ΚΑΜΕΡΑΤΑ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 23–24
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ © AKRIVIADIS.GR
28.3.2024
ΚΑΜΕΡΑΤΑ
ΟΡΧΉΣΤΡΑ ΤΩΝ ΦΊΛΩΝ ΤΉΣ ΜΟΥΣΊΚΉΣ
ΜΟΥΣΊΚΉ ΔΊΕΥΘΥΝΣΉ ΓΊΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΟΥ
LUDWIG VAN BEETHOVEN (1770-1827)
Συμφωνία αρ. 1 σε ντο μείζονα, έργο 21
Adagio molto – Allegro con brio
Andante cantabile con moto
Minuet. Allegro molto e vivace – Trio
Finale. Adagio – Allegro molto e vivace
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Συμφωνία αρ. 7 σε λα μείζονα, έργο 92
Poco sostenuto - Vivace
Allegretto
Presto
Allegro con brio
ΑΙΘΟΥΣΑ ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ
Συμφωνία αρ. 1 σε ντο
Το 1792 ο εικοσιδυάχρονος τότε Λούντβιχ βαν Μπετόβεν έφευγε με όνειρα και ελπίδες από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βόννη, για να σπουδάσει στη Βιέννη με τον μεγάλο μουσουργό Φραντς Γιόζεφ Χάυντν. Η μαθητεία του διήρκεσε μόνο έναν χρόνο, αλλά ο νεαρός επίδοξος συνθέτης παρέμεινε στην αυστριακή πρωτεύουσα που αποτελούσε τον καλλιτεχνικό πόλο της εποχής. Στα επόμενα οκτώ χρόνια έγραψε δύο κοντσέρτα για πιάνο, μια σειρά από πιανιστικές σονάτες και πλούσια μουσική δωματίου, αλλά καμία συμφωνία. Αφενός, το δέος του μπροστά στην επιτυχία των γιγάντων της κλασικής περιόδου –Χάυντν και Μότσαρτ– αφετέρου, η έλλειψη ανάλογης φήμης και κοινωνικού κύκλου απέτρεπαν τον Μπετόβεν από το τόλμημα της σύνθεσης μιας συμφωνίας.
Την Πρώτη του Συμφωνία άρχισε να τη γράφει στα τέλη του 1799, σε ηλικία τριάντα ετών, ολοκληρώνοντάς την στις αρχές του 1800. Προκειμένου να την παρουσιάσει στο βιεννέζικο κοινό, ενοικίασε ο ίδιος μια αίθουσα στο Εθνικό Θέατρο της Αυστρίας (Burgtheater Wien)· το πρόγραμμα της συναυλίας συμπεριλάμβανε πρωτότυπες συνθέσεις του με πιανιστικούς αυτοσχεδιασμούς, το περίφημο Σεπτέτο του, καθώς επίσης μια Συμφωνία του Μότσαρτ και μέρη από το ορατόριο Δημιουργία του Χάυντν. Η πρεμιέρα της Πρώτης Συμφωνίας ενθουσίασε κοινό και κριτικούς , και η φήμη του συνθέτη εξαπλώθηκε. Η γνωστή μουσική εφημερίδα της Λιψίας ( Allgemeine Musikalische Zeitung) ανέφερε χαρακτηριστικά πως «ήταν πραγματικά η πιο ενδιαφέρουσα συναυλία εδώ και πολύ καιρό», ανακηρύσσοντας τον Μπετόβεν άξιο διάδοχο των αυστριακών συνθετών. Ήταν σαφές πως αυτός ο δημιουργός θα αποτελούσε τη μουσική φωνή του μέλλοντος. Η Πρώτη Συμφωνία, αφιερωμένη στον πάτρονά του, βαρώνο βαν Σβήτεν, είναι γραμμένη σε οικεία μουσική γλώσσα, φέροντας σαφή στοιχεία της κλασικής συμφωνίας, όπως αυτά καθιερώθηκαν από τον