Αναζητώντας τον Χεσμένο Χρόνο, του Αύγουστου Κορτώ

Page 1

Αύγουστος Κορτώ

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΕΣΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ


Χειμωνιάτικο

δείλι, σωτήριον έτος 1921. Το Παρίσι ξεχύνεται πολύβουο. Γυναίκες διαλέγουν φορέματα πίσω από φωτισμένες βιτρίνες, σαν ψάρια σε ενυδρείο. Άνδρες περιμένουν σε διακριτική απόσταση να τα πληρώσουν, σαν ψάρια στο δίχτυ. Πορτοφολάδες βγαίνουν απ’ το μετρό χαμογελαστοί, με την πολύτιμη λεία να τους ζεσταίνει την τσέπη, κι έπειτα, βάζοντας το χέρι στην τσέπη, διαπιστώνουν ότι έχει μια τρύπα νά, με το συμπάθειο, κι ότι το πορτοφόλι έχει πάρει άδεια εξόδου. Η μοίρα των πορτοφολάδων. Πλανόδιοι μουσικοί ζητιανεύουν στο όνομα του Βιβάλντι, λαίμαργα παιδάκια μασουλάνε μαντλέν και σοκολατένια μήλαδε χορταίνουν ποτέ, τα σκασμένα; -κι ο ήλιος μπαίνει στον Ιχθύ, ζώδιο τσαχπίνικο, πεισματάρικο, και πλούσιο σε φώσφορο. Μα τίποτε απ’ όλα αυτά-ούτε οι φωνές, ούτε τα χρώματα, και προπαντός οι μυρωδιές-δεν φτάνουν στον πρώτο όροφο μιας κεντρικής πολυκατοικίας στην μπουλβάρ Ωσμάν. Σ’ αυτό το διαμέρισμα δεν επιτρέπεται σχεδόν καμιά συναλλαγή με την ταπεινή παριζιάνικη πραγματικότητα. Σ’ αυτό το διαμέρισμα ο χρόνος έχει χαθεί, κι ο ιδιοκτήτης τον ψάχνει. Δεν έχει βάλει αγγελία ποιά εφημερίδα θα δημοσίευε 2500 σελίδες αγγελία; -αλλά κάνει ό,τι μπορεί. Κι αυτή την ώρα, που η πόλη του φωτός ετοιμάζεται για μιαν άγρυπνη νύχτα, σφύζοντας από ζωή, ο μυστηριώδης ένοικος της μπουλβάρ Ωσμάν ανοίγει για πρώτη φορά τα βαριά, πεσμένα του βλέφαρα. Για μερικά λεπτά, εξερευνά το ημίφως της κάμαράς του. Τα έπιπλα, την ταπετσαρία, τις κουρτίνες που κρύβουν τα παράθυρα-όλα οικεία, όλα μακρινά, όλα ελαφρώς κακόγουστα. ‘Μα ποιός μπορεί να διάλεξε αυτό το φριχτό σεκρετέρ;’ Αναρωτιέται. Η απάντηση είναι: ο ίδιος. Αναθεωρεί αμέσως, πρόκειται για αριστούργημα. Ύστερα, καθώς χασμουριέται, με το πρώτο βηχαλάκι να προμηνύει ένα νυχτερινό υπερθέαμα αλλεργικού παροξυσμού, αναρωτιέται εκ νέου γι’ αυτό το ομιχλώδες πρόσωπο που χασμουριέται, που βήχει, που έχει αγοράσει το σεκρετέρ, που έχει ιδρώσει σα βουβάλι επειδή ξεχάστηκε κι αποκοιμήθηκε με την μάλλινη ρόμπα του. Ποιός είναι; Ποιός κρύβεται πίσω απ’ τις αντωνυμίες εγώ, αυτός, ο ίδιος; Το ίδιος είναι αντωνυμία; Κι αν όχι, τί είναι; Φευγαλέα, κλείνοντας τα μάτια, θα μπορούσε να πιστέψει πως είναι αυτό για το οποίο διάβαζε λίγο πριν κοιμηθεί: η 32 εκατοστών ψωλή του Σχιζοκώλη, από τις 120 μέρες των Σοδόμων του μαρκησίου ντε Σάντ. Όμως αλλοίμονο, ο κόσμος της τέχνης, ο μόνος αληθινός, είναι δυστυχώς τόσο εύθραυστος… Κατά βάθος το γνωρίζει, η συνείδηση βαραίνει πάνω του: Είναι μόνον ο Μαρσέλ Προύστ, αξιοθρήνητος συγγραφέας ενός αξιοθρήνητου βιβλίου, που όταν 2


ξεκίνησε επρόκειτο να αλλάξει την Ιστορία, μα που όσο περνούν τα χρόνια του φαίνεται όλο και πιο αμφίβολο κατά πόσο θα το διαβάσει ποτέ κανείς -συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου, αν κρίνει απ’ την διαρκή επιδείνωση αυτού του ολέθριου άσθματος. Με μια πονεμένη κίνηση του αυχένα, στρέφει το βλέμμα στο γραφείο του. Ακόμα και στο μισοσκόταδο, ο όγκος του χαρτιού, ακατάστατος, συγκεχυμένος, είναι ένα θέαμα οδυνηρό. Σαν εκατόμβη σε πολεμικό χαράκωμα, όπου είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις ποιό μέλος ανήκει σε ποιό πτώμα. Κι αυτός περιδιαβαίνει ανάμεσά τους, εδώ και δυό δεκαετίες σχεδόν, και προσπαθεί ν’ ανιχνεύσει τον ασθενικό χτύπο όσων ρολογιών δουλεύουν ακόμη στα χέρια των νεκρών στρατιωτών, που έχουν όλοι τους το πρόσωπό του. Οι αναμνήσεις είναι νεκρές, δεν ωφελεί να υποκρίνεται. Λίπασμα για τις ασαφείς ιδέες του, έργα παιδιών στην άμμο που τα σβήνει το κύμα. Προς τί λοιπόν αυτή η επιμονή; Ποιός θα μπει στον κόπο να διευθετήσει αυτό τον χάρτινο ορυμαγδό αν μια νύχτα σαν την αποψινή ο βήχας χειροτερέψει, και το φτωχό του σώμα παραδοθεί στο θάνατο; Πρέπει να προλάβει να το εκδώσει, να εξασφαλίσει απ’ το κατώφλι του θανάτου ένα κομμάτι αθανασίας, αλλά το μέγεθος και μόνο είναι απαγορευτικό. Σαν τη μάνα που αρνείται την ασχήμια ή έστω την μετριότητα ενός απ’ τα παιδιά της, δεν μπορεί να σβήσει ούτε μία λέξη, να παραλείψει ούτε μία ανάμνηση. Η καρδιά του πονάει, τα βλέφαρά του βαραίνουν κι άλλο, από τα δάκρυα. Θα ήθελε να μπορούσε να το δεί ολόκληρο στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, ένα μεγάλο δερματόδετο τόμοκόκκινο κατά προτίμηση -με πολύ λεπτές σελίδες και χρυσοκέντητο σελιδοδείκτη, όμως φοβάται ακόμα και να προφέρει αυτή την επιθυμία. Ο Γκαλλιμάρ θα ήταν ικανός να τον δείρει, ή, σεβόμενος την ευαίσθητη κατάσταση της υγείας του, να δείρει τον ταχυδρόμο που θα του παρέδιδε ένα γράμμα μ’ αυτό το αίτημα. Μόνον η Σελέστ θα του έκανε το χατήρι. Ωστόσο, παρά την υποδειγματική της συμπεριφορά και τις εξαιρετικές μαγειρικές της δεξιότητες-κανείς δεν φτιάχνει χυμό από δαμάσκηνα όπως αυτή-η πιστή, αφοσιωμένη του Σελέστ δεν ασχολείται με την έκδοση βιβλίων, αλλά με το ξεσκόνισμα και το συγύρισμά τους. Η νοερή αναφορά του ονόματος της οικονόμου του, ξαφνικά πολλαπλασιάζει την οδύνη. Γνωρίζει καλά το γιατί. Ακόμα κι αυτή η απλοϊκή κοπέλα, βλέποντάς τον να αγωνιά νυχθημερόν πάνω απ’ το πυκνογραμμένο χάος, του έχει απευθύνει πολλές φορές ως τώρα την ίδια ερώτηση, μιαν ερώτηση που κάνει το αίμα του να παγώνει. «Πότε θα τελειώσετε το βιβλίο σας, κύριε;» Χαμένος στο άπειρο της φλυαρίας του, έχει απωθήσει σκόπιμα αυτή την ερώτηση, την καταπνίγει χωρίς δεύτερη σκέψη. Όμως η Σελέστ έχει δίκιο. Δεν νοείται βιβλίο χωρίς τέλος. Ο ίδιος γνωρίζει καλά την θλιβερή μοίρα του Μπυβάρ και Πεκυσέ, κι ας υπήρχε


