The New York Review of Books Ένα βιβλίο φορτωμένο με ιστορία και νόημα. Οι επιπτώσεις του πολέμου, η γενοκτονία των Αμερικανών ιθαγενών, η σκλαβιά των Αφροαμερικανών και η ρευστότητα των φύλων. O Sebastian Barry τα ενσωματώνει όλα στην αφήγηση της Γουινόνα με τη γνώριμή του δεξιότητα. The Wall Street Journal Ο ατμοσφαιρικός λόγος του Barry αποτυπώνει τη γλώσσα και το πνεύμα των φτωχών στα μέσα του 19ου αιώνα. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα μύησης, ταυτόχρονα συναρπαστικό και στοχαστικό. The New Yorker Μια συναρπαστική ιστορία ταυτότητας και εκδίκησης… μια τρομακτική διαδρομή, εξίσου ενθουσιώδης και γοητευτική. Όλα αποδίδονται στη μοναδικά λυρική και ανεπιτήδευτη πεζογραφία του Sebastian Barry. Observer
«ΜΕ ΛΈΝΕ ΓΟΥΙΝΌΝΑ». Έτσι αρχίζει την ιστορία της η νεαρή Ινδιάνα στα Χίλια φεγγάρια. «Παλιά μ’ έλεγαν Οτζιντζίντκα, που θα πει τριαντάφυλλο. Ο Τόμας ΜακΝάλτι έκανε μεγάλες
Μια συναρπαστική, οδυνηρή ιστορία αγάπης
προσπάθειες να το προφέρει αυτό το
και λύτρωσης για τη
όνομα, μα δεν τα κατάφερνε, κι έτσι
μνήμη, την ταυτότητα και
μου ’δωσε το όνομα της πεθαμένης
την αποφασιστικότητα
ξαδέρφης μου, επειδή του ερχόταν πιο εύκολα στο στόμα. Γουινόνα
μιας γυναίκας να γράψει
θα πει πρωτότοκη. Εγώ δεν ήμουνα
το δικό της μέλλον.
πρωτότοκη». Η ΓΟΥΙΝΌΝΑ γλιτώνει από τη σφαγή της
φυλής της, και υιοθετημένη από τον Τζον Κόουλ και τον Τόμας ΜακΝάλτι μεγαλώνει στο χάος της μετεμφυλιακής Αμερικής. Το φτωχό αγρόκτημα έξω από το Πάρις του Τενεσί μοιάζει με ουτοπικό καταφύγιο σ’ έναν κόσμο που ακόμα σφαδάζει πιασμένος στις δίνες του πολέμου. Σ’ ΑΥΤΌΝ τον κόσμο, όπου νικητές και νικημένοι συνεχίζουν να χτυπιούνται λυσσασμένα, όπου η σκληρότητα και η δυστυχία εξακολουθούν στην πραγματικότητα να σκοτώνουν με χίλιους τρόπους και η στοιχειώδης ασφάλεια είναι άγνωστη λέξη, η νεαρή Γουινόνα αναζητά την ταυτότητά της και το δίκιο της. Γιατί η
Ένα από τα εξαιρετικά χαρίσματα του Sebastian Barry είναι η απεριόριστη ικανότητά του για ενσυναίσθηση. Η προσοχή του στις ιστορίες των χαρακτήρων κάθε γενιάς δημιούργησε μια ανθρώπινη και τραχιά ιστορία για το ιρλανδικό έθνος και τις μεταναστευτικές εμπειρίες του.
Δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά εγκλήματα: ένας βιασμός, ένας
Irish Times
η παρανομία του νόμου.
ιστορία που έχει ν’ αφηγηθεί, η ιστορία της νεαρής ζωής της, είναι η ιστορία όχι ενός αλλά πολλών εγκλημάτων. λυσσασμένος ξυλοδαρμός, ένας φόνος. Είναι και τα δημόσια εγκλήματα: η τρομερή γενοκτονία, η συγκάλυψη της βίας,
ISBN 978-960-572-360-6
Σχεδιασμός / Εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου
9 789605 723606
www.ikarosbooks.gr
© The Irish Times
Οι χαρακτήρες ίσως να έχουν παραδοθεί στη λήθη του χρόνου. Όμως στην προοδευτική, γενναιόδωρη μυθοπλασία του Sebastian Barry έχουν μια δική τους φωνή. Οι ζωές τους, συχνά από βαθιά αποτυχία, αγωνία για την επιβίωση, γίνονται τόσο ηρωικές όσο σε οποιοδήποτε κλασικό έπος.
