Μάρμαρα στη μέση

Page 1


© Δημήτρης Νόλλας & Εκδόσεις Ίκαρος 2015

ISBN 978-960-572-077-3


Μ Α Ρ Μ Α ΡΑ Σ Τ Η Μ Ε Σ Η


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΟΛΛΑ

Νεράιδα της Αθήνας (νουβέλα), Άμστερνταμ, 1974 Πολυξένη (διηγήματα), Αθήνα 1974 Το τρυφερό δέρμα (διηγήματα), Καστανιώτης, 1982 (Κρατικό βραβείο Διηγήματος) Τα καλύτερα χρόνια (νουβέλα), Καστανιώτης, 1984 Το πέμπτο γένος (νουβέλα), Καστανιώτης, 1988 Ονειρεύομαι τους φίλους μου (διηγήματα), Καστανιώτης, 1990 Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 1992 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος) Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 1994 Τα θολά τζάμια (διηγήματα), Καστανιώτης, 1996 (Βραβείο Διηγήματος Περιοδικού Διαβάζω) Μικρά ταξείδια, Καστανιώτης, 1998 Φωτεινή μαγική (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 2000 Από τη μία εικόνα στην άλλη (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 2003 Νεράιδα της Αθήνας - Πολυξένη, Καστανιώτης, 2004 Ο παλαιός εχθρός (διηγήματα), Καστανιώτης, 2004 (Βραβείο Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών) Φύλλα καπνού, Εστία, 2005 Ναυαγίων πλάσματα (νουβέλα), Κέδρος, 2009 Ο καιρός του καθενός (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 2010 Στον τόπο (διηγήματα), Ίκαρος, 2012 Το ταξίδι στην Ελλάδα (μυθιστόρημα), Ίκαρος, 2013 ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Ανθολογία γεωργιανής ποίησης (19ος-20ός αιώνας), Καστανιώτης, 2002 (Σε συνεργασία με την Άνι Τσικοβάνι) Μίκαελ Άουγκουστιν, Η σύμπτωση και άλλες ιστορίες, Μελάνι, 2008 Ντέιβιντ Τόμσον, Rosebud (Η ζωή του Όρσον Γουέλς), Πάπυρος, 2008 www.dimitrisnollas.com


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛΛΑΣ

ΔΥ Σ Κ Ο Λ Ο Ι Κ Α Ι Ρ Ο Ι Μ Α Ρ Μ Α ΡΑ Σ Τ Η Μ Ε Σ Η Μυθιστόρημα

ΙΚ ΑΡ ΟΣ



καί ἔτι τόπος ἐστί



1. για την αληθοφάνεια και το ρεαλισμό. Στην

αριστερή πλευρά – εκεί που τέλειωνε ο πάγκος, όπου γύρω του σπανίως μαζεύονταν οι θαμώνες εκτός από κάποιες έκτακτες περιστάσεις, όπως κάνα γαμήλιο πάρτι ή καρναβαλικό ξέδωμα, και ήταν τότε που τα τραπέζια ξεχείλιζαν με γλεντοκόπους – εκεί, σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο άρχιζε μια τοιχογραφία που απλωνόταν και κάλυπτε όλη την επιφάνεια του τοίχου, έξι μέτρα περίπου πλάτος και τρία ύψος, στη μέση του οποίου και ψηλά, ακουμπώντας σχεδόν στο ταβάνι, δέσποζε ένα παράθυρο, ενσωματωμένο στην τοιχογραφία. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και πίσω του, μέτωπο προς την αίθουσα, ήταν ζωγραφισμένη μια μεσαιωνική Κυρά που φορούσε στο κεφάλι της μια καλύπτρα σε σχήμα πύργου, απ’ την άκρη του οποίου κρεμόταν ένα μαγνάδι συννεφάκι. Χιτώνες, πέπλα και μεταξωτά χρυσοκέντητα υφάσματα άφηναν τις άκρες τους να προβάλλουν, ενώ στολίδια από πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια φώτιζαν τη χρυσοποίκιλτη πορφύρα που δίπλωνε πάνω στο στήθος της. Όλα όσα διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια της σ’ αυτή την ευφάνταστη ζωγρα9


