ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ_ΟΜΑΔΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ 1ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΖΩΓΡΑΦΟΥ

Page 1

1Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ: Πηγή ανακάλυψης, έμπνευσης και δημιουργίας. Μια άσκηση δημιουργικής γραφής εκεί που η φύση συναντά τη μουσική και τη φωτογραφία. ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2022 - 2023

Ο ΤΟΠΟΣ κυριολεκτικά είναι ο χώρος

Μεταφορικά είναι η αφετηρία του καθενός για ξεκίνημα, για αγκυροβόλι και «λιμάνι», για αυτοπροσδιορισμό…

Τόπος μας είναι το σώμα μας… η ψυχή μας

Ξεκινώντας λοιπόν με τους μαθητές για να ανακαλύψουμε τους δικούς μας τόπους, ήμασταν βέβαιοι, όπως και τελικά έγινε, ότι κάπου οι τόποι όλων θα συναντηθούν.

Υπάρχουν κοινοί τόποι γιατί οι αφετηρίες των συναισθημάτων των ανθρώπων συναντιούνται. Μέσο για να συναντηθούμε και να μιλήσουμε για «τους τόπους μας»… οι φωτογραφίες.

Ολοκληρώνοντας για φέτος το ταξίδι μας στη δημιουργική γραφή, συνειδητοποιήσαμε ότι κοινοί τόποι στη σκέψη και την έκφραση των μαθητών είναι:

ο χρόνος που περνάει και αφήνει το αποτύπωμά του επάνω μας, γύρω μας, στους

ανθρώπους που χάνουμε, το όνειρο, ο έρωτας, ο θάνατος, η ύπαρξη του ανθρώπου

στην ολότητά της, δηλαδή πολύ απλά η ΖΩΗ.

Ο ΤΟΠΟΣ είναι οι ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Δεν υπάρχει τόπος και ΧΡΟΝΟΣ χωρίς ανθρώπους

αλλά και χωρίς το συναίσθημα που σου γεννούν.

Ιουλία Καρύδη - Υπεύθυνη Καθηγήτρια προγράμματος

Τα κείμενα που ακολουθούν έγραψαν οι μαθητές της ομάδας δημιουργικής γραφής

του σχολείου μας στα πλαίσια πολιτιστικού προγράμματος που εντάσσεται στις

σχολικές δραστηριότητες.

Α’ Γυμνασίου

Μαίρη Αποστολάκη

Δημήτρης Λαμπρίδης

Μένια Μαζαράκου

Κωνσταντίνος Μόσχοβος

Β’ Γυμνασίου

Ιωάννα Παπαδημητρίου

Φωτεινή Παπαδοπούλου

Χρύσα Σοφού

Γ’ Γυμνασίου

Νεφέλη Μαγιορκίνου

Μαρία Νομικού

Ουρανία Τρυποσκούφη

Με ένα "κλικ" παγώνουν όλα. (Δημήτρης)

Φωτογραφία είναι η στιγμή. (Μένια)

Μια στιγμή που ποτέ δεν θα είναι η ίδια. (Μαίρη)

Μια φωτογραφία μπορεί να σε ταξιδέψει στον χρόνο και στον χώρο, μπορεί να πει πολλές ιστορίες. (Φωτεινή)

Μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις. Όμως… όχι απαραίτητα με τις ίδιες λέξεις. (Χρύσα)

Μήπως όμως στην πραγματικότητα δεν είναι οι εικόνες αυτές που κάνουν

πραγματικά τις στιγμές να μένουν άλλα οι άνθρωποι;

Ίσως απλά οι φωτογραφίες είναι οι αφορμές να θυμόμαστε καταστάσεις, να

αναπολούμε ανοίγοντας την προσωπική μας ντουλάπα που έχει μέσα της τα δικά μας ρούχα, με τα δικά μας χρώματα.

Ας το παραδεχτούμε, η κάθε μία από όλες τις φωτογραφίες που έχουμε είναι για εμάς μία ξεχωριστή ιστορία, ένα ρούχο με διαφορετικό χρώμα, μέγεθος και αξία. (Ουρανία)

Χρόνος. Τι είναι αυτός ο χρόνος; Για έναν μαθηματικό τα δεύτερα, τα οποία

πολλαπλασιάζονται με το 60 για να γίνουν λεπτά. Αντίθετα, για μια φιλόλογο μια ενέργεια τοποθετημένη στην αντίστοιχη χρονική βαθμίδα. Για εμάς όμως; (Ιωάννα)

Σκοτάδι, χάος, τέλος! Αυτά μου έρχονται στο μυαλό όταν ακούω για αυτόν. Κάθε βράδυ φεύγει με το πρώτο βαπόρι για άλλον τόπο. Κάθε βράδυ μου ψιθυρίζει στο

αυτί μια τελευταία λέξη, μια τελευταία φράση. Χάνεται μέσα στο χάος ενώ χρώματα

και σκέψεις τον συνοδεύουν στο μακρινό του ταξίδι. Γιατί άραγε να υπάρχει; Ή για

την ακρίβεια γιατί δημιουργήθηκε; Χρόνος ονομάζεται, όνομα και πράγμα. Τα

καλοκαίρια τα περνά γρήγορα σαν σφαίρα. Ό,τι σου αρέσει και λαχταράς το αφήνει

παραπέρα.

(Δημήτρης)

Το αστείο με τον χρόνο είναι ότι μπορείς να κανείς το ίδιο πράγμα κάθε μέρα και να

νιώθεις κάθε μέρα ότι επαναλαμβάνεται όμως η κάθε στιγμή είναι μοναδική και δεν

της μοιάζει καμία άλλη.

(Νεφέλη)

Πέρασαν 2 χρόνια από τότε, από όταν χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν η γιαγιά μου.

Μέχρι να έρθουν οι γονείς μου και να μας πουν για τον παππού. Έκλαψα, έπεσα κάτω

αλλά δεν κατάφερα να τον φέρω πίσω. Γιατί ο παππούς να φύγει τώρα; Τόσο νωρίς; (Μένια)

Ο χρόνος περνάει. Ο χρόνος καθορίζει τη δημιουργία και την ολοκλήρωση της ζωής.

Είναι σαν μια μικρή πεταλούδα που ζωντανεύει τις ψυχές των ανθρώπων. (Μαίρη)

Είχα ταξιδέψει αρκετά, άρχισα να λαχανιάζω. Ήθελα να δω το πατρικό μου. Ο χρόνος

είχε αθετήσει τη συμφωνία μας. Το είχε αλλάξει. Και αυτή η θέα προς τον μακρύ

ποταμό που μόνο με νοσταλγικό δάκρυ μπορούσα να εγκαταλείψω, είχε κι αυτή

εξαφανιστεί. Μαζί τους είχε εξαφανιστεί και ο χρόνος. Τον φώναζα δειλό, προδότη, πως μπορούσε να το κάνει αυτό σε ‘μένα, τι του ‘κανα; Σκέφτηκα τουλάχιστον να μην αφήσουμε αυτόν τον χρόνο να παρασύρει και εμάς στο διάβα του.

(Κωνσταντίνος)

Ίσως κάποιες φορές τον μισώ τον χρόνο, μου παίρνει ανθρώπους που αγαπώ, που

ξέρω ότι αφού τους πήρε δεν θα τους ξαναδώ ότι δεν μπορώ να πάω το χρόνο πίσω

και να τους κάνω αυτή την αγκαλιά που δεν πρόλαβα, να πω το αγαπώ που δεν

ξεστόμισα ποτέ, λέξεις που είπα και θέλω να τις πάρω πίσω. Γιατί δεν μπορεί να

γυρίσει σε εκείνες τις στιγμές ο χρόνος; Γιατί ο χρόνος γυρίζει μόνο στις αναμνήσεις; Το μόνο που ξέρω για σένα είναι ότι σε αποκαλούν χρόνο, ότι δεν γυρνάς, ότι δεν εκπληρώνεις χάρες. Κάποιες φορές τελειώνεις γρήγορα ενώ άλλες πολύ αργά. Ότι δεν

υπάρχει εφεύρεση για σένα. Δε μπορούμε να σε ακούσουμε. Δε μας μιλάς. Δεν ξέρω γιατί υπάρχεις, αλλά εγώ σε αγαπάω.

(Ιωάννα)

Δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, είναι κάτι ουδέτερο, όπως τα πάντα. Μ’ αρέσει που

περνάει ο χρόνος. Μαζεύω εμπειρίες. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να μάθει το

μέλλον ή να επισκεφθεί το παρελθόν. Και ίσως αυτό να είναι το πιο ενδιαφέρον

πράγμα για τον χρόνο• ότι δεν μπορεί να τον πειράξει ο άνθρωπος.

Κάτι που δεν μπορεί να πειραχτεί από τον άνθρωπο πάντοτε θα είναι απολύτως

αληθινό.

(

Χρύσα)

Χρόνος είναι το κουτάκι που έβαλε το μυαλό στην καρδιά.

Χρόνος είναι όλα τα όχι και τα μη.

Στον χρόνο υπάρχουν όρια.

Στον χρόνο κοιτάμε την λογική.

Υπάρχουν όμως κι αυτοί που ζουν έξω από τα μέτρα.

Αυτοί οι ρομαντικοί άνθρωποι που ξέρουν να ηρεμούν.

Αυτοί που ξέρουν ότι η ζωή είναι το μπαλέτο των ψυχών όπου ο καθένας έχει μια

ιστορία να πει.

Είναι οι ίδιοι που σου φωνάζουν να μην ανησυχείς.

Είναι οι ίδιοι που σου ουρλιάζουν να μην ακούς αυτούς που λένε "μα τώρα είναι αργά"….

Είναι οι άνθρωποι που ακόμα κρατιούνται χέρι-χέρι….

Είναι οι ποιητές, οι συγγραφείς….

Είναι οι πρωταγωνιστές στις δικές τους ιστορίες…..

Είναι οι άνθρωποι που μένουν αναλλοίωτοι στον χρόνο….

Είναι αυτοί που βγαίνουν έξω για να χορέψουν μέσα στην βροχή….

Είναι τα λουλούδια που ανθίζουν στο τσιμέντο της πόλης…. (Μαρία)

Χρόνος μία έννοια που όλος ο κόσμος την χρειάζεται για να συνυπάρχει με την πραγματικότητα. Κατά βάθος όλοι τον επιθυμούν με έναν τρόπο ώστε να τους πάει

ένα βήμα πάρα πέρα. Να κάνει αυτή την βαρετή ώρα του σχολείου να περάσει και να φτάσει καλοκαίρι και πριν το καταλάβει καν η πλάση ξανά Χριστούγεννα. Και κάπως

έτσι γυρνούν οι λεπτοδείκτες. Και είσαι καθισμένος σε μία πολυθρόνα και κοιτάς το

παλιό άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Ό,τι και αν βλέπεις σου θυμίζει και από κάτι

μικρό, παρόλο που οι εικόνες έχουν παγώσει στο μυαλό σου και μοιάζουν γνώριμες.

Βλέπεις φίλους και γνωστούς, την οικογένειά σου που πια δεν θα είναι ποτέ ξανά η

ίδια, όπως και εσύ. Κοιτάς μέσα στον καθρέφτη σου και του χαμογελάς βλέποντας

την μικρή σου ηρωίδα που της υποσχέθηκες μία μέρα ότι θα της πραγματοποιήσεις

όλα της τα όνειρα.

(

Ουρανία)

Αυτή η ιστορία γράφεται με αφορμή μια συναυλία στο απόλυτο σκοτάδι. Μια

συναυλία που δεν επικεντρώνεται στο χρώμα, την ηλικία, το φύλο αλλά εστιάζει στις

ψυχές των ανθρώπων. Έτσι τη γνώρισα κι εγώ, στο απόλυτο σκοτάδι, μόνο που εκείνη

ήταν γεμάτη φως. Εκείνη ήταν αυτό το καταπραϋντικό αεράκι το απόγευμα ενός

καυτού καλοκαιριού. Εκείνη ήταν ένα υπέρλαμπρο αστέρι.

Ανακάλυψα πολλά για εκείνη. Ανακάλυψα πως είναι δεμένη πάνω σε ευθύνες που

δεν της ανήκαν. Ευθύνες που εξαρχής κανένας δε θα έπρεπε να της είχε φορτώσει.

Το μόνο που την κρατάει είναι η ελπίδα για ένα υπέρλαμπρο μέλλον. Πολλές φορές

την παραλληλίζω με τον ήλιο που βγαίνει τις μέρες που είσαι σίγουρος ότι θα βρέξει.

Τις μέρες που είσαι σίγουρος ότι ο κόσμος θα τελειώσει. Με κάνει να νιώθω μια

ευτυχία δευτερολέπτων που μπορώ να τη βάλω σε ένα μπουκαλάκι και να την πίνω

τα βράδια που θα διψώ σκεπτόμενος πόσο θα ήθελα μερικά τραγούδια να κρατούν

για πάντα.

Εγώ πάντα θα τη θεωρώ το αστέρι μου. Ένα αστέρι που θα με γεμίζει αισιοδοξία για

το αύριο και για κάθε αύριο. Ένα αστέρι που θα μου θυμίζει πως οι μέρες που

έρχονται δεν μπορούν παρά να είναι του φωτός. Κυρίες και κύριοι η συναυλία

αρχίζει……

(Μαρία)

Αγαπητή Ρόζα, Με το που άρχισε να σκοτεινιάζει, ξεκίνησα για την παραλία. Δεκέμβριος μήνας, σχεδόν Χριστούγεννα. Δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί.

Με το που πέρασα Αθήνα και έφυγα από το χωριό, όλα μοιάζουν μπερδεμένα. Σα

να έχω ένα βάρος στους ώμους μου και να με πλακώνει. Διάβασα το προηγούμενό

σου γράμμα, που έλεγες να αρχίσω να βγαίνω στη φύση, όταν νιώθω έτσι.

