Renaud Capuçon Guillaume Bellom

Page 1

ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 23–24

RENAUD CAPUÇON GUILLAUME BELLOM

ΜΕ τ ΗΝ Υ π ΟΣ τ ΗΡΙ ξ Η τ ΟΥ Υ π ΟΥΡΓΕΙΟΥ π Ο λ Ι τ ΙΣΜΟΥ © manolo mylonas © m arco Borggreve

ΑΙΘΟΥΣΑ ΧΡΗΣ τΟΣ λΑΜπΡΑΚΗΣ

11.02.2024 RENAUD CAPUÇON GUILLAUME BELLOM

WOLFGANG AMADEUS MOZART (1756-1791)

Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 21 σε μι ελάσσονα, K. 304

• Allegro

• Tempo di Menuetto

LUDWIG VAN BEETHOVEN (1770-1827)

Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 5 σε φα μείζονα, έργο 24, «της άνοιξης»

• Allegro

• Adagio molto espressivo

• Scherzo: Allegro molto

• Rondo: Allegro ma non troppo

Δ ΙΑ λ ΕΙΜΜΑ

RICHARD STRAUSS (1864-1949)

Σονάτα για βιολί και πιάνο σε μι ύφεση μείζονα, έργο 18

• Allegro, ma non troppo

• Improvisation. Andante cantabile

• Finale. Andante – Allegro

ΒΙΟ λ Ι

Renaud Capuçon

π ΙΑΝΟ

Guillaume Bellom

ΜΕΓΑ λΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥ τΕΣ

W.Α. MOZART

Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 21

σε μι ελάσσονα, Κ. 304

Συνοδευόμενος από τη μητέρα του, ο Μότσαρτ έφυγε από το Ζάλτσμπουργκ τον Σεπτέμβριο του 1777 και, ψάχνοντας μια προσοδοφόρα θέση εργασίας, περιόδευσε διαδοχικά στο Μάνχαϊμ, το παρίσι και το Μόναχο. Αλλά τον Ιούλιο του 1778, ενώ βρισκόταν στο παρίσι, η μητέρα του αρρώστησε και πέθανε. Έξι μήνες μετά, ο συνθέτης επέστρεψε στο Ζάλτσμπουργκ άπραγος και συντετριμμένος, έχοντας βιώσει τη βαριά απώλεια της μητέρας του και χωρίς να έχει βρει τη θέση που αναζητούσε∙ επιπλέον, είχε ξοδέψει πολύ περισσότερα χρήματα απ’ όσα υπολόγιζε. Ωστόσο, κατά την παραμονή του στο παρίσι, και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1778, εξέδωσε έξι Σονάτες για βιολί και πιάνο (ή, ορθότερα, για πιάνο και βιολί), και μάλιστα ως Έργο 1, μιας και επρόκειτο για τα πρώτα ώριμα έργα του που τυπώθηκαν. Όλες αυτές οι Σονάτες γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της περιοδείας και αφιερώθηκαν στη Μαρία Ελισάβετ, εκλέκτορα του παλατινάτου (1721-1794). Η τέταρτη, σε μι ελάσσονα, παρουσιάζει δύο αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες: κατ’ αρχάς, από τις τριάντα έξι σονάτες του Μότσαρτ για βιολί είναι η μόνη γραμμένη σε ελάσσονα τονικότητα – εύκολα συνδέει κανείς τον μελαγχολικό χαρακτήρα της με την οδύνη για την απώλεια της μητέρας του πάντως, δεν είναι εξακριβωμένο εάν η εν λόγω Σονάτα γράφτηκε πριν ή μετά το θάνατό της. το δεύτερο στοιχείο που εκπλήσσει είναι η απόφαση του συνθέτη να κλείσει τη Σονάτα με ένα μενουέτο (σε φόρμα ροντό), επιλογή συνηθισμένη ακόμα τη δεκαετία του 1750 ή του 1760, αλλά παρωχημένη την εποχή σύνθεσης του έργου. Αντίθετα, το ότι η Σονάτα έχει μόνο δύο μέρη –αντί για τρία, που θα ήταν κάπως πιο αναμενόμενο– δεν συνιστά πρωτοτυπία, αφού το ίδιο ισχύει για τις πέντε από τις έξι Σονάτες της συλλογής (αλλά και για άλλα έργα).