O Sebastian Barry (Σεμπάστιαν Μπάρι) γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, για το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς παγκοσμίως. Έχει βρεθεί δύο φορές στις βραχείες λίστες του βραβείου Man Booker για τα μυθιστορήματα Μακριά, πολύ μακριά (Πόλις, 2007) και Η μυστική γραφή (Καστανιώτης, 2009), με το τελευταίο να έχει κερδίσει το 2008 τα βραβεία Costa Book of the Year και James Tait Black Memorial. Το 2011, το βιβλίο του Εις γην Χαναάν (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του βραβείου Man Booker. Το μυθιστόρημά του Μέρες δίχως τέλος ( Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017. Επιπλέον, βρέθηκε στη μακρά λίστα των The Man Booker Prize 2017, HWA Endeavour Ink Gold Crown 2017 και Andrew Carnegie Medals for Excellence in Fiction 2018. Το Φεβρουάριο του 2018 ο Sebastian Barry τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction). To νέο του μυθιστόρημα Χίλια φεγγάρια ( Ίκαρος, 2020) αποτελεί τη φιλόδοξη συνέχεια του βιβλίου του Μέρες δίχως τέλος.
ΧΙΛΙΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: A thousand moons © Sebastian Barry, 2019
© για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2020 Μετάφραση από τα αγγλικά: Μαρία Αγγελίδου Επιμέλεια – Διόρθωση: Δημήτρης Παπακώστας
Σχεδιασμός – Εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου Στοιχειοθεσία – Σελιδοποίηση: Ηλίας Μασούρης Εκτύπωση: Μητρόπολις Α.Ε.
Βιβλιοδεσία: Ηλ. Μπουντάς – Π. Βασιλειάδης Ο.Ε. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με τον ν.
100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του
εξωφύλλου και γενικότερα όλης της αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν.2121/1993.
Πρώτη έκδοση: Οκτώβριος 2020 ISBN 978-960-572-360-6
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr
Sebastian Barry
ΧΙΛΙΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ Μετάφραση
Μαρία Αγγελίδου
ΙΚΑΡΟΣ
Στην C
Μερικές φορές κι η ζωή ακόμα είναι πράξη γενναιότητας.
Σενεκασ
1
Με λένε Γουινόνα.
Παλιά μ’ έλεγαν Οτζιντζίντκα, που θα πει τριαντάφυλλο.
Ο Τόμας ΜακΝάλτι έκανε μεγάλες προσπάθειες να το προφέρει αυτό το όνομα, μα δεν τα κατάφερνε, κι έτσι μου ’δωσε το όνομα της πεθαμένης ξαδέρφης μου, επειδή του ερχόταν πιο
εύκολα στο στόμα. Γουινόνα θα πει πρωτότοκη. Εγώ δεν ήμουνα πρωτότοκη.
Η μάνα μου, η μεγάλη μου αδερφή, οι ξαδέρφες, οι θείες
μου, όλες σκοτώθηκαν. Ήταν πια οι ψυχές των Λακότα, που ζού-
σαν σ’ εκείνα τα παλιά μέρη. Δεν ήμουν τόσο μικρή ώστε να μη θυμάμαι –θα ήμουν έξι, μπορεί κι εφτά χρονών–, κι όμως: δεν θυμόμουν. Ξέρω ότι συνέβη, επειδή μετά οι στρατιώτες με πήγαν στο οχυρό κι ήμουν ορφανή.
Ένα κοριτσάκι μπορεί ν’ αλλάξει πολύ, να μεταμορφωθεί κυ-
ριολεκτικά. Τον καιρό που ξαναβρήκα τους ανθρώπους της φυλής μου, δεν μπορούσα πια να τους μιλήσω. Θυμάμαι ότι κά-
θισα στο τίπι, τη σκηνή, με τις μεγαλύτερες γυναίκες και δεν ήμουν σε θέση να τους απαντήσω. Ήμουνα τότε κοντά στα δε-
κατρία. Λίγες μέρες αργότερα τις ξαναβρήκα τις λέξεις. Λες κι 11
άνοιξε η πόρτα ενός άλλου, πιο μυστήριου τίπι μέσα στο μυαλό μου. Οι γυναίκες έτρεξαν τότε και μ’ αγκάλιασαν λες κι είχα μόλις εκείνη τη στιγμή φτάσει κοντά τους. Μόνον όταν άρχισα να μιλώ ξανά τη γλώσσα μας, τότε μόνο μπόρεσαν στ’ αλήθεια να με δούνε. Μετά ήρθε ο Τόμας ΜακΝάλτι και με πήρε και με πήγε πάλι στο Τενεσί.
