Η ταυτότητα των πετρωμάτων της συλλογής

Page 1

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό. Η ταυτότητα των πετρωμάτων της συλλογής Η συλλογή των πετρωμάτων του Ελληνικού χώρου ΔΩΡΙΖΕΤΑΙ μετά από επιθυμία του Ιωάννη Τασσόπουλου, από την κα Λήδα Τασσοπούλου-Παπαμανώλη, στα σχολεία της ΑΧΑΙΑΣ (14 Μαΐου 2014)

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

306 Κροκεάτης λίθος (Κροκεές Λακωνίας)

Ο κροκεάτης λίθος είναι ένας ιδιαίτερος τύπος ανδεσίτη* µε τυπικό πορφυριτικό ιστό, ο οποίος βρίσκεται στις Κροκεές της Πελοποννήσου και είναι γνωστός από την αρχαιότητα.

Μακροσκοπικά παρουσιάζει πράσινο χρώµα λόγω των πλαγιοκλάστων και των δευτερογενών

ορυκτών χλωρίτη, αιµατίτη και επιδότου.

Τον Κροκεάτη λίθο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για την κατασκευή αγγείων και

σφραγίδων και για την διακόσμηση κτιρίων λουτρών και τάφων. Τα περίφημα λουτρά δίπλα

στο ναό του Ποσειδώνα στην Κόρινθο είχαν διακοσμηθεί με Κροκεάτη λίθο. O Κροκεάτης

λίθος υπήρξε ένα από τα κύρια προϊόντα εξαγωγής των Μυκηναίων. Αγγεία και σφραγίδες

και άλλα αντικείμενα από Κροκεάτη λίθο βρέθηκαν στην ακρόπολη των Μυκηνών και στις

ανασκαφές στο παλάτι του Βασιλιά Μίνωα στην Κνωσό της Κρήτης.

Οι Ρωμαίοι εξόρυξαν και πήραν μεγάλες ποσότητες λίθου (Lapis Lacedaemonius όπως

τους αποκαλούσαν δηλαδή Λίθος των Λακεδαιμονίων, των Σπαρτιατών) τον οποίον

χρησιμοποίησαν κυρίως ως διακοσμητικό οικοδομικό υλικό σε προσόψεις και δάπεδα

πολυτελών κτιρίων. Η μεταφορά του λίθου στα διάφορα μέρη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας

έγινε, κατά πάσα πιθανότητα, μέσω του αρχαίου λιμανιού των Σπαρτιατών στην περιοχή

Τρίνησα του δήμου Κροκεών. Η τοπική παράδοση λέγει ότι οι πέτρες μεταφέρθηκαν από το

Ψηφί έως τα Τρίνησα από χέρι σε χέρι από μια στρατιά δούλων εργατών. Έτσι εξηγείται και

το γεγονός ότι περπατώντας την ίδια διαδρομή σήμερα βλέπεις αρκετές πέτρες, σπαρμένες

εδώ και κει, από αυτές που έπεφταν από τα χέρια των εργατών. Ο Παυσανίας, διάσημος

περιηγητής της εποχής εκείνης, αναφέρεται στα διηγήματά του στις Κροκεές και το λατομείο

του Κροκεάτη λίθου.

Ο Κροκεάτης λίθος χρησιμοποιήθηκε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο σε Καλλιτεχνικούς διακοσμητικούς πίνακες στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία άλλα αρχαία πολυτελή κτίρια. Κατά την Βυζαντινή περίοδο χρησιμοποιήθηκε στο δάπεδο του Ναού της Αγιά Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη. Περί το 1260 ο Βασιλιάς της Αγγλίας Henry ο 3ος Χρησιμοποίησε Κροκεάτη λίθο για την διακόσμηση του δαπέδου του Westminster Abbey Kαθεδρικού ναού της Αγγλικανικής εκκλησίας.

Επίσης χρησιμοποιήθηκε και κατά την προ Οθωμανική περίοδο για την διακόσμηση

Μουσουλμανικών κτιρίων στο Κάϊρο της Αιγύπτου. Ο Κροκεάτης λίθος διαλέχτηκε τελευταία

για την διακόσμηση του απλού τάφου των τριακοσίων Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες.

* Οι ανδεσίτες, είναι τα έκχυτα πετρώµατα των διοριτών (πυριγενών πετρωμάτων) και παίρνουν το όνοµά τους από την οροσειρά των Άνδεων (νότιος Αµερική). Σχηµατίζουν ρεύµατα λάβας, αλλά όχι σπάνια εµφανίζονται µε µορφή µικρών διεισδύσεων και ιδιαίτερα φλεβών.

309 Ηφαιστειακή ύελος (Γυαλί Νισύρου)

Η Ηφαιστειακή Ύελος είναι ηφαιστειακό πέτρωμα. Είναι ένα άμορφο (μη κρυσταλλικό)

προϊόν της ταχείας ψύξης του μάγματος.

Ηφαιστειακοί ύελοι είναι:

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.
Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

 Ο Οψιδιανός (312): Στα ηφαιστειακά πετρώματα λόγω της απότομης ανόδου του μάγματος προς την επιφάνεια, η θερμοκρασία πέφτει απότομα με συνέπεια να

σχηματισθούν υαλώδεις μάζες. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για υαλώδη ιστό.

 Ο Ανδεσίτης (314): Πολλές φορές όμως μέσα στην υαλώδη ή μικροκρυσταλλική μάζα

βρίσκονται κρύσταλλοι διαφόρων ορυκτών μικροί ή μεγάλοι, οι οποίοι σχηματίζονται πριν

την έκχυση της λάβας και οι οποίοι ονομάζονται φαινοκρύσταλλοι. Ο συνδυασμός της υαλώδους ή μικροκρυσταλλικής μάζας και των φαινοκρυστάλλων χαρακτηρίζεται ως πορφυριτικός ιστός.

 Η Κίσσηρη: Από τα υελώδη ηφαιστειακά πετρώματα (αυτά που αποτελούνται μόνο από

ύελο και δεν περιέχουν καθόλου κρυστάλλους ορυκτών) χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η κίσσηρη (κοινώς ελαφρόπετρα) και ο οψιδιανός, τα οποία είναι κατά 100%

πυριτικά πετρώματα, αφού η ύελος είναι άμορφο SiO2.

 Ο περλίτης είναι φυσική ηφαιστειακή ύαλος, που σχηµατίζεται µε την απότοµη ψύξη και στερεοποίηση ηφαιστειακής λάβας, παγιδεύοντας νερό στη µάζα της. Στην ύπαρξη του παγιδευµένου νερού οφείλεται η πιο σηµαντική φυσική ιδιότητα του περλίτη, που είναι η ικανότητά του να διογκώνεται σε θερµοκρασίες 800 °- 950°C. Μια λευκή µάζα από µικροσκοπικές γυάλινες φυσαλίδες σχηµατίζεται µε την απότοµη ελεγχόµενη θέρµανση, ο περλίτης τήκεται και διογκώνεται ως αποτέλεσµα της εξάτµισης του παγιδευµένου νερού. Το ορυκτό αποκτά έτσι ξεχωριστές ιδιότητες θερµικής και ηχητικής µόνωσης, ενώ παράλληλα γίνεται εξαιρετικά πορώδες.Ο διογκωμένος περλίτης χρησιμοποιείται για την κατασκευή ελαφροβαρών δομικών υλικών (ψευδοροφές, μονωτικές πλάκες) και επιχρισμάτων (σοβάδες, κονιάματα), ενώ έχει πλήθος γεωργικών εφαρμογών ως υπόστρωμα σε υδροπονικές καλλιέργειες και ως συστατικό μειγμάτων με τύρφη σε θερμοκήπια και άλλες καλλιέργειες. Ο διογκωμένος και κατεργασμένος περλίτης χρησιμοποιείται ως μέσο διήθησης υγρών (χυμών, ποτών, ελαίων, χημικών κ.ά.).

310 Σμύριδα (Νάξος)

Η Σμύριδα ή σμυρίγλι, είναι μεταμορφωμένο πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από κορούνδιο (Al2O3) με ανάμιξη μαγνητίτη, αιματίτη και λειμωνίτη και προέρχεται από μεταμόρφωση υψηλού βαθμού βωξιτών και λατεριτών. Το κορούνδιο είναι ορυκτό οξείδιο του αργιλίου. Είναι το δεύτερο σε σκληρότητα υλικό που βρίσκεται στη φύση, μετά το

διαμάντι. Η υψηλή αυτή σκληρότητα αποδίδεται στους πολύ ισχυρούς δεσμούς αργιλίου –

οξυγόνου, οι οποίοι προσδίδουν στο ορυκτό και σχετικά μεγάλη πυκνότητα, λόγω της μικρής

μεταξύ τους απόστασης. Η διάφανη ποιότητα του κορουνδίου είναι οι πολύτιμοι λίθοι

ρουμπίνι και ζαφείρι, ενώ η αδιάφανη ποιότητα είναι ή σμύριδα

Η σμύριδα έχει χρώμα κυανόμαυρο ή ορισμένες φορές κατάμαυρο και πολύ μεγάλη σκληρότητα που πλησιάζει το 9 στην κλίμακα Mohs (λόγω του κορουνδίου που περιέχει). Τα

κοιτάσματά της ως επί το πλείστον εντοπίζονται μέσα σε στρώματα μαρμάρου και δολομίτη.

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Από τους αρχαιότατους χρόνους ήταν γνωστές οι ιδιότητες της σμύριδας και χρησιμοποιείτο ως λειαντικό και στιλβωτικό μέσο. Για πάνω από 2500 χρόνια και μέχρι

πρόσφατα, ο σημαντικός τόπος εξόρυξης της σμύριδας παγκοσμίως ήταν η ανατολική περιοχή της Νάξου το χωριό Απείρανθος. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν και εμπορεύονταν το

υλικό αυτό με το όνομα «ναξία γη» ή «ναξία ακόνη». Οι αρχαίοι συγγραφείς επισημαίνουν

την χρησιμότητα της σμύριδας, στην λιθογλυφία των σκληρών λίθων, για την κατασκευή

σφραγιδόλιθων και δακτυλιόλιθων.

Στη φωτογραφία από την δεκαετία του 1970, μεταλλωρύχοι στη Νάξο φορτώνουν σμύριδα σε βαγονέτο, για την μεταφορά της στο λιμάνι.

Η σμύριδα σήμερα είναι ένα πολύ σημαντικό βιομηχανικό υλικό, που χρησιμοποιείται για

την κατασκευή γυαλόχαρτου, και λειαντικών τροχών. Χρησιμοποιείται σε εφαρμογές

βιομηχανικών δαπέδων, μυλόπετρες, τοιχώματα και πόρτες χρηματοκιβωτίων, λειαντικά

υλικά και κοπτικά υλικά. Επίσης χρησιμοποιείται σε πλάκες πεζοδρομίων και σταμπωτά βιομηχανικά δάπεδα. Έχει ειδικό βάρος 4 και την χρησιμοποιούν για τα στεγανά των πλοίων

γιατί έχει την ιδιότητα να μην βγάζει σκουριά. Είναι 100% αντιολισθηρό υλικό και χρησιμοποιείται στους αυτοκινητόδρομους σε επικίνδυνα σημεία.

