Σπέρμα Αβραάμ - Δανιήλ Ι. Σαχάς - Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

Δ ΑΝΙΗΛ Ι. Σ ΑΧΑΣ

Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, ΙΣΛΑΜ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ


ΣΠΕΡΜΑ ΑΒΡΑΑΜ

Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός,  Ἰσλάμ στήν οὐσία καί στήν ἔκφραση

Δανιήλ  Ἰ. Σαχᾶς

SEED OF ABRAHAM

Judaism, Christianity, Islam in essence and manifestation

Daniel J. Sahas

Σελιδοποίηση: Ζωή  Ἰωακειμίδου Εὑρετήριο: Δανιήλ  Ἰ. Σαχᾶς Ἐπιμέλεια ἔκδοσης: Κωνσταντῖνος Ι. Κορίδης ΣΕΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Ὑπεύθυνος Σειρᾶς: Ἀλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης © Copyright:  Ἐκδόσεις «Ἰωλκός» & Ἀλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης Οκτώβριος 2011 Α΄  Ἔκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»

• Ἀνδρέου Μεταξᾶ 12 & Ζ. Πηγῆς, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-557-2


ΣΠΕΡΜΑ ΑΒΡΑΑΜ

Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός,  Ἰσλάμ στήν οὐσία καί στήν ἔκφραση


DANIEL J. SAHAS

Professor Emeritus, History of Religions University of Waterloo (Ontario, Canada)

S EED OF A BRAHAM JUDAISM, CHRISTIANITY, ISLAM IN ESSENCE AND MANIFESTATION

IOLKOS


ΔΑΝΙΗΛ Ι. ΣΑΧΑΣ

Ὁμότιμος Καθηγητής  Ἱστορίας Θρησκευμάτων Πανεπιστήμιο τοῦ Waterloo (Ὀντάριο, Καναδάς)

Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, ΙΣΛΑΜ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ

ΙΩΛΚΟΣ


ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ - ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ:

ΑΛΕΞΙΟΣ Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ Καθηγητής Μεσαιωνικῆς & Βυζαντινῆς  Ἱστορίας Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (Καλαμάτα)

Ἡ σειρά περιλαμβάνει εὐσύνοπτες ἤ ἐκτενέστερες μονογραφίες μέ εἰκο­νο­γρά­ φηση, χάρτες, ὑποσημειώσεις - παραπομπές στό τέλος καί ἐπιλογή βιβλιογραφίας πηγῶν - βοηθημάτων. Τό κυρίως κείμενο θά μπορεῖ νά ἐμπλουτίζεται μέ ἀποσπάσματα ἀπό τίς πρωτότυπες πηγές σέ νεοελληνική μετάφραση (ἄν είναι ξενόγλωσσες) ἤ σέ νεοελληνική ἀπόδοση (ἄν εἶναι ἀρχαῖες ἑλληνικές ἤ βυζαντινές). Ἀνάμεσα στή θεματολογία τῆς σειρᾶς εἶναι βιογραφίες, ἱστορίες λαῶν καί ἐθνών, τοπικές ἱστορίες, ἀφηγήσεις πολιτιστικῶν / καλλιτεχνικῶν φαινομένων κ.λπ.

THEMES IN WORLD AND GREEK HISTORY & CIVILIZATION EDITOR - COORDINATOR:

ALEXIOS G.C. SAVVIDES Professor of Medieval & Byzantine History Peloponnesos University (Kalamata)

The series includes concise or more extensive monographs with illustrations, maps, footnotes - references at the end and selected bibliography of sources secondary works. The main text may be enriched by extracts from the original sources either in modern Greek translation (if they are non-Greek) or in modern Greek adaptation (if they are ancient Greek or Byzantine). Among the series’ basic topics are biographies, histories of peoples and nations, regional histories, accounts of cultural / artistic manifestations etc.


Στούς δασκάλους μου – ἐκείνους μέ πτυχία, κι ἐκείνους χωρίς!



ΠΡΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΚΑ

Τό βι­βλί­ο αὐ­τό γρά­φτη­κε μέ τό πλα­τύ, σκε­πτό­με­νο κοι­νό, ὑ­π’ ὄ­ψιν

καί γιά ἀ­να­γνῶ­στες τούς ὁ­ποί­ους ἐν­δι­α­φέ­ρει σο­βα­ρά ἡ κα­τα­νό­η­ση τοῦ ἀν­θρώ­που εἰς βά­θος ἀ­πό πλευ­ρᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας καί πο­λι­τι­σμοῦ. Τό πό­σο στε­νά συν­δέ­ον­ται τά δύ­ο αὐ­τά καί ἐκ­φρά­ζον­ ται τό ἕ­να ἀ­πό τό ἄλ­λο δι­α­φαί­νε­ται σέ κά­θε βῆ­μα καί κα­θ’ ὅ­λη τήν πο­ρεί­α τῆς ἀ­νά­γνω­σης τοῦ βι­βλί­ου. Οἱ σε­λί­δες αὐ­τές ἀ­πο­τε­λοῦν μιά πλα­τιά ἱ­στο­ρι­κο-φαι­νο­με­νο­λο­γι­ κή εἰ­σα­γω­γή στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, στό Χρι­στι­α­νι­σμό καί στό  Ἰσ­λάμ, ὅ­σο γί­νε­ται ξε­χω­ρι­στά, ἀλ­λά καί στό κα­θό­λου μο­νο­θε­ϊ­στι­κό φαι­νό­με­νο ὅ­πως αὐ­τό ἀ­να­δύ­ε­ται καί ἐκ­φρά­ζε­ται ἀ­πό τίς δια­ρκεῖς ἀ­να­φο­ρές τῆς κα­θεμιᾶς πρός τίς ἄλ­λες δύ­ο θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις. Γιά ποι­ό λό­γο το­νί­ζε­ται ἡ διτ­τή αὐ­τή προ­σέγ­γι­ση καί μέ ποι­ά με­θο­δο­λο­γί­α, θά ἀ­να­λύ­σου­με στήν Εἰ­σα­γω­γή.  Ἡ πρα­κτι­κή ἀ­ξί­α μιᾶς τέ­τοι­ας θε­ ώ­ρη­σης, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἀ­να­δεί­ξει τήν οὐ­σι­α­στι­κή συ­νά­φεια τῶν τρι­ῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, ἀλ­λά καί τήν ἐ­ξί­σου οὐ­σι­α­ στι­κή ταυ­τό­τη­τα τῆς καθεμιᾶς, ἐλ­πί­ζου­με ὅ­τι θά γί­νει ἐμ­φα­νής στό τέ­λος τοῦ βι­βλί­ου. Εἰ­σα­γω­γι­κά βι­βλί­α (κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ἀ­νια­ρά καί κοι­νό­το­πα) εἶ­ναι τά πιό δύ­σκο­λα νά γρα­φοῦν, καί τά πιό εὔ­κο­λα νά πα­ρε­ξη­γη­θοῦν. Αὐ­τό πού πι­θα­νόν νά εἶ­ναι πρω­τό­λει­ο γιά τόν ἕ­να ἀ­να­γνώ­στη μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἀ­κα­τα­νό­η­το γιά τόν ἄλ­λον. Ἰδί­ως σέ θέ­μα­τα, ὅ­πως αὐ­τά τῆς Θρη­σκεί­ας, στά ὁ­ποῖ­α ὑ­πάρ­χει τέ­ρα­στια δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση παι­δεί­ας καί προ­δι­ά­θε­σης, εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά ὁ­ρί­σει κάποιος τί εἶ­ναι ὄν­τως εἰ­σα­γω­γι­κό καί τί δέν εἶ­ναι. Στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή ἡ εἰ­σα­γω­γή στά βα­σι­κά καί οὐ­σι­ώ­δη τῆς κά­θε θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης ἀ­πο­τε­λεῖ


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

ἀ­πό­λυ­τη ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα γιά ὁ­ποι­αν­δή­πο­τε ἑρ­μη­νευ­τι­κή ἀ­να­φο­ρά σέ ἀν­τί­στοι­χα φαι­νό­με­να στήν ἄλ­λη. Τό «εἰ­σα­γω­γι­κό» ἐ­δῶ προ­σπα­θή­ σα­με νά εἶ­ναι πε­ρι­ε­κτι­κό, πλη­ρο­φο­ρια­κό, οὐ­σι­ῶ­δες καί μέ ἄ­με­σο ὑ­παρ­ξια­κό ἀν­τί­κρυ­σμα. Νά μοιά­ζει μέ τό ἄ­νοιγ­μα τοῦ χάρ­τη μιᾶς ὑ­παρ­κτῆς πε­ρι­ο­χῆς ἀ­π’ τόν ὁ­ποῖ­ον ὁ ἀ­να­γνώ­στης μπο­ρεῖ ν’ ἀ­πο­κο­ μί­σει μιά κα­τά τό δυ­να­τόν ἀ­κρι­βή,  ἰ­σόρ­ρο­πη καί συ­να­φή ἐν­τύ­πω­ση τοῦ χώ­ρου, τοῦ με­γέ­θους, τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος, τῶν βα­σι­κῶν στοι­χεί­ ων καί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν της – στοι­χεῖ­α θε­με­λια­κά, οὐ­σι­ώ­δη καί συ­ νά­μα δυ­να­μι­κά τά ὁ­ποῖ­α μπο­ροῦν νά ἐ­ξά­ψουν τήν πε­ρι­έρ­γεια καί νά ὠ­θή­σουν πρός πε­ραι­τέ­ρω ἔ­ρευ­να. Δέν ἀρ­κεῖ νά στα­θεῖ κάποιος στόν ἀ­νοιγ­μέ­νο χάρ­τη· πρέ­πει νά νι­ώ­σει τήν ἀ­νάγ­κη νά περ­πα­τή­σει ὁ ἴ­διος καί νά ἀ­να­κα­λύ­ψει πιό πέ­ρα τήν πε­ρι­ο­χή, καί πιό βα­θιά τόν ἄν­θρω­πο.­.. Κα­τά πό­σον οἱ ἑ­πό­με­νες σε­λί­δες πε­τυ­χαί­νουν αὐ­τούς τούς σκο­πούς, πα­ρα­μέ­νει μό­νο ἡ ἐλ­πί­δα τοῦ βι­βλί­ου. Στήν ἔκ­δο­ση αὐ­τή ὁ­δη­γη­θή­κα­με ἀ­πό τρεῖς κυ­ρί­ως λό­γους. Πρῶ­ τον, δι­ό­τι θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι τό θέ­μα τῆς κρι­τι­κῆς σπου­δῆς τῶν θρη­σκει­ῶν τοῦ κό­σμου ἐμ­φα­νί­ζε­ται αἰ­σθη­τά ὑ­πο­βαθ­μι­σμέ­νο καί ὑ­πο­το­νι­κό, αἰ­τί­α πό­λω­σης καί ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σε­ων μᾶλ­λον πα­ρά με­λέ­της καί καλ­ λι­έρ­γειας, στόν  Ἑλ­λη­νι­κό χῶ­ρο. Δεύ­τε­ρον, δι­ό­τι συ­νή­θως βι­βλί­α πε­ρί θρη­σκει­ῶν ἐ­νέ­χουν κά­ποι­ον ἀ­πο­λο­γη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα, ἤ ὠ­θοῦν­ ται ἀ­πό κά­ποι­α φολ­κλο­ρι­κή πε­ρι­γρα­φι­κή δι­ά­θε­ση χω­ρίς συ­νει­δη­τή πρό­θε­ση πλη­ρο­φό­ρη­σης, ἑρ­μη­νεί­ας καί ἀν­τι­με­τώ­πι­σης ἐ­ρω­τη­μά­των γιά τό θε­με­λια­κό αὐ­τό στοι­χεῖ­ο τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου εἶ­ναι. Τρί­τον, δι­ό­τι στόν εὐ­ρύ­τε­ρο χῶ­ρο καί πα­ρά τήν πλη­θώ­ρα βι­βλί­ων σχε­τι­κά μέ τίς θρη­σκεῖ­ες τοῦ κό­σμου δέν δι­α­κρί­νει κάποιος, ὅ­πως στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν τρι­ῶν αὐ­τῶν θρη­σκει­ῶν, ἐ­παρ­κή προ­σπά­θεια φαι­νο­με­νο­λο­γι­κῆς θε­ώ­ρη­σής τους ὡς ἐκ­φρά­σεις τοῦ φαι­νο­μέ­νου τοῦ μο­νο­θε­ϊ­σμοῦ. Ἄν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἄ­γνοι­α ὡς πρός τά θε­με­λι­ώ­δη στοι­χεῖ­α καί δε­δο­ μέ­να τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ, τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καί τοῦ  Ἰσ­λάμ, καί τῆς ση­μα­σί­ας τους, δε­δο­μέ­να τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λοῦν ἐν πολ­λοῖς τόν ἰ­στό τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς, θρη­σκευ­τι­κῆς, πνευ­μα­τι­κῆς καί πο­λι­τι­στι­κῆς ταυ­τό­ τη­τας τοῦ λε­γο­μέ­νου «Δυ­τι­κοῦ» πο­λι­τι­σμοῦ, ἀ­σθε­νέ­στε­ρη καί πιό ἐ­πι­φα­νεια­κή ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά εἶ­ναι ἡ αἴ­σθη­ση τῆς ὀρ­γα­νι­κῆς σχέ­σης με­τα­ξύ αὐ­τῶν τῶν στοι­χεί­ων ἰ­δι­αί­τε­ρα, καί τῶν τρι­ῶν θρη­σκευ­τι­ κῶν πα­ρα­δό­σε­ων καί κοι­νο­τή­των στό σύ­νο­λο.  Ἡ σπου­δή τοῦ  Ἰ­ου­ δα­ϊ­σμοῦ, τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καί τοῦ  Ἰσ­λάμ πρέ­πει νά φτά­σει στό 10


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

ση­μεῖ­ο νά θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­ναγ­καῖ­ο ἐ­φό­διο γνώ­σης γιά κά­θε σπου­δα­στή, ἰδί­ως τῶν ἐ­πι­στη­μῶν ἐ­κεί­νων τίς ὁ­ποῖ­ες (τό­σο ἀν­τι­φα­τι­κά πρός τό γε­γο­νός τοῦ ἀν­θρώ­που!) ὀ­νο­μά­ζου­με «θε­ω­ρη­τι­κές».  Ἐ­άν τό βι­βλί­ο αὐ­τό μπο­ρέ­σει, κα­τά ἕ­να πε­ρι­ε­κτι­κό τρό­πο, νά ξε­δι­πλώ­σει μπρο­ στά στόν ἀ­να­γνώ­στη τόν χάρ­τη τῆς γε­νι­κό­τε­ρης αὐ­τῆς πε­ρι­ο­χῆς γνώ­σης στά ἐ­ξω­τε­ρι­κά καί στά κά­πως βα­θύ­τε­ρα ὑ­πο­στρώ­μα­τά της· ἐ­άν μπο­ρέ­σει νά βο­η­θή­σει τόν ἀ­να­γνώ­στη νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τόν ὑ­παρ­ξια­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς κά­θε μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης ξε­χω­ρι­στά, καί τῶν τρι­ῶν μα­ζί· ἐ­άν μπο­ρέ­σει νά συ­νυ­φά­νει γιά τόν ἀ­να­γνώ­στη δε­δο­μέ­να ἀ­πό δι­ά­φο­ρους το­μεῖς ἀν­θρω­πι­στι­κῶν σπου­ δῶν· καί ἐ­άν τά κα­τα­φέ­ρει νά αὐ­ξή­σει τή δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ οὐ­σί­ας καί ἐ­πί­κτη­του, κα­θώς καί τήν ἐ­κτί­μη­ση τῶν οὐ­σι­ω­δῶν τῆς πί­στε­ως καί τῶν ἰ­δε­ω­δῶν τῶν ἀν­θρώ­πων οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­νή­κουν καί ἐμ­πνέ­ον­ται ἀ­πό τίς θρη­σκευ­τι­κές αὐ­τές πα­ρα­δό­σεις, τό­τε τό ἐγ­χεί­ρη­μα αὐ­τό θά ἔ­χει πε­τύ­χει πο­λύ πιό πολ­λά ἀ­πό αὐ­τά πού θά μπο­ροῦ­σε κάποιος νά ἐλ­πί­σει. Τό θέ­μα αὐ­τοῦ τοῦ βι­βλί­ου (ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ πο­λύ­πλευ­ρο καί εἰ­σα­ γω­γι­κό), ὑ­πό­κει­ται ἄ­με­σα στόν κίν­δυ­νο τῆς πα­ρά­λη­ψης σέ πολ­λές πε­ρι­ο­χές, καί τῆς ἐ­πα­νά­λη­ψης σέ ἄλ­λες. Πολ­λά ὄν­τως ἔ­χουν χα­θεῖ στήν προ­σπά­θεια νά εἶ­ναι κάποιος ἐ­πι­λε­κτι­κός, ὅ­πως πολ­λά ἔ­χουν ἐ­πα­να­λη­φθεῖ στήν προ­σπά­θεια νά εἶ­ναι ἑρ­μη­νευ­τι­κός. Ἀλ­λά καί ἄν μπο­ροῦ­σε κάποιος νά δα­μά­σει τό τε­ρά­στιο καί πο­λυ­σχι­δές αὐ­τό ὑ­λι­ κό, θά ἔ­πρε­πε ὑ­πο­χρε­ω­τι­κά καί συ­νει­δη­τά νά ἀ­φή­σει ἄ­πλε­το χῶ­ρο στόν ἀ­να­γνώ­στη γιά νά πε­ρι­ερ­γα­στεῖ μό­νος του τά θέ­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α τοῦ κέν­τρι­σαν τήν πε­ρι­έρ­γεια ἤ τή φαν­τα­σί­α. Τό τί νά πε­ρι­λά­βει ἤ τό τί νά πα­ρα­λεί­ψει, τό τί νά συμ­πυ­κνώ­σει ἤ τό τί νά συγ­κε­φα­λαι­ώ­σει μέ μιά ἤ δύ­ο φρά­σεις, σέ ποιό ση­μεῖ­ο καί μέ ποι­ά συμ­φρα­ζό­με­να, εἶ­ναι ἡ ἀ­γω­νί­α καί ἡ εὐ­θύ­νη ἡ ὁ­ποί­α βα­ρύ­νει ἀ­πο­κλει­στι­κά τό συγ­ γρα­φέ­α. Στή μορ­φή του αὐ­τή ἔ­φτα­σε τό βι­βλί­ο ὕ­στε­ρα ἀ­πό δια­ρκεῖς ἀ­να­θε­ ω­ρή­σεις καί προ­σαρ­μο­γές τίς ὁ­ποῖ­ες προ­κα­λοῦ­σαν καί ὑ­πα­γό­ρευ­αν συ­νε­χεῖς με­λέ­τες, ἐμ­πει­ρί­ες, δι­α­φο­ρε­τι­κά ἀ­κρο­α­τή­ρια, πολ­λα­πλές καί συ­χνά δύ­σκο­λες ἐ­ρω­τή­σεις ἀ­φυ­πνι­σμέ­νων ἀ­κρο­α­τῶν, ἀλ­λά καί ἡ ἄ­τεγ­κτη κρι­τι­κή, οἱ πα­ρα­τη­ρή­σεις καί οἱ προ­τά­σεις φι­λό­πο­νων φοι­τη­ τῶν, συ­να­δέλ­φων καί φί­λων ἀ­πό δι­ά­φο­ρες θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις καί ση­μεῖ­α τοῦ κό­σμου.  Ὅ­λα αὐ­τά ἀ­πο­τέ­λε­σαν τήν πιό πο­λύ­τι­μη 11


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

συμ­βο­λή στή δι­ά­πλα­ση τοῦ ὑ­λι­κοῦ στό ση­μεῖ­ο πού βρί­σκε­ται τώ­ρα· γι’ αὐ­τό τό λό­γο καί ἡ ἐν­δό­μυ­χη ἀ­φιέ­ρω­ση τοῦ βι­βλί­ου, τήν ὁ­ποί­αν ἐν­νο­ῶ ἀ­πό­λυ­τα. Δα­νι­ήλ  Ἰ. Σα­χᾶς

12


ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ

Τό νά ἀ­γνο­εῖ κάποιος τή θρη­σκευ­τι­κή ταυ­τό­τη­τα, τίς θρη­σκευ­τι­κές πε­ποι­θή­σεις, τίς πνευ­μα­τι­κές ἀ­ξί­ες, τά ἰδε­ώ­δη καί τήν πί­στη τῶν ἄλ­ λων ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι σάν νά ἀρ­νεῖ­ται νά ζεῖ καί νά συμ­με­τέ­χει στόν εἰ­κο­στό πρῶ­το αἰ­ώ­να, μιά ἐ­πο­χή πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή καί πο­λυ­θρη­σκευ­τι­ κή, καί νά ἀρ­νεῖ­ται νά κα­τα­νο­ή­σει γε­γο­νό­τα τά ὁ­ποῖ­α ἐ­κτυ­λίσ­σον­ται μπρο­στά του. Γιά τό δι­εισ­δυ­τι­κό πα­ρα­τη­ρη­τή ὑ­πάρ­χουν ἐ­λά­χι­στα πράγ­μα­τα στή ζω­ή τά ὁ­ποῖ­α δέν σχε­τί­ζον­ται, κα­τά τόν ἕ­να ἤ τόν ἄλ­ λο τρό­πο, μέ θρη­σκευ­τι­κές δο­ξα­σί­ες, πε­ποι­θή­σεις καί πα­ρα­δό­σεις, δέν ἑρ­μη­νεύ­ον­ται ἤ δέν ἐκ­φρά­ζον­ται μέ θρη­σκευ­τι­κά σύμ­βο­λα καί θρη­σκευ­τι­κούς ὅ­ρους. Πα­ρά τίς στε­ρε­ό­τυ­πες ρή­σεις καί γε­νι­κό­τη­τες πε­ρί ὑ­λι­στι­κῆς ἐ­πο­χῆς, ἐκ­κο­σμί­κευ­σης, ἀ­θε­ϊ­σμοῦ, ἤ ἀ­γνω­στι­κι­σμοῦ, ὁ κό­σμος συ­νε­χί­ζει νά ἐ­πη­ρε­ά­ζε­ται βα­θύ­τα­τα ἀ­πό τόν πα­ρά­γον­τα Θρη­σκεί­α, αὐ­τός δέ ὁ βι­ο­μη­χα­νι­κός, κα­τα­να­λω­τι­κός Δυ­τι­κός κό­σμος εἶ­ναι στό βά­θος του μιά κοι­νω­νί­α, καί ἰδε­ο­λο­γί­α, μέ ἔν­το­να θρη­σκευ­ τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Στό θρη­σκευ­τι­κό μω­σα­ϊ­κό τῆς Δύ­σης τά χρώ­μα­τα, οἱ ἀρ­χές, καί οἱ πα­ρα­δό­σεις τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κο-Χρι­στι­α­νι­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς (ὄ­χι ἀ­πα­ ραί­τη­τα στήν αὐ­θεν­τι­κή τους μορ­φή) κα­τέ­χουν ὑ­πο­βό­σκου­σα μέν, ἀλ­λά ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση.  Ὅ­σο πα­ρά­ξε­νο καί ἄν ἀ­κού­γε­ται αὐ­τό, μέ­ρος τοῦ Δυ­τι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ εἶ­ναι καί τό  Ἰσ­λάμ (μο­λο­νό­τι αὐ­τό δέν ἀν­ τι­προ­σω­πεύ­ει ἀ­πα­ραί­τη­τα ὅ­λους τούς Μου­σουλ­μά­νους ), γιά τόν .

Εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το, ἰ­δί­ως στή σπου­δή ἑ­νός θρη­σκεύ­μα­τος ἤ μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης νά κά­νει κάποιος σα­φή δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ τῆς θρη­σκεί­ας καί τῶν ἀν­θρώ­πων οἱ ὁ­ποῖ­οι τήν ἀ­κο­λου­θοῦν, ἤ δι­α­τεί­νον­ται ὅ­τι τήν ἀ­κο­λου­θοῦν. Μο­λο­

13


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

ἁ­πλού­στα­το λό­γο ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­να­πό­σπα­στο καί ὀρ­γα­νι­κό μέ­ρος τῆς  Ἰ­ου­δαι­ο-Χρι­στι­α­νι­κῆς μο­νο­θε­ϊ­στι­κῆς πα­ρά­δο­σης, καί τοῦ μο­νο­θε­ϊ­στι­ κοῦ φαι­νο­μέ­νου. Ἄ­ρα­βες Μου­σουλ­μά­νοι ἦ­ταν οἱ με­σά­ζον­τες μέ­σω τῶν ὁ­ποί­ων πέ­ρα­σε ἡ κλα­σι­κή  Ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α στό Χρι­στι­α­νι­κό Δυ­τι­κό κό­σμο κα­τά τούς Μέ­σους χρό­νους. Τό δόγ­μα, τά ἰ­δε­ώ­δη, καί ἡ πρά­ξη τοῦ  Ἰσ­λάμ ὡς θρη­σκεί­ας γί­νον­ται κα­λύ­τε­ρα ἀν­τι­λη­πτά μέ­σα στό πλαί­σιο τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καί τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ μᾶλ­λον, πα­ρά ἀ­φε­αυ­τῶν ἤ ἔ­ξω ἀ­πό αὐ­τές τίς πα­ρα­δό­σεις. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κα­θεμί­α ἀ­πό τίς τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες γί­νε­ται βα­θύ­τε­ρα καί οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρα κα­τα­νο­η­τή ὅ­ταν ἐ­ξε­τά­ζε­ται σέ συ­νά­φεια καί ἀν­τι­ πα­ρά­θε­ση πρός τίς ἄλ­λες δύ­ο. Δι­α­κρί­νει τό­τε κάποιος ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­νας κοι­νός δε­σμός καί μιά κοι­νή ρί­ζα στήν τρί­κορ­μη αὐ­τή ση­μύ­δα – γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουμε τή με­τα­φο­ρι­κή εἰ­κό­να τοῦ εὐ­πα­ρου­σί­α­ στου αὐ­τοῦ δέν­δρου. Σπου­δά­ζον­τας καί ἐ­ρευ­νών­τας κα­θεμιά ἀ­πό τίς τρεῖς αὐ­τές πα­ρα­δό­σεις, σέ σχέ­ση πρός τίς ἄλ­λες, ἐρ­χόμαστε νά γνω­ρί­σουμε τήν ἰ­δι­ο­μορ­φί­α τοῦ δέν­δρου καί τό σχῆ­μα του – τό μο­νο­ θε­ϊ­σμό στό εἶ­ναι, καί στίς ἐκ­φάν­σεις του. Πῶς σπου­δά­ζε­ται ἡ Θρη­σκεί­α; Μέ ἐ­πι­μέ­λεια, ἀ­κρί­βεια καί δι­α­­­­ κρι­τι­κό­τη­τα! Πρέ­πει το ἄτομο νά ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πό τό σύν­δρο­μο τῶν γε­νι­κο­τή­των, τῶν ὑ­πε­ρα­πλου­στεύ­σε­ων καί τῶν ἀ­φο­ρι­σμῶν καί νά ἀ­να­γνω­ρί­σει τήν πο­λυ­πλο­κό­τη­τα τοῦ θέ­μα­τος καί τήν ἀ­νάγ­κη ἐ­πι­στρά­ τευ­σης καί καλ­λι­έρ­γειας μιᾶς ἰ­δι­αί­τε­ρης εὐ­αι­σθη­σί­ας ἐ­π’ αὐ­τοῦ. Τό ἔρ­γο τοῦ ἐ­ρευ­νη­τῆ τῆς Θρη­σκεί­ας, ἤ μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, γί­νε­ται ἀ­κό­μη πιό δύ­σκο­λο σέ κοι­νω­νί­ες ὅ­που ἡ Θρη­σκεί­α δέν εἶ­ναι μέ­ρος τῆς παι­δεί­ας, δέν ἀ­πο­τε­λεῖ στοι­χεῖ­ο τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς καί κοι­νω­νι­κῆς ζω­ῆς, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νι­στᾶ στό­χο ἀν­τι­θρη­σκευ­τι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας καί ἔ­ξαρ­σης.  Ἐ­κεῖ λεί­πουν οἱ στοι­χει­ώ­δεις γνώ­σεις καί οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις μιᾶς ἱ­στο­ρι­κῆς, καί πραγ­ μα­τι­στι­κῆς του­λά­χι­στον, προ­σέγ­γι­σης τῆς Θρη­σκεί­ας. Καί τό ἀν­τί­θε­ νό­τι μί­α θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση δέν εἶ­ναι κά­τι ἀ­φη­ρη­μέ­νο, δέν εἶ­ναι ὅ­μως καί ταυ­τό­ση­μο μέ (ὅ­λους) τούς ἀν­θρώ­πους οἱ ὁ­ποῖ­οι τήν ἐκ­φρά­ζουν, ἤ νο­μί­ζουν ὅ­τι τήν ἐκ­φρά­ζουν.  Ἡ δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καί  Ἰ­ου­δαί­ων (ἤ  Ἑ­βραί­ων), Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καί Χρι­στια­νῶν,  Ἰσ­λάμ καί Μου­σουλ­μά­νων, εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα κρί­σι­μη καί ἐκ τῶν προ­τέ­ρων ἀ­ναγ­καί­α, χω­ρίς ὅ­μως νά ἀλ­λο­τρι­ώ­νει κάποιος ἐν­τε­λῶς τό ἕ­να ἀ­πό τό ἄλ­λο.

14


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

το. Σέ κοι­νω­νί­ες μέ ἔν­το­νη τή θρη­σκευ­τι­κή δι­ά­στα­ση πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μιά ἐ­ξί­σου ἀρ­νη­τι­κή προ­δι­ά­θε­ση γιά τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἔ­ρευ­να καί τήν ἰ­σόρ­ρο­πη θε­ώ­ρη­ση τῆς Θρη­σκεί­ας.  Ἐ­κεῖ ὁ μό­νος ἐν­δε­δειγ­μέ­νος νά κα­τα­πια­στεῖ μέ τέ­τοι­α θέ­μα­τα θε­ω­ρεῖ­ται ὁ ἱ­ε­ρεύς, ὁ πά­στο­ρας, ὁ ρα­βί­νος, ὁ ἰ­μά­μης, ἡ κλει­στή οἰ­κο­γέ­νεια, ἤ κά­ποι­ος το­πι­κός θρη­σκευ­ τι­κός ὀρ­γα­νι­σμός. Σέ κλει­στές θρη­σκευ­τι­κά κοι­νω­νί­ες ἡ Θρη­σκεί­α πα­ρα­μέ­νει μί­α ὑ­πε­ρευ­αί­σθη­τη καί ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νη πε­ρι­ο­χή γνώ­σης, ἕ­να στε­νά φυ­λασ­σό­με­νο καί προ­στα­τευ­ό­με­νο ἀν­τι­κεί­με­νο (ὄ­χι οὐ­ σι­ώ­δης ἐμ­πει­ρί­α καί ἔκ­φρα­ση) γιά τό ὁ­ποῖ­ο οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἔ­χουν κεν­τρί­σμα­τα κρι­τι­κῆς αὐ­το­γνω­σί­ας, δέν εἶ­ναι σέ θέ­ση νά τό ἐκ­θέ­σουν καί νά τό ἑρ­μη­νεύ­σουν πρός τούς ἔ­ξω, καί δέν μπο­ροῦν οἱ ἴ­διοι νά προ­κλη­θοῦν πνευ­μα­τι­κά ἀ­πό ἄλ­λα ἐ­ξω­τε­ρι­κά ἐ­ρε­θί­σμα­τα. Εἴ­τε ἔ­τσι εἴ­τε ἀλ­λι­ῶς, ὑ­πάρ­χει πο­λύς δρό­μος ἀ­κό­μη μέ­χρις ὅ­του ὑ­πο­χω­ρή­σει ἡ φο­βί­α, ἡ προ­στα­τευ­τι­κό­τη­τα καί ἡ ἐν­δο­στρέ­φεια, ἤ ἡ προ­κα­τά­λη­ψη, ἡ συγ­κα­τα­βα­τι­κό­τη­τα καί ἡ κα­τα­φυ­γή σέ ἀρ­νη­τι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα γιά θέ­μα­τα Θρη­σκεί­ας καί ἰσόρ­ρο­πης καί συγ­κρο­τη­μέ­νης σπου­δῆς τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων ἄλ­λων λα­ῶν. Ἀ­νάγ­κη γιά εὐ­ρύ, καί νο­η­μα­τι­κό πλαί­σιο. Γιά μιά κά­ποι­α «ἀ­πο­στει­ρω­μέ­νη» θε­ώ­ρη­ση τῆς Θρη­σκεί­ας ἔ­χει ἐ­πι­στρα­τευ­τεῖ ἡ κα­ θα­ρά ἱ­στο­ρι­κή προ­σέγ­γι­ση.  Ἐγ­χει­ρί­δια θρη­σκει­ῶν τοῦ κό­σμου ἐ­ξι­ στο­ροῦν ἁ­πλῶς τήν ἱ­στο­ρι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη γε­γο­νό­των μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς κοι­νό­τη­τας, ἀ­φευα­τῆς καί στό κε­νό, ἀ­πό τήν ἀρ­χή τῆς ἐμ­φά­νι­σής της μέ­χρι σή­με­ρα – ἕ­να χι­λι­ο­πα­τη­μέ­νο καί ξη­ρό, μο­λο­νό­τι ἀ­πα­ραί­τη­το, μο­νο­πά­τι.  Ἡ ἱ­στο­ρι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, ἄν καί πρω­τεῦ­ον θέ­μα, δέν εἶ­ναι ἡ μό­νη ὁ­δός κα­τα­νό­η­σης μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς κοι­νό­τη­τας. Χρει­ά­ζε­ται νά ἀ­να­γνω­ρί­σει κάποιος ὅ­τι μιά θρη­σκευ­τι­ κή πα­ρά­δο­ση ἀ­πο­τε­λεῖ ζων­τα­νή ὀν­τό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α ἐμ­φα­νί­ζε­ται καί ἐ­ξε­λίσ­σε­ται μέ­σα σέ ἕ­να εὐ­ρύ­τε­ρο σύ­νο­λο δε­δο­μέ­νων, κα­τα­στά­σε­ων, καί πα­ρα­μέ­τρων.  Ἡ Θρη­σκεί­α δέν βρί­σκε­ται στήν στρα­τό­σφαι­ρα. Παίρ­νει μορ­φή καί ἐκ­φρά­ζε­ται στή ζω­ή πραγ­μα­τι­κῶν ἀν­θρώ­πων καί κοι­νω­νι­ῶν. Οἱ θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις ἐκ­φρά­ζουν ἀν­θρώ­πι­νες ἀ­νη­ συ­χί­ες, δί­ψα, ὄ­νει­ρα, ἐλ­πί­δες, φό­βους, αἰ­σθή­μα­τα καί προσ­δο­κί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες δέν πε­ρι­γρά­φον­ται οὔ­τε ἐ­ξη­γοῦν­ται μέ ἐ­πάρ­κεια ἀ­πό τήν ἔκ­θε­ση ἱ­στο­ρι­κῶν γε­γο­νό­των. Οἱ θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις, ὄν­τας καί ἀν­θρώ­πι­νες ἐκ­φρά­σεις, ἔ­χουν ἀ­πα­ραί­τη­τα με­τα­ξύ τους θε­με­λι­ώ­δη κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης καί πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. 15


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Ἀ­πό αὐ­τή τήν ἄ­πο­ψη εἶ­ναι χρή­σι­μο καί οὐ­σι­α­στι­κό νά με­λε­τά­ει κάποιος θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις μέ­σα σ’ ἕ­να εὐ­ρύ­τε­ρο ἀλ­λά συ­να­φές πλαί­σιο, πάν­τα μέ κρι­τι­κό «συγ­κρι­τι­κό» τρό­πο. Ἡ λέ­ξη «κρι­τι­κός» δέν ση­μαί­νει κα­τά­τα­ξη καί ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση θρη­σκευ­ τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων σέ «κα­λές», «κα­κές», ἤ «σω­στές» καί μή.  Ἡ δέ «σύγ­κρι­ση» (ἕ­νας πα­ρε­ξη­γη­μέ­νος ὅ­ρος) δέν ἀ­πο­τε­λεῖ με­θο­δο­λο­γί­α ὑ­πε­ρα­πλού­στευ­σης ἤ  ἰσο­πέ­δω­σης τῶν οὐ­σι­ω­δῶν στοι­χεί­ων στό χα­ μη­λό­τε­ρο δυ­να­τό πα­ρο­νο­μα­στή στόν ὁ­ποῖ­ον οὐ­σί­α καί ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα δέν ἔ­χουν πιά θέ­ση καί ση­μα­σί­α, ἀλ­λά ὅ­που τά πάν­τα εἶ­ναι ἁ­πλῶς σχε­τι­κά. Στή «συγ­κρι­τι­κή» ἔ­ρευ­να θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ἰδί­ως ἀ­νά­με­σα σέ συγ­γε­νεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­ δό­σεις, ση­μει­ώ­νον­ται, ἀ­πο­μο­νώ­νον­ται, καί ἐ­ξε­τά­ζον­ται μέ ἰδι­αί­τε­ρη ἐ­νάρ­γεια, ὥ­στε νά μπο­ρέ­σει κάποιος νά κα­τα­νο­ή­σει ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­ νο φαι­νό­με­νο στό δι­κό του πλαί­σιο, τῆς δι­κῆς του θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ ρά­δο­σης· ἀλ­λά καί γιά νά ὑ­πει­σέλ­θει στήν πλα­τύ­τε­ρη καί βα­θύ­τε­ρη ἔν­νοι­α τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τῆς Θρη­σκεί­ας τήν ὁ­ποί­α τό φαι­νό­με­νο αὐ­τό φω­τί­ζει. Οἱ θρη­σκευ­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες καί πα­ρα­δό­σεις δέν ὑ­πο­ τι­μῶν­ται οὔ­τε ἀ­πει­λοῦν­ται ἀ­πό μιά τέ­τοι­α συγ­κρι­τι­κή (c­o­n­t­e­x­t­u­al) με­τα­ξύ τους σπου­δή, ἤ ἀ­πό τή σπου­δή θρη­σκευ­τι­κῶν φαι­νο­μέ­νων.  Ἡ συγ­κρι­τι­κή σπου­δή θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων προσ­δι­ο­ρί­ζει οὐ­ σι­ώ­δη στοι­χεῖ­α τά ὁ­ποῖ­α συ­ναν­τᾶ κάποιος στήν ἔ­ρευ­να, ἀ­να­λύ­ει καί το­νί­ζει τά φαι­νό­με­να ἐ­κεῖ­να τά ὁ­ποῖ­α πα­ρου­σιά­ζουν ὁ­μοι­ό­τη­τες ἤ ἀ­πο­κλί­σεις, καί βο­η­θᾶ ἔ­τσι στόν ἐμ­πλου­τι­σμό τῆς κα­τα­νό­η­σης μιᾶς συγ­κε­κρι­μέ­νης θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης ἀλ­λά καί τοῦ γε­νι­κό­τε­ρου γε­γο­νό­τος τῆς Θρη­σκεί­ας. Μῆ­λα μέ μῆ­λα. Μέ μιά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή φρά­ση τῆς κα­θη­με­ρι­νό­ τη­τάς τους οἱ Ἀγ­γλό­φω­νοι προ­ει­δο­ποι­οῦν νά μή συγ­κρί­νει κάποιος πο­τέ «μῆ­λα μέ πορ­το­κά­λια». Καί τά δύ­ο εἶ­ναι φροῦ­τα, στρογ­γυ­λά, σχε­δόν τοῦ ἴ­διου με­γέ­θους, ἀλ­λά δι­α­φο­ρε­τι­κά τό ἕ­να ἀ­πό τό ἄλ­λο στή γεύ­ση, στά συ­στα­τι­κά καί ἄλ­λα στοι­χεῖ­α.­.. Ἄν αὐ­τό ἰ­σχύ­ει γιά τά μῆ­λα, ἰσχύ­ει πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά τίς θρη­σκεῖ­ες καί τά θρη­σκευ­τι­κά φαι­νό­με­να.  Ἡ συγ­κρι­τι­κή προ­σέγ­γι­ση θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων καί φαι­νο­μέ­νων προ­ϋ­πο­θέ­τει σω­στή, ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη, ἄ­τεγ­κτη γνώ­ση τῶν δε­δο­μέ­νων, ἀ­πό τίς δι­κές τους πη­γές, μέ σε­βα­σμό πρός τή δι­ κή τους ἐ­σω­τε­ρι­κή ἑρ­μη­νεί­α, χω­ρίς ἐ­ξω­τε­ρι­κούς συμ­βι­βα­σμούς καί με­ρο­λη­ψί­α, ἔ­τσι ὥ­στε νά μήν πέ­σει κάποιος στό σφάλ­μα τῆς ὑ­πε­ρα­ 16


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

πλού­στευ­σης, καί τῆς ἐ­πι­πό­λαι­ης σύγ­κρι­σης πορ­το­κα­λι­ῶν καί μή­λων ἐ­ξαι­τί­ας ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν, ἐ­πι­φα­νεια­κῶν ἤ καί πλα­στῶν ὁ­μοι­ο­τή­των!  Ἕ­να ἁ­πλό πα­ρά­δειγ­μα μπο­ρεῖ νά ἐ­ξη­γή­σει τόν κίν­δυ­νο αὐ­τό. Σέ ἕ­να πο­λύ γνω­στό πα­νε­πι­στη­μια­κό ἐγ­χει­ρί­διο μέ εὐ­ρεί­α χρή­ση στή Β. Ἀ­με­ρι­κή οἱ συγ­γρα­φεῖς ἐ­ξε­τά­ζουν τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό καί τό Χρι­στι­α­νι­σμό μα­ζί, σέ μιά ἑ­νό­τη­τα, ὑ­πό τόν τίτ­λο «Βι­βλι­κές Θρη­σκευ­τι­κές Πα­ρα­δό­σεις», τό δέ  Ἰσ­λάμ σέ ξε­χω­ρι­στό κε­φά­λαι­ο χω­ρίς κα­νέ­να ἄλ­λον προσ­δι­ο­ρι­σμό ἤ χα­ρα­κτη­ρι­σμό, σάν τό  Ἰσ­λάμ α) νά μήν εἶ­ναι Βι­βλι­κή θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, καί β) σάν ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός καί ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός νά εἶ­ναι, στήν οὐ­σί­α τους, Βι­βλι­κές θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις! Στήν πραγ­μα­ τι­κό­τη­τα, ὅ­πως ἐλ­πί­ζω νά δι­α­πι­στώ­σει ὁ ἀ­να­γνώ­στης ὅ­ταν φτά­σει στό τέ­λος τοῦ ἀ­νά χεί­ρας ἐγ­χει­ρι­δί­ου, καί οἱ δύ­ο αὐ­τές προ­ϋ­πο­θέ­σεις εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἀ­να­κρι­βεῖς, καί πα­ρα­πλα­νη­τι­κές!  Ἐκ­φρά­ζουν πι­θα­νῶς μιά Δυ­τι­κο-Προ­τε­σταν­τι­κο-Βι­βλι­κή νο­ο­τρο­πί­α, ἄν ὄ­χι προ­κα­τά­λη­ψη, ἐκ μέ­ρους τῶν συγ­γρα­φέ­ων τοῦ βι­βλί­ου. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀ­πό τίς τρεῖς αὐ­τές θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις ἡ πιό «Βι­βλι­κή» καί ἡ πιό ἐ­ξαρ­τώ­με­νη ἀ­πό «Γρα­φή» εἶ­ναι τό.­..  Ἰσ­λάμ!  Ἐ­πί­σης, καί μο­λο­νό­τι ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός καί ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἔ­χουν «Γρα­φή», οὔ­τε ἡ μιά οὔ­τε ἡ ἄλ­λη θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρά­γω­γο αὐ­τῆς τῆς Γρα­φῆς της. Ἀν­τί­θε­τα, καθεμί­α ἀ­πό αὐ­τές τίς πα­ρα­δό­σεις εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α καί ὁ «συγγ­γρα­φέ­ας» τῆς Γρα­φῆς της. Οὔ­τε ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός οὔ­τε ὁ Χρι­στι­ α­νι­σμός, δη­λα­δή, προ­ῆλ­θαν ἀ­πό τή Γρα­φή τους, ἀλ­λά μᾶλ­λον αὐ­τοί ἔ­γρα­ψαν τή Γρα­φή τους!  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός ὑ­πῆρ­χε πο­λύ πρίν συν­τα­χθεῖ ἡ  Ἑ­βρα­ϊ­κή Γρα­φή. Στή δέ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, Χρι­στι­α­νι­σμός καί Χρι­στι­α­νι­κή κοι­νό­τη­τα, καί μά­λι­στα ἕ­νας αὐ­θεν­τι­κός Χρι­στι­α­νι­ σμός καί μία ζων­τα­νή  Ἐκ­κλη­σί­α, ὑ­πῆρ­χαν πο­λύ πρίν ἀ­πό τή συγ­γρα­φή κἄν καί τή συγ­κρό­τη­ση (τόν «κα­νό­να») Χρι­στι­α­νι­κῆς Γρα­φῆς! Καί στίς δύ­ο αὐ­τές θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις, στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό καί στό . O­’­d­ea καί ἄλ­λοι (1972).  Ὁ τό­μος αὐ­τός εἶ­ναι τό μι­σό μέ­ρος ἑ­νός με­γα­λύ­τε­ρου τό­μου μέ τόν τίτ­λο R­e­l­i­g­i­on a­nd M­an στόν ὁ­ποῖ­ο συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται πρω­τό­γο­ νες θρη­σκεῖ­ες,  Ἰν­δι­κές θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις, καί θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις τῆς Ἄ­πω Ἀ­να­το­λῆς. Τό ὄ­νο­μα τοῦ συγ­γρα­φέ­α καί ἡ ἡ­με­ρο­μη­νί­α ἔκ­δο­σης μέ­σα σέ πα­ρέν­θε­ση πα­ρα­πέμ­πουν στό ἀν­τί­στοι­χο ὄ­νο­μα καί σύγ­γραμ­μα στήν ἐ­πι­συ­να­ πτό­με­νη βι­βλι­ο­γρα­φί­α ὅ­που ὁ ἀ­να­γνώ­στης θά βρεῖ τά πλή­ρη του βι­βλι­ο­γρα­φι­κά στοι­χεῖ­α.

17


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Χρι­στι­α­νι­σμό, ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ δέν ὁ­ρί­ζε­ται, δέν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται, οὔ­τε παίρ­νει τή μορ­φή Βί­βλου, ἤ Γρα­φῆς, ἀλ­λά στό μέν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ βρί­σκε­ται στή δη­μι­ουρ­γί­α καί ἐκ­φρά­ζε­ται στό γε­γο­νός καί στή ρο­ή τῆς ἱ­στο­ρί­ας, στό δέ Χρι­στι­α­νι­σμό ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ βρί­σκε­ται στό γε­γο­νός τῆς σάρ­κω­σης τοῦ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ, στήν οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Θε­οῦ, στό γε­γο­νός τῆς ἀ­να­δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου – τῆς «και­νῆς κτί­σης», καί τῆς ἀ­να­βί­ω­σης τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς σω­τη­ρί­ας μέ­χρις ἐ­σχά­των!  Ἐ­πί­σης μέ τό νά βά­ζει κάποιος τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό καί τό Χρι­στι­α­νι­σμό στήν ἴ­δια ὁ­μά­δα καί νά τούς ὀ­νο­μά­ζει «Βι­βλι­κές θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις» ἀ­φή­νει νά ὑ­πο­νο­η­θεῖ ὅ­τι καί οἱ δύ­ο συμ­ με­ρί­ζον­ται τήν ἴ­δια Γρα­φή καί ἔ­χουν τόν ἴ­διο τρό­πο ἐ­ξάρ­τη­σης ἀ­πό αὐ­τήν, κά­τι τό ὁ­ποῖ­ο δέν  ἰ­σχύ­ει.  Ἡ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή Γρα­φή εἶ­ναι μέ­ρος τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς Γρα­φῆς ὡς «Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη», κα­θό­σον αὐ­τή γί­νε­ται κα­τα­λη­πτή καί ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ἀ­πό τούς Χρι­στια­νούς ὡς «Πα­λαι­ά»· ἐ­νῶ ἡ Χρι­στι­α­νι­κή «Και­νή Δι­α­θή­κη» δέν εἶ­ναι, οὔ­τε μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι, κἄν μέ­ρος καί εἶ­δος τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς Γρα­φῆς. Πε­ριτ­τό νά πεῖ κάποιος ὅ­τι ὁ Χρι­στι­α­νι­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός τῆς  Ἑ­βρα­ϊ­κῆς Γρα­φῆς ὡς «Πα­λαι­ά Δι­α­ θή­κη» ἀ­πο­τε­λεῖ χα­ρα­κτη­ρι­σμό καί ὀ­νο­μα­σί­α ἐν­τε­λῶς ἀ­κα­τα­νό­η­τη, ἄν ὄ­χι προ­σβλη­τι­κή, γιά τούς  Ἑ­βραί­ους, ὅ­πως καί ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός τοῦ Κο­ρα­νί­ου ἀ­πό με­ρι­κούς σύγ­χρο­νους Μου­σουλ­μά­νους ὡς ἡ «Ἐ­σχά­τη Δι­α­θή­κη» εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­τη γιά τούς  Ἑ­βραί­ους καί τούς Χρι­στια­νούς!  Ἐν συ­νε­χεί­α οἱ συγ­γρα­φεῖς τοῦ J­u­d­a­i­sm, C­h­r­i­s­t­i­a­n­i­ty, a­nd I­s­l­am ἐ­ξε­τά­ζουν τήν κοι­νή ἱ­στο­ρι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καί τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ σάν οἱ δύ­ο αὐ­τές θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις νά εἶ­ναι καί νά πα­ρέ­μει­ ναν ἱ­στο­ρι­κά καί πνευ­μα­τι­κά ἀλ­λη­λέν­δε­τες – κά­τι τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι με­ρι­κῶς μό­νο σω­στό!  Ἐ­πί­σης στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ  Ἰσ­λάμ, καί γιά λό­γους ἱ­στο­ρι­κῆς καί κοι­νω­νι­κῆς ἀ­κρί­βειας, θά πρέ­πει νά ἐ­ξε­τά­ζεται ἡ θρη­σκεί­α αὐ­τή ὄ­χι ὡς αὐ­το­φυ­ές ἀ­νε­ξάρ­τη­το φαι­νό­με­νο, ἀλ­λά ὡς ἔκ­φρα­ση μιᾶς ἀ­να­δυ­ό­με­νης Ἀ­ρα­βι­κῆς αὐ­το­γνω­σί­ας μέ ἔ­ναυ­σμα πο­λύ­ μορ­φες μο­νο­θε­ϊ­στι­κές τά­σεις στήν Ἀ­ρα­βί­α κα­τά τόν ἕκτο καί ἕ­βδο­μο αἰ­ώ­να, ὡς ἕ­να εἶ­δος αὐ­τό­χθο­νης Ἀ­ρα­βι­κῆς ἔκ­φρα­σης τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ καί Χρι­στι­α­νι­κοῦ μο­νο­θε­ϊ­σμοῦ τῆς ἐ­πο­χῆς, χω­ρίς ὅ­μως νά ἀ­πο­πνί­γει τήν αὐ­το­νο­μί­α του καί τήν πε­ραι­τέ­ρω δι­κή του ἐ­ξέ­λι­ξη καί ὑ­πό­στα­ ση. Με­τα­ξύ τῶν ἐ­ρευ­νη­τῶν ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται δια­ρκῶς καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­τι δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά σπου­δά­ζει κάποιος σω­στά μιά ἀ­πό τίς τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες χω­ρίς ἐ­παρ­κή γνώ­ση καί κα­τα­νό­η­ση τῶν ἄλ­ 18


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

λων δύ­ο .  Ἔ­κα­να τίς πλα­τι­ές αὐ­τές πα­ρα­τη­ρή­σεις χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἐν­δει­κτι­κά ἕ­να μό­νο ἐγ­χει­ρί­διο  Ἱ­στο­ρί­ας Θρη­σκευ­μά­των, ὄ­χι γιά νά κά­νω βι­βλι­ο­κρι­τι­κή, ἀλ­λά γιά νά το­νί­σω τό ση­μεῖ­ο τοῦ πό­σο ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι νά με­λε­τᾶ κάποιος θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις καί θρη­σκευ­τι­κά φαι­νό­με­να μέ τίς δι­κές τους πη­γές καί μέ­σα στό δι­κό τους πλαί­σιο, μέ προ­σο­χή, λε­πτό­τη­τα καί ἀ­πο­λυ­τό­τη­τα, λαμ­βά­νον­τας ὑ­π’ ὄ­ψιν τόν  ἰ­δι­αί­τε­ρο χα­ρα­κτή­ρα καί τήν ποι­ό­τη­τα κα­θε­νός ἀ­πό αὐ­τά, καί ὄ­χι ἁ­πλῶς τήν ψυ­χρή, ἐ­ξω­τε­ρι­κή, ἱ­στο­ρι­κή τους ἔκ­φαν­ση καί ἐ­ξέ­λι­ξη. Μιά μο­νο­γρα­φί­α ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κο­λου­θεῖ πιό σω­στά τή θε­μα­τι­κή συγ­ κρι­τι­κή μέ­θο­δο γιά τίς τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες, εἶ­ναι αὐ­τή τοῦ F. E. P­e­t­e­rs, C­h­i­l­d­r­en of A­b­r­a­h­am. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πό­πει­ρα με­λέ­της γε­νι­κό­ τε­ρων κοι­νῶν θρη­σκευ­τι­κῶν ἐν­νοι­ῶν καί στοι­χεί­ων στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, Χρι­στι­α­νι­σμό καί  Ἰσ­λάμ – στοι­χεί­ων τά ὁ­ποῖ­α μπο­ροῦν συ­νο­λι­κά νά χα­ρα­κτη­ρί­σουν ὄν­τως  Ἰ­ου­δαί­ους, Χρι­στια­νούς καί Μου­σουλ­μά­νους ὡς «υἱ­ούς Ἀ­βρα­άμ» ἤ, ὅ­πως πολ­λα­πλά ἐμ­φα­νί­ζε­ται στίς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κές καί στίς Χρι­στι­α­νι­κές πη­γές, ὡς «σπέρ­μα Ἀ­βρα­άμ».  Ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἐ­πι­κεν­τρώ­νει τήν προ­σο­χή του σέ ὁ­ρι­σμέ­να θέ­μα­τα κοι­νά καί στίς τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις (ὅ­πως Κοι­νό­τη­τα καί  Ἱ­ε­ραρ­χεί­α, Νό­μος, Γρα­φή, Πα­ρά­δο­ση, Λει­τουρ­γί­α, Ἀ­σκη­τι­σμός, Μυ­στι­κι­σμός, Θε­ο­λο­γί­α), καί ἀ­να­λύ­ει τή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἐ­κεί­νη ἔμ­φα­ση τήν ὁ­ποί­α δί­νει ἡ κά­θε μιά θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση στό κα­θέ­να ἀ­πό αὐ­τά. Οἱ προσ­δι­ο­ρι­σμοί βέ­βαι­α αὐ­τοί δέν εἶ­ναι κοι­νά ἀ­πο­δε­κτοί ἤ χα­ρα­κτη­ ρι­στι­κοί καί στίς τρεῖς πα­ρα­δό­σεις.  Ἡ προ­σέγ­γι­ση πάν­τως αὐ­τοῦ τοῦ βι­βλί­ου εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο «συγ­κρι­τι­κή» καί πε­ρισ­σό­τε­ρο φαι­νο­με­ νο­λο­γι­κή. Μο­λο­νό­τι ὄ­χι πο­λύ εὔ­κο­λο ἀ­νά­γνω­σμα, τό βι­βλί­ο αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να ἐν­δι­α­φέ­ρον καί κα­λό συμ­πλή­ρω­μα, ἀ­φό­του κάποιος ἔ­χει γνω­ρί­σει τά βα­σι­κά ἱ­στο­ρι­κά δε­δο­μέ­να τῶν τρι­ῶν αὐ­τῶν θρη­σκευ­τι­ κῶν πα­ρα­δό­σε­ων. Ἡ σπου­δή τῆς Θρη­σκεί­ας καί τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων.  Ἐγ­χει­ρί­δια, συγ­γράμ­μα­τα, με­λέ­τες καί μο­νο­γρα­φί­ες πε­ρί τῶν θρη­ . Ἕ­να νέ­ο ἐ­ρευ­νη­τι­κό ἔρ­γο ὑ­πό τό γε­νι­κό τίτ­λο S­t­u­d­i­es in L­a­te A­n­t­i­q­u­i­ty a­nd E­a­r­ly I­s­l­am (P­r­i­n­c­e­t­on, N. J. 1992) ἔ­χει προ­σφέ­ρει ἤ­δη ἐν­νέ­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κές με­λέ­τες οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐ­πι­κεν­τρώ­νουν τήν προ­σο­χή τους στή σχέ­ση τῶν πο­λι­τι­σμῶν τῆς ἀ­να­το­ λι­κῆς Με­σο­γεί­ου, ἀ­πό τό θά­να­το τοῦ  Ἰ­ου­στι­νια­νοῦ (565 μ.Χ.) μέ­χρι τήν πτώ­ση τῆς  Ἰσ­λα­μι­κῆς δυ­να­στεί­ας τῶν Οὐ­μα­για­δῶν στά μέ­σα τοῦ ὀ­γδό­ου αἰ­ώ­να.

19


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

σκει­ῶν τοῦ κό­σμου ἀ­φθο­νοῦν σέ ὅ­λες τίς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κές γλῶσ­σες .  Ὁ ὄγ­κος καί ἡ με­γά­λη κυ­κλο­φο­ρί­α τέ­τοι­ων βι­βλί­ων δεί­χνουν τό γε­νι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον ἐ­πι­στη­μό­νων, ἐ­ρευ­νη­τῶν, κα­θη­γη­τῶν, φοι­τη­τῶν καί σκε­ πτό­με­νων ἀν­θρώ­πων στό με­γά­λον αὐ­τόν το­μέ­α γνώ­σης. Δέν ὑ­πάρ­χει ἔν­δει­ξη ὅ­τι ἡ πε­ρι­έρ­γεια ἤ τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τέ­τοι­α θέ­μα­τα ἔ­χει ἱ­κα­νο­ποι­η­θεῖ, ἤ πρό­κει­ται νά μει­ω­θεῖ στό ἄ­με­σο μέλ­λον· ἴ­σως τό ἀν­τί­θε­το.  Ὅ­σο ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α, ἡ παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση, καί οἱ δι­ε­θνεῖς σχέ­σεις συρ­ρι­κνώ­νουν τήν ἔ­κτα­ση τῆς ὑ­φη­λί­ου σέ μιά πο­λυ­ε­θνι­κή, πο­λυ­πο­λι­τι­στι­κή, πο­λυ­θρη­σκευ­τι­κή κοι­νό­τη­τα, ἄν ὄ­χι «χω­ριό» (ὄ­χι πάν­τα εὐ­νο­μού­με­νο, δί­και­ο, εἰ­ρη­νι­κό καί ἀ­κίν­δυ­νο), τό­σο ἡ ἀ­νάγ­κη, ἤ ἡ ἁ­πλή πε­ρι­έρ­γεια, γιά κα­τα­νό­η­ση τῆς  ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τας τῶν συγ­κα­ τοί­κων μας γί­νε­ται ἐν­το­νό­τε­ρη, καί ἐ­πι­τα­κτι­κή. Αὐ­τό ἐ­ξάλ­λου δέν εἶ­ναι μό­νο σύγ­χρο­νο φαι­νό­με­νο.  Ἡ σπου­δή τῆς Θρη­σκεί­ας καί τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, πε­ποι­θή­σε­ων καί ἰδε­ω­δῶν τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων (αὐ­τό πού λέ­με σή­με­ρα «Ἱ­στο­ρί­α θρη­σκευ­μά­των») φαί­ νε­ται νά ἀ­πο­τε­λοῦ­σε δι­α­χρο­νι­κή ἐ­να­σχό­λη­ση, καί ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α συμ­πί­πτει μέ τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δι­α­νό­η­σης . Τί εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἡ «Ἱ­στο­ρί­α Θρη­σκευ­μά­των»; Μέ­χρι πρό­σφα­τα ὁ κλά­δος ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­σχο­λεῖ­το μέ τίς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις τῶν . Ἀ­πό τούς πολ­λούς τίτ­λους βι­βλί­ων (στά Ἀγ­γλι­κά ἤ σέ Ἀγ­γλι­κές με­τα­φρά­σεις), μέ βα­σι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες στό με­γά­λο χῶ­ρο τῶν Θρη­σκει­ῶν τοῦ κό­σμου καί μέ κε­ φά­λαι­α ἀ­να­φε­ρό­με­να στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, Χρι­στι­α­νι­σμό καί  Ἰσ­λάμ, ση­μειώ­νουμε τούς ἑ­ξῆς: H­u­t­c­h­i­n­s­on (1969), E­l­l­w­o­od (1987), M­a­t­t­h­e­ws (1991, 19952), Y­o­u­ng (1995). Μέ ἐ­ξαί­ρε­ση τό τε­λευ­ταῖ­ο καί μέ με­ρι­κές μό­νο πα­ραλ­λα­γές οἱ τίτ­λοι αὐ­ τοί δέν δι­α­φέ­ρουν ση­μαν­τι­κά στό πε­ρι­ε­χό­με­νο καί στή με­θο­δο­λο­γί­α ἀ­πό ἐ­κεῖ­να τῶν N­o­ss (1974, 1994) καί S­m­a­rt (1989, 19914). Βλέ­πε ἐ­πί­σης καί ἄλ­λα ἐ­ξαί­ρε­τα ἐγ­χει­ρί­δια, ὅ­πως τῶν H­o­p­fe (1991, 1994), L­u­d­w­ig, (1989), N­i­el­­s­en (1983), F­e­l­l­ o­ws (1979), A­n­d­e­r­s­on (1977), καί M­c­C­a­s­l­a­nd (1969).  Ἕ­να πιό ἀ­παι­τη­τι­κό καί πε­ρι­ε­κτι­κό βι­βλί­ο εἶ­ναι αὐ­τό τοῦ R­i­n­g­r­en (1967).  Ὅ­πως δη­λώ­νε­ται στόν τίτ­λο καί ὑ­πό­τιτ­λό του (Θρη­σκεῖ­ες τῆς Ἀν­θρω­πό­τη­τας: Σή­με­ρα καί Χθές), τό βι­βλί­ο αὐ­τό ἀ­σχο­λεῖ­ται ὄ­χι μό­νο μέ ζῶ­σες θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις, ἀλ­λά καί μέ θρη­ σκεύ­μα­τα τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, μέ θρη­σκεύ­μα­τα χω­ρίς γρα­πτά μνη­μεῖ­α, καί ὁ­μά­δες ἀν­θρώ­πων πού ζοῦν στήν Ἀ­φρι­κή, στήν Ἀ­σί­α, στήν Ἀ­με­ρι­κή, καί στήν Αὐ­στρα­λί­α, κα­θώς καί μέ θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις τοῦ ἀρ­χαί­ου πο­λι­τι­σμοῦ. . Γιά τό θέ­μα τῆς πα­ρα­τή­ρη­σης καί σπου­δῆς τῆς Θρη­σκεί­ας καί τῶν θρη­σκευ­τι­ κῶν φαι­νο­μέ­νων, ἀ­πό τήν κλα­σι­κή ἀρ­χαι­ό­τη­τα μέ­χρι τόν εἰ­κο­στό αἰ­ώ­να, βλέ­πε τή σύν­το­μη, ἀλ­λά ἔγ­κυ­ρη, ἀ­να­δρο­μή τοῦ de V­r­i­es (1967).

20


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

λα­ῶν τοῦ κό­σμου λε­γό­ταν συ­νή­θως «Συγ­κρι­τι­κή τῶν θρη­σκει­ῶν», ἤ «Συγ­κρι­τι­κή θρη­σκει­ο­λο­γί­α» (C­o­m­p­a­r­a­t­i­ve R­e­l­i­g­i­on, στόν Ἀγ­γλό­φω­νο κό­σμο). Ἀρ­κε­τοί συ­νε­χί­ζουν νά τόν ὀ­νο­μά­ζουν ἔ­τσι. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἐ­πι­στή­μο­νες ὅ­μως ἔ­χουν ἀ­πορ­ρί­ψει αὐ­τήν τήν ὀ­νο­μα­σί­α, δι­ό­τι τό ἐ­πί­θε­το «Συγ­κρι­τι­κή» δί­νει τή λαν­θα­σμέ­νη ἐν­τύ­πω­ση ἀ­ξι­ο­λο­γι­κοῦ στό­χου καί με­θο­δο­λο­γί­ας γιά τήν ὁ­ποί­α μι­λή­σα­με προ­η­γου­μέ­νως. Στό Δυ­τι­κό κό­σμο ὁ κλά­δος αὐ­τός ἔ­χει με­το­νο­μα­στεῖ ὡς «Ἱ­στο­ρί­α Θρη­σκευ­μά­των» (H­i­s­t­o­ry of R­e­l­i­g­i­o­ns). Τό πιό ἔγ­κυ­ρο δι­ε­θνές ἐ­πι­ στη­μο­νι­κό σῶ­μα τοῦ κλά­δου αὐ­τοῦ φέ­ρει τήν ὀ­νο­μα­σί­α «Δι­ε­θνής  Ἑ­ται­ρεί­α  Ἱ­στο­ρί­ας Θρη­σκευ­μά­των» (I­n­t­e­r­n­a­t­i­o­n­al A­s­s­o­c­i­a­t­i­on of t­he H­i­s­t­o­ry of R­e­l­i­g­i­o­ns, I­A­HR). Καί ἡ ὀ­νο­μα­σί­α αὐ­τή ὅ­μως δέν φαί­νε­ται νά ἱ­κα­νο­ποι­εῖ ὅ­λους· δεῖγ­μα τοῦ εὔ­ρους, τοῦ πλού­του καί τῆς πο­λυ­ πλο­κό­τη­τας τοῦ θέ­μα­τος τῆς Θρη­σκεί­ας. Γι’ αὐ­τό γί­νον­ται ἔν­το­νες προ­σπά­θει­ες ἀλ­λα­γῆς τῆς ὀ­νο­μα­σί­ας του σέ «Δι­ε­θνή  Ἑ­ται­ρεί­α γιά τή Σπου­δή τῆς Θρη­σκεί­ας» (I­n­t­e­r­n­a­t­i­o­n­al A­s­s­o­c­i­a­t­i­on f­or t­he S­t­u­dy of R­e­l­i­g­i­on) .  Ἡ συ­ζή­τη­ση δέν γί­νε­ται ἁ­πλῶς γιά τό ὄ­νο­μα, ἀλ­λά γιά τό πραγ­μα­τι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο καί τή με­θο­δο­λο­γί­α τῆς σπου­δῆς καί τῆς ἔ­ρευ­νας τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων.  Ἡ κεν­τρι­κή λέ­ξη «Ἱ­στο­ρί­α» δη­μι­ουρ­γεῖ προ­βλή­μα­τα ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, καί με­θο­δο­λο­γί­ας. Δί­νει τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἡ με­λέ­τη τῶν δι­α­φό­ρων θρη­σκευ­μά­των ση­μαί­νει ἁ­πλῶς τή με­λέ­τη τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἐ­ξέ­λι­ξης καί μό­νο, ἐ­νῶ ὁ στό­χος καί τό οὐ­σι­α­ στι­κό θέ­μα εἶ­ναι ἡ ἔ­ρευ­να τοῦ συ­νό­λου μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­ σης καί, μέ­σω αὐ­τῆς, ἡ κα­τα­νό­η­ση τοῦ φαι­νο­μέ­νου τῆς Θρη­σκεί­ας. Σέ αὐ­τόν τόν ἀ­πέ­ραν­το χῶ­ρο τῆς Θρη­σκεί­ας ὑ­πάρ­χουν πολ­λα­πλοί κλά­δοι ἔ­ρευ­νας μέ τε­ρά­στιο ὑ­λι­κό, ὅ­πως ἡ  Ἱ­στο­ρί­α, ἡ Φι­λο­σο­φί­α, ἡ Φι­λο­λο­γί­α, ἡ Θε­ο­λο­γί­α, ἡ Ψυ­χο­λο­γί­α, ἡ Κοι­νω­νι­ο­λο­γί­α τῆς Θρη­σκεί­ ας καί πολ­λές ἄλ­λες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­παι­τοῦν δι­ά­φο­ρες προ­σεγ­γί­σεις καί με­θο­δο­λο­γί­ες.  Ὅ­πως ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λοι «δευ­τε­ρεύ­ον­τες» το­μεῖς, ὅ­πως π.χ. ἡ Τέ­χνη, ἡ Μου­σι­κή, ὁ Χο­ρός, τό Τε­λε­τουρ­γι­κό, ἡ   Ἔκ­φρα­ση, τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­ξε­τά­ζουν εἰ­δι­κό­τε­ροι κλά­δοι.  Ἡ στε­νά νο­ού­με­νη  Ἱ­στο­ρί­α, ἐ­ξε­τά­ζει τήν ἱ­στο­ρι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη ἑ­νός θρη­σκεύ­μα­τος, ἤ ἑ­νός θρη­σκευ­τι­ κοῦ φαι­νο­μέ­νου, ἤ μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς ἰδέ­ας, ἤ ἑ­νός θε­σμοῦ κ.λπ.  Ἡ Φι­λο­λο­γί­α ἐ­ξε­τά­ζει ἱ­ε­ρά καί ἄλ­λα κεί­με­να τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χει πα­ρά­γει ἤ . Ἡ δι­α­μά­χη ἦρ­θε πά­λι πρό­σφα­τα στό προ­σκή­νιο κα­τά τήν 15η δι­ε­θνή συ­νέ­λευ­ση τῆς I­A­HR στή Ρώ­μη, 3-9 Σε­πτεμ­βρί­ου, 1990.

