Μια ζωή ψαρεύοντας

Page 1



ΜΙΑ ΖΩΗ ΨΑΡΕΥΟΝΤΑΣ


Η μετάφραση επιδοτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού της Τσεχικής Δημοκρατίας

Τίτλος πρωτοτύπου: Jak jsem potkal ryby © Ota Pavel c/o DILIA, 1974

© για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2014 Μετάφραση από τα τσέχικα: Κώστας Τσίβος Πρόλογος - Επιμέλεια: Δημήτρης Νόλλας Τυπογραφική επιμέλεια: Ηρώ Μακρή

Σχεδιασμός - Εικονογράφηση εξωφύλλου:

Χρήστος Κούρτογλου - Indyvisuals Collective

Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση: Εκδόσεις Ίκαρος

Εκτύπωση: Φωτόλιο & Τύπικον Γραφικές Τέχνες Α.Ε. Βιβλιοδεσία: Ι. Μπουντάς - Π. Βασιλειάδης Ο.Ε. Πρώτη έκδοση: Μάρτιος 2014 ISBN 978-960-572-018-6

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr


Ota Pavel

ΜΙΑ ΖΩΗ ΨΑΡΕΥΟΝΤΑΣ Μετάφραση

Κώστας Τσίβος Πρόλογος - Επιμέλεια Δημήτρης Νόλλας

ΙΚΑΡΟΣ



Πρόλογος

Ο Ότα Πάβελ γεννήθηκε το 1930 στην Πράγα, από πατέρα εβραίο και μάνα χριστιανή, και πριν ξεσπάσει ο Β΄ παγκόσμιος

πόλεμος η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Μπούστεχραντ,

λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πράγα. Στη διάρκεια της γερμανι­ κής κατοχής, ο πατέρας του και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του

εγκλείστηκαν σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης, απ’ ό-

που επέστρεψαν με το τέλος του πολέμου. Ο πατέρας του, ­έ νας περιοδεύων πλασιέ και ακαταπόνητος γυναικάς, είχε προλάβει να μεταλαμπαδέψει στον μικρό Ότα την αγάπη του για τα σπορ και τη ζωή στην ύπαιθρο.

Στα παιδικά του μάτια αποτυπώθηκαν η ταραγμένη δεκα-

ετία του ’30 και οι επιπτώσεις στην οικογένειά του από τη γερ-

μανική κατοχή τής τότε Τσεχοσλοβακίας. Είναι αξιοσημείωτο πως ο Πάβελ μέχρι τα είκοσί του χρόνια είχε προλάβει να βιώσει τα δύσκολα προπολεμικά χρόνια, εν συνεχεία τη ναζιστική θηριωδία, και αργότερα την κομμουνιστική μετάλλαξη της Τσεχοσλοβα­κίας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα, ο πατέρας του,

το 1949, ν’ αλλάξει το κραυγαλέα εβραϊκό επίθετο της οικογένειας από Πόππερ στο περισσότερο σλαβικό Πάβελ. Είναι τα

7


χρόνια που οι αντιφρονούντες στην Πράγα εκπαραθυρώνονται και εβραίοι «συνωμότες» σέρνονται στα λαϊκά δικαστήρια της σοσιαλιστικής πλέον Τσεχοσλοβακίας.

Στη δεκαετία του ’50 ο Ότα Πάβελ εργάστηκε στα μεταλ-

λεία τού Κλάντνο και αργότερα σαν αθλητικός ρεπόρτερ στο Ραδιόφωνο της Πράγας. Με πλαίσιο τις λίμνες και τα ποτάμια

της περιοχής τού Μπούστεχραντ έγραψε μια σειρά ιστο­ριών με κύρια πρόσωπα τα παιδικά του ινδάλματα, τον πατέρα του

Λέο και τον θείο Πρόσεκ, ανθρώπους που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του και την αγάπη του για τη ζωή στη φύση, όπως κι ο ίδιος ομολογεί:

«Το ψάρεμα είναι η απόλυτη ελευθερία. Να πηγαίνεις πά-

νω-κάτω, περιμένοντας μια πέστροφα να τσιμπήσει και να ξεδιψάς στις πηγές. Να είσαι εντελώς μόνος για μια ώρα, για λίγες μέρες, για λίγες εβδομάδες, είναι αυτό που πάντα αποζητούσα στη ζωή… Να τι πιστεύω πως είναι ελευθερία».

