

MAURICE RAvEL (1875-1937)
Le tombeau de Couperin (O τάφος του Κουπρέν)
• Prélude
• Forlane
• Menuet
• Rigaudon
ΣΕΡΓΚΕΪ πΡΟΚΟφΙΕφ (1891-1953) Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ. 1 σε ρε μείζονα, έργο 19
• Andantino
• Scherzo. vivacissimo
• Moderato - Allegro moderato
ANTONÍN dvO Ák (1841-1904) Σερενάτα για ορχήστρα εγχόρδων σε μι μείζονα, έργο 22 B. 52
• Moderato
• Tempo di valse
• Scherzo. vivace
• Larghetto
• Finale. Allegro vivace
ZOLTÁN kOdÁLY (1882-1967)
Ο τάφος του Κουπρέν
Η χρονιά του 1914, όταν κηρύχθηκε ο α΄ παγκόσμιος πόλεμος, επηρέασε βαθιά την ευαίσθητη ψυχή του Μωρίς Ραβέλ, ανακόπτοντας προσωρινά τη δημιουργικότητά του. Ο συνθέτης επιθυμούσε να υπηρετήσει στη στρατιω τική αεροπορία, αλλά η εύθραυστη υγεία του δεν του το επέτρεψε. Ωστόσο κατάφερε, το Μάρτιο του 1916, να πάει στην πρώτη γραμμή, στο βερντέν, ως οδηγός ασθενοφόρου του στρατού. Έξι μήνες αργότερα ασθένησε με δυσεντερία και επέστρεψε στο παρίσι. τον Ιανουάριο του 1917, η απώλεια της μητέρας του τον βύθισε και πάλι σε μεγάλη θλίψη. Με κλονισμένη ψυχική υγεία, ξαναγύρισε στη στρατιωτική του αποστολή για σύντομο χρο νικό διάστημα, προτού καταρρεύσει και απολυθεί οριστικά. τους υπόλοι πους μήνες του πολέμου τούς πέρασε σε ένα χωριό της Νορμανδίας, ανα κτώντας σταδιακά τη δημιουργική του ενέργεια και δουλεύοντας πάνω σε σχέδια παλαιότερων και νέων έργων. Σε αυτήν την περίοδο ανήκει το έργο Ο τάφος του Κουπρέν, του οποίου η σύνθεση είχε αρχίσει ήδη από το 1914 με τη Forlane, για να ολοκληρωθεί ως πιανιστική σουίτα το 1917. το 1919, κατόπιν αίτησης του εκδότη του, ο συνθέτης ενορχήστρωσε τέσσερα από τα έξι αρχικά μέρη, παραλείποντας τη φούγκα και την τοκάτα. Η ορχηστρι κή εκδοχή της σύνθεσης έκανε πρεμιέρα στο παρίσι στις 18 φεβρουαρίου
1920. Ο τίτλος του έργου αναφέρεται στον εμβληματικό γάλλο συνθέτη του 17ου και 18ου αιώνα φρανσουά Κουπρέν, ο οποίος εκτός των θρησκευ τικών του έργων και των έργων μουσικής δωματίου έγραψε και περισσότε ρες από τριακόσιες σημαντικές συνθέσεις για τσέμπαλο, γεμάτες ζωηρή φαντασία, καθαρότητα και δεξιοτεχνία. Η γαλλική λέξη tombeau, που