Η σκόνη και το σύννεφο

Page 1

Ναθαναήλ Έβαν Λιναρδής

Η σκόνη και το σύννεφο

Ποίηση 2010-2021



Τρέχει - Γράμμα σ’ έναν έρωτα - Το άνοιγμα - Έχεις νιώσει ποτέ έτσι; (Don’t feel like talking) - Το ποίημα - Ο τρίτος θάνατος -Τρελοί κύκλοι - Φυλακή Σίγμα - Ένα κομμάτι - Χη - Κάθε τι Χωρίς λέξεις - Δυο μπλε ματιές Ξεπούλησες - Τρύπες - Ατσάλινα χέρια Στο δρόμο - “Παύση” - Το σπέρμα του Χρυσό

φιλί

- Φόρεμα - ‘Ηλιος -

Ονειρευόμουν - Κόκκινο μπλε - Το παιδί -

Πότε

θα

εμφανιστεί

-

Τα

τσιμπηματάκια - Πορτοκαλί - Κάθε δάκρυ - Ο πράσινος ποιητής - Γράμμα με απόντα παραλήπτη - Χωρίς σταματημό


Τρέχει Τρέχει σαστισμένη, τρελή, με αφόρητο πόνο να καίει και γι΄αυτό τρέχει, στις μύτες των ποδιών, χοροπηδώντας σχεδόν, ουρλιάζοντας στη σιγή της νύχτας, σ΄ένα σκοταδιασμένο μετρό, σ΄έναν ηλεκτρικό, σε ταμπέλες της νύχτας με νυχτολούλουδα να κοιτάζουν παράξενα ένα παράλογο θέαμα. Ένα σώμα να φωνάζει και να καίγεται ενώ είναι μουσκεμένο από ζέστη στο δέρμα κι από δάκρυα που δε βγαίνουν προς τα έξω, για να την πνίξουν, καθώς τρέμει η φωνή και τα χέρια απ΄ άκρη σ΄άκρη. Των ματιών και των χειλιών το φως να είναι έντονο από χρώμα. Να τραβάει τις ψυχές των κοιμισμένων το βράδυ, στους δρόμους και στα μπαλκόνια, να σωπαίνουν οι κραυγές τους απ΄τα όνειρα και τους εφιάλτες, από καυγάδες, από έρωτες, για να δουν έναν αληθινό, απ΄αυτούς που προκαλούν την καρδιά ηττημένη να παραδοθεί. Να την! τρέχει... Ανεβοκατεβαίνει, στη χαρά και στη θλίψη, στα σκαλοπάτια και στο δρόμο για τα Πετράλωνα, να γυρνά στο Θησείο και να εξατμίζεται γιατί δε το αντέχει να στέκεται εκεί.


Γράμμα σ’ έναν έρωτα Δε με ξέρεις, ίσως. Είμαι σαν παιδί, γελώ, τρέχω, βλέπω στάλες νερού και φύλλα των δέντρων είναι ο χρυσός μου. Στριφογυρνώ στον έρωτα σαν ανώριμο πτηνό. Κάπου βαθιά ξέρω να σε κρατώ όταν αβάσταχτα πονάς αλλά και πάλι παιδί μένω. Με χρωματιστές κυλίδες, μουσικές και λαμπάκια που αναβοσβήνουν. Ο δρόμος για τη φιλία και ο δρόμος του έρωτα. Το αν είσαι φίλος θα το καταλάβω; Θέλει χρόνο αλλά δεν έχει σημασία γιατί χρόνος δεν υπάρχει, μόνο ένα ψέμα είναι για μένα. Το αν θα σου μιλήσω, το πότε, το πόσο είναι αστερόσκονη, δεν έχει πλαίσιο, απλά γίνεται, γίνεται ακόμη κι όταν δε σου μιλώ. Τα χέρια μου θέλουν ν’ αγκαλιάζουν, αλλά δεν ανοίγουν, δεν ξέρω τι πάθανε. Τότε αγκάλιασέ με και φίλα με αν θες σαν παιδί, ή σαν έρωτας.


Το άνοιγμα Όταν ανοίγεσαι μπαίνει αέρας και κρυώνεις. Κλείνεις και σου λένε μην κλείνεσαι. Ανοίγεις, σε χτυπάνε. Κατεβάζεις τα ρολά. Ανοίγεις τα μάτια για να ποτιστούν στο νερό. Το αλάτι δεν το καταλαβαίνουν, το φτύνεις τόσο πολύ. Σε πνίγει κι ανοίγεις να φύγει. Ανοίγεις...κρυώνεις.