Ακόμα και βγαίνοντας από χαμό κι αιματοχυσία, στο τέλος
πρέπει να μάθεις ξανά να ζεις. Πρέπει να κοιτάξεις γύρω σου, να δεις πώς είναι τα πράγματα, να φυτέψεις κάτι, να πουλήσεις κάτι, ανάλογα.
Τη μικρή πόλη κοντά μας, εδώ στο Τενεσί, τη λένε Πάρις.
Το κτήμα του Λάιζι Μάγκαν απέχει εφτά μίλια από το Πάρις. Ο πόλεμος τέλειωσε πριν από λίγα χρόνια, αλλά η πόλη ήταν
ακόμα γεμάτη στρατιώτες της Ένωσης, έτοιμους ν’ αρπαχτούνε· κι οι νικημένοι βρίσκονταν επίσης εκεί, μια παρουσία μυστική κατά κάποιον τρόπο, αν και δεν φορούσαν πια τις στολές
τους. Κλέφτες και ληστές σε κάθε γωνιά του δρόμου. Και στρατονόμοι και πολιτοφύλακες, που τριγύριζαν να τους πετύχουν. Μια πόλη όλο μάτια που σε παραμόνευαν. Άβολο μέρος.
Για να μπεις σ’ ένα εμπορικό και να ψωνίσεις, πρέπει να
μιλάς τέλεια αγγλικά. Ειδεμή την έχεις άσχημα. Στο οχυρό, η κυρία Νιλ μου έμαθε τις πρώτες μου αγγλικές λέξεις. Αργότερα ο Τζον Κόουλ μου ’φερε δυο βιβλία γραμματικής. Τα μελέτησα καλά και πολύ.
Φτάνει που είμαι Ινδιάνα. Άμα μιλάω και τ’ αγγλικά σπα-
σμένα, ούτε ψύλλος στον κόρφο μου. Τα χλομά πρόσωπα στο Πάρις… ούτε αυτά τα μιλάνε καλά. Κάποιοι είναι από άλλα μέ-
ρη. Γερμανοί, Σουηδοί. Υπάρχουν και Ιρλανδοί, σαν τον Τόμας ΜακΝάλτι, που τ’ αγγλικά τα ’μαθαν όταν ήρθαν στην Αμερική. 12
Εγώ όμως, που είμαι μια νεαρή Ινδιάνα, εγώ πρέπει να τα μι-
λάω σαν αυτοκράτορας. Ή μάλλον σαν αυτοκράτειρα. Θα μπο-
ρούσα, βέβαια, να δώσω τη λίστα με τα ψώνια μου, όπως μου την είχε γράψει η Ρόζαλι Μπουγκρό, που δουλεύει στο κτήμα του Λάιζι. Μα το καλύτερο είναι να τα πω. Στ’ αγγλικά.
Γιατί ο ψύλλος στον κόρφο μου θα ’τανε ότι θα μ’ έδερναν
κάθε φορά που θα κατέβαινα στην πόλη. Τ’ αγγλικά μ’ έσωσαν.
Από τον κάθε τυχάρπαστο εργάτη, που σε κοιτάει και βλέπει το σκούρο δέρμα και τα μαύρα μαλλιά κι αμέσως σκέφτεται πως
αυτά του δίνουν κάθε δικαίωμα να σε πλακώσει και να σε κάνει τουλούμι στο ξύλο. Και κανένας δεν του λέει σταμάτα. Ούτε ο σερίφης ούτε ο βοηθός του σερίφη.
Δεν το απαγορεύει ο νόμος να δέρνεις Ινδιάνους. Όχι. Κα-
θόλου.