Στην αρχή του πρώτου μέρους, τα δύο όργανα παρουσιάζουν παράλληλα και σε ταυτοφωνία την πρώτη κύρια μελωδία, που δίνει ένα ξεκάθαρο στίγμα θλίψης. Αυτή η θλίψη δεν αποφορτίζεται ούτε με την εμφάνιση (αρχικά από το πιάνο) του δεύτερου θέματος: Αν και γραμμένο στη σολ μείζονα το θέμα αυτό, με αλλεπάλληλα και νευρώδη παρεστιγμένα, εντείνει τη δραματικότητα. το ίδιο αποτέλεσμα έχει η φορτισμένη, πολυφωνική γραφή στην ακόλουθη ενότητα επεξεργασίας του μουσικού υλικού. Στην επανέκθεση, πλέον, και τα δύο θέματα παρουσιάζονται στη μι ελάσσονα επιτείνοντας τον ομιχλώδη και βαρύθυμο χαρακτήρα του μουσικού τοπίου. Στη συνέχεια, το πιάνο αναλαμβάνει να παρουσιάσει το χαριτωμένο αλλά και «σοβαρό» θέμα του Μενουέτου, προτού δώσει τη σκυτάλη στο βιολί, που κάνει το ίδιο υπό τη συνοδεία του πιάνου – συνοδεία κάθε άλλο παρά απλή ή ουδέτερη. το θέμα αυτό παρουσιάζεται τρεις φορές συνολικά, ενώ ανάμεσα στις επανεμφανίσεις του παρεμβάλλονται δύο επεισόδια. το δεύτερο, σε μι μείζονα, παρά την αφοπλιστική του απλότητα (ή, ίσως, ακρι- 2

βώς χάρη σε αυτή), καταφέρνει να λειτουργεί ως η μόνη όαση γαλήνης και ασυννέφιαστης αισιοδοξίας σε όλη τη Σονάτα.

L.V. BEETHOVEN

Σονάτα

για βιολί και πιάνο αρ. 5

σε φα μείζονα, έργο 24, «της άνοιξης»

Οι εννέα από τις δέκα Σονάτες του Μπετόβεν για βιολί και πιάνο γράφτηκαν από το 1797 ως το 1803 – μόνο η τελευταία (1812) ανήκει στην περίοδο της ωριμότητάς του. Αν και ως εκτελεστής ο Μπετόβεν απέκτησε φήμη κυρίως για τη δεξιοτεχνία του στο πιάνο, από τα πρώτα του χρόνια είχε στενή σχέση και με το βιολί: Έλαβε μαθήματα βιολιού (και βιόλας) στη γενέτειρά του, Βόννη, ενώ για κάποια χρόνια εξασφάλιζε τα προς το ζην παίζοντας βιόλα στην τοπική ορχήστρα και, μετά το 1792, όταν εγκαταστάθηκε πια στη Βιέννη, μελέτησε βιολί με τον διακεκριμένο βιολονίστα Ignaz Schuppanzigh [Ίγκνατς Σούππαντσικ]. πάντως, το ότι γνώριζε βιολί δεν στάθηκε ο μόνος λόγος που το όργανο αυτό κέντρισε το συνθετικό του ενδιαφέρον: το βιολί εξελισσόταν κατασκευαστικά αποκτώντας π.χ. μεγαλύτερη ταστιέρα ή ψηλότερο καβαλάρη, γεγονός που διεύρυνε τις εκφραστικές του δυνατότητες και του προσέδιδε λαμπρότερο ήχο – στοιχεία θελκτικά για έναν ανήσυχο δημιουργό. Και βέβαια, δεν μπορεί κανείς να υποτιμήσει το θαυμασμό του νεαρού σύνθετη για τον Μότσαρτ –ο οποίος είχε εμπλουτίσει το ρεπερτόριο του βιολιού με πολλές εξαίσιες σονάτες– και την επιθυμία του να αναμετρηθεί με αυτή τη βαριά μουσική παρακαταθήκη και να αποδειχθεί άξιος κληρονόμος της.