Οι ιστορίες του, που προβάλλουν κυρίως τις ατελέσφορες

προσπάθειες του πατέρα του να επιβιώσει οικονομικά και κοι-

νωνικά, αναδεικνύουν στο προσκήνιο την τραγική μοίρα των ανθρώπων της εποχής του. Η ματιά του επικεντρώνεται στις πάντα δύσκολες σχέσεις με τους άλλους, τους γείτονες, τους συγ-

γενείς, ανεξαρτήτως της παρουσίας του γερμανού κατακτητή. Και εδώ είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο διαπερνά την αφήγηση ο ναζιστικός εφιάλτης, χωρίς συναισθηματισμούς και κραυγές. Οι αναφορές του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, απ’όπου κατάφεραν να επιστρέψουν ζωντανοί οι δικοί του, υποβάλλουν περισσότερο την ιδέα τόπων καταναγκαστικής εργασίας και εκμετάλευσης δούλων, παρά εργαστήρια

ολοκληρωτικής φυσικής εξόντωσης των υπανθρώπων που εί8


χαν την ατυχία να είναι υπήκοοι του Γ΄Ράιχ. Η ανήσυχη ματιά του, ειρωνική και αυτοσαρκαστική, θερμαίνεται αενάως από

την αγάπη του για τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Είναι

απ’ αυτό το ορυχείο της παιδικής ηλικίας που ο Πάβελ φέρνει

στην επιφάνεια τα στοιχεία που συνθέτουν –από «Το πιο ακριβό στην Κεντρική Ευρώπη» μέχρι το «Υποβρύχιο ψάρεμα»– την

αυτοβιογραφία της σύντομης ζωής του ή ένα «μυθιστόρημα αλυσίδα», όπως θα το ονόμαζε ο Κ. Ταχτσής.

Η παρούσα έκδοση προέκυψε από δύο συλλογές διηγημάτων

του, το Πώς συνάντησα τα ψάρια (Jak jsem potkal ryby) και τον Μεγάλο αλήτη των υδάτων (Veliký vodní tulák). Η μετάφραση του Κ. Τσίβου καταφέρνει να μεταφέρει στην ελληνική γλώσσα το «κρυφτό» που παίζουν το καθημερινό λαϊκό ύφος τού Ότα Πάβελ με τον

αυτοσαρκασμό τού Γιάροσλαβ Χάσεκ και του Μπόχουμιλ Χράμπαλ και τον μεταξύ τους δεσμό.

Ο Πάβελ νοσηλεύτηκε για πολλά χρόνια σε διάφορα ψυχι-

ατρεία με συμπτώματα μανιοκαταθλιπτικής διαταραχής. Να πώς περιγράφει ο ίδιος τη στιγμή που ένιωσε ν’ αλλάζει εντός του ο ρυθμός του κόσμου:

«Σάλεψαν τα λογικά μου το 1964, όταν κάλυπτα τους Χειμε-

ρινούς Ολυμπιακούς του Ίνσμπρουκ. Μια μέρα γέμισε το μυαλό μου σύννεφα, σαν να ’χε κατέβει από τις Άλπεις μια ομίχλη και μου ’χε τυλίξει το κεφάλι. Τότε, σ’ αυτή την κατάσταση παρουσιά­σ τηκε μπροστά μου ο Μέγας Άρχων. Ο Διάβολος

ολόιδιος. Είχε κέρατα και ουρά, γούνινο παλτό και σάπια δόντια που τον κάναν πάνω από εκατό ετών. Μ’ αυτό το πράγμα

στο κεφάλι μου άρχισα να σκαρφαλώνω στα βουνά πάνω απ’ το Ίνσμπρουκ και πυρπόλησα μια αγροικία. Ήμουν πεπεισμένος

9


πως μόνο μια μεγάλη φωτιά θα μπορούσε να μ’ απαλλάξει από

εκείνη την ομίχλη του μυαλού μου. Την ώρα που απομάκρυνα

τις αγελάδες και τα άλογα από το στάβλο έφτασε η αυστριακή

αστυνομία. Μου φόρεσαν χειροπέδες και με οδήγησαν στην

κοιλάδα. Τους έβρισα, έβγαλα και τα παπούτσια μου. Περπατούσα πάνω στο χιόνι σαν να ήμουν ο Ιησούς την ώρα που τον

πάνε για σταύρωση. Διαβήκαμε τα σύνορα. Μ’ έστειλαν στους γιατρούς της Πράγας».