Έχεις νιώσει ποτέ έτσι; (Don’t feel like talking) Όταν κόβονται τα νήματα κλείνομαι. Σφραγίζονται οι ήχοι στα μπάσα τριγύρω και δεν έχουν διέξοδο. Όσο και να χτυπάς την πόρτα, οι βροντές τρίζουν στα κύτταρά μου αλλά είμαι κλεισμένος, σκυφτά μέσα και πάνω από ένα χαρτί που το κρύβω και το γεμίζω μέχρι να ασφύξει. Και θλίβομαι, λυπούμαι και δεν μπορώ να βγω έξω. Και φαντάζονται να ήσουν έξω απ΄το βροχερό παράθυρο στον πάγο να χτυπάς για να ξυπνήσω απ΄τη λιποθυμία μα δε μπορώ και πάλι ν΄ανοίξω τα βλέφαρα γιατί δεν είσαι εκεί στ΄αλήθεια. Γι΄αυτό λυπάμαι, γι΄αυτό ανασαίνω βαριά μόνο. Και τρίβεσαι στον τοίχο για να γίνει η τριβή έλξη για μένα. Σιωπή, μόνο αυτό νιώθω, σ΄ένα μυαλό που κλαίει ραγισμένο όταν το θεωρείς ωραίο.


Το ποίημα Φυλακισμένοι σ’ ένα όμορφο μέρος. Xαιρόταν η τέχνη που μας έκανε και υποφέραμε. Της τα ‘δωσα όλα νοερά σε ‘να ποίημα κρυφό και ανεβήκαμε στην κορφή μιας ταράτσας για να ‘ναι το κεφάλι μας λεύτερο.

Ο τρίτος θάνατος Ο θάνατος δεν ήρθε. Ξημέρωσε και πάλι στο μικρό του ξωτικού χωριό. Ο φόβος είναι για τους άλλους, αλλά πρέπει να τον ασπαστώ. Ο δικός μου τρόμος δεν μετράει. Οι σταγόνες του πέφτουν σαν μαργαριτάρια κακίας, εγώ τον νιώθω μα κανείς δε σέβεται. Η πίεση είναι το καταφύγιο γι' αυτούς που θέλουν να με βοηθήσουν. Με κάθε προσπάθεια για ίαση με σπρώχνουν ολοένα πιο κοντά στο γκρεμό.


Αν πέσω ένα σκοινί θα με σώσει σαν βλέπω το νερό. Το λαιμό μου θα κρατά σφιχτά, όσο δε με κράτησε κανένας. Ο τρόμος με οδηγεί στο σχοινί. Μόνο αυτό βλέπει τη λύση; Ο τρόμος με σκοτώνει όσο ζω, γι' αυτό το νερό θρηνεί. Αν κάποτε πέσω θα σκέφτομαι σαν ταινία της ζωής μόνο τον τρόμο του παρόντος, από εγκληματικά λάθη άλλων του παρελθόντος. Βλέπεις κι αν έρθει αυτός που θα με σώσει, είναι κρίμα σε μια στιγμή να πουλάς τον εαυτό σου, ένα κορμί που δε θέλεις. Το δε θέλω δεν το βλέπουν… Βάλτο καλά στο μυαλό σου! οι θεωρίες δε βοηθάνε κάποιον να καταλάβει τι εστί θάνατος. Η βία είναι ένα παιχνίδι του μυαλού και οι άλλοι λένε θα το ξεπεράσω.


Τρελοί κύκλοι Και κάθε φορά που σε βλέπω είναι που ο πίνακας ζωντανεύει. Και κάθε φορά που τη φωνή σου ακούω είναι που θυμάμαι σε τι σε είχα πιστέψει. Και μολονότι το πιάνο τρέχει ασταμάτητα, τα πινέλα δε μπορώ να τα σπάσω, προσπαθώ έντονα να χώσω τα χρώματα, να πνίξουν τη σιγή των αστεριών για να σκάσουν και να σβήσουν, μα στα παγκάκια σαν βρεθώ αντίκρυ, εκεί στέκομαι άπραγος και δε μπορώ να μπω στο σκοτεινό χορτάρι. Μόνο μ' αγγίζουν οι ρίζες με το χώμα και γυρίζω τρελά το βλέμμα μου να δει τους δρόμους που ακούω να ξανοίγονται σαν οδοστρωτήρες. Συνεχίζεται το ρεσιτάλ και μπαίνουν κι άλλα όργανα, γεμίζει το κοινό-πλήθοςτον αέρα τον ζεσταίνει με άρωμα παρουσίας. Δεν είσαι πια μόνος αλλά πλανιέσαι στο χάος μέχρι να βρεις εκείνη τη μία πινελιά για να σταθεί ο πίνακας και ν' αναδυθεί της ψυχής σου, αυτό που ζητάς να δείξεις.


