The Odyssey of words Δεύτερη ενότητα: ζώα 1. Ζώο: Η λέξη ζώο προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «ζῶ» που εμφανίζεται ήδη από τα έργα του Ομήρου. Η λέξη αυτή στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες δηλώνει το ζωολογικό κήπο (zoo), ενώ το ζώο δηλώνεται με τη λέξη animal που προέρχεται από τη Λατινική λέξη animus και σημαίνει ψυχή. 2. Δεινόσαυρος: Η λέξη δεινόσαυρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1842 στα Αγγλικά. Δημιουργήθηκε από τον Ρίτσαρντ Όουεν με δύο ελληνικές λέξεις: το επίθετο «δεινός» που σημαίνει φοβερός και το ουσιαστικό «σαύρα». 3. Λέων: Η λέξη συναντάται ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή, ενώ χρησιμοποιείται και στον Όμηρο. Τον τύπο λέων δανείστηκε η λατινική με τη μορφή leo, leonis, τον οποίο δανείστηκαν μετά οι ευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλ. lion, γαλλ. lion). Ο τύπος λέων εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή λεοντ(ο)- (π.χ. λεοντόκαρδος) και σε πολύ λίγα σύνθετα με τη μορφή λεο- όπως στη λέξη λεο-πάρδαλη. Ο Λέων είναι επίσης ένας αστερισμός ο οποίος βρίσκεται κοντά στον ισημερινό και εντάσσεται στο βόρειο ημισφαίριο. Στην ελληνική μυθολογία συμβολίζει το λιοντάρι της Νεμέας που σκότωσε ο Ηρακλής σε έναν από τους δώδεκα άθλους του. 4. Λεοπάρδαλη: Η λέξη λεοπάρδαλη είναι ανατολικής προέλευσης και προέρχεται από τη λέξη λεόπαρδος που είναι σύνθετη με τις λέξεις «λέων» και «πάρδος» που σημαίνει αρσενικός πάνθηρας. 5. Πάνθηρας: Η λέξη πάνθηρας είναι σύνθετη. Αποτελέιται από το αρχαίο επίθετο «πᾶν» που σημαίνει όλος και το ρήμα «θηρῶ» που σημαίνει κυνηγώ (αυτός που όλα τα κυνηγά). 6. Λυγξ Η λέξη λυνξ – λύγκας ανήκει στην οικογένεια λέξεων που σχετίζονται με το φως. Το όνομα αναφέρεται είτε στα λαμπερά μάτια του ζώου και στην ικανότητά να βλέπει μέσα στο σκοτάδι είτε στο λευκό τρίχωμά του (πβ. το λατινικό lux που σημαίνει φως). Πολλές ελληνικές λέξεις παράγονται από αυτή τη ρίζα, για παράδειγμα: λευκός, λυχνάρι, λύκος, Λυκαβηττός, Λύκειο ( = περίφημο γυμνάσιο, δηλαδή γυμναστήριο ή δημόσια παλαίστρα, στην αρχαία Αθήνα, κοντά στον ναό του Λυκείου Απόλλωνος, με στεγασμένους περιπάτους, όπου σύχναζε ο Σωκράτης και δίδαξε αργότερα ο Αριστοτέλης). 7. Ρινόκερος: Η λέξη ρινόκερος σημαίνει κυριολεκτικά «ζώο που έχει ένα κέρατο στη μύτη». Είναι σύνθετη λέξη από τι αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό ῥίς (γενική ῥινός) που σημαίνει μύτη και
Λίντα Αλεξοπούλου – Θεόδωρος Τομαράς
Σελίδα 1