Το απόσπασμα αυτό είναι από ένα εκτενέστερο αυτοβιο-

γραφικό κείμενο που έγραψε λίγο καιρό πριν πεθάνει και δημοσιεύτηκε στη μεταθανάτια έκδοση του βιβλίου του Πώς συνάντησα τα ψάρια και παρατίθεται στο τέλος της ανά χείρας συλλογής, όπου μιλάει με σπαρακτικό τρόπο και διαύγεια για εκείνη την περίοδο της ψυχικής του ταραχής και για την αγάπη του για ζωή.

Πέθανε το 1973 από συγκοπή καρδιάς. Δ.Ν.

10


1

Το πιο ακριβό στην Κεντρική Ευρώπη

Πριν τον πόλεμο η μαμά φλεγόταν από την επιθυμία να ταξιδέψει στην Ιταλία. Δεν ήθελε να δει τα αγάλματα του Μικελάντζελο, ούτε τους πίνακες του Λεονάρντο ντα Βίντσι, παρά

μόνο να κολυμπήσει στη ζεστή θάλασσα. Κι αυτό επειδή η μαμά καταγόταν από την Ντρζίνιε, κοντά στο Κλάντνο. Εκεί δεν

υπήρχε παρά ένας θλιβερός νερόλακκος για τις πάπιες, σκεπασμένος από πράσινα φύκια και σκουπίδια, κι η μαμά σαν κορί-

τσι ποτέ της δεν ευχαριστήθηκε ένα μπάνιο σε καθαρά νερά.

Γι’ αυτό κάθε άνοιξη ρωτούσε τον μπαμπά: «Καλέ μου Λέο, θα πάμε φέτος;»

Ο μπαμπάς Λέο συνήθως απαντούσε ότι φέτος δεν έχουμε

αρκετά λεφτά, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως οι διακοπές κοντά στο ποτάμι Μπερόουνκα και στο Κρζίβοκλατ ήταν πολύ πιο ωραίες. Ο μπαμπάς μου είχε τότε άλλου είδους έγνοιες. Προτεραιότητά του ήταν το εμπόριο και τα ψάρια. Και στα δύο

πεδία διέπρεπε, τα ψάρια όμως εξακολουθούσαν να είναι η αδυναμία του, μολονότι την πλήρωσε ακριβά αυτή του την αρρώστια, όχι μόνο η οικογένειά μας αλλά και η σουηδική εταιρεία

11


Elektrolux, στην οποία εργαζόταν ως πλασιέ πουλώντας ψυ-

γεία και ηλεκτρικές σκούπες. Συχνά εξαφανιζόταν στη διάρ­ κεια των επαγγελματικών του ταξιδιών και μετά από καιρό τον έβρισκαν να ψαρεύει λούτσους στο ποτάμι Μπερόουνκα μαζί με τον καλύτερό του φίλο, τον βαρκάρη Κάρελ Πρόσεκ.

Η αδυναμία του για τα ψάρια κορυφώθηκε όταν μας ανα-

κοίνωσε την απόφασή του να αγοράσει μια τεχνητή λίμνη στην

οποία θα εκτρέφονταν κυπρίνοι. Θα είχαμε όχι μόνο δικά μας

ψάρια, αλλά θα κερδίζαμε κι ένα σωρό λεφτά πουλώντας γριβάδια στους άλλους. Η μαμά ήταν διστακτική, προσπαθούσε

να τον αποτρέψει λέγοντάς του να μην μπερδεύεται σε πράγματα που δεν καταλαβαίνει. Δεν παρατράβηξε όμως το σχοινί, γιατί ο μπαμπάς σε τέτοιες περιπτώσεις έμπηγε τις φωνές,

