

ΝΙΚΟΛΑΪ ΡΙΜΣΚΙ-ΚΟΡΣΑΚΟΦ (1844-1908)
Ισπανικό καπρίτσιο, έργο 34
• Αλμποράδα (Vivo e strepitoso) • Παραλλαγές (Andante con moto)
• Αλμποράδα (Vivo e strepitoso) • Σκηνή και τσιγγάνικο τραγούδι
• Φαντάνγκο της Αστούριας
JOAQUIN RODRIGO (1901-1999)
Κοντσέρτο του Αρανχουέθ Μεταγραφή για άρπα και ορχήστρα: Joaquin Rodrigo
• Allegro con spirito
• Adagio
• Allegro gentile
Δ Ι Α Λ Ε Μ Μ Α
GEORGES BIZET (1838-1875)
Σουίτα Κάρμεν αρ. 1
• Πρελούδιο
• Aragonaise (της Αραγονίας)
• Ιντερμέτζο
• Σεγκιντίγια
• Les Dragons d’Alcala (Οι δραγόνοι της Αλκάλας)
• Les Toréadors (Εμβατήριο των ταυρομάχων)
Σουίτα Κάρμεν αρ. 2
• Marche des Contrebandiers (Εμβατήριο των λαθρεμπόρων)
• Χαμπανέρα
• Νυχτερινό
• Chanson du Toréador (Τραγούδι του ταυρομάχου)
• La Garde montante (Στρατιωτική φρουρά)
• Danse bohème (Μποέμικος χορός)
Ισπανικό Καπρίτσιο Ο εξωτισμός της ισπανικής μουσικής ενέπνευσε πολλούς συνθέτες του 19ου και του 20ού αιώνα, και ιδιαίτερα τους Γάλλους, δίνοντάς μας μερικά από τα αριστουργήματα συμφωνικής μουσικής, όπως η όπερα Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ και η Ισπανική ραψωδία του Μωρίς Ραβέλ. Και λιγότερο γειτονικοί συνθέτες όμως, όπως οι Ρώσοι, δεν έμειναν ασυγκίνητοι από τη γοητεία των μεσογειακών ρυθμών και μελωδιών. Πρώτος ο Μιχαήλ Γκλίνκα συνέθεσε τον 19ο αιώνα αρκετά έργα επηρεασμένα από την ισπανική παράδοση και ακολούθησε ο Νίκολαϊ Ρίμσκι-Κόρσακοφ, από τους επιφανέστερους ρώσους συνθέτες που διαμόρφωσε τη ρωσική μουσική τόσο με τις συνθέσεις του όσο και με τη διδασκαλία του. Η εξαιρετική ενορχηστρωτική του δεξιότητα και το ενδιαφέρον του για την τοπική αλλά και την ξένη μουσική παράδοση είναι το σήμα κατατεθέν του μουσικού του χαρακτήρα. Ο Κόρσακοφ μαγεύτηκε από το ιδιαίτερο χρώμα και την ποικιλία της παραδοσιακής μουσικής της Ισπανίας, μέσα από μια συλλογή παραδοσιακών τραγουδιών που ανακάλυψε τη δεκαετία του 1880. Από αυτές τις πηγές άντλησε το υλικό για το Ισπανικό καπρίτσιο, το 1887, το οποίο προοριζόταν αρχικά για σόλο βιολί και ορχήστρα. Σύμφωνα με την παράδοση του ιταλικού καπρίτσιου, θα επέτρεπε στον σολίστ να επιδείξει τη δεξιοτεχνία του με μια σειρά πρωτότυπα και ευφάνταστα εφέ. Κατά την πορεία της σύνθεσής του όμως, εξελίχθηκε σε ένα δεξιοτεχνικό έργο όχι μόνο για το βιολί, αλλά για όλα τα όργανα, αναδεικνύοντας τον πλούσιο ήχο της ορχήστρας. Η αλλαγή των ηχοχρωμάτων, η εύστοχη επιλογή των μελωδικών γραμμών και των μοτίβων που ταιριάζουν απόλυτα στο κάθε όργανο και οι σύντομες δεξιοτεχνικές καντέντσες αποτελούν την πεμπτουσία της σύνθεσης. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1887 από την ορχήστρα της Όπερας της Αγίας Πετρούπολης, γοητεύοντας το κοινό αλλά και τους ερμηνευτές, στους οποίους ο συνθέτης αφιέρωσε το έργο εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του για τον ενθουσιασμό τους. Η σύνθεση περιλαμβάνει πέντε μέρη, τα οποία εκτελούνται αδιαλείπτως, αρχίζοντας με τη ζωηρή Αλμποράδα. Το παιχνιδιάρικο θέμα στο σόλο κλαρινέτο έρχεται