Έτσι ήρθα εδώ. Έβγαλα τα παπούτσια μου. Ξεκίνησα να περπατάω στην άμμο

πατώντας σε πέτρες και κοχύλια. Χρειάστηκε αρκετή ώρα, αλλά όντως άρχισα να ηρεμώ κάπως. Πήγα και πιο κοντά στο νερό, έβρεξα λίγο τα πόδια μου. Είδα το φεγγάρι. Δεν νομίζω ότι το έχω ξαναδεί να λάμπει έτσι. Όχι επειδή δεν συμβαίνει, αλλά επειδή εγώ δεν το παρατηρώ. Το κοιτούσα πολλή ώρα, και όσο περισσότερο το

κοιτούσα, τόσο περισσότερο οι σκέψεις μου άρχιζαν να γίνονται πιο θετικές, πιο

φωτεινές, σαν να τις βούτηξα μέσα στο ίδιο το φεγγάρι. Θα ήθελα να το πιάσω όσο

τίποτα άλλο, να δω πως είναι, τότε ίσως γινόμουν και εγώ πιο φωτεινή και θετική.

Ανέβηκα σε κάτι πέτρες, τέντωσα τα χέρια μου όσο πιο ψηλά μπορούσα, και

σχημάτισα έναν κύκλο γύρω του.

Να ξέρεις, εγώ θα το πιάσω μια μέρα. Και αν όχι αυτό, κάτι αντίστοιχης αξίας. Κάτι

τόσο μεγάλο, τόσο φωτεινό, θα το φτιάξω εγώ η ίδια. Ίσως και να είχες δίκιο τελικά, ίσως η αλήθεια να ήταν μπροστά μου και απλά εγώ να την αγνοούσα.

Με αγάπη, Μυρτώ (Χρύσα)

Δεν ξέρω πως να το αρχίσω αυτό, πως να το τελειώσω, ή τι να πω ενδιάμεσα. Δεν

είμαι καν σίγουρη για το που απευθύνομαι πλέον. Γενικώς δυσκολεύομαι να μιλήσω

για μένα από ό,τι φαίνεται.

Μυρτώ με λένε, σπουδάζω στην Αθήνα. Πρώτο έτος. Αν και δεν είμαστε εδώ για το

τι συμβαίνει τώρα, νομίζω έπρεπε να τα αναφέρω αυτά, έστω για αρχή. Μεγάλωσα

σε ένα χωριό της Κρήτης, ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό, και θεωρώ ότι αυτό

παίζει μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη κάποιου.

Ήταν ωραίο το χωριό. Βέβαια δεν ήταν το τυπικό χωριό που μένουν πέντε γιαγιάδες

και είναι αποκομμένο από τον κόσμο, ήμασταν πιο εξελιγμένοι. Ένιωθα σα να μένω

σε πόλη, με περισσότερη ελευθερία όμως. Γενικά, ως παιδί με θυμάμαι αρκετά

ήρεμη, αν και θύμωνα σχετικά εύκολα. Τα καλοκαίρια όμως ήταν σα να γινόμουν

άλλος άνθρωπος. Με το που ερχόντουσαν τα παιδιά από την Αθήνα, άρχιζα να

γίνομαι πιο εξωστρεφής, με πιο πολλή ενέργεια. Θυμάμαι μάλιστα εκείνο το

καλοκαίρι που είχαμε μπει σε ένα παρατημένο ξενοδοχείο και το ψάξαμε όλο, τρέχαμε, ανεβαίναμε σε ορόφους που δεν έπρεπε. Τώρα που τα ξαναβλέπω όλα αυτά, είναι σαν να ζω από θαύμα. Ανεβαίναμε σε δέντρα και τρέχαμε πάνω κάτω στους δρόμους.

Μπαίνοντας στην εφηβεία, κάποια πράγματα άλλαξαν. Ήμουν πολύ πιο αγχώδης, με τον ίδιο ακριβώς θυμό και λίγο πιο έντονο χαρακτήρα από ό,τι παλιά. Ακόμη βγαίναμε τα καλοκαίρια με τα παιδιά από την Αθήνα, μπαίναμε στα ίδια παρατημένα

κτήρια, αν και έχω να παραδεχτώ ότι ζήλευα λίγο όταν εκείνοι έβγαιναν άνετα όλο

τον χειμώνα σε μαγαζιά και εγώ έφτανα μέχρι την πλατεία. Διάβαζα επίσης παρά

πολύ, ειδικά στις τελευταίες τάξεις του λυκείου, μιας και είχα πάντα ως στόχο να

φύγω από κει, να πάω Αθήνα.

Τώρα που τον πέτυχα λοιπόν τον στόχο, μάλλον δυσκολεύομαι. Νιώθω περισσότερο

σα να καταπιέζομαι εδώ, παρά σα να βρήκα ηρεμία και το μέρος που πάντα ήθελα.

Άρα, αν κάπου καταλήγουμε, είναι ότι πάντα προσπαθώ να ξεφύγω, και ζω με ένα

μόνιμο άγχος. Δεν ξέρω πως θα συνεχιστεί η ζωή μου, αν θα συμφιλιωθώ με την πόλη

αυτή ή αν θα συνεχίσω να φεύγω κάθε φορά που κάτι με χαλάει, αλλά το μόνο που

ελπίζω είναι τα πράγματα να ηρεμήσουν κάποτε.

Τελικά όμως, σε ποιον μιλάω τόση ώρα; (Χρύσα)

Το φεγγάρι της νύχτας και της ελπίδας. Κάθε βράδυ κλαίει και περιμένει ζητώντας

κάποιον να έρθει να το βρει. Ένα κρύο βράδυ του χειμώνα βλέπει κάτι. Ήταν αχτίδα

ή μήπως αυτό που περίμενε; Ένα μικρό κορίτσι που λεγόταν Γιάννα. Το φεγγάρι

σάστισε με την ιστορία του κοριτσιού αλλά και χάρηκε που θα την έχει φίλη. Είπε

στην Γιάννα κάθε βράδυ να το σκεπάζει με τα χέρια της. Βέβαια η Γιάννα επειδή ήταν

πολύ μικρή δεν τα κατάφερνε και πάντα άφηνε κάτι ακάλυπτο. Για αυτό κάθε βράδυ

το φεγγάρι δεν είναι πάντα ολόκληρο. Μία φορά κάθε μήνα μπορείς να το δεις

ολόκληρο, γιατί τότε η Γιάννα κουράζεται και το φεγγάρι μένει ακάλυπτο.

(Μένια)

Γεια! Είμαι η Γιάννα. Με θυμάστε; Ήρθε η ώρα να σας πω την δικιά μου ιστορία και

πως κατέληξα στο φεγγάρι.

Όλα άρχισαν όταν ήμουν 5 ετών, τότε που πέθανε η μαμά μου, η Μαρία. Εγώ δεν

τη θυμάμαι σχεδόν καθόλου. Αλλά ο μπαμπάς μου μου έλεγε συνέχεια ιστορίες για

αυτήν. Ήταν όμορφη και με καλή καρδιά και μου έλεγε ότι, όταν πέθανε, έγινε το

φεγγάρι που θα μας βλέπει κάθε νύχτα και θα μας φέρει την ελπίδα για μία καλύτερη

ζωή. Όταν έγινα 15 αποφάσισα να πάω στο φεγγάρι και να την αναζητήσω. Ο μπαμπάς

μου μου ευχόταν να βρω την μαμά και να της κάνω μια μεγάλη αγκαλιά.

Μπήκα στον πύραυλό μου και απογειώθηκα. Φτάνοντας στο φεγγάρι αυτό

μιλούσε!! Μου έλεγε πόσο μόνο ήταν και πόσο θέλει μια παρέα. Τότε πήρα μια απόφαση. Να μείνω μαζί του, να το βοηθήσω και να του κάνω παρέα. Έτσι έγραψα

ένα μήνυμα στον μπαμπά

μου που έλεγε «Δεν βρήκα τη μαμά, αλλά έναν φίλο που χρειάζεται την βοήθεια μου. Αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι ΣΕ ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ ΜΠΑΜΠΑ και θα σε σκέφτομαι συνέχεια........» (Μένια)

Από μικρή με τράβαγε το φεγγάρι, είχε κάτι το μαγικό. Κάτι το μοναδικό. Δεν ξέρω

μπορεί να είναι που είναι τόσο μακριά ή που είναι τόσο μεγάλο και κοντά του νιώθω

τόσο μικρή και μαζί με εμένα μικραίνουν και τα προβλήματά μου. Α ναι! Συγνώμη!

ξέχασα να συστηθώ με λένε Αρετούσα.

Όπως καταλάβατε έχω μια μικρή εμμονή με το φεγγάρι και γενικά με την φύση. Ξέρω

ότι οι εμμονές δεν είναι καλές όμως αυτή είναι κάτι το μαγευτικό. Βλέπετε έχω μια

αδυναμία στο φεγγάρι. Είναι τόσο μεγαλοπρεπές!

Το όνομα μου ξέρω ότι σας φαίνεται κάπως περίεργο, είναι επειδή οι γονείς μου

έχουν εμμονή με την Κρητική λογοτεχνία, την οποία δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω.

Εγώ προτιμώ την ποίηση μπορεί για πολλούς να είναι κάπως χαοτική. Όμως εγώ

πάντα ένιωθα μια ασφάλεια στο χάος.

Ως παιδί ήταν λογικό, ακόμα και ως έφηβη για λίγο καιρό. Στην πορεία όμως δεν

βελτιώθηκε όπως ήλπιζε η δόλια η μάνα μου. Δεν χρειάζεται να την λυπάστε. Γιατί

ξέρω ότι δεν είμαι και το τέλειο παιδί αλλά η αδερφή μου είναι ο ορισμός της τελειότητας.

Μπορεί να είμαστε αδερφές αλλά δεν έχουμε καμία απολύτως σχέση. Αυτή είναι

πάντα τακτοποιημένη και πάντα παίρνει τα συγχαρητήρια. Εγώ από την άλλη όχι!

Είμαι η ατσούμπαλη κόρη η οποία δεν θα κάνει τίποτα με την ζωή της γιατί το να γίνει ζωγράφος δεν θα τη βγάλει πουθενά, όσο και να προσπαθεί.

Τέλος πάντων δεν θέλω να μιλήσω για την αδερφή μου, είναι χάσιμο χρόνου αυτή η

υπόθεση, μου πήρε χρόνο αλλά το πήρα απόφαση.

Από μικρή λάτρευα την ζωγραφική και ήθελα να γίνω ζωγράφος αλλά τώρα μετά από

όλο αυτό και εδώ που κατέληξα δεν ξέρω εάν μπορώ να κάνω οτιδήποτε με την ζωή

μου. Εντωμεταξύ ό,τι έγινε ήταν και άδικο. Αλλά ποιος κάθεται να με ακούσει εμένα;

Κανείς. Τέλος πάντων τώρα πρέπει να φύγω θα σου μιλήσω και αύριο. Το ξέρω ότι

είσαι καινούργιο αλλά νομίζω ότι δεν χρειάζεται ο πληθυντικός.

(Νεφέλη)

Μέσα απ' όλες τις μορφές

ξεχώριζε μια κοπέλα

μπροστά στον ήλιο έστεκε

και πίσω απ' τον αέρα.

Ήταν ξανθιά και όμορφη

κι έλαμπε στη φύση

όμως εκείνη έμελλε

το όνειρο ν' αφήσει.

Το όνειρό της ξάφνιαζε

όποιον το είχε ακούσει

όμως μες στην καρδούλα της

καλά το είχε χτίσει.

Το όνειρο ξεχωριστό

κι όχι συνηθισμένο

σαν πίνακας περίτεχνος

και διακοσμημένος.

Μες την καρδιά της έκρυβε

πως κάποιον αγαπούσε

αλλά αυτός αναίσθητος

καθόταν και κοιτούσε.

Ο άνδρας ήταν έξυπνος

αισθήματα δεν είχε

αφού εκείνος πλούσιος

δεν ήξερε τι είχε. (Φωτεινή)

Όλα είναι άνεμος, κύκλος, κλείσιμο και κομπολόι. Εμείς το φέρνουμε εκεί που

θέλουμε, του αλλάζουμε θέσεις και το βλέπουμε κάθε μέρα αλλιώς. Έτσι είναι και η

ζωή. Κάθε φορά την πιάνεις αλλιώς, την ξεχνάς, την ξαναβρίσκεις και φτιάχνεις

ελληνικό καφέ ώστε να την ξανά θυμηθείς νοσταλγώντας στιγμές.

Τι γίνεται όμως όταν αυτή τελειώνει και σου φεύγει απ’ τα χέρια; Άραγε ποιος ορίζει

το τέλος και σου λέει ότι δεν μπορείς να την ξαναπιάσεις;

Είναι μία αόρατη δύναμη με λευκά φτερά και χρυσά σανδάλια, είναι το κομπολόι που

κράτησες τελευταία φορά, ο ουρανός που αντίκρισες εκείνο το πρωινό και είχε άλλο

χρώμα και σαν το κατακάθι του καφέ έτσι κύλισε η ζωή σου και την ξέπλυνες στον

νεροχύτη. Εκείνο το ξένο πρωινό που είχε άλλο χρώμα, άλλη μυρωδιά, ήταν η αρχή

του τέλους, ένα κομπολόι που γυρίζει.

(Ουρανία)

Η μέρα κυλάει. Λάμπει το φεγγάρι όπως και εγώ. Αλλά η ζωή φαίνεται θολή...Όμως

αυτά θα σας τα εξηγήσω αργότερα... Πρώτα να σας συστηθώ. Ονομάζομαι Farfalla, όπου στα ιταλικά σημαίνει πεταλούδα. Οι γονείς μου δεν μου λένε ούτε τους έχω ρωτήσει γιατί με ονόμασαν έτσι. Βαθιά μέσα μου ξέρω. Ναι ξέρω. Είμαι μια

πεταλούδα που πετάω πάνω και μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Τους ωριμάζω.

