ΟRCHESTRE PHILHARMONIQUE DE RADIO FRANCE
MIKKO FRANCK
12.03.2024
JEAN-YVES THIBAUDET [ πιΑνΟ ]
13.03.2024
ΧΟρηγΟσ
πρΟσ τιμην τΟυ κ. πΑνΟυ μΑνιΑ
12.03.2024
ΟRCHESTRE PHILHARMONIQUE DE RADIO FRANCE
MIKKO FRANCK
JEAN-YVES THIBAUDET
CLAUDE DEBUSSY (1862-1918)
Prélude à l’après-midi d’un faune
[πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου]
MAURICE RAVEL (1875-1937)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε σολ μείζονα
• Allegramente
• Adagio assai
• Presto
CLAUDE DEBUSSY
Printemps [Άνοιξη], συμφωνική σουίτα
• Très modéré
• Modéré
μAURICE RAVEL
Ma mère l’Oye [η μάνα μου η χήνα], σουίτα
• La pavane de la belle au bois dormant
[η παβάνα της Ωραίας Κοιμωμένης του δάσους]
• Petit Poucet [Ο Κοντορεβιθούλης]
• Laideronette, impératrice des pagodes [Ασχημούλα, η αυτοκράτειρα των παγόδων]
• Les entretiens de la belle et de la bête [Οι συνομιλίες ανάμεσα στην πεντάμορφη και το τέρας]
• Le jardin féerique [Ο νεραϊδένιος κήπος]
πι Α ν Ο
Jean-Yves Thibaudet
Φιλαρμονική Ορχήστρα της γαλλικής ραδιοφωνίας
μ Ο υσι Κ η Δ ιευ Θ υνση
Mikko Franck
13.03.2024
ΟRCHESTRE PHILHARMONIQUE DE RADIO FRANCE
MIKKO FRANCK
VILDE FRANG
ντμιτρι σΟστΑΚΟβιτσ (1906-1975)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ. 1 σε λα ελάσσονα, έργο 77/99
• Nocturne: Moderato
• Scherzo: Allegro
• Passacaglia: Andante – Cadenza (attacca)
• Burlesque: Allegro con brio – Presto
Δι Α λειμμ Α
ιγΚΟρ στρΑβινσΚι (1882-1971)
πετρούσκα, μπαλέτο σε 4 εικόνες (εκδοχή του 1947)
• το πανηγύρι του καρναβαλιού
• το δωμάτιο του πετρούσκα
• το δωμάτιο του μαυριτανού
• το πανηγύρι του καρναβαλιού προς το βράδυ
βι Ο λι
Vilde Frang
Φιλαρμονική Ορχήστρα της γαλλικής ραδιοφωνίας
μ Ο υσι Κ η Δ ιευ Θ υνση
Mikko Franck
CLAUDE DEBUSSY
πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου
γραμμένο από το 1891 ως το 1894, το Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου αντλεί την έμπνευσή του από το ποίημα του γάλλου συμβολιστή ποιητή στεφάν μαλλαρμέ Το απομεσήμερο ενός φαύνου, που δημοσιεύτηκε αρχικά το 1875 και αναθεωρήθηκε το 1876. στο ποίημα –που σόκαρε τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής του με την ηθελημένη πολυσημία του λόγου και την έμφαση στο συμβολισμό– ο ρωμαίος θεός των δασών, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, προσπαθεί να ανακαλέσει στη μνήμη του μια συνάντηση που είχε με μερικές όμορφες νύμφες, οι οποίες αντιστέκονται στο ερωτικό του κάλεσμα. το Πρελούδιο του ντεμπυσσύ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 23 Δεκεμβρίου 1894, στο παρίσι. Αποτελεί εμβληματικό έργο του ιμπρεσιονισμού στη μουσική∙ ουσιαστικά, εγκαινιάζει το καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα όσον αφορά τη μουσική δημιουργία, καθώς απομακρύνεται από τη δομική ανάπτυξη των μουσικών ιδεών και από την παθιασμένη, ρομαντική εκφραστικότητα, στρεφόμενο ευθέως προς την υποδήλωση και το ξετύλιγμα αιθέριων συμφωνικών ηχοχρωμάτων. Ένα ανάλαφρο σόλο του φλάουτου επαναλαμβάνεται και αναπτύσσεται με λεπτές αρμονικές αποχρώσεις και αισθησιακή ενορχήστρωση, στοιχεία που αποτυπώνουν τη ζεστή ατμόσφαιρα του μεσημεριανού ρεμβασμού, κυρίως, δε, την αιώρηση ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα. εδώ το φλάουτο κινείται ανάμεσα σε δύο νότες που κάθε φορά απέχουν ένα τρίτονο – διάστημα που παλιότερα είχε χαρακτηριστεί «ο Διάβολος στη μουσική». στο δεδομένο αρμονικό περιβάλλον, ωστόσο, το διάστημα αυτό γεννά νέες προοπτικές – έτσι, πολύ αργότερα, ο πιερ μπουλέζ δήλωσε πως με το σόλο του φλάουτου στο Πρελούδιο ο ντεμπυσσύ «αφύπνισε» τη μουσική οδηγώντας τη στη νέα εποχή του μοντερνισμού.
