Βάθεια Λακωνίας: Η Αναγέννηση που δεν έγινε ποτέ

Page 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ 2015 – 16

ΒΑΘΕΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ: Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ Μια ανάλυση του Προγράμματος των Παραδοσιακών Οικισμών του ΕΟΤ στην Βάθεια Λακωνίας ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ του ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΑΜΠΡΙΑΔΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΠΑΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

«Γιατί, παράδοση δε σημαίνει να αντιγράφουμε τα εξωτερικά μορφολογικά στοιχεία που στέκουνε στα παλιά σπίτια, […] (γιατί αυτό είναι σκηνογραφία και όχι αρχιτεκτονική), αλλά παράδοση, δηλαδή να κρατάει κανείς την παράδοση, σημαίνει να είναι ο κάθε άνθρωπος στην εποχή του και με τα έργα του σύγχρονος και προοδευτικός.» Άρης Κωνσταντινίδης

ΠΑΤΡΑ, 30 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016


Η συμβολή του καθηγητή μου Βασίλη Παππά στην εκπόνηση της εργασίας ήταν καθοριστική, τον οποίο και ευχαριστώ. Ευχαριστώ την οικογένεια και τους στενούς μου φίλους για την υπομονή και την υποστήριξή τους. Ιδιαίτερες ευχαριστίες θα ήθελα να δώσω στον κύριο Κωνσταντίνο Κατσιγιάννη, για την αμέριστη παροχή πληροφοριών που μου παρείχε. Καθώς και στους μηχανικούς του Τμήματος Τεχνικών Υπηρεσιών του ΕΟΤ.

2


Περίληψη Σκοπός της εργασίας είναι η μελέτη του οικισμού της Βάθειας Λακωνίας μέσα από το πρίσμα της ανώνυμης αρχιτεκτονικής, της έννοιας του οικισμού, της προστασίας και διατήρησης της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς και το ρόλο του Τουρισμού, και ειδικότερα του ΕΟΤ, στην διαδικασία αυτή. Ως εργαλείο χρησιμοποιείται το πρόγραμμα των Παραδοσιακών Οικισμών, του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, που είχε ως στρατηγική και στόχο την διατήρηση παραδοσιακών συνόλων στην Ελλάδα αλλά και την αναβίωση υποβαθμισμένων, μέσω της τουριστικής αξιοποίησής τους. Η προηγούμενη στρατηγική, όμως, απαιτεί την αλλαγή του χαρακτήρα των οικισμών, καθώς και των χρήσεων γης, με αποτέλεσμα να αλλοιώνονται με τον τρόπο αυτό τα κοινωνικά, οικονομικά και αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά. Η συγκεκριμένη παρέμβαση στην Βάθεια, ταυτόχρονα, αποτέλεσε μία έντονη και απότομη τομή στην ιστορική εξέλιξη του συγκεκριμένου οικισμού, το οποίο παρατηρείται και στους υπόλοιπους οικισμούς του προγράμματος, με εντελώς όμως διαφορετικά αποτελέσματα, στον κάθε ένα ξεχωριστά. Γεγονός το οποίο καθοδηγεί την εργασία, μέσω της μελέτης των εννοιών, του οικισμού και του προγράμματος του ΕΟΤ, στην αναζήτηση, την εύρεση και την ανάλυση των αιτιών αυτής της αποτυχημένης παρέμβασης, της μοναδικής του 17ετους, περίπου, προγράμματος πανελλαδικώς (1975 – 1992).

Abstract Purpose of this paper is the study of the traditional settlement of Vathia in Lakonia, through the view of anonymous architecture, the meaning of settlement, the preservation of our traditional architecture heritage and the part of Tourism and especially the GNTO in that process. The asset that is used is the Traditional Settlements Program of the Greek National Tourism Organization, which had the purpose and the strategic to preserve traditional coveys in Greece and also the revivalism of some blighted areas through tourism exploitation. That strategic requires the identity change of the settlements and also the land uses, in result to alter the social, economic and architectural characteristics. At the same time, this intervention effected a radical incision to the historical evolution of the settlement, as it did also to the others settlement of the program, but with a different effect and result. Fact that leads this paper, through the study of the meanings, the study of the settlement and the G.N.T.O. program, to the research, the discovery th and the analysis of this failure insertion causes, as it is the one and only of the 17 aged program in Greece (1975 – 1992).

3


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περίληψη…………………………………………………………………………………………………………………..……….3 Εισαγωγή…………………………………………………………………………………………………………………………...5 01. Ανώνυμη Αρχιτεκτονική και η έννοια του οικισμού……………………….…………………....7 i. η παραδοσιακή – ανώνυμη αρχιτεκτονική…………………………………………………….9 ii. η έννοια του οικισμού……………………………………………………………………………………….11 02. Η Μάνη………………………………………………………………………………………………………………….….…13 i. γεωγραφική θέση…………………………………………………………………………………….………..15 ii. ιστορικό πλαίσιο………………………………………………………………………………………………..17 iii. κοινωνική δομή και οργάνωση……………………………………………………………………….19 iv. οργάνωση των οικισμών και τα αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά…….22 03. Τουρισμός, Αρχιτεκτονική κληρονομιά και ο ΕΟΤ……………………………………………..…27 i. ιστορία του διεθνούς τουρισμού…………………………………………………………………….29 ii. ιστορία του τουρισμού στην Ελλάδα……………………………………………………………..30 iii. η συμβολή του ΕΟΤ στον ελληνικό τουρισμό…………………………………………………31 iv. η σημασία της προστασίας της Αρχιτεκτονικής κληρονομιάς…………………….34 v. το πρόγραμμα των Παραδοσιακών Οικισμών……………………………………………..37 04. Ο οικισμός της Βάθειας Λακωνίας………………………………………………………………………….47 i. γεωγραφική θέση………………………………………………………………………………………………50 ii. ιστορικό πλαίσιο………………………………………………………………………………………………..52 iii. κοινωνικός ιστός και πληθυσμός…………………………………………………………………….52 iv. οργάνωση του οικισμού……………………………………………………………………………………52 v. αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά……………………………………………………………………….54 vi. ερήμωση του οικισμού……………………………………………………………………………………...55 vii. τουρισμός στην Μάνη………………………………………………………………………………………56 viii. πρόγραμμα παρέμβασης του ΕΟΤ στον οικισμό…………………………………………..56 i. κριτήρια επιλογής……………………………………………………………………………….57 ii. στόχοι παρέμβασης…………………………………………………………………………….57 iii. υλοποίηση του προγράμματος………………………………………………………...58 iv. αποτίμηση του προγράμματος………………………………………………………...72 ix. ο οικισμός σήμερα…………………………………………………………………………………………....76 Συμπεράσματα……………………………………………………………………………………………………………..…79 Παράρτημα 1…………………………………………………………………………………………………………….…..…85 Βιβλιογραφία…………………………………………………………………………………………………………………...95

4


Εισαγωγή Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική κληρονομιά του κάθε τόπου και η ανώνυμη αρχιτεκτονική που εκφράζει, είναι δύο από τα πιο βασικά στοιχεία, που διαμορφώνουν και συνθέτουν την ταυτότητα του ίδιου του χώρου και των κατοίκων του. Αποτελούν την συνειδητή αναγνώριση και υπενθύμιση της ιστορικής και κοινωνικής εξέλιξης και του πολιτισμού μας. ου

Στην Ελλάδα, στα τέλη του 20 αιώνα, επιδιώχθηκε η διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, μέσω του Τουρισμού, με κυρίαρχο εισηγητή και ρυθμιστή τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού κυρίως μέσω του προγράμματος των Παραδοσιακών Οικισμών. Στην εργασία προσεγγίζεται και μελετάται ένας από αυτούς, η Βάθεια της Λακωνικής Μάνης. Αρχικά, επιδιώκεται μια προσέγγιση ανάλυσης και ορισμού των εννοιών της ανώνυμης αρχιτεκτονικής και του οικισμού, με ιδιαίτερο σημείο, όμως, την λαϊκή ανώνυμη αρχιτεκτονική των παραδοσιακών κοινωνιών και συνόλων και τους παραδοσιακούς οικισμούς. Στην συνέχεια, εστιάζουμε στην τοπική – οικιστική ενότητα της Μάνης, με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική που την χαρακτηρίζει και στον τρόπο οργάνωσης των διάφορων οικισμών της. Παράλληλα, εστιάζεται η προσοχή στην ιστορία της, την τοπογραφία της αλλά και στα κοινωνικά της χαρακτηριστικά, ως γενεσιουργές αιτίες του ιδιαίτερου χαρακτήρα και μορφής της. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται, επί γραμματικά, η έννοια και η ιστορία του παγκόσμιου τουρισμού, ακολουθεί η ιστορία του τουρισμού στην Ελλάδα, με τον βασικό και κυρίαρχο εκφραστή του τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ), καθώς και τον ρόλο που διαδραμάτισε. Γίνεται μια προσπάθεια ανάδειξης της σημασίας της διατήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς σε ένα ευρύτερο γενικό – θεσμικό πλαίσιο και μέσω του πλαισίου του τουρισμού με την εισήγηση του προγράμματος των Παραδοσιακών Οικισμών του ΕΟΤ το 1975. Ολοκληρώνοντας την εργασία παρουσιάζεται και αναλύεται η εφαρμογή, του μέχρι τώρα παρουσιαζόμενου, θεωρητικού και τεχνικού υποβάθρου, στον παραδοσιακό οικισμό της Βάθειας Λακωνίας. Οικισμός ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, αρχιτεκτονικής ιδιομορφίας και ιστορικής εξέλιξης. Με ιδιαίτερο όμως το στοιχείο, που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους παραδοσιακούς οικισμούς του προγράμματος, την μοναδικότητα της αποτυχίας του. Το γεγονός αυτό τον τοποθετεί και στο κέντρο της εργασίας ως το βασικό παράδειγμα εφαρμογής και ανάλυσης των θεωριών και πρακτικών που αναλύονται, βάζοντάς μας σε σκέψεις για το αν τελικώς ο τουρισμός αποτελεί ένα σύγχρονο εργαλείο αναβίωσης ή και διατήρησης ενός παραδοσιακού τόπου. Οι παραπάνω θέσεις πλαισιώνονται από σχέδια, τοπογραφικά και αρχιτεκτονικά από επί τόπου έρευνα στο αρχείο των τεχνικών μελετών του ΕΟΤ, σκίτσα και διαγράμματα, συνεντεύξεις ανθρώπων με καταλυτική παρέμβαση στο πρόγραμμα και στον ΕΟΤ, καθώς και μαρτυρίες των κατοίκων του χωριού και τοπικών φορέων της περιοχής.

5


6


Κεφάλαιο 01 Ανώνυμη Αρχιτεκτονική και η έννοια του οικισμού

7


«[…] Η φύση στένεψε τον απλό άνθρωπο να βρει το θεμελιακό, το απαραίτητο στη φυσική και πνευματική ζωή. Γι' αυτό και η τέχνη, η έκφρασή της, είναι αληθινή. Το αναγκαίο, το απαραίτητο νιώθεις στην κάθε πέτρα της λαϊκής αρχιτεκτονικής […]». Δημήτρης Πικιώνης

8


η παραδοσιακή ανώνυμη αρχιτεκτονική Τις τελευταίες δεκαετίες είναι σε εξέλιξη η συζήτηση για την Ανώνυμη Αρχιτεκτονική, τα χαρακτηριστικά της και το ενδιαφέρον που παρουσιάζει στην μορφολογία των παραγόμενων κτισμάτων αλλά και στον τρόπο της κατασκευής τους. Προκειμένου να προσεγγίσουμε τον όρο αυτόν, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τα είδη αρχιτεκτονικής και κατασκευής που υπάρχουν στις διάφορες κοινωνίες. Η επίσημη αρχιτεκτονική είναι «αρχιτεκτονική εντυπωσιασμού», τα μνημεία δηλαδή που είτε χτίζονται από τον άρχοντα ώστε να εντυπωσιαστεί ο λαός από την ισχύ του, είτε από την κλειστή ομάδα αρχιτεκτόνων με την ευφυΐα του δημιουργού τους και το καλό γούστο του άρχοντα. Μιλάμε για μια αρχιτεκτονική που αντιπροσωπεύει την κουλτούρα της ελίτ. (Rapoport A., 2010, σελ. 11-13) Η λαϊκή παράδοση, η οποία αντιπροσωπεύει και το μεγαλύτερο μέρος του δομημένου περιβάλλοντος, από την άλλη μεριά, είναι η «[…] άμεσα και ασύνειδα υλοποιημένη μορφή ενός πολιτισμού, των αναγκών του και των αξιών του – καθώς και των επιθυμιών, των ονείρων και του πάθους ενός λαού.» Πρόκειται, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Amos Rapoport, για μια «[…] κοσμοθεωρία σε μικρογραφία, για το «ιδεώδες» περιβάλλον ενός λαού όπως αυτό εκφράζεται σε κτίσματα και οικισμούς […]». Εκεί που ουσιαστικά κρίνεται σε έναν μεγάλο βαθμό το αν αναφερόμαστε στην λαϊκή – παραδοσιακή αρχιτεκτονική, αλλά με κάποιες επιφυλάξεις καθότι είναι συζητήσιμο μέχρι ποιό σημείο ο αρχιτέκτονας μπορεί να είναι πραγματικά μορφοπλάστης, είναι το αν το παραγόμενο κτίσμα πραγματοποιείται χωρίς την ανάμειξη κανενός καλλιτέχνη ή αρχιτέκτονα ή ειδικού, καθώς η λαϊκή παράδοση και αρχιτεκτονική «[…] είναι πολύ πιο κοντά στην κουλτούρα της πλειονότητας και στη ζωή όπως πραγματικά βιώνεται.». Παράλληλα, στην λαϊκή αρχιτεκτονική έχουμε μεγαλύτερη συνέχεια σε μικρότερες ενότητες (για παράδειγμα μικροί οικισμοί και χωριά της υπαίθρου). (--, 2010, σελ. 11-13) Μέσα στο πλαίσιο αυτής της λαϊκής παράδοσης, μπορούμε να διακρίνουμε πρωτόγονα κτίσματα, δηλαδή κτίσματα τα οποία παράχθηκαν σε κοινωνίες που οι ανθρωπολόγοι ονόμασαν πρωτόγονες, χωρίς όμως ο όρος αυτός να αναφέρεται στις προθέσεις ή τις ικανότητες των δημιουργών, αλλά μέσα στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας που αυτά τα κτίσματα παράχθηκαν, με τον πιο ικανοποιητικό ορισμό για αυτά να «[…] περιγραφεί ως μια διαδικασία – το πώς δηλαδή «σχεδιάζεται και χτίζεται.» (--, 2010, σελ. 11-13) Ταυτόχρονα, μπορούμε να διακρίνουμε ανώνυμα κτίσματα, τα οποία αποτελούνται από προβιομηχανικά ανώνυμα και σύγχρονα ανώνυμα. Τα πρώτα τα διακρίνουμε και τα χαρακτηρίζουμε όταν για το χτίσιμο των περισσότερων σπιτιών χρησιμοποιούνται επαγγελματίες τεχνίτες, χωρίς όμως να έχει χαθεί η γνώση του απλού λαού να παράγει και ο ίδιος και ταυτόχρονα να συμμετέχει ενεργά στην διαδικασία του σχεδιασμού και της κατασκευής, όπως και στις πρωτόγονες κοινωνίες. Και τα τελευταία τα διακρίνουμε από τον μεγαλύτερο βαθμό θεσμοποίησης και εξειδίκευσης του παραγόμενου αντικειμένου. Κατάσταση την οποία ανα-

9


γνωρίζουμε στις σημερινές κοινωνίες που ο μηχανικός είναι ο μόνος υπεύθυνος για την σχεδίαση και την υλοποίηση ενός κτίσματος. (--, 2010, σελ. 14-15) Άξιο αναφοράς είναι το ότι μορφολογικά η πρωτόγονη αρχιτεκτονική σύνθεση δεν έχει ποικιλία και πρωτοτυπία, η μορφή θεωρείται δεδομένη και αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε αλλαγή, αφού κοινωνίες όπως αυτές είναι βασικά προσανατολισμένες προς την παράδοση, με αποτέλεσμα όλα τα κτίσματα σε μια πρωτόγονη κοινωνία να έχουν βασικά την ίδια μορφή. Εν αντιθέσει, με την προβιομηχανική ανώνυμη αρχιτεκτονική που η γενικά αποδεκτή μορφή εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία και διαφοροποίηση απ’ όση στα πρωτόγονα κτίσματα, δεν είναι δηλαδή ο τύπος που αλλάζει, αλλά τα μεμονωμένα δείγματα που τροποποιούνται, οι λεπτομέρειες που απομένουν να καθοριστούν. (--, 2010, σελ. 14-15) Το ιδιαίτερο και πιο σημαντικό στα ανώνυμα παραγόμενα κτίσματα ή καλύτερα στην Ανώνυμη Αρχιτεκτονική (όπως είναι ευρέως γνωστός και κοινά αποδεκτός ο όρος αυτός), είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της : η απουσία δηλαδή της θεωρητικής ή αισθητικής προσποίησης, η ένταξη στον τόπο και στο μικροκλίμα, ο σεβασμός για τους άλλους ανθρώπους και τα δικά τους σπίτια, άρα και ο σεβασμός για ολόκληρο το περιβάλλον, είτε το δομημένο είτε το φυσικό, καθώς και η εργασία στο πλαίσιο ενός κοινού ιδιώματος με παραλλαγές εντός των ορίων μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. «[…] Υπάρχουν πολλές ιδιαίτερες παραλλαγές μέσα σε ένα πλαίσιο που μπορεί να προσαρμοστεί με ποικίλους τρόπους. Παρόλο που το ανώνυμο κτίσμα έχει πάντα περιορισμούς όσον αφορά τις δυνατότητες έκφρασης, μπορεί ταυτόχρονα να προσαρμοστεί σε πολλές διαφορετικές περιπτώσεις και κάθε φορά να δημιουργεί έναν τόπο (place). Βέβαια, αυτός ακριβώς ο περιορισμός της έκφρασης είναι που επιτρέπει και την επικοινωνία. Για να μπορέσει κανείς να επικοινωνήσει, πρέπει να είναι προετοιμασμένος να μάθει, όπως επίσης και να χρησιμοποιήσει, τη γλώσσα – πράγμα που σημαίνει αποδοχή ιεραρχημένων σχέσεων, εμπιστοσύνη και κοινό λεξιλόγιο. […]» (--, 2010, σελ. 16) «[…] Άλλο χαρακτηριστικό του ανώνυμου κτίσματος είναι η προσεκτική του ικανότητα, η μη εξειδικευμένη, ανοικτή διάταξή του, που είναι τόσο διαφορετική από την κλειστή , τελειωμένη μορφή που χαρακτηρίζει τα περισσότερα έργα της επίσημης αρχιτεκτονικής. Χάρη σε αυτή ακριβώς την ιδιότητα μπορούν τα ανώνυμα κτίσματα να δέχονται αλλαγές και προσθήκες που οπτικά και εννοιολογικά θα κατέστρεφαν ένα έργο μνημειακής αρχιτεκτονικής. […]» (--, 2010, σελ. 16) Ο όρος λοιπόν παραδοσιακό υπονοεί ότι όλοι κατέχουν τη γνώση του προτύπου, (που είναι καρπός συνεργασίας πολλών ανθρώπων στη διάρκεια πολλών γενεών, όπως και της συνεργασίας ανάμεσα στους κατασκευαστές και στους χρήστες των κτισμάτων), δεν χρειάζονται ούτε σχέδια ούτε αρχιτέκτονες. «[…] Η αισθητική ποιότητα δεν δημιουργείται ειδικά για κάθε σπίτι, είναι παραδοσιακή και κληροδοτείται από γενιά σε γενιά. […]» Η παράδοση έχει την ισχύ «νόμου» που θεσπίζεται μέσω της συλλογικής συγκατάθεσης. Όλοι τον αποδέχονται και τον υπακούουν,

10


γιατί ο σεβασμός της παράδοσης εξασφαλίζει τον συλλογικό έλεγχο, ο οποίος παίζει ένα ρόλο πειθαρχικό. (--, 2010, σελ. 17) Στην εργασία αναφερόμαστε σε έναν οικισμό, ο οποίος παράχθηκε μέσω της «αυθόρμητης λαϊκής κατασκευής», που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων αυτής της παραδοσιακής κοινωνίας, με ελάχιστους όμως τύπους κτιρίων και με ένα πρότυπο ελάχιστων επί μέρους παραλλαγών το οποίο χτίζεται από όλους. Οι άνθρωποι τέτοιων παραδοσιακών κοινωνιών έχουν κοινές αξίες και ιδανικά, κοινή αντίληψη στην ζωή και μια παραδεδεγμένη κοινωνική ιεραρχία, άρα και μια κοινά αποδεκτή διάταξη του οικισμού.

η έννοια του οικισμού Με τον όρο «οικισμός» περιγράφονται όλα τα μεγέθη της κλίμακας των πόλεων, από τα πιο μικρά χωριά μέχρι και τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Οικισμός λοιπόν είναι ένα σύστημα – μια δομή αποτελούμενη από δύο κυρίως είδη πληθυσμού, τον αγροτικό και τον αστικό, τα οποία χαρακτηρίζουν και τον ίδιο τον οικισμό ως αγροτικό ή ως αστικό, ανάλογα με το ποια από τις δύο ομάδες πληθυσμού υπερέχει αριθμητικά της άλλης. Παράλληλα, η μορφολογία του εδάφους επηρεάζει την εξέλιξη και τον χαρακτήρα ενός οικισμού, κάθε γεωγραφικός χώρος έχει την ιδιομορφία του και τα ειδικά του στοιχεία, που καθορίζουν τη σύνθεση του οικιστικού δικτύου. (Παπαγεωργίου Γ.Σ., 1997) 1

Η οικιστική μονάδα αποτελείται, στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, από άλλες οικιστικές ενότητες όπως ο μαχαλάς, η ενορία και το πλάτωμα. «[…] Απλοποιώντας κάπως τα πράγματα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μαχαλάς και ενορία είναι περίπου το ίδιο πράγμα. […]» Πρόκειται για ομάδες 50 – 60 νοικοκυριών (κατά προσέγγιση 250 – 300 κατοίκων) με σχετική ομοιογένεια τόσο στα εθνικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά τους, όσο και στην καταγωγή τους. Έτσι, υπήρχαν δυνατότητες για άμεσες προσωπικές σχέσεις των κατοίκων μεταξύ τους, που τονίζονταν μάλιστα από κοινά ενδιαφέροντα και κοινή τύχη. Η κάθε ενορία (ή μαχαλάς) ήταν, συνήθως, οργανωμένη γύρω από την εκκλησία (ή το τζαμί) και εποπτευόταν από τους εκπροσώπους της θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας (ιερείς, επίτροποι και βοηθοί των προεστώτων από την πλευρά των χριστιανών). Τα πλατώματα αποτελούσαν ευρύτερες λειτουργικές – διοικητικές ενότητες, που προέκυπταν από ομαδοποιήσεις ενοριών. Οι οικισμοί (ή «οικιστικές μονάδες») σε μια γενικότερη διαπίστωση, διαχωρίζονται κυρίως, σε ηπειρωτικούς και νησιώτικους, καθώς και σε οικισμούς με ανάμικτα χαρακτηριστικά. Καθώς ο οικισμός που αναλύεται παρακάτω βρίσκεται στην ηπειρωτική Ελλάδα και είναι ορεινός, θα εστιάσουμε στα χαρακτηριστικά αυτής της 1

Αναφερόμαστε με αυτόν τον όρο σε ενότητες της «πολεοδομικής κλίμακας» και όχι σε κατοικία ή σε ένα κτίριο κατοικιών που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εννοώντας κάποια μονάδα της «αρχιτεκτονική κλίμακας».

11


ομάδας οικισμών: «[…] Οι οικισμοί της ηπειρωτικής Ελλάδας ακλουθούν ένα πρότυπο πού ίσως έχει τις ρίζες του στον υστεροβυζαντινό Μιστρά. […] Αν και δεν είναι γνωστές πάντα οι συνθήκες ίδρυσής τους, είναι χαρακτηριστική η τοποθέτησή τους σε απρόσιτες ή απομονωμένες περιοχές, μακριά από την παραλία. […] Έτσι το σύνολο του οικισμού αποτελείται από ένα άθροισμα ομοειδών πυρήνων κατοικίας, που διατάσσονται γύρω από τις ενοριακές εκκλησίες. […] Η διάταξη των ελεύθερων χώρων των οικισμών υπαγορεύεται από τη μορφή τού εδάφους οι δρόμοι δηλαδή και τα μονοπάτια δεν ακολουθούν αυστηρά γεωμετρικές χαράξεις, αλλά προσαρμόζονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής και της σταδιακής ανάπτυξης κάθε οικισμού. Όπως ένα κτίσμα προσαρμόζεται στο έδαφος, έτσι και στη χάραξη των δρόμων εφαρμόζεται η πιο οικονομική λύση, πού συνδυάζει την ελάχιστη δυνατή επέμβαση πάνω στο τοπίο με την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης (προσπέλαση, μετακίνηση από ένα σημείο σε άλλο, στάση σε κάποιο πλάτωμα, χώρος συγκέντρωσης μπροστά στην εκκλησία). […]» Ο πολεοδομικός αυτός σχεδιασμός βρίσκεται στους αντίποδες της «σχεδιασμένης» ανάπτυξης των οχυρών οικισμών του Αιγαίου και έχει προκύψει από τη διαχρονική ανάπτυξη με σταδιακές προσθήκες και αλλαγές. (Φιλιππίδης Δ., 1984, σελ. 51) Ένα ευρύτερο σύνολο οικισμών, σε επίπεδο χωροταξικού σχεδιασμού (οργάνωσης), εννοιολογικού περιεχομένου αλλά και σε επίπεδο μορφής, είναι οι παραδοσιακοί οικισμοί. Αναφερόμαστε δηλαδή, σε μια «ομπρέλα» οικισμών που εμπεριέχει κυρίως την πλειοψηφία των νησιώτικων και ηπειρωτικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο. Επομένως, η έννοια του παραδοσιακού οικισμού αναφέρεται στις απρογραμμάτιστα και οργανικά εξελισσόμενες κοινότητες, όπου οι μόνιμοι κάτοικοι απασχολούνταν κατά μεγάλο ποσοστό στον πρωτογενή τομέα και είχαν σαν χαρακτηριστικό γνώρισμα το σεβασμό της παράδοσης. Η δομή των παραδοσιακών οικισμών είναι η προβολή των αναγκών και των δυνατοτήτων των κοινωνιών τους στις διάφορες χρονικές στιγμές. Οι ανάγκες και οι δυνατότητες των επιμέρους ατόμων εκφράζονται μέσα από την αρχιτεκτονική και συνδυάζονται με τα φυσικά στοιχεία των οικισμών, που συνοδεύουν το οικιστικό σύνολο. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται η σχέση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με τη φύση και το τοπίο, που γίνεται λόγος αναλυτικότερα στο τρίτο κεφάλαιο. (Σεφερλής Α., Φραντζή Μ., 2001) Ο ελλαδικός χώρος αποτελείται από ένα πολύ μεγάλο αριθμό παραδοσιακών οικισμών, όχι μόνο από την άποψη του ‘’θεσμικού χαρακτηρισμού’’, μερικών, από τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες ως διατηρητέοι, αλλά και από οικισμούς οι οποίοι ακολουθούν πιστά την παράδοση και η εξέλιξή τους, η οργάνωσή τους και η μορφή τους ακολουθεί και συνάδει με την έννοια των παραδοσιακών οικισμών που αναλύθηκε προηγουμένως. Ένας γεωγραφικός χώρος που αποτελείται από αρκετά μεγάλο πλήθος παραδοσιακών οικισμών, αναλογικά με το πλήθος του συνόλου των οικισμών του (διατηρητέοι και μη), είναι η Μάνη, η άγονη χερσόνησος στο «μεσαίο πόδι» του νομού Πελοποννήσου.