21


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

εἶ­ναι βα­σι­κά μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ον ἔ­κα­ναν τήν ἐμ­φά­νι­σή τους καί ἔ­λα­βαν τή θέ­ση τους στή θρη­σκευ­τι­κή αὐ­τή πα­ρά­δο­ση, τό πε­ρι­ε­χό­με­νο, τά φι­λο­λο­γι­κά τους στοι­χεῖ­α, κ.ἄ.  Ἡ Φι­λο­σο­φί­α καί ἡ Θε­ο­λο­γί­α (ἤ καί ὁ συν­δυα­σμός τῶν δύ­ο, ἡ Φι­λο­ σο­φι­κή Θε­ο­λο­γί­α, γιά ὁ­ρι­σμέ­νες θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις) ἐ­ξε­τά­ ζουν τή σκέ­ψη, τά δόγ­μα­τα, τήν πί­στη, τίς ἰδέ­ες, τά ἰδε­ώ­δη τά ὁ­ποῖ­α δι­α­κα­τέ­χουν μιά θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, κα­θώς καί τό φι­λο­σο­φι­κό ἤ θε­ο­λο­γι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο, τίς πη­γές, τά κί­νη­τρα τά ὁ­ποῖ­α ὁ­δή­γη­σαν στήν ὁ­ρι­σμέ­νη αὐ­τή δι­α­τύ­πω­ση, κα­θώς καί τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ον ἐ­πε­νερ­γοῦν ὅ­λα αὐ­τά στή συγ­κε­κρι­μέ­νη θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση καί κοι­νό­τη­τα. Οἱ σχε­τι­κοί ἐ­ρευ­νη­τές καί ἐ­πι­στή­μο­νες ἀ­να­λύ­ουν, ἑρ­μη­ νεύ­ουν, συ­στη­μα­το­ποι­οῦν καί κά­νουν ὑ­πο­θέ­σεις γιά τή λο­γι­κή, ἤ τό νό­η­μα, τῶν ἰδε­ῶν αὐ­τῶν στή συγ­κε­κρι­μέ­νη θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση.  Ἡ Ψυ­χο­λο­γί­α τῆς Θρη­σκεί­ας ἐ­ξε­τά­ζει καί ἀ­να­λύ­ει τή δυ­να­μι­κή τῆς Θρη­σκεί­ας, τά κί­νη­τρα, τά αἰ­σθή­μα­τα, τίς ἀν­τι­δρά­σεις, τά ἀ­πο­τε­λέ­ σμα­τα, τίς ἐ­πιρ­ρο­ές πού ἔ­χει ἡ Θρη­σκεί­α στόν ἄν­θρω­πο. Τέ­λος, ἡ Κοι­νω­νι­ο­λο­γί­α τῆς Θρη­σκεί­ας ἐ­ξε­τά­ζει τό ρό­λο πού παί­ζει ἡ Θρη­ σκεί­α στή ζω­ή τοῦ ἀ­τό­μου καί τῆς κοι­νω­νί­ας ὡς δύ­να­μη καί μον­τέ­λο κοι­νω­νι­κῶν μορ­φῶν καί ἀ­ξι­ῶν· τίς δο­μι­κές καί ἄλ­λες ἐ­πι­δρά­σεις τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­ξα­σκεῖ ἡ Θρη­σκεί­α στήν κοι­νω­νί­α – καί τα­νά­πα­λιν. Οἱ πολ­λές πλευ­ρές τῆς σπου­δῆς τῆς Θρη­σκεί­ας. Αὐ­τές εἶ­ναι με­ρι­κές ἀ­πό τίς πλα­τι­ές πε­ρι­ο­χές τῆς σπου­δῆς τῆς Θρη­σκεί­ας. Πέ­ ραν αὐ­τῶν, ὅ­μως, καί ὅ­σο ἡ Θρη­σκεί­α ἀγ­κα­λιά­ζει καί ἐκ­φρά­ζε­ται ἀ­πό τήν ὅ­λη ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που, ἡ σπου­δή της ὑ­πει­σέρ­χε­ται καί τρο­φο­δο­τεῖ­ται ἀ­πό πολ­λές ἄλ­λες πη­γές τῆς ἀν­θρώ­πι­νης γνώ­σης ἀ­πό ὅ­που δα­νεί­ζε­ται δε­δο­μέ­να γιά τήν κα­τα­νό­η­σή της.  Ὅ­λα αὐ­τά δεί­χνουν πό­σο πο­λύ­πλευ­ρο εἶ­ναι τό γνω­στι­κό πε­δί­ο τῆς σπου­δῆς τῆς Θρη­σκεί­ας, μέ μιά κα­τε­ξο­χήν πο­λυ­δι­ά­στα­τη με­θο­δο­λο­γί­α. Σύγ­χρο­ νοι ἐ­πι­στή­μο­νες, γιά πα­ρά­δειγ­μα, με­λε­τοῦν καί συ­σχε­τί­ζουν ἀ­κό­μη καί τή γε­ω­γρα­φί­α μέ τή Θρη­σκεί­α γιά νά ἀ­παν­τή­σουν στό ἐ­ρώ­τη­μα ὄ­χι ἄν ἀλ­λά πῶς καί κα­τά πό­σον τό γε­ω­γρα­φι­κό πε­ρι­βάλ­λον καί οἱ συν­θῆ­κες του ἔ­χουν ἐ­πι­δρά­σει στή δι­α­μόρ­φω­ση θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, πε­ποι­θή­σε­ων καί πρά­ξε­ων· καί τα­νά­πα­λιν: πῶς μί­α θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση ἔ­χει ὁ­δη­γή­σει ἀν­θρώ­πους καί τίς ἀ­νά­λο­γες κοι­νω­νί­ες νά δι­α­μορ­φώ­σουν εἰ­δι­κούς τό­πους καί τρό­πους δι­α­μο­νῆς, ἤ νά κά­νουν χω­ρο­τα­ξια­κές πα­ρεμ­βά­σεις καί δι­α­κα­νο­νι­σμούς – ἀ­κό­ 22


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

μη καί ἀ­πό ποῦ μπο­ρεῖ ἤ δέν μπο­ρεῖ νά πε­ρά­σει ἕ­νας δρό­μος, ἤ νά δη­μι­ουρ­γη­θεῖ κα­τοι­κη­μέ­νη πε­ρι­ο­χή ἤ ὄ­χι – ἀ­πό τό κα­τά πό­σον μιά πε­ρι­ο­χή θε­ω­ρεῖ­ται ἱ­ε­ρή ἤ ὄ­χι!  Ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται (στήν ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νη καί «ἄ­θε­η» ἐ­πο­χή μας!) πό­σο νευ­ραλ­γι­κός πα­ρά­γον­τας καί πό­σο πο­λύ­πλο­κο εἶ­ναι τό φαι­νό­με­νο τῆς Θρη­σκεί­ας γε­νι­κά, τῆς κά­θε θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, καί τοῦ κά­θε ἐ­πί μέ­ρους θρη­σκευ­τι­κοῦ φαι­νο­μέ­νου εἰ­δι­κό­τε­ρα. Με­λε­τών­τας, λοι­πόν, τήν ἱ­στο­ ρί­α καί μό­νο μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς κοι­νό­τη­τας, ἤ μό­νο τή Γρα­φή, ἤ μό­νο τή φι­λο­λο­γί­α ἤ τά γρα­πτά της, χά­νει κάποιος τήν αἴ­σθη­ση τοῦ ὅ­λου δυ­να­μι­κοῦ, τό νό­η­μα τῆς οὐ­σί­ας, καί τόν πυ­ρή­να μιᾶς συγ­κε­κρι­μέ­νης θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κή σπου­δή τῶν θρη­ σκει­ῶν, ἤ ἡ «Ἱ­στο­ρί­α Θρη­σκευ­μά­των», χρη­σι­μο­ποι­ών­τας δι­ά­φο­ρες πε­ρι­ο­χές γνώ­σης καί με­θο­δο­λο­γί­ες, συλ­λέ­γει ἀν­τί­στοι­χα δε­δο­μέ­να ὥ­στε νά προ­σφέ­ρει μιά ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη, κα­θο­λι­κή, πε­ρι­ε­κτι­κή εἰ­κό­να μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης.  Ἕ­νας τό­σο εὐ­ρύς καί πο­λύ­πλευ­ρος χῶ­ρος γνώ­σης δέν ἀ­φή­νει πε­ρι­θώ­ρια «σύγ­κρι­σης» καί ἀ­ξι­ο­λό­γη­σης.  Ὁ ρό­λος τοῦ ἐ­ρευ­νη­τοῦ καί σπου­δα­στοῦ τῆς Θρη­σκεί­ας εἶ­ναι νά με­λε­ τᾶ τά σχε­τι­κά δε­δο­μέ­να μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης μέ ἀ­κρί­βεια, κρι­τι­κό πνεῦ­μα, εὐ­αι­σθη­σί­α καί δι­ά­κρι­ση πρός τό θρη­σκευ­τι­κό συ­ναί­ σθη­μα τῶν ἀν­θρώ­πων πού τή ζοῦν, καί νά προ­σπα­θεῖ νά κα­τα­νο­ή­σει τίς δι­ά­φο­ρες ἐκ­φάν­σεις καί τά φαι­νό­με­νά της μέ­σα στό δι­κό τους χῶ­ρο, ἀ­πό τήν πλευ­ρά πού τή ζοῦν καί τήν κα­τα­νο­οῦν οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς ἴ­διας αὐ­τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης – ὄ­χι κά­τω ἀ­πό τό πρί­σμα καί τά κρι­τή­ρια τῆς δι­κῆς του θρη­σκευ­τι­κῆς πί­στε­ως καί ἐμ­πει­ρί­ας, χω­ρίς αὐ­τά νά ἀ­πορ­ρί­πτον­ται ἤ νά κα­ταρ­γοῦν­ται. Ἡ «ἐ­πι­στή­μη» τῆς Θρη­σκεί­ας. Με­τά τήν ἀ­πόρ­ρι­ψη τῆς «Συγ­κρι­ τι­κῆς θρη­σκει­ο­λο­γί­ας» ἀ­να­ζη­τή­θη­κε μιά νέ­α ὀ­νο­μα­σί­α. Γερ­μα­νοί ἐ­πι­στή­μο­νες χρη­σι­μο­ποι­οῦν τήν ὀ­νο­μα­σί­α «ἐ­πι­στή­μη τῆς Θρη­σκεί­ας» (Re­l­i­g­i­o­n­s­w­i­s­s­e­n­s­c­h­a­ft) καί Γάλ­λοι συ­νά­δελ­φοί τους, «Θρη­σκευ­τι­κές ἐ­πι­στῆ­μες» (S­c­i­e­n­c­es R­e­l­i­g­i­e­u­s­es), ὀ­νο­μα­σί­ες οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή-ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἔ­ρευ­να τῆς Θρη­σκεί­ας.  Ἡ λέ­ξη ὅ­μως «ἐ­πι­στή­μη», ἤ «ἐ­πι­στῆ­μες», στίς Ἀγ­γλό­φω­νες χῶ­ρες τοῦ κό­ σμου ὑ­πο­δη­λώ­νει θε­τι­κές ἐ­πι­στῆ­μες, ὅ­πως τή Φυ­σι­κή, τή Χη­μεί­α, τή Βι­ο­λο­γί­α, καί ἐρ­γα­στη­ρια­κή, πει­ρα­μα­τι­κή με­θο­δο­λο­γί­α· κά­τι τό ὁ­ποῖ­ο δέν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται πρός τή θε­ώ­ρη­ση, τό πε­ρι­ε­χό­με­νο καί τή με­θο­δο­λο­γί­α τῆς σπου­δῆς τῆς Θρη­σκεί­ας.  Ἡ σπου­δή τῆς Θρη­σκεί­ 23


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

ας πε­ρι­έ­χει κά­ποι­α τέ­τοι­α δε­δο­μέ­να τά ὁ­ποῖ­α προ­έρ­χον­ται καί ἀ­παι­τοῦν ἐρ­γα­στη­ρια­κή-πει­ρα­μα­τι­κή-ἐμ­πει­ρι­κή θε­ώ­ρη­ση καί ἐ­πι­ βε­βαί­ω­ση, ὅ­πως, π.χ. ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κά καί πα­λαι­ο­γρα­φι­κά εὑ­ρή­μα­τα, ἤ ἀν­τι­κεί­με­να, ἤ ἱ­στο­ρι­κά στοι­χεῖ­α, ἀλ­λά αὐ­τά δέν ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ρά ἕ­να εἰ­δι­κό μέ­ρος μό­νο τῶν δε­δο­μέ­νων μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­ σης, καί ἐν­δι­α­φέ­ρουν με­ρι­κῶς τήν ἐ­πι­στή­μη τῆς Θρη­σκεί­ας.  Ἔ­τσι, μπο­ρεῖ κάποιος νά ἀ­πο­δεί­ξει σή­με­ρα μέ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά δε­δο­μέ­να καί με­θό­δους ὅ­τι κά­ποι­ο πρό­σω­πο μέ τό ὄ­νο­μα  Ἰ­η­σοῦς, ἤ Μω­ά­μεθ ἦ­ταν ἱ­στο­ρι­κό τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­ζη­σε σέ μιά ὁ­ρι­σμέ­νη ἐ­πο­χή καί σέ ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο χῶ­ρο.  Ἐ­κεῖ­νο πού δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­δεί­ξει μέ τά ἴ­δια αὐ­ τά δε­δο­μέ­να καί τήν ἴ­δια με­θο­δο­λο­γί­α εἶ­ναι ὅ­τι τό πρῶ­το ἦ­ταν ὁ ἔν­σαρ­κος λό­γος τοῦ Θε­οῦ, καί τό δεύ­τε­ρο προ­φή­της! Οἱ ἰδι­ό­τη­τες, ἤ «πραγ­μα­τι­κό­τη­τες» αὐ­τές ἀ­πο­τε­λοῦν ἕ­να ἄλ­λο, πο­λύ σύν­θε­το, θέ­μα τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει νά κά­νει μέ τό συ­νυ­πο­λο­γι­σμό ἄλ­λων στοι­χεί­ων καί δε­δο­μέ­νων, τά πε­ρισ­σό­τε­ρα τῶν ὁ­ποί­ων ἔ­χουν νά κά­νουν μέ τήν πί­στη (προ­σω­πι­κή, ἤ κοι­νω­νι­κή), τήν πα­ρά­δο­ση, μέ μιά μα­κρά ἐ­ξέ­ λι­ξη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐμ­πει­ρί­ας, καί μέ με­τα­φυ­σι­κές ἀ­ξί­ες.  Ἡ οὐ­σί­α καί τό νό­η­μα τῆς Θρη­σκεί­ας, ἤ τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, δέν μπο­ροῦν νά κα­τα­δει­χθοῦν μέ δε­δο­μέ­να σάν αὐ­τά νά ἦ­σαν «ἀν­τι­κεί­ με­να». Οὔ­τε πά­λι θρη­σκευ­τι­κά φαι­νό­με­να μπο­ροῦν νά ἀ­να­λυ­θοῦν ἐρ­γα­στη­ρια­κά καί νά γί­νουν ἀν­τι­κεί­με­να ἀ­να­το­μί­ας ὅ­πως γί­νε­ται μέ ἕ­να φυ­τό, ἕ­να ὀρ­γα­νι­σμό, ἕ­να φυ­σι­κό φαι­νό­με­νο, ἤ ἕ­να.­.. βά­τρα­χο!  Ἔ­τσι, στόν Ἀγ­γλό­φω­νο κό­σμο ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτή ἡ ὀ­νο­μα­σί­α «Ἱ­στο­ρί­α θρη­σκευ­μά­των» γιά νά ὑ­πο­δη­λώ­σει τήν ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κή, δια-ἐ­πι­στη­ μο­νι­κή θε­ώ­ρη­ση καί σπου­δή τῆς Θρη­σκεί­ας καί τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τήν ἔν­νοι­α καί τή με­θο­δο­λο­γί­α τῆς S­c­i­e­n­ce, δη­λα­δή τῶν φυ­σι­κῶν ἐ­πι­στη­μῶν. Στόν κλά­δο τῆς  Ἱ­στο­ρί­ας θρη­σκευ­μά­των ἡ  Ἱ­στο­ρί­α ἀ­πο­τε­λεῖ μό­νο μέ­ρος, καί μί­α μό­νο πε­ρι­ο­ χή γνω­στι­κοῦ τῆς Θρη­σκεί­ας, μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, ἤ ἑ­νός θρη­σκευ­τι­κοῦ φαι­νο­μέ­νου.  Ἡ  Ἱ­στο­ρί­α θρη­σκευ­μά­των εἶ­ναι πε­ρισ­σό­ τε­ρο ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­φή­γη­ση (s­t­o­ry) μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, πα­ρά ἡ ἔκ­θε­ση τῆς ψυ­χρῆς  Ἱ­στο­ρί­ας της. Θρη­σκεί­α καί θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις.  Ὁ ἀ­να­γνώ­στης θά ἔ­χει πα­ρα­τη­ρή­σει μέ­χρι στιγ­μῆς ὅ­τι ἀν­τί τή λέ­ξη «θρη­σκεῖ­ες» (μέ μι­κρό θ, καί στόν πλη­θυν­τι­κό) ἔ­χω χρη­σι­μο­ποι­ή­σει συ­νή­θως τίς ἐκ­φρά­σεις «θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις», «θρη­σκευ­τι­κές κοι­νό­τη­τες», ἤ «θρη­ 24


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

σκευ­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες». Αὐ­τές εἶ­ναι, ἴ­σως, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κρι­βεῖς ἐκ­ φρά­σεις.  Ὑ­πάρ­χει με­γά­λη δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στίς λέ­ξεις «Θρη­σκεί­α» (μέ κε­φα­λαῖ­ο, καί στόν ἑ­νι­κό) καί «θρη­σκεῖ­ες» (μέ μι­κρό καί/ἤ ὄ­χι στόν πλη­θυν­τι­κό). Στήν  Ἑλ­λη­νι­κή ὑ­πάρ­χουν προ­σφυ­ῶς δύ­ο λέ­ξεις, «Θρη­σκεί­α» καί «θρή­σκευ­μα».  Ἡ κα­τά­λη­ξη -μα στό οὐ­σι­α­στι­κό προσ­δί­δει τήν ἔν­νοι­α τοῦ καρ­ποῦ, ἤ τῆς ἔκ­φρα­σης τοῦ πρώ­του: Θρη­ σκεί­α εἶ­ναι τό ἐ­σώ­τε­ρο καί οὐ­σι­α­στι­κό ὑ­πό­βα­θρο, ἤ τό πε­ρι­ε­χό­με­νο, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο πη­γά­ζει καί ἐκ­φρά­ζε­ται μιά θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, ἤ ἕ­να θρή­σκευ­μα . Σέ ἄλ­λες γλῶσ­σες, ἤ πο­λι­τι­σμούς, «Θρη­σκεί­α» δέν ὑ­πάρ­χει κἄν ὡς λέ­ξη ἤ ἔν­νοι­α· καί αὐ­τό εἶ­ναι πο­λύ ση­μαν­τι­κό. Στά Ἀ­ρα­βι­κά, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, ἡ ἔν­νοι­α τῆς «Θρη­σκεί­ας» ἀ­πο­ δί­δε­ται μέ τή λέ­ξη d­in, ἡ ὁ­ποί­α στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ση­μαί­νει, συμ­ πε­ρι­φο­ρά, ἔκ­φρα­ση, τρό­πος ζω­ῆς σέ σχέ­ση (ἀλ­λά ὄ­χι ἀ­πα­ραί­τη­τα) μέ κά­τι πέ­ραν τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δι­ά­στα­σης, ὅ­πως τό θεῖ­ον. Με­ρι­κές μά­λι­στα θρη­σκεῖ­ες δέν συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νουν κἄν τή λέ­ξη ἤ τήν ἔν­νοι­α «Θε­ός», ἤ θε­ό­τη­τας στό λε­ξι­κό τους! Ἔ­τσι, ἕ­νας ἀ­πό­λυ­τα πα­ρα­δε­κτός ὁ­ρι­σμός τῆς Θρη­σκεί­ας πα­ρα­ μέ­νει ἀ­κό­μη ἀ­νοι­χτό θέ­μα γιά τούς θρη­σκει­ο­λό­γους. Μιά γε­νι­κή πάν­τως καί εὐ­ρέ­ως ἀ­πο­δε­κτή ἀρ­χή εἶ­ναι ὅ­τι ἡ θρη­σκεί­α εἶ­ναι αὐ­τό πού ἔ­χει νά κά­νει μέ τή σχέ­ση ἀν­θρώ­που καί θεί­ου, ἤ τοῦ «Ἄλ­λου».  Ὁ κοι­νω­νι­ο­λό­γος P­e­t­er L. B­e­r­g­er σέ ἕ­να πα­ράρ­τη­μα πε­ρί «Κοι­νω­νι­ο­ λο­γι­κῶν ὁ­ρι­σμῶν τῆς Θρη­σκεί­ας» ἀ­να­λύ­ει δι­ά­φο­ρες προ­τά­σεις τίς ὁ­ποῖ­ες ἔ­χουν προ­τεί­νει ἄλ­λοι ἐ­πι­στή­μο­νες («πα­τριά­ρχες», θά ἔ­λε­γε κάποιος, τῆς σπου­δῆς τῆς Θρη­σκεί­ας), ὅ­πως ὁ M­ax M­ü­l­l­er, E­d­w­a­rd T­y­l­or, M­ax W­e­b­er, E­m­i­le D­u­r­k­h­e­im, T­h­o­m­as L­u­c­k­m­a­nn, ἤ ὁ R­u­d­o­lf O­t­to.  Ὁ ἴ­διος ὅ­μως ἀ­πο­φεύ­γει ἀ­πό­λυ­τους καί συγ­κε­κρι­μέ­νους ὁ­ρι­ σμούς. Προ­τι­μά­ει μᾶλ­λον πλα­τιές, κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κές ἐκ­φρά­σεις γιά τόν ὅ­ρο «Θρη­σκεί­α» ὡς ἕ­να «πα­ναν­θρώ­πι­νο σύμ­παν ἐν­νοι­ῶν», τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ὁ­ποί­ας ἐμ­πε­ρι­έ­χει τήν ἐν­δό­μυ­χη ἀν­θρώ­πι­νη δί­ψα γιά ἕ­ναν κό­σμο ὄν­τως συγ­γε­νή καί φι­λι­κό πρός τόν ἄν­θρω­πο, ἀ­να­ζω­ο­γο­ νού­με­νον ἀ­πό μιά τέ­τοι­α δύ­να­μη.  Ὁ­μο­λο­γεῖ δέ ὁ B­e­r­g­er ὅ­τι σέ τε­λι­κή .

Βλέ­πε ἐ­πί­σης πολ­λα­πλά ἄλ­λα τέ­τοι­α πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τήν  Ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα, ὅ­πως: θε­ω­ρί­α-θε­ώ­ρη­μα, ἐ­πί­δο­ση-ἐ­πί­δο­μα, ἐ­πι­χεί­ρη­ση-ἐ­πι­χεί­ρη­μα, βo­υ­λή-βo­ύ­ λευ­μα, νo­θεί­α-νό­θευ­μα, πε­ρίσ­σεια-πε­ρίσ­σευ­μα, ἐμ­πό­ριo-ἐμ­πό­ρευ­μα, πo­λι­τεί­απo­λί­τευ­μα, βί­oς-βί­ω­μα, νό­η­ση-νό­η­μα, καί πλεῖ­στα ἄλ­λα.

25


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

ἀ­νά­λυ­ση ἕ­νας ὁ­ρι­σμός τῆς Θρη­σκεί­ας ἔ­χει νά κά­νει μέ τή δι­ά­θε­ση, τήν αἴ­σθη­ση, ἤ τή .­.. «γεύ­ση» (de g­e­s­t­i­b­us) τοῦ κα­θε­νός!   Ἕ­νας ὁ­ρι­σμός ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει γί­νει δε­κτός ἀ­πό μιά ση­μαν­τι­κή με­ρί­δα ἐ­πι­στη­μό­νων στή Βό­ρει­ο Ἀ­με­ρι­κή εἶ­ναι αὐ­τός τοῦ Γερ­μα­νοῦ θε­ο­λό­γου P­a­ul T­i­l­l­i­ch (1886-1965). Γιά τόν T­i­l­l­i­ch Θρη­σκεί­α εἶ­ναι αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ον συ­νέ­χει ἀ­πό­λυ­τα τόν ἄν­θρω­πο καί ἀ­πο­τε­λεῖ τή βά­ση τῆς ὕ­παρ­ξής του (t­he g­r­o­u­nd of b­e­i­ng). Αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ον συ­νέ­χει ἀ­πό­λυ­τα τόν ἄν­θρω­πο (t­he u­l­t­i­m­a­te c­o­n­c­e­rn) ἀ­να­φέ­ρε­ται καί ἔ­χει ἴ­σως νά κά­νει, κα­τά τόν T­i­l­l­i­ch, μέ τόν ἴ­διο τόν ἄν­θρω­πο· ἀλ­λά στίς πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, ἄν ὄ­χι σέ ὅ­λες, ἔ­χει νά κά­νει μέ κά­ποι­ον ἤ κά­τι τό ὁ­ποῖ­ον εἶ­ναι ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ καί κα­θ’ ὁ­λο­κλη­ρί­αν «ἄλ­λο» (t­he w­h­o­l­ly o­t­h­er)! Ἀλ­λά αὐ­τό τό ἐν­τε­λῶς, κα­θο­κλη­ρί­αν καί ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ «ἄλ­λο» δέν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τα ἕ­να  Ὄν, ἤ  Ὤν, ὅ­πως οἱ θε­ϊ­στι­κές-μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ, Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καί  Ἰσ­λάμ ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται ὡς τό Θε­ό. Ἡ Θρη­σκεί­α, λοι­πόν, εἶ­ναι κά­τι ἀ­φάν­τα­στα εὐ­ρύ, ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δύ­ σκο­λο νά ἐκ­φρα­στεῖ μέ λέ­ξεις καί ἀ­δύ­να­τον νά πε­ρι­ο­ρι­στεῖ σέ κα­θο­ λι­κά ἀ­πο­δε­κτούς ὁ­ρι­σμούς. Εἶ­ναι ὅ­μως «κά­τι» τό ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ νά με­λε­τη­θεῖ καί νά τό προ­σεγ­γί­σει κάποιος μέ­σα ἀ­πό θρη­σκεύ­μα­τα, θρη­σκευ­τι­κά φαι­νό­με­να καί ἐκ­φάν­σεις αὐ­τῶν. Τήν ἔν­νοι­α τῆς Θρη­ σκεί­ας δέν μπο­ρεῖ νά τή συλ­λά­βει κάποιος ἀ­φη­ρη­μέ­να, στό κε­νό, χω­ρίς ἐκ­φάν­σεις, ἐκ­φρά­σεις, συγ­κε­κρι­μέ­να φαι­νό­με­να, θρη­σκευ­τι­κές κοι­νό­τη­τες καί πα­ρα­δό­σεις, καί μά­λι­στα στόν πλη­θυν­τι­κό, ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ. Παίρ­νει κάποιος μιά αἴ­σθη­ση τῆς Θρη­σκεί­ας πα­ρα­τη­ ρών­τας, με­λε­τών­τας, καί ἀ­να­λύ­ον­τας, θρη­σκευ­τι­κά φαι­νό­με­να καί θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις.  Ἡ Θρη­σκεί­α ἀ­πο­τε­λεῖ πο­λυ­σύν­θε­τη καί πο­λυ­δι­ά­στα­στη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.  Ἡ προ­σέγ­γι­ση καί ἡ με­λέ­τη της συ­νι­στοῦν, καί ἀ­παι­τοῦν, πλα­τιά, ἀν­τι­κει­με­νι­κή, ὀ­ξυ­δερ­κή δι­ά­θε­ση, καί πο­λυ­σχι­δή ἄ­σκη­ση. Ὁ δι­ά­λο­γος πε­ρί τῆς ἔν­νοι­ας τῆς Θρη­σκεί­ας καί τῆς με­θο­δο­λο­γί­ας (ἤ μᾶλ­λον με­θο­δο­λο­γι­ῶν) σπου­δῆς της ὑ­πῆρ­ξε ἔν­το­νος διά μέ­σου τῆς ἱ­στο­ρί­ας, καί τοῦ πιό ἄ­με­σου πα­ρόν­τος. Με­τα­ξύ τῶν πιό γνω­στῶν ὀ­νο­μά­των πρω­τερ­γα­τῶν αὐ­τοῦ τοῦ δι­α­λό­γου κα­τά τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες εἶ­ναι αὐ­τά τῶν M­i­r­c­ea E­l­i­a­de, R­a­f­f­a­e­le P­e­t­t­a­z­z­o­ni, G. V­an d­er L­e­ew, J­o­a­h­im W­a­ch, C. J. B­l­e­e­k­er, J. M. K­i­t­a­g­a­wa, E. J. J­u­r­gi, W. B. . B­e­r­g­er (1990), σσ. 175, 177.

26


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

K­r­i­s­t­e­n­s­en, G­eo W­i­d­e­n­g­r­en, A. B­a­u­s­a­ni, καί W­i­l­f­r­ed C­a­n­t­w­e­ll S­m­i­th. Κά­τω ἀ­πό τά ὀ­νό­μα­τα αὐ­τά μπο­ρεῖ κάποιος νά βρεῖ πολ­λα­πλούς τίτ­λους καί πε­ραι­τέ­ρω βι­βλι­ο­γρα­φί­α σέ Πα­νε­πι­στη­μια­κές καί δη­μό­ σι­ες βι­βλι­ο­θῆ­κες. Τά Πρα­κτι­κά τῶν Κογ­κρέ­σων τῆς Δι­ε­θνοῦς  Ἑ­ται­ ρεί­ας τῆς  Ἱ­στο­ρί­ας Θρη­σκευ­μά­των (I­n­t­e­r­n­a­t­i­o­n­al A­s­s­o­c­i­a­t­i­on f­or t­he H­i­s­t­o­ry of R­e­l­i­g­i­o­ns), κα­θώς καί τά πε­ρι­ο­δι­κά N­u­m­en καί H­i­s­t­o­ry of R­e­l­i­g­i­o­ns εἶ­ναι με­ρι­κά ἀ­πό τά ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­να ὄρ­γα­να στά ὁ­ποῖ­α μπο­ ρεῖ νά βρεῖ κάποιος ἐ­κτε­νεῖς συ­ζη­τή­σεις καί ἀ­να­λύ­σεις θε­ω­ρη­τι­κῶν καί με­θο­δο­λο­γι­κῶν θε­μά­των πε­ρί τῆς  Ἱ­στο­ρί­ας Θρη­σκευ­μά­των. Με­ ρι­κά ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κά ἄρ­θρα ἐ­πί με­θο­δο­λο­γι­κῶν θε­μά­των ἔ­χουν πε­ρι­λη­φθεῖ στό συλ­λε­κτι­κό τό­μο T­he H­i­s­t­o­ry of R­e­l­i­g­i­o­ns. E­s­s­a­ys in M­e­t­h­o­d­o­l­o­gy τόν ὁ­ποῖ­ον ἔ­χει φρον­τί­σει ἐκ­δο­τι­κά ὁ γνω­στός Ρου­μᾶ­νος θρη­σκει­ο­λό­γος M­i­r­c­ea E­l­i­a­de. Προ­βλῆ­τες ἀ­πό­πλου.  Ἕ­να βι­βλί­ο τό ὁ­ποῖ­ον ἔ­χει ἐκ­φρά­σει μέ εὔ­πε­πτο τρό­πο τίς ἀρ­χές καί τούς καρ­πούς τῆς  Ἱ­στο­ρί­ας Θρη­σκευ­ μά­των εἶ­ναι αὐ­τό τοῦ H­u­s­t­on S­m­i­th, R­e­l­i­g­i­o­ns of M­an (1964), ἀ­να­ θε­ω­ρη­μέ­νο μέ τόν τίτ­λο T­he W­o­r­l­d­’s R­e­l­i­g­i­o­ns (1991). Ἀρ­χι­κά ὡς Πα­νε­πι­στη­μια­κό ἐγ­χει­ρί­διο ἐκ­δε­δο­μέ­νο τό 1958, ἔ­χον­τας ἀ­πό τό­τε γνω­ρί­σει πολ­λα­πλές ἐκ­δό­σεις καί ἀ­να­τυ­πώ­σεις, ἔ­χει ἀ­να­θρέ­ψει γε­ νε­ές φοι­τη­τῶν καί σκε­πτό­με­νων ἀ­να­γνω­στῶν πρός τήν εὐ­αί­σθη­τη προ­σέγ­γι­ση καί σπου­δή τῶν θρη­σκει­ῶν. Γεν­νη­μέ­νος στήν Κί­να τό 1919, σπου­δα­σμέ­νος στήν Ἀ­με­ρι­κή, καί πο­λυ­γρα­φό­τα­τος συγ­γρα­φέ­ ας, ὁ H­u­s­t­on S­m­i­th ἔ­χει ὑ­πη­ρε­τή­σει ὡς Κα­θη­γη­τής Φι­λο­σο­φί­ας καί Θρη­σκεί­ας στά Πα­νε­πι­στή­μια τοῦ C­o­l­o­r­a­do, τῆς W­a­s­h­i­n­g­t­on, καί στό S­y­r­a­c­u­se U­n­i­v­e­r­s­i­ty. Εἶ­ναι  ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­τι τά πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νια δί­δα­ξε σέ ἕ­να κα­τε­ξο­χήν τε­χνο­λο­γι­κό Πα­νε­πι­στή­μιο, στό M­a­s­­s­a­c­h­u­s­e­t­ts I­n­s­t­i­t­u­te of T­e­c­h­n­o­l­o­gy στή Βο­στώ­νη, φη­μι­σμέ­νο ὅ­μως γιά τά Τμή­μα­τα ἀν­θρω­πι­στι­κῶν σπου­δῶν καί  ἰ­δι­αί­τε­ρα τό Τμῆ­μα Φι­λο­σο­φί­ας! Μιά ἐν­τε­λῶς ξέ­νη γιά μᾶς νο­ο­τρο­πί­α.­.. Στό Εἰ­σα­γω­γι­ κό του κε­φά­λαι­ο μέ τίτ­λο «Ση­μεῖ­ο ἀ­να­χώ­ρη­σης» ὁ H­u­s­t­on S­m­i­th δι­α­γρά­φει ὁ­ρι­σμέ­νες βα­σι­κές θε­ω­ρη­τι­κές ἀρ­χές (με­ρι­κές ἀ­πό αὐ­τές ἴ­σως ἰδε­α­λι­στι­κές) γιά τή σπου­δή τῶν θρη­σκευ­μά­των, τίς ὁ­ποῖ­ες ἀ­ξί­ ζει νά ἐ­πα­να­λά­βουμε ἐ­δῶ. Κα­τά τόν H­u­s­t­on S­m­i­th γιά νά σπου­δά­σει κάποιος τίς θρη­σκεῖ­ ες τοῦ κό­σμου ἀ­παι­τεῖ­ται πρῶ­τα νά ἀ­να­γνω­ρί­σει ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λοι λα­οί στόν κό­σμο· αὐ­τό τό τό­σο ἁ­πλό καί ἀ­πο­λύ­τως εὐ­νό­η­το! 27


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Ρί­χνον­τας μιά μα­τιά στόν πλα­νή­τη ἀ­να­γνω­ρί­ζει κάποιος ὅ­τι εἶ­ναι μέ­λος μιᾶς κοι­νω­νί­ας ἀν­θρώ­πων ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως ἔ­χει καί κά­ποι­α θρη­ σκευ­τι­κή δι­ά­στα­ση καί ταυ­τό­τη­τα.  Ὅ­σο στρέ­φε­ται καί ἐ­ξε­τά­ζει τίς δι­κές του θρη­σκευ­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες, τό­σο ἀ­πο­κτᾶ συ­νεί­δη­ση τῶν θρη­ σκευ­τι­κῶν πε­ποι­θή­σε­ων καί ὁ­ρα­μα­τι­σμῶν τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων, καί εὐ­αι­σθη­το­ποι­εῖ­ται πρός αὐ­τές.  Ἡ σπου­δή τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων δέν προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀ­θέ­τη­ση τῶν δι­κῶν του θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων καί πε­ποι­θή­σε­ων, ἤ συμ­βι­βα­σμό· τό ἀν­τί­θε­το!  Ἕ­νας ἄν­θρω­πος μέ θρη­σκευ­τι­κές εὐ­αι­σθη­σί­ες βρί­σκε­ται σέ πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέ­ση νά ἀ­να­γνω­ρί­σει, νά κα­τα­νο­ή­σει, νά ἐ­κτι­μή­ σει καί νά με­λε­τή­σει θρη­σκευ­τι­κά φαι­νό­με­να καί ἐμ­πει­ρί­ες – πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­ποι­ον ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν ἔ­χει εὐ­αι­σθη­σί­α, ἤ προ­σω­πι­ κή ἐμ­πει­ρί­α σέ θέ­μα­τα Θρη­σκεί­ας.  Ἡ πρώ­τη ἀρ­χή ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι νά ἀ­να­γνω­ρί­σει κάποιος καί νά θέ­λει νά μά­θει γιά τήν πί­στη καί τίς ἀ­ξί­ες ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων. Ἡ δεύ­τε­ρη ἀρ­χή, κα­τά τόν H­u­s­t­on S­m­i­th, εἶ­ναι νά δούμε τούς ἄλ­ λους (ἤ, καί τούς ἄλ­λους) ὡς ἀ­να­ζη­τη­τές τοῦ Θε­οῦ οἱ ὁ­ποῖ­οι στρέ­φουν τά μά­τια καί τή φω­νή τους πρός τό θεῖ­ον.  Ἡ ἔκ­φρα­ση «ἀ­να­ζη­τη­τές τοῦ Θε­οῦ» ἐ­πι­δέ­χε­ται ἴ­σως ἀμ­φι­σβή­τη­ση κα­θό­τι, ὅ­πως εἴ­πα­με, δέν προ­ϋ­πο­θέ­τουν ὅ­λες οἱ θρη­σκεῖ­ες πί­στη σέ Θε­ό, καί μά­λι­στα σέ ἕ­να Θε­ό.  Ἑ­πο­μέ­νως ἡ ἀρ­χή αὐ­τή, ὅ­πως δι­α­τυ­πώ­νε­ται, ἴ­σως νά μή ἔ­χει ἐ­φαρ­μο­γή καί νά μή συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους.  Ἡ πρό­θε­σή της ὅ­μως εἶ­ναι σα­φής: ὅ­τι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση κι­νεῖ­ται καί ἕλ­κε­ται μέ τόν ἕ­να ἤ τόν ἄλ­λο τρό­πο πρός καί ἀ­πό μιά δύ­να­μη, ἕ­να κα­θ’ ὁ­λο­κλη­ρί­αν «ἄλ­λο» (t­he w­h­o­l­ly o­t­h­er) πέ­ραν τῆς δι­κῆς του ὕ­παρ­ ξης, στό ὁ­ποῖ­ον ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἐ­να­πο­θέ­σει τό εἶ­ναι του. Ἡ τρί­τη ἀρ­χή εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­τό πού σπου­δά­ζει κάποιος ὡς μιά θρη­ σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἕ­να, καί πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο, μέ­ρος τοῦ ὅ­λου της. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις ἔ­χουν μα­κρά ἱ­στο­ρί­α ὕ­παρ­ξης, καί κα­μιά ἀ­πό αὐ­τές δέν εἶ­ναι κά­τι μο­νο­λι­θι­κό. Καθεμί­α ἐκ­φρά­ζε­ται μέ ποι­κι­λί­α μορ­φῶν καί ἐκ­φάν­σε­ων, μέ­σα ἀ­πό δι­ά­φο­ρα ἱ­στο­ρι­κά καί πο­λι­τι­στι­κά δε­δο­μέ­να. Ἄς δεῖ κάποιος, γιά πα­ρά­δειγ­μα, μέ πό­σες δι­α­φο­ρε­τι­κές ἐκ­κλη­σί­ες, πα­ρα­δό­σεις, ὁ­μο­ λο­γί­ες, πο­λι­τι­στι­κές καί γε­ω­γρα­φι­κές ἰδι­ο­συγ­κρα­σί­ες ἐκ­φρά­ζε­ται ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός! Σέ δι­ά­φο­ρους βαθ­μούς τό ἴ­διο ἰ­σχύ­ει γιά ὅ­λες τίς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις τοῦ πλα­νή­τη. Τά θρη­σκεύ­μα­τα εἶ­ναι ζῶ­σες 28


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

πραγ­μα­τι­κό­τη­τες, βι­ώ­μα­τα καί ἐμ­πει­ρί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες ἐκ­φρά­ζουν καί ἑρ­μη­νεύ­ουν ζων­τα­νοί ἄν­θρω­ποι· ἀ­πο­τε­λοῦν, ἑ­πο­μέ­νως, ἀν­τι­κεί­με­να τρο­πῆς καί ἑρ­μη­νεί­ας. Γιά νά συ­νο­ψί­σει κάποιος. Τρεῖς βα­σι­κές ἀρ­χές καί προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἀ­παι­τοῦν­ται γιά νά ξε­κι­νή­σει τήν ἔ­ρευ­να μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­ δο­σης: πρῶ­τον, ὡς πο­λί­της μιᾶς οἰ­κου­με­νι­κῆς κοι­νό­τη­τας νά θέ­λει νά δεῖ καί νά ἀ­πο­κτή­σει ἐ­πί­γνω­ση τοῦ κό­σμου στόν ὁ­ποῖ­ον ζεῖ· δεύ­ τε­ρον, νά ἀ­να­γνω­ρί­σει ὅ­τι ἡ Θρη­σκεί­α εἶ­ναι δο­μι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χεῖ­ο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης – ἕ­να ἀ­πό τά ἐν­το­νό­τε­ρα καί βα­θύ­τε­ ρα, ἄν ὄ­χι τό ἐν­το­νό­τε­ρο καί βα­θύ­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χεῖ­ο· καί τρί­τον, σάν φαι­νό­με­νο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς ἡ Θρη­σκεί­α ἐκ­φρά­ζε­ται μέ μί­α πλη­θώ­ρα μορ­φῶν καί ἐκ­φάν­σε­ων.  Ἐ­πει­δή ἡ Θρη­σκεί­α εἶ­ναι κά­τι τό­σο βα­θύ καί πο­λυ­δι­ά­στα­το, πρέ­πει νά συμ­βι­βα­στούμε μέ τήν ἰδέ­α ὅ­τι ἡ με­λέ­τη καί ἡ ἔ­ρευ­να μιᾶς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο πολ­λῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, ἀ­πο­τε­λεῖ ἔρ­γο ζω­ῆς, δια­ρκοῦς καί ἐ­πί­πο­νης πα­ρα­τή­ρη­σης, ἀ­να­δί­φη­σης καί μό­χθου. Πρέ­πει, ἐ­πί­σης, νά ἀ­πο­δε­χθεῖ τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ κα­τα­νό­η­ση τῆς οὐ­σί­ ας τῆς Θρη­σκεί­ας αὐ­τῆς κα­θαυ­τήν ξε­περ­νᾶ καί ξε­φεύ­γει ἀ­πό τή δυ­ να­τό­τη­τα καί τή λο­γι­κή τοῦ ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἐ­ρευ­νη­τῆ. Πα­ρό­λα αὐ­τά μιά τέ­τοι­α ἐ­να­σχό­λη­ση συμ­βάλ­λει ἀ­φάν­τα­στα στήν κα­τα­νό­η­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου εἶ­ναι καί τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας, καί ἐμ­πλου­τί­ζει βα­θύ­τα­τα τήν αὐ­το­γνω­σί­α τοῦ με­λε­τη­τή. Κα­λό τα­ξί­δι!  Ἡ σπου­δή τῆς Θρη­σκεί­ας γε­νι­κά καί τῶν θρη­σκευ­ τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να γο­η­τευ­τι­κό, προ­κλη­τι­κό το­μέ­α σπου­δῶν καί γνώ­σης μέ τε­ρά­στι­ες δι­α­νο­η­τι­κές καί πνευ­μα­τι­κές ἀ­μοι­βές. Συ­νε­παίρ­νει καί ἀ­πο­γει­ώ­νει. Εἶ­ναι μιά ἐ­ξε­λι­κτι­κή πο­ρεί­α, ἕ­να τα­ξί­δι (στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἕ­να μα­κρύ τα­ξί­δι), μέ ὅ­λες τίς προ­κλή­σεις, τούς κιν­δύ­νους, τόν ἐν­θου­σια­σμό καί τή συγ­κί­νη­ση τά ὁ­ποῖ­α ἐ­νέ­χει ἕ­να τα­ξί­δι.  Ἡ σπου­δή τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ, Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καί  Ἰσ­λάμ, τρι­ῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων μέ βα­θι­ές ρί­ζες, κοι­νά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, ἀλ­λά καί πο­λύ δι­α­κρι­τές καί οὐ­σι­α­στι­κές δι­α­φο­ρές, ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να  ἰ­δι­αί­τε­ρα προ­κλη­τι­κό, καί ἀ­ναγ­καῖ­ο γιά τήν ἐ­πο­χή μας τα­ξί­δι. Καί οἱ τρεῖς τους ἔ­χουν δι­α­μορ­φώ­σει τήν ἱ­στο­ρί­α, τήν προ­σω­ πι­κό­τη­τα, τήν ὑ­φή καί τόν πο­λι­τι­σμό τοῦ Με­σο­α­να­το­λι­κοῦ καί τοῦ λε­γο­μέ­νου «Δυ­τι­κοῦ» κό­σμου. Σέ ἕ­να πο­λύ με­γά­λο πο­σο­στό ἔ­χουν δι­α­μορ­φώ­σει, καί συ­νε­χί­ζουν νά δι­α­μορ­φώ­νουν, τή δι­κή μας ζω­ή! 29


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Στό κά­λε­σμα τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τό Θε­ό, «Ἀ­δάμ ποῦ εἶ;» (Γέν. 3:9), ἴ­σως νά βρί­σκε­ται καί μιά ἐν­το­λή μιᾶς δι­κῆς μας ἀ­να­ζή­τη­σης τοῦ Θε­οῦ, τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, καί τοῦ συ­ναν­θρώ­που μας.  Ἴ­σως μπο­ρέ­σει ὁ κα­θέ­νας νά κά­νει αὐ­τήν τήν ἀ­να­ζή­τη­ση μέ­σα ἀ­πό τήν πο­λυ­δαί­δα­λη καί πυ­κνό­φυλ­λη πα­ρά­δο­σή του, καί ἀ­πό αὐ­τήν τοῦ ἄλ­λου.  Ἡ σπου­ δή τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ, τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καί τοῦ  Ἰσ­λάμ ἀ­πο­τε­λεῖ μιά κά­ποι­α ἀ­πό­πει­ρα ἀ­να­κά­λυ­ψης τοῦ ἴ­διου τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας καί τῆς ταυ­τό­τη­τός μας, ἀλ­λά καί τοῦ κοι­νοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ.

30


1 ΤΟ ΜΟ­ΝΟ­ΘΕ­Ϊ­ΣΤΙ­ΚΟ ΦΑΙ­ΝΟ­ΜΕ­ΝΟ

Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, Χρι­στι­α­νι­σμός,  Ἰσ­λάμ: Θε­με­λια­κά, κοι­νά καί δι­α­κρι­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά

Ἐ­άν, ὅ­πως ὑ­παι­νι­χθή­κα­με πρω­τύ­τε­ρα, ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός

καί τό  Ἰσ­λάμ ξε­φυ­τρώ­νουν ἀ­πό τήν ἴ­δια ρί­ζα, καί  Ἰ­ου­δαῖ­οι, Χρι­στια­νοί καί Μου­σουλ­μά­νοι εἶ­ναι «σπέρ­μα Ἀ­βρα­άμ» , για­τί τό­τε εἶ­ναι τό­σο δι­α­φο­ ρε­τι­κοί, για­τί ὑ­πάρ­χει τό­ση ἔν­τα­ση ἀ­νά­με­σά τους, καί για­τί ἡ μνεί­α καί μό­νο αὐ­τῶν μα­ζί δη­μι­ουρ­γεῖ δυ­σφο­ρί­α καί ἀν­τί­δρα­ση; Εἶ­ναι, νο­μί­ζω, τά δι­α­κρι­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἀ­νά­με­σά τους τά ὁ­ποῖ­α τούς κά­νουν τό­σο δι­α­ φο­ρε­τι­κούς καί τούς το­πο­θε­τοῦν σέ ἀν­τί­θε­τα καί ἀν­τί­πα­λα στρα­τό­πε­δα. Εἶ­ναι ὅ­μως αὐ­τά τά δι­α­κρι­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αὐ­τά τά ἴ­δια τά ὁ­ποῖ­α κά­ νουν κά­θε θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση αὐ­τό πού εἶ­ναι στήν οὐ­σί­α της; Μέ ἄλ­λα λό­για, εἶ­ναι τά στοι­χεῖ­α ἐ­κεῖ­να τά ὁ­ποῖ­α τόν δι­α­χω­ρί­ζουν ἀ­πό τό Χρι­στι­α­ νι­σμό καί τό  Ἰσ­λάμ αὐ­τά καί μό­νο πού ὁ­ρί­ζουν, γιά πα­ρά­δειγ­μα, τί εἶ­ναι ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός στήν οὐ­σί­α του; Ποι­ά εἶ­ναι με­ρι­κά ἀ­πό τά στοι­χεῖ­α ἐ­κεῖ­να τά ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι οὐ­σι­ώ­δη γιά τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό καί τά ὁ­ποῖ­α συμ­βαί­νει νά εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί τῶν δύ­ο ἄλ­λων θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, τά ὁ­ποῖ­α κα­μιά ἀ­πό τίς τρεῖς δέν μπο­ρεῖ νά ἀρ­νη­θεῖ γιά τόν ἑ­αυ­τό της, ἔ­στω καί ἄν ἡ κα­θεμί­α ἀ­πό αὐ­τές δέν τά βλέ­πει ἤ δέν θέ­λει νά τά ἀ­να­γνω­ρί­σει στίς δύ­ο ἄλ­λες πα­ρα­δό­σεις;  Ἐ­άν ὄν­τως ὑ­πάρ­χουν τέ­τοι­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κοι­νά στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, Χρι­στι­α­νι­σμό καί  Ἰσ­λάμ τά ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι θε­με­λι­ώ­δη καί οὐ­σι­ώ­δη, εἶ­ναι πο­λύ ση­μαν­τι­κό νά τά προσ­δι­ο­ρί­σει καί νά τά ἀ­να­γνω­ρί­σει κάποιος, ἀλ­λι­ῶς μπο­ρεῖ νά πα­ρα­βλέ­ψει μιά τό­σο ση­μαν­τι­κή συγ­γέ­νεια καί, τό χει­ρό­τε­ρο, τά  ἰ­δι­αί­τε­ρα ξε­χω­ρι­στά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς κα­θεμί­ας. Σέ μιά . Βλέ­πε Πα­ρα­λει­πο­μέ­νων Β΄ 20:7, Ψαλμ. 104 (105):6, Ἠ­σα­ΐ­ας 41:8,  Ἰ­ω. 8:33, 37, Ρωμ. 11:1,  Ἑ­βρ. 2:16.

31


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

πρώ­τη μα­τιά δι­α­πι­στώ­νουμε τά ἑ­ξῆς θε­με­λι­ώ­δη, δο­μι­κά, κοι­νά στοι­χεῖ­α, τά ὁ­ποῖ­α χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τίς τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις:

Θε­ο­κεν­τρι­κά θρη­σκεύ­μα­τα Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός καί τό  Ἰσ­λάμ εἶ­ναι πρώ­τι­στα «θε­ϊ­στι­κά», ἤ μᾶλ­λον θε­ο­κεν­τρι­κά, θρη­σκεύ­μα­τα καί πα­ρα­δό­σεις. Βα­σί­ζον­ται καί προ­ ϋ­πο­θέ­τουν πί­στη σέ Θε­ό! Τά ἐ­πί­θε­τα αὐ­τά ἐμ­πε­ρι­έ­χουν τήν  Ἑλ­λη­νι­κή λέ­ξη Θε­ός ἀ­πό τήν ὁ­ποί­αν ἔ­χει προ­κύ­ψει σει­ρά ἄλ­λων συ­να­φῶν ὅ­ρων, ὅ­πως θε­ ο­γνω­σί­α (ἡ γνώ­ση σύμ­φω­να μέ τό πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ), Θε­ο­λο­γί­α (ὀ­νο­μα­σί­α γιά τή σπου­δή τῆς δογ­μα­τι­κῆς πί­στε­ως τῆς καθεμιᾶς) καί θε­ο­λό­γος (γιά τόν ἐ­ρευ­νη­τή ἤ ἐν­τρυ­φόν­τα στά θέ­μα­τα αὐ­τά), θε­ο­κρα­τί­α (ἡ ἔν­νοι­α τῆς ἀ­πό­λυ­της κυ­ρι­αρ­χί­ας τοῦ Θε­οῦ σέ ὅ­λα τά θέ­μα­τα ζω­ῆς, ἀ­κό­μη καί τῆς δι­α­ χεί­ρη­σης τοῦ κρά­τους καί τῶν κα­θη­με­ρι­νῶν κο­σμι­κῶν ζη­τη­μά­των), θε­ο­μη­νί­α (ἔκ­φρα­ση τῆς μή­νης, ἤ «θυ­μοῦ», τοῦ θεί­ου), θε­ο­πνευ­στί­α καί θε­ό­πνευ­στος (ἡ ἔμ­πνευ­ση τήν ὁ­ποί­α πα­ρέ­χει ὁ Θε­ός στόν ἄν­θρω­πο), θε­ο­φα­νεί­α (τό φαι­ νό­με­νο τῆς ἐμ­φά­νι­σης καί ἐμ­πει­ρί­ας τοῦ θεί­ου), θε­ο­σέ­βεια (ὁ σε­βα­σμός καί τό δέ­ος πρός τό Θεό), καί πολ­λα­πλές ἄλ­λες λέ­ξεις καί ἐκ­φρά­σεις – κοι­νός τό­πος στό λε­ξι­λό­γιο τῆς καθεμιᾶς ἀ­πό τίς τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις.  Ὅ­σο καί ἄν προ­σπα­θή­σει κάποιος νά δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σει τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό ἀ­πό τό Χρι­στι­α­νι­σμό ἤ τό  Ἰσ­λάμ, τό Χρι­στι­α­νι­σμό ἀ­πό τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό ἤ τό  Ἰσ­ λάμ, καί τό  Ἰσ­λάμ ἀ­πό τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό ἤ τό Χρι­στι­α­νι­σμό, ὡς τε­λευ­ταῖ­ος πα­ρο­νο­μα­στής θά πα­ρα­μεί­νει τό γε­γο­νός τῆς ὕ­παρ­ξης Θε­οῦ, αὐ­τοῦ τοῦ «ἐν­τε­λῶς ἄλ­λου» τοῦ ὑ­πέρ­τα­του ὄν­τος τό ὁ­ποῖ­ο ὀ­νο­μά­ζουν Θε­ό, ὕ­παρ­ξη τήν ὁ­ποί­α οἱ τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις προ­ϋ­πο­θέ­τουν ὡς θε­μέ­λιο γιά τή δι­κή τους ὕ­παρ­ξη καί βά­ση τοῦ εἶ­ναι τους.  Ὅ­σο ἁ­πλό καί νά ἀ­κού­γε­ται, αὐ­τό εἶ­ναι τό πρῶ­το καί θε­με­λι­ῶ­δες, οὐ­σι­α­στι­κό, κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό! Κα­μιά ἀ­πό τίς τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις δέν  ἰσχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι ἔ­χει γνώ­ση καί ὅ­τι κα­τα­νο­εῖ τό Θε­ό, ἀ­πό­λυ­τα καί ὁ­ρι­στι­κά. Αὐ­τή ἡ «ἀ­γνω­σί­α» εἶ­ναι μέ­ρος τῆς κοι­νῆς τους πί­στε­ως στό Θε­ό!10 Καί οἱ τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές 10. Τό ση­μεῖ­ο αὐ­τό εἶ­ναι ἡ κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή νά ξε­κα­θα­ρί­σει κάποιος τό το­πί­ο καί νά κά­νει ἕ­να γε­νι­κό σχό­λιο γιά τό «γέ­νος» τοῦ Θε­οῦ· κα­τά πό­σον, δη­λα­δή, αὐ­τό εἶ­ναι ἀρ­σε­νι­κό, θη­λυ­κό, ἤ οὐ­δέ­τε­ρο – ἕ­να θέ­μα τό ὁ­ποῖ­ο στήν ἐ­πο­χή μας ἔ­χει γί­νει θέ­μα «πε­ρι­ε­κτι­κῆς» γλώσ­σας, καί ἀλλοιωθεῖ μέ­σα στή φε­μι­νι­στι­κή δι­α­μά­χη πε­ρί  ἰ­σό­τη­τας τῶν φύ­λων! Τό

32


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

πα­ρα­δό­σεις δέν ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ· τήν προ­ϋ­πο­θέ­τουν. Ἀ­πο­δέ­χον­ται τό γε­γο­νός τοῦ ἀ­νω­τά­του καί ἀ­πο­λύ­του αὐ­τοῦ  Ὄν­τος, χω­ρίς νά ἀ­μύ­νον­ται, νά δι­α­πλη­κτί­ζον­ται, ἤ νά κά­νουν τήν ἀ­πό­δει­ξη τῆς ὕ­παρ­ξής του προ­ϋ­πό­θε­ση ὁ­μο­λο­γί­ας τῆς πί­στε­ως τους. Καί κα­τά τίς τρεῖς θρη­σκευ­ τι­κές πα­ρα­δό­σεις, ὁ Θε­ός εἶ­ναι πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα μυ­στή­ριο, πέ­ρα ἀ­πό τήν ἀν­ θρώ­πι­νη κα­τα­νό­η­ση καί, συ­νε­πῶς, πέ­ρα ἀ­πό κά­θε ὀρ­θο­λο­γι­στι­κό χει­ρι­σμό καί πα­ρα­ποί­η­ση11. Τό ἀ­σύλ­λη­πτο  Ὄν. Μί­α ἀ­πό τίς ἐ­τυ­μο­λο­γί­ες τῆς λέ­ξης Θε­ός ἀ­να­γά­γει τή λέ­ξη στό ρῆ­μα θέ­ειν, «τρέ­χω».  Ὁ Θε­ός, ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι τό ὄν τό ὁ­ποῖ­ο «τρέ­χει» – ὡς ἀ­σύλ­λη­πτο στήν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή. Εἶ­ναι ὑ­περ­βα­τι­κός, παν­ τα­χοῦ πα­ρών, πέ­ραν κά­θε πε­ρι­ο­ρι­σμοῦ τό­που καί χρό­νου. Θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις ἔ­χουν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τέ­τοι­ες ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κές ἐκ­φρά­σεις, ὅ­πως «σῶ­μα», «πό­δες», «χεῖ­ρες», «ὦ­τα», ἤ «θρό­νους» κ.λπ. γιά τό Θε­ό, οἱ ὁ­ποῖ­ες ὅ­μως μέ κα­νέ­ναν τρό­πο δέν πε­ρι­γρά­φουν, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν ἅ­πτον­ται οὔ­τε ἐ­ξαν­τλοῦν, τήν οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ.  Ἔ­τσι, ὁ Θε­ός «τρέ­χει», δι­ό­τι ὑ­περ­βαί­νει τή λο­γι­κή καί ξε­φεύ­γει κά­θε ἀ­πό­πει­ρα τοῦ ἀν­θρώ­που νά τόν πε­ρι­ο­ρί­σει σέ τό­πο, χρό­νο, ἤ σχῆ­μα. «Γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι», γρά­φει ὁ  Ἰ­ω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός (π. 655-π. 750), ἕ­νας ἀ­πό τούς με­γα­λύ­ τε­ρους Πα­τέ­ρες τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς  Ἐκ­κλη­σί­ας Ἀ­να­το­λῆς καί Δύ­σης, «ἀλ­λά δέν ξέ­ρου­με τί εἶ­ναι». «Τό μό­νο πού γνω­ρί­ζου­με πε­ρί Θε­οῦ», συ­νε­χί­ζει ὁ Σύ­ρος Πα­τέ­ρας, «εἶ­ναι ἡ ἀ­γνω­σί­α του»! Θά κά­νου­με λό­γο πε­ρί τῆς ἀ­γνω­σί­ ας καί τοῦ ἀ­κα­τα­λή­πτου τοῦ Θε­οῦ στήν κά­θε θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση στά ἀ­νά­λο­γα ση­μεῖ­α. Αὐ­τό πού μπο­ροῦ­με νά ἐ­πα­να­λά­βου­με στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό εἶ­ναι ὅ­τι καί οἱ τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις προ­ϋ­πο­θέ­τουν τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ, καί πι­στεύ­ουν στό Θε­ό ὡς δη­μι­ουρ­γό καί αἰ­τί­α τῶν πάν­των. Αὐ­ ἄρ­θρο «ὁ» γιά τό Θε­ό (ὅ­πως καί γιά τόν «ἄν­θρω­πο») δέν ὑ­πο­δη­λώ­νει, πο­λύ δέ πε­ρισ­ σό­τε­ρο δέν ὁ­ρί­ζει, ἀρ­σε­νι­κό­τη­τα· κά­τι τέ­τοι­ο θά κα­τέ­λυ­ε τό γνῶ­φο καί τήν «ἀ­γνω­σί­α» τοῦ Θε­οῦ, τή βα­σι­κή ἀ­φε­τη­ρί­α τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ, τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, καί τοῦ  Ἰσ­λάμ.  Ἡ ἐ­πι­τή­ρη­ση τῆς θρη­σκεί­ας, καί μά­λι­στα τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πό τή γλῶσ­σα καί τή γραμ­μα­τι­κή (ἀ­πόρ­ροι­ες πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τας) ἀ­πο­τε­λεῖ σκό­πε­λο γιά τήν ἀν­θρώ­πι­νη αὐ­το­ γνω­σί­α, καί φραγ­μό πρός τή γνώ­ση καί τήν κα­τα­νό­η­ση. 11. Ἕ­να πρό­σφα­το βι­βλί­ο, γιά τό νό­η­μα καί τήν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Θε­οῦ ὅ­πως αὐ­τά ἐ­ξε­λί­χθη­καν στίς τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει προ­κα­λέ­σει ἔν­το­νο δι­ά­λο­γο εἶ­ναι αὐ­τό τῆς K­a­r­en A­r­m­s­t­r­o­ng, πρώ­ην Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς μο­να­χῆς (βι­ο­γρα­φί­α της, 1982), καί ἐν συ­νε­χεί­ᾳ κα­θη­γή­τριας στό  Ἑ­βρα­ϊ­κό Κολ­λέ­γιο, L­eo B­a­e­ck C­o­l­l­e­ge f­or t­he S­t­u­dy of J­u­d­a­­i­ sm, στήν Ἀγ­γλί­α.

33


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

τό εἶ­ναι ἕ­να θε­με­λια­κό, κρί­σι­μο καί οὐ­σι­ῶ­δες ση­μεῖ­ο σύγ­κλι­σης τῶν τρι­ῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων. Δι­αι­ρεῖ­ται ὁ Θε­ός; Τό πρα­κτι­κό συμ­πέ­ρα­σμα τό ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ νά ἐ­ξά­ γου­με ἀ­πό τήν προ­η­γού­με­νη ἑ­νό­τη­τα εἶ­ναι ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως πα­ρά­λο­γο καί ἀν­τι­φα­τι­κό νά θε­ω­ρεῖ κάποιος τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, τό Χρι­στι­α­νι­σμό καί τό  Ἰσ­λάμ ὡς τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις μέ πί­στη ἡ κα­θε­μιά σέ ἕ­να μέ­ρος, ἤ σέ δι­α­φο­ρε­τι­κό, ξε­χω­ρι­στό Θε­ό, ὅ­ταν μά­λι­στα πι­στεύ­ουν εἰς αὐ­τόν ὡς μό­νον, ὑ­περ­βα­τι­κό, δη­μι­ουρ­γό Θε­ό! Ἀ­κό­μη καί τέ­τοι­ες ἐκ­φρά­σεις, ὅ­πως «ὁ Θε­ός τῶν  Ἑ­βραί­ων», ἤ «ὁ Θε­ός τῶν Χρι­στια­νῶν», ἤ «ὁ Θε­ός τῶν Μου­ σουλ­μά­νων», σάν ὁ κά­θε Θε­ός νά ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κός, ἤ μέ­ρος τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι ἐκ­φρά­σεις λα­ϊ­κί­ζου­σες, λαν­θα­σμέ­νες, καί ἀ­πα­ρά­δε­κτες.  Ὅ­πως εἶ­ναι ἐ­ξί­σου ἀ­φε­λές νά νο­μί­ζει κάποιος ὅ­τι τά δι­ά­φο­ρα ὀ­νό­μα­τα πε­ρί Θε­οῦ, ὅ­πως, Y­a­h­w­eh, E­l­o­h­im, Θε­ός, A­l­l­ah ἀ­να­φέ­ρον­ται σέ δι­α­φο­ρε­τι­κούς θε­ούς!  Ὅ­ταν ὁ Γάλ­λος ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν D­i­eu, ὁ Ἄγ­γλος στόν G­od, ὁ  Ἱ­σπα­νός στόν D­i­os, ὁ Γερ­μα­νός στόν G­o­tt, ὁ Ρῶ­σος στόν B­og, ὁ  Ἕλ­λη­νας στό Θε­ό, ἀ­σφα­λῶς δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ κα­θέ­νας σέ δι­α­φο­ρε­τι­κό Θε­ό. Οἱ λέ­ξεις αὐ­τές ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν ἔν­νοι­α τοῦ Θε­οῦ, χω­ρίς νά πα­ρα­γνω­ρί­ζεται (ἰ­δί­ως ἀπό τόν πι­στό καί δι­εισ­δυ­τι­κό ἐ­ρευ­νη­τή) ἡ δι­α­φο­ρε­τι­κή καί κρί­σι­μη ἐμ­πει­ρί­α καί δογ­μα­τι­κή δι­α­τύ­πω­ση πε­ρί τῆς θε­ό­τη­τας ἀ­πό τήν κά­θε θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τόν κά­θε ἐ­πί μέ­ρους πι­στό!

