Marc Sabbah Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

Page 1

ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 23–24

KΡΑΤΙΚΗ

ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ
ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΜARC SABBAH

12.1.2024

KΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ

ΜARC SABBAH

MΕΓΑΛΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ

ΑΙΘΟΥΣΑ ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ

MANUEL DE FALLA (1876-1946)

Ιντερλούδιο και Ισπανικός χορός από την όπερα «Η σύντομη ζωή»

MAURICE RAVEL (1875-1937)

Alborada del gracioso (Πρωινό τραγούδι του γελωτοποιού), από τον κύκλο «Miroirs»

JOHANN NEPOMUK HUMMEL (1778-1837)

Ποτπουρί για βιόλα και ορχήστρα, έργο 94 («Φαντασία»)

MANUEL DE FALLA

Ο Μάγος Έρωτας, αποσπάσματα από το μπαλέτο Εισαγωγή και Σκηνή

Στη σπηλιά

Η οπτασία (Το φάντασμα)

Χορός του τρόμου Ο μαγικός κύκλος (Το ειδύλλιο του ψαρά)

Τα μεσάνυχτα: τα ξόρκια Χορός της φωτιάς

Σκηνή

Παντομίμα

Χορός του ερωτικού παιχνιδιού

Φινάλε: Οι καμπάνες της αυγής

Το τρίκοχο καπέλο, Σουίτες αρ. 1 και αρ. 2 από το μπαλέτο Σουίτα αρ. 1: Εισαγωγή | Απόγευμα | Χορός της μυλωνούς (Φαντάνγκο) | Ο κυβερνήτης | Η μυλωνού | Τα σταφύλια

Σουίτα αρ. 2: Ο χορός των γειτόνων (Σεγιδίγια) | Ο χορός της μυλωνούς (Φαρούκα) | Τελικός χορός (Χότα)

ΒΙΟΛΑ

Marc Sabbah

Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Στέφανος Τσιαλής

MANUEL DE FALLA

Ιντερλούδιο και Ισπανικός χορός από την όπερα «Η σύντομη ζωή»

Η τσιγγάνα Σαλούδ ερωτεύεται παράφορα τον ευκατάστατο Πάκο, εκείνος ωστόσο παντρεύεται μια κοπέλα της δικής του κοινωνικής τάξης, προκαλώντας ανείπωτο πόνο στη νεαρή τσιγγάνα, που εξαιτίας του πεθαίνει. Αυτό είναι το θέμα της όπερας Η σύντομη ζωή, που γράφτηκε κατά τα έτη 1904-1905 από τον ισπανό συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια, σε λιμπρέτο του συμπατριώτη του, ποιητή και δημοσιογράφου, Κάρλος Φερνάντες-Σω. Το έργο απέσπασε το βραβείο ενός διαγωνισμού σύνθεσης αλλά, παρόλο που μέρος του επάθλου ήταν η παρουσίαση του νικητήριου έργου στη Μαδρίτη, η πρεμιέρα της όπερας δεν πραγματοποιήθηκε παρά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στη Νίκαια, τον Απρίλιο του 1913. Ο Ισπανικός χορός είναι το πιο διάσημο κομμάτι της όπερας και ως εκ τούτου έχει αποτελέσει κατά καιρούς αντικείμενο πολλών (ενίοτε λαμπρών) μεταγραφών. Του Χορού προηγείται ένα μελαγχολικό, σχεδόν βαρύθυμο θα έλεγε κανείς, Ιντερλούδιο. Κατά την εξέλιξή του περνούν φευγαλέα μοτίβα στα ξύλινα πνευστά, τα οποία στη συνέχεια μετασχηματίζονται στο ενεργητικό, περήφανο και λαμπερό θέμα του Ισπανικού χορού, που παρουσιάζεται αρχικά από τα βιολιά. Σύσσωμες οι δυνάμεις της ορχήστρας επιστρατεύονται με τρόπο πληθωρικό, για να εκφράσουν τη ζωντάνια και τη μεγαλοπρέπεια μιας γοητευτικής μελωδίας.