Χάυντν και τον Μότσαρτ, ενώ ταυτόχρονα εισάγει καινοτομίες ενδεικτικές του προσωπικού ύφους του Μπετόβεν και του νέου είδους της συμφωνίας που θα αναδυόταν στον 19ο αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος της Πρώτης Συμφωνίας του Μπετόβεν μοιάζει να ακολουθεί την παράδοση της κλασικής συμφωνίας ως προς τη φόρμα των μερών, την κατασκευή των θεμάτων, τις ρυθμικές επιλογές και τη χρήση της ορχήστρας. Κάτω από την επιφάνεια, όμως, πολλές από τις συνθετικές του επιλογές αναδεικνύουν μια ξεχωριστή δημιουργική φύση. Ήδη από την εισαγωγή του έργου, φαίνεται πως ο συνθέτης δεν είναι διατεθειμένος να υπακούσει τυφλά στις επιταγές της κλασικής περιόδου. Όπως συνηθιζόταν σε μια συμφωνία γραμμένη σε μείζονα τονικότητα, το πρώτο μέρος ξεκινάει με μια αργή εισαγωγή, στην προκειμένη περίπτωση με ένα πολύ αργό Adagio molto. Ενώ, ωστόσο, θα περιμέναμε από μια συμφωνία γραμμένη στην τονικότητα της ντο μείζονος να ξεκινάει με την τονική συγχορδία, την ομώνυμη μείζονα, ο Μπετόβεν «ταράζει τα νερά» δημιουργώντας μια τονική αμφισημία, έως ότου καταλήξει με σιγουριά στην κλίμακα που θα μας οδηγήσει στο ταχύ και ζωηρό Allegro con brio. Το πρώτο θέμα στο οποίο πρωταγωνιστούν τα βιολιά εμφανίζεται αποφασιστικά, γεμάτο σφρίγος και ενέργεια. Το λυρικό, δεύτερο θέμα από τα ξύλινα πνευστά έρχεται σε έντονη αντίθεση με το ηχόχρωμα των εγχόρδων του προηγούμενου θέματος. Στο μεσαίο τμήμα της σύνθεσης, όπου αναπτύσσονται τα θέματα και εξερευνώνται οι διαφορετικές
4
μείζονα,
έργο 21
τονικότητες, ο Μπετόβεν μένει κοντά στις τεχνικές του Μότσαρτ, τεμαχίζοντας το πρώτο θέμα, κινούμενος αρμονικά γύρω από τον κύκλο των πεμπτών με πρακτικές που παραπέμπουν στη Συμφωνία αρ. 41 του Μότσαρτ (όπως, για παράδειγμα, η μετάβαση στην ομώνυμη ελάσσονα κλίμακα). Μετά την επανέκθεση, μια περιπετειώδης, σχεδόν επιθετική κόντα φέρνει το πρώτο μέρος στην κατάληξή του. Το κομψό Andante cantabile con moto του δεύτερου μέρους, με τη ρυθμική αγωγή των τριών όγδοων, ξεκουράζει μετά το πομπώδες φορτίσιμο. Θα λέγαμε ότι ο χαλαρός αυτός χορός ομοιάζει σε χαρακτήρα με ένα μενουέτο. Στην αντιστικτική γραφή του Μπετόβεν μπορεί κανείς να διακρίνει την επιρροή του δεξιοτέχνη της αντίστιξης Χάυντν, αλλά και της Συμφωνίας αρ. 41 του Μότσαρτ (στο τελευταίο μέρος της οποίας θαυμάζει κανείς την πιο ανατρεπτική ίσως αντίστιξη της κλασικής περιόδου). Τα δεύτερα βιολιά εισάγουν σε χαμηλή δυναμική το πρώτο θέμα στην αισιόδοξη τονικότητα της φα μείζονος, για να ενώσουν στη συνέχεια τη φωνή τους με τα πνευστά, στην επανάληψη της μελωδίας.