πίσω του ο θρύλος της Αισθηματικής Αγωγής και της Μαντάμ Μποβαρύ. Ένα βιβλίο χωρίς τέλος είναι ένα βιβλίο ανύπαρκτο. Ακόμη και τα κομμάτια που έχει εκδώσει, μετά κόπων και βασάνων, μοιάζουν με το ακρωτηριασμένο σώμα μιας κούκλας χωρίς χέρια, ή και χωρίς κεφάλι. Γιατί νοιώθει πως δεν έχει ακόμα γράψει το πιο σημαντικό κομμάτι αυτού του έργου. Κι ο ανόητος παλεύει με την ιδέα ενός δερματόδετου τόμου πέντε κιλών, βασανίζεται για την γαμήλια δεξίωση ενός πλάσματος που ακόμη κυοφορείται, σε μιαν εγκυμοσύνη αβέβαιης έκβασης κι εφιαλτικής διάρκειας. Όμως είναι τόσο δύσκολο, τόσο απάνθρωπα δύσκολο να δραπετεύσεις απ’ την ιδέα της μοίρας, αυτής της ευθύγραμμης θεώρησης του χρόνου όπου όλα είναι καθορισμένα, και κάθε παρέκκλιση τιμωρείται με θάνατο! Και κρεμασμένες πάνω της σαν μακάβρια φυλαχτά, δεκάδες, χιλιάδες άλλες έμμονες ιδέες, παράλογες αλλά εξ’ ίσου ακαταμάχητες: προλήψεις, φόβοι τυφλών, αδύναμων πλασμάτων, χαμένων στο σκοτάδι. Μια από αυτές, εδώ και λίγο καιρό έχει φωλιάσει στο μακρόστενο κρανίο του, αντιτείνοντας σε κάθε απόπειρα εκλογίκευσης έναν αφύσικο πανικό: Πως την ημέρα που θα γράψει την τελευταία λέξη του βιβλίου του, το βράδυ που θα αποθέσει στις ρίζες του θηριώδους λουλουδιού την ύστατη φτυαριά απ’ το λίπασμα της έμπνευσης, την στιγμή που τα παιδικά χεράκια του θα υψώσουν τον τελευταίο πύργο στην αμμουδιά της αιωνιότητας, το νήμα της ζωής του θα κοπεί. Κι ο κύριος Προύστ, όπως και κάθε άνθρωπος, θεωρεί πως είναι πολύ νωρίς ακόμα για να τινάξει τα πέταλα. Έτσι συνεχίζει να γράφει, χωρίς ελπίδα, με μόνο σκοπό-πόσο παράλογο!-να συνεχίσει να ζει. …Ξαφνικά, σαν κακός οιωνός που φτερουγίζει μες στο ίδιο του το σώμα, ένα ηχηρό ρίγος διατρέχει την κοιλιά του, δραπετεύει απ’ το παλιομοδίτικο νυχτικό, και δημιουργεί ένα στιγμιαίο θρόισμα κάτω απ’ την βαριά κεντημένη κουβέρτα. Η φινετσάτη γαλλική μυτούλα του συσπάται σ’ έναν μορφασμό απαρέσκειας. Ω καταραμένη ζωϊκή φύση, ώ σκληρή υπενθύμιση και χυδαίες ανάγκες της σάρκας, που διαφεντεύει σαν σκλάβο το ευγενές πνεύμα, παραβιάζοντας ακόμη και τις πιο λεπτεπίλεπτες στιγμές στοχασμού! Γιατί υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στο λίπασμα και στο περιεχόμενο των παιδικών παντελονιών θαλάσσης, έστω κι αν οι εικόνες αυτές χρησιμοποιούνται μεταφορικά, χωρίς την τρομερή οσφρητική αύρα που, κυριολεκτικά, τις περιβάλλει. Κι είναι γεγονός αναντίρρητο πως, όσο κι αν το σώμα του διαμαρτύρεται, παγιδευμένο στη νωθρότητα του ανεπαρκούς, βαμπιρικού του ύπνου, όσο κι αν η απόσταση που καλύπτει ο διάδρομος του σπιτιού φαντάζει σαν την κάθοδο του Ορφέα στον Άδη μα πόση αδικία σ’ αυτό τον κόσμο; τι να χωνέψεις από ένα φλυτζάνι καφέ και δύο άγευστα μπισκοτάκια 4


