Ένα δυνατό, ειλικρινές και εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο για την απώλεια των γονιών, για τον πόνο των λέξεων που δεν ειπώθηκαν, για την ανάγκη ν' αγαπάς και ν' αγαπιέσαι. Fernando Aramburu
Βραβείο Femina Étranger 2019
© Lisbeth Salas
Ο Manuel Vilas μάς δείχνει τον καθρέφτη μέσα στον οποίο αποφεύγουμε να κοιτάξουμε τον εαυτό μας· ερευνά το παρελθόν μας και εν τέλει προκαλεί την ανάδυση όσων θεωρούσαμε κρυμμένα και δεν επιζητούσαμε να αντικρίσουμε. El Mundo Χρειάζεται μεγάλη ακρίβεια για να αφηγηθείς αυτά τα γεγονότα, αλλά και οξύτητα, το αιχμηρό μαχαίρι που τρυπάει τον κόσμο της ματαιοδοξίας. Αυτό που μένει στο τέλος είναι το καθαρό συναίσθημα της αλήθειας και η θλίψη για όσα έχουν πια χαθεί.
ΈΝΑ ΙΛΙΓΓΙΏΔΕΣ, τολμηρό χρονικό της ζωής του συγγραφέα,
Antonio Muñoz Molina
ένας συγκινητικός και συγκινημένος απολογισμός των δοκιμασιών, των αποτυχιών και των θριάμβων της.
Ένα από τα πιο ανθρώπινα, πιο εμβριθή, πιο παρηγορητικά βιβλία που έχω διαβάσει εδώ και πολύ καιρό.
πίζει τα φαντάσματα των γονιών του υπό τη σκιά του διαζυγίου
Lorenzo Silva
του, των παιδιών του, της καριέρας του.
Ένας μοναδικός συγγραφέας, ευφυής και αμερόληπτος· ακολουθεί το δικό του ελεύθερο μονοπάτι χωρίς να φοβάται το ρίσκο. Sara Mesa
Ο ΑΦΗΓΗΤΉΣ, με την οικειότητα ενός ημερολογίου, αντιμετω-
ΜΕ ΘΆΡΡΟΣ και ειλικρίνεια, αναμειγνύοντας την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, τον πεζό με τον ποιητικό λόγο, ο συγγραφέας αφηγείται μια ιστορία πλάθοντας με τον εαυτό του έναν αλησμόνητο χαρακτήρα με τον οποίο –κι αυτό είναι το μεγάλο του επίτευγμα– μπορούμε να ταυτιστούμε.
Ένα ελεγειακό και διεισδυτικό μυθιστόρημα, που μετατρέπει μια έντονη υπαρξιακή κρίση σε κάτι όμορφο και λυτρωτικό. Μια βαθιά και καθηλωτική ιστορία για την αγάπη, την απώλεια, τη μνήμη.
ISBN 978-960-572-344-6
Σχεδιασμός / Εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου
9 789605 723446 www.ikarosbooks.gr
O Manuel Vilas (Μανουέλ Βίλας) είναι πολυβραβευμένος ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε το 1962 στο Μπαρμπάστρο της Ισπανίας και ζει μεταξύ Μαδρίτης και Αϊόβα Σίτι των ΗΠΑ. Αρθρογραφεί στις σημαντικότερες ισπανικές εφημερίδες, όπως η El País, η ABC και η La Vanguardia. Έχει εκδώσει επτά μυθιστορήματα, καθώς και έναν μεγάλο αριθμό ποιητικών συλλογών και δοκιμίων. Το Ορδέσα κυκλοφόρησε το 2018 στην Ισπανία, έγινε το απόλυτο best seller, ψηφίστηκε ως ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς και καθιέρωσε τον Vilas ως έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ισπανούς συγγραφείς, στο ύψος του Javier Cercas και του Antonio Muñoz Molina. To 2019 τιμήθηκε με το Βραβείο Femina Étranger. Μεταφράζεται ήδη σε περισσότερες από 15 γλώσσες.
ΟΡΔΈΣΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: Ordesa © Μanuel Vilas, 2018
Πρώτη έκδοση στα ισπανικά, Alfaguara, 2018
© για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2020, σε συμφωνία
με το λογοτεχνικό πρακτορείο Casanovas & Lynch Agencia Literaria S.L. Μετάφραση από τα ισπανικά: Αχιλλέας Κυριακίδης
Σχεδιασμός – Εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου Στοιχειοθεσία – Σελιδοποίηση: Μαλβίνα Κότο Εκτύπωση: Μητρόπολις Α.Ε.
Βιβλιοδεσία: Ηλ. Μπουντάς – Π. Βασιλειάδης Ο.Ε. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμη-
μάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του
ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με τον ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα όλης της αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
Πρώτη έκδοση: Οκτώβριος 2020 ISBN 978-960-572-344-6
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr
Μanuel Vilas
ΟΡΔΈΣΑ Μετάφραση – Σημειώσεις
Αχιλλέας Κυριακίδης
ΙΚΑΡΟΣ
Gracias a la vida, que me ha dado tanto.
