Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του
ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του
ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης,
σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης ΒέρνηςΠαρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα όλης της
αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν.2121/1993.
© Δημήτρης Νόλλας & Εκδόσεις Ίκαρος 2017
ISBN 978-960-572-157-2
Ο Κ Η Π Ο Σ Σ Τ Ι Σ ΦΛ Ο Γ Ε Σ
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΟΛΛΑ Νεράιδα της Αθήνας (νουβέλα), Άμστερνταμ, 1974, «Επιφάνεια» 1975, «Νεφέλη» 1982 Πολυξένη (αφηγήματα), Αθήνα 1974, «Τραμ» 1978, «Νεφέλη» 1982 Το τρυφερό δέρμα (διηγήματα), Καστανιώτης, 1982, 1984, 1998 (Κρατικό βραβείο Διηγήματος)
Τα καλύτερα χρόνια (νουβέλα), Καστανιώτης, 1984, 1987
Το πέμπτο γένος (νουβέλα), Καστανιώτης, 1988, 1989, 2002
Ονειρεύομαι τους φίλους μου (διηγήματα), Καστανιώτης, 19902 , 1991, 1999 Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 19922 , 1994 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος)
Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 1994, 19953 Τα θολά τζάμια (διηγήματα), Καστανιώτης, 19963, 1997, 2005 (Βραβείο Διηγήματος Περιοδικού Διαβάζω) Μικρά ταξείδια, Καστανιώτης, 1998, 1999
Φωτεινή μαγική (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 20002
Από τη μια εικόνα στην άλλη (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 20032 , 2010 Νεράιδα της Αθήνας - Πολυξένη, Καστανιώτης, 2004 Ο παλαιός εχθρός (διηγήματα), Καστανιώτης, 20042
(Βραβείο Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών) Φύλλα καπνού, «Εστία», 2005
Ναυαγίων πλάσματα (νουβέλα), «Κέδρος», 2009
Ο καιρός του καθενός (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 2010 Στον τόπο (διηγήματα), «Ίκαρος», 2012
Το ταξίδι στην Ελλάδα (μυθιστόρημα), «Ίκαρος», 2013, 2015 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος)
Μάρμαρα στη μέση (μυθιστόρημα), «Ίκαρος», 2015
Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες (Τα διηγήματα 1974-2016), «Ίκαρος», 2016 ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Ανθολογία γεωργιανής ποίησης (19ος-20ός αιώνας), Καστανιώτης, 2002 (Σε συνεργασία με την Άνι Τσικοβάνι)
Μίκαελ Άουγκουστιν, Η σύμπτωση και άλλες ιστορίες, «Μελάνι», 2008 (Σε συνεργασία με την Ηρώ Μακρή)
Ντέιβιντ Τόμσον, Rosebud (Η ζωή του Όρσον Γουέλς), «Πάπυρος», 2008 www.dimitrisnollas.com
Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛΛΑΣ
ΔΥ Σ ΚΟ Λ Ο Ι Κ Α Ι Ρ Ο Ι Ο Κ Η Π ΟΣ Σ Τ Ι Σ ΦΛΟ Γ Ε Σ Μυθιστόρημα
ΙΚ ΑΡ ΟΣ
Καὶ δὲν ἀνελογίσθης πὼς οἱ μυθώδεις ἐκεῖνοι δράκοι, οἱ Κύκλωπες, ὁποὺ ἐνυκτέρευον μακρὰν ἐκεῖ, εἰς τὸ ὄρος, ἐπότιζον μὲ ἱδρῶτα τὰς πέτρας καὶ τὰ ξύλα καὶ τοὺς κορμοὺς τοὺς ἁδρούς, προσπαθοῦντες διὰ τοῦ πυρὸς ἐκείνου νὰ παραγάγωσι χρήσιμόν τι εὐτελὲς πρᾶγμα, ὅπως λάβωσι μικρὰ ἀργύρια καὶ θρέψωσι καὶ αὐτοὶ μικροὺς ἀνθρωπίσκους, προωρισμένους νὰ εἶναι ἰσοβίως σκλάβοι ἄλλων πάλιν νεαρῶν τυράννων. Ὤ, ματαιότης! Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὸ καμίνι
