έλειπε κάτι ακόμα. Page | 75


«Μην κλαις Ειρήνη!», της είπαν τα παιδιά που είχαν μαζευτεί γύρω της και της χάρισαν το χαμόγελό τους. Φαμογέλασε η Ειρήνη και έλαμπε μέσα στο καινούριο της φόρεμα που φτιάχτηκε με τόση αγάπη. Με μιας άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες και τα παραθυρόφυλλα. Φαμογέλασε η Ειρήνη, χαμογέλασε και ο κόσμος όλος!

1ο Νηπαγωγείο Παλαιοκάστρου Τπεύθυνη εκπαιδευτ ικός: Κουτσανοπούλου Μαρία

Page | 76


Από τ ους μαθητ ές τ ου 2 ου Δ ημοτ ικού ΢χολείου Πετ ρούπολης Page | 77


Ευχαριστ ούμε θερμά όλους τ ους εκπαιδευτ ικούς, τ ους μαθητ ές και τ ις μαθήτ ριες απ‟ όλη τ ην Ελλάδα που συμμετ είχαν στ ον 1 ο Πανελλήνιο Μαθητ ικό Δ ιαγ ω νισμό ΢υγ γ ραφ ής Παραμυθιού 2017.

Page | 78


ISBN:

Page | 79


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.