VIKTORIA MULLOVA ALASDAIR BEATSON ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 22–23 ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
MULLOVA
BEATSON
LUDWIG VAN BEETHOVEN (1770-1827)
Σονάτα
23 Presto Andante scherzoso, più allegretto Allegro molto
30, αρ. 2 Allegro con brio Adagio cantabile Scherzo: Allegro – Trio Finale: Allegro, Presto
TŌRU TAKEMITSU (1930-1996) Distance de fée (Τα περιτριγυρίσματα
νεράιδας) για βιολί
πιάνο
ARVO PÄRT (γενν. 1935) Fratres ( Αδελφοί )
FRANZ SCHUBERT (1797-1828) Ροντό μπριλάντε σε σι ελάσσονα για βιολί και πιάνο, D. 895 Andante - Allegro
VIKTORIA MULLOVA βιολί ALASDAIR BEATSON πιάνο
για βιολί και πιάνο αρ. 4 σε λα ελάσσονα, έργο
Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 7 σε ντο ελάσσονα, έργο
Δ Ι Α Λ Ε Ι Μ Μ Α
μιας
και
26.10.2022 VIKTORIA
ALASDAIR
ΑΙΘΟΥΣΑ ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ / VIOLIN MASTERS ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: VIKTORIA MULLOVA © BENJAMIN EALOVEGA ALASDAIR BEATSON © KAUPO KIKKAS
LUDWIG VAN BEETHOVEN
για βιολί και πιάνο αρ. 4 Θα ήταν αδιανόητη η αποψινή συναυλία την εποχή του Μπετόβεν. Μια γυ ναίκα να παίζει βιολί; Με αυτές τις «απρεπείς» για το φύλο της και τις «αταί ριαστες» με το φόρεμά της έντονες, δυναμικές κινήσεις; Καθιστές στο πιά νο αναδείκνυαν τις αρετές τους οι θυγατέρες και οι σύζυγοι στις οικιακές συναθροίσεις, ενίοτε συνοδευόμενες από τον αρχηγό της οικογένειας στο βιολί. Μια και τα έργα μουσικής δωματίου είθιστο να τα πρωτοερμηνεύει το πρόσωπο στο οποίο ήταν αφιερωμένα, τα έργα για βιολί αφιερώνονταν
σημαντικός φίλος
Μπετόβεν που, μια δεκαετία αργότερα, ο συνθέτης
υποστηρικτής
Έβδομη συμφωνία του. Προς το παρόν, όμως, βρισκόμαστε στο 1801. Οι ήττες της απολυταρχικής Αυστριακής Αυτοκρατορίας στους πολέμους εναντίον των δυνάμεων της Γαλλικής Επανάστασης δεν έχουν αφήσει ανε πηρέαστες τις βιεννέζικες ορχήστρες. Αποτελούν πια σκιά του εαυτού τους. Όμως, η ερασιτεχνική μουσική ζωή της Βιέννης ανθεί, καθώς «όλοι παίζουν και όλοι μαθαίνουν μουσική» (Αλγκεμάινε Μουζικάλισε Τσάιτουνγκ, 1800). Σε μια εποχή, λοιπόν, που η μουσική γράφεται κυρίως για οικιακά σύνολα και ιδιωτικές «συναυλίες», η Τέταρτη σονάτα διαφεύγει της απλής ικανο ποίησης ερασιτεχνικών φιλοδοξιών, τόσο δεξιοτεχνικά όσο και αισθητικά, απομακρυνόμενη από τη λογική της «διακοσμητικής» μουσικής. Αρκετά χαρακτηριστικά της είναι κάπως ασυνήθιστα. Μεταξύ αυτών, το Presto σε 6/8, που θα το ανέμενε κανείς στο