Sir András Schiff <br> Cappella Andrea Barca

Page 1

ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 23–24

SIR ANDRÁS SCHIFF CAPPELLA ANDREA BARCA

ΜΕ τ ΗΝ Υ π ΟΣ τ ΗΡΙ ξ Η τ ΟΥ Υ π ΟΥΡΓΕΙΟΥ π Ο λ Ι τ ΙΣΜΟΥ © Nadja Sjö S tröm

MEΓΑ λΕΣ ΟΡΧΗΣτΡΕΣ – ΜΕΓΑ λΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥ τΕΣ

ΑΙΘΟΥΣΑ ΧΡΗΣ τΟΣ λΑΜπΡΑΚΗΣ

25.01.2024

SIR ANDRÁS SCHIFF

CAPPELLA ANDREA BARCA

WOLFGANG AMADEUS MOZART (1756-1791)

Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 23 σε λα μείζονα, K. 488

• Allegro

• Adagio

• Allegro assai

Συμφωνία αρ. 40 σε σολ ελάσσονα, Κ. 550

• Molto allegro

• Andante

• Menuetto: Allegretto

• Allegro assai

Δ ΙΑ λ ΕΙΜΜΑ

WOLFGANG AMADEUS MOZART

Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 27 σε σι ύφεση μείζονα, K. 595

• Allegro

• Larghetto

• Allegro

Cappella Andrea Barca

π ΙΑΝΟ, ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Sir András Schiff

Β.Α. ΜΟτΣΑΡτ

Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 23 σε λα μείζονα, K. 488

Ο Μότσαρτ είχε χαρακτηρίσει τη Βιέννη «τόπο του πιάνου». Από την εγκατάστασή του στην αυστριακή πρωτεύουσα, στο τέλος του 1781, και μέχρι το 1786 συνέθεσε δεκαπέντε κοντσέρτα γι’ αυτό το όργανο, που κυριαρχούσε στα σαλόνια και στις αίθουσες συναυλιών γοητεύοντας με τις καινοφανείς ηχητικές και εκφραστικές του δυνατότητες το βιεννέζικο κοινό. τα κοντσέρτα αυτά –ιδεώδες όχημα της προσωπικής προβολής του Μότσαρτ τόσο ως συνθέτη όσο και ως δεινού εκτελεστή πληκτροφόρων οργάνων–παρουσιάζονταν κατά κανόνα με τον ίδιο στο ρόλο του σολίστ.

τα δύο τελευταία χρόνια της παραμονής του στη Βιέννη (1785-1786) υπήρξαν χρόνια μεγάλης παραγωγικότητας, έντονης κοινωνικής ζωής, ευρείας αναγνώρισης και πολύ πλούσιας, σχεδόν εξουθενωτικής, συναυλιακής δραστηριότητας. Ως προς τη σύνθεση, ασχολήθηκε κυρίως με τους Γάμους του Φίγκαρο, την αριστουργηματική όπερα που ολοκλήρωσε την 1η Μαΐου 1786. παράλληλα, βρήκε το χρόνο να γράψει, αστραπιαία σχεδόν, το μονόπρακτο κωμικό Singspiel Ο ιμπρεσάριος και, μέσα σε μόλις τρεις μήνες, τρία κοντσέρτα για πιάνο. το πρώτο από αυτά, το Κοντσέρτο σε μι ύφεση μείζονα, Κ. 482, καταχωρήθηκε στον προσωπικό του κατάλογο έργων στις 16 Δεκεμβρίου 1785, ενώ το τρίτο, το Κοντσέρτο σε ντο ελάσσονα, Κ. 491, ολοκληρώθηκε στις 24 Μαρτίου 1786. τρεις εβδομάδες πριν, στις 2 Μαρτίου, ο Μότσαρτ σημείωνε στον κατάλογό του την ολοκλήρωση του Κοντσέρτου σε λα μείζονα. Και τα τρία προορίζονταν να παρουσιαστούν από τον ίδιο, κάτι που πιθανότατα έγινε την άνοιξη του 1786, σε διάφορες συναυλίες του στη Βιέννη∙ ίσως γι’ αυτό παρέμειναν ανέκδοτα μέχρι το θάνατό του.