MAURICE RAVEL
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα
σε σολ μείζονα
το Κοντσέρτο σε σολ μείζονα, όπως και το Κοντσέρτο για αριστερό χέρι, είναι δημιουργήματα της ώριμης συνθετικής περιόδου του ραβέλ. Άρχισε να τα γράφει παράλληλα το ένα με το άλλο, το φθινόπωρο του 1929, όταν ήταν 54 ετών και χωρίς να έχει καταπιαστεί ποτέ πριν με τη σύνθεση κοντσέρτων. για να γράψει το πρώτο χρειάστηκε περισσότερο χρόνο απ’ όσο είχε υπολογίσει∙ το ολοκλήρωσε μέσα σε δύο περίπου χρόνια (1931). Ο ραβέλ ήθελε να ερμηνεύσει ο ίδιος το σολιστικό μέρος στην πρώτη παρουσίαση του Κοντσέρτου, αλλά η κλονισμένη του υγεία δεν του το επέτρεψε. Έτσι, το Κοντσέρτο σε σολ μείζονα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο παρίσι, στις 14 ιανουαρίου 1932, με σολίστ τη μεγάλη γαλλίδα πιανίστα μαργκερίτ λονγκ (η οποία, το 1919, είχε πρωτοερμηνεύσει και το έργο του Ο τάφος του Κουπρέν), υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Ο ραβέλ το περιέγραψε ως «κοντσέρτο με την πιο αληθινή έννοια του όρου, στο πνεύμα του μότσαρτ
και του σαιν-σανς», για να προσθέσει με νόημα: «η μουσική ενός κοντσέρτου μπορεί κάλλιστα, κατά τη γνώμη μου, να είναι εύθυμη και λαμπερή, χωρίς να πρέπει οπωσδήποτε να διεκδικεί ιδιαίτερο νοηματικό βάθος ή να στοχεύει σε υψηλή δραματικότητα. Έχει ειπωθεί για κάποιους κλασικούς συνθέτες κοντσέρτων του πιανιστικού ρεπερτορίου πως τα κοντσέρτα τους δεν γράφτηκαν “για πιάνο” αλλά “εναντίον του πιάνου”. συμφωνώ απόλυτα! Αρχικά θέλησα να δώσω στο έργο τον τίτλο Divertissement. Αλλά στην πορεία συνειδητοποίησα πως ο όρος κοντσέρτο είναι επαρκώς σαφής».
στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα με το στιλ του ραβέλ, όπως η διαύγεια της γραφής, η δεξιοτεχνική λάμψη και η εκλεπτυσμένη ενορχήστρωση, διαπνέουν και τη συγκεκριμένη σύνθεση. στο πρώτο και, κυρίως, στο τρίτο μέρος παρατηρούνται επίσης άφθονες επιρροές από το ιδίωμα της τζαζ, την οποία ο συνθέτης εκτιμούσε βαθιά. το Κοντσέρτο ανοίγει με ένα εύθυμο θέμα που παρουσιάζει το πίκολο φλάουτο και η τρομπέτα, προτού εκτεθεί από όλη την ορχήστρα. Από εκεί και μετά, το πιάνο αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο, με ηδονικά αυτοσχεδιαστική διάθεση. Δεν λείπουν διαρκείς ευφάνταστες παρεμβάσεις από όργανα της ορχήστρας, που σιγούν μόνο κατά τη διάρκεια της αιθέριας σολιστικής καντέντσας. το αργό, μεσαίο μέρος –γραμμένο υπό μίαν έννοια στον «απόηχο» του αργού μέρους από το Κουιντέτο με κλαρινέτο του μότσαρτ– αρχίζει με ένα εκτενές σόλο του πιάνου, που άμεσα δημιουργεί μια ατμόσφαιρα υποβλητική και γλυκά μελαγχολική. η μελωδία, στο τέλος του μέρους, περνά στο αγγλικό κόρνο υπό τη λεπτή συνοδεία του πιάνου. το σύντομο φινάλε ανοίγει και κλείνει με το ίδιο μοτίβο πέντε νοτών, το οποίο επανεμφανίζεται συχνά στο εκρηκτικό αυτό μέρος, γεμάτο με παιγνιώδεις ρυθμούς και καταιγιστικά πιανιστικά περάσματα. Ο ραβέλ, γνωστός για την τελειομανία του, έμεινε βαθιά ικανοποιημένος από το Κοντσέρτο σε σολ μείζονα, θεωρώντας πως κατόρθωσε να εκφράσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά και τις μουσικές του ιδέες ασυμβίβαστα.