Τους γεμίζω τις ψυχές τους με ελπίδα και όνειρα. Τους κάνω αθώους. Όπως και το φεγγάρι. Κρατάω αυτή τη γη στα χέρια μου. Το σημαντικότερο.... το φεγγάρι λάμπει

αυτό το βράδυ, δίπλα στις φωνές των συγγενών. Ίσως λάμπει για όλους. Ίσως και όχι.

Ένας παππούς στο βάθος του δωματίου έχει αγανακτήσει. Δεν αντέχει άλλο να μην

τον φωτίζει το φεγγάρι αυτό. Να ζει σε μια ασπρόμαυρη ζωή...Το κομπολόι του

γλιστρά από το χέρι του και κοιμάται. Πηγαίνει σε τόπο μακρινό...Εγώ όμως θα

συνεχίσω να ζω γιατί το φεγγάρι αυτό μου γεμίζει τη ζωή και με κάνει να είμαι

φωτεινή..

Σε αυτόν το κόσμο που ζω δεν υπάρχουν κανόνες μόνο εξαιρέσεις...

Έχω χρώμα άσπρο, όπως και το φεγγάρι.

Λάμπω στο σκοτάδι.

Κάνω τη μέρα νύχτα.

Όμως έχω κάτι να σου πω.

Ακολούθα τα όνειρα σου είναι για καλό...

Δεν είμαι η μαμά σου.

Αλλά εγώ έχω μάθει να ζω.

Εσύ όμως όχι .

Για αυτό άκου αυτό που θα σου πω .

Ακολούθα το όνειρο αυτό..

Συνεχίζω με γλυκά λόγια να σας πω ότι τώρα είμαι σίγουρη γιατί με λένε πεταλούδα

γιατί ξέρω να ζω. Με αγαπώ για αυτό που είμαι και δεν πρόκειται να αλλάξω για

κανένα.

Τα παραπάνω τα έγραφα όταν ήμουν μικρή. Μετά από 39 χρόνια, που είμαι στη ζωή, για να είμαι ειλικρινής 39 χρόνια 10 μήνες και 6 μέρες,-ποιος νοιάζετε για τις λεπτομέρειες; Μόνο οι ψυχαναγκαστικοί, όπως λέει και η κοινωνία -, ξέρω τον λόγο

που με φωνάζουν πεταλούδα. Είμαι γλυκιά. Αυτό είναι το σημαντικό. (Μαίρη)

Η «ζωή» λέξη με τρία γράμματα, έναν τόνο και χιλιάδες αναγνώσεις. Ίση με τρία

πουκάμισα άγνοια, αποτυχία, πραγματικότητα στα κόκκινα, στα γκρι, στα

συννεφιασμένα, στα πιο ηλιόλουστα και σε όλα αυτά που θα έρθουν και τα

περιμένουμε, με μία ομπρέλα για να μην βραχούμε, και σε ένα βουνό την πίστη που

πάντα θα στέκεται εκεί και εμείς θα πρέπει να την ανεβούμε και ας έχει σύννεφα.

Κάποιοι σίγουρα θα μείνουν πίσω από εμάς και θα θελήσουν τον εύκολο δρόμο με

το αυτοκίνητο, έχοντας τα ίδια παλτό σε μαύρο χρώμα (αποτυχία) και άλλοι θα

επιστρέψουν σπίτια τους έχοντας αφήσει κάθε προσπάθεια πάνω στο γκρι παλτό

τους, όμως θα έχουν ξεχάσει το κόκκινο παλτό που κρέμασες εσύ στην κρεμάστρα

πριν φύγεις. Εκεί θα ανακαλύψουν ότι έμεινε η ελπίδα που έψαχναν. (Ουρανία)

Ξέρω, πολλοί με λένε αφελή ή και ονειροπόλο αλλά αυτό είναι εξαιτίας της γιαγιάς

μου. Η καλή μου η γιαγιά η Μαρίκα ήταν πολύ σοφή, μου έλεγε πάντα ιστορίες που λάτρευα. Μιλούσε για κάστρα τεράστια, για σκοτεινές και μαγικές σπηλιές, για δάση τροπικά, για μέρη που ο άνθρωπος δεν φαντάζεται. Κάποιες τις είχα βαθιά μέσα στην

καρδιά μου, και ήθελα να τις ακούω συνέχεια, όπως αυτή με το «Πέτρινο Βασίλειο».

Την έχω ακούσει να μιλάει ώρες ατελείωτες γι’ αυτό, για ένα βασίλειο τεράστιο, ίσα

που ακουμπάει τα σύννεφα, με φυσική ομορφιά και πανίσχυρη οχύρωση, για ένα

βασίλειο που κανένας δεν μπορεί να βρει και μόνο οι θεοί ξέρουν την τοποθεσία του.

Ήταν χτισμένο σ’ ένα βουνό με περίεργα καιρικά φαινόμενα που ανάγκαζαν σε μια

δύσκολη διαδρομή ανεβαίνοντάς το. Η ομίχλη σε αυτό το ύψος ήταν συνηθισμένη

αφήνοντας μια εικόνα επίδειξης εξουσίας προς τους κατώτερους. Κάποιες φορές

απορώ κι εγώ ο ίδιος για τις ιστορίες της γιαγιάς, λες και έζησε αληθινά κάποτε εκεί

Όλοι τις λατρεύαμε και τις ακούγαμε πάντα με μια απροετοίμαστη αγωνία στο

βλέμμα, καθώς αυτή ξεκινούσε πάντα την αρχή της ιστορίας της με την κλασική της

φράση «κλείστε όλοι τα μάτια σας, διώξτε μίλια μακριά τις έγνοιες σας και βρείτε μια θέση στο μακρινό μας ταξίδι που ακολουθεί».

(Κωνσταντίνος) Οι άνθρωποι κρατούν ομπρέλες γιατί βρέχει, όμως όλο αυτό ίσως είναι οι ζωές των ανθρώπων, η βροχή μπορεί να είναι τα εμπόδια και

ξεπεράσουμε. Η βροχή κάνει το πάτωμα να γλιστράει, μπορεί να πέσουμε το θέμα

είναι να μην μείνουμε κάτω. Όσες φορές και αν πέσουμε, όσες φορές και αν

αποτύχουμε πρέπει να ξανασηκωθούμε. Κάθε άνθρωπος είναι μόνος, έχει το δικό

του μονοπάτι σε αυτή τη ζωή, αυτό που είναι εκεί για τον καθένα, για να το παλέψει, για να το προσπεράσει. Κάθε σκαλοπάτι και ένα βήμα προς τον τελικό στόχο. Δύο

φοράνε κόκκινα μπουφάν, ανοιχτό χρώμα, μπορεί να λερωθούν από τις λάσπες και

να πρέπει να τα αποχωριστούν. Ένας φοράει μαύρο, σκούρο χρώμα και δεν

φαίνονται οι λεκέδες. Όλοι κρατούν ίδιο χρώμα ομπρέλας. Όλοι ξεκινάμε από την

ίδια αφετηρία όμως στην πορεία είμαστε ελεύθεροι να προχωρήσουμε με τα δικά

μας πιστεύω.

(Ιωάννα)

η ομπρέλα η λύση για να τα

Προσπαθώ να θυμηθώ τον εαυτό μου σε μία φάση της ζωής μου την οποία να ήμουν

πραγματικά ευτυχής. Η ζωή μου δεν είχε και πότε τίποτα το τόσο φοβερό. Το μόνο

που έλεγα ότι με ικανοποιούσε ήταν η δουλεία μου, έτσι πίστευα τουλάχιστον.

Ήμουν ναυτικός πολλά χρόνια, έκανα ταξίδια σε πάρα πολλά μέρη του κόσμου, από

παιδί μου άρεσε πάντα η θάλασσα, καθόμουν και την αγνάντευα ατέλειωτες ώρες.

Έβλεπα τους γλάρους, τα καράβια και τους ψαράδες και πάντα ένιωθα την αλμύρα

και το αεράκι να με ταξιδεύουν. Αυτά με ενδιέφεραν στην ζωή μου

Αν και γνώρισα μια γυναίκα την οποία και την παντρεύτηκα, δεν μου έκανε και

ιδιαίτερη αίσθηση. Δεν νομίζω ότι παντρευτήκαμε καν από έρωτα, απλά για να

κλείσουμε ένα από τα κουτάκια της κοινωνίας (ΓΑΜΟΣ).

Μείναμε μαζί είκοσι ολόκληρα χρόνια, κάναμε δύο παιδιά και αποκτήσαμε τρία

εγγόνια, κι όμως στην ουσία δεν μας έδενε τίποτα. Δεν είχε έρθει μαζί μου σε κανένα ταξίδι, πάντα έλεγε ότι πρέπει να κάθεται πίσω για τα παιδιά, και εγώ έκανα μήνες

ολόκληρους να γυρίσω και όλο και έβρισκα και καμιά άλλη στα λιμάνια για να γεμίσω

την μοναξιά μου.

Και εγώ πουκάμισο αδειανό, λιμάνι άφηνα λιμάνι έπιανα. Μα μέσα μου πάντα μία άγκυρα να με κράτα απ’ την χαρά που τελικά είχα μόνο, τη θάλασσα.

Τα χρόνια πέρασαν με την μιζέρια μου που είχε πολύ καιρό να ξυριστεί, όπως και

εγώ, και ακόμη ρώταγα τι φταίει.

Η γυναίκα μου πριν βγω στην σύνταξη μου είχε στείλει ένα τυπικό χαρτί το οποίο

έλεγε: ξεκίνησα τις διαδικασίες για το διαζύγιο, δεν πάει άλλο, το ξέρεις και εσύ.

Δώσε χαιρετίσματα σε ό,τι σου έχει μείνει γιατί έτσι όπως πας δεν θα μείνει τίποτα.

Δεν θα με ξαναδείς. Φεύγω. Σε έχω ξεχάσει.

Και όντως δεν την ξαναείδα ούτε αυτή, ούτε τα παιδιά μου. Είπαν ότι η δουλειά μου

ήταν πιο σημαντική και δεν τους άρεσε να ήταν σε δεύτερη μοίρα.

Η

ζωή λοιπόν κάπως έτσι κυλούσε, μη έχοντας πλέον κάποιον για λιμάνι, ένα άδειο

πουκάμισο σε μία σταγόνα ωκεανό. (Ουρανία)

Ανοίγω την πόρτα μου και όπως πάντα με περιμένει ο πιστός μου φίλος, είμαστε τέσσερα χρόνια αχώριστοι με τον Όσκαρ, τον σκύλο μου. Στην αρχή λέγαμε να τον φωνάζουμε Τσίκο όμως η μητέρα μου πρότεινε το Όσκαρ και το κρατήσαμε. Ο

πατέρας μου λείπει συνεχώς για δουλείες. Μικρότερος μου ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστώ στην ιδέα της συχνής απουσίας του πατέρα, όμως τώρα πια το έχω ξεπεράσει. Με λένε Φίλιππο και είμαι 22 ετών. Σπουδάζω μαθηματικός στο 4ο έτος

και του χρόνου με το καλό παίρνω το πτυχίο. Προς το παρόν εργάζομαι σε μία

εταιρεία διακόσμησης. Από μικρός μου άρεσε να διακοσμώ το δωμάτιό μου. Στον

ελεύθερό μου χρόνο μου αρέσει να πηγαίνω στη θάλασσα και να κάθομαι με τις ώρες

Ο ήλιος και η θάλασσα με ταξιδεύουν, σε έναν άλλο κόσμο, σε ένα άλλο όνειρο. Εκεί

που μπορείς να εκφραστείς ελεύθερα, εκεί που οι σκέψεις σου κυλούν ελεύθερα

θαλασσινό νερό και βγαίνουν αβίαστα από μέσα σου. Ο ουρανός καταγάλανος. Ο

άνεμος με μία δυνατή φωνή σπρώχνει μακριά τα σύννεφα που μεταφέρουν όνειρα

σε άλλους τόπους. Οι γλάροι πετούν μακριά, τα κύματα σκαν πάνω στα βράχια, μικρές

τσιριχτές φωνούλες. Το μυαλό μου ξεφεύγει από την καθημερινότητα, ταξιδεύει σε

έναν άλλον τόπο, σε έναν άλλο χρόνο. Έχω γίνει πιστός επισκέπτης τούτης της ακτής.

Η αμμουδιά με έχει μάθει και κάθε μέρα μου φυλά την καλύτερη θέση με θέα το

ηλιοβασίλεμα. Μέχρι την δύση εκεί θα με βρεις αν με ψάχνεις.

(Δημήτρης)

Καθισμένος σε μια καρέκλα, με δάκρια στα μάτια, βλέπω τα κύματα να χτυπάνε με

δύναμη τα κάγκελα του λιμανιού και κάθομαι και σκέφτομαι: Πως καταντήσαμε έτσι;

Θυμάμαι τον μικρό μου εαυτό να παίζει ανέμελα στην πλατεία του χωρίου. Χωρίς

φόβο, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς να σκέφτομαι ότι μπορεί κάποιος να θέλει να μου

κάνει κακό. Παιδικές φωνές ακούγονταν από παντού, γέλια, χαμόγελα σε κάθε γωνιά

του

χωριού. Πλέον ούτε παιδικές φωνές, ούτε γέλια, ούτε χαμόγελα. Ο κόσμος ζει

μέσα στο φόβο. Παιδία μικρά και μεγάλα πίσω από μια οθόνη κινητού παίζουν, γράφουν, μιλάνε, μαθαίνουν, αποκτάνε εμπειρίες. Γυναίκες , μικρά κορίτσια με τα κλειδιά σφυνομένα στην παλάμι τους, γονείς φοβισμένοι. Η φύση καταστρέφεται

από εμάς. Έξω ερημιά. Άνθρωποι δεν νιώθουν. Κάθομαι και σκέφτομαι μια πολιτεία

σαν την δικία μας, πως έγινε έτσι!