Φυλακή Ξένος σε μια ήσυχη γειτονιά με ανήσυχα χαλίκια, με άπιαστα αστέρια και σκοτεινό ήλιο. Με αγάπη πικραμένη στο χάος, ανήμπορη να αναγνωριστεί απ’ τον εαυτό της ακόμη. Με γράμματα που γράφονται για να καούν απ’ την ενέργεια που τα δημιούργησε, γιατί δε μπόρεσαν να βγουν στην επιφάνεια των αυτιών, κάποιων που ήθελα να τα ακούσουν. Δε θα διαβαστούν ούτε οι σκέψεις και τότε ποιος θα με σώσει απ’ το μίσος που τρέφω από και προς την κοιλία μου; Ένα κεφάλι ακουμπισμένο σε ασφαλτοραμμένο τοίχο, μυρίζει χαμένα όνειρα, που αναδύονται απ’ το πρίσμα μιας νοσταλγικής ανάμνησης, ξαναγεννιούνται από ένα άγγιγμα στο χέρι, από το χέρι ενός αγγέλου. Υποθέτω πως κάπως ακούγονται οι χτύποι της καρδιάς, μόλις πλησιάζουν τους φυλακίζω σε υπόγεια κελιά, τα οποία επισκέπτομαι, κάθομαι χάμω και κλαίω γι’ αυτούς, για κάθε χτύπο που δε θα δει το φως σου Ήλιε (μου).


Σίγμα Ένα μπλε ρυάκι κυλούσε μέσα μου στις φλέβες και κόντευε να τις κομματιάσει. Στα σωθικά είχαν αρχίσει να μαζεύονται, πόνοι πολλοί και να χορεύουν δίχως να με ρωτάνε. “Ο κόσμος είναι αρκετά δύσκολος για να τον κάνουμε δυσκολότερο.” Ήμουν παιδί κι είσαι φως που πονάει. Δε σου λέω να με βάλεις σ’ ένα κίτρινό σου πίνακα αλλά λευκός δε θα μείνω για πολύ όσο κι αν προσπάθησα ν’ αποφύγω το χρώμα το χρωματιστό από τα πάντα. Γιατί θα ζήσεις μαζί μας και τους άλλους αν δε τους δεις θα νομίσεις πως δεν έχουν σχέδιο, αλλά καταβάθως κάποιος θα πονέσει περισσότερο απ΄ότι ήθελες να παίξεις. Γι΄αυτό κάτσε και σκέψου αν θα ρίξεις το μπουκέτο ν’ ανθίσουνε μπογιές ή θα περάσεις απ΄έξω ξανά μόνο για να δεις ή θα μπεις στη δίνη του περιστατικού. Όπως και να ‘χει με έσπρωξες να κυλήσω σε κάτι που ζωγράφισες δίχως να ξέρω που στης καρδιάς μου τον πνιγμένο χώρο θα το βάλω.


Ένα κομμάτι Σ' ένα κομμάτι ακούμπησα το πρόσωπο και τα χέρια. Σ' ένα κομμάτι δικό της. Και δάκρυσα και έκλαψα βαριά τόσο που τσίριξα μέσα στο ύδωρ. Κι αυτή με κράτησε, ζεστό φιλί στο μάτι που έτρεχε σαν το δικό της και τ’ ακούμπησε κι αυτή σε ’μένα.

Χη Καθαρίζει η ψυχή μου όταν είμαι μαζί σου. Σαν το χιόνι νιώσε με να πέφτω.


Κάθε τι Μια κιθάρα, η προέκταση της καρδιάς μου. Η ποίηση εικόνα μιας μου σκέψης, πίσω απ' τα μάτια ενός σύννεφου. Κάθε πινελιά, σαν κάθε τι που θα ΄θελα να αγγίξω. Ένα χαμόγελο με κρατά, απ΄τις λέξεις που δε μπορώ να ξεστομίσω. Γι' αυτό μόνο το χαρτί μπορεί να σου πει, αυτά που αδυνατώ να εξηγήσω.

Χωρίς λέξεις Τρέχω να προλάβω, οι πινελιές να μην τερματίσουν πρώτες, Γιατί όσοι ζωγραφίζουν όλο τα ίδια λένε. Πώς θ’ ανθίσει καινούριο βλαστάρι δίχως φρέσκο νερό να ποτιστεί; Πώς να ξεδιψάω με το μπράβο το εύκολο; Μια καινούρια νότα θα βοηθούσε. Ντο, ρε, μι, φα, σολ, λα, σι, ντο...και μετά το ντο; Πιο φτερούγισμα με γέμισε νοσταλγία σαν το είδα; Και δε θυμάμαι τι μου θυμίζει. Δε μιλώ με λέξεις πια, μόνο με σκέψεις. Δε με βλέπουν τα μάτια, μόνο οι τοίχοι, γιατί αυτοί ακούν και δε σε καταπλακώνουν. Γιατί τα μάτια που δε βλέπονται στον καθρέφτη πώς θα μάθουν να δουν εμένα; Τα σύννεφα θέλουν να τα ποτίσω, τα γκρίζα σύννεφα για να τα κάνω μαύρα. Ψέματα λένε στους εαυτούς τους. Γι’ αυτό παίζω με την κιθάρα μου και δε μιλώ. Δε μιλώ με λέξεις, μόνο οι σκέψεις θα φτάσουν στα αυτιά και θα μείνουν. «Η αγάπη δεν είναι λέξη, είναι σκέψη».