12


Κεφάλαιο 02 Η Μάνη

13


Υπάρχει ένα ρητό στην περιοχή της Μάνης που περιγράφει με γλαφυρό και αρκετά ακριβή τρόπο την γεωγραφία της περιοχής, τα μνημεία, τα μυστικά που κρύβει, την ιστορία της, τον πολιτισμό και την κοινωνία της, αλλά και εν γένει τους ίδιους τους κατοίκους της. « Κάποιος χρειάζεται τρεις ημέρες μόνο για να διασχίσει τη Μάνη, τρείς μήνες για να περιπλανηθεί σε αυτή και τρείς ζωές για να καταλάβει την ψυχή της. Μια ζωή θα πρέπει να ξοδέψει για να μάθει την θάλασσα, μια για να μάθει τα βουνά της και μια για να γνωρίσει τους ανθρώπους της. »

14


γεωγραφική θέση 2

Τα τελευταία 1100 χρόνια το όνομα Μαϊνη, Βραχίων της Μάνης, Μάνη ορίζει τον τόπο που κατέχει η μεσαία από τις τρείς χερσονήσους στη νότια Πελοπόννησο. Τη χερσόνησο σχηματίζει η επιμήκης και επιβλητική οροσειρά του Άνω και Κάτω Ταΰγετου, απόληξη στη Μεσόγειο της αλπικής πτύχωσης Πίνδου. Το νοτιότερο άκρο της χερσονήσου, το ακρωτήριο Ταίναρο (τοπική ονομασία Κάβο – Ματαπάς), βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με τη νότια Σικελία και το στενό του Γιβραλτάρ και αποτελεί και το νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής ηπειρωτικής χερσονήσου. Για μακραίωνες ταραγμένες ιστορικές περιόδους η γεωγραφία του αποκομμένου και στερημένου, από σημαντικούς φυσικούς πόρους, ορεινού τόπου έκανε την χερσόνησο ασφαλές καταφύγιο και ορμητήριο. Αποτελούσε τότε εστία πολυάριθμου πληθυσμού που, κάτω από τις ιδιαίτερες και σκληρές τοπικές συνθήκες, διαμόρφωνε και συντηρούσε ιδιότυπο βίο με αρχέγονα γνωρίσματα. Έτσι πρόβαλε ως ξεχωριστή γεωγραφική, ιστορική, οικιστική και πολιτισμική ενότητα. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 9) Η δεσπόζουσα οροσειρά του Ταΰγετου δίνει ενότητα στη Μάνη, ταυτόχρονα όμως με την κορυφογραμμή της τη διαιρεί σε «προσηλιακή» (ανατολική) και «αποσκιερή» (δυτική), (εικ. 1). Το βόρειο τμήμα της δυτικής (αποσκιερής) Μάνης ονομάζεται «Έξω Μάνη», ενώ το νότιο τμήμα «Μέσα Μάνη». Η ανατολική Μάνη (προσηλιακή) ή «Κάτω Μάνη», χωρίζεται σε βόρεια και νότια προσηλιακή. Οι ονομασίες αυτές προσηλιακή και αποσκιερή έχουν δοθεί λόγω φυσικής διάκρισης (παρεμβάλλεται η οροσειρά του Ταϋγέτου), ενώ οι επιμέρους ονομασίες – τοπικές ενότητες και διαιρέσεις δόθηκαν μέσα από την παράδοση, καθότι στο Βορρά αντιστοιχούσαν σε προεπαναστατικές κληρονομικές τοπαρχίες – καπετανίες, ενώ στον Νότο σε περιοχές – ζωτικούς χώρους αιματοσυγγενικών πατριών. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 9) Το μόνο σημείο που διακόπτεται η επιβλητική οροσειρά του Ταϋγέτου είναι περίπου στην μέση της χερσονήσου, στο Διάσελο του Οιτύλου, το μόνο φυσικό πέρασμα μεταξύ ανατολικής και δυτικής πλευράς. Οι φραγκοσυκιές και τα μικρά και ισχνά ελαιόδεντρα, αποτελούν την μόνη σχεδόν βλάστηση ανάμεσα στο λιγοστό χώμα της, άγονης κατά γενική διαπίστωση, περιοχής. (Αρκαδία II, 1975, σελ. 188) Η κάθε χωρική ενότητα, που περιγράφηκε παραπάνω, έχει ιδιαίτερα και ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, καθώς όμως η παρούσα εργασία επικεντρώνεται σε συγκεκριμένο οικισμό, ο οποίος βρίσκεται στη Μέσα Μάνη (νοτιοδυτικό τμήμα της χερσονήσου), αναλύεται περαιτέρω αυτή.

2

ο

Το όνομα αναφέρεται από τον 9 αιώνα. Το αρχαίο όνομα ήταν Λακωνική. Γύρω από την προέλευση του ονόματος Μαϊνη – Μάνη έχουν διατυπωθεί πολλές αλλά όχι οριστικές απόψεις. Πιθανότερη(;) φαίνεται η ετυμολογία από το επίθετο μανός-ή, που σημαίνει αραιός, ξερός, άδεντρος, δηλαδή μανή (γη, χώρα) = χώρα ξερή και άδεντρη.

15


Η Μέσα Μάνη έχει έκταση 190 τ. χλμ. και με 65 έως 110 οικισμούς στους δύο τελευταίους αιώνες. Υποδιαιρείται σε μικρές ενότητες, που από το 1840 έως το 1912 συγκροτούσαν του τέως Δήμους Οιτύλου και Μέσσης. Κατά μήκος της βουνοσειράς, διαμορφώνεται το ίσιωμα, ένα βραχώδες παραθαλάσσιο υψίπεδο, μέσου πλάτους 2-3 χλμ. που καταλήγει απότομα προς τη θάλασσα με διαβρωμένες σπηλαιοβριθείς ακτές. Κοντά στο τέλος της χερσονήσου προβάλλει το Κάβο – Γκρόσσο ή άκρα Θυρίδες με μήκος 8 χλμ. Νοτιότερα η χερσόνησος στενεύει, χαμηλώνει και μετά από μια περιοχή με σχιστολιθικά υψώματα στα Μέσα Χωριά βυθίζεται στη Μεσόγειο με τη χερσόνησο του Ταίναρου, όπου στην αρχαιότητα τοποθετούσαν τη φοβερή «πύλη», ή «κάθοδο», ή «κατάβαση» του Άδη, σημαντικός και ιδιαίτερου χαρακτήρα αρχαιολογικός τόπος. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 12)

Ει. 1, Τυπικό Μανιάτικο πυργόσπιτο

16


ιστορικό πλαίσιο Ίχνη παλαιολιθικής κατοίκησης έχουν εντοπιστεί σε ορισμένα παραθαλάσσια σπήλαια. Από τη νεολιθική περίοδο έχουν βρεθεί αξιόλογα ευρήματα, τόσο στα σπήλαια του όρμου Διρού, όσο και σε μεταγενέστερες νεολιθικές οικήσεις, ευρήματα που κάνουν τους αρχαιολόγους να διαπιστώνουν ότι η περιοχή κατοικείται από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην ελλαδική περίοδο έχουν διαπιστωθεί αρκετοί ο οικισμοί σε χαμηλούς λόφους και σε πεδινά εδάφη. Τον 12 αιώνα π. Χ. εισέβαλαν ος στη Λακωνία οι Δωριείς. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Σπάρτη και βαθμιαία (10 – ος 7 αι.) επεκτάθηκαν ως τα λακωνικά παράλια, περιορίζοντας ή εκτοπίζοντας τους αντιστεκόμενους πληθυσμούς. Για έξι αιώνες η χερσόνησος ενσωματώθηκε στην «περιοίκιδα χώρα» της ισχυρής «πόλης – κράτους» της Σπάρτης με το γνωστό στρατιωτικό – πολεμικό καθεστώς, που βασιζόταν στο διαχωρισμό σε Σπαρτιάτες πολίτες, σε άλλους Λακεδαιμόνιους περίοικους και σε είλωτες. Όταν η σπαρτιατική δύναμη εξασθένησε (395 π. Χ.), οι παραλιακές πόλεις της Λακωνικής γης αύξησαν την αυτονομία τους. Χάρη στην ειρήνη και το εμπόριο, στους αυτοκρατορικούς ο ο χρόνους, σημειώθηκε αξιόλογη υλική ευημερία, κυρίως στον 1 – 2 αι. μ. Χ., οι καταστροφές όμως, από ισχυρούς σεισμούς (375 μ. Χ.) και οι γοτθικές επιδρομές (395 μ. Χ.) σφράγισαν το τέλος της αρχαίας εποχής. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 12 – 15) Στις αναστατώσεις και στους μετασχηματισμούς που συνόδευσαν την παρακμή του αρχαίου κόσμου, πολλοί παραθαλάσσιοι τόποι έγιναν ανασφαλείς και βαθμιαία πέρασαν στην αφάνεια. Ο πληθυσμός της χερσονήσου ζούσε, γενικά, αποτραβηγμένος στην ενδοχώρα, διασκορπισμένος σε πρωτόγονους γεωργοκτηνοτροφικούς πυρήνες και συνέχιζε παλιές παραδόσεις. Κάτι τέτοιο μαρτυρούν οι ερειπωμένοι μικροί και μεγαλύτεροι «μεγαλιθικοί» συνοικισμοί που διατηρήθηκαν ως σύστημα κατοίκησης και στους επόμενους μεσαιωνικούς χρόνους. Πολύ σημαντικό ρόλο, για την μετέπειτα διαμόρφωση του γεωγραφικού τόπου της Μάνης, ο ο διαδραμάτισαν, τον 7 και 8 κυρίως αιώνα, οι συχνές πειρατικές επιδρομές των Αράβων και οι εισβολές των Σλάβων από το Βορρά, καθώς απέκοψαν ακόμη πεο ρισσότερο την χερσόνησο από τα βυζαντινά κέντρα. Από τον 9 αιώνα η χερσόνησος πήρε μέρος στη διαδικασία αναδιοργάνωσης των βυζαντινών επαρχιών, η οποία αποτελούσε τμήμα του Θέματος Πελοποννήσου και ονομαζόταν πλέον ο ο ο Μαϊνη ή Μάνη. Στον 10 , 11 και 12 αιώνα η βυζαντινή παρουσία έγινε πιο έντονη και ο εκχριστιανισμός των σλαβικών και μανιάτικων κοινοτήτων προωθήθηκε δραστήρια. Προς τα τέλη της περιόδου η χώρα έμεινε έκθετη στη διείσδυση των Φράγκων. Ενώ τα πιο πολλά μέρη της Πελοποννήσου έμειναν υποταγμένα στους Φράγκους από το 1204 ως το 1432, η ατίθαση και επισφαλής Μάνη έγινε κτήση τους μόνο για 13 χρόνια (1249 – 1262). Ορισμένοι μελετητές έχουν αποδώσει κάποια από τα φεουδαλικά και πολεμικά χαρακτηριστικά των Μανιατών στην περίοδο της Φραγκοκρατίας που εισήγαγε οργανωμένα νέα κοινωνική και στρατιωτική δομή στον Μοριά. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 12 – 15) Το ειδικό προνομιακό καθεστώς στο οποίο εντάχθηκε η Μάνη μετά την υποταγή της Κωνσταντινούπολης (1453) και τον Μυστρά (1460) στους Τούρκους, οδήγησε

17


πολλούς φυγάδες στην οχυρή και δύσβατη χερσόνησο και οι ντόπιοι δεν εγκατέλειψαν τις εστίες τους, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να πυκνώσει. Το ειδικό αυτό καθεστώς περιελάμβανε, ουσιαστικά, εσωτερική αυτονομία, με άδεια οπλοφορίας και υποχρέωση καταβολής ετήσιου φόρου υποτέλειας. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 22) Η ανάγκη να οργανωθεί αποτελεσματικά το φυσικό και ανθρώπινο δυναμικό ήταν πιεστική, έτσι, το αυτοδιοικούμενο πατριαρχικό σύστημα πήρε ειδικά και χαρακτηριστικά σχήματα. (Σαΐτας Γ., 1995) Η πολεμική ετοιμότητα επιβλήθηκε ως βασικός τρόπος ζωής και οι ένοπλες αιματοσυγγενικές ομάδες (γένη, οικογενειακοί κλάδοι κλπ.), με τις πατροτοπικές εγκαταστάσεις τους, επικράτησαν και διατηρήθηκαν ως βασικές μονάδες του κοινωνικοοικονομικού και οικισμένου χώρου. Οι αγροτικές δραστηριότητες (στοιχειώδης γεωργία, μικρή κτηνοτροφία κλπ.), το εμπόριο, η πειρατεία, η λεηλασία γειτονικών περιοχών στηρίζονταν στη δύναμη των όπλων. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 22) ου

Στις τελευταίες δεκαετίες του 17 αιώνα οι επιδεινούμενες συνθήκες από την τουρκική καταπίεση και οι θανάσιμες εμφύλιες διαμάχες έτρεψαν πολλούς κατοίκους σε σημαντικές ομαδικές μετοικεσίες προς τα βενετοκρατούμενα Ιόνια νησιά, τις Ισπανικές και τις γενοβέζικες κτήσεις, ώστε ο συνολικός πληθυσμός της χερσονήσου να μειωθεί, σε έναν βαθμό. Στα τέλη όμως της Τουρκοκρατίας, τα πράγματα δυσκόλεψαν για τους Μανιάτες του νότου και ιδιαίτερα μετά την επικράτηση των Τούρκων επί των Ενετών (1715), καθότι έχασαν πολλά από τα προνόμια που κατείχαν προηγουμένως, εν αντιθέσει με τον Βορρά που αποκαταστάθηκε σχετικώς η ειρήνη και επέτρεψε να συνεχιστούν και να επεκταθούν οι τοπικές γεωργικές και άλλες οικονομικές δραστηριότητες, καθώς και η πειρατεία. Παράλληλα, με παρακίνηση των Τούρκων, οι έριδες και οι εμφύλιοι πόλεμοι πλήθυναν και πιο συγκεκριμένα στην νότια Μάνη, με τους περιορισμένους φυσικούς πόρους και την ανυπαρξία κεντρικού ελέγχου, η πύκνωση του πληθυσμού, από τις γύρω περιοχές, αύξησε τις πιέσεις κι έγινε αιτία να ενταθούν οι ταραχές. Ολόκληρα χωριά ερήμωσαν και πολυμελείς οικογένειες καταστράφηκαν. Στο νεοελληνικό κράτος, πλέον, οι Μανιάτες, που συνέλαβαν δραστήρια με τις δυνάμεις τους για την ανεξαρτησία, εντάχθηκαν με μεγάλη δυσκολία σε αυτό, γιατί δεν ήταν έτοιμοι να πειθαρχήσουν σε οργανωμένη κεντρική εξουσία που έθετε σε αμφισβήτηση τα ειδικά μέχρι τότε έθιμα και «δικαιώματα» τους. (Σαΐτας 3 Γ., 1990, σελ. 22 - 25) Στα 1852 ξέσπασαν νέες ταραχές , αναβίωσαν εμφύλιοι σπαραγμοί ως αντίδραση στην ανακατανομή ισχύος και μέχρι το 1870 γίνονταν τοπικοί πόλεμοι, ιδίως στο νότο. Μετά το 1870, με τη σταδιακή εδραίωση της υπερτοπικής δικαιοσύνης, την ενσωμάτωση της τοπικής εξουσίας στο κρατικό σύστημα, την επέκταση της χρηματικής οικονομίας και τη διάδοση της παιδείας, οι νέοι όροι υπερίσχυσαν. Με την εξάλειψη της ληστείας και της πειρατείας, με την καταστολή των εμφύλιων τοπικών πολέμων και παράλληλα με την επέκταση των εμπορευ3

1862 – 1863 η λεγόμενη περίοδος της Μεσοβασιλείας, υπήρξε η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελλάδος. Μια «επαναστατική» κυβέρνηση που ανέλαβε την εξουσία μετά την έξωση του Όθωνα και την απομάκρυνση της Κυβέρνησης του Ιωάννη (Γενναίος) Κολοκοτρώνη.

18


ματικών καλλιεργειών (ιδίως της ελαιοκαλλιέργειας), σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό αποδεσμεύτηκε από τις τοπικές δραστηριότητες και το πλεόνασμα των εργατικών χεριών μετακινήθηκε στα κοντινά και μακρινά αστικά κέντρα σε αναζήτηση δουλειάς. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 25) Η μετανάστευση και η μείωση της τοπικής αυτονομίας έθιξαν την συνοχή της γενιάς, χαλάρωσαν τη διάκριση ανώτερης – κατώτερης τάξης και περιόρισαν την εξάρτηση από τους τοπικούς άρχοντες και έτσι ουσιαστικά μετέβαλαν την παραδοσιακή κοινωνική ιεράρχηση του τόπου.

κοινωνική δομή και οργάνωση της Μάνης Η ιδιότυπη κοινωνική διάρθρωση της Μάνης παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά κι εξηγεί την ιδιόμορφη οικιστική και αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της. Ο σχηματισμός και η αποκρυστάλλωση της νεώτερης τοπικής κοινωνίας έγινε σταδιακά, σε μακραίωνο διάστημα. Τη βάση της τοπικής κοινωνικής δομής αποτελούσε ο θεσμός της εξ αίματος συγγένειας. Ο πολεμικός πληθυσμός ζούσε οργανωμένος σε μεγάλες ομάδες του τύπου του γένους με βάση την καταγωγή από τον πατέρα. Το γένος («σόι») το αποτελούσαν οι υποομάδες ή «γενιές», οι οποίες συνήθως διακλαδώνονταν σε άλλες «μικρότερες γενιές» και αυτές πάλι σε σύνθετες – «διευρυμένες» - ή σε απλές – «πυρηνικές» - οικογένειες, τις «φαμίλιες». (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 26) Υπάρχουν όμως αρκετές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στη βόρεια και τη νότια Μάνη, στην κοινωνική δομή της κάθε χωρικής ενότητας και κυρίως στα κληρονομικά θέματα, με την διαδικασία του γάμου και της επιλογή του γαμπρού ή της νύφης. Στη νότια Μάνη η οικογενειακή περιουσία μεταβιβαζόταν μόνο στους γιούς, συνήθως σε ίσα μερίδια, με το «αδερφομοίρασμα». Αντίθετα, στα βόρεια, είχαν και οι γυναίκες δικαίωμα στην περιουσία. Πάντως, σε όλη την Μάνη, για λόγους ασφάλειας, τα οικογενειακά σπίτια δεν έπρεπε να περάσουν σε ξένους, έστω και σε σώγαμπρους. Επομένως, επειδή η γη και τα κτίσματα έπρεπε να παραμένουν στα χέρια της αιματοσυγγενικής ομάδας, η «γενιά» διατηρούσε αποφασιστικό έλεγχο πάνω στην οικογενειακή ιδιοκτησία. Καθαρά συλλογική ιδιοκτησία του γένους ή των επιμέρους «γενιών» ήταν ο πολεμικός πύργος, το κανόνι, το νεκροταφείο και η εκκλησία. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 26) Στη νότια Μάνη, μέχρι τα τέλη του 19ου αι. τα γένη ήταν αυστηρά «εξωγαμικά». Έπρεπε, δηλαδή, η γυναίκα-σύζυγος να προέρχεται οπωσδήποτε από άλλη «ομάδα». Στη βόρεια Μάνη, όμως, τα γένη ήταν «ενδογαμικά», γεγονός που συνδεόταν με τα δικαιώματα των γυναικών στην προίκα και στην κληρονομιά. Η διαφοροποίηση αυτή συμβάδιζε με την εσωτερική διαστρωμάτωση των γενών. Το γένος και η «γενιά» λειτουργούσαν ως βασικές μονάδες πολιτικής εξουσίας. Παράλληλα, κάθε γένος ή «γενιά» είχε και ιδιαίτερο παπά. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 26) Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε συνδυασμό με τη διαφοροποίηση της οργάνωσης των γενών στο βορρά και στο νότο παράλλαζε και η κοινωνική τους διαστρωμάτωση (ιεράρχηση). Στη νότια Μάνη η κατάταξη γινόταν με κριτήριο τη δύναμη, δηλαδή

19


στην ανώτερη βαθμίδα βρίσκονταν τα γένη με τα περισσότερα ένοπλα αρσενικά μέλη («ντουφέκια»), ενώ ιδιαίτερο βάρος είχε και η καλή καταγωγή. Ενώ μεταξύ τους είχαν ανταγωνιστικές σχέσεις, παράλληλα, περιόριζαν και διατηρούσαν κάτω από τον έλεγχό τους, τους «αχαμνότερους» (ή «ταπεινούς»), δηλαδή τα ένοπλα γένη πού υστερούσαν σε δύναμη. Όσοι «αχαμνότεροι» κατόρθωναν να ενισχυθούν και να αποκτήσουν πολλά «ντουφέκια», διεκδικούσαν μαχητικά μεγαλύτερη ανεξαρτησία και αν πετύχαιναν, λογαριάζονταν ως δυνατοί. Στην χαμηλότερη βαθμίδα βρίσκονταν οι «Φαμέγιοι» (ή «ακουμπισμένοι») που περιφρονητικά τους έλεγαν και «αφύσικους», «γαϊδάρους», κλπ. Ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων, τις επιγαμίες και την έκβαση των αναμετρήσεων, άλλα γένη δυνάμωναν και ανέβαιναν στην ιεράρχηση, ενώ άλλα εξασθενούσαν και έπεφταν ή και εξολοθρεύονταν εντελώς («ξεκλήριζαν»). Καθώς αναφέρθηκε και στην ιστορική αναδρομή, η διαστρωμάτωση αύτη μεταβλήθηκε έντονα μετά την ένταξη στο νεοελληνικό κράτος, λόγω της ανακατανομής εξουσίας και των γενικότερων αναπροσαρμογών. Οι παλιές διακρίσεις έχασαν τη λειτουργική τους αξία και το παλιό παραδοσιακό σύστημα αποδυναμώθηκε, διατηρήθηκε όμως ζωντανή, για καιρό ακόμα, η ανάμνησή τους. Επιπλέον, η αιματοσυγγένεια έπαιζε μέχρι πρόσφατα, στο νότο, σημαντικό ρόλο. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 27 – 28) Βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνί4 ας της Μάνης αποτελεί ταυτόχρονα, το σκληρό έθιμο του «γδικιωμού» και τα

4

Η βεντέτα, ο λεγόμενος «γδικιωμός» ή δικιωμός, αφορούσε αρχικά το σόι ή την οικογένεια και όχι το άτομο ήταν η τιμωρία μιας πράξης που είχε γίνει σε βάρος της οικογένειας. Την τιμωρία αποφάσιζε ψύχραιμα ένα οικογενειακό συμβούλιο, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να τιμωρηθεί προσωπικά ο ένοχος της πράξης. Η βεντέτα μπορούσε να στραφεί και εναντίον άλλου μέλους της αντίπαλης οικογένειας. Τα αρσενικά παιδιά της οικογένειας, σε περίπτωση που ο πατέρας έπεφτε θύμα γδικιωμού, ανατρέφονταν με μοναδικό σκοπό μεγαλώνοντας να πάρουν το αίμα του πίσω. Όταν η εκδίκηση ολοκληρωνόταν, η οικογένεια πού πήρε ικανοποίηση κλεινόταν στο σπίτι της, για να μην προκαλέσει την οικογένεια του σκοτωμένου. Συχνά στόχος ήταν η ολοκληρωτική εκμηδένιση της αντίπαλης οικογένειας. Το πρώτο χτύπημα δε γινόταν ποτέ απροειδοποίητα η πλευρά που προκαλούσε κήρυσσε επίσημα τον πόλεμο, χτυπούσαν οι καμπάνες, τα δύο αντίπαλα μέρη πήγαιναν στους πύργους τους κι από κει και πέρα κάθε μέσο καταστροφής ήταν επιτρεπτό. Ο ουδέτερος πληθυσμός του χωριού στο διάστημα που διαρκούσε η βεντέτα ή κρυβόταν ή απομακρυνόταν ωσότου τελειώσει ο μικρός πόλεμος. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο κώδικας της βεντέτας επέτρεπε μια προσωρινή ανάπαυλα, την «τρέβα» την εποχή του οργώματος, της σποράς, του θερισμού, του αλωνίσματος και όταν μάζευαν τις ελιές. Τα αντιμαχόμενα μέρη δούλευαν τότε σε γειτονικά χωράφια με νεκρική σιγή και τη νύχτα εφοδίαζαν τους πύργους με τρόφιμα και πυρομαχικά. Ο αγώνας ξανάρχιζε μόλις τέλειωνε η συγκομιδή. Ο συνηθέστερος τρόπος με τον οποίο τέλειωνε η βεντέτα ήταν η εκμηδένιση της μιας μερίδας, οπότε τα υπολείμματά της σκορπίζονταν σε άλλα χωριά, αφήνοντας τους πύργους και τα χωράφια τους στο νικητή, ο οποίος έμενε αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος, ώσπου μια άλλη «Νυκλιάνικη» οικογένεια κατόρθωνε να συγκεντρώσει ή να δημιουργήσει αρκετή δύναμη ώστε να τον προκαλέσει. Ένα γεγονός που μπορούσε να συμβιβάσει τα αντιμαχόμενα μέρη ήταν η τουρκική απειλή. Η πιο μακρόχρονη ανακωχή ήταν η γενική «τρέβα» που ζήτησε ο Μαυρομιχάλης την παραμονή του πολέμου της Ανεξαρτησίας.