μόνο παραπονέθηκε πως θα ήταν καλύτερα με αυτά τα λεφτά να πηγαίναμε στην Ιταλία. Ο μπαμπάς δεν της απάντησε, της έριξε όμως ένα περιφρονητικό βλέμμα. Ήταν πεπεισμένος πως από εμπόριο ξέρει πολύ καλύτερα από τη μαμά κι όλους τους

χριστιανούς συγγενείς της. Σ’ αυτό το βλέμμα συγκεντρωνόταν

η χιλιετής σοφία των προγόνων του κι επιπλέον το αυταπόδεικτο γεγονός ότι με τα λεφτά που θα κερδίζαμε από την πώληση των κυπρίνων θα μπορούσαμε να πάμε στην Ιταλία με όλο

μας το συγγενολόι. Πρέπει να πω ότι αυτό ακριβώς ήταν που η μαμά φοβόταν περισσότερο.

Κι έτσι ο μπαμπάς άρχισε να ψάχνει λίμνη-εκτροφείο κυ-

πρίνων. Στο μυαλό του είχε ήδη πλάσει την εικόνα της. Λιμνούλα περιτριγυρισμένη από κλαίουσες ιτιές, εδώ κι εκεί νούφαρα με κίτρινα άνθη και στα ηλιόλουστα νερά της να πλέουν τετράπαχα γριβάδια. Με αυτή την ιδέα καρφωμένη στο μυαλό

του ο μπαμπάς άρχισε να γυροφέρνει όπως οι μέλισσες που ψά12


χνουν για γύρη. Γύρισε αρκετά μέρη, αλλά λιμνούλα προς πώληση δεν έβρισκε.

Μια μέρα στο Κρότσεχλάβυ συνάντησε έναν γνωστό του,

τον γιατρό Βάτσλαβικ, ψηλό και δυνατό με γενειάδα. Ο γιατρός ρώτησε τον πατέρα μου, που τότε –ένας Θεός ξέρει γιατί– τον

αποκαλού­σαν «επιθεωρητή»: «Κύριε επιθεωρητά, μήπως θα θέλατε να αγοράσετε τα ψάρια μου;» Ο μπαμπάς ανασκίρτησε:

«Πόσο θα στοιχίσουν, γιατρέ;» Κι ο γιατρός: «Δέκα χιλιάδες. Θα σας φέρω το τιμολόγιο, για να διαπιστώσετε πόσο μου κόστισαν

πριν από χρόνια οι μικροί κυπρίνοι. Φυσικά στο μεταξύ οι κυπρίνοι μεγάλωσαν, όπως θα διαπιστώσετε κι ο ίδιος». Κι ο μπαμπάς: «Σας πιστεύω, γιατρέ». «Ελάτε τουλάχιστον να δείτε, τι κυπρίνους έχω», είπε ο γιατρός.

Κι όπως βάδιζαν, ο μπαμπάς είχε το προαίσθημα ότι βρήκε

αυτό ακριβώς που έψαχνε. Ήταν το γνωστό αδιάψευστο επαγγελματικό του ένστικτο, που εκ των προτέρων τού έδειχνε, πού

μπορεί να πουλήσει ψυγείο, πού ηλεκτρική σκούπα και πού είναι χάσιμο χρόνου να χτυπήσει το κουδούνι. Έτσι και τώρα οσμι-

ζόταν στον ορίζοντα πως θα κλείσει μια καλή συμφωνία για μια λιμνούλα ξεχωριστή, γεμάτη με τετράπαχα γριβάδια.

Έφτασαν στο φράγμα κι ο γιατρός Βάτσλαβικ άφησε τον μπα-

μπά να απολαύσει το θέαμα. Μπροστά του απλωνόταν μια όχι ιδιαί­τερα μεγάλη, παραλληλόγραμμη λιμνούλα. Στις πλευρές

της φύτρωναν κλαίουσες με απλωμένα τα κλωνάρια στα ήσυ-

χα νερά, ενώ εδώ κι εκεί επέπλεαν νούφαρα με κίτρινα άνθη. Ο μπαμπάς αναστέναξε βαθιά, ενώ ο φίλος του, ο γιατρός Βάτσλαβικ είπε με νόημα, «Και τώρα τα γριβάδια».