Me ha dado la risa y me ha dado el llanto. Así yo distingo dicha de quebranto,
los dos materiales que forman mi canto,
y el canto de ustedes, que es el mismo canto, y el canto de todos, que es mi propio canto.1 Βιολέτα Πάρα2
1
Μακάρι ο ανθρώπινος πόνος να μπορούσε να μετρηθεί με καθα-
ρούς αριθμούς και όχι με αόριστα λόγια. Μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος να ξέρουμε πόσο έχουμε υποφέρει, κι ο πόνος να ’ταν
υλικός και μετρήσιμος. Κάθε άνθρωπος συνειδητοποιεί μια μέρα
πόσο ασήμαντο ήταν το πέρασμά του από τον κόσμο. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να το αντέξουν· εγώ δε θα το αντέξω ποτέ. Δεν το άντεξα ποτέ.
Κοίταζα την πόλη της Μαδρίτης, και η εξωπραγματικότητα
των δρόμων, των σπιτιών και των ανθρώπων της πλήγωνε όλο μου το σώμα.
Υπήρξα ένα ερείπιο.
Δεν την κατάλαβα τη ζωή.
Οι συζητήσεις με άλλους ανθρώπους κατάντησαν αργές,
ανιαρές, επώδυνες.
Με πονούσε να μιλάω με τους άλλους: έβλεπα πόσο ανώφε-
λες ήταν και θα είναι οι ανθρώπινες συζητήσεις. Τις έβλεπα να πέφτουν στη λήθη, ακόμα και τη στιγμή που διεξάγονταν. Έβλεπα την πτώση πριν από την πτώση.
Τη ματαιότητα των συζητήσεων, τη ματαιότητα αυτού που
μιλάει, τη ματαιότητα αυτού που αποκρίνεται. Τις συμβατικές ματαιότητες ώστε ο κόσμος να μπορεί να υπάρχει.
9
Και τότε ήταν που μου ξανάρθε στο νου ο πατέρας μου· γιατί
σκέφτηκα πως οι συζητήσεις που είχα με τον πατέρα μου ήταν
το μόνο πράγμα που άξιζε τον κόπο. Επέστρεψα σ’ εκείνες τις
συζητήσεις, με την ελπίδα να ζήσω μια στιγμιαία ανάπαυλα μέσα στη γενική εξανέμιση όλων των πραγμάτων.
Νόμισα πως ο εγκέφαλός μου είχε απολιθωθεί, πως δεν μπο-
ρούσε να εκτελέσει ούτε τις πιο απλές εγκεφαλικές λειτουργίες. Άθροιζα τους αριθμούς των πινακίδων κυκλοφορίας των αυτοκι-
νήτων, κι εκείνες οι μαθηματικές πράξεις με βύθιζαν σε βαθιά θλίψη. Έκανα λάθη όταν μιλούσα ισπανικά. Αργούσα ν’ αρθρώσω μια φράση, έμενα σιωπηλός, κι ο συνομιλητής μου με κοίταζε με οίκτο ή με περιφρόνηση, κι αποτελείωνε εκείνος τη φράση μου.
Τραύλιζα κι επαναλάμβανα χίλιες φορές την ίδια πρόταση.
Ίσως υπήρχε κάποια ομορφιά σ’ εκείνον τον συναισθηματικό τραυλισμό. Ζήτησα εξηγήσεις από τον πατέρα μου. Σκεφτόμουν συνεχώς τη ζωή του πατέρα μου. Προσπαθούσα να βρω
στη ζωή του μια εξήγηση για τη δική μου. Έγινα ένας άνθρωπος τρομοκρατημένος και οραματιστής.
Κοιταζόμουν στον καθρέφτη και δεν έβλεπα τα δικά μου γε-
ράματα, μα τα γεράματα ενός άλλου που ’χε ήδη ζήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο. Έβλεπα τα γεράματα του πατέρα μου. Μπορούσα έτσι να τον θυμάμαι στην εντέλεια – αρκούσε να κοιταχτώ στον
καθρέφτη για να εμφανιστεί, σαν σε κάποια άγνωστη Λειτουρ-
γία, σαν σε κάποια σαμανική τελετή, σαν σε κάποια αντίστροφη θεολογική τάξη.
Δεν υπήρχε καμία χαρά, ούτε ευτυχία, στην κατοπτρική
συνάντηση με τον πατέρα μου, αλλά ένα ακόμα στρίψιμο της βίδας, μία ακόμα βαθμίδα προς την κάθοδο, προς την υποθερμία δύο πτωμάτων που μιλούν. 10
Βλέπω όσα δεν φτιάχτηκαν για να είναι ορατά, βλέπω το
θάνατο σαν προέκταση, σαν θεμέλιο της ύλης, βλέπω την οικουμενική ασημαντότητα όλων των πραγμάτων. Διάβαζα Αγία
Θηρεσία της Άβιλας,3 που κι εκείνης της συνέβαιναν πράγματα παρόμοια μ’ αυτά που συμβαίνουν και σ’ εμένα. Εκείνη τα ’λεγε κάπως· εγώ, αλλιώς.
Άρχισα να γράφω· μόνο γράφοντας μπορούσα να δώσω δι-
έξοδο σε τόσα σκοτεινά μηνύματα που έρχονταν απ’ τ’ ανθρώ-
πινα σώματα, απ’ τους δρόμους, τις πόλεις, την πολιτική, τα μέσα επικοινωνίας, απ’ αυτό που είμαστε.
Το μεγάλο φάντασμα που είμαστε: μια κατασκευή απομα-
κρυσμένη από τη φύση. Το μεγάλο φάντασμα έχει πετύχει το
σκοπό του: η ανθρωπότητα είναι πεπεισμένη για την ύπαρξή του. Και εδώ είναι που αρχίζουν τα προβλήματά μου.