20


μοιρολόγια των κατοίκων της και κυρίως των γυναικών της περιοχής. (Αρκαδία II, 1975, σελ. 188) Η όλη χωροταξική οργάνωση, με τους 200 έως 250 οικισμούς και μικροσυνοικισμούς, διάσπαρτους στον αγροτικό χώρο, και οι επιμέρους κατασκευές όπως 5 σπίτια, πύργοι, οχυρωμένα συγκροτήματα και κάστρα, ξεμόνια , εκκλησίες, μονές, νεκροταφεία, αναρίθμητα μαντρογυρισμένα κτήματα, πεζούλια ξερολιθιάς στις πλαγιές και άλλα τεχνικά έργα και διαμορφώσεις, απηχούν την πυκνή κατοίκηση και διηγούνται τις σκληρές συνθήκες και τους κώδικες αξιών της παραδοσιακής

Εικ. 2, Η Βάθεια Λακωνίας στην Μέσα Μάνη

ζωής που αναλύθηκαν παραπάνω. Όταν ο πληθυσμός μετακινήθηκε προς τα ο μεγάλα αστικά κέντρα και η τοπική κοινωνία συρρικνώθηκε, στον 19 αιώνα, καταγραφικά στοιχεία και αφηγήσεις, δίνουν πληροφορίες πως η Μάνη αριθμούσε σε 32.000 έως 37.000 κατοίκους την περίοδο της Επανάστασης και 50.000 κατοίκους στα τέλη του αιώνα, οι Μανιάτες έτσι αντιπροσώπευαν το 1/10 περίπου του πληθυσμού του Μοριά. Το 1940 διατηρούσε ακόμα 45.000 κατοίκους, ενώ μετά το ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο 33.000 κατοίκους. Και τέλος, το 1995, αριθμεί σε λιγότερο από 20.000 κατοίκους περίπου, με τους Μανιάτες να αντιπροσωπεύουν το 1/45 των Πελοποννήσιων, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την υπερβολικά μεγάλη αναλογία υπερηλίκων. (Σαΐτας, 1995) 5

Οχυρά, που χτίζουν αρκετές «γενιές» εκτός του κυρίως οικισμού, προκειμένου να αποκλείσουν την ανάπτυξη άλλων, που αυτά συχνά εξελίσσονται σε μικρής κλίμακας οικισμοί. (Καλλιγά Χ., 1979, σελ.126)

21


οργάνωση των οικισμών και τα αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά Η πληθυσμιακή απογύμνωση, αλλά και οι αργοί ρυθμοί μετασχηματισμού του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος συντέλεσαν στο να διατηρηθεί ο παλαιός ιστός, καθώς και πολλά έργα σχετικά αναλλοίωτα μέχρι τις μέρες μας, εκτεθειμένα όμως στην καταλυτική δράση του χρόνου και σε άστοχες επεμβάσεις, με αποτέλεσμα να μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Σε αυτό όμως, ταυτόχρονα, συνέβαλε και η γενικευμένη χρήση του κονιάματος κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα, καθότι έτσι καθήλωσε τους οικισμούς σε πιο μόνιμες θέσεις και ταυτόχρονα επέτρεψε και τον τονισμό του ύψους, με αποτέλεσμα τα πυργόσπιτα και οι πύργοι, τα βασικά χαρακτηριστικά της Μανιάτικης αρχιτεκτονικής, να συναντώνται σχεδόν παντού. Η αρχιτεκτονική κληρονομιά που διασώθηκε στη Μάνη ως τις μέρες μας ανάγεται σε διάφορες εποχές. Τα κατάλοιπα της αρχαιότητας είναι λιγοστά. Αντίθετα, ο τόπος είναι εξαιρετικά πλούσιος σε χριστιανικά μνημεία, αφού και μόνο τα ανακηρυγμένα διατηρητέα ξεπερνούν τα εβδομήντα. Η σημερινή της οικιστική φυσιογνωμία άρχισε, βασικά, να διαμορφώνεται από τον 17ο αιώνα. Αρχικά, η Μάνη έχει τη δική της γνωστότερη μορφολογία, κτιριολογία, οικοδομική και οικιστική. Είναι ένας κόσμος εντελώς ξέχωρος από τον Μοριά. (Αρκαδία II, 1975, σελ. 188) Η τοπική αρχιτεκτονική βασίστηκε σε μια τυπολογία με κύριο στοιχείο τον αμυντικό χαρακτήρα συγκροτημάτων από κτίσματα γύρω από κεντρικούς πύργους ή πυργόσπιτα. Έτσι, προέκυψε μια τεχνολογία κατασκευής ψηλών και χαμηλών αμυντικών τοίχων από λιθοδομή, η οποία μάλιστα εξελίχθηκε διαχρονικά. Σημείο τομής σε αυτή την εξέλιξη ήταν η χρήση του ασβέστη σε κονιάματα, όπως προαναφέρθηκε, η οποία επέτρεψε και την ταυτόχρονη μείωση του πάχους των τοίχων. (Rapoport A., 2010, σελ. 283 – 284) Η δομή των Μανιάτικων οικισμών, αλλά και τα αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά, συνδέονται άμεσα, εκτός από τους γεωγραφικούς όρους του φυσικού περιβάλλοντος (και το μοναδικό υλικό που πρόσφερε, την πέτρα), αλλά και με τον κοινωνικό τους ιστό και οργάνωση. Οι ειδικές δομές, δηλαδή, του αρχαϊκού πατριαρχικού συστήματος που εξελίσσονταν αργά μέσα στους αιώνες αποτυπώθηκαν πιστά στους οικισμούς, τα κτίρια και τις άλλες κατασκευές και διαμορφώσεις της χερσονήσου. 6

Η οργάνωση των οικισμών είναι οργανική , η ανάπτυξή τους είναι τυχαία (χωρίς σχέδιο) και εξαρτιόταν και διαμορφωνόταν, μόνο, από τις ανάγκες των κατοίκων που παρουσιάζονταν σε κάθε χρονική συγκυρία. Πολύ βασικό και ιδιαίτερο στοιχείο της χωροταξικής οργάνωσης των οικισμών είναι το ότι οι εκκλησίες που 6

«[…] Η αργή διαδικασία της τυχαίας ανάπτυξης, (κάποια προσοχή χρειάζεται στη χρήση του όρου, τίποτε δεν είναι «τυχαίο», στο μέτρο που επηρεάζεται και κάποτε καθορίζεται από συγκεκριμένες κοινωνικές ή οικονομικές παραμέτρους. Για αυτό η γραφικότητα (ασυμμετρία, ακανόνιστο σχήμα) στους οικισμούς δεν πρέπει να αποδίδεται σε μια τυχαία αλληλοεπίδραση στοιχείων.) αποτελεί το σταθερό χαρακτηριστικό των παραδοσιακών οικισμών. […]» (Φιλιππίδης Δ., 1984, σελ. 50)

22


συναντώνται στους οικισμούς δεν ανήκουν στην κοινότητα αλλά στην γενιά, σε αντίθεση με αρκετούς παραδοσιακούς νησιώτικους οικισμούς. (Αρκαδία II, 1975, σελ. 191) Παράλληλα, στους οικισμούς δεν αναγνωρίζουμε – συστηματικά – σχολεία και «αγορά» για ανταλλαγή προϊόντων (μόνο αγορές προϊόντων πειρατείας), καθώς και ούτε μαγαζιά ή εργαστήρια (εκτός από τον σιδερά για τα όπλα). (Καλλιγά Χ., 1979, σελ.126) Κατά βάση στους Μανιάτικους οικισμούς συναντώνται οι γνωστές «ρούγες». Η «ρούγα» φέρνει σε επαφή, σε μικρή κλίμακα, τα μέλη της γενιάς, σε μεγάλη τους κατοίκους του οικισμού. Είναι χώρος αδιαμόρφωτος, δρόμος ή άνοιγμα, έχει τον χαρακτήρα της αρχαίας Αγοράς. Εκεί γίνονται οι συγκεντρώσεις, η παιδεία, οι κοινωνικές επαφές και η ενημέρωση. (Καλλιγά Χ., 1979, σελ.128) Ως προς την εγκατάστασή του, ο «πυρήνας» της Μανιάτικης κοινωνίας, επομένως και ο «πυρήνας» των οικισμών (χωροταξικά), το γένος, ήταν «εγκαθιδρυμένο» σ' 7 ένα συγκεκριμένο χώρο (οικισμό - «χωριό» ή συνοικία - «μαχαλά» ) και κατείχε ορισμένες μικρότερες ή μεγαλύτερες γύρω του εκτάσεις, ανάλογα με τη δύναμή του. Τα μέλη του γένους ζούσαν είτε μαζί, σε μια ιδιαίτερη οίκηση που έπαιρνε και το όνομά τους, είτε διασκορπισμένα σε δύο ή περισσότερα χωριά, ως αποτέλεσμα προηγούμενων μετακινήσεων. Και στη δεύτερη όμως περίπτωση, διατηρούσαν στενούς λειτουργικούς δεσμούς. Το μεγαλύτερο γενεαλογικό και τοπικό τεμαχισμό των ομάδων συναντάμε στη νότια και στη βορειοανατολική Μάνη. Η στοιχειώδης Φαμίλια - αποτελούσε την πρωτογενή μονάδα παραγωγής και κληρονομικής ιδιοκτησίας. Κάθε γιός, όταν παντρευόταν, έστηνε νοικοκυριό στο χώρο της πατρικής οικογένειας («πατροτοπική εγκατάσταση»). Εκεί με τη βοήθεια των συγγενών του, έχτιζε ένα νέο σπίτι ή έμενε σε μια υποδιαίρεση του πατρικού του, που με τον καιρό συμπληρωνόταν με τους αναγκαίους χώρους. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 26) Σύμβολο δυνάμεως και επιβολής της γενιάς ήταν ο «πύργος», ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της Μανιάτικης χερσονήσου, προμαχώνας ενάντια στους ξένους επιδρομείς, αλλά προπάντων οχυρό καταφύγιο κατά τις συνεχείς διαμάχες μεταξύ των ντόπιων οικογενειών. Τέτοιοι πύργοι, μισοερειπωμένοι σήμερα, σώζονται σε όλη την επικράτεια της χερσονήσου, κυρίως όμως στη Μέσα Μάνη. Άλλοτε, μοναχικοί σε επίκαιρα σημεία και άλλοτε συσπειρωμένοι σε ομάδες μέσα στους οικισμούς, περιτριγυρισμένοι από πυργόσπιτα, σπίτια και μάντρες. Ο αριθμός τους και μόνο (800 περίπου) αρκεί για να δώσει το μέγεθος της συμβολής τους στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος. Χτισμένοι, όπως και τα σπίτια, ασοβάτιστοι και με βασικό τους υλικό την πέτρα, οι πύργοι είναι αρκετά ψηλοί, με κάποιους να φτάνουν έως και τα 25 μ. σε ύψος και οι εξωτερικές τους επιφάνειες παρουσιάζονται συνήθως αδιάρθρωτες, με ελάχιστα μικρά ανοίγματα, αφού ο προορισμός 7

Ο «μαχαλάς» αποτελεί την περιοχή του οικισμού όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένα τα κτίσματα των μελών μιας γενιάς, δεν ήταν τελείως αδιαφοροποίητος και τυχαία οργανωμένος. Μικρότεροι κλάδοι είχαν τις γειτονιές τους μέσα σε αυτόν, οι στενοί συγγενείς ζούσαν συνήθως κοντά και τα χωράφια της γενιάς ανακατεύονταν ανάμεσα στα κτίσματα και απλώνονταν έξω από τον οικισμό από την ίδια πλευρά. (Καλλιγά Χ., 1979, σελ.128)

23


τους ήταν καθαρά πολεμικός. (Αρκαδία II, 1975, σελ. 191) Με το μεγάλο τους ύψος εξασφάλιζαν την εποπτεία προς τις υπόλοιπες εχθρικές ομάδες μέσα στον οικισμό, πέρα από τις στέγες των μονώροφων ή διώροφων σπιτιών των συγγενών γύρω τους. (Φιλιππίδης Δ., 1984, σελ. 59) Οι πρώιμοι οχυροί αυτοί πύργοι είχαν σχεδόν τετράγωνη και απλή κάτοψη, με ελάχιστες εσωτερικές διαστάσεις. Το ισόγειο και το δώμα τους συχνά στεγαζόταν με θόλο, ενώ όλα τα ενδιάμεσα επίπεδα διέθεταν ξύλινη κατασκευή. Ο πύργος είχε επάλξεις στο άνω του άκρο, την καταχύστρα, που προστάτευε την είσοδο και άφθονες πολεμίστρες. Η είσοδος είτε γινόταν απευθείας στον πρώτο όροφο με κινητή εξωτερική σκάλα, είτε βρισκόταν μεταγενέστερα στο ισόγειο και ήταν προστατευμένη. Η αρχιτεκτονική τους μορφή ακολουθεί αυτή και των χαμηλότερων κτισμάτων, με βασικό διακριτικό την γεωμε8 τρική απλότητα των όγκων και την έλλειψη κάθε ίχνους πολυτέλειας. Οι πύργοι μπορούσαν να χρησιμεύσουν, σε μερικές περιπτώσεις, και για μόνιμη διαμονή, εφοδιασμένοι με τζάκια σε διάφορα επίπεδα, χωρίς όμως εσωτερικά χωρίσματα. (Φιλιππίδης Δ., 1984, σελ. 57 και 59) Στην αυστηρή αυτή χρήση του ντόπιου υλικού και στην «άκρα» λιτότητα της μορφής οφείλεται το μυστικό της απόλυτης εντάξεως της μανιάτικης αρχιτεκτονικής στον εξίσου αυστηρό χαρακτήρα του γυμνού τοπίου. Το σπίτι (εικ. 3) αρχικά αποτελείται από δύο όγκους με ορθογωνική κάτοψη και πολύ απλή διάταξη. Ο ένας έχει κατώγι και ταράτσα, τον «λιακό», και ο άλλος είναι διώροφος. Στο κατώγι του πρώτου βρίσκονται η είσοδος του σπιτιού, τα ζώα, και η απότομη σκάλα που βγάζει πάνω, στον λιακό. Το κατώγι αυτό επικοινωνεί με το κατώγι του άλλου όγκου, όπου βρίσκεται ο αχυρώνας. Από τον λιακό γίνεται η είσοδος στον μόνο χώρο κατοικίας, τον όροφο πάνω από τον αχυρώνα. Διακρίνεται στη μία άκρη το «αμπάρι» μέσα στο οποίο αποθηκεύονται τα τρόφιμα και πάνω του γίνεται ο ύπνος, και η «καμάρα» όπου τακτοποιούνται τα λίγα σκεύη του σπιτιού και γίνεται το μαγείρεμα χωρίς τζάκι. Απλές ξύλινες κατασκευές χρησιμοποιούνται στις στέγες και καλύπτονται με σχιστόπλακες. Οι λίθινες κατασκευές, μετέπειτα, εκλεπτύνονται σε αρκετά προσεγμένες αργολιθοδομές ή λιθοδομές με πελεκημένους λίθους, για εξοικονόμηση κονιάματος. Απλά διακοσμητικά σκαλίσματα ή συνδετικές ταινίες στολίζουν τα παράθυρα. Άλλα βοηθητικά κτίσματα και η αυλή συμπλήρωναν το συγκρότημα. Αργότερα τα σπίτια, με μια προσθετική καθ’ ύψος και πλάτος διαδικασία, εξελίσσονταν σε πολύπλοκα σύνολα. (Καλλιγά Χ., 1979, σελ.128 – 132)

8

Σε αυτόν το στοιχειώδη τύπο ανήκουν οι πιο απλές «κούλες» στην Αλβανία και οι παλιότεροι «πύργοι», δηλαδή τα πυργόσπιτα της Τουρκοκρατίας, με τα χαρακτηριστικά μικρά τοξωτά παράθυρα και την τετράριχτη στέγη, που ακόμα διατηρούνται στα ορεινά της Πελοποννήσου και της Βόρειας Ελλάδας. (Φιλιππίδης Δ., 1984, σελ. 57)

24


Εικ. 3, Οργάνωση τυπικού Μανιάτικου σπιτιού σε τομή

Συνοψίζοντας, η Μάνη, στο σύνολό της, είναι μια ενότητα πολιτιστικού περιβάλλοντος με στοιχεία φύσεως, τέχνης και ιστορίας συνυφασμένα σε έναν πυκνό, συνεχή αλλά και ευαίσθητο ιστό. Επομένως, η πολιτιστική κληρονομιά που αντιπροσωπεύει το ακραίο αυτό κομμάτι ελληνικής γης δεν περιορίζεται σε ορισμένα σημαντικά μνημεία ή μερικούς πολύ αξιόλογους παραδοσιακούς οικισμούς. Η μεμονωμένη μελέτη οικισμών, ξέχωρα από την μελέτη των υπολοίπων παραγόντων, κοινωνική οργάνωση, ιστορία, οικονομία, μέσα παραγωγής αλλά και τα στοιχεία του περιβάλλοντος, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την μερική και ελλιπή κατανόηση και ανάλυση της «παρεξηγημένης» αυτής περιοχής.

25


Εικ. 4, Αρεόπολη Μάνης

Εικ. 5, Κοίτα Μάνης

26


Κεφάλαιο 03 Τουρισμός, Αρχιτεκτονική κληρονομιά και ο ΕΟΤ

27


28


ιστορία του διεθνούς τουρισμού. ο

Ο τουρισμός σαν έννοια και μορφή πρωτοεμφανίστηκε τον 16 αιώνα με την πραγματοποίηση περιηγήσεων από επιστημονικές αποστολές δυτικών εις τας Ανατολάς, κυρίως σε Ελλάδα και Τουρκία, καθώς και στους Αγίους Τόπους. Την κυρίαρχη μορφή του όμως, έτσι όπως την ξέρουμε και έχει διαμορφωθεί σήμερα ου (μαζικός τουρισμός), την έδωσε στις αρχές του 20 αιώνα ένας Γάλλος επιχειρηματίας, ο Thomas Cook, ο οποίος έδινε την επιλογή σε Αγγλίδες γεροντοκόρες να ξοδεύουν τα χρήματά τους σε οργανωμένα ταξίδια και περιηγήσεις ανά τον κόσμο. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι και πολύ γρήγορα οργανώθηκαν σε πολλά σημεία του πλανήτη ταξιδιωτικά πρακτορεία, ξενοδοχεία, κέντρα αναψυχής και κέντρα διασκεδάσεως, με αποτέλεσμα ολόκληρες περιοχές να χαρακτηρίζονται ως τουριστικές, με πιο γνωστό παράδειγμα την Κυανή Ακτή της Γαλλίας. (Κανδύλη Γ., 1967, σελ. 106) Το προνόμιο του «ταξιδεύειν» μέχρι τότε το είχε πολύ μικρή μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού, ώσπου η Γαλλία στα 1936 ψήφησε ένα νόμο, σύμφωνα με τον οποίο κάθε εργαζόμενος είχε άδεια με αποδοχές για έναν μήνα, έτσι ο τουρισμός έγινε δικαίωμα για όλους. (--, 1967, σελ. 107) Η αλλαγή υπήρξε πολύ γρήγορη και ισχυρή, η οποία δημιούργησε μεγάλες διαφοροποιήσεις, όχι μόνο στους κοινωνικούς και θεσμικούς ιστούς, αλλά και στην πολεοδομική δομή και στο ευρύτερο περιβάλλον των πόλεων. (Προβελέγγιος Α., 1967, σελ. 113) Το πρώτο αυτό ξεκίνημα σταμάτησε απότομα με τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Για να ξαναπάρει μια καινούρια ώθηση, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, ύστερα από την εποχή της ανοικοδόμησης, από το 1950 και ύστερα, με την εξάπλωση της ευημερίας στον κόσμο. Τίποτα ουσιαστικά δεν είναι ίδιο με πριν στα είδη των εγκαταστάσεων, στην μορφή της τουριστικής ζήτησης, στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα κ.α. (Κανδύλη Γ., 1967, σελ. 108) Για 30 χρόνια ο Δυτικός κόσμος γνωρίζει ίσως την μεγαλύτερή του εξέλιξη και άνθιση σχεδόν σε όλους τους τομείς, η οικονομία αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς, η κοινωνία διευρύνει τους ορίζοντές της και νέα «θέλω» και στόχοι τοποθετούνται ψηλά στην λίστα των κατοίκων της. Ο τουρισμός πλέον αποτελεί βασικό κομμάτι της αναπτυξιακής πολιτικής και του στρατηγικού σχεδιασμού κυρίως χωρών της Μεσογείου όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα, με αποτέλεσμα πλέον να έχει γίνει παγκόσμια βιομηχανία και η κύρια πηγή εσόδων, καθότι κερδοφόρος, πολλών χωρών σε όλη την υφήλιο.

29


ιστορία του τουρισμού στην Ελλάδα. ου

Η Ελλάδα αποτελούσε πόλο έλξης για τους ξένους από τις αρχές του 16 αιώνα, 9 με την μορφή επιστημονικών αποστολών και περιηγητών. Η ουσιαστική όμως προσέγγιση της Ελλάδας, ως τόπου επίσκεψης και τελικού προορισμού περιηγήου σεων των Δυτικοευρωπαίων συντελέστηκε στα τέλη του 17 αιώνα (από το 1670 και μετά), με την αφύπνιση της αρχαιολογικής περιέργειας και την αναζήτηση του κλασικού κόσμου πίσω από τις εκφράσεις του σύγχρονου βίου. (Βιγγοπούλου Ι., Δρακοπούλου Ε., Πολυκανδριώτη Ρ., 1995) Κομβικό σημείο αποτελεί η ίδρυση του Γραφείου Ξένων και Εκθέσεων το 1914 από την ελληνική πολιτεία, αμέσως μετά την λήξη των Βαλκανικών πολέμων. Στις αρμοδιότητές του ήταν πέρα απ’ την μέριμνα για τους ξένους επισκέπτες να υποστηρίζει και να εποπτεύει σωματεία, επιτροπές, εταιρείες, η ίδρυση και ανάπτυξη ξενοδοχείων, καθώς και η οργάνωση εκδρομών, αγώνων και εορτών. Στα τέλη του 1918, το Γραφείο αναβαθμίστηκε σε αυτοτελή Υπηρεσία Ξένων και Εκθέσεων. Στις αρμοδιότητες που είχε ως Γραφείο, προστέθηκαν η προσέλκυση, η διαμονή και η παράταση των αλλοδαπών στην Ελλάδα, καθώς και η διοργάνωση εκθέσεων με στόχο την προώθηση της ‘εθνικής παραγωγής’ αλλά και η συμμετοχή της χώρας σε αντίστοιχες διεθνείς. Ταυτόχρονα είχε την μέριμνα για τα μέσα άφιξης και κυκλοφορίας των επισκεπτών, την κατασκευή οδικών αρτηριών σε αρχαιολογικούς τόπους και αξιοθέατα μέρη. (Βλάχος Α., 2014, σελ. 27) Το έτος 1929, ως απότοκο της αναγκαιότητας προβολής της χώρας μας στο εξωτερικό, ιδρύεται ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, ένας αυτόνομος οργανισμός, ο οποίος καταργείται το 1936 και επανιδρύεται το 1951, στην αυγή δηλαδή της μεταπολεμικής Ανασυγκρότησης όλης της Ευρώπης αλλά και πιο συγκεκριμένα ως βασικό αναπτυξιακό κομμάτι του Σχεδίου Μάρσαλ. Από εκείνη την χρονική περίοδο και έπειτα η εξέλιξη του τουρισμού στην Ελλάδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ΕΟΤ, στο επίπεδο των καταλυτικών παρεμβάσεων, των πρωτοβουλιών και του ρόλου που διαδραμάτισε σε αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά την μεταπολίτευση (1974 και μετά) οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν στον τομέα του τουρισμού ήταν λιγότερες της εποχής πριν την στρατιωτική δικτατορία, αλλά πιο καταλυτικής σημασίας και με αρκετά παρεμβατική διάθεση. Αναφορικά, αποφασίστηκε η κατεδάφιση όλων των αυθαιρέτων κτισμάτων εντός της ζώνης των αιγιαλών, η προσπάθεια διάσωσης της υπάρχουσας τουριστικής υποδομής της χώρας, αλλά και η προστασία παραδοσιακών 9

ο

Κατά κύριο λόγο τον 16 αιώνα συναντάμε στην Ελλάδα, μέσω γραπτών μαρτυριών, τους πρώτους περιηγητές από τον Δυτικό κόσμο. Είναι διπλωμάτες, απεσταλμένοι των Δυτικών κυβερνήσεων, προσκυνητές ή απλά τυχοδιώκτες, οι οποίοι έχουν όμως ως τελικούς προορισμούς την Κωνσταντινούπολη και τους Άγιους Τόπους, τις δύο τότε πρωτεύουσες του Χριστιανικού κόσμου και καθότι τα βενετικά λιμάνια της περιοχής της Μάνης και των Κυθήρων είναι ασφαλή από πειρατές και Οθωμανούς είναι ιδανικά για ανεφοδιασμό, πριν το επικίνδυνο ταξίδι στο Αιγαίο και έτσι διανυκτερεύουν σε αυτά.