βανίλλιας; -το χειμωνιάτικο αυτό δείλι του σωτηρίου έτους 1921,ο Μαρσέλ Προύστ, αξιοθρήνητος συγγραφέας ενός αξιοθρήνητου βιβλίου, πρέπει να πάει επειγόντως για χέσιμο. Οι βελούδινες παντούφλες του σέρνονται στο χαλί, ματαιώνοντας κάθε προσπάθεια να επιταχύνει το βήμα. Τα σωθικά του βρυχώνται, ενώ η ζώνη της ρόμπας πλέκεται στα πόδια του, απειλώντας την ισορροπία του. Μια απ’ αυτές τις νύχτες, είναι βέβαιος, το σύνολο αυτών των άψυχων συνωμοτών θα πετύχει τον σκοπό του, κι η Σελέστ, βγαίνοντας έντρομη από την κουζίνα, θα τον αντικρύσει σωριασμένο στο πάτωμα, και κατά πάσα πιθανότητα χεσμένο. Η σκέψη αναζωπυρώνει τον πανικό του και τον σπρώχνει στο διάδρομο σαν αόρατο καμουτσίκι. Όμως λίγο πριν φτάσει στο μπάνιο, μια δριμεία οσμή εισβάλλει στα πνευμόνια του και τον κάνει να διπλώσει σ’ ένα κονσέρτο εξερχόμενου αέρα. Κόκκινος από ντροπή κι εξουθένωση, στηρίζεται στον τοίχο και συνεχίζει να βήχει, ανήμπορος να σταματήσει την παράλληλη εκτόνωσηπου, υπακούγοντας σε ανελέητους φυσικούς νόμους, τον μεταμορφώνει προς στιγμήν σε ζωντανό φυσερό-από την άλλη άκρη της ρόμπας του. Κάποτε ηρεμεί, και προσπαθεί, εισπνέοντας δειλά, να εντοπίσει την αιτία αυτής της κρίσης. Η κουζίνα αποκλείεται-η πόρτα της είναι κλεισμένη ερμητικά, ενώ η Σελέστ έχει ρητές οδηγίες να αποφεύγει τα μυρωδικά, τα μπαχαρικά, και κάθε είδους πτητικές απολυμαντικές ουσίες. Απ’ την άλλη, ανακαλώντας την ανάσα που πυροδότησε την έκρηξη, ορκίζεται πως είχε μυρίσει, έστω κι αμυδρά, το βαρύ, μπερδεμένο άρωμα του δρόμου-λάσπη και κάστανα και καπνό και νερό της Κολωνίας. Θα μπορούσε να καλέσει την Σελέστ και να της ζητήσει να επιθεωρήσει τον φελλό γύρω απ’ τα παράθυρα του σαλονιού, αφ’ ενός όμως ντρέπεται για την εικόνα που παρουσιάζει, κι αφ’ ετέρου φοβάται πως η οσμή που πρώτη θα εντοπίσει η πιστή του οικονόμος θα είναι ακριβώς αυτή για την οποία δεν θα μπορεί να κάνει περαιτέρω σχόλια-ο εσωτερικός αέρας, που ενδεχομένως και να ήταν εξ’ αρχής ο παράγων ερεθισμού, κάτι σαν αυτοδηλητηρίαση. Επιπλέον, πρέπει να επισπεύσει την ικανοποίηση των κτηνωδών αναγκών του. Ένας οξύς βήχας και μια λαϊκότατη πορδή που ηχούν ταυτόχρονα, ως άλλο σάλπισμα της Ιεριχούς, καλύπτουν κάθε σκέψη, και του δίνουν το κουράγιο να κάνει τα τελευταία βήματα και ν’ ανοίξει την πόρτα του μπάνιου. Αφού βεβαιωθεί πως η πόρτα πίσω του είναι κλειστή και κλειδωμένη -ανόητη συνήθεια΄ η Σελέστ είναι η προσοπωποίηση της διακριτικότητας, και δεν θα έμπαινε στο μπάνιο παρά μόνον αν άκουγε τον επιθανάτιο ρόγχο του, οπότε η ευπρέπεια δεν θα είχε πλέον σημασία-


λύνει τη ρόμπα του, κι αποστρέφοντας το βλέμμα απ’ τον καθρέφτη γυμνώνει τα νώτα του και κάθεται στην πορσελάνινη χέστρα. Σχεδόν ακαριαία, η μνήμη τον κατακλύζει, βυθίζοντάς τον σ’ ένα τέλμα αμηχανίας. Έχοντας ζήσει για δεκαπέντε και πλέον χρόνια με την αποκλειστική συντροφιά πλασμάτων της φαντασίας του, τους έχει δώσει σάρκα και οστά, κι αισθάνεται πως τον συνοδεύουν σε κάθε του κίνηση, ιδίως όταν, απορροφημένος απ’ την τριβή της καθημερινότητας, δεν ασχολείται με την φροντίδα τους. Έτσι, αυτή την στιγμή, νοιώθει πως το φευγαλέο ξεγύμνωμα του κορμιού του έχει πέσει βορά στο άπληστο, επικριτικό βλέμμα της Ζιλμπέρτ, της Φρανσουάζ, της θείας Λεονί, του Σαρλύς, της Αλμπερτίν, του ζεύγους Σουάν, ακόμα και του νεκρού Βιντέιγ, απ’ την φωτογραφία στο σαλόνι του σπιτιού του. Κι ακόμη, καθώς έχει γυμνάσει την σκέψη του ώστε να ανακαλεί με εξονυχιστικές λεπτομέρειες την αλλοτινή ζωή του-προκειμένου να μεταφερθεί νοερά σε χαμένους κόσμους τους οποίους εν συνεχεία απεικονίζει στο εξωφρενικό του βιβλίο -την στιγμή που οι γλουτοί του αγγίζουν το ψυχρό πορσελάνινο κάλυμμα, ξαναζεί στο ακέραιο όλες τις φορές κι όλους τους τόπους που έχουν φιλοξενήσει στο παρελθόν το σώμα του σ’ αυτή την στάση. Τριγύρω του ζωγραφίζονται δημόσια αποχωρητήρια, δωμάτια επαρχιακών πανδοχείων, ακόμη και δάση, κι ο ίδιος νοιώθει να στέκεται ταυτόχρονα πάνω από ζοφερές μαρμάρινες τρύπες, δοχεία νυκτός, και φυλλωσιές. Ο αποπροσανατολισμός του αγγίζει τα όρια της απελπισίας. Με μιαν ειλικρίνεια που καταντά γελοία, αναρωτιέται ποιός απ’ τους δεκάδες στουμπωμένους εαυτούς του, τους σκυμμένους, καθισμένους, και στημένους ανακούρκουδα, θ’ αρχίσει να χέζει πρώτος. «Εγώ!» αποκρίνεται αυθαίρετα μια πεισματάρα εκδοχή του, και με μια νέα ομοβροντία να αντηχεί στο κοίλο της λεκάνης, η πρώτη δόση απ’ το ακατονόμαστο ρευστό του περιεχόμενο τον εγκαταλείπει. Αμέσως, κυριεύεται από συστολή και σταματά. Κατά πρώτον, επειδή νοιώθει αηδιασμένος απ’ την κτηνωδία του σώματός του, κι ενώ ξέρει πως έχει βαδίσει τον δρόμο χωρίς επιστροφή, αρνείται να συνεχίσει. Κι έπειτα, υποφέρει απ’ τον αβάσιμο -ή μήπως δεν είναι;- φόβο πως η πολυφωνία της αφόδευσής του μπορεί να διαπεράσει τις κλειστές πόρτες και να φτάσει στ’ αυτιά της Σελέστ. Δεν είναι δε κάποια υπεροπτική διάθεση που γεννά αυτόν τον δισταγμό-παρά την σοβαρότητα της εργασίας του, η κοπέλα δεν είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι ο κύριός της αποτελείται από αιθέρα-αλλά απεναντίας ένα αίσθημα επιβεβλημένου χρέους, κι η γνώση πως της οφείλει ήδη πολλά, στα οποία δεν θά’ πρεπε να προστεθεί η ακούσια ακρόαση των γεροντικών του πορδών. Ακολουθεί στιγμιαία έξαρση θυμού προς το αδύναμο αυτό κορμί, που τον αναγκάζει να μεταχειρίζεται υπηρέτρια, αδιαφορώντας για την δυσκοιλιότητα που του προξενεί εδώ και χρόνια ο σεβασμός στην 6