τελευταίο μέρος μιας σονάτας, και όχι στο πρώτο. Λίγοι ερμηνευτές το αποδίδουν στην πραγματική του δριμύτητα· αρκετοί προτιμούν μια ηπιότερη, πιο ασφαλή ταχύτητα. Το μεσαίο μέρος, Andante scherzoso, più allegretto, λειτουργεί σαν σύμπτυξη δευτέρου και τρίτου μέρους τετραμερούς σονάτας, δηλαδή του Andante και του Scherzo. Η μορφή του τελευταίου μέρους, ασυνήθιστη ως τότε αλλά
πιάνο ήταν ο βασιλιάς, το βιολί περιοριζόταν στη μίμηση του δεξιού χεριού του πιανίστα και, στις περιπτώσεις τρίου, το βιολοντσέλο στη μίμηση του αριστερού χεριού. Στα προοδευτικά ιδεώδη του Μπετόβεν αποδίδει και ο Αρτούρ Περέιρα (Οι αφιερώσεις του Μπετόβεν, 2021) την αφιέρωση των τριών Σονατών, έργο 30 (Έκτη, Έβδομη και Όγδοη) στον Τσάρο Αλέξανδρο τον Α΄. Όταν γράφτηκαν αυτές οι Σονάτες, το 1802, ο νέος Τσάρος είχε ήδη δείξει την αφοσίωσή του στα ιδεώδη του Διαφωτισμού: ίδρυσε πανεπιστήμια, επέτρεψε την ελεύ θερη κυκλοφορία βιβλίων και το άνοιγμα εκδοτικών οίκων που παλαιότερα είχαν λογοκριθεί, περιόρισε τη δράση της μυστικής αστυνομίας και φορολό γησε την αριστοκρατία. Εκείνη την περίοδο, ο Μπετόβεν αφιερώνει συχνά έργα του σε εκπροσώπους των ανερχόμενων φιλελεύθερων αξιών. Τα έργα αυτά δεν έχουν γραφτεί κατόπιν παραγγελίας ούτε είναι αφιερωμένα σε ενθουσιώδεις ερασιτέχνες ή βιρτουόζους που θα τα πρωτοερμηνεύσουν. Η τετραμερής Έβδομη σονάτα είναι και η μοναδική από τις Σονάτες του Μπετόβεν για βιολί και πιάνο όπου η έκθεση του πρώτου μέρους δεν επα ναλαμβάνεται πριν από την ανάπτυξη, ίσως για να εξισορροπηθεί χρονικά η εκτεταμένη ανάπτυξη και η μακριά κόντα. Το δραματικό πρώτο μέρος διαδέχεται ένα γλυκό Αdagio, που κλείνει με τα πιτσικάτι του βιολιού. Ακο λουθεί ένα εύθυμο, περιπαικτικό Scherzo και, τέλος, μια ροντο-σονάτα που αρχίζει με ένα αισιόδοξο Αllegro vivace, που θα κορυφωθεί κλείνοντας σε ένα δυναμικό Presto.
TŌRU TAKEMITSU
Distance de fée
Τα Περιτριγυρίσματα μιας νεράιδας είναι από τα πρώτα ολοκληρωμένα έργα του Τόρου Τακεμίτσου και το πρώτο που συμπεριλαμβάνει βιολί – τα προ ηγούμενα, συνήθως ημιτελή, ήταν γραμμένα αποκλειστικά για πιάνο ή για φωνή και πιάνο. Ο Τακεμίτσου το συνέθεσε μόλις 21 ετών, το 1951, τη χρονιά που συνίδρυσε το Πειραματικό Εργαστήρι (Jikken Kōbō), μια δια-καλλιτεχνι κή ομάδα συνομηλίκων του, αυτοδίδακτη ως επί το πλείστον, που απέρρι πτε τον ακαδημαϊσμό. Επιπλέον, ως η πρώτη μεταπολεμική γενιά, απέρριπτε οτιδήποτε ιαπωνικό, από τους καλλιτεχνικούς θεσμούς έως τις τέχνες, ενώ εμπνεόταν
αβανγκάρντ.