MAURICE RAVEL

Alborada del gracioso

Ο πιανιστικός κύκλος Καθρέπτες (Miroirs) γράφτηκε από τον Ραβέλ το 1905 και αποτέλεσε την πρώτη μεγαλεπήβολη κατάθεσή του στο πιανιστικό ρεπερτόριο. Το τέταρτο κομμάτι των Καθρεπτών με τίτλο Alborada del gracioso, που εξαρχής αποτέλεσε το δημοφιλέστερο κομμάτι του κύκλου, αφιερώθηκε στον ελληνικής καταγωγής μουσικολόγο και μουσικοκριτικό Μισέλ-Ντιμιτρί Καλβοκορεσί, ένθερμο υποστηρικτή του συνθέτη. Το 1918, ο φημισμένος ρώσος ιμπρεσάριος στο χώρο του μπαλέτου, Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, σχεδίαζε το ανέβασμα στο Λονδίνο ενός νέου μπαλέτου, που θα βασιζόταν μουσικά σε τρία έργα γάλλων συνθετών, ανάμεσα στα οποία και η Alborada. Έτσι, ζήτησε από τον Ραβέλ να την ενορχηστρώσει, και το μπαλέτο, που έλαβε τον τίτλο Les Ménines (Οι νεαρές κυρίες επί των τιμών), ανέβηκε έναν χρόνο αργότερα στο Θέατρο Αλάμπρα του Λονδίνου.

Ο όρος alborada σημαίνει «πρωινό τραγούδι» και παραπέμπει σε ένα παραδοσιακό ισπανικό είδος τραγουδιού, αντίστοιχο της γαλλικής aubade· ήδη από την εποχή του Μεσαίωνα τραγουδιόταν την αυγή, σε μεγάλες θρησκευτικές εορτές ή γάμους. Η προσθήκη από τον Ραβέλ του del gracioso, δηλαδή «του γελωτοποιού», υποδηλώνει τη χιουμοριστική και κάπως γκροτέσκα διάσταση της μουσικής του, στην οποία η υπερβολή και η παρωδία παίζουν σημαντικό ρόλο. Η ρυθμική ζωντάνια, το χιούμορ και ο λυρισμός της Alborada έχουν έντονα ισπανικό χρώμα, τόσο σύνηθες σε πληθώρα

4

έργων του Ραβέλ, ο οποίος σημειωτέον είχε από την πλευρά της μητέρας του βασκική καταγωγή. Το έργο δομείται πάνω σε μια τριμερή φόρμα (ΑΒΑ), στο πλαίσιο της οποίας «η στυγνή και αιχμηρή δεξιοτεχνία αντιπαραβάλλεται στη λιποθυμική ροή της ερωτόληπτης μελωδικής γραμμής, που διακόπτει το μανιασμένο βουητό από κιθάρες», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο μαθητής και βιογράφος του Ραβέλ, Αλεξίς Ρολάν-Μανυέλ. Ο συνθέτης αποδεικνύει άλλη μια φορά τη βαθιά δεινότητά του στην ενορχήστρωση, μεταμορφώνοντας με επιτυχία το σαφές πιανιστικό ιδίωμα της πρώτης εκδοχής του έργου σε συμφωνικό. Μια μεγάλη ορχήστρα αξιοποιείται στο έπακρο και συχνά πολλά όργανα καλούνται να χρησιμοποιήσουν ιδιαίτερες τεχνικές εκτέλεσης (όπως το παίξιμο με το ξύλο του δοξαριού στα έγχορδα ή το απειλητικό γκλισάντο των τρομπονιών προς το τέλος) προκειμένου να επιτύχουν ευφάνταστα ηχοχρώματα.