ευαίσθητη ακοή της. Η οργή του μοιάζει με εξαϋλωση, διαχωρίζει την θέση του απ’ το αγενές σαρκίο που κατοικεί, όταν αίφνης το σαρκίο αναγγέλλει την παράταση του Γολγοθά, με μια πορδή κενή περιεχομένου, ίδια με τον κενό κι ανώφελο θυμό του. Στο μεταξύ, η οβερτούρα της βορβορώδους κένωσης, λιμνάζοντας κάτω απ’ τα πόδια του σαν τέρας στο βυθό μιας λίμνης, έχει αρχίσει να μολύνει ύπουλα την ατμόσφαιρα του μπάνιου. Κι ωστόσο τίποτε δεν μπορεί να τον βοηθήσει να εξακολουθήσει να χέζει, τίποτε δεν μπορεί να φέρει μια –κυριολεκτική και μεταφορική- κάθαρση. Τί τραγωδία, η δυσκοιλιότητα! Τί φριχτό αδιέξοδο! Και μάλιστα ένα απ’ το οποίο είναι αδύνατον-εφ’ όσον κανείς επιθυμεί να διατηρήσει το επίπεδο της αξιοπρέπειας που είναι απαραίτητο, όσο και το οξυγόνο, για την ανθρώπινη επιβίωση- να εξέλθει υποβοηθούμενος. Καθώς σταδιακά υποχωρεί ηττημένος σ’ αυτή την παθητική αθλιότητα, η δυστοκία των σπλάχνων του αποκτά διαστάσεις κολοσσιαίες. Ολόκληρη η ύπαρξή του σπαρταράει παγιδευμένη στον κυκεώνα της ημιτελούς αφόδευσης, κι η αίσθηση είναι πιο βασανιστική κι από το άγχος του ημιτελούς βιβλίου του, που τον κρατά ξύπνιο τις νύχτες. Αλήθεια, τί μπορεί να προσφέρει η τέχνη σε μια τέτοια περίσταση; Τίποτα. Οι απελευθερωτικές δυνάμεις της, αν κι ικανές να απωθούν επί χρόνια το φάσμα της οικόσιτης σκλαβιάς μες στην οποία η ζωή του υποχρεούται να κυλά, δέσμια αναρίθμητων αλλεργιών, είναι ένα παιδικό όπλο, μια σφεντόνα απέναντι στον Γολιάθ της δυσκοιλιότητας. Η πικρή πραγματικότητα, συνειδητοποιεί, καθώς λεπτά ρυάκια ιδρώτα αυλακώνουν το μέτωπό του που συσπάται στην προσπάθεια, η πικρή, αδυσώπητη πραγματικότητα είναι πως θα αδυνατούσε ακόμη και να περιγράψει μια κατάσταση σαν κι αυτή που βιώνει τώρα, να την αποδώσει σε όλο το τρομακτικό της βάθος. Κατ’ αρχήν είναι το ζήτημα της τόλμης, ή μάλλον της ατολμίας. Η αριστοκρατική του ανατροφή, το εύθραυστον του χαρακτήρα του- δεν ξέρει πλέον τί ή ποιόν να ενοχοποιήσει- τον καθιστούσαν ανέκαθεν ανήμπορο να χρησιμοποιήσει στον προφορικό του λόγο-και πολύ περισσότερο στον γραπτό-οποιαδήποτε λέξη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τολμηρή ή χυδαία. Σαν μουγκός παρατηρητής μιας χορωδίας, σαν φαφούτης σ’ ένα δείπνο γεμάτο αστραφτερές, πολυάσχολες οδοντοστοιχίες, απολάμβανε, πάντοτε λαθραία, την παρρησία με την οποία άνθρωποι του δρόμου ή του πνεύματος ξεστόμιζαν ή αποτύπωναν ανήκουστες για τον ίδιο ύβρεις. Πόσο ηδονικές ήταν οι εικόνες που αναδύονταν απ’ την αθυρόστομη ποίηση του Κάτουλλου, πόσο ανατριχιαστικά υπέροχα ακούγονταν στ’ αυτιά του τα


βρωμόλογα της Ιουλιέττας! Όμως κάθε φορά που ο ίδιος προσπαθούσε να περιγράψει μιαν αμυδρότατα επιλήψιμη σκηνή, μιαν ερωτική πράξηπολλώ μάλλον αποκλίνουσας φύσης -ο φόβος τον έκανε να παραλύει. Το θλιβερό αποτέλεσμα; Μα στέκεται μπροστά του ακόμα και τώρα, δηλαδή όχι στο μπάνιο, αλλά στον λαβύρινθο του χαρτιού που σκεπάζει το γραφείο του. Σκηνές οι οποίες ξεκινούν να περιγράφουν κάτι, μα που καθ’ οδόν πέφτουν θύμα της ίδιας του της συστολής, παρεκκλίνουν, πλατειάζουν, και καταλήγουν στο τέλος να δίνουν μιαν ολωσδιόλου διαφορετική άποψη απ’ αυτήν που αρχικά σκόπευε να διατυπώσει, συχνά δε και για κάποιο εντελώς άλλο θέμα. Ένα φιλί, για το Θεό, κάτι τόσο αθώο και όμορφο! Ανάμεσα στις χιλιάδες των σελίδων που μουντζουρώνει εδώ και χρόνια, τα λιγοστά φιλιά είναι πνιγμένα κάτω από λουλούδια, πίνακες, ρούχα και φαγητά, όσα εν ολίγοις ο δειλός εαυτός του σώριαζε πάνω στην ολότελα άμεμπτη εικόνα ενός φιλιού, κάθε φορά που αποπειρώταν να το περιγράψει. Πώς θα μπορούσε λοιπόν αυτός ο λιπόψυχος, αυτός ο ευνούχος των λέξεων-στιγμιαία αναλαμπή ελπίδας, μα όχι, μόνο μια κλανιά -να αναπαραστήσει το τραγικό μεγαλείο που τον συγκλονίζει αυτή την ώρα, να μιλήσει για ένα καταδικασμένο χέσιμο την στιγμή που κύματα φρίκης τον διαπερνούν στην σκέψη και μόνον της λέξης σκατά; Με την ελπίδα η νοερή θεματολογία να λειτουργήσει ως υποβολέας στον απρόθυμο ηθοποιό του κορμιού του-περίπου όπως οι γιατροί των ανόρεχτων παιδιών επιχειρούν να τους εμφυσήσουν μιαν υγιή βουλιμία συνιστώντας στις μητέρες τους να τους διαβάζουν παραμύθια με περιγραφές πελώριων κι εξωτικών γευμάτων-αρχίζει να αναμοχλεύει στο μυαλό του την εικόνα αλλά και τις πιθανές προεκτάσεις του βδελυρού προϊόντος κάθε τροφής. Σκατά. Καταπιέζοντας την αρχική φρίκη, η μνήμη του αρπάζεται απ’ τον μαρκήσιο ντε Σάντ, που του κρατά συντροφιά τόσα άγρυπνα πρωινά, όταν εξαντλημένος σαν Δαναϊδα ξαπλώνει στο κρεβάτι του. Ο επιφανής όσο και διαβόητος ομότεχνός του αλλά και οι χαρακτήρες των έργων του -που σαφώς αποτελούν εν μέρει αντανακλάσεις τουαπολαμβάνουν όχι μόνο την πράξη της αφόδευσης, αλλά και την ποικίλη μεταχείριση των καρπών της, προς τέρψιν εαυτών και αλλήλων. Κλείνοντας τα μάτια-πρέπει να προσέξει να μην αποκοιμηθεί-θυμάται ,σχεδόν σαν να τις έχει ζήσει, τις τουαλέτες μες στις οποίες αποπατούν οι ελευθέριοι, κι απ’ τις ο-ποίες κατόπιν εξέρχονται χέρια με ροδόνερο για να τους πλύνουν. Θυμάται, και γελά, και κλάνει με το γέλιο, και ξαναγελά με την ιδέα ότι η πίεση του γέλιου τον κάνει να κλάσει -και ξανακλάνειμε την ανάμνηση φρικαλέων σκηνών κοπροφαγίας, μουχλιασμένα περιττώματα που παρομοιάζονται με αυγουλάκια, ενώ στο τέλος, 8