Έβγαλε από την τσέπη του ένα τσουρεκάκι. Το έκοψε στη

μέση πετώντας ένα κομμάτι προς το φράγμα. Ο γιατρός χα13


μογελούσε, ενώ ο μπαμπάς κοιτούσε το μέρος όπου έπεσε το

τσουρέκι. Μεμιάς αναταράχτηκε η επιφάνεια και από το βάθος εμφανίστηκε ένα μεγάλο κίτρινο πράγμα με ένα τεράστιο

μουσούδι που έκανε χλαπ! και το τσουρεκάκι εξαφανίστηκε. Ο

μπαμπάς ξεφώνισε: «Παναγία μου, αυτό ζυγίζει τουλάχιστον πέντε κιλά». Κι ο γιατρός με σημασία: « Έξι».

Έτσι έκλεισε η συμφωνία. Ο μπαμπάς ήρθε στο σπίτι και

σήκωσε όλες τις αποταμιεύσεις μας, ενώ τη μαμά παρηγορού-

σε η ιδέα πως μας ανήκει μια λίμνη με δικά μας γριβάδια. Η λιμνούλα ωστόσο είχε ένα αδύνατο σημείο: ήταν πολύ μακριά από την Πράγα.

Από κείνη τη μέρα ο μπαμπάς πετούσε, χαμογελούσε αφη-

ρημένα, κι η μαμά παραπονιόταν πως ο νους του είναι στα γριβάδια στο Κρότσεχλάβυ. Η μαμά έδειχνε πάντα κατανόηση στις

αδυναμίες του μπαμπά και με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπιζε τις

ατέλειωτες συζητήσεις για το μέγεθος των γριβαδιών στη λιμνούλα μας. Ο μπαμπάς έτριβε τα χέρια και της έλεγε: «Χερμίνα, θα θησαυρίσουμε, θα δεις».

Κόντευε φθινόπωρο και πλησίαζε η ώρα που θα αδειάζαμε

την πρώτη μας λιμνούλα. Όλη η οικογένεια, κυρίως ο μπαμπάς,

ετοίμασε μια μεγάλη γιορτή για κείνη τη μέρα. Ο μπαμπάς ζή-

τησε άδεια από την Elektrolux –ο διευθυντής του τον ρώτησε: «Πάλι για ψάρια; Αυτά μια μέρα θα σας καταστρέψουν, κύριε επιθεω­ρητά»– ενώ η μαμά φόρεσε ένα ωραίο παλτό με γούνινο γιακά. Η μαμά κάλεσε τους κουνιάδους της, τον Κάρελ Κόπρζιβα και τον Κάρελ Χρούζα, που και οι δυο ήταν εργάτες. Τους ανέθεσε να φυλάνε άγρυπνα στο φράγμα την ώρα που θα

αδειάζαμε τη λιμνούλα, μην τυχόν και μας κλέψουν τα γριβάδια. Έφτασαν με τις οικογένειές τους. Ο μπαμπάς παράγγειλε 14


το άδειασμα της λίμνης και το ψάρεμα των γριβαδιών σε έναν επαγγελματία ψαρά, στον κύριο Στέχλικ από το Σμίχοφ. Ήρθε

με άλλους οχτώ ψαράδες, ντυμένους από πάνω μέχρι κάτω με πλαστικές φόρμες. Ο κύριος Στέχλικ, δυνατός, ηλικιωμένος κι έμπειρος, είχε αδυναμία στην ευταξία. Αυτό που εκτυλίχτηκε

γύρω από την ειδυλλιακή λίμνη με τα νούφαρα έμοιαζε περισσότερο με στρατιωτική επιχείρηση εναντίον αγνώστων εχθρών.

Λίγο πιο πέρα από το φράγμα πάρκαραν δυο μεγάλα φορτηγά τύπου PRAGA. Στις καρότσες τους είχαν φιάλες οξυγόνου και ει-

δικές δεξαμενές για τη μεταφορά των ψαριών. Γύρω από τη λιμνούλα κινούνταν ήρεμα οι ψαράδες με τις πλαστικές φόρμες τους, απλώνοντας τα δίχτυα.