Στριφογυρίζουμε μέσα στη νύχτα και η φωτιά μάς κατατρώει. Όσοι σταμάτησαν εκεί για λίγο, δεν μπόρεσαν να απομακρυνθούν ποτέ ή τουλάχιστον δεν κατάφεραν να φύγουν όσο καιρό η φωτιά τριζοβολούσε. Κι έτσι οι περισσότεροι απ’ αυτούς πρόλαβαν να αντικρίσουν εκεί μέσα να έρχεται το τέλος της ζωής τους. Γκυ Ντεμπόρ, In girum imus nocte et consumimur igni
«Ὄχι δὲν θριαμβεύει τῶν πάντων ἡ φωτιά, τὸ πῦρ τοῦ θανάτου», τοῦ ἐρχόταν νὰ φωνάξει μὲ στεντόρεια φωνὴ καὶ μετακινήθηκε στὸ ἀναπαυτικὸ κάθισμά του. N. Γ. Πεντζίκης, Σημειώσεις ἑκατὸ ἡμερῶν
1
εισαγωγή στα κάρβουνα Όταν αισθάνθηκε τα κύματα της φωτιάς να θεριεύουν γύρω του και να τον πλησιάζουν όπως φαρμακερός βαρδάρης, o Μιχάλης γύρισε κι άλλαξε πλευρό και αναδεύτηκε κάνοντας μιαν απότομη κίνηση που μάτωσε τη ράχη της παλάμης του όταν την κοπάνησε σ’ ένα φλογισμένο ντουβάρι και σύρθηκε στο τσιμέντο που ζεματούσε ακόμα, πληγώνοντάς την. Κορμιά καρβουνιασμένα κατρακυλούσαν από ψηλά, μέσα από τον μαύρο ουρανό, διπλά σκοτεινιασμένον από σύννεφα και θανατηφόρο καπνό, υπόλοιπα σωμάτων πλανάριζαν, ίδια φλεγόμενα σεραφείμ ή μαυροκοκκινισμένα δαμάσκηνα, κατακαμένα απ’ τις πυρφόρες αχτίνες του ήλιου, αραδιασμένα πάνω σε τελάρο για να ξεραθούν, το οποίο απρόσεκτα κάποιος αναποδογυρίζει, σκορπίζοντάς τα εδώ κι εκεί με πανικό, έτσι κι εκείνες οι δυστυχείς υπάρξεις ή ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτές, στροβιλίζονταν στον καπνισμένο ουρανό κουνώντας τα χέρια τους σαν να προσπαθούσαν να πετάξουν, φτεροκοπώντας μακριά απ’ 9
Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ
τα παράθυρα και την ταράτσα της πολυώροφης τράπεζας που λαμπάδιαζε, καρποί παραγινομένοι και οι ίδιοι μιας άλλης δαμασκηνιάς, που για χρόνια πότιζαν, κλάδευαν και λίπαιναν, ντυμένοι στα εφαρμοστά τους σκούρα κουστουμάκια, κλητήρες και διάκονοι του χρήματος αυτοί, υπολογίζοντας και προσμένοντας από την πρώτη στιγμή που άρχισαν σ’ αυτό να δουλεύουν, να τους ράνει από ψηλά όπως ρύζι σε γαμήλια τελετή, όπως κονφετί σε γλέντι καρναβαλικό, ή να γλιστρήσει στα πόδια τους μπροστά όπως νεκρά του φθινοπώρου φύλλα, απ’ της Κοσμόπολης εκείνης τις φημισμένες αγριοκαστανιές που επιμελής οδοκαθαριστής σαρώνει. Έτσι κι εκείνοι είχαν περάσει τη ζωή τους στημένοι μπροστά στις ηλεκτρονικές οθόνες, περιμένοντας πότε θα γίνει κάποιο θαύμα να πάψουν να αισθάνονται παρείσακτοι και υπεράριθμοι, και να πάρουν οι ίδιοι στα χέρια τους τις σκούπες και να το σκουπίσουν, εντέλει όμως ξοδεύοντας τη ζωή τους από φυλακής πρωίαςμέχρι νυκτός με κρεμασμένες τις ψυχές τους στους δείχτες του ρολογιού της μεγάλης αίθουσας συναλλαγών, που μετρούσε όπως γαλέρας το ταμπούρλο χτύπο στον χτύπο τις ώρες κάθε μέρας και κάθε νυκτός μιας μίζερης ζωής, κουράγιο κωπηλάτες υπομονή κωπηλάτες,
κάθε μέρας και κάθε νυκτός της δικιάς τους μίζερης ζωής, ζωής με ξίδια και με σκόνες ποτισμένη για να την αντέξουν, μέχρι να σχολάσουν και να σπεύσουν να τρυπώσουν στα μικρά τους διαμερίσματα για να παραδοθούν στο όνειρο της νοσταλγίας ο καθένας τους, μιας δικιάς του, άλ10
Ο Κ Η ΠΟΣ Σ ΤΙ Σ ΦΛΟΓΕ Σ