επιβάλλοντας στον εαυτό του μια παύση της παρατεταμένης θυμηδίας- η οποία εκτός από αγενή αέρια δεν παράγει τίποτε το ουσιώδεςαναλογίζεται την φιλοσοφική διάσταση που ο μαρκήσιος αποδίδει στα κόπρανα, χαρακτηρίζοντάς τα ως το μόνο άξιο πόνημα των ανθρώπων, φτάνοντας μέχρι του σημείου να τους εξισώσει με δαύτα. Σίγουρα ως τοποθέτηση είναι κάπως ακραία-ο ίδιος δεν θα τολμούσε ούτε καν να την συλλογιστεί εάν δεν την έβρισκε ήδη γραμμένη κι αιτιολογημένη -όμως αν κανείς παρέκαμπτε την δικαίως οργίλη αντιμετώπιση κάθε εξουσίας απ’ την πέννα ενός ισόβια φυλακισμένου, πίσω απ’ το αθεϊστικό μένος του μαρκησίου ανεδύετο μια ερμηνεία των νόμων της φύσης που κι ο ίδιος-ο καθένας, στην πραγματικότητα-θα μπορούσε να αποδεχτεί. Αρκούσε μια βόλτα στην εξοχή, με τις ριπές του φρεσκοκοπρισμένου εδάφους να μάχονται σιωπηλά το άρωμα των νεογέννητων ανθών. Ευωδία εκ της δυσωδίας, σύνθεση εκ της αποσύνθεσης, ζωή από τα κόπρανα. Αγελάδες που κοπρίζουν τα λιβάδια πάνω στα οποία βοσκούν και που στη συνέχεια τρέφουν τους ανθρώπους με το γάλα και το κρέας τους, τους ντύνουν με το δέρμα τους, κάνουν κάτι αξιοσημείωτο με την ουρά τους που αυτή τη στιγμή του διαφεύγει (α, ναί! διώχνουν τις μύγες!) Όμως ο συνδετικός κρίκος είναι τα σκατά, ο μεσάζοντας είναι τα σκατά, ο αόρατος ρυθμιστής της θεϊκής αρμονίας που περιβάλλει τα πάντα είναι τα σκατά! Η ευφορία της πνευματικής ανάτασης διαρκεί, όπως συνήθως, ελάχιστα. Η οδυνηρή υπενθύμιση της σάρκας, της υλικής πραγματικότητας, τον αιφνιδιάζει με τον ίδιο τρόπο που η βαρύτητα ανακόπτει το πέταγμα ενός παιδιού που πέφτει από ένα δέντρο ανοιγοκλείνοντας τα χέρια. Όσο καινοφανής η λυτρωτική κι αν έμοιαζε πριν ένα λεπτό η θεωρητική προσέγγιση των κοπράνων και της αφόδευσης, δεν τον έχουν λυτρώσει από το άμεσο, τυραννικό του αδιέξοδο: Είναι πάντα καθισμένος στην απαστράπτουσα μοναξιά του μπάνιου του, δεσμώτης μιας κοιλιάς παράδοξα πλήρους -σε σχέση με το πενιχρό του διαιτολόγιο- η οποία αρνείται κατηγορηματικά να κενωθεί. Παρασυρμένο όπως και τις ώρες που γράφει, το πνεύμα του μόλις επιχείρησε ένα θαυμαστό λεκτικό πίνακα, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως, απ’ την πολύχρωμη φλυαρία του φόντου, απ’ την περίτεχνη κορνίζα που πλαισιώνει το νέο του διανοητικό κατασκεύασμα, το ζητούμενο πρόσωπο, το αντικείμενο της πρωταρχικής ονειροπόλησης, απουσιάζει θλιβερά. Πιέζοντας υπεράνθρωπα τον εαυτό του να κυριολεκτήσει- σχεδόν με την ίδια ένταση που πιέζει τα κοιλιακά του τοιχώματα για να εξωθήσει το φαρμακερό τους φορτίο-προσπάθησε να χέσει και απέτυχε, όσο κι αν το ήθελε. Κι η πιο θλιβερή υποψία απ’ όλες; Μεταφέροντας την αποτυχία του αυτή στην κλίμακα της τέχνης, πως όλες του οι λογοτεχνικές προσπάθειες μέχρι τώρα, όλος ο ασταθής


σκελετός του βιβλίου του- η Μεριά του Σουάν, ο Ίσκιος των ανθισμένων κοριτισών- βαραίνουν απ’ το ίδιο πεπρωμένο, στέκουν το ίδιο μάταια με τις πορδές και το πρώτο, λιγοστό τσιρλιό του, πρελούδια μιας μηδέποτε πραγματοποιηθείσης σύνθεσης, αχνά βήματα προς έναν στόχο που ακόμα-κι ίσως για πάντα-του διαφεύγει. Το αίσθημα της ματαιότητας απλώνεται μέσα του σαν δηλητήριο, στραγγίζοντας τα μέλη του κι από τα τελευταία ίχνη αυτοπεποίθησης. Είναι ένας ασθενικός οργανισμός, προορισμένος να τελειώσεις τις μέρες του χωρίς να έχει πετύχει ούτε έναν από τους ταπεινούς ή μεγαλεπήβολους στόχους του. Σε διάψευση κάθε γόνιμης πορείας, κάθε σαφήνειας, το αδύναμο σώμα και το κουρελιασμένο πνεύμα του θα εξαντλούνται εσαεί σε φληναφήματα, σε αλλεπάλληλα αινίγματα που άδικα θα πασχίζουν να καλύψουν την ένδεια των μέσων, την ανεπάρκεια που χάσκει. Ιδού ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να χέσει, κι αντί να γραπωθεί σαν ναυαγός απ’ την στεριά των πρώτων, λιγοστών περιττωμάτων, ξοδεύει τις δυνάμεις του θυμοσοφώντας αναίτια γύρω απ’ την πράξη της αφόδευσης ,ωσάν να επρόκειτο για κάποιο πολυσύνθετο θεωρητικό σκαρίφημα. Οι απαντήσεις είναι απλές, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη. Οι άνθρωποι τρώνε, πίνουν, χέζουν, κοιμούνται, ερωτεύονται, γαμιούνται και πεθαίνουν. Όλα τα υπόλοιπα -στα οποία με τρόμο διαπιστώνει ότι αρκούνται τα γραπτά του- είναι υποσημειώσεις, σκηνικές οδηγίες, λεπτολογίες κι ασημαντότητες, που μπορούν κάλλιστα να παραλειφθούν. Κι αυτός έχει αποτύχει οικτρά σε όλα! Η δίαιτά του είναι μια σκιά φυσιολογικής διατροφής, τα μόνα αφεψήματα που ανέχεται είναι ο καφές και το ζουμί από βρασμένα δαμάσκηνα ,ο ύπνος του είναι ένα ανήσυχο κυνηγητό με το φώς της ημέρας. Όσο για τον έρωτα, για τα πάθη, ακόμη και το φτωχικό καταφύγιο μέσα στο οποίο προσπαθεί να τα στεγάσειμιας και του είναι πλέον αδύνατον να τα ζήσει-αποδεικνύεται βαθμηδόν όλο και πιο σαθρό. Δεν μπορεί να πετύχει ούτε καν την απλούστερη απ’ τις ανθρώπινες πράξεις, που ένδειξη της αυτονόητης τέλεσής της αποτελεί η πλήρης απουσία της από τα περισσότερα έργα τέχνης: Δεν μπορεί να χέσει! Πώς ελπίζει λοιπόν, από την άβυσσο της καθολικής του δυσκοιλιότητας, να αγγίξει την επιφάνεια των πραγμάτων, και να ταράξει με τον παφλασμό του την παγκόσμια αισθητική; Η φιλοσοφία της απόγνωσης συνοψίζεται στην αντιπαράθεση των αναπάντητων, θεμελιωδών ερωτημάτων. Για παράδειγμα, στην συντριπτική αδυναμία που βιώνει κανείς εάν αποπειραθεί να διερευνήσει την ύπαρξη του Θεού, ή το γιατί τα ωραιότερα και πλέον καλοσχηματισμένα αβοκάντο συνήθως δεν ωριμάζουν ποτέ, μπορεί να απαντήσει, έστω κι υποτυπωδώς, συνθέτοντας τις εσωτερικές κραυγές σε 10