30


συνόλων και κτισμάτων μέσω του προγράμματος των Παραδοσιακών Οικισμών από τον Οργανισμό Τουρισμού, που αναλύεται διεξοδικότερα στην συνέχεια του κειμένου. (Νικολακάκης Μ., 2014, σελ. 43)

η συμβολή του ΕΟΤ στον ελληνικό τουρισμό Ο ρόλος του ΕΟΤ στην εξέλιξη του ελληνικού τουρισμού, όχι μόνο σε επίπεδο προώθησης και προβολής της χώρας στο εξωτερικό, αλλά και στον τεχνικό τομέα των τουριστικών εγκαταστάσεων, ήταν καταλυτικός. Οι τεχνικές προδιαγραφές των τουριστικών εγκαταστάσεων καθώς και τα τουριστικά δημόσια έργα, αποτέλεσαν τις κύριες κατευθύνσεις στον τομέα της τουριστικής βιομηχανίας και αυτό με την ουσιαστική συμβολή αρχιτεκτόνων, όπως ο Α. Κωνσταντινίδης και ο Δ. Πικιώνης, αλλά και άλλων τεχνικών επιστημόνων. Ο ΕΟΤ εκλήθη να διαχειριστεί την αλματώδη μεταπολεμική τουριστική εξέλιξη της χώρας, κυρίως με την θέσπιση των τουριστικών προδιαγραφών για τις αρχιτεκτονικές μελέτες, αρχικά των ξενοδοχείων και στη συνέχεια και άλλων εγκαταστάσεων, κίνηση η οποία αποτέλεσε σταθμό για τον τρόπο δημιουργίας της τουριστικής υποδομής. (Κατσιγιάννης Κ., 2001) Στην συνέντευξη που παραχώρησε ο κ. Κωνσταντίνος Κατσιγιάννης, πολιτικός μηχανικός και γενικός διευθυντής τουριστικής ανάπτυξης του ΕΟΤ για 11 χρόνια, τοποθετεί την ίδρυση του ΕΟΤ αρχικά το 1929, την κατάργησή του το 1936, στην αυγή του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου και την επανίδρυσή του το 1951. Μέσα σε αυτή την 20ετία ΄51-΄70 ήταν η βασική υπηρεσία η οποία ανέπτυξε από το μηδέν τον ελληνικό τουρισμό και τον έφτασε να είναι και τότε αλλά και αργότερα, μία από τις μεγάλες δυνάμεις του παγκόσμιου τουρισμού. Οι άνθρωποι οι οποίοι ηγήθηκαν του τουρισμού, σημειώνει, και ιδίως τα πρώτα χρόνια είχαν όραμα και διέβλεψαν ότι ο τουρισμός θα γινότανε βασικός παράγοντας της οικονομίας της χώρας μας, ο κυριότερος μάλιστα, έτσι όπως είναι σήμερα. (Κατσιγιάννης Κ., 2016, βλέπε Παράρτημα 1) Με την επανίδρυση του οργανισμού και την στελέχωση των τεχνικών υπηρεσιών με καταξιωμένους για την εποχή αρχιτέκτονες, πραγματοποιούνται μια σειρά από προγράμματα και πρωτοβουλίες για την εδραίωση του τουρισμού στην Ελλάδα. Αρχικά, κατά το χρονικό διάστημα 1951 – 1965, δημιουργήθηκε με μέριμνα της τεχνικής υπηρεσίας του Οργανισμού η μεγαλύτερη αλυσίδα δημόσιας τουριστικής υποδομής. Πρόκειται, κυρίως, για τα ‘’Ξενία’’, τα οποία κατασκευάστηκαν σε όλη την χώρα (εικ. 6). Το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης ήταν ότι υπήρξε, για πρώτη φορά, εφαρμογή στην πράξη των αρχιτεκτονικών προδιαγραφών, ενώ, παράλληλα, τα ξενοδοχεία αυτά αποτέλεσαν παράδειγμα προς μίμηση για τους μηχανικούς μελετητές και τους επιχειρηματίες. Επίσης, οι χώροι τους χρησίμευσαν για την εκπαίδευση των πρώτων μαθητών των τουριστικών επαγγελμάτων. (Κατσιγιάννης Κ., 2001)

31


Στα θετικά αυτού του εγχειρήματος συγκαταλέγονται, η δημιουργία νέων κλινών σε όλη την χώρα, ακόμη και σε μη τουριστικές περιοχές, η κατασκευή αυτών και μέσα σε πόλεις, η λειτουργικότητα των μονάδων και οι σχετικά μικροί όγκοι που εντάσσονταν κατά κανόνα, όχι πάντοτε όμως, στο περιβάλλον. Παράλληλα, έγιναν ουσιαστικές παρεμβάσεις και με άλλα τουριστικά έργα εξ’ ίσου πρωτοποριακά, όπως ακτές, εστιατόρια, οδικοί σταθμοί, κάμπινγκ, μαρίνες, ιαματικές πηγές, σπήλαια, υπαίθρια θέατρα κ.α., καθώς και συμμετοχές σε εγχώριους και διεθνής εκθέσεις τουρισμού (Κατσιγιάννης Κ., 2001) (εικ. 8)

Εικ. 6, Ξενία Καλαμπάκας, Άρη Κωνσταντινίδη

Την δεκαετία του ΄70 και πιο συγκεκριμένα μέσα σε λίγα χρόνια από το ΄71 μέχρι το ΄78, η Ελλάδα είχε ήδη γίνει τουριστική χώρα και ο εισαγόμενος τουρισμός αυξανόταν ραγδαία χρόνο με τον χρόνο, (από το 1.5 εκ. αφίξεις τον χρόνο φτάσαμε στα 4 εκ. αφίξεις). Αυτό αποδείκνυε την δυναμική που είχε αποκτήσει ο τουρισμός στην Ελλάδα, η οποία οφειλότανε βέβαια και στα πλεονεκτήματα που είχε σαν χώρα (αρχαιότητες, φυσικό περιβάλλον κλπ.), αλλά και στο γεγονός ότι στην Ευρώπη υπήρχε πελατεία η οποία δημιουργήθηκε μεταπολεμικά, καθώς η μεσαία

32


της τάξη είχε την δυνατότητα πλέον να ταξιδεύει και την ελλειμματική όμως αντιμετώπιση, από την άλλη πλευρά, της αυξανόμενης κίνησης των τουριστών, από την άποψη των ήδη υπαρχόντων κλινών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επανεξέταση της τουριστικής πολιτικής το 1974, με την πτώση της Χούντας. Συνεπώς, η πολιτική που εφαρμόστηκε ήταν αφενός μεν να συνεχίσει την δημιουργία κλινών και αφετέρου η περιβαλλοντική ευαισθησία, η οποία προσπάθησε να αποφύγει το «κακό παράδειγμα» της Ισπανίας, δηλαδή την δημιουργία ξενοδοχείων πάνω στην θάλασσα κατά το δυνατόν, η οποία δεν υπήρχε παλαιότερα. Αυτό βέβαια δεν ήταν εύκολο διότι, η χώρα μας είναι χώρα που έχει μεγάλο ανάπτυγμα ακτών και επειδή οι ξένοι τουρίστες προτιμούσαν την θάλασσα είναι προφανές ότι ήθελαν όλοι να χτίσουνε πάνω ή κοντά στην θάλασσα. (Κατσιγιάννης Κ., 2016, βλέπε Παράρτημα 1) Την περίοδο του 1975 – 1985, εκπονήθηκε, από μια ομάδα αρχιτεκτόνων υπό τον Άρη Κωνσταντινίδη, το δεύτερο μεγάλο έργο μετά τα ‘’Ξενία’’, το πρόγραμμα των Παραδοσιακών Οικισμών, που αποτελούσε πρακτικά και την πρώτη σύνδεση της τουριστικής ανάπτυξης με την αρχιτεκτονική κληρονομιά. Για πρώτη φορά έγιναν γνωστοί και στο εξωτερικό οι παραδοσιακοί μας οικισμοί ως τουριστικοί προορισμοί. Ο τουρισμός λοιπόν, υπό προϋποθέσεις, όχι μόνο δεν καταστρέφει το περιβάλλον, αλλά τουναντίον προστατεύει την πολιτιστική μας κληρονομιά και την αναδεικνύει ως τουριστικό και οικονομικό πόρο. (Κατσιγιάννης Κ., 2001) Σήμερα τα πράγματα, όμως, έχουν διαφοροποιηθεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό. «Αρχικά με το μοντέλο που έχει επιλεγεί από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, το υπουργείο Τουρισμού (το οποίο ιδρύθηκε αρχικά το 1989, μετά καταργήθηκε και επανιδρύθηκε) έχει τον κυρίαρχο λόγο όσον αφορά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της τουριστικής πολιτικής […]». Ο ΕΟΤ πλέον παίζει πολύ δευτερεύοντα ρόλο, όσον αφορά τις αρμοδιότητες και τις πρωτοβουλίες που δύναται να λαμβάνει, σε σχέση με το παρελθόν, και όσο πάει και συρρικνώνεται, καθώς σήμερα έχει περιοριστεί μόνο στην διαφήμιση και στην προβολή της χώρας στο εξωτερικό, μέσω διεθνών εκθέσεων και αναλαμβάνει καθαρά τον ρόλο του διαμεσολαβητή στις δημόσιες σχέσεις ξένων επενδυτών με το ελληνικό κράτος, που ενδεχομένως και αυτός ο ρόλος του να περιοριστεί ακόμη περισσότερο. (Κατσιγιάννης Κ., 2016, βλέπε Παράρτημα 1)

Εικ. 7, Χρονοδιάγραμμα με τις σημαντικότερες χρονολογίες της υπηρεσίας του ΕΟΤ

33


Εικ. 8, Περίπτερο του ΕΟΤ, σχεδιασμένο από τον Άρη Κωνσταντινίδη, στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης

η σημασία της προστασίας της Αρχιτεκτονικής κληρονομιάς «Η αληθινή αρχιτεκτονική, δίνει όμορφα ερείπια», έλεγε ο Αύγουστος Περρέ. Και συμπληρώνει ο Άρης Κωνσταντινίδης «[…] Όταν δηλαδή, το υλικό (φυσικό ή τεχνητό) που πλάθει το συγκεκριμένο αρχιτεκτόνημα, παλιώνει όμορφα, όσο περνάει ο καιρός.» Όσο δηλαδή, το κάθε κτίσμα έχει από τη γέννησή του, «[…] μια καθαρή και άρτια κατασκευαστική διάρθρωση […]», όταν και όποτε ερειπώνεται (όπως ένας αρχαίος Ναός, μια βυζαντινή εκκλησία, ένας γοτθικός Ναός αλλά και το πιο ταπεινό αληθινό αρχιτεκτονικό έργο), να καταφέρνει, ακόμα και σε αυτή την ύστερη κατάστασή του, να νοηθεί το ολοκληρωμένο αρχικό του σχήμα, τότε είναι αποτέλεσμα μιας αληθινής αρχιτεκτονικής. (Κωνσταντινίδης Α., 1975) Ως έννοια, η αρχιτεκτονική κληρονομιά αναφέρεται στη μορφή εκείνη του πολιτιστικού περιβάλλοντος, η οποία συνδέεται με τον χώρο και αποτελεί την μαρτυρία της ατομικής και συλλογικής ύπαρξης και δραστηριότητας του ανθρώπου και έκφραση της πνευματικής και καλλιτεχνικής εξέλιξής του. Το ενδιαφέρον για τη συλλογή και διαφύλαξη αρχαιοτήτων πρωτοεκδηλώθηκε, όπως φαίνεται, στην ελληνιστική περίοδο. Μονάχα όμως στα ύστατα χρόνια του ο αρχαίος κόσμος, προσπαθώντας να περισώσει τα απομεινάρια του, θα καταστήσει 10 αυτό το ενδιαφέρον δημόσια υπόθεση. Η μέριμνα ωστόσο για τα ιστορικά μνημεία και τεκμήρια, όπως σήμερα την εννοούμε, αναπτύχθηκε στην περίοδο της 10

Δεν είναι τυχαίο πως τα πρώτα γνωστά διατάγματα για την προστασία αρχιτεκτονικών μνημείων βγαίνουν από τους τελευταίους Ρωμαίους αυτοκράτορες, από τον Βαλέντιο ως τον Μαϊοριανό, όταν η «αιώνια πόλη» έχει πια κατακλυστεί από ξένους και απειλείται από τις βαρβαρικές επιδρομές. (Κονταράτος Σ., 1986, σελ. 47)

34


Αναγέννησης. Εάν θα μπορούσαμε όμως, κάπως να τοποθετήσουμε χρονικά την απαρχή της έννοιας της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας έτσι όπως την γνωρίζουμε σήμερα, είναι στην περίοδο που το ρομαντικό κίνημα κυριαρχεί στην κοινωνία της Ευρώπης, εδώ και διακόσια χρόνια δηλαδή, σε μια εποχή που είναι σημαδεμένη από βαθιές αλλαγές σε διάφορα επίπεδα (πολιτισμική αναγέννηση στη Γερμανία, πολιτική επανάσταση στη Γαλλία, βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία κλπ.). (Κονταράτος Σ., 1986, σελ. 54) Η σημασία που αποδίδεται σήμερα στα κληροδοτημένα από το μακρινό ή πρόσφατο παρελθόν αρχιτεκτονικά έργα και σύνολα —μνημεία, ιστορικά κέντρα πόλεων, παραδοσιακούς οικισμούς της υπαίθρου— εξακολουθεί να βασίζεται, όπως και άλλοτε, σε κριτήρια μοναδικότητας, ιστορικής συνέχειας, καλλιτεχνικής αξίας και παιδευτικού δυναμικού, αλλά και στην εφαρμογή αυτών των κριτηρίων μέσα στον πολύ ευρύτερο από άλλοτε πολιτισμικό κύκλο που καταξίωσαν οι αντιλήψεις του ρομαντισμού και του ιστορισμού. Στο αίτημα εντούτοις της προστασίας αυτών των στοιχείων έδωσε ιδιαίτερο βάρος και η ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος, φυσικού και ανθρωπογενούς, στην οποία οδήγησαν ορισμένα εκρηκτικά φαινόμενα της εποχής μας: η υπέρμετρη διόγκωση των αστικών κέντρων και η εγκατάλειψη της υπαίθρου, η εντατική και συχνά αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η βιομηχανική και εμπορική ανάπτυξη με τις απαιτήσεις τους για μεγάλης κλίμακας τεχνικά έργα ή, πιο πρόσφατα, η ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού που ασκεί πιέσεις ακόμη και σε περιθωριακές κατά τα άλλα περιοχές. Με τις καταστροφές και αλλοιώσεις που προκάλεσαν αυτά τα φαινόμενα, τα στοιχεία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του παρελθόντος έγιναν σπανιότερα (και επομένως πολυτιμότερα) ως ιστορικά και πολιτισμικά τεκμήρια. Κυρίως όμως απόκτησαν μια ιδιαίτερη αξία ως μοναδικές οάσεις, ισορροπίας, ποικιλίας και ανθρώπινου μέτρου μέσα στο σύγχρονο τεχνοκρατικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αναρχία, μονοτονία και γιγαντισμό ή, ακόμη, και ως πρότυπα για τη δημιουργία ενός ανθρωπινότερου περιβάλλοντος στο μέλλον. (--, 1986, σελ. 55) Εκτός της ίδρυσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, του χάρτη της Βενετίας, την έγκριση και δημοσίευση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς 11 το 1975 και της ίδρυσης του Icomos το 1976, το 1987 έγινε ένας πιο ουσιαστικός προσδιορισμός ως προς το προστασία αντικείμενο από την Διεθνή Χάρτα που υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση του Icomos στην Ουάσιγκτον. Η Χάρτα τοποθετεί ως βασικές αρχές διαφύλαξης τον ιστορικό χαρακτήρα της πόλης και το σύνολο των υλικών και πνευματικών στοιχείων που εκφράζουν αυτόν τον χαρακτήρα. Ειδικότερα, η αστική μορφή που καθορίζεται από τα οικοδομικά τετράγωνα και τους δρόμους, η σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαιθρίων και πρασίνων χώρων, το σχήμα και η όψη των κτισμάτων, εξωτερική και εσωτερική, όπως 11

Η «Χάρτα του ICOMOS για τον Πολιτιστικό Τουρισμό» (1976), αποτέλεσε σταθμό στην θεσμοθέτηση πολιτικών για την προστασία, την διατήρηση της Παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύνδεσής της με τον τουρισμό. Με πιο πρόσφατη αναθεώρησή της το 1999. (Μαΐστρου Ε. 2001)

35


καθορίζονται από τη δομή, τον όγκο, το ρυθμό, την κλίμακα, τα υλικά, το χρώμα και τη διακόσμησή τους, τις σχέσεις της πόλης με το φυσικό και το δημιουργημένο από τον άνθρωπο περιβάλλον της, καθώς και τις διάφορες λειτουργίες της πόλης που αποκτήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Κλείνει επισημαίνοντας ότι κάθε προσβολή των αξιών αυτών θα έθετε σε κίνδυνο της αυθεντικότητα της ιστορικής πόλης. (Ζήβας Δ., 1999, σελ. 721-722) Γενικά, οι αρχιτεκτονικές μορφές διακαθορίζονται από τον άμεσο φυσικό περίγυρο - από το κλίμα του τόπου, από τους περιορισμούς που επιβάλλει το συγκεκριμένο τοπίο, από τα διαθέσιμα υλικά - αλλά και, προπάντων, από πολιτισμικούς παράγοντες από το επίπεδο της τεχνολογίας, από τους τρόπους ζωής, τις πεποιθήσεις και το όλο ιδεολογικό εποικοδόμημα. «[…] Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε πως η αρχιτεκτονική πράξη επιτελείται και λειτουργεί σε δύο επίπεδα: από τη μια μεριά δημιουργεί κελύφη προστατευτικά της ζωής και των δραστηριοτήτων του ανθρώπου, μηχανισμούς που υποβοηθούν τις μεταβολικές ανταλλαγές του με τη φύση, κι από την άλλη δημιουργεί μορφές σημασιακά φορτισμένες, μορφές που μεταδίδουν κάποια μηνύματα.» (Κονταράτος Σ., 1986, σελ. 71) Όπως πολύ σωστά είχε επισημάνει ο Αρχιτέκτονας Κονταράτος Σάββας το 1986 «η συνέχιση της παράδοσης δεν είναι η μίμηση των μορφών του παρελθόντος, αλλά ο σεβασμός των αρχών του πνεύματος που τις γέννησαν. Σαν τέτοιες αρχές αναφέρουν συνήθως την λιτότητα και την ειλικρίνεια των μορφών, την αίσθηση του μέτρου και της ανθρώπινης κλίμακας, την ευαίσθητη ένταξη του αρχιτεκτονικού έργου στο τοπίο». Καταλήγει θεωρώντας ως θεματοφύλακα αυτών των αρετών τον απλό λαό. (--, 1986, σελ. 74) Παράλληλα, αλλά και με διαφορετική προσέγγιση αυτής της άποψης, ο Αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης, διατυπώνει «[…] είναι σωστό και επιτρεπτό […] να παίρνω ένα παλιό σπίτι […] και να του δίνω σήμερα, με κατάλληλες διαρρυθμίσεις, μια άλλη χρήση, μόνο και μόνο επειδή είναι όμορφο, αξιόλογο σαν αρχιτεκτόνημα και «παραδοσιακό»;» και συνεχίζει «[…] Είναι δηλαδή ένα παλιό σπίτι ένα μνημείο […] ή δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα εργαλείο ζωής, ένα δοχείο ζωής, […] που όταν εκπληρώσει τον προορισμό του […] θα πρέπει να δώσει την θέση του σε ένα άλλο, […]» Τονίζει πως το θέμα με την παράδοση, με τα παραδοσιακά αρχιτεκτονήματα, δεν είναι πρόβλημα εξωτερικής μορφής, αισθητικό, αλλά πρόβλημα ζωής, βιολογικό, όταν δηλαδή την θέση των παλιών κτισμάτων πάρουν τα νέα, τα καινούργια, θα πρέπει να στέκονται αντάξιά τους στο πνεύμα τους, στο ήθος τους και στην κατασκευαστική και μορφοπλαστική τους διάρθρωση. «[…] Γιατί, παράδοση δε σημαίνει να αντιγράφουμε τα εξωτερικά μορφολογικά στοιχεία που στέκουνε στα παλιά σπίτια, […] (γιατί αυτό είναι σκηνογραφία και όχι αρχιτεκτονική), αλλά παράδοση, δηλαδή να κρατάει κανείς την παράδοση, σημαίνει να είναι ο κάθε άνθρωπος στην εποχή του και με τα έργα του σύγχρονος και προοδευτικός.» (Κωνσταντινίδης Α., 1977, σελ. 335) Ως απότοκο όλων των παραπάνω πρέπει να επισημανθεί ότι, πρωτίστως η διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας πρέπει να αναγνωριστεί ως απαραίτητη για την κάλυψη των υπαρξιακών αναγκών του ανθρώπου, και τη διατήρηση της ιστορικής του ταυτότητας, και στη συνέχεια θα πρέπει να αναζητηθούν οι ιδιαίτε-

36


ρες για κάθε τόπο οικονομικές δραστηριότητες που θα τον στηρίξουν οικονομικά και μια εξ αυτών είναι ο τουρισμός. (Μαΐστρου Ε. 2001) Το πρόβλημα της διατήρησης του παραδοσιακού χώρου, είναι κύρια πρόβλημα αναβίωσης του παραδοσιακού χαρακτήρα με την έννοια της συνειδητής επιλογής στοιχείων από προηγούμενους πολιτισμούς, τα οποία κρίνεται ότι μπορούν να αξιοποιηθούν κατά τη διαμόρφωση της σύγχρονης ζωής. (Σεφερλής Α., Φραντζή Μ., 2001) Θα μπορούσαμε να επικεντρωθούμε και με τα λεγόμενα του Άρη Κωνσταντινίδη, στην ανάπτυξη κτιρίων, με έμφαση στη σύνθεση και την σχεδιαστική παράδοση των νέων, παραδοσιακού τύπου, κτιρίων με χρήση συμβατών υλικών, τεχνικής και προσαρμοστικής δυνατότητας στο τοπικό περιβάλλον, με μορφολογικά και πολεοδομικά κριτήρια όμως, προσαρμοσμένα στις σύγχρονες ανάγκες των χρηστών. (Παρπαΐρης Α.Δ., 2001) Η διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και πιο συγκεκριμένα της Αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς και η σημασία που δίνουμε σε αυτήν ως αρχιτέκτονες, είναι πιο αναγκαία και απαραίτητη από ποτέ, προκειμένου ο ίδιος ο σύγχρονος άνθρωπος να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του και την θέση του στην σημερινή αλλά και στην μελλοντική κοινωνία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και να μας «επιτρέπει» την παραδοσιακή Αρχιτεκτονική να την αντικαθιστάμε από την αρχιτεκτονική της Παράδοσης. Εν κατακλείδι, όπως σημειώνει και ο Άρης Κωνσταντινίδης «[…] Να μετέχουμε στα βήματα που κάνει ο χρόνος και να τα μετράμε με ακρίβεια. Και να λογαριάζουμε και με τα περασμένα. Και για να συνειδητοποιούμε πως αυτό που το ονομάζουμε παράδοση δεν βρίσκεται στην εξωτερική μορφή που έχει το κάθε «πράγμα» (-ας πούμε και ένα σπίτι…), αλλά βρίσκεται στο πνευματικό του περιεχόμενο. Που είναι και το ουσιαστικό. Και το αποφασιστικό στη ροή της ζωής και της τέχνης της.»

το Πρόγραμμα των Παραδοσιακών Οικισμών «[…] Παραδοσιακοί οικισμοί θεωρούνται οι οικισμοί με ιστορικό, κοινωνικοπολιτιστικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον (δείγματα και μνημεία λαϊκής αρχιτεκτονικής) ή γενικά προβιομηχανικοί οικισμοί στους οποίους η αντίληψη του χώρου εκφράζεται με μια ανθρώπινη πρακτική αίσθηση στη φυσική δομή, την κλίμακα και το χρώμα τους». (Σεφερλής Α., Φραντζή Μ., 2001) Ουσιαστικά αναφερόμαστε σε οικιστικά σύνολα, αστικά ή αγροτικά, ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού, ιστορικού, κοινωνικού ενδιαφέροντος τα οποία είναι άξια κρατικής προστασίας. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι τα οικιστικά αυτά σύνολα είναι ζωντανοί οργανισμοί της σύγχρονης ζωής. Είναι ζωντανά μνημεία, αποτελούν ολοκληρωμένο μέρος της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και κληρονομιάς. «[…] Η συντήρησή τους, όχι ως άψυχων μουσειακών εκθεμάτων ή κατεστραμμένων μνημείων, αλλά ως δυναμικού τμήματος της σύγχρονης ζωής είναι αποφασιστικής σημασίας επίσης για την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας.» (Μποζινέκη-Διδώνη Π., 2001) Προκειμένου να μπορέσουμε να κατανοήσουμε πλήρως το πρόγραμμα αυτό του ΕΟΤ, θα πρέπει να γνωρίζουμε τα γεγονότα που προηγήθηκαν της εισήγησης του

37


προγράμματος. «Το 1975, αμέσως μετά την μεταπολίτευση, ανέλαβε γενικός γραμματέας του ΕΟΤ ο Τζαννής Τζαννετάκης, ο οποίος ήταν αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, επομένως δεν είχε ασχοληθεί με τον τουρισμό στο παρελθόν, όμως είχε όραμα και είχε και ξεκάθαρες απόψεις για πολλά ζητήματα του τουρισμού. Ο Τζαννής Τζαννετάκης, μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών που πήρε, ήταν και το ξεκίνημα ενός προγράμματος ανάπτυξης των Παραδοσιακών Οικισμών, το οποίο το εμπνεύστηκε πηγαίνοντας μαζί με τον Ράλλη, τον τότε υπουργό, στην Κρήτη, όπου εκεί είχε ξεκινήσει ένα πρωτοποριακό ιδιωτικό πρόγραμμα, από το ’72-‘73, που αφορούσε την επισκευή παλαιών σπιτιών στο Κουτσουνάρι του Νομού Λασιθίου, όπου δύο αρχιτέκτονες, ο Τάσος Ζέρβας και η Παρασκευή Μποζινέκη, σκέφτηκαν τότε με την ιδιοκτήτρια του συγκροτήματος, να πάρουν παλιά σπίτια σε ένα χωριό, όχι παραθαλάσσιο, και να τα μετατρέψουν σε ξενώνες.» (Κατσιγιάννης Κ., 2016, βλέπε Παράρτημα 1) Καθώς το πρόγραμμα αυτό στέφθηκε με επιτυχία, ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΕΟΤ το εισήγαγε στην υπηρεσία και άρχισε να μετουσιώνει τις σκέψεις του για την προστασία των παραδοσιακών συνόλων της χώρας. 12

Στο Πρόγραμμα αυτό , όμως, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε και ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης, όχι μόνο λόγω της θέσης του στην υπηρεσία, αλλά και λόγω των απόψεών του και των πεποιθήσεών του στο θέμα των Παραδοσιακών Οικισμών και του τρόπου προστασίας τους. «[…] Η πρωτοβουλία για το πρόγραμμα αυτό του ΕΟΤ με τους παραδοσιακούς οικισμούς οφείλεται στην Διοίκηση του ΕΟΤ, που κατάλαβε σήμερα (και είναι αξιέπαινη για αυτό) πώς «τουρισμός» δεν μπορεί να νοηθεί όταν καταστρέφουμε την ιδιομορφία που έχουνε οι τόποι μας, με άστοχα σε λειτουργικότητα και μορφή μεγαθηριακά ξενοδοχειακά χτίσματα (έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα σε όλη την Ελλάδα), για να αφήνουμε ταυτόχρονα να καταρρέει, κυριολεκτικά, η αληθινή υπόσταση και φυσιογνωμία του τόπου και μάλιστα όπως την θαυμάζουμε από την μια μεριά, όμως από την άλλη κάνουμε ό,τι μπορούμε για να την αγνοούμε, έτσι που «δε μας καίγεται καρφί» αν τελικά παραμορφώνουμε τα πάντα, για να ζήσουμε, τάχα, πιο άνετα. […]» (Κωνσταντινίδης Α., 1977, σελ. 326) Το πρόγραμμα ανταποκρίθηκε σε υπαρκτή ανάγκη, την αποκατάσταση δηλαδή παραδοσιακών κτισμάτων, ανά την χώρα, κυρίως για ιδιωτική χρήση κατοικίας αλλά και για την προμήθεια ξενώνων μικρού δυναμικού κλινών σε παραδοσιακούς οικισμούς, αυτό αποτελεί και το τελευταίο έργο – πρόγραμμα του οργανισμού. (Φιλιππίδης Δ., 2014) Πρέπει όμως να αναφερθεί σε αυτό το σημείο, ότι ο ΕΟΤ από την περίοδο ’72-’73, είχε ήδη μετατρέψει τρία παλιά κτίσματα σε ξενώνες στην Μακρυνίτσα του Πηλίου, οι οποίοι λειτουργούσαν ήδη ως τουριστικά κατα12

Το έργο αυτό έχει αναγνωριστεί διεθνώς με βραβεία και διακρίσεις: Βραβείο της Europa Nostra το 1980 για τις αναστηλώσεις στην Οία της Σαντορίνης και το 1989 για το Πάπιγκο της Ηπείρου, βραβείο Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Σόφιας για την Οία το 1986, βραβείο ‘’Χρυσό Μήλο’’ του Διεθνούς Συνδέσμου Δημοσιογράφων Τουρισμού για την αξιοποίηση των οικισμών του Πηλίου. (Μποζινέκη-Διδώνη Π., 2001)

38


λύματα την περίοδο που έγινε η εισήγηση του προγράμματος των Παραδοσιακών Οικισμών. (εικ. 9, 10, 11) Οι 6 πρώτοι οικισμοί ήταν κατά χρονολογική σειρά ένταξής τους στο πρόγραμμα, η Βάθεια Λακωνίας, η Βυζίτσα Πηλίου, τα Μεστά της Χίου καθώς και ένας ξενώνας στα Ψαρά Χίου, η Οία της Σαντορίνης, το Πάπιγκο στα Ιωάννινα και το Φισκάρδο, λιμάνι στο βόρειο τμήμα της Κεφαλονιάς. (Κατσιγιάννης Κ., 2001) (εικ. 12) Παράλληλα με αυτούς τους οικισμούς ανακαινίστηκαν και μετατράπηκαν σε ξενώνες αρκετά σπίτια και σε άλλους οικισμούς όπως στην Μακρυνίτσα του Πηλίου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας, η μόνη διαφορά ήταν ότι ο ΕΟΤ δεν ανέλαβε εξ ολοκλήρου την μελέτη στο σύνολο των οικισμών αυτών, παρά σε κάποια συγκεκριμένα ιδιαίτερα οικήματα.