λης ζωής που τώρα διάβαινε μπροστά στα μάτια τους τα καρφωμένα στις οθόνες, σαν να ’ταν αυτή του πεπρωμένου η νύχτα, από τον σκηνοθέτη της σημαδεμένη να καταλήξει σε αυτήν ακριβώς εδώ την ώρα, πολύ αργά για τέτοιες σκέψεις τώρα, νύχτα με την οποία έμοιαζε να ’χει κλειστεί κάποιο μυστικό ραντεβού, όπως αναρριγώντας σκέφτηκε για μια στιγμή ο Μιχάλης πριν κάνει μεταβολή και απομακρυνθεί από την πυρκαγιά που συνέχιζε να κατακαίει τα πάντα μέσα σε άγριες φωνές, ουρλιαχτά πόνου, σειρήνες ασθενοφόρων και περιπολικών. Και όλα γύρω του κατράμι, πίσσα και τρόμος και καπνός. Αργότερα, όταν θα χαθεί μέσα στον μελανείμονα όχλο, προσπαθώντας ν’ αποδράσει απ’ αυτόν, ενώ το τριζοβόλημα της φωτιάς θα τον ακολουθεί, μπερδεύτηκε και περπάτησε όπως αναστενάρης μέσα στα αποκαΐδια ενός καρβουνιασμένου εμπορικού κέντρου. Τσαλαπάτησε λιωμένα πλαστικά, τις θρυμματισμένες βιτρίνες και τις τσαλακωμένες λαμαρίνες και τα ακριβά γυναικεία παπούτσια με τις αγκράφες των λουστρινιών τους, τις οποίες μόνον ένας Ήφαιστος στο πυρωμένο του καμίνι, θα μπορούσε να σφυρηλατήσει με τέτοια μαστοριά, μετατρέποντάς τες σε τενεκεδένια στριφτά τιρμπουσόν, τώρα σπαρμένα παντού και ιδανικά να σου πετάξουν έξω τ’ άντερα, ανατρίχιασε ο Μιχάλης, κι αισθάνθηκε το πιτσίλισμα απ’ τις σταγόνες των νερών που εκτόξευαν οι τεθωρακισμένες αύρες ραντίζοντας τη μαύρη νύχτα. Δροσιά κι ανάσα τις ένιωσε πάνω στο δέρμα του, ανακαλώντας την ίδια στιγμή τα νερά της πισίνας στο βαπόρι που γλιστρούσε στα ήρεμα νερά της Αδριατικής, όταν επέστρεφαν πριν λίγα χρόνια να εγκατασταθούνε στην Ελλάδα. Σε όλο αυτό το ζόφο, μες στον 11
Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ
οποίο στριφογύριζε όλη νύχτα πυροβατώντας, ταυτοχρόνως σαν να τον ζούσε και σαν να τον ονειρευόταν, πλέο ντας όπως σε εφιαλτικό πηχτό σκοτάδι, είχε ζωντανέψει η ανάμνηση του ταξιδιού του στην Ελλάδα, τόπο με τον οποίο μόνον οι καλοκαιρινές διακοπές τον συνέδεαν μέχρι εκείνη την οριστική επιστροφή τους, όταν με τους γονείς του φτάσανε στην Τεργέστη οδικώς και στη συνέχεια πα ρέπλευσαν τις ηλιόλουστες ακτές της Δαλματίας. Έστελνε ο καταρράκτης της καραβίσιας πισίνας σταγόνες δροσιάς παντού, που διαθλώμενες, πολλαπλασίαζαν στον ουρανό το λαμπερό φως του Νότου, ενώ τώρα των τεθωρακισμένων οι πιτσιλιές κεντούσαν έναν αέρα του θανάτου. Και στις δύο περιπτώσεις είχε νιώσει να ασφυκτιά, πνίξιμο όπως θηλιά που σφίγγει τον λαιμό σου, κι ο Ζαχαρίας τον είχε κρατήσει σφιχτά απ’ τους ώμους και τον είχε οδηγήσει στα σκαλοπάτια της πισίνας, βοηθώντας τον να ξεπεράσει εκείνο το στιγμιαίο λιποθυμικό επεισόδιο. Τώρα όμως είχε κλείσει ένας χρόνος απ’ όταν το στήριγμα αυτό είχε χαθεί για πάντα από τη ζωή του.
12
2
τα χρυσά νερά Ο Μιχάλης τινάχτηκε τρομαγμένος όταν ο Ζαχίρ στάλαξε δυο-τρεις σταγόνες λεμόνι στα χείλη του, καθώς συνέχιζε να βογγάει και να φωνάζει, όπως είχε κάνει όλη την περασμένη νύχτα, «Τι συμβαίνει εδώ, ρε μαλάκα... Τι ’ν’ αυτό που μου δίνεις;» φώναξε αλαφιασμένος και συνέχισε να ρωτάει, χωρίς να μπορούσε να πει κανείς αν απευθυνόταν στον φίλο του που του παραστεκόταν ή στον ίδιο του τον εαυτό, ενόσω ζητούσε να μάθει γιατί βρισκόταν εκεί. «Στριφογύριζες απ’ όταν έπεσες ξερός στο κρεβάτι κι όλο παραμιλούσες· γιατί και γιατί, συνέχεια όλη νύχτα, φωνάζοντας το όνομα της μάνας σου και του πατέρα σου. Με ξενύχτησες. Μπορεί να ’χεις πυρετό», έκανε μια προσπάθεια να τον καλμάρει ο Ζαχίρ και του κράτησε στοργικά το χέρι απ’ τον βραχίονα, που ήταν σημαδεμένο από μια εκ γενετής παραμόρφωση έτσι όπως ήταν στραμμένο προς τα μέσα σαν εξαρθρωμένο, και περιεργάστηκε το τραύμα στη ράχη της παλάμης του, ρωτώντας τον με πα13
Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ
τρική ανησυχία πού γύριζε μέσα στη νύχτα και μάλιστα «μια τέτοια νύχτα» είχε υπογραμμίσει. Ο Μιχάλης δεν απάντησε, ανασηκώθηκε ζαλισμένος από τον χειμωνιάτικο ήλιο που έστελνε, μέσα σ’ αυτή την καμαρούλα, την ανταύγεια των διαμαντιών που λαμπυρίζανε πάνω στα νερά του Σαρωνικού, ενώ ακούγονταν ως εδώ ένα σύννεφο ψαροπούλια να κρώζουνε, πλανάροντας πίσω από μια τράτα. Και τότε, όταν κάθισαν έξω στον ήλιο, ρώτησε δείχνοντας τον λευκοπλάστη πάνω στο φρύδι του φίλου του, «Κι εσύ πώς το ’παθες αυτό;» ενώ από το μπαλκόνι του τελευταίου ορόφου της πολυκατοικίας που ορθωνόταν απειλητική πάνω απ’ τα κεφάλια τους, μια γυναίκα τίναζε κι άπλωνε στο χειμωνιάτικο φως της νύχτας τα σεντόνια. Παρόλο που ο καιρός είχε αρχίσει να γλυκαίνει, οι δυο φίλοι είχαν τυλιχτεί με τις κουβέρτες στις οποίες είχαν κοιμηθεί και μοιάζαν με βοσκούς που χάθηκαν στο Φάληρο, όταν ο Μιχάλης, παίρνοντας την κούπα τού καφέ απ’ το τραπεζάκι με το πλαστικό λουλουδένιο τραπεζομάντιλο, περιεργάστηκε τη ράχη της παλάμης του και είπε, «Δεν είναι τίποτα· κάπου το ’γδαρα», ενώ μ’ ένα νεύμα, δείχνοντας το μέτωπο του άλλου, που ένα τσιρότο στόλιζε το αριστερό του φρύδι, ξαναρώτησε, «Κι εσύ;… Τράκαρες σε κολόνα ή με κάνα πεύκο;» Ο Ζαχίρ ψευτογέλασε και είπε «Εργατικό ατύχημα… Πέρασε ένας τύπος χτες, αφότου είχε φύγει ο Τζώρτζης, και τον ζητούσε. Ζητούσε κάτι χρωστούμενα και αφού δεν τον βρήκε, σε κάποιον έπρεπε να ξεσπάσει. Με είπε γύφτο και μου ’ριξε μια μπουνιά. Ήταν γερή, αλλά πέρασε». Ο Μιχάλης τον άκουγε χωρίς να προσέχει καθώς το 14
Ο Κ Η ΠΟΣ Σ ΤΙ Σ ΦΛΟΓΕ Σ
βλέμμα του συνέχιζε να έλκεται από το χρυσαφένιο νερό και ύστερα πρόσθεσε σκεφτικός σαν να τον βασάνιζε η λύση ενός πολύ σοβαρού προβλήματος τριγωνομετρίας, «Μα, καλά, από πέρσι δεν τις είχαν καταργήσει τις ψαρόβαρκες;» και ο Ζαχίρ αναρωτήθηκε αν αυτή η αλλόκοτη απορία είχε να κάνει με τον νυχτερινό εφιάλτη του φίλου του, όταν εκείνος με το ίδιο ύφος είχε συνεχίσει, «δεν τους είχαν πάρει τις άδειες και τους είχαν ψευτοαποζημιώσει για να τις καταστρέψουν;» ενώ ο Ζαχίρ συνέχιζε ν’ ανασηκώνει τους ώμους του αδιάφορα. Ο Μιχάλης δεν ξαναρώτησε και βάλθηκε να παρατηρεί εκείνο το σύννεφο τα ψαροπούλια να κρώζουν πάνω απ’ τη βάρκα που έπλεε σε νερά μαλαματένια. Είπε, δείχνοντας το φλιτζάνι του, «τι σκατά καφές είν’ αυτός που έφτιαξες, ρε Ζαχίρη;» κι ο άλλος αμύνθηκε, «Τι “τι καφές;” Καφές είναι...» προσθέτοντας, «αν ήταν εδώ η Νισσάτ θα ’πινες καφέ άλλο πράμα», για να συμπληρώσει χαιρέκακα, «τότε, όμως κι εσύ θα ’χες κοιμηθεί στο πάτωμα»! Ο Ζαχίρ ζούσε στο κοντέινερ ενός μικρού λούνα παρκ, απ’ όταν ο αδελφός του πατέρα του, ένας γιατρός σπουδαγμένος στην Ελλάδα και παντρεμένος με Ελληνίδα, τον είχε διώξει από το σπίτι, αφού τον φιλοξένησε μέχρι να τελειώσει το σχολείο, ύστερα από μια διαφορά, της οποίας κανείς δεν θυμόταν τώρα πια την πραγματική αιτία. Μαζί με την αδερφή του, που ένα πρωινό είχε εμφανιστεί σαν την Αφροδίτη, είχαν νοικοκυρέψει εκείνο το κοντέινερ, στην ουσία μια αποθήκη μηχανημάτων κι εξαρτημάτων, που τους είχε παραχωρηθεί η χρήση και είχαν μετατρέψει ένα μέρος της σε δωμάτιο, με την υποχρέωση να φυλάνε τη νύχτα τον παιδότοπο και τα πρωινά να καθα15
Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ
ρίζουν και να κάνουν μια στοιχειώδη συντήρηση των παιχνιδιών. Νυχτοφύλακες τ’ αδέρφια πρόσεχαν την επιχείριση μέχρι να εμφανιστεί ο Τζώρτζης, που για τα σοβαρά και τα δύσκολα ήταν αυτός το αφεντικό. Ερχόταν μετά το μεσημέρι συνήθως με μια ξανθιά που την παρουσίαζε «από-δω-παιδιά-η-νέα-μας-ταμίας», και την οποία άλλαζε αρκετά συχνά, καθώς ήταν μόνιμος πελάτης ενός σκυλάδικου λίγο έξω από την πόλη, απ’ όπου έκανε συλλογή από διάφορες ψόφιες, παρατρεχάμενες των τραγουδιστών, λουλουδούδες και άλλα ψώνια, τις οποίες παραμύθιαζε πως θα τις προσλάβει κάποια στιγμή, όταν με τη βοήθειά του καταφέρουν να καλλιεργήσουν τη «φωνάρα» τους και προς το παρόν ας κρατήσουν το ταμείο αυτού του ταπεινού λούνα παρκ, για το οποίο είχε μεγάλα σχέδια μελλοντικά, θέση εμπιστοσύνης, μέχρι να ολοκληρωθεί η φωνητική τους καλλιέργεια, αλλά και σαν πρακτική εξάσκηση, σαν εμπειρία και μάθημα ζωής τού τι θα πει «να βγάζεις το ψωμί σου μακριά απ’ τη νύχτα». Δεν ήταν μόνο δάσκαλος φωνητικής και μηχανικών παιγνίων αυτός ο Τζώρτζης, θα μπορούσε να είναι και καθηγητής σε μια Σχολή Καλών Ηθών. Οι δύο νέοι γνωρίζονταν απ’ τις τελευταίες τάξεις του σχολείου και τους είχε φέρει κοντά η συγγενική τους συνθήκη. Ο Μιχάλης, όταν ήρθε από τη Γερμανία, είχε συνα ντήσει επιθετικότητα και απόρριψη απ’ τους συμμαθητές του : Φριτς τον ανέβαζαν, Φριτς τον κατέβαζαν, κοροϊδεύο ντάς τον για την αναπηρία του. Όπως και τον Ζαχίρ, που δεν τον φώναζαν ποτέ με τ’ όνομά του. Τον λέγανε Μεμέτη και τον κορόιδευαν για το μελαψό του χρώμα, κάνοντάς του πλάκες, άλλοτε προσφέροντάς του χοιρινό τάχα 16
Ο Κ Η ΠΟΣ Σ ΤΙ Σ ΦΛΟΓΕ Σ
μου πως είναι γαλοπούλα κι άλλοτε δίνοντας του λαθεμένες πληροφορίες. Βλακείες που κάνουν οι έφηβοι, όταν θέλουν ν’ αποφύγουν να πλησιάσουν τον διπλανό τους. Προτιμούσαν να τον σπρώχνουν, να του βάζουν τρικλοποδιές ή να τον δέρνουν όποτε τους έπαιρνε κι εκείνος να τους αντιμετωπίζει διατυμπανίζοντας, «Εγώ, ρε χαμένα, εγώ κατάγομαι από την Παλμύρα!» αλλά ματαίως καθώς εκείνοι δεν μασούσαν, αφού κάθε τους μπουκιά τυρόπιτας που μασουλούσαν απελευθέρωνε κύματα ενθουσιασμού για το πόσο ωραίοι ήταν οι ίδιοι και πόσο περήφανοι που είχαν γεννηθεί Έλληνες. Έτσι η κατάστασή τους που συγγένευε (Φριτς συνέχιζαν να αποκαλούν τον έναν, μαυροπόντικα τον άλλον σε μια εποχή που τα λαγούμια τού μετρό πολλαπλασιάζονταν, διακλαδιζόμενα κάτω απ’ τα πόδια των κατοίκων της πόλης μας), τους είχε φέρει κοντά, υποχρεώ νοντάς τους να χτίσουν ένα κοινό δικό τους ταμπούρι. Ο Μιχάλης μάλιστα φάνηκε να τον παίρνει υπό την προστασία του, όταν είχε δηλώσει με έμφαση και μπροστά σε όλη την τάξη πως στο εξής θα εξελληνίζανε το όνομά του και θα τον φωνάζανε Ζαχίρη ή Ζάχαρη άμα θέλετε, να πούμε, και κομμένες οι αηδίες με το χοιρινό, αφού κι εσύ, ρε μαλάκα, είχε φωνάξει μια φορά, προτάσσοντας τον δείκτη του σ’ έναν συμμαθητή τους, αφού κι εσύ δεν τρως χελωνόσουπα, τι του κολλάς του Ζαχίρη που δεν τρώει γουρούνι; Και όλ’ αυτά για να εισπράξει ένα «άσχετοοο, βρέεεεεε!» κι ένα χειρότερο «σιγά, ρε σακάτη, τώρα τα κάναμε πάνω μας», που όμως τα κατάπιε, αφήνοντάς τα να περάσουν, αφού ο ίδιος φανταζόταν κιόλας τη Νισσάτ να τον θαυμάζει, όταν θα μάθαινε απ’ τον αδερφό της τον ανδρείο τρόπο με τον οποίο τον είχε υπερασπιστεί. Γιατί του 17
Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ
άρεσε του Μιχάλη η Νισσάτ από την πρώτη στιγμή που την είδε τού είχε αρέσει, απ’ όταν είχε φτάσει από το δρόμο της θάλασσας, αναζητώντας τον αδερφό της, από την πρώτη στιγμή που την είχε αντικρίσει κάτι είχε πεταρίσει μέσα του, παρόλο που του φαινόταν ακατανόητο, όπως μαρτυρούσε και το χαμόγελο της Ούρσαλας από μια φωτογραφία σχολικής εκδρομής στο Ρήνο, που την είχε καρφιτσωμένη δίπλα στο κρεβάτι του για να τη θυμάται. Κι όμως ήταν στο πρόσωπο της Νισσάτ που ένιωθε ν’ ανακαλεί μια μυστήρια κι απόλυτη Αγαπημένη, μια ομορφιά ιδανική, την οποία φανταζόταν πως κάποτε την είχε συναντήσει στο παρελθόν ή στ’ όνειρό του, χωρίς να μπορεί να θυμηθεί πού και πότε· ούτε βεβαίως και να το εξηγήσει. Σαν να μπορούσε να την είχε συναντήσει κάποια πολύ παλιά εποχή, ακόμα και πριν γεννηθεί, σαν να μπορούσε να την είχε αντικρίσει με της ψυχής τα μάτια. Γι’ αυτό κι αλαφιαζότανε όποτε τη συναντούσε και ήταν γι’ αυτήν που είχε έρθει νυχτιάτικα ως εδώ για να βρει στέγη στο κοντέινερ που μοιράζονταν τα αδέρφια, όταν μάλωσαν με τη μάνα του κι έφυγε απ’ το σπίτι την προηγούμενη μέρα. Η σύγκρουση είχε αφορμή το μνημόσυνο που ετοίμαζε η Λουκία για τον Ζαχαρία γι’ αυτό και ο άγριος τσακωμός τους εκείνο το πρωί, καθώς ο Μιχάλης την κορόιδευε με όλ’ αυτά τα άχρηστα πράγματα που σκαρώνεις, τα βουντού, της φώναζε, βου-ντου επαναλάμβανε ρυθμικά, βου-ντου, φτύνοντας τις συλλαβές και κάνοντας γκριμάτσες κάτω απ’ τη μύτη της και πάνω από τα κόλλυβα, «που είναι επιπλέον και ειδωλολατρικά», της είχε ουρλιάξει. «Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Αφού είναι νεκρός ο πατέρας μου» κι εκείνη είχε πει όσο πιο ήρεμα μπορούσε, πως τα μνη18
Ο Κ Η ΠΟΣ Σ ΤΙ Σ ΦΛΟΓΕ Σ
μόσυνα κι οι ευχές πάνω στα στάρια αναπαύουν κυρίως εμάς τους ίδιους και μας διευκολύνουν να επικοινωνούμε με τα σχήματα του παρελθόντος, παιδί μου. Και συνέχιζε σαν να του έκανε μάθημα για την ανάγκη της μνήμης, που καλλιεργεί την ελπίδα και μας γλυκαίνει τη ζωή, παιδί μου. Την κάνει υποφερτή, όταν μάλιστα πρόκειται για πρόσωπα αγαπημένα, επέμενε η Λουκία. «Χωρίς αυτήν ο άνθρωπος χάνει το βάρος του και όλα είναι στον αέρα», έλεγε κι αναρωτιόταν αν τ’ άκουγε ο Μιχάλης όλ’ αυτά, ή μήπως μίλαγε στο βρόντο γιατί την ίδια στιγμή δεν μπορούσε να ξεχάσει πως και πριν από έναν χρόνο είχανε τα ίδια, και μάλλον χειρότερα, καθώς είχαν συγκρουστεί για την κηδεία του Ζαχαρία. Θα τον έθαβαν χριστιανικά, όπως εκείνη επιθυμούσε, ή με πολιτική κηδεία και αποτέφρωση όπως επέμενε ο Μιχάλης; «Σε παρακαλώ, παιδί μου», είχε αντιτείνει εκείνη ήρεμα, «τους νεκρούς τούς κλαίμε και τους θάβουμε· για να ξέρουμε πού βρίσκονται όταν πηγαίνουμε να τους ανάβουμε κάνα κερί· δεν τους σκορπίζουμε στον αέρα…» και πρόσθεσε, «λες κι ο Ζαχαρίας ήταν ο κανένας». «Μαλακίες», είχε ξεφωνίσει ο Μιχάλης. «Απ’ τη στιγμή που πεθαίνει ο άνθρωπος, απ’ τη στιγμή που σταματάει να υπάρχει, τι σημασία έχει αν τον θάψεις ή τον κάψεις; Έτσι κι αλλιώς είναι πιο ωραίο να τον πάρει ο αέρας παρά να τον φάνε τα σκουλήκια». Δεν θα μπορούσε να περάσει το δικό του γι’ αυτό κι εκείνος είχε εξαφανιστεί για μια βδομάδα. Ήρθε στην κηδεία κι ύστερα χάθηκε για μια βδομάδα. Κι η χτεσινή αντιπαράθεσή τους δεν θα οδηγούσε πουθενά, γι’ αυτό και η Λουκία είπε, «Δεν έχει νόημα να συνεχίζουμε. Είμαι η γυναίκα του, παιδί μου, και 19
Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ
είμαι εγώ που αποφασίζω. Το καταλαβαίνεις αυτό;» Και τότε εκείνος σήκωσε απειλητικά το χέρι, όχι, δεν τη χτύπησε, και φώναξε, «Κι εγώ ο γιος του ο αγαπητός δεν μετράω;... Δεν έχω λόγο εγώ;» «Δαγκώθηκα», θα πει η Λουκία αργότερα, «να μη μιλήσω, αλλά μετά σκέφτηκα τι σήμερα τι αύριο, κάποια στιγμή θα έπρεπε να το μάθει. Ίσως και να ’χω αργήσει πολύ να μιλήσω. Περασμένα τα είκοσι και σίγουρα είχαμε αργήσει. Ο μακαρίτης έλεγε, άσ’ το σε μένα, θα του το πω εγώ, άσε και άσε, άντε σήμερα, άντε αύριο, άσε και άσε, εκείνος σ’χωρέθηκε και μ’ άφησ’ εμένα να του το πω. Τότε είναι που σκέφτηκα, τώρα είναι μια καλή ευκαιρία. Δεν το ’πα όταν τον θάψαμε, θα του το πω τώρα». Το ξανασκέφτηκε και το ξεφούρνισε. Είχε βιαστεί, όπως φάνηκε απ’ την αντίδραση του Μιχάλη που εξαφανίστηκε επιτόπου, αλλά υπήρχε το προηγούμενο κι η Λουκία σκέφτηκε, πού θα πάει, θα επιστρέψει. Πρόλαβε να τη φαρμακώσει με ματιές και λόγια, όταν του αποκάλυψε πως πατέρας του ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο ήταν παντρεμένη πριν τον χωρίσει και ξαναπαντρευτεί σε δεύτερο γάμο τον Ζαχαρία. Κι ο Μιχάλης είχε γεννηθεί μέσα στον καινούργιο γάμο. «Καλά, κι ο πατέρας μου... πώς το δέχτηκε αυτό ο πατέρας μου;... Γιατί όταν εγώ λέω ο πατέρας μου, πατέρας μου είναι ο Ζαχαρίας. Αυτός που μ’ έμαθε ποδήλατο και ψάρεμα, αυτός που μ’ έπαιρνε μαζί στον κήπο να ποτίζουμε, αυτός που με πήγαινε στις κούνιες και μ’ άφηνε να κρατάω το τιμόνι όταν εκείνος οδηγούσε... Ήταν αυτός που μου διάβαζε παραμύθια και μ’ έμαθε σκάκι· εσύ μόνο νάνι και νάνι. Λοιπόν, πώς το αποδέχτηκε να μεγαλώσει το παιδί κάποιου άλλου; Γιατί αν 20
Ο Κ Η ΠΟΣ Σ ΤΙ Σ ΦΛΟΓΕ Σ
αυτός δεν είναι ο πατέρας μου, τότε εγώ, ποιός σκατά είμ’ εγώ; Ποιανού παιδί είμαι ’γώ;» Η Λουκία τσιμουδιά. Δεν ήθελε να μπει σε λεπτομέ ρειες, τα υπόλοιπα ήταν δική της δουλειά και δεν αφορούσαν τον Μιχάλη. Είπε πως ο Ζαχαρίας το ’κανε από την αγάπη που της είχε, γιατί αν άρχιζε να εξιστορεί όσα είχαν προηγηθεί της γέννησής του δεν ήξερε πώς θα το ’παιρνε ο Μιχάλης και πώς θ’ αντιδρούσε. Ήταν εκείνο το υπερηχογράφημα που είχε δείξει τη δυσπλασία στο δεξί χέρι του εμβρύου κι ο Πρόξενος την πίεζε να το ρίξει. Η Λουκία αρνιόταν κι έκλαιγε, έκλαιγε κι αρνιόταν ασταμάτητα κι ο Ζαχαρίας, που την έβλεπε να μαραζώνει φαρμακωμένη, είχε πει, «Χέσ’ τονα τον παλιόπουστα και μην ξανακούσω ποτέ τ’ όνομά του». Ο έρωτάς του γι’ αυτήν δεν είχε ποτέ καταλαγιάσει γι’ αυτό και ήταν έτοιμος να την παντρευτεί, μόλις εκείνη έβγαζε το διαζύγιο. «Αμέσως μετά παίρνω τις άδειες και παντρευόμαστε την άλλη μέρα», της είχε πει. «Πφφ… μούφα!» είπε με λόγια που στάλαζαν φαρμάκι ο Μιχάλης, «από αγάπη;… Και τι είναι η αγάπη, ρε μάνα, παυσίπονο ή πασπαρτού;» «Ναι, αυτό είναι, παιδί μου» είπε η Λουκία γιατί ήξερε πως δεν επρόκειτο ποτέ να κακολογήσει τον φυσικό πατέρα του παιδιού της, δεν ήθελε να του σπείρει το μίσος και πώς θα τον κοίταζε αν συναντιότανε ποτέ ο Μιχάλης με τον Πρόξενο, πράγμα που δεν ήταν απίθανο να συμβεί κάποια στιγμή. Ο Ζαχίρ διέκοψε τη νοερή περιπλάνηση του φίλου του, όταν τον ρώτησε αν θα του ’κανε παρέα να πάνε μέχρι μια συγγενή του, κοντά στον Άγιο Παύλο, δυο βήματα απ’ την 21
Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ
Ομόνοια, είπε, όπου θα πρέπει να είχε περάσει τη χτεσινή μέρα η Νισσάτ. «Είχε πάει να της κάνει μια εξυπηρέτηση χτες το πρωί κι ίσως αποκλείστηκε μ’ όλες αυτές τις φασαρίες που γίνανε χτες τη νύχτα. Όμως θα έπρεπε να είχε επιστρέψει». Ο Μιχάλης ψευτοέστρωνε τα κρεβάτια, ενώ ο άλλος ξέπλενε τις κούπες τού καφέ κι ακούστηκε ανήσυχος, όταν του είπε, «είσαι να μου κάνεις παρέα;» και στο τραμ μέσα τού αποκάλυψε πως δεν είχε μόνον την έγνοια της αδερφής του «μπορεί να γίνεται μεγάλος μπελάς όποτε θέλει η Νισσάτ, αλλά σήμερα το πρόβλημά μας είναι άλλο... Αυτός ο μαλάκας ο Τζώρτζης μετακομίζει στην επαρχία. Ξηλώνει όλο το λουνα παρκ και πάει να το στήσει κάπου έξω απ’ το Άργος. Μου το ’πε πριν λίγο καιρό και μου το επιβεβαίωσε χτες το μεσημέρι». «Ε, εντάξει», είπε ο Μιχάλης που νόμισε πως κάτι σοβαρότερο συνέβαινε, «δεν τρέχει και τίποτα. Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Δεν μας θέλει μαζί του», απάντησε ο Ζαχίρ ενώ περίμεναν στη διάβαση το πράσινο για να περάσουν απέναντι, και είχε προσθέσει, «δεν τον συμφέρει». Αυτό το τελευταίο περίσσευε, αφού ο Ζαχίρ προτιμούσε έτσι κι αλλιώς να μείνουν στην Αθήνα, παρά να τρέχουν στην επαρχία πίσω απ’ τον Τζώρτζη. Κι αυτό γιατί ο Μάξιμος είχε προσφερθεί να λύσει το ζήτημα της άδειας παραμονής του ίδιου και της αδερφής του καθώς είχε, όπως ισχυριζόταν, μιαν άκρη στην Υπηρεσία Αλλοδαπών, και θα μπορούσε κάτι να κάνει. Δεν το ομολογούσε όμως στον φίλο του, γιατί εδώ και λίγο καιρό είχε ψυλλιαστεί την υπόγεια κόντρα ανάμεσα στον Μιχάλη και τον Μάξιμο, και γι’ αυτό το λόγο ο Ζαχίρ το είχε θεωρήσει ένα προσωπικό του μυστικό που θα μπορούσε να δυναμώσει την αντιπαλότητά 22
Ο Κ Η ΠΟΣ Σ ΤΙ Σ ΦΛΟΓΕ Σ
τους και δεν ήθελε να έχει ο ίδιος συμβάλει σ’ αυτή την επιπλέον όξυνση των σχέσεών τους, γι’ αυτό και επανέλαβε, «μάλλον δεν τον συμφέρει». Το ’κρυβε απ’ τον Μιχάλη, ενώ τριγύριζαν στο κέντρο και χαζολογούσαν μπροστά στα καμένα ερείπια μιας σμπαραλιασμένης πόλης που όλοι τη μισούνε, σουλατσάροντας μπροστά στα μνημεία και τα αξιοθέατά της που έμοιαζε σαν να ’χαν περάσει από πάνω τους εκατοντάδες βομβαρδιστικά στη διάρκεια της νύχτας και την είχαν κάνει ένα σωρό από κάρβουνα, και ο Ζαχίρ δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό. Τουναντίον η ανάγκη να βρούνε κάπου να στεγαστούν, έστω προσωρινά, παρουσιαζόταν τώρα επιτακτική κι αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να το ζητήσει από τον Μιχάλη, σκέφτηκε ο Ζαχίρ, πριν περάσουν το κατώφλι εκείνου του ανταλλακτήριου συναλλάγματος κοντά στην Ομόνοια, απ’ όπου έπρεπε να είχε περάσει χτες ή σήμερα το πρωί η Νισσάτ, όταν τον ρώτησε, «Θα βάλεις ένα χέρι κι εσύ;» κι εκείνος απάντησε, «Θα δούμε· κάτι θα γίνει».
23