(Ιωάννα)

Ήρθε τις προάλλες ο εγγονός μου και με ρώτησε «παππού γιατί σου αρέσει τόσο

πολύ η θάλασσα και γιατί είσαι συνέχεια εκεί όταν κάτι δεν πάει καλά;». Κι έτσι του

εξήγησα ότι η θάλασσα είναι ένα μέρος μαγικό που νιώθω ασφαλής και ότι μια μέρα

θα βρει και ο ίδιος ένα τέτοιο μέρος. Αλλά βλέπετε είναι μικρός ακόμα και δεν καταλαβαίνει. Οπότε είπα να του το εξηγήσω λέγοντάς του ακριβώς πως νιώθω. Του

είπα ότι η θάλασσα ήταν πάντα η παρηγοριά μου. Είναι το μέρος στο οποίο νιώθω

ελευθερία. Εκεί μπορώ και χαλαρώνω. Εκεί καταφέρνω και κατεβάζω όλες μου τις ασπίδες, μπορώ να είμαι ευάλωτος. Κι άμα το έχω ανάγκη κλαίω και το δάκρυ μου

γίνεται ένα με την αλμύρα της θάλασσας. Και το αεράκι με παρηγορεί όσο

εξομολογούμαι τα προβλήματά μου στα βότσαλα. Εκεί νιώθω πάντα ευπρόσδεκτος.

(Νεφέλη)

Φτάνοντας στο νησί είχα ανάμεικτα συναισθήματα, δεν το πίστευα, μετά από δεκαοχτώ χρόνια ξαναβρίσκομαι εδώ. Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να

θυμηθώ πώς ήταν τότε. Λίγα πράγματα μου έρχονται στο μυαλό. Σκέψεις, συναισθήματα και νοσταλγία. Θυμάμαι μόνο το μελαχρινό κορίτσι, την Άντζελα. Αυτή ήταν μία παλιά φίλη που γνώρισα εδώ. Με τη φωνή της με ταξίδευε σε θάλασσες, αμμουδιές και ηλιοβασιλέματα. Τα κάτασπρα σοκάκια μαγεύονταν όταν την άκουγαν. Μουσική υπήρχε παντού, στην καρδιά και κυλούσε στο αίμα μου. Μια μέρα όμως τα σύννεφα πύκνωσαν και τα κύματα αγρίεψαν ενώ μάχονταν με τα βράχια. Τα ξύλινα παλιά παράθυρα ανοιγόκλειναν στον αέρα και τα πουλιά πετούσαν μακριά σε άλλο τόπο. Μόλις έπεσε η πρώτη στάλα βροχής άρχισε η καταιγίδα. Κεραυνοί,

βροντές, αστραπές πλημμύρισαν τον ουρανό με φως και χρώμα. Το ουράνιο τόξο

εμφανίστηκε όταν κοίταξα φοβισμένος πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου μου.

Ο

άνεμος διέσχισε την κλειδαρότρυπα και μετέφερε ένα βουητό στο αυτί μου. Άραγε

τι να σήμαινε αυτό; Κίνδυνος;

(Δημήτρης)

Ξαφνικά πετάχτηκα από το κρεβάτι, ήμουν καταϊδρωμένος. Άραγε ήταν όνειρο; Ποιος

ξέρει; Μήπως ήταν κάποιο σημάδι ή κάποια ειδοποίηση; Έπειτα από λίγο ακούστηκε

μία γλυκιά φωνή: "Διονύση μου ξύπνα, κοντεύει μεσημέρι". Είχε ξημερώσει για τα

καλά, ο δείκτης του ρολογιού πάνω από την ξύλινη βιβλιοθήκη έδειχνε 12 ακριβώς.

Ήταν Κυριακή, μία ηλιόλουστη ανοιξιάτικη Κυριακή. Όλα ήταν ήρεμα και γαλήνια.

Ώσπου ξαφνικά όλη η γη τραντάζεται. Τα πάντα τρέμουν. Η οικογενειακή

φωτογραφία στον τοίχο πέφτει κάτω και γίνεται θρύψαλα. Η γη συνέχιζε να κουνιέται

σαν μπαλαρίνα και όλα τη συνόδευαν στον χορό της. Το βάζο του παππού μου, μου

το ‘χε φέρει από την Κίνα, έσπασε σε χίλια κομματάκια. Ο ουρανός σκοτείνιασε. Τα

σύννεφα πύκνωσαν. Άρχισε να βρέχει ενώ ο ουρανός έλαμπε από αστραπές και

κεραυνούς. Ξαφνικά πέφτω κάτω. Ανοίγω τα μάτια μου και την αντικρίζω μπροστά

μου, ήταν η Άντζελα. Τραγούδαγε πάνω σε ένα μπαλκόνι ενός πετρόχτιστου σπιτιού.

Ο αέρας μετέφερε διάφορα άνθη στα μαλλιά της. Ήταν πανέμορφη σαν ηλιαχτίδα. Ο

ήλιος ήταν έτοιμος να κοιμηθεί, ενώ ακούγονταν τα κύματα στο βάθος να σκαν στα

άγρια βράχια. Ένα δροσερό αεράκι χτύπησε το πρόσωπό μου και η αμμουδιά με

χαιρέτησε, όπως το συνήθιζε. Τότε θυμήθηκα εκείνα τα παλιά όμορφα

πασπαλισμένα με μπόλικη πολύχρωμη τρούφα χαράς καλοκαίρια. Εκείνα τα

απογεύματα του καλοκαιριού που καθόμουν εγώ και η Άντζελα στην ακρογιαλιά και

ταξιδεύαμε βλέποντας τον ήλιο να δύει. Ήμασταν περίπου 12 ετών τότε και τα

θυμάμαι σαν χτες, τόσο γρήγορα πέρασαν αυτά τα χρόνια; Τώρα πλέον τίποτα, λες κι

όλα πέταξαν σαν πουλιά. Έχω να την δω καιρό από τότε. Είχαμε γίνει κολλητοί, αλλά

εγώ μέσα μου ένιωθα κάτι άλλο. Κάθε καλοκαίρι, όταν πήγαινα για διακοπές στο

νησί, συναντιόμασταν. Όμως μετά εκείνη μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και έτσι δεν

ήρθε πάλι στο νησί, δηλαδή εγώ δεν την έχω δει από τότε. Λες και όλα τελείωσαν έτσι

τόσο απλά. Κάθε βράδυ στον ύπνο μου όμως με επισκέπτεται και μου ψιθυρίζει στο

αυτί νανουρίσματα. Μια γλυκιά χρυσόσκονη κάθε βράδυ με μαγεύει και με ταξιδεύει. Θέλω να πάω να την βρω. Θέλω να πάω να την βρω και να την ρωτήσω

γιατί με ξέχασε. Γιατί ξέχασε τα πάντα. Πόσο μου λείπουν εκείνα τα καλοκαίρια με τα

ήρεμα και χαλαρά πρωινά. Εκεί ζούσα ένα όνειρο. Αχ αυτά τα καλοκαίρια…

(Δημήτρης)

Υπάρχουν πολλές σκέψεις που περνούν απ’ το μυαλό μας καθημερινά, όλες αυτές

που κάνουν τη ζωή να μοιάζει σαν ρολόι με δείκτες που τρέχουν με ταχύτητα και

επειδή εμείς δεν μπορούμε να τους προφτάσουμε, τους προσπερνάμε και κάπως έτσι

αβίαστα, σαν το τρεχούμενο νερό μιας πηγής, περνάει αυτό που ονομάζουμε

βδομάδα, μήνας, και πάει λέγοντας... Και έτσι φτάνει η στιγμή που απλά θέλουμε να

χαθούμε από όλους και από όλα, σε ένα άγνωστο πέλαγος, με ένα κανό και ένα κουπί,

χωρίς ρούχα που μας περιορίζουν στα κοινωνικά πρέπει και στον εαυτό μας. Για να

αλλάξουμε αυτό που λέμε βαρετό στη ζωή, το μόνο που χρειάζεται δεν είναι τίποτα

άλλο από κάποιον δίχως τα ρούχα της επιφανειακής ματιάς των ανθρώπων και ένα

στήριγμα ώστε να πιαστούμε και να μην βουλιάζουμε. Τι λες; Θέλεις να ανέβεις στο

κανό;

(Ουρανία)

Μια σκιά μπορεί να χαρακτηρίσει πολλά πράγματα. Εικόνες, μέρη, καταστάσεις, συναισθήματα, σχέσεις, φιλίες ακόμα και πράγματα που δεν είναι αντιληπτά από

τους ανθρώπους. Η σκιά μας είναι μέρος του εαυτού μας, αποδίδει τον τρόπο που

σκεφτόμαστε, τον τρόπο που κινούμαστε ή ακόμα και το τι είμαστε. Κάθε άνθρωπος

έχει μια δική του ξεχωριστή σκιά που τον ακολουθεί στα θέλω του και στα μπορώ του, στα όριά του και στα ξαφνικά σκιρτήματά του. Η σκιά μας αντικατοπτρίζει τον εαυτό

μας, είναι σαν ένας καθρέφτης που μας ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας.

Είναι η εικόνα μας και η αντίληψή μας χωρίς χρώματα και εκφράσεις, γιατί... καμιά

φορά στην ζωή δεν χρειάζονται σκέψεις αλλά μόνο κινήσεις (Φωτεινή)

Μεσάνυχτα Κυριακής και είμαι πάλι ξύπνιος. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Είναι κάτι που

με πιάνει τις Κυριακές, δεν ξέρω, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Όταν έχουν όλοι

κοιμηθεί, σηκώνομαι, ανάβω το μοναδικό κεράκι δίπλα από το κρεβάτι μου, πάνω

στη μικρή ξύλινη βιβλιοθήκη μου και φαντάζομαι. Τις περισσότερες φορές ταξιδεύω

σε άλλους τόπους, εκεί που ο χρόνος είναι ανύπαρκτος και είναι πάντα μέρα. Εκεί

που τα ζώα πετούν και οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι. Όταν πέφτει η βροχή όλοι

χαίρονται και χορεύουν, ενώ όταν έχει πολύ αέρα πετούν τους δικούς τους

χαρταετούς ευτυχίας. Ο άνεμος σκορπάει τη χρυσόσκονη της ευτυχίας παντού. Σε

κάθε γωνιά, σε κάθε χωριό. Όταν η θερμοκρασία ανεβαίνει, αυξάνονται και οι χτύποι

της καρδιάς τους από χαρά και ενθουσιασμό. Ενώ όταν χιονίζει, οι ίδιοι χιονίζουν τις

καρδιές τους με άχνη ζάχαρη ευτυχίας. Το κεράκι μέχρι το πρωί έχει λιώσει. Τότε,

παίρνω το υγρό κερί και το φτιάχνω πάλι από την αρχή, μέχρι την επόμενη Κυριακή.

Άραγε τι θα έκανα χωρίς το κεράκι μου...

(Δημήτρης)

Πόσο πρέπει να ψάξει κανείς ώστε να βρει μία από τις πιο λεπτές χορδές της ψυχής

του; Και τι γίνεται με τους ανθρώπους οι οποίοι δεν μαλακώνουν; Που η καρδιά τους

είναι κλεισμένη γύρω

γεμίσουν το κενό της παγωμένης τους καρδιάς. Αλλά πολλές φορές δεν

ένα παχύ στρώμα πέτρας και δεν αφήνει το φως να περάσει;
να βρουν κάποιον να
και
τα
από
Πάντα προσπαθούν
πάρουν το δικό του φως μήπως

καταφέρνουν, είτε επειδή ο διπλανός τους πρόλαβε να βάλει μπουφάν για να μην

παγώσει, είτε επειδή εντέλει είναι πιο ευαίσθητοι από όσο πιστεύουν και δεν

αφήνουν το φως της δικής τους καλοσύνης να σπάσει τα τείχη του παγερού σήμερα.

Η διαφορά είναι ότι ίσως τελικά και να μην χρειάζονται μπουφάν, γιατί το φως, αν

αυτό ποτέ βρεθεί, πάντα νικάει το σκοτάδι.

(Ουρανία)

Η εξοχή ήταν πάντα απ’ τα πράγματα που μου κινούσαν το ενδιαφέρον και ειδικότερα

τα λουλούδια της. Μου άρεσε να κάθομαι και να τα παρατηρώ με τις ώρες και λάτρευα όταν έβλεπα τις μέλισσες ή τις πεταλούδες να ζουζουνίζουν πάνω στα άνθη.

Αλλά μεγαλύτερη αδυναμία είχα στις παπαρούνες. Ο κήπος του παππού μου είχε πολλές από δαύτες και εγώ τις φαντάζουν σαν ανάλαφρες μπαλαρίνες με αστραφτερά φορέματα σε κόκκινες αποχρώσεις, διαφορετικές όμως η κάθε μία από

την άλλη να στροβιλίζονται. Καθόμουν και τις χάζευα να τις πηγαινοφέρνει ο αέρας

και εκείνες να γελούν και να λικνίζονται στο δικό του ρυθμό χωρίς δισταγμό. Μάλιστα, όταν ο αέρας φυσούσε αντίθετα, ένιωθα ότι λογομαχούσαν και τους έπεφταν τα

φύλλα, έτσι έτρεχα να τις χωρίσω. Αλλά το καλύτερο είναι ότι είχα και μια δικιά μου

παπαρούνα (της Αγγελικούλας) όπου ο παππούς και η γιαγιά έλεγαν πάντα ότι είναι

η πιο όμορφη και ζωηρή, όπως και εγώ.

Όταν σκέφτομαι αυτή τη φαντασία που είχα ως παιδί, γελάω με την ψυχή μου.