Στο δεύτερο θέμα, γραμμένο στην αναμενόμενη τονικότητα της ντο μείζονος, η είσοδος των τυμπάνων σηματοδοτεί την αρχή ενός παιχνιδιάρικου καταληκτικού θέματος. Σε ένα αργό μέρος, η επιλογή της χρήσης των κρουστών και της τρομπέτας με τον εκτεταμένο ρυθμικό παλμό (που παραπέμπει σε στρατιωτική μουσική) αποτελεί μια ακόμα ιδιαιτερότητα του έργου σε σχέση με τις συμφωνίες της εποχής. Οι εκπλήξεις όμως δεν τελειώνουν εδώ. Το τρίτο μέρος της Συμφωνίας είναι το πιο χαρακτηριστικό του προσωπικού ύφους του συνθέτη, παρεκκλίνοντας σημαντικά από τη μοτσαρτική παράδοση: παρόλο που φέρει την ένδειξη Μενουέτο με τον χαρακτηριστικό ρυθμό των τριών τετάρτων, παραπέμποντας σε έναν χαριτωμένο χορό μέτριας ταχύτητας, είναι στην πραγματικότητα ένα καμουφλαρισμένο Σκέρτσο, γεμάτο ενέργεια και ορμή. Η σβελτάδα του, οι τονισμοί σε διαφορετικά μέρη του μέτρου και τα πρόσθετα μέτρα που επιμηκύνουν τις φράσεις ανατρέπουν τον κατεστημένο χαρακτήρα του αυλικού χορού.
Το ενδιάμεσο Τρίο, με την τελετουργική κίνηση στα ξύλινα πνευστά, αποτελεί μια σύντομη ανάπαυλα, προτού η μουσική επιστρέψει στην ένταση της επανάληψης του Μενουέτου. Ο χαρακτήρας αυτού του μέρους διαποτίζεται από την προσωπικότητα του συνθέτη και προοιωνίζεται τα μελλοντικά συμφωνικά του Σκέρτσα.
Στο τέταρτο μέρος της Συμφωνίας, ο Μπετόβεν βρίσκει έναν ακόμα τρόπο να συγκρουστεί με τις συμβάσεις της εποχής, ξεκινώντας με μια σύντομη αργή εισαγωγή πέντε μέτρων, στο τέλος της οποίας η μουσική θα ξεσπάσει σε ένα ξέφρενο Allegro molto e vivace. Τα πρώτα βιολιά σκαρφαλώνουν δειλά στην κλίμακα της ντο μείζονος, εκφέροντας λίγο λίγο τις νότες, σαν παιδί που παραμονεύει πίσω απ’ την πόρτα να ξεγλιστρίσει έξω και να κάνει τη σκανταλιά του. Όπως και με τις συγχορδίες του πρώτου μέρους, η κλίμακα αυτή δημιουργεί μια τονική αμφισημία, παίζοντας παιχνίδια με τη δεσπόζουσα. Από αυτό το σημείο και μετά, η κατασκευή ακολουθεί την τυπική φόρμα σονάτα, με την έκθεση, την ανάπτυξη και την επανέκθεση, μεταμορφώνοντας την ανιούσα μελωδική κίνηση της εισαγωγής σε ένα ενεργητικό κυρίαρχο μοτίβο. Η μουσική, με αδιάλειπτη ένταση καλπάζει ασυγκράτητα έως το εκρηκτικό Φινάλε.
Με την Πρώτη του Συμφωνία ο νεαρός τότε Μπετόβεν κατόρθωσε να κερδίσει μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους συνθέτες της εποχής· ο κόσμος της εποχής, ωστόσο, δεν μπορούσε ακόμα να προβλέψει το τιτάνιο μέγεθος του πρωτοπόρου δημιουργού.