Δυο μπλε ματιές Ανοίγω την ψυχή μου, τα χέρια μου τα βρώμικα, να πέσουν τ’ άστρα, να φύγουν απ’ τους θώρακες. Πέφτουν στο κενό. Σκοτάδι, έξω ησυχία, γαλήνη, της ζωής ο κρόνος έγινε δυο μπλε ματιές. Καθόλου χρώματα με συγκινούν άλλο, όλα τα μπλοκάρω σαν με φοβηθούν κι εγώ τρέχω, μακριά απ’ την ευτυχία. Τα πόδια στο νερό λασπωμένα ξεπλένονται, στέκονται χωρίς ανάσες, περιμένουν ν’ αλλάξει κάτι πριν εγκαταλείψουν. Βλέπεις ένα φωτάκι όλο κι όλο πως παίρνει θέση. Και ξανακοιτάς. Οι δρόμοι στα σκοτάδια, τα πουκάμισα πέταξαν, στο πάτωμα μείναν οι δίσκοι, τα κρουστά βάλνουν από μακριά κι η μέρα προχώρησε προς το ποτάμι. Όλοι περιμένουν ν’ αλλάξεις χαμόγελο, να είσαι αυτό, τίποτα λιγότερο, άλλο γαλανό πια δεν έχει, τα ‘πνιξες όλα μέσα στο έξω σου για να ‘σαι ασφαλήςψέμα. Φύγε απ’ τις κιθάρες, μη σε ζαλίζουν οι εικόνες, δες ακούγοντας την καρδιά, το χρώμα των ματιών, φέγγει στο μυαλό του.


Ξεπούλησες Πούλησες την ψυχή σου γι’ αυτή τη ζωή, για μια ζωή σου. Πούλησες την αγάπη για πόνο εσώτερο, πούλησες το μηχανάκι να σε χτυπήσει. Πούλησες τον έρωτα για ένα πινέλο; Εκεί που βρίσκεις τόσα αλλά ποτέ δε βρίσκεις άνθρωπο να το κρατάει, να σου ποζάρει, να σου κρατά το νόημα. Πούλησες τα χέρια σου για έναν οργασμό και σου ‘μεινε ένα φιλί απωθημένο, να βασανίζεσαι καθώς σε σκίζει που το ‘χασες απ’ τα χέρια που πήγαν για ξεπούλημα, από ένα χαζό μυαλό. Από ένα ηλίθιο αστείο που ‘παν οι άλλοι, άκουσες και δάκρυσες στα πόδια που στάζουν πίκρα και θα πάρουν φωτιά πριν φτάσεις σπίτι, στην απομόνωση. Ξεπούλησες την αγάπη, είναι σαν να πούλησες κάποιον, κάτι που δε σου ανήκει αλλά σου δόθηκε και το απάτησες, μ’ όλη σου τη δύναμη.


Τρύπες Η καρδιά σαν καρβουνόσκονη, πάει, χάνεται, βυθίζεται στον πυρήνα μιας άλλης ύπαρξης, τόσο γλυκιά και τη θαυμάζω, με σκοτώνει που δεν την έχω. Σκοτάδι, ησυχία, ένα ακουστό βήμα, περιμένω αλλά δεν το νιώθω να έρχεται, κενό. Κλείνω τα μάτια, τι να κάνω; πού να ψάξω κάτι άλλο; κομμάτι απ' το ίδιο μεγάλο κομμάτι. Ξεβγάζω τα παπούτσια απ' τη λάσπη και ορθώνω τα πετάλια στις ρόδες, κυλάω στον αέρα μυρίζοντας την άσφαλτο και το κάνω αυτό την ουσία του πράματος. Δεν έχω τίποτα, ο αέρας περνά μέσα από το κρανίο μου, είμαστε τρύπες.

Ατσάλινα χέρια Έχω ατσάλινα χέρια και σου δίνω να κρατήσεις σπασμένα γυαλιά…


Στο δρόμο Έχω την εικόνα, κοριτσιού που στάζει απ΄το λάδι, στα στήθη. Βρες ένα κομμάτι, να καλύψει ό,τι μπορέσει, να μη στάζουν παντού κάτω απ΄τα μάτια, το κρυμμένο σε άτσαλο μαλλί μέτωπο. Δώσ΄ της ένα πανί κι ας είναι μουσκεμένο, να συγκρατήσει στα χέρια το δέρμα το ματωμένο. Γονατιστή πως είναι και διπλωμένη, σκάλωσε και δε κουνιέται, όπου αγγίζει πάγος. Ένα βήμα πίσω και τη σπρώχνουν εμπρός, στο θάνατο της αλήθειας. Να την απαρνηθεί, μα την πρόδωσε και ακολουθεί ξανά τις λέξεις που έχει μέσα της. Στις τσέπες δεν κρύβει, τα δίνει ό,τι έχει και τα σκίζουν, λαίμαργα και απλά τους κοιτάει. Νότες, βαριές και τσιριχτές, ακουμπάει τ΄αυτιά μα τις μελετά, να καταλάβει από πού βγήκαν και γιατί. Ακολουθεί τα δάκρυα των άλλων, να δει γιατί της τα παρέδωσαν. Ένας άνθρωπος, που δεν ήθελε την ψυχή του πονεμένη, τον ίδιο πόνο προκαλεί. Απλά τον κοιτώ, σ΄ένα βαθύ βάζο που χάνεται στις αντανακλάσεις του φωτός.