Εικ. 9, Κατά την αποκατάσταση σπιτιού στην Δημητσάνα, (οικία Καζάκου 1991)

Εικ. 10, Κατά την αποκατάσταση πύργου στην Αρεόπολη Λακωνίας, (πύργος Καπετανάκου 1978)

39

Εικ. 11, Κατά την αποκατάσταση σπιτιού στις Μηλιές Πηλίου, (οικία Φιλιππίδη 1990)


Εικ. 12, οι παρεμβάσεις του ΕΟΤ σε παραδοσιακού οικισμούς, το 1976, πηγή Ε.Ο.Τ.

40


Τα κριτήρια επιλογής των πρώτων έξι Οικισμών, για μελέτη και μερική ή ολική αποκατάσταση του συνόλου των κτισμάτων τους, δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεκάθαρα και απόλυτα, όπως εξηγεί και παρακάτω ο κ. Κατσιγιάννης, μέσω της προσωπικής του άποψης, καθώς τότε δεν υπηρετούσε σε εκείνο το τμήμα και δεν είχε ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα. «Εκείνη την περίοδο είχε επιστρέψει στην υπηρεσία ο Άρης ο Κωνσταντινίδης, ο οποίος είχε εργαστεί στον ΕΟΤ από το 1957 μέχρι το 1967, όταν και παραιτήθηκε, ως προϊστάμενος μελετών και είχε μελετήσει γύρω στα 12 Ξενία, τα περισσότερα ήταν Μοτέλ αλλά και άλλα ξενοδοχεία, επομένως είχε ουσιαστικά ασχοληθεί με πρόγραμμα δημιουργίας ξενοδοχείων και επανήλθε το ΄74 και ανέλαβε το ΄75 ως προϊστάμενος του νεοσύστατου τμήματος Παραδοσιακών Οικισμών, το οποίο στελεχώθηκε με νέους αρχιτέκτονες, οι οποίοι διορίστηκαν για πρώτη φορά στον ΕΟΤ. Τότε ήρθε σημαντικός αριθμός αρχιτεκτόνων, καμιά δεκαπενταριά περίπου, οι οποίοι ανέλαβαν, υπό την επίβλεψη του Άρη Κωνσταντινίδη, να μελετήσουν αυτά τα κτίσματα και να τα μετατρέψουν βέβαια σε ξενώνες. Η Ελλάδα έχει γύρω στους 1600 Παραδοσιακούς Οικισμούς περίπου. Από αυτούς επελέγησαν δέκα και τα κριτήρια που επελέγησαν ήταν ίσως μερικοί από τους πιο γνωστούς, ίσως ήταν οικισμοί οι οποίοι είχαν αρκετά μεγάλο πυρήνα παραδοσιακών κτισμάτων, όχι όλα σε καλή κατάσταση, καθότι υπήρχαν πολλά μισογκρεμισμένα και εγκαταλελειμμένα. Ενδεχομένως η Βάθεια να επιλέγει επειδή ο Τζαννετάκης καταγόταν από την Μάνη και είχε όραμα ειδικά για την Βάθεια, αλλά και για τους άλλους οικισμούς να τους δώσει εκ νέου ζωή, πράγμα που δεν επετεύχθη στην Βάθεια και εν πάση περιπτώσει και για κάποιους άλλους λόγους επελέγησαν αυτοί οι οκτώ οικισμοί.» (Κατσιγιάννης Κ., 2016, βλέπε Παράρτημα 1) Το όραμα του ΕΟΤ και των πρωταγωνιστών του ήτανε αυτοί οι οικισμοί να «ξαναζωντανέψουν», καθότι ήτανε εγκαταλελειμμένοι και χωρίς κάποια δραστηριοποίηση, αυτό θα επιτευχθόταν με την επιστροφή των κατοίκων σε αυτούς, πλέον όμως απασχολούμενοι με τουριστικά επαγγέλματα και αυτό βέβαια χωρίς να αλλάζει ο παραδοσιακός χαρακτήρας του οικισμού. Προέβλεπε, τη μελέτη και τη μετατροπή ιδιωτικών παραδοσιακών κτισμάτων σε τουριστικά καταλύματα (ξενώνες, μικρά ξενοδοχεία) ή κτίρια κοινής χρήσης και τη λειτουργία αυτών από τις υπηρεσίες του ΕΟΤ, έπειτα από μίσθωση από τους ιδιοκτήτες, για 11 έως 15 χρόνια. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα προσπάθησε λοιπόν, να φέρει στην επιφάνεια το ζήτημα της διατήρησης της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς και των χαρακτηριστικών του κάθε τόπου, εκμεταλλευόμενο το φαινόμενο του τουρισμού. Όπως πολύ σωστά, όμως, διαπίστωνε ο Άρης Κωνσταντινίδης «[…] να μην νομιστεί πως με το πρόγραμμα του ΕΟΤ για τους παραδοσιακούς οικισμούς… θα σωθεί ο τόπος. Γιατί, βέβαια, μια κακή τουριστική πολιτική, με άστοχες «τουριστικές αξιοποιήσεις» μπορεί να καταστρέψει τα πάντα και να μη μείνει τίποτα το καλό όρθιο, στον τόπο μας, ενώ ένας συνετός τουριστικός προγραμματισμός θα ήτανε σε θέση να σώσει και να διατηρήσει πολλά.» Συνεχίζει λέγοντας, «[…] Αφού δεν θα πρέπει, βέβαια, να μετατρέψει ο ΕΟΤ όλα τα παλιά χτίσματα, όλους τους παλιούς οικισμούς, σε ξενώνες, για να μετατρέψει έτσι (ή όχι;) τους κατοίκους τους… σε γκαρσόνια και καμαριέρες.» (Κωνσταντινίδης Α., 1977, σελ. 327) Εξηγούσε, λοιπόν, πως το θέμα δεν

41


είναι να επιστρέψουν οι κάτοικοι αυτών των οικισμών και να «υπηρετούν», όλοι, τον τουρισμό που θα έχει αναπτυχθεί σε αυτόν, αλλά ο τουρισμός ως μέσο και μοχλός ανάπτυξης της περιοχής να τους μετατρέψει σε οικισμούς με αστικές δραστηριότητες, δηλαδή, να δοθεί ξανά ζωή σε αυτούς, σε όλο το εύρος, κατά όσο είναι δυνατό, των επαγγελμάτων που θα χρειάζονται και όχι μόνο στα τουριστικά (ξενοδόχοι, εποχιακοί τουριστικοί υπάλληλοι κ.τ.λ.). Παράλληλα, πραγματοποίησε και ορισμένα απαραίτητα έργα υποδομής (ύδρευση, αποχέτευση, δρόμοι) καθώς και διάφορα άλλα συμπληρωματικά έργα (πλατείες, καλντερίμια, κρήνες, στερεώσεις μνημείων κλπ.) με τη συνεργασία της τοπικής αυτοδιοίκησης. «[…] Σε όλα τα έργα καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε η επέμβαση να μην αλλοιώνει καθόλου το χαρακτήρα των κτισμάτων και του οικισμού. Χρησιμοποιήθηκαν τα κατά τόπους παραδοσιακά υλικά, καθώς και ντόπιοι τεχνίτες και εργάτες. Πραγματοποιήθηκαν αναστηλώσεις και διαρρυθμίσεις σε κτίρια, δημιουργώντας συνολικά 700 κλίνες.» (Μποζινέκη-Διδώνη Π., 2001) Ο ΕΟΤ, για όσο χρόνο απόμενε μέχρι την λήξη των συμβολαίων, μετά το πέρας των εργασιών στα κτίρια, είχε το δικαίωμα να τα λειτουργήσει η υπηρεσία του ως ξενώνες, ουσιαστικά δηλαδή η υπηρεσία γινόταν ο ‘’ξενοδόχος’’ μέχρι να επιστραφούν τα έτοιμα πλέον κτίρια στους ιδιοκτήτες τους. «Στους δέκα (εδώ τοποθετεί και τους οικισμούς που αναστηλώθηκαν και ανακαινίστηκαν, μερικά από το σύνολο του οικισμού κτίσματα, τα οποία ουσιαστικά ναι μεν βρισκόντουσαν σε χαρακτηρισμένους παραδοσιακούς οικισμούς, αλλά ο ΕΟΤ δεν ανέλαβε την εξ’ ολοκλήρου αναστήλωση του οικισμού) παραδοσιακούς οικισμούς που επελέγησαν πήγαν οι μηχανικοί του ΕΟΤ και διάλεξαν ποια κτίσματα κατά την γνώμη τους ήταν κατάλληλα για αποκατάσταση και για μετατροπή και αφού κάλεσαν τους ιδιοκτήτες υπέγραψαν συμβόλαια, παραχωρώντας τα κτίσματα αυτά για 15 χρόνια στην υπηρεσία από την ημερομηνία υπογραφής των συμβολαίων, οπότε και ο ΕΟΤ αναλάμβανε την υποχρέωση να τα επισκευάσει και να τα μετατρέψει σε ξενώνες και ενδεχομένως να τα λειτουργήσει για το χρονικό διάστημα που απέμενε μέχρι τα 15 χρόνια από την ημέρα που ολοκληρώνονταν οι εργασίες. Εδώ ήταν και το αδύνατο σημείο το οποίο οδήγησε σε αστοχίες, διότι 15 χρόνια αποδείχθηκε μικρό χρονικό διάστημα, καθώς λόγω της φύσεως των έργων πολλές φορές καθυστέρησε η κατασκευή, αυτό συνέβη στην Βάθεια Λακωνίας, επομένως μετά έμεινε ελάχιστος χρόνος να λειτουργήσουν οι ξενώνες υπό την διεύθυνση του ΕΟΤ και τα πήραν πίσω οι ιδιοκτήτες.» (Κατσιγιάννης Κ., 2016, βλέπε Παράρτημα 1) Όμως στα συμβόλαια κατά την άποψη του κ. Κατσιγιάννη, ένα άλλο αδύνατο σημείο, ήταν ότι δεν υπήρχε πουθενά όρος που να υποχρέωνε τους ιδιοκτήτες, ότι με την επιστροφή των ιδιοκτησιών τους, οι οποίες ήταν πλήρως εξοπλισμένες, να τις λειτουργήσουν ως έχουν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ο κάθε ιδιοκτήτης να πράξει κατά βούληση, όσον αφορά το μέλλον των ξενώνων. «[…] Έχουμε δυστυχώς παραδείγματα ιδιωτών που τα κλείδωσαν και έφυγαν, έχουμε άλλα παραδείγματα που τα χρησιμοποιούσανε για εξοχικές κατοικίες, πράγμα το οποίο ήταν εντελώς εκτός σχεδιασμού.» Αυτό όπως τονίζει και ο ίδιος ήταν καταστρατήγηση

42


του πνεύματος του προγράμματος και του σχεδιασμού που είχε προηγηθεί. (Κατσιγιάννης Κ., 2016, βλέπε Παράρτημα 1) Ο αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης σημείωνε την ίδια περίοδο, «[…] τα σπίτια που διαρρυθμίζουμε σε ξενώνες δεν τα αγοράζουμε (-έξω από ελάχιστες περιπτώσεις) ούτε τα απαλλοτριώνουμε, αλλά ζητάμε να μας τα δώσουνε οι ιδιοκτήτες τους για δέκα χρόνια. Στα δέκα αυτά χρόνια τα σπίτια – ξενώνες θα τα «λειτουργήσει» ο ίδιος ο ΕΟΤ και μετά θα τα επιστρέψει πίσω στους ιδιοκτήτες τους, όπως τα έχει διαρρυθμίσει, με όλες τις εγκαταστάσεις που θα έχουμε κάνει (υδραυλικές, αποχετευτικές, ηλεκτρολογικές κλπ.) και με όλη την επίπλωση και τον ρουχισμό και με άλλα σκεύη που θα τα έχουμε εξοπλίσει (πιάτα, ποτήρια, ψυγείο, κουζίνα με πετρογκάζ).» (Κωνσταντινίδης Α., 1977, σελ. 331) Αντίστοιχο διεθνές παράδειγμα, προστασίας και ανάδειξης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μιας χώρας μέσω του τουρισμού, αποτέλεσαν τα λεγόμενα Paradores στην Ισπανία, σύμφωνα με τον κ. Κατσιγιάννη, το οποίο λειτούργησε και ως παράδειγμα προς μίμηση και για τα Ξενία. Τα Paradores ήταν ένα πρόγραμμα που έκανε η Ισπανική κυβέρνηση το 1929, το οποίο μετέτρεπε παλιά κτίσματα, παραδοσιακά τα περισσότερα, κάστρα και μοναστήρια, σε ξενοδοχειακές μονάδες και ξενώνες, τα οποία όμως τα λειτουργούσε η ίδια μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αναστήλωσης. Γεγονός το οποίο παρατηρεί και καταγράφει και ο Δημήτρης Φιλιππίδης λέγοντας ότι μόνο μεταπολεμικά εμφανίστηκε η τάση της «απομίμησης» των παραδοσιακών οικισμών σε τουριστικά συγκροτήματα και τα ελληνικά πρότυπα ακολούθησαν ένα δυτικό προηγούμενο. (Φιλιππίδης Δ., 1984, σελ. 52) «Αυτό ήταν το έναυσμα, μάλλον ένα από τα παραδείγματα που ακολούθησε ο ΕΟΤ, ο οποίος φτιάχνοντας αυτά τα σπίτια σε ξενώνες τα λειτούργησε, για ορισμένα χρόνια, η ίδια η υπηρεσία του και στην συνέχεια τα επέστρεψε στους αρχικούς ιδιοκτήτες τους.» (Κατσιγιάννης Κ., 2016, βλέπε Παράρτημα 1) Το πρόγραμμα ήταν πετυχημένο στο μεγαλύτερο μέρος του και τα αποτελέσματά του είχαν αρχίσει να διαφαίνονται από τότε, με την ανάπτυξη των παραδοσιακών συνόλων, αλλά και την «φήμη» που άρχισαν να αποκτούν ως τουριστικοί προορισμοί και όχι μόνο. «[…] Εδώ, βέβαια, γεννιέται τώρα κάποιο πρόβλημα : - τι θα γίνει με αυτά τα σπίτια όταν θα τα ξαναπάρουνε πίσω οι ιδιοκτήτες του.» Η ανησυχία του Κωνσταντινίδη για το πρόγραμμα και το μέλλον των ξενώνων είναι εμφανής και δικαιολογημένη, από την στιγμή που δεν υπήρχε ουσιαστική μέριμνα και έλεγχος μετά την λήξη της σύμβασης με τους ιδιοκτήτες για τις κτιριακές εγκαταστάσεις που τους επέστρεφε η υπηρεσία. «[…] Μπορεί να θελήσουνε να τα κατοικήσουνε οι ίδιοι και να πάψουνε να τα λειτουργούνε σαν ξενώνες. […]» (Κωνσταντινίδης Α., 1977,σελ. 331) Παραδείγματα όπως η Βάθεια Λακωνίας (εικ. 8), επιβεβαίωναν την παραπάνω θέση, με τους ιδιοκτήτες, αφού τους επιστράφηκαν τα κτίσματα, να μην μπορούν να συμφωνήσουν οι κληρονόμοι μεταξύ τους ή απλά να μην τα αξιοποιούν και να τα αφήνουν στην ‘’μοίρα’’ τους και εν γένει στην ερήμωση. Αυτό είχε να κάνει σε ένα βαθμό με την λογική που επικρατούσε εκείνη την περίοδο απέναντι στις πρωτοβουλίες του κράτους αλλά και γενικά την επιφυλακτικότητα του κόσμου απέναντι στον τουρισμό. Χαρακτηριστικά αναφέ-

43


ρει, σε μία του ομιλία, ο Άρης Κωνσταντινίδης μια περίπτωση «[…] όπου σε κάποιον οικισμό, οι ιδιοκτήτες δε θέλανε να μας δώσουνε τα σπίτια τους και μας φωνάζανε : «δεν τόνε θέλουμε τον ‘’τουρισμό’’» (τι καλά, έλεγα μέσα μου, αν και δεν ξέρω ποια δυσπιστία ή ποια υστεροβουλία κρυβότανε πίσω απ’ αυτή την άρνηση).» (--, 1977, σελ. 331) Προσπαθώντας να κάνουμε μία αποτίμηση και αξιολόγηση του σχεδιασμού, των προθέσεων αλλά και του αποτελέσματος του προγράμματος αυτού καθεαυτού, άξιο αναφοράς είναι το ότι σε οικισμούς όπως τα Μεστά της Χίου, ο κόσμος επέστρεψε στον τόπο του, καθότι δημιουργήθηκαν νέα επαγγέλματα και νέες ασχολίες για αυτούς. Οπότε μας δίνεται η δυνατότητα να πούμε ότι η πρόθεση επιστροφής των κατοίκων στον τόπο τους ήταν πετυχημένη, με την παράλληλη και πολύ σημαντική όμως, διατήρηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του τόπου, βέβαια με διαφορετικό χαρακτήρα, αυτόν του τουρισμού. «Επίσης, στις επιτυχίες του προγράμματος είναι ότι έγιναν γνωστοί διεθνώς οι Παραδοσιακοί Οικισμοί της Ελλάδος, επίσης επιτυχία είναι το γεγονός ότι οι ιδιώτες αφού είδαν πώς γίνεται η δουλειά και εν πάση περιπτώσει θέλησαν να μιμηθούν τον ΕΟΤ, έβαλαν μηχανικούς και επισκεύασαν και αυτοί τα σπίτια τους και επομένως δημιουργήθηκε στην Ελλάδα ένας μεγάλος αριθμός ξενώνων που προέκυψαν σε Παραδοσιακούς Οικισμούς εκτός ΕΟΤ μετά από το πρόγραμμα του. Παράλληλα, πολλές φορές οι ίδιοι οι μηχανικοί οι οποίοι αναλάμβαναν να κάνουν αυτές τις επισκευές σε άλλα κτίσματα, έρχονταν στον ΕΟΤ να συμβουλευτούν τους μηχανικούς του για τον τρόπο της μελέτης και της κατασκευής τους.» Από αυτή την άποψη επομένως ήταν πετυχημένο το πρόγραμμα, όμως κατά περιπτώσεις απέτυχε όπως στην Βάθεια, όπου εκεί δυστυχώς δεν υπήρξε συνέχεια. (Κατσιγιάννης Κ., 2016, βλέπε Παράρτημα 1) «[…] Εκείνο επίσης που πρέπει να πω είναι ότι ανεξάρτητα από τον τρόπο που λειτούργησαν και εξελίχθηκαν τα κτίσματα, ο ΕΟΤ σε κάθε οικισμό από τους δέκα, κατασκεύασε και έργα υποδομής, όχι μόνο δηλαδή τα σπίτια, αλλά έφτιαξε δρόμους, δίκτυο αποχέτευσης, ύδρευσης, δεξαμενές κ.α. Επομένως, αυτά μείνανε ως επί το πλείστον και είναι σημαντικό γεγονός αυτό διότι χωρίς αυτά τα έργα δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν έτσι κι αλλιώς οι ξενώνες. […] Το κυριότερο είναι ότι οι μελέτες, που έγιναν αρχικά υπό την εποπτεία του Άρη Κωνσταντινίδη και στην συνέχεια και άλλων αρχιτεκτόνων, επετεύχθη να διατηρηθεί όχι μόνο η εξωτερική όψη του κτιρίου, στις οποίες πολλές φορές υπήρχαν και φωτογραφίες έτσι ώστε να δουν πως ήταν το κτίριο πριν την όποια του καταστροφή, προκειμένου να έχουμε την ίδια ακριβώς εξωτερική όψη, αλλά και στο εσωτερικό του κτίσματος. Παρά το γεγονός ότι έπρεπε να φτιάξουμε δωμάτια διατηρήθηκε ο παραδοσιακός τους χαρακτήρας, με την αξιοποίηση παλιών κρεβατιών, παλιών αντικειμένων για εξοπλισμό και σε ορισμένα δε αρχοντικά όπως στην Βυζίτσα του Πηλίου διακοσμήθηκαν με τοιχογραφίες τα ταβάνια όπως ήταν από παλιές φωτογραφίες, βάλαμε ειδικούς δηλαδή καλλιτέχνες να κάνουν αυτή την δουλειά, αυτό έγινε σε παλιά διώροφα και τριώροφα αρχοντικά αλλά και σε άλλους οικισμούς.» (--, 2016, βλέπε Παράρτημα 1)

44


Εικ. 13, Η παρέμβαση του ΕΟΤ στην Βάθεια Λακωνίας, πάνω μετά την αποκατάσταση 1986, και πριν 1975

45


46


Κεφάλαιο 04 Ο οικισμός της Βάθειας Λακωνίας

47


Εικ. 14, Απεικόνιση μέρους του οικισμού

Βασικό κριτήριο για την κατάταξη της Βάθειας ανάμεσα στους πρώτους παραδοσιακούς οικισμούς είναι η αυστηρή και απέριττη αρχιτεκτονική της μορφή. Οι πέτρινοι τοίχοι, οι καμάρες, τα μικρά ανοίγματα στις πόρτες και τα παράθυρα, οι πετρομάχοι και οι πολεμίστρες, οι τουφεκότρυπες και οι ψηλές μάντρες από ξερολιθιά, φανερώνουν τις πολεμικές αναμετρήσεις των κατοίκων με εγχώριους αντιπάλους και ξένους πειρατές. Τώρα, με το πρόγραμμα του ΕΟΤ τα κτίρια του χωριού θα επισκευαστούν, για να αναδειχθεί η παραδοσιακή αρχιτεκτονική τους όψη. Παράλληλα τα Βάθεια θα αποκτήσουν ξενώνες με νερό, ηλεκτρικό και τηλέφωνο, καθώς και επισκευασμένα κτίρια που θα λειτουργήσουν σαν μουσεία λαϊκής αρχιτεκτονικής τέχνης, με πιστή αναπαράσταση του εσωτερικού τους διακόσμου. (Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο, 1977)

48


Οι οικισμοί της Μάνης, από την άποψη της δομής και των βασικών χαρακτηριστικών στοιχείων οικήσεως, υπακούουν στους κοινούς μεσομανιάτικους κανόνες, που αναλύθηκαν στο δεύτερο κεφάλαιο, ξεχωρίζουν όμως και διαφοροποιούνται, σε μέγεθος, ρόλο, ανάπτυξη και ύφος. Στο παρόν κεφάλαιο θα αναλυθεί ο παραδοσιακός οικισμός της Βάθειας Λακωνίας, γνωστός οικισμός όχι μόνο εντός του ελλαδικού χώρου αλλά και εκτός, για την ιδιαίτερη «ομορφιά» του, μιας και θεωρείται ο «Παρθενώνας» της Μάνης για τους τουρίστες, αλλά και για το μυστήριο που κρύβει καθώς είναι οικισμός με ελάχιστους κατοίκους. Πιο συγκεκριμένα, θα προσδιορισθεί η γεωγραφική της τοποθεσία, η ιστορική της εξέλιξη, τα κοινωνικά και μορφολογικά της χαρακτηριστικά, αλλά και τον ρόλο που διαδραμάτισε ο ΕΟΤ και ο τουρισμός στην διαμόρφωση του οικισμού, όπως είναι τώρα, μέσω του προγράμματος των Παραδοσιακών Οικισμών. Τα στοιχεία αυτά θα πλαισιωθούν από χάρτες, τοπογραφικά και χωροταξικά σχέδια, μαρτυρίες κατοίκων και τοπικών φορέων, φωτογραφίες της περιοχής καθώς και επίσημα σχέδια και στοιχεία

Σχ. 1, Χωροταξική ρύθμιση Βάθειας – Ταίναρου σύμφωνα με τις μελέτες των μηχανικών του ΕΟΤ, 1980

49


καταγραφής από το αρχείο της τεχνικής υπηρεσίας του ΕΟΤ.