5
© AKRIVIADIS.GR
Συμφωνία αρ. 7 σε λα
Ήταν 8 Δεκεμβρίου του 1813 στην κοσμοπολίτικη Βιέννη, όταν ο ήδη καταξιωμένος συνθέτης Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ανέβαινε στο πόντιουμ της Μεγάλης Αίθουσας του Πανεπιστημίου της Βιέννης για να διευθύνει την πρεμιέρα της Έβδομης Συμφωνίας του. Η συναυλία είχε φιλανθρωπικό σκοπό: την ενίσχυση των πληγέντων αυστροβαυαρών στρατιωτών της μάχης του Χάναου (30-31 Οκτωβρίου 1813), όπου ο Ναπολέοντας ηττήθηκε από τους συμμαχικούς στρατούς της Ρωσικής και της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, του βασιλείου της Πρωσίας και του βασιλείου της Σουηδίας. Η ίδια εκδήλωση συμπεριλάμβανε ένα σύντομο ορχηστρικό έργο του συνθέτη με τίτλο Η Νίκη του Ουέλινγκτον, που γράφτηκε λίγους μήνες νωρίτερα (21 Ιουνίου 1813), για τον εορτασμό της νίκης του συμμαχικού στρατού εναντίον των δυνάμεων του Ναπολέοντα κοντά στην πόλη Βιτόρια της Ισπανίας. Έτσι, η Έβδομη Συμφωνία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο βιεννέζικο κοινό, μέσα σε κλίμα εορτασμού και πρωτοφανούς αισιοδοξίας, μετά τη ναπολεόντεια δικτατορία που είχε προηγηθεί στην Αυστρία. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός των ακροατών δεν οφειλόταν μόνο στο εκστατικό συναίσθημα ενός απελευθερωμένου λαού· οι τρεις επαναλήψεις του έργου μέσα στις επόμενες εβδομάδες από την πρεμιέρα, και η διαχρονική λάμψη του για τα διακόσια επόμενα χρόνια αποδεικνύουν ότι πρόκειται για μια σπουδαία μουσική δημιουργία. Ο ίδιος ο Μπετόβεν, αυστηρότατος κριτής και γνωστός για την τελειομανία του, χαρακτήρισε την Έβδομη Συμφωνία ένα από τα καλύτερα έργα του, ενώ ο Ρίχαρντ Βάγκνερ μερικά χρόνια αργότερα την αποκάλεσε «αποθέωση του χορού». Τι είναι όμως αυτό που κάνει αυτή τη Συμφωνία τόσο καθηλωτική; Ποιο ξόρκι μαγεύει τον απλό ακροατή αλλά και τον πιο έμπειρο μουσικό; Η απάντηση βρίσκεται στη ρυθμική ορμητικότητα που διατρέχει ολόκληρο το έργο και στη δεινότητα της κατασκευής του. Στη Συμφωνία αυτή ο Μπετόβεν, γεμάτος αυτοπεποίθηση, δαμάζει τη δύναμη του μουσικού λόγου με θαυμαστή πρωτοτυπία και ανεξάντλητη πηγή μέσων. Η Έβδομη γράφτηκε το 1811-12, κατά την παραμονή του συνθέτη, για λόγους υγείας, στο περίφημο σπα του Τέπλιτσε της Τσεχίας, και είναι αφιερωμένη στον κόμη Mόριτς φον Φρης, νεαρό βιεννέζο τραπεζίτη και χρηματοδότη του Μπετόβεν.
Η επιλογή της λαμπερής τονικότητας της λα μείζονος δίνει ευθύς εξαρχής το στίγμα της σύνθεσης: λάμψη, ηρωισμός, ο θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος και πάνω απ’ όλα η ελευθερία – το ύψιστο ιδεώδες κατά τον συνθέτη. Στη μακροσκελή εισαγωγή εναλλάσσονται πυκνές, τελετουργικές συγχορδίες και αντιστικτικές φράσεις, αγγίζοντας διαφορετικές τονικότητες γύρω από την τονική της λα μείζονος. Το επαναλαμβανόμενο μι πυκνώνει βαθμιαία και οδηγεί στο αναπάντεχο και θριαμβευτικό Vivace. Ο ρυθμικός καλπασμός που διατρέχει το πρώτο μέρος θυμίζει τον νεαρό στρατιώτη που ρίχνεται στη μάχη με τη λαχτάρα για ελευθερία. Με έναν αδιάκοπο χορό στον μεθυστικό παλμό των έξι ογδόων, το φωτεινό θέμα περνάει κυκλικά, ξανά και ξανά από τα πνευστά στα έγχορδα, καταλήγοντας στο αστραφτερό και εκκωφαντικό τούτι που ξεσηκώνει την ψυχή, όπως μόνο μια ηρωική νίκη μπορεί να κάνει.