το Κοντσέρτο σε λα μείζονα στέκεται –όχι μόνο χρονικά αλλά και στιλιστικά– ανάμεσα στα δύο μεγαλεπήβολα και από κάθε άποψη επιβλητικά κοντσέρτα Κ. 482 σε μι ύφεση μείζονα και Κ. 491 σε ντο ελάσσονα. Αμφότερα αξιοποιούν τρομπέτες και τύμπανα στις ορχηστρικές τους δυνάμεις, προσδίδοντας έτσι μεγαλύτερη λάμψη και βαρύτητα στην ενορχήστρωση, ενώ ειδικά το Κοντσέρτο σε ντο ελάσσονα είναι από τα λίγα έργα της εποχής που διαθέτει και όμποε και κλαρινέτα στην ορχήστρα. Αντίθετα, το Κοντσέρτο σε λα μείζονα προσθέτει στα έγχορδα μόνο ένα φλάουτο και από ένα ζεύγος κλαρινέτων, φαγκότων και κόρνων. Η απόφαση του συνθέτη να μην εκμεταλλευτεί τον διαπεραστικό και οξύ ήχο των όμποε ως συνήθως, αλλά να τον αντικαταστήσει με τον σκούρο και βελούδινο ήχο των κλαρινέτων, ταιριάζει απόλυτα με την εσωστρεφή διάθεση που χαρακτηρίζει το έργο (με εξαίρεση, ίσως, το φινάλε) και με τον επιδιωκόμενο στενό διάλογο ανάμεσα σε σολίστ και ορχήστρα, κατά το πρότυπο της μουσικής δωματίου. Γενικά, τα ξύλινα πνευστά παίζουν πρωτόγνωρα σημαντικό ρόλο στο κοντσέρτο, συνδιαλεγόμενα συχνά και ισότιμα με τον σολίστ με έναν τρόπο που θυμίζει τη μορφή του παλιότερου concerto grosso. Υπό αυτό το πρίσμα, η επιλογή της τονικότητας της λα μείζονας κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, μιας και αυτή συνδεόταν στη σκέψη του Μότσαρτ με μια αίσθηση γαλήνης, τρυφερότητας και διαύγειας, που συναντά κανείς και σε άλλα ώριμα έργα του γραμμένα στην ίδια τονικότητα (και, μάλιστα, με κυρίαρχο όργανο το κλαρινέτο!) όπως είναι το Κουιντέτο με κλαρινέτο και το Κοντσέρτο για κλαρινέτο. 2

Στην αμιγώς ορχηστρική εισαγωγική ενότητα του πρώτου μέρους παρουσιάζονται τα δύο κύρια θέματα, συναφούς μάλλον χαρακτήρα – επιλογή αρκετά περίεργη∙ και τα δύο, παρά την επιφανειακά χαρμόσυνη διάθεσή τους, αποπνέουν μια υποδόρια μελαγχολία που διέπει, εντέλει, όλο το μέρος. Εξίσου αξιοπερίεργο είναι το γεγονός ότι ο Μότσαρτ συνέθεσε τη σολιστική καντέντσα για το πρώτο μέρος – κάτι που δεν έκανε σε κανένα από τα δώδεκα συνολικά κοντσέρτα για πιάνο τής περιόδου 1784-1786, καθώς προτιμούσε να αυτοσχεδιάζει επί τόπου, όταν τα ερμήνευε σε συναυλίες.

το δεύτερο μέρος του κοντσέρτου ξεχωρίζει για πολλούς λόγους. Αφενός, είναι από τα λίγα αργά μέρη που φέρουν την ένδειξη Adagio, προδιαθέτοντας έτσι για μια μουσική ιδιαίτερης συναισθηματικής βαρύτητας. Αφετέρου, είναι από τα ελάχιστα αργά μέρη κοντσέρτου γραμμένα σε ελάσσονα τονικότητα. Αυτό όμως που καθιστά μοναδικό το δεύτερο μέρος του Κ. 488 είναι ότι γράφτηκε σε φα δίεση ελάσσονα (σχετική της λα μείζονας), μια τονικότητα που ο Μότσαρτ δεν χρησιμοποίησε ποτέ σε κανένα άλλο έργο του. Με την έναρξη του μέρους, το σόλο πιάνο, σαν να είναι ο ιδεώδης ερμηνευτής ενός οπερατικού ρόλου, ξετυλίγει μια μακριά μελωδική γραμμή – πρόκειται για μια από τις πιο θρηνητικές στιγμές σε όλο το μοτσάρτειο έργο. Ανάλογα δραματική είναι και η «απάντηση» της ορχήστρας, που έρχεται να επιτείνει το πάθος ωθώντας την τραγικότητα στα όρια της απόγνωσης. Η διάθεση αυτή αλλάζει άρδην στο φινάλε, ένα ζωηρό ροντό που αφενός φέρνει τον πιανίστα (ουσιαστικά, για πρώτη φορά στο έργο) αντιμέτωπο με άφθονα περάσματα δεξιοτεχνικών απαιτήσεων και αφετέρου προσφέρει μια ευπρόσδεκτα λαμπερή, αισιόδοξη κατάληξη.