με ταφράζεται στα ελληνικά ως «τάφος», αναφέρεται εδώ σε έναν γαλλικό μουσικό όρο του 17ου αιώνα που σήμαινε «επιμνημόσυνο» και αποτελούσε έργο-φόρο τιμής σε έναν θανόντα. Ο Ραβέλ, ακολουθώντας κατά κάποιον τρόπο την παράδοση αυτή, αφιέρωσε κάθε μέρος της σύνθεσής του σε κάποιον από τους φίλους του που έχασε στον πόλεμο. Η θλίψη της απώ λειας, καλά κρυμμένη κάτω από μια φαινομενικά εύθυμη μουσική, αποτυ πώνεται ωστόσο με γλαφυρό τρόπο στην απεικόνιση μιας επιμνημόσυνης κουρτίνας και μιας τεφροδόχου στο σχέδιο του εξωφύλλου της αρχικής έκδοσης του έργου για σόλο πιάνο, που ζωγράφισε ο ίδιος ο συνεθέτης. τα τρία μέρη του ορχηστρικού έργου, Forlane, Menuet και Rigaudon, προ έρχονται από τυπικούς χορούς του Μπαρόκ. Ωστόσο ο συνθέτης, ασπα ζόμενος τη νεοκλασική τάση, τους προσεγγίζει μέσα από το πρίσμα του 20ού αιώνα. Έτσι, το έργο δανείζεται τις φόρμες,
λικνίζεται αδιάκοπα με ελαφρότητα και χάρη, πλαισιωμένο ορχηστρικά με την κομψότητα και την ευγένεια των εγχόρδων, της άρπας και των ξύλινων πνευστών, καταλήγοντας με ονειρικό τρόπο στο ανοδικό γκλισάντο της άρπας και στο τρέμολο των φλάουτων και των όμποε. Στη χαριτωμένη Forlane, έναν χαρούμενο χορό σε ρυθμό 6/8, δεσπόζουν και πάλι τα ξύλινα πνευστά. το Μενουέτο ήταν ένας ευγενής και επιβλητικός χορός σε ρυθμό 3/4, ιδιαιτέρως δημοφιλής στην Αυλή του λουδοβίκου ΙΔ΄
τον 17ο αιώνα. Στη σύνθεση του Ραβέλ, το Μενουέτο διαπνέεται από κομ ψότητα και μεγαλοπρέπεια, με έκδηλες μερικές μελαγχολικές πινελιές. Για το αντιθετικό μεσαίο τμήμα του χορού, ο συνθέτης γράφει μια απαλή Μουζέτα ομοφωνικής υφής, σαν προσευχή, με τη μελωδία να ξεδιπλώνε ται σε ελάσσονα τονικότητα, προτού το όμποε μας επαναφέρει στην αρχι κή μελωδία του Μενουέτου. το καταληκτικό ενθουσιώδες Rigaudon είναι ένας χορός σε ρυθμό 4/4, με ρίζες στην προβηγκία του 17ου αιώνα. Εδώ, ο χορός, που χαρακτηρίζεται από ζωηρές χοροπηδηχτές κινήσεις και έναν ενεργητικό διάλογο από τις τρομπέτες και τα κόρνα, διακόπτεται για λίγο από μια ποιμενική μελωδία αντιθετικού ύφους στα ξύλινα πνευστά και επι στρέφει στην αρχική μελωδία οδεύοντας προς τη λαμπερή κατάληξή του.