Ο Τζον Κόουλ, παρ’ όλο που είχε υπηρετήσει στο στρατό κι
ήταν καθωσπρέπει κτηματίας, πολλές φορές τα ’χε βρει σκούρα στην πόλη, επειδή η γιαγιά του ή η γυναίκα πριν από τη γιαγιά του ήταν Ινδιάνα. Κι αυτό ήταν λιγάκι γραμμένο στο πρόσωπό του. Ούτε τ’ αγγλικά του δεν μπορούσαν να τον προστατέψουν. Δεν μπορούσε να ελπίζει πως θα ’βρισκε πάντα σωτηρία, κι ας ήταν ολόκληρος άντρας. Είχε ωραίο πρόσωπο, όλοι το
παραδέχονταν, ιδίως στον Τόμας ΜακΝάλτι· στο Πάρις όμως
έβλεπαν το λίγο ινδιάνικο αίμα του στο πρόσωπό του. Μια φορά τον έδειραν τόσο άσχημα, που τον έκαναν ασήκωτο από το
ξύλο κι έμεινε στο κρεβάτι μέρες, σακατεμένος απ’ τον πόνο,
και ο Τόμας ΜακΝάλτι είχε γίνει έξαλλος κι ορκιζότανε πως θα πήγαινε και θα τους σκότωνε.
Ένα αδύνατο σημείο είχε ο Τόμας ΜακΝάλτι, πως ήταν φτω-
χός. Όλοι φτωχοί ήμασταν. Φτωχός ήταν ακόμα κι ο Λάιζι Μά13
γκαν, που το κτήμα ήταν δικό του. Κι εμείς ήμασταν φτωχοί πιο κάτω από τον Λάιζι.
Και φτωχοί πιο άσχημα από τον Λάιζι.
Όταν ένας φτωχός κάνει κάτι, πρέπει να το κάνει αθόρυ-
βα. Αν, για παράδειγμα, ένας φτωχός σκοτώσει, θα πρέπει να
το κάνει πολύ αθόρυβα και να το βάλει στα πόδια, τρέχοντας σαν τα ελαφάκια που το σκάνε στο δάσος.
Άσε που ο Τόμας είχε κάνει και στη φυλακή του Λέβενγου-
ερθ, για λιποταξία, κι όλοι αυτοί με τις στολές που τριγύριζαν
στην πόλη τον φόβιζαν, όσο κι αν έλεγε πάντα ότι αγαπούσε το στρατό.
Εγώ η ίδια ήμουν πιο κάτω κι από τη Ρόζαλι Μπουγκρό. Και
πιστέψτε με: ήταν άγια γυναίκα, μια άγια γυναίκα με μαύρο
δέρμα. Έβγαινε και χτύπαγε λαγούς με το ντουφέκι του αδερφού της στο δάσος, πίσω από το κτήμα του Λάιζι. Στην τρομε-
ρή μάχη με τον Τακ Πέτρι –τρομερή για μας δηλαδή, τότε που είχε προσπαθήσει με τη συμμορία του να μας ληστέψει, τότε
που είχαν περικυκλώσει το σπίτι μας και μας είχαν ριχτεί ανε-
λέητα– η Ρόζαλι είχε διακριθεί ξαναγεμίζοντας τα ντουφέκια όλων πιο γρήγορα απ’ ό,τι το είχε κατορθώσει ποτέ άλλος κανείς, έτσι έλεγε ο Τζον Κόουλ.
Αλλά πριν από τον πόλεμο ήταν σκλάβα και μια σκλάβα είναι
βέβαια πολύ κάτω, στα μάτια των χλομών προσώπων δηλαδή. Εγώ, λοιπόν, ήμουν πιο κάτω κι απ’ τη Ρόζαλι Μπουγκρό.
Στα μάτια της πόλης ήμουν ένα κάρβουνο απ’ τη σβησμένη
ινδιάνικη φωτιά, ένα κάρβουνο που ακόμα έκαιγε. Οι Ινδιά-
νοι είχαν φύγει προ πολλού από τούτα τα μέρη. Οι Τσερόκι. Οι Τσικασό. Ο κόσμος δεν ήθελε να βλέπει ούτε σπίθες ούτε μισοσβησμένα κάρβουνα απ’ την παλιά αυτή φωτιά. 14
Στα μάτια του Μεγάλου Μυστήριου είμαστε όλοι ψυχές. Όλοι
το ίδιο. Όλοι ψυχές, που πασχίζουμε να τρυπώσουμε στον πα-
ράδεισο. Έτσι έλεγε η μάνα μου. Ό,τι θυμάμαι από τη μάνα μου είναι σαν το φυλαχτό που ’χει ένα παιδί ραμμένο στον κόρφο
του. Άμα μια τέτοια αγάπη την αγγίξει ο Θάνατος, τότε κάτι άλλο, κάτι πιο βαθύ κι από το Θάνατο ακόμα φυτρώνει στην
καρδιά σου. Η μάνα μου όλο μ’ εμάς ασχολιόταν, με την αδερ-
φή μου κι εμένα. Όλα την ένοιαζαν: πόσο γρήγορα τρέχαμε, πόσο ψηλά πηδούσαμε. Και δεν κουραζόταν να μας λέει ξανά
και ξανά πόσο όμορφες ήμασταν. Μικρά κορίτσια ήμασταν, εκεί στις πεδιάδες, κάτω απ’ το φως των αστεριών.