Τον χάνεις, σ΄απατά η όψη του η έξυπνη, σε απατά η φύση του. Άντρας σε γυναικείο σώμα. Σε απατά όπως δεν ήθελε να πάθει. Κρατά τις πληγές σου, δε σ΄αφήνει να εκπνεύσεις. Δε σε θέλει ζωντανό; Δε μπορείς να εξηγήσεις, κάποιον που δεν έχει μορφή πλασμένη. Μπορεί να σε σκίσει, μπορεί να σε παραμορφώσει, το κάνει γιατί μπορεί. «Όπου μ΄αρέσει πάω». Ο δρόμος του γυρισμού χάνεται πριν κοιτάξεις πίσω, πριν πεις το «γειααα», με κλάματα ο ψεύτικος χαιρετισμός. Δε θα γυρίσω, ο κόσμος χάθηκε που κοίταζα, τα μάτια πόνεσαν στο μαύρο φως, την έντασή του δεν πρόσεξες, σε ό,τι μου έδειξες με γέλιο για να πιστέψω το χρώμα σου.


Και πείστηκα σε μια γιορτή, πως θα δίναμε τις λέξεις μας να δέσουν τα χέρια. Κολυμπούσαν οι μαργαρίτες κι ο εθνικός κήπος λυπόταν που τα σύννεφα θα τον πλάκωναν. Δεν το ήξερε να μου το πει; Δεν ξέρω, ή μήπως δεν τον άκουσα ηθελημένα; Η νύχτα έπεσε και χτύπησε, στα γόνατα, όπως στα γόνατα στέκει ακόμα εκείνη. Θυμήσου, στέκει και στάζει, με κάτι να καλύψει πρέπει, το πρόσωπο κι ό,τι άλλο έχει.

“Παύση” Δε μπόρεσα να νιώσω αυτό που ένιωσα για σένα.


Το σπέρμα του Χρυσό φιλί Σ' ένα κρεβάτι μονό σου άφησα την ψυχή μου. Το σπέρμα σου έκρυψα σε μιαν ασημένια θήκη. Το χρυσό φιλί σου έλιωσε κάτω από τα στήθη μου. Το κόκκινο δέος σου έκρηξη ανάμεσα στους κόλπους μου.

Φόρεμα Στέκεται εκεί σαστισμένη, τολμηρή, ξέρει, ξέρει τον εαυτό της και φοβάται. Ντυμένη, ντυμένη μ' ένα λευκό παχύ φόρεμα. Θέλει να της το ανοίξω, κάπως και το ανοίγω διστακτικά. Και πέφτει ό,τι έχει μέσα σαν άχνη ζάχαρη, μέσα στα χέρια, ανάμεσα σε κάθε ένα από τα δάχτυλά μου και απλώνεται, σαν σύννεφο, σαν σκόνη από άστρα, από παλιοόνειρα. Και ξαπλώνει, στο σεντόνι που ανοίγω όταν το κρατώ, δεν αφήνω να χαθεί ούτε κόκκος από εκείνη, απ' ό,τι έχει εκείνη δικό της. Γι' αυτό με κοιτά, για να την προσέξω.

υγ. φύλλα δέντρων ανάμεσα στα δάχτυλα για να φτάσω απ΄το πράσινο στο μωβ.


Ήλιος Ονειρεύομαι να έρθεις, να με πάρεις με το βλέμμα σου ή μάλλον και αντίστροφα, να σε βάλω κάτω να μιλήσω, να σου πω πως δεν αντέχω, πως μέσα μου σπαρταράω για να ξαπλώσω, να πλαγιάσω στο γρασίδι, νύχτα να ανοίξω τα πόδια αργά να μπεις μέσα κοιτάζοντας, αυτό το αργό και σοβαρό ύφος σου να μας οδηγήσει στο ξέσπασμα της ντροπής.