CLAUDE DEBUSSY
Άνοιξη
Έχοντας κερδίσει το πιο βαρυσήμαντο γαλλικό μουσικό βραβείο, το Prix de Rome (βραβείο της ρώμης), το 1884, ο ντεμπυσσύ εγκαταστάθηκε στη βίλα των μεδίκων στη ρώμη, από τον ιανουάριο του 1885 ως τον μάρτιο του 1887, για να αφοσιωθεί στη μελέτη του και να διευρύνει απερίσπαστος τους ορίζοντές του ως νέος συνθέτης. μέσα στις υποχρεώσεις του ήταν να επιδείξει, κατά την επιστροφή του στο παρίσι, έργα που θα φανέρωναν την εξέλιξή του. σε αυτά ανήκει η διμερής σουίτα Άνοιξη, γραμμένη το 1887, για ορχήστρα και χορωδία που τραγουδά χωρίς κείμενο. στόχος του συνθέτη ήταν να εκφράσει «την αργή, επώδυνη γέννηση της ζωής, τη σταδιακή της ανάπτυξη και, εντέλει, την ευτυχία να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου σε μια νέα ζωή». Αν και παρέμενε έντονα επηρεασμένος από τη μουσική του ρίχαρντ βάγκνερ, ο ντεμπυσσύ είχε ήδη αρχίσει να ωριμάζει ως συνθέτης και να ανακαλύπτει τον πραγματικό του εαυτό, κυρίως όσον αφορά την επίτευξη λεπταίσθητων ηχοχρωματικών συνδυασμών από την ορχήστρα. Αυτό ακριβώς επιδίωξε με τη σουίτα Άνοιξη, γεγονός που ξένισε, ωστόσο, τον κριτικό τέχνης Henri Delaborde [Ανρί ντελαμπόρντ], γραμματέα της γαλλικής Ακαδημίας Καλών τεχνών, ο οποίος αναφέρθηκε στη μουσική του ντεμπυσσύ κάνοντας λόγο για «ιμπρεσιονισμό» – η σύνδεση αυτή αποτελούσε, τότε, 5
ένα μάλλον αρνητικό σχόλιο για τον συνθέτη: «Αναγνωρίζει κανείς, στην περίπτωσή του, μια αίσθηση του ηχοχρώματος, η οποία, φτάνοντας στην υπερβολή, τον κάνει να ξεχνά τη σημασία της ακρίβειας του σχεδιασμού και της φόρμας. του συνιστούμε να προφυλάξει τον εαυτό του από αυτόν τον αόριστο ιμπρεσιονισμό, έναν από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς της αλήθειας στα έργα τέχνης. η Ακαδημία περιμένει κάτι καλύτερο από έναν τόσο ταλαντούχο μουσικό όπως ο κύριος ντεμπυσσύ». το χειρόγραφο της Άνοιξης αργότερα χάθηκε. Έτσι, το 1912, ο συνθέτης και μαέστρος Henri Büsser [Aνρί μπυσσέρ] ανέλαβε να αναδημιουργήσει ενορχηστρωτικά το έργο για συμφωνική ορχήστρα (χωρίς χορωδία), βασιζόμενος στη μόνη υπάρχουσα εκδοχή του, για χορωδία και πιάνο, τέσσερα χέρια, και εργαζόμενος υπό την επίβλεψη του ίδιου του ντεμπυσσύ. με αυτή τη μορφή η Άνοιξη εκδόθηκε το 1913 και ερμηνεύεται μέχρι σήμερα.
MAURICE RAVEL
η μάνα μου η χήνα
Ο
κόσμος των παιδιών άσκησε ιδιαίτερη γοητεία στον μωρίς ραβέλ, ο οποίος, μάλιστα, άντλησε από εκεί το περιεχόμενο της αριστουργηματικής του όπερας Το παιδί και τα μάγια. το διάστημα 1908-1910 συνέθεσε πέντε μικρά κομμάτια για πιάνο, τέσσερα χέρια, εμπνευσμένα από ισάριθμα παιδικά παραμύθια. το έργο έλαβε τον γενικό τίτλο Η μάνα μου η χήνα, παραπέμποντας στη συλλογή παραμυθιών του σαρλ περρώ Ιστορίες ή παραμύθια του παλιού καιρού με ηθικά διδάγματα (πρωτοτ. τίτλος: Histoires ou contes du temps passé avec des moralitez), η οποία είχε εκδοθεί στα 1697 και είχε γίνει γνωστή στη γαλλία ως Παραμύθια της μάνας μου της χήνας. Ο συνθέτης αφιέρωσε το έργο σε δύο μικρά αδέρφια, τον Ζαν και τη μιμί γκοντεμπσκί, παιδιά ενός φιλικού του ζευγαριού. η πρώτη εκτέλεση του έργου (στην αρχική, πιανιστική, εκδοχή του) έγινε στις 20 Απριλίου 1910, στην Αίθουσα γκαβώ του παρισιού, επίσης από δύο παιδιά, τη Jeanne Leleu [Ζαν λελαί], που αργότερα εξελίχθηκε σε σημαντική συνθέτρια, και τη Geneviève Durony [Ζενεβιέβ ντυρονύ]. την επόμενη χρονιά, ο ραβέλ ενορχήστρωσε τα πέντε αυτά πιανιστικά κομμάτια, πρόσθεσε ένα πρελούδιο, ένα ακόμα κομμάτι («Ο χορός της ανέμης») και μερικά ιντερλούδια, και μεταμόρφωσε το έργο σε μπαλέτο, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο τεχνών του παρισιού στις 28 ιανουαρίου 1912. Ωστόσο, η σουίτα μπαλέτου (αποτελούμενη από τα πέντε, ενορχηστρωμένα, αρχικά κομμάτια για πιάνο) είναι αυτή που διατηρεί μια σταθερή θέση στο συμφωνικό ρεπερτόριο.