Το 2015, μια θλίψη διέτρεχε όλον τον πλανήτη και εισέδυε
στις ανθρώπινες κοινωνίες σαν να ’ταν ιός.
Έκανα αξονική τομογραφία εγκεφάλου. Πήγα σε νευρολόγο.
Ήταν σωματώδης, φαλακρός, με φροντισμένα νύχια και με γραβάτα κάτω από την άσπρη ρόμπα. Με εξέτασε. Μου είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα αφύσικο στο κεφάλι μου· ότι όλα ήταν μια χαρά. Και τότε άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο.
Σκέφτηκα πως η ψυχική μου κατάσταση ήταν μια θολή
ανάμνηση από κάτι που ’χε συμβεί σ’ ένα μέρος του βορρά τής
Ισπανίας που το λένε Ορδέσα, ένα μέρος όλο βουνά, κι ήταν μια
ανάμνηση κίτρινη, το κίτρινο χρώμα κατέκλυζε το όνομα Ορδέ-
σα, και πίσω απ’ την Ορδέσα διαγραφόταν η μορφή του πατέρα μου, καλοκαίρι του 1969.
Μια πνευματική κατάσταση που είναι τόπος: Ορδέσα. Αλλά
και χρώμα: το κίτρινο.
11
Όλα έγιναν κίτρινα. Όταν τα πράγματα και οι άνθρωποι γί-
νονται κίτρινοι, σημαίνει ότι έχουν αγγίξει την ανυποστασία – ή τη μνησικακία.
Ο πόνος είναι κίτρινος, αυτό θέλω να πω.
Γράφω αυτά τα λόγια στις 9 Μαΐου του 2015. Πριν από εβδο-
μήντα χρόνια, η Γερμανία υπέγραφε την άνευ όρων συνθηκολόγησή της. Σε δύο μέρες, τις φωτογραφίες του Χίτλερ θα τις αντικαθιστούσαν οι φωτογραφίες του Στάλιν.
Η Ιστορία είναι κι αυτή ένα σώμα τυραννισμένο από τις
τύψεις. Είμαι πενήντα δύο χρονών και είμαι η ιστορία τού εαυτού μου.
Τα δυο μου αγόρια μπαίνουν στο σπίτι αυτήν ακριβώς τη
στιγμή· γυρίζουν απ’ το παδέλ.4 Κάνει τρομερή ζέστη. Η επιμονή της ζέστης, η σταθερή επέλευσή της στους ανθρώπους, στον πλανήτη.
Και η αύξηση της ζέστης πάνω στην ανθρωπότητα. Δεν είναι
μόνο η κλιματική αλλαγή, είναι και κάτι σαν υπενθύμιση της Ιστο-
ρίας, σαν οι παλιοί μύθοι να εκδικούνταν τους καινούργιους. Η κλιματική αλλαγή δεν είναι παρά μια επικαιροποίηση της Αποκάλυψης. Μας αρέσει η Αποκάλυψη. Τη φέρουμε στα γονίδιά μας.
Το διαμέρισμα όπου μένω είναι βρόμικο, γεμάτο σκόνη.
Έχω προσπαθήσει πολλές φορές να το καθαρίσω, αλλά μου είναι αδύνατον. Ποτέ δεν έμαθα να καθαρίζω, κι όχι επειδή δε μ’ ενδιέφερε. Ίσως υπάρχει μέσα μου κάποιο γενετικό κατάλοιπο
που με συγγενιάζει με την αριστοκρατία, πράγμα που το θεωρώ μάλλον απίθανο.
Μένω στη Λεωφόρο Ρανίγιας, σε μια πόλη του βορρά τής
Ισπανίας που τ’ όνομά της δεν το θυμάμαι αυτή τη στιγμή·5
κι εδώ έχει μόνο σκόνη, ζέστη και μυρμήγκια. Πριν από λίγο 12
καιρό είχα μια επιδρομή μυρμηγκιών, και τα σκότωσα με την
ηλεκτρική σκούπα: εκατοντάδες μυρμήγκια ρουφήχτηκαν, ένιωσα πραγματικός γενοκτόνος. Κοιτάζω το τηγάνι πάνω στην
ηλεκτρική κουζίνα. Το λίπος που είναι κολλημένο στο τηγάνι. Πρέπει να το πλύνω. Δεν ξέρω τι θα δώσω στα παιδιά μου να
φάνε. Η πεζότητα της τροφής. Απ’ το παράθυρο φαίνεται ένας καθολικός ναός που δέχεται το ανεξάντλητο φως του ήλιου, την
άθεη φωτιά του. Τη φωτιά του ήλιου που ο Θεός ρίχνει κατευ-
θείαν πάνω στη Γη σαν να ’ταν μια μαύρη, ελεεινή μπάλα, σαν να ’ταν σαπίλα, βρόμα. Δε βλέπετε τη βρόμα του ήλιου;
Δεν έχει κόσμο στους δρόμους. Εκεί όπου μένω εγώ δεν έχει
δρόμους, αλλά έχει άδεια πεζοδρόμια, γεμάτα χώμα και ψό-
φιες ακρίδες. Ο κόσμος έχει πάει διακοπές. Απολαμβάνουν το θαλασσινό νερό στις παραλίες. Οι ψόφιες ακρίδες είχαν φτιάξει
κι αυτές οικογένεια, είχαν κι αυτές τις αργίες τους, τα Χριστού-
γεννα και τα γενέθλιά τους. Όλοι είμαστε φτωχοί άνθρωποι, χωμένοι στο τούνελ της ύπαρξης. Η ύπαρξη είναι ηθική κατηγορία. Η ύπαρξη μας υποχρεώνει να δρούμε, να πράττουμε, ό,τι να ’ναι.