το 1801, ο Μπετόβεν στέκεται στο κατώφλι μιας νέας εποχής ως προς τη συνθετική του σκέψη και δράση. Σταδιακά εγκαταλείπει την αίσθηση του μέτρου και τη διαύγεια του κλασικισμού, τους λεπτεπίλεπτους αρμονικούς και μελωδικούς χειρισμούς που αυτός επίτασσε, για να ακολουθήσει το προσωπικό του όραμα με συνέπεια, στρεφόμενος προς μια γραφή πιο σφριγηλή και παθιασμένη. Εκείνη τη χρονιά, ολοκληρώνει, μεταξύ άλλων, την Τέταρτη και την Πέμπτη σονάτα του για βιολί, που αν και προορίζονταν να συναποτελέσουν το Έργο 23 (ως αρ. 1 και αρ. 2), εκδόθηκαν χωριστά ως Έργο 23 και Έργο 24. Αμφότερες αφιερώθηκαν στον βιεννέζο ευγενή, τραπεζίτη και προστάτη των τεχνών, κόμη Moritz von Fries [Μόριτς φον Φρης], ο οποίος, συν τοις άλλοις, υπήρξε ερασιτέχνης βιολιστής με διόλου ευκαταφρόνητες ικανότητες.

Η Πέμπτη σονάτα είναι γνωστή με το προσωνύμιο «της άνοιξης», το οποίο ταιριάζει απόλυτα στο χαρακτήρα της, παρόλο που δεν το επέλεξε ο ίδιος ο δημιουργός της. Ο Μπετόβεν έτρεφε βαθιά αγάπη για τη φύση, αντλούσε έμπνευση και αγαλλίαση από την επαφή του μαζί της. Στο πολυσύνθετο έργο του διαφαίνεται ουκ ολίγες φορές μια ευαίσθητη, «βουκολική» πτυχή,

3

αντίβαρο της απόλυτα δραματικής, δυναμικής και έντονα συναισθηματικής του διάστασης. Στη Σονάτα «Της άνοιξης» πρυτανεύει αυτή η τρυφερή πλευρά του συνθέτη, την οποία υπηρετεί, άλλωστε, και η χρήση της τονικότητας της φα μείζονας. Η τονικότητα αυτή, ήδη πριν από την εποχή του Μπετόβεν, σχετιζόταν με τη μουσική έκφραση της ειδυλλιακής πλευράς της φύσης (και διόλου τυχαία είναι η τονικότητα της διάσημης Ποιμενικής συμφωνίας του).

Με εύληπτα θέματα, η Πέμπτη σονάτα για βιολί και πιάνο σε φα μείζονα είναι έργο αισιόδοξο και με αναζωογονητική διάθεση. το πρώτο μέρος, σε κλασική φόρμα σονάτας, στηρίζεται σε δύο αντιθετικού χαρακτήρα θέματα, εκ των οποίων το πρώτο θέμα είναι εξόχως λυρικό (από τις πιο αναγνωρίσιμες μελωδίες στο μπετοβενικό έργο) και το δεύτερο θέμα, ρυθμικό και ενεργητικό. Στο αργό δεύτερο μέρος, βιολί και πιάνο εναλλάσσονται στην παρουσίαση ενός εκφραστικού θέματος με τρεις διακριτικές παραλλαγές. το Σκέρτσο που ακολουθεί είναι εξαιρετικά σύντομο αλλά νευρώδες, με παιγνιώδη ρυθμική διάθεση. τέλος, το φινάλε, σε φόρμα ροντό, παρεμβάλλει τρία επεισόδια στις επανεμφανίσεις ενός ανάλαφρου, χαριτωμένου θέματος, ενώ δεν λείπουν και στιγμές ευφυούς χιούμορ.