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ

φική εξιστόρηση που θύμιζε λαϊκή φλαμανδική ζωγραφιά, έμοιαζε να τα παρακολουθεί με βλέμμα συμπαθείας, και αν κανείς περιεργαζόταν πιο προσεκτικά εκείνη τη δέσποινα, κι αυτό συχνά το κάνανε όσοι κάθονταν στο αντικρινό τραπέζι, εκεί όπου είχε αράξει κι ο Μπάμπης περιμένοντας τον Γιάννη να επιστρέψει, θα πρόσεχε πως, όσους πελάτες υπήρχαν εκεί μέσα εκείνη την ώρα, τους ατένιζε με τον τρόπο που ο Χριστός στο τέμπλο κοιτάζει τους πάντες μέσα από μια εικόνα αγιασμένης τεχνικής: όπου και να καθόσουν ή στεκόσουν σ’ εκείνη την υπόγεια ταβέρνα, το βλέμμα της ερχόταν κι ακουμπούσε πάνω στο δικό σου, πριν συνεχίσει να παρατηρεί όσα διαδραματίζονταν μπροστά της κι από τις δυο μεριές του ζωγραφιστού παράθυρου. Στην αριστερή πλευρά, αν εκλάβουμε το παράθυρο σαν το σημείο που όριζε ένα δίπτυχο, και στο κέντρο της, υψωνόταν ένας μεσαιωνικός οικισμός με το κάστρο του πρίγκιπα-επισκόπου να δεσπόζει, απ’ όπου ορθώνονταν με ορμή στον αέρα τo καμπαναριό του καθεδρικού ναού της μικρής πόλης. Ορμή που φανέρωνε μια επιθετική ζωτικότητα αλλά και αυτοπεποίθηση, μια βεβαιότητα πως τα προϊόντα που επεξεργάζονταν οι πάσης ­φύσεως συντεχνίες της πόλης, τα υφαντήρια, τα σιδηρουργεία, τα βυρσοδεψεία και τα βαφεία, αλλά κι οι χρυσοχόοι κι οι οπλουργοί, θα έβρισκαν σύντομα πελάτες στις αγορές των γύρω πόλεων, ώστε εξίσου σύντομα ν’ αλλάξει χέρια και το χρυσάφι που άξιζαν, προσπορίζοντας στην κοινότητα και τους άρχοντές της νέα πλούτη. Ένα πυκνό και σκοτεινό δάσος κύκλωνε αυτή την ειδυλλιακή πόλη, ενώ ένας κάπρος ξεπρόβαλλε απειλητικός μέσα απ’ τα φυλλώματα των θάμνων. Παρ’ όλη την πυκνή βλάστηση που 10


Μ Α Ρ Μ Α ΡΑ Σ Τ Η Μ Ε Σ Η

φόρτιζε τη μαύρη διάθεση ουρανού και γης, ο ζωγράφος κατά τόπους είχε βάλει χρώματα ζεστά να σκάνε εδώ κι εκεί, μικρά σημάδια κίτρινα και πορτοκαλιά. Στη βάση αυτού του τμήματος, το οποίο έμοιαζε να στηρίζει το παράθυρο, ήταν ζωγραφισμένο ένα πλήθος ανθρώπων κάθε λογής, για τα επαγγέλματα των οποίων μαρτυρούσαν τα εργαλεία που κράδαιναν, ενώ συνωστίζονταν στην κεντρική πλατεία για να παρακολουθήσουν έναν ρακένδυτο άντρα δεμένο στον τροχό να περιμένει τον διαμελισμό του, όση ώρα δίπλα του υψωνόταν ένα ικρίωμα, όπου στηνόταν το κούτσουρο των αποκεφαλισμών. Ένα θορυβώδες μελίσσι θεατών, χειροτέχνες και χειρώνακτες, κλέφτες, πόρνες και ζητιάνοι, ανάμεσα σε μίμους αλλά και κρανοφόρους στρατιώτες που ύψωναν τα ξίφη τους (συναινώντας άραγε ή διαμαρτυρόμενοι;) δημιουργούσαν έναν κλοιό γύρω απ’ τον τόπο της ανθρωποθυσίας. Άλλος κρατούσε ένα σφυρί κι άλλος ένα δρεπάνι, αξίνες και φτυάρια και κόσες, ενώ άλλοι έρχονταν καβαλάρηδες κι από κοντά έσπευδαν γυναίκες που έσειαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους ρόκες και αδράχτια. Κάποιοι κουβαλούσαν στην πλάτη τους βαρέλια ή ανήμπορους γονείς. Προπορεύονταν καλφάδες και τσιράκια, ενώ κουρελήδες ζητιάνοι με μαγκούρες και στον ώμο τους ριγμένο ένα τσουβάλι στριφογύριζαν ακολουθούμενοι από αγέλες σκύλων. Ανάμεσά τους ροπαλοφόροι αγριάνθρωποι, με μπράτσα σαν τα μπούτια τους και γενιάδες μέχρι την κοιλιά, που δουλειά τους ήταν να φρουρούν τις πύλες των αρχοντόσπιτων, τώρα προσέτρεχαν να απολαύσουν το θέαμα. Ξίφη, δόρατα και πιρούνες αναδύονταν μέσα απ’ αυτόν τον όχλο και σείονταν πάνω απ’ τα κεφάλια τους όπως ένα σμάρι αρπακτικά πάνω από τον 11


