ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 22–23
MAGGIO MUSICALE FIORENTINO DANIELE GATTI

MAGGIO MUSICALE FIORENTINO DANIELE GATTI
1.3.2023
LUDWIG VAN BEETHOVEN (1770-1827)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 4
σε σολ μείζονα, έργο 58
Allegro moderato / Andante con moto / Rondo. Vivace
Συμφωνία αρ. 4 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 60
Adagio – Allegro vivace / Adagio / Allegro vivace
/ Allegro ma non troppo
2.3.2023
GABRIEL FAURÉ (1845-1924)
Παβάνα σε φα δίεση ελάσσονα, έργο 50
CAMILLE SAINT-SAËNS (1835-1921)
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα αρ. 1
σε λα ελάσσονα, έργο 33
Allegro non troppo – Allegretto con moto – Tempo I
– Un peu moins vite – Più allegro – Molto allegro
CLAUDE DEBUSSY (1862-1918)
Ibéria από τις Εικόνες για ορχήστρα
Par les rues et les chemins / Les parfums de la nuit / Le matin d’un jour de fête
MAURICE RAVEL (1875-1937)
Μπολερό
ΠΙΑΝΟ Rudolf Buchbinder
ΒΙΟΛΟΝΤΣΕΛΟ Antonio Meneses
Orchestra del Maggio Musicale Fiorentino
ΜΟΥΣΙΚ
Daniele Gatti
τα σπουδαιότερα έργα του, όπως το Τέταρτο κοντσέρτο για πιάνο, τo Κοντσέρτο για βιολί και τρία Κουαρτέτα εγχόρδων αφιερωμένα στον κόμη Ραζουμόφσκυ. Η πρεμιέρα της Τέταρτης δόθηκε στις 7 Μαρτίου 1807, σε ιδιωτική συναυλία στο παλάτι του πρίγκιπα Γιόζεφ Φραντς φον Λόμπκοβιτς
στη Βιέννη.
Η ενορχήστρωσή της είναι η πιο λιτή σε σύγκριση με τις υπόλοιπες συμφωνίες, υπακούοντας σε μια αισθητική πιο κοντά στην κλασική συμφωνική
παράδοση του 18ου αιώνα. Η χαρακτηριστική μπετοβενική δραματικότητα
με τα «τρικυμιώδη πάθη», που πάντα συνταράζουν, δίνει εν προκειμένω
τη θέση της στην ευθυμία, την εκλεπτυσμένη χάρη και την τρυφερότητα.
Το πρώτο μέρος ανοίγει με μια αργή εισαγωγή, γεμάτη μυστήριο και συ-
μπυκνωμένη διανοητική ενέργεια, που ξεσπά με το πέρασμα στο γρήγορο
κυρίως τμήμα. Γραμμένο σε τυπική φόρμα σονάτας, το μέρος έρχεται, με τα ορμητικά και ανέμελα θέματά του, σε έντονη αντίθεση με τη σκοτεινή διάθεση της εισαγωγής. Η δομή του αργού, λυρικού δεύτερου μέρους είναι μια ιδιοφυής πρόσμειξη της κανονικής φόρμας σονάτας και της «σονάτας χωρίς ανάπτυξη», δομής πολύ συνηθισμένης στα αργά μέρη έργων του Μότσαρτ. Το μέρος τελειώνει με μια σύντομη καταληκτική ενότητα (coda), που περιλαμβάνει και μια γραμμένη καντέντσα για το κόρνο, τα βιολιά, το κλαρινέτο και το φλάουτο. Ολόκληρο το τρίτο μέρος (κυρίως τμήμα και ενδιάμεσο τρίο) επαναλαμβάνεται αυτούσιο, ενώ κατόπιν το κύριο τμήμα επανεμφανίζεται μια τελευταία φορά δίνοντας έτσι μια αίσθηση ολοκλήρωσης. Αντί, δηλαδή, για τη συνήθη δομή του μενουέτου ΑΒΑ, η δομή εδώ είναι ΑΒΑΒΑ. Στο εξωστρεφές και δεξιοτεχνικό φινάλε (σε φόρμα σονάτας), παρά τη λειτουργική πρωτοκαθεδρία των δύο κυρίως θεμάτων, το ενδιαφέρον εστιάζεται σε ένα γρήγορο πέρασμα δεκάτων έκτων (σαν ένα moto perpetuo, θα έλεγε κανείς) που διέπει ουσιαστικά όλο το μέρος, εκτιθέμενο ως επί το πλείστον από τα πρώτα βιολιά, αλλά περνώντας αποσπασματικά και σε άλλες οικογένειες οργάνων.