JOHANN NEPOMUK HUMMEL

Ποτπουρί για βιόλα και ορχήστρα, έργο 94 («Φαντασία»)

Ο αυστριακός συνθέτης Γιόχαν Νέπομουκ Χούμμελ, έχοντας λάβει μαθήματα από τον Μότσαρτ και τον Κλεμέντι ως παιδί-θαύμα, εξελίχθηκε σε σημαντικό συνθέτη και πιανίστα της εποχής του. Συνδέθηκε φιλικά με τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ, ενώ με την ιδιότητα του Kapellmeister στη Βαϊμάρη (1819-1837) ανέδειξε την πόλη σε σημαντικό μουσικό κέντρο της Ευρώπης. Παρ’ όλα αυτά, λίγα έργα του έχουν αντέξει στο πέρασμα του χρόνου – και σίγουρα ένα από αυτά είναι το Ποτπουρί για βιόλα και ορχήστρα, αναπόσπαστο κομμάτι του σολιστικού ρεπερτορίου της βιόλας. Το έργο γράφτηκε το 1820 και, όπως δηλώνει ο τίτλος του, αποτελεί ελεύθερη συρραφή διαφορετικών μεταξύ τους μελωδιών. Οι μελωδίες αυτές, εξαιρετικά δημοφιλείς στην εποχή τους, προέρχονται από το χώρο της όπερας, και πιο συγκεκριμένα από τις όπερες Ντον Τζοβάννι, Οι γάμοι του Φίγκαρο και Η απαγωγή από το σεράι, του Μότσαρτ, καθώς και από τον Τανκρέδο του Ροσσίνι. Όπως είναι αναμενόμενο, κάθε θέμα παραλλάσσεται και διανθίζεται από το σολιστικό όργανο υπό τη γενικά διακριτική ορχηστρική συνοδεία, με σαφή έμφαση στο στοιχείο της δεξιοτεχνικής προβολής. Ο Χούμμελ είχε ευθέως δηλώσει τη γενικότερη στόχευση της μουσικής του: να συγκινεί τόσο τους επαΐοντες όσο και το απλό κοινό. Ως εκ τούτου, αξιοποίησε στο έργο λυρικά και αναγνωρίσιμα θέματα της εποχής του, φροντίζοντας πάντως να το ανοίξει με μια στιβαρή, δραματική εισαγωγή και στην πορεία να παρεμβάλει μια αρκετά εγκεφαλική φούγκα.

MANUEL DE FALLA

Ο Μάγος Έρωτας, μπαλέτο

Το συνθετικό έργο του Μανουέλ ντε Φάγια αποτελεί ορόσημο στην ευρύτερη διάδοση του ιδιαίτερου ισπανικού μουσικού χρώματος. Πριν από εκείνον, το εξωτικό και αισθαντικό ισπανικό ιδίωμα είχε γίνει γνωστό στο ευρύ

5

κοινό χάρη κυρίως σε έργα γάλλων και ρώσων συνθετών, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν το Ισπανικό καπρίτσιο του Ρίμσκι-Κόρσακοφ, η Ραψωδία Εσπάνια του Σαμπριέ και φυσικά η όπερα Κάρμεν του Μπιζέ. Την εποχή που ο ντε Φάγια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (1907), ο Ντεμπυσσύ συνέθετε την ορχηστρική Ιμπέρια, ενώ ο Ραβέλ μόλις άρχιζε την Ισπανική Ραψωδία και την όπερα Η ισπανική ώρα. Ο Ντε Φάγια, με καταγωγή τόσο από την Ανδαλουσία όσο και από την Καταλονία, πέτυχε να αφομοιώσει δημιουργικά τα αραβικά στοιχεία της μουσικής του μαυριτανικού Νότου και τα πιο ζωντανά και διαυγή στοιχεία του Βορρά, αντίστοιχα. Αυτό που τον διαφοροποιεί από άλλους σημαντικούς ισπανούς συνθέτες, όπως ο Ισαάκ Αλμπένιθ ή ο Ενρίκε Γρανάδος, είναι ο πολύ προσωπικός τρόπος που χειρίστηκε στα έργα του το ισπανικό φολκλορικό ιδίωμα. Επηρεασμένος από τα ενορχηστρωτικά επιτεύγματα της ιμπρεσιονιστικής μουσικής, κατόρθωσε να αντλήσει από αυτό την ουσία των μελωδιών και των ρυθμών, χωρίς να αποσκοπεί στη μίμηση της παραδοσιακής μουσικής αλλά σε μια ολοζώντανη μουσική της μεταφορά σε υψηλότερο επίπεδο δημιουργίας, με οικουμενική απήχηση.

Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914), ο ντε Φάγια επέστρεψε στη Μαδρίτη. Η τσιγγάνικης καταγωγής χορεύτρια φλαμένκο, Πάστορα Ιμπέριο, ζήτησε από τον θεατρικό συγγραφέα Γκρεγκόριο Μαρτίνεθ Σιέρρα να γράψει για εκείνη ένα σκηνικό έργο με χορό και τραγούδι. Τη μουσική επένδυση του έργου ανέλαβε ο ντε Φάγια, ο οποίος ξεκίνησε να εργάζεται πυρετωδώς από τον Νοέμβριο του 1914. Η πρεμιέρα της πρώτης εκδοχής του έργου, που γράφτηκε για μικρό ορχηστρικό σύνολο οκτώ οργάνων, δόθηκε στις 15 Απριλίου 1915 στο Θέατρο Λάρα της Μαδρίτης υπό τη διεύθυνση του Χοσέ Μορένο Μπαλλεστέρος, χωρίς να σημειώσει επιτυχία. Δέκα χρόνια αργότερα, ο συνθέτης το επεξεργάστηκε περαιτέρω μεταγράφοντάς το ως μπαλέτο για μεγάλη συμφωνική ορχήστρα, και με αυτή τη μορφή το έργο γνώρισε έναν πραγματικό θρίαμβο.

Η υπόθεσή του είναι απλή: η όμορφη τσιγγάνα Καντέλα ερωτεύεται τον Καρμέλο, αλλά εμπόδιο στη σχέση τους στέκεται το φάντασμα του νεκρού πρώην εραστή της, που στοιχειώνει τους δύο νέους. Η Καντέλα επιδίδεται, ανεπιτυχώς, σε μαγικές τελετές προκειμένου να διώξει το φάντασμα. Τότε, καθώς θυμάται πως ο εραστής της είχε αδυναμία στις όμορφες νεαρές, βάζει τη φίλη της, Λουτσία, να τον ξελογιάσει. Το τέχνασμα λειτουργεί, και οι δύο πρωταγωνιστές δίνουν επιτέλους το πρώτο τους φιλί, που θα διώξει οριστικά το φάντασμα από τη ζωή τους.

Ορισμένα από τα μέρη του μπαλέτου έχουν διαγράψει τη δική τους αυτόνομη πορεία στις συναυλιακές αίθουσες, όπως ο Χορός του τρόμου, ο Χορός του ερωτικού παιχνιδιού και φυσικά ο πλέον διάσημος και δυναμικός Χορός της φωτιάς, παγκοίνως γνωστός και από την πιανιστική του μεταγραφή από τον συνθέτη για τον Άρθουρ Ρούμπινσταϊν. Παρά τον πρόδηλο ισπανικό χαρακτήρα της μουσικής, σε κανένα σημείο δεν ακούγεται ένα πραγματικό ταμπουρίνο, καστανιέτα ή κιθάρα, αν και υπό μία έννοια η αίσθησή τους είναι διαρκώς παρούσα. Αυτό συνιστά και την επιτυχία της μουσικής: προκαλεί μια αίσθηση πιο ζωντανή από την ίδια την πραγματικότητα.