311 Αυτοφυές θείο (Μήλος)

Το αυτοφυές θείο ή θειάφι είναι ένα πολυσθενές αμέταλλο. Τα αυτοφυή στοιχεία είναι

υλικά που αποτελούνται από ένα μόνο στοιχείο της φύσης και λίγα μόνο στοιχεία της φύσης

βρίσκονται σε αυτή την μορφή. Στη στοιχειακή του μορφή είναι ένα έντονα κίτρινο κρυσταλλικό στερεό. Είναι μεταλλευτικό ορυκτό ή μετάλλευμα.

Το αυτοφυές θείο (S) συναντάται συχνά σε ηφαιστειακές περιοχές, προερχόμενο από

αέρια ή υγρά θερμά διαλύματα. Στην Ελλάδα είναι γνωστοί δύο τύποι κοιτασμάτων

αυτοφυούς θείου.

 Ο πρώτος τύπος προέρχεται από την αναγωγή θειικών αλάτων και κυρίως γύψου. Συναντάται στη Ζάκυνθο, την Κρήτη και στην περιοχή της λίμνης Οζερός, κοντά στο Αγρίνιο.

 Ο δεύτερος τύπος κοιτασμάτων αυτοφυούς θείου είναι προϊόν εξάχνωσης και συνδέεται με τη μεταηφαιστειακή ατμιδική δράση. Ο τύπος αυτός συναντάται στο Σουσάκι, κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου, στη Μήλο και στη Νίσυρο.

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Το στοιχειακό θείο συλλέγεται από συλλέκτες ορυκτών, εξαιτίας των έντονα

χρωματισμένων πολυεδρικών κρυστάλλων που σχηματίζει. Επίσης γαλάκτωμα αυτού

χρησιμοποιείται στην αισθητική προσώπου.

Είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Η πρώτη αναφορά στη χρήση του θείου κατά την

αρχαιότητα γίνεται από τον ΄Ομηρο στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Οι θεραπευτικές του

ιδιότητες ήταν γνωστές την εποχή του Ιπποκράτη, ενώ χρησίμευε επίσης για τη στίλβωση

μετάλλων και ως απολυμαντικό, λόγω του παραγόμενου κατά την καύση του, διοξειδίου του θείου.

312 Οψιδιανός (Μήλος)

Ο οψιδιανός είναι ηφαιστειακό πέτρωμα. Λόγω της πολύ γρήγορης ψύξης του μάγματος

έχει υαλώδη υφή (θεωρείται φυσικό γυαλί). Εµφανίζει στιλπνό µαύρο, γκρίζο, σκούρο καφετί

ή πράσινο χρώμα. Ο θραυσμός του έχει την όψη σπασμένου γυαλιού. Ο οψιδιανός είναι

δυνατόν να περιέχει φαινοκρυστάλλους χαλαζία, και άλλων ορυκτών. Στην Ελλάδα

χρησιμοποιείται ο όρος «οψιδιανός» από όσους έχουν σχέση με γεωλογικές επιστήμες και ο

όρος «οψιανός» από τους αρχαιολόγους.

Οι πηγές οψιδιανού στην ανατολική Μεσόγειο είναι λιγοστές και εντοπίζονται σε μερικά νησιά του Αιγαίου: στη Μήλο (στα Νύχια και το Δεμενεγάκι), την Αντίπαρο, τη Νίσυρο και το Γυαλί.

Χρησιµοποιήθηκε εξαιτίας της σύστασης και ανθεκτικότητάς του, ήδη από τα τέλη της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου, για την κατασκευή λεπίδων με κοφτερές ακμές, που χρησίμευαν ως μαχαίρια, ξέστρες και ξυράφια. Ο οψιδιανός της Μήλου προτιμήθηκε λόγω της σκληρότητάς του από τους κατοίκους του Αιγαίου τόσο κατά την εποχή του Λίθου, όσο και κατά την εποχή του Χαλκού (3200-1050 π.Χ.) για την κατασκευή εργαλείων και όπλων (αιχμές βελών). Αντίθετα, ο οψιδιανός από το Γυαλί της Νισύρου ήταν περισσότερο

εύθραυστος και συνεπώς ακατάλληλος για λεπτή επεξεργασία, γι' αυτό και χρησίμευσε, ιδιαίτερα κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού, στην κατασκευή λίθινων αγγείων.

Το ταξίδι του οψιδιανού ξεκινάει από τη διαμόρφωσή του κατά τις εκρήξεις των

ηφαιστείων πριν από 1,5 εκατομμύριο χρόνια, φτάνει μέχρι την ανακάλυψή του από τους ψαράδες του Αιγαίου, τη συστηματική εξόρυξη και μεταφορά του σε μεγάλες αποστάσεις (μέχρι και 400 χιλιόμετρα από τη Μήλο) και την ανάπτυξη της προϊστορικής τεχνολογίας για

την κατασκευή εργαλείων και όπλων, μέχρι το τέλος της χρήσης του πριν από περίπου 3.000

χρόνια. Δικαίως θεωρείται Ο «χρυσός» των Ελλήνων.

«Επί επτά χιλιετίες συνεχώς -από το τέλος της Παλαιολιθικής ως την αρχή τουλάχιστον της Μέσης

Εποχής του Χαλκού- η Μήλος υπήρξε η ανεξάντλητη πηγή της πρώτης ύλης, του οψιδιανού, για την κατασκευή αποτελεσµατικών εργαλείων και όπλων σε ολόκληρο το Αιγαίο και όχι µόνο. Τόσο η ανακάλυψη του οψιδιανού και των ιδιοτήτων του όσο και η µετέπειτα διακίνησή του προϋπέθεταν την ύπαρξη µέσων για θαλάσσιες µετακινήσεις. ∆ικαιολογηµένα λοιπόν η εύρεση µικρολιθικών εργαλείων από οψιδιανό στα Μεσολιθικά στρώµατα της 9ης και 8ης χιλιετίας π.Χ. στο Σπήλαιο

Φράγχθι της Ερµιονίδος θεωρήθηκε η αρχαιότερη µαρτυρία για τη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο». Χρήστος Ντούµας

καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Αν και στα ομηρικά χρόνια σταματάει η χρήση του οψιδιανού και η αναφορά του στα

κείμενα, ωστόσο τον 3ο αιώνα μ.Χ. ανακαλύπτεται ένα βιβλίο με "μαγικές" συνταγές. Μία

από αυτές αναφέρει πως "αλέθουν τον οψιδιανό και τον ανακατεύουν με ρετσίνι για να

γιατρέψουν ασθένειες των ματιών. Και μην ξεχνάμε ότι μέχρι το 1970, πριν από τη χρήση του

λέιζερ δηλαδή, οι εγχειρήσεις στα μάτια πραγματοποιούνταν με οψιδιανό, καθώς είναι φυσικά αποστειρωμένο πέτρωμα".

Σήμερα χρησιμοποιείται ως βάση για την κατασκευή υαλοβάμβακα.

313 Ορθογνεύσιος (Κυκλάδες)

Ο

Ορθογνεύσιος είναι μεταμορφωμένο πέτρωμα που προήλθε από μεταμόρφωση

γρανίτη. Το πρόθεμα ορθο- δηλώνει ότι το πρωτογενές πέτρωμα ήταν πυριγενές.

Χαρακτηριστικό των γνευσίων είναι η εναλλαγή ανοικτόχρωμων και σκουρόχρωμων ζωνών, και οι δύο από πυριτικά ορυκτά. Αυτό που περισσότερο χαρακτηρίζει τους γνεύσιους είναι

αυτή η χαρακτηριστική υφή τους παρά η ορυκτολογική τους σύσταση. Η υφή είναι

χαρακτηριστική της μεταμόρφωσης υψηλών θερμοκρασιών (600 - 700ο C) και ανάλογων

πιέσεων. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών δεν λαμβάνουν φυλλώδη μορφή αλλά κοκκώδη Δεν είναι διαπιστωμένη η ακριβής ετυμολογία του όρου «γνεύσιος». Κατά μία εκδοχή προέρχεται από το ρήμα της παλαιάς γερμανικής γλώσσας gneisto, που σημαίνει

«σπινθηρίζω», λόγω των λάμψεων του πετρώματος σε άμεσο φωτισμό. Κατ' άλλη, εκδοχή ο όρος προέρχεται από το άχρηστο υλικό ενός μεταλλείου (σκωρία).

Από ορυκτολογική άποψη οι γνεύσιοι αποτελούνται κυρίως από νατριούχους και

καλιούχους αστρίους, χαλαζία και συμμετέχουν σε αυτούς μαρμαρυγίες (κυρίως μοσχοβίτης

και βιοτίτης) και αμφίβολοι (κυρίως κεροστίλβη).

Είναι ευρέως διαδεδομένο πέτρωμα και απαντάται σε πολλά σημεία του πλανήτη. Στην

Ελλάδα βρίσκεται στην Τήνο, τη Δήλο και αρκετές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας.

Ο γνεύσιος χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό για κατασκευή βάθρων, πλακών επίστρωσης αλλά και προσόψεων κτηρίωνκ.ά.

314, 315 Ανδεσίτης (Σαντορίνη)

Ο ανδεσίτης, είναι ηφαιστειακό πετρώματα που έχει πάρει το όνοµά του από την οροσειρά των Άνδεων της Νοτίου Αµερικής. Αποτελεί τον πιο διαδεδοµένο τύπο

ηφαιστειακού πετρώματος στα νησιωτικά τόξα και στα ενεργά ηπειρωτικά περιθώρια.

Το χρώμα του ποικίλλει από καστανό ή καστανόφαιο και ανοιχτό γκρι έως μαύρο. Ο

ανδεσίτης είναι τραχής στην αφή, έχει όψη κυψελώδη, υφή πορώδη και πυκνή και

σκληρότητα 5 στην κλίμακα Mohs Ο ιστός του αποτελείται από άμορφο υλικό, μέσα στο οποίο βρίσκονται κυρίως μικροσκοπικοί κρύσταλλοι, καθώς και μερικοί ευδιάκριτοι με γυμνό

οφθαλμό (φαινοκρύσταλλοι). Ο συνδυασμός της υαλώδους ή μικροκρυσταλλικής μάζας και

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

των φαινοκρυστάλλων χαρακτηρίζεται ως πορφυριτικός ιστός. Η χημική του σύσταση είναι

κυρίως SiO2 (56-64%) και Al2O3 (16-21%) ενώ περιλαμβάνει Ti02, Fe2O3, Fe0, MgO κά.

Στην Ελλάδα ανδεσίτες υπάρχουν σε πολλές ηφαιστειογενείς περιοχές (Μακεδονία, Θράκη, στην περιοχή του νότιου Αιγαίου και κυρίως γύρω από τις ηφαιστειακές εστίες, όπως

η Σαντορίνη , κ.α.).

Ο ανδεσίτης λόγω της αντοχής και της ανθεκτικότητάς του, χρησιμοποιείται ευρέως στον

τομέα των κατασκευών και του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Οι μεγάλοι όγκοι

χρησιμοποιούνται ως ένα εξαιρετικό θεμέλιο για την κατασκευή κτιρίων και κατασκευών ενώ

οι πλάκες του για πλακόστρωση πλατειών και πεζοδρομίων. Χρησιμοποιείται επίσης για τη

διακόσμηση της επένδυσης κτιρίων, σκαλοπατιών, τζακιών και πισίνων. Θρυμματισμένος

χρησιμοποιείται στην κατασκευή δρόμων και για την παραγωγή σκυροδέματος υψηλής ποιότητας.