Από τα πέντε κομμάτια του έργου, μόνο τα δύο πρώτα είναι εμπνευσμένα από παραμύθια της συλλογής του περρώ. η πηγή της «Ασχημούλας, αυτοκράτειρας των παγόδων» ήταν ένα παραμύθι της baronne d’Aulnoy [κόμισσας ντ’ Ωλνουά], σύγχρονης του περρώ, ενώ η γνωστή ιστορία για την πεντάμορφη και το τέρας προέρχεται από τη συλλογή παραμυθιών της Jeanne-Marie Leprince de Beaumont [Ζαν-μαρί λεπρένς ντε μπωμόν], που δημοσιεύτηκε στα 1757. η αρχική παβάνα είναι ένας λιτός αρχαϊκός χορός γεμάτος χάρη, με πρωταγωνιστές το φλάουτο και την άρπα. η αγωνιώδης περιπλάνηση του Κοντορεβιθούλη στο δάσος αποτυπώνεται από συνεχείς μετρικές αλλαγές στη μουσική (2/4, 3/4, 4/4 και 5/4), ενώ το φλάουτο και το σόλο βιολί, με την «παρέμβασή» τους, μιμούνται τα πουλιά που τρώνε όσα ψιχουλάκια έχει ρίξει στο διάβα του ο μικροκαμωμένος ήρωας.
η πεντατονική κλίμακα έχει την τιμητική της στο αμέσως επόμενο κομμάτι (στην πιανιστική εκδοχή, το πάνω μέρος είναι γραμμένο μόνο σε μαύρα πλήκτρα). η αιθέρια ενορχήστρωση (που αξιοποιεί ιδανικά την άρπα, την τσελέστα, το γκλόκενσπιλ, το φλάουτο και το πίκολο) αποτυπώνει μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, καθώς η Ασχημούλα κάνει το μπάνιο της και οι μικροσκοπικοί ιερείς από πορσελάνη και κρύσταλλο (παγόδες) παίζουν μουσική προς τιμήν της. στη συνέχεια, το κλαρινέτο υποδύεται την πεντάμορφη, ενώ το σκοτεινό κόντρα φαγκότο, το τέρας. Οι δύο τους «συνομιλούν» στο ρυθμό ενός βαλς, ενώ, προς το τέλος, το σόλο βιολί σηματοδοτεί τη μεταμόρφωση του τέρατος σε όμορφο πρίγκιπα. η σουίτα ολοκληρώνεται απλά και αισθαντικά –έτσι ακριβώς άνοιξε–, αφήνοντας μια αίσθηση αίσιου τέλους, όπως συμβαίνει, άλλωστε, σε όλα τα παραμύθια...
τιτΟσ γΟυβελησ
13.03.2024
ντμιτρι σΟστΑΚΟβιτσ Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ. 1
τον Φεβρουάριο του 1948 αρκετοί σοβιετικοί συνθέτες, ανάμεσά τους ο ντμίτρι σοστακόβιτς και ο σεργκέι προκόφιεφ, κατηγορήθηκαν από τις επίσημες σοβιετικές Αρχές για «φορμαλιστικές διαστροφές» και «αντιδημοκρατικές τάσεις» (διάταγμα Ζντάνοφ). για τον σοστακόβιτς αυτή ήταν η δεύτερη φορά που έπεφτε στη δυσμένεια της σταλινικής ηγεσίας – η πρώτη ήταν τον ιανουάριο του 1936, όταν η εφημερίδα Πράβντα κατακεραύνωνε με ακραίους χαρακτηρισμούς την όπερά του Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ. Ο συνθέτης γνώριζε καλά ότι η κατηγορία αυτή μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια του τη ζωή. εξαιτίας της, άλλωστε, έχασε αμέσως τη θέση του καθηγητή στα Ωδεία της μόσχας και του λένινγκραντ, γεγονός που τον επιβάρυνε οικονομικά. Έτσι, τα επόμενα πέντε χρόνια αναγκάστηκε να γράφει κυρίως «εύπεπτη» μουσική για τον κινηματογράφο, να αποφεύγει τη σύνθεση συμφωνικών έργων και να κρατά μακριά από το φως της δημοσιότητας έργα που ο ίδιος εκτιμούσε, αλλά που ήταν αμφίβολο αν θα ικανοποιούσαν τις «απαιτήσεις» της πολιτικής ηγεσίας. σε αυτά περιλαμβάνονται το Τέταρτο και το Πέμπτο κουαρτέτο εγχόρδων, αλλά και το Πρώτο κοντσέρτο για βιολί, που είχε αρχίσει να το γράφει πριν του απαγγελθούν οι κατηγορίες για φορμαλισμό, και που το ολοκλήρωσε λίγο αργότερα.
