
«Lobt den Herrn der Welt» (Henry Purcell)
«Cantate Domino» (Anton Diabelli)
«Jubilate Deo» (W.A. Mozart)
«Laudate Dominum» από τη συλλογή
Vesperae solennes de confessore, KV 339 (W.A. Mozart)
«Ave verum corpus», KV 618 (W.A. Mozart)

«Tauet, Himmel, den Gerechten» (Franz Xaver Süßmayr)
«Sei uns mit Jubelschalle» (ανώνυμου, πιθανόν του W.A. Mozart)
«Fröhliche Weihnacht überall» (παραδοσιακό)
«Pueri concinite» (Johan Ritter von Herbeck)
«Lieb’ Nachtigall, wach auf» (από το Bamberger Gesangbuch)
«Alle schau’n nach Bethlehem» (Peter Fritsch)
«Leise rieselt den Schnee» (Eduard Ebel)
«Alle Jahre wieder» (Friedrich Silcher)
«Panis angelicus» (César Frank)
«Jingle Bells» (James Lord Pierpont)
«Sanna» (παραδοσιακό)
«Kαλήν εσπέραν άρχοντες»
«Es wird scho glei’ dumpa» (νανούρισμα)
«Little Star of Israel» (Michael Probst)
«In heil’ger Nacht» (Heinz Egidius)
«Stille Nacht, heilige Nacht» (Franz Xaver Gruber)
κομμάτι αναφερόταν εσφαλμένα ως «Trumpet Voluntary by Henry Purcell» στο Short Pieces for the Organ του William Sparkes, Βιβλίο VII, αρ. 1 (Λονδίνο, Ashdown & Parry) και εξακολουθεί να αποδίδεται αρκετά συχνά στον άγγλο συνθέτη του μπαρόκ, Χένρυ Πέρσελ. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα εμβατήριο (The Prince of Denmark’s March) με μορφή ροντό από τη semi-opera The Island Princess του Τζερεμάια Κλαρκ (σύγχρονου του Πέρσελ) και του Ντάνιελ Πέρσελ (μικρότερου αδελφού του Πέρσελ) –πιθανότατα αυτός είναι και ο λόγος της εσφαλμένης απόδοσής του. Ο Κλαρκ, πρώτος οργανίστας τού τότε πρόσφατα ανακατασκευασμένου καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου, συνέθεσε το έργο γύρω στο 1700.
Ο δεύτερος ύμνος του προγράμματος, «Cantate Domino / Ψάλλετε στον Κύριο» του αυστριακού συνθέτη Άντον Ντιαμπέλλι, περιλαμβάνεται στην έντυπη συλλογή της Λειτουργίας αρ. 1 του μουσικού αρχείου του μοναστηριού Άινσιντελν της Έ λβετίας, ωστόσο αυτός ο χαρούμενος ύμνος τραγουδιέται και ανεξάρτητα από τη Λειτουργία. Στη συνέχεια, μεταφερόμαστε στην καρδιά της Αυστρίας του 18ου αιώνα, με τρία χορωδιακά έργα του Μότσαρτ που δεν επιλέχθηκαν τυχαία, αφού το καθένα αντιπροσωπεύει και μια διαφορετική περίοδο της ζωής και της δράσης του συνθέτη τους. Το πρώτο από αυτά, «Jubilate Deo / Υμνείτε τον Κύριο», αποτελεί το τρίτο μέρος της προσφοράς (οφερτόριο) Benedictus sit Deus, που συνέθεσε ο Μότσαρτ το 1768, στα 12 χρόνια του, για τον καθαγιασμό ενός ορφανοτροφείου στη Βιέννη. Βασίζεται στον 99ο Ψαλμό (Μασ. 100) «Jubilate Deo omnis terra». Ο Μότσαρτ χρησιμοποιεί τον όγδοο ψαλμικό τόνο επαναλαμβάνοντας σε