μιαν ηπιότερη, τρίτη απορία: Αν υπάρχει Θεός, τότε πώς επιτρέπει στα ομορφότερα αβοκάντο να σαπίζουν άγουρα; Έτσι, την κρίσιμη αυτή στιγμή, ο κύριος Προύστ, προκειμένου να ανακόψει το ιλιγγιώδες perpetuum mobile στο οποίο τον έχει εγκλωβίσει η παράλληλη ανικανότητά του στην ζωή και στο χέσιμο, συνδυάζει τις δύο αγωνίες σε μια τρίτη: Θα μπορούσε το χέσιμο να του διδάξει ένα-δυό πράγματα γύρω από την ζωή; Απαριθμώντας τα κοινά σημεία, βρίσκει πως είναι πολλά. Κατ’ αρχήν, η επιτακτική ανάγκη που τον ωθεί στο μπάνιο και στο γραφείο-όπου πλέον, με την μορφή της μεταλλαγής της σε τέχνη, εκτυλίσσεται η ζωή του. Η αρχική αμηχανία, ο πόνος που νοιώθει όταν εξάγει τα πρώτα αποτελέσματα. Πολλές φορές, και στις δύο περιπτώσεις, δακρύζει. Έπειτα η αμφιβολία, ο φόβος, η ταλάντευση, η σιωπή. Οι υψηλές προσδοκίες και συχνά, η απογοήτευση της συγκομιδής. Το κατοπινό αίσθημα του κενού, της βιολογικής καταβολής, που ωστόσο εξισορροπείται από μιαν ανομολόγητη ευδαιμονία. Όμως στο σημείο αυτό οι ομοιότητες εξαντλούνται, ενώ γραφή και αφόδευση διαχωρίζονται από μία φαινομενικά ανυπέρβλητη γραμμή: Μπορεί με ευκολία να θυμηθεί πολλές φορές που βγήκε από το μπάνιο θριαμβευτής, έχοντας ολοκληρώσει πέρα από κάθε αμφισβήτηση τον σκοπό του. Αλλά στην τέχνη της ζωής, στην ζωή μέσα από την τέχνη, ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει πετύχει έναν ανάλογο θρίαμβο, μια καθαρή νίκη. Ίσως γι’ αυτό να ευθύνεται ο πνευματικός χαρακτήρας της δουλειάς του, το αόρατο κι αόριστο επικουρικό όργανο του λόγου και της φαντασίας. Εκείνο που μπορεί να δεχτεί ως αξίωμα είναι ότι το χέσιμο κάποτε τελειώνει, ενώ το βιβλίο του ποτέ. Είναι όμως υποχρεωμένος να ασπαστεί μοιρολατρικά αυτή την παραδοχή; Είναι η Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου ικανή να του επιβάλλει από μόνη της το αέναο της πορείας της, ένα τέλος δίχως τέλος; Ασφαλώς όχι. Η έκβασή της εξαρτάται αποκλειστικά από τον ίδιο, όπως ακριβώς η αποβολή των κοπράνων του, κάθε φορά που κλείνει αποφασιστικά πίσω του την πόρτα του μπάνιου. Θα μπορούσε, αν ήθελε, να την τερματίσει ακόμα και αύριο, γράφοντας στη βάση της σελίδας τη λέξη «τέλος». Ο λόγος που δεν το κάνει, είναι παρόμοιος με αυτόν που τον κρατάει ακόμα καθισμένο στη λεκάνη: Πιστεύει πως υπολείπεται κάτι σημαντικό, ένα κεφαλαιώδες τμήμα αυτού που κάποτε ξεκίνησε να κάνει, και που μόνον όταν το συμπληρώσει θα αισθανθεί πραγματική ανακούφιση. Μαγνητισμένος απ’ την συνταρακτική συγγένεια που έξαφνα ανατέλλει ανάμεσα στην εξερχόμενη κόπρο και την εξερχόμενη σοφία, συλλαμβάνει, σαν σε διάλειψη ,τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει. Το παχύ του έντερο, ασυναίσθητος εκτελεστής κάποιας κυρίαρχης


βούλησης ,ποτέ ως τώρα δεν διαψεύστηκε, κι αυτό γιατί, ακόμη κι όταν το προοίμιό του είναι ένα ανώφελο, οχληρό σφύριγμα, πάντοτε φυλά για το τέλος μιαν ουσιαστική δημιουργία, μια ταυτόχρονη κορύφωση κι εκτόνωση της προηγηθείσης αγωνίας-μια λύση. Αυτό ακριβώς οφείλει να κάνει και με το βιβλίο του, αν θέλει να του αποφέρει τα ψήγματα της αθανασίας που πιστεύει ότι του αναλογούν: Να το οδηγήσει σε μιαν εκρηκτική όσο και ουσιώδη λύση, να γράψει μια τελευταία πράξη που να δικαιολογεί την ύπαρξη των εκατοντάδων σελίδων που προηγήθηκανκοπιαστικές, φλύαρες, κι εκ πρώτης όψεως αναίτιες-όπως η έξοδος μιας σφιχτοδεμένης κουράδας δίνει άφεση κι απολογείται για τις πορδές και τα ελλιποβαρή περιττώματα που ενδεχομένως την προοιωνίζονται. Ο κύριος Προύστ κάμνει σχέδια, το μυαλό του γεννά μιαν ιδέα το λεπτό, συσπώμενο παράλληλα με τις αθέατες, μιαρές εκβολές του πεπτικού του σωλήνα. «Ο χρόνος,» σκέπτεται, «πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να διευθετήσω το ζήτημα του χρόνου.» Γι’ αυτό ξεκίνησε να γράφει, πριν αιώνες του φαίνεται, ακριβώς για να αποδείξει την αιωνιότητα των στιγμών και την βιασύνη των αιώνων. Όμως έστω κι αν στρεβλώνεις θεωρητικά τον χρόνο για να αποδείξεις την σχετικότητα και την παντοδυναμία του, πρέπει κυριολεκτικά να σέβεσαι κάποια όρια, μέσα στα οποία μοιραία κινείσαι, όπως και κάθε κριτής του χρόνου. Για παράδειγμα, αν συνέχιζε να μένει στο μπάνιο, καθιστός στην ίδια θέση για μια βδομάδα, στο τέλος θα ξεχνούσε τον λόγο για τον οποίο είχε μπει αρχικά. Έτσι, μονομιάς, αποφασίζει πως το βιβλίο του πρέπει να τελειώσει το συντομότερο δυνατόν, ειδεμή κινδυνεύει να ξε-χάσει κι ο ίδιος την πρωταρχική στοχοθεσία της σύλληψης ,η οποία ήταν- κρίση πανικού οκτώμισι δευτερολέπτων, καθώς η αδυναμία να θυμηθεί δίνει τη θέση της στην ξεκάθαρα εσφαλμένη πεποίθηση πως το βιβλίο του μιλά για κάποιον που χέζει -η ανιστόρηση της ζωής του. Ακολουθεί μαθηματική επαλήθευση του πρωτύτερου φιλοσοφικού σχήματος. Ζωή = τέχνη, ζωή = σκατά, άρα σκατά = τέχνη. Πρέπει να χειριστεί το θέμα του τέλους του βιβλίου του όπως μια κουράδα που αρνείται να βγεί. Πρώτον, θα ζοριστεί, θα σφιχτεί, ίσως πονέσει, κλάψει, αναγκαστεί να βρεθεί πνιγμένος απ’ την δυσωδία πικρών αναμνήσεων, αλλά θα το γράψει, και μάλιστα όσο γίνεται πιο γρήγορα. Επιπλέον, όπως δεν νοείται κουράδα χωρίς σκατένιο περιεχόμενο, το τέλος της Αναζήτησης δεν μπορεί να αρκεστεί στην φλυαρία και στην ατέρμονη χρονοτριβή των προηγούμενων κεφαλαίων. Δικαίως-σκέφτεται τώρα-η πλειοψηφία της κριτικής αντιμετώπισε τα πρώτα του αυτά έργα σαν φλύαρες πορδές, αφού αυτό ήσαν στην πραγματικότητα. Το στέρεο 12