R. STRAUSS

Σονάτα για βιολί και πιάνο

σε μι ύφεση μείζονα, έργο 18

Ο πατέρας του συνθέτη, Φραντς Στράους, υπήρξε από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες κόρνου της εποχής του∙ επί σχεδόν πενήντα χρόνια, κατείχε τη θέση του πρώτου κορνίστα της Ορχήστρας της Αυλής του Μονάχου. Μετά τον πρόωρο χαμό της πρώτης του γυναίκας, ο Φραντς παντρεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου ζυθοποιού. Έτσι, ο γιος τους, Ρίχαρντ, γεννήθηκε σε εύπορο περιβάλλον και έλαβε από πολύ μικρός αξιόλογη μουσική εκπαίδευση. Ο πατέρας του είχε συντηρητικές μουσικές αντιλήψεις και απεχθανόταν την «πρωτοποριακή» μουσική του Βάγκνερ, ενώ ήταν λάτρης της κλασικής και πρώιμης ρομαντικής γερμανικής μουσικής. Αναπόφευκτα, ο γιος του μεγάλωσε μελετώντας σε βάθος συνθέτες όπως ο Χάυντν, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν και ο Σούμπερτ. τα πρώτα του έργα, των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, αντανακλούσαν τις απόψεις του πατέρα του. τίποτα δεν προοιώνιζε ούτε την ώριμη, αμετάκλητη, στροφή του προς την αισθητική του Βάγκνερ, ούτε και την καταξίωσή του (μετά το θάνατο του Μπραμς) ως του σημαντικότερου γερμανού συνθέτη της εποχής του.

τα νεανικά έργα του Στράους, πάντως, φανερώνουν ένα σπάνιο ταλέντο σε σπανίως πρόωρη άνθιση, κάτι που του αναγνωρίστηκε από νωρίς – αξίζει να αναφέρουμε ενδεικτικά ότι ο μεγάλος πιανίστας και αρχιμουσικός Hans von Bülow [Χανς φον Μπύλοφ] δεν δίστασε να αποκαλέσει τον νεό -

4

τατο ακόμα Στράους «την πιο εκπληκτική μουσική προσωπικότητα από την εποχή του Μπραμς». Στις αρχές της δεκαετίας του 1880, μεταξύ άλλων, ο Στράους συνέθεσε μια σονάτα για πιάνο και μια για βιολοντσέλο, για να ακολουθήσει (1887) η Σονάτα για βιολί, που είναι μακράν ωριμότερη και επιβλητικότερη των δύο προηγουμένων. Στο ενδιάμεσο διάστημα, αρχής γενομένης από το 1885, ο συνθέτης ήρθε σε επαφή με τη νέα μουσική γλώσσα του λιστ και του Βάγκνερ, που τον γοήτευαν ολοένα και πιο έντονα. Συνεπώς, η Σονάτα για βιολί σε μι ύφεση μείζονα ίσταται στιλιστικά στο μεταίχμιο ανάμεσα στις κλασικές αρχές, με τις οποίες είχε γαλουχηθεί ως τότε ο Στράους, και στα πρωτοποριακά μουσικά οράματα της εποχής του, που δεν ήθελαν τη μουσική μορφολογικά δέσμια του παρελθόντος, αλλά ελεύθερη να εκφράζει το ρομαντικό πάθος, και μάλιστα, με τον πιο πληθωρικό αρμονικά τρόπο.