Μο­νο­θε­ϊ­στι­κά θρη­σκεύ­μα­τα Οἱ τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς «θε­ϊ­στι­κές» (καί ἄλ­λα θρη­σκεύ­μα­τα πι­στεύ­ουν σέ θε­ό­τη­τες)· εἶ­ναι μο­νο­θε­ϊ­στι­κές.  Ἡ ἀν­τί­λη­ψη ὅ­τι οἱ τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις δι­δά­σκουν καί οἱ λα­οί τους πι­στεύ­ουν σέ «ἕ­να» Θε­ό ἀ­πο­τε­λεῖ ὑ­πε­ρα­πλού­στευ­ση τοῦ νο­ή­μα­τος τῆς λέ­ξης «μο­νο­ θε­ϊ­σμός». Τό πρῶ­το συν­θε­τι­κό τῆς λέ­ξης ἀ­παι­τεῖ ἀ­πο­σα­φή­νι­ση.  Ὅ­ταν ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός καί τό  Ἰσ­λάμ ἀ­να­φέ­ρον­ται στόν ἕ­να Θε­ό δέν ἀ­να­φέ­ρον­ται σέ κά­ποι­ο ὄν τό ὁ­ποῖ­ο δέν εἶ­ναι δύ­ο, ἤ τρεῖς, ἤ πε­ρισ­σό­τε­ροι, ἤ κά­τι λι­γό­τε­ρο, ἤ κα­νέ­να, ἀλ­λά στό ὄν τοῦ ὁ­ποί­ου τό εἶ­ναι εἶ­ναι πέ­ραν ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε, ἤ ὁ­τι­δή­πο­τε, ἕ­να! Τό «ἕ­να» πε­ρί Θε­οῦ δέν εἶ­ναι πο­σο­τι­κό, κά­τι τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­ριθ­μεῖ­ται, κά­τι πού μπο­ρεῖ νά νο­η­θεῖ, ἤ κά­τι πού σχε­τί­ζε­ ται μέ τό «ἕ­να» ἄλ­λων ὄν­των καί πραγ­μά­των, ὅ­πως «ἕ­να» βι­βλί­ο, «ἕ­νας» ἄν­θρω­πος, «μί­α» κα­ρέ­κλα!  Ὁ Θε­ός δέν ὁ­μο­λο­γεῖ­ται ὡς «ἕ­νας» μέ αὐ­τήν 34


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

τήν ἔν­νοι­α.  Ἐ­άν ὁ Θε­ός ἦ­ταν «ἕ­νας» μέ τήν ἴ­δια, ἤ πα­ρό­μοι­α, ἔν­νοι­α τό­τε θά ἦ­ταν ἴ­διος, ἤ πα­ρό­μοι­ος, μέ ὅ­λα τά ἄλ­λα ὄν­τα καί πράγ­μα­τα, τοὐ­λά­χι­ στον ὡς πρός τήν ἔν­νοι­α καί ἰδι­ό­τη­τα τοῦ «ἑ­νός», ἔ­στω καί ἄν δι­έ­φε­ρε σέ ὅ­λα τά ἄλ­λα. Ἐν­τε­λῶς «ἄλ­λος». Στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, Χρι­στι­α­νι­σμό καί  Ἰσ­λάμ ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἄλ­λος. Καί αὐ­τή ἀ­κό­μη ἡ πε­ρί «ἑ­νός» ἔν­νοι­α εἶ­ναι σ’ αὐ­τόν ἐν­τε­λῶς ἄλ­λη.  Ἐ­πιπλέ­ον πρέ­πει νά ξέ­ρου­με ὅ­τι ὅ,τι βλέ­που­με καί θε­ω­ροῦ­ με ὡς ἕ­να, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αὐ­τό εἶ­ναι κά­τι σύν­θε­το. Πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, ἕ­να βι­βλί­ο γιά νά εἶ­ναι βι­βλί­ο πρέ­πει νά φέ­ρει ἐ­ξώ­φυλ­λο, σε­λί­δες, γράμ­μα­τα, κε­φά­λαι­α, πα­ρα­γρά­φους, γραμ­μές, καί δι­ά­φο­ρα ἄλ­λα χα­ρα­κτη­ ρι­στι­κά στοι­χεῖ­α.  Ὅ­λα αὐ­τά μα­ζί δί­νουν τήν ἔν­νοι­α τοῦ (ἑ­νός) βι­βλί­ου.  Ὁ Θε­ός δέν εἶ­ναι «ἕ­νας» μέ αὐ­τή τήν ἔν­νοι­α. Στίς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές πα­ρα­δό­σεις ὁ Θε­ός δέν εἶ­ναι κά­ποι­ο σύν­θε­το ὄν, ἀλ­λά ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἁ­πλό­τη­τα καί μο­νό­τη­ τα. Πα­ρα­μέ­νει ἑ­πο­μέ­νως πέ­ραν ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε ἀ­νά­λυ­σης, ἤ σύν­θε­σης· εἶ­ναι μο­να­δι­κός, μό­νος. Εἶ­ναι ὑ­π’ αὐ­τήν τήν ἔν­νοι­α πού στό μο­νο­θε­ϊ­σμό ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἕ­νας· ὄ­χι τό ἀν­τί­θε­το. Δη­λα­δή, ὁ Θε­ός εἶ­ναι μο­να­δι­κός ὄ­χι ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἕ­νας (δι­ό­τι πολ­λοί καί πολ­λά εἶ­ναι ἕ­να), ἀλ­λά εἶ­ναι ἕ­νας ἐ­πει­δή εἶ­ναι μο­να­ δι­κός!  Ὁ Ὠ­ρι­γέ­νης μι­λών­τας γιά τό Θε­ό χρη­σι­μο­ποι­εῖ οὐ­σι­α­στι­κά μᾶλ­λον πα­ρά ἐ­πί­θε­τα: μο­νάς καί ἑ­νάς12. Τό ἴ­διο καί τό Κο­ρά­νιο τό ὁ­ποῖ­ο μι­λά­ει πε­ρί ἑ­νό­τη­τας (t­a­w­h­īd) τοῦ Θε­οῦ (σού­ρα 121): «Ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἑ­νό­τη­τα (t­a­w­ h­īd) .­.. καί τί­πο­τε δέν εἶ­ναι σάν αὐ­τόν», ἤ τί­πο­τε δέν μπο­ρεῖ νά συγ­κρι­θεῖ μέ αὐ­τόν· αὐ­τό τόν κά­νει ἕ­να. Μό­νος. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό, καί γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη ἔμ­φα­ση καί κα­λύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση τῆς ἔν­νοι­ας «μο­νο­θε­ϊ­σμός», εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά ἀ­να­φερ­θοῦ­με σέ δύ­ο ἄλ­λους κοι­νούς ὅ­ρους, πο­λυ­θε­ϊ­σμό καί ἑ­νο­θε­ϊ­σμό, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πί­σης ἔ­χουν νά κά­νουν μέ «θε­ϊ­στι­κές» θρη­σκεῖ­ες.  Ἡ λέ­ξη πο­λυ­θε­ϊ­σμός, ἤ πο­λυ­ θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες, ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ πα­ρα­δό­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες πι­στεύ­ουν στήν ὕ­παρ­ξη θε­ο­τή­των. Συ­νή­θως αὐ­τές ταυ­τί­ζον­ται μέ δι­ά­φο­ρες ἀ­ό­ρα­τες δυ­νά­ μεις, κα­τα­στά­σεις (ὅ­πως ἡ ὀρ­γή, ἡ τύ­χη, ἡ εὐ­μά­ρεια, ὁ ἔ­ρω­τας), ἤ φυ­σι­κά φαι­νό­με­να (ὅ­πως ὁ ἥ­λιος, ἡ σε­λή­νη, ἡ γῆ, οἱ πο­τα­μοί, τά βου­νά) κ.ἄ.  Ἡ λέ­ξη ἑ­νο­θε­ϊ­σμός ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες πι­στεύ­ουν στήν ὕ­παρ­ξη δι­α­φό­ρων θε­ο­τή­των οἱ ὁ­ποῖ­ες μα­ζί ἀ­πο­τε­λοῦν πάν­θε­ο μέ κά­ποι­α ἀρ­χι­αι­ρε­σί­α θε­ο­τή­των, ἔ­χον­τας ἕ­να πα­τέ­ρα θε­ό στήν κο­ρυ­φή τῆς πυ­ρα­μί­δας. Στό πάν­θε­ο αὐ­τό ὅ­λες οἱ θε­ό­τη­τες εἶ­ναι γιοί, ἤ θυ­γα­τέ­ρες, τοῦ 12. Πε­ρί ἀρ­χῶν, Ι, 1,6 (A.N.F.).

35


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

ἀ­νω­τά­του αὐ­τοῦ θε­οῦ, καί συν­δέ­ον­ται με­τα­ξύ τους μέ κά­ποι­ο δε­σμό «συγ­ γε­νεί­ας». Στό σχῆ­μα ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἑ­νό­τη­τα ἀλ­λά μιά τέ­τοι­α ἑ­νό­τη­τα δέν μπο­ρεῖ νά συγ­κρι­θεῖ μέ τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ μο­νο­θε­ϊ­σμοῦ. Στό ἑ­νο­θε­ϊ­σμό ὁ ἀ­νώ­ τα­τος θε­ός ἔ­χει με­τό­χους, καί ὑ­φι­στα­μέ­νους, δέν εἶ­ναι μό­νος καί πα­ρά τό γε­γο­νός ὅ­τι αὐ­τοί εἶ­ναι «ὑ­φι­στά­με­νοι» δέν παύ­ουν νά εἶ­ναι θε­οί οἱ ὁ­ποῖ­οι με­τέ­χουν κα­τά οὐ­σι­ώ­δη τρό­πο στό εἶ­ναι καί στή ζω­ή του. Στό μο­νο­θε­ϊ­σμό ἡ λέ­ξη μό­νος δη­λώ­νει ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἕ­νας καί ἁ­πλοῦς. Με­ρι­κοί μυ­στι­κοί μο­νο­θε­ϊ­στι­κῶν θρη­σκευ­μά­των, καί ὄ­χι μό­νον, ὤ­θη­σαν τήν ἔν­νοι­α τοῦ μό­νος στά ἄ­κρα γιά νά ποῦν ὅ­τι, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τί­πο­τε ἄλ­λο δέν ὑ­πάρ­χει πα­ρά μό­νο ὁ Θε­ός· ὅ­λα τά ἄλ­λα ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­πα­τη­λό­τη­τα, αὐ­ τα­πά­τη, ἤ ἀν­ταύ­γεια τῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ Θε­οῦ! Σέ ἀ­νά­λο­γα ση­μεῖ­α θά δοῦ­με πῶς ἡ καθεμί­α ἀ­πό τίς τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές πα­ρα­δό­σεις ἐκ­φρά­ζε­ται ὡς πρός τή μο­νό­τη­τα καί μο­να­δι­κό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ. Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός καί τό  Ἰσ­λάμ ἔ­χουν χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ ἀ­πό ἱ­στο­ρι­κούς θρη­ σκευ­μά­των ὡς πρω­το­ει­δής μο­νο­θε­ϊ­σμός, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο ξε­πή­δη­σε ἕ­νας ἄλ­λος τύ­πος μο­νο­θε­ϊ­σμοῦ στόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νή­κει ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός.  Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­ σμός θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἡ μη­τέ­ρα τοῦ μο­νο­θε­ϊ­σμοῦ. Οἱ πρό­γο­νοι τῶν  Ἰ­ου­δαί­ων ξέ­κο­ψαν ἀ­πό μί­α κοι­νω­νί­α μέ ἑ­νο­θε­ϊ­στι­κές πε­ποι­θή­σεις καί ἀ­πο­δέ­χτη­σαν τήν ὕ­παρ­ξη ἑ­νός Θε­οῦ ὡς αἰ­τί­ας καί δη­μι­ουρ­γοῦ τῶν πάν­των. Τό  Ἰσ­λάμ, ἐ­πί­σης, δι­α­τει­νό­με­νο ὅ­τι αὐ­τό καί μό­νον ἀ­πο­τε­λεῖ τόν ἀ­νό­θευ­το μο­νο­θε­ϊ­σμό καί τή συ­νέ­χεια τοῦ τρό­που ζω­ῆς τοῦ Ἀ­βρα­άμ (d­in I­b­r­a­h­im), κα­τα­τάσ­σε­ται σ’ αὐ­τόν τόν πρω­το­ει­δή μο­νο­θε­ϊ­σμό.  Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἔ­χει χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ ὡς δευ­τε­ρεύ­ων μο­νο­θε­ϊ­σμός, ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α ὅ­τι ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τόν ἀρ­χέ­γο­νο, πρω­το­ει­δή, μο­νο­θε­ϊ­σμό ἀλ­λά τόν ἐ­πε­κτεί­νει μι­λών­τας πε­ρί προ­σώ­πων στή μί­α καί μο­να­δι­κή οὐ­σι­ώ­δη Θε­ό­τη­τα.  Ὄν­τως ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­πέ­ κτα­ση, ἤ μᾶλ­λον ὑ­πέρ­βα­ση, τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ, χω­ρίς νά ἀ­πο­κό­πτε­ται ἀ­πό τήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή αὐ­τή βά­ση.  Ὁ  Ἰ­η­σοῦς ἦ­ταν  Ἰ­ου­δαῖ­ος.  Ὅ­πως ὁ ἴ­διος τό­νι­σε, δέν ἦλ­θε γιά νά κα­ταρ­γή­σει «τόν Νό­μο ἤ τούς Προ­φή­τας» (καί θά δοῦ­με ποιό εἶ­ναι τό συγ­κε­κρι­μέ­νο καί ἁ­πτό νό­η­μα αὐ­τοῦ τοῦ προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ), ἀλ­ λά γιά νά τούς ἐκ­πλη­ρώ­σει. Αὐ­τό πού οἱ Χρι­στια­νοί ὀ­νο­μά­ζουν «Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη» εἶ­ναι ἡ  Ἑ­βρα­ϊ­κή T­o­r­ah, τό σύ­νο­λο τοῦ γρα­πτοῦ Νό­μου, ἤ ἡ  Ἰ­ου­δα­ ϊ­κή Γρα­φή. Χω­ρίς τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη δέ βγά­ζει νό­η­μα ὡς Γρα­φή, οὔ­τε ἀ­πο­τε­λεῖ Και­νή Δι­α­θή­κη ὡς ἐμ­πει­ρί­α καί βί­ω­μα. Γιά τήν κα­τα­νό­η­ση καί τήν ἐ­κτί­μη­σή του ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἀ­παι­τεῖ τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ. Με­ρι­κοί μά­λι­στα ἐ­πι­στή­μο­νες ἔ­χουν πά­ει λί­γο παραπέ­ρα δι­α­τει­νό­με­νοι (ὄ­χι χω­ρίς κά­ποι­α ἱ­στο­ρι­κή αἰ­τι­ο­λο­γί­α, ἀλ­λά στη­ρι­ζό­με­νοι 36


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

μό­νο σέ ἐ­ξω­τε­ρι­κά, θε­σμι­κά, στοι­χεῖ­α) ὅ­τι ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἄρ­χι­σε νά ἐ­ξε­ λίσ­σε­ται ὡς αὐ­τό­νο­μη καί ἀ­νε­ξάρ­τη­τη θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, μέ τά δι­κά του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά (Γρα­φή, δο­μή, λα­τρεί­α, δι­οί­κη­ση, δόγ­μα, πρά­ξη, τέ­χνη κλπ.) μό­νον ἀ­πό τίς ἀρ­χές τοῦ τε­τάρ­του αἰ­ώ­να.  Ὄν­τως, οἱ τρεῖς πρῶ­τοι αἰ­ ῶ­νες τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ ἀ­πο­τε­λοῦν πε­ρί­ο­δο κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἡ Χρι­στι­α­νι­κή κοι­νό­τη­τα ἦ­ταν ὑ­πό ἐ­ξέ­λι­ξη, ἀ­να­πτύσ­σον­τας τή δι­κή της αὐ­το­γνω­σί­α καί ὡ­ρι­μά­ζον­τας ὡς αὐ­τό­νο­μη θρη­σκευ­τι­κή κοι­νό­τη­τα, σα­φῶς δι­α­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη ἀ­πό τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό. Στήν ἱ­στο­ρί­α καί ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ μο­νο­θε­ϊ­στι­κοῦ φαι­νο­μέ­ νου μπο­ροῦμε νά δοῦμε καί τό  Ἰσ­λάμ ὡς μί­α ρι­ζο­σπα­στι­κή ἐ­πά­νο­δο στόν πρω­το­ει­δή μο­νο­θε­ϊ­σμό, ἤ μᾶλ­λον στό δυ­να­μι­κό μο­νο­θε­ϊ­σμό, τήν ἀ­πό­λυ­τη αὐ­θεν­τί­α καί ἐ­πι­κρά­τεια ἑ­νός ἀ­πό­λυ­τα μό­νου Θε­οῦ.

Θρη­σκεύ­μα­τα ἀ­πο­κά­λυ­ψης Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός καί τό  Ἰσ­λάμ εἶ­ναι θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­ σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες βα­σί­ζον­ται στήν ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Τί ἐν­νο­οῦ­με μέ αὐ­τό;  Ἐ­φό­σον ὁ Θε­ός εἶ­ναι μό­νος, μο­να­δι­κός, ὑ­περ­βα­τι­κός, «ἄ­γνω­στος», ἀ­κα­τα­νό­η­τος στήν οὐ­σί­α του, τί­θε­ται τό ἐ­ρώ­τη­μα: πῶς οἱ θρη­σκευ­τι­κές αὐ­τές κοι­νό­τη­ τες καί πα­ρα­δό­σεις, μι­λοῦν γι’ αὐ­τόν τό Θεό, ἤ μπο­ροῦν νά δι­α­τεί­νον­ται ὅ­τι τόν ξέ­ρουν, ἤ ὅ­τι ἐκ­φρά­ζουν τήν ἀ­λή­θεια πε­ρί τοῦ Θε­οῦ;  Ἡ ἀ­πάν­τη­ση βρί­σκε­ται στό ὅ­τι καί οἱ τρεῖς δι­α­τεί­νον­ται ὅ­τι ὅ,τι κα­τέ­χουν δέν τό ἔ­χουν ἐ­φεύ­ρει ἀλ­λά τό ἔ­χουν λά­βει μέ­σῳ ἀ­πο­κά­λυ­ψης. Καί αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να τρί­το, βα­σι­κό καί οὐ­σι­α­στι­κό, κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῶν τρι­ῶν αὐ­τῶν μο­ νο­θε­ϊ­στι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων. Ἀ­πο­κά­λυ­ψη ση­μαί­νει πα­ρο­χή, χο­ρή­γη­ση, δω­ρε­ά ἐκ μέ­ρους αὐ­τοῦ τοῦ Θε­οῦ, ὄ­χι ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­φεύ­ρε­ση ἤ ὑ­πό­θε­ση.  Ἡ ἀ­λή­θεια μιᾶς ἀ­πο­κε­κα­λυμ­μέ­νης θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης βα­σί­ζε­ται στήν πί­στη ὅ­τι ὁ Θε­ός ὁ ἴ­διος ἀ­πο­κά­λυ­ψε τόν ἑ­αυ­τό του καί ἐ­πέ­τρε­ψε νά γί­νει «γνω­στός» καί ἐμ­πει­ρι­κά ἐ­φι­κτός στόν ἄν­θρω­πο, ἔ­στω καί «ἐν ἐ­σό­πτρῳ».  Ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός ἐ­πι­τρέ­πει καί ἀ­πο-κα­λύ­πτει μιά φευ­γα­λέ­α μα­τιά στό μυ­στή­ριο τῆς ὕ­παρ­ξης καί τοῦ θέ­λη­μα­τός του. Τήν ἐγ­γύ­η­ση γνη­σι­ό­τη­τας καί αὐ­θεν­τι­κό­ τη­τας τῆς ἀ­λή­θειας στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, Χρι­στι­α­νι­σμό καί  Ἰσ­λάμ ἐ­ξα­σφα­λί­ζει αὐ­τή ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Μέ­χρις αὐ­τοῦ τοῦ ση­μεί­ου ἔ­χου­με ση­μει­ώ­σει μί­α ση­μαν­τι­κή σύγ­κλι­ση τῶν τρι­ῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων σέ τρί­α βα­σι­κά θέ­μα­τα. Τό πρό­βλη­ μα δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ὅ­ταν καί οἱ τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις δη­λώ­νουν 37


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

πί­στη στόν ἕ­ναν καί μό­νο Θε­ό, καί ὅ­τι εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να ἀ­πο­κε­κα­λυμ­μέ­νες θρη­σκεῖ­ες! Τί λέ­ει αὐ­τό πε­ρί τοῦ Θε­οῦ καί τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψής του, ἤ πό­σο πι­στευ­τή μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ὅ­ταν δι­α­φο­ρές, ἤ δι­ά­στα­ση καί ἐ­χθρό­τη­τα, ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀ­νά­με­σα στίς τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις; Μή­ πως ἡ οὐ­σι­α­στι­κή δι­α­φο­ρά βρί­σκε­ται στήν ἔν­νοι­α τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης, ἤ στόν τρό­πο τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης; Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς μπο­ρεῖ νά δι­α­κρί­νουμε τήν οὐ­σι­ώ­δη, καί καί­ρια, ἀ­πό­κλι­ση τῶν τρι­ῶν μο­νο­θε­ϊ­στι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων τῆς μιᾶς ἀ­πό τήν ἄλ­λη. Ἱ­στο­ρί­α. Σύμ­φω­να μέ τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό ὁ Θε­ός ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε, ἔ­γι­νε γνω­στός, μέ­σῳ τῆς  Ἱ­στο­ρί­ας.  Ὁ ἀ­πε­ρί­γρα­πτος καί ἀ­πε­ρι­νό­η­τος Θε­ός ὡς δη­μι­ουρ­γός τοῦ Σύμ­παν­τος εἶ­ναι ὁ κύ­ριος τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας καί ἡ αἰ­τί­α τῆς  Ἱ­στο­ρί­ας. Μέ τή δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ ὑ­λι­κοῦ κό­σμου μπῆ­κε ἡ ἀλ­λα­γή, καί μέ­σῳ τῆς ἀλ­λα­γῆς ὁ χρό­νος, καί μέ­σῳ τοῦ χρό­νου ἡ  Ἱ­στο­ρί­α.  Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α καί ἡ  Ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι τό ἀ­νοι­χτό βι­βλί­ο τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­πο­κα­λύ­πτει τό Θε­ό. Μέ­σα ἀ­πό τήν  Ἱ­στο­ρί­α μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά δι­α­κρί­νει καί νά ση­μει­ώ­σει τά μη­νύ­μα­ τα τοῦ Θε­οῦ.  Ὁ χρό­νος καί ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς ζω­ῆς, κα­τά τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, δέν πρέ­πει νά ἀ­φή­νον­ται ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τα ὡς ἄ­σχε­τα πρός τήν πα­ρου­σί­α καί τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Γιά τούς  Ἑ­βραί­ους, ἰδι­αί­τε­ρα ἡ μα­κρά γε­μά­τη γε­γο­νό­ τα ἱ­στο­ρί­α τους, πλού­σια σέ ἐμ­πει­ρί­ες, εἶ­ναι ση­μαν­τι­κή.  Ἐ­φό­σον μά­λι­στα, ὅ­πως πι­στεύ­ουν, ὁ Θε­ός ἐ­πέ­λε­ξε τό λα­ό τους, τό  Ἰσ­ρα­ήλ, νά εἶ­ναι δι­κός του λα­ός μέ­σῳ τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ὑ­πό­λοι­πη ἀν­θρω­πό­τη­τα θά πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ πε­ρί τοῦ Θε­οῦ καί θά ὁ­δη­γη­θεῖ πρός αὐ­τόν, ἡ ἱ­στο­ρί­α αὐ­τοῦ τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­ νου λα­οῦ δέν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρά μί­α δια­ρκής ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ.  Ὄν­τας δέ ὁ Θε­ός, ὁ κα­τε­ξο­χήν ἅ­γιος, ὁ ἔμ­πρα­κτα καί οὐ­σι­α­στι­κά ἐ­νερ­γός καί συμ­πλε­κό­με­νος μέ τήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή ἱ­στο­ρί­α, ἡ  Ἱ­στο­ρί­α γε­νι­κά καί ἡ ἱ­στο­ ρί­α τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ εἰ­δι­κό­τε­ρα, εἶ­ναι ἱ­ε­ρή ἱ­στο­ρί­α (h­e­i­l­s­g­e­s­c­h­i­c­h­te) καί ἱ­στο­ρί­α ἁ­γι­ό­τη­τας.  Ἡ  Ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι, κα­τά τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, ἡ ἀ­ρέ­να τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης τοῦ Θε­οῦ. Ἐν­σάρ­κω­ση.  Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός δέ­χε­ται τή δη­μι­ουρ­γί­α καί τήν  Ἱ­στο­ρί­α ὡς μέ­σον ἀ­πο­κά­λυ­ψης, ἀλ­λά τά βλέ­πει αὐ­τά ὡς φυ­σι­κά, ἔμ­με­σα, εἰ­σα­γω­γι­κά καί παι­δα­γω­γι­κά, δεῖ­κτες πρός τό Θε­ό, πρίν ἀ­πό μί­α ἀ­πευ­θεί­ας καί ἄ­με­ση ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ.  Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός βλέ­πει τόν ἄν­θρω­πο ὄ­χι ἁ­πλῶς ὡς πα­ρα­τη­ρη­τή καί δέ­κτη, ἀλ­λά ὡς συγ­κοι­νω­νό καί μέ­το­χο τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης τοῦ Θε­οῦ. Στόν Χρι­στι­α­νι­σμό ἀ­πο­κά­λυ­ψη δέν ση­μαί­νει τό­σο νο­η­σι­αρ­χι­κή γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ θε­λή­μα­τός του, ὅ­σο σχέ­ση καί συμ­με­το­χή στό γε­ γο­νός τοῦ Θε­οῦ, κα­τά τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς σχέ­σης τοῦ πρω­ταρ­χι­κοῦ, κα­τ’ 38


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

εἰ­κό­να καί ὁ­μοί­ω­ση Θε­οῦ Ἀ­δάμ, μέ τό Θε­ό δη­μι­ουρ­γό. Κα­τά τό Χρι­στι­α­νι­ σμό, ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δή ἡ δη­μι­ουρ­γι­κή δύ­να­μη, σο­φί­α καί ἔκ­φρα­ση τοῦ Θε­οῦ (τόν ὁ­ποῖ­ον ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός γιά νά δεί­ξει τήν ταυ­τό­τη­τα οὐ­σί­ας τόν ἀ­πο­κα­λεῖ πα­ρα­στα­τι­κά «Υἱ­όν» γιά τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ Θε­ός δη­μι­ούρ­γη­σε τά πάν­τα), αὐ­τός «ὁ Λό­γος σάρξ ἐ­γέ­νε­το, καί ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν» (Ἰ­ω. 1:14) ὡς τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος, ἀ­να­και­νί­ζον­τας ἔ­τσι τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση με­τά τήν πτώ­ση της. Με­γά­λη καί πο­λύ­πλο­κη, ἀλ­λά νευ­ραλ­γι­κή πρό­τα­ση στή Χρι­στι­ α­νι­κή θέ­ση τοῦ τρό­που ἀ­πο­κά­λυ­ψης τοῦ Θε­οῦ.  Ὁ «Υἱ­ός» καί Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, στό πρό­σω­πο τοῦ  Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὄν­τας τῆς ἴ­διας οὐ­σί­ας μέ τό Θε­όδη­μι­ουρ­γό («Πα­τέ­ρα»­), ἀλ­λά ἔ­χον­τας ἀ­να­λά­βει στό πρό­σω­πό του ὅ­λη τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἀ­πο­κά­λυ­ψε μέ τή σάρ­κω­σή του, μέ τή ζω­ή του ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ, τό εἶ­ναι καί τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ μέ τό δι­κό του εἶ­ναι, μέ τό λό­γο, τίς πρά­ξεις, καί τό θέ­λη­μά του. Αὐ­τόν τόν ὁ­ποῖ­ον «οὐ­δεὶς ἐ­ώ­ρα­κεν πώ­πο­ τε», ἀ­πο­κά­λυ­ψε καί «ἐ­ξη­γή­σα­το» ἐ­κεῖ­νος (Ἰ­ω. 1:18)!  Ἔ­τσι, ἡ «γνώ­ση» τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης τοῦ Θε­οῦ στό Χρι­στι­α­νι­σμό ση­μαί­νει σχέ­ση καί συμ­με­το­χή τοῦ ἀν­θρώ­που στό γε­γο­νός τῆς σάρ­κω­σης τοῦ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ στό πρό­σω­ πο τοῦ  Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Προ­φη­τεί­α. Τό  Ἰσ­λάμ θε­ω­ρεῖ τόν  ἰ­σχυ­ρι­σμό τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ πε­ρί  Ἰ­ου­ δα­ϊ­κῆς ἱ­στο­ρί­ας καί ἐ­κλε­κτοῦ λα­οῦ ὡς πο­λύ στε­νά καί πε­ρι­ο­ρι­στι­κά μέ­σα ἀ­πο­κά­λυ­ψης· τόν δέ Χρι­στι­α­νι­κό ἰ­σχυ­ρι­σμό πε­ρί σαρ­κώ­σε­ως τοῦ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ στό πρό­σω­πο τοῦ  Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ὡς φαν­τα­στι­κό, ἄν ὄ­χι βλά­σφη­μο, μο­λο­νό­τι τό Κο­ρά­νιο ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν  Ἰ­η­σοῦ ὡς Λό­γο τοῦ Θε­οῦ, ἤ Λό­γο ἀ­πό τό Θε­ό (k­a­l­i­ma l’ I­l­l­ā­hi). Τό  Ἰσ­λάμ κη­ρύσ­σει ὅ­τι ὁ κα­τε­ξο­χήν μέ­γας (a­k­b­ar) καί ἀ­πρό­σι­τος Θε­ός ἀ­πο­κα­λύ­πτει τό θέ­λη­μά του (τό  Ἰσ­λάμ δέν μι­λά­ει τό­σο γιά τό εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ) μέ­σῳ ἀν­θρώ­πων-ἀ­πο­στό­λων του, ἤ «προ­φη­τῶν»13. Οἱ προ­φῆ­τες δέν εἶ­ναι ὑ­περ­φυ­σι­κά ὄν­τα τά ὁ­ποῖ­α ἐ­νερ­γοῦν αὐ­τό­νο­μα καί ἀ­φε­αυ­τῶν. Εἶ­ναι κοι­νοί ἄν­θρω­ποι, ἐ­κλε­κτοί τοῦ Θε­οῦ, μέ φω­τι­σμό Θε­οῦ, ἐν­τε­ταλ­μέ­νοι νά με­τα­φέ­ρουν τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς συγ­χρό­νους τους, καί στίς με­τέ­πει­τα γε­νε­ές. Οἱ προ­φῆ­τες εἶ­ναι τό «ἐ­πι­στό­μιο», θά ἔ­λε­γε κάποιος, τοῦ Θε­οῦ. Στό  Ἰσ­λάμ ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη εἶ­ναι κυ­ρί­ως κά­τι φρα­στι­κό. Κα­θό­λη τή διά­ρκεια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἱ­στο­ρί­ας, ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τοῦ πρώ­του ἀν­θρω­πί­νου ὄν­τος, τοῦ Ἀ­δάμ, ὁ Θε­ός ἔ­χει ἐ­πι­λέ­ξει γιά τήν κά­θε κοι­νό­τη­τα ἕ­να προ­φή­τη μέ­σῳ τοῦ ὁ­ποί­ου ἔ­χει ἀ­πο­κα­λύ­ψει τό θέ­λη­μά Του, στή γλῶσ­ 13. Ἡ λέ­ξη «προ­φή­της» ση­μαί­νει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἐ­κεῖ­νον πού μι­λά­ει ὄ­χι πρίν ἀ­πό γε­γο­νό­τα, ἀλ­λά κα­τ’ ἐ­πι­τα­γήν, ἤ ἐξ ὀ­νό­μα­τος (προ-φά­σκειν), τοῦ Θε­οῦ.

39


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

σα τῶν συγ­κε­κρι­μέ­νων ἀν­θρώ­πων, προ­ει­δο­ποι­ών­τας τους γιά τίς συ­νέ­πει­ες πα­ρά­βα­σής του. Σέ με­ρι­κούς ἀ­πό αὐ­τούς τούς προ­φῆ­τες ὁ Θε­ός ἀ­πο­κά­λυ­ ψε τό θέ­λη­μά του γρα­πτῶς καί αὐ­τοί ἄ­φη­σαν τό μή­νυ­μά τους σέ γρα­πτή μορ­φή.  Ἡ  Ἑ­βρα­ϊ­κή Βί­βλος, ὁ Νό­μος (T­o­r­ah) καί οἱ Ψαλ­μοί, κα­θώς καί τό Χρι­στι­α­νι­κό Εὐ­αγ­γέ­λιο εἶ­ναι, σύμ­φω­να μέ τό  Ἰσ­λάμ, θεῖ­ες γρα­φές καί μέ­ σα ἀ­πο­κά­λυ­ψης μέ­σῳ ἀν­τι­στοί­χων προ­φη­τῶν, τοῦ Μω­υ­σῆ, τοῦ Δαυ­ΐδ, καί τοῦ  Ἰ­η­σοῦ στούς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ός ἀ­πο­κά­λυ­ψε τό μή­νυ­μά του αὐ­τό. Τό­σο ὅ­μως οἱ  Ἑ­βραῖ­οι ὅ­σο καί οἱ Χρι­στια­νοί (τό  Ἰσ­λάμ κά­νει δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καί  Ἰ­ου­δαί­ων, ὅ­πως καί Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καί Χρι­στια­νῶν) δι­έ­φθει­ ραν τίς Γρα­φές τίς ὁ­ποῖ­ες τούς ἀ­πέ­στει­λε ὁ Θε­ός. Τό Κο­ρά­νιο (προ­φέ­ρε­ται Q­ur`ān, ὀ­νο­μα­σί­α ἡ ὁ­ποί­α κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ση­μαί­νει «Ἀ­παγ­γε­λί­α»­), ἡ ἀ­πο­κά­ λυ­ψη τήν ὁ­ποί­α πα­ρέ­δω­σε ὁ Θε­ός στό Μω­ά­μεθ, καί αὐ­τή προ­φο­ρι­κή, εἶ­ναι ἡ τε­λευ­ταί­α καί τέ­λεια «ἔκ­δο­ση» τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης τοῦ Θε­οῦ.  Ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λες Γρα­φές (κά­που 72 ἔ­χουν προσ­δι­ο­ρι­στεῖ), τίς ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἡ  Ἰσ­λα­μι­κή πα­ρά­δο­ση, ἀλ­λά ὅ­λες αὐ­τές τίς ἔ­χει ὑ­περ­κα­λύ­ψει ἡ τε­λευ­ταί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ στό Κο­ρά­νιο. Αὐ­τός πού θά προ­σπα­θή­σει νά δεῖ ἐ­πί­μο­να καί νά κα­τα­λά­βει σω­στά τήν κά­θε θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση μέ­σα ἀ­πό τή συγ­κε­κρι­μέ­νη αὐ­τή χα­ρα­μά­δα τοῦ τρό­που ἀ­πο­κά­λυ­ψης τοῦ Θε­οῦ, θά ἀν­τι­λη­φθεῖ καί τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ον ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ἡ καθεμί­α θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, τήν κοι­νή πη­γή τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης, δη­λα­δή τό Θε­ό, τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ μο­νο­θε­ϊ­σμοῦ, καί τά  ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ, τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καί τοῦ  Ἰσ­ λάμ, ὡς θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων καί κοι­νο­τή­των.

Βι­βλι­κά θρη­σκεύ­μα­τα Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός καί τό  Ἰσ­λάμ δι­α­τεί­νον­ται ὅ­τι κα­τέ­χουν τόν κώ­δι­κα τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης τοῦ Θε­οῦ πρός τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα, σέ γρα­πτή μορ­φή. Ἁ­γί­α Γρα­φή εἶ­ναι, λοι­πόν, στοι­χεῖ­ο κοι­νό καί καί­ριο καί στίς τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις. Εἶ­ναι ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ, μο­λο­νό­τι ἡ ἔκ­φρα­ση «λό­γος Θε­οῦ» ἔ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κό νό­η­μα, πε­ρι­ε­χό­με­νο καί ἐ­πι­πτώ­σεις σέ κά­θε πα­ρά­δο­ση.  Ἡ Γρα­φή τῆς κά­θε θρη­σκευ­τι­κῆς κοι­νό­τη­τας εἶ­ναι  ἰ­δι­αί­ τε­ρα δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό τίς ἄλ­λες ὡς πρός τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της, τά ὁ­ποῖ­α θά δοῦ­με στά οἰ­κεῖ­α κε­φά­λαι­α, ἀλ­λά κυ­ρί­ως στό θέ­μα τοῦ τί ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει.  Ὑ­πάρ­χει ἐ­πί­σης ση­μαν­τι­κή σχέ­ση στό Χρι­στι­α­νι­σμό καί 40


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

στό  Ἰσ­λάμ με­τα­ξύ τῆς κά­θε Γρα­φῆς πρός τήν προ­η­γού­με­νη ἤ, ὅ­πως στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ  Ἰσ­λάμ, πρός τίς δύ­ο προ­η­γού­με­νες. Ἡ Γρα­φή τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ ὀ­νο­μά­ζε­ται T­o­r­ah, λέ­ξη πού ση­μαί­νει κυ­ρι­ο­λε­ κτι­κά «σκό­πευ­ση στό­χου», ἤ «κα­τεύ­θυν­ση», ἤ «προ­σα­να­το­λι­σμός» ἤ, μέ τήν κοι­νή ἔν­νοι­α «Νό­μος», ὁ ὁ­ποῖ­ος βο­η­θᾶ στή σω­στή ἐ­πί­τευ­ξη τοῦ στό­χου.  Ἡ σω­στή κα­τα­νό­η­ση τῶν ὅ­ρων πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἡ κά­θε θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­ δο­ση γιά τή Γρα­φή της ἀ­πο­τε­λεῖ στοι­χεῖ­ο ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄ­νευ γιά τή σω­στή καί εἰς βά­θος κα­τα­νό­η­σή της. Στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό ἡ λέ­ξη «Νό­μος» πρέ­πει νά νο­η­θεῖ μέ τή δι­κή του, εὐ­ρεί­α, ἔν­νοι­α: εἶ­ναι ὁ κώ­δι­κας τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς ἱ­στο­ ρί­ας καί ἐμ­πει­ρί­ας ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐμ­πε­ρι­κλεί­ει καί ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἀ­πο­κά­λυ­ψη.  Ἡ T­o­r­ah δέν πε­ρι­έ­χει μό­νο νο­μο­θε­σί­α μέ τή στε­νή ἔν­νοι­α τῆς λέ­ξης τοῦ τί ἐ­πι­ τρέ­πε­ται καί τί ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ἱ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα, ἐμ­πει­ρί­ες καί ἰδε­ώ­δη κα­τα­στα­λαγ­μέ­να ἀ­πό τή Δι­α­θή­κη με­τα­ξύ Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­πων μέ­σα στή μα­κρά  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή ἱ­στο­ρί­α καί ζω­ή.  Ὅ­λα αὐ­τά μα­ζί ἀ­πο­τε­λοῦν γιά τόν πι­στό  Ἰ­ου­δαῖ­ο ὁ­δη­γό γιά νά ἐκ­πλη­ρώ­σει τίς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις του πρός τό Θε­ό καί τούς συ­ναν­θρώ­πους του. Γιά τόν  Ἰ­ου­δαῖ­ο ἡ T­o­r­ah δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς κά­ποι­α ἀρ­χαί­α Γρα­φή χα­ραγ­μέ­νη σέ πλά­κες, ἀλ­λά ἕ­να δι­α­χρο­νι­κό ζων­τα­ νό τε­κμή­ριο στό ὁ­ποῖ­ο κά­θε γε­νε­ά  Ἑ­βραί­ων κα­λεῖ­ται νά ἐν­τρυ­φή­σει, νά ἑρ­μη­νεύ­σει καί νά με­τα­φρά­σει σέ τρό­πο ζω­ῆς. Ἡ Χρι­στι­α­νι­κή Γρα­φή ὀ­νο­μά­ζε­ται «Εὐ­αγ­γέ­λιο», λέ­ξη πού ση­μαί­νει «κα­λή (χαρ­μό­συ­νη) ἀγ­γε­λί­α».  Ἡ ὀ­νο­μα­σί­α δέν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται μό­νο στά τέσ­σε­ρα πρῶ­τα βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ὅ­πως νο­μί­ζουν πολ­λοί, ἀλ­λά σέ ὅ­λη τή Χρι­στι­α­νι­κή Γρα­φή. Εἶ­ναι ὀ­νο­μα­σί­α πε­ρι­γρα­φι­κή τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­ νου καί τοῦ οὐ­σι­ώ­δους μη­νύ­μα­τος τῆς Γρα­φῆς αὐ­τῆς.  Ὁ πυ­ρή­νας τῆς κα­λῆς ἀγ­γε­λί­ας τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ εἶ­ναι ὅ­τι στό πρό­σω­πο τοῦ  Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ὁ Θε­ός-Λό­γος ἀ­νέ­λα­βε τήν πε­σμέ­νη ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, τήν ἀ­πο­κα­τέ­στη­σε στήν πρω­ταρ­χι­κή της κα­τά­στα­ση καί, ἔ­τσι, ἐ­πα­νέ­φε­ρε τόν ἄν­θρω­πο στήν πρώ­τη του κα­τά­στα­ση καί συ­νά­φεια μέ τό Θε­ό. Οἱ Πα­τέ­ρες, μά­λι­στα, τῆς  Ἑ­βδό­μης Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου (787) πῆ­γαν ἕ­να βῆ­μα πιό πέ­ρα γιά νά ποῦν ὅ­τι ὁ δεύ­τε­ρος Ἀ­δάμ ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­γεν­νή­θη­κε ἀ­πό τή σάρ­κω­ση τοῦ Θε­οῦ-Λό­γου, εἶ­ναι ἕ­νας βλα­στός ἀ­νώ­τε­ρος τοῦ πρώ­του για­τί ἀ­κρι­βῶς ἑ­νώ­ θη­κε μέ τή θεί­α φύ­ση!  Ὁ θά­να­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν τό φυ­σι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀλ­λο­τρί­ω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τό Θε­ό, κα­ταρ­γή­θη­κε μέ τή σάρ­κω­ση καί τήν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ Γρα­φή τοῦ  Ἰσ­λάμ ὀ­νο­μά­ζε­ται Κο­ρά­νιο (Q­ur`ān), λέ­ξη ἡ ὁ­ποί­α ση­μαί­νει «ἀ­παγ­γε­λί­α». Τό Κο­ρά­νιο εἶ­ναι ὁ αὐ­τού­σιος λό­γος τοῦ Θε­οῦ ὅ­πως αὐ­τός 41


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε στόν Μω­ά­μεθ καί ἀ­παγ­γέλ­θη­κε ἀ­πό αὐ­τόν σέ στιγ­μές ἔκ­ στα­σης. Δέν εἶ­ναι Γρα­φή τοῦ, ἤ πε­ρί τοῦ, Μω­ά­μεθ. Εἶ­ναι ἀ­κρι­βής ἀ­παγ­γε­ λί­α τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης τοῦ Θε­οῦ, καί ὡς ἐκ τού­του εἶ­ναι αὐ­τός ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Τό Κο­ρά­νιο δέν ἀ­πο­τε­λεῖ συλ­λο­γή κη­ρυγ­μά­των ἤ πα­ραγ­γε­λι­ῶν τοῦ Μω­ά­μεθ. Τό  Ἰσ­λάμ δέν εἶ­ναι «Μω­α­με­θα­νι­σμός», δη­λα­δή θρη­σκεί­α τοῦ Μω­ ά­μεθ, ἀλ­λά «ὑ­πο­τα­γή» (i­s­l­ām) στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ – ἐξ οὗ καί ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τῆς θρη­σκεί­ας. Κα­τά τό  Ἰσ­λάμ, ὁ Θε­ός χρη­σι­μο­ποι­εῖ κοι­νούς ἀν­θρώ­πους γιά νά με­τα­φέ­ρουν μέ τό στό­μα τους τό θέ­λη­μά του, στή γλῶσ­σα τῶν συ­ ναν­θρώ­πων τους. Τό Κο­ρά­νιο, κα­τά τό  Ἰσ­λάμ, εἶ­ναι ἡ ἀ­νό­θευ­τη καί τε­λι­κή ἔκ­δο­ση τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης τοῦ Θε­οῦ14.

Κοι­νή γε­ω­γρα­φί­α καί συγ­γε­νής κουλ­τού­ρα Ἕ­να πέμ­πτο κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῶν τρι­ῶν μο­νο­θε­ϊ­στι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων ἔ­χει νά κά­νει μέ τήν κοι­νή γε­ω­γρα­φί­α καί κουλ­τού­ρα στήν ὁ­ποί­α ἔ­χουν γεν­ νη­θεῖ καί τήν ὁ­ποί­α ἔ­χουν κλη­ρο­δο­τή­σει. Καί οἱ τρεῖς εἶ­ναι Με­σο­α­να­το­λι­κές θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις μέ ρί­ζες ἀ­πό τήν εὐ­ρύ­τε­ρη γε­ω­γρα­φι­κή πε­ρι­ο­χή ἡ ὁ­ποί­α ἐ­κτεί­νε­ται ἀ­πό τή Με­σο­πο­τα­μί­α (ση­με­ρι­νό  Ἰ­ράκ) μέ­χρι τή χερ­σό­νη­σο τῆς Ἀ­ρα­βί­ας καί τά ἀ­να­το­λι­κά πα­ρά­λια τῆς Με­σο­γεί­ου.  Ὁ μο­νο­θε­ϊ­σμός, ἤ ὁ ἑ­νο­θε­ϊ­σμός στίς πρῶ­τες του βαθ­μί­δες, ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἐμ­φα­νή πό­λο θέλ­ξης τῶν Ση­μι­τι­κῶν φύ­λων. Ἀ­πό­δει­ξη τού­του, κα­τά τόν R­i­n­g­­g­r­en, εἶ­ναι ὅ­τι καί οἱ τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες ἀ­να­πτύ­χθη­καν σέ Ση­μι­τι­κό ἔ­δα­φος15. Οἱ λα­οί αὐ­τοί ἦ­σαν νο­μά­δες μέ κοι­νή ἀρ­χι­κά γλωσ­σι­κή καί πο­λι­τι­στι­κή βά­ση.  Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, μι­λών­τας κάποιος πο­λύ γε­νι­κά, εἶ­ναι ἀ­πο­κύ­η­μα σο­ βα­ρῶν κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κῶν δι­α­τα­ρα­χῶν καί μα­ζι­κῶν κι­νή­σε­ων πλη­θυ­σμῶν στήν ἐγ­γύς Ἀ­να­το­λή κα­τά τόν εἰ­κο­στό αἰ­ώ­να πρό τῆς κοι­νῆς πε­ρι­ό­δου16.  14. Σύγ­χρο­νοι Μου­σουλ­μά­νοι, κα­τά τή Χρι­στι­α­νι­κή ἔκ­φρα­ση «Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη» καί «Και­ νή Δι­α­θή­κη», ὀ­νο­μά­ζουν τό Κο­ρά­νιο τε­λευ­ταί­α, ἤ «Ἐ­σχά­τη Δι­α­θή­κη». 15. R­i­n­g­g­r­en (1967). 16. Ἐ­πει­δή ἐκ­φρά­σεις ὅ­πως «πρό Χρι­στοῦ» ἤ «με­τά Χρι­στόν» δέν ἐκ­προ­σω­ποῦν ὅ­λους τούς λα­ούς πολ­λοί ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους, ὅ­πως οἱ  Ἑ­βραῖ­οι καί οἱ Μου­σουλ­μά­νοι, δέν ἀ­να­γνω­ ρί­ζουν τή γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ ὡς ση­μεῖ­ο ἔ­ναρ­ξης μιᾶς νέ­ας ἐ­πο­χῆς καί χρο­νο­λο­γι­κῆς πε­ρι­ό­δου, ὅ­ταν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε σέ γε­γο­νό­τα σχε­τι­ζό­με­να μέ τίς δύ­ο αὐ­τές θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τήν ὀ­νο­μα­σί­α «πρό (ἤ με­τά) τήν κοι­νή [δη­λα­δή, Χρι­στι­α­νι­ κή] ἐποχή».

42


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἱ­στο­ρι­κά ξε­πή­δη­σε ἀ­πό τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό ὡς πα­ρα­κλά­δι μει­ο­νό­τη­τας, συ­νέ­χι­σε τό δι­κό του δρό­μο ὡς δι­ω­κό­με­νη θρη­σκεί­α ἤ (Ἰ­ου­ δα­ϊ­κή) αἵ­ρε­ση, καί ἐ­ξε­λί­χθη­κε ὡς ἀ­νε­ξάρ­τη­τη θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση ἡ ὁ­ποί­α ἀγ­κά­λια­σε τήν εὐ­ρύ­τε­ρη Ρω­μα­ϊ­κή αὐ­το­κρα­το­ρί­α χω­ρίς νά ἀ­πο­κο­πεῖ ἐν­τε­λῶς ἀ­πό τή Μέ­ση Ἀ­να­το­λή, πε­ρι­ο­χή ἡ ὁ­ποί­α ἐ­ξάλ­λου ἦ­ταν ἀρ­χι­κά ὑ­πό τήν κα­το­χή τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Τό  Ἰσ­λάμ ἀ­πό τό ἄλ­λο μέ­ρος γεν­νή­θη­κε στή χερ­σό­νη­σο τῆς Ἀ­ρα­βί­ας μέ­σα σέ ἕ­να σχε­τι­κά ὁ­μοι­ο­γε­νές πε­ρι­βάλ­λον ὅ­που στά στά­δια τῆς δι­α­μόρ­φω­σής του ἀ­να­τρά­φη­κε καί ἐκ­ φρά­στη­κε μέ­σῳ τῆς Ἀ­ρα­βι­κῆς γλώσ­σας καί κουλ­τού­ρας. Ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τῆς τῆς γλωσ­σι­κῆς, πο­λι­τι­στι­κῆς καί τώ­ρα θρη­σκευ­τι­κῆς ὁ­μοι­ο­γέ­νειας προ­ή­γα­γε μί­α δυ­να­μι­κή ἑ­νό­τη­τα καί ἀλ­λη­λεγ­γύ­η με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν του ὥ­στε νά ἐ­ξε­λι­χθεῖ σέ μί­α συ­νε­κτι­κή, πα­νε­θνι­κή, κοι­νω­νι­κή, θρη­σκευ­τι­κή δύ­να­μη, φο­ρέ­α ἔκ­φρα­σης τῆς Ἀ­ρα­βι­κῆς ταυ­τό­τη­τας.  Ἔ­τσι τό  Ἰσ­λάμ μέ βά­ ση τήν κουλ­τού­ρα καί τή θε­ο­κρα­τι­κή του ὀν­τό­τη­τα πέ­τυ­χε νά με­του­σι­ω­θεῖ σέ αὐ­το­κρα­το­ρί­α.  Ἐ­νῶ στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ μί­α αὐ­το­κρα­ το­ρί­α (ἡ Ρω­μα­ϊ­κή) υἱ­ο­θέ­τη­σε μί­α θρη­σκεί­α, στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ  Ἰσ­λάμ ἡ θρη­σκεί­α ἔ­γι­νε αὐ­το­κρα­το­ρί­α!

Μέ θε­ο­κρα­τι­κές τά­σεις καί βλέ­ψεις Στήν ἐ­πο­χή μας ἡ λέ­ξη «θε­ο­κρα­τί­α» καί τά πα­ρά­γω­γά της ἐ­νέ­χει ἀρ­νη­τι­ κή ση­μα­σί­α. Γιά τίς τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες ἕ­νας κα­λύ­τε­ρος ὅ­ρος θά ἦ­ταν «θε­ο­κεν­τρι­κό­τη­τα». Ἀ­πό αὐ­τή τήν πλευ­ρά ἡ θε­ο­κεν­τρι­κό­τη­τα ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἀ­κό­μη κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό καί τῶν τρι­ῶν πα­ρα­δό­σε­ων.  Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός καί τό  Ἰσ­λάμ δι­α­τεί­νον­ται ὅ­τι ἡ κα­θε­μί­α δέν ἐκ­προ­σω­πεῖ ἕ­να φι­λο­σο­φι­κο-η­θι­κό σύ­στη­μα, οὔ­τε ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τα­σκεύ­α­σμα ἀν­θρώ­πι­νης φαν­τα­σί­ας ἤ ἰδε­ο­λο­γί­ας, ἀλ­λά μᾶλ­λον ἕ­ναν τρό­πο ζω­ῆς ὑ­πα­γο­ ρευ­μέ­νον ἀ­πό τόν ἴ­διο τό Θε­ό. Καί οἱ τρεῖς πα­ρα­δό­σεις ἀ­πο­σκο­ποῦν στό νά ἐ­νερ­γοῦν οἱ πι­στοί τους κα­τά τόν τρό­πο πού πι­στεύ­ουν, καί ἡ ζω­ή τους νά ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­πτή ἔκ­φρα­ση τῆς πί­στε­ώς τους καί προ­έ­κτα­ση τοῦ τρό­που τοῦ Θε­οῦ – κά­τι τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά γί­νει κά­πο­τε γε­νι­κός τρό­πος ζω­ῆς. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ση­μα­σί­α τῆς θε­ο­κεν­τρι­κό­τη­τας. Φυ­σι­κά, κά­τι τέ­τοι­ο ἐκ­φρά­ζει μί­α ἰδε­α­λι­στι­κή κα­τά­στα­ση, καί δη­μι­ουρ­γεῖ συ­χνά πα­ρε­ξη­γή­σεις, φο­βί­ες, ἐν­τά­σεις συμ­βί­ω­σης, ἰδί­ως μέ­σα σέ ἕ­να πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό, ὑ­λι­στι­κό καί ἐκ­ κο­σμι­κευ­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον. 43


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ τρό­που τοῦ Θε­οῦ προ­ϋ­πο­θέ­τει, ἐ­πί­σης, βα­ρι­ές εὐ­θῦ­νες γιά τούς ἴ­διους τούς πι­στούς τῆς κά­θε θρη­σκευ­τι­κῆς κοι­νό­τη­τας. Καί γιά τό νό­η­μα αὐ­τοῦ τοῦ ἰδα­νι­κοῦ ὑ­πάρ­χουν οἱ ἴ­δι­ες πα­ρε­ξη­γή­σεις, φο­βί­ες καί ἐν­τά­σεις μέ­σα στήν καθεμί­α θρη­σκευ­τι­κή κοι­νό­τη­τα! Γι’ αὐ­τό καί ἔ­χουν δη­μι­ουρ­γη­θεῖ μέ­σα τους στρώ­μα­τα καί βαθ­μί­δες «πι­στό­τη­τας», «ὀρ­θο­ δο­ξί­ας» καί «ὀρ­θο­πρα­ξί­ας».  Ἔ­τσι, ὑ­πάρ­χουν καί ἐ­πί­ση­μα ὀ­νο­μα­ζό­με­νοι «Ὀρ­θό­δο­ξοι»  Ἑ­βραῖ­οι, «Ὀρ­θό­δο­ξοι» Χρι­στια­νοί, καί «Ὀρ­θό­δο­ξοι» Μου­ σουλ­μά­νοι. Πρέ­πει ὅ­μως νά εἶ­ναι κάποιος πο­λύ προ­σε­κτι­κός στό νά μήν ἐ­ξο­μοι­ώ­νει καί τίς τρεῖς αὐ­τές «ὁ­μά­δες», δι­ό­τι ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός «Ὀρ­θό­δο­ ξος» ἔ­χει μί­α ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δι­α­φο­ρε­τι­κή ὑ­φή, ση­μα­σί­α καί πε­ρι­ε­χό­με­νο στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, στό Χρι­στι­α­νι­σμό καί στό  Ἰσ­λάμ.  Ἐ­πί­σης ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός «Ὀρ­θό­δο­ξος» δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται ἀ­πό ὅ­λους καί πάν­τα μέ τήν ἴ­δια ἔν­νοι­α, οὔ­τε ἔ­χει ἀ­πα­ραί­τη­τα τήν κοι­νή, λα­ϊ­κή ση­μα­σί­α τοῦ «συν­τη­ρη­τι­κοῦ», «πα­ρα­δο­σια­κοῦ», «αὐ­στη­ροῦ», πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο τοῦ «φον­τα­μεν­τα­ λι­στοῦ» ὅ­πως τήν ἑρ­μη­νεύ­ουν πολ­λοί σή­με­ρα. Μο­λο­νό­τι ἡ θρη­σκευ­τι­κή πε­ποί­θη­ση δέν εἶ­ναι κά­τι δι­α­ζευγ­μέ­νο ἀ­πό τίς συγ­κε­κρι­μέ­νες θρη­σκευ­τι­κές κοι­νό­τη­τες καί τούς πι­στούς της, τό νά ἐ­ξι­σώ­νει κάποιος τή θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση μέ συγ­κε­κρι­μέ­νους ἀν­θρώ­πους καί συμ­πε­ρι­φο­ρές (ἕ­νας κοι­νός πει­ρα­σμός καί ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α!) συ­νι­στᾶ ἄ­δι­κη δι­ά­θε­ση πρός τή θρη­ σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση αὐ­τήν κα­θαυ­τήν. Μέ μιά ἁ­πλή φρά­ση, ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἤ ὁ­ποι­ων­δή­πο­τε  Ἑ­βραί­ων, Χρι­στια­νῶν, ἤ Μου­σουλ­μά­νων δέν ἀν­τι­στοι­χεῖ πρός, οὔ­τε ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, τό Χρι­στι­α­νι­ σμό, ἤ τό  Ἰσ­λάμ.  Ἡ δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι καί­ρια στή σπου­δή καί στήν κα­τα­νό­η­ση θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων.

Παγ­κό­σμια θρη­σκεύ­μα­τα Καί οἱ τρεῖς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις  ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι εἶ­ναι «παγ­κό­σμια» θρη­σκεύ­μα­τα. Τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό αὐ­τόν πρέ­πει νά τόν κα­τα­νο­ή­σουμε ὑ­πό τήν εὐ­ρεί­α καί ὑ­πό τήν εἰ­δι­κή ἔν­νοι­α: πρῶ­τον, ὅ­τι οἱ ἀ­ξί­ες τους ἀν­τα­πο­κρί­νον­ ται πρός τίς πνευ­μα­τι­κές ἀ­νάγ­κες καί ἔ­χουν ἐ­φαρ­μο­γή γιά ὅ­λους τούς ἀν­ θρώ­πους ἀ­νε­ξαρ­τή­τως φυ­λῆς, γλώσ­σας, ἤ πο­λι­τι­σμοῦ· καί δεύ­τε­ρον, ὅ­τι ὡς θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις ἔ­χουν ἐ­ξα­πλω­θεῖ σέ κά­θε γε­ω­γρα­φι­κή πε­ρι­ο­χή τοῦ κό­σμου καί ἔ­χουν υἱ­ο­θε­τη­θεῖ ἀ­πό ἀν­θρώ­πους δι­α­φό­ρων πο­λι­τι­σμῶν. Εἶ­ναι γε­γο­νός ὅ­τι καί οἱ τρεῖς εἶ­ναι θρη­σκεῖ­ες καί τῶν πέν­τε ἠ­πεί­ρων. 44


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

Τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό τῆς παγ­κο­σμι­ό­τη­τας μπο­ρεῖ νά τόν δι­εκ­δι­κή­σει καί ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, ἡ μι­κρό­τε­ρη καί λι­γό­τε­ρο δι­α­δε­δο­μέ­νη ἀ­πό τίς τρεῖς πα­ρα­δό­ σεις, ἔ­στω καί ἄν ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς θρη­σκεί­α ἑ­νός συγ­κε­κρι­μέ­νου λα­οῦ καί φυ­λῆς. Πα­ρά τόν «ἐ­θνι­κι­στι­κό» χα­ρα­κτή­ρα του, οἱ θε­με­λι­ώ­δεις ἀρ­χές καί τά ἰδε­ώ­δη τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ εἶ­ναι παγ­κό­σμια καί κα­θο­λι­κά ἀ­φε­αυ­τῶν.  Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ὡς ἡ πλέ­ον δι­α­δε­δο­μέ­νη θρη­σκεί­α στόν κό­σμο ἔ­χει λι­γό­τε­ρο πρό­βλη­μα νά ἰ­σχυ­ρι­σθεῖ παγ­κο­σμι­ό­τη­τα. Μέ τήν παγ­κο­σμι­ό­τη­τά του ἔ­χει δώ­σει δι­ε­θνή ἐμ­βέ­λεια καί στίς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κές ἀρ­χές καί τά ἰ­δε­ώ­δη τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χει κλη­ρο­νο­μή­σει ἀ­πὸ τόν «πα­λαι­ό  Ἰσ­ρα­ήλ». Ὡς «νέ­ος  Ἰσ­ρα­ήλ» ὁ Χρι­ στι­α­νι­σμός κα­τα­λύ­ει κά­θε «δι­α­στο­λὴ  Ἰ­ου­δαί­ου τε καὶ  Ἕλ­λη­νος» (Ρωμ. 10:12) καί εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται πρός «πάν­τα τά ἔ­θνη» (Ματθ. 28:19), γλῶσ­σα καί πο­λι­τι­σμό. Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στό   Ἰσ­λάμ, ὅ­σοι τό ταυ­τί­ζουν ἀ­πο­κλει­στι­κά μέ τούς Ἄ­ρα­ βες ἴ­σως νά μήν ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τήν παγ­κο­σμι­ό­τη­τα τοῦ  Ἰσ­λάμ. Βε­βαί­ως τό  Ἰσ­λάμ τό κή­ρυ­ξε κά­ποι­ος Ἄ­ρα­βας, στούς Ἄ­ρα­βες, στήν Ἀ­ρα­βί­α. Ἀ­παρ­χῆς ὅ­μως ἀγ­κά­λια­σε ὄ­χι μό­νο Ἄ­ρα­βες ἀλ­λά καί Πέρ­σες, Σύ­ρους καί Αἰ­γυ­πτί­ους. Ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­πε­κτά­θη­κε σέ ἕ­να γε­ω­γρα­φι­κό φά­σμα τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­κτεί­νε­ται ἀ­πό τήν Κί­να μέ­χρι τήν  Ἱ­σπα­νί­α. Σή­με­ρα τό  Ἰσ­λάμ μέ δια­ρκῶς με­γα­λύ­τε­ρη τα­ χύ­τη­τα γί­νε­ται μί­α Δυ­τι­κο-Ευ­ρω­πα­ϊ­κή καί Βο­ρει­ο-Α­με­ρι­κα­νι­κή θρη­σκεί­α.  Ἡ Ἀ­ρα­βι­κή κουλ­τού­ρα καί τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της εἶ­ναι ὄν­τως ἔν­το­να στό  Ἰσ­λάμ, κυ­ρί­ως δι­ό­τι ἡ Ἀ­ρα­βι­κή γλῶσ­σα πα­ρα­μέ­νει ἡ γλῶσ­σα τοῦ Κο­ρα­νί­ου καί ἡ γλῶσ­σα τῆς προ­σευ­χῆς. Αὐ­τό ὅ­μως δέν κα­θι­στᾶ τό  Ἰσ­λάμ θρη­σκεί­α ἐ­θνι­κή, το­πι­κή, προσ­δι­ο­ρι­ζό­με­νη ἀ­πό μί­α καί μό­νο κουλ­τού­ρα.  Ἡ Ἀ­ρα­βι­κή κουλ­τού­ρα δέν εἶ­ναι τό κα­θαυ­τοῦ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦ  Ἰσ­λάμ. Στήν πραγ­ μα­τι­κό­τη­τα πολ­λοί Ἄ­ρα­βες εἶ­ναι Χρι­στια­νοί· καί ἦ­σαν Χρι­στια­νοί ἀ­πό τήν ἀρ­χή τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, πο­λύ πρίν ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τοῦ  Ἰσ­λάμ καί πρίν με­ τα­στρα­φοῦν σ’ αὐ­τό, ὅ­πως ὑ­πάρ­χουν ἀ­κό­μη ση­μαν­τι­κές Χρι­στι­α­νι­κές κοι­νό­ τη­τες στή Μέ­ση Ἀ­να­το­λή,  ἰ­δι­αί­τε­ρα στό Λί­βα­νο, στή Συ­ρί­α, στήν Αἴ­γυ­πτο, στό  Ἰ­ράκ, καί στήν  Ἰ­ορ­δα­νί­α.  Ὁ κυ­ρί­ως Μου­σουλ­μα­νι­κός πλη­θυ­σμός εἶ­ναι συγ­κεν­τρω­μέ­νος στήν Ἄ­πω Ἀ­να­το­λή, στήν  Ἰν­δο­νη­σί­α, καί στή χερ­σό­νη­σο τῆς  Ἰν­δί­ας. Μό­νο τό ἕ­να τέ­ταρ­το τοῦ Μου­σουλ­μα­νι­κοῦ πλη­θυ­σμοῦ ζεῖ στή Μέ­ση Ἀ­να­το­λή!  Ἑ­πο­μέ­νως τό  Ἰσ­λάμ δέν εἶ­ναι πλέ­ον θρη­σκεί­α τῆς Μ. Ἀ­να­ το­λῆς. Αὐ­τό δεί­χνει ὅ­τι τό  Ἰσ­λάμ, τοῦ ὁ­ποί­ου τά ἰ­δε­ώ­δη προ­έρ­χον­ται πα­ρα­ δο­σια­κά ἀ­πό τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό καί τό Χρι­στι­α­νι­σμό17, μπο­ρεῖ νά υἱ­ο­θε­τη­θεῖ 17. Ἡ βι­βλι­ο­γρα­φί­α πε­ρί τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ, Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καί  Ἰσ­λάμ, ὑ­πό κοι­νή θε­ώ­ρη­ση

45


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

(ὅ­πως ἔ­χει υἱ­ο­θε­τη­θεῖ) ἀ­πό ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε πο­λί­τη τοῦ κό­σμου χω­ρίς αὐ­τός νά ἀ­πορ­ρί­ψει τά ἰδι­αί­τε­ρα πο­λι­τι­στι­κά του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά.