317, 319 Πηγματίτες

Ως πηγματίτες χαρακτηρίζονται μαγματογενή πετρώματα τα οποία φέρουν ασυνήθιστα μεγάλους φαινοκρυστάλλους (μεγέθους άνω των 5 εκατ.) που τυπικά σχηματίζονται σε επικαλύψεις ή σε φλέβες διείσδυσης σε άλλα μαγματογενή πετρώματα. Το κύριο χαρακτηριστικό των πηγματιτών είναι ο σχηματισμός πολύ μεγάλων κρυστάλλων. Το μέγεθος των φαινοκρυστάλλων αυτών κυμαίνεται από μερικά εκατοστά και φθάνει μέχρι μερικά μέτρα. Η πλειονότητα των πηγματιτών έχει ως ορυκτολογικά συστατικά χαλαζία, αστρίους και μαρμαρυγίες, δηλ. είναι ορυκτολογικά όμοιοι με γρανίτες.

Οι πηγματίτες προέρχονται από το μάγμα που κρυσταλλώνεται τελευταίο, όντας ιδιαίτερα

πλούσιο σε υδρατμούς. Συχνά σε πηγματίτες συναντώνται, λόγω διαδικασιών φυσικού

εμπλουτισμού, ορυκτά πλούσια σε βόριο, λίθιο, ουράνιο και σπάνιες γαίες

Συναντώνται σε σχετική αφθονία στο γήινο φλοιό και υπάρχουν σε όλα τα μέρη του πλανήτη. Όπως είναι φυσικό, αφθονούν σε σημεία όπου ο γήινος φλοιός είναι περισσότερο σταθερός, έχοντας μεγάλο πάχος, όπως π.χ. η Καναδική ασπίδα.

Από άποψη ηλικίας οι πηγματίτες έχουν την ηλικία του γήινου φλοιού. Οι πηγματίτες

Προκάμβριας περιόδου (ηλικίας 1,8 - 1 δισ. ετών) είναι οι πλέον διαδεδομένοι και συναντώνται στην Καναδική ασπίδα, τη Γροιλανδία, τη Ρωσία και παρόμοια γεωλογικά

περιβάλλοντα. Οι νεότερης ηλικίας πηγματίτες (20 - 5 εκατ. ετών) συναντώνται στα Ιμαλάια, στο Νεπάλ και το Πακιστάν.

Οι πηγματίτες, λόγω του τρόπου σχηματισμού τους, εμφανίζουν εμπλουτισμό σε

ορισμένα συστατικά των φαινοκρυστάλλων τους. Δεν είναι όμως μόνο τα μεταλλευτικά

ορυκτά που προσδίνουν στους πηγματίτες σημαντική οικονομική αξία. Τα βιομηχανικά

ορυκτά όπως ο χαλαζίας, οι μαρμαρυγίες και οι άστριοι εξάγονται κατά κύριο λόγο από

πηγματίτες. Επίσης, μια ποικιλία από πολύτιμους λίθους, κυρίως ποικιλίες τουρμαλίνη, βήρυλλος, ακουαμαρίνα, αλλά και οικονομικά σημαντικών ορυκτών, όπως τανταλίτης, κολουμβίτης, ζιννβαλδίτης, μοργκανίτης, ανευρίσκονται σε πηγματίτες

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.
Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

320 Οπάλιος (Εύβοια)

Ο οπάλιος είναι ένα υλικό ασυνήθιστο ως προς τη δομή του. Είναι άμορφο σαν το γυαλί

και η σύστασή του είναι βασικά διοξείδιο του πυριτίου, SiO2.

Η

ιδιαιτερότητα του οπάλιου, έγκειται στο γεγονός, ότι περιέχει στην μάζα του μία

ποσότητα περίπου 10% νερό. To SiO2 με το νερό σχηματίζουν μικρά σφαιρίδια τα οποία

διατάσσονται στο χώρο, σχηματίζοντας διάφορα γεωμετρικά σχήματα. Όταν περνάει το φως

μέσα από αυτές τις διατάξεις, διαθλάται και διαχέεται κατά τυχαίες διευθύνσεις, με

αποτέλεσμα η επιφάνεια του ορυκτού, να εμφανίζει την σπάνια εναλλαγή των διάφορων

χρωμάτων που ιριδίζουν.

Ο

οπάλιος έχει σκληρότητα 6 και ειδικό βάρος 2,2.και έχει την ιδιότητα να αφυδατώνεται.

Το νερό

δηλαδή που υπάρχει στην μάζα του, εξατμίζεται. Η εξάτμιση αυτή γίνεται βέβαια με

πολύ αργούς ρυθμούς. Ο αφυδατωμένος οπάλιος, σε πρώτη φάση γίνεται εύθρυπτος, και

στη συνέχεια με την παρέλευση πολλών χρόνων χάνει τα χρώματά του. Κάποιος που κατέχει

ένα ακριβό κομμάτι οπάλιου και φιλοδοξεί να το κληροδοτήσει στους απογόνους του, πρέπει

να το φυλάει μέσα σε κλειστό κουτί με υγρασία

Ο Πλίνιος στο περίφημο βιβλίο του «Historia Naturalis» περιγράφει πολύ ωραία το

πολύτιμο λίθο opalus: «έχει μέσα του μία φωτιά πιο ήπια από του ρουμπινιού, φαίνεται

ακόμα το λαμπερό μωβ του αμέθυστου, υπάρχει το γαλαζοπράσινο του σμαραγδιού, και όλα

λάμπουν σε μια απίστευτη ενότητα. Κάποιες από τις αστραποβόλες λάμψεις του ανταγωνίζονται όλα τα χρώματα του ζωγράφου, και κάποιες άλλες το χρώμα της φλόγας από το θειάφι που καίγεται, όταν ζωηρεύει από το λάδι.»

Ετυμολογικά η λέξη οπάλιος θεωρείται ότι προέρχεται από την αρχαία Σανσκριτική λέξη upala που σημαίνει λίθος. Στα χρόνια του μεσαίωνα ο οπάλιος είχε την ονομασία ophthalmios (οφθάλμιος) ή lapis ophthalmius. Η ονομασία αυτή δόθηκε διότι οι άνθρωποι τότε είχαν την απίστευτη δοξασία ότι τα χρώματα του οπάλιου προέρχονταν από τις κόρες των οφθαλμών μικρών παιδιών.

Η καλή ποιότητα του οπάλιου είναι περιζήτητη και ανέκαθεν χρησιμοποιείτο στην κοσμηματοποιία. Οι Ρωμαίοι εξόρυσσαν οπάλιο από την περιοχή της Τσεχίας, και κατά τον μεσαίωνα λειτουργούσαν ορυχεία οπάλιου στην περιοχή Cernowitz της Ουγγαρίας. Οι

Αζτέκοι επίσης τον χρησιμοποιούσαν για στολισμό τους και σε θρησκευτικές τελετές.

321 Ρουδιστές

Απολιθωμένα δίθυρα μαλάκια, τα οποία εμφανίστηκαν στο ανώτερο Ιουρασικό και

παρουσίασαν τη μεγαλύτερη εξάπλωση κατά το Κρητιδικό, στα τέλη τού οποίου και

εξαφανίστηκαν (πριν 65.000.000 έτη).

Ήταν ανισόθυρα δίθυρα με πολύ επιμήκη, υπό μορφή κέρατος, δεξιά θυρίδα και αριστερή μικρή, σχεδόν επίπεδη. Ήταν προσκολλημένα στο βυθό και σχημάτιζαν ολόκληρες ομάδες υπό μορφή υφάλων, κατά το Κρητιδικό. Έχουν πολύ μεγάλα χοντροκομμένα δόντια και γι

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας
Περιβαλλοντική
Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.
Εκπαίδευσης
Εκπαίδευση

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

αυτό ανήκουν στον παχυδοντικό τύπο κλείθρου (Pachydont). Φαίνεται ότι αυτή η οδόντωση

έχει σχέση με τον τρόπο ζωής τους.

Στην Ελλάδα έχουν βρεθεί στους Κρητιδικούς ασβεστόλιθους. Ιδιαίτερα οι Ρουδιστοφόροι ασβεστόλιθοι έχουν μεγάλη εξάπλωση με Hippurites και Radiolites.

322 Απολιθωμένο κοράλλι (Λιβαδειά)

Απολιθωμένη αποικία κοραλλιού*. Τα κοράλλια ως οργανισμοί είναι από τους

παλαιότερους στον πλανήτη. Βρίσκονται απολιθωμένοι από την Παλαιοζωική περίοδο,

ορισμένα δε γένη αποτελούν και καθοδηγητικά απολιθώματα. Ηλικία 125-95 εκατομμύρια χρόνια.

Tα κοράλλια χρησιμοποιούνται σαν γενικοί δείκτες ηλικίας, αλλά δίνουν επίσης και πολύτιμα παλαιοοικολογικά στοιχεία (παλαιοθερμοκρασία, παλαιοβάθος). Από άποψη λιθογένεσης, οι

σκελετοί τους έχουν σχηματίσει τεράστιους όγκους ανθρακικών ιζημάτωνασβεστόλιθων. Ουσιαστικά στη διάρκεια του γεωλογικού χρόνου, με αυτόν τον τρόπο έχουν δεσμευτεί τεράστιες ποσότητες CO2 από την ατμόσφαιρα πολύ περισσότερες ακόμη και από τα φυτά.

* Κοράλλι γενικά ονομάζεται κάθε υδρόβιος οργανισμός που έχει τη δυνατότητα του σχηματισμού συμπαγούς εξωτερικού σκελετού που συνήθως είναι ασβεστολιθικός. Τα

κοράλλια είναι θαλάσσιοι οργανισμοί που έχουν τη μορφή μικρών πολυπόδων (μονάδων που μοιάζουν με θαλάσσιες ανεμώνες) και σχηματίζουν αποικίες αποτελούμενες από πολλές

τέτοιες μονάδες. Ανήκουν στην τάξη των Ανθόζωων και αποτελούν ομοταξία του φύλου Κνιδόζωα (Cnidaria). Αυτή η ομοταξία περιλαμβάνει περίπου 6.000 είδη και είναι όλα υδρόβιοι οργανισμοί. Είναι από τους παλαιότερους οργανισμούς του πλανήτη καθώς βρίσκουμε απολιθώματα τους από την παλαιοζωική περίοδο.

323 Απολιθωμένο* στρείδι** Ostrea (Κόρινθος)

Απολιθώματα ονομάζονται τα λείψανα ζωϊκών ή φυτικών οργανισμών που βρίσκονται σε ιζηματογενή πετρώματα.

Το Στρείδι είναι δίθυρο μαλάκιο. Φέρει όστρακο αποτελούμενο από δύο ασβεστιτικής σύστασης θυρίδες, μέσα στο οποίο περικλείονται όλα τα μαλακά μέρη. Έχει αμφίπλευρη συμμετρία. Τρέφεται φιλτράροντας σωματίδια τροφής από το θαλασσινό νερό (μικροφάγα ζώα).Προσκολλάται σε σταθερό υπόστρωμα π.χ. βράχο ή άλλο κέλυφος με τη μια θυρίδα ή μικρό τμήμα αυτής και συνήθως το σχήμα τους προσαρμόζεται με τη μορφή του

υποστρώματος. Τυπικό παράδειγμα οι Οστρεες (Οstreacea). Προσκολλώνται με την Αριστερή

θυρίδα σε σταθερά υποστρώματα και σχηματίζουν ολόκληρες αποικίες (πάγκους) στα αβαθή νερά από αλλεπάλληλα συγκολλημένα κελύφη. Οι αποικίες αυτές δείχνουν ακτογραμμές και παλαιοακτές.