Ονειρευόμουν Ονειρευόμουν γραβάτες και το πιγούνι μου στο στόμα σου. Ξέρεις, εγώ πάντα ονειρευόμουν, μέχρι χτες τελευταία τα είχα όλα χάσει. Χτες, όμως, σε είδα σ’ ένα όνειρο, που μου φάνηκε πως το είχα σχεδιάσει. Σε ‘να χώρο για να κατοικήσω, όπου μπορώ ν’ απλώσω την καρδιά μου χωρίς φόβο, να δει τον έξω φως στο σκοτάδι του ρομαντικού σου δωματίου. Όπως να το θες εσύ να είναι κι ‘γώ ν’ ακολουθώ. Τις φωνές μας να τις πνίξει η χαρά, ο ερωτισμός να τρέχει σαν παιδί, που κυνηγά το τίποτα του αέρα σαν κοιμάται μοναχό για πολύ ώρα σ’ έναν ύπνο μες το όνειρο. Θα σε ήθελα έτσι ντυμένη με ‘κείνη τη ροζ σου τη φορεσιά, απ΄ τα καλοκαίρια ΄κείνα που δε με θυμάσαι, ούτε ‘γώ, αλλά καθόμουν δίπλα σου και σε σκεφτόμουν. Γυμνοί στην αλήθεια μιας φωτογραφίας θυμάμαι τι σκεφτόμουν. Είσαι ‘συ σε βλέπω σε μια οθόνη, μέσα της σπάζω στο δάκρυ της απώλειας από κάτι που δεν είχα ποτέ. Εσένα θα ΄θελα να έρθεις πιο κοντά, να μου μιλάς για ΄κείνα που σε μέλουν. Εσένα θα ΄θελα να αγγίξω όχι μια φορά. Δε θα ΄ναι αρκετό ούτε το φιλί σου, σαν εκείνο του ονείρου που με γευόσουν μ’ όλο σου το στόμα στο πιγούνι μου.


Κόκκινο μπλε Βροχές και στιγμές, άλλες έρχονται και φεύγουν σαν των συννέφων τα καπέλα κι άλλες πάλι στέκονται αντίκρυ, κοιτούν επίμονα νομίζεις αλλά τίποτα δε σου ζητούν. Στις πλαγιές πολλές φορές χανόμουν και τα πουλιά πετούσαν δίχως να ρίχνουν βλέμματα στη γη σας. Ξάπλωνα και δάκρυζα και τα φύλλα θρόιζαν. Μ’ ακούγαν και μου έγραφαν με χρώματα, σα να ‘μασταν κι οι δυο ξένα πλάσματα στον τόπο μας. Μιαν απόφαση ήταν και πετάξαμε ξανά δίχως φόβο, αόρατοι στους ξένους μας. Μια κιθάρα μόνο και το καπέλο χαμηλά στο χέρι αέρας που γεμίζει. Δε θυμάμαι τίποτ’ άλλο...πέταγα.


Το παιδί Είμαι ένα παιδί που κοιτάει τη βροχή και κλαίει δίχως κανείς να διακρίνει των σταγόνων τη διαφορά. Το αφήνω στον κήπο το πρωί και το ξαναμαζεύω το μεσημέρι. Ίσως με λίγη μουσική να γιάνει. Εύχομαι “σ’ ένα σπίτι για να κατοικήσει, όπου ν’ απλώσει την καρδιά…” Και έγινε αυτό. Όλο το ποίημα ήταν δικό του. Εγώ το έβλεπα και το φανταζόμουν πως υπάρχει, έτσι όπως το είχε ανάγκη να ‘ναι. Ελπίζω να μην πόνεσε τόσο, όταν αντίκρυσε τον πόνο που μου προκαλούσε η διαφορά μεταξύ του αγγίγματός του και του κενού που προυπήρχε. Εν τέλη μείναμε μόνοι με τις αναμνήσεις μας. Ένα σκοτάδι δίχως το μαύρο. Ίσως να γεράσαμε απ’ τα συναισθήματα που δε μπορέσαμε να πιάσουμε. Τώρα συρικνόνονται σε σκέψεις που πλέουν μακριά μας. Καλό ξημέρωμα των συναισθημάτων που δεν είχαν ύλη. Καθώς έπαιζα με τους υπόλοιπους πράσινους ποιητές δε μας έβλεπε. Σαν το κοιτούσες, τόσο όμορφο που έσπαγε στα μάτια σου πριν καν το αγγίξει ο λογισμός σου.


Πλησιάζαμε όσο μπορούσαμε, μέχρι που νιώθαμε φραγμό και δίχως βήμα χιλιοστό το κοιτούσα μέχρι που να βουρκώσω. Και δάκρυσα και έκλαψα βαριά, τόσο που τσίριξα μέσα στο ύδωρ. Ντεπόμουνα κείνο το συναίσθημα. Μια νύχτα το ‘καψα μέσα στην κοιλιά μου και έφαγα τον αέρα του τον καυτό. Έβλεπα τις πληγές στα χέρια μου. Λεπτές λεπίδες είχαν διαπεράσει, τα πάντα. Τα είδε όλα, τα ένιωσε δίχως κανείς να του τα υποδείξει. Εκείνα ήταν για χάρτινους σκοπούς. Πώς να ακούσει τον απόηχο της σιωπής τους; Αντίθετες πλεύσεις στον ίδιο χορό.

Μην πεις το όνομά του, θα 'ναι πονεμένη στιγμή. Μην έρχεσαι να το βγάλεις απ' το κουτί του. Έλα μ' ένα φωτάκι, μήπως μόνο του βγει στο φως, απ' το χρώμα που θα αντικρίσει. Πιέζω το βλέμμα μου στον αγέρα για να διαπεράσει το φανερό της αδεξιότητάς μου. Εκείνο σαν ρόδι, εγώ… σαν σιωπή. Εκείνο ψυχή μα εγώ σαν παιδί.