ὡς ἀ­δελ­φές θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις μέ κοι­νή ἱ­στο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση, αὐ­ξά­νει δια­ρκῶς. Ἀ­ξί­ζει νά ἀ­να­φερ­θοῦν, πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά, οἱ ἑ­ξῆς ἐρ­γα­σί­ες: A­r­b­e­r­ry (1969), B­i­g­g­ar (1986), F­a­l­a­t­u­ri (1987), Al-F­a­r­u­qi (1986), G­u­t­m­a­nn (1977), H­i­ck (1989), K­r­i­t­z­e­ck (1965), L­o­n­g­t­on (1987), M­a­y­b­a­um (1980), P­e­t­e­rs (1982, 1990).

46


Α΄ Η Ι­ΟΥ­ΔΑ­Ϊ­ΚΗ ΠΑ­ΡΑ­ΔΟ­ΣΗ



2 Ι­ΣΤΟ­ΡΙ­ΚΗ Ε­ΞΕ­ΛΙ­ΞΗ ΤΟΥ Ι­ΟΥ­ΔΑ­Ϊ­ΣΜΟΥ

Δ

έν θά μπο­ροῦ­σε νά κα­τα­λά­βει κάποιος μί­α θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση ἄν δέν με­λε­τοῦ­σε, ἔ­στω καί ἐ­πί τρο­χά­δην, τήν ἱ­στο­ρι­κή της ἐ­ξέ­λι­ξη (ἡ λέ­ξη «πα­ρά­δο­ση» τό ὑ­πο­δη­λώ­νει αὐ­τό), ἤ τοὐ­λά­χι­στον τά ἱ­στο­ρι­κά της ὁ­ρό­ση­μα ἀ­να­φο­ρι­κά πρός γε­γο­νό­τα, ἐ­ξε­λί­ξεις καί πρό­σω­πα. Θά ἦ­ταν δέ ἀ­κό­μη πιό ἐ­πι­σφα­λές καί ἀν­τι­φα­τι­κό νά ἐ­πι­χει­ροῦ­σε νά κα­τα­λά­βει, σέ μιά ἀ­φη­ρη­μέ­νη θε­ω­ρη­τι­κή βά­ση χω­ρίς ἀ­να­φο­ρά στήν ἱ­στο­ρί­α του, εἰ­δι­κά τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό στόν ὁ­ποῖ­ον ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ ἀ­πο­τε­λεῖ τόν τρό­πο ἀ­πο­κά­λυ­ψης καί τήν ἀ­ρέ­να τῆς δρά­σης τοῦ Θε­οῦ.  Ἐ­πι­στή­μο­νες καί εἰ­δι­κοί τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ,  Ἑ­βραῖ­οι18 καί μή, ση­μει­ώ­νουν ὅ­τι ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς θρη­σκεί­ας καί ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ εἶ­ναι συ­νώ­νυ­μα καί ταυ­τό­ση­μα μέ τόν  Ἰ­ου­δα­ ϊ­σμό.  Ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ, ὅ­ση ἀ­πό αὐ­τήν εἶ­ναι γνω­στή, εἶ­ναι ἱ­στο­ρί­α του­λά­χι­στον τεσ­σά­ρων χι­λιά­δων χρό­νων. Αὐ­τό καί μό­νο κά­νει τήν πε­ρι­γρα­φή, ἀ­κό­μη καί τήν πε­ρί­λη­ψή της, ἀ­δύ­να­τη.  Ἐ­δῶ θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με μό­νο στίς πιό καί­ρι­ες φά­σεις της, εἰ­δι­κό­τε­ρα σέ ἐ­κεῖ­νες οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πο­τε­λοῦν ὁ­ρό­ση­μα στήν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς ζω­ῆς, πί­στε­ως καί πρά­ξης. Καί ποι­ά 18. Ὑ­πάρ­χει ἱ­στο­ρι­κή δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στίς ὀ­νο­μα­σί­ες «Ἑ­βραῖ­οι», «Ἰσ­ρα­η­λί­τες», «Ἰ­ου­δαῖ­ οι». Σή­με­ρα στήν  Ἑλ­λη­νι­κή χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με (ὄ­χι μέ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­κρί­βεια) τό οὐ­σι­α­στι­κό «Ἑ­βραῖ­οι» γιά τό λα­ό, καί τό ἐ­πί­θε­το «Ἑ­βρα­ϊ­κή» γιά τή γλῶσ­σα. Σέ ἄλ­λες γλῶσ­σες ἔ­χει ἐ­πι­κρα­τή­σει, πιό σω­στά, ἡ ὀ­νο­μα­σί­α  Ἰ­ου­δαῖ­οι,  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, καί  Ἰ­ου­δα­ϊ­κός. Στήν πραγ­ μα­τι­κό­τη­τα ἡ ὀ­νο­μα­σί­α  Ἑ­βραῖ­οι ἀ­πο­τυ­πώ­νει τά ἀρ­χαι­ό­τε­ρα φῦ­λα τά ὁ­ποῖ­α ξε­κί­νη­σαν ἀ­πό τή Με­σο­πο­τα­μί­α καί δι­α­μόρ­φω­σαν μί­α κοι­νή, ἰδι­ό­τυ­πη γιά τήν ἐ­πο­χή, θρη­σκεί­α καί πα­ρά­δο­ση. Προ­έρ­χε­ται ἀ­πό πα­ρα­φθο­ρά τῆς προ­σω­νυ­μί­ας H­a­b­i­ru τήν ὁ­ποί­α οἱ κά­τοι­κοι τῆς Κα­να­άν (πε­ρί­που τῆς ση­με­ρι­νῆς Πα­λαι­στί­νης) ἔ­δω­σαν σέ «αὐ­τούς πού εἶ­χαν δι­α­σχί­ σει τόν πο­τα­μό» (= H­a­b­i­ru), μᾶλ­λον τόν Εὐ­φρά­τη, καί κα­τά πλη­ρο­φο­ρί­ες κα­τευ­θύ­νον­ταν πρός τήν Κα­να­άν.

49


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

ἱ­στο­ρι­κή φά­ση δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τέ­τοι­ο ὁ­ρό­ση­μο!  Ὁ μό­νος γε­νι­κά ἀ­πο­δε­κτός ὁ­ρι­σμός τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ εἶ­ναι ἡ πρό­τα­ση ὅ­τι «Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α καί ὁ τρό­πος ζω­ῆς τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ». Δι­α­φο­ρε­τι­κά (δί­χως τήν ἀ­πο­δο­χή τοῦ πλα­τεια­σμοῦ αὐ­τοῦ) «τό νά εἶ­ναι κάποιος  Ἑ­βραῖ­ος ση­μαί­νει νά ἐ­πι­χει­ ρη­μα­το­λο­γεῖ γιά τό τί ση­μαί­νει νά εἶ­ναι  Ἑ­βραῖ­ος, μο­λο­νό­τι ὅ­ποι­ος μπαί­νει σ’­ αὐ­τήν τή δι­α­δι­κα­σί­α δέν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τα  Ἑ­βραῖ­ος»!19  Ὁ ὁ­ρι­σμός τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καί τοῦ τί ση­μαί­νει νά εἶ­ναι κάποιος  Ἑ­βραῖ­ος δέν ἔ­χει ἀ­κό­μη ἐ­πι­τευ­χτεῖ. Κα­τά ἕ­να κυ­κλι­κό τρό­πο, ὁ ὁ­ρι­σμός τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ βρί­σκε­ται στή με­λέ­τη τοῦ ὅ­λου φά­σμα­τος καί φαι­νο­μέ­νου τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ! Οἱ  Ἑ­βραῖ­οι τοῦ κό­σμου. Στα­τι­στι­κά στοι­χεῖ­α θρη­σκευ­μά­των εἶ­ναι σχε­τι­κά σπά­νια, ἐλ­λει­πή καί γε­νι­κά ἀ­να­ξι­ό­πι­στα. Πῶς θά μπο­ροῦ­σε νά κα­τα­με­τρή­σει κάποιος μέ ἀ­κρί­βεια τούς Χρι­στια­νούς, καί μά­λι­στα τούς πι­στούς Χρι­στια­νούς, στή Ρω­σί­α πρίν τήν πτώ­ση τοῦ Σο­βι­ε­τι­κοῦ κα­θε­στῶ­ τος (ἀ­κό­μη καί σή­με­ρα), ἤ στήν Κί­να, στίς  Ἰν­δί­ες, στήν Ἀ­φρι­κή;  Ἤ πό­σοι καί πό­σο συ­χνά δη­λώ­νουν τό θρή­σκευ­μά τους στήν πο­λυ­πο­λι­τι­στι­κή Β. Ἀ­με­ρι­κή, ἤ στήν ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νη Εὐ­ρώ­πη; Πό­σοι σή­με­ρα δη­λώ­νουν ὅ­τι εἶ­ναι Μου­σουλ­μά­νοι, ἤ ποι­ός βε­βαι­ώ­νει ποι­ός εἶ­ναι Μου­σουλ­μά­νος; Στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ οἱ στα­τι­στι­κές εἶ­ναι κά­πως εὐ­κο­λό­τε­ρες καί πιό ἀ­ξι­ό­πι­στες ἐ­ξαι­τί­ας τῆς σχέ­σης πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στήν ἐ­θνι­κή καί θρη­σκευ­τι­κή ταυ­τό­τη­τα. Ἀ­κό­μη καί ἕ­να δε­δη­λω­μέ­νο ἄ­θε­ο τεί­νουν οἱ  Ἑ­βραῖ­ οι νά τόν συμ­πε­ρι­λά­βουν με­τα­ξύ τῶν ὁ­μο­θρή­σκων τους.  Ἡ «Ἑ­βρα­ϊ­κό­τη­τα» ἑ­νός ἀ­τό­μου εἶ­ναι εὐ­ρύ­τε­ρη ἀ­πό τή δογ­μα­τι­κή του ὁ­μο­λο­γί­α, τή συμ­με­το­χή του στήν πρά­ξη καί στό τε­λε­τουρ­γι­κό τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ. Σέ στρογ­γυ­λούς ἀ­ριθ­μούς οἱ ὑ­πο­λο­γι­σμοί δεί­χνουν ὅ­τι δε­κα­πέν­τε ἕ­ως δε­κα­έ­ξι ἑ­κα­τομ­μύ­ρια  Ἑ­βραῖ­οι ζοῦν σή­με­ρα στόν κό­σμο· στή Βό­ρει­ο καί Νό­τιο Ἀ­με­ρι­κή πε­ρί τά ἑ­πτά· στήν Εὐ­ρώ­πη πε­ρί τά τέσ­σε­ρα, ἤ τεσ­σε­ρά­μι­συ· στήν Ἀ­σί­α, συμ­πε­ρι­ λαμ­βα­νο­μέ­νης τῆς Ἄ­πω καί  Ἐγ­γύς Ἀ­να­το­λῆς καί τοῦ κρά­τους τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ, πε­ρί τά πέν­τε ἑ­κα­τομ­μύ­ρια. Τό  Ἑ­βρα­ϊ­κό κρά­τος τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό τρι­σή­μι­συ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια  Ἑ­βραί­ους. Οἱ ἀ­ριθ­μοί αὐ­τοί κά­νουν σα­φή δύ­ο ση­μεῖ­α: ὅ­τι οἱ  Ἑ­βραῖ­οι βρί­σκον­ται δι­ά­σπαρ­τοι ἀ­νά τόν κό­σμο, καί ὅ­τι πε­ρισ­ σό­τε­ροι  Ἑ­βραῖ­οι ζοῦν ἔ­ξω πα­ρά μέ­σα στό κρά­τος τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ.  Ὅ­πως πο­λύ 19. N­e­u­s­n­er (1974).  Ὅ­λο τό τέ­ταρ­το μέ­ρος τοῦ βι­βλί­ου τοῦ N­e­u­s­n­er μέ τόν τίτ­λο «D­e­f­i­n­i­ng J­u­d­a­i­sm», σ. 95-99, ἀποτελεῖ μία ἐνδιαφέρουσα ἀνάλυση τοῦ τί ση­μαί­νει νά εἶ­ναι κάποιος  Ἑ­βραῖ­ος. Γιά τό κά­θε θέ­μα τοῦ βι­βλί­ου ἔ­χου­με προ­τεί­νει κά­ποι­α βι­βλι­ο­γρα­φί­α μέ τίτ­λους κυ­ρί­ως ἀ­πό ὁ­μο­δό­ξους συγ­γρα­φεῖς καί εἰ­δι­κούς ἐ­πι­στή­μο­νες ἐ­πί τοῦ θέ­μα­τος.

50


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

σω­στά ἔ­χει πα­ρα­τη­ρή­σει ὁ N­o­r­m­an B­e­n­t­w­i­t­ch, οἱ  Ἑ­βραῖ­οι «ἔ­χουν γνω­ρί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρη ἱ­στο­ρί­α καί λι­γό­τε­ρη γε­ω­γρα­φί­α»!20 Μί­α ἐ­πί τρο­χά­δην δι­α­ δρο­μή στήν ἱ­στο­ρί­α τῶν τεσ­σά­ρων χιλιετηρίδων δεί­χνει ὅ­τι ἡ ἱ­στο­ρί­α τῶν  Ἑ­βραί­ων εἶ­ναι μί­α ἱ­στο­ρί­α δια­ρκοῦς δι­α­σπο­ρᾶς. Εἶ­ναι σ’ αὐ­τήν τή δι­α­πί­ στω­ση ὅ­που πρέ­πει νά ἀ­να­ζη­τηθεῖ τό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ ὡς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, τόν  ἰστό καί τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή της δύ­να­μη, κα­θώς καί τό σθέ­νος τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ. Ὁ  ἰ­στός τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ.  Ὁ H­u­s­t­on S­m­i­th, τόν ὁ­ποῖ­ον ἀ­να­φέ­ρα­με στήν Εἰ­σα­γω­γή, πο­λύ δι­εισ­δυ­τι­κά ἔ­χει πα­ρα­τη­ρή­σει ὅ­τι αὐ­τό πού ἔ­χει ἀ­να­δεί­ξει τούς  Ἑ­βραί­ους ἀ­πό τήν τέ­λει­α ἀ­φά­νεια στή θέ­ση ἑ­νός μό­νι­μου θρη­σκευ­τι­κοῦ με­γα­λεί­ου εἶ­ναι τό πά­θος τους γιά νό­η­μα. Προ­χω­ρεῖ δέ στήν ἐ­πι­σή­μαν­ση ἑ­πτά πε­ρι­ο­χῶν στίς ὁ­ποῖ­ες οἱ  Ἑ­βραῖ­οι ἔ­χουν ἀ­να­ζη­τή­σει καί βρεῖ νό­η­μα: νό­η­μα στό Θε­ό, νό­η­μα στή Δη­μι­ουρ­γί­α, νό­η­μα στήν Ἀν­θρώ­πι­νη  Ὕ­παρ­ξη, νό­η­μα στήν  Ἱ­στο­ρί­α, νό­η­μα στήν Ἠ­θι­κή, νό­η­μα στή Δι­και­ο­σύ­νη, καί νό­η­μα στό Πά­θος ἤ στά Δει­νά. Στήν τε­λευ­ταί­α ἔκ­δο­ση τοῦ βι­βλί­ου του, T­he W­o­r­l­d­’s R­e­l­i­g­i­o­ns, ἔ­χει προ­σθέ­σει καί μί­α ὄ­γδο­η πε­ρι­ο­χή: νό­η­μα στό Μεσ­­ σι­α­­νι­σμό. Θά μπο­ροῦ­σε νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει κάποιος αὐ­τές τίς κα­τη­γο­ρί­ες γιά νά συν­θέ­σει μί­α πλή­ρη εἰ­σα­γω­γή στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό· μό­νο πού κά­τι τέ­τοι­ο θά ἀ­παι­τοῦ­σε προ­η­γου­μέ­νως μί­α ἀ­να­δρο­μή σέ βα­σι­κά ἱ­στο­ρι­κά καί ἄλ­λα δε­δο­μέ­να προ­κει­μέ­νου νά κα­το­χυ­ρώ­σει καί νά ἀ­να­δεί­ξει αὐ­τές τίς ἔν­νοι­ες μέ συγ­κε­κρι­μέ­να στοι­χεῖ­α.

Ἡ ἀ­να­το­λή τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ.  Ὁ Ἀ­βρα­άμ Ἡ ἀρ­χή τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς πα­ρά­δο­σης, ὅ­σο μπο­ροῦ­με νά γνω­ρί­ζου­με, πη­γαί­νει πί­σω στό δέ­κα­το ὄ­γδο­ο, ἤ ἀ­κό­μη καί στόν εἰ­κο­στό, αἰ­ώ­να πρό τῆς κοι­νῆς πε­ρι­ό­δου (π.κ.ἐ.­).  Ἡ ἀρ­χή τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ βρί­σκε­ται (τί εἰ­ρω­νεί­α!) στήν πε­ρι­ο­χή τοῦ ση­με­ρι­νοῦ  Ἰ­ράκ, στήν πό­λη Οὔρ (Ur), λι­μά­νι στίς ὄ­χθες τοῦ πο­τα­μοῦ Εὐ­φρά­τη, στό μέ­σον τῆς ἀ­πό­στα­σης με­τα­ξύ ση­με­ ρι­νῆς Βα­γδά­της καί Περ­σι­κοῦ Κόλ­που· μί­α πε­ρι­ο­χή τήν ὁ­ποί­α δι­εκ­δι­κεῖ τό  Ἰ­ράν καί ἡ ὁ­ποί­α ἦρ­θε στή δη­μο­σι­ό­τη­τα κα­τά τή διά­ρκεια τοῦ ἐν­νε­α­τοῦς αἱ­μα­τη­ροῦ πο­λέ­μου με­τα­ξύ  Ἰ­ράκ καί  Ἰ­ράν (1980-1988), καί  ἰ­δι­αί­τε­ρα κα­ τά τή διά­ρκεια τοῦ πο­λέ­μου τοῦ Κόλ­που (Ἰ­α­νουά­ριος, 1991)! Μέ πλη­θυ­σμό 20. B­e­n­t­w­i­t­ch (1960), σ. 11.

51


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

τό­τε με­τα­ξύ ἑ­νός τε­τάρ­του καί μι­σοῦ ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ου κα­τοί­κων, ἡ Οὔρ ἦ­ταν ἡ πρω­τεύ­ου­σα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας Σού­μερ, στή νο­τι­ο­δυ­τι­κή Με­σο­πο­τα­μί­α, ἡ ὁ­ποί­α θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἡ κοι­τί­δα τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ἀ­φοῦ ἐ­κεῖ ἐ­φευ­ρέ­θη­κε ἡ γρα­φή.  Ὅ­πως καί ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Με­σο­πο­τα­μί­α δη­λώ­νει, ἡ γε­νι­κό­τε­ρη πε­ρι­ο­ χή ἦ­ταν ἀ­πό αἰ­ῶ­νες γνω­στή ὡς ὁ χῶ­ρος «με­τα­ξύ δύ­ο πο­τα­μῶν», τοῦ Τί­γρη καί τοῦ Εὐ­φρά­τη. Τά ὀ­νό­μα­τα αὐ­τά τά ὁ­ποῖ­α ἔ­δω­σαν οἱ κά­τοι­κοι στούς δύ­ο πο­τα­μούς δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­α. Πε­ρι­γρά­φουν τό «χα­ρα­κτῆ­ρα» δύ­ο ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κῶν πο­τα­μῶν: ὁ ἕ­νας ἦ­ταν στε­νός, ἀ­πό­το­μος, βί­αι­ος· «Τί­γρης» πραγ­μα­τι­κός, δι­ό­τι ὅ­ταν τά νε­ρά του φού­σκω­ναν ἀ­πό τήν τύ­ξη τῶν πα­γε­ τώ­νων τῶν ὀ­ρο­σει­ρῶν τῆς Ἀρ­με­νί­ας στά βό­ρεια, ἐ­πέ­φε­ραν κα­τα­στρο­φές σέ φυ­τεῖ­ες καί ἀν­θρώ­πους οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν τίς κα­τοι­κί­ες τους στίς ὄ­χθες του. Ἀν­τί­θε­τα ὁ ἄλ­λος ἦ­ταν πλα­τύς, εὐ­έ­λι­κτος, ὁ­μα­λός. Μέ τήν πο­λύ­τι­μη ἰ­λύ τήν ὁ­ποί­α παρέ­συ­ρε ἀ­πό τίς πη­γές του με­τέ­τρε­πε τίς ὄ­χθες σέ εὔ­φρα­τες καί γό­νι­μες πε­διά­δες. Δέν εἶ­ναι, ἑ­πο­μέ­νως, τυ­χαῖ­ο τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ κύ­ρια θρη­ σκεί­α ἡ ὁ­ποί­α ἀ­νε­πτύ­χθη­κε στή Με­σο­πο­τα­μί­α ἦ­ταν ἡ λα­τρεί­α πολ­λῶν μέν θε­ο­τή­των ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κῶν δι­α­φό­ρων φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων, μέ ἔμ­φα­ση ὅ­μως τό δυ­α­λι­σμό, τήν ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση με­τα­ξύ ἀν­τι­θέ­των: ἡ­μέ­ρας καί νύ­χτας, φω­τός καί σκό­τους, πο­λέ­μου καί εἰ­ρή­νης, κα­λοῦ καί κα­κοῦ21.  Ὁ ἀρ­χη­γός τοῦ κρά­τους θε­ω­ρεῖ­το ἐν­σάρ­κω­ση τῶν θε­ῶν, ἀ­νώ­τα­τος ἱ­ε­ρεύς καί με­σί­της με­τα­ξύ θε­ῶν, προ­γο­νι­κῶν πνευ­μά­των καί ἀν­θρώ­πων. Ἀ­πό τίς ὄ­χθες τῶν πο­τα­μῶν καί κυ­ρί­ως στό δέλ­τα τους οἱ ἔμ­πο­ροι ἔ­μα­θαν νά ἀ­πο­κολ­λοῦν λε­πτές πλά­κες λά­σπης ἐ­πά­νω στίς ὁ­ποῖ­ες ὅ­σο ἦ­σαν ἀ­κό­μη ὑ­γρές χά­ρα­ζαν μέ αἰχ­μη­ρά ὄρ­γα­να σύμ­βο­λα κα­τα­γρά­φον­τας ἔ­τσι προ­ϊ­όν­τα καί πο­σό­τη­τές τους – πρό­δρο­μοι με­τέ­πει­τα γρα­φῆς καί «ἀρ­χεί­ων». Ἦ­ταν με­γά­λη καί νευ­ραλ­γι­κή ἡ πό­λη Οὔρ, ἀ­κό­μη καί μέ τά ση­με­ρι­νά δε­δο­μέ­να. Λε­πτο­με­ρεῖς χάρ­τες τῆς πε­ρι­ο­χῆς φέ­ρουν τή γραμ­μή τῆς ἀ­κτῆς τοῦ Περ­σι­κοῦ κόλ­που νά περ­νά­ει ἀ­πό τήν πό­λη τῆς Οὔρ κα­θι­στών­τας την ἔ­τσι πα­ρα­θα­λάσ­σια μᾶλ­λον πα­ρά πα­ρα­πο­τά­μια πό­λη, πο­λυ­σύ­χνα­στο καί κομ­βι­κό λι­μά­νι, ὅ­πως τή θέ­λουν πολ­λοί ἀρ­χαι­ο­λό­γοι. Κά­τι τέ­τοι­ο προσ­δί­δει μί­α  ἰ­δι­αί­τε­ρα πο­λι­τι­στι­κή-πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή, θρη­σκευ­τι­κή-συγ­κρι­τι­στι­κή, ἐ­πι­κοι­νω­νια­κή-ἐμ­πο­ρι­κή ὑ­φή στή ση­μαν­τι­κή αὐ­τή με­γα­λού­πο­λη. Γύ­ρω στά 1960 (π.κ.ἐ.) εἰ­σβο­λεῖς  Ἐ­λα­μί­τες ἀ­πό τά βορει­οα­να­το­λι­κά ἐ­πε­τέ­θη­σαν κα­τά τῆς κυ­ρί­αρ­χης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τῶν Σου­με­ρί­ων τῶν ὁ­ποί­ων τήν πρω­τεύ­ου­σα 21. Βλέ­πε τά ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρα­με στήν Εἰ­σα­γω­γή γιά τή σχέ­ση θρη­σκεί­ας καί γε­ω­γρα­φί­ας, ἤ πε­ρι­βάλ­λον­τος.

52


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

κα­τέ­στρε­ψαν παν­τε­λῶς. Τήν πό­λη μέ τούς πλα­τεῖς της δρό­μους, τά με­γά­λα δη­μό­σια οἰ­κο­δο­μή­μα­τα, ὑ­δρα­γω­γεῖ­α καί πε­ρί­τε­χνα ἀν­τι­κεί­με­να ἔ­φε­ρε στό φῶς, σχε­τι­κά πρό­σφα­τα (1922-1934), ἡ σκα­πά­νη τοῦ Ἄγ­γλου ἀρ­χαι­ο­λό­γου S­ir L­e­o­n­a­rd W­o­o­l­ey ([1930] 1970). Ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς κα­τα­στρε­πτι­κῆς αὐ­τῆς εἰ­σβο­λῆς ἦ­ταν ἡ μα­ζι­κή με­τα­ κί­νη­ση πλη­θυ­σμῶν πρός βορ­ρᾶ καί βο­ρει­ο­α­να­το­λι­κά, κα­τά μῆ­κος τῆς λε­γό­ με­νης «γό­νι­μης ἡ­μι­σε­λί­νου» πε­ρι­ο­χῆς ἡ ὁ­ποί­α ἐ­κτεί­νε­ται ἀ­πό τόν Περ­σι­κό κόλ­πο πρός βορ­ρᾶ μέ­χρι τήν Κα­να­άν, τό ση­με­ρι­νό  Ἰσ­ρα­ήλ. Τέ­τοι­ες με­τα­κι­ νή­σεις πλη­θυ­σμῶν ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν συ­χνό φαι­νό­με­νο γιά τήν πε­ρι­ο­χή.  Ἕ­νας ἀ­πό αὐ­τούς πού ἐ­ξαι­τί­ας τῆς εἰ­σβο­λῆς τῶν  Ἐ­λα­μι­τῶν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε μέ τήν οἰ­κο­γέ­νειά του τήν Οὔρ ἦ­ταν καί ὁ T­e­r­ah, ἤ Θάῤ­ῥα ὅ­πως τόν ὀ­νο­μά­ζει ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη στήν  Ἑλ­λη­νι­κή της με­τά­φρα­ση. Προ­ο­ρι­σμός τοῦ Θάῤ­ῥα ἦ­ταν ἡ Κα­να­άν τήν ὁ­ποί­αν ἀ­πό και­ρό ἐ­πο­φθαλ­μι­οῦ­σαν καί εἶ­χαν τε­λι­κά κα­τα­λά­βει οἱ Φι­λι­σταῖ­οι22. Δέν πρό­φθα­σε, ὅ­μως, νά προ­χω­ρή­σει πέ­ρα ἀ­πό τήν πό­λη Χα­ράν (Χαῤ­ῥάν), στή ση­με­ρι­νή Συ­ρί­α, στό βο­ρει­ό­τε­ρο ση­μεῖ­ο τοῦ ἡ­μι­σε­λήνου. Ἀ­πό τόν Θάῤ­ῥα στόν Ἄ­βραμ. Με­τά τό θά­να­το τοῦ Θάῤ­ῥα ἡ ἡ­γε­σί­α τῆς οἰ­κο­γέ­νειας πε­ρι­ῆλ­θε στόν πρω­τό­το­κο γιό του Ἄ­βραμ. Αὐ­τό ἦ­ταν τό πρῶ­το ὄ­νο­μα τοῦ με­τέ­πει­τα γνω­στοῦ Πα­τριά­ρχη τῶν  Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν, Ἀ­βρα­άμ, πα­τέ­ρα τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ μο­νο­θε­ϊ­σμοῦ. Σέ μί­α πα­τρι­αρ­χι­κή κοι­νω­νί­α ὅ­πως τῆς ἀρ­χαί­ας Με­σο­πο­τα­μί­ας, ὁ πα­τέ­ρας (μέ τήν εὐ­ρύ­τε­ρη ἔν­νοι­α τῆς λέ­ξης) εἶ­ναι τό προ­ε­ξάρ­χον πρό­σω­πο τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης οἰ­κο­γέ­νειας. Εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή, ὁ ἡ­γέ­της, ὁ δι­κα­στής, τό ση­μεῖ­ον ἀ­να­φο­ρᾶς γιά θέ­μα­τα θρη­σκεί­ας καί συμ­ πε­ρι­φο­ρᾶς τῶν με­λῶν της, ἡ πη­γή τῶν πα­ρα­δό­σε­ών της.  Ἡ αὐ­θεν­τί­α αὐ­τή με­τα­βι­βά­ζε­ται ἀ­πό ἄρ­ρε­να σέ ἄρ­ρε­να. Τό ὄ­νο­μα Ἄ­βραμ ση­μαί­νει «ὁ πα­τέ­ ρας ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει ἐ­ξυ­ψω­θεῖ». Τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἄ­βραμ τήν πε­ρι­γρά­φει τό βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως (11:2725:11), τό πρῶ­το τῆς  Ἑ­βρα­ϊ­κῆς Βί­βλου. Εἶ­ναι μί­α σχε­τι­κά σκει­ώ­δης πε­ρι­ γρα­φή, ἀλ­λά καί ἡ μό­νη γιά τή με­γά­λη αὐ­τή προ­σω­πι­κό­τη­τα.  Ἡ πε­ρι­γρα­ 22. Ἡ προ­έ­λευ­ση τῶν Φι­λι­σταί­ων ἀ­νά­γε­ται ἀ­πό πολ­λούς στήν Κρή­τη. Αὐ­τοί λέ­γε­ται ὅ­τι κα­ τέ­λα­βαν τήν ἀρ­χαί­α Κα­να­άν, στήν ἀ­να­το­λι­κή ἀ­κτή τῆς Με­σο­γεί­ου, ἡ ὁ­ποί­α ὀ­νο­μά­στη­κε Φι­λι­στί­να. Ἀ­πό πα­ρα­φθο­ρά τοῦ ὀ­νό­μα­τος προ­ῆλθε ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Πα­λαι­στί­να (Πα­λαι­στί­νη). Εἶ­ναι ἄ­ρα­γε αὐ­τοί οἱ ἀρ­χαῖ­οι Κρῆ­τες ἐ­πι­δρο­μεῖς πρό­γο­νοι τῶν ση­με­ρι­νῶν Πα­λαι­στι­νί­ων; Δύ­σκο­λο νά μπεῖ κάποιος στά βα­θιά αὐ­τά νε­ρά, τά γε­μᾶ­τα σή­με­ρα ἐ­θνι­κές δι­εκ­δι­κή­σεις καί πο­λι­τι­κές πα­γί­δες.

53


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

φή τοῦ βι­βλί­ου τῆς Γε­νέ­σε­ως, ὅ­πως καί ὅ­λων τῶν βι­βλί­ων τῆς  Ἑ­βρα­ϊ­κῆς Βί­βλου, ἔ­χει χα­ρα­κτή­ρα θρη­σκευ­τι­κῆς δι­ή­γη­σης μᾶλ­λον πα­ρά ἱ­στο­ρι­κῆς πραγ­μα­τεί­ας. Δι­η­γεῖ­ται τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς βου­λῆς τοῦ Θε­οῦ, τήν κλή­ση τοῦ Ἄ­βραμ ἀ­πό τό Θε­ό, καί τήν ἀ­παρ­χή μιᾶς ἰδι­αί­τε­ρης  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς αὐ­το­γνω­σί­ ας καί πί­στε­ως. Τό κεν­τρι­κό στοι­χεῖ­ο καί μή­νυ­μα στή δι­ή­γη­ση εἶ­ναι ἡ βα­θιά αἴ­σθη­ση θεί­ου σκο­ποῦ καί πε­πρω­μέ­νου ἡ ὁ­ποί­α συ­νέ­χει τόν Ἄ­βραμ, καί ἡ ἄ­νευ ὅ­ρων ὑ­πο­τα­γή του στή δι­αί­σθη­ση, στίς προ­κλή­σεις, στίς προ­σκλή­ σεις καί στίς ἐ­σω­τε­ρι­κές νύ­ξεις τῆς θεί­ας αὐ­τῆς ὁρ­μῆς. Αὐ­τός ὁ «Θε­ὸς τοῦ Ἄ­βραμ» δέν εἶ­ναι κά­ποι­ος ἀ­πό τούς θε­ούς τοῦ Με­σο­πο­τα­μια­κοῦ παν­θέ­ου τούς ὁ­ποί­ους λά­τρευ­αν οἱ πρό­γο­νοί του.  Ὁ Ἄ­βραμ ἔ­χει αἴ­σθη­ση πε­ρί ἑ­νός Θε­οῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γός τοῦ κό­σμου καί τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους, ὑ­πε­ρά­νω τοῦ σύμ­παν­τος· ἕ­νας «Θε­ός ὕ­ψι­στος, ὅς ἔ­κτι­σε τόν οὐ­ρα­νόν καί τήν γῆν» (Γέν. 14:19), ἡ αἰ­τί­α πί­σω ἀ­πό τήν  Ἱ­στο­ρί­α καί τόν ἀν­θρώ­πι­νο προ­ο­ρι­σμό. Τό αἴ­σθη­μα με­γέ­θους καί ὕ­ψους αὐ­τοῦ τοῦ Θε­οῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κεύ­ει ὁ Ἄ­βραμ μέ τήν ὀ­νο­μα­σί­α τήν ὁ­ποῖ­α τοῦ προ­σά­πτει, «El S­h­a­d­a­’i», «Θε­ός τῶν Κο­ρυ­φῶν». Γι’ αὐ­τό καί χτί­ζει θυ­σι­α­στή­ρια σέ ὑ­πε­ρυ­ψω­μέ­να μέ­ρη, ἐ­πά­νω σέ κορ­φές λό­φων καί βου­νῶν. Μί­α τέ­τοι­α πρά­ξη ἦ­ταν γνω­στή στόν Ἄ­βραμ. Στή Με­σο­πο­τα­μί­α οἱ ἄν­θρω­ποι κα­τα­σκεύ­α­ζαν τε­ρά­στιους να­ούς σέ σχῆ­μα κώ­νου μέ ἐ­ξω­τε­ρι­κές ἑ­λι­κο­ει­δεῖς σκά­λες ἤ δι­α­δρό­μους οἱ ὁ­ποῖ­οι ὁ­δη­γοῦ­σαν στήν κορ­φή, ἐ­κεῖ ὅ­που καί τό θυ­σι­α­στή­ριο γιά τούς θε­ούς. Τά κτί­σμα­τα αὐ­τά λέ­γον­ταν z­i­g­g­u­r­at. Γιά τόν Ἄ­βραμ ὅ­μως ὁ «El S­h­a­d­a­’i» δέν ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς πολ­λούς θε­ούς, ἤ κά­ποι­ο φαν­τα­στι­κό, ἀ­φη­ρη­μέ­νο ὄν, ἀλ­λά ἕ­να προ­σω­πι­κό  Ὄν. Εἶ­ναι αὐ­τός ὁ Θε­ός ὁ ὁ­ποῖ­ος συ­νο­μι­λεῖ προ­σω­πι­ κά μέ τόν Ἄ­βραμ, ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται ἄ­με­σα γι’ αὐ­τόν, ὑ­πό­σχε­ται καί ἀ­να­λαμ­ βά­νει νά τόν ὁ­δη­γή­σει ἀ­πό τήν πο­λυ­τά­ρα­χη γῆ τῶν πα­τέ­ρων του σέ μιά γῆ ἐ­παγ­γε­λί­ας καί πλού­του: «Ἔ­ξελ­θε ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐκ τῆς συγ­γε­νεί­ας σου, καὶ ἐκ τοῦ οἴ­κου τοῦ πα­τρός σου.­..». (Γέν. 12:12, 14). Ταυ­τό­χρο­να ὁ Θε­ός αὐ­τός ἀ­να­μέ­νει κά­τι ἀ­πό τόν Ἄ­βραμ. Τό «ἀν­τάλ­λαγ­μα» αὐ­τό εἶ­ναι ἡ ἐμ­πι­ στο­σύ­νη, ἡ ἀ­φο­σί­ω­ση στό Θε­ό καί ἡ ἐ­κτέ­λε­ση τῆς ἐν­το­λῆς του, αὐ­τό τό «Καὶ ἐ­πο­ρεύ­θη Ἄ­βραμ κα­θά­περ ἐ­λά­λη­σεν αὐ­τῷ Κύ­ριος» (Γέν. 12:14). Αὐ­τό πού θέ­λει νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει ἡ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή Γρα­φή ἀ­π’ ἀρ­χῆς εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Θε­ός δέν εἶ­ναι κά­ποι­ος τόν ὁ­ποῖ­ον ἐ­φεῦ­ρε ὁ ἄν­θρω­πος, ἀλ­λ’ ἡ αἰ­τί­α τῶν πάν­των, ὁ κύ­ριος τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Τό Θε­ό αὐ­τόν τόν δέ­χτη­κε ὁ Ἄ­βραμ ὡς δι­κόν του. Καί ὁ Θε­ός, εἰς ἀ­πάν­τη­ση τῆς δε­κτι­κό­τη­τας τοῦ Ἄ­βραμ, δέ­χτη­κε ἤ ἐ­ξέ­λε­ξε τόν Ἄ­βραμ ὡς δι­κόν του. Ἡ ἀ­μοι­βαί­α αὐ­τή  Ἐ­κλο­γή ἀ­πο­τε­λεῖ μί­α κεν­τρι­κή, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἰδέ­α 54


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

(«δόγ­μα» ­θά λέ­γαμε) στήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση.  Ἐ­κλο­γή στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό δέν ση­μαί­νει χα­τι­ρι­κή προ­τί­μη­ση, οὔ­τε φυ­λε­τι­κή ἤ ἄλ­λου εἴ­δους ὑ­πε­ρο­χή ἑ­νός λα­οῦ σέ σύγ­κρι­ση πρός ἄλ­λους. Ση­μαί­νει μᾶλ­λον ἀ­μοι­ βαί­α σχέ­ση με­τα­ξύ ἑ­νός συγ­κε­κρι­μέ­νου λα­οῦ καί τοῦ Θε­οῦ-δη­μι­ουρ­γοῦ ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα μιᾶς θε­τι­κῆς ἀν­τα­πό­κρι­σης τοῦ ἀν­θρώ­που στήν πρό­σκλη­ση τοῦ Θε­οῦ!  Ὁ Ἄ­βραμ, καί μέ­σῳ αὐ­τοῦ ὁ λα­ός τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ, δέ­χτη­κε τό Θε­ό καί ὁ Θε­ός ἀ­μοι­βαί­α δέ­χτη­κε τόν Ἄ­βραμ καί κα­τέ­στη­σε τούς ἀ­πο­γό­νους του «βα­σί­λει­ον ἱ­ε­ρά­τευ­μα, ἔ­θνος ἅ­γιον»23, βα­σί­λει­ο ἱ­ε­ρέ­ων καί ἅ­γιο ἔ­θνος, ὥ­στε νά τόν τι­μοῦν, καί μέ­σῳ αὐ­τῶν νά τόν γνω­ρί­σουν οἱ λοι­ποί λα­οί. Ἀ­πο­ τέ­λε­σμα τῆς  Ἐ­κλο­γῆς εἶ­ναι ἡ Δι­α­θή­κη, ἡ συμ­φω­νί­α, ἡ συν­θή­κη, με­τα­ξύ Θε­ οῦ καί  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ δεύ­τε­ρη κεν­τρι­κή, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή, πε­ποί­θη­ση καί ἰδέ­α στήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση. Δι­α­θή­κη ση­μαί­ νει ἀ­μοι­βαῖ­ο δε­σμό με­τα­ξύ Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­πων. Θά δοῦ­με ἀρ­γό­τε­ρα πῶς ὁ δε­σμός αὐ­τός ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ἔν­το­να ἀ­πό τούς προ­φῆ­τες τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ ὡς «συ­νου­σί­α» καί γά­μος με­τα­ξύ Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­πων, γιά νά κα­τα­λά­βου­με για­τί ὁ Παῦ­λος ὀ­νό­μα­σε τήν  Ἐκ­κλη­σί­α, τό λα­ό τοῦ Θε­οῦ, «νύμ­φη Χρι­στοῦ»! Τό γε­γο­νός αὐ­τό κα­θαυ­τό ὅ­τι ὁ Θε­ός συ­νο­μι­λεῖ μέ τόν Ἄ­βραμ, τοῦ δί­νει ὑ­πο­σχέ­σεις καί ἀ­να­μέ­νει ἀ­πό αὐ­τόν νά ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ μέ ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­ σύ­νη καί ἀ­φο­σί­ω­ση, ἀ­πο­τε­λεῖ πρά­ξη συν­θή­κης, συμ­φω­νί­ας, καί Δι­α­θή­κης.  Ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἄ­βραμ εἶ­ναι ἱ­στο­ρί­α δι­α­δο­χι­κῶν ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σε­ων, ἀλ­λά καί ἐ­πε­κτά­σε­ων τῆς Δι­α­θή­κης. Ἀ­πό «Ἄ­βραμ» σέ «Ἀ­βρα­άμ». Σέ μί­α ἀ­πό αὐ­τές τίς φά­σεις ὁ Θε­ός ὑ­πό­ σχε­ται στόν Ἄ­βραμ νά τόν κα­τα­στή­σει «πα­τέ­ρα πλή­θους ἐ­θνῶν»: «Καὶ ἐ­λά­λη­σεν αὐ­τῷ ὁ Θε­ός, λέ­γων, Καὶ ἐ­γὼ ἰδοὺ ἡ δι­α­θή­κη μου με­τὰ σοῦ· καὶ ἔ­σῃ πα­τὴρ πλή­θους ἐ­θνῶν. Καὶ οὐ κλη­θή­σε­ται ἔ­τι τὸ ὄ­νο­μά σου Ἄ­βραμ, ἀλ­λ’ ἔ­σται τὸ ὄ­νο­μά σου Ἀ­βρα­άμ, ὅ­τι πα­τέ­ρα πολ­λῶν ἐ­θνῶν τέ­θει­κά σε. Καὶ αὐ­ξα­νῶ σε σφό­δρα, καὶ θή­σω σε εἰς ἔ­θνη· καὶ βα­σι­λεῖς ἐκ σοῦ ἐ­ξε­λεύ­ σον­ται» (Γέν. 17: 2-4).

Μέ τήν προ­σθή­κη μιᾶς συλ­λα­βῆς στό ὄ­νο­μα ἐ­πε­κτά­θη­κε ἡ ἔν­νοι­α τοῦ ἤ­δη με­γά­λου καί τι­μη­μέ­νου πα­τέ­ρα, ἀ­πό Ἄ­βραμ σέ Ἀ­βρα­άμ – μί­α χα­ρα­κτη­ρι­ στι­κή με­το­νο­μα­σί­α καί ἔ­ξαρ­ση ἀ­πό πα­τέ­ρα ὑ­πε­ρο­χῆς σέ «πα­τέ­ρα πλή­θους ἐ­θνῶν», ἤ «Πα­τριά­ρχη»­! 23. Κα­τά τό βι­βλί­ο τῆς  Ἐ­ξό­δου, 19:6.

55


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Δι­α­θή­κη σφρα­γι­σμέ­νη στή σάρ­κα.  Ἡ Δι­α­θή­κη αὐ­τή «ὑ­πο­γρά­φτη­κε» καί μέ ἕ­να κα­τα­πλη­κτι­κό, δι­α­κρι­τό, τρό­πο: τήν πε­ρι­το­μή!  Ὁ Ἀ­βρα­άμ, ἤ­δη σέ ἡ­λι­κί­α ἐ­νήν­τα ἐν­νέ­α ἐ­τῶν (Γέν. 17:1)24, κα­θώς καί ὅ­λα τά ἄρ­ρε­να μέ­λη τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης οἰ­κο­γέ­νειάς του, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων καί τῶν ὑ­πη­ρε­τῶν τους, ὑ­πο­βλή­θη­καν στήν ἐ­πί­πο­νη αὐ­τή ἐ­πέμ­βα­ση25. Ἀ­πό τό­τε ὅ­λα τά ἄρ­ρε­να μέ­λη τῆς  Ἑ­βρα­ϊ­κῆς κοι­νό­τη­τας, ἀ­πό τήν ὄ­γδο­η ἡ­μέ­ρα τῆς γέν­νη­σης τοῦ παι­διοῦ, ὑ­πο­βάλ­λον­ται στήν πε­ρι­το­μή.  Ἡ πε­ρι­το­μή εἶ­ναι ἡ τε­λε­τή ὑ­πο­δο­χῆς τοῦ ἄρ­ ρε­νος «στήν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Ἀ­βρα­άμ»26. Μέ τή ρο­ή τοῦ αἵ­μα­τος27 καί τήν αὐ­το-θυ­σι­α­στι­κή αὐ­τή ἐγ­χει­ρη­τι­κή πρά­ξη τῆς ἀ­φαί­ρε­σης τῆς ἐ­πι­δερ­μί­δας ἀ­πό τό πέ­ος ἐ­πι­σφρα­γί­ζε­ται, κα­τά τόν πιό προ­σω­πι­κό καί δρα­μα­τι­κό τρό­ πο, στήν ἴ­δια τή σάρ­κα τοῦ ἀν­θρώ­που καί μά­λι­στα στό γεν­νη­τι­κό ὄρ­γα­νο τῆς δι­αι­ώ­νι­σης τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου εἴ­δους, ἡ προ­σω­πι­κή δέ­σμευ­ση τοῦ ἀ­τό­μου πρός τή Δι­α­θή­κη τήν ὁ­ποί­αν ἔ­χει συ­νά­ψει μέ τό Θε­ό! Ἡ ἀ­πό­λυ­τη ὑ­πο­τα­γή τοῦ Ἀ­βρα­άμ στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ δο­κι­μά­ζε­ται γιά 24. Δέν εἴ­μα­στε βέ­βαι­οι ἄν οἱ με­γά­λοι καί ὑ­περ­βο­λι­κοί ἀ­ριθ­μοί τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς Γρα­φῆς ἀν­ τι­στοι­χοῦν μέ τούς ἀ­ριθ­μούς τούς ὁ­ποί­ους χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με ἐ­μεῖς σή­με­ρα. 25. Ἡ πε­ρι­το­μή φαί­νε­ται νά ἦ­ταν γνω­στή ἀ­νά­με­σα καί σέ ἄλ­λους λα­ούς τῆς ἐ­πο­χῆς. Οἱ λό­γοι πού τήν ἐ­πέ­βα­λαν ἦ­σαν πολ­λοί: σέ ἐ­πο­χές εὐ­ρέ­ων με­τα­κι­νή­σε­ων πλη­θυ­σμῶν, λό­ γοι ὑ­γι­ει­νῆς καί κα­θα­ρό­τη­τας τῆς φυ­λῆς· λό­γοι ταυ­τό­τη­τας καί δι­ά­κρι­σης ἀ­πό ἄλ­λους λα­ούς· λό­γοι θρη­σκευ­τι­κοί ὡς ἔκ­φρα­ση ὑ­πο­τα­γῆς καί ἀ­πό­δει­ξη αὐ­το­θυ­σί­ας, κ.ἄ. Στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν  Ἰ­ου­δαί­ων φαί­νε­ται νά συν­τρέ­χουν ὅ­λοι αὐ­τοί οἱ λό­γοι. 26. Οἱ Μου­σουλ­μά­νοι ὑ­πο­βάλ­λουν καί αὐ­τοί τούς ἄρ­ρε­νες σέ πε­ρι­το­μή ἀ­να­βι­ώ­νον­τας τή θρη­σκεί­α, ἤ «τόν τρό­πο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τοῦ Ἀ­βρα­άμ» (d­in I­b­r­a­h­im), τόν ὁ­ποῖ­ον τι­μοῦν ὡς τό κα­τε­ξο­χήν πρό­τυ­πο ὑ­πο­τα­γῆς (i­s­l­ām). 27. Κα­τά τήν ἀρ­χαί­α πρά­ξη τῶν Με­σο­πο­τα­μί­ων ἡ συμ­φω­νί­α με­τα­ξύ δύ­ο συμ­βαλ­λό­με­νων με­ρῶν σφρα­γι­ζό­ταν μέ τή δη­μό­σια σφα­γή ἑ­νός ζώ­ου σέ δύ­ο μέ­ρη, ἀ­πό τό κε­φά­λι πρός τήν οὐ­ρά, ἀ­νά­με­σα στά ὁ­ποῖ­α περ­νοῦ­σαν οἱ συμ­βαλλόμενοι.  Ἡ δρα­μα­τι­κή αὐ­τή πρά­ξη ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τρό­πο ἀ­νά­λυ­ψης εὐ­θυ­νῶν καί ὑ­πό­σχε­ση τή­ρη­σης τῶν ὅ­ρων τῆς συμ­φω­νί­ας.  Ἡ ἀ­θέ­τη­ση τῆς συμ­φω­νί­ας θά ἀν­τι­στοι­χοῦ­σε μέ θά­να­το γιά τόν ἀ­θε­τοῦν­τα, ὅ­πως συμ­βο­ λί­ζει ἡ ρύ­ση τοῦ αἵ­μα­τος. Μί­α τέ­τοι­α φρι­κτή καί ἀ­πρό­σω­πη «ὑ­πο­γρα­φή» παίρ­νει τώ­ρα σέ μιά πιό ἐ­ξε­λιγ­μέ­νη φά­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας τή μορ­φή προ­σω­πι­κῆς δέ­σμευ­σης, θυ­σί­ας καί μαρ­τυ­ρί­ας.  Ἴ­σως στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό νά ἀρ­χί­ζει νά κα­τα­λα­βαί­νει κάποιος κα­λύ­τε­ρα τό νό­η­μα τῶν λέ­ξε­ων τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ ὄ­χλου πρός τόν Πι­λά­το: «τὸ αἷ­μα αὐ­τοῦ ἐ­φ’ ἡ­μᾶς καὶ ἐ­πὶ τὰ τέ­κνα ἡ­μῶν» (Ματ. 27:25)! Εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­τι ἡ φρά­ση αὐ­τή βρί­σκε­ται μό­νο στό εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Ματ­θαί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τό ἔ­γρα­ψε ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος πρός τούς ἀ­πό τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ προ­ση­λύ­τους, οἱ ὁ­ποῖ­οι καί θά μπο­ροῦ­σαν νά κα­τα­λά­βουν κα­λύ­τε­ρα τό ὑ­πο­νοού­με­νο τῶν λέ­ξε­ων! Βλέ­πε καί κε­φά­λαι­ο 7.

56


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά ὅ­ταν ὁ Θε­ός τόν προ­στά­ζει νά θυ­σιά­σει τό μο­νο­γε­νή καί νό­ μι­μο γιό του  Ἰ­σα­άκ.  Ὁ Ἀ­βρα­άμ ὑ­πα­κού­ει χω­ρίς γογ­γυ­σμό ἤ συμ­βι­βα­σμούς (Γέν. 22: 1-13)28. Στή δι­ή­γη­ση αὐ­τή οἱ Μου­σουλ­μά­νοι ἔ­χουν ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τόν  Ἰ­σα­άκ μέ τόν  Ἰ­σμα­ήλ, τόν πρω­τό­το­κο γιό τοῦ Ἀ­βρα­άμ ἀλ­λά ἀ­πό τήν Ἅγαρ, τή δού­λη τῆς συ­ζύ­γου του Σάῤ­ῥας, μι­λών­τας γιά θυ­σί­α τοῦ  Ἰ­σμα­ήλ μᾶλ­λον πα­ρά τοῦ  Ἰ­σα­άκ29. Ἡ μυ­στι­κή ἕλ­ξη τοῦ Ἀ­βρα­άμ.  Ὁ Ἀ­βρα­άμ χαί­ρει με­γά­λου σε­βα­σμοῦ ὡς Πα­τριά­ρχης τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ, τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καί τοῦ μο­νο­θε­ϊ­σμοῦ. Τόν Ἀ­βρα­άμ τόν τι­μοῦν ἐ­ξί­σου  Ἑ­βραῖ­οι, Χρι­στια­νοί καί Μου­σουλ­μά­νοι. Μέ τίς λέ­ξεις τοῦ προ­φή­τη Ἠ­σα­ΐ­α, ἦ­ταν «φί­λος τοῦ Θε­οῦ»30.  Ἡ Ταλ­μούδ, ἡ συλ­λο­γή δι­δα­σκα­λι­ῶν καί ἑρ­μη­νει­ῶν  Ἑ­βραί­ων ραβί­νων, ἐκ­θειά­ζει τόν Ἀ­βρα­άμ ὡς τόν ἄν­θρω­πο «γιά τόν ὁ­ποῖ­ο δέν ὑ­πῆρ­ξε ἄν­θρω­πος πού τόν δί­ δα­ξε πῶς νά γνω­ρί­σει τό Θε­ό, για­τί ἔ­φτα­σε σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο γνώ­σης ἀ­πό μό­νος του»!31 Τόν ἴ­διο θαυ­μα­σμό πρός τήν πί­στη τοῦ Ἀ­βρα­άμ βλέ­πουμε νά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σέ ὅ­λη τήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή γραμ­μα­τεί­α. Νά πῶς ἕ­νας ἀ­πό τούς με­γα­λύ­τε­ρους φι­λο­σό­φους τῶν Μέ­σων Χρό­νων, ὁ M­o­s­es b­en M­a­i­m­on (π. 1204), ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­πό ὅ­λους τούς φι­λό­σο­φους θε­ο­λό­γους τοῦ  Ἰ­ου­ δα­ϊ­σμοῦ, γνω­στός μέ τό ἐκ-Λα­τι­νι­σμέ­νο ὄ­νο­μα Μα­ϊ­μω­νί­δης, πε­ρι­έ­γρα­ψε μέ τήν πιό ἁ­πλή γλῶσ­σα τή ση­μα­σί­α τοῦ Ἀ­βρα­άμ: Ὁ Ἀ­βρα­άμ, ὁ πα­τέ­ρας μας, δί­δα­ξε τό λα­ό· ἄ­νοι­ξε τό νοῦ τους, καί τούς ἀ­πο­ κά­λυ­ψε τήν ὀρ­θή πί­στη καί ἑ­νό­τη­τα32 τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­πόρ­ρι­ψε τά εἴ­δω­λα καί κα­τάρ­γη­σε τή λα­τρεί­α τους.  Ἔ­φε­ρε πολ­λούς κά­τω ἀ­πό τίς πτέ­ρυ­γες τῆς θεί­ας πα­ρου­σί­ας. Τούς πρό­σφε­ρε συμ­βου­λή καί κα­τεύ­θυν­ση, καί πα­ρό­τρυ­νε τά μέ­λη τοῦ οἴ­κου του νά τη­ροῦν αὐ­τά πού θέ­λει ὁ Θε­ός γιά πάν­τα, κα­θώς 28. Ἡ δι­ή­γη­ση ἀ­φή­νει νά ἐν­νο­η­θεῖ ὅ­τι ἡ ἀν­θρω­πο­θυ­σί­α δέν ἦ­ταν κά­τι ἄ­γνω­στο τήν ἐ­πο­χή τοῦ Ἀ­βρα­άμ στήν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χή ἀ­πό ὅ­που εἶ­χε ξε­κι­νή­σει. 29. Βλέ­πε καί κεφ. 15. Οἱ Μου­σουλ­μά­νοι δι­α­τεί­νον­ται ὅ­τι κα­τά­γον­ται ἀ­πό τόν  Ἰ­σμα­ήλ, τόν πρω­τό­το­κο γιό τοῦ Ἀ­βρα­άμ καί ὅ­τι, ἔ­τσι, εἶ­ναι οἱ πρῶ­τοι καί ἐγ­γύ­τε­ροι ἀ­πό­γο­νοί του καί τῆς «θρη­σκεί­ας» του. Οἱ  Ἑ­βραῖ­οι τούς ὑ­πεν­θυ­μί­ζουν σκω­πτι­κά ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πό­γο­νοι ἑ­νός νό­θου γιοῦ τοῦ Ἀ­βρα­άμ.­.. 30. Ἄς κρα­τή­σου­με τό χα­ρα­κτη­ρι­σμό αὐ­τόν κα­τά νοῦν, δι­ό­τι τό­σο στό Χρι­στι­α­νι­σμό ὅ­σο καί στό  Ἰσ­λάμ ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός «φί­λος τοῦ Θε­οῦ» ὑ­πο­δη­λώ­νει τόν «ἅ­γιο». 31. G­l­a­t­z­er (1969), σσ. 240, 241. 32. Βλέ­πε τά ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρα­με ἀ­νω­τέ­ρω πε­ρί μο­νό­τη­τας, ἤ μᾶλ­λον ἑ­νό­τη­τας (στά Ἀ­ρα­βι­κά t­a­w­hīd) τοῦ Θε­οῦ.

57


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ τό λέ­ει ἡ Γρα­φή: «ᾔ­δειν γὰρ ὅ­τι συν­τά­ξει τοῖς υἱ­οῖς αὐ­τοῦ καὶ τῷ οἴ­κῳ αὐ­ τοῦ με­τ’ αὐ­τόν, καὶ φυ­λά­ξου­σι τὰς ὁ­δοὺς Κυ­ρί­ου ποι­εῖν δι­και­ο­σύ­νην καὶ κρί­σιν.­.­.» (Γέν. 18:19)33.

Καί ἡ Χα­σι­δι­κή πα­ρά­δο­ση, ἡ λα­ϊ­κή μυ­στι­κι­στι­κή κί­νη­ση ἡ ὁ­ποί­α ἐμ­φα­νί­στη­ κε στήν Ἀ­να­το­λι­κή Εὐ­ρώ­πη στά μέ­σα τοῦ δε­κά­του ἑ­βδό­μου αἰ­ώ­να, ἐ­ξαί­ρει τόν Ἀ­βρα­άμ ὡς τόν «πα­τέ­ρα μας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­φι­έ­ρω­σε τή ζω­ή του ὥ­στε νά ἁ­γι­ά­ζε­ται τό  Ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, καί ἔ­ρι­ξε τόν ἑ­αυ­τό του μέ­σα στή φο­βε­ρή πυ­ρά» τοῦ θεί­ου!34 Γιά τούς  Ἑ­βραί­ους ὁ Θε­ός εἶ­ναι «Θε­ός Ἀ­βρα­άμ», καί ἐν συ­νε­χεί­α «Θε­ός  Ἰ­σα­άκ, Θε­ός  Ἰ­α­κώβ», ὁ Θε­ός τῶν ἀ­πο­γό­νων του – κοι­νή ἔκ­φρα­ση τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς καί τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς Γρα­φῆς! Τό  Ἰσ­λάμ ἐ­ξαί­ρει τόν Ἀ­βρα­άμ ὡς τόν πα­ρα­δειγ­μα­τι­κό «μου­σουλ­μά­νο», τόν χω­ρίς συμ­βι­βα­σμό «ὑ­πο­τε­ταγ­μέ­νον» στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Γιά τούς Μου­σουλ­μά­νους τό  Ἰσ­λάμ δέν εἶ­ναι κά­τι νε­ο­φα­νές, καί μά­λι­στα θρη­σκεί­α τοῦ Μω­ά­μεθ, ἀλ­λά ἡ d­in I­b­r­a­h­im, ἡ «ὁ­δός» ἤ, στήν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α, «ὁ τρό­πος [ζω­ῆς] τοῦ Ἀ­βρα­άμ». Ἀ­ξί­ζει νά ση­μει­ω­θεῖ στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ὅ­τι καί οἱ πρῶ­τοι Χρι­στια­νοί ἀ­να­φέ­ρον­ταν στήν πί­στη τους ὡς «Ὁ­δόν» (Πρά­ξεις 24: 14, 22), ὡς τρό­πο ζω­ῆς, ὄ­χι ὡς θρη­σκεί­α. Καί γιά τίς τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεί­ες, λοι­πόν, θρη­σκεί­α εἶ­ναι ὁ τρό­πος ζω­ῆς, ἡ «ὁ­δός» (ὑ­πο­τα­γῆς στό Θε­ό)­»· καί ὁ Ἀ­βρα­άμ πρό­τυ­πο ἑ­νός τέ­τοι­ου τρό­που ζω­ῆς. Γιά τούς Μου­σουλ­μά­νους ὁ Ἀ­βρα­άμ εἶ­ναι προ­φή­της ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­κα­νε γνω­στό καί με­τέ­δω­σε τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐ­πο­χῆς του.  Ὁ Al G­h­a­z­z­a­li (π. 1111), ὁ με­γα­ λύ­τε­ρος Μου­σουλ­μά­νος φι­λό­σο­φος-θε­ο­λό­γος τῶν Μέ­σων Χρό­νων, νο­μι­κός καί μυ­στι­κός τοῦ  Ἰσ­λάμ, ἐ­ξέ­φρα­σε τό κοι­νό πε­ρί τοῦ Ἀ­βρα­άμ αἴ­σθη­μα τῶν ὁ­μο­θρή­σκων του μέ τήν ἀ­κό­λου­θη δι­ή­γη­ση: Ὅ­ταν ὁ Ἄγ­γε­λος τοῦ θα­νά­του35 ἦρ­θε νά πα­ρα­λά­βει τήν ψυ­χή τοῦ Ἀ­βρα­άμ 33. «Τόν ξέ­ρω ὡς ἄν­θρω­πο ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει προ­στά­ξει τά παι­διά του καί τούς οἰ­κεί­ους του νά τη­ροῦν τούς τρό­πους τοῦ Κυ­ρί­ου καί νά ζοῦν μέ ἁ­γι­ό­τη­τα καί δι­ά­κρι­ση». Στήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή σκέ­ψη καί Γρα­φή ἡ λέ­ξη «δι­και­ο­σύ­νη» δέν ἔ­χει τή νο­μο­κα­νο­νι­κή ἔν­νοι­α τήν ὁ­ποί­α τῆς ἔ­χει δώ­σει ἡ Δυ­τι­κή Χρι­στι­α­νι­κή σκέ­ψη. «Δι­και­ο­σύ­νη» εἶ­ναι τό κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ κα­τε­ξο­χήν ἅ­γιος· ἑ­πο­μέ­νως «δι­και­ο­σύ­νη» ση­μαί­νει τόν τρό­πο τοῦ εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ, τήν ἁ­γι­ό­τη­τα. 34. G­l­a­t­z­er (1969), σ. 454. 35. Ὁ  Ἰσ­ρα­ήλ, ὁ ἄγ­γε­λος ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­ναγ­γέλ­λει τή στιγ­μή τοῦ θα­νά­του στόν κά­θε ἄν­θρω­πο. Γιά τή Μου­σουλ­μα­νι­κή πί­στη πε­ρί ἀγ­γέ­λων καί θα­νά­του, Βλέ­πε κεφ. 14.

58


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ καί εἶ­πε τό­τε [ὁ Ἀ­βρα­άμ στό Θε­ό] «Ἔ­χεις δεῖ πο­τέ ἕ­να φί­λο νά παίρ­νει τή ζω­ή τοῦ φί­λου του;» ὁ Θε­ός τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: «Ἔ­χεις δεῖ πο­τέ ἕ­να φί­λο νά μή θέ­λει νά δεῖ τόν φί­λο του;­», τό­τε ὁ Ἀ­βρα­άμ εἶ­πε: «Ὤ  Ἰσ­ρα­ήλ, ἤ Ἄγ­γε­λε τοῦ θα­νά­του, πά­ρε τήν ψυ­χή μου».

Ὁ Ἀ­βρα­άμ εἶ­ναι ὁ πα­τέ­ρας τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ ἔ­θνους, ὁ πρω­τερ­γά­της τῆς  Ἰ­ου­ δα­ϊ­κῆς θρη­σκεί­ας, καί αὐ­τός πού δί­δα­ξε τό λα­ό του μί­α ἁ­πλή, ἀλ­λά τέ­λεια, πί­στη: τήν ἀ­συμ­βί­βα­στη ὑ­πο­τα­γή στό Θε­ό, καί τήν ἀ­με­τά­κλη­τη τή­ρη­ση τῆς Δι­α­θή­κης36. Ὁ  Ἰ­σα­άκ καί ὁ  Ἰ­α­κώβ συ­νέ­χι­σαν τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ προ­κα­τό­χου τους.  Ὁ  Ἰ­α­κώβ πῆ­ρε τό ἐ­πί­θε­το «Ἰσ­ρα­ήλ» ὕ­στε­ρα ἀ­πό μί­α πα­ρά­δο­ξη ἀν­τι­μέ­τω­πη συ­νάν­τη­ση «πρό­σω­πον πρός πρό­σω­πον» μέ τό Θε­ό. Τό ἐ­πί­θε­το «Ἰσ­ρα­ήλ» μπο­ρεῖ νά με­τα­φρα­στεῖ μό­νο μέ μί­α ὁ­λό­κλη­ρη πρό­τα­ση: «αὐ­τός πού πά­ λε­ψε μέ τό Θε­ό, καί νί­κη­σε καί, ἑ­πο­μέ­νως, θά ὑ­πε­ρι­σχύ­σει ἀ­νά­με­σα στούς ἀν­θρώ­πους»37.  Ὁ  Ἰ­α­κώβ ἔ­γι­νε πα­τέ­ρας δώ­δε­κα υἱ­ῶν, καί αὐ­τοί μέ τή σει­ ρά τους ἀρ­χη­γοί  ἰ­σά­ριθ­μων φυ­λῶν, τῶν «δώ­δε­κα φυ­λῶν τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ», οἱ ὁ­ποῖ­ες συ­νέ­στη­σαν τό ἀρ­χαῖ­ο  Ἰ­ου­δα­ϊ­κό ἔ­θνος.  Ἡ ἱ­στο­ρί­α αὐ­τῶν καί τῶν ἀ­πο­γό­νων τους ἀ­πα­σχο­λεῖ τά ὑ­πό­λοι­πα κε­φά­λαι­α τοῦ βι­βλί­ου τῆς Γε­νέ­σε­ ως (25:11 - 50:26).  Ἔ­τσι, ἐ­νῶ ἡ ἀρ­χαι­ό­τε­ρη ἱ­στο­ρί­α τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ ἀν­τι­ στοι­χεῖ μέ τήν ἱ­στο­ρί­α τῶν  Ἑ­βραί­ων, «αὐ­τῶν οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­έ­χι­σαν τόν πο­τα­ μό [Εὐ­φρά­τη]­», ἡ με­τέ­πει­τα ἱ­στο­ρί­α του ἀν­τι­στοι­χεῖ μέ ἐ­κεί­νη «τῶν υἱ­ῶν  Ἰσ­ρα­ήλ», τῶν ἀ­πο­γό­νων τοῦ  Ἰ­α­κώβ! Γιά λό­γους ἀ­κρι­βο­λο­γί­ας, λοι­πόν, θά πρέ­πει νά ἀ­να­φε­ρό­μα­στε σέ «Ἑ­βραί­ους» γιά τήν ἀρ­χαι­ό­τα­τη ἱ­στο­ρί­α, καί σέ «Ἰσ­ρα­η­λί­τες», ἤ συλ­λε­κτι­κά «Ἰσ­ρα­ήλ», γιά τή με­τέ­πει­τα ἱ­στο­ρί­α τῶν με­λῶν τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς θρη­σκεί­ας.  Ἡ ὀ­νο­μα­σί­α  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός γιά τή θρη­σκεί­α προ­έρ­χε­ται, ὅ­πως θά δοῦ­με σέ λί­γο, ἀ­πό τήν ὀ­νο­μα­σί­α τοῦ μι­κρό­τε­ρου βα­ σι­λεί­ου τοῦ Νό­του, γνω­στοῦ ὡς  Ἰ­ού­δα, τό ὁ­ποῖ­ον ἐ­πέ­ζη­σε τήν κα­τα­στρο­φή τῶν Ἀσ­συ­ρί­ων. Τρεῖς, λοι­πόν, ὀ­νο­μα­σί­ες ἐμ­πλέ­κον­ται στήν πε­ρι­γρα­φή τοῦ λα­οῦ καί τῆς θρη­σκεί­ας του:  Ἑ­βραῖ­οι,  Ἰσ­ρα­η­λί­τες, καί  Ἰ­ου­δαῖ­οι ἀ­π’ ὅ­που καί «Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός».  Ἡ χρή­ση κά­θε φο­ρά τῆς σω­στῆς ὀ­νο­μα­σί­ας, μο­λο­νό­τι 36. Πε­ρισ­σό­τε­ρα πε­ρί τοῦ Ἀ­βρα­άμ, βλέ­πε “A­b­r­a­h­am” στή C­DI, “I­b­r­a­h­im” στήν EI, καί “H­a­ n­if” στή S­EI.  Ἐ­πί­σης, F­i­r­e­s­t­o­ne (1990), F­r­o­st (1963), G­a­u­b­e­rt (1968), M­o­u­b­a­r­ac (1958), P­a­r­r­ot (1968), P­e­n­f­i­e­ld (1954), S­i­k­er (1991), W­o­o­l­ey (1936). 37. «.­..ὅ­τι ἐ­νί­σχυ­σας με­τὰ Θε­οῦ, καὶ με­τὰ ἀν­θρώ­πων δυ­να­τὸς ἔ­σῃ». Βλέ­πε Γέν. 32: 24-31.