Άρχισαν σιγά σιγά ν’ αδειάζουν το νερό και ο μπαμπάς έχο-

ντας το προαίσθημα ότι όπου να ’ναι θα θησαυρίσει από την πώληση των γριβαδιών, τα οποία είχε ήδη καπαρώσει η διεύθυνση της επιχείρησης Βάνια, αστειευόταν με τους καλεσμένους του.

Για πρόγευμα είχαμε ετοιμάσει ζεστά λουκάνικα, κουλούρια

και δυο βαρέλες μπίρα. Στη συνέχεια πήγαμε να γευματίσουμε στο εστιατόριο του Νέγεντλυ. Με τις μπίρες το κέφι άναψε. Μόνο ο μπαμπάς δεν έπινε, δεν του άρεσε το ποτό.

Στις τρεις το απόγευμα είχαν μαζευτεί εκατοντάδες θεατές

στο φράγμα, ενώ στο βάθος της λιμνούλας είχε πια απομείνει λίγο νερό. Ο κύριος Στέχλικ έδωσε το σύνθημα για επίθεση. Ένας ψαράς σάλπισε με τη χρυσαφένια του τρομπέτα κι όλοι άρχισαν

να σηκώνουν το δίχτυ. Το δίχτυ μετακινήθηκε και οι ψαράδες

άρχισαν να κινούνται προς το κέντρο της λιμνούλας. Ο κύριος

Στέχλικ έδινε διαταγές δεξιά κι αριστερά, ενώ η ένταση μεταξύ των θεατών ανέβηκε κατακόρυφα.

Ο χώρος με το δίχτυ στο οποίο ήταν παγιδευμένα τα γριβά15


δια ολοένα και μίκραινε. Κανονικά στην επιφάνεια θα έπρεπε

να εμφανιστούν κυματισμοί από τα στριμωγμένα ψάρια, τίποτα όμως δεν φαινόταν. Ο μπαμπάς, που είχε πάρει μέρος πολλές φορές σε παρόμοιο είδος ψαρέματος, χλόμιασε και στάλες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό του.

Οι ψαράδες στένευαν ακόμα περισσότερο τον κύκλο, αλ-

λά στο δίχτυ που ανασήκωναν δεν φαινόταν ίχνος ψαριών. Κι

όμως, στο κέντρο μέσα στα λασπόνερα κάτι φάνηκε να πλατσουρίζει. Ο κύριος Στέχλικ χρησιμοποιώντας την απόχη του το

έπιασε με μαεστρία και το ανέβασε ψηλά. Γριβάδι! Και τι γριβάδι! Ο μπαμπάς γνώρισε τον κυπρίνο, ξεροκατάπιε, ενώ όλο

το φράγμα ξέσπασε σε γέλια. Όλοι γελούσαν, εκτός από τη μαμά και τον μπαμπά.

Η μαμά αυτή την ντροπή την πήρε πολύ βαριά γιατί το Κρό-

τσεχλάβυ ήταν η γενέτειρά της. Μας έσφιξε πάνω της ψιθυρίζοντας: «Φτωχά μου παιδάκια,να ξέρατε τι πατέρα έχετε!» Ο

μπαμπάς έτρεξε στη λιμνούλα και στάθηκε πάνω από το ψάρι

που σπάραζε αναζητώντας αέρα, σαν να έβλεπε γριβάδι πρώτη φορά στη ζωή του. Ο Βάτσλαβικ δεν του είχε πει ψέματα, ο

κυπρίνος ζύγιζε πάνω από έξι κιλά, καθώς από τότε που ο μπαμπάς αγόρασε τη λιμνούλα πάχυνε κι άλλο.

Ο μπαμπάς τράβηξε προς τη βίλα του γιατρού Βάτσλαβικ

αποφασισμένος να ξεπλύνει την ντροπή του με γροθιές, σαν

αυτές που είχε δει να ρίχνει στο ρινγκ ο μποξέρ Φράντισεκ Νέκολνι. Του άνοιξε η υπηρέτρια: «Ο γιατρός έχει αναχωρήσει με

τη σύζυγό του για διακοπές στην Ιταλία». «Με τα δικά μου λεφτά στην Ιταλία!»