των ΗΠΑ, όπου άκουγε τις ραδιοφωνικές εκπομπές του αμερικανικού στρατού. Γοητεύτηκε από τη δυτική ελαφριά και δημοφι λή μουσική, που δεν είχε ξανακούσει, καθώς τον καιρό του πολέμου ήταν απαγορευμένη – κάτι αντίστοιχο της «εκφυλισμένης τέχνης». Ταυτόχρονα, ο Τακεμίτσου επισκεπτόταν τη βιβλιοθήκη του τμήματος Πληροφόρησης και Εκπαίδευσης Πολιτών της Αμερικανικής Διοίκησης, όπου άκουγε δίσκους έντεχνης δυτικής μουσικής και μελετούσε παρτιτούρες. Οι αμερικανικές βιβλιοθήκες ήταν μια ευτυχής πτυχή της πολιτιστικής διπλωματίας ―αν και στο πλαίσιο του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού―, καθώς έδωσαν την ευ
4 5
από την ευρωπαϊκή και αμερικανική
Ο θαυμασμός του Τακεμίτσου για τη δυτική μουσική πρωτοπορία δεν προέ κυψε εκ του μηδενός. Μετά τον πόλεμο, εργάστηκε ως πολιτικό προσωπικό στις βάσεις του στρατού
Σονάτα
μόνο σε άντρες. Εξέχων μεταξύ αυτών των αντρών ήταν ο κόμης φον Φρις, ο οποίος είχε λάβει ανάλογες τιμές και από τον Χάυντν και από τον Μότσαρτ. Ο Μπετόβεν τού είχε αφιερώσει ταυτόχρονα τη δραματική Τέταρτη σονάτα για βιολί και πιάνο (που ακούμε απόψε) μαζί με την πιο εύθυμη Πέμπτη σονάτα, ως αντι θετικό ζεύγος. Ο φον Φρις υπήρξε τόσο
και
του
τού αφιέρωσε και την
αγαπητή στον Μπετόβεν, είναι πιο περίπλοκη από το παραδοσιακό ροντό, καθώς συνδυά ζει την πιο σύνθετη μορφή της σονάτας με την πιο απλοϊκή τού ροντό. Παρά τις δυναμικές εξάρσεις, και τα τρία μέρη τελειώνουν σε πιανίσιμο. Η Σονάτα αρ. 4, έργο 23 ήταν η πρώτη από τις σονάτες του Μπετόβεν για βιολί και πιάνο που έλαβε ευνοϊκές κριτικές. Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 7 Η Έβδομη σονάτα παρουσιάζεται συχνά μαζί με την Τέταρτη, όπως στην αποψινή συναυλία. Από τις δέκα μπετοβενικές σονάτες για βιολί και πιάνο αυτές οι δύο είναι οι μόνες σε ελάσσονα τονικότητα. Ο Άνγκους Γουάτσον, στη μελέτη του για τη Μουσική δωματίου του Μπετόβεν στο πλαίσιο της εποχής της (2010), παρατηρεί ότι οι Σονάτες του συνθέτη απηχούν τα δημο κρατικά του ιδεώδη: εδώ, τα μουσικά όργανα έχουν ισότιμο ρόλο, σε αντί θεση με τη μουσική δωματίου αρκετών προγενέστερων συνθετών, όπου το
καιρία σε ανήσυχους νέους να γνωρίσουν τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύ ματα. Αντίστοιχη βιβλιοθήκη λειτουργούσε και στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές του ’60 στην οδό Πανεπιστήμιου. Εκεί είχαν την ευκαιρία να πρωτακούσουν Στραβίνσκι, Ντεμπυσσύ, Χίντεμιτ, Ραβέλ, Μιγιώ, Κόπλαντ, Μπάρτοκ, Σαίν μπεργκ, Μπάρμπερ, Μενόττι, κ.ά., νέοι που μετέπειτα θα γινόντουσαν σπου δαίοι εκπρόσωποι των τεχνών, όπως οι συνθέτες Αργύρης Κουνάδης, Μίκης Θεοδωράκης και Μάνος Χατζιδάκις, ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας, ο ποιητής Νίκος Καρούζος και ο στιχουργός Δημήτρης Χριστοδούλου. Παρά την αρχική αποστροφή του Τακεμίτσου για οτιδήποτε ιαπωνικό, επειδή του θύμιζε το μιλιταρισμό και τον εθνικισμό της εποχής του πολέμου, η μου σικολόγος Τομόκο Ντεγκούτσι θεωρεί ότι το ιαπωνικό στοιχείο εντοπίζεται και στα πρώιμα έργα του, λόγω της επαναληπτικότητας, της αέναης κυκλι κότητας και της συνεχούς χρήσης παρεμφερών μοτίβων. Με άλλα λόγια, ο Τακεμίτσου αφομοίωσε τη δυτική αβανγκάρντ με ιαπωνικό τρόπο. Τα Περι τριγυρίσματα μιας νεράιδας εμπνέονται από το ομώνυμο ποίημα του σου ρεαλιστή ποιητή Σούζο Τακιγκούτσι (1903-1979), ο οποίος στον Μεσοπόλεμο είχε επαφές με τον κατεξοχήν εκπρόσωπο του ορθόδοξου σουρεαλισμού, Αντρέ Μπρετόν. Η επίδραση των Ντεμπυσσύ και Μεσσιάν είναι εμφανής στον μετέωρο, αιθέριο χαρακτήρα του έργου, που προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη χρήση της αγαπητής τους οκτατονικής κλίμακας. Πρόκειται για ένα ροντό με παραλλαγές, όπου κάθε θέμα επανέρχεται ξανά και ξανά, κάθε φορά λίγο διαφορετικό. Παρότι πρώιμο και σχετικά άγνωστο, το έργο δεν είναι ιστορικά αδιάφορο, καθώς σε αυτό εντοπίζονται τεχνικές που χρη σιμοποίησε αργότερα ο Τακεμίτσου στο Ρέκβιεμ για ορχήστρα εγχόρδων (1957) που τον καθιέρωσε στο μουσικό στερέωμα της χώρας του.