59


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

δύ­σχρη­στη καί ἀ­κα­τά­λη­πτη στήν ἐ­πο­χή μας, ἀν­τα­να­κλᾶ τή σω­στή ἐ­πο­χή, στιγ­μή καί ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς θρη­σκεί­ας.

Δου­λεί­α καί  Ἔ­ξο­δος Ἡ δεύ­τε­ρη ση­μαν­τι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς πρώ­ϊ­μης ἱ­στο­ρί­ας τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ ἔ­χει νά κά­νει μέ δου­λεί­α καί ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση. Κεν­τρι­κό μο­χλό της ἀ­πο­τε­λεῖ τό γε­γο­νός τῆς  Ἐ­ξό­δου τῶν «υἱ­ῶν  Ἰσ­ρα­ήλ» καί τῆς με­τά­στα­σής τους ἀ­πό τή δου­λεί­α τῶν Αἰ­γυ­πτί­ων στή γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἐ­πι­στή­μο­ νες το­πο­θε­τοῦν τήν  Ἔ­ξο­δο στό δω­δέ­κα­το αἰ­ώ­να πρό τῆς κοι­νῆς ἐ­πο­χῆς, ἐ­νῶ οἱ λι­γό­τε­ροι στό δέ­κα­το πέμ­πτο.  Ὑ­πάρ­χουν ἐ­πί­σης καί ἐ­κεῖ­νοι οἱ ὁ­ποῖ­ οι ἀμ­φι­σβη­τοῦν ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου τήν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα ἑ­νός τέ­τοι­ου γε­γο­νό­τος.  Ἐντού­τοις εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά ἐ­ξη­γή­σει καί νά ἀ­να­πα­ρα­στή­σει κάποιος τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καί τοῦ  Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κοῦ λα­οῦ χω­ρίς αὐ­τό τό κεν­τρι­ κό Βι­βλι­κό στοι­χεῖ­ο. Λοι­μός στήν Κα­να­άν (ἕ­να σύ­νη­θες φαι­νό­με­νο γιά μί­α ἐμ­πό­λε­μη ζώ­νη τήν ὁ­ποί­α δι­εκ­δι­κοῦ­σαν δι­ά­φο­ροι λα­οί· πό­σο σύγ­χρο­νο τό φαι­νό­με­νο!) εἶ­χε ἐ­ξα­ναγ­κά­σει τούς «υἱ­ούς  Ἰσ­ρα­ήλ» νά ζη­τή­σουν ἄ­συ­λο στό σι­το­βο­λό­να τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης πε­ρι­ο­χῆς, τήν Αἴ­γυ­πτο.  Ὅ­ταν οἱ  Ἰσ­ρα­η­λί­τες μπῆ­καν στήν Αἴ­γυ­ πτο γύ­ρω στό δέ­κα­το ὄ­γδο­ο αἰ­ώ­να, τή χώ­ρα τήν κυ­βερ­νοῦ­σαν οἱ λε­γό­με­νοι  Ὑκ­σός (H­y­k­s­os), ἤ «οἱ ἀλ­λο­ε­θνεῖς».  Ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α τῶν  Ὑκ­σός στήν Αἴ­γυ­πτο κρά­τη­σε ἀ­πό τό δέ­κα­το ὄ­γδο­ο μέ­χρι τό δέ­κα­το ἕ­κτο αἰ­ώ­να πρίν ἀ­πό τήν κοι­νή ἐ­πο­χή. Αὐ­τή ἦ­ταν πε­ρί­ο­δος εὐ­η­με­ρί­ας καί προ­κο­πῆς γιά τούς «υἱ­οὺς  Ἰσ­ρα­ήλ» – κά­τι τό ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νά ὁ­δη­γή­σει στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι «οἱ ἀλ­λο­ ε­θνεῖς» κυ­ρί­αρ­χοι ἦ­σαν μέν ξέ­νοι γιά τούς Χι­τί­τες Αἰ­γυ­πτί­ους ὄ­χι ὅ­μως καί γιά τούς Ση­μί­τες  Ἰσ­ρα­η­λί­τες! Οἱ  Ὑκ­σός ἦ­σαν πι­θα­νῶς καί αὐ­τοί Ση­μί­τες προ­ερ­χό­με­νοι ἀ­πό τή νο­τιοδυ­τι­κή πε­ρι­ο­χή τῆς «εὔ­φο­ρης ἡ­μι­σε­λή­νου», τήν ὁ­ποί­αν εἶ­χαν πε­ρά­σει πρό­σφα­τα ὁ Θάῤ­ῥα καί ὁ Ἄ­βραμ!  Ἡ πι­θα­νό­τη­τα αὐ­ τή ἐ­ξη­γεῖ ἴ­σως τά ἑ­ξῆς τρί­α πράγ­μα­τα: τήν ἐ­πι­λο­γή ἐκ μέ­ρους τοῦ Ἄ­βραμ μιᾶς μᾶλ­λον γνω­στῆς δι­α­δρο­μῆς γιά τούς Ση­μί­τες μέ­σῳ τῆς «εὔ­φο­ρης ἡ­μι­σε­λή­νου», ἔ­στω καί κα­θ’ ὑ­πό­δει­ξη τοῦ Θε­οῦ· τήν εὐ­η­με­ρί­α καί τήν ὑ­ψη­ λή κοι­νω­νι­κή θέ­ση πού κα­τέ­λα­βαν οἱ  Ἰσ­ρα­η­λίτες στήν Αἴ­γυ­πτο κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο κα­το­χῆς της ἀ­πό τούς  Ὑκ­σός· καί τήν πι­κρή δου­λεί­α καί σκλη­ρή κα­τα­πί­ε­ση τήν ὁ­ποί­α δο­κί­μα­σαν ἀ­πό τούς Αἰ­γυ­πτί­ους με­τά τήν ἐ­κτί­να­ξη τοῦ ξε­νι­κοῦ αὐ­τοῦ ζυ­γοῦ. Ἀ­πό τό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ἀρ­χί­ζει μί­α ἐ­πι­κή σει­ρά γε­ 60


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

γο­νό­των – ὅ­λα αὐ­τά κα­τα­γε­γραμ­μέ­να μέ ἰδι­αί­τε­ρη ἔν­τα­ση καί δρά­μα στό βι­βλί­ο τῆς  Ἐ­ξό­δου, τό δεύ­τε­ρο τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς Γρα­φῆς· μί­α δι­ή­γη­ση ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­λαμ­βά­νει δου­λεί­α καί ἐ­λευ­θε­ρί­α, κα­τα­πί­ε­ση καί ἀ­πο­λύ­τρω­ση, ἐ­ξέ­λι­ξη ἑ­νός ἠ­θι­κοῦ μο­νο­θε­ϊ­σμοῦ, δη­μι­ουρ­γί­α ἐ­θνι­κῆς συ­νεί­δη­σης, σφυ­ρη­λά­τη­ση ἔν­νοι­ας νό­μου, ἔ­θνους καί ἠ­θι­κῆς, καί τε­λι­κά κα­τά­κτη­ση τῆς «γῆς τῆς ἐ­παγ­ γε­λί­ας» – γε­γο­νό­τα τά ὁ­ποῖ­α ἔ­δω­σαν ἀ­νε­ξί­τη­λη μορ­φή στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό. Κα­νένας με­λε­τη­τής τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς θρη­σκεί­ας δέν μπο­ρεῖ νά πα­ρα­κάμ­ψει τό βι­βλί­ο τῆς  Ἐ­ξό­δου χω­ρίς νά κα­ταρ­γεῖ τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό. Ὁ Μω­υ­σής. Κεν­τρι­κό πρό­σω­πο τῆς ἱ­στο­ρί­ας αὐ­τῆς εἶ­ναι ὁ Μω­υ­σής· θαῦ­μα ἐ­πι­βί­ω­σης ὁ ἴ­διος ἀ­πό τήν ὀρ­γή τοῦ Φα­ρα­ώ, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ τίτ­λος τοῦ Αἰ­γύ­πτιου μο­νάρ­χη.  Ὁ Μω­υ­σῆς συγ­κεν­τρώ­νει σέ μί­α πο­λύ­πλευ­ρη προ­ σω­πι­κό­τη­τα τά στοι­χεῖ­α ἑ­νός φλο­γε­ροῦ ἐ­θνι­κι­στή, ἑ­νός μορ­φω­μέ­νου καί φω­τι­σμέ­νου Αἰ­γύ­πτιου, ἑ­νός ὀ­ξύ­νου καί ἐ­πι­τε­λι­κοῦ στρα­τη­γοῦ, ἑ­νός ἐ­ξαί­ ρε­του ὀρ­γα­νω­τι­κοῦ πνεύ­μα­τος, ἑ­νός με­γά­λου νο­μο­θέ­τη, ἑ­νός δυ­να­μι­κοῦ δι­εισ­δυ­τι­κοῦ ἡ­γέ­τη, καί ἑ­νός ἀν­θρώ­που μέ ἔν­το­νη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στό Θε­ό.  Ἐ­άν ὁ Ἀ­βρα­άμ εἶ­ναι ὁ Πα­τριά­ρχης τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ, ὁ Μω­υ­σῆς εἶ­ναι ὁ πα­τριά­ρχης τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ ἐ­θνι­κι­σμοῦ, καί τῆς ὀρ­γα­νω­μέ­νης καί ἐ­πί­ση­ μης θρη­σκευ­τι­κῆς του πα­ρά­δο­σης.  Ἡ τύ­χη του ἦ­ταν αὐ­τή τήν ὁ­ποί­αν εἶ­χε ἐ­πι­τά­ξει γι’ αὐ­τόν καί γιά ὅ­λα τά ἀρ­σε­νι­κά τῶν  Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν ἡ Φα­ρα­ω­νι­κή ἀρ­χή: ὁ ἄ­με­σος θά­να­τός του τή στιγ­μή τῆς γέν­νη­σής του.  Ἦ­ταν ἕ­να μέ­τρο ἐ­ξα­ναγ­κα­σμοῦ τῶν  Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν νά δώ­σουν σέ γά­μο τίς κό­ρες τους μέ Αἰ­γυ­ πτί­ους ἐ­πι­τα­χύ­νον­τας ἔ­τσι τήν ὀρ­γα­νι­κή ἀ­φο­μοί­ω­σή τους μέ τήν Αἰ­γυ­πτια­κή κοι­νω­νί­α καί ὑ­πο­γρά­φον­τας τήν ἀ­ναγ­κα­στι­κή ἐ­ξου­δε­τέ­ρω­ση τῆς φυ­λε­τι­κῆς τους ταυ­τό­τη­τας. Τό μέ­τρο αὐ­τό δεί­χνει ὅ­τι οἱ  Ἰσ­ρα­η­λί­τες κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῶν  Ὑκ­σός στήν Αἴ­γυ­πτο συγ­κρο­τοῦ­σαν, λό­γῳ θρη­σκεί­ας καί προ­έ­λευ­σης, ἕ­να σκλη­ρό πυ­ρή­να ἀν­τι­στε­κό­με­νο σέ κά­θε μορ­φή ἀ­φο­μοί­ω­σης. Μέ τή γέν­νη­ση τοῦ Μω­υ­σῆ ἡ μη­τέ­ρα του, κα­τά προ­τρο­πή τῆς μαί­ας, τόν ἔ­βα­λε σέ ἕ­να κα­λά­θι καί τόν ἔ­ρι­ξε στό Νεῖ­λο στό ση­μεῖ­ο ὅ­που ἡ κό­ρη τοῦ Φα­ρα­ώ συ­νή­θι­ζε νά λού­ζε­ται. Τό ἐγ­χεί­ρη­μα πέ­τυ­χε: ἡ κό­ρη τοῦ Φα­ρα­ώ ἀ­να­κα­λύ­πτει τό κα­λά­θι μέ τό βρέ­φος, δι­α­τά­ζει νά ἀ­να­συρ­θεῖ ἀ­πό τό Νεῖ­λο (τό ὄ­νο­μα Μω­υ­σής ση­μαί­νει «αὐ­τός πού ἀ­να­σύρ­θη­κε ἀ­πό τά νε­ρά»­), ζη­ τά­ει νά τό υἱ­ο­θε­τή­σει καί, ὡς ἀ­πό μη­χα­νῆς θε­ός, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἄ­γνω­στη ἡ ἀ­δελ­φή τοῦ Μω­υ­σῆ ἡ ὁ­ποί­α προ­τεί­νει στήν πριγ­κί­πισ­σα ὡς τρο­φό τοῦ βρέ­φους καί μέ­χρι τήν ἐ­νη­λι­κί­ω­σή του κά­ποι­α γυ­ναί­κα, ἡ ὁ­ποί­α συ­νέ­βη νά μή ἦ­ταν ἄλ­λη ἀ­πό τή μη­τέ­ρα της καί μη­τέ­ρα τοῦ βρέ­φους ( Ἔξ. 2:10)! Ἄν ἡ πλο­κή τῆς δι­ή­γη­σης εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα συγ­κλο­νι­στι­κή, καί θελ­κτι­κή, εἶ­ναι δι­ό­τι 61


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

ἐμ­πε­ρι­έ­χει ὅ­λα τά στοι­χεῖ­α Ἀ­να­το­λι­κῆς δι­η­γη­μα­το­λο­γί­ας38 μέ­σα στά ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν δι­α­φυ­λα­χθεῖ μέ τέ­χνη καί ἀ­πό­λυ­τη προ­σο­χή τά ἰ­σχυ­ρό­τε­ρα καί πο­ λυ­τι­μό­τε­ρα ἱ­στο­ρι­κά στοι­χεῖ­α ἑ­νός λα­οῦ. Εἶ­ναι ὁ τρό­πος δι­α­φύ­λα­ξης καί προ­φο­ρι­κῆς με­τάγ­γι­σης μιᾶς μα­κραί­ω­νης καί πο­λυ­τά­ρα­χης ἱ­στο­ρί­ας ἑ­νός λα­οῦ ἀ­πό μί­α γε­νε­ά στήν ἄλ­λη. Δέν πρό­κει­ται ἐ­δῶ πε­ρί μυ­θο­πλα­σί­ας· πρό­ κει­ται, ὅ­πως λέ­ει ὁ M­a­r­t­in B­u­b­er (ὁ ἐγ­κυ­ρό­τε­ρος με­λε­τη­τής τοῦ Μω­υ­σῆ καί τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς Βί­βλου) πε­ρί με­λέ­της ἑ­νός πραγ­μα­τι­κοῦ, ὑ­γιοῦς, ζων­τα­νοῦ, προ­σε­κτι­κά δι­α­τη­ρη­μέ­νου ξη­ροῦ καρ­ποῦ («μύ­θου»­), ὅ­που ὁ ἐ­ρευ­νη­τής πρέ­ πει νά σπά­σει προ­σε­κτι­κά τό κέ­λυ­φος γιά νά φτά­σει στόν καρ­πό, χω­ρίς νά τό θρυμ­μα­τί­σει ἀλ­λ’ οὔ­τε καί νά τόν πε­τά­ξει ἄ­θι­κτον μα­ζί μέ τό κέ­λυ­φος! Στίς πα­ρυ­φές τῆς δι­ή­γη­σης αὐ­τῆς θά πρέ­πει νά ἀ­να­ζη­τηθεί ἡ ἔν­το­νη ἐ­θνι­κι­ στι­κή καί θρη­σκευ­τι­κή ἀ­να­τρο­φή, καί ἡ δι­α­μόρ­φω­ση ἑ­νός ἀ­τό­φιου ἠ­θι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα, στά ὁ­ποῖ­α θά πρέ­πει νά ἑ­στί­α­σε μέ πά­θος ἡ τρο­φός-μη­τέ­ρα τοῦ Μω­υ­σῆ κα­τά τά εὔ­πλα­στα χρό­νια τῆς ζω­ῆς του, γνω­ρί­ζον­τας μά­λι­στα ὅ­τι ἡ ἀ­πο­στο­λή της εἶ­χε ἡ­με­ρο­μη­νί­α λή­ξης!­.­.. Ἔ­φη­βος ὁ Μω­ϋ­σῆς πα­ρα­δό­θη­κε στήν αὐ­λή γιά νά συ­νε­χί­σει τή ζω­ή του ὡς «γιός» τῆς κό­ρης τοῦ Φα­ρα­ώ. Καί ἐ­δῶ, ἐ­πί­σης, θά πρέ­πει νά φαν­τα­στοῦμε τίς ἀ­μέ­τρη­τες εὐ­και­ρί­ες πού εἶ­χε ὁ νε­α­ρός Μω­υ­σῆς νά μά­θει γιά τόν κό­σμο, τούς λα­ούς, τούς πο­λι­τι­σμούς, τά θρη­σκεύ­μα­τα, τή γε­ω­γρα­φί­α, τούς νό­μους, τήν πο­λι­τι­κή τῆς ἐ­πο­χῆς του στό πε­ρι­βάλ­λον τῆς βα­σι­λι­κῆς αὐ­λῆς. Ἀ­να­συν­ θέ­τον­τας τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες τῆς ζω­ῆς του ἀ­πό τά σπα­ράγ­μα­τα τῆς Βι­βλι­κῆς δι­ή­γη­σης μπο­ροῦμε νά ὑ­πο­ψια­στοῦμε τά μα­θή­μα­τα πού πῆ­ρε τό­σο ἀ­πό τό μη­τρι­κό ὅ­σο καί ἀ­πό τό βα­σι­λι­κό σχο­λεῖ­ο τῆς ζω­ῆς του. Νέ­ος στήν ἡ­λι­κί­α σκό­τω­σε ἕ­ναν Αἰ­γύ­πτιο ὁ ὁ­ποῖ­ος χτυ­ποῦ­σε ἕ­ναν  Ἰσ­ρα­η­λί­τη – μί­α ἀ­συ­νή­θι­ στη ὄν­τως συμ­πε­ρι­φο­ρά γιά ἕ­ναν «Αἰ­γύ­πτιο» πρίγ­κιπα, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να καί μί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἔ­κλαμ­ψη τοῦ ἐ­θνι­κι­στι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα τῆς μη­τρι­κῆς του ἀ­να­τρο­φῆς!  Ἡ πρά­ξη αὐ­τή τόν ἀ­νάγ­κα­σε σέ αὐ­το­ε­ξο­ρί­α στή Μα­διάμ, τή βορει­οδυ­τι­κή πε­ρι­ο­χή τῆς χερ­σο­νή­σου τοῦ Σι­νᾶ, στήν ἀ­πέ­ναν­τι πλευ­ρά τῆς  Ἐ­ρυ­θρᾶς θά­λασ­σας.  Ἐ­κεῖ ἀ­ναγ­κά­στη­κε νά δου­λέ­ψει βό­σκον­τας τά πρό­βα­τα τοῦ το­πι­κοῦ ἱ­ε­ρέ­α  Ἰ­ο­θόρ, με­τέ­πει­τα πε­θε­ροῦ του!  Ἦ­ταν ἄ­ρα­γε τυ­χαί­α ἡ ἐ­πι­λο­γή τῆς πε­ρι­ο­χῆς κα­τα­φυ­γί­ου ἐκ μέ­ρους του; Ἀλ­λά τό­τε τί νό­ η­μα εἶ­χε ἡ πα­ρου­σί­α «ἱ­ε­ρέ­ως» στό χῶ­ρο αὐ­τό, καί πῶς δι­και­ο­λο­γεῖ­ται τό 38. Στή δι­ή­γη­ση αὐ­τή τοῦ βι­βλί­ου τῆς  Ἐ­ξό­δου ὑ­πο­φώ­σκουν στοι­χεῖ­α Με­σο­πο­τα­μια­κῆς προ­ έ­λευ­σης μέ πα­ρα­δείγ­μα­τα το­πι­κῶν ἡ­ρώ­ων οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πέ­ζη­σαν κα­τά πα­ρό­μοι­ο τρό­πο. Βλέ­πε P­r­i­t­c­h­a­rd (1974).

62


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

ὅ­τι ἕ­νας βα­θιά ἐ­θνι­κι­στής  Ἰσ­ρα­η­λί­της, ἀ­πό τήν Αἴ­γυ­πτο, παν­τρεύ­ε­ται ἔ­ξω ἀ­πό τή φυ­λή του;  Ἤ μή­πως πρέ­πει νά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὁ πρίγ­κι­πας Μω­υ­σῆς ἤ­ξε­ρε γιά τίς δι­ά­φο­ρες φυ­λές οἱ ὁ­ποῖ­ες κα­τοι­κοῦ­σαν τήν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χή, καί ὅ­τι Ση­μι­τι­κά ὑ­πο­λείμ­μα­τα, φι­λι­κά ἀ­σφα­λῶς προ­σκεί­με­να πρός τούς  Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἀ­πό ἐ­κεῖ­να πού δέν εἶ­χαν κα­τα­φέ­ρει νά μποῦν νω­ρί­τε­ρα στήν Αἴ­γυ­πτο, κα­τοι­κοῦ­σαν τή Μα­διάμ; Μό­νον ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται ἡ φι­λι­κή δι­ά­θε­ση τῆς φυ­λῆς τοῦ  Ἰ­ο­θόρ πρός τό Μω­υ­σῆ, ὁ χω­ρίς δι­σταγ­μό γά­μος του μέ τήν κό­ρη τοῦ  Ἰ­ο­θόρ, Σεπ­φώ­ρα, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ἡ ὑ­πό τήν ἡ­γε­σί­α του με­τέ­πει­τα εἰ­ρη­νι­κή δι­έ­λευ­ση τῶν  Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν ἀ­πό τήν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς πε­ρι­ο­χή! Στήν ἔ­ρη­μο τῆς Μα­διάμ, στό ὄ­ρος Χω­ρήβ39, ἐ­νό­σω φύ­λα­γε τά πρό­βα­τα τοῦ  Ἰ­ο­θόρ, ὁ Μω­υ­σῆς εἶ­χε μί­α μο­να­δι­κή ἐμ­πει­ρί­α. Οἱ Βι­βλι­κές λε­πτο­μέ­ρει­ ες στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό εἶ­ναι ση­μαν­τι­κές γιά τήν ἱ­στο­ρί­α καί τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­ κά τοῦ μο­νο­θε­ϊ­σμοῦ γε­νι­κά καί τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ εἰ­δι­κό­τε­ρα: ἐμ­φα­νί­στη­κε στό Μω­υ­σῆ «Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου» μέ­σα ἀ­πό θα­μνώ­δη βά­το ἡ ὁ­ποί­α ἄν καί πε­ρι­τυ­λιγ­μέ­νη σέ φλό­γες δέν και­γό­ταν – ἔ­τσι ὥ­στε ὁ Θε­ός νά μή ταυ­τί­ζε­ται μέ φυ­σι­κά στοι­χεῖ­α οὔ­τε νά πά­σχει ἀ­πό φυ­σι­κές αἰ­τί­ες.  Ὅ­ταν ὁ Μω­υ­σῆς ἀ­πο­τόλ­μη­σε νά ἐ­ρευ­νή­σει τό φαι­νό­με­νο ἡ φω­νή τοῦ Θε­οῦ τόν ἀ­πέ­τρε­ψε νά πλη­σιά­σει. Τόν δι­έ­τα­ξε νά ἀ­πο­δυ­θεῖ τά σαν­δά­λια του δι­ό­τι ὁ τό­πος στόν ὁ­ποῖ­ον στε­κό­ταν «γῆ ἁ­γί­α ἐ­στί» ( Ἔξ. 3:1-5).  Ὁ Μω­υ­σῆς ἔ­στρε­ψε τό πρό­ σω­πό του ἀ­πό τή βά­το δι­ό­τι «εὐ­λα­βεῖ­το κα­τεμ­βλέ­ψαι ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ» ( Ἔξ. 3:6). Τό κεί­με­νο εἶ­ναι πο­λύ προ­σε­κτι­κό σέ ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ές του. Προ­σπα­θεῖ νά δι­α­φυ­λά­ξει τόν ὑ­περ­βα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ Θε­οῦ.  Ἔ­τσι, τό κεί­με­νο δέν κά­νει τό Θε­ό ὁ­ρα­τό ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο ἀλ­λά μᾶλ­λον ὁ ἄν­θρω­πος βλέ­πει «Ἄγ­γε­λο Κυ­ρί­ου», ἐ­νῶ ἀ­κού­ει τή φω­νή τοῦ Θε­οῦ. Τό ἴ­διο (ὅ­σον ἀ­φο­ ρᾶ στό Θε­ό-Πα­τέ­ρα) συ­ναν­τᾶται στό Χρι­στι­α­νι­σμό («Θε­όν οὐ­δεὶς ἑ­ώ­ρα­κεν πώ­πο­τε.­.­.­»,  Ἰ­ω. 1:18), καί στό  Ἰσ­λάμ40. Γιά ἕ­να τέ­τοι­ο φαι­νό­με­νο σάν αὐ­τή τήν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Μω­υ­σῆ ἔ­χει χρη­σι­ μο­ποι­η­θεῖ ἡ λέ­ξη θε­ο­φα­νεί­α – φα­νέ­ρω­ση, δη­λα­δή, τοῦ Θε­οῦ καί ἐμ­πει­ρί­α 39. Ἔ­χει ἐ­πι­κρα­τή­σει ἡ πα­ρά­δο­ση ὅ­τι ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Θε­οῦ στό Μω­υ­σῆ ἔ­λα­βε χώ­ρα στήν πε­ ρι­ο­χή τῆς  Ἰου­στι­νιά­νειας μο­νῆς τοῦ Σι­νᾶ, στό νο­τι­ο­δυ­τι­κό ἄ­κρο τῆς χερ­σο­νή­σου, ὅ­που οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι μο­να­χοί δεί­χνουν μέ­χρι σή­με­ρα τή βά­το, ἤ τό εἶ­δος τῆς βά­του, ἀ­πό ὅ­που μί­λη­σε ὁ Θε­ός.  Ἡ ἀ­κρι­βής το­πο­θε­σί­α τοῦ ὄ­ρους Χω­ρήβ ἀμ­φι­σβη­τεῖ­ται ἀ­πό μί­α μι­κρή με­ρί­δα ἐ­πι­στη­μό­νων οἱ ὁ­ποῖ­οι θέ­λουν τό ση­μεῖ­ο τῆς θε­ο­φα­νεί­ας ἀρ­κε­τά χι­λι­ό­με­τρα βο­ ρει­ο­α­να­το­λι­κό­τε­ρα. 40. Βλέ­πε κεφ. 13.

63


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

αὐ­τοῦ μέ τίς φυ­σι­κές αἰ­σθή­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που, ἰ­δι­αί­τε­ρα τήν ἀ­κο­ή41. Ἀ­πό τή δι­ή­γη­ση φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ Μω­υ­σῆς ἀ­νε­γνώ­ρι­σε τήν προ­έ­λευ­ση τῆς φω­νῆς χω­ρίς νά ἀμ­φι­σβη­τή­σει τήν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τά της. Μό­νον ὅ­ταν ὁ Θε­ός συ­στή­θη­κε στό Μω­υ­σῆ ὡς «Θεὸς τοῦ πα­τρός σου, Θε­ὸς Ἀ­βρα­ὰμ καὶ Θε­ὸς  Ἰ­σα­ὰκ καὶ Θε­ὸς  Ἰ­α­κώβ»42 ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­λοῦ­σε τό Μω­υ­σῆ νά ἀ­να­λά­βει τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τοῦ λα­οῦ του καί ὁ Μω­ϋ­σῆς ρώ­τη­σε τό Θε­ό τί νά ἀ­παν­τή­σει στούς  Ἰσ­ρα­η­λῖ­τες ὅ­ταν τόν ρω­τή­σουν πιό εἶ­ναι τό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ πού τόν ἔ­στει­λε, ὁ Θε­ός τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: «ἐ­γώ εἰ­μι ὁ  Ὤν» ( Ἔξ. 3:14).  Ἕ­να ὄ­νο­μα προσ­δι­ο­ρί­ζει, καί πε­ρι­ο­ρί­ζει, κά­ποι­ο πρό­σω­πο, ἤ πρᾶγ­μα. Κα­τά τή Βι­βλι­κή μά­λι­στα δι­ή­γη­ση ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τῶν δη­μι­ουρ­γη­μά­των δό­θη­κε ὡς προ­νό­μιο ἀ­πό τό Θεό στόν ἄν­ θρω­πο: «καὶ ἔ­πλα­σεν ὁ Θε­ὸς ἔ­τι ἐκ τῆς γῆς πάν­τα τὰ θη­ρί­α τοῦ ἀ­γροῦ καὶ πάν­τα τὰ πε­τει­νὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ ἤ­γα­γεν αὐ­τὰ πρὸς τὸν Ἀ­δάμ, ἰδεῖν τὸ κα­λέ­σει αὐ­τά» (Γέν. 2: 19).  Ὅ­μως ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός-δη­μι­ουρ­γός εἶ­ναι πέ­ραν ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ὁ­ρι­σμοῦ ἀ­πό τό δη­μι­ούρ­γη­μά του· εἶ­ναι τό κα­τε­ξο­χήν Εἶ­ναι, ὁ  Ὤν!  Ὅ­λα τά ἄλ­λα ἔ­χουν γί­νει.  Ἡ δι­α­φο­ρά εἶ­ναι οὐ­σι­ώ­δης. Ἀ­πό τήν αὐ­το­ προσ­δι­ο­ρι­στι­κή φρά­ση «ἐ­γώ εἰ­μι ὁ  Ὤν» (στά  Ἑ­βρα­ϊ­κά, A­h­y­eh A­s­h­er A­h­y­eh, συμ­πυ­κνω­μέ­νη στά ἀρ­χι­κά Y­H­WH, προ­φε­ρό­με­να Γι­α­χου­έ, ἤ Για­χβέ) ἔ­χει, ἐ­σφαλ­μέ­να, δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ἡ ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι τά γράμ­μα­τα Y­H­WH ἀ­πο­τε­λοῦν ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ.  Ἔ­χουν μά­λι­στα ὡς σύ­νο­λο πα­ρα­φθα­ρεῖ σέ J­e­h­o­v­ah, ἤ «Ἰ­ε­ χω­βᾶ», μέ τό ὁ­ποῖ­ο ὀ­νο­μά­ζε­ται ἡ αἵ­ρε­ση τῶν «Μαρ­τύ­ρων τοῦ  Ἰ­ε­χω­βᾶ».  Ἡ  Ἑλ­λη­νι­κή Χρι­στι­α­νι­κή γραμ­μα­τεί­α, ἀ­πο­φεύ­γον­τας μί­α τέ­τοι­α ἀ­νά­γνω­ση, καί προ­κει­μέ­νου νά μι­λή­σει πε­ρί τοῦ Θε­οῦ, ἀ­να­φέ­ρε­ται στό «Τε­τρα­γράμ­ μα­τον».  Ὅ­πως θά δοῦ­με στή συ­νέ­χεια43, εὐ­σε­βεῖς  Ἑ­βραῖ­οι ἀ­πο­φεύ­γουν 41. Στό Χρι­στι­α­νι­σμό ἡ λέ­ξη θε­ο­φα­νεί­α ἔ­χει συν­δε­θεῖ μέ τήν ἑ­ορ­τή τῆς βά­πτι­σης τοῦ Χρι­ στοῦ, ὡς τά Θε­ο­φά­νεια, ἑ­ορ­τα­ζό­με­να στίς 6  Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, ὅ­που καί πά­λι ὁ Θε­ός-Πα­τέ­ρας ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὡς φω­νή (Ματ. 3: 13-17). Φαί­νε­ται ὅ­μως ὅ­τι πρίν ἀ­πό αὐ­τήν, γιά τούς Χρι­στια­νούς, ἡ κα­τε­ξο­χήν θε­ο­φα­νεί­α ἦ­ταν αὐ­τή κα­θε­αυ­τήν ἡ γέν­νη­ση τοῦ Θε­οῦ-Λό­ γου, καί ἡ φα­νέ­ρω­ση τοῦ Θε­οῦ «ἐν σαρ­κί». Γι’ αὐ­τό καί ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος (ca. 335/340-394) ἀ­φι­έ­ρω­σε ἕ­να λό­γο του «Εἰς τά ἅ­για Θε­ο­φά­νεια, ἤ­τουν γέν­νη­σιν τοῦ Χρι­στοῦ». 42. Ραβ­ί­νοι σχο­λια­στές ἔ­χουν ἐ­πι­ση­μά­νει ὅ­τι δέν εἶ­ναι τυ­χαί­α ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη αὐ­τοῦ τοῦ «καί» στή φρά­ση τοῦ Θε­οῦ, χω­ρίς μά­λι­στα δι­α­κο­πή μέ κόμ­μα – κά­τι, βε­βαί­ως, τό ὁ­ποῖ­ο δέν ὑ­πάρ­χει στά  Ἑ­βρα­ϊ­κά. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τόν το­νί­ζε­ται ἡ ἀ­ναλ­λοί­ω­τη ὀρ­γα­νι­κή συ­νέ­χεια τῆς Δι­α­θή­κης τοῦ Θε­οῦ διά μέ­σου τῶν Πα­τρια­ρχῶν, καί ἡ ταυ­τό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ  Ἰ­α­κώβ μέ ἐ­κεί­νη τοῦ Θε­οῦ  Ἰ­σα­άκ καί τοῦ Θε­οῦ Ἀ­βρα­άμ. 43. Βλέ­πε κεφ. 3.

64


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

ἀ­κό­μη καί νά γρά­ψουν ὅ­λα τά γράμ­μα­τα τῆς λέ­ξης «Θε­ός» προ­τι­μών­τας τή γρα­φή «Θ-ός» γιά νά ἐκ­φρά­σουν ἔ­τσι τό δέ­ος καί τήν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νά προ­φέ­ρει κἄν τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ Θεί­ου! Ὤν καί ἐ­λευ­θε­ρί­α.  Ἡ θε­ο­φα­νεί­α τοῦ βι­βλί­ου τῆς  Ἐ­ξό­δου εἶ­ναι μί­α ἐ­ξαι­ ρε­τι­κά ση­μαν­τι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη στή μο­νο­θε­ϊ­στι­κή πα­ρά­δο­ση. Εἰ­σα­γά­γει κα­θο­ρι­στι­ κά τήν πί­στη ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι πέ­ραν πά­σης πε­ρι­γρα­φῆς καί ὁ­ρι­σμοῦ· εἶ­ναι «ὁ  Ὤν» καί/ἤ (ἐ­φό­σον στήν  Ἑ­βρα­ϊ­κή ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «ὄν­τος» ταυ­τί­ζε­ται μέ αὐ­τήν τῆς ἐ­νέρ­γειας ἤ τῆς δρά­σης) «ὁ  Ἐ­νερ­γῶν».  Ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρα αὐ­θύ­παρ­κτος καί ἐ­νερ­γῶν. Μέ τήν ἔν­νοι­α αὐ­τή ἔρ­χε­ται ἡ ἠ­θι­κή ἔκ­φαν­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας! Χω­ρίς ἐ­λευ­θε­ρί­α δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει Δι­α­θή­κη, δι­ό­τι δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­ρε­τή σέ ὅ,τι γί­νε­ται ὑ­πό πί­ε­ση44.  Ὁ Θε­ός «τοῦ Μω­υ­σῆ» εἶ­ναι ὁ Θε­ός τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς ἱ­στο­ρί­ας καί ἐμ­πει­ρί­ας.  Ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἐ­νερ­γη­τι­κή ἔν­νοι­α, τό «ἐ­γώ εἰ­μι ὁ  Ὤν» στά   Ἑ­βρα­ϊ­κά ἔ­χει ταυ­τό­χρο­να ἐ­νε­στω­τι­κή καί μελ­λον­τι­κή ἔν­νοι­α. Γιά τό Θε­ό δέν ὑ­πάρ­χει χρό­νος. Εἶ­ναι αὐ­τός ὁ ὁ­ποῖ­ος Εἶ­ναι, ὅ­πως καί αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ον Κά­νει!  Ἔ­τσι ὁ Θε­ός ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται καί ἐκ­φρά­ζε­ται στήν ὅ­λη ἱ­στο­ρί­α καί στή ζω­ή τοῦ λα­οῦ μέ τόν ὁ­ποῖ­ον βρί­σκε­ ται σέ κα­στά­στα­ση Δι­α­θή­κης, κα­τευ­θύ­νον­τας καί δη­μι­ουρ­γών­τας  Ἱ­στο­ρί­α.  Ἐ­φό­σον θέ­λει νά ἐ­πι­ζή­σει ὁ λα­ός του, εἶ­ναι ὁ Θε­ός τῆς ζω­ῆς.  Ἐ­φό­σον θέ­λει τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λα­οῦ Του, εἶ­ναι ὁ Θε­ός τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας.  Ἐ­φό­σον δί­νει στό λα­ό Του ἐν­το­λές ἁ­γι­ό­τη­τας, εἶ­ναι ὁ Θε­ός τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας καί τῆς ἠ­θι­κῆς. Δι­α­θή­κη σμι­λευ­μέ­νη στήν ἔ­ρη­μο.  Ἡ ἐ­πι­λο­γή τῆς δι­α­δρο­μῆς τῆς  Ἐ­ξό­ δου (μί­α δι­α­δρο­μή γιά τήν ὁ­ποί­α δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­πό­λυ­τη ὁ­μο­φω­νί­α με­τα­ξύ τῶν εἰ­δι­κῶν) μέ­σα ἀ­πό τήν τρα­χειά, βρα­χώ­δη καί ὀ­ρει­νή νό­τια γω­νί­α τῆς χερ­σο­νή­σου τοῦ Σι­νᾶ δέν ἦ­ταν τυ­χαί­α.  Ἡ βό­ρεια, καί πα­ρά­λια, κα­τεύ­θυν­ ση ἀ­πό τήν Αἴ­γυ­πτο πρός τήν Κα­να­άν θά ἦ­ταν πιό σύν­το­μη καί εὐ­χά­ρι­στη, ἀλ­λά καί ἡ πιό ἀ­να­σφα­λής. Στρα­τι­ω­τι­κά πα­ρα­τη­ρη­τή­ρια κα­τά μῆ­κος της ἐ­πι­τη­ροῦ­σαν κά­θε κί­νη­ση πρός καί ἀ­πό τήν Κα­να­άν. Ἀλ­λά καί χω­ρίς αὐ­τόν τόν πα­ρά­γον­τα, τόν ὁ­ποῖ­ον φαί­νε­ται νά ἤ­ξε­ρε, ὁ Μω­υ­σῆς θά εἶ­χε ἴ­σως συ­ νει­δη­τά δι­α­λέ­ξει τό μα­κρύ­τε­ρο καί σκλη­ρό­τε­ρο δρό­μο.  Ἔ­πρε­πε, ὕ­στε­ρα ἀ­πό αἰ­ῶ­νες ἀλ­λο­τρί­ω­σης καί δου­λεί­ας, νά δι­α­πλά­σει ἕ­να λα­ό μέ δι­κή του αὐ­το­πε­ποί­θη­ση καί ταυ­τό­τη­τα πού νά θέ­λει νά δι­εκ­δι­κή­σει τήν Κα­να­άν 44. «­.­..οὔ γὰρ ἀ­ρε­τὴ τὸ βί­ᾳ γι­νό­με­νον», θά γρά­ψει ἀρ­γό­τε­ρα ὁ  Ἰ­ω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός (ca. 670-750) ὁ ὁ­ποῖ­ος μι­λά­ει γιά «αὐ­τε­ξού­σιο» μᾶλ­λον πα­ρά γιά «ἐ­λευ­θε­ρί­α βου­λή­σε­ως» τοῦ ἀν­θρώ­που.  Ὅ­πως θά δοῦ­με στό ἀ­νά­λο­γο κε­φά­λαι­ο (14), τήν ἀ­κρι­βῶς ἀν­τί­στοι­χη ἔν­νοι­α τοῦ αὐ­τε­ξου­σί­ου (q­a­d­ar) βρί­σκου­με στό  Ἰσλάμ!

65


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

σάν γῆ τῶν πα­τέ­ρων του· καί κά­τι τέ­τοι­ο μό­νο τό σχο­λεῖ­ο τῆς ἐ­ρή­μου καί μί­α ἀ­να­γέν­νη­ση τῆς Δι­α­θή­κης μπο­ροῦ­σε νά τό δι­α­μορ­φώ­σει. Τό κεν­τρι­κό γε­γο­νός τῆς σα­ραν­τά­χρο­νης πε­ρι­πλά­νη­σης ἀ­νά τήν ἔ­ρη­μο ἦ­ταν ἡ Δι­α­θή­κη στό Σι­νᾶ.  Ὅ­λος ὁ νό­μος, ἡ σκέ­ψη, ἡ ἠ­θι­κή, οἱ Γρα­φές, οἱ πα­ρα­δό­σεις, οἱ θρύ­λοι, τό ἦ­θος, ἡ πρα­κτι­κή τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ πε­ρι­στρέ­φον­ται γύ­ρω ἀ­πό τό γε­γο­νός αὐ­τό.  Ὁ Θε­ός κά­λε­σε τό Μωυ­σῆ στήν κορ­φή τοῦ γρα­νι­τέ­νιου ὄ­ρους, γνω­στοῦ μέ­χρι σή­με­ρα ὡς  Ὄ­ρους τοῦ Μω­υ­σῆ (J­e­b­el M­ū­sa) καί ἐ­κεῖ τοῦ πα­ρέ­δω­σε τό Νό­μο, δέ­κα λό­γους («Δε­κά­λο­γο») ἤ ἐν­το­λές χα­ραγ­μέ­νες σέ πλά­κες μέ τό ἴ­διο τό δά­χτυ­λό του! Δέν ὑ­πο­βι­βά­ζει ἀλ­λά προσ­δί­δει αὐ­ θεν­τι­κό­τη­τα τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ κα­τά πάν­τα ὑ­περ­βα­τι­κός Θε­ός ἀ­πο­κτᾶ ἀν­ θρω­πο­μορ­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή Γρα­φή. Γιά τούς  Ἑ­βραί­ους Νό­μος δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς οἱ δέ­κα ἐν­το­λές (καί ὑ­πάρ­χουν δι­ά­φο­ρες ἐκ­δο­χές του στή Γρα­φή), ἀλ­λά ἡ ὅ­λη  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή Γρα­φή καί ὅ­λος ὁ κώ­δι­κας ἠ­θι­κῆς τόν ὁ­ποῖ­ον ξε­τύ­λι­ξαν καί με­λέ­τη­σαν ἀρ­γό­τε­ρα οἱ ραβ­ί­νοι στήν ἑρ­μη­νευ­τι­κή τους πα­ρά­δο­ση (Ταλ­μούδ). Δι­α­βά­ζον­τας κάποιος τό Δε­κά­λο­γο θά πρέ­πει νά δι­α­κρί­νει ὅ­τι ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται ἁ­πλῶς γιά δέ­κα δι­α­τάγ­μα­τα-ἐν­το­λές ἀλ­λά γιά μιά ὁ­λό­κλη­ρη Δι­α­θή­κη συμ­πυ­κνω­μέ­νη σέ μί­α καί μο­να­δι­κή πρό­τα­ση, «Ἐ­γώ εἰ­μι Κύ­ριος ὁ Θε­ός σου, ὅ­στις ἐ­ξή­γα­γόν σε ἐκ γῆς Αἰ­γύ­πτου, ἐξ οἴ­κου δου­λεί­ας» ( Ἔξ. 20:2). Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ πυ­ρή­νας τῆς Δι­α­θή­κης: ὁ Θε­ός ἀ­φε­νός ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­λευ­ θέ­ρω­σε τόν  Ἰσ­ρα­ήλ ἀ­πό τή δου­λεί­α, καί ὁ πε­ρι­ού­σιος λα­ός ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­γι­νε δέ­κτης αὐ­τῆς τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας.  Ἡ θε­με­λι­ώ­δης αὐ­τή καί διά βί­ου Δι­α­θή­κη ἐκ­φρά­ζε­ται πρα­κτι­κά σέ δέ­κα χει­ρο­πια­στές πρά­ξεις: «οὔκ ἔ­σον­ταί σοι θε­οὶ ἕ­τε­ροι πλὴν ἐ­μοῦ.­.­.­», «οὐ ποι­ή­σεις σε­αυ­τῷ εἴ­δω­λον.­.­.­», «οὐ λή­ψει τὸ ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου τοῦ Θε­οῦ σου ἐ­πί μα­ταί­ῳ.­.­.­», «μνή­σθη­τι τὴν ἡ­μέ­ραν τῶν σαβ­βά­των ἁ­γιά­ζειν αὐ­τήν.­.­.­», «τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου.­.­.­», «οὐ μοι­χεύ­σεις», «οὐ κλέ­ψεις», «οὐ φο­νεύ­σεις», «οὐ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις κα­τὰ τοῦ πλη­σί­ον σου μαρ­τυ­ρί­αν φευ­δῆ», «οὐκ ἐ­πι­θυ­μή­σεις τὴν.­.. οἰ­κί­αν τοῦ πλη­σί­ον σου.­.­.» ( Ἔξ. 20:3-17).  Ἡ Δι­α­θή­κη αὐ­τή ἔ­γι­νε ἡ σπον­δυ­λι­κή στή­λη καί ὁ ἀ­κρο­γω­νια­ῖος λί­θος τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς ζω­ῆς, καί τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς ἠ­θι­κῆς καί ταυ­τό­τη­τας. Ἡ ἐ­πί σα­ράν­τα χρό­νια πε­ρι­πλά­νη­ση στήν ἔ­ρη­μο σμί­λε­ψε μί­α κοι­νή ἠ­θι­κή, θρη­σκευ­τι­κή καί ἐ­θνι­κή συ­νεί­δη­ση καί συ­νέ­σφιγ­ξε φυ­λές πλα­δα­ρά ἑ­νω­μέ­νες με­τα­ξύ τους σέ κοι­νό σκο­πό, τήν κα­τά­κτη­ση τῆς «γῆς τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας».  Ἡ τέ­χνη ἐ­πι­βί­ω­σης ἐ­νάν­τια στά πιό ἀν­τί­ξο­α στοι­χεῖ­α τῆς φύ­σης, οἱ ἐ­πι­τυ­χεῖς μά­χες μέ φυ­λές τῶν Ἀ­μα­λη­κι­τῶν καί τῶν Κα­να­ναί­ων, καί ἡ τε­λι­κή κα­τά­κτη­ 66


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

ση τῆς γῆς ἀ­πέ­δει­ξαν πό­σο μα­κρό­πνο­α ἦ­σαν τά σχέ­δια τοῦ Μω­υ­σῆ καί πό­σο ἔγ­κυ­ρα τά ἡ­γε­τι­κά του προ­σόν­τα. Εἶ­ναι εἰ­ρω­νι­κό ὅ­τι ὁ ἴ­διος ὁ Μω­υ­σῆς, ὁ ἀρ­χι­τέ­κτο­νας καί ἀρ­χι­στρά­τη­γος αὐ­τοῦ τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος, δέν ἐ­πέ­ζη­σε νά μπεῖ στή γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας ἡ ὁ­ποί­α ἔρ­ρε­ε «μέ­λι καὶ γά­λα»! Γιά ἄλ­λη μιά φο­ρά, ὅ­πως στό Σι­νᾶ, ὁ Θε­ός τόν κά­λε­σε στήν κο­ρυ­φή Φα­σγά ἑ­νός ἄλ­λου ὄ­ρους, Να­βοῦ, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τή συ­νο­ρια­κή πό­λη  Ἱ­ε­ρι­χώ γιά νά δεῖ μέ τά μά­τια του «πᾶ­σαν τὴν γῆν.­.­.» (Δευ­τε­ρο­νό­μιο 34:1) ἐ­κεῖ ὅ­που αὐ­τός «οὐκ εἰ­σε­λεύ­σῃ» (Δευτ. 34:4)! Τό κλη­ρο­δό­τη­μα τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἀ­ξί­α καί τό με­γα­λεῖ­ο ἑ­νός ἡ­γέ­τη δέν με­τρι­οῦν­ται μέ τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς προ­σω­ πι­κῆς του ἐ­πι­τυ­χί­ας ἀλ­λά μέ τήν ἀ­ξί­α τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τός του. Τό βι­βλί­ο τοῦ Δευ­τε­ρο­νο­μί­ου, τό τε­λευ­ταῖ­ο τῆς Πεν­τα­τεύ­χου ἤ, κα­τά τούς  Ἑ­βραί­ους, τῶν «πέν­τε βι­βλί­ων τοῦ Μω­υ­σῆ», τε­λει­ώ­νει μέ μί­α ση­μεί­ω­ση ἡ ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θεῖ ὡς ἡ πιό τι­μη­τι­κή δι­ά­κρι­ση γιά τό Μω­υ­σῆ, καί ὁ πιό κο­λα­κευ­τι­κός ἐ­πι­κή­δει­ος λό­γος τόν ὁ­ποῖ­ον θά μπο­ροῦ­σε πο­τέ νά δε­χθεῖ ἕ­νας θνη­τός: «καὶ ἐ­τε­λεύ­τη­σε Μω­υ­σῆς ὁ οἰ­κέ­της Κυ­ρί­ου ἐν γῇ Μω­ὰβ διὰ ρή­μα­τος Κυ­ρί­ ου. Καὶ ἔ­θα­ψαν αὐ­τὸν ἐν Γαῖ ἐγ­γὺς οἴ­κου Φο­γώρ· καὶ οὐκ εἶ­δεν οὐ­δεὶς τὴν τα­φὴν αὐ­τοῦ ἕ­ως τῆς ἡ­μέ­ρας ταύ­της. Μω­υ­σῆς δὲ ἦν ἑ­κα­τὸν καὶ εἴ­κο­σι ἐ­τῶν ἐν τῷ τε­λευ­τᾶν αὐ­τόν· οὐκ ἠ­μαυ­ρώ­θη­σαν οἱ ὀ­φθαλ­μοὶ αὐ­τοῦ, οὐ­δὲ ἐ­φθά­ρη­ σαν τὰ χε­λώ­νια αὐ­τοῦ [οἱ φυ­σι­κές του δυ­νά­μεις]» (Δευτ. 34:5-7).

Ἐ­τά­φη «διά ρή­μα­τος Κυ­ρί­ου»· τόν τά­φο του δέν τόν εἶ­δε πο­τέ κα­νένας οὔ­τε ἔ­γι­νε πο­τέ κέν­τρο λα­τρεί­ας· πέ­θα­νε μέ σπιν­θη­ρο­βό­λα μά­τια καί ἀ­κμαῖ­ες τίς φυ­σι­κές του δυ­νά­μεις – ὅ­λα αὐ­τά ἐ­πι­ση­μαί­νον­τας ἴ­σως ὅ­τι τόν πα­ρέ­λα­βε ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, ἄ­φθαρ­τον! Στή Χρι­στι­α­νι­κή Γρα­φή καί τέ­χνη ὁ Μω­υ­σῆς μέ τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α (ὁ ὁ­ποῖ­ος καί αὐ­τός δέν πέ­θα­νε φυ­σι­κό θά­να­το, δέν ἐ­τά­φη καί δέν ἀλ­λοι­ώ­θη­κε σω­μα­τι­κά ἀλ­λά κα­τά τό βι­βλί­ο τῶν Α΄ Μακ­κα­βαί­ων 2:58 «ἐν τῷ ζη­λῶ­σαι ζῆ­λον νό­μου ἀ­νε­λή­φθη ἕ­ως εἰς τὸν οὐ­ρα­νόν») ἐμ­φα­νί­ ζον­ται νά πλαι­σι­ώ­νουν τό Χρι­στό κα­τά τή Με­τα­μόρ­φω­ση (Ματθ. 17:1-8) – δη­λώ­νον­τας ἔ­τσι μέ τήν πα­ρου­σί­α τους τό νόη­μα τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως ὡς πρό­γευ­σης τῆς ἐ­περ­χό­με­νης θρι­αμ­βι­κῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ! Οἰ­κέ­της Κυ­ρί­ου.  Ὁ λα­ός εἶ­δε τό Μω­υ­σῆ μέ τέ­τοι­ο δέ­ος ὥ­στε θε­ώ­ρη­σε ὅ­τι κάποιος δέν θά μπο­ροῦ­σε νά τόν θά­ψει καί νά τοῦ ἀ­πο­δώ­σει προ­σή­κου­ σες σέ αὐ­τόν τι­μές.  Ὁ μό­νος χα­ρα­κτη­ρι­σμός τόν ὁ­ποῖ­ον τοῦ ἀ­πο­δί­δει τό ἀ­νω­τέ­ρω χω­ρί­ο εἶ­ναι αὐ­τός τοῦ «οἰ­κέ­τη [δού­λου] Κυ­ρί­ου».  Ὁ Ἀ­βρα­άμ ἦ­ταν ὁ «φί­λος» τοῦ Θε­οῦ»· ὁ Μω­υ­σῆς ὁ «οἰ­κέ­της Κυ­ρί­ου». Κα­τά τήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή 67


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Βι­βλι­κή σκέ­ψη, τό με­γα­λεῖ­ο τοῦ Μω­υ­σῆ δέν με­τρι­έ­ται μέ βά­ση τά προ­σω­ πι­κά του ἐ­πι­τεύγ­μα­τα ἀλ­λά τό βαθ­μό ὑ­πο­τα­γῆς του στό Θε­ό.  Ὁ Μω­υ­σῆς ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πιό κεν­τρι­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α στήν ἱ­στο­ρί­α καί στή θρη­σκεί­α τῶν  Ἑ­βραί­ων. Εἶ­ναι ὁ με­σί­της με­τα­ξύ Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­πων, ὁ νο­μο­θέ­της ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­βι­βά­ζει τή Δι­α­θή­κη ἀ­πό τό ἐ­πί­πε­δο τῆς δι­αί­σθη­σης τήν ἐ­πο­χή τοῦ Ἀ­βρα­άμ στό ἐ­πί­πε­δο τοῦ βι­ώ­μα­τος καί τῆς ἠ­θι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ἑ­νός ὁ­λο­κλή­ρου λα­οῦ.  Ὁ Μω­υ­σῆς εἶ­ναι ὁ τύ­πος τοῦ ἡ­γέ­τη ὁ ὁ­ποῖ­ος με­ταγ­γί­ζει ἰδα­νι­κά καί τίς ἀ­νώ­τε­ρες δυ­να­τόν προσ­δο­κί­ες του μέ­χρι ση­μεί­ου πού αὐ­ τός νά ἀ­να­ζη­τεῖ μέ πά­θος μί­α κοι­νή μοί­ρα – ὅ­σο τολ­μη­ρή καί ρι­ψο­κίν­δυ­νη νά εἶ­ναι αὐ­τή! Στήν ἐ­ξά­σκη­ση τῆς ἡ­γε­σί­ας ἀ­πέ­δει­ξε ὅ­λα τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­ κά του, τίς ἱ­κα­νό­τη­τες καί τίς ἀ­δυ­να­μί­ες ἑ­νός ἡ­γέ­τη.  Ἐ­πί σα­ράν­τα χρό­νια ὁ­δή­γη­σε τό λα­ό μέ­σα ἀ­πό πά­σης φύ­σε­ως κα­κου­χί­ες στήν ἔ­ρη­μο τοῦ Σι­νᾶ.  Ἔ­κα­νε γι’ αὐ­τούς θαύ­μα­τα. Τούς τι­μώ­ρη­σε. Ὀρ­γί­στη­κε μα­ζί τους καί τούς συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κε μέ βα­ναυ­σό­τη­τα. Ἀλ­λά πά­νω ἀ­πό ὅ­λα τούς ἔ­δω­σε τό Νό­μο ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­τε­λεῖ τόν ἀ­κρο­γω­νια­ῖο λί­θο τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς θρη­σκεί­ας καί ἠ­θι­ κῆς, ἕ­ναν κώ­δι­κα συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τοῦ Δυ­τι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἄν ὄ­χι ὅ­λου τοῦ κό­σμου.  Ὁ Μω­υ­σῆς ἀ­πό δι­α­φο­ρε­τι­κές, σκλη­ρο­τρά­χη­λες καί ἀ­συν­τό­νι­στες φυ­λές λά­ξευ­σε μί­α κοι­νω­νί­α.  Ἔ­γι­νε ἡ μαί­α ἑ­νός ἔ­θνους. Ὁ Μω­υ­σῆς εἶ­ναι, ἐ­πί­σης, ὁ ἡ­γέ­της ὁ ὁ­ποῖ­ος με­ταρ­ρύθ­μι­σε τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό ἀ­πό πα­ρα­δο­σια­κή-φυ­λε­τι­κή θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση σέ ἕ­ναν ἐ­θνι­κο-η­θι­κό τρό­πο ζω­ῆς. Γιά τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κό λα­ό ὁ Μω­υ­σῆς ἔ­χει πα­ρα­μεί­νει ὁ κα­τε­ξο­χήν Ρα­βί­νος (ὁ M­o­s­he R­a­b­b­e­nu), «ὁ Μω­υ­σῆς κύ­ριός μας». Συγ­κεν­τρώ­νει στό πρό­σω­πό του τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί τίς λει­τουρ­γί­ες τῶν ἀρ­χαί­ων πα­τρια­ρ­χῶν σέ ἐ­θνι­κό ἐ­πί­πε­δο. Τό ὄ­νο­μά του ἀ­να­φέ­ρε­ται ἀ­π’ ἀρ­χῆς μέ­χρι τέ­λους στήν  Ἑ­βρα­ϊ­κή Γρα­φή. Τά πρῶ­τα πέν­τε βι­βλί­α τῆς Γρα­φῆς, γνω­στά μέ τό γε­ νι­κό ὄ­νο­μα «Πεν­τά­τευ­χος» ἀ­πο­δί­δον­ται σ’ αὐ­τόν ὡς «βι­βλί­α τοῦ Μω­υ­σῆ», μο­λο­νό­τι ὁ ἴ­διος δέν ἔ­γρα­ψε οὔ­τε λέ­ξη ἀ­πό αὐ­τά. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τά βι­βλί­α αὐ­τά πῆ­ραν γρα­πτή μορ­φή με­τά τόν ὄ­γδοο πρό τῆς κοι­νῆς ἐ­πο­χῆς αἰ­ώ­να! Εἶ­ναι ὅ­μως ὁ κεν­τρι­κός ἥ­ρω­ας καί μο­χλός τους.  Ἡ κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νη ἐ­πί­σης  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή πα­ρά­δο­ση (Ταλ­μούδ), οἱ λα­ϊ­κές δο­ξα­σί­ες καί οἱ θρῦ­λοι δί­νουν ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση στό Μω­υ­σῆ. Ἥ­ρω­ας γιά πολ­λούς. Τό­σο στό Χρι­στι­α­νι­σμό ὅ­σο καί στό  Ἰσ­λάμ ὁ Μω­ υ­σῆς κα­τέ­χει, ἐ­πί­σης, ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση. Τό πρό­σω­πο καί ἡ ζω­ή του ἀ­πο­τε­λοῦν κεν­τρι­κό θέ­μα θρη­σκευ­τι­κῆς καλ­λι­τε­χνι­κῆς ἔκ­φρα­σης.  Ἕ­να ἀ­πό τά πιό δρα­ μα­τι­κά καί πιό γνω­στά ἔρ­γα τέ­χνης εἶ­ναι ὁ Μω­υ­σῆς τοῦ Μι­χα­ήλ Ἀγ­γέ­λου τό ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ νά θαυ­μά­σει κάποιος στήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ S­an P­i­e­t­ro in V­i­n­c­o­li 68


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

(«ἅ­γιο Πέ­τρο στά δε­σμά») στή Ρώ­μη. Τό ὀγ­κῶ­δες αὐ­τό Ἀ­να­γεν­νη­σια­κό ἔρ­ γο ἐκ­φρά­ζει μέ μί­α ὑ­περ­βο­λι­κή ἀν­δρι­κό­τη­τα, ρω­μα­λε­ό­τη­τα καί ὑ­πε­ρη­φά­ νεια τήν πλη­θω­ρι­κή καί γε­μά­τη ζω­τι­κό­τη­τα προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ Μω­υ­σῆ. Ντυ­μέ­νος μέ πλού­σιο σέ πτυ­χές ὕ­φα­σμα ἀ­πό τή μέ­ση καί κά­τω, μέ μα­κριά πλού­σια γε­νειά­δα, ὁ Μω­υ­σῆς καί κα­θι­στός ἀ­κό­μη, κρα­τών­τας στό γό­να­τό του τήν πλά­κα τῶν ἐν­το­λῶν, κα­θυ­πο­βάλ­λει τό θε­α­τή. Τό ἔρ­γο, βέ­βαι­α, ἐκ­ φρά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο τό πνεῦ­μα τῆς Ἀ­να­γέν­νη­σης καί τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ τοῦ δε­κά­του ἕ­κτου αἰ­ώ­να πα­ρά τό Βι­βλι­κό πνεῦ­μα θε­ώ­ρη­σης τοῦ Μω­υ­σῆ ὡς τοῦ ἐ­θνι­κοῦ ἐ­κεί­νου τε­χνί­τη, ἐρ­γα­στή­ριο τοῦ ὁ­ποί­ου ἦ­ταν ἡ ἔν­δεια καί ἡ ἔ­ρη­μος. Τό στοι­χεῖ­ο τό ὁ­ποῖ­ο ξε­χω­ρί­ζει τό ἔρ­γο εἶ­ναι τά δύ­ο κέ­ρα­τα στό κε­φά­λι τοῦ Μω­υ­σῆ.  Ὁ Μι­χα­ήλ Ἄγ­γε­λος ἀ­πα­θα­νά­τι­σε ἁ­πλῶς ἕ­να πε­ρί­φη­μο λε­κτι­κό ὀ­λί­ σθη­μα στό ὁ­ποῖ­ο ὑ­πέ­πε­σε ὁ με­γά­λος ἀ­σκη­τής καί βι­βλι­κός με­τα­φρα­στής τοῦ Δυ­τι­κοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ,  Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος (ca. 347/8-419/20) με­τα­φρά­ζον­τας τή Βί­βλο στά Λα­τι­νι­κά, με­τά­φρα­ση γνω­στή ὡς Βουλ­γά­τα. Τό Βι­βλι­κό κεί­με­νο ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὁ Μω­υ­σῆς κα­τε­βαί­νον­τας ἀ­πό τό ὄ­ρος Σι­νᾶ μέ τίς πλά­κες τοῦ Νό­μου ἀ­νά χεί­ρας δέν εἶ­χε κα­τα­λά­βει, ἤ δέν εἶ­χε συ­νεί­δη­ση, ὅ­τι ἡ ὄ­ψη τοῦ προ­σώ­που του εἶ­χε ἀ­πα­στρά­ψει ἀ­πό ἀ­κτί­νες φω­τός [στά  Ἑ­βρα­ϊ­κά k­a­r­n­a­im] ὕ­στε­ρα ἀ­πό τή συ­νο­μι­λί­α του μέ τό Θε­ό. Κα­τά τήν  Ἑλ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση τῶν  Ἑ­βδο­μή­κον­τα: «­.­..οὐκ ᾔ­δει ὅ­τι δε­δό­ξα­σται ἡ ὄ­ψις τοῦ χρώ­μα­τος τοῦ προ­σώ­που αὐ­τοῦ ἐν τῷ λα­λεῖν αὐ­τὸν αὐ­τῷ» ( Ἔξ. 34:29).  Ἡ λέ­ξη k­a­r­n­a­im («ἀ­κτί­νες φω­τός», ὅ­πως ται­ριά­ζει μέ τά ἐ­δῶ συμ­φρα­ζό­με­να) ση­μαί­νει ἐ­πί­ σης «κέ­ρα­τα».  Ὁ  Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος προ­τί­μη­σε τή δεύ­τε­ρη ἐκ­δο­χή καί με­τέ­φρα­σε τό κεί­με­νο ὡς f­a­c­i­es c­o­r­n­u­ta (πρό­σω­πο μέ κέ­ρα­τα) ἀν­τί f­a­c­i­es c­o­r­o­n­a­ta (πρό­ σω­πο στε­φα­νω­μέ­νο ἤ ἀ­πα­στρά­πτον)! Οὔ­τε ὁ  Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος οὔ­τε ὁ Μι­χα­ήλ Ἄγ­γε­λος ἦ­σαν σέ θέ­ση νά μποῦν στό Ση­μι­τι­κό νό­η­μα τοῦ χω­ρί­ου τό ὁ­ποῖ­ο μι­λά­ει γιά τήν ὑ­περ­βα­τι­κή δό­ξα καί με­γα­λο­πρέ­πεια τοῦ Θε­οῦ στήν ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά με­τά­σχει κα­τά χά­ρη ἀ­πό τή σχέ­ση του μέ τό θεῖ­ον. Εἶ­ναι αὐ­τό πού ἡ Ἀ­να­το­λι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α ὀ­νό­μα­σε θέ­ω­ση, με­το­χή δη­λα­δή στό θεῖ­ον, ἐ­δῶ καί τώ­ρα, μέ­σω τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν τοῦ Θε­οῦ. Τό  Ἰσ­λάμ, ἐ­πί­σης, δί­νει ἐ­ξέ­χου­σα τι­μη­τι­κή θέ­ση στό Μω­υ­σῆ: εἶ­ναι προ­φή­ της τοῦ Θε­οῦ, ὁ πρῶ­τος ἀ­πό τούς προ­φῆ­τες στούς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ός πα­ρέ­δω­σε γρα­πτή ἀ­πο­κά­λυ­ψη, πρίν ἀ­πό τό Δαυ­ίδ, τόν  Ἰ­η­σοῦ καί τό Μω­ά­μεθ. Σύμ­φω­ να μέ τό Κο­ρά­νιο ὁ Μω­υ­σῆς «πα­ρέ­δω­σε στό λα­ό του [σω­στή] λα­τρεί­α καί εὐ­χα­ρι­στί­α, καί ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτός κα­τά πρό­σω­πον Κυ­ρί­ου»45. 45. Σού­ρα 19:55.  Ἕ­να ἀ­πό τά πιό ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα βι­βλί­α γιά τό Μω­υ­σῆ εἶ­ναι αὐ­τό τοῦ B­u­b­er

69


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Ἰ­ου­δα­ϊ­κή Κοι­νο­πο­λι­τεί­α. Οἱ Κρι­τές Ἡ με­τά τό Μω­υ­σῆ ἐ­πο­χή, με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1200 καί 1028 πρό τῆς κοι­νῆς ἐ­πο­χῆς, κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ  Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ή καί τῶν λε­γό­με­νων Κρι­τῶν. Τήν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή ἐ­ξι­στο­ροῦν τά ἀν­τί­στοι­χα βι­βλί­α τῆς Το­ρά,  Ἰ­η­σοῦς τοῦ Ναυ­ή καί Κρι­ταί.  Ὁ  Ἰ­η­σοῦς τοῦ Ναυ­ή συμ­πλή­ρω­σε τό ἔρ­γο τοῦ Μω­υ­σῆ, καί ὁ­δή­γη­σε τό λα­ό στή γῆ τῆς Κα­να­άν. Με­τά τήν κα­ τά­κτη­σή της ἡ γῆ δι­αι­ρέ­θη­κε καί μοι­ρά­στη­κε μέ κλῆ­ρο στίς ἕν­δε­κα φυ­λές τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ.  Ἡ φυ­λή τοῦ Λευ­ΐ ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α προ­ήρ­χον­ταν οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῶν  Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν ἔ­μει­νε ἀ­κτή­μων.  Ὑ­πο­χρέ­ω­ση ὅ­λων τῶν ἄλ­λων φυ­λῶν ἦ­ταν νά πα­ρέ­χουν στούς Λευ­ΐ­τες τά ἀ­πα­ραί­τη­τα πρό τό ζεῖν ὥ­στε αὐ­τοί νά μέ­νουν ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι στά ἱ­ε­ρα­τι­κά τους κα­θή­κον­τα46. Τῆς κά­θε φυ­λῆς προ­ε­ξῆρ­χε ἕ­να μέ­λος τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­φε­ρε τόν τίτ­λο «Κρι­τής».  Ὁ ὅ­ρος δέν ἔ­χει δι­κα­νι­κή ἔν­νοι­α.  Ὁ «Κρι­τής» ἦ­ταν ὁ το­πι­κός ἥ­ρω­ας, τό πρό­σω­πο τι­μῆς τό ὁ­ποῖ­ο ἀν­ τι­προ­σώ­πευ­ε καί ἐ­ξέ­φρα­ζε τίς πα­ρα­δό­σεις καί τά ἰ­δε­ώ­δη τῆς φυ­λῆς. Εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­τι με­τα­ξύ τῶν Κρι­τῶν πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καί μί­α γυ­ναί­κα, ἡ Δεβ­ βώ­ρα· κά­τι πού μι­λά­ει γιά τή θέ­ση τῆς γυ­ναί­κας στήν ἀρ­χαί­α καί κα­τά τά ἄλ­λα πα­τρι­αρ­χι­κή καί ἀν­δρο­κρα­τού­με­νη  Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κή κοι­νω­νί­α. Σύμ­φω­να μέ τό βι­βλί­ο τῶν Κρι­τῶν, ἡ Δεβ­βώ­ρα ἦ­ταν «γυ­νὴ προ­φῆ­τις» ἡ ὁ­ποί­α «ἔ­κρι­νε τὸν  Ἰσ­ρα­ήλ», δη­λα­δή ἐ­νερ­γοῦ­σε ὡς κρι­τής του, «ἐν τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ». Τό βι­βλί­ο μά­λι­στα ἀ­να­φέ­ρει μέ ἰδι­αί­τε­ρη ἔμ­φα­ση καί τό λό­γο ἐμ­φά­νι­σης τῆς Δεβ­βώ­ρας ὡς Κρι­τοῦ: δι­ό­τι «ἐ­ξέ­λι­πον δυ­να­τοὶ ἐν  Ἰσ­ρα­ήλ, ἐ­ξέ­λι­πον, ἕ­ως οὗ ἀ­νέ­στη Δεβ­βώ­ρα, ἕ­ως οὗ ἀ­νέ­στη μή­τηρ ἐν  Ἰσ­ρα­ήλ» (Κρι­ταί 4:4, 5:7). Τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῶν Κρι­τῶν ἦ­σαν ἡ δύ­να­μη τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας καί ἡ αὐ­θεν­τί­α τῆς κρί­σης τους, στά ὁ­ποῖ­α προ­στί­θε­ται τώ­ρα καί ἡ δύ­να­μη τῆς μη­τρό­τη­τας τήν ὁ­ποί­α εἰ­σα­γά­γει στό θε­σμό ἡ Δεβ­βώ­ρα. Θά μᾶς με­τέ­φε­ρε πο­λύ μα­κρι­ά ἀ­πό τό θέ­μα μας ἡ συ­ζή­τη­ση γύ­ρω ἀ­πό τήν ἔν­νοι­α καί τό ρό­λο τῆς μη­τέ­ρας στήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ. Θά ἀρ­κε­σθοῦ­με σέ με­ρι­κές μό­νο νύ­ξεις στό τέ­ταρ­το κε­φά­λαι­ο πε­ρί  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ στήν πρά­ξη. (1958). Βλέ­πε ἐ­πί­σης B­e­e­g­le (1972), F­a­st (1958), F­r­e­ud (1939), G­a­u­b­e­rt (1969), G­o­l­d­i­ng (1973), G­r­e­g­o­ry of N­y­s­sa (ἔκδ. 1978), M­e­l­l­i­n­k­o­ff (1970), N­e­h­er (1959), N­i­c­h­o­l­s­on (1973), R­o­s­w­a­ld (1969), S­a­n­d­m­el (1973), S­c­h­u­l­tz (1974), W­i­s­el (1976), W­i­l­d­a­v­s­ky (1984). 46. Στό ἱ­στο­ρι­κό αὐ­τό ση­μεῖ­ο, ἀλ­λά καί στή μο­να­χι­κή της πα­ρά­δο­ση, πρέ­πει ἴ­σως νά ἀ­να­ζη­ τηθούν οἱ ἀρ­χές τῆς ἀ­κτη­μο­σύ­νης (του­λά­χι­στον κα­τά πρό­θε­ση) τῶν ἀ­νω­τέ­ρων κλη­ρι­κῶν τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης  Ἐκ­κλη­σί­ας. Βλέ­πε ἐ­πί­σης κεφ. 8.