ενός αιχμηρού σόλο. Στον τυπικό ισπανικό ρυθμό των κρουστών παρεμβάλλονται διαδοχικές καντέντσες από το φλάουτο, το κλαρινέτο και την άρπα, ώσπου τα έγχορδα να αναλάβουν το θέμα του τσιγγάνικου χορού μέσα σε έναν ορχηστρικό οργασμό που οδηγεί χωρίς διακοπή στο τελευταίο μέρος. Για το φινάλε, ο συνθέτης επιλέγει το Φαντάνγκο, έναν ανδαλουσιανό χορό συνοδευόμενο από καστανιέτες. Μια σειρά ποικίλες ηχοχρωματικές μεταβολές χαρακτηρίζουν τον ζωηρό χορό, καταλήγοντας στην υπενθύμιση της Αλμποράδας, η οποία λειτουργεί σαν κόντα, φέρνοντας το έργο στη συναρπαστική κατάληξή του.
JOAQUIN RODRIGO
Κοντσέρτο του Αρανχουέθ
Μαζί με τον Μανουέλ ντε Φάγια, ο Χοακίν Ροντρίγκο Βίδρε, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, αποτέλεσε τον πυρήνα της ισπανικής μουσικής δημιουργίας του 20ού αιώνα. Και ενώ ο ντε Φάγια έγινε γνωστός με τα μπαλέτα του, ο Ροντρίγκο κέρδισε τη φήμη του χάρη στα έργα του για κιθάρα. Η επιλογή του πιο γνωστού εθνικού οργάνου της Ισπανίας θα ήταν πιθανώς αναμενόμενη για έναν ισπανό συνθέτη και κιθαριστή. Όμως ο Ροντρίγκο δεν είχε παίξει ποτέ κιθάρα. Σπούδασε πιάνο, βιολί και αργότερα σύνθεση στο Παρίσι με τον σπουδαίο συνθέτη και δάσκαλο Πωλ Ντυκά, έχοντας μάλιστα να αντιμετωπίσει μια σημαντική αναπηρία: σε ηλικία τριών ετών είχε προσβληθεί από διφθερίτιδα και είχε τυφλωθεί. Ωστόσο, όταν ο συμπατριώτης του κιθαριστής Ρεγκίνο Σάιντς ντε λα Μάντσα του παρήγγειλε ένα κοντσέρτο για κιθάρα και ορχήστρα, εκείνος δεν δίστασε να αποδεχθεί την πρόκληση. Το Κοντσέρτο του Αρανχουέθ ολοκληρώθηκε το 1939 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1940 με την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βαρκελώνης. Η ονομασία της σύνθεσης πήρε το όνομά της από την περιοχή Αρανχουέθ, την οποία ο συνθέτης επισκεπτόταν συχνά με τη σύζυγό του. Οι κήποι του θερινού ανακτόρου του Αρανχουέθ ενέπνευσαν τον Ροντρίγκο, ο οποίος προσπάθησε να αιχμαλωτίσει το άρωμα των λουλουδιών, τους ήχους της φύσης και το τραγούδι των πουλιών στο έργο του. Ο συνθέτης έμεινε πιστός στην κλασική τριμερή φόρμα του κοντσέρτου ακολουθώντας τη διαδοχή γρήγορο-αργό-γρήγορο. Το ρυθμικό και ζωηρό πρώτο μέρος Allegro con spirito αρχίζει με το σόλο της κιθάρας να κινείται στη χαρούμενη τονικότητα της ρε μείζονος. Χρησιμοποιώντας την τεχνική scordatura, η χαμηλή χορδή «μι» έχει κουρδιστεί έναν τόνο χαμηλότερα στο «ρε», ώστε
χρωματικό στροβιλισμό από το φλάουτο. Στο τρίτο μέρος ο συνθέτης επαναφέρει την αρχική εκρηκτική Αλμποράδα αλλά σε διαφορετική τονικότητα και με αντεστραμμένους τους ρόλους του βιολιού και του κλαρινέτου, υπό τη συνοδεία των διεγερτικών κρουστών. Το ταμπούρο εισάγει μια εντυπωσιακή φανφάρα για γαλλικά κόρνα και τρομπέτες στο τέταρτο μέρος, που θα δώσει τη σκυτάλη στο βιολί για την εκτέλεση