Και ενώ πια δεν υπάρχει το χωράφι με τις παπαρούνες εγώ πάντα σκέφτομαι πως η

ομορφότερη είναι η δική μου. (Ουρανία)

Είμαι η Αγγελική, για κάποιους ίσως αυτό να μην είναι σημαντικό, αλλά για άλλους

είμαι μάνα, σύζυγος, εγγονή, συνάδελφος, κόρη, μόνο για την μαμά είμαι η

Αγγελικούλα με τις παπαρούνες. Παρόλο που μπορεί να έχουμε διαφωνίες ξέρει ότι

πάντα θα είμαι εκείνο το πέταλο που θα μπορεί να ξαποστάσει όταν κουράζεται.

Άλλωστε της το χρωστάω και ακόμη περισσότερο στον μικρό μου εαυτό για όλα αυτά

που έζησα. Άλλωστε ποιόν κοροϊδεύω; Το χωράφι με τις παπαρούνες δεν υπάρχει

πια χρόνια τώρα, ούτε αυτό, ούτε το σπίτι. Πλέον στη θέση του βρίσκεται ένα όμορφο

πάρκο, έχω πάει πολλές φορές την κόρη μου να παίξει εκεί. Το μέρος αυτό είναι

μοναδικό για εμένα, μοιάζει με νοσταλγία, αναμνήσεις, σοκολατάκια στις

κυριακάτικες επισκέψεις στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς -πάντα υγείας και

οπωσδήποτε με μπλε περιτύλιγμα-. Αυτά είναι όλα όσα μου άρεσαν σαν παιδί εμένα.

Αυτή ήταν η ζωή μου ως επί το πλείστον

Τους γονείς μου δεν τους έβλεπα τόσο συχνά όσο τον παππού και την γιαγιά, μάλλον αυτούς ένιωθα πραγματικά δικούς μου ανθρώπους. Η ζωή μου μόνο εκεί

ήταν πραγματικά ανέμελη. Όταν γύριζα σπίτι μου ήμουν σα χαμένη, έφευγε το

χαμόγελο απ’ τα χείλη μου και συνέχεια άκουγα την ίδια κουβέντα: Αγγελική στο

δωμάτιο σου, έχουμε να πούμε κάτι σοβαρό με τον πατέρα σου. Και όλο τσακώνονταν. Δεν έμαθα ποτέ αν χτυπούσε όντως την μάνα μου, απλώς την άκουγα

να κλαίει.

Στην αρχή με είχε πιάσει πανικός με όλη την κατάσταση, δεν ήξερα πως να

αντιδράσω, μετά από λίγο καιρό όμως το αποδέχτηκα και προχώρησα. Ευτυχώς όμως

δεν πέρασε πολύ μεγάλο διάστημα και πριν προλάβω καλά καλά να καταλάβω όλα

όσα γίνονταν, ήρθε ο χωρισμός και μετά το δικαστήριο και τέλος η διαμάχη με τον

πατέρα μου όπου και δεν ξανά είδα και δεν έχω δει μέχρι σήμερα. Μάλλον για

εκείνον δεν ήμουν τίποτα παραπάνω από ένα ζιζάνιο που περίμενε την κατάλληλη

στιγμή να με ψεκάσει, να με πληγώσει, όμως εγώ τα κατάφερα άντεξα και η

παπαρούνα μου είναι ακόμη ζωντανή, μόνο για όσους με αγαπούν για αυτό που

είμαι.

Για τους άλλους μπορεί να είμαι απλά ένα ζιζάνιο, όμως να είναι προετοιμασμένοι, δεν ξεριζώνομαι εύκολα.

(Ουρανία)

Πριν λίγες μέρες είπα να βγω λίγο έξω από το σπίτι να ξεσκάσω. Πήγα να χαζέψω τη

θάλασσα, να μυρίσω τα λουλούδια που δροσίζονταν από το παγωμένο αεράκι. Από

όλα τα λουλούδια διέκρινα μία παπαρούνα και σκέφτηκα πως περνάνε έτσι τα

χρόνια. Για κάποιους είναι ένα απλό λουλούδι , για μένα όμως αυτό το απλό λουλούδι

κρύβει μέσα στη μαύρη του καρδιά μια ιστορία αγάπης. Έκοψα το λουλούδι και

άρχισα να γυρνώ στα παλιά. Θυμήθηκα εκείνη που μου έμαθε τι σημαίνει έρωτας, τι σημαίνει να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Ήταν πολύ όμορφη. Είχε μαύρα μαλλιά, δυο μάτια πράσινα που χανόσουνα μέσα τους και ένα χαμόγελο που μέσα του έκρυβε

βάσανα άλλα έξω μία γυναίκα γεμάτη ζωή. Γνωριστήκαμε στο καφενείο που δούλευα

τότε, έπινε ελληνικό με δυο κουταλιές ζάχαρη. Κάθε μέρα στο δικό μου καφενείο

ερχότανε. Δεν πήρε πολύ χρόνο για να την ερωτευτώ παράφορα. Δε μπορούσα να

σταματήσω να την σκέφτομαι. Όποτε την έβλεπα γέμιζε το στομάχι μου πεταλούδες, ήθελα να την κάνω δικιά μου, είχα φανταστεί το μέλλον μας. Ντρεπόμουν να της

ζητήσω ραντεβού ή βασικά φοβόμουν την άρνησή της, έως που βρήκα το θάρρος,

την ρώτησα και μου έριξε ένα χαμόγελο λέγοντας «ευχαρίστως». Η χαρά μου ατελείωτη. Και ήρθε αυτή η μέρα, η καλύτερη της ζωής μου. Έπειτα ήρθαν κι άλλες τέτοιες μέρες και άλλες όμορφες στιγμές. Περάσαμε χρόνια μαζί αξέχαστα, με γέλια, χαρές και λύπες. Άφησα τις αναμνήσεις μαζί με τη θάλασσα και πήγα στο νεκροταφείο Άφησα την παπαρούνα στον τάφο της. Κατερίνα μου, μου λείπεις πολύ! Ανάθεμα το φορτηγό που σε χτύπησε τότε.

(Ιωάννα)

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Σήμερα ο καιρός ήταν υπέροχος και είπα να βγω μια βόλτα να χαζέψω τις βιτρίνες.

Σε τρεις μήνες είναι ο γάμος μου και ήταν ευκαιρία να δω και κανένα νυφικό. Εκεί

που χάζευα άκουσα κάποιον να φωνάζει «Κατερίνα! Κατερίνα!» και όπως γύρισα

είδα τον Αλέξη. Μου είπε ότι σχόλασε νωρίτερα και αποφασίσαμε να πάμε για έναν

καφέ. Σταματήσαμε στο πρώτο καφενεδάκι που βρήκαμε και παραγγείλαμε όπως

πάντα ελληνικό καφέ, γλυκό, με δύο κουταλιές ζάχαρη.

Ξαφνικά θυμηθήκαμε τα παλιά και έτσι όπως μιλούσαμε ένιωσα σα να ήμουν ξανά

στο πρώτο μας ραντεβού. Πώς είχαν περάσει έτσι δέκα χρόνια! Ένιωθα σαν να ήταν

χθες. Ήμουν μόλις 18 και εκείνος 19. Κάθε μέρα πήγαινα μετά το σχόλασμα στο

καφενείο που δούλευε. Ο καφές ήταν καλός, άλλα εκείνος ακόμα πιο ωραίος και μαγευτικός. Όταν βρισκόμουν μαζί του ξεχνούσα τα προβλήματα στο σπίτι, αν και δυστυχώς κάποια στιγμή έπρεπε να ξαναγυρίσω. Οπότε επέστρεφα πάλι στις φωνές, τους τσακωμούς και όλο αυτό για ένα μπουκάλι ουίσκι. Αλήθεια, θα ήθελα να μπορούσα να ρωτήσω τον μπαμπά μου, αν άξιζε όλο αυτό που πέρναγα για ένα μπουκάλι οινόπνευμα.

Όταν πλέον γνώρισα τον Αλέξη άρχισα επιτέλους να έχω ελπίδες για μια όμορφη

ζωή. Ήμουν χαρούμενη πραγματικά. Όπως περνούσαν τα χρόνια ήταν ο μόνος που

έμεινε μαζί μου. Ένιωθα ότι έχω οικογένεια και ότι δεν είμαι μόνη. Ποιος θα

φανταζόταν ότι η βασανισμένη ζωή ενός νέου κοριτσιού θα μετατρεπόταν σε μια ζωή

γεμάτη όνειρα και αγάπη εξαιτίας ενός αγοριού.

Έμαθα να πατάω γερά στα πόδια μου και να φτιάχνω το μέλλον μου δίπλα στο

άνθρωπο που αγαπώ.

Ήπιαμε τον Ελληνικό μας και αγκαλιασμένοι γυρίσαμε πίσω στο σπίτι.

(Ιωάννα)

3/7/1987

ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η πριγκίπισσα Μυριάμ αγαπούσε τα λουλούδια, τα βιβλία και τα χρωματιστά

φορέματα. Ήταν κόρη του βασιλιά κι όπως όλοι τη χαρακτήριζαν «η άνοιξη του Παρισίου».

Ο

πρίγκιπας Κάρολος ερχόταν από την πλουσιότερη βασιλική οικογένεια της Γαλλίας.

Ποτέ δεν είχε στο νου του ούτε αγάπες ούτε έρωτες. Για τους περισσότερους ίσως να

θεωρούνταν και από τους μεγαλύτερους απατεώνες.

Η μοίρα τους ήθελε κοντά αλλά ,αλήθεια, τα κατάφεραν;

ΠΑΡΙΣΙ - ΣΕΠΤΕΜΡΙΟΣ 1421

ΜΥΡΙΑΜ

Σήμερα ξύπνησα και δεν είχα καθόλου όρεξη για πρωινό. Είπα να πάω στον κήπο να μαζέψω όλα τα αγαπημένα μου λουλούδια. Κόκκινα τριαντάφυλλα, ηλιοτρόπια, χρυσάνθεμα, κρινάκια. Πάντα μου άρεσαν τα λουλούδια. Τα μαλακά τους πέταλα, τα

χρώματα και η μυρωδιά τους μου γαλήνευαν το μυαλό για αυτό κι επιλέγω να είμαι πάντα κοντά τους. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα βιβλία. Με ταξιδεύουν, με

κάνουν να πετάω, να βγαίνω έξω από αυτόν τον κόσμο.

Όταν έφτασε το μεσημέρι αποφάσισα πως είχα αφιερώσει αρκετό χρόνο στον κήπο

μου και είχε ήδη φτάσει η ώρα να επιστρέψω μέσα στο παλάτι για να φάω το

μεσημεριανό μου γεύμα. Όταν έφτασα στην τραπεζαρία αντίκρισα τους γονείς μου,

δυο ανθρώπους που τόσο πολύ αντιπαθώ. Δυο ανθρώπους που με μεγάλωσαν μέσα στο ψέμα. Ένα ψέμα που προσπαθώ να αλλάξω σε ανθρώπινη αλήθεια.

Ο πατέρας μου μου ανακοίνωσε πως το απόγευμα χρειάζεται να τον συνοδέψω σε

μία από τις πολλές δεξιώσεις που αποφασίζει να συμμετέχει. Βλέπετε ο πατέρας μου

από όταν έκλεισα τα δέκα οκτώ απαιτεί να τον ακολουθώ σε τέτοιες δεξιώσεις αφού ψάχνει γαμπρό και άξιο διάδοχο του θρόνου του. Ακόμη κι αν το γεγονός αυτό με

βουλιάζει στην απόλυτη θλίψη και μελαγχολία δεν έχω παρά να εκπληρώνω την

επιθυμία του θέλοντας και μη.

Λίγες ώρες αργότερα….

Μόλις ετοιμάστηκα για τη δεξίωση. Φοράω ένα υπέροχο κόκκινο φόρεμα, άσπρα

γάντια και την τιάρα μου που είναι ντυμένη στα διαμάντια. Αλήθεια δεν έχω ξανά

θαυμάσει τον εαυτό μου τόσο πολύ στον καθρέφτη.

Ένας από τους υπηρέτες με συνόδεψε προσεκτικά προς την πύλη όπου βρισκόταν

ο

πατέρας μου στην άμαξα.

Αφού φτάσαμε στην δεξίωση, ο πατέρας μου δεν άργησε να μου εξηγεί ποιος ήταν ο κάθε καλεσμένος. Όλοι φορούσαν κομψά ρούχα, κορώνες και τιάρες.

(

Πατέρας) -….Και τον βλέπεις εκείνον εκεί; Αυτός είναι γιος της πιο πλούσιας βασιλικής οικογένειας και μεγάλος απατεώνας. Ο πρίγκιπας Κάρολος. Μην τολμήσεις και τον πλησιάσεις!

( Μυριάμ )- Μάλιστα πατέρα.

Και τότε τον είδα. Ο Κάρολος στεκόταν μέσα σε αυτήν την άσπρη με χρυσές πινελιές

στολή του. Τα μάτια του γαλάζια και τα απαλά σε όψη μαλλιά του σγουρά και καστανά

κι όσο ο πατέρας μου μου έλεγε να μην τον πλησιάσω τόσο η ψυχή μου ούρλιαζε να

του μιλήσω.

Κι έτσι κι έγινε. Άκουσα την καρδιά μου και πήγα να του μιλήσω. Αφού συστηθήκαμε

συζητήσαμε για το πόσο άβολη είναι όλη αυτή η δεξίωση. Αποφασίσαμε να βγούμε

για μια βόλτα. Μου κρατούσε σφιχτά το χέρι σα να προσπαθούσε να μη με χάσει, σα

να πίστευε πως εάν το αφήσει θα εξαφανιστώ.

Κάτσαμε σε ένα παγκάκι και αρχίσαμε να μιλάμε. Ήταν τόσο όμορφα! Αλήθεια δε νομίζω πως έχω ξανανιώσει έτσι. Το συναίσθημα ήταν πραγματικά μοναδικό.