και κοινωνικού χάους που επικρατού σε στη Ρωσία το 1917, ο προκόφιεφ διένυε μια από τις παραγωγικότερες περιόδους της ζωής του, γράφοντας μια σειρά έργα, όπως το Πρώτο κο ντσέρτο για βιολί (για το οποίο χρησιμοποίησε υλικό από ένα Κοντσερτί νο που είχε συνθέσει το 1915), την Πρώτη συμφωνία (την επονομαζόμενη «Κλασική»), την τρίτη και τέταρτη Σονάτα για πιάνο κ.ά. Ωστόσο η έκρυθμη πολιτική κατάσταση στη χώρα του και η αναχώρησή του για τις Ηνωμένες πολιτείες καθυστέρησαν την πρεμιέρα του Κοντσέρτου, που πραγματο ποιήθηκε τελικά στο παρίσι, το 1923. προς μεγάλη απογοήτευση του συν θέτη, το έργο έλαβε αρνητικές κριτικές, κυρίως επειδή η λυρική γλυκύτητά του κρίθηκε ξεπερασμένη. Ωστόσο ο ούγγρος βιολονίστας Γιόζεφ Σιγκέτι, που βρισκόταν στο κοινό, ενθουσιάστηκε με το Κοντσέρτο και ένα χρόνο αργότερα το συμπεριέλαβε στο πρόγραμμα της περιοδείας του στην Ευ ρώπη, κάνοντάς το παγκοσμίως γνωστό και πραγματοποιώντας μάλιστα
η τυπική φόρμα αλέγκρο σο νάτας. Στην ανάπτυξη αυξάνονται η ένταση και η ταχύτητα. Στο τέλος του τμήματος ο σολίστ επιβραδύνει, οδηγώντας στην επανέκθεση, που ξεκινά πιανίσιμο. Η μουσική τελειώνει ήσυχα, χωρίς την προβλεπόμενη καντέντσα ενός τυπικού κοντσέρτου, με το μελωδικό βιολί και την ανοδική περιδίνηση του φλάουτου να δίνουν έμφαση στην παραμυθένια ατμόσφαιρα. Η διά θεση αλλάζει αμέσως με το πικάντικο Scherzo του δευτέρου μέρους, που διαπνέεται από συνεχείς αντιθέσεις. πότε χιουμοριστική, πότε άτακτη και πονηρή, αλλά πάντα μουσικά ευφάνταστη και ευρηματική, η μουσική κρατά αμείωτη την προσοχή μας, καθώς η δεξιοτεχνική επίδειξη του βιολιού χρω
ματίζεται από όλες σχεδόν τις τεχνικές του οργάνου, όπως sul ponticello (παιγμένο κοντά στη γέφυρα), πιτσικάτο αριστερού χεριού, γκλισάντι και αρμονικούς που προσθέτουν μιαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πολυχρωμία. το Moderato του τρίτου μέρους αρχίζει με έναν ρυθμικό βηματισμό, πά νω στον οποίο η σύντομη μελωδία των φαγκότων εισάγει το βιολί με τον ίδιο γλυκό τρόπο του πρώτου μέρους. το πάθος και η ένταση αυξάνονται βαθμιαία, καθώς το σολιστικό μέρος γίνεται ολοένα και πιο ενεργητικό. Στο φινάλε βρίσκουμε το σόλο βιολί να επαναλαμβάνει το αρχικό θέμα μελαγχολικά και νοσταλγικά, διακοσμημένο τώρα με κελαηδιστές τρίλιες σε κάθε νότα, οδηγώντας το κοντσέρτο σε ένα τέλος που σβήνει σιγά σιγά, με το φλάουτο να υπενθυμίζει το στροβιλισμό του πρώτου μέρους.
To 1875, ο Αντονίν Ντβόρζακ διένυε μια από τις ευτυχέστερες περιόδους στη ζωή του. Νιόπαντρος, είχε μόλις αποκτήσει το πρώτο του παιδί, ενώ σε καλλιτεχνικό επίπεδο είχε κερδίσει το Αυστριακό Κρατικό βραβείο, το οποίο του εξασφάλιζε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό ώστε να μπορέσει να αφοσιωθεί στη σύνθεση. Η φήμη του εξαπλωνόταν στην Ευρώπη, κυ ρίως χάρη στην υποστήριξη του Μπραμς. Αυτήν την αισιόδοξη διάθεση μεταφέρει η Σερενάτα για έγχορδα σε μι μείζονα.