μετά το θάνατο του στάλιν (1953), ο σοστακόβιτς δεν είχε πλέον λόγους να κρατά το Κοντσέρτο στο συρτάρι του ο μεγάλος βιολιστής ντάβιντ Όιστραχ –φίλος του σοστακόβιτς, συνεργάτης του και καλλιτέχνης που στάθηκε πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία του συγκεκριμένου έργου– ήταν ο σολίστ στη θριαμβευτικά επιτυχημένη πρεμιέρα του Κοντσέρτου, στις 29 Οκτωβρίου 1955 στο λένινγκραντ, με τη Φιλαρμονική της πόλης υπό τον γεβγκένι μραβίνσκι. εν όψει της πρεμιέρας, ο συνθέτης αφιέρωσε και τυπικά το έργο στον Όιστραχ και προέβη σε ελάσσονος σημασίας τροποποιήσεις. παρουσίασε πάντως το Κοντσέρτο ως το 99ο έργο του, και όχι ως το 77ο, όπως ήταν
στην πραγματικότητα. η χρήση αυτών των δύο διαφορετικών αριθμήσεων για το ίδιο έργο δημιουργεί ασάφεια, καθότι και ο ίδιος ο σοστακόβιτς άλλαζε άποψη, ως το τέλος της ζωής του, σχετικά με το θέμα αυτό. στο εναρκτήριο, αργό νυχτερινό, το σόλο βιολί ξετυλίγει –ως αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής– μακριές μελωδικές γραμμές υπό τη διακριτική, αλλά με έμφαση σε σκοτεινά ηχοχρώματα, ορχηστρική συνοδεία. η ατμόσφαιρα είναι μελαγχολική και ερεβώδης∙ τη στοιχειώνει μια δυσοίωνη ένταση, που πλανάται χωρίς να εκτονώνεται σχεδόν ποτέ. το ακόλουθο σκέρτσο έχει χαρακτηριστεί (όχι αδικαιολόγητα) μουσικός «εφιάλτης», καθώς το βιολί συνδιαλέγεται με διάφορες ομάδες της ορχήστρας με τρόπο γκροτέσκο, αιχμηρά σαρκαστικό. πρόκειται για έναν «μακάβριο χορό», άκαμπτα γρήγορο και νευρώδη. Ανάμεσα στα διάφορα μοτίβα του μέρους αυτού, ξεχωρίζει η ακολουθία τεσσάρων νοτών (ρε – μι ύφεση – ντο – σι φυσικό), ένα είδος μουσικής υπογραφής που ο σοστακόβιτς ουκ ολίγες φορές χρησιμοποίησε σε έργα του: με βάση τη γερμανική μουσική ορολογία, κάθε νότα αντιστοιχεί σε ένα από τα τέσσερα γράμματα DSCH (τα αρχικά του ονόματος του συνθέτη στα γερμανικά). με την έναρξη του τρίτου μέρους, βιολοντσέλα και κοντραμπάσα παρουσιάζουν ένα θέμα 17 μέτρων, που περνάει διαδοχικά σε διάφορες ομάδες της ορχήστρας και γίνεται η βάση πάνω στην οποία οικοδομείται μια έντονα συναισθηματική πασακάλια. συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην πασακάλια και το φινάλε είναι μια κολοσσιαία σολιστική καντέντσα, οι υψηλές δεξιοτεχνικές απαιτήσεις της οποίας είναι ανάλογες του σπάνιου ταλέντου του Όιστραχ. Καθώς η καντέντσα ξεδιπλώνεται, η ένταση, η ενέργεια και η ταχύτητα ολοένα αυξάνονται οδηγώντας χωρίς διακοπή στο «ξέσπασμα» του φινάλε. η χορευτική διάθεση κυριαρχεί, αλλά η εξωστρέφεια της μουσικής θυμίζει μάλλον σαρδόνιο γέλιο. Οι υψηλοί τόνοι διατηρούνται ως το καταληκτικό, πραγματικά σαρωτικό, Presto.