Αν έχω καταλάβει κάτι σ’ αυτή τη ζωή, είναι ότι όλοι, άνδρες
και γυναίκες, είμαστε μία και μοναδική ύπαρξη. Μια μέρα, αυτή η μοναδική ύπαρξη θα έχει πολιτική αντιπροσώπευση, κι εκείνη τη μέρα θα κάνουμε ένα βήμα μπροστά. Εγώ δεν θα ’μαι
εδώ για να το δω. Υπάρχουν τόσα πράγματα που δε θα δω και που τα βλέπω αυτή τη στιγμή. Πάντα έβλεπα πράγματα.
Πάντα μού μιλούσαν οι νεκροί.
Έχω δει τόσα πράγματα, ώστε το μέλλον κατέληξε να μου
μιλάει σαν να ήμαστε γείτονες, για να μην πω φίλοι.
13
Μιλάω για άλλα όντα, για φαντάσματα, για νεκρούς, για
τους νεκρούς γονείς μου, για την αγάπη που τους είχα, για το ότι αυτή η αγάπη δε φεύγει.
Κανείς δεν ξέρει τι είναι η αγάπη.
14
2
Μετά το διαζύγιό μου (που βγήκε πριν από ένα χρόνο, αν και
ποτέ δεν ξέρει κανείς ακριβώς το πότε, αφού δεν είναι ημερομηνία, αλλά διαδικασία, ακόμα κι αν επισήμως είναι ημερο-
μηνία· για τις νομικές συνέπειες μπορεί να είναι μια συγκεκριμένη μέρα· όπως και να ’χει, πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν
πολλές σημαντικές ημερομηνίες: η πρώτη φορά που το σκέφτηκες, η δεύτερη φορά, όλες οι φορές συσσωρευμένες, η γόνιμη
ανάκληση γεγονότων γεμάτων διαφωνίες, καβγάδες και στενοχώριες που υποστηρίζουν αυτή τη σκέψη, και, τέλος, η φυγή
από το σπίτι σου και η επιτάχυνση του καταιγισμού των γεγονό-
των που θα καταλήξουν σε μιαν αποφασιστική δικαστική πράξη και μια τελεσίδικη ετυμηγορία· οπότε, αυτή η ετυμηγορία είναι
σαν πυξίδα στην άβυσσο, μια επιστημονική άποψη, και κάπου
κάπου τη χρειαζόμαστε την επιστήμη για να μας προσφέρει τη λογική της, μιαν αφετηρία βεβαιότητας), ξανάγινα ο άνθρωπος
που ήμουν πολλά χρόνια πριν· μ’ άλλα λόγια, αναγκάστηκα ν’ αγοράσω μια σφουγγαρίστρα, μια βούρτσα και διάφορα είδη καθαριότητας, πολλά είδη καθαριότητας.
Ο θυρωρός της πολυκατοικίας ήταν στην πόρτα. Μιλήσαμε
λίγο. Κάτι για ποδόσφαιρο. Νοιάζομαι κι εγώ για τους ανθρώπους. Ο θυρωρός είναι Ουρουγουανός, αλλά έχει εκουατορια-
15
νή υπηκοότητα. Έχει πολλά χρόνια στην Ισπανία, κι ούτε που
το θυμάται το Εκουαδόρ. Ξέρω πως, κατά βάθος, το ζηλεύει το διαμέρισμά μου. Όσο άσχημα κι αν σου πηγαίνουν όλα, πά-
ντα υπάρχει κάποιος που σε ζηλεύει. Είναι ένα είδος κοσμικού σαρκασμού.
Ο γιος μου με βοήθησε να συγυρίσω το σπίτι. Υπήρχε ένας
σωρός αλληλογραφίας μες στη σκόνη. Έπιανες ένα φάκελο κι ένιωθες εκείνη τη λίγδα που αφήνει η σκόνη, σχεδόν έτοιμη να γίνει χώμα, στις άκρες των δακτύλων σου.
Υπήρχαν παλιές και ξεθωριασμένες ερωτικές επιστολές,
αθώα και τρυφερά γράμματα της νιότης, τα γράμματα της μητέρας του γιου μου που υπήρξε σύζυγός μου. Είπα στον γιο μου
να τα βάλει αυτά στο συρτάρι των αναμνήσεων. Εκεί έχουμε βάλει και τις φωτογραφίες του πατέρα μου κι ένα πορτοφόλι
της μητέρας μου. Κάτι σαν νεκροταφείο της μνήμης. Δεν έχω θελήσει, ή δεν έχω μπορέσει, να σταματήσω το βλέμμα μου
πάνω σ’ αυτά τα αντικείμενα. Τα ’χω αγγίξει με αγάπη – και με πόνο.
Δεν ξέρεις τι να τα κάνεις όλα αυτά, ε;, μου είπε ο γιος μου.
Έχει κι άλλα πράγματα, του είπα· είναι οι λογαριασμοί και
τα χαρτιά που φαίνονται σημαντικά, όπως τα ασφαλιστήρια και τα γράμματα απ’ την τράπεζα.