8
μείζονα, έργο 92
Εντελώς αναπάντεχα, σα σύννεφα καταιγίδας που μαζεύονται στον μέχρι πρότινος καθαρό ουρανό, ξεκινάει το σκοτεινό και πένθιμο εμβατήριο του περίφημου Allegretto. Η θλιμμένη τονικότητα της λα ελάσσονος, η χαμηλή δυναμική, το σκοτεινό ηχόχρωμα των εγχόρδων, μα κυρίως το εμμονικό ρυθμικό τμήμα της εισαγωγής υπενθυμίζουν την απειλή της κατάρρευσης. Η επανάληψη των φράσεων σε ακόμα χαμηλότερη δυναμική δημιουργεί ατμόσφαιρα μελαγχολική και μυστηριώδη. Το ρυθμικό μοτίβο ανεβαίνει από οκτάβα σε οκτάβα, φτάνοντας στα πρώτα βιολιά, που το οδηγούν με κρεσέντο στα ξύλινα πνευστά στην κορυφή της ορχήστρας. Η μελωδία ακούγεται τώρα με μεγαλύτερη σφοδρότητα, αποκτώντας το χαρακτήρα ενός αγωνιώδους θρήνου. Σαν δάκρυα, αναστεναγμοί και ικεσίες, οι αντιθετικοί ρυθμοί χτυπάνε ο ένας πάνω στον άλλον. Είναι η έκφραση της χωρίς όρια θλίψης και οδύνης. Την ελπίδα θα φέρει μια διάφανη μελωδία, απλή, διαυγής, θλιμμένη. Τα μπάσα συνεχίζουν μόνα τους, με τον ίδιο ανυποχώρητο ρυθμό, σαν μοιραία ανάμνηση που ρίχνει τη μαύρη σκιά της το ίδιο επάνω στις χαρές και στα δεινά μας. Τα δύο αντιθετικά θέματα εναλλάσσονται, έως ότου η μουσική, «παραδομένη» μετά τον οδυνηρό αγώνα, παίζει μόνο θραύσματα του κυρίως θέματος. Τα φλάουτα και τα όμποε παίρνουν το θέμα στη χαμηλή δυναμική του πιανίσιμο, αλλά, σαν να μην έχουν τη δύναμη να το ολοκληρώσουν, αφήνουν τα πιτσικάτο βιολιά να ψιθυρίσουν τις υπόλοιπες νότες. Σ’ αυτή την ύστατη στιγμή, τα πνευστά αναζωπυρώνονται, εκφράζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό σε μια αινιγματική συγχορδία που χάνεται στη σιωπή.