γεωγραφική θέση Ο παραδοσιακός οικισμός της Βάθειας Λακωνίας αποτελεί τμήμα της τοπικής ενότητας Μέσα Χωριά, στο νότιο τμήμα της χερσονήσου στην αποσκιερή Μάνη. Είναι χτισμένος στην κορυφή ενός λόφου σε υψόμετρο 200 μ., σε στρατηγική περίοπτη θέση (ακροπόλεως), δεσπόζοντας στη γύρω περιοχή, σε μικρή απόσταση από την θάλασσα (1,5 χλμ. από την βραχώδη ακτή), πάνω στο δρόμο, που σήμερα, οδηγεί από το Γερολιμένα στο Πόρτο Κάγιο και στο τελευταίο σημείο της χερσονήσου το ακρωτήρι Ταίναρο, μεγάλο μέρος του οποίου ήταν παλιότερα και στην κατοχή της. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 126) Στα περίχωρα του οικισμού συναντάμε λείψανα μεγαλιθικών οικήσεων, μικρές βυζαντινές εγκαταστάσεις και διάσπαρτες ου αγροικίες χτισμένες μετά τα μέσα του 19 αιώνα. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 114) Λίγο πριν τον οικισμό, σε απόσταση 800 μ. ΒΔ από αυτόν, συναντάμε τον μικροσυνοικισμό του Γουλά, αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός ξεμονιού του νότου με οργάνωση παλαιού τύπου. Σε υψόμετρο 130 μ., σε μια πλαγιά με νότιο προσανατολισμό, είναι ο πυρήνας από τον οποίο θα αναπτυχθεί η Βάθεια στην κορυφή του λόφου. (Καλλιγά Χ., 1979, σελ.126) Το πυκνοχτισμένο και εντυπωσιακό κτιριακό σύνολο που βλέπουμε σήμερα έχει έκταση 17 στρέμματα κι αποτελείται από 70 περίπου κατοικίες, 4 εκκλησίες, 2 πολεμικούς πύργους και 5 λιοτρίβια. (Σχ. 1 και 4) (Εικ. 15, 16)

Σχ. 2, Βόρεια Γενική Όψη οικισμού

Σχ. 3, Νότια Γενική Όψη οικισμού

50


Εικ. 15, Ο οικισμός από μακριά

Εικ. 16, Ο οικισμός από τον δρόμο προς το ακρωτήριο Ταίναρο

51


ιστορικό πλαίσιο Όπως και η Μάνη έτσι και η Βάθεια έχει μια μακραίωνη πολυτάραχη ιστορία. Με βεντέτες, πειρατεία, Ενετούς, Φράγκους και Τούρκους. Διαμορφώθηκε με τις διαδοχικές εγκαταστάσεις 4 «γενών» που με συνεχή κατοίκηση πύκνωσαν τις ιδιαίτερες γειτονιές τους. Γραπτές αναφορές για τον οικισμό έχουμε από τον 16ο αιώνα (1571), από τους Βενετούς σαν casale (χωριουδάκι) di Vathia. (Λαμπρινού Λ., 2001, σελ. 62) Όπως και η υπόλοιπη νοτιοδυτική Μάνη έτσι και η Βάθεια ήταν ένα μέρος απόμακρο χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με τους εκάστοτε κατακτητές της υπόλοιπης Ελλάδας. Κατάφερε έτσι να διατηρήσει πολλά από τα χαρακτηριστικά της αναλλοίωτα μέσα στους αιώνες. Ο σημερινός βασικός οικισμός διαμορφώθηκε κυρίως μετά το 18ο αι., άκμασε στο ΄β μισό του 19ου αι., με την γενίκευση της καλλιέργειας της ελιάς, η οποία έγινε η κύρια απασχόληση των κατοίκων και άρχισε να φθίνει από τις αρχές του 20ου αι. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 126) Τα περισσότερα κτίρια του χωριού, που συναντάμε σήμερα, πιο συγκεκριμένα το 60% χτίστηκαν ανάμεσα στα 1840 και τις αρχές του 1920, τότε που κατοικήθηκε και από τον μεγαλύτερο αριθμό κατοίκων που έφτασε τους τετρακόσιους. (Παπαντωνίου Κ., 1987, σελ. 33)

κοινωνικός ιστός και πληθυσμός Η κοινωνική διάρθρωση του οικισμού ακολουθεί το πατροπαράδοτο σύστημα της υπόλοιπης Μάνης, με τις «γενιές» να είναι το κυρίαρχο στοιχείο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ο πυρήνας του οικισμού ήταν 4 γένη, με τις αντίστοιχες γειτονιές τους (μαχαλάδες) και αναφέρονται με σειρά δύναμης, οι Μιχαλακιάνοι (με 40 σπίτια, πύργο, εκκλησία και τρία ελαιοτριβεία), οι Καραμπατιάνοι (με 20 σπίτια και ελαιοτριβείο), οι Καληδωνιάνοι (με 15 σπίτια, εκκλησία και πύργο από κοινού με τους Καραμπατιάνους) και τελευταίοι οι Κουτριγάροι (με επτά σπίτια) που ήταν και η πιο αδύναμη γενιά. (Λαμπρινού Λ., 2001, σελ. 62) Στα 1618 ο οικισμός αναφέρεται με 20 οικογένειες. Το 1700 υπήρχαν 54 οικογένειες και με συνολικό πληθυσμό 212 άτομα. Λίγο μετά την επανάσταση και πριν την σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, στα 1829 ο οικισμός είχε 50 οικογένειες με 330 άτομα, ο οποίος διατηρήθηκε σε αυτά τα νούμερα (300 – 400 άτομα), με σταθμό το 1907 όπου και επισημαίνεται με 440 κατοίκους, μέχρι τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου και μετά το τέλος του δεν είχαν απομείνει στον οικισμό παρά ελάχιου στες δεκάδες οικογένειες. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20 αιώνα (΄70 - ΄80) ο οικισμός είχε σχεδόν ερημωθεί και είχε μόνο 11 κατοίκους, κατά κύριο λόγο εποχιακοί, οι οποίοι μάλιστα ήταν άνω των 70 ετών ενώ ήταν σε χρήση επτά μόνιμες κατοικίες και 6 ως εξοχικές τους καλοκαιρινούς μήνες. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 118)

οργάνωση του οικισμού Η ασφάλεια και η άμυνα είχαν ζωτική σημασία για την κοινωνική σύνθεση, την αρχιτεκτονική του χωριού και την οργάνωση του οικισμού. Η οργάνωσή του ακολουθεί την γενικευμένη οργάνωση των Μανιάτικων οικισμών με τους μαχα-

52


λάδες, τις ρούγες, τους κοινούς πολεμόπυργους, τις εκκλησίες και τα πυργόσπιτα που ανήκουν σε κάθε γενιά και τα χωράφια πέριξ του οικισμού. Ο οικισμός διαθέτει 144 κτίρια, από τα οποία τα 92 ήταν κύριες κατοικίες και τα 52 βοηθητικά οικήματα (φούρνοι, στάβλοι, αποθήκες και λιοτρίβια). (Λαμπρινού Λ., 2001, σελ. 62) Από κτιριολογική άποψη, τα 90 περίπου κύρια κτίσματα κατοικίας διακρίνονται σε 40 μονώροφα και διώροφα παλιά μανιάτικα σπίτια, σε 35 διώροφα, τριώροφα και τετραώροφα πυργόσπιτα και σε 15 μονώροφα και διώροφα νεώτερα σπίτια. Τα κύρια κτίσματα τα συνοδεύουν 40 μονώροφα και διώροφα βοηθητικά προσκτίσματα. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 119) (Σχ. 5) Στην ΒΔ πλευρά είναι τα 20 περίπου σπίτια και ένα λιοτρίβι των Καραμπατιάνων. (Σχ. 6) Διαρθρώνονται σε δύο επιμέρους ομάδες. Δίπλα τους και προς το κέντρο του οικισμού είναι τα περίπου 15 σπίτια των Καληδωνιάνων με την ημιτελή εκκλησία τους και τον ερειπωμένο πλέον πολεμόπυργο (που τον είχαν από κοινού με τους Καραμπατιάνους). Στο Βόρειο τμήμα είναι η γειτονιά με τα 7 σπίτια και το εκκλησάκι Αγ. Νικόλαος των αδύναμων Κουτριγάρων. Σε νεώτερα χρόνια φτιάχτηκε δίπλα τους, ΒΔ της γειτονιάς, μια επέκταση του μαχαλά των Καραμπατιάνων με ένα λιοτρίβι, ένα κατάστημα – καφενείο και δύο συνεχόμενα σπίτια. Τέλος, σε όλη τη νότια πλευρά του χωριού παρατάσσονται τα 35 – 40 σπίτια των Μιχαλακιάνων. Διαρθρώνονται σε πέντε συνεχόμενες ομάδες. Στο μέτωπο που αντικρίζει τους Μιχαλακιάνους με τους Καληδωνιάνους υψώνεται ο συλλογικός Αντωνιάνικος πολεμόπυργος. Μια παλιά μικρή εκκλησία (η Υπαπαντή), μια νεώτερη εκκλησία (ο Α. Σπυρίδωνας) και τρία λιοτρίβια συμπληρώνουν την εγκατάσταση των Μιχαλακιάνων. Κάθε γενιά είχε τις δικές της ρούγες, όπως προαναφέρθηκε και ορισμένα ιδιαίτερα μονοπάτια που οδηγούσαν και στους αντίστοιχους αγροτικούς χώρους. (Σαΐτας Γ., 1990, σελ. 118) Ως απότοκο των παραπάνω, συμπεραίνουμε ότι ο οικισμός, αλλά και γενικά κατά κύριο λόγο, οι Μανιάτικοι οικισμοί διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους στον ελλαδικό χώρο, με ένα βασικό στοιχείο. Η ανάπτυξή τους ναι μεν είναι οργανική αλλά χωρίς την ύπαρξη ενός και μοναδικού κέντρου, γύρω από εκκλησίες ή από κάποιο άλλο δημόσιου χαρακτήρα κτίριο, αλλά οι πολλές διαφορετικές γειτονιές με τα πολλά διαφορετικά κέντρα, τις εκκλησίες ή τις ρούγες τους. Ταυτόχρονα, δεν παρατηρούνται πλατείες, λόγω του ότι οι γενιές μεταξύ τους δεν είχαν την ανάγκη της κοινής συνεύρεσης, παρά μόνο μεταξύ των μελών της κάθε φαμίλιας, αλλά και για στρατηγικούς λόγους (δίχως ανοιχτούς ακάλυπτους χώρους η άμυνα ήταν αποτελεσματικότερη σε πολυάριθμους εχθρούς). Σχολεία (εν ενεργεία) και χώροι για τις δραστηριότητες των παιδιών δεν υπάρχουν, το «παιχνίδι» γινόταν μέσα στο σπίτι ή έστω στην δικιά τους γειτονιά (συνήθως στην ρούγα που είχε) και ταυτόχρονα μικρός αριθμός ακολουθούσε τον «δρόμο των γραμμάτων» και του σχολείου, καθώς οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές (δύσκολη ζωή, ανάγκη για εργατικά χέρια για την καλλιέργεια των χωραφιών, αλλά και στη χρήση τουφεκιών λόγω των βεντετών κ.α.). Ο οικισμός μέχρι το 1975 δεν είχε δίκτυο ηλεκτροδότησης, νερού, τηλεπικοινωνιών, αποχέτευσης και δρόμου προσπέλασης, μόνο ένα ανηφορικό μονοπάτι έ-

53


φτανε ως εκεί μέχρι τα χρόνια της δικτατορίας. Το 1983 ο σημερινός δρόμος διαπλατύνθηκε και ασφαλτοστρώθηκε. (Παπαντωνίου Κ., 1987, σελ. 33)

αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της Βάθειας ακολουθούν πιστά τα γενικότερα στοιχεία μορφής της Μάνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρχιτεκτονική λιτότητα που χαρακτηρίζει τα κτίρια του οικισμού αντικατοπτρίζει τον λιτό βίο που είχαν οι ίδιοι οι κάτοικοί του. Το σπίτι αποτελείται από ένα ή δύο συνεχόμενα υπερυψωμένα δωμάτια, που στεγάζονται με ξύλινη δίκλινη στέγη. Κάτω απ' αυτά, το κατώι, διαμορφώνεται με πέτρινη θολωτή καμάρα. Σε μερικά απ' αυτά το κατώι αποτελεί μέρος του ίδιου του χώρου και διαμορφώνεται κάτω από την ξύλινη κρεβάτα-πατάρι, διαστάσεων 3,00 x 2,00 πάνω στην οποία τρώνε ή στρώνουν για τον ύπνο τους όλα τα μέλη της οικογένειας. Μοναδικά έπιπλα ένα σεντούκι, ένα χαμηλό στρογγυλό τραπέζισοφράς και κανένα σκαμνί η καρέκλα. Πέτρινες προεξοχές, κάποιο ξύλινο ράφι, οι μικρές εσοχές στο πάχος του τοίχου κι ο πέτρινος χειρόμυλος είναι η μόνη «διακόσμηση» του χώρου διαμονής. (Παπαντωνίου Κ., 1987, σελ. 34) Το πυργόσπιτο είναι η μεταβατική μορφή εξέλιξης του σπιτιού, σε πύργο. Στην αρχική του μορφή το αποτελούν ένα ή δύο συνεχόμενα δωμάτια διαστάσεων 3,00 x 4,00 περίπου ή ένα μεγαλύτερο 3,50 x 6,00 κι είναι στεγασμένο με δίκλινη στέγη κεραμιδιών ή σχιστόπλακας. Στην εξέλιξή του το ένα από τα δύο ή μέρος από το μεγάλο δωμάτιο, υπερυψώνεται σε μία ή δύο επιπλέον στάθμες. Το άλλο παραμένει χαμηλό στην αρχική του δίκλινη στέγη. (--, 1987, σελ.34) Ο πύργος, τέλος, που αποτελείται από ένα χώρο-δωμάτιο διαστάσεων περίπου 3,00 x 4,00 μ. και που επαναλαμβάνεται καθ' ύψος δύο ή τρεις φορές, σ' αντίστοιχες στάθμες πάνω απ' το ισόγειο-κατώι, με καμάρες ή ξύλινα πατώματα και καταλήγει σε ασκέπαστο δώμα διαμορφωμένο από ψηλό (2 μ.) περιμετρικό στηθαίο ξερολιθιάς κατάλληλο να εξυπηρετεί τις συχνές τους διαμάχες. Το ύψος των πύργων κυμαίνεται γύρω στα 11 μέτρα. Σε κάποια φάση της ζωής τους τα κτίσματα συμπληρώνονταν με παράσπιτα από ξερολιθιά. Χρησίμευαν σαν βοηθητικοί χώροι, φουρνόσπιτα-μαγειρεία ή πρόσθετα δωμάτια. Σε όλα τα κτίρια η επικοινωνία από όροφο σε όροφο γινόταν εσωτερικά απ' το λεγόμενο καταρράκτη, ένα πέρασμα δηλαδή, διαστάσεων 0,80 x 1 μ. περίπου, αφημένο στη γωνία του δωματίου. Μέσα σ' αυτό και την αντίστοιχη εσοχή του τοίχου, πέτρες κτισμένες με άνισο πλάτος, έτσι που αυτό να αυξάνει εκμεταλλευόμενο την καμπυλότητα της καμάρας του δωματίου, δημιουργούσαν τη σκάλα αναρριχήσεως από όροφο σε όροφο. Για να φτάσεις μέχρι την αρχή της καμάρας που άρχιζε γύρω στο 1,20, ανέβαινες ή με ξύλινη φορητή σκάλα ή με αφημένους λίθινους προβόλους – προεξοχές του τοίχου ή μπηγμένα μεταλλικά καρφιά. Αυτή η κατασκευή έχει μια ποικιλία στις μορφές και μια αξιομνημόνευτη ευρηματικότητα του κάθε κατασκευαστή. Μερικές φορές συνδυαζόταν και με το χειρόμυλο που συνήθως υπήρχε σε μια γωνιά του δωματίου. (--, 1987, σελ.34)

54


ερήμωση οικισμού Από το 1950 και μετά ο οικισμός αρχίζει να φθίνει. Ο πληθυσμός μειώνεται δραματικά και μεταφέρεται στα μεγάλα αστικά κέντρα και στο εξωτερικό, για αναζήτηση δουλειάς. Η Βάθεια αρχίζει να παίρνει τη μορφή χωριού «φάντασμα», σε αυτό, συνέβαλε δραστικά η μορφολογία και η δομή του εδάφους, η οποία δεν ευνοούσε την εκμηχάνιση της γεωργίας και ουσιαστικά την διατήρηση της αγροτικής παραγωγής ως του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου της περιοχής, αλλά και η έλλειψη ορισμένων κέντρων ικανών να καλύψουν τις βασικές ανάγκες των κατοίκων, αστικές λειτουργίες όπως η εκπαίδευση, η ιατρική περίθαλψη, η ψυχαγωγία κ.α. Το πατροπαράδοτο οικονομικοκοινωνικό μοντέλο, δηλαδή, παρακμάζει και η παράδοση, πλέον, αποτελεί μόνο υπενθύμιση των παλιών εποχών. Η Βάθεια και η Μάνη στο σύνολό της, αποτελούν τις πλέον απειλούμενες αγροτικές περιοχές της χώρας. Την κρίσιμη αυτή στιγμή εμφανίζεται ο ΕΟΤ ως «από μηχανής θεός» και με μια εκδήλωση κρατικής πρωτοβουλίας και παρέμβασης, προσπαθεί να δώσει νέες λύσεις για την επαναφορά των κατοίκων στα πατρικά τους και την «αναγέννηση» του οικισμού, μέσω του τουρισμού, ο οποίος γίνεται ουσιαστικά το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής παραγωγής, και εισηγείται το Πρόγραμμα των Παραδοσιακών Οικισμών, όπως έχει παρουσιαστεί και αναλυθεί, στο γενικό του πλαίσιο, στο προηγούμενο κεφάλαιο. (εικ. 17)

Εικ. 17, Ο οικισμός στα τέλη της δεκαετίας του ΄60.

55


τουρισμός στην Μάνη Αρχικά, τις τελευταίες δεκαετίες οι αξιολογήσεις των περιοχών της Πελοποννήσου, με κριτήρια τους πολιτιστικούς πόρους και τις τουριστικές προτιμήσεις, έχουν ξεχωρίσει τη Μάνη ως τόπο διεθνούς προβολής, μαζί με πέντε ακόμη αρχαιολογικούς και ιστορικούς τόπους, όπως είναι η Επίδαυρος, το Ναύπλιο και οι Μυκήνες, η Ολυμπία, η Σπάρτη με τον Μυστρά και η Μονεμβασία. «[…] Όλο και συχνότερα αναγνωρίζεται πλέον ότι η χερσόνησος διαθέτει μια ξεχωριστή και πολιτισμική αξία και αποτελεί σημαντικό πολιτισμικό κεφάλαιο όχι μόνον στον περιφερειακό και εθνικό αλλά και στον ευρωπαϊκό, μεσογειακό και διεθνή χώρο. […]» (Σαΐτας Γ., 1994, σελ. 1) Ωστόσο, μέχρι τώρα η άνοδος του τουρισμού είναι συγκρατημένη και βασίζεται κυρίως στον περιηγητικό τουρισμό με πολύ μικρό αριθμό διανυκτερεύσεων. Κάτι το οποίο διαπιστώνεται εάν κάποιος συγκρίνει τις επισκέψεις στα Σπήλαια Διρού με τον αντίστοιχο αριθμό αφίξεων – διανυκτερεύσεων από τα ξενοδοχειακά καταλύματα και τα camping της περιοχής. Ειδικότερα για τη Βάθεια καταρτίσθηκε πρόγραμμα για τη διατήρηση και ανάδειξη 13 του οικισμού σε πόλο έλξης επισκεπτικού (περιηγητικού) τουρισμού με δυνατότητες διαμονής σε ξενώνες και παράλληλη δημιουργία μουσειακής – μνημειακής υποδομής ώστε να επιτευχθεί ένα σύνθετο κοινωνικό οικονομικό και πολιτιστικό όφελος. (--, 1994, σελ. 4)

πρόγραμμα παρέμβασης του ΕΟΤ στον οικισμό Ολόκληρη η περιοχή της Μάνης, ανέκαθεν φτωχή σε φυσικούς πόρους, είχε κατορθώσει ωστόσο κατά περιόδους να συγκεντρώσει αρκετό πληθυσμό, να αναπτύξει αξιόλογη δραστηριότητα και να αποκτήσει μια δικιά της πολιτιστική φυσιογνωμία. Έτσι και η Βάθεια. Ο ΕΟΤ στηριζόμενος σε αυτά τα σημεία και με σεβασμό στην φύση και στην πολιτιστική κληρονομιά, σχεδίασε και εκπόνησε το πρόγραμμα αυτό: «[…] Το πρόγραμμα Παραδοσιακών Οικισμών του ΕΟΤ στην Μάνη (1975) δημιουργεί ξενώνες και συμπληρωματικές εγκαταστάσεις (εστιατόρια, καφενεία κλπ.) σε επιλεγμένους οικισμούς, όπως η Βάθεια και η Αρεόπολη. Ειδικότερα για την Βάθεια είχε καταρτισθεί πρόγραμμα για τη διατήρηση και ανάδειξη του οικισμού σε πόλο έλξης επισκεπτικού τουρισμού με δυνατότητες διαμονής σε ξενώνες και παράλληλη δημιουργία μουσειακής και μνημειακής υποδομής ώστε να επιτευχθεί ένα σύνθετο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό όφελος.» (Σαΐτας Γ., 1994, σελ. 4) Την στιγμή που σημειώνει τα παραπάνω, ο Αρχιτέκτων Γιάννης Σαΐτας (ο οποίος συγκεκριμένα συμμετείχε στο πρόγραμμα για την Βάθεια), έχουν ήδη περάσει 18 χρόνια από την έναρξή του και δεν έχει υλοποιηθεί, ακόμα, το πρόγραμμα στο σύνολό του. 13

Επισκεπτικός τουρισμός ή τουρισμός διακοπών και εκδρομών, ανάλογα με την διάρκεια παραμονής στον τόπο που πραγματοποιείται. Αποτελεί λοιπόν μια μορφή τουρισμού που οι χρήστες του απλά είναι επισκέπτες χωρίς κάποια διαμονή στον τόπο αυτό.

56


Σημαντικό βήμα στον τομέα της νομοθετικής κατοχύρωσης οικισμών ως παραδοσιακούς, πραγματοποιήθηκε το έτος 1974, όπου το 78% των μανιάτικων οικισμών καταγράφηκαν ως παραδοσιακοί (έναντι ποσοστού 20% για την υπόλοιπη Πελοπόννησο, ενώ το έτος 1978, 71 χωριά, το 31 % των οικισμών της Μάνης, δηλαδή, νομοθετήθηκαν ως παραδοσιακά (έναντι ποσοστού 0,6% για την υπόλοιπη Πελοπόννησο). (Σαΐτας Γ., 1995) Γεγονός το οποίο ήταν απαραίτητο προκειμένου να γίνει οποιαδήποτε παρέμβαση στους οικισμούς.

κριτήρια επιλογής Εκτός από τον ιδιαίτερο, αυθεντικό, απέριττο και αυστηρό μορφολογικό χαρακτήρα που είχε ο οικισμός, κριτήριο επιλογής για την ένταξή του στο πρόγραμμα αποτέλεσε και ο βασικός ρόλος που διαδραμάτισε στην ιστορική εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής. Ήταν ένα οικιστικό συγκρότημα με έναν αξιοσημείωτο αριθμό πύργων και δυνατών γενιών με υπολογίσιμη οικονομική και κοινωνική επιρροή. (Κατσιγιάννης Κ., 2016, βλέπε Παράρτημα 1) Ταυτόχρονα, η σχεδόν πλήρης εγκατάλειψη του είχε ως αποτέλεσμα την αρκετά ικανοποιητική διατήρηση των κτιρίων και την πιο άμεση και γρήγορη αποκατάστασή τους, πράγμα το οποίο στην συνέχεια, όμως, διαψεύστηκε μιας και οι μηχανικοί αντιμετώπισαν αρκετές δυσκολίες στην εύρεση των πρώτων υλών αλλά και στην στατική επίλυση για την διατήρηση των κτιρίων.

στόχοι παρέμβασης Ο στόχος της παρέμβασης στην Βάθεια ακολουθούσε τις αρχές και τους στόχους του γενικότερου πλαισίου του προγράμματος, είχε όμως χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούσαν σε μικρό βαθμό από τους υπόλοιπους οικισμούς. Γενικότερα, ο οικισμός εξ αρχής δεν διέθετε καμία κοινόχρηστη εξυπηρέτηση, οπότε παρουσιάστηκε η ανάγκη της λειτουργικής αυτοτέλειας της γειτονιάς που θα γινόταν η παρέμβαση, ώστε να λειτουργήσει ανεξάρτητα από την εξέλιξη του υπόλοιπου προγράμματος. Έτσι, στην οργάνωση της γειτονιάς περιελήφθη ένας χώρος υποδοχής και εξυπηρέτησης, ένα καφενείο, εστιατόριο, μικρό Λαογραφικό Μουσείο, κοινόχρηστοι χώροι υγιεινής και 55 κλίνες σε ξενώνες (βέβαια το τελικό σχέδιο του ΕΟΤ είχε 120 – 150 κλίνες (Μποζινέκι – Διδώνη Π., 2009, σελ. 30) ). Παράλληλα, στόχο αποτελούσε οι αρχιτεκτονικές λύσεις να προσφέρουν ανεξάρτητα και πλήρη διαμερίσματα στους αντίστοιχους ιδιοκτησιακούς χώρους κάθε κτιρίου, για καθέναν από τους ιδιοκτήτες τους, μιας και τα κτίρια είχαν πολλούς ιδιοκτήτες. Ο βασικός όμως στόχος της συγκεκριμένης παρέμβασης ήταν οι προτάσεις να ικανοποιούν «την παραμονή σε καταλύματα τουριστών με υψηλά εισοδήματα», κάτι που στην πορεία, όμως, δεν διατηρήθηκε, αφού ούτε ο περιβάλλων χώρος προδιέθετε, αλλά ούτε κι οι δυνατότητες που παρείχαν τα ίδια τα κτίρια συντελούσαν σε αυτό. (Παπαντωνίου Κ., 1987, σελ. 35)

57


Πιο συγκεκριμένα, η παρέμβαση δεν έπρεπε, να επηρεάσει, κατά το δυνατόν, την όλη μορφή και τη σχέση των όγκων των κτιρίων. (με αυτή τη λογική δεν τροποποιήθηκαν τα ύψη και οι υπόλοιπες διαστάσεις των κουφωμάτων ή των χώρων). Έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τα ίδια υλικά με σκοπό να επιτευχθούν «συγγενικές μορφές» με τα υπάρχοντα στοιχεία και όχι η δημιουργία «εντυπώσεων» με νέες λύσεις. Αποκλείστηκε, εξ’ αρχής, η χρήση και η προβολή μοντέρνων υλικών σε αντιπαράθεση με τα παραδοσιακά, επειδή η παρέμβαση θα γινόταν σε σύνολο οικισμού και όχι σε μεμονωμένα κτίσματα. Έπρεπε η νέα χρήση που θα δινόταν στους χώρους να μην κατακερματίσει τις αναλογίες και τις διαστάσεις τους, έστω και με κάποιες παραδοχές σε βάρος της επιδιωκόμενης λειτουργικότητας. Να μην καταστραφούν οι επί μέρους κατασκευές, προς χάριν των απαιτήσεων ή των συνηθειών της άνετης διαβίωσης. Τέλος, θα επιδιωκόταν η πιο άνετη και ανεξάρτητη προσπέλαση των ορόφων, χρησιμοποιώντας σαν ενδιάμεσες στάθμες τα δώματα των παράσπιτων που υπήρχαν ή που προστέθηκαν για να εξυπηρετήσουν άλλες χρήσεις. (--, 1987, σελ. 36) Η πρόταση έτσι όπως είχε διαμορφωθεί, βάση των στόχων και των δυσκολιών, περιελάμβανε τη μετατροπή 30 κτιρίων σε ξενώνες με 130 κλίνες και 10 σε κτίρια υποστήριξης, δύο μουσεία, δύο εστιατόρια, δύο κτίρια με καταστήματα, ταχυδρομείο και τράπεζα. Επίσης, περιελάμβανε την αποκατάσταση των τεσσάρων εκκλησιών και των δύο πύργων, τη στερέωση των υπόλοιπων κτιρίων του χωριού, την ανακατασκευή των διαδρομών μέσα στο χωριό και των δικτύων κοινής ωφέλειας. Προγραμματιζόταν η δημιουργία νέου οικισμού στην παραλιακή ζώνη για τη μετεγκατάσταση των κατοίκων που θα επέστρεφαν πίσω στον οικισμό. Η περιοχή κατοχυρώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (από το 1978 και από το ΥΠΕΧΩΔΕ) σαν διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός, και σαν περιοχή ιδιαίτερου κάλλους χρήζουσα ειδικής μέριμνας από το κράτος. (Λαμπρινού Λ., 2001, σελ. 63)