διαφορετική κάθε φορά φωνή την ίδια νότα τέσσερις φορές, και αφήνοντας τις υπόλοιπες να κινούνται πιο ζωηρά για να δώσει χαρμόσυνη διάθεση στους στίχους που δοξάζουν τον Θεό. Το επόμενο χορωδιακό έργο, «Laudate Dominum / Δόξα στον Κύριο», ένα αληθινό διαμάντι των φωνητικών έργων του Μότσαρτ, αποτελεί το πέμπτο από τα έξι μέρη του Vesperae Solennes de confessore. Ο Μότσαρτ το συνέθεσε για την Καθολική Έκκλησία του Ζάλτσμπουργκ αμέσως πριν αναχωρήσει, σε αναζήτηση επαγγελματικών ευκαιριών, για το Μόναχο και μετά για τη Βιέννη. Ωστόσο, πολύ συχνά τραγουδιέται και αυτόνομα. Στο στίχο «Gloria Patri» (Δόξα στον Πατέρα), μια εναρμονισμένη εκδοχή της μελωδίας οδηγεί στο αγγελικό τέλος, με τη σοπράνο να ψέλνει το «Αμήν»! Αυτή η «οπερατική άρια αγάπης» του Μότσαρτ αναδεικνύει τη μαεστρία με την οποία συνέθετε για την ανθρώπινη φωνή. Με τρόπο σχεδόν μαγικό, η φωνή της σοπράνο μοιάζει να αιωρείται λικνιστικά πάνω από τη συνοδεία ομπλιγκάτο του οργάνου χαϊδεύοντας τα αυτιά του ακροατή. Το μοτέτο «Ave verum corpus / Χαίρε αληθινό σώμα» γράφτηκε από τον Μότσαρτ μόλις έξι μήνες πριν από το θάνατό του, στις 17 Ιουνίου 1791, την ίδια περίοδο που άρχισε να συνθέτει το Ρέκβιεμ, και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στον ενοριακό ναό του Μπάντεν, κοντά στη Βιέννη, για τη γιορτή του Corpus Christi∙ χοροδιδάσκαλος του ναού ήταν ο φίλος του Μότσαρτ, Άντον Στολ, στον οποίο και το αφιέρωσε. Παρά τις δυσκολίες των τελευταίων χρόνων και την επιδείνωση της υγείας του, τα έργα αυτά διέπονται από εσωτερική ηρεμία και αποπνέουν γαλήνη, χαρακτηριστικό γνώρισμα της μουσικής ιδιοσυγκρασίας του συνθέτη, την οποία ο πιανίστας Άρθουρ Σνάμπελ χαρακτήρισε «πολύ απλή για παιδιά και πολύ δύσκολη για ενήλικες». Το «Ave verum corpus», αντιπροσωπευτικό δείγμα εκκλησιαστικής μουσικής της όψιμης περιόδου του συνθέτη, διαθέτει μια απόκοσμη αρμονική απλότητα που θυμίζει τα χορικά του Μπαχ, ενώ έχει αναφορές και στο στιλ Παλεστρίνα των τελών του 16ου αιώνα. Ακολουθεί το κομμάτι «Tauet, Himmel, den Gerechten / Ανοίξτε, ουρανοί, για τους δίκαιους», γερμανόφωνα κάλαντα της καθολικής παράδοσης, γνωστά στην Αυστρία και στη νότια Γερμανία. Ή μουσική αποδίδεται στον Φραντς Ξάβερ Ζύσμαϊρ, συνθέτη αυστριακής καταγωγής, γνωστό κυρίως για την ολοκλήρωση του Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, ενώ οι στίχοι, που έγρα-