πράγματι η Σονάτα, αν και οικοδομείται σε κλασικά δομικά πρότυπα (φόρμα σονάτας στο πρώτο και στο τρίτο μέρος, τριμερή φόρμα στο δεύτερο), ξετυλίγει τις μουσικές της ιδέες με υπερχειλίζουσα θέρμη, που ωθεί κάθε φόρμα στα όρια των αντοχών της ως προς την οριοθέτηση μιας μουσικής κινούμενης διαρκώς στα άκρα –από την αραχνοΰφαντη τρυφερότητα ως τα πιο ηρωικά ξεσπάσματα–, πάντα με αρμονικά περίπλοκο και χειμαρρώδη τρόπο. Σε πολλές περιπτώσεις, η εμπύρετη αυτή διάθεση της Σονάτας αποπνέει κάτι βαθιά ερωτικό, καθώς την περίοδο που γράφει το έργο ο Στράους είχε γνωρίσει και ερωτευτεί τη σοπράνο Pauline de Ahna [παουλίνε ντε Άνα], την οποία και παντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα (1894). Η οργανική γραφή και για τα δύο όργανα είναι εξόχως δεξιοτεχνική και φανερώνει βαθιά γνώση των τεχνικών τους ιδιαιτεροτήτων. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Στράους συνέθετε για το πιάνο από τα επτά του χρόνια, ενώ είχε μελετήσει βιολί από το οκτώ του – μάλιστα, το 1882 είχε ήδη ολοκληρώσει ένα κοντσέρτο γι’ αυτό το όργανο. Και βέβαια, το μελωδικό χάρισμα του Στράους αναδεικνύεται σε όλο του το μεγαλείο στο αργό μέρος, που, όπως σωστά έχουν επισημάνει, φέρνει στο νου τα υπέροχα τραγούδια και τις όπερες του συνθέτη.

τΙτΟΣ ΓΟΥΒΕ λΗΣ

5
© s imon Fowler

Renaud Capuçon

Ο γάλλος βιολονίστας Ρενώ Καπυσόν, σολίστ και μουσικός δωματίου διεθνούς φήμης, είναι γνωστός για τις δεξιοτεχνικές ερμηνείες του και τον μοναδικό, διαυγή ήχο του. Συνεργάζεται με τις πιο γνωστές ορχήστρες, με καλλιτέχνες και μουσικά σύνολα, και εμφανίζεται σε διεθνή φεστιβάλ. Γεννήθηκε στο Σαμπερύ το 1976. Άρχισε σπουδές μουσικής στο Κονσερβατουάρ του παρισιού, σε ηλικία 14 ετών, και κατά τη διάρκεια των σπουδών του κέρδισε πολυάριθμες διακρίσεις. Συνέχισε στο Βερολίνο με τους τόμας Μπράντις και Άιζακ Στερν και τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας τεχνών του Βερολίνου. το 1997, ύστερα από πρόσκληση του Κλάουντιο Αμπάντο, έγινε εξάρχων της Ορχήστρας Νέων Γκούσταφ Μάλερ συνεργαζόμενος, μεταξύ άλλων, με τους αρχιμουσικούς Μπουλέζ, Οζάουα, Βέλσερ-Μαιστ και Αμπάντο. Έκτοτε, ο Καπυσόν καθιερώθηκε διεθνώς ως σολίστ. Συμπράττει με κορυφαίες ορχήστρες: Φιλαρμονική του Βερολίνου, Συμφωνική της Βοστόνης, Ορχήστρα Δωματίου της Ευρώπης, Συμφωνική του λονδίνου, Φιλαρμονική της Σκάλας του Μιλάνου, της Νέας Υόρκης, της Βιέννης, της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, Ορχήστρα του παρισιού και Εθνική Ορχήστρα της Γαλλίας. Έχει συνεργαστεί με τους αρχιμουσικούς: Μπάρενμποϊμ, Ντουνταμέλ, Μπύτσκοφ, Ντενέβ, Ντονάνι, Έσενμπαχ, Γκέργκιεφ, Χάιτινκ, Χάρντινγκ, λονγκ Γιου, πάαβο Γαίρβι, Νέλσονς, Νεζέ-Σεγκέν, τιτσάτι, Γιαπ φαν Σβέντεν κ.ά. την καλλιτεχνική περίοδο 2022-2023 έκανε το ντεμπούτο του στο Κάρνεγκι Χολ με το σύνολο δωματίου Orpheus και συνέπραξε με τη Συμφωνική του Σικάγου, υπό τον Μπύτσκοφ, στο Τρίτο κονσέρτο για βιολί του Σαιν-Σανς. Ασχολείται παθιασμένα με τη μουσική δωματίου και έχει συνεργαστεί με τους καλλιτέχνες: Μάρτα Άργκεριχ, Μπάρενμποϊμ, Μπασμέτ, Μπρόνφμαν, Μπουνιατισβίλι, Γκριμώ, Χάγκεν, λέβιτ, πίρες, τριφόνοφ, Γιο-Γιο Μα, και Γιούτζα Ουάνγκ, καθώς και με τον αδελφό του, τσελίστα Γκωτιέ Καπυσόν, σε πολλά διεθνή φεστιβάλ, όπως του Βερολίνου, της λουκέρνης, του Βερμπιέ, της Αιξ-αν-προβάνς, Roque d’Anthéron, του Σαν Σεμπαστιάν, του Ζάλτσμπουργκ, του Εδιμβούργου και του τάνγκλγουντ. Έχει εκπροσωπήσει τη Γαλλία σε σημαντικές εκδηλώσεις, για παράδειγμα το 2018, στους εορτασμούς για την Ημέρα της Ανακωχής, όπου έπαιξε μαζί με τον Γιο-Γιο Μα κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου, παρουσία πολλών αρχηγών κρατών, καθώς και στη Σύνοδο Κορυφής των G7 το 2019, στο Μπιαρρίτζ.