70


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

Ἰ­ου­δα­ϊ­κή μο­ναρ­χί­α. Οἱ B­α­σι­λεῖς Τε­λευ­ταῖ­ος ἀ­πό τούς Κρι­τές ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ Σα­μου­ήλ. Πρίν ἀ­πό τό θά­να­τό του ὁ λα­ός ἀ­παί­τη­σε ἀ­πό αὐ­τόν νά τούς δι­ο­ρί­σει βα­σι­λιά ὁ ὁ­ποῖ­ος νά κυ­ βερ­νᾶ ὅ­λες τίς φυ­λές μα­ζί ὡς ἔ­θνος. Στήν ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τή μπο­ρεῖ νά δι­α­κρί­νει κάποιος ἐ­πί­δρα­ση τῶν αὐ­τό­χθο­νων φυ­λῶν τῆς Κα­να­άν.  Ὁ Σα­μου­ήλ ἦ­ταν δι­στα­κτι­κός νά προ­χω­ρή­σει σέ ἕ­να τέ­τοι­ο νε­ω­τε­ρι­σμό ἀ­πό φό­βο μή­πως ὁ θε­σμός τοῦ βα­σι­λιᾶ ἀ­πο­δει­χθεῖ δε­σπο­τι­κός! Τό αἰ­σθη­τή­ριο ἐ­λευ­θε­ρί­ας, ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας σκέ­ψης καί πρά­ξης ἀ­πο­τε­λεῖ δο­μι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας καί πα­ρά­δο­σης.  Ὁ Σα­μου­ήλ ὑ­πο­χώ­ρη­σε τε­λι­κά στή λα­ϊ­κή πί­ε­ση. Αὐ­τό πού ἐ­πα­κο­λού­θη­σε δέν ἦ­σαν ἐ­κλο­γές ἀλ­λά μί­α πρά­ξη κα­θα­ρά θρη­σκευ­τι­κή· στήν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α μί­α χει­ρο­το­νί­α βα­σι­λιᾶ μέ ἕ­να βα­θύ­ τα­το συμ­βο­λι­σμό! Κλή­θη­σαν οἱ πρε­σβύ­τε­ροι κά­θε φυ­λῆς νά ἐ­να­πο­θέ­σουν τά χέ­ρια τους στό κε­φά­λι τοῦ πρω­το­δι­ο­ρι­σθέν­τος βα­σι­λιᾶ, Σα­ούλ – μί­α συμ­βο­λι­κή πρά­ξη με­τα­βί­βα­σης ἐ­ξου­σί­ας, πό­θων καί εὐ­χῶν, ἐκ μέ­ρους αὐ­ τῶν τούς ὁ­ποί­ους ἀν­τι­προ­σώ­πευ­αν. Ὁ κε­χρι­σμέ­νος.  Ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἐ­πί­θε­ση τῶν χε­ρι­ῶν οἱ ἐκ­πρό­σω­ποι ἄ­λει­ ψαν τό βα­σι­λιά μέ λά­δι. Τό λά­δι τῆς ἐ­λιᾶς ἦ­ταν σύμ­βο­λο πολ­λῶν δω­ρε­ῶν: μα­κρο­ζω­ίας, ὄν­τας τό προ­ϊ­όν δέν­δρου τό ὁ­ποῖ­ο ζεῖ πολ­λά χρό­νια, ἀ­κό­μη καί αἰ­ῶ­νες· πλού­του καί εὐ­η­με­ρί­ας, ὄν­τας προ­ϊ­όν τό ὁ­ποῖ­ον πα­ρά­γε­ται ὕ­στε­ρα ἀ­πό με­γά­λη πο­σό­τη­τα καρ­ποῦ ἐ­λιᾶς, προ­ϊ­όν στά χέ­ρια πλου­σί­ων τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη· μα­κρο­η­μέ­ρευ­σης καί ὑ­γεί­ας, ὄν­τας προ­ϊ­όν τό ὁ­ποῖ­ο τό χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν γιά θε­ρα­πευ­τι­κούς λό­γους, μο­λύν­σεις, ἐ­πού­λω­ση πλη­γῶν (ἰ­δί­ως τα­ξι­δι­ῶ­τες μα­ζί μέ τό ξί­δι, γιά νά θυ­μη­θεῖ κάποιος τήν πα­ρα­βο­λή τοῦ κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­τη), καί κα­τά στο­μα­χι­κῶν δι­α­τα­ρα­χῶν· εἰ­ρή­νης, ὄν­τας τό κλα­δί τῆς ἐ­λιᾶς σύμ­βο­λο ἐ­πι­βί­ω­σης καί εἰ­ρή­νης (γιά νά θυ­μη­θεῖ κάποιος τή Βι­βλι­κή ἱ­στο­ρί­α μέ τό πε­ρι­στέ­ρι καί τόν κλά­δο ἐ­λιᾶς στό ράμ­φος του νά φέρ­νει στό Νῶ­ε μή­νυ­μα παύ­σης τοῦ κα­τα­κλυ­σμοῦ καί εἰ­ρή­νης μέ τό Θε­ό). Χρί­ον­τας, λοι­πόν, τό βα­σι­λιά τους εἰ­δι­κά μέ λά­δι οἱ φυ­λές τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ ἐ­ξέ­ φρα­ζαν τήν εὐ­χή ὅ­πως ἡ ζω­ή του, καί μέ­σω αὐ­τοῦ ἡ δι­κή τους ζω­ή, εἶ­ναι μα­κρά, πλού­σια σέ ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, ὑ­γι­ής καί εἰ­ρη­νι­κή. Μ’ αὐ­τόν τόν τρό­πο ὁ ἄν­θρω­πος ὁ ὁ­ποῖ­ος γι­νό­ταν βα­σι­λιάς ἀ­πό τό λα­ό ἦ­ταν «ἀ­λειμ­μέ­νος», ἤ «κε­χρι­σμέ­νος», δη­λα­δή «Χρι­στός» (M­a­s­s­ih στά  Ἑ­βρα­ϊ­κά, ἐ­ξελ­λη­νι­σμέ­νη ὡς «Μεσ­σί­ας»­). Σέ πε­ρι­ό­δους κα­τα­πί­ε­σης ἤ ἐ­θνι­κῶν κρί­σε­ων ἡ ἰδέ­α τοῦ Μεσ­ σί­α, εἴ­τε ὑ­πό τή μορ­φή στρα­τι­ω­τι­κοῦ λυ­τρω­τοῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος θά κα­τα­τρό­πω­νε τούς ἐ­χθρούς, εἴ­τε ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α κα­θο­λι­κῆς Μεσ­σι­α­νι­κῆς ἐ­πο­χῆς ὅ­που θά 71


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε παγ­κό­σμια εἰ­ρή­νη καί εὐ­δαι­μο­νί­α, ἀ­να­πτε­ρω­νό­ταν στή συ­νεί­ δη­ση τῶν  Ἑ­βραί­ων. Μέ­σα σέ ἕ­να τέ­τοι­ο κλί­μα ἔ­κα­νε ρί­ζες ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός σέ μί­α με­ρί­δα  Ἑ­βραί­ων, ἐ­νῶ γιά τούς ὑ­πό­λοι­πους οἱ λό­γοι ἐμ­φά­νι­σης τοῦ Μεσ­σί­α δέν ἔ­χουν ἀ­κό­μη συν­τρέ­ξει!47 Τό «ἡ­νω­μέ­νο βα­σί­λει­ο».  Ἡ συ­νο­μο­σπον­δί­α τῶν φυ­λῶν ὡς «ἡ­νω­μέ­νο βα­ σί­λει­ο» δι­ήρ­κε­σε μι­κρό μό­νο δι­ά­στη­μα, ἐ­πί βα­σι­λεί­ας Σα­ούλ (1028-1013), Δαυ­ίδ (1013-972) καί Σο­λο­μών­τα (972-933).  Ὁ Σα­ούλ, στρα­τι­ω­τι­κός καί με­λαγ­χο­λι­κός τύ­πος ἀν­θρώ­που, δέν ἦ­ταν ὀρ­γα­νω­τι­κός ἀλ­λά ἀ­πο­δεί­χτη­κε πε­τυ­χη­μέ­νος στρα­τι­ω­τι­κός ἡ­γέ­της.  Ὑ­πε­ρα­σπί­στη­κε τό νέ­ο καί ἀ­δύ­να­μο ἔ­θνος τῶν  Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κῶν φυ­λῶν στήν Κα­να­άν καί ἐ­πι­δί­ω­ξε νά ἐ­ξα­γνί­σει τή θρη­σκεί­α ἀ­πό τίς πα­γα­νι­στι­κές ἐ­πι­δρά­σεις τῶν ἐν­το­πί­ων φυ­λῶν τῆς Κα­να­άν.  Ἔ­τσι, ἄ­νοι­ξε τό δρό­μο γιά τό Δαυ­ίδ τό με­γα­λύ­τε­ρο βα­σι­λιά πού γνώ­ρι­σαν οἱ φυ­λές τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ.  Ὁ Δαυ­ίδ, γιός τοῦ  Ἰ­εσ­σαί, νε­α­ρός τσο­πά­ νος ἀ­πό τή Βη­θλε­έμ, αὐ­το­δί­δα­κτος μου­σι­κός καί ποι­η­τής, ἀ­πο­δεί­χθη­κε με­ γά­λη ὀρ­γα­νω­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα. Κα­τέ­λα­βε ἀ­πό τούς  Ἰ­ε­βου­σαί­ους καί ὀ­χύ­ρω­σε τήν  Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ (τήν «πό­λη εἰ­ρή­νης»­!) ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν χτι­σμέ­νη ἐ­πά­νω σέ ἑ­πτά λό­φους, ὁ ψη­λό­τε­ρος τῶν ὁ­ποί­ων λε­γό­ταν Σι­ών. Τήν πό­λη αὐ­τή κή­ρυ­ξε πρω­τεύ­ου­σα τοῦ κρά­τους, ἔ­χτι­σε ἐ­κεῖ τό ἀ­νά­κτο­ρό του καί, κα­τά τό Α΄ βι­βλί­ο τῶν Πα­ρα­λει­πο­μέ­νων τῆς Το­ρά, ἤ Χρο­νι­κό (11:7) «ἐ­κά­ λε­σεν αὐ­τὴν πό­λιν Δαυ­ίδ».  Ἔ­τσι ἔ­δω­σε σάρ­κα καί ὁ­στᾶ στό ἀ­να­δυ­ό­με­νο ἐ­θνι­κι­στι­κό αἴ­σθη­μα. Γιά νά το­νί­σει τό θε­ο­κεν­τρι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς βα­σι­λεί­ας, ὁ Δαυ­ίδ το­πο­ θέ­τη­σε τήν «Κι­βω­τό τῆς Δι­α­θή­κης» δί­πλα στό βα­σι­λι­κό του ἀ­νά­κτο­ρο.  Ἡ Κι­βω­τός τῆς Δι­α­θή­κης ἦ­ταν τό ξύ­λι­νο κυ­βι­κό κα­τα­σκεύ­α­σμα, πλού­σια δι­α­ κο­σμη­μέ­νο, τό ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­εῖ­χε τίς πλά­κες τῆς Δι­α­θή­κης, δη­λα­δή τό Νό­μο, τή ρά­βδο τοῦ Ἀ­α­ρών, ἀ­δελ­φοῦ καί συ­ναρ­χη­γοῦ τοῦ Μω­υ­σῆ, καί δεῖγ­μα τοῦ μάν­να, τῆς τρο­φῆς πού πα­ρεῖ­χε ὁ Θε­ός στούς  Ἰσ­ρα­η­λί­τες κα­τά τήν πο­λυ­ε­ τή πε­ρι­πλά­νη­σή τους στήν ἔ­ρη­μο. Γιά τούς  Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἡ Κι­βω­τός ἦ­ταν τό πιό ἁ­πτό δεῖγ­μα τῆς Δι­α­θή­κης καί τό πο­λυ­τι­μό­τε­ρο πο­τέ ἀν­τι­κεί­με­νο τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ.  Ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα τό τε­λε­τουρ­γι­κό τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ με­τα­τέ­θη­κε ἀ­πό τίς θυ­σί­ες στή συ­να­γω­γή τῶν πι­στῶν, ἡ λέ­ξη καί ἡ ἔν­νοι­α «Κι­βω­τός» ἀ­πο­δό­θη­καν στό κου­βού­κλιο μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο το­πο­θε­τή­θη­κε τώ­ρα ἡ Το­ρά σέ μορ­φή εἰ­λη­τα­ρί­ου, ἤ ρο­λοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­γι­νε τό κυ­ρι­ό­τε­ρο στοι­χεῖ­ο καί ἡ ἑ­στί­α τῆς συ­να­γω­γῆς. Καί στίς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις ἡ «Κι­βω­τός» ἀ­πο­τε­λεῖ 47. Πε­ρισ­σό­τε­ρα στά κεφ. 6 καί 7.

72


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

τό σύμ­βο­λο τῆς Δι­α­θή­κης.  Ἡ ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς ἑ­νό­τη­τας καί ἡ ἐγ­κα­ θί­δρυ­ση ἑ­νια­ίου βα­σι­λεί­ου μέ κοι­νή πρω­τεύ­ου­σα ἦ­σαν τά ση­μαν­τι­κό­τε­ρα ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τοῦ βα­σι­λιᾶ Δαυ­ίδ.  Ἡ ση­μαί­α τοῦ ση­με­ρι­νοῦ κρά­τους τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ φέ­ρει τό ἔμ­βλη­μα τοῦ «ἄ­στρου τοῦ Δαυ­ίδ». Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ!  Ἡ πό­λη τῆς εἰ­ρή­νης.  Ἡ ἐγ­κα­θί­δρυ­ση τῆς  Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ ὡς «πό­λις Δαυ­ίδ» τό­νω­σε τό αἴ­σθη­μα ἐ­θνι­κῆς συ­νεί­δη­σης ἀ­νά­με­σα στούς  Ἰσ­ρα­η­λί­τες καί ἔ­γι­νε ἔ­κτο­τε (ὅ­πως θά δοῦ­με σέ δι­ά­φο­ρες ἄλ­λες πτυ­χές τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ) τό ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς καί ἐ­θνι­κῆς ταυ­τό­τη­τας τῶν  Ἑ­βραί­ων ἀ­νά τόν κό­σμο.  Ἡ  Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ ἔ­χει παί­ξει τε­ρά­στιο πο­λι­τι­κό, θρη­σκευ­τι­κό, ἐ­θνι­κό καί ψυ­χο­λο­γι­κό ρό­λο στήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ.  Ἔ­χει γί­νει τό σύμ­βο­λο τοῦ  Ἑ­βρα­ϊ­κοῦ ἐ­θνι­κι­σμοῦ. Οἱ σύγ­χρο­νες πο­λι­τι­κές κρί­σεις καί συγ­κρού­σεις γιά τήν κα­το­χή τῆς  Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ καί τήν ἀ­να­γνώ­ρι­σή της ὡς πρω­τεύ­ου­σας τοῦ νέ­ου κρά­τους τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ δεί­χνουν τήν ἔν­το­νη θέλ­ξη τήν ὁ­ποί­αν ἀ­σκεῖ ἡ πό­λη μέ­χρι σή­με­ρα. Τό πρό­βλη­μα εἶ­ναι ὅ­τι τό ἴ­διο ἱ­στο­ρι­κό, θρη­σκευ­τι­κό καί συ­ναι­σθη­μα­τι­κό πά­θος γιά τήν ἴ­δια πό­λη δι­α­κα­τέ­χει καί τούς Πα­λαι­στι­νί­ους Μου­σουλ­μά­νους, καί τούς Χρι­στια­νούς τοῦ κό­σμου καί τῶν δι­α­φό­ρων ὁ­μο­λο­γι­ῶν οἱ ὁ­ποῖ­οι ζοῦν ἐ­πί αἰ­ῶ­νες ἐ­κεῖ – κά­τι τό ὁ­ποῖ­ο, κα­τά εἰ­ρω­νι­κό τρό­πο, ἔ­χει με­τα­τρέ­ψει τήν  Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ ἀ­πό πό­λη εἰ­ρή­νης σέ ἐ­πί­κεν­τρο αἱ­μα­τη­ρῶν συγ­κρού­σε­ων, καί σέ ἕ­να ἀ­πό τά πιό εὐ­αί­σθη­τα καί ἐκ­κρη­κτι­κά γιά τήν παγ­κό­σμια εἰ­ρή­νη ση­μεῖ­α τοῦ πλα­νή­τη. Ὁ Σο­λο­μών καί ὁ Να­ός.  Ὁ τρί­τος βα­σι­λιάς τοῦ ἑ­νια­ίου βα­σι­λεί­ου ἦ­ταν ὁ γιός τοῦ Δαυ­ίδ, Σο­λο­μών ἤ Σα­λω­μών, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός τύ­πος ἀ­να­το­λί­του μο­νάρ­χου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­γα­ποῦ­σε τό κάλ­λος, τή χλι­δή καί τίς γυ­ναῖ­κες! Χω­ρίς κα­νέ­ναν ἐν­δοια­σμό, καί μέ τή συ­νή­θη γιά τή Γρα­φή ὑ­περ­βο­λή, τό βι­βλί­ο τῶν Γ΄ Βα­σι­λει­ῶν εἰ­σα­γά­γει τό ἑν­δέ­κα­το κε­φά­λαι­ο μέ τήν πε­ρι­γρα­φή: «Καί ὁ βα­σι­λεὺς Σα­λω­μὼν ἦν φι­λο­γύ­νης. Καὶ ἦ­σαν αὐ­τῷ γυ­ναῖ­κες ἄρ­χου­σαι [νό­ μι­μοι] ἑ­πτα­κό­σιαι, καὶ παλ­λα­καὶ τρι­α­κό­σιαι» (11:1)­!! Ἀ­πό τό ση­μεῖ­ο αὐ­τό παύ­ει πλέ­ον κά­θε ἀ­να­φο­ρά τοῦ Σο­λο­μών­τα στή Βί­βλο! Με­τέ­πει­τα  Ἑ­βραῖ­ οι ραβί­νοι συ­νέ­δε­σαν τήν ἵ­δρυ­ση τοῦ Ρω­μα­ϊ­κοῦ κρά­τους, τι­μω­ρό τοῦ  Ἰ­ου­ δα­ϊ­κοῦ ἔ­θνους καί βε­βη­λω­τή τῶν ἱ­ε­ρῶν του, μέ τή βα­σι­λεί­α τοῦ φι­λο­γύ­νη βα­σι­λιά. Βέ­βαι­α, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες «νό­μι­μες» σύ­ζυ­γοι τοῦ Σο­λο­μών­τα προ­ ήρ­χον­ταν ἀ­πό γά­μους οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν πο­λι­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα καί ἦ­σαν ἁ­πλῶς συμ­βα­τι­κοί· ἦ­ταν ὁ τρό­πος γιά νά σφρα­γι­στεῖ κά­ποι­α συν­θή­κη εἰ­ρή­νης μέ ἕ­να ξέ­νον μο­νάρ­χη παίρ­νον­τας σέ «γά­μο» τήν κό­ρη του. Εἶ­ναι χρή­σι­μο νά κρα­τή­σου­με κα­τά νοῦν πα­ρα­δο­σια­κές συμ­πε­ρι­φο­ρές καί πα­ρα­δείγ­μα­τα σάν αὐ­τά τοῦ Ἀ­βρα­άμ ἤ τοῦ Σο­λο­μών­τα γιά τήν ὥ­ρα πού θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με 73


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

στό πε­ρι­βό­η­το ζή­τη­μα τῆς πο­λυ­γα­μί­ας στό  Ἰσ­λάμ.  Ὁ Σο­λο­μών βα­σί­λευ­σε σέ πε­ρί­ο­δο εἰ­ρή­νης.  Ἔ­γι­νε κτή­το­ρας πολ­λῶν καί πο­λυ­τε­λῶν κτι­σμά­των. Τό ὄ­νο­μά του συν­δέ­ε­ται κυ­ρί­ως μέ τήν κα­τα­σκευ­ή τοῦ πε­ρί­φη­μου Να­οῦ στήν  Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ ὁ ὁ­ποῖ­ος φέ­ρει τό ὄ­νο­μά του. «Ὁ Να­ός», ὅ­πως ἦ­ταν κοι­νά γνω­ στός, ἔ­γι­νε τό κέν­τρο τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας καί τό σύμ­βο­λο ἐ­θνι­κῆς ταυ­τό­τη­τας καί ἑ­νό­τη­τας τῶν  Ἑ­βραί­ων. Ἡ δι­αί­ρε­ση τοῦ βα­σι­λεί­ου.  Ὅ­ταν τό 933 πέ­θα­νε ὁ Σο­λο­μών τό βα­σί­λει­ο χω­ρί­στη­κε σέ δύ­ο βα­σί­λεια, ἕ­να στό βό­ρει­ο καί ἕ­να στό νό­τιο τμῆ­μα τῆς Κα­να­άν. Δέ­κα φυ­λές κα­τοί­κη­σαν τό βό­ρει­ο βα­σί­λει­ο μέ τό ὄ­νο­μα «Ἰσ­ρα­ήλ» ἀ­πό τό ὄ­νο­μα τῆς ἐ­πι­φα­νέ­στε­ρη φυ­λῆς. Τό νό­τιο βα­σί­λει­ο κα­τοι­κή­θη­κε ἀ­πό δύ­ο φυ­λές, αὐ­τές τοῦ Βε­νια­μίν καί τοῦ  Ἰ­ού­δα, μέ τήν ὀ­νο­μα­σί­α «Ἰ­ού­δα» ἀ­πό τήν πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρη ἐκ τῶν δύ­ο. Τό νό­τιο βα­σί­λει­ο ὑ­πε­ρη­φα­νευ­ό­ταν γιά τήν  Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ καί τό Να­ό τά ὁ­ποῖ­α κλη­ρο­νό­μη­σε. Εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­τι τό σύγ­χρο­νο κρά­τος τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ δι­α­τή­ρη­σε τό ὄ­νο­μα τοῦ βό­ρει­ου βα­σι­ λεί­ου τό ὁ­ποῖ­ο δέν ἐ­πέ­ζη­σε, ἐ­νῶ γιά τό ὄ­νο­μα τοῦ λα­οῦ του (Ἰ­ου­δαῖ­οι, J­e­ws) ἐ­πέ­λε­ξε τό ὄ­νο­μα τοῦ νό­τιου βα­σι­λεί­ου τό ὁ­ποῖ­ο τε­λι­κά ἐ­πέ­ζη­σε. Τό βα­σί­λει­ο τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ. Τό κα­θέ­να ἀ­πό τά δύ­ο βα­σί­λεια συ­νέ­χι­σε τή δι­κή του, τα­ρα­χώ­δη, ἱ­στο­ρί­α καί εἶ­χε τή δι­κή του τύ­χη. Τό 722 πρό τῆς κοι­νῆς ἐ­πο­χῆς τό βα­σί­λει­ο τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν Ἀσ­συ­ρί­ων οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­έρ­χον­ταν ἀ­πό τή Με­σο­πο­τα­μί­α. Οἱ Ἀσ­σύ­ριοι δή­ω­σαν τή γῆ  Ἰσ­ρα­ήλ καί τήν κα­τέ­στρε­ψαν. Δι­α­σκόρ­πι­σαν δέ τόν πλη­θυ­σμό του ἀ­νά τήν ἀ­πέ­ραν­τη αὐ­το­κρα­το­ρί­α τους ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πε­κτει­νό­ταν ἀ­πό τήν κοι­λά­δα τοῦ  Ἰν­δοῦ πο­ τα­μοῦ στά ἀ­να­το­λι­κά μέ­χρι καί τά ἀ­να­το­λι­κά πα­ρά­λια τῆς Με­σο­γεί­ου στά δυ­τι­κά. Ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τῆς τῆς τε­ρά­στιας δι­α­σπο­ρᾶς ἦ­ταν νά ἀ­να­μει­χθοῦν οἱ φυ­λές τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ μέ δι­ά­φο­ρα φύ­λα, νά χά­σουν τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή τους συ­ νο­χή, καί τε­λι­κά νά ἐ­κλεί­ψουν. Ἀ­πό τήν ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τή γί­νε­ται ἀ­να­φο­ρά στίς «δέ­κα χα­μέ­νες φυ­λές τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ». Τί ἀ­κρι­βῶς ση­μαί­νει αὐ­τό εἶ­ναι δύ­σκο­ λο νά προσ­δι­ο­ρί­σουμε. Μέ τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῶν  Ἑ­βραί­ων στήν Αἴ­γυ­πτο πρίν τήν  Ἔ­ξο­δο, τή με­τέ­πει­τα κα­θό­λου ἱ­στο­ρί­α καί στά­ση τους στό θέ­μα αὐ­τό, ἀλ­λά καί τίς σύγ­χρο­νες θε­ω­ρί­ες πε­ρί ἐ­πι­βί­ω­σης ὑ­πο­λειμ­μά­ των τῶν φυ­λῶν αὐ­τῶν, εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά μι­λή­σει κάποιος γιά ἀ­φο­μοί­ω­ση, καί μά­λι­στα παν­τε­λή. Ἀν­θρω­πο­λό­γοι καί ἄλ­λοι, στήν προ­σπά­θειά τους νά ἐ­ξη­γή­σουν τή μοί­ρα αὐ­τῶν τῶν φυ­λῶν συ­νε­χί­ζουν νά προ­τεί­νουν δι­ά­φο­ρες θε­ω­ρί­ες οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πό τίς ὁ­ποῖ­ες φαί­νε­ται νά εἶ­ναι ὑ­πο­θε­τι­κές. Με­ τα­ξύ αὐ­τῶν ἀ­να­φέ­ρε­ται ἡ ὑ­πό­θε­ση ὅ­τι «οἱ χα­μέ­νες φυ­λές τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ» ἀ­πε­τέ­λε­σαν τούς προ­γό­νους τῶν λα­ῶν τῆς ση­με­ρι­νῆς Λα­τι­νι­κῆς Ἀ­με­ρι­κῆς! 74


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

Στή δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1990 ὁ Κα­να­δι­κός Τύ­πος ἔ­κα­νε λό­γο γιά κά­ποι­ο νε­α­ρό  Ἑ­βραῖ­ο ραβί­νο ἀ­πό τή Σρί Λάν­κα ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦρ­θε νά σπου­δά­σει  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό στό Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Το­ρόν­το μέ σκο­πό νά ἐ­πι­στρέ­ψει στήν πα­τρί­δα του καί νά ὀρ­γα­νώ­σει τήν ἐ­κεῖ συ­να­γω­γή ἡ ὁ­ποί­α, σύμ­φω­να μέ δή­λω­σή του, ἀ­νή­κει στή φυ­λή τοῦ  Ἐ­φραίμ, μί­α ἀ­πό τίς «χα­μέ­νες φυ­λές»! Τό βα­σί­λει­ο τοῦ  Ἰ­ού­δα. Τό βα­σί­λει­ο τοῦ νό­του εἶ­χε μα­κρύ­τε­ρη ἱ­στο­ρί­α καί εὐ­τυ­χέ­στε­ρη μοί­ρα.  Ἐ­πέ­ζη­σε τήν κα­τα­στρο­φή τῶν Ἀσ­συ­ρί­ων ἀλ­λά καί αὐ­τό, ἑ­κα­τόν πε­νήν­τα πε­ρί­που χρό­νια με­τά τήν κα­τα­στρο­φή τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ, ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν Βα­βυ­λω­νί­ων, τῶν κλη­ρο­νό­μων τῶν Ἀσ­συ­ρί­ων. Ἀ­πό τήν ἐ­πι­δρο­μή τῶν Βα­βυ­λω­νί­ων ὁ Να­ός κα­τα­στρά­φη­κε, ἡ γῆ ἀ­πο­δα­ψι­λώ­θη­ κε, ἀλ­λά τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ πλη­θυ­σμοῦ ἐ­πέ­ζη­σε. Ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τούς Ἀσ­συ­ρί­ους, οἱ Βα­βυ­λώ­νιοι οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν ἔλ­λει­ψη μο­νί­μων στρα­τι­ω­τι­κῶν δυ­νά­με­ων, γιά νά ἔ­χουν κα­λύ­τε­ρη ἐ­πι­τή­ρη­ση ἐ­πί τοῦ πλη­θυ­σμοῦ καί γιά νά ἀ­πο­φύ­γουν τυ­χόν ἐ­ξε­γέρ­σεις, αἰχ­μα­λώ­τι­σαν μό­νο τούς πρού­χον­τες τοῦ βα­ σι­λεί­ου οἱ ὁ­ποῖ­οι τυ­χόν θά μπο­ροῦ­σαν νά ξε­ση­κώ­σουν τό λα­ό. Αὐ­τούς τούς ἡ­γέ­τες ἀ­πή­γα­γαν στή Βα­βυ­λώ­να, τήν πρω­τεύ­ου­σα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τους, πα­ρά τίς ὄ­χθες τοῦ Εὐ­φρά­τη πο­τα­μοῦ ἐ­νῶ ἄ­φη­σαν πί­σω τους τό ἐ­ρει­πω­μέ­νο βα­σί­λει­ο στούς ἐν­δε­εῖς ἐ­πι­ζῶν­τες του.  Ἡ δι­α­φο­ρε­τι­κή αὐ­τή στρα­τη­γι­κή τῶν κα­τα­κτη­τῶν ἀ­πο­δεί­χθη­κε εὐ­ερ­γε­τι­κή γιά τό βα­σί­λει­ο καί τίς φυ­λές τοῦ  Ἰ­ού­ δα. Συ­νέ­τει­νε στήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ στοι­χεί­ου καί στή θρη­σκευ­τι­κή με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή ἀ­να­γέν­νη­ση τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ.  Ὁ ση­με­ρι­νός  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός, στήν ἔκ­φαν­ση καί στόν τρό­πο λει­τουρ­γί­ας του, εἶ­ναι πα­ρά­γω­γο αὐ­τῆς τῆς πε­ρι­ό­δου αἰχ­μα­λω­σί­ας γνω­στῆς ὡς Βα­βυ­λω­νί­ου αἰχ­μα­λω­σί­ας.  Ἡ ση­με­ρι­νή  Ἑ­βρα­ϊ­κή κοι­νω­νί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τό «κα­τά­λειμ­μα» (τό «ὑ­πό­λοι­πο», ἤ αὐ­τό πού στήν ἁ­πλή  Ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα θά λέ­γα­με «ρε­τά­λι») τῶν υἱ­ῶν  Ἰσ­ρα­ήλ ἀ­πό τό νό­τιο βα­σί­λει­ο τοῦ  Ἰ­ού­δα.  Ἡ λέ­ξη «κα­τά­λειμ­μα» δέν εἶ­ναι οὔ­τε ἀρ­νη­τι­κή οὔ­τε μει­ω­τι­κή. Εἶ­ναι λέ­ξη καί ἰδι­ω­μα­τι­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός προ­ερ­χό­με­νος ἀ­πό τόν  Ἰ­σα­ΐ­α, τόν προ­φή­τη ἐ­κεῖ­νον ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τέ­κρι­νε μέν μέ σφο­δρό­τη­ τα τούς ἡ­γέ­τες καί τούς συμ­πο­λί­τες του γιά τά πα­ρα­πτώ­μα­τά τους, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να τούς ἀ­να­θέρ­μαι­νε τήν ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας καί ἐ­πι­βί­ω­σης. Ὡς ἔκ­ φρα­ση ἀ­πώ­τα­της ἐλ­πί­δας ὀ­νό­μα­σε ἕ­ναν ἀ­πό τούς γιούς του S­h­e­ar-j­a­s­h­ub (= τὸ κα­τά­λειμ­μα σω­θή­σε­ται) καί προ­φή­τευ­σε ὅ­τι, «Καὶ ἔ­σται τὸ κα­τα­λει­φθὲν τοῦ  Ἰ­α­κώβ ἐ­πὶ Θε­ὸν ἰ­σχύ­ον­τα. Καὶ ἐ­ὰν γέ­νη­ται ὁ λα­ὸς  Ἰσ­ρα­ὴλ ὡς ἡ ἄμ­μος τῆς θα­λάσ­σης, τὸ κα­τά­λειμ­μα αὐ­τῶν σω­θή­σε­ ται» (Ἰσ. 10:21-22).

75


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Ἕ­νας ἄλ­λος ἐκ­κεν­τρι­κός προ­φή­της, ὁ  Ἱ­ε­ρε­μί­ας, κα­θ’ ὅν χρό­νο οἱ Βα­βυ­λώ­ νιοι κα­τα­κτοῦ­σαν τή γῆ καί ὁ λα­ός που­λοῦ­σε τίς πε­ρι­ου­σί­ες του γιά νά ἐ­ξα­σφα­λί­σει ρευ­στό ἀ­πό­θε­μα, ἐ­κεῖ­νος πή­γαι­νε καί ἀ­γό­ρα­ζε τήν πιό ἄ­γο­νη γῆ σάν ἔκ­φρα­ση ἐλ­πί­δας ὅ­τι ὁ  Ἰσ­ρα­ήλ θά ἐ­πι­ζή­σει καί θά ἐ­πι­στρέ­ψει στίς ἑ­στί­ες του. Προ­φῆ­τες. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό καί μέ ἀ­φορ­μή τίς δύ­ο αὐ­τές μορ­φές εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά ἀ­νοί­ξου­με μί­α πα­ρέν­θε­ση γιά νά μι­λή­σου­με γιά ἕ­να μο­να­δι­κό φαι­νό­με­νο (δι­ό­τι πε­ρί φαι­νο­μέ­νου πρό­κει­ται!) στήν ἱ­στο­ρί­α τῶν  Ἑ­βραί­ων, τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καί τοῦ Δυ­τι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ γε­νι­κό­τε­ρα: τό φαι­νό­με­νο τῶν προ­φη­τῶν. Τό αἴ­σθη­μα Δι­α­θή­κης με­τα­ξύ Θε­οῦ καί τοῦ πε­ρι­ου­σί­ου λα­οῦ δι­α­τή­ρη­σε ζων­τα­νό ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α καί ἡ δρά­ση με­ρι­κῶν ἀν­θρώ­πων οἱ ὁ­ποῖ­ οι ὀ­νο­μά­στη­καν «προ­φῆ­τες».  Ὁ προ­φή­της δέν εἶ­ναι μάν­τις, ἤ αὐ­τός πού προ-βλέ­πει τά μέλ­λον­τα, ἀλ­λά αὐ­τός πού μι­λά­ει (=φά­σκει) ἐξ ὀ­νό­μα­τος (=προ-) κά­ποι­ου· στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή, τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι τό ἐ­πι­στό­μιο, ἤ τό φε­ρέ­φω­νο, τοῦ Θε­οῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πεν­θυ­μί­ζει μέ τά λό­για καί τίς πρά­ξεις του (δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­νε­νέρ­γη­τος, πα­θη­τι­κός, λό­γος στόν προ­φή­τη!) τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Πο­τέ δέν δι­α­τεί­νε­ται ὅ­τι ὁ ἴ­διος εἶ­ναι ἡ πη­γή ἤ ἡ αὐ­θεν­τί­α, ἀλ­λά μό­νον ὁ ἐν­το­λο­δό­χος τοῦ μη­νύ­μα­τος. Ἀ­παι­τεῖ­ται εὐ­αι­σθη­σί­α καί «κλή­ση» γιά νά μπο­ρεῖ κάποιος νά ἀ­φουγ­κρα­στεῖ τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ μέ­σα ἀ­πό τά γε­γο­νό­τα καί τήν ἱ­στο­ρί­α, καί νά τό με­τα­φέ­ρει μέ λέ­ξεις ὡς «ῥῆ­μα Θε­ οῦ»48. Αὐ­τό εἶ­ναι βα­σι­κά ὁ προ­φή­της: ἕ­να εἶ­δος εὐ­αί­σθη­του σει­σμο­γρά­φου ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τα­γρά­φει τούς παλ­μούς τῶν γε­γο­νό­των σέ μιά δε­δο­μέ­νη στιγ­μή τῆς ἱ­στο­ρί­ας καί τούς με­τα­φρά­ζει σέ ἠ­θι­κές ἀρ­χές, συμ­πε­ρι­φο­ρά, τρό­πο ζω­ ῆς καί κλή­ση πρός πνευ­μα­τι­κή ἐ­νάρ­γεια. Φαί­νε­ται ὅ­τι ἦ­ταν ἡ αἴ­σθη­ση τῆς μο­να­δι­κό­τη­τας καί ἀ­πο­λυ­τό­τη­τας τῆς Δι­α­θή­κης ἡ ὁ­ποί­α γέν­νη­σε τέ­τοι­ου εἴ­δους ἐ­πι­τη­ρη­τές της ἀ­νά­με­σα στόν  Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κό λα­ό. Ἀρ­χι­κά «προ­φῆ­τες» (n­e­b­i­im) ἦ­σαν ὁ­μά­δες ἀν­θρώ­πων, καί μά­λι­στα νέ­ων στήν ἡ­λι­κί­α, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ χο­ρούς, ἅ­σμα­τα καί ὄρ­γα­να προ­σπα­θοῦ­σαν νά δι­ε­γεί­ρουν τό λα­ϊ­κό ἔν­ στι­κτο στήν τή­ρη­ση τῶν ὅ­ρων τῆς Δι­α­θή­κης καί νά τό κρα­τοῦν σέ ἐ­νάρ­γεια. Μέ τόν και­ρό ἐμ­φα­νί­στη­καν με­μο­νω­μέ­νες προ­σω­πι­κό­τη­τες οἱ ὁ­ποῖ­ες μέ παρ­ρη­σί­α ἤ­λεγ­χαν τούς ἄρ­χον­τες γιά τήν τυ­χόν ἀ­νή­θι­κη προ­σω­πι­κή συμ­πε­ ρι­φο­ρά τους, καί γιά ὅ­σες τυ­χόν πο­λι­τι­κές ἦ­σαν ἀν­τί­θε­τες πρός τό πνεῦ­μα τῆς Δι­α­θή­κης καί πρός τήν ἰδι­αι­τε­ρό­τη­τα τοῦ περι­ου­σί­ου λα­οῦ. Τά δύ­ο αὐ­τά 48. Βλέ­πε τήν ἔκ­φρα­ση στόν  Ἱ­ε­ρεμ. 1:1 καί σέ ὅ­λους σχε­δόν τούς προ­φῆ­τες, πλήν ἴ­σως τοῦ Ὠ­ση­έ.

76


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

θε­ω­ρούν­ταν συ­χνά συ­να­φή.  Ὁ προ­φή­της Νά­θαν ἐ­πέ­κρι­νε τήν πρά­ξη καί ἀ­πο­ κά­λυ­ψε τά σχέ­δια τοῦ βα­σι­λιᾶ Δαυ­ίδ ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἐ­ρω­τευ­θεῖ τή γυ­ναί­κα τοῦ στρα­τη­γοῦ του Οὐ­ρί­α καί ἐ­σκεμ­μέ­να τόν εἶ­χε κα­τα­τά­ξει στήν πρώ­τη γραμ­μή τοῦ πο­λέ­μου γιά νά σκο­τω­θεῖ καί νά ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πό αὐ­τόν.  Ὁ προ­ φή­της  Ἱ­ε­ρε­μί­ας, ἐμ­μέ­νον­τας στήν ἀ­νάγ­κη οὐ­δε­τε­ρό­τη­τας ἀ­πό δυ­νά­μεις οἱ ὁ­ποῖ­ες ἦ­σαν ἀ­συμ­βί­βα­στες πρός τήν ἰδι­αι­τε­ρό­τη­τα τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, κα­ τέ­κρι­νε τίς προ­σπά­θει­ες τῶν βα­σι­λέ­ων τοῦ  Ἰ­ού­δα νά συ­νά­ψουν συμ­μα­χί­α μέ τούς Αἰ­γυ­πτί­ους (τή μί­α ἀ­πό τίς δύ­ο ὑ­περ­δυ­νά­μεις τῆς ἐ­πο­χῆς) γιά νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουν τήν ἀ­πει­λή τῶν Βα­βυ­λω­νί­ων (τήν ἄλ­λη ὑ­περ­δύ­να­μη)! Οἱ προ­φῆ­τες ἐ­πί­σης καυ­τη­ρί­α­ζαν τήν ἀ­πι­στί­α τοῦ λα­οῦ καί τίς πα­ρα­νο­μί­ες του, τοῦ ὑ­πεν­θύ­μι­ζαν ὅ­τι ἦ­ταν ὁ ἐ­κλε­κτός λα­ός τοῦ Θε­οῦ, τό­νι­ζαν τή ση­μα­σί­α τῆς Δι­α­θή­κης ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να, σέ στιγ­μές ἐ­θνι­κῆς κρί­σης, ἐμ­βο­λί­α­ζαν τόν λα­ό μέ τήν ἐλ­πί­δα τῆς τε­λι­κῆς του ἐ­πι­βί­ω­σης.  Ὁ  Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ, νε­α­ρός ἱ­ε­ρέ­ας, φί­λος καί μα­θη­τής τοῦ  Ἱ­ε­ρε­μί­α ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­δρα­σε κα­τά τά πρῶ­τα χρό­νια τῆς Βα­βυ­λω­νί­ου αἰχ­μα­λω­σί­ας, κα­τέ­κρι­νε τόν λα­ό ὡς «πόρ­νη» (Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ 16:35) γιά τήν ἐκ­πόρ­νευ­ση τῆς Δι­α­θή­κης, ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως τόν γέ­μι­ζε μέ ἐλ­πί­δα ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ πρός τόν λα­ό του ἦ­ταν σάν αὐ­τή ἐ­ρα­στοῦ πρός τήν ἄ­πι­στη σύ­ζυ­γό του ἡ ὁ­ποί­α θά τόν λύ­τρω­νε! Πιό γνω­στός εἶ­ναι ὁ  Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ γιά τό πε­ρί­φη­μο ὄ­ρα­μα τῆς πε­διά­δας μέ τά ἀ­πο­ξη­ρα­μέ­να ὀ­στᾶ στήν ὁ­ποί­α τόν ὁ­δή­γη­σε ὁ Θε­ός.  Ἐ­κεῖ ὁ προ­φή­της βλέ­πει τά ξε­ρά ὁ­στᾶ νά ἀ­πο­κτοῦν νεῦ­ρα, σάρ­κα, δέρ­μα καί «πνεῦ­μα ζω­ῆς», καί ἀ­παγ­γέλ­λει τά λό­για πού τοῦ ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ὁ Θε­ός: «καὶ δώ­σω πνεῦ­μά μου εἰς ὑ­μᾶς, καὶ ζή­σε­σθε, καὶ γνώ­σε­σθε ὅ­τι ἐ­γώ εἰ­μι Κύ­ριος» (Ἰ­εζ. 37:1-6). Μί­α φο­βε­ρά συγ­κλο­νι­στι­κή σκη­νή, ἀλ­λά καί ἐ­ξί­σου τρο­με­ρή ἔ­νε­ση ἐλ­πί­δας! Μέ ἰ­δι­αί­τε­ρο νό­η­μα δι­ά­λε­ ξε ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη  Ἐκ­κλη­σί­α τήν προ­φη­τεί­α αὐ­τή (Ἰ­εζ. 37:1-14) ὡς ἀ­νά­γνω­σμα ἀ­μέ­σως με­τά τόν ἐ­πι­τά­φιο θρῆ­νο τό βρά­δυ τῆς Μ. Πα­ρα­σκευ­ῆς, ὅ­ταν ὅ­λοι οἱ ὕ­μνοι καί τά κεί­με­να τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας μι­λᾶ­νε πιά γιά τή «νέ­κρω­ση τοῦ Ἄ­δου»! Γι’ αὐ­τές τίς προ­φη­τεῖ­ες του, καί γιά τό πῶς θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­πι­βι­ ώ­σει ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ στήν  Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ ἀλ­λά καί στή μα­κρι­νή Βα­βυ­λώ­να (γιά τόν  Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ ὁ Θε­ός ἦ­ταν καί ἐ­κεῖ!­), ὁ  Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ ἔ­χει δί­και­α θε­ω­ρη­θεῖ ὡς ὁ πα­τέ­ρας τοῦ με­τέ­πει­τα  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ49. 49. Ἡ γο­η­τευ­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ  Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ κρα­τά­ει ζων­τα­νό τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν με­λε­τη­ τῶν.  Ἦ­ταν ἕ­νας ἱ­ε­ρα­τι­κός προ­φή­της, ὅ­πως τόν βλέ­πουν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι, ἤ ἕ­νας προ­φη­ τι­κός ἱ­ε­ρέ­ας, φύ­λα­κας τῆς Το­ρά, ὅ­πως τόν ἀ­να­λύ­ει μί­α πρό­σφα­τη μο­νο­γρα­φί­α; Βλέ­πε T. J. B­e­t­ts (2005).

77


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Οἱ προ­φῆ­τες τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ πα­ρα­μέ­νουν ἀν­τι­κεί­με­νο θαυ­μα­σμοῦ καί με­ λέ­της γιά ὅ­σους τούς βλέ­πουν εἴ­τε ὡς ἕ­να μο­να­δι­κό φαι­νό­με­νο πνευ­μα­τι­ κῆς καί ἠ­θι­κῆς εὐ­αι­σθη­σί­ας, εἴ­τε ὡς ἐκ­φρα­στές ἀ­γω­νί­ας καί ἐλ­πί­δας, εἴ­τε ὡς «σα­λούς» σέ κα­τά­στα­ση πνευ­μα­τι­κοῦ πα­ρο­ξυ­σμοῦ. Κα­νένας πάν­τως δέν τούς ἀμ­φι­σβη­τεῖ τήν πνευ­μα­τι­κή εὐ­αι­σθη­σί­α, τήν παρ­ρη­σί­α, τό ψυ­χι­κό σθέ­νος, καί τήν ἔν­τα­ση τῆς ἔκ­φρα­σης. Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο τό γε­γο­νός ὅ­τι στίς  Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες τίς δε­κα­ε­τί­ες τοῦ ’­60 καί ’­70 κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῶν σφο­δρῶν δι­α­δη­λώ­σε­ων κα­τά τοῦ πο­λέ­μου στό Βι­ετνάμ, τήν «πε­ρί­ο­δο τῶν h­i­p­p­i­es», τῶν κοι­νω­νι­κῶν καί φυ­λε­τι­κῶν συγ­κρού­σε­ων, ἕ­να ἀ­πό τά πιό προ­σφι­λῆ ἀ­να­γνώ­σμα­τα ἰ­δί­ως ἀ­πό τούς ἀ­νή­συ­χους νέ­ους τῆς ἐ­πο­χῆς ἦ­σαν τά βι­βλί­α τῶν προ­φη­τῶν τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης!50

Ἡ Βα­βυ­λώ­νιος αἰχ­μα­λω­σί­α (586-538) Κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς αἰχ­μα­λω­σί­ας οἱ ἐ­ξό­ρι­στοι ἔ­κα­ναν γι­γαν­τια­ία προ­ σπά­θεια νά ἐ­πι­ζή­σουν ὡς μί­α δι­α­κρι­τή κοι­νό­τη­τα στή Βα­βυ­λώ­να. Κά­τι ἀ­πό αὐ­τή τήν ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα δι­α­βλέ­που­με στίς γραμ­μές τῶν στί­χων τοῦ γνω­στοῦ 136ου (137ου) Ψαλ­μοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος γιά τό ἔν­το­νο πε­ρι­ε­χό­με­νό του ψάλ­λε­ται σέ συ­να­γω­γές καί σέ Χρι­στι­α­νι­κούς να­ούς μέ­χρι σή­με­ρα, ὅ­πως ἔ­χει ἑρ­μη­νευ­τεῖ ἀ­κό­μη καί ἀ­πό κο­σμι­κά λα­ϊ­κά συγ­κρο­τή­μα­τα: Ἐ­πὶ τῶν πο­τα­μῶν Βα­βυ­λῶ­νος ἐ­κεῖ ἐ­κα­θή­σα­μεν, καὶ ἐ­κλαύ­σα­μεν ἐν τῷ μνη­σθῆ­ναι ἡ­μᾶς τῆς Σι­ών. Ἐ­πὶ ταῖς ἰτέ­αις ἐν μέ­σῳ αὐ­τῆς ἐκ­κρε­μά­σα­μεν τὰ ὄρ­γα­να ἡ­μῶν. Ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­πη­ρώ­τη­σαν ἡ­μᾶς οἱ αἰχ­μα­λω­τεύ­σαν­τες ἡ­μᾶς, λό­γους ᾠ­δῶν, καὶ οἱ ἀ­πα­γα­γόν­τες ἡ­μᾶς, ὕ­μνον· ᾄ­σα­τε ἡ­μῖν ἐκ τῶν ᾠ­δῶν Σι­ών. 50. Ἕ­να ἀ­πό τά πιό ζων­τα­νά καί θελ­κτι­κά ἀ­να­γνώ­σμα­τα, γιά τή βα­θιά ἀ­νά­λυ­ση τοῦ φαι­ νο­μέ­νου τῶν προ­φη­τῶν καί τῆς σκέ­ψης τους, εἶ­ναι αὐ­τό τοῦ  Ἑ­βραί­ου φι­λο­σό­φου καί μυ­στι­κοῦ A­b­r­a­h­am H­e­s­c­h­el (1962).

78


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ Πῶς ᾄ­σω­μεν τὴν ᾠ­δὴν Κυ­ρί­ου ἐ­πὶ γῆς ἀλ­λο­τρί­ας; Ἐ­ὰν ἐ­πι­λά­θω­μαί σου  Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἐ­πι­λη­σθεί­η ἡ δε­ξιά μου. Κολ­λη­θεί­η ἡ γλῶσ­σά μου τῷ λά­ρυγ­γί μου, ἐ­ὰν μή σου μνη­σθῷ, ἐ­ὰν μή προ­α­να­τά­ξω­μαι τὴν  Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ ὡς ἐν ἀρ­χῇ τῆς εὐ­φρο­σύ­νης μου. (Ψαλ­μός 136/137:1-6)

Αἰχ­μα­λω­σια­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση.  Ἡ Βα­βυ­λώ­νιος αἰχ­μα­λω­σί­α δι­ήρ­κε­σε ἀ­πό τό 586 μέ­χρι τό 538 πρό τῆς κοι­νῆς ἐ­πο­χῆς· μό­λις σα­ράν­τα ὀ­κτώ χρό­νια.  Ἐντού­τοις αὐ­τή ἡ τό­σο σύν­το­μη ἀλ­λά καί ἐ­πώ­δυ­νη πε­ρί­ο­δος τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς ἱ­στο­ρί­ας ἀ­πο­δεί­χθη­κε ὡς μί­α ἀ­πό τίς πιό, ἄν ὄ­χι ἡ πιό ση­μαν­τι­κή πε­ρί­ο­δος με­ταρ­ρύθ­μι­σης τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ ὡς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης. Πρίν ἀ­πό τήν αἰχ­μα­λω­σί­α ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός πε­ρι­στρε­φό­ταν γύ­ρω ἀ­πό τό τε­λε­τουρ­γι­κό τοῦ Να­οῦ.  Ὁ Να­ός ἦ­ταν ἕ­να τε­ρά­στιος πε­ρι­γε­γραμ­μέ­νος, ἀ­νοι­χτός, χῶ­ρος.  Ὅ­πως θά δοῦ­με ὅ­ταν θά πε­ρι­γρά­ψου­με τό πα­ρα­δο­σια­κό  Ἰσ­λα­μι­κό τέ­με­ νος, ὁ Να­ός χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ὄ­χι ἀ­πό κά­ποι­ο κτί­σμα ἀλ­λά ἀ­πό τήν ἔλ­λει­ψη κτί­σμα­τος!  Ὁ μό­νος κλει­στός χῶ­ρος ἦ­ταν τά Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων, ἕ­να μι­κρό κυ­βι­κό κτί­σμα, μέ τό θυ­σι­α­στή­ριο στό κέν­τρο του, ὅ­που μό­νον ὁ Ἀρ­χι­ε­ρεύς ἔμ­παι­νε γιά νά τε­λέ­σει ἐξ ὀ­νό­μα­τος τοῦ λα­οῦ θυ­σί­ες θυ­μι­ά­μα­τος ἤ ζώ­ων.  Ἡ σχέ­ση τοῦ λα­οῦ μέ τά τε­λού­με­να ἦ­ταν τό­σο «ἄ­με­ση» καί «προ­σω­πι­κή» ὅ­σο, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, «ἀπ’ τή μυ­ρω­διά» (by o­s­m­o­s­is) τοῦ ἀ­να­δυ­ό­με­νου κα­ πνοῦ! Στήν πρό-αἰχ­μα­λω­σια­κή πε­ρί­ο­δο, λοι­πόν, τό τε­λε­τουρ­γι­κό τοῦ  Ἰ­ου­ δα­ϊ­σμοῦ πε­ρι­στρε­φό­ταν γύ­ρω ἀ­πό τρεῖς πό­λους, τόν Να­ό, τούς Ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί τίς θυ­σί­ες. Στή Βα­βυ­λώ­να δέν ὑ­πῆρ­χε Να­ός. Οἱ ἐ­ξό­ρι­στοι συγ­κεν­τρώ­νον­ταν σέ κά­ ποι­ο εὐ­ρύ­χω­ρο σπί­τι τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του.  Ἡ σύ­να­ξη αὐ­τή πῆ­ρε τήν  Ἑλ­ λη­νι­κή ὀ­νο­μα­σί­α «συ­να­γω­γή», λέ­ξη ἡ ὁ­ποί­α μέ­χρι σή­με­ρα χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται δι­ε­θνῶς γιά τήν  Ἑ­βρα­ϊ­κή θρη­σκευ­τι­κή συ­νά­θροι­ση καί τό ἀν­τί­στοι­χο κτί­σμα. «Συ­να­γω­γή» δέν ἦ­ταν ὁ τό­πος ἀλ­λά μᾶλ­λον αὐ­τό κα­θαυ­τό τό γε­γο­νός τῆς σύ­να­ξης.  Ἡ σύ­να­ξη τοῦ δι­ά­σπαρ­του λα­οῦ «ἐ­πὶ τὸ αὐ­τό», ἔκ­φρα­ση σχέ­σης καί Δι­α­θή­κης του μέ τό Θε­ό, ἀ­να­δεί­χθη­κε ἀ­να­γεν­νη­τι­κή καί πνευ­μα­τι­κά ζω­ο­ γό­νος, «­.­.. ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­νε­τεί­λα­το Κύ­ριος τὴν εὐ­λο­γί­αν, ζω­ὴν ἕ­ως τοῦ αἰ­ῶ­νος»51. 51. Πα­ρά­βα­λε Ψαλ­μό 132 (133):1.