Το γένος των βρώσιμων στρειδιών Ostrea ανήκει στην οικογένεια Ostreidae .

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Τα απολιθωμένα στρείδια, έχουν ηλικία 100 χιλιάδες χρόνια και χρησιμοποιούνται ως

βιολογικοί δείκτες της στάθμης της θάλασσας.

527 Αμμωνίτης (Επίδαυρος)

Απολιθωμένο κεφαλόποδο* (υδρόβιο ζώο, της τάξης των κεφαλόποδων, της υποτάξης των

αμμωνιδών) που έζησε πριν από περίπου 240 εκατομμύρια χρόνια. Οι αμμωνίτες ήταν

εξαιρετικά διαδεδομένο είδος στη γη τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα. Έχουν βρεθεί

πάνω από 5.000 διαφορετικά είδη. Κατέκλυσαν το θαλάσσιο περιβάλλον έως την Ύστερη

Κρητιδική περίοδο (65,5 εκατ.χρόνια ± 0,3), οπότε και εξαφανίστηκαν ως τάξη. Οι Αμμωνίτες

είναι καθοδηγητικά απολιθώματα. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να καθορίσουμε την ηλικία

των πετρωμάτων στα οποία τους βρίσκουμε.

Οι αμμωνίτες που απαντούν κατά το κατώτερο και μέσο Ιουρασικό είχαν μέγεθος που δεν

ξεπερνούσε τα 23 εκ σε διάμετρο. Κατά το ανώτερο Ιουρασικό εμφανίζονται είδη με

διάμετρο μεγέθους 53 εκ., ενώ στην Κρητιδική περίοδο στην περιοχή της σημερινής

Κεντρικής Ευρώπης έφθασε σε διάμετρο τα 2 μέτρα.

Από άποψη εσωτερικής κατασκευής ελάχιστα είναι γνωστά για τους αμμωνίτες, καθώς

μόνο ένα μικρό τμήμα του πεπτικού συστήματος και μια κύστη (η οποία εικάζεται ότι ήταν μελανηφόρος κύστη, που χρησίμευε για την αποθήκευση και εκτόξευση μελάνης, όπως στα

σημερινά κεφαλόποδα) έχουν διασωθεί (τα μαλακά μέρη δεν απολιθώνονται). Εικάζεται ότι

είχαν πλοκάμια (σε άγνωστο αριθμό), με τα οποία παγίδευαν τη λεία τους.

Το απολίθωμα του αμμωνίτη έχει σχήμα σπιράλ, και μοιάζει με το κέρατο του κριαριού.

Το όνομα το πήρε από τον Άμμωνα, θεό των Αιγυπτίων ο οποίος σε πολλές παραστάσεις

εμφανίζεται να φοράει τα κέρατα του κριαριού.

Έχουν βρεθεί σε πολλά μέρη του κόσμου, και στην Ελλάδα (σημεία με ιδιαίτερη παρουσία

αμμωνιτών στο απολιθωματικό αρχείο είναι η Χίος και η Αργολίδα). Τελευταία, μεγάλα κοιτάσματα αμμωνιτών έχουν ανακαλυφθεί, στην Μαδαγασκάρη, και στον Καναδά.

Οι αμμωνίτες της Ελλάδας έζησαν στην Τηθύ, μια εκτεταμένη θερμή υποτροπική θάλασσα (η Μεσόγειος είναι υπόλειμμα της Τηθύος). Οι αμμωνίτες της Τηθύος διακρίνονται για τον

πλούσιο στολισμό τους, σε σχέση με αμμωνίτες άλλων θαλασσών. Οι Αμμωνίτες της

Επιδαύρου έχουν ηλικία 245-215 εκατομμύρια έτη. Η μαύρη κρούστα που καλύπτει τα συγκεκριμένα απολιθώματα αποτελεί ένδειξη μεγάλου βάθους της θάλασσας στην οποία ζούσαν.

* Τα κεφαλόποδα θεωρούνται σαν τα πιο εξελιγμένα μαλάκια. Ζουν αποκλειστικά στη θάλασσα και είναι ζώα σαρκοφάγα (Θηρευτές = κυνηγοί). Περιλαμβάνουν τον σημερινό Ναυτίλο, τα χταπόδια, τις σουπιές, τα καλαμάρια όπως επίσης και τους εξαφανισμένους Αμμωνίτες. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από μερικά

εκατοστά έως μερικά μέτρα και φέρουν όστρακο ασβεστολιθικής σύστασης το οποίο είναι χωρισμένο σε κενούς θαλάμους και δίνει πλευστότητα στο ζώο.

Έχουν ιδιόμορφο σώμα με ανεπτυγμένο κεφάλι το οποίο φέρει πλοκάμια. Ονομάστηκαν κεφαλόποδα

επειδή τα πλοκάμια τους θεωρήθηκαν πόδια. Τα πλοκάμια διατάσσονται κυκλικά και είναι οπλισμένα με

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

μυζητικές κοτύλες (βεντούζες), άγκιστρα ή όνυχες για τη

της τροφής. Ο αριθμός των πλοκαμιών στα

σημερινά κεφαλόποδα κυμαίνεται: 8 (χταπόδι), 10 (σουπιές-καλαμάρια) ή 38 (ναυτίλος).

571 Σχιστόλιθος (Κερατέα Αττικής)

Οι σχιστόλιθοι είναι μεταμορφωμένα πετρώματα, τα οποία έχουν υποστεί έντονα την

επίδραση της μεταμόρφωσης (σχιστοφυής όψη). Προέρχονται από τη μεταμόρφωση

ιζηματογενών πετρωμάτων όπως αργίλου και ιλύος ή πυριγενών πετρωμάτων διοριτικής ή γαββρικής προέλευσης που έχουν βρεθεί σε πολύ ισχυρές πιέσεις και θερμοκρασίες.

Το όνομα σχιστόλιθος, άλλωστε, προέρχεται από την ιδιότητα που παρουσιάζει το

πέτρωμα να σχίζεται σε πλάκες. Προέρχεται από την ελληνική λέξη σχιστός που σημαίνει

αυτός που έχει αποχωριστεί.

Γενικά, οι σχιστόλιθοι, όπως και οι γνεύσιοι, είναι τα κατεξοχήν κρυσταλλοσχιστώδη

πετρώματα που συμμετέχουν στη δομή μιας μεταμορφωσιγενούς περιοχής. Υπάρχουν

πολλοί τύποι σχιστόλιθων, που χαρακτηρίζονται γεωλογικά από το επικρατέστερο ορυκτολογικό τους συστατικό, όπως για παράδειγμα μαρμαρυγιακοί, χαλαζιακοί, αμφιβολιτικοί σχιστόλιθοι κ.λπ. Σχιστόλιθοι πλούσιοι σε ασβεστίτη ή δολομίτη συνοδεύουν

συνήθως κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους (μάρμαρα) και ονομάζονται ασβεστολιθικοί σχιστόλιθοι.

Το χρώμα του κυμαίνεται από γκρίζο – φαιό έως γκριζοπράσινο και αναγνωρίζεται εύκολα

από τη φυλλώδη όψη του.

Στην Ελλάδα ο σχιστόλιθος είναι πολύ διαδεδομένος και χρησιμοποιείται κυρίως στην

οικοδόμηση των κτηρίων. Η φυλλώδης μορφή του το κάνει χρήσιμο στην κατασκευή

κεραμοσκεπών και πλακοστρώσεων. Το Πήλιο είναι γνωστό για τις σχιστολιθικές πλάκες του που χρησιμοποιούνται στις στέγες των σπιτιών αντί για κεραμίδια, για πλακόστρωση ή επένδυση τοίχων.

Μέσα στους σχιστόλιθους σχηματίζονται συχνά σπινέλλιοι (ημιπολύτιμες πέτρες) που

μοιάζουν πολύ με τα ρουμπίνια και τα ζαφείρια.

572 Ψαμμίτης (Κερατέα Αττικής)

Ο ψαμμίτης είναι κλαστικό ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από κόκκους άμμου

που συγκρατoύνται μαζί με φυσική συγκολλητική ύλη. Οι κόκκοι έχουν μέγεθος από 2 μέχρι 0,06 χιλιοστά. Συνήθως οι κόκκοι είναι από χαλαζία ή άστριο, επειδή είναι πολύ άφθονοι στο φλοιό της Γης, ενώ επίσης μπορεί να υπάρχουν κόκκοι καολίνη ή μοσχοβίτη, οι οποίοι δίνουν

αντίστοιχα τον καολινικό ψαμμίτη και τον μαρμαρυγιακό ψαμμίτη. Το συνδετικό υλικό ποικίλει και μπορεί να είναι άργιλος ή αργιλικός σχιστόλιθος ή ανθρακικό ορυκτό όπως ο

ασβεστίτης ή σπανιότερα ο δολομίτης.

Ο ψαμμίτης είναι ανθεκτικό πέτρωμα με μεγάλη ποικιλία χρωμάτων (καφέ, κόκκινος, κίτρινος, πρασινωπός, γκρι, ροζ ή λευκός).Οι περισσότεροι ψαμμίτες σχηματίζονται σε αβαθή

θαλάσσια νερά (παράκτιο περιβάλλον) και για αυτό συχνά περιέχουν κελύφη.

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.
σύλληψη

Ο

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

ψαμμίτης είναι πορώδης και έχει την ιδιότητα να φιλτράρει και να αποθηκεύει μεγάλες

ποσότητες υγρών και γι' αυτόν το λόγο είναι πολύτιμος για τη δημιουργία αποθεμάτων

νερού και πετρελαίου. Σχηματίστηκε εκεί που κάποτε υπήρχαν μικρές θάλασσες. Οι

ψαμμίτες παρουσιάζονται σε πολλά σημεία της Γης, συχνότερα στις ερήμους ή σε ξηρά μέρη, όπως η Σαχάρα, η Αραβική έρημος, η αυστραλιανή έρημος και οι ανατολικές Ηνωμένες

πολιτείες.

Εξορύσσεται κυρίως σε ογκόλιθους από ορυχεία ανοικτού λάκκου και στη συνέχεια μεταποιείται σε εργοστασιακές μονάδες. Ως υλικό είναι ευαίσθητο στην αποσάθρωση, αν και οι μηχανικές του αντοχές διαφέρουν ανάλογα με τη σύσταση του πετρώματος. Υπάρχει ένα

είδος ψαμμίτη του οποίου οι κόκκοι και το συνδετικό υλικό αποτελούνται αποκλειστικά από

χαλαζία και για αυτό ονομάζεται χαλαζικός ψαμμίτης. Ο ψαμμίτης μπορεί να μετατραπεί σε

χαλαζίτη με θέρμανση και πίεση, η οποία συνήθως ασκείται στις τεκτονικές κινήσεις κατά την

ορογένεση. Ο χαλαζίτης είναι πολύ σκληρό και ανθεκτικό πέτρωμα και για αυτό χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό.