GABRIEL FAURÉ
Λαμπρός μαθητής του Καμίγ Σαιν-Σανς, οργανίστας για χρόνια στον περίφημο ναό της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στο Παρίσι (La Madeleine), καθηγητής σύνθεσης και μετέπειτα διευθυντής του Κονσερβατόριου της γαλλικής πρωτεύουσας, ο Γκαμπριέλ Φωρέ υπήρξε ένας εκλεκτός συνθέτης της εποχής του. Η μεγαλόστομη, επική ρητορεία μακρόπνοων έργων (όπως είναι η συμφωνία ή το κοντσέρτο) δεν ήταν το στοιχείο του· αντιθέτως, προτίμησε ξεκάθαρα να εκφραστεί με έναν τόνο «προσωπικό», εσωστρεφή και λεπταίσθητο υπογράφοντας θαυμάσια χορωδιακά έργα, τραγούδια, έργα για σόλο πιάνο και μουσική δωματίου.
Η Παβάνα, εμπνευσμένη από τον ομώνυμο αριστοκρατικό τελετουργικό
χορό του 16ου και του 17ου αιώνα, γράφτηκε το καλοκαίρι του 1887 και αφι-
ερώθηκε στην κόμισσα Élisabeth Greffulhe (Ελιζαμπέτ Γκρεφφύλ), γνωστή
προστάτιδα σημαντικών καλλιτεχνών της εποχής. H αρχική εκδοχή του
έργου ήταν για μικρή ορχήστρα και έτσι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά
τον Απρίλιο του 1888 στο Παρίσι, στο πλαίσιο των Concerts Lamoureux
(Συναυλίες Λαμουρέ). Λίγα χρόνια αργότερα, ο συνθέτης αποφάσισε να προσθέσει (προαιρετικά) ένα χορωδιακό μέρος πάνω σε ποιητικό κείμενο που έγραψε ειδικά για την περίσταση ο Robert de Montesquiou (Ρομπέρ ντε Μοντεσκιού), γνωστός δανδής και εστέτ της παρισινής Mπελ Eπόκ.
Τον Ιούλιο του 1891 το έργο παρουσιάστηκε σε δεξίωση στον κήπο της κόμισσας Γκρεφφύλ, με τη χορωδία να τραγουδά «αόρατη» και με συνοδεία χορού και παντομίμας. Πάντως, ανεξάρτητα από το εάν συμμετέχει χορωδία, το έργο παραμένει διαχρονικά δημοφιλές (απόψε ακούγεται στην ορχηστρική του εκδοχή) και στάθηκε πηγή έμπνευσης τόσο για το Passepied
από τη Σουίτα bergamasque για πιάνο του Ντεμπυσσύ (αρχικά το μέρος
ονομαζόταν κι αυτό «παβάνα») όσο και για την Παβάνα για μια νεκρή ινφάντα του Ραβέλ.
Η δομή του έργου του Φωρέ είναι τριμερής (ΑΒΑ): μια αισθαντική, μα απέριττη, μελωδία παρουσιάζεται εκ περιτροπής από το σόλο φλάου -
το και τα υπόλοιπα ξύλινα πνευστά υπό την τελετουργικά υποβλητική
συνοδεία των εγχόρδων με πιτσικάτο. Η ίδια μελωδία επαναλαμβάνεται
ευθύς αμέσως με μεγαλύτερη λαμπρότητα, ενώ μια επόμενη ενότητα
έρχεται να προσφέρει ένα αντίβαρο στιβαρότητας στην αιθέρια αρχική
ατμόσφαιρα, με πρωταγωνιστή το σόλο κόρνο. Τελικά, το αρχικό υλικό
επιστρέφει με λεπτές αλλά μεστές νοήματος προσθήκες και ενορχη -
στρωτικές διαφοροποιήσεις.