Πίσω απ’ τα δέντρα, ήχοι από δοντάκια ωραία ανάμεσα στα σύννεφα, καλόσχημα αυτάκια νύχια που ιριδίζουνε και λιώνουν στο νερό κλότσησαν ένα βότσαλο βότσαλα σαν βήματα ζέφυροι που περνούν ανάμεσα απ’ την καρέκλα που ’γειρε
πόρτα π’ ανοίγει στο χωράφι του τρελού καλαμποκιού
κι ο άνεμος, λαβύρινθος
ούτε χαρτιά
ούτε ποτήρια
σαν όργανο του πόθου
το διαπερνά λοξή γραμμή
μοιάζει αμυδρά στην έκφραση που έχει το πουλάκι σαν σημαδούρα αφανισμού
μες στην πνοή της άνοιξης
θυμίζει ένα πουλάκι που ζυγιάζεται
ARVO PÄRT
Fratres
Όταν, το 1977, ο εσθονός συνθέτης Άρβο Παιρτ έγραφε το Fratres (λατ. Αδερφοί), είχε βιώσει ήδη, σε αλλεπάλληλα κύματα, το θαυμασμό, την ανα γνώριση αλλά και τη δυσμένεια. Στην ΕΣΣΔ, οι ικανότητές του είχαν αναγνω ριστεί από νωρίς, χάρη σε ένα σύστημα που αναζητούσε και προωθούσε τα ταλέντα· ταυτόχρονα, το ίδιο σύστημα τιμωρούσε ό,τι έκρινε ασύμφωνο προς το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Το 1962, ο διαβόητος Τίχον Χρένικοφ, ισόβιος πρόεδρος της Ένωσης Σοβιετικών Μουσουργών, τον κα τηγόρησε για τη χρήση της δωδεκάφθογγης τεχνικής στο έργο Nekrolog (Νεκρολογία, 1960), ενώ λίγους μήνες αργότερα τον επαίνεσε για το πλήρως συμβατό με τη σοβιετική αισθητική ορατόριο Maailma samm (Η δρασκελιά του κόσμου, 1961), που πήρε το πρώτο βραβείο ανάμεσα στις 1.200 συμμε τοχές του πανσοβιετικού διαγωνισμού για νέους μουσουργούς. Η ρήξη ήρθε αργότερα, με το Credo (Πιστεύω, 1968), λόγω των θρησκευτικών αναφορών στο τρίτο μέρος του Ordinarium της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κάτι που θεωρήθηκε εχθρικό προς τις σοβιετικές αξίες – πιο επικίνδυνο κι από το δωδεκαφθογγισμό ακόμα. Μπορεί οι κυρώσεις να μην ήταν πλέον τόσο βάναυσες όσο σε παλαιότε ρες περιόδους, αποδείχθηκαν ωστόσο συντριπτικές για τον νέο συνθέτη. Το έργο του, στο σύνολό του, εξαφανίστηκε από τις εφημερίδες, τους ραδιο φωνικούς σταθμούς και τις αίθουσες συναυλιών, ή έστω περιορίστηκε δρα στικά. Το γεγονός ότι δεν τον διέγραψαν από την Ένωση Μουσουργών ση μαίνει ότι του έδιναν μια ευκαιρία μεταμέλειας, ωστόσο ο Παιρτ προτίμησε την καλλιτεχνική σιωπή από το συμβιβασμό. Πέρασε εννέα έτη εσωτερικής και καλλιτεχνικής αναζήτησης, και μεταστράφηκε από τον προτεσταντισμό στην ορθοδοξία. Η ιδιότυπη θρησκευτικότητα που διακρίνει το μετέπειτα έργο του δεν εκφράζεται μουσικά βάσει του δόγματος που ο ίδιος ενστερ νίστηκε, αλλά βάσει της ιστορίας της δυτικής έντεχνης μουσικής. Μελέτησε συστηματικά την παλαιά μουσική, ιδιαιτέρως του Μεσαίωνα και της Αναγέν νησης, ώσπου το 1976 επανήλθε, με την επινόηση μιας τεχνικής σύνθεσης που ονόμασε tintinnabuli (λατ. καμπανάκια).