Ο Ψαμμίτης χρησιμοποιείται στην κατασκευή κτιρίων, τόσο ως δομικό υλικό, όσο και ως διακοσμητικό στοιχείο σε δάπεδα και τοίχους. Λόγω της σκληρότητας του, της αντοχής του στις καιρικές συνθήκες και της μειωμένης ικανότητας του στο γυάλισμα, ο ψαμμίτης είναι ένα υλικό κατάλληλο για εξωτερικές εφαρμογές, επενδύσεις, πεζοδρόμια κ.α.

573 Αντιμονίτης (Ριζανά Κιλκίς)

Ο Αντιμοτίτης είναι θειούχο ορυκτό του αντιμονίου. Ήταν γνωστό στην αρχαιότητα με το

όνομα στίβι ήστίμμι και το χρησιμοποιούσαν ως ψιμμύθιο Από τις λέξεις αυτές προήλθε και το λατινικό stibium για το αντιμόνιο (χημ. σύμβολο Sb).

Έχει χρώμα σκούρο γκρι, το οποίο συχνά ιριδίζει προς γαλαζωπές ανταύγειες. Είναι

ορυκτό που βρίσκεται σε υδροθερμικές φλέβες χαμηλών θερμοκρασιών και σε αποθέσεις

θερμών πηγών.

Ο αντιμονίτης αποτελεί το κυριότερο μετάλλευμα αντιμονίου, αν και τα μεγάλα

κοιτάσματά του είναι σχετικά σπάνια. Κοιτάσματα με μεγάλους κρυστάλλους ανευρίσκονται

στις ΗΠΑ, στην Βολιβία, στη Γερμανίας , στη Σλοβακία, την Τσεχία, την Ρουμανία.

Το μεσαίωνα οι αλχημιστές δίνουν στο ορυκτό το όνομα antimonium και το

χρησιμοποιούν για την επεξεργασία του χρυσού και την κατασκευή ενός αντιμονιούχου

γυαλιού που χρησίμευε ως φάρμακο. Παλαιότερα, ήταν πολύ διαδεδομένη η κατασκευή

τυπογραφικών στοιχείων από το κράμα Pb-Sb (εφεύρεση του μηχανικού πιεστηρίου από το

γερμανό χρυσοχόο Gutenberg, 1440, που παρέμεινε το κύριο μέσο εκτύπωσης μέχρι τις

αρχές του 20ου αιώνα).

Σήμερα έχει μεγάλη οικονομική σημασία. Το 50% της παγκόσμιας παραγωγής χρησιμοποιείται ως επιβραδυντικό φωτιάς σε υφάσματα και πλαστικά (πχ αεροπορικό fiberglass) και σαν καταλύτης πολυμερισμού. Μεγάλες ποσότητες κράματος αντιμονίουμολύβδου χρησιμοποιούνται στη μεταλλουργία για την παραγωγή σιδηροκραμάτων με

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική

υψηλή σκληρότητα, μπαταριών και βλημάτων. Το θειούχο αντιμόνιο χρησιμοποιείται

μέσο βουλκανισμού και ως πορτοκαλί χρωστική ουσία. Χρησιμοποιείται ως συστατικό

πυροτεχνημάτων, πυροτεχνικών και τροχιοδεικτικών βλημάτων. Το αντιμόνιο (και πολλές

από τις ενώσεις του) είναι πολύ τοξικό, όπως περίπου το αρσενικό.

575 & 578 Ασβεστίτης (Λαύριο)

Μορφή ορυκτού του ανθρακικού ασβεστίου(CaCO3). Διαυγές και κρυσταλλικό ορυκτό, με

λευκή απόχρωση. Βρίσκεται κυρίως σε ιζηματογενή πετρώματα. Κύριο συστατικό του

ασβεστόλιθου και του μαρμάρου.

Αποτελεί το κύριο συστατικό των κελυφών πολλών οργανισμών (Εχινοδέρμων, μαλακίων, κοραλιών κτλ.), των περιβλημάτων των ωών (αυγών) των ερπετών και των πτηνών και των

σκελετών των περισσότερων σπονδυλωτών.

Η παραγωγή του μπορεί να προέλθει από την κατακρήμνιση πλούσιων διαλυμάτων ανθρακικού ασβεστίου ώστε να δημιουργηθούν σταλακτίτες και σταλαγμίτες των οποίων

είναι κύριο συστατικό.

Λόγω των ποικίλων τρόπων σχηματισμού του - είναι ιζηματογενούς προελεύσεως - έχουν

περιγραφεί πάνω από 800 διαφορετικές μορφές του. Απαντά, επίσης, και ως Αραγονίτης

(πολυμορφική μορφή του με την ίδια χημική σύσταση αλλά διαφορετικό σύστημα κρυστάλλωσης).

Το όνομά "calcite" προέρχεται από το Λατινικό "calx", που σημαίνει "ασβέστης", λέξη η οποία αποτελεί αντιδάνειο του αρχαίου ελληνικού "χάλιξ".

Χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή τσιμέντων, επίσης στην οικοδομική, στη διακοσμητική, στη λιθογραφία και ως λίπασμα. Η ισλανδική κρύσταλλος χρησιμοποιείται σε διάφορα οπτικά συστήματα (πρίσματα Nicol κλπ.).

576- Αραγωνίτης (Λαύριο)

Μορφή ορυκτού του ανθρακικού ασβεστίου(CaCO3). Βρίσκεται σε μεταμορφωμένα (υψηλής πίεσης) πετρώματα, σε ιζηματογενή ανθρακικά και σαν επίστρωμα στην εσωτερική

επιφάνεια μερικών οστράκων (μαλακόστρακα).

Η άλλη μορφή του είναι ο ασβεστίτης. Είναι λιγότερο διαδεδομένος από τον ασβεστίτη, καθώς σχηματίζεται από φυσικοχημικά φαινόμενα μικρότερου εύρους. Τα δύο ορυκτά

προσομοιάζουν πολύ στο χρώμα, δεν έχουν, όμως, παρόμοια κρυσταλλική δομή.

Ο αραγωνίτης σχηματίζεται σε αποθέσεις θερμών πηγών και γκέιζερ, σε σταλακτίτες και

ωολίθους στους θαλάσσιους πυθμένες, μετατρεπόμενος, με τον χρόνο, σε ασβεστίτη. Είναι, συχνά, ορυκτό που απαντά σε ποικίλα πετρώματα προερχόμενο από την επίδραση χαμηλής

θερμοκρασίας και πίεσης υδατικών διαλυμάτων και, επίσης συχνά, το ορυκτό των σταλακτιτών, αντικαθιστώντας τον ασβεστίτη.

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.
Εκπαίδευση
ως

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Πολλά μαλάκια σχηματίζουν το κέλυφός τους από αραγωνίτη, γι' αυτό και το εσωτερικό

του εμφανίζει μαργαριτώδη λάμψη και ιριδισμούς, οφειλόμενους στον αραγωνίτη. Φθορίζει

έντονα κάτω από υπεριώδη ακτινοβολία, ενώ εμφανίζει και το φαινόμενο του θερμοφωσφορισμού.

Είναι ορυκτό ευρέως διαδεδομένο σε όλες τις περιοχές της Γης. Χαρακτηριστικά του δείγματα ανευρίσκονται στην Ισπανία το Μαρόκο, την Αυστρία, τη Σλοβακία, τη Ναμίμπια

και αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ. Στην Ελλάδα όμορφα δείγματα εμφανίζονται στην νήσο Σέριφο

Χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό, στα φίλτρα νερού, σε βελτιωτικά εδαφών, στη

βιομηχανία λιπασμάτων, στην τσιμεντοβιομηχανία, στη βιομηχανία ελαστικών, στη χαρτοβιομηχανία, κ.ά.

577 Χαλαζίας (Πεντέλη)

Διάφανος μονοκρύσταλλος χαλαζίας από την Πεντέλη (Αττική). Παρουσιάζει μεγάλη

διαφάνεια και πολύ καλοσχηματισμένες έδρες. Εγκλείσματα οξειδίων του Fe δίνουν ένα

ανοικτό καφετί έως πορτοκαλοκίτρινο χρώμα.

Ο

χαλαζίας είναι ορυκτό του πυριτίου, γνωστός διεθνώς με το όνομα "Quartz".

Συγκεκριμένα αποτελείται πολύ καθαρό οξείδιο πυριτίου (SiO2) που είναι το δεύτερο πιο διαδεδομένο ορυκτό στη φύση. Είναι σημαντικό ορυκτό της λιθόσφαιρας και συμμετέχει στα

συστατικά της σε ποσοστό περίπου 12%. Επίσης είναι το μοναδικό ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από πυρίτιο και οξυγόνο. Τα ιόντα του χαλαζία είναι πολύ ισχυρά συνδεδεμένα

και για αυτό έχει μεγάλη σκληρότητα (7 στην κλίμακα Mohs).

Απαντάται σε πολλές και ποικίλες μορφές, έχοντας χρώμα από σκούρο καφέ-μαύρο (καπνιάς) έως τελείως διαφανές. Στα πετρώματα συναντάται σε κοκκώδη ή κρυσταλλική

μορφή. Αποτελεί ορυκτολογικό συστατικό των όξινων εκρηξιγενών πετρωμάτων, όπως και μεταμορφωσιγενών και ιζηματογενών πετρωμάτων.

Οι έγχρωμες ποικιλίες του χαλαζία θεωρούνται πολύτιμοι λίθοι, όπως ο κιτρίνης ( κίτρινος μέχρι πορτοκαλί), ο αμέθυστος (ιώδης), ο κρυσταλλικός (διαυγής), ο γαλακτώδης (λευκός),ο

ροδόχροος (ρόδινες χροιές), ο καπνίας (τεφρόμαυρος) Τα γνωστά είδη χαλαζία είναι: Χαλκηδόνιος, αχάτης, αμέθυστος, μάτι της τίγρης, καπνίας, ροζ χαλαζίας, όνυχας κ.ά.

Τον χρησιμοποιούμε:

 Αυτούσιο, για την κατασκευή ωρολογίων και ωρολογιακών μηχανισμών και σε ηλεκτρονικά κυκλώματα χρονισμού.

 για την παρασκευή πυριτίου

 τις ημιπολύτιμες μορφές του, στην διακοσμητική και την κοσμηματοποιία

 την ορεία κρύσταλλο (διάφανη, μονοκρυσταλλική μορφή χαλαζία που παρουσιάζει το φαινόμενο της διπλοθλαστικότητας) για την κατασκευή οπτικών συσκευών

 την χαλαζιακή άμμο, υπό μορφή σκόνης, για την παρασκευή γυαλιού

 ως λειαντικό, λόγω της υψηλής σκληρότητάς του

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

 ως συστατικό στην παρασκευή ορισμένων τύπων πορσελάνης και

 ως πέτρωμα , ψαμμίτες, χαλαζίτης, στην οικοδομική.

579 Αζουρίτης (Λαύριο)

Είναι ορυκτό του χαλκού ( Cu) [βασικός ανθρακικός χαλκός- 2CuCO3. Cu(OH)2 ] με ωραίο

μπλε χρώμα. Βρίσκεται κατά κανόνα μαζί με άλλα χαλκούχα ορυκτά, από τα οποία και

σχηματίζεται κάτω από την οξειδωτική επίδραση του νερού και του αέρα.

Ο

αζουρίτης ήταν γνωστός από την αρχαιότητα και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος τον αναφέρει με το όνομα «κυανός» (kuanos) ή caeruleum.