Όταν κατάλαβα πως είχε περάσει η ώρα και έπρεπε να επιστρέψουμε στην δεξίωση, τον αποχαιρέτησα βιαστικά και του υποσχέθηκα πως θα ανταλλάζουμε γράμματα όσο πιο συχνά μπορούμε.

Έτρεξα κι αφού βρήκα μια πολύ κακή δικαιολογία στον πατέρα μου για τον λόγο

που είχα αργήσει, πήραμε τον δρόμο για το παλάτι μας.

Όλο το βράδυ το μυαλό μου έκανε σβούρες γύρω από εκείνον για αυτό

σηκώνοντας την πένα μου άρχισα να του γράφω γράμμα το οποίο και ταχυδρόμησα

κρυφά το επόμενο πρωί.

Αυτό συνεχίστηκε για μήνες. Όχι μόνο τα γράμματα. Συναντιόμασταν κρυφά. Εγώ

πολλά βράδια μεταμφιεζόμουν, έφευγα από το παλάτι με το άλογό μου για να φτάσω

σε εκείνον και περνούσαμε τις νύχτες μας αγκαλιά κάνοντας σχέδια για το μέλλον

μας, ενώ εκείνος κάποια πρωινά ερχόταν στον κήπο μου και του μάθαινα για τα

βιβλία μου, τα λουλούδια μου και πηγαίναμε βόλτες με τα άλογά μας νιώθοντας

ελεύθεροι. Κανένας δεν τον ξέρει όπως εγώ και κανείς δε θα τον μάθει όπως εγώ. Δεν

είναι τίποτα από όσα λένε.

Κι όσο εμείς ζούσαμε τη δικιά μας ιστορία, τόσο οι γονείς μας μας υποψιαζόντουσαν. Οι υποψίες τους επιβεβαιώθηκαν όταν η μητέρα μου με έψαχνε

ένα πρωί στον κήπο ενώ ήταν κι αυτός μαζί μου. Έχοντας αιώνια έχθρα μεταξύ τους, αποφάσισαν να μας τιμωρήσουν σκληρά. Εγώ θα παντρευόμουν σε δύο εβδομάδες

και εκείνος θα έφευγε μια για πάντα σε άλλη χώρα.

Οι τιμωρίες φάνταζαν για τις ψυχές μας αβάστακτες. Δε θέλαμε να ζήσουμε την

υπόλοιπη ζωή μας μακριά ο ένας από τον άλλον, φαινόταν ακατόρθωτο. Για αυτό

λοιπόν αποφασίσαμε πως η δικιά μας ιστορία θα έχει το τέλος που εμείς ορίζουμε.

Βρήκαμε την πιο βαθιά και παγωμένη θάλασσα της Γαλλίας και υποσχεθήκαμε πως

ακριβώς σε μία εβδομάδα θα συναντηθούμε για να κάνουμε κάτι που δε χωράει ο

νους μου.

Έκλαιγα στην αγκαλιά του σε όλη την διαδρομή και όταν φτάσαμε δέσαμε βαριές

πέτρες στα πόδια μας, τον κράτησα όσο πιο σφιχτά μπορούσα και του υποσχέθηκα

πως σε μία επόμενη ζωή θα έρθω και θα τον βρω από όπου και να βρίσκομαι στον

όμορφο τόπο του Παρισίου μόνο και μόνο για να ζήσουμε την αγάπη που δεν

καταφέραμε να ζήσουμε. Κι έτσι πέσαμε….

Στις 24 Απριλίου η Μυριάμ και ο Κάρολος αγκαλιάστηκαν σφιχτά βουλιάζοντας σε

θάλασσα σκοτεινή αλλά…μαζί

700 ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ…

ΑΘΗΝΑ - 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022

Μαρία

Η ώρα είναι επτά το πρωί και εγώ είμαι ήδη γεμάτη αγωνία. Σήμερα θα πετάξουμε

για Παρίσι καθώς η μητέρα μου είχε κλείσει με ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο ένα ταξίδι

για πέντε ημέρες. Ο ενθουσιασμός χτυπάει κόκκινο.

Κατευθυνόμαστε προς το αεροδρόμιο κι εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω να χαμογελάω. Δεν το πιστεύω πως θα πάω στο Παρίσι. Φαίνεται σαν άπιαστο όνειρο όλο αυτό.

Μετά από αρκετές ώρες αναμονής και μια πτήση αρκετά κουραστική και βαρετή, είχα ήδη αρχίσει να γκρινιάζω για το πόσο θέλω να γυρίσω σπίτι.

Έξω από το αεροδρόμιο μας περίμενε ο αρχηγός της ομάδας με την οποία θα

ήμασταν μαζί σε όλο το ταξίδι. Εκεί ήταν που ήθελα να βάλω τα κλάματα. Ήταν όλοι

με μικρά παιδιά κι εγώ γεμάτη απελπισία. Τι το ήθελα το Παρίσι;

Στην ξενάγηση στην πόλη δεν άκουγα τίποτα γιατί σε όλη τη διαδρομή άκουγα

μουσική. Το μόνο που θυμάμαι είναι εκεί στην Όπερα.

Καθόμουν ή στο τρίτο ή στο τέταρτο σκαλί έξω από την Όπερα και τότε τον είδα.

Φορούσε μαύρο φούτερ, μαύρο παντελόνι και άσπρα παπούτσια. Το μόνο που

ξεχώριζε σε όλο αυτό το μαύρο ήταν τα γαλάζια του μάτια. Πέρα από την ομορφιά

του όμως ένιωθα πως μου ήταν γνώριμος. Έπρεπε οπωσδήποτε να τον γνωρίσω.

Η ώρα είναι έντεκα το πρωί και μπροστά μου βλέπω το μουσείο του Λούβρου.

Φοράω ένα σκούρο κόκκινο φόρεμα και μαύρες γόβες. Είμαι έτοιμη να θαυμάσω όλα

τα υπέροχα έργα τέχνης αλλά είμαι περισσότερο έτοιμη να δω εκείνον.

Περιμέναμε την ξεναγό όταν τον είδα και από τότε δε σταματήσαμε να

κοιτιόμαστε. Κατά τη διάρκεια της ξενάγησης περπατούσε από πίσω μου αλλά

κανένας δε βρήκε το θάρρος να μιλήσει.

Την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε στην Ντίσνεϊλαντ και η μέρα που αποφάσισα

πως πρέπει να τον γνωρίσω. Έτσι λοιπόν κι έγινε. Στις 24 Απριλίου 2022

γνωριστήκαμε. Έμαθα πολλά για εκείνον. Έμαθα ότι τον λένε Θεόπρεπο κι ότι μένει

στη Σάμο. Κανονικά θα πήγαινε στην Βαρκελώνη αλλά ταξίδεψε για πέμπτη φορά στο

Παρίσι. Είναι ένα χρόνο μεγαλύτερος από εμένα δηλαδή 15 ετών και έχει γενέθλια

στις 7 Φεβρουαρίου. Θυμάμαι ακόμη πως γνωριστήκαμε. Καθώς έβλεπα την

παρέλαση όλων των ηρώων της Ντίσνεϋ εκείνος ήρθε κι έκατσε στον σιντριβάνι

ακριβώς από πίσω μου. Έκατσα δίπλα του κι αρχίσαμε να μιλάμε για το πόσο άβολη

ήταν όλη αυτή η παρέλαση. Κάναμε βόλτα μέσα στο παλάτι της ωραίας κοιμωμένης

και μετά κάτσαμε σε ένα παγκάκι οπού μιλούσαμε για πολλή ώρα μέχρι που έπρεπε

να φύγω.

Σε όλο το υπόλοιπο ταξίδι δε συναντηθήκαμε ούτε μία φορά, ούτε κρατήσαμε

άλλες επαφές εγώ όμως ήξερα πως αυτή η ιστορία θα έχει το τέλος που της αξίζει…

ΛΙΓΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ….

Μόλις γύρισα από το σχολείο. Σήμερα ευτυχώς κλείσαμε για Χριστούγεννα.

Αλήθεια δε θα άντεχα άλλο. Έπλυνα τα χέρια μου, άλλαξα ρούχα κι έκατσα να φάω

μεσημεριανό με την οικογένεια μου. Αφού έφαγα πήγα στο δωμάτιό μου κι άνοιξα το

κινητό μου. Μου είχε έρθει μια ειδοποίηση. Ήταν ο Θεόπρεπος. Με ρώτησε εάν θα

ήθελα να βγούμε την επόμενη μέρα καθώς σήμερα θα ταξίδευε στην Αθήνα για τις

διακοπές των Χριστουγέννων. Απάντησα ναι και μέσα μου ούρλιαζα από ευτυχία.

Οι ώρες πέρασαν και είναι ήδη το επόμενο απόγευμα. Έχω πολύ έντονη αγωνία

εάν και ήξερα πως όλα θα πάνε καλά.

Κι έτσι τον είδα ξανά. Πιο όμορφος από ποτέ ήταν. Τα γαλάζια του μάτια έλαμπαν

στο φεγγαρόφωτο. Σε αυτήν τη βόλτα έγιναν πολλά. Φιλιά, αγκαλιές, υποσχέσεις.

Μετά από αυτό όμως ξέραμε και οι δύο πως η ιστορία μας ήταν μονόδρομος….

(…γιατί εγώ πρώτα ερωτεύτηκα τα μάτια σου. Τα μάτια σου επειδή κουβαλούσαν την

ψυχή σου. Αυτές τις δυο πανέμορφες γαλάζιες θάλασσες που ακόμη κι αν δεν ξέρω

κολύμπι δε θα πνιγώ ποτέ. Κι ύστερα ερωτεύτηκα τα μαλλιά σου τις καστανές αυτές

μπούκλες που γίνονται ακριβά δαχτυλίδια στα δυο μου χέρια. Μετά αγάπησα όλα

πόσο πολύ με αγαπάς. Για να μη με αφήσεις να ξεχάσω να ασύγκριτα στιχάκια που

βάζεις εσύ στο μυαλό μου. Εγώ για πάντα θα πιστεύω πως το σύμπαν ήθελε εμάς

τους δύο να συναντηθούμε. Θα αργούσα αρκετά να καταλάβω τι είχε συμβεί, μα η

ζωή μου είχε αλλάξει μια για πάντα. Θέλω να είμαι για πάντα δίπλα σου γιατί δίπλα

σου δεν υπάρχει σκοτάδι, μονάχα φως. Γιατί δίπλα σου υπάρχω μόνο εγώ κι εσύ. Γιατί

δίπλα σου μαθαίνω τα πάντα από την αρχή. Και για τον χρόνο μην αγχώνεσαι.

Σύμφωνα με τη θεωρία μου έχουμε κάτι παραπάνω από όλον τον χρόνο του κόσμου.

Έχουμε πολλές ζωές μπροστά μας για να συναντιόμαστε ξανά και να κάνουμε

πράγματα που δεν καταφέραμε να κάνουμε στην προηγούμενη. Οι δυο αυτές ζωές

που έχουμε ζήσει μέχρι τώρα φαίνονται πολύ λίγες μπροστά σε όλες τις επόμενες που

θα έχω για να σε λατρεύω… )

(Μαρία)

αυτά
πράξεις που κάνεις
που είσαι και τις μικρές
για να μη με αφήσεις να ξεχάσω

Σε ακολούθησα ως ένα σημείο. Όμως κουράστηκα. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Ίδιες

υποσχέσεις και ελπίδες όμως τίποτε δεν συμβαίνει. Τόσους δρόμους, τόσα

μονοπάτια, τόσους τρόπους έχω προσπαθήσει. Όμως τίποτα και πάλι τίποτα. Όσο κι αν προσπαθήσω δεν θα σε προφτάσω. Μόνο στη σκέψη μου θα μείνεις και τίποτα

παραπάνω. Όλο τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις κανείς όμως δεν σε φτάνει και αν κάποιος

καταφέρει θα του αλλάξεις την πορεία. Όλο γεννιούνται νέες σκέψεις. Νέες και πάλι νέες. Εσύ τις δημιουργείς και εσύ τις τελειώνεις...

(Δημήτρης)

Πλέον ζούμε σε ένα κόσμο που κάποιοι μας καθοδηγούν. Είμαστε οι μαριονέτες τους. Εμείς είμαστε αυτές οι μικρές πετρούλες, η καθεμία με ξεχωριστή προσωπικότητα

και χαρακτηριστικά. Οι μικρότερες πετρούλες είναι αυτά που έρχονται. Ακόμα

αναπτύσσονται, μεγαλώνουν γίνονται τα όνειρα μας που στα μέσα του χρόνου θα

χαθούν απ’ το πάτημα ενός ανθρώπου. Απλά όμως θα πάνε πιο μέσα. Δεν θα

ξεχαστούν εντελώς. Όλο και ένα παιδάκι θα έρθει να παίξει με το κουβαδάκι του και

θα βγάλει αυτό το όνειρο στην επιφάνεια. Τότε αυτή η πέτρα θα καίει πάλι στις

ακτίνες του ήλιου. Μήπως πρέπει να πιστέψουμε την φράση «Η ελπίδα πεθαίνει

πάντα τελευταία»; Αυτό το ερώτημα θα μείνει στην επιφάνεια της γης, όπως και τα

μελλοντικά μας όνειρα...

(Μαίρη)

Αναρωτιέμαι άραγε, τι είναι ο χρόνος; Γιατί να υπάρχει; Ποιος να τον προσδιορίζει;

Πως τον λένε; Έχει κάποιο όφελος στην ανθρωπότητα; Πολλά ερωτήματα μέσα σε

λίγες γραμμές. Θα απαντηθούν ποτέ άραγε; Ποιος να ξέρει;

Είχα έναν φίλο, Θωμά στο όνομα, καλός ήταν, χρυσός φαινόταν, κάναμε και λίγη παρέα που και που. Κουβεντιάζαμε για μπάλα, για κάνα κορίτσι, για αμάξια, και κάτι

άλλο θα βρίσκαμε. Το στέκι μας ήταν η εκκλησία του χωριού, με τα φωτεινά κεριά, οπού οι ορμητικές φλόγες τους χόρευαν στον ρυθμό κάποιας ψαλμωδίας. Περνάγαμε φίνα, σκέτη τρέλα.