ψε ο ιησουίτης πατέρας Μίχαελ Ντένις, πρωτοεκδόθηκαν ως εκκλησιαστικός ύμνος το 1774, αρχικά χωρίς μελωδία. Το έργο αναφέρεται στις ανήσυχες ψυχές των πιστών και στην υπόσχεση του Θεού για την έλευση του Σωτήρα. Αμέσως μετά η Παιδική Χορωδία Μότσαρτ της Βιέννης τραγουδάει το εύθυμο λαϊκό κομμάτι «Sei uns mit Jubelschalle / Έ λάτε να χαρούμε όλοι μαζί», που περιγράφει πώς η γέννηση του Χριστού φέρνει χαρά σ’ όλο τον κόσμο! Οι δημιουργοί είναι άγνωστοι ωστόσο, η μουσική αποδίδεται στον Μότσαρτ και οι στίχοι στον Γιόχαν Αβραάμ Πέτερ Σουλτς. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Μότσαρτ συνέθεσε το κομμάτι τη χρονιά του θανάτου του, καθώς θυμίζει πολύ στο ύφος το «Komm lieber Mai, und mache», το οποίο συνέθεσε την άνοιξη του 1791. Ακολουθεί το χαρμόσυνο «Fröhliche Weihnacht überall / Καλά Χριστούγεννα παντού» που σε ορισμένα σημεία θυμίζει το «Deck the Halls». Δεν γνωρίζουμε τους δημιουργούς του, θεωρείται ωστόσο ότι έχει ρίζες στην Αγγλία του 19ου αιώνα, παρόλο που δεν υπάρχει αγγλόφωνη
ενώ σε δεύτερο χρόνο μπλέκεται και η σόλο φωνή επαναλαμβάνοντας κάθε στίχο που η χορωδία τραγουδά. Στο τέλος, όλες οι φωνές λένε ταυτόχρονα το «Αλληλούια». Το λαϊκό χριστουγεννιάτικο τραγούδι «Lieb’ Nachtigall, wach auf / Ξύπνα, καλό μου αηδόνι» περιλαμβάνεται στο Ψαλτήριο της Βαμβέργης (Bamberger Gesangbuch, Γερμανία, 1670), και καλεί το αηδόνι να ξυπνήσει για να υμνήσει τον ερχομό του μικρού Χριστού. «Γλυκά κελάηδησε, αηδόνι! Τραγούδια πες για το παιδί». Ο νεογέννητος Χριστός φέρνει το φως, ενώ η λέξη «φως, λατ. lux» εμπεριέχεται στη λατινική ονομασία του αηδονιού luscinia. Το ύφος της μελωδίας, ζεστό και φωτεινό, θυμίζει το γλυκόλαλο πουλί.


den Schnee
του
διορισμός
κατεβαίνει
τον γερμανό πάστορα Βίλχελμ Χάυ. Τη μελωδία έγραψε ο Φρήντριχ Ζίλχερ το 1842, ωστόσο υπάρχουν και άλλες μουσικές εκδοχές, όπως των Κρίστιαν Χάινριχ Ρινκ και Έρνστ Άνσυτς. Με ύφος άλλοτε γαλήνιο και ευλαβικό και άλλοτε πιο παιχνιδιάρικο και αυθόρμητο, τα κάλαντα αυτά μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά. «Panis angelicus / Έίθε ο άρτος των αγγέλων» τραγουδάει στη συνέχεια η χορωδία: ένας λατινικός ύμνος, μέρος του Sacris solemniis, που γράφτηκε από τον Άγιο Θωμά Ακινάτη κατά τον 13ο αιώνα. Μελοποιήθηκε από τον Σεζάρ Φρανκ το 1872, τη χρονιά που
διορίστηκε καθηγητής οργάνου στο Ωδείο του Παρισιού. Σε αντίθεση με

ρυθμός μιμούνται τον ήχο των κουδουνιών των αλόγων καθώς γλιστρούν στο χιόνι, αποπνέοντας μια εύθυμη και χιουμοριστική αίσθηση. Το επόμενο τραγούδι από την Παιδική Χορωδία Μότσαρτ είναι το «Sanna Sannanina / Άγιος, Πανάγιος Κύριος», ένα ρυθμικό αφροαμερικάνικο τραγούδι. Το πλέξιμο των ρυθμικών και των αρμονικών μοτίβων ερμηνεύεται είτε α καπέλα είτε με συνοδεία πιάνου είτε και κρουστών.