Οι τράπεζες σου ξεχειλίζουν το γραμματοκιβώτιο με κατα-
θλιπτικές επιστολές. Μια στοίβα αντίγραφα λογαριασμού. Με
εκνευρίζουν τα γράμματα από την τράπεζα. Έρχονται για να σου πουν τι είσαι. Σε παρακινούν ν’ αναστοχαστείς το μηδενικό σου νόημα στον κόσμο.
Έπιασα να κοιτάζω τα αντίγραφα του τραπεζικού λογαρια-
σμού μου. 16
Γιατί σ’ αρέσει να ’χεις τόσο δυνατή ψύξη;, με ρώτησε.
Με πανικοβάλλει η ζέστη, όπως και τον πατέρα μου. Τον
θυμάσαι τον παππού σου;
Είναι στενάχωρη αυτή η ερώτηση, γιατί ο γιος μου νομίζει πως
με τέτοιου είδους ερωτήσεις επιδιώκω να κερδίσω κάτι σαν πλεονέκτημα, μια καλοπροαίρετη συμπεριφορά από μέρους του.
Ο γιος μου είναι αποφασιστικός και εργατικός. Τα ’δωσε
όλα στο συγύρισμα του διαμερίσματός μου.
Ξαφνικά, μου φάνηκε πως το διαμέρισμά μου δεν άξιζε τα
χρήματα που πληρώνω γι’ αυτό. Φαντάζομαι πως αυτή η βε-
βαιότητα είναι η προφανέστερη απόδειξη ωριμότητας μιας αν-
θρώπινης νοημοσύνης υπό το βάρος του καπιταλισμού. Όμως, χάρη στον καπιταλισμό έχω σπίτι.
Σκέφτηκα, όπως πάντα, την οικονομική καταστροφή. Η
ζωή ενός ανθρώπου είναι, στην ουσία, η προσπάθεια να μην
καταστραφεί οικονομικά. Με ό,τι κι αν ασχολείται κανείς,
αυτή είναι η μεγάλη αποτυχία. Αν δεν ξέρεις πώς να θρέψεις τα παιδιά σου, δεν έχεις κανένα λόγο να υπάρχεις στην κοινωνία.
Κανείς δεν ξέρει αν μπορεί να ζήσει μη κοινωνικά. Η εκτίμη-
ση των άλλων καταλήγει να είναι η μόνη ταυτότητα της ύπαρξής
σου. Η εκτίμηση είναι μια ηθική αξιολόγηση, συνισταμένη των κρίσεων για το άτομό σου, κι απ’ αυτές τις κρίσεις εκπορεύεται η θέση σου στον κόσμο. Είναι μια μάχη ανάμεσα στο σώμα, το σώμα σου, πηγή ζωής, και στην αξία που έχει αυτό το σώμα για
τους άλλους. Aν ο κόσμος σε φθονεί, αν φθονεί την παρουσία σου, όλα θα σου πάνε καλά.
Ωστόσο, ο θάνατος –αυτός ο παλαβός κοινωνιοπαθής– ισο-
πεδώνει όλες τις κοινωνικές και ηθικές εκτιμήσεις με τη φθορά
της σάρκας, που είναι πάντα ενεργή. Μιλάμε πολύ για πολιτική 17
διαφθορά και για ηθική διαφθορά, και ελάχιστα για τη φθορά
ενός σώματος παραδομένου στο θάνατο: για την καύση, την
έκρηξη εμετικών αερίων και τη μετατροπή του πτώματος σε δυσωδία.
Ο πατέρας μου δε μιλούσε πολύ για τη μητέρα του. Το μόνο
που θυμόταν ήταν πόσο ωραία μαγείρευε. Η γιαγιά μου έφυγε
από το Μπαρμπάστρο στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Πρέπει να ’ταν γύρω στο 1969. Έφυγε με την κόρη της.
Μπαρμπάστρο είναι η πόλη όπου γεννήθηκα κι όπου μεγά-
λωσα. Όταν γεννήθηκα, είχε δέκα χιλιάδες κατοίκους. Τώρα
έχει δεκαεπτά χιλιάδες. Όσο περνά ο καιρός, αυτή η πόλη έχει πια τη δύναμη ενός οικουμενικού και, ταυτόχρονα, ανεκδοτολογικού πεπρωμένου.
Αυτή την επιθυμία μας να μετατρέπουμε το άμορφο σ’ έναν
χαρακτήρα με μορφή, οι αρχαίοι την ονόμασαν «αλληγορία»·
γιατί, για όλους σχεδόν τους ανθρώπους, το παρελθόν συγκεκριμενοποιείται σ’ έναν μυθιστορηματικό χαρακτήρα.
Θυμάμαι μια φωτογραφία από τη δεκαετία του πενήντα,
που δείχνει τον πατέρα μου μέσα στο αυτoκίνητό του, ένα Seat
600. Ίσα που διακρίνεται, αλλά είναι αυτός. Είναι μια παρά-
ξενη φωτογραφία, πολύ της εποχής εκείνης, με δρόμους που μοιάζουν σαν να ’χαν μόλις δοθεί στην κυκλοφορία. Στο βάθος υπάρχει ένα Renault Ondine και κάτι γυναίκες· γυναίκες
με την πλάτη γυρισμένη, με την τσάντα τους, γυναίκες που
τώρα θα ’ναι πια γριές ή πεθαμένες. Διακρίνω το κεφάλι του πατέρα μου μέσα στο Seat 600 με πινακίδα κυκλοφορίας της
Βαρκελώνης. Δεν αναφέρθηκε ποτέ σ’ αυτό το γεγονός, στο γεγονός ότι το πρώτο του Seat 600 είχε πινακίδες Βαρκελώνης. 18
Δε δείχνει να ’ναι καλοκαίρι, μήτε χειμώνας. Μπορεί να ’ναι τέλη Σεπτεμβρίου ή τέλη Μαΐου, αν κρίνω από τα ρούχα των γυναικών.