Το Fatres είναι από τα πρώτα, τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά έργα αυτής της νέας τεχνικής, που θα χαρίσει στον Παιρτ ένα μοναδικό, άμεσα ανα γνωρίσιμο ύφος· μια αίσθηση απόκοσμης, μυστικιστικής αγαλλίασης, που «αναζητά την αιωνιότητα και την αγνότητα». Η τεχνική tintinnabuli είναι εκ πρώτης όψεως απλή και εύληπτη: μια βασική μελωδική γραμμή συνοδεύε ται από μία και
αντι
έργο.
νότες
Υπεραπλουστεύοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιδέα των tintinnabuli θυμίζει το μεσαιωνικό organum, όπου το cantus firmus ―τη μελωδία του γρηγοριανού μέλους― πλαισιώνουν οι συνοδευτι κές φωνές του organum, που ακούγονται είτε ψηλότερα είτε χαμηλότερα είτε και στα δύο ρετζίστρα. Εδώ δεν υφίστανται ούτε η κλασικο-ρομαντι κή αρμονία ούτε οι δωδεκάφθογγες και σειριακές τεχνικές. Η χρήση μίας μόνο συγχορδίας εξασφαλίζει την ενότητα του έργου, ενώ οι συνακόλουθες –ιστορικά ασυνήθιστες– εναλλαγές σύμφωνων και διάφωνων διαστημάτων μεταξύ μελωδίας
συγχορδίας
μια φρεσκάδα συνηχήσεων.
6 7
μοναδική τρίφωνη συγχορδία. Κάθε νότα της μελωδίας
στοιχίζεται με μία νότα της συγχορδίας, σαν να πρόκειται για δίφωνο
Όσο προστίθενται φωνές, προστίθενται παράλληλα και οι υπόλοιπες
της τρίφωνης συγχορδίας.
και
εξασφαλίζουν
Σ.T.
Ωστόσο, όλα αυτά περιγράφουν μόνο τη βαθύτερη δομή ενός έργου, καθώς ο τρόπος με τον οποίο χτίζεται ένα κομμάτι στις λεπτομέρειές του ορίζει τον μοναδικό του χαρακτήρα. Αρχικά, το Fratres αφέθηκε ανενορχήστρω το, ελεύθερο να παιχτεί από οποιονδήποτε συνδυασμό οργάνων. Σήμερα αποτελεί το πλέον πολυ-ενορχηστρωμένο έργο του Παιρτ, έχοντας 17 δια φορετικές εκδοχές. Η αποψινή είναι η πρώτη εξ αυτών, που γράφτηκε για βιολί και πιάνο, και πρωτερμηνεύτηκε από τους Γκιντόν και Έλενα Κρέμερ στο φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ,
Viktoria Mullova
σε προσθήκη του εκδότη. Γράφτηκε το 1826 ―σε μια περίοδο που ο Σούμπερτ αισθανόταν αυτοπεποίθηση για το έργο του― για να ερμηνευτεί από τον νεαρό Γιόζεφ Σλάβικ, τον αποκαλούμενο και «Παγκανίνι της Βοημίας». Η επιτυχία του κομματιού οδήγησε, την επόμενη χρονιά, τον Σούμπερτ στη δημιουργία ενός ακόμα έργου για τον Σλάβικ, τη Φαντασία για βιολί και πιά νο, D. 934. Αν και ο Σούμπερτ ήταν τρεις δεκαετίες νεότερος του Μπετόβεν, η ζωή και το έργο τους σταμάτησαν με μόλις ένα έτος διαφορά, το 1828 και το 1827 αντίστοιχα. Παρότι λοιπόν τα όψιμα έργα τους γράφτηκαν την ίδια εποχή, η μουσική του Σούμπερτ δίνει την εντύπωση μεταγενέστερης δημιουργίας, χω ρίς όμως το βάθος και την επαναστατικότητα του Μπετόβεν. Μάλιστα, όταν στο β΄ μισό του 19ου αι. σοβούσε η διαμάχη μεταξύ βαγκνερικών και αντι βαγκνερικών όπου κάθε πλευρά θεωρούσαν εαυτούς κληρονόμους του Μπετόβεν , οι αντιβαγκνερικοί διεκδίκησαν τον Σούμπερτ ως καλλιτεχνικό τους πρόγονο. Το έργο του Σούμπερτ εκτείνεται από τον Κλασικισμό έως τον πρώιμο Ρομαντισμό, ωστόσο τα δύο στιλ ενίοτε συνυπάρχουν.