Πότε θα εμφανιστεί Στης σιωπής τους ανέμους και στις κηλίδες των φύλλων. Και των φίλων τους παίκτες, αυτούς τους πλαστικούς σα μαριονέτες που κινούν όταν ήδη πέσει η αυλαία και ανέβει το φεγγάρι στο βάθρο του. Τότε! Τότε θα εμφανιστεί κι ας μην το δεις. Είναι! Είναι εκεί και σε κοιτά κι ας μην το βλέπεις.

Τα τσιμπηματάκια Σα μικρό παιδάκι ήμουνα πεταλούδες κυνηγούσα, στων χρωμάτων τους τη μέθη κολυμπούσα, τα χρυσά χαρτάκια τραγουδούσα. Σα να τα ‘ναι ευχή, για μια στιγμή πίσω να γυρνούσα, τον κόσμο μου να ζούσα. Γιατί να ‘ναι δα περίπλοκο; ένα μικρό φιλί και χάδι απρόσμενο στο μπρατσάκι τσίμπημα...

Πορτοκαλί Μπουκάλι γιομάτο νότες, ξεχειλίζει ζωής πνοές και γεύσεις χυμών, πορτοκαλί πορτοκάλι κοιτάς μέσα στο μπλε ψυχρό, αλλά δροσίζει με ρίγος τον πόθο που τρέχει και καίει. Πνέει πράσινο, απλώνεται και αγκαλιάζει, ίσα που σ΄αγγίζει από πάνω σαν παιδικό σεντόνι και πλάι απ΄το κεφάλι σου άχρονο, χωρίς θερμοκρασία σε εξημερώνει.


Κάθε δάκρυ Τα κορίτσια με κάνουνε να κλαίω. Πώς σου φαίνεται αυτό; Γυρίζω πάλι στον εαυτό μου. Παραπατάω σε χαλικόδρομους, σέρνω ότι φέρει η ψυχή μου σαν μαθήματα. Από πόνους κόσμος πολύς γεννήθηκε. Άραγες ήσουν μέσα στ’ όνειρο; Πήγαινε να φυτέψεις αγάπης έρωτες. Πήγαινε, να με κάνεις να κλάψω.

Ο πράσινος ποιητής Ο πράσινος ποιητής έβαλε την κουκούλα. Όταν η βροχή σταμάτησε έπεσε στη μαύρη τρύπα. Τα κόκαλά του σπάσανε κι ένα δακτύλιο θέλει για να τα δέσει. Τα χρώματά του δε τα βλέπει. Μέσα του χορεύει αλλά τα μάτια του βλέπουν έξω. Έξω μόνο εκείνη. Τον πυροβολεί αγάπη. Κάτι έπαθε... μπερδεύτηκε, πνίγεται σ’ ένα μικρό αγκάθι.


Γράμμα με απόντα παραλήπτη Η ειλικρίνεια, αναγκαίο κακό. Καχύποπτα βλέμματα πάνω της. Ο έρωτας κρυμμένος καλά μέσα σ’ ένα παλτό, που η υφή του γρατζουνάει, ευαίσθητες ψυχές. Μέσα σε βρώμικα νύχια κρύβω κομμάτια από μπογιές που θέλησα να προστατέψω από πτηνά που ειρωνεύονται κάθε τι το καθαρό. Η ησυχία φαντάζει ευάλωτη αλλά κρύβει δύναμη. Γι’ αυτό εσύ που το ξέρεις πάρε αυτό το κουτί, τύλιξ’ το σε μια τσέπη του μυαλού σου. Είναι ό,τι μένει από σταλίδες μικρού φωτός. Μη το δείξεις αλλού γιατί θα μαραθούν. Κι η ανησυχία μήπως χαθεί ο αέρας πέρα απ’ τον ορίζοντα. Κι είναι ρίσκο να τραγουδάς έξω απ’ το όχημα και να τους τρελάνεις με τη θέλησή σου για νιώση. Και θα πάρεις ρίσκο να μείνεις με φίλους λιγότερους από το τίποτα. Μέσα σε μια τρύπα ποτισμένη ντροπή είναι ένα λεωφορείο που φεύγει μόνο τις Κυριακές, τη νύχτα νωρίς με γυρνά πίσω. Ο επίλογος ξαναγράφεται κάθε φορά που συμφωνείς μαζί μου, ξαναβλέπω ένα ανόητο συναίσθημα.