Του Τόμας ΜακΝάλτι του άρεσε πότε πότε να μου λέει πως
ήμουν όμορφη, σαν τα πράγματα που εκείνος θεωρούσε όμορ-
φα – τριαντάφυλλα, κορυδαλλοί και τέτοια. Μιλούσε σαν μάνα, επειδή τότε δεν είχα πια μάνα. Κι ήταν παράξενο, γιατί στους
παλιούς πολέμους, τότε που ήταν στρατιώτης, είχε σκοτώσει
πολλούς από τους δικούς μου ανθρώπους. Μπορεί να ’χε σκοτώσει και κάποιους απ’ την οικογένειά μου, δεν ήξερε.
«Ήμουν πολύ μικρή τότε, δεν θυμάμαι», του έλεγα. Δεν
ήμουν, βέβαια. Αλλά το ίδιο έκανε.
Ένιωθα πολύ παράξενα ακούγοντάς τον να μιλάει γι’ αυτά.
Σαν ν’ άρχιζε μια φλόγα να με καίει από το κέντρο του κορμιού
μου. Είχα το πιστόλι μου με τη φιλντισένια λαβή, αυτό που μου ’χε δώσει ο ποιητής ΜακΣουένι στο Γκραντ Ράπιντς. Θα μπο-
ρούσα να τον έχω χτυπήσει τον Τόμας μ’ αυτό. Κάποιες φορές το σκεφτόμουν πως έπρεπε να χτυπήσω κάτι, κάποιον. Χτύπησα πράγματι, βέβαια, έναν από τους άντρες του Τακ Πέ-
τρι, όχι σ’ εκείνη την τρομερή μάχη, μια άλλη φορά, όταν μας πλεύρισαν στο δρόμο – τον χτύπησα κατάστηθα. Με χτύπη-
15
σε κι αυτός, αλλά δεν μου ’κανε πληγή, μια γρατζουνιά μόνο.
Είχα την πληγή πως ήμουν ένα παιδί χαμένο. Κι η αλήθεια
είναι πως αυτοί με γιάτρεψαν, ο Τόμας ΜακΝάλτι και ο Τζον
Κόουλ. Είχαν κάνει κι αυτοί ό,τι κακό ήταν να κάνουν, λέω. Κι έτσι: αυτοί μου την άνοιξαν την πληγή κι αυτοί μου τη γιάτρεψαν, κι είναι γεγονός αυτό, με τον τρόπο του.
Δεν νομίζω πως μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Άμα χάσεις
τη μάνα σου, αδύνατον να την προλάβεις. Δεν μπορείς να φωνάξεις «Περίμενέ με» όταν φυσάει παγωμένος ο αέρας κάτω
από ένα φεγγάρι-λύκο κι εκείνη έχει προχωρήσει μπροστά κι έχει χαθεί μες στα ψηλά χορτάρια ψάχνοντας ξύλα.
Ο Τόμας ΜακΝάλτι μ’ έσωσε δυο φορές, λοιπόν. Τη δεύτε-
ρη φορά, καθώς διέσχιζε το πεδίο της μάχης σέρνοντάς με πίσω του, με τη στολή του τυμπανιστή, ο Στάρλινγκ Κάρλτον ήθελε να με σκοτώσει, εκεί επιτόπου. Πέσαμε πάνω του. Κι ανέ-
μιζε το σπαθί του και φώναζε. Όλους τους Ινδιάνους έπρεπε να τους σκοτώσουν, είπε, αυτές ήταν οι διαταγές του ταγματάρχη, κι αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει. Έτσι, λοιπόν, ο Τόμας ΜακΝάλτι αναγκάστηκε να τον σκοτώσει. Ήταν μεγάλη η
στεναχώρια του Τόμας που τον σκότωσε. Γιατί είχαν τόσον καιρό μαζί στο στρατό.