CAMILLE SAINT-SAËNS
και ορχήστρα αρ. 1
Ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος (Ιούλιος 1870 - Μάιος 1871) και η επακόλουθη Παρισινή Κομμούνα (Μάρτιος - Μάιος 1871) αποτέλεσαν καίριας σημασίας
ιστορικά γεγονότα τόσο για τη γαλλική όσο και για την ευρύτερη ευρωπαϊκή ιστορία. O Καμίγ Σαιν-Σανς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Παρίσι. Κατέφυγε στο Λονδίνο για λίγους μήνες, όσο διήρκεσε η Παρισινή Κομμούνα, φοβούμενος ότι η στάση των επαναστατών απέναντί του δεν θα ήταν ευνοϊκή. Παρ’ όλα αυτά, σε μια τόσο ταραχώδη και δύσκολη εποχή για τη Γαλλία αλλά και για τον ίδιο προσωπικά, ο αστείρευτος δημιουργικός οίστρος και το μουσικό του ύφος δεν επηρεάστηκαν στο ελάχιστο. Χαρακτηριστική απόδειξη το Πρώτο κοντσέρτο για βιολοντσέλο, που συνέθεσε μόλις έναν χρόνο μετά τη φυγή του από το Παρίσι (1872). Το έργο είναι αφιερωμένο στον φίλο του, Auguste Tolbecque (Ωγκύστ Τολμπέκ, 1830-1919), σημαίνοντα τσελίστα και κατασκευαστή εγχόρδων της εποχής, ο οποίος και το πρωτοπαρουσίασε σε συναυλία της Ορχήστρας του Συλλόγου Συναυλιών του Ωδείου του Παρισιού, στις 19 Ιανουαρίου 1873.
O Σαιν-Σανς αποκρυστάλλωσε τη μουσική του γλώσσα σε νεαρότατη ηλικία, και μέχρι το τέλος της μακριάς ζωής του δεν μετακινήθηκε σχεδόν καθόλου από αυτή. Καταλυτική επίδραση στο έργο του –πέρα από τους μεγάλους δασκάλους του
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο
ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό την τεχνική της θεματικής μεταμόρφωσης, που είχε αναπτύξει ιδιαίτερα ο Λιστ· αφετέρου, το Κοντσέρτο ακολουθεί το
πρότυπο των πιανιστικών κοντσέρτων του ούγγρου συνθέτη, ως ένα ενιαίο
μουσικό οικοδόμημα με διακριτές επιμέρους ενότητες. Υπό αυτό το πρίσμα, άλλοι αναλυτές το θεωρούν μια μονομερή φόρμα σονάτας με ελεύθερη
επανέκθεση, ενώ άλλοι το αντιμετωπίζουν ως τριμερές, με το τρίτο και το πρώτο μέρος να βασίζονται στο ίδιο υλικό. Επιπλέον, ο Σαιν-Σανς πέτυχε να δώσει ικανοποιητικές λύσεις στο πρόβλημα της ηχητικής ισορροπίας ανάμε-
σα στο σολιστικό βιολοντσέλο και στην ορχήστρα χρησιμοποιώντας μια λιτή ενορχήστρωση και αφήνοντας συχνά το βιολοντσέλο να εκθέτει μόνο του
το εκάστοτε θεματικό υλικό, υπό τη διακριτική υποστήριξη της ορχήστρας.