Εκείνη τη μέρα δειπνήσαμε έχοντας στο πιάτο μας κυπρί-

νο. Η μαμά φυσικά δεν μιλούσε με τον μπαμπά. Μόνο όταν ο 16


μπαμπάς αστειευόμενος μας πείραξε: «Αφού το πληρώσαμε,

θα το φάμε παιδιά», η μαμά, αρκετά νευριασμένη πια, τόλμησε να παρατηρήσει ότι τέτοιο δείπνο θα ήταν ακριβό ακόμα και

για τον δισεκατομμυριούχο Ρότσιλντ. Κι είχε φυσικά δίκιο γιατί ήταν το πιο ακριβό γριβάδι όχι μόνο στην Τσεχοσλοβακία, αλλά σε όλη την Κεντρική Ευρώπη. Κόστισε στον μπαμπά, μαζί με

τα έξοδα για το άδειασμα της λίμνης, περί τις εντεκάμισι χιλιά-

δες κορώνες. Με αυτά τα λεφτά –είπε στο τέλος του δείπνου η μαμά– θα μπορούσαμε να έχουμε ζωντανούς σολομούς εισηγμένους απευθείας από τον Καναδά. Ο μπαμπάς άφησε κατά

μέρος το θυμό του και δεν ξαναπήγε στον γιατρό Βάτσλαβικ με διάθεση να παίξει μποξ.

Πέρασαν αρκετά χρόνια. Ο μπαμπάς εξακολούθησε να που-

λάει ψυγεία και ηλεκτρικές σκούπες και να ψαρεύει στο ποτάμι Μπερόουνκα. Μια μέρα καθώς καθόταν στο γραφείο του

στην οδό Κόνβικτσκα, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ο μπαμπάς είπε: «Εμπρός» και μπροστά του εμφανίστηκε ο γιατρός Βάτσλαβικ. Ο μπαμπάς άναψε, ήθελε να τον αρχίσει στις σφαλιάρες, ωστόσο τον δέχτηκε ήρεμος. Ο μπαμπάς παρατήρησε ότι

ο γιατρός είχε ξυρίσει τα γένια του. Μετά ο γιατρός είπε: «Κύ-

ριε επιθεωρητά, κύριε επιθεωρητά, πώς τα πάτε; Τόσα χρόνια δεν ειδωθήκαμε».

Ο μπαμπάς ήθελε να του απαντήσει πως ήταν μια χαρά για-

τί τόσα χρόνια τώρα τρώγαμε τα ψάρια που του πούλησε, δεν εί-

πε όμως τίποτα. Κάτι του έλεγε να περιμένει και ότι η ώρα της εκδίκησης θα ήταν κοντά. Ο γιατρός τού είπε πως ήρθε γιατί η γυναίκα του θέλει καινούργιο ψυγείο.

«Ήρθα σ’ εσάς, κύριε επιθεωρητά, γιατί ξέρω πως εσείς, κα-

λύτερα από κάθε άλλον θα με συμβουλέψετε, είμαστε εξάλλου

17


συντοπίτες», είπε χαμογελώντας στον μπαμπά. «Φυσικά, φυσικά γιατρέ μου, μα είναι η δουλειά μου» είπε ο μπαμπάς αποτεινόμενος στον γιατρό: «Συνιστώ μάρκα GV με σύστημα Platr-

Munters, επιφάνεια από μάρμαρο. Τιμή: Δέκα χιλιάδες τριακόσιες πενήντα κορώνες».