Συμφωνία αρ. 40 σε σολ ελάσσονα, Κ.

550

Από τα τελευταία έργα της σύντομης ζωής του Μότσαρτ, το ημιτελές Ρέκβιεμ έχει εγείρει πολλά ερωτήματα σχετικά με τις συνθήκες σύνθεσής του και έχει κατά καιρούς εμπνεύσει ευφάνταστες ρομαντικές μυθοπλασίες. Ωστόσο η ιστορική έρευνα έχει πλέον δώσει πειστικές απαντήσεις γύρω από το έργο αυτό, ενώ, αντίθετα, παραμένουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τις τρεις τελευταίες συμφωνίες του συνθέτη, τις Αρ. 39, 40 και 41 («του Διός»).

Αυτό που σίγουρα γνωρίζουμε είναι ότι τις έγραψε το καλοκαίρι του 1788, σε ένα χρονικό διάστημα έξι έως οκτώ εβδομάδων∙ συγκεκριμένα, η Συμφωνία αρ. 40 ολοκληρώθηκε στις 25 Ιουλίου. Δεν υπάρχουν όμως σαφή στοιχεία ούτε για το λόγο της σύνθεσής τους ούτε για πότε έγινε η πρώτη τους εκτέλεση. Είναι εξαιρετικά απίθανο για τον Μότσαρτ –και σίγουρα αντίθετο προς τη συνήθη πρακτική του– να αποφάσισε τη σύνθεση τριών συμφωνιών χωρίς να έχει διασφαλιστεί (ή, έστω, να διαφαίνεται ως προοπτική) η δημόσια εκτέλεσή τους. Σε επιστολή του εκείνης της εποχής, όπου γίνεται φανερή η αγωνία του για την οικτρή οικονομική του κατάσταση, ανέφερε κάποιες προγραμματισμένες συναυλίες συνδρομητών σε ένα καζίνο, αλλά δεν είναι γνωστό εάν εντέλει πραγματοποιήθηκαν. Ίσως κάποια ή κάποιες από τις τρεις συμφωνίες να παρουσιάστηκαν κατά την περιοδεία του συνθέτη στη Γερμανία την επόμενη χρονιά (1789), είτε στη Δρέσδη είτε στη λειψία. Γνωρίζουμε πάντως πως τον Απρίλιο του 1791 ο Αντόνιο Σαλιέρι

3

διηύθυνε στη Βιέννη μια «μεγάλη συμφωνία του κυρίου Μότσαρτ», χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται στο πρόγραμμα ποια ήταν αυτή.

Για τη Συμφωνία σε σολ ελάσσονα είναι γνωστό ότι η αρχική της ενορχήστρωση περιλάμβανε –εκτός από τα έγχορδα– ένα φλάουτο, δύο όμποε, δύο φαγκότα και δύο κόρνα. Όμως ο συνθέτης αναθεώρησε την ενορχήστρωση παραχωρώντας μέρος του μουσικού υλικού των όμποε σε δύο κλαρινέτα. Έτσι, εύλογα εικάζει κανείς ότι η αναθεώρηση έγινε για πρακτικούς λόγους, δηλαδή για τις ανάγκες παρουσίασης του έργου, χωρίς όμως να είναι βέβαιο εάν η παρουσίαση αυτή έγινε, και πότε. πιθανόν να πρόκειται για την προαναφερθείσα συναυλία με διευθυντή τον Σαλιέρι, δεδομένου ότι σε εκείνη την ορχήστρα συμμετείχε ο κλαρινετίστας Anton Stadler [Αντόν Στάντλερ], στενός φίλος του Μότσαρτ, για τον οποίο έγραψε σειρά έργων.