Η Bικτόρια Μούλλοβα σπούδασε στην Κεντρική Μουσική Σχολή και στο Ωδείο της Μόσχας. Νικήτρια του Διαγωνισμού Σιμπέλιους στο Ελσίνκι το 1980 και του Διαγωνισμού Τσαϊκόφσκι το 1982, τράβηξε αμέσως την προσο χή του φιλόμουσου κοινού. Το ρεπερτόριό της είναι ιδιαίτερα ευέλικτο (από μπαρόκ έως φιούζον και πειραματικές συνθέσεις) και οι εκτελέσεις της δια κρίνονται για την ειλικρίνεια και την αμεσότητά τους. Ενδιαφέρεται πολύ για την ιστορικά τεκμηριωμένη ερμηνεία και συνεργάζεται με σύνολα σε όργανα εποχής: Orchestra of the Age of Enlightenment (Ορχήστρα της Επο χής του Διαφωτισμού), Il Giardino Armonico (Κήπος της Αρμονίας), Venice Baroque (Ορχήστρα Μπαρόκ της Βενετίας) και Orchestre Révolutionaire et Romantique (Επαναστατική και Ρομαντική Ορχήστρα). Τρέφει ιδιαίτερη αδυ ναμία στον Μπαχ, τα έργα του οποίου καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της δισκογραφίας της. Ο Τιμ Άσλεϋ έγραψε στην Guardian ότι «το να ακούς τη Μούλλοβα να παίζει Μπαχ είναι, απλά, από τα σπουδαιότερα πράγματα που μπορείς να βιώσεις...». Στον πρόσφατο δίσκο της με κοντσέρτα του Μπαχ συνεργάστηκε με την Accademia Bizantina και τον Οττάβιο Νταντόνε, ενώ η σόλο ηχογράφησή της με σονάτες και παρτίτες του Μπαχ έλαβε τόσο εξαιρετικές κριτικές, ώστε την οδήγησε στην οργάνωση σειράς ρεσιτάλ με έργα Μπαχ για σόλο βιολί – σειρά που συνεχίζεται αρκετές σεζόν. Το 2000 ηχογράφησε το Through the Looking Glass, με έργα world, τζαζ και ποπ, σε διασκευή Μάθιου Μπέρλυ. Ακολούθησε το Peasant Girl, με το οποίο περι όδευσε διεθνώς μαζί με το μουσικό σύνολο του Μπέρλυ. Στην Ευρώπη πα ρουσιάζει το πρόσφατο πρότζεκτ της, Stradivarius in Rio (το οποίο και ηχο γράφησε), με βραζιλιάνικα τραγούδια του Κάρλος Ζομπίμ, του Καετάνο Βε λόσο και του Κλώντιο Νούτσι. Συχνά παραγγέλνει έργα σε νέους συνθέτες:
όλο το τελευταίο μέρος της κόντας· ένα αντισυμβατικό παιχνίδισμα με τη μορφή και τις τονικότητες, ται ριαστό σε έργο της ρομαντικής εποχής. ΠΑΡΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
8 9
το 1980· χρονιά κατά την οποία ο Παιρτ εγκατέλειψε τη Σοβιετική Ένωση και μετανάστευσε στη Δυτική Γερμανία. FRANZ SCHUBERT Ροντό σε σι ελάσσονα, D. 895 Το δεξιοτεχνικό Ροντό σε σι ελάσσονα είναι από τα λίγα έργα του Σούμπερτ που εκδόθηκαν όσο ο ίδιος βρισκόταν εν ζωή. Ορισμένες φορές αναφέρε ται και ως Ροντό μπριγιάν [Λαμπρό ροντό], προσωνύμιο που οφείλεται