Όλα αυτά τα θυμόμουν καθαρά.
Τα κορίτσια συχνά κλαίνε χωρίς λόγο. Κρυβόμουνα κάπου
κι εγώ κι άφηνα τα δάκρυα να κυλήσουν, κι ήταν τόσο σκοτεινά πίσω από τα βλέφαρά μου, μέσα στα μάτια μου, λες κι είχα χάσει το φως μου. Ο Τζον Κόουλ ερχόταν και μ’ έβρισκε. Και του
’κοβε αρκετά, και μ’ αγκάλιαζε από τους ώμους και δεν με ρωτούσε τίποτα, δεν μου ζητούσε να πω κάτι για το οποίο δεν είχα λέξεις να μιλήσω, ούτε αγγλικές λέξεις ούτε λακότα. 16
Ο Τζον Κόουλ. Πολλή από την αγάπη του για μένα την έδει-
χνε με πρακτικούς τρόπους. Με πράγματα. Αυτός μου έφερε τα βιβλία της γραμματικής, όπως είπα, και μου ’μαθε πολλά,
παρ’ όλο που δεν ήξερε πολλά ο ίδιος. Δεν μου ’μαθε μόνο τα γράμματα, μου ’μαθε και τους αριθμούς.
Όταν ο Λάιζι Μάγκαν είπε ότι ήξερα πια αρκετά, πήγε στο
φίλο του το δικηγόρο Μπρίσκο και ζήτησε δουλειά για μένα. Κι έπιασα δουλειά στο γραφείο του και την έκανα αυτή τη δουλειά
κάμποσο καιρό, γράφοντας γράμματα και λογαριάζοντας αριθμούς. Ήμουν πολύ περήφανη γι’ αυτή τη δουλειά.
Ο δικηγόρος Μπρίσκο είχε πολύ ωραίο σπίτι και κήπο με
λουλούδια, που δεν ήταν του Τενεσί, τα περισσότερα ήταν τριανταφυλλιές εγγλέζικες. Είχε γράψει κι ένα βιβλίο για τις τριανταφυλλιές του, τυπωμένο στο Μέμφις. Το είχε στην καλύτερη θέση στο γραφείο του.
Οτζιντζίντκα θα πει τριαντάφυλλο, όπως είπα. Δεν ξέρω τι εί-
δους τριαντάφυλλο. Μπορεί χαμένο τριαντάφυλλο των πεδιάδων.
Όχι αληθινό τριαντάφυλλο σαν αυτά του δικηγόρου Μπρί-
σκο. Τριαντάφυλλο της φυλής μου.
Από το δικηγόρο Μπρίσκο πήρα και διάβασα αγαπημένα
βιβλία. Μου τα ’δινε στο σπίτι μου και τα διάβαζα στο σαλόνι, δίπλα στη σόμπα. Το αεράκι από το λιβάδι ερχόταν και χάιδευε τις σελίδες. Τα ευχάριστα εκείνα βράδια που δεν είχα τί-
ποτ’ άλλο να κάνω, μόνο ν’ ακούω τον αγαπημένο αδερφό της Ρόζαλι, τον Τένισον Μπουγκρό, να τραγουδάει όσα παλιά τραγούδια ήξερε. Κι εγώ βυθισμένη σε σκέψεις. Στις σκέψεις εκείνες που σου φέρνουν τα βιβλία στο μυαλό.
Αυτά όλα, βέβαια, πριν από τον Τζας Τζόνσκι. Ένα αγόρι
που δεν είχε διαβάσει ποτέ του ούτε ένα βιβλίο, τώρα που το 17
σκέφτομαι. Ένα αγόρι που καλά καλά δεν ήξερε να γράφει.
Πρέπει να ’ταν μετά το 1870, μετά τον πόλεμο, μετά που ο
Τόμας γύρισε σπίτι απ’ τη φυλακή. Μπορεί να ’ταν την ίδια χρονιά που σκοτώθηκε ο στρατηγός Κάστερ. Ή λίγο πριν.
Μα τα χρόνια όλα περνούσαν τρέχοντας, λες κι είχαν φτερά
στα πόδια. Σαν άλογα που καλπάζουν στο απέραντο χορτάρι.
18