Μαζί με το Κοντσέρτο για πιάνο σε ρε ελάσσονα, K. 466, η Συμφωνία αρ. 40 παραμένει από τα δημοφιλέστερα έργα του Μότσαρτ – η δημοτικότητά της διατηρήθηκε ακόμα και κατά την ακμή του Ρομαντισμού του 19ου αιώνα. Η «Μεγάλη συμφωνία σε σολ ελάσσονα» (που, έτσι, διακρίνεται από την προγενέστερη, ίδιας τονικότητας, Συμφωνία αρ. 25 ) εκφράζει κατά πολλούς την ταραγμένη συναισθηματική κατάσταση του συνθέτη όταν την έγραφε, μιας και πλέον η μουσική του δεν είχε στο βιεννέζικο κοινό την απήχηση που ο ίδιος ήθελε, κι αυτό συνεπάγονταν μείζονες οικονομικές δυσχέρειες. Η γεμάτη αυθεντικό πάθος, τραγική δύναμη και συναισθηματική πολυπλοκότητα γραφή της Συμφωνίας αρ. 40 προοιωνίζει με έναν τρόπο την εποχή του Ρομαντισμού, ενώ η αρμονική και δομική της τελειότητα την καθιστά αναμφίβολα κορυφαία έκφανση του Κλασικισμού. Ο μουσικολόγος Alfred Einstein [Άλφρεντ Άινσταϊν] χαρακτηρίζει το πρώτο και το τελευταίο μέρος της «καθόδους στην άβυσσο της ψυχής», ενώ ο μεγάλος πιανίστας Charles Rosen [ τσαρλς Ρόζεν] τη συγκαταλέγει στις «κορυφαίες εκφράσεις πόνου και τρόμου» του μοτσάρτειου έργου.

Η Συμφωνία ανοίγει με μια χαρακτηριστική κίνηση στις βιόλες, και με τα βιολιά να εκθέτουν ένα θέμα πασίγνωστο και αναγνωρίσιμο. την απλότητα και το μεγαλείο μιας τέτοιας αρχής εγκωμίασε, εμμέσως πλην σαφώς, ο Μέντελσον, όταν θέλοντας να ειρωνευτεί τον λιστ –που μετέγραψε για πιάνο τις συμφωνίες του Μπετόβεν και δήλωσε ότι με το πιάνο μπορούσε να εκφράσει ό,τι και η ορχήστρα– τον προκάλεσε να αποδώσει πιανιστικά την αρχή της Συμφωνίας σε σολ ελάσσονα, γνωρίζοντας πως κάτι τέτοιο είναι ουσιαστικά αδύνατο. το δεύτερο θέμα, πιο ανάλαφρο και χαριτωμένο, συμπληρώνει το θεματικό υλικό μιας κλασικής φόρμας σονάτας. το αργό μέρος, αν και γραμμένο σε μείζονα τονικότητα (μι ύφεση), παραμένει συγκινητικό και στοχαστικό, γεμάτο χαρακτηριστικά σχήματα δύο σύντομων νοτών, που εμφανίζονται αρχικά στα πρώτα βιολιά και αντιδιαστέλλονται στην πορεία, αφενός, με ένα επίμονο οστινάτο και, αφετέρου, με τη συχνά απρόσμενη μελωδική εξέλιξη. Ακολουθεί το Μενουέτο, που απέχει υφολογικά από τον παλιό αριστοκρατικό χορό∙ πέραν της φαινομενικής του στιβαρότητας, διακρίνεται για την αδιάλειπτη εσωτερική ένταση, που γαληνεύει μόνο στο ενδιάμεσο τρίο σε σολ μείζονα. το μεγαλειώδες φινάλε, σε φόρμα σονάτας, αποτελεί από κάθε άποψη την κορύφωση του έργου, παραπέμποντας σε αρκετά σημεία στην οπερατική γραφή του Μότσαρτ. Και είναι αδύνατο να αποφύγει κανείς την έκπληξη και το θαυμασμό στο άκουσμα της επεξεργασίας, η οποία για πολλούς μελετητές είναι η πιο τολμηρή και δαιδαλώδης αρμονικά μουσική του συνθέτη.