Τότε, σε ποιο στιλ ανήκει το Ροντό; Η έμφαση στη δεξιοτεχνία, η διεύρυνση της μορφής και το παιχνίδι με τις τονικότητες το καθιστούν ξεκάθαρα ρομαντικό. Οι σονάτες θεωρούνταν συνήθως έργα μεγαλύτερου βάθους, ενώ τα ροντό πιο ανάλαφρα. Ωστόσο το Ροντό σε σι ελάσσονα, ως σονάτα-ροντό με ει σαγωγή και κόντα, είναι σαφώς πιο απαιτητικό. Η αργή εισαγωγή συνδυάζει δεξιοτεχνικά βιολιστικά περάσματα με δις παρεστιγμένα ρυθμικά μοτίβα στο πιάνο, που παραπέμπουν στη «γαλλική εισαγωγή». Στο τέλος, η κόντα κάνει την έκπληξη επιταχύνοντας σύμφωνα με την ένδειξη Più mosso. Από αυτό το σημείο και πέρα, συνεχίζει σε μείζονα τονικότητα μέχρι τέλους. Με αυτόν τον τρόπο επεκτείνει την αναγεννησιακή παράδοση που ήθελε τα κομμάτια να τελειώνουν στην «τρίτη της Πικαρδίας», δηλαδή κομμάτια σε ελάσσονα τονικότητα να κλείνουν με μείζονα συγχορδία. Εδώ όμως μεί ζονα δεν είναι μόνο η τελική συγχορδία, αλλά
© BENJAMIN EALOVEGA
Φρέιζερ Τρέινερ, Tόμας Λάρχερ και Ντάι Φουτζικούρα, και τα παρουσιάζει σε γνωστές αίθουσες συναυλιών: Σάουθμπανκ του Λονδίνου, Κοντσέρτχα
ους της Βιέννης, Αουντιτόριο του Λούβρου, Φεστιβάλ της Βρέμης, Αίθουσα της Συμφωνικής της Βαρκελόνης και Φεστιβάλ του Ελσίνκι.
Αυτή την καλλιτεχνική περίοδο, συμπράττει, μεταξύ άλλων, με τα σύνολα: φιλαρμονικές της Κοπεγχάγης, της Μόσχας και «Τοσκανίνι», Συμφωνική της Γαλικίας κ.ά. Παρουσιάζει το πρότζεκτ Music we Love (κυκλοφορεί από την Onyx), ντουέτο με τον κοντραμπασίστα Μίσα Μούλοφ-Αμπάντο, ερμηνεύο ντας δικές του συνθέσεις και διασκευές βραζιλιάνικων και εβραϊκών τρα γουδιών, καθώς και έργα Σούμαν και Μπαχ. Με τον Άλασνταιρ Μπήτσον παρουσιάζουν έργα Μπετόβεν σε όργανα εποχής, τα οποία πρόσφατα ηχο γράφησαν. Ηχογραφεί για τις εταιρείες Philips Classics και Onyx Classics. Η ηχογράφησή της στα Κοντσέρτα του Βιβάλντι, με τους
Συμφωνική
Παίζει στο Jules Falk Stradivarius, 1723 και
Ο σκώτος πιανίστας Άλασνταιρ Μπήτσον εμφανίζεται συχνά ως σολίστ και μουσικός δωματίου. Παρέμεινε δραστήριος μουσικά σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας παίζοντας αρκετές φορές στο Ουίγκμορ Χολ, ηχογραφώντας για το BBC Radio 3 μαζί με την Αλίνα Ιμπραγκίμοβα, τον Αλεξέι Κισελιόφ και το Nash Ensemble, και συμπράττοντας με τη Royal Northern Sinfonia. Γνωστός για την αμεσότητα της ερμηνείας του και τις τολμηρές επιλογές στα προγράμματά του, λατρεύει το κλασικό ρεπερτόριο και τη μουσική του Σούμαν και του Φωρέ, αλλά συχνά εξερευνά πιο εξωτικές δημιουργίες: έργα Κατουάρ, Πιερνέ, Τουίλλε, Παιγνίδια (Jeux) του Ντεμπυσσύ, Τρίο για κόρνο του Λίγκετι, Harrison’s Clocks του Χάρισον Μπέρτγουιστλ και Κουιντέτο με
και 2011), και το 2008 παρέλαβε εκ μέρους των Prussia Cove το βραβείο μουσικής δωματίου RPS (της Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας). Έχει συνεργαστεί στενά με γνωστούς συνθέτες: Τζωρτζ Μπέντζαμιν, Χάρρισον Μπέρτγουιστλ, Χάιντς Χόλλιγκερ και Σέρυλ Φράνσις-Χόουντ. Στα σχέδια του, η παρουσίαση του νέου Κοντσέρτου για πιάνο που έγραψε γι’ αυτόν η Xελένα Βίνκελμαν.