Ο γιατρός Βάτσλαβικ δεν είχε ιδέα για το θαυματουργό σύ-

στημα Platr-Munters, ωστόσο κουνούσε με σημασία το κεφά-

λι. Ο μπαμπάς στη συνέχεια του έδειξε το ψυγείο κι ο γιατρός έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος, περισσότερο απ’ όλα τού άρεσε η μαρμάρινη επιφάνεια. Ο μπαμπάς τον κάλεσε στο γραφείο του, του πρόσφερε κονιάκ, έπιασαν την κουβέντα και ο γιατρός

Βάτσ­λαβικ άρχισε να του διηγείται ποιος χώρισε, ποιος παντρεύτηκε, ποιος γεννήθηκε και ποιος πέθανε στο Κρότσεχλάβυ, ενώ

ο μπαμπάς τού διηγήθηκε εβραϊκά ανέκδοτα για τον κύριο Κον

και τον κύριο Άμπελες. Όταν ο γιατρός ήρθε στο κέφι με το κονιάκ, ο μπαμπάς τού υποσχέθηκε ότι η εταιρεία θα μεταφέρει

το ψυγείο στο Κρότσεχλάβυ εντός τριημέρου, ωστόσο η πληρωμή θα έπρεπε να γίνει αμέσως. Ο γιατρός είπε ότι δεν έχει μαζί του τόσα λεφτά κι ότι θα έπρεπε να πεταχτεί μέχρι την τράπεζα. Γύρισε μετά από μια ώρα, έδωσε τα λεφτά για το ψυγείο στον μπαμπά κι ο μπαμπάς τού έκοψε μιαν απόδειξη.

Αφού έφυγε ο γιατρός, ο μπαμπάς φώναξε τον αποθηκάριο

Σκβορ. «Έχεις κάνα παλιό ψυγείο στην αποθήκη;» «Σίγουρα κάτι θα υπάρχει.» Μετά ο μπαμπάς έστειλε το παλιό ψυγείο στον βαφέα Κούτσερα να το βάψει, λέγοντάς του να αφαιρέσει από

το εσωτερικό του το μηχανισμό. Έτσι το ψυγείο μετατράπηκε σ’

ένα άδειο μπαούλο. Πρόσταξε να το αμπαλάρουν προσεκτικά

τοποθετώντας πάνω πάνω την επιγραφή MADE IN SWEDEN. Αναπόλησε με νοσταλγία τη λιμνούλα στο Κρότσεχλάβυ, έτσι όπως

18


την είδε τελευταία φορά, περικυκλωμένη με κλαίουσες ιτιές και

σκεπασμένη με κίτρινα νούφαρα. Και για να μην πληγώσει τόσο πολύ τον γιατρό Βάτσλαβικ ο μπαμπάς πρόσταξε να αμπαλά-

ρουν μαζί με το μπαούλο και τη μαρμάρινη επιφάνεια που τόσο πολύ είχε εντυπωσιάσει τον γιατρό. Μετά έστειλαν το ψυγείο στο Κρότσεχλάβυ.

Ο γιατρός Βάτσλαβικ ειδοποίησε τον ηλεκτρολόγο Μπέζνο-

σκα από το Λίμπουσιν να συνδέσει το ψυγείο με το δίκτυο. Ο

ηλεκτρολόγος μόλις είδε το ψυγείο το ’βαλε στα πόδια, κραυγάζοντας ότι δεν του αρέσουν τέτοιες πλάκες.

Ο γιατρός Βάτσλαβικ τηλεφώνησε αμέσως στον μπαμπά τσι-

ρίζοντας: «Κύριε επιθεωρητά, το ψυγείο δεν έχει μηχανισμό. Μου στείλατε ένα μπαούλο και μπαούλο δεν χρειάζομαι! Έχω

δικό μου!» Ο μπαμπάς τότε του είπε: «Γιατρέ μου, δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είναι το ίδιο με τη λιμνούλα: δεν

είχε μέσα τίποτα, κατά τα άλλα ήταν πολύ όμορφη» και κατέβασε το ακουστικό.

Ο γιατρός Βάτσλαβικ δεν πήγε στην Πράγα να διευθετήσει

την υπόθεση σύμφωνα με τους κανόνες τού μποξ, ούτε υπέβαλε μήνυση. Πρέπει όμως στο σπίτι του να πέρασαν μια θλιβερή βραδιά, παρόμοια με αυτή που περάσαμε κι εμείς μετά το

άδειασμα της λιμνούλας. Φαίνεται πως ο γιατρός Βάτσλαβικ είχε αγοράσει το πιο ακριβό μπαούλο όχι μόνο στην Τσεχοσλοβακία, αλλά σε όλη την Κεντρική Ευρώπη.

19


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.