Οι Κυριακές, το καλοκαίρι - Μαριαλένα Σεμιτέκολου

Page 1



Ο Ι ΚΥ Ρ Ι Α Κ Έ Σ , Τ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ί Ρ Ι


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του

ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του

ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-

Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα όλης της

αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

© Μαριαλένα Σεμιτέκολου & Εκδόσεις Ίκαρος 2018

ISBN 978-960-572-233-3


Μ Α Ρ Ι Α Λ Έ Ν Α Σ Ε Μ ΙΤΈ ΚΟΛΟΥ

Ο Ι ΚΥ Ρ Ι Α Κ Έ Σ , Τ Ο Κ Α ΛΟ Κ Α Ί Ρ Ι μυθιστόρημα

ΙΚ ΑΡ ΟΣ



Πρωί One of these mornings

You’re going to rise up singing

Then you’ll spread your wings And you’ll take to the sky But till that morning

There’s a’ nothing can harm you

With your daddy and mammy standing by

Summertime, D. Heyward - I. & G. Gershwin



Α

νοίγει τα μάτια της απότομα, το σεντόνι κολλημένο πάνω της, το μαξιλάρι να βράζει, το ρολόι να δείχνει δέκα και είκοσι, και η ησυχία του δρόμου να προμηνύει μια ελαφρώς δυσοίωνη Κυριακή. Διανύει μια περίοδο υπνη­λίας. Κοιμάται με περισσή ευκολία και ξυπνάει με περισσές, ακαθόριστες αναμνήσεις που της δημιουργούν μια κάποια αφηρημένη ανησυχία για όλο το υπόλοιπο της ημέρας. Δοκιμάζει διάφορα αυτοσχέδια τεχνάσματα με τα οποία ελπίζει κάθε φορά να βελτιώσει την ανάσυρση των αναμνήσεων αυτών. Συνήθως ξανακλείνει τα μάτια της αμέσως όπως αιφνίδια τα ανοίγει κάθε πρωί. Μένει για λίγα λεπτά μετέωρη στο σκοτάδι, περιμένοντας λέξεις για να ντύσουν τους τόπους που μόλις επισκέφτηκε, τα πρόσωπα που συνάντησε, τις κουβέντες που αντάλλαξαν μεταξύ τους ή εν πάση περιπτώσει τις καταστάσεις που έληξαν και μπορούν να αποτελέσουν περίφημες ευκαιρίες αφήγησης. Είναι σχεδόν πάντοτε ανώφελο×· κείται άφωνη 9


Μ Α Ρ Ι Α Λ Έ Ν Α Σ Ε Μ ΙΤΈ ΚΟΛΟΥ

σε αυτό το οικειοθελές σκοτάδι με την προσδοκία της προηγούμενης ασύνειδης ευγλωττίας, αλλά τίποτα. Οι ιστορίες παραμένουν πεισματικά άηχες, τα πρόσωπα βουβά και οι τόποι τόσο σιωπηλοί που στο τέλος γίνονται κατάλευκοι σαν απάτητο χιόνι. Μόνο μια κίνηση αισθάνεται – όλα μαζί, πρόσωπα, τόποι κι ιστορίες τρέχουν βιαστικά κι αθόρυβα προς ένα ποτάμι εικόνων που κυλά λίγο πιο πάνω από το στομάχι της. Γυρίζει πλευρό και αυτόματα, με τα μάτια κλειστά, βγάζει λακωνικά και ασαφή ανακοινωθέντα για τον ασφαλή ή όχι απόπλου της ημέρας. Το εύθραυστο λεκτικό τους περίβλημα σπάει σε δευτερόλεπτα, είτε λόγω της επίμονης πίεσης στην κύστη που τη σπρώχνει στην τουαλέτα, είτε λόγω ασήμαντων μάλλον αφορμών: τον ήχο, λόγου χάρη, του τηλεφώνου, την αγενή έφοδο μιας επίκαιρης λίστας πραγμάτων που πρέπει να γίνουν ή τη συνήθη εσωτερική οδηγία του τύπου άντε, σήκω να φτιάξεις καφέ. Σηκώνεται απρόθυμη και ενοχλημένη από το κρεβάτι, ανε­­βάζει τα παντζούρια, τραβάει τις κουρτίνες, σε λίγο κοιτάζεται αφηρημένη στον καθρέφτη του μπάνιου, κατευθύνεται προς την κουζίνα και παίρνει θέση μπροστά από τον μαρμάρινο πάγκο. Η τελευταία γουλιά του καφέ θα είναι, ως συνήθως, η πιο γλυκιά. Η ζάχαρη μαζί με μερικούς κόκκους καφέ και κάποιες σταγόνες πηκτού γάλακτος κολλάνε στον πάτο του ψηλού, γυάλινου ποτηριού, και πρέπει να έχεις ήδη πιει το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου του, προκειμένου να νιώσεις λίγη από τη γεύση τους. Ξέρει ότι δεν πρόκειται απλώς για το ζήτημα της σωστής αναλογίας 10