Το βιεννέζικο κοινό, που τόσο συγκλονίστηκε από το Allegretto στην πρεμιέρα, ζήτησε ανυπόμονα να παιχτεί και δεύτερη φορά, πριν ακόμα ακουστεί το επόμενο μέρος. Στα επόμενα χρόνια πολλοί σπουδαίοι συνθέτες ενσωμάτωσαν το θέμα του σε έργα τους, όπως ο Φραντς Σούμπερτ, που ως έφηβος παρακολούθησε την πρεμιέρα του έργου και έντεκα χρόνια αργότερα συμπεριέλαβε το μαγευτικό θέμα στις Παραλλαγές του για τέσσερα χέρια σε λα ύφεση μείζονα. Αλλά και στη σύγχρονη εποχή, το δεύτερο μέρος της Έβδομης Συμφωνίας έχει επενδύσει μουσικά τις πιο δραματικές σκηνές πολλών κινηματογραφικών ταινιών, όπως ο πολυβραβευμένος Λόγος του βασιλιά του 2010, ο Σκοτεινός κώδικας του 2009 και πολλές ακόμα. Το Presto του τρίτου μέρους παίρνει τη μορφή ενός αντικριστού χορού (contredanse). Ξεκινάει δυναμικά με το Σκέρτσο και τις ντελικάτες κινήσεις των πνευστών, τα οποία βαδίζουν χέρι χέρι με τα έγχορδα καθώς οδηγούνται στον σφιχτό εναγκαλισμό της κορύφωσης. Το Σκέρτσο εναλλάσσεται με το σχεδόν ράθυμο Τρίο, σαν να γλιστράει σε γλυκό όνειρο, ώσπου τα δύο θέματα βρίσκουν το δρόμο της ένωσης στην αποφασιστική φορτίσιμο κατάληξη του μέρους. Η Συμφωνία ολοκληρώνεται με το Allegro con brio, ένα ενεργητικό μέρος ακατάπαυστης ρυθμικής έντασης και βακχικής ορμής. Η μουσική καλπάζει ξέφρενα καθώς οι μελωδίες ξεδιπλώνονται συνεχώς σε δυνατές δυναμικές, με ελάχιστα και σύντομα διαλείμματα γαλήνης που εντείνουν την αντίθεση, καταλήγοντας σε ένα ξέσπασμα θριάμβου.
ΕΛΕΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
9
ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Γνωστή διεθνώς με την ονομασία Armonia Atenea, η Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής είναι από τους πιο σημαντικούς φορείς του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Με πολυσχιδή δραστηριότητα και φήμη εντός και εκτός Ελλάδας, αποτελεί πυλώνα της καλλιτεχνικής ζωής της χώρας μας και διακεκριμένο πρεσβευτή της μουσικής παραγωγής της Ελλάδας στο εξωτερικό. Από το 2009, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, εξειδικεύτηκε στις ιστορικές πρακτικές ερμηνείας με όργανα εποχής. Έκτοτε, η ορχήστρα κατόρθωσε σε ελάχιστο χρόνο να τοποθετηθεί ανάμεσα στα σημαντικότερα αντίστοιχα σύνολα του κόσμου. Με «ερμηνείες αναφοράς στη μουσική του 18ου αιώνα και ειδικά στη μουσική του Χαίντελ», εντάσσει παράλληλα στο ρεπερτόριό της συμφωνική μουσική του 19ου και 20ού αιώνα, καθώς επίσης παραγωγές μουσικού θεάτρου (όπερα, οπερέτα, μιούζικαλ). Η Καμεράτα πραγματοποιεί τακτικές εμφανίσεις στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές αίθουσες και φεστιβάλ, με ηχογραφήσεις για τις σημαντικότερες διεθνείς δισκογραφικές εταιρείες (Deutsche Grammophon, DECCA , MDG , Sony) και σημαντικές διακρίσεις (Diapason d’Or, Gramophone Editor’s Choice-2 φορές, BBC -Recording of the Month, CHOC -Classica, Preis der deutschen Schallplattenkritik-Βραβείο των γερμανών κριτικών δίσκου), καθώς και το βραβείο για την καλύτερη ηχογράφηση όπερας της χρονιάς (Opera Awards) από το βρετανικό περιοδικό Opera.