Στην Ελλάδα, αζουρίτης βρίσκεται στη Μακεδονία, τη Θάσο, το όρος Όθρυς και το Λαύριο.

Παρά την χαμηλή του σκληρότητα χρησιμοποιείται συχνά στην κοσμηματοποιία, γιατί έχει

ένα εντυπωσιακό μπλε χρώμα. Σκόνη αζουρίτη χρησιμοποιείται σαν χρωστική για πολυτελή

υφάσματα. Πριν εφευρεθούν τα συνθετικά χρώματα, η σκόνη αζουρίτη όπως και σκόνες

άλλων πετρωμάτων ήταν οι βασικές χρωστικές για την ζωγραφική, το βάψιμο κτηρίων κ.λ.π.

580-Μάρμαρο- Λαύριο:

Το μάρμαρο είναι μεταμορφωμένο πέτρωμα αποτελούμενο κατά το μέγιστο ποσοστό του

από ασβεστίτη (CaCO3). Είναι προϊόν ανακρυστάλλωσης- μεταμόρφωσης ασβεστολίθων

Οι διαφορετικές ποικιλίες του μαρμάρου είναι, αρχικά, προϊόντα ιζηματογένεσης του

ασβεστίτη (μιας αργής διαδικασίας γεωλογικού σχηματισμού) και διαφέρουν μεταξύ ως προς το χρώμα, τη σύσταση και τη χημική σύνθεση. Η σκληρότητά του είναι 3-4, ανάλογα με τη

σύνθεσή του και η θραύση του ακανόνιστη, ενώ το ειδικό βάρος του ποικίλλει από 1,8 - 2,85 περίπου.

Τα μάρμαρα είναι συμπαγή, έχουν υψηλή μηχανική αντοχή και δεν αποσαθρώνονται εύκολα.

Ο καθαρός ασβεστίτης είναι λευκός (μάρμαρο Πάρου), αλλά ορυκτές προσμίξεις προσθέτουν χρώμα και έτσι έχουμε μάρμαρα σε διάφορες αποχρώσεις. Η όξινη βροχή αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό των μαρμάρων μαζί με την ατμοσφαιρική ρύπανση.

Η λέξη ετυμολογείται από την αρχαιοελληνική μάρμαρος, δηλαδή «λαμπερός λίθος».Η

Ελλάδα αποκαλείται και «χερσόνησος του μαρμάρου» χάρις στα πολυάριθμα λατομεία

μαρμάρου που διαθέτει. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία το μάρμαρο έχει

χαρακτηριστεί λατομικό ορυκτό

Η εξόρυξη και χρήση του μαρμάρου στην Ελλάδα ανάγεται στα βάθη των αιώνων. Από

πολύ νωρίς, οι αρχαίοι Έλληνες γλύπτες και αρχιτέκτονες ανακάλυψαν ότι τα φυσικά πετρώματα (μάρμαρα, γρανίτες, ασβεστόλιθοι) ήταν δομικά υλικά με ξεχωριστή γοητεία. Από αυτά ξεχώρισαν το μάρμαρο (κυρίως το λευκό μάρμαρο) για να εκφράσουν μέσω αυτού, την αίγλη του πολιτισμού μας. Μοναδικά έργα τέχνης που ακόμα και σήμερα αποσπούν τον παγκόσμιο θαυμασμό, έχουν κατασκευαστεί με ελληνικά μάρμαρα. Μερικά

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

αντιπροσωπευτικά έργα τέχνης από λευκά μάρμαρα είναι: ο Παρθενώνας, το Ερεχθείο, τα

Προπύλαια, το Θησείο, η Αφροδίτη της Μήλου… και βέβαια το Παναθηναϊκό Στάδιο

(Καλλιμάρμαρο) που είναι όλο φτιαγμένο από λευκά μάρμαρα Πεντέλης.

Σήμερα τα μάρμαρα αδιαμφισβήτητα κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, διότι εκτός από την

ομορφιά και την αίσθηση πολυτέλειας που εκπέμπουν, συντελούν στη θερμομόνωση και

ηχομόνωση των χώρων όπου χρησιμοποιούνται.

Η απλότητα, το μέτρο, η πλαστικότητα, η λάμψη και η ιστορία του υλικού, δημιουργεί

αντικείμενα καθημερινής χρήσης (δίσκους, πιάτα, φρουτιέρες, γουδί κ.λπ.) αλλά και

εφαρμογές μεγάλης κλίμακας (βιβλιοθήκες, ραφιέρες, συνθέσεις μπάνιου και κουζίνας) και αναδεικνύουν τη διαχρονικότητα, την ανθεκτικότητα και την υψηλή αισθητική του μάρμαρου.

Σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο ως δομικό υλικό και λιγότερο ως υλικό γλυπτικής.

581 Γύψος (Ηράκλειο Κρήτης)

O γύψος είναι ένας εβαπορίτης, δηλαδή ιζηματογενές πέτρωμα καθαρά χημικής

προέλευσης. Είναι πολύ εύθραυστος και μαλακός (2 στην κλίμακα Mohs) δηλαδή μπορούμε

να τον χαράξουμε με το νύχι. Μόλις βρεθεί κοντά σε πηγή θερμότητας χάνει το νερό που περιέχει και γίνεται αδιαφανής. Είναι συνήθως άχρωμος ή λευκός αλλά και κίτρινος, γκρίζος, ροζ ή καφέ.

Το αλάβαστρο είναι μια ποικιλία λευκής διαφανούς και πολύ λεπτοκρυσταλλικής γύψου

που έχει χρησιμοποιηθεί από τους γλύπτες της αρχαιότητας. Από το λαβύρινθο της Κρήτης έπαιρναν αλάβαστρο.

Οι περίεργες πέτρες που ονομάζονται «τριαντάφυλλα της ερήμου» και σχηματίζονται στις ερήμους προέρχονται από διασταυρωμένους κρυστάλλους γύψου με άμμο.Ονομάζεται και «πέτρα της γλυπτικής» γιατί αν θερμανθεί μεταξύ 60-200ο C αφυδατώνεται και εύκολα μετατρέπεται σε σκόνη η οποία χρησιμοποιείται στη γυψοποιία. Χρήσεις της:

 Η συμπαγής λεπτοκοκκώδης ποικιλία της που ονομάζεται αλάβαστρο χρησιμοποιείται ως

υλικό κατασκευής διακοσμητικών αντικειμένων και μικροκοσμημάτων.

 Η γύψος όταν ψηθεί και ανακατευτεί με το νερό γίνεται σκληρή και συμπαγής.

Χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους χρόνους στην οικοδομική, στην κατασκευή εκμαγείων, στα υφάσματα, στην κατεργασία του οίνου και στη ζωγραφική.

 Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως γυψοκονίαμα έχει ευρύτατες χρήσεις στην ορθοπεδική, την οδοντοτεχνία, στις βιομηχανίες φαρμάκων, στην κατασκευή λιπασμάτων, στα υλικά οικοδομών, τη γεωργία, τη διακόσμηση, τις γυψοκατασκευές κτλ.

 Ο ακατέργαστος γύψος χρησιμοποιείται στην κατασκευή του τσιμέντου, λιπασμάτων και ως εδαφοβελτιωτικό.

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Υπέρλεπτος γύψος, γνωστός ως terra alba, χρησιμοποιείται ως πηγή συμπληρωμάτων

ασβεστίου καθώς και ως συνδετικό και βελτιωτικό υλικό στην παρασκευή και

επεξεργασία τροφίμων και ποτών (πχ. μπύρας).

Ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής του φυσικού γύψου είναι ο γύψος που παίρνεται ως

βιομηχανικό παραπροϊόν.

582-Μάργα (Κιάτο Κορινθίας)

Ιζηματογενές πέτρωμα, που αποτελείται από αργίλους και ασβεστίτη {ορυκτό του

ανθρακικού ασβεστίου(CaCO3)} ή δολομίτη {ορυκτό από ανθρακικό άλας του ασβεστίου (Ca)

και μαγνησίου (Mg) δηλ.(Ca,Mg)CO3 και αργιλικά ορυκτά}.

Η τυπική μάργα περιέχει 35-65% άργιλο. Επειδή το ανθρακικό ασβέστιο δεν παρουσιάζει

τις ιδιότητες των αργιλικών ορυκτών (πλαστικότητα, υδροαποροφητικότητα, υδατοστεγανότητα) αυτονόητο είναι ότι η µηχανική συµπεριφορά των µαργών είναι πολύ καλύτερη απ΄αυτήν των αργίλων.

Έχει θαλάσσια προέλευση. Η επιφάνειά της σπάει εύκολα, η υφή της είναι ανώμαλη, έχει

αφή λιπαρή και όταν μένει στον αέρα τρίβεται.

Στην Ελλάδα υπάρχουν μεγάλες ποσότητες μάργας, που καταλαμβάνουν μεγάλες

εκτάσεις, ιδιαίτερα στις παραλιακές περιοχές της Πελοποννήσου και είναι γνωστές με την

κοινή ονομασία ασπριές ή ασπροχώματα. Εξορύσσονται είτε επιφανειακά είτε με φρεάτια.

Είναι ένα πέτρωμα πολύ μαλακό που χρησιμοποιείται για τη βελτίωση των εδαφών.

583 Σερπεντινίτης (Οίτη Φθιώτιδας)

Μεταμορφωμένο πέτρωμα, μαγματικής προέλευσης, προερχόμενο από ωκεάνιο φλοιό (περιδοτίτες, γάβρους). Κύριο ορυκτολογικό συστατικό του ο σερπεντίνης, που προκύπτει

από αλλοίωση (σερπεντινίωση) σιδηρομαγνησιούχων ορυκτών, όπως είναι ο ολιβίνης, οι πυρόξενοι και οι αμφίβολοι. Η σερπεντινίωση συνίσταται στην ενυδάτωση των αρχικών

ορυκτολογικών συστατικών (κυρίως ολιβίνη).

Το χρώμα του ποικίλει από ανοικτό γκρίζο μέχρι πρασινόμαυρο. Στην Ελλάδα είναι συχνοί κυρίως στα κοιτάσματα λευκόλιθων (καθαρό ανθρακικό ορυκτό του μαγνησίου -MgCO3).

Ορισμένες ποικιλίες με ικανοποιητική σκληρότητα και ωραία χρώματα χρησιμοποιούνται στη διακοσμητική ως πρώτη ύλη για την κατασκευή κομψών αντικειμένων, καθώς επίσης και στην οικοδομική ως δομικά υλικά.

590 Σφαλερίτης (Λαύριο)

Ο Σφαλερίτης είναι ορυκτό του ψευδαργύρου (Zn) και αποτελεί το κυριότερο μετάλλευμά

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.
του. Ανήκει στην κατηγορία των μεικτών θειούχων ορυκτών
ZnS. Η λέξη σφαλερίτης προέρχεται από το ελληνικό ρήμα "σφάλλω", επειδή πολύ συχνά τον θεωρούσαν
με χημικό τύπο:
γαληνίτη (Θειούχο ορυκτό του μολύβδου- PbS). Το καθαρό ορυκτό, που

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

ανευρίσκεται σπάνια, είναι άχρωμο και διάφανο. Συνηθέστερα απαντά με προσμίξεις

σιδήρου, οι οποίες του προσδίδουν μαύρο, καστανό, κίτρινο ή κόκκινο χρώμα Απαντά παγκοσμίως με κυριότερα κοιτάσματα στην περιοχή Trepca της Σερβίας, στην Βρετανία, στις ΗΠΑ, το Μεξικό, τον Καναδά και την Ισπανία. Στην Ελλάδα απαντά, σε

εκμεταλλεύσιμες ποσότητες, στο κοίτασμα "Μαδέμ Λάκκος" της Κασσάνδρας (Χαλκιδική) και στα μεταλλεία Λαυρίου

Ορισμένες ερυθρές παραλλαγές του, όταν παρουσιάζουν ικανοποιητική διαφάνεια, αποτελούν ημιπολύτιμους λίθους (ψευδορουμπίνια).