Ακολουθούν τα ελληνικά κάλαντα «Καλήν εσπέραν άρχοντες». Στα κάλαντα (από το ρήμα καλώ), από τα ισχυρότερα έθιμα στην Έ λλάδα, τα παιδιά επισκέπονται τα σπίτια κρατώντας τρίγωνο ή άλλο μουσικό όργανο (φυσαρμόνικα, φλογέρα, κιθάρα κ.ά.) και τραγουδώντας «καλούν» τους νοικοκύρηδες να γιορτάσουν τη θεία γέννηση. Στην πλήρη μορφή του, το «Καλήν εσπέραν...» εξιστορεί τη γέννηση του Χριστού και τον ερχομό των Μάγων που φτάνουν για να τον προσκυνήσουν. Στην τελευταία στροφή της συντομευμένης εκδοχής, που τραγουδιέται συνήθως, οι μικροί καλαντιστές λένε ευχές για το σπίτι, ώστε οι νοικοκύρηδες να τους δώσουν φιλοδώρημα. Το αυστριακό νανούρισμα «Es wird scho glei’ dumpa / Πέφτει κιόλας το σκοτάδι» κατάγεται από την περιοχή του Τιρόλου, και οι στίχοι του (πρώτη δημοσίευση, 1884) γράφτηκαν από τον Άντον Ράιντινγκερ. «Σύντομα θα νυχτώσει, γι’ αυτό σε σένα έρχομαι, που μένεις ξυπνητό, για να σου τραγουδήσω έναν μικρό σκοπό, σε σένα αγαπημένο… Κοιμήσου γλυκά, παιδάκι μου».
του Κυρίου,
τους φτωχούς,

Mozart Knabenchor Wien


των 200 χρόνων από τη γέννηση του Bόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Τα μέλη της είναι αγόρια ηλικίας 8 έως 21 ετών, που καλύπτουν και τις τέσσερις φωνές (γυναικείες και αντρικές). «Σήμα κατατεθέν» της είναι τα χαρακτηριστικά μπλε κοστούμια εποχής που φορούν οι μικροί χορωδοί. Στόχος του ιδρυτή του συνόλου, Έριχ Σβάρτσμπαουερ, ήταν να δώσει σε ταλαντούχα αγόρια με εξαιρετικές φωνητικές ικανότητες τη δυνατότητα να αφοσιωθούν στη χορωδιακή τέχνη ζώντας ταυτόχρονα με τις οικογένειές τους και πηγαίνοντας στο σχολείο της αρεσκείας τους (σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τα μέλη της Παιδικής Χορωδίας της Βιέννης). Μουσικός διευθυντής της Παιδικής Χορωδίας Μότσαρτ της Βιέννης είναι, από το 1994, ο Πέτερ Λανγκ. Το ρεπερτόριο της Χορωδίας είναι ευρύ: περιλαμβάνει κλασικές χορωδιακές συνθέσεις, ενώ εμπλουτίζεται διαρκώς με έργα σύγχρονων συνθετών, τα οποία προβάλλει συστηματικά μέσα από τις συναυλίες της. Το Σύνολο συνεργάζεται τακτικά με ευρωπαϊκές ορχήστρες, όπως η Φιλαρμονική της Βιέννης, η Συμφωνική SWR του Μπάντεν-Μπάντεν και του Φράιμπουργκ, η Έθνική Συμφωνική της RAI κ.ά. Έκτός από τις αυστριακές αίθουσες συναυλιών, τα τελευταία χρόνια έχει εμφανιστεί, μεταξύ άλλων, στην Ιαπωνία (1995), την Ισπανία (1996), τη Χιλή (1999), την Κύπρο (2009), τη Γερμανία (2009/2013), την Πολωνία (2009/2017), την Ουγγαρία (2011/2014) και την Κίνα (2018), σε συνεργασία με διάσημους καλλιτέχνες: Μπάρμπαρα Χέντρικς, Μπερτράν ντε Μπιλλύ, Κρίστιαν Μπαις, Έρικ Έρικσον, Μαρτσέλλο Βιόττι, Συλβαίν Καμπρελίνγκ, Χοσέ Κούρα, Ντάνιελ Χάρντινγκ και Τζότζι Χαττόρι.
Peter Lang
Sängerknaben