ιγΚΟρ στρΑβινσΚι
πετρούσκα
η συνεργασία του στραβίνσκι με τα περίφημα ρωσικά μπαλέτα του ιμπρεσάριου σεργκέι ντιάγκιλεφ κράτησε περίπου δύο δεκαετίες. πρώτος καρπός της ήταν το μπαλέτο Το πουλί της φωτιάς, που ο νεότατος, και παντελώς άγνωστος εκτός ρωσίας, στραβίνσκι συνέθεσε κατά τα έτη 1909-1910. την άνοιξη του 1910, ο στραβίνσκι είχε ήδη αρχίσει να οραματίζεται σκηνές από ένα νέο μπαλέτο, που θα διαδραματιζόταν στην παγανιστική ρωσία. Χαρακτηριστικά ανέφερε πως έβλεπε στη φαντασία του «μια επιβλητική τελετή: σοφούς γέροντες καθισμένους σε κύκλο να παρακολουθούν μια νεαρή κοπέλα να χορεύει μέχρι θανάτου. τη θυσίαζαν για να εξευμενίσουν τον θεό της άνοιξης». μετά τη θριαμβευτική επιτυχία του Πουλιού της φωτιάς, ο ντιάγκιλεφ πρότεινε στον νεαρό συνθέτη να ξανασυνεργαστούν άμεσα, και εκείνος του φανέρωσε τις ιδέες του, οι οποίες έμελλε να υλοποιηθούν, λίγα χρόνια αργότερα, με το διάσημο μπαλέτο Η ιεροτελεστία της άνοιξης (1913).
παρά τις αρχικές του προθέσεις, ο στραβίνσκι δεν καταπιάστηκε με την Ιεροτελεστία της άνοιξης αμέσως μετά το Πουλί της φωτιάς. Έχοντας επίγνωση τού πόσο απαιτητική, χρονοβόρα και κοπιώδης θα ήταν η σύνθεση ενός τέτοιου μπαλέτου, θέλησε να «ανανεωθεί συνθετικά» γράφοντας ένα συμφωνικό έργο με πρωταγωνιστή το πιάνο, ένα είδος «κομματιού κοντσέρ-
του» (Konzertstück). Ο ίδιος σημειώνει πως «γράφοντας αυτή τη μουσική είχα στο νου μου την εικόνα μιας συγκεκριμένης μαριονέτας, που ξαφνικά ζωντανεύει και “εξοργίζει” την ορχήστρα με διαβολικούς, καταιγιστικούς αρπισμούς». Ο ντιάγκιλεφ εκτίμησε αμέσως το έργο αυτό και με αξιοζήλευτη διορατικότητα έπεισε τον στραβίνσκι να το επεκτείνει δημιουργώντας ένα ολόκληρο μπαλέτο. Έτσι γεννήθηκε ο Πετρούσκα, που ολοκληρώθηκε τον μάιο του 1911 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τα ρωσικά μπαλέτα στο Θέατρο σατλέ του παρισιού, στις 13 ιουνίου της ίδιας χρονιάς, σε χορογραφία μιχαήλ Φόκιν, μουσική διεύθυνση Pierre Monteux [πιερ μονταί] και με πρωταγωνιστή τον βάτσλαφ νιζίνσκι. το σενάριο, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπέγραψε ο σπουδαίος ρώσος καλλιτέχνης και στενός συνεργάτης του ντιάγκιλεφ, Alexandre Benois [Αλεξάντρ μπενουά].
στην πρώτη εικόνα του μπαλέτου μεταφερόμαστε σε ένα πανηγύρι κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού∙ τα πλήθη διασκεδάζουν μαζί με χορευτές, μουσικούς και έναν μαριονετίστα. Ο τελευταίος ανοίγει την αυλαία του μικρού του θεάτρου και εμφανίζονται οι τρεις μαριονέτες του: ο πετρούσκα, η μπαλαρίνα και ο μαυριτανός. (η μορφή του πετρούσκα είναι η ρωσική εκδοχή του γνωστού πουλτσινέλλα από την ιταλική κομέντια ντελ’ άρτε.) με τον ήχο του μαγικού του φλάουτου, οι μαριονέτες ζωντανεύουν και αρχίζουν να χορεύουν ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος. Αργότερα, ο πετρούσκα βρίσκεται στο δωμάτιό του, βαθιά στενοχωρημένος. υποφέρει γιατί ξέρει καλά πόσο άσχημος είναι. Ο έρωτάς του για την όμορφη μπαλαρίνα τού δίνει μια κάποια παρηγοριά, αλλά τα φαιδρά του καμώματα, όταν η μπαλαρίνα τον επισκέπτεται, φοβίζουν και απομακρύνουν τη νεαρή. στη συνέχεια, η δράση εκτυλίσσεται στη σκηνή του μαυριτανού, όπου εκείνος με την μπαλαρίνα μοιράζονται ένα τρυφερό, ερωτικό τετ-α-τετ. Έξαλλος από ζήλια, ο πετρούσκα εισβάλλει στη σκηνή, αλλά ο μαυριτανός τον διώχνει. στην τελευταία εικόνα βρισκόμαστε και πάλι στο πολύβουο πανηγύρι. Ο μαυριτανός καταδιώκει τον πετρούσκα και του καταφέρνει θανάσιμο πλήγμα με το σπαθί του. παρόλο που ο μαριονετίστας διαβεβαιώνει τους παρευρισκόμενους ότι ο πετρούσκα είναι απλά μια μαριονέτα, στη στέγη του μικρού του θεάτρου εμφανίζεται, προς γενική κατάπληξη όλων, το φάντασμα του ήρωα. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του πιάνου στη μουσική του μπαλέτου εξηγείται πολύ εύκολα από το γεγονός ότι αρχικά το έργο γράφτηκε ως κομμάτι κοντσέρτου για πιάνο και ορχήστρα. το πιάνο ενσαρκώνει τον πετρούσκα, παρουσιάζοντας συχνά τη λεγόμενη «συγχορδία του πετρούσκα», δηλαδή τη συνύπαρξη και παράλληλη συνήχηση της συγχορδίας της ντο μείζονος και της φα δίεση μείζονος: το ταυτόχρονο άκουσμά τους έχει κάτι το διάφωνα γκροτέσκο, που συμβολίζει τη δυσμορφία του πετρούσκα, αλλά και κάτι το ελκυστικό, που υπαινίσσεται μια κάποια συμπάθεια του συνθέτη προς τα λιγότερα ευνοημένα πλάσματα. σε συμβολικό επίπεδο, οι δύο συγχορδίες παραπέμπουν στη διττή φύση του ήρωα, ως μαριονέτας και ως ανθρώπου. η μουσική του στραβίνσκι αποφεύγει κάθε συναισθηματισμό και ξετυλίγεται με απόλυτη, οιονεί μηχανιστική ακρίβεια και διαύγεια, στοιχεία που εμπεριέχουν υψηλές δόσεις πνευματώδους χιούμορ. επιπλέον, όλο το έργο χαρακτηρίζεται από μελωδικότητα, δεδομένου ότι ο συνθέτης αξιοποιεί με ευφάνταστο και προσωπικό τρόπο ρωσικές παραδοσιακές μελωδίες, ένα δημοφιλές γαλλικό τραγούδι και αυστριακά βαλς, πάντα με σκοπό να προσδώσει στη μουσική υψηλή περιγραφική δύναμη. τιτΟσ γΟυβελησ
Mikko Franck
μΟυσιΚΟσ ΔιευΘυντησ
τησ Φιλ ΑρμΟνιΚησ ΟρΧηστρΑσ τησ γΑ λλιΚησ ρΑΔιΟΦΩνιΑσ
Ο φιλανδός μαέστρος μίκκο Φρανκ ανέλαβε τη θέση του μουσικού διευθυντή της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της γαλλικής ραδιοφωνίας το 2015 –όπου θα παραμείνει έως τον σεπτέμβριο του 2025– καλλιεργώντας με πάθος το δημιουργικό και καλλιτεχνικό της πρόγραμμα. Ο Φρανκ γεννήθηκε στο ε λσίνκι το 1979. Άρχισε την καριέρα του ως αρχιμουσικός σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών και έκτοτε έχει συνεργαστεί με τις μεγαλύτερες ορχήστρες και με τα πιο γνωστά λυρικά θέατρα σε όλο τον κόσμο.
Από το 2002 έως το 2007 υπήρξε μουσικός διευθυντής της εθνικής Ορχήστρας του βελγίου. το 2006 ανέλαβε γενικός μουσικός διευθυντής της εθνικής Όπερας της Φιλανδίας, ενώ το 2007 διορίστηκε και καλλιτεχνικός διευθυντής της. Διατήρησε τη διπλή αυτή θέση έως και τον Αύγουστο του 2013.
Ως μουσικός διευθυντής της Φιλαρμονικής της γαλλικής ραδιοφωνίας, ο μίκκο Φρανκ έχει πραγματοποιήσει πολλές περιοδείες με το σύνολο
στην ευρώπη και στην Ασία. η σημαντική δισκογραφία του περιλαμβάνει κυρίως συμφωνικά και οπερατικά έργα, καθώς και αρκετές ηχογραφήσεις με το ιστορικό γαλλικό σύνολο. Από τα πιο πρόσφατα CD τους: Franck by Franck με τη Συμφωνία σε ρε ελάσσονα του σεζάρ Φρανκ και το συμφωνικό του ποίημα Ce qu’on entend sur la montagne, που σπάνια παρουσιάζεται∙ Strauss, με τα έργα Μπουρλέσκ, Σερενάτα και Θάνατος και εξαΰλωση∙ τα έργα του Κλωντ ντεμπυσσύ Το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού, Νυχτερινά και La damoiselle élue∙ Stravinsky με τα έργα Η ιεροτελεστία της άνοιξης, Καπρίτσιο και Οκτέτο∙ Debussy, C’est l’extase - La mer με τις Μελωδίες (Mélodies) και τη Θάλασσα και, τέλος, τη Συμφωνία αρ. 14 του σοστακόβιτς.