Καλλιτεχνικός διευθυντής στο πασχαλινό Φεστιβάλ της Αιξ-αν-προβάνς (το οποίο ίδρυσε το 2013), στο Sommets Musicaux του Γκστάαντ (από το 2016), στις Μουσικές Συναντήσεις στο Εβιάν (από το 2023), και από το 2021 καλλιτεχνικός διευθυντής της Ορχήστρας Δωματίου της λωζάνης.

Έως πρόσφατα, αποκλειστικός καλλιτέχνης της Erato/Warner Classics, συνεργάζεται από το 2022 με την εταιρεία Deutsche Grammophon, από όπου κυκλοφορεί το άλμπουμ του με σονάτες βιολιού που ερμήνευσε μαζί με τη Μάρτα Άργκεριχ (ηχογράφηση από το πασχαλινό Φεστιβάλ της Αιξ-ανπροβάνς). πρόσφατες κυκλοφορίες από την Eratο: το Κοντσέρτο για βιολί και η Σονάτα για βιολί του Έλγκαρ, με τη Συμφωνική του λονδίνου υπό τον σερ Σάιμον Ρατλ, ένα άλμπουμ με διασκευές για βιολί και πιάνο, σε συνεργασία με τον Γκυγιώμ Μπελλόμ, και, πιο πρόσφατα, τα κοντσέρτα για βιολί του Βιβάλντι και του Σαιν-Ζωρζ με την Ορχήστρα Δωματίου της λωζάνης. το άλμπουμ του Au Cinema, με αγαπημένες επιλογές από τη μουσική κινηματογράφου, κυκλοφόρησε το 2018 και έλαβε εγκωμιαστικές κριτικές.

7

παίζει με Guarneri del Gesù «Panette» (1737), που ανήκε στον Άιζακ Στερν.

Έχει λάβει τα διάσημα του Ιππότη του Εθνικού τάγματος Αξίας (Ιούνιος 2011) και του Ιππότη του Εθνικού τάγματος της λεγεώνας της τιμής (Μάρτιος 2016) από τη γαλλική κυβέρνηση.