υλοποίηση του προγράμματος Προτού οι εργασίες ξεκινήσουν, καθορίστηκε το νομικό πλαίσιο που θα γινόταν το πρόγραμμα, με τις δύο πλευρές, τον ΕΟΤ και τους ιδιοκτήτες, να υπογράφουν συμβόλαια επικαρπίας, τα οποία είχαν ισχύ για 11 χρόνια. Στο χρονικό αυτό διάστημα η υπηρεσία ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει συμβολικό ενοίκιο στους ιδιοκτήτες, ενώ εκείνοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις αναστηλωμένες ιδιοκτησίες τους, μόνο, για δύο εβδομάδες τον χρόνο, ενώ θα τους επιστρέφονταν εξ’ ολοκλήρου μετά τη λήξη της περιόδου αυτής. Το ιδιαίτερο αυτής της συμφωνίας ήταν ότι κανένας μόνιμος κάτοικος δεν θα παρέμενε στο χωριό εκτός από το προσωπικό το οποίο θα εργαζόταν εκεί, κατά την τουριστική περίοδο. (--, 2001, σελ. 62) Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1976. Αρχικά, μετά την εγκατάσταση των απαραίτητων δικτύων υποδομής, ήταν η διευθέτηση των προσβάσεων και η αποκατάσταση του πρώτου ξενώνα, ώστε να αρχίσει άμεσα η λειτουργία του πράγμα που συνέβη μέσα στο 1977. Το πρόγραμμα χωρίστηκε σε φάσεις. Η πρώτη φάση περιελάμβανε

58


την μετατροπή εννέα κτιρίων σε ξενώνες και κτίρια εξυπηρέτησης του οικισμού (η υποδοχή, που τοποθετήθηκε σε ένα παλιό ελαιοτριβείο, το ένα εστιατόριο με το καφενείο, το μουσείο, η τράπεζα και το ταχυδρομείο) (Σχ. 10, 11 και 12) (εικ. 18, 19, 20, 21, 22 και 23). Τα συμβόλαια που υπογράφτηκαν με τις 35 οικογένειες από τις 70 που βρέθηκαν, ποσοστό που αγγίζει το 40% των κτιρίων του χωριού, ήταν για 11 χρόνια, περίοδος όμως που αποδείχτηκε μικρή, οπότε υπογράφτηκε μια επιπλέον παράταση πέντε χρόνων που και πάλι όμως δεν αρκούσε και έτσι το πρόγραμμα στο σύνολό του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. (--, 2001, σελ. 62 – 63) Πολύ βασικό στοιχείο για την μετέπειτα εξέλιξη του οικισμού και την βιωσιμότητα του προγράμματος, ήταν η μελέτη της κατασκευής των δικτύων παροχών ΔΕΗ, ΟΤΕ, νερό και αποχετεύσεως (Σχ. 13, 14, 15), με τρόπο τέτοιο ώστε να γίνουν υπόγεια και σε ενιαίο σκάμμα (χαντάκι) για λιγότερη ζημιά στα δρομάκια και τις μάντρες. Όμως, κάτι τέτοιο προϋπέθετε την εφαρμογή του προγράμματος στο σύνολο του οικισμού και φυσικά δεν γινόταν να επιδιωχθεί στην ά φάση των εργασιών. Έτσι, οι μηχανικοί το πρόβλημα της ηλεκτροδότησης των κτιρίων το έλυσαν, προσωρινά, όχι μέσω εναέριων καλωδίων, όπως γίνεται συνήθως, αλλά πάνω στους τοίχους των σπιτιών, υπήρξαν όμως θέματα από την πλευρά των προδιαγραφών και των θεσπισμένων κανόνων σε ζητήματα ασφάλειας, τα οποία βέβαια ξεπεράστηκαν. Για την αποχέτευση, στα πρώτα σχέδια, επιδιώχθηκε η κατασκευή ενός περιμετρικού για τον οικισμό σωλήνα αποχέτευσης, που θα κατέληγε σε εγκατάσταση βιολογικού καθαρισμού. Στην ά φάση όμως εγκαταστάθηκε σε τμήμα της περιμέτρου ένας αριθμός από σηπτικούς και απορροφητικούς βόθρους μιας και δεν ήταν δυνατό ν’ αντιμετωπιστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς για τη διαδρομή των εγκαταστάσεων. (Παπαντωνίου Κ., 1987, σελ. 38)

Εκ. 18, Η είσοδος του οικισμού και της γειτονιάς που ανακαινίστηκε από τον δρόμο

59


Εικ. 19, Το εστιατόριο (αριστερά) και η σκάλα που οδηγούσε στο καφέ – bar πάνω από το εστιατόριο

60


Σχ. 7, Κτίσματα Ά Φάσεως Εργασιών Αξιοποιήσεως ΕΟΤ, 1978

Εικ. 20, Η είσοδος του οικισμού από μέσα και το κτίριο υποδοχής (reception) στα δεξιά

61


Σχ. 10, Μελέτη δικτύου ΔΕΗ – ΟΤΕ στον οικισμό, 1983

Εικ. 21, Μέσα στον οικισμό

62


Πιο συγκεκριμένα, το συγκρότημα των κοινόχρηστων λειτουργιών που υλοποιήθηκε, περιελάμβανε την υποδοχή – αναψυκτήριο, το εστιατόριο και το καφέ – μπαρ, κοινόχρηστα WC και έναν μικρό ξενώνα που θα στέγαζε τον υπεύθυνο του συγκροτήματος. (--, 1987, σελ 38) Το εστιατόριο επιλέχτηκε για αυτή τη χρήση, γιατί είχε καλή θέα και τη δυνατότητα της αξιοποίησης του υπαίθριου χώρου που βρισκόταν μπροστά του αλλά και για τις πιο μεγάλες διαστάσεις που είχε εσωτερικά. Ταυτόχρονα, ήταν από τα νεώτερα κτίρια, στον οικισμό, και δεν είχε ολοκληρωθεί. Υπήρχαν μόνο οι εξωτερικοί τοίχοι χωρίς πατώματα και στέγη και στον όροφο είχε την ανοιχτή καμάρα. Με τη λύση που έδωσαν οι μηχανικοί διατηρήθηκε στην ΄β στάθμη η καμάρα, ο λιακός – βεράντα και η εξωτερική μορφή του κτιρίου. Η μόνη προσθήκη που έγινε ήταν μια εξωτερική σκάλα, για την ανεξάρτητη χρήση των ορόφων και για να μην μικρύνουν εσωτερικά οι χώροι. Η κουζίνα (αποθήκη κλπ.) τοποθετήθηκε στο ισόγειο για να σερβίρει στην υπαίθρια τραπεζαρία – βεράντα που διαμορφώθηκε προς τη θέα. Κάτω από την βεράντα αυτή διαμορφώθηκαν βοηθητικοί χώροι και τα κοινόχρηστα WC επισκεπτών και προσωπικού. Στην πρώτη στάθμη έγινε η κλειστή τραπεζαρία σε συνδυασμό με το χώρο της ανοιχτής καμάρας σαν στεγασμένη βεράντα. Στην ΄β στάθμη, το μπαρ – καφετέρια με ανεξάρτητη λειτουργία για όλες τις ώρες της μέρας. Το κτίριο του εστιατορίου συνεπώς, μελετήθηκε σαν μια μικρή ενότητα με το χώρο υποδοχής, με τον οποίο συνδέεται μέσω μικρής αυλής και με ένα αυτοτελή ξενώνα 5 κλινών που γειτονεύει μ’ αυτά και που διαμορφώθηκε ως ένα από τα λίγα παραδείγματα ισόγειων σπιτιών με αυλή του Οικισμού. (--, 1987, σελ. 38 – 39) (Σχ. 10) (Εικ. 19, 23 και 25) Στοιχείο το οποίο πρέπει να τονιστεί ήταν το γεγονός ότι οι μηχανικοί αντίκρισαν μια εικόνα αρκετά διαφορετική από αυτή που σχεδίαζαν, καθώς η παλαιότητα των κτιρίων και η ελλιπή τους συντήρηση κατέστησαν τα κτίσματα σε ερειπώδη κατάσταση, με αποτέλεσμα οι εργασίες να καθυστερούν αντιμετωπίζοντας αρκετές δυσκολίες εκτός των άλλων, γεγονός που αποδεικνύουν και τα παρακάτω σχέδια (Σχ. 19 και Σχ. 20). Στα «καλά» του προγράμματος, όπως τονίζει και ο υπεύθυνος Αρχιτέκτονας μηχανικός για την Βάθεια, Κωστής Παπαντωνίου, «[…] Υπήρξε απόλυτος σεβασμός στις μορφές και τα μεγέθη των χώρων, των ανοιγμάτων, τις στέγες, τα πατάρια κλπ. Μορφές που συναντώνται και στην ευρύτερη περιοχή, χωρίς να αποτελούν απαραίτητα πιστή αναπαράσταση της αρχικής μορφής του κάθε κτιρίου.» (--, 1987, σελ. 39) Συνεχίζει αναφέροντας ότι έγινε προσπάθεια τα υλικά, οι διατομές και τα σχήματα των κατασκευών να έχουν απλές μορφές μια και οι αρχικές ήταν κατασκευές φτιαγμένες συνήθως από τους ίδιους τους χρήστες κι όχι από εξειδικευμένα συνεργεία μαστόρων. Ταυτόχρονα, δεν προστέθηκαν νέοι όγκοι και ό,τι αποκαταστάθηκε, γενικά, τοποθετήθηκε πάνω σε υπάρχοντα θεμέλια. (--, 1987, σελ. 39)

63


Εικ. 22, Μέσα στον οικισμό, πύργος Εξαρχάκου, στα αριστερά

64


Σχ. 11, Μελέτη δικτύου Υδρεύσεως στον οικισμό, 1983

Σχ. 12, Μελέτη δικτύου αποχέτευσης στον οικισμό, 1983

65


Σχ. 13, Δρόμοι και μονοπάτια στον οικισμό, 1976

Σχ. 14, Υφιστάμενες χρήσεις, 1976

66


Σχ. 16, Κατάσταση κτιρίων, 1976

Σχ. 17, Παλαιότητα κτιρίων, 1976

67


68

Σχ. 15, Φυσικά


δεδομένα, 1976

69


Σχ. 18, Αξιολόγηση κτιρίων, 1976

Σχ. 19, Τυπολογία κτισμάτων, 1976

70


Σχ. 20, Αρίθμηση κτιρίων, 1976

Εικ. 23, Το εστιατόριο με το μπαρ στον τελευταίο όροφο, από την αυλή

71


αποτίμηση του προγράμματος Ακόμα και έτσι, το 1992 το όλο πρόγραμμα εγκαταλείφθηκε και στα 16 αυτά χρόνια μετακατασκευάστηκαν μόνο επτά κτίρια, τα πυργόσπιτα Γιαννάκου, Μητσάκου, Εξαρχάκων και Κεραμειδά, το σπίτι του Γιαννουλάκου, το μουσείο, και η κεντρική μονάδα υποδοχής – εστιατορίου και παράλληλα επισκευάστηκε ο κεντρικός πύργος προκειμένου να μην αποτελεί κίνδυνο. Η μονάδα λειτούργησε ως το 1998, οπότε και έκλεισε ως ασύμφορη. (Λαμπρινού Λ., 2001, σελ. 63) «[…] Είναι γεγονός ότι όταν ο ΕΟΤ ξεκίνησε την προσπάθεια αναβίωσης των έξι οικισμών, η Βάθεια ήταν η περισσότερο υποβαθμισμένη και προβληματική.» (Παπαντωνίου Κ., 1987, σελ. 39) Ένα από τα μεγάλα ζητήματα που δεν διευθετήθηκαν ποτέ ήταν το ότι η υπηρεσία του ΕΟΤ δεν κατάφερε να δεσμεύσει τους ιδιοκτήτες, που θα τους επιστρέφονταν τα οικήματα πίσω, την μετέπειτά τους χρήση και ουσιαστικά την τύχη που θα είχαν ως έτοιμοι προς λειτουργία ξενώνες. Παράλληλα, «[…] η διαφήμιση του έργου, που θέλοντας και μη έγινε, ο δρόμος που φτιάχτηκε, το ρεύμα που πήγε, η δεξαμενή του νερού που γίνεται, ο τουρισμός της γύρω περιοχής δημιούργησαν πια την υπεραξία στη γη, τα αυθαίρετα άρχισαν να ξεφυτρώνουν, το ενδιαφέρον για αγοραπωλησίες άρχισε και στη Μάνη και αυξάνει με ρυθμούς απρόβλεπτους.» με το θεσμικό πλαίσιο προστασίας να είναι ισχνό και ουσιαστικά ανύπαρκτο και με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελέγξει και να προβλέψει το οτιδήποτε και όποια προσπάθεια έγινε τότε από τους μηχανικούς του ΕΟΤ σε συνεργασία με το Υπουργείο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ) για την θεσμοθέτηση όρων δόμησης, ναυάγησε πριν καν ολοκληρωθεί. (--, 1987, σελ. 39) Πιο συγκεκριμένα όμως, οι παράγοντες αποτυχίας ολοκλήρωσης του προγράμματος αναφέρονται σε δύο καθοριστικά επίπεδα. Στο επίπεδο των στόχων και των αποφάσεων, δηλαδή τη στρατηγική επέμβασης και το κατά πόσο οι προτάσεις ήταν υλοποιήσιμες, και στο επίπεδο της εφαρμογής του προγράμματος, δηλαδή τη διαχειριστική του πολιτική. Στο πρώτο επίπεδο, πιθανή αιτία, όπως αναφέρει και η αρχιτέκτονας Λαμπρινού Λένα, ήταν η «[…] αταίριαστη νέα χρήση σε σχέση με την αρχιτεκτονική φύση των κατασκευών. Οι οχυρές αυτές κατασκευές, λιτές από πλευράς ανέσεων, παρουσίαζαν ιδιαίτερες δυσκολίες στη μετατροπή τους σε πολυτελή τουριστικά καταλύματα. […]» (Λαμπρινού Λ., 2001, σελ. 63) Κάτι το οποίο βέβαια και οι ίδιοι οι μηχανικοί του ΕΟΤ όταν καλέστηκαν να αντιμετωπίσουν αυτό το θέμα επέλεξαν την όχι και τόσο «πολυτελή διαμονή» ως λύση του. Ταυτόχρονα, στο ίδιο επίπεδο των αποφάσεων, «[…] η λύση του τουρισμού, […] σε συνδυασμό με την απομάκρυνση των κατοίκων από το χωριό και τη μεταφορά τους σε παραθαλάσσιο οικισμό, (η πρωτοβουλία της μεταφοράς των κατοίκων σε παραθαλάσσιο οικισμό είναι μια κίνηση και πράξη η οποία δεν διασταυρώνεται από άλλες πηγές, ότι αποτελούσε στόχο και κίνηση στο πρόγραμμα για την Βάθεια) αγνοεί τη σοβαρότητα της κοινωνικής αξίας του οικισμού, η οποία είναι βασικό ζητούμενο τόνωσης σε κάθε προσπάθεια αναβίωσης ενός οικισμού. Η επίσημη αναγγελία του ΕΟΤ το 1983 υπόσχεται: «… όχι μια μουσειακή αναστήλωση, αλλά μια

72


δυναμική προστασία και αναβίωση του οικισμού…». Αυτονόητο είναι, όμως, ότι μόνο η ενεργός και αυθόρμητη παρουσία κατοίκων είναι αυτή που οδηγεί σε αληθινή αναβίωση ενός τόπου. […]» (Λαμπρινού Λ., 2001, σελ. 63) Η παραπάνω θέση, ακόμα και στην περίπτωση του να μην ισχύει, δηλαδή ότι υπήρχε ρήτρα μέσα στα συμβόλαια, για την μετακίνηση των εναπομείναντων κατοίκων σε άλλον οικισμό, σίγουρα η όποια προσπάθεια αναβίωσης του οικισμού θα αποτύγχανε, όποιες και αν ήταν οι πρωτοβουλίες, χωρίς την ενεργό συμμετοχή των κατοίκων, γεγονός που τελικά πραγματοποιήθηκε. Και στο δεύτερο επίπεδο, αυτό της διαχειριστικής του πρακτικής, χαρακτηριστικό είναι όπως αναφέρθηκε και παραπάνω η αδυναμία δέσμευσης των επόμενων ιδιοκτητών για την χρήση των κτιρίων τους. Αυτό ήταν ένα από τα αποτελέσματα της ανεπαρκούς διαχείρισης του προγράμματος μετέπειτα, όχι μόνο από την υπηρεσία του ΕΟΤ και την τοπική αυτοδιοίκηση αλλά και από τους ίδιους τους κατοίκους, με την απροθυμία συνεργασίας που εμφάνισαν από την πρώτη στιγμή της έναρξης του προγράμματος, την εχθρική τους στάση απέναντι στο εγχείρημα και τις ανταγωνιστικές κινήσεις για την υπονόμευσή του. (--, 2001, σελ. 63)

Εικ. 24, Η υποδοχή της μονάδας στην σημερινή της κατάσταση

73


Εικ. 25, Οι πύργοι Γιαννακάκου αριστερά και Εξαρχάκου δεξιά

Εικ. 7426, Η καφετέρια με το εστιατόριο στο εσωτερικό θολωτό μπαλκόνι


Εικ. 27, Η Βάθεια από τον δρόμο

Εικ. 28, Η Βάθεια από ψηλά

75


ο οικισμός σήμερα Από τότε μέχρι και τις μέρες μας ο οικισμός παραμένει ως έχει, «νεκρός» στο μεγαλύτερό του μέρος, με 2 έως 5 μόνιμους κατοίκους οι οποίοι την τουριστική περίοδο δεν ξεπερνάνε τους δέκα. Κατάλυμα με μόνιμη τουριστική εξυπηρέτηση στον οικισμό δεν υπάρχει, καθώς και καταστήματα με αστικές λειτουργίες εξυπηρέτησης πελατών, είτε για τους μόνιμους κατοίκους είτε για τους τουρίστες. Αποτελεί μονάχα ένα τουριστικό αξιοθέατο για τους περιηγητές τουρίστες και τους γύρω περαστικούς. Ένα ανοιχτό μουσείο, στο οποίο, περιστασιακά λειτουργούν μερικοί ξενώνες (ενοικιαζόμενα δωμάτια), που δεν ξεπερνάνε τους 2 – 3 και μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι ένα μέρος γαλήνιο, με έντονη ιστορικότητα, που όποιος βρει στο διάβα του το χωριό της Βάθειας, εκτός του δέους που θα νιώσει λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα και του τοπίου που την περιβάλει, θα ταξιδέψει πίσω στον χρόνο. Τότε που η πειρατεία ήταν καθημερινότητα, οι βεντέτες και οι έριδες μεταξύ των γενεών ήταν θέμα επιβίωσης και υπόληψης. Περπατώντας στα στενά δρομάκια περιβάλλεται από μισοερειπωμένους πύργους και άδεια σπίτια έτοιμα να εξιστορήσουν έναν αλλιώτικο τρόπο ζωής, άλλα ιδανικά και άλλα ήθη και έθιμα. Έναν άλλον πολιτισμό λιτό αλλά με ουσία. Με την απόλυτη ησυχία να κυριαρχεί γύρω, ο επισκέπτης έρχεται σε επαφή με την φύση και την ιστορία, μόνος όμως, μιας και η πιθανότητα να συνομιλήσει με «Βαθιάτη» είναι πολύ μικρή έως και μηδαμινή. Ακόμα και στην περίπτωση, όμως, που αυτό θα γίνει, είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει κοινός τόπος στην συζήτηση, μιας και για τους κατοίκους η περίπτωση της Βάθειας είναι μια «πονεμένη ιστορία», μια ιστορία που έχει αφεθεί πλέον πίσω και σχεδόν κανείς δεν επιθυμεί να μιλάει για αυτήν, με ιδιαίτερο σημείο την επέμβαση αναστήλωσης και αλλαγής χαρακτήρα του οικισμού, από τον ΕΟΤ, καθώς πολλές οικογένειες μεταξύ τους βρίσκονται ακόμα σε «εμπόλεμη κατάσταση», με κύριο θέμα το κληρονομικό. Μπορεί ο ΕΟΤ με το συγκεκριμένο πρόγραμμα να επιδίωκε την αναζωογόνηση του οικισμού και οι προθέσεις να ήταν «καλές» με μοναδικό τους γνώμονα τους κατοίκους, το γύρω περιβάλλον αλλά και τον ίδιο τον οικισμό στο σύνολό του εν γένει, αλλά, επιλέγοντας το εργαλείο του τουρισμού ως την κινητήρια δύναμη για να πετύχει τους στόχους του, πραγματοποίησε μια έντονη τομή στην ίδια την ιστορική συνέχεια του οικισμού καθώς και μια βίαιη και απότομη αλλαγή των χρήσεων γης. Γεγονός που κατέστησε την Βάθεια ως τον μοναδικό πανελλαδικά «αποτυχημένο» παραδοσιακό οικισμό μέσα στα πλαίσια του συγκεκριμένου προγράμματος. Έναν οικισμό γαλήνιο και επιβλητικό από την μία αλλά απόμακρο και αφιλόξενο από την άλλη.

76


Εικ. 29, «Το παλιό ελαιοτριβείο», στον χώρο υποδοχής

Εικ. 30, Είσοδος σε ξενώνα, σημερινή κατάσταση (πύργος Γιαννακάκου)

77


78


Συμπεράσματα

79


80


Συμπερασματικά, στην εργασία, αναλύθηκαν τα διάφορα είδη της ανώνυμης αρχιτεκτονικής και δόθηκε ο ορισμός αυτής ως μια διαδικασία σχεδίασης, σύνθεσης και κατασκευής, η οποία έχει να κάνει με την έκφραση των αναγκών του τεχνίτη – κατοίκου και της ίδιας της κοινωνίας μέσα στην οποία παράγεται το κτίσμα. Ως χαρακτηριστικά της αναγνωρίστηκαν η απουσία θεωρητικής ή αισθητικής προσποίησης, η ένταξη στον τόπο και στο μικροκλίμα της περιοχής, ο σεβασμός στην «κοινότητα» και στους ιδίους, άρα ο σεβασμός στο περιβάλλον (είτε το δομημένο είτε το φυσικό). Το ιδιαίτερο στοιχείο της ανώνυμης αρχιτεκτονικής, είτε πρωτόγονης είτε προβιομηχανικής, είναι το ότι παρόλο που το ανώνυμο κτίσμα έχει πάντα περιορισμούς, όσον αφορά τις δυνατότητες έκφρασης, μπορεί ταυτόχρονα να προσαρμοστεί σε πολλές διαφορετικές περιπτώσεις και κάθε φορά να δημιουργεί έναν τόπο. Ο «τόπος» της εργασίας είναι ένας παραδοσιακός οικισμός. – Εδώ όμως πρέπει να καταστεί σαφές ότι η παράδοση δεν είναι το παραδοσιακό, αλλά οι αξίες, τα έθιμα και η κοινωνική ιεραρχία, ο τρόπος ζωής δηλαδή της εκάστοτε κοινωνίας. Το παραδοσιακό είναι η γνώση του προτύπου που κατέχει η ομάδα των ανθρώπων και τους καθιστά ικανούς να παράγουν την μορφή και το κτίσμα, με κατασκευή απλή, καθαρή και ευκολονόητη. – Είδαμε λοιπόν, έναν αγροτικό οικισμό στην χερσόνησο της Μάνης, μιας και τον χαρακτηρισμό (αγροτικός) τον αποδέχεται από το παραγωγικό μοντέλο δραστηριοτήτων που ακολουθούν οι ίδιοι οι κάτοικοί του, αποτελούμενο από γειτονιές (μαχαλάδες), με οργανική – τυχαία ανάπτυξη, με πυκνή δόμηση, όχι μόνο για την προστασία αλλά και γιατί αυτό επέβαλε η παράδοση, την «επικοινωνία» μεταξύ των κατοίκων. Κατανοήσαμε παράλληλα, ότι η μορφολογία του εδάφους είναι ένας από τους παράγοντες που επηρεάζει την εξέλιξη και τον χαρακτήρα ενός οικισμού, με τον κάθε γεωγραφικό χώρο να έχει την ιδιομορφία του και τα ειδικά του στοιχεία, που καθορίζουν τη σύνθεση του οικιστικού δικτύου, γεγονός το οποίο επηρέασε αρνητικά τον οικισμό μελέτης μας, καθώς δεν ευνοούσε την εκμηχάνιση της γεωργίας, οπότε οι κάτοικοι μετακινήθηκαν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και το εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας. Με αποτέλεσμα ο οικισμός να «αργοπεθαίνει». Με μόνη σκέψη, αυτή του η πορεία να ανατραπεί και να αποφευχθεί η πλήρης ερήμωση και ουσιαστικά η εν τέλει καταστροφή του, ο ΕΟΤ με μία πρωτοφανή παρέμβαση για τα δεδομένα της εποχής, από την άποψη οικονομικού μεγέθους και σοβαρής και επεμβατικής διάθεσης δημόσιου φορέα, αναλαμβάνει την μερική αναστήλωση του οικισμού, με πρώτο βήμα την θεσμοθέτηση του ως προστατευόμενο Παραδοσιακό Οικισμό. Στην εργασία, παράλληλα, αναφερθήκαμε στις γενεσιουργές αιτίες της εισήγησης αυτού του προγράμματος, που μία από αυτές ήταν η σημασία και η ανάδειξη της προστασία της αρχιτεκτονικής – πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας. Ως έννοια, η αρχιτεκτονική κληρονομιά αναφέρεται στη μορφή εκείνη του πολιτιστικού περιβάλλοντος, η οποία συνδέεται με τον χώρο και αποτελεί την μαρτυρία της ατομικής και συλλογικής ύπαρξης και δραστηριότητας του ανθρώπου και έκφραση της πνευματικής και καλλιτεχνικής εξέλιξής του. Παραθέσαμε απόψεις αρχιτεκτόνων οι οποίοι αφιέρωσαν μεγάλο κομμάτι της ζωής τους στην ανάδειξή της ως αναγκαιότητα για την επιβίωση όχι μόνο των παραδοσιακών συνόλων αλλά και

81


εν γένει της ίδιας της ταυτότητας της χώρας. Το ιδιαίτερο όμως εδώ είναι ότι αυτό επιδιώχθηκε, μεταξύ άλλων, μέσω του ΕΟΤ, με μοναδικό όμως εργαλείο τον τουρισμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι στόχοι που τοποθετήθηκαν σε αυτό στέφθηκαν με επιτυχία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν πραγματοποιήθηκαν αλλοιώσεις στον χαρακτήρα των οικισμών. Πιο συγκεκριμένα, στην Βάθεια το πρόγραμμα απέτυχε. Οι λόγοι και οι αιτίες ποικίλουν, όμως μπορούμε να πούμε ότι χωρίζονται σε δύο επίπεδα: σε αυτό του ανθρώπινου παράγοντα και σε αυτό της στρατηγικής του ίδιου του προγράμματος. Ταυτόχρονα, όμως, δύο πράγματα είναι σίγουρα κατανοητά, το ότι με αυτήν την παρέμβαση ο ΕΟΤ αλλάζοντας τον χαρακτήρα του οικισμού, άλλαξε βίαια τις χρήσεις γης και πραγματοποίησε μια τομή στην ιστορική εξέλιξη του οικισμού, όποια και αν θα ήταν αυτή. Θα είναι όμως και σφάλμα να μην αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι εάν δεν εμφανιζόταν η υπηρεσία το ’75 «ως ο από μηχανής θεός», η πλειονότητα των κτισμάτων του οικισμού θα ήταν σήμερα γκρεμισμένα και ουσιαστικά το ιδιαίτερο αυτό αρχιτεκτονικό, πολιτιστικό και βαρύνον ιστορικό σύνολο θα είχε χαθεί. Το πρώτο επίπεδο λοιπόν, αυτό του ανθρώπινου παράγοντα χωρίζεται και αυτό με την σειρά του σε δύο μέρη: σε αυτό των ανθρώπων που τοποθέτησε η υπηρεσία ως διοίκηση στον οικισμό μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, η οποία λειτούργησε ανασταλτικά και αντιδραστικά για το μέλλον της μονάδας και παρουσίασε μία έλλειψη οργανωτικής ωριμότητας στο επίπεδο της οργανωτικής διοίκησης, και σε αυτό των ίδιων των κατοίκων – κληρονόμων οι οποίοι εκτός της δυσπιστίας που είχαν εξαρχής στις κινήσεις - πρωτοβουλίες του κράτους και των δημόσιων υπηρεσιών, έδρασαν αντιδραστικά, αρχικά με την άρνηση της παροχής των ιδιοκτησιών τους, στην πορεία σαμποτάροντας τις εργασίες και μετέπειτα στην λειτουργία της μονάδας. Στο δεύτερο επίπεδο, αυτό της στρατηγικής και των στόχων, που είχαν θέσει οι μηχανικοί κατά την μελέτη της αναστήλωσης, ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης είχε εκφράσει τις ανησυχίες του αλλά και τις φιλοδοξίες του για τα αποτελέσματα του προγράμματος. Βασική του ανησυχία ήταν να μην καταλήξουν οι κάτοικοι των οικισμών και εν γένει οι κάτοικοι οποιασδήποτε τουριστικά αξιοποιήσιμης περιοχής, υπηρέτες του τουρισμού. Αλλά ο τουρισμός να λειτουργήσει ως μέσο και μοχλός ανάπτυξης των περιοχών και να τους μετατρέψει σε οικισμούς με αστικές δραστηριότητες, δηλαδή, να δοθεί ξανά ζωή σε αυτούς, σε όλο το εύρος, κατά όσο είναι δυνατό, των επαγγελμάτων, που είναι απαραίτητα για την ίδια την βιωσιμότητα του οικισμού, και όχι μόνο στα τουριστικά επαγγέλματα (ξενοδόχοι, εποχιακοί τουριστικοί υπάλληλοι κ.τ.λ.). Ταυτόχρονα, το χρονικό περιθώριο περαίωσης των εργασιών ήταν αρκετά μικρό, με αποτέλεσμα να μην επιτραπεί – χρονικά – στην υπηρεσία να τα λειτουργήσει «αποδοτικά», ως τουριστικά καταλύματα. Παράλληλα, υπήρχε μία βασική έλλειψη απ’ αρχής του προγράμματος στις συμβάσεις που είχαν υπογραφεί με τους κατοίκους, καθώς δεν υπήρχε ρήτρα στην μελλοντική χρήση των αναστηλωμένων κτισμάτων, όπως και στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των κτιρίων, το οποίο απλώς την περίοδο των εργασιών είχε «παραγκωνιστεί» και «ξεχαστεί» προσωρινά, κυρίως από τους ιδιοκτήτες.