παράλληλα με το απαιτητικό πρόγραμμα εμφανίσεων με τη Φιλαρμονική στο παρίσι, ο μίκκο Φρανκ συνεργάζεται τακτικά με μουσικά σύνολα και οπερατικές σκηνές εντός και εκτός ευρώπης. το Φεβρουάριο του 2018 διορίστηκε πρέσβης Καλής Θελήσεως της UNICEF γαλλίας και επισκέφθηκε το μπενίν και τη σενεγάλη. στην τελετή διορισμού του δήλωσε: «Κάθε παιδί είναι μοναδικό, κάθε ζωή είναι σημαντική. Κάθε παιδί, ανεξάρτητα από την καταγωγή του, θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα να ζει σε ένα ασφαλές και υγιές περιβάλλον, να πραγματοποιεί τα όνειρά του και να αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητές του».
Orchestre Philharmonique de Radio France
η Φιλαρμονική Ορχήστρα της γαλλικής ραδιοφωνίας ιδρύθηκε από την υπηρεσία της Δημόσιας ραδιοτηλεόρασης της γαλλίας το 1937. Έκτοτε καθιερώθηκε μεταξύ των ευρωπαϊκών μουσικών συνόλων τόσο για το πολυσυλλεκτικό ρεπερτόριό της όσο και για την προώθηση της σύγχρονης δημιουργίας, τα ευφάνταστα προγράμματα των συναυλιών της, τους σημαντικούς καλλιτέχνες με τους οποίους συμπράττει και την εκπαιδευτική της δράση. μουσικός διευθυντής της, από το 2015, είναι ο μίκκο Φρανκ, που υποστηρίζει με πάθος το όραμα και τις αξίες του συνόλου, φιλοδοξώντας να κάνει κάθε συναυλία μια ξεχωριστή μουσική εμπειρία για το κοινό.
Ο Φρανκ, που θα βρίσκεται στο τιμόνι της Ορχήστρας έως και το 2025, διαδέχτηκε σε αυτή τη θέση τους αρχιμουσικούς μιουνγκ βουν τσουνγκ, μάρεκ γιανόφσκι και Ζιλμπέρ Αμύ. Από την ίδρυσή της, η Φιλαρμονική Ορχήστρα της γαλλικής ραδιοφωνίας ευτύχησε να έχει στο πόντιουμ πολλές σημαντικές προσωπικότητες της μουσικής: Άαρον Κόπλαντ, γκουστάβο ντουνταμέλ, πιερ μπουλέζ, τ ζον Έλιοτ γκάρντινερ, λαχάβ σανί, μίργκα γκραζινυτέ-τύλα, ντάνιελ Χάρντινγκ, μάριν Άλσοπ και Mπάρμπαρα Χάννιγκαν, η οποία επιλέχτηκε,
το 2022, ως κύρια προσκεκλημένη καλλιτέχνις για τρεις καλλιτεχνικές περιόδους.
στο παρίσι, η Φιλαρμονική δίνει συναυλίες στο Αμφιθέατρο (Auditorium) της γαλλικής ραδιοφωνίας και στην Αίθουσα της Φιλαρμονικής (Philharmonie). περιοδεύει τακτικά στη γαλλία και εμφανίζεται σε σημαντικά διεθνή φεστιβάλ και κέντρα συμφωνικής μουσικής: Αίθουσα της Φιλαρμονικής του βερολίνου, Isarphilharmonie στο μόναχο, Κοντσέρτχαους της βιέννης, Αίθουσα της Φιλαρμονικής του Έλβα στο Αμβούργο, παλαιά Όπερα (Alte Oper) της Φραγκφούρτης, εθνικό Κέντρο παραστατικών τεχνών στο πεκίνο, και σαντόρι στο τόκιο, Φεστιβάλ μενουχίν στο γκστάαντ, Φεστιβάλ Αθηνών επιδαύρου, μουσικός σεπτέμβριος στο μοντραί, Φεστιβάλ Άνοιξης της πράγας κ.ά. υπό τον σημερινό μουσικό διευθυντή της, η Φιλαρμονική της γαλλικής ραδιοφωνίας συνεργάζεται με τη δισκογραφική εταιρία Alpha σε ένα απαιτητικό και φιλόδοξο πρόγραμμα ηχογραφήσεων. πρόσφατες προσθήκες στην εκτενή και πολυδιάστατη δισκογραφία τους: Franck by Franck με τη Συμφωνία σε ρε ελάσσονα του σεζάρ Φρανκ∙ Strauss, με τα έργα Μπουρλέσκ (με τον πιανίστα Nέλσον γκαίρνερ), Σερενάτα και Θάνατος και εξαΰλωση∙ τα έργα του Κλωντ ντεμπυσσύ Το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού, Νυχτερινά και La damoiselle élue∙ Stravinsky με την Ιεροτελεστία της άνοιξης∙ Debussy, C’est l’extase - La mer με τις Μελωδίες (Mélodies) και τη Θάλασσα, και, τέλος, τη Συμφωνία αρ. 14 του σοστακόβιτς.