Εσένα
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Επιστροφή στην ενιαία χώρα, Ίκαρος, 2008 Μη σκάψετε παρακαλώ εδώ είναι θαμμένος ένας σκύλος, Ίκαρος, 2011 Παναγιές Ελένες, Ίκαρος, 2014 Σπόροι παπαρούνας, Κουκούτσι, 2015
© Γιώργος Κ. Ψάλτης και Εκδόσεις Ίκαρος, 2017 ISBN 978-960-572-196-1
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΨΑΛΤΗΣ
Εσένα
ΙΚΑΡΟΣ
Απρίλιος δίνω τη ζέστη μου καθόμαστε στο μπαλκόνι σκοτάδι σιγή και ο κόλπος εκείνη γυμνή στο πεζούλι κι εγώ σε καρέκλα μπροστά της. Ήρθε και με κοίταξε και είπε «Χρειάζομαι βενζινάδικο δεν έχω αρκετή βενζίνη να γυρίσω». Της ίδρωνε ο πόθος τα μαλλιά κι ήταν τα μάτια της κλειστά κι ας έτρεμε κι ας με κοιτούσε. Έχυνε ξανάχυνε σπίτι μου το μουνί της τέτοια ηδονή παρθενική πρώτη φορά είχα νιώσει. Μα, τι; Μαζί κοιτάζουμε να δούμε τι. Στιγμή πρώην ανύπαρκτη λάμψη που πάντα θα έχω. Νύχτα εικόνα πρώτη κράζουν γλάροι άσπρη νεφέλη πριν ήταν σκοτάδι 7
πετούν στην πλώρη στην πρύμνη στο κατάρτι γρούκου γκρούκου γκριμ οι μηχανές ψαράδικο με φώτα αναμμένα μπαίνουν στον κόλπο με ρότα λιμάνι.
Με κουβέρτα τυλιγμένη παίρνει χάπια μονολογεί λέει «Η τρελή» πίνει νερό «απ’ το μπουκάλι της άλλης». Βγαίνει στο μπαλκόνι με ενοχλεί μ’ αγκαλιάζει με φιλάει στο πρόσωπο τώρα στα γόνατα ως η γυναίκα της ζωής μου. Κάθεται στην κνήμη μου με ρωτάει αν μ’ ενοχλεί: η λέξη που διάλεξα χωρίς να ξέρω το λόγο. Μου χαϊδεύει τις τρίχες στη γάμπα της δείχνω τι γράφω μου πιάνει το χέρι το βάζει στο στήθος στο αριστερό βυζί στην καρδιά της φεύγει μου αφήνει την κουβέρτα στα πόδια ξανάρχεται και την παίρνει.
8
Κάθεται στο πεζούλι μπροστά μου τη ρωτάω πώς της φάνηκε ψάχνει στο σακούλι για καπνό βρίσκει στρίβει γυρίζει προς τη θάλασσα τυλιγμένη με την κουβέρτα. Πάει μέσα πέφτει για ύπνο συνεχίζω να γράφω πάω τη φιλάω κι είν’ εντελώς εκεί. Νά με στο μπαλκόνι συνεχίζω να γράφω όλα ισχύουν όπως δεν έχουν συμβεί. Για μένα. Όταν μάθαινα στο σχολείο φλογέρα πολύ λυπόμουν που ο δάσκαλός μου δεν καταλάβαινε το δικό μου ρυθμό. Ένα είναι το αληθινό. Ο κώλος της λάμπει είμαι σίγουρος αν σηκώσω το πάπλωμα ή πέπλο που είναι τυλιγμένη. Κοιμάται «το αγγέλι μου» μέσα 9
στο κρεβάτι. Έτσι την είπα πριν αρχίσω να γράφω αυτό το ποίημα. Γιατί μετά έγινα νήπιος που κοπανούσε μια πόρτα ανέκαθεν κλεισμένη. Κι αμέσως μετά ήμουν πολύ παλιός είχαν γκριζάρει τα μαλλιά μου κι είχα σαφή αναπνοή. Οπότε είμαι γυμνός με φόρμα και πλεχτή ζακέτα να κλαις σε βλέπω. Ασήμαντο έντομο έρχεται κάτι θέλει αυτή την ώρα. Δεν το σκότωσα έφυγε προς όπου το πήγε ο αέρας. Κρυώνουν τα πόδια μου πολλά είπα ευχή θανάτου δίνουν οι νεκροί πάω στο κρεβάτι να κοιμηθώ μαζί της ή μ’ εσένα.
10