Δεν αξίζει να επεκταθεί κανείς στην αποσάθρωση όλων των
πραγμάτων που έχουν υπάρξει. Οφείλω να σημειώσω πόσο με γοήτευε εκείνο το αυτοκίνητο, εκείνο το Seat 600 που έδωσε
χαρά σε εκατομμύρια Ισπανούς, που γέννησε άθεες και υλικές
ελπίδες, που γέννησε την πίστη στο μέλλον των ιδιωτικών μη-
χανών, που γέννησε ταξίδια, που γέννησε τη γνωριμία άλλων τόπων κι άλλων πόλεων, που γέννησε τη σκέψη στους λαβυρίνθους της γεωγραφίας και των δρόμων, που γέννησε επισκέψεις
σε ποτάμια και παραλίες, που γέννησε τον εγκλεισμό μας σ’ ένα κουβούκλιο αποκομμένο από τον κόσμο.
Η πινακίδα Βαρκελώνης, με τον αριθμό 186.025 δεν υπάρχει
πια. Κάπου, βέβαια, θα ’χει απομείνει κάτι από δαύτην, και η σκέψη αυτή είναι σαν πίστη.
19
Η ταξική συνείδηση είναι κάτι που δεν πρέπει ποτέ να μας
λείπει. Ο πατέρας μου έκανε ό,τι μπορούσε για την Ισπανία: βρήκε μια δουλειά, δούλεψε, έφτιαξε μια οικογένεια και πέθανε. Κι αυτές οι πράξεις δεν έχουν και πολλές εναλλακτικές.
Η οικογένεια είναι μια μορφή δοκιμασμένης ευτυχίας. Οι
άνθρωποι που αποφασίζουν να μείνουν ανύπαντροι, όπως έχουν αποδείξει στατιστικές, πεθαίνουν νωρίς. Και κανείς δε
θέλει να πεθάνει πρόωρα· γιατί ο θάνατος δεν είναι καθόλου
ωραίος, χώρια που είναι και ξεπερασμένος. Η επιθυμία να πεθάνεις είναι αναχρονιστική. Κι αυτό το ανακαλύψαμε πρόσφατα. Πρόκειται για μία από τις τελευταίες ανακαλύψεις τής δυτικής κουλτούρας: είναι καλύτερα να μην πεθαίνεις.
Ό,τι κι αν συμβεί, μη πεθάνεις, κυρίως για έναν απλούστα-
το λόγο: δεν είναι απαραίτητο. Δεν είναι απαραίτητο να πεθάνει κανείς. Παλιά πίστευαν πως ναι, παλιά πίστευαν πως ο θάνατος είναι απαραίτητος.
Παλιά, η ζωή άξιζε λιγότερο. Σήμερα, αξίζει περισσότερο.
Χάρη στην παραγωγή πλούτου, την υλική αφθονία, οι παλιοί απόκληροι (εκείνοι που, δεκαετίες πριν, δεν τους ένοιαζε αν ήταν ζωντανοί ή νεκροί) αγαπούν τη ζωή.
Η ισπανική μεσαία τάξη των δεκαετιών του πενήντα και του
εξήντα κληροδότησε στους απογόνους της πιο εκλεπτυσμένες φιλοδοξίες.
Η γιαγιά μου ούτε που ξέρω ποιο έτος πέθανε. Ίσως ήταν
το 1992 ή το 1993 ή το 1999 ή το 2001 ή το 1996 ή το 2000, εκεί γύρω. Η θεία μου τηλεφώνησε για να μας πει ότι είχε πεθάνει
η μητέρα του πατέρα μου. Ο πατέρας μου δε μιλιόταν με την αδελφή του. Η θεία άφησε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή. Εγώ άκουσα το μήνυμα. Η θεία έλεγε στο μήνυμα ότι, αν και δεν τα 20
πήγαιναν καλά, μοιράζονταν την ίδια μητέρα. Αυτό: ότι είχαν
την ίδια μητέρα κι ότι αυτό ήταν λόγος να τα ξαναβρούν. Εγώ έμεινα σκεπτικός όταν άκουσα εκείνο το μήνυμα – πάντα στο
πατρικό μου έμπαινε ένα πολύ δυνατό φως που έκανε τα γεγο-
νότα να χάνουν τη συνοχή τους, γιατί το φως είναι πιο ισχυρό από τις ανθρώπινες πράξεις.
Ο πατέρας μου κάθισε στην πολυθρόνα του. Μια πολυθρό-
να κίτρινη. Η απόφασή του ήταν να μην πάει στην κηδεία. Η γιαγιά είχε πεθάνει σε μια μακρινή πόλη, καμιά πεντακοσαριά
χιλιόμετρα από το Μπαρμπάστρο, καμιά πεντακοσαριά χιλιό-
μετρα από το σημείο όπου, εκείνη τη στιγμή, ο πατέρας μου έπαιρνε το μήνυμα για το θάνατό της. Αποφάσισε, λοιπόν, να
μην πάει. Έτσι απλά. Δεν είχε όρεξη να πάει. Να οδηγήσει τόσο. Ή ν’ ανέβει σ’ ένα λεωφορείο για ώρες. Και να ψάξει να βρει το σωστό λεωφορείο.