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ

μαύρο κάμπο, την ώρα που στο βάθος, από μια μικρή καγκελόφραχτη πόρτα, έφερναν εν πομπή δυστυχισμένους που προστίθενταν σ’ εκείνους που περίμεναν να μαρτυρήσουν στη βάση του ικριώματος. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους μελλοθάνατους ήταν ξενομερίτες από γειτονικά πριγκιπάτα και δουκάτα, κάθε καρυδιάς καρύδια, ξεριζωμένοι άνθρωποι χωρίς στον ήλιο μοίρα, αλλά με μια αστείρευτη δίψα για το απόλυτο, κι οι οποίοι είχαν σπεύσει στην πόλη να ενωθούν με τους ομοίους τους, ξετρελαμένοι από το σχέδιο ενός επίγειου παραδείσου που είχαν συλλάβει και αποπειραθεί να εφαρμόσουν ένας ράφτης, παρέα με έναν τσαγκάρη κι έναν φούρναρη, δημιουργώντας τα τελευταία χρόνια μια Νέα Ιερουσαλήμ από εκείνη τη μικρή πόλη, που με τον καιρό και την ελεγχόμενη ευημερία των κατοίκων της είχε μετατραπεί σε οστεοφυλάκιο ευταξίας και πλήξης. Και οι οποίοι κρέμονταν τώρα απ’ το ψηλότερο καμπαναριό, μετά τη νικηφόρα επιστροφή στην πόλη των αρχόντων με τον πρίγκιπα-επίσκοπο επικεφαλής τους, κρέμονταν τώρα και οι τρεις τους μέσα σε ένα κλουβί, καταδικασμένοι να σαπίζουν παρακολουθώντας όσα διαδραματίζονταν στην πλατεία και θα διαδραματίζονταν εις τον αιώνα κάτω απ’ τα πόδια τους. Το κλουβί παρέμεινε κρεμασμένο για πάνω από 300 χρόνια μετά τον θάνατό τους, με τους σκελετούς σε κοινή θέα να υπενθυμίζουν πόσο σκληρή μπορεί να γίνει η μοίρα των ηττημένων, όταν γύρω τους σωριάζονται τα προστατευτικά τείχη κι αρχίζουν τα σαγόνια της παλινόρθωσης ν’ ανοιγοκλείνουνε σαν του κροκόδειλου. Όλο αυτό το ανθρώπινο ποτάμι που συνέχισαν να συρρέουν χαρούμενοι για να παρακολουθήσουν το μαρτύριο των 12