6

MANUEL DE FALLA

Το τρίκοχο καπέλο, μπαλέτο

Το 1917, ο ιμπρεσάριος Σεργκέι Ντιάγκιλεφ ταξίδεψε στην Ισπανία, όπου γνώρισε τον Μανουέλ ντε Φάγια, ακόμη τότε σχετικά άγνωστο εκτός της χώρας του. Στη Μαδρίτη ο Ντιάγκιλεφ και ο χορογράφος Λεονίντ Μασσίν παρακολούθησαν την πρεμιέρα μιας μονόπρακτης παντομίμας με τίτλο Ο κυβερνήτης και η μυλωνού, που βασιζόταν σε σενάριο του Γκρεγκόριο Μαρτίνεθ Σιέρρα, πάνω στη νουβέλα του Πέδρο δε Αλαρκόν Το τρίκοχο καπέλο (1874). Ενθουσιασμένοι από τη μουσική του έργου που είχε γράψει ο ντε Φάγια για μικρό ορχηστρικό σύνολο, Ντιάγκιλεφ και Μασσίν έπεισαν τον συνθέτη να μεταμορφώσει το έργο σε μπαλέτο και τη μουσική για πλήρη συμφωνική ορχήστρα. Κάπως έτσι προέκυψε το Τρίκοχο καπέλο, η πρεμιέρα του οποίου δόθηκε στις 22 Ιουλίου 1919 στο θέατρο Αλάμπρα του Λονδίνου από τα Ρωσικά Μπαλέτα σε χορογραφία του Μασσίν. Τη μουσική διεύθυνση ανέλαβε ο Ερνέστ Ανσερμέ, ενώ το σχεδιασμό κοστουμιών και σκηνικών υπέγραψε ο Πάμπλο Πικάσσο. Η επιτυχία του μπαλέτου ήταν τεράστια και καθιέρωσε σε διεθνές επίπεδο τον συνθέτη, ο οποίος λίγο καιρό μετά σχηματοποίησε δύο συμφωνικές σουίτες με τα χαρακτηριστικότερα μέρη από τις δύο πράξεις του μπαλέτου, αντίστοιχα. Η πρώτη πράξη (και η πρώτη Σουίτα) ανοίγει με μια φανφάρα, ειδικά γραμμένη για να συνοδεύσει μουσικά την αρχική κουρτίνα του θεάτρου, στην οποία ο Πικάσσο ζωγράφισε μια αναπαράσταση ταυρομαχίας. Στη συνέχεια παρακολουθούμε έναν μυλωνά, που δουλεύει στο μύλο μαζί με την όμορφη γυναίκα του. Ο τοπικός κυβερνήτης (γκροτέσκο σόλο του φαγκότου) περνά και θαμπώνεται από την ομορφιά της μυλωνούς. Ο αξιωματούχος, που φορά τρίκοχο καπέλο (σύμβολο της εξουσίας του), προσπαθεί να κερδίσει τη συμπάθεια της γυναίκας. Εκείνη τον δελεάζει χορεύοντας ένα αισθησιακό φαντάνγκο, χωρίς όμως να ενδώσει. Ο κυβερνήτης φεύγει ηττημένος, ενώ το αντρόγυνο μένει να χορεύει το φαντάνγκο. Με το ξεκίνημα της δεύτερης πράξης μεταφερόμαστε σε έναν εορταστικό χορό (σεγιδίγια) των ντόπιων κατοίκων. Η μυλωνού χορεύει με τον άντρα της τον στιβαρό χορό της Ανδαλουσίας, φαρούκα. Όμως η αστυνομία συλλαμβάνει τον μυλωνά κατ’ εντολή του κυβερνήτη. Ο κυβερνήτης διεκδικεί εκ νέου τη γυναίκα, αλλά πέφτει στο μύλο και βρέχεται. Σειρά χιουμοριστικών απρόοπτων οδηγεί σε σύγχυση των ταυτοτήτων των δύο ανδρών. Η παρεξήγηση τελικά λύνεται, το αντρόγυνο συμφιλιώνεται και ο κυβερνήτης αποχωρεί υπό τις κοροϊδίες των συγχωριανών, που χορεύουν την πανηγυρική αραγονέζικη χότα. Το χορευτικό στοιχείο πρυτανεύει στην εξαίσια μουσική του ντε Φάγια. Πληθώρα ισπανικών παραδοσιακών ρυθμών και μελωδιών διανθισμένων με τυπικά ισπανικά ποικίλματα διέπουν το έργο, που με απαράμιλλη φαντασία, λαμπερά ορχηστρικά ηχοχρώματα αλλά και λιτότητα –όπου απαιτείται– αποδίδει την ουσία της ισπανικής φολκλορικής παράδοσης. Αν και στην πατρίδα του ντε Φάγια, κάποιοι αντιμετώπισαν το Τρίκοχο καπέλο ως μοντερνιστική παραμόρφωση της μουσικής τους παράδοσης, όλος ο κόσμος βλέπει σε αυτό το έργο έναν υποδειγματικό τρόπο αξιοποίησης του τοπικού μουσικού ιδιώματος μέσα από μια λόγια, εκλεπτυσμένη μουσική γλώσσα.