Αυτό το γεγονός προκάλεσε θύελλα άλλων γεγονότων. Δε μ’
ενδιαφέρει να δικαιολογήσω ό,τι έγινε, αλλά να το διηγηθώ ή να το πω ή να το πανηγυρίσω. Η ηθική των γεγονότων είναι πά-
ντα ένα πολιτισμικό κατασκεύασμα. Τα γεγονότα αφ’ εαυτών, ναι, αυτά είναι βέβαια. Τα γεγονότα είναι φύση, και η ερμηνεία τους είναι πολιτική.
Ο πατέρας μου δεν πήγε στην κηδεία της γιαγιάς μου. Τι
σχέση διατηρούσε με τη μητέρα του; Δε διατηρούσε καμία
σχέση. Ναι, εντάξει, διατηρούσαν στην αρχή αρχή, δεν ξέρω, εκεί γύρω στο 1935 ή το 1940, αλλά εκείνη η σχέση εξατμίστηκε, εξαφανίστηκε. Εγώ νομίζω πως ο πατέρας μου έπρεπε να
πάει στην κηδεία. Όχι για τη νεκρή μητέρα του, αλλά για τον ίδιο, όπως και για μένα. Φυγομαχώντας από εκείνη την κηδεία, αποφάσιζε να φυγομαχήσει κι απ’ τη ζωή γενικότερα.
21
Το υπέρτατο μυστήριο είναι ότι ο πατέρας μου αγαπούσε τη
μητέρα του. Ο λόγος για τον οποίο δεν πήγε στην κηδεία της θεμελιώνεται στο ότι το υποσυνείδητό του απέρριπτε το νεκρό
σώμα της μητέρας του. Κι ότι το συνειδητό εγώ του τρεφόταν από μιαν ακαταμάχητη τεμπελιά.
Στο κεφάλι μου μπερδεύονται χιλιάδες ιστορίες που σχετί-
ζονται με τη φτώχεια και με το πώς η φτώχεια, στο τέλος, σε δηλητηριάζει με το όνειρο του πλούτου· ή με το πώς η φτώχεια γεννά ακινησία και σου κόβει κάθε διάθεση ν’ ανέβεις σ’ ένα αυτοκίνητο και να οδηγήσεις πεντακόσια χιλιόμετρα.
Ο καπιταλισμός βούλιαξε στην Ισπανία το 2008, χαθήκαμε,
δεν ξέραμε πια τι να προσδοκούμε. Και ξεκίνησε μια πολιτική κωμωδία με την άφιξη της οικονομικής ύφεσης. Σχεδόν ζηλέψαμε τους νεκρούς.
Ο πατέρας μου αποτεφρώθηκε σ’ ένα φούρνο ντίζελ. Εκεί-
νος δεν είχε εκφράσει την παραμικρή επιθυμία για το τι ήθε-
λε να κάνουμε με το πτώμα του. Περιοριστήκαμε στο να ξε-
φορτωθούμε τον νεκρό (το ξαπλωμένο σώμα, εκείνο που πριν ήταν και τώρα δεν ξέραμε τι είναι) όπως κάνει όλος ο κόσμος. Όπως θα κάνουν και μ’ εμένα. Όταν πεθαίνει κάποιος, η εμμονή μας είναι να σβήσουμε το πτώμα από το χάρτη. Να εξαφανίσουμε το σώμα. Μα γιατί τόση βιασύνη. Λόγω της φθο-
ράς τής σάρκας; Όχι, γιατί τώρα υπάρχουν πολύ εξελιγμένα
ψυγεία στα νεκροτομεία. Ένα πτώμα μάς γεμίζει φρίκη. Μας γεμίζει φρίκη το μέλλον, μας γεμίζει φρίκη εκείνο στο οποίο θα μετατραπούμε. Μας τρομοκρατεί η αναθεώρηση των δε-
σμών που μας ένωσαν μ’ αυτό το πτώμα. Μας τρομάζουν οι μέρες που περάσαμε δίπλα στο πτώμα, τα τόσα πράγματα που κάναμε μαζί μ’ αυτό το πτώμα: πήγαμε στην παραλία, 22
ταξιδέψαμε μαζί του, φάγαμε μαζί του, μπορεί και να κοιμηθήκαμε μαζί του.
Στο τέλος της ζωής των ανθρώπων, το μοναδικό πραγματικό
πρόβλημα που ανακύπτει είναι το τι να κάνουμε με τα πτώματα. Στην Ισπανία υπάρχουν δύο δυνατότητες: η ταφή ή η αποτέ-
φρωση. Οι ωραίες αυτές ισπανικές λέξεις6 έχουν λατινική ρίζα: μετατρέπεσαι σε χώμα ή σε στάχτη.
Η λατινική γλώσσα προσδίδει γόητρο στο θάνατό μας.
Ο πατέρας μου αποτεφρώθηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 2005.