περιεχόμενο του βιβλίου του, το κίνητρο για να χέζει -λάθος, για να γράφει-τόσα χρόνια, δεν έχει βγει ακόμα προς τα έξω. Ε, λοιπόν, θα το βγάλει πάραυτα! Και θα φροντίσει η δράση, οι χαρακτήρες, τα γεγονότα, όλα να είναι πυκνά, ουσιαστικά, η αφήγηση να αποσκοπεί και να ερείζεται σε μια συναρπαστική πλοκή των ιδεών του, κι όχι απλώς να αιωρείται γύρω απ’ την διύλιση ασαφών εννοιών. Ο κόσμος ταλαιπωρείται αρκετά και δικαίως δεν δίνει δεκάρα για τις σονάτες του Φωρέ ή τα μπογιατισμένα τελάρα του Βερμέερ. Ήρθε η ώρα να γράψει για τα γαμήσια του -Θεέ μου, τί λέξη! -και για τη μοναξιά του. Όλα είναι έτοιμα, επομένως: Η προθεσμία είναι γνωστή, το ίδιο και το αναμενόμενο κατασκεύασμα. Λίγα λεπτά, μια τούφα κόπρανα. Λίγοι μήνες, το τέλος του βιβλίου του. Ξέρει τί θα περιέχει ,το ξέρει γιατί το μαζεύει και το φυλάει σαν έκπληξη και για τον ίδιο του τον εαυτό εδώ και χρόνια. Επίσης τώρα-με την έσχατη ευθυκρισία του απόπατου-ξέρει πόσο αυστηρά πρέπει να συμπιέσει αυτό το υλικό, και πόσο επείγουσα είναι η εκφορά του, προτού αρχίσει να σαπίζει μέσα του. Το μόνο που λείπει; Ο τρόπος. Προσδιορίζοντας με κόπο κι αρκετόν ιδρώτα-κάτι απτό έχει αρχίσει από ώρα να κάνει αισθητή την παρουσία του στην άκρη της αβύσσου-την θεώρηση του κόσμου που μόνος του παγίωσε πριν χρόνια, ανακεφαλαιώνει: Ο κόσμος είναι οι λέξεις. Η σαγήνη της ζωής, τα αισθήματα, η ευτυχία κι η δυστυχία, η ζωή κι ο θάνατος, το Μονπαρνάς όπου μπορεί κανείς να ακούσει να τιτιβίζουν ανέμελα πουλιά ανάμεσα στους πλινθόκτιστους τοίχους και προς στιγμήν νομίζει πως έχει ταξιδέψει ανέπαφος σε κάποια ηλιόλουστη γωνιά της Βερόνα (Μαρσέλ, παρεκτρέπεσαι! σκέφτεται), όλα αυτά μονάχα μέσα από λέξεις τ’ αγγίζουμε και μας αγγίζουν, ακόμη κι η ίδια τους η ύπαρξη θα ήταν αμφίβολη, άκυρη δίχως την μεσολάβηση του έναρθρου λόγου που τα αποκαλύπτει. Περνώντας δειλά από το πρώτο βήμα στο δεύτερο, συμφωνεί με τον εαυτό του πως, αν κάποιος θέλει πραγματικά να χέσει, αν δηλαδή μέσα του έχει ξεσπάσει αμετάκλητη η θύελλα του κατακερματισμού των τροφών, δεν θα σκεφτεί αόριστες λέξεις ή φράσεις. Δεν θα αναλογιστεί, για παράδειγμα: «Η αύρα των φασολιών πάλλεται μέσα μου», ούτε: «Κάτι βαθύ και σκοτεινό φυλάω για σένα, άπληστε βωμέ από πορσελάνη.» Τα τελευταία κρίσιμα δευτερόλεπτα, καθώς θα λύνει απελπισμένα τη ζώνη, θα κατεβάζει το παντελόνι, ή θα τρέχει με την ηδονική μανία του απελπισμένου προς το μπάνιο, η μόνη λέξη που μπορεί να αποτυπώσει με ακρίβεια το θριαμβικό του αίσθημα είναι: «Χέζομαι!»