ΟΙ ΚΥΡ Ι Α Κ Έ Σ , Τ Ο Κ Α ΛΟ Κ Α Ί Ρ Ι

των διαφορετικών συστατικών·× η ρυθμική και συστηματική τους ανάδευση είναι που παίζει τον πιο δραματικό ρόλο, με τον ήχο του κουταλιού πάνω στα γυάλινα τοιχώματα του ποτηριού να συντονίζει αυτή την καθημερινή, βραχεία συμφωνία κρουστών. Υπολογίζει με ακρίβεια την ποσότητα του καφέ και της ζάχαρης, αλλά η προσθήκη του παγωμένου –χειμώνα, καλοκαίρι– υγρού, του γάλακτος και του νερού, τα χαλάει όλα. Φταίει ίσως ο μονότονος κι επαναληπτικός ήχος της ανάδευσης, που την αποσυντονίζει: της φέρνει στον νου ομαδικές συναθροίσεις και μαζικές, ενθουσιώδεις μεν, αλλά συγχρόνως εθιμοτυπικές προτροπές για βαρυσήμαντες και ηχηρές προπόσεις που ξεχνιούνται αμέσως μετά την πρώτη γουλιά – υπάρχουν, θα ’λεγε κανείς, απλώς και μόνο για να την καθυστερούν και να την καθιστούν απολαυστικότερη. Η ίδια γνωρίζει ότι στερείται δεξιότητας στο ανακάτεμα και φαντασίας σε προπόσεις και ευχές. Μοιραία, λοιπόν, με την αποφυγή της αδέξιας ανάδευσης, του συνοδευτικού της ήχου, και των επακόλουθων συνειρμών καταλήγει να απολαμβάνει όχι την πρώτη, αλλά την τελευταία γουλιά. Βαδίζει αργόσυρτα προς τον καναπέ του σαλονιού, ξυπόλυτη, το πάτωμα του διαδρόμου ζεστό, το ’παν εχτές, για καυτό Σαββατοκύριακο· λέγανε, και για μίνι καύσωνα ως τα μέσα της βδομάδας, στο ένα χέρι το τασάκι και τα τσιγάρα, στο άλλο το ποτήρι, μια μικρή πρώτη γουλιά στον δρόμο, και η δεύτερη λίγο μετά, όταν καθισμένη βαριά στα μαξιλάρια θα πάρει την πρώτη ρουφηξιά. Ανοίγει την τηλεόραση μηχανικά, κάποιες εικόνες εναλλάσσονται 11


Μ Α Ρ Ι Α Λ Έ Ν Α Σ Ε Μ ΙΤΈ ΚΟΛΟΥ

ραγδαία μπροστά στα μάτια της: πυρκαγιά σ’ ένα νησί, πού είπανε; μια παχουλή κυρία ντυμένη με ένα κόκκινο, ολόμαλλο ζιβάγκο να φτιάχνει μαγεμένη δίπλες, παρέλαση των μαγιό της νέας κολεξιόν και βουτιές σε πισίνα, περιήγηση στα δρομάκια του Πηλίου με έναν καραφλό, κοντό, γενειο­φόρο, αυτόν τον πώς τον λένε, ρε, που τον είδα πέρσι στο θέατρο με τη Μάνια, και πάλι η πυρκαγιά, και οι δίπλες, και τα μαγιό, και ο γενειοφόρος, έχει γεράσει πολύ τελικά… δίκιο είχε η Μάνια, κάτι να απαγγέλλει, αγναντεύοντας βαθυστόχαστα τον ορίζοντα, και στα ενδιάμεσα κάτι θηρία να κατασπαράζουν τη λεία τους στα βάθη της ζούγκλας. Σβήνει το τσιγάρο, κοιτά αφηρημένη απέξω, τίποτε· φύλλο δεν κινείται, πίνει μια γουλιά, παίρνει κι άλλο τσιγάρο, άστο, μην το ανάβεις ακόμα· κράτα το μόνο να ξεγελαστείς. Ανοίγει το ραδιόφωνο γι’ αλλαγή. Σπάνια το κάνει, και μόνο τις Κυριακές, για λίγο, με την τηλεόραση πάντα αναμμένη, αλλά χωρίς ήχο. Τις καθημερινές, λίγο μετά τις επτά το πρωί, δυο τρία τσιγάρα, καφές, τουαλέτα, ντύσιμο και δρόμο, και στο ασανσέρ με την πλάτη στον καθρέφτη πάντα, και στο χέρι τα σκουπίδια, να κοιτά την πόρτα που τρέχει προς το ισόγειο× τρία, δύο, ένα, μηδέν. «Άκου μηδέν», έλεγε ο Μιχάλης γελώντας, «ήθελα να ’ξερα ποιος το σκέφτηκε… Να φεύγεις κάθε πρωί απ’ το σπίτι σου, να πατάς το κουμπί με το μηδενικό και να κατεβαίνεις ολοταχώς προς το τίποτα!» Μια γλυκερή γυναικεία φωνή τραγουδά: «the sun is shinning, we should be making hay, but we’re dead from the waist down…» λίγο πιο κάτω ειδήσεις από φωνή ανδρική και βλοσυρή, διαφημίσεις για εκατοντάδες άτοκες 12