Μ Α Ρ Μ Α ΡΑ Σ Τ Η Μ Ε Σ Η

συνανθρώπων τους, όλων εκείνων που μέχρι λίγο πριν τους έψηναν το ψάρι στα χείλη τρομοκρατώντας τους, μια μάζα, σαν κινούμενη λάσπη που πνίγει τα πάντα στο πέρασμά της, άρχισε να ξεχειλίζει και να ξεχύνεται και προς τη δεξιά πλευρά του 6μετρου τοίχου, δρασκελίζοντας το νοητό όριο του δίπτυχου, και τώρα η μάζα τους μεταλλασσόταν σταδιακά σε μιας άλλης σύνθεσης πλήθος, όπου εδώ κυριαρχούσε ένας μεγάλος αριθμός ρασοφόρων, πράγμα που έδινε και σ’ ετούτη τη μεριά έναν μέλανα τόνο στη σύνθεση, αφού ο ζωγράφος είχε αποφύγει να φιλοτεχνήσει ακόμη κι ένα πράσινο φύλλο. Κι όμως η μάζα που ξεχυνόταν προς αυτή την πλευρά έχανε σταδιακά το κατάμαυρο χρώμα της, καθώς φαινόταν πως έγνοια του ζωγράφου, τουλάχιστον σ’ αυτό το κομμάτι της τοιχογραφίας, ήταν να δώσει έμφαση και ν’ αναδείξει το σκληρό χρυσαφένιο φως τ’ ουρανού και το λαμπερό χρώμα της θάλασσας. Βρισκόμαστε σε έναν οικισμό, μεγαλύτερο από εκείνον της άλλης πλευράς, που θυμίζει πόλη της Ανατολής, αν κρίνει κανείς απ’ τις καμάρες, τα αίθρια και τους κήπους των αρχοντικών οικοδομών, τα σιντριβάνια και τους τρούλους των εκκλησιών. Η κοινωνική ταυτότητα του πλήθους, φυσική συνέχεια εκείνου που παρακολουθήσαμε να εισρέει από την άλλη πλευρά, ιστορείται με τον τρόπο που γνωρίσαμε στο προηγούμενο κομμάτι της τοιχογραφίας: βαρκάρηδες κραδαίνουν κουπιά σαν να ’τανε δόρατα και μπαξεβάνηδες κουβαλούνε φτυάρια και πιρούνες κι αναμμένους πυρσούς. Μαραγκοί με υψωμένα πριόνια και τσαγκάρηδες με σουβλιά και ταμπάκοι με κόπανους στα δυνατά τους χέρια συνωστίζονται με βυρσοδέψες, αλλαντο­ποιούς, βαστάζους κι ακροβάτες, ενώ σε μια γωνιά του δρόμου και 13


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ

δίπλα σε μια μαρμαροσκαλισμένη βρύση με το νερό να κελαρίζει, δυο άντρες ανεβοκατεβάζουν τα ξίφη τους πάνω σ’ έναν ματωμένο τρίτο, που φοράει μια κεντημένη ποδιά πάνω από μια λευκή πουκαμίσα, με φόντο τη θάλασσα που στραφταλίζει. Όλο αυτό το πλήθος έχει αφήσει πίσω του ένα φλεγόμενο αρχοντικό, όπου όσοι έχουν εγκλωβιστεί εντός του ψήνονται και, σαν να τους έχει χτυπήσει αστραπή ή βόμβα ναπάλμ, τινάζονται στον αέρα, κυριολεκτικά ίπτανται, φτάνοντας μέχρι το παράθυρο της παντεπόπτριας δέσποινας. Εκεί, μ’ έναν μαγικό τρόπο εξαφανίζονταν στον γαλανό ουρανό σαν να τους είχε ξεχάσει το πινέλο του ζωγράφου και σβήνανε μέσα στο φως με τον τρόπο που σβήνουνε τα όνειρα. Αυτή η εξεγερμένη μάζα έχει ανοίξει στα δύο και στο κέντρο της προβάλλουν μια λαμπροφορεμένη γυναικεία μορφή με το αυτοκρατορικό διάδημα στο κεφάλι, που κρατάει το παιδί της απ’ το χέρι, κι ένας πάνοπλος λεβέντης στρατηλάτης, οι οποίοι ακουμπούν κι οι δυο τους με πείσμα στον διεκδικούμενο θρόνο που στέκει ανάμεσά τους και τον στολίζει ένας δικέφαλος αετός. Η μάζα διχάζεται αναποφάσιστη ανάμεσα στην Άννα Παλαιολογίνα και στον στασιαστή Ιωάννη Καντακουζηνό. Παράλληλα μ’ αυτή την ανθρωποθάλασσα, που σπέρνει φωτιά και τρόμο στο περασμά της, μια δεύτερη πομπή κατηφορίζει απ’ τα γύρω υψώματα και διεμβολίζει εκείνη την κινούμενη κι αναποφάσιστη μάζα, οξύνοντας εντέλει τον αρχικό της διχασμό, καθώς ενώνεται μαζί της, διαχεόμενη εντός της, ενώ εισέρχεται στην πόλη. Μοιάζει με λιτανεία, έχοντας επικεφαλής της τον επίσκοπο της πόλης στα χρυσά του άμφια, ενώ μοναχοί, ιερείς και ψαλτάδες 14