Ο σολίστ κάνει άμεσα την είσοδο του με την έναρξη του Κοντσέρτου εκθέτοντας το κύριο θέμα με χαρακτηριστικά τρίηχα, που κατά την αναπτυξιακή πορεία του θέματος επανεμφανίζονται στα φλάουτα, στα κλαρινέτα και μετά στα πρώτα βιολιά. Μια λυρική μελωδία στο βιολοντσέλο, περιορισμένης έκτασης, προσφέρει στιγμιαία χαλάρωση της συσσωρευμένης έντασης. Από εκεί και ύστερα, μια μεταβατική ενότητα οδηγεί στο πρώτο αμιγώς
ορχηστρικό τμήμα με εντελώς νέο θεματικό υλικό. Στη συνέχεια, η πυκνή
ανάπτυξη των θεματικών ιδεών, με τον σολίστ και την ορχήστρα σε ισότιμο διάλογο, κλείνει την πρώτη δομική ενότητα του Κοντσέρτου. Η δεύτερη ανοίγει με τα έγχορδα της ορχήστρας, που σαν μακρινή ανάμνηση παρουσιάζουν ένα ειδυλλιακό, ευαίσθητο μενουέτο. Το βιολοντσέλο συνοδεύει το μενουέτο με μια εφάμιλλης ομορφιάς μελωδική κίνηση. Ύστερα από τη σύντομη σολιστική καντέντσα, το μενουέτο γίνεται αντικείμενο μετατροπικής επεξεργασίας. Η τρίτη ενότητα του Κοντσέρτου επαναφέρει το αρχικό θέμα των τριήχων διαδοχικά στα όμποε, στα έγχορδα και στο βιολοντσέλο, το οποίο λίγο μετά πρωταγωνιστεί σε ένα κάπως πιο αργό και δραματικού χαρακτήρα επεισόδιο. Καθώς η μουσική συνεχίζει να ξετυλίγεται, ο σολίστ έχει τη δυνατότητα να επιδείξει με λαμπερό τρόπο τη δεξιοτεχνία του επιδιδόμενος σε αλλεπάλληλα περάσματα με δέκατα έκτα και οκτάβες. Μια εκτενής coda, βασισμένη σε θέματα από την πρώτη ενότητα αλλά και νέα
θεματικά στοιχεία, κλείνει το Κοντσέρτο με θέρμη.
ΤΙΤΟΣ ΓΟΥΒΕΛΗΣ
CLAUDE DEBUSSY Iberia
H «Iμπέρια» (το ρωμαϊκό όνομα για την Ισπανία) είναι η δεύτερη από τις Εικόνες για ορχήστρα του Ντεμπυσσύ, και εκτελείται πολύ συχνά ως ανεξάρτητο έργο. Γράφτηκε την περίοδο ωριμότητας του συνθέτη, ο οποίος άρχισε να το συνθέτει στα μέσα Μαΐου 1905 σχεδιάζοντας τρία μέρη («Gigues tristes», «Ibéria», «Valses») για πιάνο. Η τελική μορφή του έργου για ορχήστρα ολοκληρώθηκε το 1912 και περιλαμβάνει επίσης τρία μέρη («Rondes de printemps», 1909, βασισμένο σε θέματα από τη γαλλική λαϊκή μουσική, «Ibéria», 1910 και «Gigues», 1912, βασισμένο σε θέματα από την αγγλική μουσική παράδοση). Αναμφίβολα δημοφιλέστερη από τα τρία αυτά μέρη είναι η «Iμπέρια», με το χαρακτηριστικό ισπανικό της άρωμα.
Εδώ ο Ντεμπυσσύ δεν αρκείται στην περιγραφή της εξωτερικής όψης των πραγμάτων, σε μια λαμπερή αλλά επιφανειακή εικονογράφηση. Αντίθετα, φτιάχνει ένα φίνο ισπανικό άρωμα χρησιμοποιώντας τις μυρωδιές και τους χυμούς μιας χώρας που είχε επισκεφθεί μία μόνο φορά στη ζωή του και
για λίγες ώρες, όταν πήγε στο Σαν Σεμπαστιάν για να παρακολουθήσει έναν
αγώνα ταυρομαχίας! Αυτός ο εραστής της κομψότητας, ο εκκεντρικός στη
ζωή και στους αφορισμούς του, δημιούργησε ένα από τα πιο «ισπανικά» έργα στην ιστορία της μουσικής.