Η μεγαλύτερη ποσότητα του ψευδάργυρου χρησιμοποιείται για την κατασκευή συσκευών, δοχείων και σωλήνων που έρχονται σε επαφή με το νερό ή εκτίθενται στον αέρα

και για την επιψευδαργύρωση ελασμάτων σιδήρου (γαλβανισμένη λαμαρίνα).

Ο ψευδάργυρος συνήθως χρησιμοποιείται ως αντιδιαβρωτικός παράγοντας. Η επικάλυψη

με ψευδάργυρο, που χρησιμοποιείται στο σίδηρο ή το χάλυβα για να προστατεύσει τα

μέταλλα από τη διάβρωση, είναι η πιο γνωστή μορφή που χρησιμοποιείται ο ψευδάργυρος.

Μεγάλες ποσότητες χρησιμοποιούνται στην κατασκευή μπαταριών (Zn-C). Ως ZnO

χρησιμοποιείται στα ελαστικά, φαρμακευτικά, ως χρώμα και ως σταθεροποιητής πολυμερών.

Ένα κράμα που χρησιμοποιείται ευρέως και περιέχει ψευδάργυρο είναι ο ορείχαλκος, στον οποίο ο χαλκός αναμιγνύεται με ένα ποσοστό μεταξύ 3% και 45% ψευδαργύρου. Ο

ορείχαλκος είναι γενικά πιο όλκιμος και ισχυρότερος από το χαλκό και έχει ανώτερη

αντίσταση στη διάβρωση. Αυτές οι ιδιότητες τον καθιστούν χρήσιμο στον εξοπλισμό επικοινωνίας, το υλικό μέρος του υπολογιστή (hardware) , τα μουσικά όργανα, και τις

βαλβίδες νερού.

Μια συνηθισμένη χρήση του ψευδαργύρου είναι κάλυψη στεγών κατοικιών. Πρόχειρα κατασκευασμένοι χώροι καλύπτονται με τις γνωστές "τσιγκολαμαρίνες".

591 Φθορίτης (Λαύριο)

Ο Φθορίτης ή αργυροδάμας είναι ορυκτό του ασβεστίου με χημικό τύπο CaF2. Οφείλει το όνομά του στο συστατικό του, φθόριο- F, το δε αγγλικό όνομα προέρχεται από τα λατινικά (fluor = ρέω) και σχετίζεται με την ικανότητά του να χαμηλώνει το σημείο τήξεως όταν προστίθεται σε άλλα ορυκτά (συλλίπασμα).

Εμφανίζει ποικιλία χρωμάτων, συχνά σε ζώνες. Μπορεί να είναι άχρωμο, λευκό, πορφυρό, μπλε, πράσινο, κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο, καστανό, ιώδες. Η ιώδης ποικιλία του

συγχέεται συχνά με αμέθυστο (μορφή χαλαζία), από τον οποίο διακρίνεται λόγω χαμηλότερης σκληρότητας (αμέθυστος 7- φθορίτης 4).

Η μεγάλη χρωματική του ποικιλία έχει ως συνέπεια να είναι από τα πλέον περιζήτητα από

συλλέκτες ορυκτά, ενώ, λόγω της ποικιλοχρωμίας

χρησιμοποιείται

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.
και της εμφάνισης ζωνώδους
ημιπολύτιμος λίθος, παρά την χαμηλή του σκληρότητα.
εκπέμπει ακτινοβολία του
του
χρωματισμού,
και ως
Έχει χαρακτηριστικό σχισμό ενώ φθορίζει (δηλαδή

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

ίδιου μήκους κύματος με την ακτινοβολία που απορροφά από μια φωτεινή δέσμη) κάτω από

το υπεριώδες φως.

Στον Ελληνικό και Ρωμαϊκό πολιτισμό, ο φθορίτης χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή των αγγείων, γιατί κατέβαζε τη θερμοκρασία τήξεως της πρώτης ύλης κι έτσι τα αγγεία ψήνονταν

σε χαμηλότερη θερμοκρασία. Χρησιμοποιήθηκε επίσης στην κατασκευή κοσμημάτων.

Σήμερα οι κυριότερες χρήσεις του είναι: στη βιομηχανία χάλυβα, στην υαλουργία, στην τσιμεντοβιομηχανία, στη χημική, ηλεκτρονική βιομηχανία, στην οπτική, στην πυρηνική και ως

ημιπολύτιμος λίθος. Χρησιμοποιείται στα κουτιά ψεκασμού (spray), στους σωλήνες ψύξης

των ψυγείων, στις συσκευές κλιματισμού, στα αντικαταθλιπτικά φάρμακα και σε αρκετές οδοντόκρεμες.

Διατίθεται στο εμπόριο σε τρείς τύπους:

Μεταλλουργικός τύπος (>60% CaF2) : χρησιμοποιείται στην παρασκευή χάλυβα, ενώ

ορισμένοι τύποι για διακοσμητικούς σκοπούς

Κεραμικός τύπος (80-96% CaF2) : χρησιμοποιείται στην υαλουργία (δοχεία ή φιαλίδια

διατήρησης τροφών ή φαρμάκων), στην παρασκευή σμάλτων (ηλεκτρικές κουζίνες, μπανιέρες, είδη μαγειρικής) και στη παρασκευή υαλοβάμβακα

 Όξινος τύπος (>97% CaF2) : χρησιμοποιείται στην παρασκευή υδροφθορικού οξέως.

592 Βαρύτης (Λαύριο)

Ο Βαρύτης είναι θειικό ορυκτό του βαρίου. Έχει χημικό τύπο BaSO4(θειικό βάριο). Το όνομά του προέρχεται από την ελληνική λέξη "βαρύς", λόγω του υψηλού ειδικού βάρους

του. Σχηματίζει μια ιδιάζουσα υφή, κατά την οποία οι τραπεζοειδείς ή πρισματικοί κρύσταλλοι τοποθετούνται ομοκεντρικά, αυξάνοντας σε μέγεθος όσο απομακρύνονται από

το κέντρο. Η υφή αυτή είναι μοναδική για τον βαρύτη και ονομάζεται "ρόδο της ερήμου" (desert rose).

Βρίσκεται σε φλέβες, σε κοιτάσματα θερμών πηγών, σε κοιλότητες βασικών πετρωμάτων

κ.α. Ο βαρύτης είναι άχρωμος, λευκός, τεφρός ή καστανός με πλακώδης κρυστάλλους και υαλώδη έως ρητινώδη λάμψη.

Είναι ευρύτατα διαδεδομένο ορυκτό. Σημαντικές αποθέσεις του απαντούν στην Ελλάδα (στα νησιά Μύκονος, Μήλος, Κίμωλος), όπου είναι αργυρομιγής (περιέχει και άργυρο) και ονομάζεται "βαρυτίνης".

Ο

βαρύτης χρησιμοποιείται τόσο για τις ειδικές φυσικές του ιδιότητες, όπως το υψηλό ειδικό βάρος και η χημική αδράνεια όσο και για τις χημικές ιδιότητές του, γιατί αποτελεί την κύρια πηγή του βαρίου και των προϊόντων του.

Χρησιμοποιείται για την παρασκευή πολτού έκπλυσης γεωτρήσεων αντλήσεως πετρελαίου, του οποίου αυξάνει το ειδικό βάρος. Χρησιμοποιείται, επίσης, στην υαλουργία, στην βιομηχανία ελαστικών, στην χαρτοβιομηχανία και στην χημική βιομηχανία.

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

593 Σιδηροπυρίτης (Χαλκιδική)

Ο Σιδηροπυρίτης είναι θειούχο

με χημικό τύπο FeS2 . Η ονομασία του προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "σίδηρος" και "πυρ", επειδή πιστευόταν ότι γεννά πυρ (φωτιά), καθώς παρήγαγε σπίθες, όταν τριβόταν σε σκληρές μεταλλικές επιφάνειες. Ο όρος

παρέμεινε και διεθνοποιήθηκε. Παλαιότερα ονομαζόταν και ψευδοχρυσός (αγγλ. "fools gold"), λόγω του χρώματός του, που μοιάζει με αυτό του αυτοφυούς χρυσού, από τον οποίο, ωστόσο, διακρίνεται εύκολα λόγω της πολύ μεγαλύτερης σκληρότητάς του (6,5 έναντι 2,5

του χρυσού) και της μαύρης γραμμής κόνεως (του χρυσού είναι κίτρινη).

Βρίσκεται σε όλα τα γεωλογικά περιβάλλοντα: Αποτελεί επουσιώδες ορυκτό σε πυριγενή

πετρώματα, βρίσκεται σε υδροθερμικές φλέβες συνδεόμενος με τα υπόλοιπα μικτά θειούχα (γαληνίτη, σφαλερίτη, μαρκασίτη, χαλκοπυρίτη, αρσενοπυρίτη) και σε κοιτάσματα

προερχόμενα από μεταμορφώσεις επαφής, καθώς και σε ιζηματογενείς αποθέσεις. Απαντά

σε πολλά μέρη του κόσμου μαζί με άλλα μικτά θειούχα. Στην Ελλάδα το σημαντικότερο κοίτασμά του βρίσκεται στη νήσο Σέριφο.

Μολονότι περιέχει σημαντική ποσότητα σιδήρου, χρησιμοποιείται κυρίως στην βιομηχανία παρασκευής του θειικού οξέος που βρίσκει εφαρμογή στη χημική βιομηχανία, στην παρασκευή λιπασμάτων, στη μεταλλουργία και στο καθάρισμα του πετρελαίου. Χρησιμοποιείται, επίσης, στην παρασκευή θειικών αλάτων του σιδήρου, τα οποία έχουν ευρύτατη εφαρμογή στην παρασκευή μελανιών, χρωμάτων και βαφών συντήρησης καθώς και απολυμαντικών.

594 Κερατόλιθος (Ρίο Αχαΐας)

Ο Κερατόλιθος ή πυριτόλιθος (κοινώς στουρνάρι) είναι πυριτικό ιζηματογενές πέτρωμα βιοχημικής προέλευσης .Το κύριο συστατικό του είναι το διοξείδιο του πυριτίου[SiO2].

Σχηματίζεται με την καθίζηση μέσα σε βαθειά θάλασσα, του διοξειδίου του πυριτίου (χημική προέλευση) ή των διατόμων του πλαγκτού (οργανογενής προέλευση) και στη συνέχεια με τη μετατροπή του χαλαρού ιζήματος των παραπάνω υλικών σε πέτρωμα.

Το χρώμα του είναι: τεφρό- μαύρο- ερυθρωπό- κίτρινο. Αποτελείται από: χαλαζία, χαλκηδόνιο και οπάλιο (ορυκτά του SiO2 ). Εναλλάσσεται με αργιλικούς σχιστόλιθους και ασβεστόλιθους.