Τώρα το μετανιώνω· ίσως ήταν βιαστική απόφαση. Από την άλλη, το γεγονός ότι ο πατέρας μου δεν πήγε στην κηδεία τής
μητέρας του (δηλαδή της γιαγιάς μου) πρέπει να ’χει να κάνει
με το ότι τον κάψαμε. Άραγε τι έχει μεγαλύτερη σημασία: να τονίσω τη συγγένειά μου και να πω «η γιαγιά μου» ή να τονίσω
αυτήν του πατέρα μου και να πω «η μητέρα του»; Διστάζω να διαλέξω. Η γιαγιά μου ή η μητέρα του – σ’ αυτή την επιλογή
παίζονται τα πάντα. Ο πατέρας μου δεν πήγε στην κηδεία τής
γιαγιάς μου, κι αυτό έχει να κάνει με το τι αποφασίσαμε για το σώμα του πατέρα μου· έχει να κάνει με το ότι αποφασίσαμε να τον κάψουμε, να τον αποτεφρώσουμε. Δεν έχει να κάνει με την
αγάπη, αλλά με τον καταιγισμό των γεγονότων· γεγονότων που προκαλούν άλλα γεγονότα. Ο καταιγισμός της ζωής, νερό που τρέχει όλη την ώρα, ενόσω εμείς τρελαινόμαστε.
Επίσης συνειδητοποιώ αυτή τη στιγμή ότι στη ζωή μου δεν
έχουν συμβεί μεγάλα πράγματα, κι ωστόσο έχω μέσα μου έναν βαθύ πόνο. Ο πόνος, έτσι όπως εγώ τον καταλαβαίνω, δεν είναι σε καμία περίπτωση εμπόδιο για τη χαρά, αφού για μένα
συνδέεται με την επέκταση της συνείδησης. Ο πόνος είναι μια εκτεταμένη συνείδηση, η οποία φτάνει μέχρι όλα τα πράγματα 23
που ήταν και θα είναι. Είναι ένα είδος μυστικής ευμένειας προς όλα τα πράγματα. Ευγένειας προς όλα όσα έγιναν. Κι από την ευμένεια και την ευγένεια γεννιέται πάντα η κομψότητα.
Ο πόνος είναι μια μορφή γενικής συνείδησης. Ένα απλω-
μένο χέρι. Φιλοφρόνηση προς τους άλλους. Μπορεί να χαμογελάμε, αλλά μέσα μας καταρρέουμε. Αν επιλέγουμε να χαμογελάσουμε αντί να πέσουμε νεκροί στη μέση του δρόμου, το κά-
νουμε από κομψότητα, από τρυφερότητα, από ευγένεια, από αγάπη προς τους άλλους, από σεβασμό προς τους άλλους.
Ούτε καν ξέρω πώς να διαρθρώσω το χρόνο, πώς να τον ορί-
σω. Επιστρέφω σ’ εκείνο το απόγευμα του Μαΐου 2015 που το ξαναζώ αυτή τη στιγμή, και βλέπω ένα σωρό φάρμακα σκορπι-
σμένα με χαώδη τρόπο πάνω στο κρεβάτι μου. Έχει κάθε λογής: αντιβιοτικά, αντιισταμινικά, αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά.
Ακόμα κι έτσι, χαίρομαι που είμαι ζωντανός, και πάντα θα
το χαίρομαι. Ο χρόνος συνεχίζει να πέφτει πάνω απ’ το θάνατο του πατέρα μου, και πολλές φορές δυσκολεύομαι πια να τον θυμηθώ. Αλλά αυτό δε με θλίβει. Το ότι ο πατέρας μου βαδίζει
προς την απόλυτη εξαφάνιση, ενώ εγώ και ο αδελφός μου είμαστε οι μόνοι που τον θυμούνται, μου φαίνεται σαν κάτι εξαιρετικής ομορφιάς.
Η μητέρα μου πέθανε πριν από ένα χρόνο. Όταν ζούσε, επι-
χείρησα κάποιες φορές να της μιλήσω για τον πατέρα μου, αλλά εκείνη δε δεχόταν να συζητήσει. Ούτε με τον αδελφό μου μπορώ να μιλήσω πολύ για τον πατέρα μου. Δεν τους κατηγορώ,
κάθε άλλο. Καταλαβαίνω την αμηχανία και, κατά κάποιο τρό-
πο, την ντροπή· γιατί σε κάποιες πολιτισμικές παραδόσεις ή, έστω, σ’ αυτήν που έλαχε σ’ εμένα, το να μιλάς για έναν νεκρό ενέχει έναν υψηλό βαθμό αδιαντροπιάς. 24
Οπότε, έμεινα μόνος με τον πατέρα μου. Εγώ είμαι ο μονα-
δικός άνθρωπος στον κόσμο –αγνοώ αν το κάνει κι ο αδελφός μου– που τον θυμάται κάθε μέρα. Και κάθε μέρα παρατηρεί την εξαφάνισή του, που καταλήγει να μετατραπεί σε αγνότητα.
Δεν είναι ότι τον θυμάμαι κάθε μέρα, είναι ότι βρίσκεται μέσα μου μόνιμα, ότι εγώ αποσύρθηκα απ’ τον εαυτό μου για να του κάνω χώρο.
Είναι θαρρείς και ο πατέρας μου δε θέλησε να είναι ζωντα-
νός για μένα, δε θέλησε δηλαδή να μου αποκαλύψει τη ζωή του, το νόημα της ζωής του: κανένας πατέρας δε θέλει να είναι άν-
θρωπος για το παιδί του. Κι όλο μου το παρελθόν μου βούλιαξε όταν η μητέρα μου έκανε ό,τι κι ο πατέρας μου: πέθανε.
25