Ξαφνικά όμως εκεί που είμασταν στα σκαλιά της εκκλησίας και κρατάγαμε τον μισοφαγωμένο μας λουκουμά και κουτσομπολεύοντας δυο-τρεις περαστικούς, βρεθήκαμε μπροστά από τα σιδερένια κάγκελα του λυκείου, κρατώντας ο ένας ένα διαγώνισμα Αρχαίων και ο άλλος ένα απουσιολόγιο, ποιος ξέρει τι να ναι αυτά; Η χρονιά λεγόταν 2004, μάλλον θα ονειρευόμουν, σίγουρα, ποιος να έκλεψε τ΄ άλλα 10; Ο Θωμάς φαινόταν αγνώριστος, αυτό το παιδικό και άκακο γελάκι γέμισε τρίχες, και σαν να ψήλωσε λιγάκι, και δεν θυμάμαι ποτέ να είχε φακίδες, περίεργες καταστάσεις!

Πέντε χρόνια αργότερα επέστρεψα στην αλλιώτικη Λέρο, ήμουν απροετοίμαστος, ο

κύριος με τους λουκουμάδες είχε αντικατασταθεί μ’ ένα ντελίβερι, ο ζητιάνος ο

Πέτρος βρέθηκε γραμματέας στο δημαρχείο, τον τυχερό, όσο για τα κεριά στην

εκκλησία με τις ορμητικές φλόγες τους, είχαν αποκτήσει απογόνους, το κερί είχε γίνει

στάχτη, ποιος να το έλιωσε και γιατί; Ρώτησα τους πάντες, μα κανείς δεν ήξερε να

απαντήσει, ποιος μου στέρησε την φλόγα μου και γιατί; Θα ψάξω γι’ αυτήν, δεν θα

την προδώσω, ποτέ, κάτι θα έχει μείνει από τότε.

Λέτε ο Θωμάς να την έκλεψε, ή αυτός ο χρόνος;

Ο

Θωμάς έφυγε, με εγκατέλειψε, και άφησε πίσω του έναν χρόνο, έναν χρόνο που

ρημάζει τα πάντα, τα καταστρέφει, τα αλλάζει θέση, τα μετακινεί κάπου αλλού, μας

τα κρύβει, έναν χρόνο που δεν μας συμπαθεί, δεν μας κατανοεί, μας αγνοεί.

Όμως εγώ θα περιμένω αυτή τη φλόγα, αυτό το κερί, αυτήν την ελπίδα, μπορεί να

ξανάρθει, το ίδιο και ο Θωμάς. Δεν θα δώσω όνομα στον χρόνο, βαριέμαι, ούτως ή

άλλως θα ρουφήξει κι άλλα, θα πάρει κι άλλα στο διάβα του, όμως εγώ θα είμαι εκεί

κρατώντας μια ελπίδα, χωρίς κάποιο όνομα, η οποία κάποτε θα χρησιμοποιηθεί η

ίδια ξανά για να κατασκευάσει κάποια άλλα κεριά, κάποιον άλλον Θωμά, κάποιους

άλλους λουκουμάδες…

(Κωνσταντίνος)

……Τον φώναζαν Θωμά, τουλάχιστον έτσι έμαθα. Η πιάτσα τον ήξερε και ως

χρονοταξιδιώτη, το ξέρω, περίεργο παρατσούκλι αλλά κάτι θα έκρυβε από πίσω του τούτο το όνομα.

Έμενε σε μια μικρή συνοικία κοντά στην ακτογραμμή όπου οι φοίνικες έδειχναν με

ένα ύφος ανωτερότητας την πανέμορφη σιλουέτα τους, λες και έκρυβαν κάτι από

τους άλλους, που τελικά αυτό το κάτι ήταν το σπίτι του Θωμά. Έμενε πλάι με τους

παππούδες του, οι γονείς του τον είχαν αφήσει να παλεύει μόνος του στο κεφάλαιο

με όνομα «ζωή», με άλλα λόγια τον κρυφοκοιτούσαν από τα βάθη του ουρανού, αλλά

δεν έδειχνε να ενοχλείται.

Ήταν καλός μαθητής, κάτι θα διάβαζε παραπάνω απ’ τους υπόλοιπους. Έπαιζε

μπάλα, το λάτρευε τούτο το άθλημα όπως λάτρευε και τους πλούσιους με γλυκιά

ζάχαρη λουκουμάδες. Κάναμε παρέα, μιλάγαμε για πολλά όπως παιδικές αναμνήσεις

αλλά και δυο παραπάνω κουτσομπολιά, μου εμπιστευόταν τα πάντα, είμασταν

κυριολεκτικά αχώριστοι.

Πέρασε κάποια δύσκολα χρόνια. Έμενε μαζί με τους δικούς του κοντά στην Σμύρνη

όπου ο σκληρός πόλεμος είχε αλλάξει τελείως το όνομα της, έζησε καταστροφές,

πλημμύρες και βαριούς θανάτους. Εκεί έχασε και τους γονείς του.

Νομίζω κατάλαβα γιατί τον φώναζαν χρονοταξιδιώτη, κυκλοφορούσε δια μαγείας

από χρόνους σε χρόνους, πότε στην Σμύρνη, πότε στην τεράστια ακτογραμμή και

πότε στη μικρή αλλά πανέμορφη γεμάτο φιλόξενους ανθρώπους Λέρο με παρέα

εμένα κρατώντας πότε έναν αχνιστό λουκουμά και πότε κουτσομπολεύοντας

ορισμένους και περίεργους περαστικούς, αλλά ήταν πολύ καλό παιδί, τον είχα συμπαθήσει.

Με άφησε τελικά, πήγε ταξίδι στην μακρινή Ολλανδία κι εγώ έμεινα στην μοναχή

Λέρο περιμένοντας τον πως και πως να γυρίσει. Λες και υπάρχουν νοστιμότεροι

λουκουμάδες απ’ της Λέρου. Νομίζω καταλάβατε την πραγματική έννοια του

παρατσουκλιού του. Ελπίζω να γυρίσει και όταν γυρίσει σίγουρα θα έχει περάσει κι άλλες περιπέτειες!!!

(Κωνσταντίνος)

Όλα έχουν αρχή, μέση και τέλος, οι διαφορετικές μουσικές ανά δεκαετίες, η μόδα, η

τεχνολογία ακόμα και εμείς οι άνθρωποι και οτιδήποτε έχουμε ονομάσει δικό μας

από μία πραγματικότητα που μας έχει επιβληθεί.

Φτάνουμε στο σημείο της απόλυτης ακμής μας, λόγου χάρη ο νέος σαραντάρης που

ίσως έχει παιδιά, είναι παντρεμένος ή και όχι, ευτυχισμένος ή περίπου ευτυχισμένος,

είναι αυτό που θέλει να είναι ή τουλάχιστον προσπαθεί να είναι αυτό που θέλει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τίποτα δεν είναι απόλυτο. Ύστερα φτάνει στο σημείο που γκριζάρει.

Όλα αυτά κρατούν για κάποια χρόνια και αργότερα όταν έχει καταπέσει και κρατάει

το χέρι του το παιδί του που κράταγε κάποτε αγκαλιά, καθησυχάζοντάς τον ότι όλα

θα πάνε καλά. Πάει και ανάβει και κερί με την ελπίδα να μείνει εκεί λίγο έστω ακόμη.

Αλλά πριν προλάβει να γυρίσει σπίτι με ένα τηλεφώνημα όλα έχουν λιώσει και το

κερί έχει σβήσει. (Ουρανία)

Επιτέλους!!! Έφτασε η καλύτερη εποχή του χρόνου, το καλοκαίρι και ειδικότερα ο Ιούνιος. Τι όμορφα που είναι όλα αυτή την περίοδο, τα σχολεία κλείνουν και το μόνο

που έχουμε στο μυαλό μας είναι οι όμορφες παραλίες, τα χωριά, οι μεγάλες φωτιές

με αυτούς τους φίλους της παρέας που πάντα λένε πως ξέρουν να παίζουν κιθάρα

μόνο και μόνο για τους ρίξουμε μια κλέφτη ματιά και πάντα κάτι γίνεται, αλλά μετά

ξανά Σεπτέμβρης και πάλι τα ίδια και τα ίδια και έτσι περνάνε τα χρόνια. Σε μία από

αυτές τις πολλές παραλίες είχα δώσει το πρώτο μου φιλί αλλά όλα αυτά με το ίδιο

καπέλο, την ίδια ευχαρίστηση κάθε χρόνο. Το ίδιο σημείο αναφοράς και τους

ανθρώπους που πάνε και έρχονται αλλά κάποιοι μένουν σταθεροί και είναι εκεί για

να σου θυμίζουν πως ό,τι και να χάσεις κάποια στιγμή, το σημείο αναφοράς σου είναι

εκεί για εσένα.

Έτσι και έγινε, έμειναν κάποιοι πάντα δίπλα μου και τα χρόνια πέρασαν. Έχασα και

εγώ το καπέλο μου, όπως περίμενα κάποια στιγμή, αλλά αγόρασα καινούριο και

προχώρησα δίχως να με καίει ο ήλιος.

Όμως ακόμη σκεφτόμουν το παλιό, με μία γλυκόπικρη αίσθηση, σαν φιλί που μύριζε αλμύρα. Για αυτό σε παρακαλώ αν ποτέ βρεις το καπέλο μου σε εκείνη την παραλία

να μου το φέρεις, είναι το σημείο αναφοράς που δεν θέλω να ξεχάσω, είναι το καλοκαίρι της ψυχής μου. (Ουρανία)

Σου γράφω πάλι από ανάγκη και η ώρα πέντε το πρωί. Κάθομαι έξω στο μπαλκόνι και

σε σκέφτομαι. Τα πουλιά, τα σύννεφα, τα χρώματα του δειλινού όλα οδηγούν σε μία

μόνο σκέψη, να επιστρέψεις πίσω. Δεν ξέρω αν ποτέ θα σου στείλω αυτό το γράμμα

όμως ίσως και μόνο η σκέψη ότι γράφω μου δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως ίσως

και να ξαναέρθεις.

Πλέον στο μυαλό μου είσαι μόνο εσύ και το αδειανό σπίτι μας που ζήσαμε πολλές

στιγμές και παντού γύρω σαν καθρέφτες, χάρτινα είδωλα νεκρά που φαντάζουν

εσένα, που πάντα προσπαθούσα να σε πιάσω και εσύ έφευγες σαν το πουλί πάνω

στο σύρμα γλίστραγες απαλά και πάντα ξέφευγες.

Και τώρα πια σιωπή και εγώ μόνος στο τεράστιο πολύχρωμο αλλά γκρίζο για έμενα

σπίτι να κοιτάζω στον καθρέφτη ψάχνοντας να βρω μέσα από τον αξύριστο εαυτό

μου μία ακτίνα φωτός.

Πρέπει να φύγω τώρα, ξημέρωσε και πρέπει να προλάβω να κρατήσω τα

πουλιά πριν φύγουν απ’ το σύρμα. Ίσως κάποιο να είσαι εσύ και δεν θέλω να σε χάσω ξανά.

Εδώ τελειώνει αυτό

το γράμμα μπορεί να τα ξαναπούμε σύντομα ή και όχι. (Ουρανία) Όσο και να θέλω να πιέσω τον εαυτό μου να μην σου ξανά γράψω, κάτι τραβάει το χέρι μου επάνω στο χαρτί "θα με ρωτάς άραγε έχει νόημα" και θα σου πω πως μπορεί

και όχι, απλώς αυτό συμβαίνει. Μπορεί μέχρι και σήμερα να έχεις ξεχάσει ό,τι ζήσαμε,

να έχεις ξεχάσει εμένα, όπως και εγώ αυτό προσπαθώ εδώ και καιρό, αλλά μάταια.

Νιώθω μια άδεια αίσθηση, ένα κενό. Τα χρώματα απ’ το σπίτι μας έχουν αρχίσει να

χάνουν την ζωντάνια τους (πόσο καιρό να έχω να βάψω το σπίτι άραγε;) ούτε εγώ δεν

θυμάμαι πια, τόσος καιρός έχει περάσει. Και σε περίπτωση που θες να μάθεις δεν

υπάρχουν πλέον πουλιά πάνω στο σύρμα. Έφυγαν. Και αν καμιά φορά έρχονται, τα

διώχνω εγώ ο ίδιος γιατί ξέρω ότι δεν πρόκειται να είσαι εσύ.

Άλλωστε τι λέω; Εσύ πλέον με έχεις ξεχάσει. Έχεις συνεχίσει να ζεις. Εγώ έχω ξεχάσει

να ζω μετά από εσένα. Έχω μείνει εκεί δίπλα στη μοναδική φωτογραφία που τυχαία

άφησες και δεν αναζήτησες ποτέ. Εγώ έχω μείνει στο τότε. Το μυαλό μου έχει παγώσει

το χρόνο. Το μόνο που δεν παγώνει για κανένα λόγο είναι η δουλειά μου. Την

σιχαίνομαι και αυτή πλέον γιατί τι νόημα αν εν τέλει να ζεις στην μοναξιά; Δεν ξέρω.

Σκέφτομαι. Κοντεύω τα πενήντα. Άραγε πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που είμασταν

μαζί χαρούμενοι; Δεν θυμάμαι. Το μόνο που με σώζει είναι ένα όνειρο ώστε να ζωγραφίσω ξανά εκείνες τις εικόνες. Ποιος ξέρει; Μακάρι όλο αυτό να μην υπάρχει, να είναι ένα ψέμα και να ξυπνήσω στο μαξιλάρι μου με εσένα αγκαλιά μου.