ΟΙ ΚΥΡ Ι Α Κ Έ Σ , Τ Ο Κ Α ΛΟ Κ Α Ί Ρ Ι

δόσεις, κεφάτα κι ερμαφρόδιτα χαριτολογήματα, και λίγο πριν το κλείσει «the sun is shinning…» ξανά. Θα τραβήξει λίγο τις κουρτίνες, την ενοχλεί η αντηλιά, βλέπει και το πάτωμα που θέλει σφουγγάρισμα, μαδάω... τρίχες παντού· και στάχτες. Άστο, το βραδάκι που θα δροσίσει. Τραβάει την κουρτίνα και ξανακάθεται, ανάβει το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι, πίνει λίγο ακόμα καφέ, χαζεύει την άηχη οθόνη, πρέπει, σήμερα, ν’ ανέβω στον έκτο, να ποτίσω· από χθες το βράδυ το λέω, κρίμα είναι να ξεραθούν με τέτοια ζέστη. Στο διαμέρισμα της κυρίας Ευτυχίας, το μικρό ρετιρέ με τη μεγάλη βεράντα και τις γλάστρες με τα γεράνια, τη «θέλει σκιά» γαρδένια και τους «θέλουν νερό» βασιλικούς.× Στο σπίτι που μυρίζει, όπως συνήθως μυρίζουν τα σπίτια των κυριών που περνούν τα ογδόντα, παλιό ξύλο, σκόνη και κλεισούρα, και που οφείλει σε δυο τρεις γωνιές να έχει φοντανιέρες με σοκολατάκια για το κέρασμα. Στην κυρία Ευτυχία, χήρα από τα τριάντα εννιά της, με τον μοναχογιό της, τον μηχανικό, τα εγγόνια, αγόρια κι αυτά, και τη νύφη της, τη δικηγορίνα, το «καλό κορίτσι, δεν έχω παράπονο, αλλά ξινό, Μαρινάκι μου, και λιγομίλητο. Τόσα χρόνια την ξέρω αλλά ακόμα δεν έχω καταλάβει τι έχει στο μυαλό της. Δεν βαριέσαι, το παιδί μου να περνάει καλά, κι όλα τ’ άλλα…» Στην κυρία Ευτυχία που τα καλοκαίρια πηγαίνει για λίγο στο εξοχικό της νύφης, στη Μήλο, «Σε δικό μου δωμάτιο, ευτυχώς. Δεν θέλω να γίνομαι φόρτωμα. Μου έχουν και μια μικρή τηλεόραση να χαζεύω τα βράδια… Καμιά φορά μού κάνει παρέα κι ο Λευτέρης μου· βλέπουμε τα σίριαλ μαζί, όπως τότε που 13