4

Κοντσέρτο για πιάνο

και ορχήστρα

αρ. 27 σε σι ύφεση μείζονα, K. 595

Στις 5 Ιανουαρίου 1791, ακριβώς 11 μήνες πριν από το θάνατό του, ο Μότσαρτ ενέταξε στον προσωπικό του κατάλογο έργων το Κοντσέρτο για πιάνο σε σι ύφεση μείζονα, που εκδόθηκε τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς και έμελλε να είναι το τελευταίο του. Η σύνθεσή του έδωσε τέλος σε μια περίοδο περίπου τριών ετών, κατά την οποία ο Μότσαρτ δεν έγραψε κανένα κοντσέρτο για το πιάνο – και αυτή ήταν για τον συνθέτη η πιο μακριά περίοδος χωρίς τη δημιουργία πιανιστικού κοντσέρτου από το 1781, οπότε και εγκαταστάθηκε στη Βιέννη. Χάρη στη μουσικολογική έρευνα γνωρίζουμε πλέον πως ο Μότσαρτ είχε αρχίσει να ασχολείται με το εν λόγω κοντσέρτο εντός του 1788, αλλά για κάποιον λόγο δεν το ολοκλήρωσε τότε∙ πιθανόν λόγω ματαίωσης της προοπτικής για κάποια δημόσια παρουσίασή του. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 4 Μαρτίου 1791, στο πλαίσιο συναυλίας που οργάνωσε ο διακεκριμένος αυστριακός κλαρινετίστας της εποχής Joseph Bähr [Γιόζεφ Μπαιρ]. Ο Μότσαρτ ερμήνευσε το μέρος του σολίστ, και εκείνη ήταν η τελευταία φορά που το βιεννέζικο κοινό τον άκουσε να παίζει πιάνο.

Ορισμένοι αρέσκονται να βλέπουν τη μουσική «πρόγευση» του θανάτου στα έργα που οι μεγάλοι συνθέτες (ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν και κυρίως ο Σούμπερτ) έγραψαν λίγο πριν από το τέλος της ζωής τους – κατά κανόνα, τα ίδια τα γεγονότα διαψεύδουν τέτοιες θεωρήσεις. Όσον αφορά το Κοντσέρτο σε σι ύφεση μείζονα, κάποιοι αισθάνονται πως, πίσω από την ολύμπια γαλήνη που κυριαρχεί στο έργο, κρύβεται μια μελαγχολία σχετική με προαισθήματα «τέλους». Για παράδειγμα, ο μεγάλος συνθέτης του 20ού αιώνα Ολιβιέ Μεσσιάν, αναφερόμενος στο Κοντσέρτο έχει διατυπώσει την άποψη ότι «παρά τη χαρά του φινάλε, μπορεί κανείς να νιώσει πίσω από κάθε νότα ένα αίσθημα παραίτησης, έναν τόνο αποκήρυξης». Άλλοι πάλι θεωρούν πως οι μετατροπίες της μουσικής προς ελάσσονες τονικότητες είναι εκδηλώσεις βαθύτερης, υπαρξιακής θλίψης. Κι όμως, στα τέλη του 1790 και στις αρχές του 1791, ο Μότσαρτ διήγε μια περίοδο γενικότερης ανάκαμψης, τόσο οικονομικής όσο και δημιουργικής – αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσα αριστουργήματα συνέθεσε εντός του 1791, μεταξύ αυτών, τις όπερες Ο μαγικός αυλός και Η μεγαλοψυχία του Τίτου, τις Παραλλαγές για πιάνο Κ. 613 και το Κουιντέτο εγχόρδων Κ. 614.

πάντως, η αρχή αυτής της «παρέλασης» αριστουργημάτων γίνεται με το Κοντσέρτο αρ. 27. Η μουσική του διαθέτει μεν τη θαυμαστή ποικιλία θεμάτων, αρμονιών και διάθεσης που αναμένει κανείς από τον ώριμο Μότσαρτ, όμως η τρυφερότητα και η γλυκύτητα συνιστούν τα κυρίαρχα στοιχεία του. τα πάντα χαρακτηρίζονται από αμεσότητα και διαύγεια. Ακόμα και το σολιστικό μέρος δεν έχει τη λαμπερή, πρόδηλα δεξιοτεχνική γραφή προγενέστερων κοντσέρτων του Μότσαρτ, αλλά στοχεύει περισσότερο στον ρέοντα λυρισμό (πρώτο μέρος), σε μύχιες, χαμηλόφωνες «εξομολογήσεις» (δεύτερο μέρος) και στο ανάλαφρο, καλόγουστο χιούμορ (τρίτο).