Ξύπνα Χάρη! Εφτά η ώρα! Πρέπει να πας στην δουλειά...

(Ουρανία)

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Αυγούστου και ήμουν στην παραλία, έτοιμη να

κάνω την πρώτη βουτιά της μέρας, μέχρι που ξαφνικά ο χρόνος πάγωσε και έπεσε με

δύναμη σαν τρακάρισμα στο πρόσωπο του Χρήστου. Ήταν 12 του μήνα. Ήταν η πρώτη

φορά που τα βλέμματα μας συναντήθηκαν πετώντας βουβές σπίθες. Εκείνη τη μέρα

δεν του μίλησα, απλά τον κοιτούσα. Έτσι και αλλιώς έλεγα στον εαυτό μου: «τώρα

που θα τον ξαναδείς;» Έλα μου όμως που σε δύο κιόλας μέρες τον ξαναείδα.

Καθόμουν στην μικρή αυλίτσα της γιαγιάς μου που είχε μπροστά απ' τα ομορφότερα

πλακόστρωτα δρομάκια του νησιού και πιάτο το γαλάζιο. Το αγαπημένο μου σημείο

ήταν τα δύο ζωγραφιστά παράθυρα στο κέντρο της αυλής. Η μικρή σκαλιστή

επιγραφή "τα παραθύρια της Μυρτιάς" σηματοδοτούσαν πάντα καλοκαίρι μέχρι που

μέσα σε αυτή την απλή, παιδική και ανέμελη σκέψη μπήκε ο αυγερινός μου που

πέρασε μετά από δύο μέρες μπροστά από το δρομάκι και τα ξανθά μαλλιά του

ανέμιζαν στην αλμύρα και τα γαλανά του μάτια αγκάλιασαν το Αιγαίο και τότε ήταν

που με κοίταξε για δεύτερη φορά, μόνο που τότε σταμάτησε να με χαιρετήσει και το

βλέμμα του ήταν καρφωμένο στα μακριά μαλλιά μου. «Εσένα κάπου σε έχω ξαναδεί»

μου είπε ελαφρώς σαστισμένος και εγώ προσπαθώντας να μην δείξω την ντροπή μου

έκανα την αδιάφορη. «Δεν σε θυμάμαι και πολύ καλά» του είπα και από εκεί άρχισαν

όλα. Όλο το απόγευμα ήμασταν καθισμένοι και μιλούσαμε, λέγαμε ο ένας στον άλλον

για τη ζωή του και κοιτιόμασταν βαθιά στα μάτια. Βγαίνοντας στην αυλή η γιαγιά μου, με μία απρόσμενη οικειότητα έτρεξε και τον έκανε μια σφιχτή αγκαλιά. «Αγόρι μου, Χρηστάκη εσύ είσαι βρε; Πώς μεγάλωσες έτσι; Μυρτούλα μου ξέρεις ποιος είναι αυτός ο όμορφος νεαρός; Είναι ο εγγονός της κύρα Αιμιλίας που πήγαινες και έκοβες

τα πορτοκάλια όταν ήσουν μικρή». Και από εκεί, από μία γνωριμία, άρχισαν όλα και

ο Χρήστος έγινε ο πρώτος μου εφηβικός έρωτας και για δύο ολόκληρα καλοκαίρια ήμασταν μαζί. Όμορφες στιγμές, τα ομορφότερα φιλιά στις πιο απόμερες παραλίες.

Όμως η απόσταση ήταν ανάμεσά μας. Τον πρώτο χειμώνα τον περάσαμε με υπομονή, μηνύματα, πολλή ζήλια και κλάμα, καθώς βλέπετε εγώ σε νησί, αυτός στην Αθηνά.

Βρισκόμασταν μόνο γιορτές και ήταν πρωτόγνωρο το συναίσθημα της κάθε ματιάς.

Αυτό όμως μόνο τον πρώτο καιρό.

Το δεύτερο καλοκαίρι άρχισαν οι

τσακωμοί, η γκρίνια και η ένταση. Άρχισε να μη μας αρέσει όλο αυτό που ζούσαμε. Μέχρι που το Πάσχα που συναντηθήκαμε, μου ζήτησε να χωρίσουμε λέγοντάς μου ότι δεν είμαι όπως πριν. Ήμασταν στην παραλία

και είχαμε φορέσει τα ακουστικά ακούγοντας την Μυρτιά μόλις μου το ανακοίνωσε.

Εκείνη την στιγμή ξέσπασα σε κλάματα. Σηκώθηκα και έφυγα. Πέταξα τα ακουστικά

και έτρεξα μέχρι την άκρη της παραλίας. Εκείνος έτρεξε πίσω μου, με τράβηξε, με

φίλησε και μετά εξαφανίστηκε. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα και τα

παραθύρια της Μυρτιάς έκλεισαν.

(Ουρανία)

"Θα μείνω δίπλα σου για όσο χρειαστεί, μην φοβάσαι. Θα σου κρατώ το χέρι σφιχτά.

Μαζί θα τα περάσουμε όλα. Να το θυμάσαι". Έτσι μου είχε πει ο παππούς μου τότε.

Και κάθε φορά που διαβάζω τα γράμματά του, που μου έστελνε από τα μακρινά

ταξίδια του, τον θυμάμαι. Κάθε βράδυ και πρωί, κάθε ώρα και στιγμή μου κρατάει συντροφιά και με αγαπά πολύ. Είμαι σίγουρος για αυτό και μου στέλνει κάθε μέρα χρώματα πολλά και ευχάριστες στιγμές. Λες και έχουμε περάσει μια ζωή μαζί, αλλά

μόνο μια στιγμή ήταν, και ύστερα έφυγε μακριά στο πιο μακρινό ταξίδι του κόσμου,

στον τόπο που λαχταρά και αγαπά. Εκείνα τα καλοκαίρια γεμάτα συναισθήματα και

την γλύκα της αγκαλιάς του. Μια ζεστασιά νιώθω κάθε φορά που μ' αγκαλιάζει. Η

αμμουδιά και τα κύματα τον συντρόφευαν. Γυρνάω πίσω μου, τον αντικρίζω και μου

λέει: «Λες να πάμε στα βαθιά;»

(Δημήτρης)

Όταν με επισκέφτηκε ο Χειμώνας

Ο βαρύς χειμώνας μου χτύπησε δυνατά την πόρτα, μπήκε βιαστικά στο κατώφλι του σπιτιού γεμάτος καχυποψία και πονηριά. Οι τελευταίες, φωτεινές ακτίνες του ήλιου

άρχιζαν σιγά-σιγά να ξεθωριάζουν και οι πρώτες δροσερές σταγόνες βροχής με χαιρετούσαν από το περβάζι του παραθύρου μου. Έμειναν εκεί για ώρα Ο χειμώνας

κι εγώ τις κοιτάζαμε γεμάτοι απορία άλλα συνάμα και με λίγη περιέργεια όσο

χόρευαν στο μελωδικό ρυθμό της βροχής, τικ-τακ.

Δύο ολόκληρους μήνες γνωρίσαμε ο ένας τον άλλον, μάθαμε τα ταξίδια και τις

εμπειρίες του άλλου αλλά και τις αδυναμίες του, και τις αναμνήσεις του, ζήσαμε ο

ένας την ζωή του άλλου έστω και φευγαλέα, ήταν ωραία όμως.

Στον τρίτο μήνα έπρεπε να φύγει, να πάει σε άλλους τόπους και σε άλλα σπίτια, θα

με άφηνε. Περάσαμε τόσο ωραία, τόσο μοναδικά, τόσο ζωντανά.

Μου υποσχέθηκε ότι θα ξανάρθει, δεν θα με άφηνε παραπονεμένο, έτσι είπε. Και

τότε θυμήθηκα ξανά τον Θωμά, τον όρκο που δώσαμε, να μην αφήσει ο ένας τον

άλλο ποτέ, αλλά αυτός με άφησε απερίσκεπτα.

Ο

Χειμώνας μάζεψε τις βαλίτσες του, επισκεύασε τον βροχερό καιρό και έχωσε

βαθιά στο καπέλο του τις σταγόνες της βροχής, δεν είχαν τελειώσει ακόμα όμως τον χορό τους, τις λυπήθηκα. Έπειτα, πέταξε μακριά, σαν αστραπή, γεμίζοντάς με με

αναμνήσεις και μισοτελειωμένες εμπειρίες, ναι μισοτελειωμένες, καθώς θα ξανάρθει και τότε θα γεμίσουμε ξανά τα κενά και τα μπαλώματα του άλλου, θα ζήσουμε ξανά την ζωή του άλλου, αν το διαβάσει ποτέ το γράμμα αυτό, ελπίζω να

καταλάβει.......

(Κωνσταντίνος)

Στο παλάτι…

«Από σήμερα οι πύλες κλείνουν ! Οποίοι προλάβουν να βγουν έξω από το παλάτι καλώς, οι άλλοι που δεν προλάβατε… το τέλος για εσάς θα έρθει γρήγορα, με άσχημο τρόπο. Μάλλον δεν έχετε τις δυνάμεις να ανταπεξέλθετε και τότε τι να σας κάνουμε;…»

Η μεγάλη κυρία συνεχίζει τη ζωή της. Ο κόσμος είναι κλεισμένος σε ένα παλάτι, που

μόνο παλάτι δεν ήταν. Μέσα οι τοίχοι γεμάτοι μούχλα, κρεβάτια δεν υπήρχαν. Αλλά

όταν οι άνθρωποι κρύβουν χαρά μέσα τους και έχουν αισιοδοξία, κάτι θα πάει καλά

στο τέλος…

Για να καταλάβετε, στη μακρινή Αγγλία κάποτε…ποιος ξέρει πότε, μπορεί και ποτέ…

αλλά δεν έχει σημασία, εξουσίαζε ο Ριάν, ένας αυστηρός, κακομούτσουνος

άνθρωπος. Όλους τους ανθρώπους τους είχε κλείσει μέσα σε ένα παλάτι, που μεταξύ

μας δεν ήταν παλάτι, αλλά…

Από την νύχτα στο φως…

Όλοι βγήκαν από το «παλάτι» αλλά με έναν μαγικό τρόπο αυτή η μεγάλη κυρία έμεινε

μέσα. Οι πύλες έκλεισαν, τα κλαδιά από τα δέντρα «κλείδωσαν», ο ουρανός μουντός.

Μπορεί να πέθανε η μεγάλη κυρία, αλλά από την ψυχή της βγήκαν πεταλούδες. Από

κάτι ασήμαντο βγήκαν αυτά τα μικρά, όμορφα στο σώμα και στην ψυχή πλάσματα, οι

πεταλούδες. Αχ, όλα σε θυμίζουν…

(Μαίρη)

Ανοίγω τα μάτια και καταλαβαίνω πως βρίσκομαι στο έδαφος με τα ρούχα λερωμένα

και ελαφρώς σκισμένα. Έτσι δίχως να χάσω χρόνο σηκώνομαι και ρίχνω μια ματιά

στον ορίζοντα. Βλέπω τον ολόχρυσο ήλιο και από κάτω να λούζονται στη φύση δύο

ψηλά βουνά, ενώ ακριβώς μπροστά από τα πόδια μου να απλώνεται ένα τεράστιο

ροζ πάπλωμα. Μια εικόνα που δεν είχα ξαναδεί παρόλο που ήμουν παιδί του χωριού

και ήθελα να την εξερευνήσω. Πριν όμως καν ξεκινήσω να τρέχω στο άγνωστο, ένιωθα

σαν η φωνή της μάνας μου να με τραβάει, όμως δεν άφησα κάτι τέτοιο να με

αποτρέψει και άρχισα να διασχίζω την πεδιάδα που ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου

και όμως δεν την είχα δει. Ήταν ένα μέρος που ένιωθα ότι με έκανε να ξεχνιέμαι από

ό,τι συνέβαινε στην ζωή μου στο χωριό που δεν ήταν και τίποτα ιδιαίτερο. Έτσι λοιπόν

περπάτησα αρκετά. Άφηνα τις μέλισσες να με τσιμπούν, τις πασχαλίτσες να

ανεβαίνουν πάνω μου και τις πεταλούδες να μου γαργαλούν απαλά τα μαλλιά. Το επόμενο πρωινό πήρα πινέλα, καβαλέτο και μπογιές. Ξαναπήγα στην πεδιάδα αποτυπώνοντας όλα όσα παρατηρούσα γύρω μου με την συντροφιά των πεταλούδων. Αυτό ήταν για μένα ο "παράδεισος", έτσι ονόμασα αυτό το έργο και αυτή ήταν η τελευταία λεπτομέρεια που έβαλα με το μικρό πενάκι μου στη γωνία

δεξιά και ύστερα πήρα ξανά τον δρόμο της επιστροφής. Το έργο μου ήταν κρεμασμένο

σε περίοπτη θέση στο δωμάτιο μου, πάνω από την ξύλινη σερβάντα που η μάνα μου

κάθε φορά που την καθάριζε καμάρωνε τα σκαλίσματά της. Σήμερα όμως

παρατήρησε τον πίνακα και κατευθείαν με ρώτησε που εντόπισα ένα τέτοιο τοπίο.

Και εγώ της απάντησα με απόλυτη βεβαιότητα. «Μαμά ζωγράφισα την πανέμορφη

πεδιάδα κάτω από σπίτι». Τότε άρχισε να γελά δυνατά λέγοντας μου να βγάλω το

κεφάλι από το παράθυρο να με φυσήξει αέρας να ξυπνήσω. Τότε εγώ ζαλισμένος από

τον ύπνο, το έβγαλα με φόρα από το παράθυρο και το μόνο που είδα ήταν ένα

τεράστιο εργοστάσιο. Μα τι μου συνέβη; "Ονειρεύτηκα" είπα φωναχτά

ανατριχιάζοντας.

(Ουρανία)

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.