Ο σημαντικότερος ισπανός συνθέτης του εικοστού αιώνα, ο Μανουέλ Ντε Φάλλια είπε χαρακτηριστικά: «Ο Ντεμπυσσύ δημιούργησε με αυθορμητισμό τέτοια ισπανική μουσική, παρόλο που δεν γνώριζε την Ισπανία, που θα τη ζήλευαν πολλοί άλλοι συνθέτες οι οποίοι γνώριζαν καλά τη χώρα». Και συνέχισε αναλύοντας την «Ιμπέρια»: «Τα δύο πρώτα μέρη μαρτυρούν την προτίμηση του Ντεμπυσσύ για τη σαγηνευτική Ανδαλουσία, που συνεχώς απασχολούσε το μυαλό του.
Στο πρώτο μέρος ακούμε ήχους από τα χωριά και αντιλαμβανόμαστε κάτι
σαν μια σεβιλιάνα –το γενικό χαρακτηριστικό θέμα του έργου– που μοιάζει
να πλανιέται σε μια καθάρια ατμόσφαιρα λαμπυρίζοντος φωτός. Στο δεύτερο μέρος πέφτουμε στη μαγεία της ανδαλουσιανής νύχτας. Η πανηγυριώτικη ευθυμία του κόσμου, που χορεύει στον χαρούμενο ήχο από κιθάρες και λαούτα, στροβιλίζεται στον αέρα, πλησιάζει, απομακρύνεται, και η φαντασία μας συνεχώς θαμπώνεται από τη δύναμη μιας ιδιαίτερα εκφραστικής
και πολυποίκιλης μουσικής».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ
Αναδημοσίευση αποσπάσματος από το έντυπο πρόγραμμα
του ΜΜΑ Εθνική Ορχήστρα της Γαλλίας, 1992-1993.
MAURICE RAVEL
«Θα ήθελα πολύ να μην υπάρχει καμία παρεξήγηση γύρω από το έργο. Απο-
τελεί ένα πείραμα σε μια πολύ ιδιαίτερη και περιορισμένη κατεύθυνση και
δεν πρέπει να υπάρχει η υπόνοια ότι στοχεύει να πετύχει κάτι άλλο ή κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά πετυχαίνει. Πριν την πρώτη του εκτέλεση προειδοποίησα ότι αυτό που είχα γράψει ήταν ένα κομμάτι διάρκειας περίπου δεκαεπτά λεπτών, που αποτελείτο αποκλειστικά από μια “ορχηστρική υφή χωρίς μουσική” – ένα μακρύ και πολύ σταδιακό κρεσέντο. Δεν υπάρχουν αντιθέσεις, και πρακτικά δεν υπάρχει καμία επινόηση, παρά μόνο στο σχέδιο και στον τρόπο εκτέλεσης. Τα θέματα είναι απρόσωπα, φολ-
κλορικές μελωδίες ενός συνηθισμένου ισπανοαραβικού χαρακτήρα. Παρά
τα όσα έχουν ειπωθεί περί του αντιθέτου, η ορχηστρική γραφή είναι απλή και χωρίς περιπλοκές καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, χωρίς την
Το έργο γράφτηκε το 1928, κατά παραγγελία της διάσημης ρωσίδας μπαλαρίνας Ίντας Ρουμπινστάιν (1885-1960). Αρχικά, η πρόταση της Ρουμπινστάιν ήταν να ενορχηστρώσει ο Ραβέλ έξι κομμάτια από τον πιανιστικό κύκλο Ιμπέρια του Ισαάκ Αλμπένιθ, αλλά τελικά εκείνος προτίμησε μια πρωτότυπη
σύνθεση, η οποία σε ένα πολύ αρχικό στάδιο ονομαζόταν Φαντάνγκο· σύ-
ντομα όμως ο Ραβέλ μετονόμασε το υπό διαμόρφωση έργο σε Μπολερό