τΙτΟΣ ΓΟΥΒΕ λΗΣ

5
© Nadja Sjö S tröm

Sir András Schiff

Ο σερ Αντράς Σιφ γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1953. πέντε ετών άρχισε μαθήματα πιάνου με την Eλίζαμπετ Βάντας. Συνέχισε στην Ακαδημία λιστ της Βουδαπέστης με τους παλ Κάντοσα, Γκαίργκυ Κούρταγκ και Φέρεντς Ράντος, και με τον τζωρτζ Μάλκολμ στο λονδίνο. Δραστηριοποιείται ως σολίστ πιάνου, και παρουσιάζει κύκλους με πιανιστικές δημιουργίες Μπαχ, Χάυντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμπερτ, Σοπέν, Σούμαν και Μπάρτοκ. Από το 2004, έχει παρουσιάσει σε είκοσι πόλεις τον πλήρη κύκλο με τις Σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν (με χρονολογική σειρά). Η ζωντανή ηχογράφηση του κύκλου αυτού, στην τόνχαλλε της Ζυρίχης, για την ECM έλαβε πάμπολλες τιμητικές διακρίσεις. Για το άλμπουμ του Geistervariationen, με έργα Σούμαν, ο Σιφ έλαβε το Διεθνές Βραβείο Κλασικής Μουσικής 2012 στην κατηγορία «σόλο όργανο - ηχογράφηση της χρονιάς». το φθινόπωρο του 2017 κυκλοφόρησε CD, όπου ερμηνεύει μαζί με τη σύζυγό του, βιολονίστρια Γιούκο Σιόκαουα, έργα για βιολί και πιάνο των Μπαχ, Μπουζόνι και Μπετόβεν, ενώ δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε ηχογράφησή του με πιανιστικά έργα Σούμπερτ. Έχει δισκογραφήσει, με τον κλαρινετίστα και συνθέτη Γαιργκ Βίντμαν, τις Δύο σονάτες για κλαρινέτο, έργο 120 του Μπραμς και τα πιανιστικά Intermezzi [Ιντερμέδια] που συνέθεσε ο Βίντμαν και του τα αφιέρωσε. Στις πρόσφατες ηχογραφήσεις του, τα Δύο κοντσέρτα για πιάνο του Μπραμς (σε πιάνο Blüthner) με την Ορχήστρα της Εποχής του Διαφωτισμού (ECM, 2021) και τα πιο γνωστά έργα του Μπαχ για κλαβίχορδο (ECM, 2023). τον Μάρτιο του 2017, εκδόθηκε από την Bärenreiter-Verlag / Henschel-Verlag το βιβλίο του Musik kommt aus der Stille [H μουσική έρχεται από τη σιωπή]

Ο σερ Αντράς Σιφ συμπράττει με κορυφαίες ορχήστρες και μαέστρους. Ειδικεύεται στην ερμηνεία των Κοντσέρτων για πιάνο του Μπαχ, του Μότσαρτ και του Μπετόβεν, τα οποία και διευθύνει. το 1999 ίδρυσε το δικό του σύνολο δωματίου, την Cappella Andrea Barca, με την οποία συνεργάζεται στενά ως μαέστρος και σολίστ, όπως και με την Ορχήστρα Δωματίου της Ευρώπης. Αφοσιωμένος στη μουσική δωματίου από τα νεανικά του χρόνια, υπήρξε διευθυντής (1989-1998) του φεστιβάλ μουσικής δωματίου Mondsee Music Days. Με τον Χάιντς Χόλλιγκερ υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής (1995-2013) του φεστιβάλ Whitsun στο ελβετικό Μοναστήρι του Ίττινγκεν. Από το 1998, διευθύνει τη σειρά συναυλιών Omaggio a Palladio στο Ολίμπικο της Βιτσέντζας.