ΒΙΟΛΙ Α Ι
Sergiu Nastasa εξάρχων
Jesus Merino
Lorena Padrón
Emilija Kortus
Timoti Fregni
Γιώργος Παναγιωτόπουλος
Ζωή Πουρή
Αγγελική Κασδά
ΒΙΟΛΙ Α ΙΙ
Otilia Alitsei
Αθανάσιος Μαρτζούκος
Αγγέλα Φαναριώτη
Γιάννης Αγρανιώτης
Filippos Matasaru
Andrei Nastasa
ΒΙ Ο ΛΕΣ
Laurentiu Matasaru
Luise Stahl
Άλκηστις Μισούλη
Τατιάνα Λύτρα
ΒΙΟΛΟΝΤΣ Ε ΛΑ
Ιάσων Ιωάννου
Christopher Humphrys
Candela Gómez
Fabiola Ojeda
ΚΟΝΤΡΑΜΠ Α ΣΟ Άγγελος Ρεπαπής Δημήτρης Τίγκας
ΦΛ Α ΟΥΤΟ Ζαχαρίας Ταρπάγκος Αντιγόνη Τσάλλα
Ο ΜΠΟΕ Δημήτρης Βάμβας Aviad Gershoni
ΚΛΑΡΙΝ Ε ΤΑ Σπύρος Μουρίκης Μέρκος Καραλής
ΦΑΓΚ Ο ΤΑ Αλέξης Οικονόμου Γιάννης Ευαγγελάτος
Κ Ο ΡΝΑ Κώστας Σίσκος
Μαρία Φωτιά
ΤΡΟΜΠ Ε ΤΕΣ
Fruzsina Hara
Σπύρος Αρκούδης
Τ Υ ΜΠΑΝΑ
Δημήτρης Δεσύλλας
10
ΚΑΜΕΡΑΤΑ – ΟΡΧΗΣΤΡΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΟΥ
Από τους κορυφαίους διευθυντές ορχήστρας της γενιάς του, διαγράφει λαμπρή σταδιοδρομία, με εμφανίσεις σε μεγάλα θέατρα, αίθουσες συναυλιών, διεθνή φεστιβάλ και συνεργασίες με διάσημες ορχήστρες. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ερμηνευτές της μουσικής του 18ου αιώνα και του μπελκάντο, διαθέτοντας ευρύτατο ρεπερτόριο, με έμφαση στις ιστορικές πρακτικές ερμηνείας και στην όπερα. Τα τελευταία χρόνια έχει ασχοληθεί επίσης με τη σκηνοθεσία μουσικού θεάτρου και όπερας, υπογράφοντας σημαντικές παραγωγές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από το 2021 είναι καλλιτεχνικός διευθυντής στο ιστορικό Διεθνές Φεστιβάλ Χαίντελ του Γκαίττινγκεν. Έχει αποσπάσει το δισκογραφικό βραβείο ECHO Klassik, ενώ ήταν υποψήφιος στα βραβεία Grammy 2018 για την καλύτερη ηχογράφηση όπερας. Η γαλλική κυβέρνηση τον τίμησε με τον τίτλο του «Ιππότη Γραμμάτων και Τεχνών», ενώ η Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου, με τον τίτλο «Associate» (ARAM). Η Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής τού απένειμε το Μεγάλο Βραβείο Μουσικής για το 2018. Ο Γιώργος Πέτρου έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες ηχογραφήσεις για τις μεγαλύτερες δισκογραφικές εταιρείες (Deutsche Grammophon, Decca, Oehms Classics, MDG), οι οποίες έχουν αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις. Σπούδασε πιάνο στο Ωδείο Αθηνών και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής και στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου, με υποτροφίες της ίδιας της Βασιλικής Ακαδημίας και του Ιδρύματος Ωνάση.
ΕΚΔΟΣΗ ΟΜΜΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΒΟΛΗΣ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΛΕΝΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ | ΤΜΗΜΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΛΗΤΩ ΤΣΕΚΟΥΡΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΝΤΥΠΟΥ ΕΛΛΗ ΠΕΤΡΑΝΤΗ | CREATIVE DIRECTOR K2DESIGN | ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΝΤΥΠΟΥ ΠΑΝΟΣ ΚΑΣΙΑΡΗΣ | ΕΚΤΥΠΩΣΗ PRINTFAIR
© ILIAS SAKALAK
ΧΟΡΗΓΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΗΣ
ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ ΑΕΡΟΜΕΤΑΦΟΡΩΝ