79


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Καί στίς τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες ἡ ἔν­νοι­α τοῦ γε­γο­νό­τος τῆς σύ­να­ξης τοῦ λα­οῦ, εἴ­τε ὡς «συ­να­γω­γή», εἴ­τε ὡς «ἐκ­κλη­σί­α», εἴ­τε ὡς «ἀ­δελ­φό­τη­τα» (u­m­m­ah) πι­στῶν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται πρός μί­α συγ­κέν­τρω­ση, μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­ μα­σί­α καί μυ­στη­ρια­κή δι­ά­στα­ση συ­νάν­τη­σης ἀν­θρώ­που μέ τό Θε­ό ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λεῖ πη­γή εὐ­λο­γί­ας καί ζω­ῆς. Στίς συ­νά­ξεις αὐ­τές ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­ταν, ἑρ­μη­νευ­ό­ταν καί συ­ζη­τι­ό­ταν δι­ α­λε­κτι­κά ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ, ἡ Δι­α­θή­κη του μέ τό Θε­ό, ὁ Νό­μος, τό νό­η­μα καί οἱ ἐ­φαρ­μο­γές του.  Ἡ προ­φο­ρι­κή ἀ­να­βί­ω­ση τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν αὐ­τῶν ἔ­γι­νε γιά τούς ἐ­ξό­ρι­στους ἡ οὐ­σί­α ἡ ὁ­ποί­α τούς συ­νέ­δε­ε σέ μί­α κοι­νή ἱ­στο­ρι­κή αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α, καί τούς κα­τεύ­θυ­νε πρός μί­α κοι­νή θε­ώ­ρη­ση καί ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Νό­μου (Το­ρά). Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ κυ­ρι­ο­λε­κτι­κή ση­μα­σί­α τῆς  Ἑ­βρα­ϊ­κῆς λέ­ξης Το­ρά, προ­σα­να­το­λι­σμός, ὄ­χι «Νό­μος» μέ τήν αὐ­στη­ρή δι­κα­νι­κή ἔν­νοι­α. Με­ρι­κοί ἀ­πό τούς πιό ἐ­πι­δέ­ξιους καί σο­φούς ἑρ­μή­νευ­αν τά γε­γο­νό­τα καί τά λε­γό­με­να τῆς Γρα­φῆς (ἐ­λά­χι­στα εἶ­χαν ἀ­κό­μη κα­τα­γρα­φεῖ), ἔ­κα­ναν δι­ εισ­δυ­τι­κά σχό­λια, ἐ­ξέ­φρα­ζαν λε­πτο­λό­γες καί κρί­σι­μες ἀ­πό­ψεις, καί συ­χνά συ­νό­ψι­ζαν μέ λέ­ξεις τό κοι­νό αἴ­σθη­μα ὅ­σων συμ­με­τεί­χαν στή σύ­να­ξη.  Ἕ­να τέ­τοι­ο ἄ­το­μο δέν θε­ω­ρεῖ­το χα­ρι­σμα­τι­κό, οὔ­τε ἐ­ξα­σκοῦ­σε αὐ­θεν­τί­α ἐ­πί τῶν ἄλ­λων. Ἀ­να­γνω­ρι­ζό­ταν ὅ­μως μέ τόν και­ρό ὡς «δι­δά­σκα­λος» (στά  Ἑ­βρα­ ϊ­κά, r­a­b­bi, λέ­ξη με­τα­γλωτ­τι­σμέ­νη στά  Ἑλ­λη­νι­κά ὡς «ρα­βί­νος»­). Κυ­ρι­ο­λε­ κτι­κά ἡ λέ­ξη r­a­b­bi ση­μαί­νει «δι­δά­σκα­λός μου», ἤ «δι­δά­σκα­λος τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μου», κα­θό­σον κά­θε ἐ­νη­λι­κι­ω­μέ­νο μέ­λος θε­ω­ρεῖ­ται προ­σω­πι­κά ὑ­πεύ­θυ­νο ἀ­πέ­ναν­τι στίς ἐν­το­λές καί στό Νό­μο, καί ὡς πρώ­τι­στα κα­θο­δη­γη­τής τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του.  Ἔ­τσι ἡ συ­να­γω­γή τῆς Βα­βυ­λω­νί­ου αἰχ­μα­λω­σί­ας ἀν­τι­κα­τέ­ στη­σε τό Να­ό τῆς προ­αιχ­μα­λω­σια­κῆς ἐ­πο­χῆς, ἡ (προ­φο­ρι­κή) Το­ρά καί ἡ με­λέ­τη της τίς θυ­σί­ες, καί οἱ ρα­βί­νοι τούς Ἀρ­χι­ε­ρεῖς. Αὐ­τοί εἶ­ναι οἱ πό­λοι καί τό νέ­ο τρί­πτυ­χο τῆς αἰχ­μα­λω­σια­κῆς καί με­τα-αιχ­μα­λω­σια­κῆς πε­ρι­ό­δου τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ.  Ὅ­ταν ἡ αἰχ­μα­λω­σί­α τε­λεί­ω­σε οἱ με­ταρ­ρυθ­μί­σεις αὐ­τές ἐ­πι­βλή­θη­καν ἀ­πό τούς με­ταρ­ρυθ­μι­στές στούς  Ἰσ­ρα­η­λί­τες οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν μεί­νει πί­σω στήν  Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ καί στό βα­σί­λει­ο τοῦ  Ἰ­ού­δα, συ­νέ­χι­σαν δέ νά ἀ­πο­τε­λοῦν τή σπον­δυ­λι­κή στή­λη καί τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά «τε­λε­τουρ­γι­κοῦ» τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς κοι­νό­τη­τας μέ­χρι σή­με­ρα.  Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός ὅ­πως τόν ξέ­ρου­με στίς ἡ­μέ­ρες μας εἶ­ναι καρ­πός τῆς Βα­βυ­λω­νί­ου αἰχ­μα­λω­σί­ας!  Ὁ προ-αιχ­μα­ λω­σια­κός  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός ἦ­ταν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός τοῦ Να­οῦ καί τῆς ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­ας.  Ὁ με­τα-αιχ­μα­λω­σια­κός  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός ἔ­γι­νε  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός τῆς Συ­να­γω­γῆς καί τῆς με­λέ­της τοῦ Νό­μου. Συ­νο­ψί­ζον­τας τήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ θά μπο­ροῦ­σε νά 80


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

δι­α­κρί­νει κάποιος τρεῖς ἐ­ξε­λι­κτι­κές μορ­φές του: τόν Πα­τρι­αρ­χι­κό  Ἰ­ου­δα­ϊ­ σμό στήν πα­ρα­δο­σια­κή, «πρω­τό­γο­νη», ἀ­νορ­γά­νω­τη, φυ­λε­τι­κή μορ­φή τῶν πα­ρα­δό­σε­ων καί τῶν ἐ­θί­μων τῆς οἰ­κο­γέ­νειας ὑ­πό τήν κα­τεύ­θυν­ση τοῦ γε­ νάρ­χη, ἤ «πα­τριά­ρχη»· τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό τοῦ Να­οῦ μέ τό νο­μο­θε­τη­μέ­νο τρό­πο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, τήν πρά­ξη καί τό ἱ­ε­ρα­τι­κό τε­λε­τουρ­γι­κό· καί τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό τῆς Συ­να­γω­γῆς μέ ἔμ­φα­ση στή σπου­δή καί στήν ἐ­φαρ­μο­γή τοῦ Νό­μου στήν κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή τοῦ ἀ­τό­μου καί τῆς κοι­νό­τη­τας. Δέν θά πρέ­πει ὅ­μως νά θε­ω­ροῦνται οἱ τρεῖς αὐ­τές μορ­φές ὡς τρί­α εἴ­δη  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ, ἀλ­λά ὡς ἱ­στο­ ρι­κές ἐ­ξε­λι­κτι­κές φά­σεις τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς πα­ρά­δο­σης· τρί­α στά­δια ἐ­ξέ­λι­ξης μιᾶς ζώ­σης, ἑ­νια­ίας καί συ­νε­χοῦς θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει πα­ρα­μεί­νει ἡ ἴ­δια στά οὐ­σι­ώ­δη, καί σέ πολ­λά ἐ­ξω­τε­ρι­κά της στοι­χεῖ­α. Στό κέν­τρο τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ πα­ρα­μέ­νουν ὁ ἠ­θι­κός μο­νο­θε­ϊ­σμός, ἡ ἔμ­φα­ση σέ ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο κώ­δι­κα συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, ἡ αὐ­θεν­τί­α καί  ἰ­σχύς τοῦ Νό­μου, ἡ πε­ρι­το­μή, ἡ τή­ρη­ση τοῦ Σαβ­βά­του, οἱ με­γά­λες ἑ­ορ­τές, κ.ἄ. – στοι­χεῖ­α τά ὁ­ποῖ­α προ­έρ­χον­ται καί δι­έρ­χον­ται ἀ­πό ὅ­λες τίς ἱ­στο­ρι­κές του φά­σεις. Ἐ­κεῖ­νο πάν­τως πού θά μπο­ρού­σαμε νά ποῦμε συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά καί μέ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­σφά­λεια εἶ­ναι ὅ­τι ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός ἀ­πο­τε­λεῖ καρ­πό καί ἐμ­πει­ ρί­α βί­αι­ης με­τα­νά­στευ­σης (Ἀ­βρα­άμ), ἐ­ξό­δου (Μω­υσής), καί αἰχ­μα­λω­σί­ας – ἐ­ξεύ­ρε­ση νο­ή­μα­τος στά Δει­νά, ὅ­πως ἔ­χει πα­ρα­τη­ρή­σει ὁ H­u­s­t­on S­m­i­th! Στή με­λέ­τη τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ δέν πρέ­πει νά ξε­φεύ­γει τήν προ­σο­χή τοῦ με­λε­ τη­τοῦ ἡ δι­ά­στα­ση αὐ­τή τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ. Ὁ «Δεύ­τε­ρος» Να­ός.  Ἡ ρι­ζι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση τήν ὁ­ποί­αν ἔ­φε­ρε ἡ Βα­βυ­ λώ­νιος αἰχ­μα­λω­σί­α δέν κα­τάρ­γη­σε τόν Να­ό καί τό τε­λε­τουρ­γι­κό του.  Ὅ­ταν με­τά τήν ἧτ­τα τῶν Βα­βυ­λω­νί­ων (538 π.κ.ἐ.) ἀ­πό τούς Πέρ­σες ἀ­φέ­θη­καν οἱ αἰχ­μά­λω­τοι νά ἐ­πι­στρέ­ψουν στήν πα­τρί­δα τους, τό πρῶ­το πού ἔ­κα­ναν ὅ­σοι λί­γοι, καί ἐγ­γράμ­μα­τοι, ἀ­πό αὐ­τούς ἐ­πέ­στρε­ψαν ἦ­ταν νά ἀ­νοι­κο­δο­μή­σουν τό Να­ό.  Ὁ Να­ός ἐγ­και­νι­ά­στη­κε ἐκ νέ­ου (ἐ­πα­να­φι­ε­ρώ­θη­κε) τό 516 π.κ.ἐ., καί με­γά­λες θρη­σκευ­τι­κές ἑ­ορ­τές ἄρ­χι­σαν νά τε­λοῦν­ται στό χῶ­ρο του.  Ἡ πε­ρί­ο­δος ἱ­στο­ρί­ας τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καί τῶν  Ἑ­βραί­ων τῶν 586 χρό­νων, ἀ­πό το 516 πρό τῆς κοι­νῆς ἐ­πο­χῆς μέ­χρι τό ἔ­τος 70 με­τά τήν κοι­νή ἐ­πο­χή, ὅ­ταν ὁ Να­ός κα­τα­στρά­φη­κε ἀ­πό τούς Ρω­μαί­ους καί κα­τα­λύ­θη­κε ὁ­ρι­στι­κά τό  Ἰ­ου­δα­ϊ­κό κρά­τος, ὀ­νο­μά­ζε­ται πε­ρί­ο­δος τοῦ «Δευ­τέ­ρου Να­οῦ». Βλέ­πουμε πό­σο ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Να­οῦ συ­νυ­φαί­νε­ται μέ τήν ἱ­στο­ρί­α καί τήν ταυ­τό­τη­τα τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ. Ἡ ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου να­οῦ. Μα­ζί μέ τήν ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση τοῦ Να­οῦ τῆς  Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ οἱ με­ταρ­ρυθ­μι­στές ἔ­στρε­ψαν τήν προ­σο­χή τους 81


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

στή θρη­σκευ­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση καί στόν ἐ­ξα­γνι­σμό τῶν ἀν­θρώ­πων καί τῶν το­πι­κῶν κοι­νο­τή­των τοῦ βα­σι­λεί­ου τοῦ  Ἰ­ού­δα: ἐ­πα­νέ­φε­ραν τούς νό­μους ἀ­το­μι­κῆς καί οἰ­κο­γε­νεια­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν ὑ­πο­στεῖ συμ­βι­ βα­σμούς ἤ εἶ­χαν ἀ­θε­τη­θεῖ ἀ­πό τά λα­ϊ­κά στρώ­μα­τα κα­τά τήν πε­ρίο­δο τῆς αἰχ­μα­λω­σί­ας· ὑ­πο­χρέ­ω­σαν ὅ­σους εἶ­χαν συ­νά­ψει γά­μους μέ εἰ­δω­λά­τρεις γυ­ναῖ­κες νά τίς χω­ρί­σουν· ἐ­πέ­βα­λαν αὐ­στη­ρή τή­ρη­ση τῆς ἀρ­γί­ας τοῦ Σαβ­ βά­του τό­σο ὥ­στε μέ τήν ἔ­ναρ­ξη τῆς ἡ­μέ­ρας (ἡ ὁ­ποί­α ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πό τή δύ­ση τοῦ ἥ­λιου τό ἀ­πό­γευ­μα τῆς Πα­ρα­σκευ­ῆς) ἀ­κό­μη καί οἱ πύ­λες τῆς  Ἱ­ε­ρου­ σα­λήμ σφρα­γί­ζον­ταν γιά νά ἐμ­πο­δί­σουν τήν ὁ­ποι­α­δή­πο­τε με­τα­κί­νη­ση καί συ­ναλ­λα­γή μέ τόν ἔ­ξω κό­σμο.  Ἡ Το­ρά κα­τα­γρά­φη­κε καί ἔ­γι­νε πλέ­ον γρα­ πτό κεί­με­νο τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­πέ­κτη­σε δύ­να­μη ἀ­το­μι­κοῦ καί ἀ­στι­κοῦ δι­καί­ου.  Ὅ­σοι ἐγ­γράμ­μα­τοι ἀ­σχο­λή­θη­καν μέ τήν ἀν­τι­γρα­φή τοῦ κει­μέ­νου τῆς Το­ρά ὀ­νο­μά­στη­καν s­o­f­e­r­im, ἤ γραμ­μα­τεῖς. Μέ τόν και­ρό τό λει­τούρ­γη­μα αὐ­τό πε­ ρι­έ­λα­βε καί τή δι­ά­δο­ση, τήν ἑρ­μη­νεί­α, τή δι­δα­σκα­λί­α στίς πρα­κτι­κές του ἐ­φαρ­μο­γές, καί τήν προ­σαρ­μο­γή του στίς συγ­κε­κρι­μέ­νες ἀ­νάγ­κες τῶν ἀν­θρώ­ πων.  Ἔ­τσι οἱ s­o­f­e­r­im ἀ­πέ­κτη­σαν δύ­να­μη καί αὐ­θεν­τί­α, ἰ­δι­ό­τη­τες οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­γι­ναν ἀν­τι­κεί­με­νο πε­ραι­τέ­ρω κα­τά­χρη­σης.  Ἡ δι­δα­σκα­λί­α καί ἐ­φαρ­μο­γή τοῦ Νό­μου ὑ­πέ­πε­σαν σέ μί­α στε­νή, λε­πτο­λό­γο, δι­κα­νι­κή ἑρ­μη­νεί­α ἡ ὁ­ποί­α κα­ταρ­γοῦ­σε τό πνεῦ­μα τῆς Δι­α­θή­κης, τήν προ­σω­πι­κή εὐ­αι­σθη­σί­α καί εὐ­ θύ­νη ἔ­ναν­τι τοῦ νό­μου.  Ὁ  Ἰ­η­σοῦς,  Ἑ­βραῖ­ος ὁ ἴ­διος, δέν εἶ­χε πρό­βλη­μα μέ τό Νό­μο. Εἶ­χε πρό­βλη­μα μέ τήν ἑρ­μη­νεί­α καί τήν ἐ­πι­βο­λή τοῦ Νό­μου ἀ­πό τούς ρα­βί­νους, τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν ὁ­ποί­ων κα­τέ­κρι­νε ὡς ὑ­πο­κρι­τι­κή – ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­σμό ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό τήν τε­χνι­κή τῶν θε­ά­τρων καί τῶν ἠ­θο­ποι­ῶν οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­σαν πολ­λοί τήν ἐ­πο­χή. Τά ἀ­πα­νω­τά «οὐ­αί» τά ὁ­ποῖ­α ἐ­ξα­πέ­λυ­σε ἐ­ναν­τί­ον τῶν «γραμ­μα­τέ­ων» (καί Φα­ρι­σαί­ων) ὡς «ὑ­πο­κρι­τῶν» τά ἔ­χει κα­τα­γρά­ψει ὁ Ματ­θαῖ­ος στό εὐ­αγ­γέ­λιό του (κε­φά­λαι­ο 23), ἕ­να εὐ­αγ­γέ­λιο τό ὁ­ποῖ­ο γρά­φη­κε ἔ­χον­τας κα­τά νοῦν τούς ἀ­πό τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό προ­σή­λυ­τους! Εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρον νά ση­μει­ώ­σουμε ὅ­τι τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό «ὑ­πο­κρι­τές» τόν βρί­σκει κάποιος πο­λύ συ­χνά καί στό Κο­ρά­νιο γιά «ὅ­σους λέ­νε: Πι­στεύ­ου­με στό Θεό καί στήν ἡ­μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως, ἐ­νῶ δέν πι­στεύ­ουν [σέ τί­πο­τε]» (Σού­ρα 2:8).

Ἡ Το­ρά (T­o­r­ah) Ἡ λέ­ξη Το­ρά, ἤ Νό­μος, μο­λο­νό­τι προ­σά­πτε­ται πιό ἄ­με­σα στά πέν­τε πρῶ­τα 82


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

βι­βλί­α, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὑ­πο­δη­λώ­νει τό σύ­νο­λο τῶν βι­βλί­ων τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς τῶν  Ἑ­βραί­ων. Ἀρ­χι­κά ὁ Νό­μος ἦ­ταν προ­φο­ρι­κός, θέ­μα κοι­νῆς γνώ­ σης καί πρά­ξης ἐκ μέ­ρους τῶν  Ἑ­βραί­ων. Οἱ συγ­κρού­σεις, οἱ με­τα­κι­νή­σεις, οἱ κα­τα­πι­έ­σεις καί τώ­ρα ἡ αἰχ­μα­λω­σί­α ἀ­νέ­δει­ξαν τήν ἀ­νάγ­κη γρα­φῆς τῆς Δι­α­θή­κης σέ μί­α πιό μό­νι­μη μορ­φή. Κα­τά τή Βα­βυ­λώ­νιο αἰχ­μα­λω­σί­α οἱ ἐ­ξό­ρι­στοι ἐ­πα­νε­λάμ­βα­ναν προ­φο­ρι­κά καί ἀ­νέ­λυ­αν τίς δι­η­γή­σεις, τίς πα­ρα­ δό­σεις, τούς νό­μους καί τίς ἐν­το­λές τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς. Με­τά τήν αἰχ­μα­λω­σί­α οἱ s­o­f­e­r­im ἀ­νέ­λα­βαν τό ἔρ­γο τῆς κα­τα­γρα­φῆς, δι­ά­δο­σης καί ἑρ­ μη­νεί­ας τοῦ Νό­μου.  Ἔ­τσι, ἀ­πό τήν πε­ρί­ο­δο κυ­ρί­ως τοῦ «Δευ­τέ­ρου Να­οῦ» ἄρ­χι­σε ἡ σύν­τα­ξη τῆς  Ἑ­βρα­ϊ­κῆς Γρα­φῆς, ἤ Βί­βλου. Με­ρι­κά τμή­μα­τα αὐ­τῆς, ὅ­πως οἱ Βα­σι­λεῖς καί οἱ Προ­φῆ­τες, εἶ­χαν ἤ­δη κα­τα­γρα­φεῖ πρίν ἀ­πό τήν αἰχ­ μα­λω­σί­α. Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ὅ­μως βι­βλί­α τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τέ­λε­σαν τήν  Ἑ­βρα­ϊ­κή Βί­βλο κα­τε­γρά­φη­σαν με­τά τή Βα­βυ­λώ­νιο αἰχ­μα­λω­σί­α. Στήν πραγ­μα­τι­κό­ τη­τα ὁ κα­νό­νας, δη­λα­δή τό αὐ­θεν­τι­κό σύ­νο­λο καί ἡ σει­ρά τῶν βι­βλί­ων, τῆς  Ἑ­βρα­ϊ­κῆς Βί­βλου ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε πο­λύ ἀρ­γό­τε­ρα, κα­τά τό δεύ­τε­ρο αἰ­ώ­να τῆς με­τά Χρι­στόν ἐ­πο­χῆς. Ἀ­πό τήν ἄ­πο­ψη αὐ­τή μπο­ρεῖ κάποιος νά πεῖ ὅ­τι ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός δέν εἶ­ναι «Βι­βλι­κή» θρη­σκεί­α, ὑ­πό τήν ἔν­νοι­αν ὅ­τι δέν ἦ­ταν ἡ Γρα­φή ἡ ὁ­ποί­α γέν­νη­σε τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, ἀλ­λά ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός (δη­λα­δή, ἡ ζω­ή, ἡ ἐμ­πει­ρί­α καί ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς κοι­νό­τη­τας) αὐ­τός ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρή­γα­γε τή Γρα­φή.  Ὅ­πως θά ἐ­πα­να­λά­βου­με στό ἀ­νά­λο­γο ση­μεῖ­ο, τό ἴ­διο καί μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἔμ­φα­ση μπο­ρεῖ νά πεῖ κάποιος καί γιά τό Χρι­στι­α­νι­ σμό καί τή Χρι­στι­α­νι­κή  Ἐκ­κλη­σί­α, σέ ἀν­τί­θε­ση πρός τήν προ­σκόλ­λη­ση στό γράμ­μα τῆς Γρα­φῆς, τό Βι­βλι­σμό τόν ὁ­ποῖ­ον ἐμ­φα­νί­ζουν πολ­λές, κυ­ρί­ως Προ­τε­σταν­τι­κές, ὁ­μο­λο­γί­ες τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ. Δέν ἰ­σχύ­ει ὅ­μως τό ἴ­διο καί γιά τό  Ἰσ­λάμ. Τό  Ἰσ­λάμ εἶ­ναι καρ­πός καί ἀ­πο­κύ­η­μα τοῦ Κο­ρα­νί­ου. Ἡ Πεν­τά­τευ­χος. Τά ἐ­πι­μέ­ρους βι­βλί­α τῆς Το­ρά εἶ­ναι τα­ξι­νο­μη­μέ­να σέ τρεῖς με­γά­λες ὁ­μά­δες.  Ἡ πρώ­τη ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό πέν­τε βι­βλί­α τά ὁ­ποῖ­α πε­ρι­γρά­φουν τήν ἀρ­χαι­ό­τε­ρη ἱ­στο­ρι­κή, θρη­σκευ­τι­κή καί ἠ­θι­κή κλη­ρο­νο­μιά. Πε­ρι­έ­χουν, ἐ­πί­σης, κα­τά γράμ­μα τό Νό­μο σέ δι­ά­φο­ρες μορ­φές αὐ­τοῦ. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί τά πέν­τε μα­ζί ὀ­νο­μά­ζον­ται Το­ρά (Νό­μος) ἤ, στήν κυ­ρι­ ο­λε­ξί­α, «προ­σα­να­το­λι­σμός». Εἶ­ναι γνω­στά ἐ­πί­σης μέ τήν  Ἑλ­λη­νι­κή ὀ­νο­μα­ σί­α «Πεν­τά­τευ­χος» («πέν­τε τεύ­χη»­): Γέ­νε­σις,  Ἔ­ξο­δος, Λευ­ϊ­τι­κό, Ἀ­ριθ­μοί, Δευ­τε­ρο­νό­μιο, καί ὡς «Βι­βλί­α τοῦ Μω­υ­σῆ», μο­λο­νό­τι ὁ ἴ­διος ὁ Μω­υ­σῆς δέν ἔ­γρα­ψε τί­πο­τε ἀ­πό αὐ­τά. Ὀ­νο­μά­ζον­ται ἔ­τσι λό­γω τοῦ ὅ­τι κεν­τρι­κό ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στά τέσ­σε­ρα τε­λευ­ταῖ­α εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­βλη­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ Μω­υ­σῆ. Ἀ­κό­μη καί τό πρῶ­το βι­βλί­ο, ἡ Γέ­νε­σις, τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τή 83


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ σύμ­παν­τος καί τήν ἱ­στο­ρί­α τῶν πρώ­των πα­τρια­ρχῶν (ἕ­να εἶ­δος εἰ­σα­γω­γῆς στό χρό­νο, στήν ἱ­στο­ρί­α καί στόν τρό­πο ἀ­πο­κά­λυ­ψης τοῦ Θε­οῦ) θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἕ­να ἀ­πό τά «βι­βλί­α τοῦ Μω­υ­σῆ»! Ποι­ός ἔ­γρα­ψε τήν Πεν­τά­τευ­χο καί τή Βί­βλο;  Ἕ­να ἀ­πό τά καί­ρια ἐ­ρω­ τή­μα­τα ἀ­να­φο­ρι­κά πρός τήν Πεν­τά­τευ­χο, ἄν ὄ­χι τήν  Ἑ­βρα­ϊ­κή Βί­βλο στό σύ­νο­λό της (θά ἔ­λε­γε κάποιος ἀ­να­φο­ρι­κά πρός τίς Γρα­φές καί τῶν τρι­ῶν μο­νο­θε­ϊ­στι­κῶν θρη­σκει­ῶν), εἶ­ναι αὐ­τό τῆς ταυ­τό­τη­τας τοῦ συγ­γρα­φέ­ως, ἤ τῶν συγ­γρα­φέ­ων της. Τό ἐ­ρώ­τη­μα «Ποι­ός ἔ­γρα­ψε τήν Πεν­τά­τευ­χο καί τή Βί­βλο;» δέν εἶ­ναι κα­θό­λου ἁ­πλό. Οὔ­τε ὅ­μως ἡ ἁ­πλή ἀ­πό­κρι­ση «ὁ Θε­ός», ἀ­πο­τε­λεῖ πλή­ρη ἀ­πάν­τη­ση.  Ἡ Βί­βλος δέν εἶ­ναι κεί­με­νο τό ὁ­ποῖ­ο βρί­σκει κάποιος τα­ξι­νο­μη­μέ­νο σέ κά­ποι­α δη­μό­σια βι­βλι­ο­θή­κη κά­τω ἀ­πό τό ὄ­νο­μα κά­ποι­ου συγ­γρα­φέ­α. Πολ­λοί ἔ­χουν πα­λέ­ψει μέ τό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό. Εἰ­δι­κά ὡς πρός τήν Πεν­τά­τευ­χο, πολ­λοί ἐ­πι­στή­μο­νες στίς ἀρ­χές καί τά μέ­σα τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να συμ­φώ­νη­σαν ἀρ­χι­κά μέ τή λε­γό­με­νη θε­ω­ρί­α δι­α­φό­ρων πη­ γῶν τῶν κει­μέ­νων (D­o­c­u­m­e­n­t­a­ry t­h­e­o­ry) τήν ὁ­ποί­α ὅ­μως οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἔ­χουν τώ­ρα ἐγ­κα­τα­λεί­ψει. Σύμ­φω­να μέ αὐ­τήν, τό κεί­με­νο τῆς Πεν­τα­τεύ­χου ἀ­πο­τε­λεῖ συμ­πί­λη­μα ὑ­λι­κοῦ τό ὁ­ποῖ­ον ἔ­χει προ­έλ­θει ἀ­πό τέσ­σε­ρις δι­α­φο­ρε­ τι­κές πη­γές. Τίς πη­γές αὐ­τές, ἐ­ξαι­τί­ας ἔλ­λει­ψης κα­λύ­τε­ρου χα­ρα­κτη­ρι­σμοῦ, τίς προσ­δι­ο­ρί­ζουν μέ τά Λα­τι­νι­κά γράμ­μα­τα “J”, “E”, “P”, καί “D”. Μέ τό γράμ­μα “J” προσ­δι­ο­ρί­ζουν τό ὑ­λι­κό ἐ­κεῖ­νο στό ὁ­ποῖ­ο τό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ ἀ­να­φέ­ρε­ται κα­τά πλει­ο­νό­τη­τα ὡς Y­H­WH. Μέ τό γράμ­μα “E” προσ­δι­ο­ρί­ζουν τό ὑ­λι­κό ἐ­κεῖ­νο στό ὁ­ποῖ­ο τό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ ἀ­να­φέ­ρε­ται κα­τά πλει­ο­νό­τη­ τα ὡς E­l­o­h­im (= ὁ Θε­ός μας). Μέ τό γράμ­μα “P” προσ­δι­ο­ρί­ζουν τό ὑ­λι­κό ἐ­κεῖ­νο τό ὁ­ποῖ­ο προ­έρ­χε­ται ἀ­πό  Ἱ­ε­ρεῖς (στά Ἀγ­γλι­κά, P­r­i­e­s­ts), ἤ ἱ­ε­ρα­τι­κές (p­r­i­e­s­t­ly) πη­γές. Μέ τό γράμ­μα “D” προσ­δι­ο­ρί­ζουν τό ὑ­λι­κό ἐ­κεῖ­νο τό ὁ­ποῖ­ο προ­έρ­χε­ται ἀ­πό Δευ­τε­ρο­νο­μι­κές (D­e­u­t­e­r­o­n­o­m­ic) πη­γές, ἀ­πό τήν ὀ­νο­μα­σί­α τοῦ πέμ­πτου βι­βλί­ου τῆς Πεν­τα­τεύ­χου. Δη­λα­δή ἡ θε­ω­ρί­α τῶν πη­γῶν μι­λά­ει γιά συρ­ρα­φή τῆς Πεν­τα­τεύ­χου ἀ­πό κεί­με­να τά ὁ­ποῖ­α πέ­ρα­σαν διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων, ἀ­πό στό­μα σέ στό­μα, μέ­σα ἀ­πό δι­ά­φο­ρες δι­ό­δους, καί στά ὁ­ποῖ­α κεί­με­να βλέ­πουμε νά πρω­το­στα­τεῖ κά­ποι­α ἰδι­αί­τε­ρη ἔκ­φρα­ση ὡς πρός τήν ὀ­νο­μα­σί­α τοῦ θεί­ου, ἤ νά ὑ­πο­φώ­σκουν σ’ αὐ­τά ἰ­δι­αί­τε­ρα λε­κτι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ἤ ἰ­δι­ό­τη­τες, ἐ­κεί­νων οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν δι­α­τη­ρή­σει ζων­τα­νή τήν πα­ρά­δο­σή τους. Οἱ προ­φῆ­τες (N­e­b­i­im).  Ἡ δεύ­τε­ρη ὁ­μά­δα βι­βλί­ων τῆς Το­ρά ἀ­πο­τε­λού­ με­νη ἀ­πό εἴ­κο­σι ἕ­να βι­βλί­α ὀ­νο­μά­ζε­ται συλ­λο­γι­κά N­e­b­i­im (Προ­φῆ­τες). Στήν ὁ­μά­δα αὐ­τή συγ­κα­τα­λέ­γον­ται δύ­ο ἐ­πί μέ­ρους συλ­λο­γές, οἱ πρώι­μοι καί οἱ 84


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

με­τέ­πει­τα «προ­φῆ­τες». Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι σέ αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με «πρώ­ι­μους προ­φῆ­τες» πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται τά ἑ­ξῆς βι­βλί­α:  Ἰ­η­σοῦς τοῦ Ναυ­ή, Κρι­ταί, Σα­μου­ήλ Α΄ καί Β΄, Βα­σι­λει­ῶν Α΄ καί Β΄52, δη­λα­δή ἱ­στο­ρι­κά βι­βλί­α τῆς πρώ­της με­τά τό Μω­υ­σῆ ἐ­πο­χῆς, χω­ρίς κα­μί­α προ­φη­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­ τα νά δι­α­φαί­νε­ται σέ αὐ­τά.  Ἑ­πο­μέ­νως ἡ λέ­ξη «Προ­φῆ­τες» γιά τήν ὁ­μά­δα αὐ­τή βι­βλί­ων τῆς Το­ρά χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται μέ τήν εὐ­ρεί­α της ση­μα­σί­α. Θέ­λει νά ὑ­πο­δη­λώ­σει ὅ­τι μα­ζί μέ τή νέ­α δι­οι­κη­τι­κή κα­τά­στα­ση ἡ ὁ­ποί­α προ­έ­κυ­ ψε με­τά τό Μω­υ­σῆ ἐμ­φα­νί­στη­κε, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρα­με νω­ρί­τε­ρα, καί τό ρεῦ­μα τῶν προ­φη­τῶν· ἑ­πο­μέ­νως τό φαι­νό­με­νο τῶν προ­φη­τῶν ἔ­χει βα­θι­ές ρί­ζες στό χρό­νο. Εἶ­ναι τά με­τέ­πει­τα βι­βλί­α τά ὁ­ποῖ­α φέ­ρουν τό ὄ­νο­μα τῆς κά­θε προ­φη­τι­κῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας. Τά βι­βλί­α τῶν με­τέ­πει­τα προ­φη­τῶν ὑ­πο­δι­ αι­ροῦν­ται πε­ραι­τέ­ρω στούς «ἐ­λάσ­σο­νες» καί στούς «μεί­ζο­νες» προ­φῆ­τες. Οἱ «ἐ­λάσ­σο­νες» προ­φῆ­τες εἶ­ναι οἱ ἑ­ξῆς δώ­δε­κα: Ὠ­ση­έ, Ἀ­μώς, Μι­χαί­ας,  Ἰ­ω­ ήλ, Ὀ­βδιοῦ,  Ἰ­ω­νάς, Να­ούμ, Ἀμ­βα­κούμ (ἤ Ἀ­βα­κούμ), Σο­φο­νί­ας, Ἀγ­γαῖ­ος, Ζα­χα­ρί­ας, καί Μα­λα­χί­ας. Οἱ «μεί­ζο­νες» εἶ­ναι τρεῖς:  Ἰ­σα­ΐ­ας,  Ἱ­ε­ρε­μί­ας, καί  Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ.  Ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός «ἐ­λάσ­σο­νες» καί «μεί­ζο­νες» εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κά αὐ­θαί­ρε­τος καί ὄ­χι γε­νι­κά πα­ρα­δε­κτός. Ἀ­να­φέ­ρε­ται κυ­ρί­ως στήν ἔ­κτα­ση τῶν κει­μέ­νων καί ὄ­χι στή σπου­δαι­ό­τη­τα τῶν προ­φη­τῶν. Τά  Ἱ­ε­ρά Γράμ­μα­τα, ἤ Ἁ­γι­ό­γρα­φα (K­e­t­u­b­im).  Ἡ τρί­τη ὁ­μά­δα βι­βλί­ων τῆς Το­ρά ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό δεκατρί­α βι­βλί­α ποι­η­τι­κῆς, φολ­κλο­ρι­κῆς, λα­ϊ­κῆς σο­φί­ας, ὀ­νο­μα­ζό­με­να συλ­λο­γι­κά K­e­t­u­b­im.  Ἡ λέ­ξη ση­μαί­νει ἁ­πλῶς «βι­βλί­α», ἤ γρα­φές, ἀλ­λά μέ θεῖ­ο πε­ρι­ε­χό­με­νο καί χα­ρα­κτή­ρα. Με­τα­γε­νέ­στε­ρες γε­νε­ ές  Ἑ­βραί­ων ὀ­νό­μα­σαν τά βι­βλί­α αὐ­τά μέ τήν  Ἑλ­λη­νι­κή λέ­ξη «Ἁ­γι­ό­γρα­φα». Στήν ὁ­μά­δα αὐ­τή πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται οἱ Ψαλ­μοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πο­δί­δον­ται στόν ποι­η­τή-βα­σι­λιά Δαυ­ΐδ (χω­ρίς ὅ­μως νά εἶ­ναι ὅ­λοι δι­κοί του)53, οἱ Πα­ροι­μί­ες, ἕ­να ἀ­πάν­θι­σμα πα­ροι­μι­ῶν ἀ­πό τή γε­νι­κό­τε­ρη πε­ρι­ο­χή τῆς Κα­να­άν, οἱ ὁ­ποῖ­ες καί αὐ­τές ἀ­πο­δί­δον­ται στόν ἐ­πι­δει­κτι­κό καί δι­ε­θνι­κι­στή βα­σι­λιά Σο­λο­μών­τα, 52. Στήν ἔκ­δο­ση τῶν  Ἑ­βδο­μή­κον­τα, στήν ὁ­ποί­α θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με ἀρ­γό­τε­ρα, τά βι­βλί­α Σα­ μου­ήλ Α΄ καί Β΄ ὀ­νο­μά­ζον­ται Βα­σι­λει­ῶν Α΄, Β΄. Ἀ­κο­λου­θοῦν τά ἄλ­λα δύ­ο ὡς βι­βλί­α Βα­σι­λει­ῶν Γ΄ καί Δ΄. 53. Ὅ­πως καί μέ τήν Πεν­τά­τευ­χο ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­δί­δε­ται στό Μω­υ­σῆ, ἔ­τσι καί οἱ Ψαλ­μοί ἀ­πο­ δί­δον­ται (πιό πο­λύ γιά λό­γους τι­μῆς πα­ρά ἱ­στο­ρί­ας) στόν ποι­η­τή-βα­σι­λιά Δαυ­ΐδ. Πῶς ὅ­μως θά ἦ­ταν δυ­να­τόν π.χ. ὁ Ψαλ­μός 136/137, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­φέ­ρε­ται στή Βα­βυ­λώ­νιο αἰχ­ μα­λω­σί­α (586-538) νά εἶ­ναι τοῦ Δαυ­ΐδ ὁ ὁ­ποῖ­ος βα­σί­λε­ψε με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1013-972 καί εἶ­χε πε­θά­νει κά­που τε­τρα­κό­σια χρό­νια νω­ρί­τε­ρα;

85


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

τό Ἄ­σμα Ἀ­σμά­των, οἱ Θρῆ­νοι (ἀ­πο­δι­δό­με­νοι στόν  Ἱ­ε­ρε­μί­α) καί με­τα­γε­νέ­στε­ ρα κεί­με­να ὅ­πως τά βι­βλί­α τοῦ Δα­νι­ήλ καί τῶν Μακ­κα­βαί­ων. ΤΕ­ΝΑΚ.  Ἔ­τσι, τό σύ­νο­λο τῶν τριά­ντα ἐν­νέ­α κα­νο­νι­κῶν βι­βλί­ων54 τῆς  Ἑ­βρα­ϊ­κῆς Βί­βλου κα­τα­τάσ­σον­ται σέ τρεῖς ὁ­μά­δες, τό Νό­μο (T­o­r­ah), τούς Προ­φῆ­τες (N­e­b­i­im), καί τά Ἁ­γι­ό­γρα­φα (K­e­t­u­b­im). Ἀ­πό τά  Ἑ­βρα­ϊ­κά ἀρ­χι­κά (ΤΕ, ΝΑ, Κ) τῶν ὀ­νο­μα­σι­ῶν αὐ­τῶν ἐ­πι­νο­ή­θη­κε ἡ ἁ­πλου­στευ­μέ­νη συν­το­μο­γρα­ φί­α τῆς  Ἑ­βρα­ϊ­κῆς Βί­βλου ὡς ΤΕ­ΝΑΚ. Μο­λο­νό­τι ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Το­ρά (Νό­μος, ἤ προ­σα­να­το­λι­σμός) ἀ­να­φέ­ρε­ται κυ­ρί­ως στήν Πεν­τά­τευ­χο, ἡ ἴ­δια ὀ­νο­μα­ σί­α χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται συ­χνά γιά ὁ­λό­κλη­ρη τήν  Ἑ­βρα­ϊ­κή Βί­βλο, ὑ­πο­νο­ών­τας ὅ­τι ὅ­λα τά βι­βλί­α της πη­γά­ζουν, δι­α­φω­τί­ζουν καί ἀ­πο­τε­λοῦν ἔκ­φρα­ση τῆς Το­ρά.  Ἡ κυ­ρί­ως Το­ρά, ἤ Πεν­τά­τευ­χος, εἶ­ναι τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο τμῆ­μα τῆς  Ἑ­βρα­ϊ­κῆς Βί­βλου τό ὁ­ποῖ­ο δι­η­ρη­μέ­νο σέ ἀ­να­γνώ­σμα­τα δι­α­βά­ζε­ται κα­τά τή διά­ρκεια ὅ­λου τοῦ ἡ­με­ρο­λο­για­κοῦ χρό­νου στή συ­να­γω­γή. Τό  Ἑ­βρα­ϊ­κό κεί­με­νο θε­ω­ρεῖ­ται ὡς τό αὐ­θεν­τι­κό καί θε­ό­πνευ­στο, μο­λο­νό­τι ἡ με­τά­φρα­σή του σέ ἄλ­λες γλῶσ­σες δέν κα­ταρ­γεῖ τήν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τά του55.  Ἡ ἀρ­χαι­ό­τε­ ρη με­τά­φρα­ση ἔ­γι­νε στά  Ἑλ­λη­νι­κά τόν τρί­το πρό τῆς κοι­νῆς ἐ­πο­χῆς αἰ­ώ­να, πρός χά­ριν τῶν  Ἑ­βραί­ων τῆς Ἀ­λε­ξάν­δρειας οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν ἐ­ξελ­λη­νι­στεῖ καί δέν κα­τα­λά­βαι­ναν σω­στά τά  Ἑ­βρα­ϊ­κά. Ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ἡ με­τά­φρα­ση αὐ­τή ἀ­να­τέ­θη­κε, γιά λό­γους ἀ­κρί­βειας καί κοι­νῆς ἀ­πο­δο­χῆς, σέ ἑ­βδο­μήν­τα δύ­ο σο­φούς, ἕ­ξι ἀ­πό κά­θε μί­α ἀ­πό τίς δώ­δε­κα φυ­λές! Τό  Ἑλ­λη­νι­κό αὐ­τό κεί­με­νο τῆς Βί­βλου εἶ­ναι γνω­στό ὡς S­e­p­t­u­a­g­i­nt (ἀ­πό τόν Λα­τι­νι­κό ἀ­ριθ­μό s­e­p­t­u­a­g­i­n­ta=70) ἤ, στά  Ἑλ­λη­νι­κά, «τῶν  Ἑ­βδο­μή­κον­τα» ση­μει­ού­με­νο μέ τόν  Ἑλ­λη­νι­κό ἀ­ριθ­μό Ο΄. Δι­καιολογημένη ἴσως ἡ δυσφορία τῶν δύο σοφῶν οἱ ὅ­ποι­οι, γιά λό­γους συν­το­μί­ας, ξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν ὁ­μά­δα τῶν ἑ­βδο­μήν­τα δύ­ο στήν ὀ­νο­μα­σί­α! Τή με­τά­φρα­ση αὐ­τή χρη­σι­μο­ποι­εῖ κυ­ρί­ως ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη  Ἐκ­κλη­σί­α τήν ὁ­ποί­α καί ὀ­νο­μά­ζει «Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη». Φυ­σι­κά, μιά τέ­τοι­α ὀ­νο­μα­σί­α δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πο­δε­κτή ἀ­πό τούς  Ἑ­βραί­ους ἐ­φό­σον γι’ αὐ­ τούς δέν ὑ­πάρ­χει Νέ­α, ἤ «Και­νή Δι­α­θή­κη». 54. Ἡ  Ἑλ­λη­νι­κή ἔκ­δο­ση τῆς Το­ρά, ἤ τῶν  Ἑ­βδο­μή­κον­τα, πε­ρι­λαμ­βά­νει ἄλ­λα δέ­κα βι­βλί­α τά ὁ­ποῖ­α προ­στέ­θη­καν στόν ἀ­ριθ­μό αὐ­τό τῶν βι­βλί­ων, καί γι’ αὐ­τό ὀ­νο­μά­ζον­ται Δευ­τε­ρο­ κα­νο­νι­κά. 55. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό νά ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι κα­τά τούς Μου­σουλ­μά­νους τό Κο­ρά­νιο (λέ­ξη ἡ ὁ­ποί­α ση­μαί­νει «ἀ­παγ­γε­λί­α») δέν εἶ­ναι πλέ­ον ὁ αὐ­θεν­τι­κός λό­γος τοῦ Θε­οῦ ἅ­παξ καί με­τα­φρα­στεῖ σέ γλῶσ­σα ἄλ­λη ἀ­πό τήν Ἀ­ρα­βι­κή στήν ὁ­ποί­αν ὑ­πα­γο­ρεύ­ τη­κε καί ἀ­παγ­γέλ­θη­κε.

86


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

Πη­γή σο­φί­ας.  Ἡ ἀ­νά­γνω­ση, με­λέ­τη, ἑρ­μη­νεί­α καί ἐμ­βά­θυν­ση στήν κά­θε λέ­ξη τῆς Βί­βλου ἀ­πο­τε­λεῖ βα­σι­κό μέ­λη­μα γιά τόν πι­στό  Ἑ­βραῖ­ο.  Ἡ Βί­βλος δέν πε­ρι­έ­χει ἁ­πλῶς τήν ἱ­στο­ρί­α τῶν  Ἑ­βραί­ων - ἀ­φε­αυ­τῆς πο­λύ­τι­μη πη­γή γνώ­σης καί ἔμ­πνευ­σης· ἀ­πο­κα­λύ­πτει τόν ἴ­διο τό Θε­ό, τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ καί τό θέ­λη­μά του, τήν ἐ­κλο­γή ἑ­νός λα­οῦ καί τή σχέ­ση του μέ τό Θε­ό. Οἱ ρα­βί­νοι ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες ἔ­κα­ναν τή Βί­βλο ἀν­τι­κεί­με­νο ἐν­τα­τι­κῆς με­ λέ­της, συ­νε­χοῦς ἐμ­βά­θυν­σης, ἐ­κλέ­πτυν­σης τῶν νο­η­μά­των καί τοῦ τρό­που ἐ­φαρ­μο­γῆς της στήν κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή – κυ­ρί­ως αὐ­τό τό τε­λευ­ταῖ­ο. Στό κεί­ με­νό της δι­έ­κρι­ναν καί ἀ­πο­μό­νω­σαν (μέ κά­ποι­α θε­λη­μα­τι­κή ποι­μαν­τι­κή καί δι­δα­κτι­κή δι­ά­θε­ση) ὄ­χι ἁ­πλῶς δέ­κα ἀλ­λά 613 ἐν­το­λές: 365 ἀρ­νη­τι­κές ἤ ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κές, ἀν­τί­στοι­χες πρός τίς ἡ­μέ­ρες τοῦ χρό­νου, καί 248 θε­τι­κές ἤ νου­θε­τι­κές, ἀν­τί­στοι­χες πρός τόν ἀ­ριθ­μό τῶν με­λῶν καί τῶν ὀρ­γά­νων τοῦ ἀν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό θέ­λη­σαν νά δι­δά­ξουν ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­ πος πρέ­πει νά εἶ­ναι ἐ­ναρ­γής κά­θε ἡ­μέ­ρα τῆς ζω­ῆς του ὥ­στε νά μήν ἀ­θε­τεῖ κα­μί­α ἐν­το­λή καί, κα­τά θε­τι­κό τρό­πο, νά τη­ρεῖ τίς ἐν­το­λές ὑ­παρ­ξια­κά, μέ κά­θε μέ­λος τοῦ σώ­μα­τός του. Κι ὁ Θε­ός δι­α­βά­ζει Το­ρά!  Ἡ με­λέ­τη τῆς Το­ρά εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό ἔρ­γο.  Ἐ­πι­φέ­ρει χά­ρη καί εὐ­λο­γί­α σέ ὅ­ποι­ον ἐμ­βα­θύ­νει στά νο­ή­μα­τά της καί τά με­τα­φρά­ζει σέ ἐν­το­λές (m­i­t­z­v­ah) καί τρό­πο ζω­ῆς. Στήν Ταλ­μούδ, τή συλ­λο­γή τῶν ραβι­νι­κῶν δι­δα­χῶν, οἱ λέ­ξεις τῆς Το­ρά συγ­κρί­νον­ται μέ τά φάρ­μα­κα ἴα­σης καί ζω­ῆς: Κά­ποι­ος βα­σι­λιάς ἔ­βα­λε γύ­ψο στήν πλη­γή τοῦ γιοῦ του, καί τοῦ εἶ­πε: «Γι­έ μου, ὅ­σο και­ρό αὐ­τός ὁ γύ­ψος εἶ­ναι πά­νω στήν πλη­γή σου τρῶ­γε καί πί­νε ὅ,τι σ’ ἀ­ρέ­σει, καί πλύ­σου μέ ζε­στό ἤ κρύ­ο νε­ρό· δέν θά πά­θεις τί­πο­τε. Ἄν ὅ­μως βγά­λεις τό γύ­ψο θά ὑ­πο­φέ­ρεις.  Ἔ­τσι εἶ­πε ὁ Θε­ός (εὐ­λο­γη­μέ­νο τό ὄ­νο­μά Του56) στούς  Ἰσ­ρα­η­λί­τες: «Σᾶς δη­μι­ούρ­γη­σα μέ τήν τά­ση πρός τό κα­κό μέ­σα σας, ἀλ­λά δη­μι­ούρ­γη­σα καί τήν Το­ρά σάν φάρ­μα­κο.  Ὅ­σο ἀ­σχο­λεῖ­στε μέ τήν Το­ρά ἡ φο­ρά πρός τό κα­κό δέν θά σᾶς κυ­ρι­εύ­ει. Ἀλ­λ’ ὅ­ταν δέν θ’ ἀ­σχο­λεῖ­σθε μέ τήν Το­ρά θά πέ­φτε­τε μέ­σα στή δί­νη τῆς τά­σης πρός τό κα­κό57.

Οἱ ρα­βί­νοι, ἐ­πί­σης, δι­δά­σκουν ὅ­τι «Ἡ ἡ­μέ­ρα ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό δώ­δε­κα ὧ­ρες. 56. Κά­θε φο­ρά πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στό Θε­ό, σέ κά­ποι­ο ἀ­πό τά ἐ­πί­θε­τα ἤ τά ἰδι­ώ­μα­τά του, ὁ πι­στός  Ἑ­βραῖ­ος δι­α­κό­πτει τό λό­γο του καί ἐ­πευ­λο­γεῖ: «εὐ­λο­γη­μέ­νο τό ὄ­νο­μά Του». 57. H­e­r­t­z­b­e­rg (1991), 89.

87


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Τίς τρεῖς πρῶ­τες ὧ­ρες ὁ Ἅ­γιος [Θε­ός] (εὐ­λο­γη­μέ­νο τό ὄ­νο­μά Του) ἀ­σχο­λεῖ­ ται μέ τή με­λέ­τη τῆς Το­ρά!»58. Ἀ­κό­μη καί ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός ἀ­χο­λεῖ­ται μέ τή με­λέ­τη τῆς Το­ρά. Τό ἔ­χει ἀ­νάγ­κη; Δέν τό θέ­τουν ἔ­τσι οἱ ραβ­ί­νοι. Τό νό­η­μα τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τους εἶ­ναι ὅ­τι ἐ­άν ὁ Θε­ός ἀ­φι­ε­ρώ­νει χρό­νο καί με­λε­τά­ει τήν Το­ρά πό­σο μᾶλ­λον οἱ ἄν­θρω­ποι ὀ­φεί­λουν νά κά­νουν τό ἴ­διο!59

Ἡ Ταλ­μούδ Γιά ὅ­λους τούς  Ἑ­βραί­ους, ἀλ­λ’ ἰδι­αί­τε­ρα γιά τούς Ὀρ­θό­δο­ξους60, ἕ­να ἀ­πα­ ραί­τη­το συμ­πλή­ρω­μα καί συ­νο­δός τῆς με­λέ­της τῆς Το­ρά εἶ­ναι ἡ Ταλ­μούδ.  Ἡ κεν­τρι­κή θέ­ση τήν ὁ­ποί­α πῆ­ρε ἡ Το­ρά στή ζω­ή τῶν  Ἑ­βραί­ων ἔ­κα­νε τήν ἑρ­μη­νεί­α καί τήν ἐ­φαρ­μο­γή της ἀ­ναγ­καί­α καί κρί­σι­μη. Κα­τά τή Βα­βυ­λώ­νιο αἰχ­μα­λω­σί­α ἡ με­λέ­τη τῆς Το­ρά ἔ­γι­νε κεν­τρι­κό στοι­χεῖ­ο τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς ζω­ῆς.  Ἔ­κτο­τε ἡ ὅ­λη ἐ­να­σχό­λη­ση μέ τήν Το­ρά πρό­σθε­τε δια­ρκῶς ἑρ­μη­νευ­τι­ κά σχό­λια καί ἀ­πό­ψεις. Μπο­ρεῖ ἴ­σως νά φαν­τα­στεῖ κάποιος τό ζῆ­λο καί τήν ἔν­τα­ση τῶν συ­ζη­τή­σε­ων ἀ­νά­με­σα σέ θερ­μό­αι­μους, φι­λο­μα­θεῖς καί ἐ­ρευ­νη­ τι­κούς ραβ­ί­νους. Πί­σω ἀ­πό τό ἁ­πλό πρό­σταγ­μα τοῦ Θε­οῦ, «Ἄ­κου­σε» (S­h­’­ ma), μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἀρ­χί­ζει ἡ θε­με­λι­ώ­δης ὁ­μο­λο­γί­α πί­στε­ως στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό (Δευτ. 6:4), βρί­σκε­ται μί­α ἐν­το­λή χω­ρίς ὅ­ριο, κα­τά­λη­ξη ἤ προ­θε­σμί­α λή­ξης. Εἶ­ναι ἐν­το­λή γιά κά­θε  Ἑ­βραῖ­ο νά ἐμ­βα­θύ­νει σέ ἰδέ­ες, νά κά­νει τίς δι­κές του ἐ­ρω­τή­σεις, νά δι­ευ­κρι­νί­ζει, νά ἐ­κλε­πτύ­νει λέ­ξεις καί νο­ή­μα­τα, καί νά κά­νει δι­α­χω­ρι­σμούς καί λε­πτές δι­α­κρί­σεις· καί οἱ ρα­βί­νοι πλει­οδό­τη­σαν σ’ αὐ­τήν.  Ἡ ὅ­λη αὐ­τή δι­α­δι­κα­σί­α πῆ­ρε τήν ὀ­νο­μα­σί­α p­i­l­p­ul, ἤ p­i­l­p­el, ἡ ὁ­ποί­α ση­μαί­νει .­.. «πι­πέ­ρι»! Δί­νει νο­στη­μιά, ἀλ­λά δη­μι­ουρ­γεῖ καί θερ­μές, πι­πε­ρᾶ­τες συ­ζη­ τή­σεις, καί γνώ­σεις! Κά­ποι­ος με­τα­πτυ­χια­κός φοι­τη­τής στό Πα­νε­πι­στή­μιο Q­u­e­e­ns τοῦ Κα­να­δᾶ ρώ­τη­σε τόν κα­θη­γη­τή του, πι­στό  Ἑ­βραῖ­ο καί δι­ά­ση­μο ἐ­πι­στή­μο­να τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ, «Ποι­ό εἶ­ναι τό ἕ­να καί μο­να­δι­κό πρᾶγ­μα στό 58. H­e­r­t­z­b­e­rg (1991), 73. 59. Ἀ­πό τήν τε­ρά­στια βι­βλι­ο­γρα­φί­α γιά τήν  Ἑ­βρα­ϊ­κή Γρα­φή ἐ­πι­λέ­γου­με τούς B­l­e­n­k­i­n­s­o­pp (1992), B­u­b­er, (1968), C­a­m­p­b­e­ll (1993), C­a­s­s­u­to (1961), F­r­i­e­d­m­an (1987), G­a­s­t­er (1969), H­a­b­el (1971), N­e­u­s­n­er (1986), N­o­th (1981), P­e­t­u­c­h­o­w­s­ki (1968), P­r­i­t­c­h­a­rd (1955), S­a­n­d­ m­el (1968), V­e­r­m­es (1973). 60. Γιά τούς τρεῖς με­γά­λους κλά­δους-ἐκ­φρά­σεις σέ Ὀρ­θό­δο­ξο, Συν­τη­ρη­τι­κό καί Με­ταρ­ρυθ­ μι­σμέ­νο  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, Βλέ­πε κεφ. 5.

88


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

ὁ­ποῖ­ο συμ­φω­νοῦν ὅ­λοι οἱ  Ἑ­βραῖ­οι;» - ρη­το­ρι­κό ἐ­ρώ­τη­μα, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι εἶ­ναι πα­σί­γνω­τη ἡ ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α πνεύ­μα­τος τῶν  Ἑ­βραί­ων.  Ὕ­στε­ρα ἀ­πό κά­ ποι­α πα­ρα­τε­τα­μέ­νη πε­ρι­συλ­λο­γή ὁ κα­θη­γη­τής ἀ­πάν­τη­σε: «Στό ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­νας Θε­ός – ἴ­σως!­». Αὐ­τό δέν εἶ­ναι ἀ­γνω­στι­κι­σμός. Εἶ­ναι εὐ­ρυ­μά­θεια καί γνώ­ση, ἐν­το­λή γιά πε­ραι­τέ­ρω με­λέ­τη καί ἑρ­μη­νεί­α. M­i­d­r­a­sh καί M­i­s­h­n­ah. Σχό­λια καί ἑρ­μη­νεῖ­ες τά ὁ­ποῖ­α ἔ­κα­ναν ἐν­τύ­πω­ση, ἄ­φη­σαν ἴ­χνη πί­σω τους, ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­τη­καν, ἐ­πα­νε­λή­φθη­καν σέ δι­ά­φο­ρες πε­ρι­στά­σεις, ἀ­πέ­κτη­σαν αὐ­θεν­τί­α καί κω­δι­κο­ποι­ή­θη­καν ὡς M­i­d­r­a­sh, ἤ «δι­ δα­σκα­λί­α» καί «ἀ­να­ζή­τη­ση». Αὐ­τή ἡ M­i­d­r­a­sh, με­τα­φε­ρό­με­νη προ­φο­ρι­κά ἀ­πό τή μί­α γε­νε­ά στήν ἄλ­λη ὡς ἀ­πο­φθέγ­μα­τα61, ἀ­φο­ρι­σμοί, σχό­λια, συμ­βου­ λές, ἤ ὑ­πο­θῆ­κες ζω­ῆς, πα­γει­ο­ποι­ή­θη­κε μέ τόν και­ρό καί κα­τα­γρά­φτη­κε ὡς M­i­s­h­n­ah (ἀ­πό τό ρῆ­μα «ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω»­)· δη­λα­δή κα­τά λέ­ξη, ὡς «ἐ­πα­να­ λη­πτι­κή δι­δα­σκα­λί­α». Καί οἱ δύ­ο λέ­ξεις, M­i­d­r­a­sh καί M­i­s­h­n­ah, ση­μαί­νουν στήν οὐ­σί­α τό ἴ­διο πρᾶγ­μα, τή ρα­βι­νι­κή «δι­δα­σκα­λί­α».  Ἡ καθεμί­α ὅ­μως ὑ­πο­δη­λώ­νει τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο με­τα­δό­θη­κε καί πα­ρα­δό­θη­κε – προ­φο­ ρι­κά ἡ πρώ­τη, σέ γρα­πτή πα­γει­ω­μέ­νη μορ­φή ἡ δεύ­τε­ρη. «Πε­ρί­φρα­ξη» τῆς Το­ρά.  Ἡ πο­λύ­μορ­φη αὐ­τή ρα­βι­νι­κή δι­δα­σκα­λί­α χρη­σι­ μο­ποι­ή­θη­κε εὐ­ρύ­τα­τα στήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή κοι­νό­τη­τα ὡς ἕ­να εἶ­δος συ­να­κό­λου­θου σχο­λια­σμοῦ, ἤ ὁ­ρι­ο­θέ­τη­σης καί «πε­ρί­φρα­ξης» (ὄ­χι ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­σης) μέ­σα στήν ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ νά κα­τα­νο­ή­σει κάποιος σω­στά τήν Το­ρά. Τό δεύ­τε­ρο αἰ­ώ­να τῆς κοι­νῆς ἐ­πο­χῆς ὁ ρα­βί­νος Ἀ­κί­βα (50-135 κ.ἐ.) συ­νέ­λε­ξε καί ὀρ­γά­ νω­σε συ­στη­μα­τι­κά με­γά­λο μέ­ρος τοῦ ὑ­λι­κοῦ αὐ­τοῦ. Τό ἔρ­γο του συμ­πλή­ ρω­σε καί κω­δι­κο­ποί­η­σε ὁ ρα­βί­νος Y­e­h­u­d­ah, ὁ ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νος «Ha N­a­s­si» («ὁ Πρίγ­κι­πας», 135-πε­ρί­που 217 κ.ἐ.­).  Ἔ­τσι, ἡ M­i­s­h­n­ah κω­δι­κο­ποι­ή­θη­κε καί ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε στά τέ­λη τοῦ δευ­τέ­ρου αἰ­ώ­να τῆς κοι­νῆς ἐ­πο­χῆς. Τό πε­ ρι­ε­χό­με­νό της κα­τα­χω­ρίσ­θη­κε σέ ἕ­ξι ἑ­νό­τη­τες, στήν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α «σει­ρές» (s­e­d­a­r­im, πληθ. τοῦ s­e­d­er), οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι: Z­e­r­a­im (= «σπό­ροι») ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στούς νό­μους πε­ρί δι­και­ω­μά­των τῶν φτω­χῶν, τῶν ἱ­ε­ρέ­ων καί τῶν Λευ­ϊ­τῶν, κα­θώς καί πε­ρί θε­ρι­σμοῦ τῆς γῆς καί ὅ,τι σχε­τί­ζε­ται πρός τή γε­ωρ­γί­α· M­o­ ed (= «κα­θο­ρι­σμέ­νες ἐ­πο­χές») ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στίς ἐ­πε­τεί­ους καί ἑ­ορ­τές τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ χρό­νου· N­a­s­h­im (= «γυ­ναῖ­κες») ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη σέ θέ­μα­τα γά­μου, 61. Πα­ρά­βα­λε τά «Ἀ­πο­φθέγ­μα­τα Πα­τέ­ρων», τή συλ­λο­γή ἱ­στο­ρι­ῶν καί ἀ­πο­φθεγ­μά­των μο­ να­χῶν τῆς ἐ­ρή­μου στήν Αἴ­γυ­πτο, Συ­ρί­α καί Πα­λαι­στί­νη τοῦ τε­τάρ­του αἰ­ώ­να, ἀρ­χι­κά σέ προ­φο­ρι­κή μορ­φή καί ἐν συ­νε­χεί­α κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη σέ Κο­πτι­κή, Συ­ρια­κή,  Ἑλ­λη­νι­κή καί Λα­τι­νι­κή γρα­φή γιά τήν πνευ­μα­τι­κή κα­τάρ­τι­ση ἐ­περ­χο­μέ­νων γε­νε­ῶν μο­να­χῶν.

89


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

δι­α­ζυ­γί­ου καί συ­ζυ­γι­κῶν σχέ­σε­ων· N­e­z­i­k­im (= «ζη­μί­ες») πε­ρι­έ­χου­σα τόν ποι­νι­κό κώ­δι­κα, τρό­πον τι­να, τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ ἀ­να­φο­ρι­κά πρός τίς ὑ­πο­ χρε­ώ­σεις τοῦ ἀ­τό­μου καί τῆς κοι­νό­τη­τας σέ θέ­μα­τα ὑ­λι­κῶν ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ων, εὐ­θυ­νῶν, ἀ­πο­ζη­μι­ώ­σε­ων· K­o­d­a­s­h­im (= «ἱ­ε­ρά πράγ­μα­τα») ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη σέ κα­νό­νες καί θέ­μα­τα θυ­σι­ῶν, Να­οῦ, ἱ­ε­ρέ­ων καί τῶν κα­θη­κόν­των τους· καί, τέ­λος, T­o­h­o­r­o­th (= «κα­θα­ρό­τη­τα») ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη σέ θέ­μα­τα ἐ­ξα­γνι­σμοῦ καί κα­θα­ρό­τη­τας τοῦ Να­οῦ, ἀν­θρώ­πων καί πραγ­μά­των. Με­τά τήν πρώ­τη αὐ­τή κω­δι­κο­ποί­η­ση ἑ­πό­με­νοι ρα­βί­νοι ἔ­κα­ναν ἐ­πι­πρό­ σθε­τα σχό­λια καί ἔ­δω­σαν πε­ραι­τέ­ρω ἐ­πε­ξη­γή­σεις στή M­i­s­h­n­ah. Τό ὑ­λι­κό συλ­λέ­χθη­κε, ὀρ­γα­νώ­θη­κε, κω­δι­κο­ποι­ή­θη­κε καί προ­στέ­θη­κε δι­α­κρι­τι­κά ὡς συμ­πλή­ρω­μα στή M­i­s­h­n­ah τόν ἕ­κτο αἰ­ώ­να τῆς κοι­νῆς ἐ­πο­χῆς. Τό τε­ρά­στιο αὐ­τό συμ­πλή­ρω­μα ὀ­νο­μά­ζε­ται G­e­m­a­ra (= «προ­σθή­κη»­).  Ἡ M­i­s­h­n­ah καί ἡ G­e­m­a­ra μα­ζί ἀ­πο­τε­λοῦν τό σύ­νο­λο τῆς ἑρ­μη­νεί­ας, σχο­λια­σμοῦ καί δι­δα­σκα­ λί­ας (Ταλ­μούδ) τῶν ρα­βί­νων μέ βά­ση τήν Το­ρά62. Ἡ Το­ρά καί ἡ Ταλ­μούδ εἶ­ναι δύ­ο δι­α­κρι­τές ἀλ­λά συ­να­φεῖς συλ­λο­γές γραμ­μα­τεί­ας.  Ἡ Το­ρά εἶ­ναι ὁ «γρα­πτός» (καί θε­ό­πνευ­στος) νό­μος τοῦ  Ἰ­ου­ δα­ϊ­σμοῦ, ἐ­νῶ ἡ Ταλ­μούδ εἶ­ναι ὁ «προ­φο­ρι­κός» νό­μος καί ὁ­δη­γός ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­πτύ­χθη­κε ἀ­πό τούς ρα­βί­νους τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ ὕ­στε­ρα ἀ­πό ἐν­δε­λε­χή ἐ­ξο­νυ­χι­στι­κή ἐ­ξέ­τα­ση καί δι­α­λε­κτι­κή δι­α­μά­χη.  Ἡ Το­ρά εἶ­ναι θεί­α Γρα­φή, ἐ­νῶ ἡ Ταλ­μούδ ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τήν ἀν­θρώ­πι­νη, ρα­βι­νι­κή φι­λο­μά­θεια καί σο­φί­α στήν ἄ­σκη­ση δι­ευ­κρί­νι­σης, δι­α­σά­φι­σης, δι­ύ­λη­σης καί ἀ­να­ζή­τη­σης τῆς βα­θύ­τε­ρης ἔν­νοι­ας καί τῆς ἀ­κρι­βέ­στε­ρης δυ­να­τόν ἐ­φαρ­μο­γῆς τῆς θεί­ ας Γρα­φῆς. Εἶ­ναι τό­σο στε­νός ὁ συ­σχε­τι­σμός τῶν δύ­ο στή συ­νεί­δη­ση τῶν πι­στῶν  Ἑ­βραί­ων ὥ­στε ἔ­χει δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ἡ πα­ρά­δο­ση ὅ­τι ὁ Μω­ϋ­σῆς πα­ρέ­ λα­βε ἀ­πό τό Θε­ό τό­σο τή γρα­πτή ὅ­σο καί τήν προ­φο­ρι­κή ἀ­πο­κά­λυ­ψη! Μέ τήν Ταλ­μούδ οἱ  Ἑ­βραῖ­οι ρα­βί­νοι θέ­λη­σαν νά «πε­ρι­φρά­ξουν», ἤ μᾶλ­λον νά ὁ­ρι­ο­θε­τή­σουν63 τήν Το­ρά καί νά τῆς προσ­δώ­σουν τήν κα­τάλ­λη­λη κα­τα­νό­η­ 62. Ἀ­πό τήν πλού­σια βι­βλι­ο­γρα­φί­α ἐ­πί τῆς Ταλ­μούδ, βλέ­πε ἐν­δει­κτι­κά A­v­e­ry-P­e­ck (1989), B­o­k­s­t­ev (1989), C­o­h­en (1949), E­p­s­t­e­in (1961), ET=Z­e­n­in (1969- ), G­o­l­d­in (1957), H­e­r­f­o­rd (1903), J­a­c­o­bs (1984), M­i­e­l­z­i­n­er (1969), N­e­u­s­n­er (1970), (1972), (1975), (1982-­), (1991), (1992), S­t­e­i­n­s­a­lz (1976). 63. Βλέπε ἕ­να πα­ράλ­λη­λο φαι­νό­με­νο στό Χριστιανισμό ὃπου ἡ  Ἐκ­κλη­σί­α ἀν­τι­με­τώ­πι­σε θε­ο­ λο­γι­κές πα­ρεκ­κλί­σεις καί κα­τε­δί­κα­σε ὑ­πο­κει­με­νι­κά δόγ­μα­τα (αὐ­τή εἶ­ναι ἡ κυ­ρι­ο­λε­κτι­κή ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης «αἵ­ρε­ση» = προ­τί­μη­ση) ἐκ­δί­δον­τας μέ Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους «ὅ­ρους πί­στε­ως» οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­έ­γρα­φαν τά ὅ­ρια μέ­σα στά ὁ­ποῖ­α ἐ­νοι­κεῖ καί κι­νεῖ­ται ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δι­ δα­σκα­λί­α. Τά σύμ­βο­λα τῆς πί­στε­ως τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς «ὅ­ροι πί­στε­ως».

90


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

ση καί τή συγ­κε­κρι­μέ­νη ἐ­φαρ­μο­γή. Δι­α­μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων ἡ ἐ­πί­δρα­ση τῆς Ταλ­μούδ στήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή κοι­νό­τη­τα, καί ὁ ἐκ­παι­δευ­τι­κός, πνευ­μα­τι­κός καί ψυ­χο­λο­γι­κός δε­σμός με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν  Ἑ­βραί­ων καί τῆς Ταλ­μούδ ἔ­γι­νε  ἰ­δι­αί­τε­ρα στε­νός.  Ἡ Ταλ­μούδ πῆ­ρε θέ­ση χάρ­τη ζω­ῆς καί  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς ἐγ­κυ­ κλο­παι­δεί­ας ἐ­φ’ ὅ­λων τῶν θε­μά­των.  Ὑ­π’ αὐ­τή τήν ἰ­δι­ό­τη­τα ἔ­παι­ξε τε­ρά­στιο ρό­λο στήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ τρό­που ζω­ῆς καί τῆς ταυ­τό­τη­τας τῶν  Ἑ­βραί­ων, ἰδί­ως κα­τά τή μα­κρά πε­ρί­ο­δο τῆς δι­α­σπο­ρᾶς σέ ἀν­τί­ξο­α μά­λι­στα, μή  Ἰ­ου­ δα­ϊ­κά, πε­ρι­βάλ­λον­τα. Ἡ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή s­o­la s­c­r­i­p­t­u­ra.  Ὁ δε­σμός αὐ­τός με­τα­ξύ  Ἑ­βραί­ων καί Ταλ­ μούδ δέν ἦ­ταν πάν­το­τε ἀ­πό­λυ­τος καί κα­θο­λι­κός.  Ἤ­δη ἀ­πό τόν ἔ­να­το αἰ­ώ­ να μί­α ὁ­μά­δα  Ἑ­βραί­ων ἀν­τέ­δρα­σε στήν πλει­ο­ψη­φί­α ἑ­νός  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν «Ρα­βι­νι­κός», δη­λα­δή ὑ­πα­γο­ρευ­ό­με­νος καί κα­θο­δη­γού­με­νος ἀ­πό τή δι­δα­σκα­λί­α τῶν ραβί­νων. Ἀμ­φι­σβη­τών­τας τή ραβι­νι­κή αὐ­θεν­τί­α καί ἐ­πι­μέ­νον­τας στήν ἐ­πι­στρο­φή μιᾶς ἀ­πευ­θεί­ας ἑρ­μη­νεί­ας καί ἀ­φαρ­μο­γῆς τοῦ γράμ­μα­τος τῆς Το­ρά, οἱ ἀν­τι­δρα­στι­κοί αὐ­τοί ὀ­νο­μά­στη­καν Κα­ρα­ΐ­τες, δη­λα­ δή ὀ­πα­δοί τοῦ γρα­πτοῦ λό­γου – ἕ­να εἶ­δος Προ­τε­σταν­τι­κῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης μέ σύν­θη­μα τό s­o­la s­c­r­i­p­t­u­ra, «μό­νη ἡ Γρα­φή» ὡς πη­γή πί­στε­ως. Θά ἔ­λε­γε κάποιος ὅ­τι ἡ  Ἑ­βρα­ϊ­κή «Με­ταρ­ρύθ­μι­ση» προ­η­γή­θη­κε τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης τοῦ Δυ­τι­κοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ κα­τά ἑ­πτά αἰ­ῶ­νες!  Ἡ ἀν­τί­δρα­ση τῶν Κα­ρα­ϊ­τῶν ἀ­πο­τε­λεῖ τό πρῶ­το «σχί­σμα» στήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή κοι­νό­τη­τα, χω­ρίς ὅ­μως μί­α ἀν­τί­στοι­χη βα­θιά ρή­ξη, ὅ­πως στό Χριστιανισμό. Μί­α τέ­τοι­α ρή­ξη ἐ­πῆλ­θε στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό πιό πρό­σφα­τα, τό δέ­κα­το ὄ­γδο­ο αἰ­ώ­να, ὅ­ταν ἡ  Ἑ­βρα­ϊ­κή κοι­νό­τη­τα στήν Εὐ­ρώ­πη δι­αι­ρέ­θη­κε ἀ­νά­με­σα σέ Ὀρ­θο­δό­ξους καί Με­ταρ­ρυθ­ μι­σμέ­νους  Ἰ­ου­δαί­ους (R­e­f­o­r­m­ed J­e­ws) μέ κεν­τρι­κό κα­τα­λή­τη τοῦ σχί­σμα­ τος τήν αὐ­στη­ρή τή­ρη­ση τοῦ γράμ­μα­τος τοῦ Νό­μου καί τῆς Ταλ­μου­δι­κῆς ἐ­φαρ­μο­γῆς τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ ἀ­φε­νός, καί τή με­ταρ­ρύθ­μι­ση καί προ­σαρ­μο­γή τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ στή νέ­α τά­ξη πραγ­μά­των τήν ὁ­ποί­αν ἔ­φε­ρε ἡ Γαλ­λι­κή ἐ­πα­ νά­στα­ση τοῦ 1789 καί ἡ χει­ρα­φέ­τη­ση τῶν  Ἑ­βραί­ων τῆς Εὐ­ρώ­πης· θέ­μα γιά τό ὁ­ποῖ­ο θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στό πέμ­πτο κε­φά­λαι­ο.