Άρα κι ο ίδιος, αν θέλει να κερδίσει την μάχη υπέρ της σαφήνειας, να θριαμβεύσει ως μεσάζων της ζωής μέσα από την τέχνη, θα πρέπει να βρει τις κατάλληλες λέξεις που να του επιτρέψουν μια τέτοια μεσιτεία, που να τον οδηγήσουν αλάθητα σε δαύτην. Κι αυτό, όπως πολύ καλά γνωρίζει, μεταφράζεται στην αδίρρητη ανάγκη να επινοήσει γρήγορατώρα, αυτό το δευτερόλεπτο, αν είναι δυνατόν!-τον τίτλο για το τελευταίο μέρος του βιβλίου του. Είναι το μόνο που μπορεί να ελευθερώσει τον κρουνό της σκέψης που επί δεκαετίες λιμνάζει μέσα του ανεκμετάλλευτη. Ο κύριος Προύστ σφίγγεται. Σφίγγεται πολύ. Νοιώθει τα αγγεία του αίματος να τρέμουν κάτω απ’ το χλωμό δέρμα του κρανίου του, την καρδιά του να χτυπά πιο γρήγορα, τα καταπονημένα του πνευμόνια, κολοβωμένες αντλίες μιας γέρικης μηχανής, να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Συγχρόνως ένα μυτερό λουκάνικο-το ονομάζει έτσι για λόγους ευπρέπειας, άλλωστε ο ίδιος ποτέ δεν τρώει λουκάνικα-προβάλλει σαν ουρά κουνελιού, αθέατο, ανάμεσα στα μεριά του. «Νίκη!» σκέφτεται πανηγυρίζοντας, και μετά βίας καταφέρνει να συγκρατηθεί και να μην εξωτερικεύσει τούτη την ανάταση, την απερίγραπτη ευφορία του. Τί θα σκεφτεί η Σελέστ; Το περίττωμα εξωθείται ολοένα, και με τον πανικό του προληπτικού που θεωρεί πως η ζωή του θα είναι σπαρμένη με ροδοπέταλα αν καταφέρει να διασχίσει το δρόμο προτού ένα σύννεφο μετακινηθεί στον ουρανό ή ένα ξερό φύλλο που πετά στον αέρα αγγίξει τη γη, ο κύριος Προύστ αφήνει το μυαλό του να πλημμυρίσει με πιθανούς τίτλους, ονόματα για το τελευταίο, εκρηκτικό, συναρπαστικό μέρος του βιβλίου του. Ήδη ο γενικός τίτλος του φαίνεται τώρα απαισιόδοξος, αόριστος, κενός, αν μπορούσε θα το ξαναβάφτιζε ολόκληρο, από την αρχή, ονόματα τόπων και γύρω απ’ τον Σουάν και γύρω απ’ τη φοράδα τη γυναίκα του, κι ένα σωρό ανοησίες που τώρα του φαίνεται απαράδεκτο πώς κάποτε δεν ντράπηκε να τις καταγράψει, πώς ξεγελάστηκε και δεν είδε την παγίδα, την σκοτεινή σπείρα δίχως τέλος μες στην οποία τον τραβούσαν ό-λες αυτές οι κούφιες χαριτολογίες του παρελθόντος, ο χωρίς νόημα ακκισμός με την αμφισημία των λέξεων. Παχύ έντερο και διάνοια, φαιά ουσία και ρόδινος βλεννογόνος, παλεύουν τώρα μέσα του αξεδιάλυτα, σ’ έναν φρενήρη συναγωνισμό αποδοτικότητας. Όχι, δεν θα χάσει αυτό τον αγώνα! Θα καταφέρει να τελειώσει το βιβλίο του, όπως τώρα τελειώνει το χέσιμό του! Θα κερδίσει τον χαμένο χρόνο! Και τότε όλος ο κόσμοςΟ κύριος Προύστ παγώνει. Τα νωθρά του βλέφαρα ανασηκώνονται όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό, αποκαλύπτοντας -σε ποιόν;- τα γουρλωμένα μάτια του, σαν δυό μελαγχολικά αυγά ποσέ. Η κουράδα 14


ταλαντεύεται στον ανάποδο θόλο, αβέβαιη κι η ίδια αν θα κολυμπήσει επιτέλους ελεύθερη στους Παριζιάνικους υπονόμους για τους οποίους τόσα έχει ακούσει, ή αν θα την ξαναρουφήξουν μέσα. Τα ρυάκια του ιδρώτα ακινητοποιούνται στους κροτάφους, το θρόισμα του άσθματος παύει, ακόμη κι η καρδιά πέφτει απ’ το ξέφρενο allegro vivace της αφόδευσης σ’ ένα lento βαθιάς, κοσμο-ϊστορικής περίσκεψης. Οι λέξεις… οι σωστές λέξεις βρέθηκαν! Μένει μονάχα να τις συνδυάσει, να τις συνταιριάξει κάπως καλύτερα… όχι να τις αλλάξει, όχι, όχι, αυτή τη φορά δεν θα δειλιάσει, θα κρατήσει το ρήμα κερδίζω, αλλά δεν μπορεί να το χρησιμοποιήσει γυμνό, για να κερδίσεις κάτι πάει να πει πως ποτέ δεν το είχες, όμως ο ίδιος είχε τον χρόνο και τον έχασε, άρα τώρα δεν θα μπορούσε να τον κερδίσειαπαρατήρητη, η ρυπαρή πλεξούδα εκμεταλλεύεται τον εσωτερικό μονόλογο και συνεχίζει σχεδόν αυθόρμητα το γλίστρημά της προς τον Σηκουάνα-παρά μόνο να τον -πλάφ! -ξανακερδίσει! Με ένα Φειδιππίδειο λαχάνιασμα, σχεδόν σαν επιθανάτιο ρόγχο του παλιού, παγιδευμένου εαυτού του, ο κύριος Προύστ τινάζεται απ’ το κάθισμα της λεκάνης. Τόσο είναι απορροφημένος, που έχει ξεχάσει πού βρίσκεται, απλώνει το χέρι στα τυφλά και περιμένει, αντί για το χαρτί τουαλέτας, να αγγίξει το καινούριο λευκό φύλλο, την αρχή του πολυπόθητου τέλους. Ο Ξανακερδισμένος Χρόνος μόλις γεννήθηκε ως τίτλος ,κι άρα η οριστική δημιουργία του είναι μονάχα ζήτημα… χρόνου. Ξαφνικά συλλαμβάνει το είδωλό του, σε προφίλ, με γυμνωμένα τα οπίσθια, στον καθρέφτη του μπάνιου. Πανικόβλητος, νομίζει πως πρόφτασε να δει ένα επίμηκες σκατό να προεξέχει, θρασύ και βρωμερό. Τί ντροπή! Ετοιμάζεται να ξανακαθίσει ντροπιασμένος-πώς τολμούσε να φαντάζεται πως θα ολοκλήρωνε το βιβλίο του, όταν δεν μπορεί να ολοκληρώσει ένα ταπεινό κουραδάκι -όταν ένα δεύτερο φευγαλέο βλέμμα φανερώνει την υπέροχη αλήθεια -αυτό που ταλαντεύεται πίσω του δεν βγήκε από τα σπλάχνα του, αλλά από τα σπλάχνα μιας μηχανής ύφανσης, και δεν είναι άλλο απ’ την μπορντώ ζώνη της μάλλινης ρόμπας του, που ταλαντεύεται εδώ και ώρα πίσω από την πλάτη του. Άρα το ζητούμενο; Είναι κενός; Τρέμοντας, κάνει μεταβολή. Για μια στιγμή κλείνει τα μάτια, θυμάται τις μαντλέν της θείας Λεονί -πόσες μαντλέν κατέληξαν έτσι στην ιστορία του ανθρώπου, πόσα Κομπραί θα μπορούσαν άραγε να αναδυθούν από ένα τέτοιο πορσελάνινο μπώλ -και σηκώνει τα βλέφαρα. Η κουράδα πλέει στο βάθος της ολόλευκης λιμνούλας της, αδημονώντας τον χείμαρρο που θα την παρασύρει στο μεγάλο ταξίδι.


«Οιωνός!» σκέφτεται ο κύριος Προύστ, κι ένα χαμόγελο ανθίζει στα χλωμά του χείλη, «Οιωνός! Ούτε κατάλαβα πότε βγήκε!» Καθώς τραβάει την λεπτή αλυσίδα, κι ο θόρυβος του νερού καλύπτει την σκέψη του, νοιώθει πραγματικά ευτυχής. Ο Ξανακερδισμένος Χρόνος θα βγει κι αυτός, ήδη βγήκε. Κάνει μια ευχή, για γούρι. Merde!

Αύγουστος Κορτώ, Αθήνα 25.01.2014

16


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.