ηχούν πιο σύμφωνες οι συγχορδίες και να μπορεί ο εκτελεστής να παίξει μια ρε μείζονα συγχορδία σε όλες τις χορδές. Αυτή η αλλαγή στο κούρδισμα του οργάνου επιτρέπει φράσεις σε χαμηλή έκταση, όπως αυτή η κατιούσα κλίμακα της ρε μείζονος που εκτελείται στο τέλος του εναρκτήριου τμήματος. Η ρυθμική επιλογή των 6/8 ανατρέπεται συνεχώς χάρη στα ημίολα, όπου τα μέτρα μοιράζονται άλλοτε σε δύο και άλλοτε σε τρεις παλμούς. Οι μελωδίες εναλλάσσονται αδιάκοπα με τα ημίολα να λειτουργούν ως συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους. Αυτή η ρυθμική ένταση ενισχύει την αντίθεση που έρχεται στο αργό δεύτερο μέρος, στο οποίο χτυπάει η καρδιά ολόκληρου του κοντσέρτου.
πρωταγωνιστικό όργανο
με μια διακόσμηση που θυμίζει αυτοσχεδιασμό του φλαμένκο. Η κιθάρα «κεντάει» το θέμα τρυφερά και στοχαστικά σε διάλογο με την ορχήστρα, όπως προβλέπει η παράδοση του κοντσέρτου. Η μελωδία του αγαπήθηκε από πολλούς συνθέτες και γνώρισε πολλές μεταγραφές, μεταξύ των οποίων και αυτή του τρομπετίστα της τζαζ Μάιλς Ντέιβις, ο οποίος έχει ηχογραφήσει μια εκδοχή της. Το ελαφρύ και εξωστρεφές Allegro gentile έρχεται σε αντίθεση με τη μελαγχολία του προηγούμενου μέρους. Ο συνθέτης επαναφέρει τις συνεχείς ρυθμικές εναλλαγές του πρώτου μέρους δημιουργώντας διαρκείς εκπλήξεις ως το ξεσηκωτικό φινάλε. Αναμφίβολα το Κοντσέρτο του Αρανχουέθ ανήκει όχι μόνο στα πιο δημοφιλή έργα για κιθάρα αλλά και στις πιο αγαπημένες συνθέσεις ολόκληρου του ρεπερτορίου. Στη σημερινή συναυλία το ακούμε σε μια μαγευτική μεταγραφή για άρπα.
GEORGES BIZET
Σουίτες Κάρμεν αρ. 1 και αρ. 2 Η Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ ανήκει σε μια από τις δημοφιλέστερες όπερες, που αγαπήθηκε τόσο από το απλό όσο και το πιο μυημένο κοινό, με την ηρωίδα να αποτελεί έως και σήμερα τη διασημότερη ενσάρκωση της «φαμ φατάλ». Το έργο, βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Προσπέρ Μεριμέ, ολοκληρώθηκε το 1874 και λίγους μήνες αργότερα έκανε την πρεμιέρα του στην Όπερα Κομίκ του Παρισιού. Οι κριτικοί την υποδέχτηκαν ψυχρά, κυρίως λόγω της τολμηρής της θεματολογίας. Μια ελεύθερη και παθιασμένη Τσιγγάνα που αποπλανά έναν ευσυνείδητο στρατιωτικό και τον οδηγεί στην παρανομία και τελικά στο έγκλημα αποτελούσε, καθώς φαίνεται, πρόκληση για την κοινωνία του 19ου αιώνα. Η όπερα ωστόσο κέρδισε γρήγορα θαυμαστές, αν και ο δημιουργός της δεν έζησε να δει την επιτυχία της, αφού πέθανε αιφνιδιαστικά μόλις τρεις μήνες μετά την πρεμιέρα. Το έργο διαδραματίζεται στη Σεβίλλη. Η φλογερή Κάρμεν, εργάτρια στο τοπικό εργοστάσιο καπνοποιίας παρασύρει τον στρατιωτικό Ντον Χοσέ σε ένα ερωτικό παιχνίδι. Εκείνος την ερωτεύεται αγνοώντας την επιθυμία της μητέρας του να παντρευτεί τη γλυκιά Μικαέλα, και την ακολουθεί στην παρανομία. Σύντομα όμως τα αισθήματα της Κάρμεν για τον Χοσέ ξεθωριάζουν, καθώς το ενδιαφέρον της στρέφεται στον Εσκαμίγιο, έναν νεαρό ταυρομάχο. Ο Χοσέ τυφλωμένος από ζήλια σκοτώνει την Κάρμεν έξω από την αρένα των ταυρομαχιών, την ώρα που ηχούν οι ενθουσιώδεις ζητωκραυγές του πλήθους για τη νίκη του ταυρομάχου.