Αυτό βασίζεται στον ομώνυμο ισπανικό χορό, που εμφανίστηκε προς το τέλος του 18ου αιώνα. Πρόκειται για έναν μέτριας ταχύτητας, τριμερή χορό εκτελούμενο από ζεύγος χορευτών με μουσική συνοδεία από κιθάρες και
καστανιέτες. Η χορογραφία του έργου του Ραβέλ, που υπέγραψε η Μπρονι-
σλάβα Νιζίνσκα και εκτέλεσε η ρωσίδα χορεύτρια, διαδραματιζόταν σε μια
ισπανική ταβέρνα, όπου μια γοητευτική γυναίκα χορεύει πάνω στο τραπέζι
διαδοχικά με διάφορους παρευρισκόμενους. Ο ηδυπαθής χορός της διε-
γείρει τα πάθη σε τέτοιον βαθμό που πυροδοτεί βίαια επεισόδια ανάμεσα
στους θαμώνες (ακριβώς στο σημείο που η μουσική πραγματοποιεί μια εκστατική μετατροπία από την ντο στη μι μείζονα).
Στο Μπολερό επαναλαμβάνεται διαρκώς η ίδια μελωδία, που υποδιαιρείται σε δύο επιμέρους τμήματα: καθένα εκτείνεται σε δεκαέξι μέτρα και ακούγεται πάντα δύο φορές. Ένα αργό, προοδευτικό κρεσέντο εξελίσσεται, καθώς διαφορετικά όργανα (και στην πορεία, ομάδες οργάνων) παρουσιάζουν το θέμα υπό τη σταθερή συνοδεία ενός ακλόνητου ρυθμικού σχήματος. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1928, στην Όπερα του Παρισιού, υπό τον Ουόλτερ Στράραμ, και αποτέλεσε έναν ασύλληπτων διαστάσεων θρίαμβο. Παρά τις επιφυλάξεις αρκετών μουσικοκριτικών για την ποιότητά
του, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το Μπολερό έκανε το όνομα του
συνθέτη γνωστό σε όλο τον κόσμο. Εκείνος αντιμετώπισε την απρόσμενα
μεγάλη απήχησή του με χιούμορ. Έτσι, εξομολογήθηκε κάποτε στον συνθέ-
τη Αρτύρ Ονεγκέρ: «Έχω γράψει μόνο ένα αριστούργημα και αυτό είναι το
Μπολερό. Δυστυχώς, δεν περιέχει καθόλου μουσική».
ΤΙΤΟΣ ΓΟΥΒΕΛΗΣ
Orchestra del Maggio Musicale Fiorentino
Από την ίδρυσή της, το 1928, με το όνομα Μόνιμη Φλωρεντινή Ορχήστρα (Stabile Orchestrale Fiorentina) από τον Βιττόριο Γκούι, δίνει συναυλίες και ερμηνεύει λυρικά έργα που ανεβαίνουν στο πρώην Δημοτικό Θέατρο της Φλωρεντίας – σήμερα, Θέατρο του Φεστιβάλ του Φλωρεντινού Μουσικού Μαΐου. Η Ορχήστρα θεωρείται κορυφαίο σύνολο παγκοσμίως, τόσο από τους μαέστρους που συνεργάζονται μαζί της όσο και από φιλόμουσο κοινό. Το 1933, πρώτη χρονιά διοργάνωσης του ομώνυμου φεστιβάλ, μετονομάστηκε σε Ορχήστρα του Φλωρεντινού Μουσικού Μαΐου. Στη θέση του αρ-
χιμουσικού της τον Γκούι διαδέχθηκαν ο Μάριο Ρόσσι (1937) και ο Μπρούνο Μπαρτολέττι (μετά τον Β΄ Παγκόσμιο). Η χρονική περίοδος 1969-1981
υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξή της, όταν ανέλαβε αρχιμουσικός της ο Ρικκάρντο Μούτι. Στη συνέχεια τη σκυτάλη πήρε ο Ζούμπιν Μέτα (κύριος
αρχιμουσικός της, από το 1985) και ο Φάμπιο Λουίζι (2018-2019). Σημερινός
αρχιμουσικός της είναι ο Ντανιέλε Γκάττι, ενώ από το 2006, ο Ζούμπιν Μέτα
είναι ισόβιος επίτιμος μαέστρος της. Στη μακριά ιστορία της έχει συνεργαστεί με κορυφαίους μαέστρους: Βίκτορ Ντε Σάμπατα, Αντόνιο Γκουαρνιέρι, Τζίνο Μαρινούτσι, Τζαναντρέα Γκαβατσένι, Τούλιο Σεραφίν, Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, Μπρούνο Βάλτερ, Όττο Κλέμπερερ, Ισέι Ντομπρόβεν, Γιονέλ Περλέα, Έριχ Κλάιμπερ, Άρτουρ Ροντζίνσκι, Δημήτρης Μητρόπουλος, Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, Λέοναρντ Μπερνστάιν, Τόμας Σίππερς, Κλάουντιο Αμπάντο, Λόριν Μάαζελ, Κάρλο Μαρία Τζουλίνι, Ζωρζ Πρετρ, Βόλφγκανγκ Ζαβάλλις, Κάρλος Κλάιμπερ, Γκέοργκ Σόλτι, Ρικκάρντο Σαγί, Τζουζέππε Σινόπολι, Σέιζι Οζάουα, Ντανιέλε Γκάττι, και Τζον Έλιοτ Γκάρντινερ.
Έχει παρουσιάσει σε παγκόσμια πρώτη έργα γνωστών συνθετών: Ρίχαρντ Στράους, Πιέτρο Μασκάνι, Ιλντεμπράντο Πιτσέττι, Πάουλ Χίντεμιτ, Ιγκόρ Στραβίνσκι, Γκοφφρέντο Πετράσσι, Λουίτζι Νταλλαπίκολα, Κρίστοφ Πεντερέτσκι και Λουτσάνο Μπέριο. Από τη δεκαετία του 1950, ηχογραφεί συστηματικά για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ενώ πολλές ηχογραφήσεις της έχουν λάβει σημαντικά βραβεία, μεταξύ άλλων, ένα Γκράμμυ (1990). Με τη συμπλήρωση 80 χρόνων από την ίδρυσή της τιμήθηκε με το Χρυσό φλορίνι (Fiorino d’oro) της πόλης της Φλωρεντίας. Στις πρόσφατες δραστηριότητές της περιλαμβάνεται η συμμετοχή της στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ όπου ερμήνευσε συμφωνικά έργα και παρουσίασε την Τόσκα σε συναυλιακή μορφή, οι εμφανίσεις της στο Φεστιβάλ του Γκράφενεγκ, στη Βουδαπέστη, και στο Ντουμπάι για την Παγκόσμια EXPO 2020. Επίσης, περιόδευσε την Ευρώπη με τον Ζούμπιν Μέτα, δίνοντας συναυλίες στο Αμβούργο, το Λιντς, τη Βιέννη, την πόλη του Λουξεμβούργου, το Μούρι της Ελβετίας και το Ντόρτμουντ, καθώς και δύο εναρκτήριες συναυλίες στα εγκαίνια της νέας αίθουσας συναυλιών του Θεάτρου του Φεστιβάλ του Φλωρεντινού Μουσικού Μαΐου. Τον Ιούλιο του 2022, ο Ζούμπιν Μέτα διηύθυνε την Ορχήστρα
και τη Χορωδία του Φλωρεντινού Μουσικού Μαΐου στο Κοίλο του Θεάτρου του Φεστιβάλ και σε περιοδεία στην Πιάτσα ντελ Κάμπο της Σιένας, στο Ραβέλλο, το Ρίμινι, τη Ματσεράτα, αλλά και στη Μαρμπέγια της Ισπανίας.