την άνοιξη του 2011, τοποθετήθηκε δημόσια για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ουγγαρία και, δεχόμενος απειλές από ούγγρους εθνικιστές, αποφάσισε να μην ξαναδώσει ρεσιτάλ στην πατρίδα του. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. τον Ιούνιο του 2006, τιμήθηκε για τα εξαιρετικά επιτεύγματά του ως ερμηνευτής του Μπετόβεν και έγινε επίτιμο μέλος του Beethoven Haus της Βόννης. τον Σεπτέμβριο του 2008, έλαβε το μετάλλιο του Ουίγκμορ Χολ για τα 30 χρόνια μουσικής του δραστηριότητας εκεί. Έχει τιμηθεί το 2011 με το βραβείο Σούμαν της πόλης τσβίκαου, το 2012 με το Χρυσό Μετάλλιο Μότσαρτ του Διεθνούς Ιδρύματος Μοτσαρτέουμ, και το 2013 με το παράσημο «τιμής στις επιστήμες και τις τέχνες». την ίδια χρονιά, έγινε επίτιμο μέλος του Κοντσέρτχαους της Βιέννης και εταίρος του Κολεγίου Balliol της Οξφόρδης. το 2012, έλαβε το διάσημο του Μεγαλόσταυρου του τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. το 2013, έλαβε το χρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας του λονδίνου για τη συμβολή του στη μουσική τέχνη. Είναι επίτιμος διδά-

7

κτορας στο πανεπιστήμιο του λ ηντς από το 2014, και στο Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής του λονδίνου από το 2018. τον Ιούνιο του 2014 η βασίλισσα Ελισάβετ τον τίμησε για τη συνεισφορά του στη μουσική, ενώ τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, η πόλη της Βιτσέντζας τον ανακήρυξε επίτιμο πολίτη της. τον Ιούνιο του 2022 τιμήθηκε ως «ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές έργων Μπαχ» με το μετάλλιο Μπαχ της λειψίας. τον Αύγουστο του 2023, στην 66η εμφάνισή του στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ, τιμήθηκε ως «καλλιτέχνης που βοήθησε να γραφτεί η ιστορία του Φεστιβάλ».

Cappella Andrea Barca

SIR ANDRÁS SCHIFF, ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΑΙ πΙΑΝΟ

τα μέλη του συνόλου Cappella Andrea Barca δραστηριοποιούνται επιτυχημένα ως σολίστ και μουσικοί δωματίου. Επιλέχθηκαν από τον σερ Αντράς Σιφ, στο χρονικό διάστημα της παρουσίασης (1999-2005) όλων των κοντσέρτων για πιάνο του Μότσαρτ στο Φεστιβάλ Μότσαρτ του Ζάλτσμπουργκ. Έκτοτε, το Σύνολο προσκαλείται τακτικά στο φεστιβάλ αυτό. Σταδιακά, υπό τον Αντράς Σιφ, διηύρυνε το πεδίο δράσης του. Από το 1999

8

διοργανώνει το ετήσιο φεστιβάλ Omaggio a Palladio στο θέατρο Ολίμπικο της Βιτσέντζας, όπου, το 2001, συμμετείχε στην παρουσίαση της όπερας Έτσι κάνουν όλες. Υπήρξε προσκεκλημένο σύνολο (2004-2007) του Φεστιβάλ τεχνών της Βαϊμάρης.

Η Cappella Andrea Barca περιοδεύει σε όλη την Ευρώπη (Βιέννη, Ίνσμπρουκ, Ζυρίχη, Βασιλεία, Γενεύη, Αθήνα, Βρυξέλλες, λουξεμβούργο, Κολωνία, Έσσεν, Φραγκφούρτη, Βρέμη, Μπάντεν-Μπάντεν, Βουδαπέστη και λισαβόνα). Στο πλαίσιο του Έτους Μότσαρτ 2006 περιόδευσε στις ΗπΑ δίνοντας συναυλίες στο Κάρνεγκι Χολ, το λίνκολν Σέντερ και το Κέννεντυ Σέντερ της Ουάσιγκτον. το 2008 και το 2010 συμμετείχε στο Φεστιβάλ Μπετόβεν της Βόννης, ενώ το 2012, στο Φεστιβάλ της λουκέρνης, ερμήνευσε πολύ επιτυχημένα τη Λειτουργία σι ελάσσονα του Μπαχ. την άνοιξη του 2014, παρουσίασε τη Missa solemnis του Μπετόβεν, με τη χορωδία του Συνόλου Balthasar Neumann, υπό τον Αντράς Σιφ.