Μετά τον πρόωρο θάνατο του Μπιζέ, ο φίλος του Ερνέστ Γκιρώ μετέγραψε την όπερα για δύο συμφωνικές Σουίτες, οι οποίες περιλαμβάνουν διάφορα τμήματα της όπερας και γνωστές άριες σε ορχηστρική εκδοχή. Η πρώτη Σουίτα αρχίζει εισάγοντας το δυσοίωνο μοτίβο της μοίρας (Πρελούδιο). Στην ακόλουθη Aragonaise οι έντονοι ρυθμοί και οι τυπικά ισπανικές φράσεις από το όμποε και τα έγχορδα αποπνέουν το άρωμα της Ιβηρικής χερσονήσου. Οι μελωδίες στο φλάουτο και την άρπα του τρυφερού Ιντερμέτζο απεικονίζουν μια γαλήνια νυχτερινή σκηνή στα βουνά έξω από τη Σεβίλλη. Εξαιρετικής ομορφιάς και πλούσια σε παραδοσιακά στοιχεία είναι και η Σεγκιντίγια, με την οποία η Κάρμεν καταφέρνει να γοητεύσει τον Ντον Χοσέ και να τον πείσει να την ελευθερώσει από τη φυλακή. Στους Δραγόνους της Αλκάλας, το ταμπούρο, το φαγκότο και το κλαρινέτο αναπαριστάνουν το πειθαρχημένο στρατιωτικό σύνταγμα των Δραγόνων. To ξακουστό Εμβατήριο των ταυρομάχων σε προκαλεί να χορέψεις στον μεθυστικό ρυθμό του. H λαμπερή μουσική γεμάτη ενέργεια και ρυθμό μας μεταφέρει την εορταστική ατμόσφαιρα του πλήθους που υποδέχεται τους τολμηρούς ταυρομάχους και καταλήγει στο θριαμβευτικό φινάλε της πρώτης Σουίτας. Η Σουίτα αρ. 2 αρχίζει με το Εμβατήριο των λαθρεμπόρων από την τρίτη πράξη της όπερας, όπου οι λαθρέμποροι επιστρέφουν στον καταυλισμό τους με τη λεία τους. Ακολουθεί η φημισμένη Χαμπανέρα, η οποία χαρακτηρίζει τον άστατο χαρακτήρα της Κάρμεν. Το λυρικό Νυχτερινό της τρίτης πράξης προέρχεται από την άρια της ερωτευμένης Μικαέλας στην τρίτη πράξη. Στο περίφημο Τραγούδι του ταυρομάχου από τη δεύτερη πράξη, ο Εσκαμίγιο εξιστορεί τις επιτυχίες του και θριαμβολογεί για τη δόξα που συνοδεύει τη νίκη. Η παιχνιδιάρικη μουσική της Στρατιωτικής φρουράς συνοδεύει τους στρατιώτες καθώς φθάνουν για να αναλάβουν καθήκοντα έξω από το εργοστάσιο. Για το φινάλε έχει επιλεγεί ο τσιγγάνικος Μποέμικος χορός από τη δεύτερη πράξη, με την Κάρμεν και τους φίλους της να διασκεδάζουν στο τοπικό πανδοχείο. Η μουσική του Μπιζέ γεμάτη χρώμα, ρυθμό και φαντασία εξυφαίνει ένα αριστούργημα που συγκαταλέγεται στα κορυφαία έργα του οπερατικού ρεπερτορίου.