Μ Α Ρ Μ Α ΡΑ Σ Τ Η Μ Ε Σ Η

τον περιβάλλουν κι ένα τεράστιο πλήθος τον ­συνοδεύει. Από παντού τους ραίνουν με άνθη και ομάδες παιδιών πηγαινοέρχονται χοροπηδώντας. Άντρες και γυναίκες κρέμονται στα μπαλκόνια των σπιτιών τους, υψώνοντας τα χέρια και ζητώντας ευλογία, άδοντες και δεόμενοι, ενώ πολλοί κάτω στον δρόμο γονυπετείς προσκυνούν. Συνωστίζονται και πατούν στις πλάτες άλλων, ενώ πάνω σ’ ένα δέντρο ένας ανθρωπάκος παρακολουθεί μέσα απ’ τα φυλλώματα τη λιτανεία, σαν να ’θελε ο ζωγράφος να υπενθυμίσει πως πάντα θα βρίσκεται στην άκρη του δρόμου μια συκομουριά, για να σκαρφαλώσει πάνω της ένας κοντοστούπης που φλέγεται ν’ αντικρίσει τον σωτήρα του. Απ’ όπου περνά η πομπή που καταλήγει στην Αχειροποίητο, είναι αποτυπωμένα και ολοκάθαρα διακρίνονται η Ροτόντα, ο Ναός της Αγίας Σοφίας, η Αψίδα του Γαλέριου, η Μονή Λατόμου κι η Παναγία των Χαλκέων, κάνοντας ολοφάνερο πως πρόκειται για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Δεν μένει παρά να αναγνωρίσουμε αυτό που ένας βιαστικός κι απρόσεχτος θεατής, όπως είναι οι περισσότεροι πελάτες ετούτης της ταβέρνας, πως αυτό που θα είχε εκλάβει σε πρώτη ματιά σαν μια κακοτεχνία, μια αμέλεια ή άγνοια του καλλιτέχνη, εκείνο το μικρό λευκό σημάδι στο κάτω δεξιό μέρος της τοιχογραφίας και διαγω­ νίως αποκεί που υψώνεται το κάστρο κι ο καθεδρικός ναός της άλλης πλευράς, θα αναγνωρίσουμε πως δεν πρόκειται για μια λευκή μουτζούρα, παρά είναι η απόληξη των κάστρων της πόλης, ο Λευκός Πύργος, που τον βλέπουμε να στέκει κραταιός. Και είναι σωστά υπολογισμένη η θέση του μέσα στην τοιχογραφία, έτσι όπως είναι τοποθετημένος ελαφρώς λοξά κι όχι ακριβώς από κάτω, διό15


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ

τι, αγναντεύοντάς τον από τη Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία σε οποιονδήποτε χάρτη, δεν βρίσκεται ακριβώς στο Νότο, αλλά, αποκλίνοντας ελαφρά, πλέχει Νοτιοανατολικά. Σ’ αυτό το σημείο της περιγραφής, ή μάλλον της περιήγησης στην τοιχογραφία, είναι βέβαιο πως ένας σχετικά οξυδερκής και καλλιεργημένος θεατής, χωρίς να χρειάζεται να είναι και γνώστης των αναπαριστάμενων θεμάτων, θα έχει αναρωτηθεί από πού ξεκινάει και πού θέλει να καταλήξει όλο αυτό το πράγμα. Ποιο είναι το νόημά του, όταν μάλιστα υπάρχει μια τόσο κραυγαλέα χρονική απόσταση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο παραστάσεις. Επιπλέον δεν μπορεί να μην έχει εκπλαγεί από τη χρονική ανακολουθία της αφήγησης, αφού ακόμα και στην μπορντούρα που περιτριγυρίζει την τοιχογραφία και ξεκινάει στην πάνω αριστερή γωνία του τοίχου αναγράφεται: 1535 die Bestrafung der Wiedertäufer, που όσο μικρά και με γοτθικούς χαρακτήρες να ήταν ζωγραφισμένο διαβάζεται άνετα αρκεί να πλησιάσει κανείς κοντά, και από την άλλη πλευρά προς το κάτω μέρος και διαγωνίως, κοντά στο σημείο που εντοπίσαμε τον Λευκό Πύργο, είναι γραμμένο με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα: 1343 Aufstand der Zeloten Thessaloniki. Αυτός ο προσεκτικός θεατής, με βάση τις αναγραφόμενες ημερομηνίες, θα έχει ήδη αναρωτηθεί, πώς είναι δυνατόν να προηγείται στην αφήγηση ένα κοινωνικό δράμα που θα ακολουθήσει 200 χρόνια μετά από εκείνο που έπεται στην απεικόνιση, αφού ακόμη εξακολουθούμε να κοιτάζουμε τα εικονιζόμενα και να διαβάζουμε τα αφηγούμενα από τα αριστερά προς τα δεξιά· ή όχι; Τι σημαίνει να έχει επιλέξει ο καλλιτέχνης να ιστορήσει το έργο του ξεκινώντας από τον 16ο αιώνα και να το συνεχίζει με τον 14ο; 16


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.