Χωρίς σταματημό Θα έβγαινα έξω, για να ψάξω να σε βρω σε μόρια υγρασίας στον αέρα, μα το κρύο δε μπορώ, άλλο. Έχει αδειάσει τόσο το μέσα μου και πάγωσε η καρδιά μου τόσο καιρό από σένα και το ξέρεις. Αχ πόσο άλλαξε όταν την πρωτοάκουσες, μόνο γιατί ήσουν απέναντί της. Πόσο άλλαξα σαν σε είδα να στέκεσαι αμίλητη, τόσο έμενα κι εγώ κάποτε. Πόσο με συγκίνησες. Νιότη, ζέση, δύναμη μουσική, στου αρχιτεκτονήματος του πλασμένου πάνω σου και στου τρόπου το ύφος το σοφό και ήρεμο ενός παιδιού μεγαλωμένου. Αχ πόσο ζηλευτό το χαμόγελο στο μειδίαμα το διφορούμενό σου. Είσαι, όπως είσαι και τώρα και ψες και τότε πάντα. Θα έβγαινα έξω και χωρίς τίποτα στα χέρια για να σε κρατήσει, ούτε με μάτια ανοιχτά, ούτε με παλτά φορεμένα. Μόνο να σ ‘ άκουγα με μιαν ανάσα μου κι ας ήσουν το πιο κρύο φιλί, να δεις θα γιάτρευε κάθε μου κακό. Αγάπη μου που ποτέ μου δε σε λέω, δε μπόρεσα σήμερα να σε ψάξω, σε μηνύματα δεν ήθελα να σε αναστατώνω ξανά. Είδες εσύ πού είσαι και τι θέλεις. Άσε με να πλανιέμαι σε στενά μονοπάτια χωρίς κανένα παπούτσι στο πέλμα να με κρατά και να πηγαίνω. Απλά όμως να αναπνέω, έστω και μέχρι τη μέση της πνοής μου κάποιο μικρό κομμάτι απ’ αέρα που σε κλείει. Από ‘κεί που πέρασε η μορφή και το φιλί σου, όπου και να το ‘δωσες, από ‘κεί κάτω και πιο κάτω πέφτω και σέρνω απόψε κάθε σκέψη μήπως και πιάσεις μια μέρα σ’ αστρικό ταξίδι όλα τούτα τα δύσκολα, τα μόνο δικά μου θέλω.


Με αγάπη στον αέρα, στο ηλεκτρικό αντίο, στο φιλί στο μάγουλο και την αγκάλη τη χαμογελαστή που μου ‘δωσες τόσες φορές γι’ αυτό το αντίο ξαναζώ κάθε φορά και μένω ξανά στο σπίτι. Αν βγω να σε πάρω, δε θα σε βρω. Κάπου θα κοιμάσαι και θα ονειρεύεσαι ωραίους τόπους μακριά μου γιατί ποτέ σου δε με σκέφτηκες γυναίκα ούτε άντρα σου. Πήγαινε όπου είναι για σένα φως αλήθεια, φύγε στο ξημέρωμα και ξέχνα με αόρατη αγάπη. Η μαγεία μου δε βγαίνει πια στο κρύο, μένει μήπως τη μαζέψω πριν τη ζητήσεις και μπορέσω ό,τι χρειαζόσουν εσύ μιας να σου δώσω. Μα ποτέ έμαθα, πλην κονσόλας για ήχους πού ταξιδεύουν τα δικά σου θέλω μαζί μου. Πουθενά ίσως να μην ήταν τούτα δω για σένα, πέρα από φιλμ και φέισμπουκ μα για μένα είναι το πεντηκοστό έβδομο νομίζω ποίημα.

Ούτε αυτό ολοκληρώνει πέρα από μισό δάκρυ ....


Το ποίημα συνεχίζεται με 8204 χαρακτήρες.


Ευχαριστίες Σε όσους σεβάστηκαν τον κρόνο, τη συγνώμη, με άκουσαν στην στροφή, είδαν ότι επέστρεψα σπίτι, δεν πίστεψαν ότι άλλαξα όσο έπαιζα- με τη σκόνη και το σύννεφο. Ναθαναήλ Έβαν Λιναρδής – Απρίλης 2020



Ο Ναθαναήλ Έβαν Λιναρδής γεννήθηκε στην Άρτα το 1993. Η ενασχόλησή του με την τέχνη ξεκίνησε σε νηπειακή ηλικία, δείχνοντας ενδιαφέρον για τη μουσική και τη ζωγραφική, ενώ παράλληλα αναζητούσε το γραπτό λόγο ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βραβεύτηκε σε πολλούς διαγωνισμούς παιδικής ζωγραφικής κατά τα σχολικά του χρόνια και μεγαλώνοντας η ποίησή του άρχισε να αλληλεπιδρά με τα εικαστικά και μουσικά του έργα. Σπούδασε στη Σχολή Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Φλώρινας και αποφοίτησε με άριστα από το 3ο Εργαστήριο Ζωγραφικής, το 2017. Η κύρια έρευνά του είχε τις ρίζες της στη νευρολογία, ενώ τα έργα του ήταν μη παραστατικά σε συνδυασμό με ήχο. Γράφει βιωματικά για τον αυτισμό και τη διεμφυλικότητα , ενώ ασχολείται με τη μουσική σύνθεση.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.