Μ Α Ρ Ι Α Λ Έ Ν Α Σ Ε Μ ΙΤΈ ΚΟΛΟΥ

τον είχα ανύπαντρο». Στην κυρία Ευτυχία που έχει πάντα όρεξη για κουβέντα. Αρχικά μονολογεί για τον συχωρεμένο, «Καλός άνθρωπος, ήσυχος και νοικοκύρης… στην τράπεζα είχαν όλοι να το λένε», και για τα πρώτα χρόνια της χηρείας της, «Ξεκρέμαστη έμεινα, θυμάμαι… Πάλι καλά που η σύνταξη ήταν καλή και σπούδασα τον Λευτέρη. Τίποτα δεν του έλειψε. Μέχρι και θέατρο πηγαίναμε οι δυο μας, τις Κυριακές, στο Εθνικό, όπως και παλιότερα με τον συχωρεμένο τον Σταύρο. Φόραγα μάλιστα και το ίδιο φόρεμα, αυτό που του άρεσε, το καλό, το ζέρσεϊ, το λιλά με τα ανθάκια. Δεν φόρεσα μαύρα κι ας με σχολίασαν στη γειτονιά. Δεν ήθελα να με βλέπει μαυροντυμένη το παιδί». Μετά ρωτάει για κείνη κάτι, «Ο Μιχάλης σου τι κάνει; Πότε θ’ ανεβείτε να σας ψήσω καφεδάκι; Πολύ καλό παιδί κι ευγενικό. Άντε μην το καθυστερείτε άλλο, περνάνε τα χρόνια, δεν είσαι πια κοριτσάκι, να προλάβεις να κάνεις δυο παιδιά… όχι σαν εμένα που γέρασα πριν την ώρα μου», ύ× στερα τίποτε «Βρε, Μαρίνα μου, αν πας να πληρώσεις το ηλεκτρικό, να σου δώσω να βαστάς και το δικό μου; Δεν με κρατάνε πια τα πόδια μου», και στο τέλος «Την ευχή μου να ’χεις», «Σαν κόρη μου σε θεωρώ» και «Σε κέρασα τίποτε; Δεν θυμάμαι, ξεκούτιανα πια… Πάρε σοκολατάκι». Εκείνη επαναλαμβάνει χαμογελαστά ένα «ευχαριστώ» και χώνει στην τσέπη της το τρίτο σε σειρά για να το δώσει αργότερα του Μιχάλη, μιας και η σοκολάτα τής προκαλεί ανεξήγητη δακρύρροια, κάτι που δεν έχει εξομολογηθεί σε κανέναν, ούτε καν στη Μάνια, και σίγουρα όχι στον Μιχάλη, ο οποίος κάθε φορά της λέει «Φάε, βρε αγάπη μου, 14


ΟΙ ΚΥΡ Ι Α Κ Έ Σ , Τ Ο Κ Α ΛΟ Κ Α Ί Ρ Ι

δεν θα παχύνεις με ένα τοσοδά σοκολατάκι...», κι εκείνη απαντά «Άσε, γιατί αν αρχίσω δεν θα ’χω τελειωμό», χωρίς φυσικά να λέει ψέματα, αλλά και χωρίς να διευκρινίζει ότι ο τελειωμός αναφέρεται στα δάκρυα, όχι στη σοκολάτα. Άλλοι κλαίνε στο σινεμά, άλλοι στ’ αεροδρόμια, κι άλλοι όταν καθαρίζουν κρεμμύδια… Η μάνα της, για παράδειγμα. Κάθε φορά που μάλωνε με τον πατέρα της, έφτιαχνε στιφάδο – το αγαπημένο του φαγητό. Εκείνος πάντα νόμιζε ότι ήταν μια πράξη συμφιλίωσης, την οποία αποδεχόταν δήθεν με δυσκολία, σα να της έκανε κάποια πολύ μεγάλη χάρη· καθόταν ανόρεχτα στο τραπέζι και δεν έβγαζε μιλιά, παρόλο που ένιωθε τα μάτια της πάνω του, να τον ικετεύουν –όπως πίστευε– για μια καλή κουβέντα. Καθώς εκείνη μάζευε τα άδεια πιάτα, εκείνος παρέμενε σιωπηλός και μουτρωμένος κι ύστερα, όταν πια τους έκοβε φρούτο, ξερόβηχε εισαγωγικά και της έλεγε «Μα τι έβαλες σήμερα στο φαγητό κι ήταν τόσο νόστιμο;» κι εκείνη χαμογελούσε με νάζι, κι όλα τέλειωναν εκεί, στο τραπέζι, την ώρα του φρούτου, λίγο πριν τον μεσημεριανό ύπνο. Εγώ όμως ήξερα…Ήξερε ότι όλη αυτή η παράσταση δεν θα μπορούσε ν’ ανέβει, αν προηγουμένως η μάνα της δεν είχε περάσει το πρωινό, καθαρίζοντας και τσιγαρίζοντας κρεμμύδια, κλαίγοντας γοερά πάνω απ’ τον νεροχύτη και την κατσαρόλα. – Γιατί κλαις, μαμά; τη ρωτούσε απορημένη. – Δεν κλαίω, κοριτσάκι μου, τα κρεμμύδια φταίνε, απαντούσε εκείνη με πνιχτή φωνή. 15


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.