ΤΙΤΟΣ ΓΟΥΒΕΛΗΣ

7

MARC SABBAH

Ο Μαρκ Σαμπάχ είναι αναγνωρισμένος σολίστ βιόλας, μουσικός δωματίου, καθηγητής και κύριος βιολίστας της Βελγικής Εθνικής Ορχήστρας. Γεννημένος το 1988 στη Νέα Υόρκη, ολοκλήρωσε τις πρώτες μουσικές σπουδές στο Fiorello H. LaGuardia High School of Performing Arts και Pre-College Division της Σχολής Τζούλλιαρντ. Συνέχισε στο Ωδείο του Άμστερνταμ, ως μαθητής των Sven Arne Tepl και Nobuko Imai, αποφοιτώντας με έπαινο. Ο Ζούμπιν Μέτα περιέγραψε τον Mαρκ ως «έξοχο βιολίστα». Το 2013 λαμβάνει πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Βιόλας του Άμστερνταμ, ενώ το 2016 κερδίζει στο Rising Stars Grand Prix in Μusic με τη σόλο εμφάνισή του στην Αίθουσα της Φιλαρμονικής του Βερολίνου. Επίσης, σε ρεσιτάλ στο Κάρνεγκι Χολ κερδίζει το πρώτο Grand Prize στον Διεθνή Διαγωνισμό του Μανχάτταν. Έχει λάβει μέρος σε πολυάριθμες συναυλίες με διεθνείς ορχήστρες: Εθνική Ορχήστρα Βελγίου, Αττάλειας, Συμφωνική της Βασιλείας, Φιλαρμονική Casco, Άμστερνταμ, Μπογκοτά. Από το 2017 διδάσκει βιόλα στο Βασιλικό Ωδείο της Μονς, στο Βέλγιο. Το 2019 ίδρυσε το Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Kâsteaux  στο Βέλγιο, του οποίου είναι καλλιτεχνικός διευθυντής. AppassionΑlto είναι ο τίτλος του πρόσφατου δίσκου του για βιόλα και πιάνο (Prospero Classical), που επαινέθηκε από το περιοδικό Strad κ.ά. Ως ιδρυτικό μέλος και βιολίστας του Τρίο εγχόρδων NOMADA , παίζει δίπλα στον κύριο τσελίστα της Συμφωνικής του Λονδίνου, Ντέιβιντ Κοέν και τον βιολιστή Nοέ Ινουί. Διδάσκει σε masterclasses και έχει δώσει συναυλίες σε όλο τον κόσμο, προσφάτως δε στο Εκουαδόρ και στην Κολομβία. Από το 2020 είναι πρεσβευτής των Jargar Strings. Tο 2023-2024 οι εμφανίσεις του περιλαμβάνουν συναυλίες μουσικής δωματίου στο Εκουαδόρ, το Ισραήλ, τη Βουλγαρία, το Βέλγιο, καθώς και συναυλίες σε Μεξικό, Ελβετία, Κολομβία και Ιταλία. Παίζει με βιόλα Leroy F. Geiger του 1951.