το 2014 και το 2015, η Cappella Andrea Barca, πάντα υπό τον Σιφ, συμμετείχε στη Σουμπερτιάδα του Σβάρτσενμπεργκ (Αυστρία)∙ το 2016 συμμετείχε στο Φεστιβάλ Μουσικής Σλέσβιχ-Χόλσταϊν και στο Μουσικό Φεστιβάλ της

9

Κοιλάδας του Ρήνου, ενώ το 2017 στο Sommets Musicaux του Γκστάαντ. το 2019 περιόδευσε στην Ασία (Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Χονγκ Κονγκ).

Μεταξύ των πιο σημαντικών εμφανίσεων του Συνόλου υπήρξε η συμμετοχή του στο ανέβασμα των Γάμων του Φίγκαρο (2020) και του Ντον Τζοβάννι (2023) στο Φεστιβάλ Μότσαρτ του Ζάλτσμπουργκ.

Ως προς το πρόσωπο προς τιμήν του οποίου το Σύνολο ονομάστηκε Cappella Andrea Barca, «ελάχιστα είναι γνωστά, παρά τη σύγχρονη μουσικολογική έρευνα. Ο Αντρέα Μπάρκα γεννήθηκε πιθανότατα μεταξύ 1730 και 1735 στο Μαρινιόλε, κοντά στη Φλωρεντία. Οι γονείς και οι πρόγονοί του ήταν contadini (αγρότες). Διατηρούσε επαφές με τον Μότσαρτ, και πήρε μέρος σε ιδιωτική συναυλία του συνθέτη στις 2 Απριλίου 1770, στη Βίλα ντελ πότζιο στη Φλωρεντία – γύριζε τις σελίδες. Έκτοτε, αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στην ερμηνεία των μοτσάρτειων έργων για πλήκτρα. Ενθουσιασμένος πήγε στο Ζάλτσμπουργκ, όμως οι απόπειρές του να εργαστεί εκεί δεν καρποφόρησαν, και επέστρεψε στην πατρίδα του όπου δραστηριοποιήθηκε ως συνθέτης και πιανίστας. Μεταξύ των πολυάριθμων συνθέσεών του, η όπερα La ribollita bruciata, από τις κορυφαίες στιγμές της μουσικής ιστορίας της τοσκάνης. “Καμένη σούπα” είναι ο τίτλος του μουσικού αυτού έργου: η ριμπολίτα είναι παραδοσιακή σούπα της τοσκάνης από ψωμί και φασόλια. το τέλος του Αντρέα Μπάρκα –πότε, πού, υπό ποιες συνθήκες πέθανε (αν όντως πέθανε)– παραμένει μυστήριο».

Φιλοδοξία του σερ Αντράς Σιφ είναι να αναδείξει τόσο τη σολιστική δεινότητα των μελών του Συνόλου όσο και τον ιδιαίτερο ήχο τους ως συνόλου μουσικής δωματίου. «Οι μουσικοί της Cappella είναι εξαίρετοι σολίστ και, κυρίως, εξαίρετοι ερμηνευτές μουσικής δωματίου. πολλοί παίζουν σε κουαρτέτα εγχόρδων – αυτή η συνθήκη είναι για μένα η κορυφή της μουσικής δημιουργίας». πολύ σημαντικό παράγοντα για το τελικό αποτέλεσμα θεωρεί τις σχέσεις μεταξύ των μελών: «Δεν υπάρχει χώρος για εγωισμούς. Η ομαδική δουλειά μας βασίζεται στη φιλία, την κατανόηση, την ισότητα και στις κοινές μας αντιλήψεις περί αισθητικής, μουσικής και ανθρωπιάς, εντέλει».

10
PIANO DAYS @MEGARON 27&28.01.2024
©Jean-Baptiste Millot ©Simon Fowler RENAUD CAPUÇON GUILLAUME BELLOM 11.02.2024
ΕΚΔΟΣΗ ΟΜΜΑ CREATIVE DIRECTOR k2design | ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΝτ ΥπΟΥ ΜΑΡΙΑ ΖΑΧΑΡΙΟΥΔΑΚΗ

ΧΟΡΗΓΟΣ ΦΙλΟξΕΝΙΑΣ

ΕπΙΣΗΜΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ ΑΕΡΟΜΕτΑΦΟΡΩΝ

YπΟΣτΗΡΙΚ τΗΣ

ΧΟΡΗΓΟI ΕπΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.