91


3 Ι­ΟΥ­ΔΑ­Ϊ­ΚΗ ΠΙ­ΣΤΗ ΚΑΙ ΣΚΕ­ΨΗ

Στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό δόγ­μα, ὅ­ροι πί­στε­ως καί ἑρ­μη­νεί­α βα­σί­ζον­ται καί ἀ­πορ­

ρέ­ουν ἀ­πό τή Γρα­φή, βρί­σκουν τό ἠ­θι­κό τους νό­η­μα καί τήν πρα­κτι­κή τους ἐ­φαρ­μο­γή στήν Ταλ­μούδ, καί δι­ευ­κρι­νί­ζον­ται συ­νε­χῶς ἀ­πό ραβί­νους καί δι­α­νο­ου­μέ­νους.  Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός δέν ἀ­φή­νει τήν πί­στη καί τή σκέ­ψη νά τελ­ μα­τώ­σουν. Κα­θώς εἶ­ναι, λοι­πόν, ἀ­δύ­να­το νά δι­α­γρά­ψου­με τήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α ὅ­λης τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς δι­α­νό­η­σης καί νά κα­το­νο­μά­σου­με ὅ­λους τούς ἐκ­φρα­στές, τίς πη­γές, τήν ἐ­ξέ­λι­ξη καί τίς ἐ­πι­δρά­σεις τους ἀ­πό καί πρός ἄλ­λους, θά ἀ­σχο­λη­θοῦ­με ἐ­πι­λε­κτι­κά καί μέ συν­το­μί­α μέ δύ­ο θε­με­λι­ώ­δη θέ­μα­τα τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, τό Θε­ό καί τόν ἄν­θρω­πο, τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­ τε­λοῦν τή σπον­δυ­λι­κή στή­λη τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ, ὅ­πως καί κά­θε θρη­σκεί­ας.  Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως καί θέ­μα­τα πί­στε­ως, ἤ «δόγ­μα­τα», χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­πό αὐ­τήν τήν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή ἀν­τί­λη­ψη πε­ρί Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­που, ὅ­πως αὐ­τό τῆς  Ἐ­κλο­γῆς τῶν  Ἑ­βραί­ων ὡς πε­ρι­ου­σί­ου λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, τῆς Δι­α­θή­κης με­τα­ξύ Θε­οῦ καί  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ, τοῦ Μεσ­ σί­α, καί τῆς πί­στε­ως στήν ἱ­ε­ρό­τη­τα τῆς Γῆς  Ἰσ­ρα­ήλ.

Ὁ Θε­ός Αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ο ἡ Χρι­στι­α­νι­κή Δύ­ση ὀ­νό­μα­σε «Συ­στη­μα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α», δη­ λα­δή ἕ­να σύ­στη­μα δογ­μα­τι­κῶν δι­α­τυ­πώ­σε­ων μέ ὀρ­θο­λο­γι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α καί ἀλ­λη­λου­χί­α, εἶ­ναι κά­τι πο­λύ πιό ἁ­πλό καί χω­ρίς «σύ­στη­μα» στόν  Ἰ­ου­ δα­ϊ­σμό.  Ὅ­λη ἡ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή θε­ο­λο­γί­α πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω ἀ­πό τό θέ­μα Θε­ός· αὐ­τός εἶ­ναι ὁ μο­χλός της.  Ὅ­λα τά ἄλ­λα θέ­μα­τα καί  ἰ­δε­ώ­δη ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ρά­γω­γα, ἤ συ­νέ­πει­ες, τοῦ τρό­που μέ τόν ὁ­ποῖ­ον ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός ἔ­χει δι­α­ 92


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

τυ­πώ­σει καί ἐκ­φρά­σει τήν πί­στη του στό Θεό. Οἱ  Ἑ­βραῖ­οι ὡς θρη­σκευ­τι­κή κοι­νό­τη­τα, καί ἀ­πό χα­ρα­κτῆ­ρος, ἔ­χουν δι­α­τυ­πώ­σει δι­α­φο­ρε­τι­κές ἀ­πό­ψεις γιά ὅ­λα σχε­δόν τά θέ­μα­τα τῆς θρη­σκεί­ας τους, ἐ­κτός ἴ­σως ἀ­πό αὐ­τό πε­ρί Θε­οῦ.  Ἡ ὕ­παρ­ξη, ἡ ὀν­τό­τη­τα, ἡ σχέ­ση τοῦ Θε­οῦ μέ τόν κό­σμο καί ὁ δε­σμός του μέ τό λα­ό τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ ἀ­πο­τε­λοῦν ἀλ­λη­λέν­δε­τες ἔν­νοι­ες καί προ­ϋ­πο­θέ­ σεις τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ. Ὀ­νό­μα­τα τοῦ ὑ­περ­βα­τι­κοῦ Θε­οῦ. Παίρ­νει κάποιος μί­α ἰ­δέ­α ἀ­πό τό πῶς βλέ­πει ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός τό Θε­ό ἀ­πό τίς ἐκ­φρά­σεις καί τά «ὀ­νό­μα­τα» τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χει δώ­σει στό Θε­ό.  Ἡ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή Γρα­φή ἀ­να­φέ­ρε­ται στό Θε­ό μέ μί­α ποι­κι­λί­α ὀ­νο­μά­των· κά­τι τό ὁ­ποῖ­ο θέ­λει ἴ­σως νά ὑ­πο­δη­λώ­σει ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει τρό­πος, ἤ ἕ­νας τρό­πος, νά «ὁ­ρί­σει» κάποιος τό Θε­ό· ὁ Θε­ός εἶ­ναι πέ­ραν κά­θε ὁ­ρι­σμοῦ καί κα­νέ­να ὄ­νο­μα δέν πε­ρι­γρά­φει ἤ, πο­λύ λι­γό­τε­ρο, δέν ἐ­ξαν­τλεῖ τήν ἔν­νοι­α τοῦ Θε­οῦ. Τά δι­ά­φο­ρα ὀ­νό­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α ἀ­να­φέ­ ρον­ται στό Θε­ό μι­λοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά τούς  Ἑ­βραί­ους καί τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, καί λι­γό­τε­ρο γιά τόν ἴ­διο τό Θε­ό. Ἕ­νας τέ­τοι­ος προσ­δι­ο­ρι­σμός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τό ὄ­νο­μα Ἀ­δο­νάι (A­d­o­n­ai) τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­χει­ρεῖ νά με­τα­φέ­ρει τήν ἔν­νοι­α τοῦ Κυ­ρί­ου, τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ καί δε­σπό­τη, τῆς αἰ­τί­ας τῶν πάν­των.  Ὁ Θε­ός, ἑ­πο­μέ­νως, εἶ­ναι πρώ­τι­στα ὁ δη­μι­ουρ­γός τοῦ Σύμ­παν­τος καί ἡ πρω­ταρ­χι­κή αἰ­τί­α τῶν πάν­των, ὁ­ρα­τῶν καί ἀ­ο­ρά­των.  Ἕ­νας ἄλ­λος προσ­δι­ο­ρι­σμός εἶ­ναι τό ὄ­νο­μα El S­h­a­d­d­ai («ὁ ὑ­ψη­λά κα­τοι­κῶν», κα­τά λέ­ξη «ὁ Θε­ός τῶν ὀ­ρέ­ων»­), τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­δι­ώ­κει νά δη­λώ­σει τὸ ὑ­πε­ρά­νω κά­θε δη­μι­ουρ­γή­μα­τος ὑ­πέρ­τα­το  Ὤν. Μί­α ἄλ­λη προ­σω­νυ­μί­α τήν ὁ­ποί­α βρί­σκουμε στήν Το­ρά,  ἰ­δι­αί­τε­ρα στό βι­βλί­ο τοῦ προ­φή­τη Ἠ­σα­ΐ­α, εἶ­ναι τό ὄ­νο­μα M­a­k­om ἡ ὁ­ποί­α ση­μαί­νει «ὁ πάν­τα πα­ρών», «ὁ ἀ­παν­τα­χοῦ ὑ­πάρ­χων», ἤ ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός S­h­a­l­om (εἰ­ρή­νη, ὁ Θε­ός ὡς εἰ­ρή­νη), R­a­h­um (ὁ Θε­ός ὡς δι­και­ο­σύ­νη, ἤ εὐ­σπλα­χνί­α), καί ἄλ­λα. Τέ­τοι­α καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ ρα ὀ­νό­μα­τα ἔ­χουν προ­σα­φθεῖ στό Θεό – δεῖγ­μα δη­μι­ουρ­γι­κῆς φαν­τα­σί­ας, πί­στε­ως, εὐ­λά­βειας καί ἀ­φο­σί­ω­σης τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ πρός τή Θε­ό­τη­τα. Μί­α ἔκ­φρα­ση ὅ­μως, καί ἡ πιό συ­νή­θης, εἶ­ναι ἡ προ­σω­νυ­μί­α E­l­o­h­im. Προ­ σθέ­τον­τας τό προ­σω­πι­κό ἐ­πί­θε­το -o­h­im στή Ση­μι­τι­κή προ­σω­νυ­μί­α «El» γιά τό «θεῖ­ο», ἤ τή «δύ­να­μη», στήν ἀ­πό­λυ­τη ἔν­νοι­α τῆς λέ­ξης, οἱ  Ἑ­βραῖ­οι δη­μι­ούρ­γη­σαν τήν ἐ­πω­νυ­μί­α E­l­o­h­im (= «ὁ Θε­ός μας», ὁ Θε­ός ἡ­μῶν), μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ ἰδι­αι­τέ­ρου Θε­οῦ μέ τόν ὁ­ποῖ­ον βρί­σκον­ται σέ αἰ­ώ­νια Δι­α­θή­κη. Ἐ­δῶ πρέ­πει νά ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι ἡ Ἀ­ρα­βι­κή λέ­ξη A­l­l­ah προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν ἴ­δια Ση­μι­τι­κή λέ­ξη γιά τό θεῖ­ο, ὅ­πως ἡ  Ἑ­βρα­ϊ­κή El, μέ τό ὁ­ρι­στι­κό ἄρ­θρο al (= ὁ). A­l­l­ah, ἑ­πο­μέ­νως δέν εἶ­ναι κά­ποι­ο ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ ἀλ­λά τό οὐ­σι­α­στι­ 93


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

κό «ὁ Θε­ός» στήν ἀ­πό­λυ­τη μορ­φή του ὡς ὁ μό­νος καί κα­τε­ξο­χήν Θε­ός. Μέ τήν ἔμ­φα­ση αὐ­τή τό  Ἰσ­λάμ θέ­λει νά δεί­ξει ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει πα­ρά ἕ­νας καί μό­νο Θε­ός, ὁ Θε­ός τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου, κύ­ριος τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας καί ὄ­χι μέ­ρους αὐ­τῆς, οὔ­τε κά­ποι­ας ἰδι­αί­τε­ρης φυ­λῆς ἤ λα­οῦ. «Ὁ  Ὤν». Τό πιό ση­μαν­τι­κό ὅ­μως ὄ­νο­μα εἶ­ναι αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ο, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τῆς  Ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς Γρα­φῆς, ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός στόν ἑ­αυ­τόν του. Ὅ­ταν ὁ Μω­υ­σῆς κα­τά τή θε­ο­φά­νεια στήν και­ό­με­νη βά­το ζή­τη­σε ἀ­πό τό Θεό νά τοῦ προσ­δι­ο­ρί­σει πιό συγ­κε­κρι­μέ­να ἐ­κεῖ­νο τό «ὁ Θε­ὸς Ἀ­βρα­άμ καὶ Θε­ ὸς  Ἰ­σα­ὰκ καὶ Θε­ὸς  Ἰ­α­κώβ», ὁ Θε­ός τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: «Ἐ­γώ εἰ­μι ὁ  Ὤν» ( Ἔξ. 3:14), δη­λα­δή αὐ­τός πού εἶ­μαι!  Ὁ Θε­ός εἶ­ναι αὐ­τό (ἤ μᾶλ­λον Αὐ­τός) πού εἶ­ναι. Δέν ἔ­γι­νε, δέν δη­μι­ουρ­γή­θη­κε - εἶ­ναι, ὁ κα­τε­ξο­χήν  Ὤν!  Ἐ­πει­δή στήν  Ἑ­βρα­ϊ­κή ὁ ἐ­νε­στώς καί ὁ μέλ­λων χρό­νος συμ­πί­πτουν καί ἐ­ναλ­λάσ­σον­ται, μπο­ρεῖ κάποιος νά δι­α­βά­σει τή φρά­ση ὡς «Ἐ­γώ εἶ­μαι αὐ­τός πού θά εἶ­μαι», δη­λα­δή ὁ Θε­ός πέ­ραν τοῦ χρό­νου. Γιά πολ­λούς  Ἑ­βραί­ους ἡ φρά­ση μπο­ρεῖ ἀ­κό­μη νά ἑρ­μη­νευ­τεῖ καί ὡς «Ἐ­γώ εἶ­μαι αὐ­τός πού ἐ­νερ­γεῖ», δη­λα­δή ἡ δύ­ να­μη, ἡ δρά­ση, ἡ ἱ­στο­ρί­α, ἡ αἰ­τί­α ὅ­λων ὅ­σων λαμ­βά­νουν χώ­ρα. Κα­τά ἕ­να «συ­στη­μα­τι­κό» τρό­πο, θά ἔ­λε­γε κάποιος, ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός λέ­ει τά ἀ­κό­λου­θα πε­ρί Θε­οῦ. Πρώ­τι­στα ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι, δη­λα­δή ὑ­πάρ­χει ἀ­φε­αυ­τοῦ.  Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός δέν ἀρ­χί­ζει ἀ­πό ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀ­πό­δει­ξη τῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ Θε­οῦ· τήν προ­ϋ­πο­θέ­τει.  Ἡ  Ἑ­βρα­ϊ­κή Βί­βλος ἀρ­χί­ζει μέ τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς δη­μι­ουρ­γί­ ας, προ­ϋ­πο­θέ­τον­τας τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ· δέν ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­πο­δεί­ξει, ἤ νά δι­και­ο­λο­γή­σει, ἤ νά ἐ­ξη­γή­σει τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ καί με­τά νά μι­λή­σει γιά τή δη­μι­ουρ­γί­α. Γιά ἕ­να πι­στό  Ἑ­βραῖ­ο ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ ἀ­πο­τε­λεῖ πραγ­ μα­τι­κό­τη­τα σύμ­φω­να μέ τή δι­α­βε­βαί­ω­ση τοῦ  Ἡ­σα­ΐ­α: «Ἐ­γώ εἰ­μι πρῶ­τος, καὶ ἐ­γώ εἰ­μι εἰς τὸν αἰ­ῶ­να» (48:12)64, καί «Ἐ­γὼ ὁ Θε­ός, καὶ οὐκ ἔ­στι πά­ρεξ ἐ­μοῦ ὁ σῴ­ζων» (43:11). Δη­μι­ούρ­γη­σε τά πάν­τα ἐκ τοῦ μη­δε­νός (ex n­i­h­i­lo), κά­τι τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­φε­αυ­τοῦ ὑ­πο­δη­λώ­νει τήν ὕ­παρ­ξή του.  Ὁ Θε­ός εἶ­ναι  Ὤν· ὄ­χι τί, ἤ κά­ποι­α ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἔν­νοι­α.  Ἡ οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἀ­κα­τα­νό­η­τη καί ὑ­περ­βα­τι­κή.  Ἐν­τού­τοις εἶ­ναι, «μι­λά­ει» στήν ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἐ­νερ­γεῖ μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α καί ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται μέ­σω τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, τῆς ἱ­στο­ρί­ας καί τῶν προ­φη­τῶν65.  Ὅ­πως λέ­ει μί­α προ­σευ­χή στό  Ἰ­ου­δα­ϊ­κό εὐ­χο­λό­γιο, 64. Ἡ με­τά­φρα­ση αὐ­τή τῶν Ο΄ δι­α­φέ­ρει κά­πως ἀ­πό τό  Ἑ­βρα­ϊ­κό κεί­με­νο: «Ἐ­γώ εἰ­μι Αὐ­τός, ἐ­γώ εἰ­μι ὁ πρῶ­τος, καὶ ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἔ­σχα­τος». 65. Εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐν­δι­α­φέ­ρον τό ὅ­τι, μο­λο­νό­τι ἡ  Ἑ­βρα­ϊ­κή Γρα­φή ἐ­πι­κεν­τρώ­νει τό πε­ρι­

94


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ «Εὐ­λο­γη­τός ὁ Κύ­ριος καί Θε­ός, ὁ Βα­σι­λεύς τοῦ σύμ­παν­τος.  Ἔ­θε­σας τόν κῦ­ κλο τοῦ φω­τός καί τοῦ σκό­τους.  Ὅ­ρι­σας τήν πο­ρεί­α ὅ­λης τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας.  Ἔ­θε­σας τό φῶς ἐ­πι­φᾶ­ναι ἐ­πί πᾶ­σαν τήν γῆν.  Ἡ ὁ­λό­φω­τος εὐ­σπλα­χνί­α Σου ἐ­πι­κα­λύ­πτει τούς ζών­τας ἐ­π’ αὐ­τήν».

Τίς ἴ­δι­ες ἔν­νοι­ες παν­το­δυ­να­μί­ας, παν­τα­χοῦ πα­ρου­σί­ας, προ­στα­σί­ας, καί ἀ­πό­λυ­της συμ­πα­ρά­στα­σης τοῦ Θε­οῦ πρός τόν ἄν­θρω­πο, τό δη­μι­ούρ­γη­μά του, με­τα­φέ­ρει ζω­η­ρά ὁ γνω­στός στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, ὅ­πως καί στό Χρι­στι­α­ νι­σμό, 22ος (23ος) Ψαλ­μός: «Κύ­ριος ποι­μαί­νει με καὶ οὐ­δέν με ὑ­στε­ρή­σει. Εἰς τό­πον χλό­ης ἐ­κεῖ με κα­τε­σκή­νω­σεν, ἐ­πὶ ὕ­δα­τος ἀ­να­παύ­σε­ως ἐ­ξέ­θρε­ψέ με, τὴν ψυ­χήν μου ἐ­πέ­στρε­ψεν. ὡ­δή­γη­σέ με ἐ­πὶ τρί­βους δι­και­ο­σύ­νης ἕ­νε­κεν τοῦ ὀ­νό­μα­τος αὐ­τοῦ. ἐ­ὰν γὰρ καὶ πο­ρευ­θῶ ἐν μέ­σῳ σκιᾶς θα­νά­του, οὐ φο­βη­θή­σο­μαι κα­κά, ὅ­τι σὺ με­τ’ ἐ­μοῦ εἶ· ἡ ρά­βδος σου καὶ ἡ βα­κτη­ρί­α σου, αὗ­ταί με πα­ρε­κά­λε­σαν.­.­.»

Ἡ κεν­τρι­κή ἰδέ­α τοῦ Ψαλ­μοῦ εἶ­ναι ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος μο­λο­νό­τι δέν βλέ­πει τό Θε­ό μέ τά φυ­σι­κά μά­τια του καί δέν μπο­ρεῖ νά συλ­λά­βει τήν ὕ­παρ­ξη καί τή δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ μέ τή λο­γι­κή του, ἐντούτοις νι­ώ­θει τή βε­βαι­ό­τη­τα τῆς πα­ρου­σί­ας του νά τόν προ­στα­τεύ­ει καί νά τόν κα­τευ­θύ­νει. Ὄ­χι δύ­ο, τρεῖς, πολ­λοί, ἤ κα­νέ­νας. Τό δεύ­τε­ρο πρᾶγ­μα τό ὁ­ποῖ­ο λέ­ει ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός πε­ρί Θε­οῦ εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἕ­νας, ὄ­χι πο­σο­τι­κά ἀλ­λά ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α τῆς μο­να­δι­κό­τη­τας τῆς οὐ­σί­ας του. Τό ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἕ­νας ση­μαί­νει ὅ­τι δέν εἶ­ναι οὔ­τε σύν­θε­τος, οὔ­τε πολ­λοί, οὔ­τε κά­ποι­ο μή  Ὄν. Κα­ νέ­να ὄν δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἴ­διο, πα­ρεμ­φε­ρές, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο ταυ­ ε­χό­με­νό της στή σχέ­ση του μέ τόν  Ἰσ­ρα­ήλ καί πε­ρι­γρά­φει τό Θε­ό ὡς ἐμ­πλε­κό­με­νο σέ ὅ­λα, ἐντού­τοις στίς πε­ρισ­σό­τε­ρες Βι­βλι­κές δι­η­γή­σεις ὁ Θε­ός ἐμ­φα­νί­ζε­ται μό­νο ἔμ­με­σα.  Τήν πα­ρα­δο­ξό­τη­τα τοῦ φαι­νο­μέ­νου ἐ­ξε­τά­ζει μί­α πρό­σφα­τη με­λέ­τη τῆς A­m­e­l­ia D­e­v­in F­r­e­e­d­m­an (2005).

95


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

τό­ση­μο τῆς οὐ­σί­ας τοῦ Θε­οῦ. Τό ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἕ­νας ση­μαί­νει ἐ­πί­σης ὅ­τι δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἔκ­φρα­ση ἤ σύν­θε­ση ἤ δυ­α­λι­σμό δύ­ο ἀν­τι­θέ­των ὄν­των, ὅ­πως στή Με­σο­πο­τα­μί­α ἀ­πό ὅ­που ἔ­φυ­γαν οἱ προ­πά­το­ρες τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ.  Ἐ­κεῖ, ὅ­πως προ­α­να­φέ­ρα­με, ἡ κυ­ρί­αρ­χη πί­στη ἦ­ταν ὅ­τι ἡ δη­μι­ουρ­γί­α καί ἡ ἁρ­μο­νί­α στή φύ­ση προ­ῆλ­θαν ἀ­πό τή σύγ­κρου­ση με­τα­ξύ δύ­ο ἀν­τι­τι­θε­μέ­νων δυ­νά­με­ων, δύ­ο ἀρ­χῶν καί ἐ­ξου­σι­ῶν οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀν­τα­γω­νί­ζον­ται καί ἀλ­λη­λο­ συμ­πλη­ρώ­νουν ἡ μί­α τήν ἄλ­λη.  Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός ἀ­πορ­ρί­πτει μί­α τέ­τοι­α δυ­α­ λι­στι­κή ἀ­φε­τη­ρί­α πε­ρί Θε­οῦ. Γιά τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἕ­νας, καί ὁ κα­τε­ξο­χήν Ἅ­γιος. Ὅ­ταν ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός το­νί­ζει ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἕ­νας, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­πορ­ρί­πτει τόν πο­λυ­θε­ϊ­σμό ὁ ὁ­ποῖ­ος δια­ιρεῖ καί κα­τα­με­ρί­ζει τή θεί­α οὐ­ σί­α, ἤ τόν ἀ­θε­ϊ­σμό ὁ ὁ­ποῖ­ος ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει τέ­τοι­ο ὄν ὅ­πως ὁ Θε­ός, ἤ τόν ἀ­γνω­στι­κι­σμό ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­φεύ­γει νά μπεῖ στήν ὁ­ποι­α­δή­πο­τε δι­α­δι­κα­σί­α λο­γι­κῆς πε­ρί ὑ­πάρ­ξε­ως ἤ μή τοῦ Θε­οῦ, καί στίς ἀ­πόρ­ροι­ες μιᾶς ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε τέ­τοι­ας το­πο­θέ­τη­σης. Πα­ρε­πι­πτόν­τως, καί πα­ρά τό γε­γο­νός ὅ­τι  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός γιά τούς πε­ρισ­σο­τέ­ρους ὑ­πο­νο­εῖ ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο ἱ­στο­ρι­κό πα­ρελ­θόν, μί­α συγ­κε­κρι­μέ­νη θρη­σκευ­τι­κή, φυ­λε­τι­κή καί ἱ­στο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀλ­λη­λέν­δε­τη μέ τήν πί­στη στό Θε­ό, δέν εἶ­ναι κα­θό­λου σπά­νιο νά συ­ναν­τή­σει κάποιος δε­δη­λω­μέ­νους  Ἑ­βραί­ους οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι ἀ­γνω­στι­ κι­στές, ἤ καί ἄ­θε­οι, ὅ­σο ἀν­τι­φα­τι­κό καί νά ἀ­κού­γε­ται αὐ­τό ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ ως. Αὐ­τό δεί­χνει ὅ­τι «Ἑ­βραῖ­ος», ἤ «Ἰ­ου­δαῖ­ος», εἶ­ναι ἕ­να πο­λύ πιό σύν­θε­το φαι­νό­με­νο (ἰ­δί­ως σή­με­ρα) ἀ­πό ὅ,τι θά νό­μι­ζε κάποιος. Ὁ κα­τε­ξο­χήν Ἅ­γιος. Τό τρί­το πρᾶγ­μα τό ὁ­ποῖ­ο λέ­ει ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός γιά τό Θε­ό εἶ­ναι ὅ­τι εἶ­ναι ἅ­γιος, ἤ μᾶλ­λον ὁ κα­τε­ξο­χήν Ἅ­γιος! Στή Βι­βλι­κή ἱ­στο­ ρί­α τῆς θε­ο­φα­νεί­ας του στήν ἔ­ρη­μο τοῦ Σι­νᾶ ὁ Θε­ός δι­έ­τα­ξε τόν Μω­υ­σῆ νά μήν προ­σεγ­γί­σει τήν και­ό­με­νη βά­το ἀλ­λά νά βγά­λει τά πα­πού­τσια του για­τί ὁ τό­πος ὅ­που στε­κό­ταν ἦ­ταν ἅ­γιος ( Ἔξ. 3:5).  Ὁ Θε­ός εἶ­ναι ὁ Ἅ­γιος καί κά­θε­τι τό ὁ­ποῖ­ο σχε­τί­ζε­ται μέ αὐ­τόν εἶ­ναι, καί γί­νε­ται, ἅ­γιο.  Ὁ προ­φή­ της  Ἡ­σα­ΐ­ας εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα ἀγ­γέ­λους νά πε­ρι­βά­λουν τό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ καί νά ἀ­να­φω­νοῦν ὁ ἕ­νας πρός τόν ἄλ­λον «ἅ­γιος, ἅ­γιος, ἅ­γιος Κύ­ριος σα­βα­ώθ [τῶν πάν­των], πλή­ρης ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δό­ξης αὐ­τοῦ» (Ἰσ. 6:3).  Ἡ πιό κοι­νή προ­σφώ­νη­ση τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τούς πι­στούς  Ἑ­βραί­ους, οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­ στά­ζουν νά προ­φέ­ρουν ἤ καί νά γρά­ψουν ὁ­λό­κλη­ρη τή λέ­ξη «Θε­ός», εἶ­ναι «ὁ Πα­νά­γιος».  Ἡ ἁ­γι­ό­τη­τα (k­a­d­o­sh) ἀ­πο­τε­λεῖ κεν­τρι­κή ἰδέ­α, καί σκο­πό τῆς πί­στης καί τῆς πρά­ξης τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ.  Ὅ­λες οἱ ἐν­το­λές, οἱ δι­α­τά­ξεις καί οἱ πρά­ξεις τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ ἔ­χουν σκο­πό νά προ­σα­να­το­λί­σουν καί νά βο­η­θή­ 96


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

σουν τόν ἄν­θρω­πο νά κα­τα­κτή­σει τήν ἁ­γι­ό­τη­τα.  Ἡ ἁ­γι­ό­τη­τα ἀ­πο­τε­λεῖ τόν ἀ­πώ­τα­το σκο­πό καί στό­χο τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ – αὐ­τό πού ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός θά ὀ­νό­μα­ζε σω­τη­ρί­α. Ὄ­χι ἄ­γνω­στος.  Ἡ οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὄν­τως, καί γιά τίς τρεῖς μο­νο­ θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες, πέ­ραν τῆς γνώ­σης καί τοῦ λο­γι­κοῦ. Αὐ­τό ὅ­μως δέν κά­νει τό Θε­ό ἀ­νύ­παρ­κτο καί ἄ­γνω­στο.  Ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἔ­λε­γε ὁ με­ γα­λύ­τε­ρος  Ἰ­ου­δαῖ­ος θε­ο­λό­γος τῶν Μέ­σων χρό­νων καί ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν, M­o­s­es b­en M­a­i­m­on (1135-1204) γνω­στός μέ τό ἐ­κλα­τι­νι­σμέ­νο ὄ­νο­μά του Μα­ϊ­μω­νί­δης, «Γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι, ἀλ­λά δέν γνω­ρί­ζου­με τί εἶ­ναι». Τήν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς δι­α­τύ­πω­ση εἶ­χε κά­νει κά­που πέν­τε αἰ­ῶ­νες νω­ρί­τε­ρα ὁ  Ἰ­ω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός (ca. 650-750), ὁ πρῶ­τος «συ­στη­μα­τι­κός» θε­ο­λό­γος τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς  Ἐκ­κλη­σί­ας, Ἀ­να­το­λῆς καί Δύ­σης, στό τρί­το μέ­ρος τοῦ πε­ ρί­φη­μου ἔρ­γου του Πη­γή Γνώ­σε­ως, «Πε­ρί τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως». Μιά τέ­τοι­α δή­λω­ση ὁ­ρί­ζει μί­α προ­σέγ­γι­ση καί θε­ο­λο­γι­κή με­θο­δο­λο­γί­α πε­ρί Θε­οῦ τήν ὁ­ποί­α φαί­νε­ται νά ἀ­πο­δέ­χον­ται οὐ­σι­α­στι­κά καί οἱ τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες (ὄ­χι ἀ­πα­ραί­τη­τα μέ τήν ἴ­δια ὁ­ρο­λο­γί­α) γνω­στή ὡς «ἀ­πο­φα­τι­ κή» ἤ, ὅ­πως λαν­θα­σμέ­να ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­πό ἄλ­λους, «ἀρ­νη­τι­κή» θε­ο­λο­γί­α (n­e­g­a­t­i­ve t­h­e­o­l­o­gy).  Ὁ ὅ­ρος «ἀ­πο­φα­τι­κή» θε­ο­λο­γί­α (a­p­o­p­h­a­t­ic t­h­e­o­l­o­gy, ἀ­πό τό  Ἑλ­λη­νι­κό ρῆ­μα ἀ­πο­φά­σκειν) δη­λώ­νει ὅ­τι οἱ ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε πε­ρί Θε­οῦ κα­τα­φα­τι­κές δη­λώ­σεις δέν ὁ­ρί­ζουν τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ. Τό εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ ἀ­πο­τε­λεῖ μυ­στή­ριο γιά τό ἀν­θρώ­πι­νο λο­γι­κό καί, ἑ­πο­μέ­νως, ὁ Θε­ ός εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κά ἄ­γνω­στος. Μέ αὐ­τό ὅ­μως ἡ ἀ­πο­φα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α δέν λέ­ει ὅ­τι ὁ Θε­ός δέν ὑ­πάρ­χει· ἐ­πι­ση­μαί­νει ἁ­πλῶς ὅ­τι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή, ἡ γλῶσ­σα καί ἡ ἔκ­φρα­ση ἀ­δυ­να­τοῦν νά ὁ­ρί­σουν καί νά πε­ρι­γρά­ψουν τήν οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ, καί ὅ­τι ὁτι­δή­πο­τε λέ­ει ὁ ἄν­θρω­πος πε­ρί Θε­οῦ στη­ρί­ζε­ται στήν ἀν­θρώ­πι­νη αὐ­το­γνω­σί­α καί ἐμ­πει­ρί­α καί ἐκ­φρά­ζε­ται ἀν­θρω­πο­μορ­ φι­κά. Σύμ­φω­να, λοι­πόν, μέ τήν ἀ­πο­φα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι συ­νε­πέ­στε­ρο νά μι­λᾶ κάποιος πε­ρί τοῦ Θε­οῦ μέ ἀ­πο­φα­τι­κούς ὅ­ρους ὡς πρός τί ὁ Θε­ός δέν εἶ­ναι, πα­ρά ὡς πρός τί εἶ­ναι· νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει, δη­λα­δή, ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι πρω­τί­στως ἀ­κα­τά­λη­πτος καί πέ­ραν παν­τός  Ὄν­τος, πα­ρά ὁτι­δή­πο­τε ὁ­ρι­ στι­κό πε­ρί τοῦ Θε­οῦ! «Ὁ ἐ­νοι­κῶν». Γιά τή μυ­στι­κή, ἀ­ό­ρα­τη, πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ ἡ ὁ­ποί­α δι­α­χέ­ ε­ται καί δι­α­πο­τί­ζει τά πάν­τα ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός χρη­σι­μο­ποι­εῖ τή λέ­ξη S­h­e­k­h­i­n­ah (προ­φέ­ρε­ται Σε­χί­να).  Ἡ λέ­ξη ση­μαί­νει «ὁ ἐ­νοι­κῶν», αὐ­τός ὁ ὁ­ποῖ­ος βρί­σκε­ ται ἐν­τός.  Ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται πε­ρί παν­θε­ϊ­σμοῦ, ἀλ­λά πε­ρί τῆς ἔν­νοι­ας τῆς παν­τα­χοῦ πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ ἡ ὁ­ποί­α πλη­ροῖ τά πάν­τα.  Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός 97


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

μι­λά­ει μέν γιά τήν ὑ­περ­βα­τι­κό­τη­τα, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να το­νί­ζει μέ ἔμ­φα­ση καί τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ.  Ὁ Θε­ός ἀ­πο­κα­λύ­πτει τόν ἑ­αυ­τό του στήν ἀν­θρω­πό­τη­τα καί στόν ἐ­κλε­κτό λα­ό του. Εἶ­ναι μέ­σω τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν του πού ὁ Θε­ός γί­νε­ται γνω­στός. Εἶ­ναι παν­το­δύ­να­μος, δί­και­ος, φι­λεύ­σπλα­χνος, μέ ἴ­διον θέ­λη­μα, παν­τα­χοῦ πα­ρών, αἰ­ώ­νιος ὡς πρός τό μέλ­λον καί αἰ­ώ­νιος ὡς πρός τό πα­ρελ­θόν (ἀ­ΐ­διος), ἅ­γιος καί ἀ­θά­να­τος. Αὐ­τές εἶ­ναι με­ρι­κές ἀ­πό τίς ἰδι­ό­τη­τες καί τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τά ὁ­ποῖ­α ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός ἔ­χει προ­σά­ψει στό Θεό. Καί πά­λι, αὐ­τά ἀ­πο­τε­λοῦν ἐκ­φρά­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες προ­έρ­χον­ται ἀ­πό ἀν­θρώ­πι­νες ἔν­νοι­ες καί ἀ­πό τό ἀν­θρώ­πι­νο λε­ξι­λό­γιο· χω­ρίς νά πε­ρι­γρά­φουν ἀ­πα­ραί­τη­τα τήν οὐ­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Οἱ ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ. Σύμ­φω­να μέ τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό οἱ πρά­ξεις καί ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἐκ­φάν­σεις τῆς ὕ­παρ­ξής του. Τέ­τοι­ες ἐ­νέρ­γει­ες εἶ­ναι ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου, ἡ συν­τή­ρη­ση τοῦ κό­σμου, ἡ πρό­νοι­α τοῦ κό­σμου, ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψή του μέ­σω τῆς ἱ­στο­ρί­ας, καί ἡ κρί­ση του. Αὐ­τές εἶ­ναι ἐ­νέρ­γει­ες οἱ ὁ­ποῖ­ες κά­νουν τήν ὕ­παρ­ξη καί τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ «αἰ­σθη­ τή».  Ὁ Θε­ός βρί­σκε­ται σέ σχέ­ση, συ­ναλ­λη­λί­α καί ἀλ­λη­λε­πί­δρα­ση, κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο, μέ τόν κό­σμο καί τόν ἄν­θρω­πο. Ἄλ­λες ἐμ­πει­ρί­ες οἱ ὁ­ποῖ­ες κα­τα­δει­κνύ­ουν καί χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ Θε­οῦ, στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­κό λα­ό  ἰ­δι­αί­τε­ρα, εἶ­ναι ἡ ἐ­κλο­γή τοῦ λα­οῦ τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ ὡς ὑ­πη­ρε­τῶν καί ἱ­ε­ρέ­ων του, ἡ δι­α­θή­κη ἤ συμ­φω­νί­α τήν ὁ­ποί­α συ­νῆ­ψε ὁ Θε­ός με­τα­ξύ αὐ­τοῦ καί τοῦ λα­οῦ του, καί ἡ πί­στη στή ἀ­πο­λύ­τρω­ση τοῦ πε­ρι­ου­σί­ου λα­οῦ ἀ­πό τή δου­λεί­α καί τή δο­κι­μα­σί­α. Σχε­τι­ζό­με­να μέ αὐ­τά τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εἶ­ναι ἡ πε­ποί­θη­ση τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ στήν ἰδέ­α πε­ρί Μεσ­σί­α ὡς λυ­τρω­τοῦ, τόν ὁ­ποῖ­ον θά χρί­σει καί θά ἀ­πο­στεί­λει ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ ός. Θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στό θέ­μα αὐ­τό σέ προ­σε­χή πα­ρά­γρα­φο. S­h­’­ma.  Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή θε­ο­λο­γί­α καί πί­στη συμ­πυ­κνώ­νον­ται σέ μί­α πο­λύ σύν­το­μη Βι­βλι­κή φρά­ση τήν ὁ­ποί­α βρί­σκουμε στό βι­βλί­ο τοῦ Δευ­ τε­ρο­νο­μί­ου (6:4): «Ἄ­κου­ε,  Ἰσ­ρα­ήλ· Κύ­ριος ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν Κύ­ριος εἷς ἐ­στι» (“S­h­’­ma Y­i­s­r­a­el, A­d­ο­n­ai E­l­o­h­a­i­nu A­d­ο­n­ai e­h­ad”­).  Ἡ φρά­ση-πρό­σκλη­ση αὐ­τή εἶ­ναι γνω­στή ὡς S­h­’­ma ἀ­πό τήν πρώ­τη της  Ἑ­βρα­ϊ­κή λέ­ξη («Ἄ­κου­ε»­), καί ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να εἶ­δος ὅ­ρου ἤ ὁ­μο­λο­γί­ας πί­στε­ως. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τό S­h­’­ma, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­πί­σης καί σάν προ­σευ­χή δι­ό­τι ἀ­παγ­γέλ­λε­ται (ἤ μᾶλ­λον, ψάλ­λε­ται) σέ κά­θε ἰδι­ω­τι­κή ἤ κοι­νή προ­σευ­χή, ἔ­χει καί μί­α μα­ κρύ­τε­ρη μορ­φή ἡ ὁ­ποί­α προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή σύν­θε­ση τρι­ῶν Βι­βλι­κῶν χω­ρί­ων: Ἀ­ριθ­μοί 15:37-41, Δευ­τε­ρο­νό­μιο 6:4 καί 11:13-21. Καί τά τρί­α αὐ­τά χω­ρί­α ἀ­πο­τε­λοῦν μί­α πε­ρί­λη­ψη τῆς Δι­α­θή­κης τοῦ Θε­οῦ μέ τόν  Ἰσ­ρα­ήλ.  Ἡ φρά­ση 98


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

ὅ­μως τοῦ Δευ­τε­ρο­νο­μί­ου 6:4 συν­θέ­τει τήν πεμ­πτου­σί­α τῆς ὅ­λης Δι­α­θή­κης, γι’ αὐ­τό καί κα­τέ­χει τήν πιό κεν­τρι­κή θέ­ση στό τε­λε­τουρ­γι­κό. Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός δέν ἔ­χει ἐ­πί­ση­μο σύμ­βο­λο πί­στε­ως, ὅ­πως εἶ­ναι τό «Ἀ­πο­ στο­λι­κό σύμ­βο­λο», ἤ τό σύμ­βο­λο Νι­καί­ας-Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἤ ἄλ­λα βα­πτι­στή­ρια ἤ λα­τρευ­τι­κά σύμ­βο­λα πί­στε­ως στό Χρι­στι­α­νι­σμό. Στόν  Ἰ­ου­ δα­ϊ­σμό τό κον­τι­νό­τε­ρο πρᾶγ­μα πού θά μπο­ροῦ­σε νά χα­ρα­κτη­ρί­σουμε ὡς ὅ­ρο ἤ σύμ­βο­λο πί­στε­ως εἶ­ναι τό S­h­’­ma.  Ὁ  Ἑ­βραῖ­ος δέν δη­λώ­νει τί πι­στεύ­ει (ὅ­πως στό Χριστιανισμό, «Πι­στεύ­ω εἰς ἕ­να Θε­όν Πα­τέ­ρα παν­το­κρά­το­ρα.­.­.»), ἀλ­λά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ον ὁ Θε­ός κά­λε­σε τόν  Ἰσ­ρα­ήλ νά ἐ­νω­τι­στεῖ μέ προ­σο­χή καί συ­νέ­πεια.  Ἡ ὕ­παρ­ξη κά­ποι­ου ἐ­πί­ση­ μου, καί ἀ­πό­λυ­του, συμ­βό­λου πί­στε­ως θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πό τόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό ἐμ­ πό­διο στήν προ­σω­πι­κή ἐ­λεύ­θε­ρη σκέ­ψη καί ἀ­να­ζή­τη­ση.  Ὁ ἀ­φο­σι­ω­μέ­νος  Ἑ­βραῖ­ος κα­λεῖ­ται νά εἶ­ναι πάν­το­τε ἐ­ναρ­γής στό «ἄ­κου­σμα» τῆς φω­νῆς τοῦ Θε­οῦ· πε­ρί­ερ­γος πάν­τα καί ἐ­ρευ­νη­τι­κός στήν ἀ­πο­κά­λυ­ψη καί στίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ. Στό S­h­’­ma μπο­ρεῖ νά δι­α­κρί­νει κάποιος δύ­ο θέ­σεις πί­στε­ως τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ: πί­στη στό Θεό ὁ ὁ­ποῖ­ος βρί­σκε­ται σέ σχέ­ση δι­α­θή­κης μέ τόν λα­ό τοῦ  Ἰσ­ρα­ήλ («Κύ­ριος ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν.­.­.­»), καί πί­στη στήν ἑ­νό­τη­τα καί ἀ­πο­λυ­τό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ («Κύ­ριος εἷς ἐ­στι»). Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πεμ­πτου­σί­α τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ σέ ὅ­λη τήν ἁ­πλό­τη­τα τῆς ἔκ­φρα­σής της. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ἀ­ξί­ζει νά στα­μα­τή­σει κάποιος καί νά ση­μει­ώ­σει τούς ἑ­ξῆς πα­ραλ­λη­λι­σμούς στό ἴ­διο φαι­νό­με­νο πρω­το­γε­νῶν ὁ­μο­λο­γι­ῶν πί­στε­ως.  Ὅ­πως στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, ἡ πεμ­πτου­σί­α τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ βρί­σκε­ται ἐκ­πε­ φρα­σμέ­νη, μέ τήν ἴ­δια ἀ­πό­λυ­τη ἁ­πλό­τη­τα καί σα­φή­νεια, στήν ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Πέ­τρου, «Σὺ εἶ ὁ Χρι­στὸς ὁ υἱ­ὸς τοῦ θε­οῦ τοῦ ζῶν­τος» (Ματ. 16:16).  Ἡ πεμ­πτου­σί­α, ἐ­πί­σης, τοῦ  Ἰσ­λάμ ἔ­χει ἐκ­φρα­στεῖ στή δι­κή της ἁ­πλού­στα­τη ὁ­μο­λο­γί­α πί­στε­ως (s­h­a­h­ā­dah), «Δέν ὑ­πάρ­χει θε­ό­τη­τα ἐ­κτός ἀ­πό τό Θε­ό· ὁ Μω­ά­μεθ εἶ­ναι προ­φή­της τοῦ Θε­οῦ» (La i­l­a­ha il A­l­l­ah, M­u­h­a­m­m­a­d­un r­a­s­ul A­l­l­ ah).  Ἔ­τσι, καί οἱ τρεῖς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεῖ­ες φέ­ρον­ται νά ἔ­χουν ἐκ­φρά­σει ἐ­ξαρ­χῆς τή θε­με­λι­ώ­δη πί­στη τους μέ σύν­το­μες καί ἁ­πλού­στα­τες φρά­σεις, κα­τα­νο­η­τές σέ ὅ­λους, μή ἐ­πι­δε­χό­με­νες κα­μί­α ἀλ­λα­γή ἤ πα­ρα­νό­η­ση. Ἀ­πό πλευ­ρᾶς δο­μῆς καί οἱ τρεῖς αὐ­τές «ὁ­μο­λο­γί­ες πί­στε­ως» πε­ρι­έ­χουν ἡ κά­θε μί­α δύ­ο ἀλ­λη­λέν­δε­τες προ­τά­σεις. Ἀ­πό πλευ­ρᾶς ὕ­φους ἡ  Ἰ­ου­δα­ϊ­κή ὁ­μο­λο­γί­α ἔ­χει προ­στα­κτι­κό-πα­ραι­νε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα· ἡ Χρι­στι­α­νι­κή ὁ­μο­λο­για­κό-ἐ­πι­βε­ βαι­ω­τι­κό· καί ἡ  Ἰσ­λα­μι­κή ἀ­πο­λο­γη­τι­κό-ἀν­τιρ­ρη­τι­κό. Στή συγ­κρι­τι­κή με­λέ­τη αὐ­τῶν τῶν ἁ­πλῶν ἀλ­λά θε­με­λι­ω­δῶν ὁ­μο­λο­γι­ῶν ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στίς συν­θῆ­κες ἀ­πο­κά­λυ­ψης ἤ δη­μι­ουρ­γί­ας τους, στό πε­ρι­ε­χό­με­νο, στόν τρό­πο ἔκ­φρα­σης 99


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

καί στήν ἔμ­φα­ση τῆς κα­θεμιᾶς θά μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­κα­λύ­ψει κάποιος τήν ἰδι­αι­τε­ρό­τη­τα, τήν  ἰδι­ο­συγ­κρα­σί­α, τήν ψυ­χο­λο­γί­α καί τήν ἀ­πο­στο­λή τήν ὁ­ποί­α ἡ κά­θε θρη­σκευ­τι­κή κοι­νό­τη­τα φέ­ρε­ται νά ἔ­χει.

Ὁ ἄν­θρω­πος, τό  ἰ­δι­αί­τε­ρο δη­μι­ούρ­γη­μα Στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­τε­λεῖ τήν κο­ρω­νί­δα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας.  Ἡ οὐ­σι­α­στι­κή δι­α­κρι­τή φύ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που καί ἡ ἀ­ξί­α της ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νον­ται καί δι­α­κη­ρύσ­σον­ται στά πρῶ­τα δύ­ο κε­φά­λαι­α τοῦ βι­βλί­ου τῆς Γε­νέ­σε­ως. Δι­α­βά­ζον­τας κάποιος τό κεί­με­νο αὐ­τό πα­ρα­τη­ρεῖ τά ἑ­ξῆς: ὁ Θε­ός πα­ρου­ σι­ά­ζε­ται νά ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τά πάν­τα, ἐξ ἀ­πο­στά­σε­ως, μέ ἕ­να εἶ­δος.­.. τη­λε­χει­ρι­στοῦ (­!­), ὁ Θε­ός εἶ­πε66 καί ἔ­γι­ναν: «γε­νη­θή­τω φῶς», «γε­νη­θή­τω στε­ρέ­ω­μα.­.­.­», «συ­να­χθή­τω τὸ ὕ­δωρ.­.­.­», «γε­νη­θή­τω­σαν φω­στῆ­ρες.­.­.­», «ἐ­ξα­γα­ γέ­τω τὰ ὕ­δα­τα ἑρ­πε­τὰ ψυ­χῶν ζω­σῶν.­.­.­», «ἐ­ξα­γα­γέ­τω ἡ γῆ ψυ­χὴν ζῶ­σαν.­.­.­». Ἀλ­λά στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που ὁ Θε­ός ἐμ­πλέ­κε­ται, ἤ μᾶλ­λον ἐ­νέ­χε­ται ὁ ἴ­διος προ­σω­πι­κά67 καί ὑ­παρ­ξια­κά. Σχη­μα­τί­ζει μέ τά ἴ­δια του τά χέ­ρια ἄν­θρω­πο ἀ­πό πη­λό καί πνέ­ει σ’ αὐ­τόν πνο­ήν ζω­ῆς – τή δι­κή του πνο­ή!  Ἡ Βι­βλι­κή ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κή αὐ­τή πε­ρι­γρα­φή δη­λώ­νει τή δι­α­φο­ρά δι­α­δι­κα­σί­ας δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που ἡ ὁ­ποί­α δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τήν ὑ­πό­λοι­πη δη­μι­ουρ­γί­α.  Ἐ­πι­πλέ­ον τό βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­ σε­ως προ­σθέ­τει κά­τι μο­να­δι­κό: δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ὁ Θε­ός, σέ ἐ­λεύ­θε­ρη καί ἀ­γα­πη­τι­κή συμ­φω­νί­α μέ τό ὅ­λο Εἶ­ναι του («ποι­ή­σω­μεν.­.­.­»­), δη­μι­ούρ­γη­σε τόν ἄν­θρω­πο «κα­τ’ εἰ­κό­να ἡ­με­τέ­ραν καὶ κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν» (Γέν. 1:26). Καί σάν νά θέ­λει νά δι­α­βε­βαι­ώ­σει καί νά ἐμ­πε­δώ­σει τή μο­να­δι­κή αὐ­τή δη­μι­ 66. Αὐ­τό τό «εἶ­πε» εἶ­ναι ἕ­να οὐ­σι­α­στι­κό στοι­χεῖ­ο στή μο­νο­θε­ϊ­στι­κή, ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­μως στή Χρι­στι­α­νι­κή θε­ο­λο­γί­α.  Ἐ­νῶ στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό καί στό  Ἰσ­λάμ ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «λό­γου τοῦ Θε­οῦ» πα­ρα­μέ­νει στήν ἐκ-φρα­στι­κή, προ­φο­ρι­κή του, δι­ά­στα­ση, στό Χρι­στι­α­νι­σμό ὁ «λό­γος», ἡ σο­φί­α, ἡ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ, ὁ ἐν­δι­ά­θε­τος Λό­γος «δι’ οὗ τά πάν­τα ἐ­γέ­νε­το», ἔ­χει προ­σω­πι­κή ὑ­πό­στα­ση, καί ἀ­να­λαμ­βά­νει σάρ­κα! 67. Ἡ ἔν­νοι­α «πρό­σω­πο» εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κῆς ση­μα­σί­ας,  ἰ­δι­αί­τε­ρα στό Χρι­στι­α­νι­σμό.  Ὁ Θε­ός δέν εἶ­ναι μί­α ἀ­φη­ρη­μέ­νη, ἀ­πό­μα­κρη, ἔν­νοι­α· σχε­τί­ζε­ται μέ τόν ἑ­αυ­τό του (ἄς ση­μει­ώ­σει κάποιος τόν πλη­θυν­τι­κό ἀ­ριθ­μό τόν ὁ­ποῖ­ον χρη­σι­μο­ποι­εῖ τό βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως 1:26, «ποι­ή­σω­μεν ἄν­θρω­πον κα­τ’ εἰ­κό­να ἡ­με­τέ­ραν καὶ κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν»­), μέ τή δη­μι­ουρ­γί­α του (διά τοῦ λό­γου του) καί μέ τόν ἄν­θρω­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ον ἔρ­χε­ται σέ ἄ­με­ση, προσ-ω­πι­κή σχέ­ση, καί στόν ὁ­ποῖ­ον πνέ­ει τή δι­κή του πνο­ή ζω­ῆς!

100


Σ ΠΕΡΜΑ Α ΒΡΑΑΜ

ουρ­γί­α, τό βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει μέ ἔμ­φα­ση στόν ἐ­πό­με­νο στί­χο τό ἴ­διο μή­νυ­μα: «καὶ ἐ­ποί­η­σεν ὁ Θε­ὸς τὸν ἄν­θρω­πον, κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τόν, ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τούς» (Γέν. 1:27).  Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­ξυ­πα­κού­ει τήν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ καί τήν κοι­νω­ νί­α προ­σώ­πων στόν ἄν­θρω­πο!  Ἡ ἔν­νοι­α «ἄν­θρω­πος» στή Γρα­φή ση­μαί­νει κοι­νω­νι­κό ὄν ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ καί ἀ­φε­αυ­τοῦ.  Ἡ ἔκ­φρα­ση «ἄρ­σεν καί θῆ­λυ» δέν δη­λώ­νει δι­ά­στα­ση, ἤ ἁ­πλῶς βι­ο­λο­γι­κό ἤ σε­ξου­α­λι­κό ὁ­ρι­σμό, ἀλ­λά ὁ­ρι­σμό σχέ­σε­ως προ­σώ­πων «κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ».  Ὁ Θε­ός ἐμ­πλού­τι­σε ἐ­πι­πλέ­ον τόν ἄν­θρω­πο μέ ἐ­λευ­θε­ρί­α καί δυ­να­τό­τη­τα νά γί­νει ὅ­πως ὁ Θε­ός - ἅ­γιος κα­τά χά­ριν, ὄ­χι κα­τ’ οὐ­σί­αν ὅ­πως ὁ Θε­ός, διά τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας καί μέ­σω τῆς ἄ­σκη­σης τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας του. Αὐ­τό εἶ­ναι τό νό­η­μα τοῦ «κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν». Τό «κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν» δέν εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μο μέ τό «κα­τ’ εἰ­κό­να». Τό «κα­τ’ εἰ­κό­να» εἶ­ναι τό ἀρ­χέ­τυ­πο καί τό πρό­τυ­πο. Τό «κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν» εἶ­ναι τό δυ­νη­τι­κό, τό δυ­να­μι­κό, τό ἐ­σα­εί δη­μι­ουρ­γι­κό.  Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α δέν τε­λεί­ω­σε μέ τόν ἄν­θρω­πο· ἄρ­χι­σε! Στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, ἐ­φό­σον τό καθετί δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἀ­πό τόν κα­τε­ξο­χήν Ἅ­γιο, εἶ­ναι καί θε­ω­ρεῖ­ται ἱ­ε­ρό.  Ὁ ἄν­θρω­πος ἰδι­αί­τε­ρα δη­μι­ουρ­γή­θη­κε γιά νά εἶ­ναι ἐκ­φρα­στής τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας.  Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά πρέ­πει νά εἶ­ναι συμ­πε­ρι­φο­ρά ἁ­γι­ό­τη­τας. Οἱ ἀν­θρώ­πι­νες πρά­ξεις πρέ­πει νά εἶ­ναι πρά­ξεις ἁ­γι­ό­τη­τας. Τά ἀν­θρώ­πι­να κί­νη­τρα πρέ­πει νά εἶ­ναι κί­νη­τρα ἁ­γι­ό­τη­τας. Οἱ ἀν­θρώ­πι­νες ἐ­πι­δι­ώ­ξεις πρέ­πει νά ἀ­πο­τε­λοῦν ἐ­πι­δι­ώ­ξεις ἁ­γι­ό­τη­τας. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ρό­λος τῶν ἐν­το­λῶν (m­i­t­z­v­o­th, πληθ. τοῦ m­i­t­z­v­ah), καί ὁ σκο­πός τοῦ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ: νά κα­θο­δη­γοῦν τόν ἄν­θρω­πο πρός τήν ἁ­γι­ό­τη­τα (k­a­d­o­sh). Συ­νερ­γός Θε­οῦ.  Ὁ ἄν­θρω­πος κλή­θη­κε ἀ­πό τό Θε­ό νά εἶ­ναι ἄρ­χον­τας τῶν δη­μι­ουρ­γη­μά­των τῆς γῆς: «καὶ ἀρ­χέ­τω­σαν τῶν ἰχθύ­ων τῆς θα­λάσ­σης καὶ τῶν πε­τει­νῶν τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ τῶν κτη­νῶν καὶ πά­σης τῆς γῆς καὶ πάν­ των τῶν ἑρ­πε­τῶν τῶν ἑρ­πόν­των ἐ­πὶ τῆς γῆς» (Γέν. 1:26). Κλή­θη­κε ἐ­πί­σης νά εἶ­ναι συν­δη­μι­ουρ­γός τοῦ Θε­οῦ στή δι­αι­ώ­νι­ση τοῦ εἴ­δους. Μέ­σω τῆς ἐρ­γα­σί­ ας, τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς καί τῆς συν­δη­μι­ουρ­γί­ας καλ­λι­ερ­γεῖ­ται, ἐκ­φρά­ζε­ται καί ἀ­να­πτύσ­σε­ται ἡ ἁ­γι­ό­τη­τα.  Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός δέν εἶ­δε πο­τέ τήν ἀ­γα­μί­α ὡς ἀ­νώ­τε­ρο τρό­πο ζω­ῆς.  Ἡ ἀ­σκη­τι­κό­τη­τα ἤ ὁ μο­να­χι­σμός πρός χά­ριν τοῦ Θε­οῦ φαί­νον­ται ἀν­τι­φα­τι­κά στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό.  Ὁ γά­μος καί ἡ παι­δο­ποι­ί­α θε­ω­ροῦν­ται ὡς οἱ κα­λύ­τε­ροι τρό­ποι ἐ­πι­βε­βαί­ω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς ὑ­πη­ ρέ­τη καί συ­νερ­γοῦ τοῦ Θε­οῦ, καί ἔκ­φρα­σης τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας τῆς ζω­ῆς, τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἀ­ξι­ο­πρέ­πειας καί τοῦ πρω­ταρ­χι­κοῦ ρό­λου τοῦ ἀν­θρώ­που στή δη­μι­ουρ­γί­α. 101


Δ ΑΝΙΗΛ Ι . Σ ΑΧΑΣ

Ἀ­σθε­νής, ἀλ­λ’ ὄ­χι «πε­σμέ­νος».  Ὁ ἄν­θρω­πος στόν  &Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό δέν6θε­ ΣΕΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ω­ρεῖ­ται ἁ­μαρ­τω­λός, ἤ «πε­σμέ­νος», ὅ­πως πε­ρι­γρά­φε­ται μέ σκο­τει­νά χρώ­ μα­τα ἀ­πό πολ­λούς στό Χριστιανισμό.  Ὁ Θε­ός δη­μι­ούρ­γη­σε τόν ἄν­θρω­πο Τό βιβλίο πλατύ, σκεπτόμενο, χα­μη­λό­τε­ρα ἀ­πόαὐτό τούς γράφτηκε ἀγ­γέ­λους68γιά , ὄ­χιτόὑ­πό τήν ἔν­νοι­α ὅ­τι δέν κοινό εἶ­ναι τό­σο στόν Ἑλλαδικό χῶρο καί ἰδιαίτερα γιά ἀναγνῶστες οἱ ὁποῖοι κα­λός ὅ­σο οἱ ἄγ­γε­λοι ἀλ­λά ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α ὅ­τι δέν εἶναι ἄυ­λος ὅ­πως οἱ ἄγ­ σοβαρά μιά εἰλικρινή γνώση καί κατανόηγε­λοι,ἐνδιαφέρονται ἀλ­λά δη­μι­ούρ­γη­μα μέ γιά πνευ­μα­τι­κή καί ὑ­λι­κή σύ­στα­ση. Εἶ­ναι λό­γω ση τοῦ ἀφετηρία τή θρησκευτική, καί ὄ­χι τῆς ὑ­λι­κῆς τουἀνθρώπου σύ­στα­σηςμέπού ὁ ἄν­θρω­πος ὑ­πό­κει­ται ἱστορική σέ ἀ­δυ­να­μί­ες, πολιτιστική του ταυτότητα καί ἐμπειρία, στήν οὐσία καί στήν λό­γω τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης του αὐ­τῆς κα­θαυ­τήν. Στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό δέν ἔκφραση. ὑ­πάρ­χει ἡ ἔν­νοι­α τῆς ἐν­δο­γε­νοῦς, φυ­σι­κῆς, ἤ προ­πα­το­ρι­κῆς ἁ­μαρ­τί­ας ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά σω­θεῖ, ἤ νά ἀ­παλ­λα­γεῖ.  Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει Οἱ σελίδες αὐτές ἀποτελοῦν μιά πλατειά ἱστορικο-φαινομενολοἀ­νάγ­κη νά ἀ­να­γνω­ρί­σει τίς ἀ­δυ­να­μί­ες τῆς φύ­σης του καί νά ἀ­γω­νι­στεῖ γιά γική εἰσαγωγή στόν Ἰουδαϊσμό, στό Χριστιανισμό καί στό Ἰσλάμ, νά τίς ξε­πε­ρά­σει προ­σβλέ­πον­τας πρός καί ἐ­πι­δι­ώ­κον­τας ἀ­νώ­τε­ρα ἰ­δα­νι­ τρεῖς γνώριμες-ἄγνωστες θρησκευτικές παραδόσεις, μέ ὅσο τό κά καί ἠ­θι­κούς στό­χους.  Ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός χτυ­πά­ει μί­α θε­τι­κή χορ­δή ὅ­σον δυνατόν διακριτή τήν οὐσιαστική ταυτότητα τῆς κάθε μίας, ἀλλά ἀ­φο­ρᾶ στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση το­νί­ζον­τας ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐκ φύ­σε­ως καί τήν ἐξίσου ἐσωτερική τους συνάφεια ὡς ἐκ «σπέρματος κα­λός, ὅ­τι πρέ­πει νά ἀ­γω­νί­ζε­ται νά ζεῖ τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς φύ­σης του, καί Ἀβραάμ» θρησκευτικῶν παραδόσεων καί κοινοτήτων. Μία τένά ἁ­γιά­ζει τή ζω­ή γύ­ρω του. Δέν ὑ­πάρ­χει, λοι­πόν, ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί ἄ­φε­ση τοια προσέγγιση ἐπιδιώκει νά ἀναδείξει τήν ξεχωριστή ταυτότηἁ­μαρ­τι­ῶν στόν  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό, ὅ­πως νο­εῖ­ται του­λά­χι­στον στό Χριστιανισμό.  τα τῆς κάθε παράδοσης, ἀλλά καί τήν ὅσο γίνεται συνολική φυσιὉ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νος καί πρέ­πει νά ἔρ­χε­ται σέ ἀ­πευ­θεί­ας συν­δι­ ογνωμία τοῦ μονοθεϊσμοῦ ὡς φαινομένου, ὅπως αὐτό ἀναδύεται αλ­λα­γή καί συμ­φι­λί­ω­ση μέ τό Θεό καί τούς συ­ναν­θρώ­πους του. Πρέ­πει νά ἀπότόν τίςἑ­αυ­τό διαρκεῖς ἀντιπαραβολές καί ἀναφορές στίς ἐκφράσεις γνω­ρί­ζει του καί νά χρη­σι­μο­ποι­εῖ κά­θε εὐ­και­ρί­α νά ἀ­πο­κα­θι­στᾶ τῆς κάθετου. μίαςὩς θρησκευτικῆς παράδοσης τίς ἄλλες δύο. τά σφάλ­μα­τά θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­σηπρός ὁ  Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός πα­ρέ­χει ἐ­πί­ ση­μα τήν εὐ­και­ρί­α με­τά­νοι­ας καί συν­δι­αλ­λα­γῆς στό δε­κα­ή­με­ρο Ἡ σπουδή τῆς δικῆς του θρησκευτικῆς παράδοσης ἀλλά δι­ά­στη­μα καί ἀ­πό τήν τοῦ Νέ­ου  Ἔ­τουςὁδηγεῖ (R­o­shτόν H­a­s­h­a­n­ah) τήν  Ἡ­μέ­ρα τοῦ  τῆςπρώ­τη θρησκείας τῶν ἄλλων ἄνθρωπομέ­χρι σέ μία προσωἘ­ξι­λα­σμοῦ (Y­om K­i­p­p­ur).  Ἡ ὅ­λη πική του αὐτογνωσία. Ὡς αὐ­τή στάσηπε­ρί­ο­δος δέ ζωῆς,αὐ­το­ε­ξέ­τα­σης, καλλιεργεῖ τόἐν­δο­στρέ­ σεφειας,βασμό αὐ­το­μεμ­ψί­ας, με­τά­νοι­ας καί συν­δι­αλ­λα­γῆς μέ τόἐλευθερία Θεό καί τούς στήν ὕπαρξη, στίς ἀρχές, στίς ἀπόψεις, στήν συ­ναν­θρώ­πους του κο­ρυ­φώ­νε­ται μέ τήν  Ἡ­μέ­ρα τοῦ  Ἐ­ξι­λα­σμοῦ, ἡ­μέ­ρα καί στήν ἰδιαιτερότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὡς εἰκόνας Θεοῦ, συγ­χώ­ρη­σης καί «ἐ­πα­να­συγ­κρό­τη­σης». Εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­δι­α­φέ­ρον τό ὅ­τι χωρίς σχετικοποίηση, συγκριτισμό, ἤ ἀλλοτρίωση τῆς δικῆς ἡ λέ­ξη «ἐ­ξι­λα­σμός» (ἤ ἐ­ξι­λέ­ω­ση), μί­α λέ­ξη ἡ ὁ­ποί­α φαί­νε­ται νά ἐκ­φρά­ζει του αὐτοσυνειδησίας. Αὐτό συνιστᾶ ὡριμότητα, καί ἀποπνέει μό­νο τήν πλευ­ρά τῆς ἀ­παλ­λα­γῆς ἀ­πό τήν ἐ­νο­χή, ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ καί ἐ­πι­ ἐλπίδα. κρα­τή­σει στήν Ἀγ­γλι­κή δι­ε­θνή ἐ­πι­κοι­νω­νί­α ὡς A­t­o­n­e­m­e­nt, λέ­ξη ἡ ὁ­ποί­α προ­σφυ­ῶς ἔ­χει ἑρ­μη­νευ­τεῖ ἀ­πό  Ἑ­βραί­ους δι­α­νο­ου­μέ­νους ὡς συν­θε­τι­κή τῶν λέ­ξε­ων At-o­ne-m­e­nt, δη­λα­δή συγ­κρό­τη­ση, ἑ­νο­ποί­η­ση, καί ὁ­λο­κλή­ρω­ ση τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας καί τῶν δι­α­προ­σω­πι­κῶν σχέ­σε­ων.  Ἡ ἁ­μαρ­τί­α, οἱ 68. «ἠ­λάτ­τω­σας αὐ­τὸν βρα­χύ τι πα­ρ’ ἀγ­γέ­λους, δό­ξῃ καὶ τι­μῇ ἐ­στε­φά­νω­σας αὐ­τόν», Ψαλ­ μός 8:6.

102


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.