9
© MARIA GRAMMATIKOU

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΣΙΑΛΗΣ

Καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών από το 2014 μέχρι το 2020. Μόνιμος προσκεκλημένος μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Αμβούργου από το 2012 και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Θουριγγίας από το 2015 μέχρι το 2019. Γεννήθηκε στην Ερμούπολη το 1964. Σπούδασε πιάνο στο Νέο Ωδείο Θεσσαλονίκης, μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και διεύθυνση ορχήστρας στην Ακαδημία Μουσικής της Βιέννης. Διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής της Ορχήστρας Δωματίου της Κεντρικής Γερμανίας (1997-2004), μόνιμος μαέστρος και αναπληρωτής γενικός μουσικός διευθυντής στην Κρατική Όπερα της Νότιας Θουριγγίας στο Mάινινγκεν (2005-2009), καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Θουριγγίας στην Γκότα (2009-2013) και μόνιμος προσκεκλημένος μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Βερολίνου (2001-2004). Έχει επίσης συνεργαστεί με σχεδόν 100 ορχήστρες παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων οι Συμφωνικές του Μόντρεαλ, του Βερολίνου, του Αμβούργου, του Γουίνιπεγκ, του Ώρχους και του Σταβάνγκερ στη Σκανδιναβία, οι Φιλαρμονικές της Κοπεγχάγης, του Κατάρ, της Στουτγάρδης, της Νυρεμβέργης, του Ντόρτμουντ, της Σλοβενίας και του Βουκουρεστίου, η Ορχήστρα Tonkünstler της Βιέννης, οι Ορχήστρες της Ραδιοφωνίας της Λειψίας, του Ζάαρλαντ, του Αννοβέρου και του Βουκουρεστίου, η Ορχήστρα της Όπερας της Μπολόνιας, η Κρατική Ορχήστρα της Βαϊμάρης, ενώ έχει δώσει συναυλίες στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., στις ΗΠΑ, Καναδά, Ρωσία, Τουρκία, Νότια Αφρική κ.α. Έχει ηχογραφήσει για τις εταιρείες Νaxos, Genuin και Centaur και έχει εμφανιστεί σε σημαντικά φεστιβάλ σε Γερμανία, Βέλγιο, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ρουμανία και Δανία.

11
12
13

ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών είναι το αρχαιότερο ορχηστρικό μουσικό σύνολο στην Ελλάδα. Δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ως Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών και έκτοτε πέρασε από διάφορα στάδια, τόσο ως προς την ονομασία όσο και ως προς τον τρόπο λειτουργίας της. Η πρώτη συναυλία της ως Κρατική Ορχήστρα Αθηνών δόθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1943. Από την ίδρυσή της έως σήμερα, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών προσφέρει στους Έλληνες τη δυνατότητα επικοινωνίας με τα αριστουργήματα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, ενώ ταυτόχρονα είναι ο κορυφαίος εκφραστής της εγχώριας συνθετικής παραγωγής. Έχει σταθερή παρουσία στα πολιτιστικά δρώμενα, πραγματοποιώντας πάνω από πενήντα συναυλίες ετησίως. Εκτός από την Αθήνα, εμφανίζεται τακτικά σε πολλές πόλεις της Ελλάδος, καθώς και σε σημαντικές αίθουσες και φεστιβάλ του εξωτερικού. Σημαντικότατο είναι το εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο που επιτελεί εντός Αθηνών καθώς και σε πολλές πόλεις της ελληνικής περιφέρειας. Εξέχοντες αρχιμουσικοί, ανάμεσά τους οι Ρίχαρντ Στράους, Βάινγκαρτνερ, Κνάπερτσμπους, Βάλτερ, Μητρόπουλος, Γιόχουμ, Μαρκέβιτς, Μάαζελ, Κράους, Τεμιρκάνοφ, Πλασόν, Ασκενάζυ, Φεντοσέγιεφ και κορυφαίοι σολίστ, όπως ενδεικτικά οι Ρούμπινσταϊν, Κεμπφ, Κορτώ, Κράισλερ, Τιμπώ, Καζάλς, Ρέπιν, Κρέμερ, Ροστροπόβιτς, Μπρέντελ, Μπάρενμποϊμ, Άργκεριχ, Λεόνσκαγια και Καβάκος έχουν συμπράξει με την Ορχήστρα κατά την πολύχρονη ιστορία της. Διευθυντές της Ορχήστρας έχουν διατελέσει κατά το παρελθόν οι Φιλοκτήτης Οικονομίδης, Θεόδωρος Βαβαγιάννης, Ανδρέας Παρίδης, Μάνος Χατζιδάκις, Γιάννης Ιωαννίδης, Αλέξανδρος Συμεωνίδης, Άρης Γαρουφαλής, Βύρων Φιδετζής, Βασίλης Χριστόπουλος και Στέφανος Τσιαλής. Από τον Οκτώβριο του 2020, διευθυντής της ΚΟΑ είναι ο Λουκάς Καρυτινός.

14 CREATIVE DIRECTOR K2DESIGN | ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΝΤΥΠΟΥ ΠΑΝΟΣ ΚΑΣΙΑΡΗΣ

ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ ΑΕΡΟΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΗΣ

ΧΟΡΗΓΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.