το έργο γράφτηκε μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες και περιλαμβά νει πέντε μέρη απαράμιλλης μελωδικής χάρης και ομορφιάς. Η φόρμα τους είναι κυρίως κυκλική ΑβΑ, με το μεσαίο τμήμα να κατέχει αντιθετικό χαρακτήρα. το μοναδικό χάρισμα του συνθέτη για λυρικές μελωδίες είναι έκδηλο ήδη από το πρώτο, μέτριας ταχύτητας, μέρος, στο οποίο παρεμ βάλλεται ένα χορευτικό μεσαίο τμήμα προτού ακουστεί και πάλι το αρχικό θέμα. Ως δεύτερο μέρος, ο συνθέτης επιλέγει ένα αργό και μελαγχολικό βαλς στην τονικότητα της σχετικής ελάσσονος, με ένα εξαιρετικά λυρικό τρίο. Η εύθυμη εορταστική ατμόσφαιρα επιστρέφει στο ζωηρό Σκέρτσο του τρίτου μέρους, χωρίς ωστόσο να λείπουν οι λυρικές πινελιές, ενώ το έργο γίνεται πιο εσωστρεφές
βαθιά. Γύρω στο 1800 εκδόθηκε στη βιέννη ένα άλμπουμ που περιείχε, μεταξύ άλλων, ουγγρικούς χορούς από τσιγγάνους της περιοχής, χαρα κτηριστικούς του τοπικού φολκλόρ. Ο συνθέτης άντλησε από αυτούς το κυρίως υλικό για τους Χορούς της Γκαλάντας
το έργο, που παραμένει από τις πιο δημοφιλείς συνθέσεις του Κόνταϋ, γράφτηκε το 1933 κατόπιν παραγγελίας της φιλαρμονικής Εταιρείας της βουδαπέστης για τον εορτασμό των ογδόντα της χρόνων. Αποτελείται από πέντε χορούς που εκτελούνται αδιαλείπτως αλλά δημιουργούν την αίσθηση ξεχωριστών μερών (Lento, Allegretto moderato, Allegro con moto, grazioso, Allegro και Allegro vivace) λόγω του διαφορετικού τους χαρα κτήρα, με το κυρίως θέμα τού Andante maestoso να επανέρχεται σαν επεισόδιο ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη εξασφαλίζοντας τη συνοχή της μουσικής. το αργό πρώτο μέρος αρχίζει με μια αποφασιστική μελωδική κίνηση από τα τσέλα, που επαναλαμβάνεται από διαφορετικά πνευστά όρ γανα, ακολουθούμενη πάντα από την ορμητική απάντηση των εγχόρδων, και κορυφώνεται με μια εκφραστική καντέντσα στο κλαρινέτο, η οποία μας οδηγεί στο μεγαλοπρεπές και επιβλητικό Andante maestoso. τα ξύλινα πνευστά δεσπόζουν στο Allegretto moderato της συνέχειας, με έναν παι χνιδιάρικο χορό που επιστρέφει εντελώς απρόσμενα στο κυρίως θέμα. Η ατμόσφαιρα αλλάζει και πάλι στο Allegro con moto, grazioso, με το όμποε να ξεδιπλώνει μια εύθυμη μελωδία συνοδευόμενη από ελαφρά κρουστά. Η κορύφωση αυτού του μέρους γίνεται με την υπενθύμιση του βασικού θέ ματος. Με σταδιακή επιβράδυνση οδηγούμαστε στο Allegro, ένα χορό γε μάτο ρυθμικές συγκοπές και παραδοσιακό ουγγρικό χρώμα στη μελωδία. Η αγωνία που χτίζεται, στη συνέχεια, με το κρεσέντο εξαφανίζεται στη στιγμή από ένα πονηρό, σχεδόν κωμικό τμήμα με πρωταγωνιστές και πάλι τα ξύλινα πνευστά. Με μια σταδιακή επιτάχυνση οδηγούμαστε στο δυνα μικό Allegro vivace, το οποίο διακόπτεται αιφνιδιαστικά από την ανάμνηση του κυρίως θέματος στα ξύλινα πνευστά και επιστρέφει οδηγώντας στην παράφορη κορύφωση του έργου από ολόκληρη την ορχήστρα. Ε λΕΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣ τΟπΟΥλΟΥ