Στην Ελλάδα ο «σχιστοκερατόλιθος» βρίσκεται παντού, μέσα σε Ιουρασικές αποθέσεις

της Ανατ. και Δυτ. Ελλάδας. Συναντάται με τη μορφή στρώσεων, φλεβών και φακών.

Μολονότι είναι πολύ σκληρό πέτρωμα (λόγω του χαλαζία που περιέχει) σπάει εύκολα σε

συγκεκριμένα επίπεδα (κάθετα) σχηματίζοντας πολύ αιχμηρές ακμές. Για αυτούς τους

λόγους κατά την εποχή του λίθoυ χρησιμοποιήθηκε σαν εργαλείο και σαν εξάρτημα όπλου.

Σήμερα ο κερατόλιθος χρησιμοποιείται κυρίως ως δομικό υλικό, στην κατασκευή

σκυροδέματος (γνωστού ως ''μπετόν αρμέ'') και στην κατασκευή δρόμων. Θρυμματισμένος

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.
του
ορυκτό
σιδήρου

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

χρησιμοποιείται ως λειαντικός παράγοντας στα γυαλόχαρτα για το φινίρισμα ξύλου

δέρματος και στις βιομηχανίες κεραμικών και βαφών.

595 Ασβεστόλιθος (Ρίο Αχαΐας)

Ο Ασβεστόλιθος είναι ιζηματογενές πέτρωμα πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα που

καλύπτει πάνω από το 1/4 της επιφάνειας και έχει κύριο συστατικό τον ασβεστίτη

[ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3)]. Οι περισσότεροι ασβεστόλιθοι έχουν σχηματιστεί από

καθίζηση ανθρακικών αλάτων διαλυμένων στο θαλασσινό νερό [χημικό ίζημα] ή και με τη

συμμετοχή οργανικού υλικού όπως όστρακα, σκελετοί φυτών και ζώων (βιοχημικό ίζημα).

Σημαντική είναι η δράση του νερού στα ασβεστολιθικά πετρώματα: Το νερό της βροχής

παίρνει διοξείδιο του άνθρακα (CO2) από τον αέρα και μετατρέπεται σε ασθενές οξύ

(ανθρακικό οξύ) (H2CO3) που διαλύει τον ασβεστόλιθο και σχηματίζει το όξινο ανθρακικό

ασβέστιο[Ca(HCO)3]. Η ουσία που προκύπτει απομακρύνεται με το νερό που συνεχίζει την

πορεία του, κυκλοφορεί μέσα στη μάζα του ασβεστόλιθου διαμέσου ρωγμών και άλλων

διόδων που τις ανοίγει, τις μεγαλώνει διαλύοντας συνεχώς το πέτρωμα και σχηματίζει ένα

σύστημα υπόγειων αγωγών που λέγεται καρστ. Έτσι σχηματίζονται τα σπήλαια και οι

σταλακτίτες-σταλαγμίτες μέσα σε αυτά, καθώς και οι καρστικές πηγές

Η οικονομική σημασία των ασβεστόλιθων είναι μεγάλη γιατί χρησιμοποιείται: ως οικοδομικό υλικό καθώς και σαν πηγή παραγωγής ασβέστη, τσιμέντου και τεχνητού γυαλιού.

912 Λευκόλιθος (Χαλκιδικής)

Ο Λευκόλιθος (MgCO3) είναι ένα ανθρακικό ορυκτό του μαγνησίου. Είναι παρόμοιος με τον ασβεστόλιθο, αλλά πολύ σπανιότερος. Ο ασβεστόλιθος είναι καθαρό CaCO3, ο δολομίτης είναι μείγμα CaCO3 και MgCO3, και ο λευκόλιθος είναι καθαρό MgCO3. Είναι

πολύ δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ των τριών αυτών ειδών ανθρακικών αλάτων.

To χρώμα του, όταν δεν περιέχει ξένες προσμίξεις, είναι άσπρο και μοιάζει με τον

ασβεστίτη. Γι' αυτό, ενώ ο λευκόλιθος ήταν γνωστός πριν από πολλούς αιώνες, δεν είχε διακριθεί από τον ασβεστίτη και μόνο το 1755 αναγνωρίστηκε σαν ένα ξεχωριστό ορυκτό.

Όλα τα πρωτογενή κοιτάσματα λευκολίθου της Ελλάδας απαντούν μέσα σε σερπεντινιωμένους περιδοτίτες (σερπεντινίτες). Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα βρίσκονται στη Χαλκιδική (στη Βάβδο το μεγαλύτερο κοίτασμα της Ελλάδας) και στην Εύβοια (Μαντούδι, Προκόπι, Λίμνη, Αφράτι, Βασιλικά). Μικρότερα κοιτάσματα απαντούν στη Λέσβο (Βασιλικά, Βουβάρι), στις Σέρρες (Νιγρίτα), στην Αταλάντη, στα Γρεβενά και στην Κοζάνη.

Ο

λευκόλιθος χρησιμοποιείται κύρια, στη βιομηχανία πυρίμαχων υλικών, στη βιομηχανία χάλυβα, στην τσιμεντοβιομηχανία, στη βιομηχανία θειικού οξέος και ζάχαρης, στην κατασκευή λιπασμάτων, στη φαρμακοβιομηχανία, στην κατασκευή ελαστικών, στη παραγωγή μεταλλικού μαγνησίου κ.λ.π.

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.
και

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

913 Σμιθσονίτης (Λαύριο)

Ο Σμιθσονίτης (κοινώς καλαμίνα) είναι ανθρακικό ορυκτό του ψευδαργύρου. ZnCO3. Το

απολύτως καθαρό ορυκτό είναι διαφανές, άχρωμο έως λευκό. Οι ποικίλες αποχρώσεις του

οφείλονται σε μερική αντικατάσταση του ψευδαργύρου από άλλα μέταλλα: Έτσι, η κίτρινη ή

κιτρινοπράσινη παραλλαγή του οφείλει το χρώμα της σε προσμίξεις καδμίου, ενώ η

γαλαζοπράσινη - πρασινωπή (και μερικές φορές ροδόχρους) σε προσμίξεις χαλκού, οι

καστανές αποχρώσεις σε προσμίξεις σιδήρου, οι ροδόχροες σε προσμίξεις κοβαλτίου

Είναι δευτερογενές ορυκτό και σχηματίζεται από την εξαλλοίωση των πρωτογενών

ορυκτών του ψευδαργύρου στις ζώνες οξείδωσης.

Είναι ευρέως διαδεδομένος ανά τον κόσμο και βρίσκεται στην Ελλάδα, κυρίως στα

μεταλλεία του Λαυρίου. Απαντά, επίσης, στην Νότια Ιταλία (Σαρδηνία), Ισπανία, Βρετανία, ΗΠΑ, Μεξικό, Αφρική.

Ο σμιθσονίτης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μεταλλεύματα ψευδαργύρου.

Ορισμένες φορές, ανάλογα με την στιλπνότητα, το χρώμα και την διαφάνειά του, χρησιμοποιείται και ως διακοσμητικό υλικό.

Η μεγαλύτερη ποσότητα του ψευδάργυρου χρησιμοποιείται για την κατασκευή συσκευών, δοχείων και σωλήνων που έρχονται σε επαφή με το νερό ή εκτίθενται στον αέρα και για την επιψευδαργύρωση ελασμάτων σιδήρου (γαλβανισμένη λαμαρίνα).

Ο ψευδάργυρος συνήθως χρησιμοποιείται ως αντιδιαβρωτικός παράγοντας. Η επικάλυψη με ψευδάργυρο, που χρησιμοποιείται στο σίδηρο ή το χάλυβα για να προστατεύσει τα μέταλλα από τη διάβρωση, είναι η πιο γνωστή μορφή που χρησιμοποιείται ο ψευδάργυρος.

Μεγάλες ποσότητες χρησιμοποιούνται στην κατασκευή μπαταριών (Zn-C). Ως ZnO χρησιμοποιείται στα ελαστικά, φαρμακευτικά, ως χρώμα και ως σταθεροποιητής πολυμερών.

Ένα κράμα που χρησιμοποιείται ευρέως και περιέχει ψευδάργυρο είναι ο ορείχαλκος, στον οποίο ο χαλκός αναμιγνύεται με ένα ποσοστό μεταξύ 3% και 45% ψευδαργύρου. Ο

ορείχαλκος είναι γενικά πιο όλκιμος και ισχυρότερος από το χαλκό και έχει ανώτερη

αντίσταση στη διάβρωση. Αυτές οι ιδιότητες τον καθιστούν χρήσιμο στον εξοπλισμό

επικοινωνίας, το υλικό μέρος του υπολογιστή (hardware) , τα μουσικά όργανα, και τις

βαλβίδες νερού.

Μια συνηθισμένη χρήση του ψευδαργύρου είναι κάλυψη στεγών κατοικιών. Πρόχειρα

κατασκευασμένοι χώροι καλύπτονται με τις γνωστές "τσιγκολαμαρίνες".

914 Γαληνίτης (Λαύριο)

Ο Γαληνίτης είναι ορυκτό και το κυριότερο μετάλλευμα του μολύβδου. Έχει χημικό τύπο PbS (θειούχος μόλυβδος). Ο Πλίνιος χρησιμοποιεί τον όρο galena για να περιγράψει μετάλλευμα μολύβδου. Απαντά σε μεγάλη ευρύτητα γεωλογικών περιβαλλόντων, όπως σε

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

υδροθερμικές φλέβες, σε αποθέσεις μεταμόρφωσης επαφής, σε πηγματίτες (σπάνια) και σε

ασβεστολιθικούς, δολομιτικούς σχηματισμούς.

Συνηθέστερες προσμίξεις του είναι με άργυρο, χαλκό, βισμούθιο και σίδηρο. Παρουσιάζει

συνήθως κυβικούς κρυστάλλους. Το χρώμα του είναι μολυβδόφαιο έως μολυβδομέλαν, κίτρινο/κιτρινόφαιο επιφανειακά. Παρουσιάζει ισχυρή μεταλλική λάμψη.

Βρίσκεται σε πολλά μέρη, όπως στη Σαξονία, στη Βοημία στη Βεστφαλία, στην Αγγλία, στη

Γαλλία, στις ΗΠΑ, στο Μεξικό κ.α. Στην Ελλάδα βρίσκεται όπου υπάρχουν μικτά θειούχα [μεταλλεία Λαυρίου, Στρατώνι Χαλκιδικής (αργυρομιγής), Ανατολική Μακεδονία και Θράκη]

στη Μύκονο, στη Σίφνο, στο Πήλιο, στη Σάμο κ.α

Ο Γαληνίτης σε σκόνη χρησιμοποιείται στην κατασκευή πήλινων σκευών, γιατί τα κάνει

αδιάβροχα. Επίσης επειδή είναι ημιαγωγός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή

απλών κυκλωμάτων που επιτρέπουν ακρόαση ραδιοφωνικών σταθμών στις περισσότερες

κυματικές ζώνες (bands), και μάλιστα χωρίς τη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς ο δέκτης

αντλεί την ενέργεια που χρειάζεται από τα ραδιοφωνικά κύματα.

Η ταυτοποίηση των πετρωμάτων έγινε από τον Γεωλόγο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστο Σολωμό.

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.