Ο Άλασνταιρ Μπήτσον υπήρξε μαθητής του Τζον Μπέικλυ στο Βασιλικό Κο λέγιο Μουσικής του Λονδίνου και στο Κολέγιο Μεναχέμ Πρέσλερ στο Πα νεπιστήμιο της Ιντιάνας. Διδάσκει πιάνο (για σολίστ) στο Βασιλικό Ωδείο του Μπέρμιγχαμ και σεμινάρια συμβουλευτικής στο Στούντιο Μουσικής Δωμα τίου στο Λονδίνο. Υπήρξε ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής (2012-2018) του Musique à Marsac, ενώ από το 2019 είναι καλλιτεχνικός συνδιευθυντής του ελβετικού φεστιβάλ μουσικής δωματίου στο Έρνεν.
νει ηχογραφήσεις για τις εταιρείες BIS, Claves, Champs Hill, Evil Penguin, Pentatone και SOMM. Διδάσκει τακτικά
διεθνή σεμινάρια μουσικής δω ματίου Prussia Cove, παίρνει
10 11
Giardino Armonico υπό τον Τζοβάννι Αντονίνι, τιμήθηκε με Diapason d’or 2005 και η ηχογρά φησή της στις μπετοβενικές Σονάτες Αρ. 3, έργο 12 και «Κρώυτσερ», με τον Kρίστιαν Μπεζάιντενχαουτ, επαινέθηκε διεθνώς. Άλλες ηχογραφήσεις της: Οκτέτο του Σούμπερτ με το Mullova Ensemble, Recital με την Κάτια Λαμπέκ, Σονάτες του Μπαχ με τον Ο. Νταντόνε, Έξι σόλο σονάτες και παρτίτες του Γ.Σ. Μπαχ, και όλα τα έργα για βιολί και ορχήστρα του Άρβο Παιρτ με τη
της Εσθονίας υπό τον Πάαβο Γαίρβι για την Onyx.
σε Guadagnini. Alasdair Beatson
πιάνο του Tόμας Αντές. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει έργα Μπαχ, Μπάρ τοκ, Φωρέ, Χανς Αμπραάμσεν, Χϊντεμιτ, Μότσαρτ, Σάλλυ Μπήμις, Στραβίν σκι και Μεσσιάν. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με την Britten Sinfonia, τους Βιρτουόζους της Μόσχας, τη Σκωτική Ορχήστρα Δωματίου, τη Βασι λική Εθνική Ορχήστρα της Σκωτίας, τη Συμφωνική της Νότιας Γιουτλάνδης (Sønderjyllands) και τη Σινφονιέτα της Τάπιολα. Δύο νέες ηχογραφήσεις του κυκλοφόρησαν το 2021: οι Τρεις σονάτες για βιολί και φορτεπιάνο του Μπετόβεν με τη Βικτόρια Μούλλοβα (Onyx) και το ρεσιτάλ του, Aus Wien (Pentatone). Η πλούσια δισκογραφία του περιλαμβά
στα
μέρος στις περιοδείες των σεμιναρίων (2007
© KAUPO KIKKAS
ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ / VIOLIN MASTERS 30.11.22 YUJA WANG ΠΙΑΝΟ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΒΑΚΟΣ ΒΙΟΛΙ
ΕΚΔΟΣΗ ΟΜΜΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΒΟΛΗΣ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΛΕΝΗ ∆Ι∆ΑΣΚΑΛΟΥ | ΤΜΗΜΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΛΗΤΩ ΤΣΕΚΟΥΡΑ | ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΝΤΥΠΟΥ ∆ΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ | CREATIVE DIRECTOR K2DESIGN | ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΝΤΥΠΟΥ A4DESIGN | ΕΚΤΥΠΩΣΗ PRINTFAIR
YΠΟΣΤΗΡΙΚΤΗΣ ΧΟΡΗΓΟI ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ ΑΕΡΟΜΕΤΑΦΟΡΩΝ