Guillaume Bellom

Ο Γκυγιώμ Μπελλόμ, από τους πιο επιτυχημένους σολίστ της γενιάς του, σπούδασε πιάνο και βιολί στο ωδείο της γενέτειράς του, Μπεζανσόν, και στο Κονσερβατουάρ του παρισιού. Στην απόφασή του να αφοσιωθεί στο πιάνο τον επηρέασαν σημαντικοί καλλιτέχνες όπως ο Νικολά Ανγκελίς και η Ορτάνς Καρτιέ-Μπεσσόν. το 2015 έγινε διεθνώς γνωστός, καθώς αναδείχθηκε φιναλίστ στο διαγωνισμό Κλάρα Χάσκιλ. τιμήθηκε με το βραβείο Modern Times, για την καλύτερη ερμηνεία έργου του τομά Αντές∙ κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό του Επινάλ και το βραβείο του Ιδρύματος «Ο χρυσός του Ρήνου» [L’ or du Rhin], ενώ το 2016 αναδείχθηκε νικητής του διαγωνισμού Thierry Scherz στο φεστιβάλ Sommets Musicaux του Γκστάαντ. το 2017 υπήρξε υποψήφιος για το μουσικό βραβείο Victoires de la Musique στην κατηγορία του σολίστ οργάνου. Από το 2018 είναι συνεργαζόμενος καλλιτέχνης του Ιδρύματος Singer-Polignac του παρισιού.

Έχει συμπράξει ως σολίστ με την Εθνική Ορχήστρα της Γαλλίας, της Ile de France, του Μονπελλιέ, της λωρραίνης (Νανσύ) και την Ορχήστρα Δωματίου της λωζάνης, υπό τη διεύθυνση των Ζακ Μερσιέ, πιερ Ντυμουσσώ, Κρίστιαν τσακαρίας, και Mαρζένα Ντιακούν. Ενδιαφέρεται πολύ για τη μουσική δωματίου, ενώ χάρη στη δεξιοτεχνική του δεινότητα και το εύρος του ρεπερτορίου του είναι περιζήτητος συνεργάτης καλλιτεχνών όπως οι Ρενώ Καπυσόν, Βικτόρ Ζυλιέν λαφερριέρ, πωλ Μεγέρ, Γιαν λεβιοννουά, Ισμέλ Μαρζαίν, Αννά Γκαικέλ, Αντριέν Μπελλόμ και τα κουαρτέτα Hermès, Girard και Hanson. Συμμετέχει τακτικά σε φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, μεταξύ άλλων στο Διεθνές Φεστιβάλ πιάνου της Roque d’Anthéron, στο πασχαλινό Φεστιβάλ της Αιξ-Αν-προβάνς, στο Piano aux Jacobins, στον Μουσικό Αύγουστο της Ντωβίλ, στο Festival des Arcs, ενώ έχει εμφανιστεί στο Μέγαρο Συναυλιών της Σαγκάης, στη Βασιλική Όπερα της Βομβάης και στο Θέατρο Μαριίνσκι στην Αγία πετρούπολη.

Η δισκογραφία του περιλαμβάνει δύο άλμπουμ με έργα Σούμπερτ για τέσσερα χέρια (βραβευμένα με ffff από το περιοδικό Télérama) και έργα Μότσαρτ με τον Ισμέλ Μαρζαίν για την Aparté, ένα CD με τον τσελίστα Γιαν λεβιοννουά (ffff από το Télérama – Fondamenta, 2017), και ένα σόλο CD με έργα Χάυντν και Ντεμπυσσύ (Claves, 2017).

8
m illot ΕΚΔΟΣΗ ΟΜΜΑ CREATIVE DIRECTOR k2design | ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΝτ ΥπΟΥ ΜΑΡΙΑ ΖΑΧΑΡΙΟΥΔΑΚΗ
© Jean-Baptiste

YπΟΣτΗΡΙΚ τΗΣ

ΕπΙΣΗΜΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ ΑΕΡΟΜΕτΑΦΟΡΩΝ ΧΟΡΗΓΟI ΕπΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.