82


Παρ’ όλα αυτά η επέμβαση στον οικισμό και ο δημόσιος διάλογος που άνοιξε εκείνη την περίοδο, ανέδειξε, προώθησε και διαφήμισε τα ιδιαίτερα τοπία και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της Μάνης, των μικροσυνοικισμών αλλά και το σύνολό της, ως μία ενότητα πολιτιστικού περιβάλλοντος με στοιχεία φύσεως, τέχνης και ιστορίας συνυφασμένα σε έναν πυκνό, συνεχή αλλά και ευαίσθητο ιστό. Την εναλλακτική μορφή τουρισμού, πέρα από τα μεγαθηριακά ξενοδοχεία και την πολυτελή διαμονή, ως μία αναγκαιότητα της εποχής και των ανθρώπων, όχι μόνο απλά ως διαφυγή από τις υποχρεώσεις και τις μεγαλουπόλεις, αλλά την ουσιώδη προσέγγιση με την φύση, την ιστορία, τον πολιτισμό και την εκπαίδευση. Επιπροσθέτως, ήταν μια πρωτότυπη ιδέα για τη χώρα μας και από τα πρώτα παραδείγματα αναστηλωτικής επέμβασης από έναν δημόσιο οργανισμό με φιλοδοξίες ενεργού πολεοδομικής παρέμβασης. Η Βάθεια μπορεί να μην κατάφερε να αναβιώσει, αλλά έδωσε επιχειρήματα στη μάχη για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής (παραδοσιακής) μας κληρονομιάς, με τρόπους εναλλακτικής αξιοποίησης (τον τουρισμό). Συνείσφερε στη συνειδητοποίηση των αξιών της ελληνικής υπαίθρου και της σημασίας της επιβίωσής τους. Με την ανολοκλήρωτη και ατελή, έστω, προσέγγιση προώθησε τον προβληματισμό για την ανεύρεση τρόπων αναβίωσης απονεκρωμένων τμημάτων της χώρας και κυρίως της υπαίθρου, καθώς πασχίζει να επιβιώσει από τις σύγχρονες απαιτήσεις του οικονομικού συστήματος παραγωγής, κυρίως, που οδηγεί και στην αστυφιλία ή και στην παρακμή. Τέλος, θεωρούμε ότι ο τουρισμός δεν μπορεί να είναι το μοναδικό παραγωγικό μοντέλο, όχι μόνο επειδή είναι μονοδιάστατος αλλά γιατί αιτείται να εντάξουμε λειτουργίες και χαρακτηριστικά που προέρχονται από την ιδιομορφία του τόπου μας. Άστοχες σε λειτουργικότητα και περιεχόμενο επιλογές συχνά υποβοηθούν την κατάρρευση της αληθινής υπόστασης και φυσιογνωμίας του κάθε τόπου παρά ενισχύουν την ανάπτυξή του. Τελικός σκοπός πρέπει να είναι η διασφάλισης του φυσικού και αρχιτεκτονικού τοπίου που να αναδεικνύει τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά και να διασφαλίζει την ποιότητα ζωής των κατοίκων του.

83


84


Παράρτημα 01 85


86


Συνέντευξη Κωνσταντίνου Κατσιγιάννη 12/01/2016 : 1.

2.

3.

Θα μπορούσατε να μας συστηθείτε προσωπικά καθώς και επαγγελματικά; - Ονομάζομαι Κωνσταντίνος Κατσιγιάννης, είμαι διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός του ΕΜΠ, με έτος αποφοίτησης 1966, άσκησα για ένα διάστημα και το επάγγελμα του μηχανικού, ασχολούμενος με μελέτες οικοδομικών έργων. Στον ΕΟΤ διορίστηκα το 1970 και πήρα σύνταξη το 2005, αρχικά στο τμήμα μελετών του ΕΟΤ, στη συνέχεια ανέλαβα προϊστάμενος συντήρησης των μονάδων του ΕΟΤ, μετά ανέλαβα διευθυντής τεχνικών υπηρεσιών για 3 χρόνια και τα τελευταία 11 χρόνια της καριέρας μου διετέλεσα γενικός διευθυντής τουριστικής ανάπτυξης του ΕΟΤ. Τώρα είμαι στο διοικητικό συμβούλιο του συμβουλίου των μνημείων της Ελλάδος, επίσης είμαι στην επιτροπή οργάνωσης του διεθνούς μαραθωνίου δρόμου της Αθήνας, που διεξάγεται κάθε χρόνο στην κλασσική διαδρομή και από κει και πέρα έχω συγγράψει ένα βιβλίο που αφορά την παγκόσμια ιστορία του αθλητισμού και τώρα είναι προς έκδοση ένα βιβλίο που αφορά την ιστορία του ΕΟΤ. Για ποιόν λόγο επιλέξατε ως επαγγελματική σας ανέλιξη τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού; - Δύο είναι οι λόγοι, ο βασικός είναι ότι ήταν τυχαίο το γεγονός, διότι αρχικά είχα διοριστεί στον ΟΤΕ για ένα χρόνο και ένας φίλος που υπηρετούσε στον ΕΟΤ με παρότρυνε να αλλάξω υπηρεσία όπως και έκανα. Επίσης, ο ΕΟΤ τότε είχε μια αίγλη, ή εν πάση περιπτώσει μια φήμη σαν υπηρεσία που ασχολείτο με σημαντικό αντικείμενο έργων και επομένως θεωρείτο μια απ τις υπηρεσίες εκείνες που μπορούσε κανείς να έχει μια επαγγελματική ανέλιξη. Τι ρόλο είχε, κατά την γνώμη σας, ο ΕΟΤ όταν ξεκινήσατε να δουλεύετε σε αυτόν; - Το 1970 που ανέλαβα εγώ, ο ΕΟΤ ήδη είχε περάσει μια 20ετία λειτουργίας από τότε που επανιδρύθηκε το 1951, καθώς ο ΕΟΤ ιδρύθηκε αρχικά το 1929 καταργήθηκε το 1936 και επανιδρύθηκε το 1951. Μέσα σε αυτή την 20ετία ΄51-΄70 την οποία βέβαια εγώ δεν την έζησα και μόνο μέσα από αφηγήσεις ξέρω, ήταν η βασική υπηρεσία η οποία ανέπτυξε από το μηδέν τον Ελληνικό Τουρισμό και τον έφτασε να είναι και τότε αλλά και αργότερα, μία από τις μεγάλες δυνάμεις του Παγκόσμιου Τουρισμού και αυτό οφείλεται στον ΕΟΤ, με την έννοια ότι σαν δημόσια υπηρεσία, οι άνθρωποι οι οποίοι ηγήθηκαν του τουρισμού και ιδίως τα πρώτα χρόνια είχαν όραμα και διέβλεψαν ότι ο τουρισμός θα γινότανε βασικός παράγοντας της οικονομίας της χώρας μας, ο κυριότερος μάλιστα, έτσι όπως είναι σήμερα.

87


4.

5.

6.

Ποιος ήταν ο στόχος του τουρισμού κατά την μεταπολίτευση αλλά και της αρχιτεκτονικής σε αυτόν; - Το ΄74 υπήρξε μία επανεξέταση της τουριστικής πολιτικής, διότι ήδη η Ελλάδα είχε γίνει τουριστική χώρα, είχαν ήδη δημιουργηθεί μεγάλες τουριστικές μονάδες και την περίοδο εκείνη την περίοδο του ΄70-΄71 μέχρι το ΄74 αυξανότανε ραγδαία ο εισαγόμενος τουρισμός από χρόνο σε χρόνο. Για τον λόγο αυτόν υπήρχε ανάγκη δημιουργίας νέων κλινών για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη κίνηση (μέσα σε λίγα χρόνια από το ΄71 μέχρι το ΄78 περάσαμε από το 1,5 εκ. αφίξεις στα 4 εκ. μέσα σε λίγα χρόνια), το οποίο έδειχνε την δυναμική που είχε αποκτήσει ο τουρισμός στην Ελλάδα, η οποία οφειλότανε βέβαια και στα πλεονεκτήματα που είχε η Ελλάδα όσων αφορά τον τουρισμό, τα γνωστά πλεονεκτήματα (αρχαιότητες, φυσικό περιβάλλον κλπ.), αλλά και στο γεγονός ότι στην Ευρώπη υπήρχε πελατεία η οποία δημιουργήθηκε μεταπολεμικά, καθώς η μεσαία της τάξη είχε την δυνατότητα πλέον να ταξιδεύει, επομένως οι παραδοσιακοί μας πελάτες, που προέρχονταν κυρίως από την Βόρεια και την Δυτική Ευρώπη, επέλεγαν και την Ελλάδα ανάμεσα στους πιο αγαπημένους τους προορισμούς. Συνεπώς, η πολιτική που εφαρμόστηκε μετά το ΄74 ήταν αφενός μεν να συνεχίσει την δημιουργία κλινών και αφετέρου υπήρχε στην σκέψη των διοικούντων το θέμα του περιβάλλοντος, δηλαδή μια περιβαλλοντική ευαισθησία η οποία δεν υπήρχε παλαιότερα, να αποφύγουμε το κακό παράδειγμα της Ισπανίας, δηλαδή την δημιουργία ξενοδοχείων πάνω στην θάλασσα κατά το δυνατόν, και να προσέξουμε το θέμα του περιβάλλοντος. Αυτό βέβαια δεν ήταν εύκολο διότι, η χώρα μας είναι χώρα που έχει μεγάλο ανάπτυγμα ακτών και επειδή οι ξένοι τουρίστες προτιμούσαν την θάλασσα είναι προφανές ότι ήθελαν όλοι να χτίσουνε πάνω ή κοντά στην θάλασσα. Τι ρόλο έχει αποκτήσει τώρα; - Σήμερα τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί πάρα πολύ. Αρχικά με το μοντέλο που έχει επιλεγεί από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, το υπουργείο Τουρισμού (το οποίο ιδρύθηκε αρχικά το 1989, μετά καταργήθηκε και επανιδρύθηκε) έχει τον κυρίαρχο λόγο όσον αφορά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της τουριστικής πολιτικής και ο ΕΟΤ παίζει πολύ δευτερεύοντα ρόλο όσον αφορά και τις αρμοδιότητες, σε σχέση με το παρελθόν βέβαια, επομένως, ο ρόλος του ΕΟΤ είναι πάρα πολύ περιορισμένος και όσο πάει και συρρικνώνεται διότι σήμερα έχει περιοριστεί μόνο στην διαφήμιση και τις δημόσιες σχέσεις, ενδεχομένως όμως και αυτός ο ρόλος του να περιοριστεί ακόμη περισσότερο. Πείτε μου λίγα λόγια για το πρόγραμμα των Παραδοσιακών Οικισμών.

88


7.

- Το 1975, αμέσως μετά την μεταπολίτευση, ανέλαβε γενικός γραμματέας του ΕΟΤ ο Τζαννής Τζαννετάκης, ο οποίος ήταν αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, επομένως δεν είχε ασχοληθεί με τον τουρισμό στο παρελθόν, όμως είχε όραμα και είχε και ξεκάθαρες απόψεις για πολλά ζητήματα του τουρισμού. Ο Τζαννής Τζαννετάκης, μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών που πήρε, ήταν και το ξεκίνημα ενός προγράμματος ανάπτυξης των Παραδοσιακών Οικισμών, το οποίο το εμπνεύστηκε πηγαίνοντας μαζί με τον Ράλλη, τον τότε υπουργό, στην Κρήτη, όπου εκεί είχε ξεκινήσει ένα πρωτοποριακό ιδιωτικό πρόγραμμα, από το ’72-‘73, που αφορούσε την επισκευή παλαιών σπιτιών στο Κουτσουνάρι του Νομού Λασιθίου, όπου δύο αρχιτέκτονες, ο Τάσος Ζέρβας και η Παρασκευή Μποζινέκη, σκέφτηκαν τότε με την ιδιοκτήτρια του συγκροτήματος, να πάρουν παλιά σπίτια σε ένα χωριό, όχι παραθαλάσσιο, και να τα μετατρέψουν σε ξενώνες. Αυτό το πρόγραμμα είχε μεγάλη επιτυχία και ίσως μετά την επίσκεψή του εκεί ο κ. Τζαννετάκης να εμπνεύστηκε το πρόγραμμα των Παραδοσιακών Οικισμών του ΕΟΤ, δηλαδή την μετατροπή παλιών παραδοσιακών κτισμάτων σε ξενώνες σε υφιστάμενους Παραδοσιακούς Οικισμούς. Το όραμα του Τζαννετάκη ήτανε να ξαναζωντανέψουν αυτοί οι οικισμοί, διότι ήτανε εγκαταλελειμμένοι και χωρίς κάποια δραστηριοποίηση, με την επιστροφή των κατοίκων, πλέον όμως ασχολούμενοι με τουριστικά επαγγέλματα και αυτό βέβαια χωρίς να αλλάζει ο παραδοσιακός χαρακτήρας του οικισμού. Πρέπει όμως να αναφερθεί εδώ ότι ο ΕΟΤ, από την περίοδο ’72-’73, είχε ήδη μετατρέψει τρία παλιά κτίσματα σε ξενώνες στην Μακρυνίτσα του Πηλίου, στους οποίους είχα κάνει μάλιστα και την στατική τους μελέτη, οι οποίοι λειτουργούσαν ήδη ως ξενώνες την περίοδο που έγινε η εισήγηση του προγράμματος των Παραδοσιακών Οικισμών. Το πρόγραμμα των πρώτων 10 παραδοσιακών οικισμών ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1975 με ποια κριτήρια επελέγησαν οι συγκεκριμένοι οικισμοί; - Εδώ θα πω μία προσωπική άποψη, καθώς τότε δεν υπηρετούσα σε εκείνο το τμήμα και δεν είχα ασχοληθεί με εκείνο το θέμα. Εκείνη την περίοδο είχε επανέλθει στην υπηρεσία ο Άρης ο Κωνσταντινίδης, ο οποίος είχε εργαστεί στον ΕΟΤ από το 1957 μέχρι το 1967, όταν και παραιτήθηκε, ως προϊστάμενος μελετών και είχε μελετήσει γύρω στα 12 Ξενία, τα περισσότερα ήταν Μοτέλ αλλά και άλλα ξενοδοχεία, επομένως είχε ουσιαστικά ασχοληθεί με πρόγραμμα δημιουργίας ξενοδοχείων και επανήλθε το ΄74 και ανέλαβε το ΄75 ως προϊστάμενος του νεοσύστατου τμήματος Παραδοσιακών Οικισμών, το οποίο στελεχώθηκε με νέους αρχιτέκτονες, οι οποίοι διορίστηκαν για πρώτη φορά στον ΕΟΤ. Τότε ήρθε σημαντικός αριθμός αρχιτεκτόνων, καμιά δεκαπενταριά περίπου, οι

89


8.

9.

οποίοι ανέλαβαν, υπό την επίβλεψη του Άρη Κωνσταντινίδη, να μελετήσουν αυτά τα κτίσματα και να τα μετατρέψουν βέβαια σε ξενώνες. Η Ελλάδα έχει γύρω στους 1600 Παραδοσιακούς Οικισμούς περίπου. Από αυτούς επελέγησαν δέκα και τα κριτήρια που επελέγησαν ήταν ίσως μερικοί από τους πιο γνωστούς, ίσως ήταν οικισμοί οι οποίοι είχαν αρκετά μεγάλο πυρήνα παραδοσιακών κτισμάτων, όχι όλα σε καλή κατάσταση, καθότι υπήρχαν πολλά μισογκρεμισμένα και εγκαταλελειμμένα. Ενδεχομένως η Βάθεια να επιλέγει επειδή ο Τζαννετάκης καταγόταν από την Μάνη και είχε όραμα ειδικά για την Βάθεια, αλλά και για τους άλλους οικισμούς να τους δώσει εκ νέου ζωή, πράγμα που δεν επετεύχθη στην Βάθεια και εν πάση περιπτώσει και για κάποιους άλλους λόγους επελέγησαν αυτοί οι οκτώ οικισμοί (αναφορικά Μακρυνίτσα και Βυζίτσα Πηλίου, Βάθεια Λακωνίας, Μεστά Χίου, Οία Σαντορίνης, Φισκάρδο Κεφαλονιάς, Κορυσχάδες Ευρυτανίας, Πάπιγκο Ηπείρου) Υπήρχαν διεθνή παραδείγματα αντίστοιχων προγραμμάτων διατήρησης Παραδοσιακών Οικισμών; - Από όσο ξέρω ένα παράδειγμα το οποίο αποτέλεσε παράδειγμα και για τα Ξενία ήταν ένα πρόγραμμα που έκανε η Ισπανική κυβέρνηση το 1929 και αφορούσε τα λεγόμενα Paradores, που ήτανε παλιά κτίσματα, παραδοσιακά τα περισσότερα, ορισμένα και Μοναστήρια, τα οποία τότε μετατράπηκαν σε ξενώνες και το σημαντικό σε αυτό το παράδειγμα είναι ότι τους ξενώνες αυτούς τους λειτούργησε το κράτος μετά, δηλαδή το κράτος το ίδιο έκανε τον ξενοδόχο για ορισμένα χρόνια αφού τα έφτιαξε. Αυτό ήταν το έναυσμα, μάλλον ένα από τα παραδείγματα που ακολούθησε ο ΕΟΤ, ο οποίος φτιάχνοντας αυτά τα σπίτια σε ξενώνες τα λειτούργησε για ορισμένα χρόνια η ίδια η υπηρεσία του και στην συνέχεια τα επέστρεψε στους αρχικούς ιδιοκτήτες. Ποια ήταν η διαδικασία λειτουργίας των ξενώνων; - Στους δέκα παραδοσιακούς που επελέγησαν πήγαν οι μηχανικοί του ΕΟΤ και διάλεξαν ποια κτίσματα κατά την γνώμη τους ήταν κατάλληλα για αποκατάσταση και για μετατροπή και αφού κάλεσαν τους ιδιοκτήτες υπέγραψαν συμβόλαια, παραχωρώντας τα κτίσματα αυτά για 15 χρόνια στην υπηρεσία από την ημερομηνία υπογραφής των συμβολαίων, οπότε και ο ΕΟΤ αναλάμβανε την υποχρέωση να τα επισκευάσει και να τα μετατρέψει σε ξενώνες και ενδεχομένως να τα λειτουργήσει για το χρονικό διάστημα που απέμενε μέχρι τα 15 χρόνια από την ημέρα που ολοκληρώνονταν οι εργασίες. Εδώ ήταν και το αδύνατο σημείο το οποίο οδήγησε σε αστοχίες, διότι 15 χρόνια αποδείχθηκε μικρό χρονικό διάστημα, καθώς λόγω της φύσεως των έργων πολλές φορές καθυστέρησε η κατασκευή, αυτό συνέβη στην Βάθεια, επομένως μετά έμεινε

90


ελάχιστος χρόνος να λειτουργήσουν οι ξενώνες υπό την διεύθυνση του ΕΟΤ και τα πήραν πίσω οι ιδιοκτήτες. Όμως στα συμβόλαια, άλλο αδύνατο σημείο, δεν υπήρχε πουθενά ο όρος που υποχρέωνε τον ιδιοκτήτη όταν πήρε πίσω τον ξενώνα και ήταν έτοιμος με τον εξοπλισμό του κιόλας, να τον λειτουργήσει ως έχει, οπότε μετά αφέθηκε ο κάθε ιδιοκτήτης να πράξει κατά βούληση. Έχουμε δυστυχώς παραδείγματα ιδιωτών που τα κλείδωσαν και έφυγαν, έχουμε άλλα παραδείγματα που τα χρησιμοποιούσανε για εξοχικές κατοικίες, πράγμα το οποίο ήταν εντελώς εκτός σχεδιασμού. Διότι όταν κατασκευάζεται ένα κτίσμα με χρήματα του Ελληνικού κράτους και με μεγάλο κόστος κατασκευής, καταλαβαίνει κανείς το ότι να τα παίρνει μετά άλλος και να μην τα λειτουργεί ουσιαστικά ήταν καταστρατήγηση του πνεύματος του προγράμματος αυτού και του σχεδιασμού. 10. Πέτυχε το πρόγραμμα των Παραδοσιακών Οικισμών κατά την άποψή σας; - Γενικά το πρόγραμμα αυτό θεωρώ ότι ήταν πετυχημένο, διότι αφενός μεν έγιναν αυτά τα έργα και σε ορισμένους οικισμούς πήραν ζωή ξανά οι οικισμοί και επομένως ουσιαστικά γύρισε κόσμος σε αυτούς, δημιουργήθηκαν επαγγέλματα, όπως στα Μεστά της Χίου, επομένως σε αρκετές περιπτώσεις στέφθηκε με επιτυχία. Επίσης, στις επιτυχίες του προγράμματος είναι ότι έγιναν γνωστοί διεθνώς οι Παραδοσιακοί Οικισμοί της Ελλάδος, επίσης επιτυχία είναι το γεγονός ότι οι ιδιώτες αφού είδαν πώς γίνεται η δουλειά και εν πάση περιπτώσει θέλησαν να μιμηθούν τον ΕΟΤ, έβαλαν μηχανικούς και επισκεύασαν και αυτοί τα σπίτια τους και επομένως δημιουργήθηκε στην Ελλάδα ένας μεγάλος αριθμός ξενώνων που προέκυψαν σε Παραδοσιακούς Οικισμούς εκτός ΕΟΤ μετά από το πρόγραμμα του. Παράλληλα, πολλές φορές οι ίδιοι οι μηχανικοί οι οποίοι αναλάμβαναν να κάνουν αυτές τις επισκευές σε άλλα κτίσματα, έρχονταν στον ΕΟΤ να συμβουλευτούν τους μηχανικούς του για τον τρόπο της μελέτης και της κατασκευής τους. Από αυτή την άποψη επομένως ήταν πετυχημένο το πρόγραμμα, όμως κατά περιπτώσεις απέτυχε όπως στην Βάθεια, όπου εκεί δυστυχώς δεν υπήρξε συνέχεια. Εκτός του λόγου που αναφέρθηκα και πιο πάνω, ειδικότερα στην Βάθεια σε κάθε πύργο υπήρχαν πολλοί ιδιοκτήτες και κληρονόμοι οι οποίοι δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους, επομένως οι πύργοι αφέθηκαν στην τύχη τους. Εκείνο επίσης που πρέπει να πω είναι ότι ανεξάρτητα από τον τρόπο που λειτούργησαν και εξελίχθηκαν τα κτίσματα, ο ΕΟΤ σε κάθε οικισμό από τους δέκα, κατασκεύασε και έργα υποδομής, όχι μόνο δηλαδή τα σπίτια, αλλά έφτιαξε δρόμους, δίκτυο αποχέτευσης, ύδρευσης, δεξαμενές κ.α. Επομένως, αυτά μείνανε ως επί το πλείστον και

91


11.

12.

13.

14.

15.

είναι σημαντικό γεγονός αυτό διότι χωρίς αυτά τα έργα δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν έτσι κι αλλιώς οι ξενώνες. Άφησε κάποια παρακαταθήκη, κατά την άποψή σας, από την πλευρά της αρχιτεκτονικής, δηλαδή στην μορφή των οικισμών ο ΕΟΤ; - Το κυριότερο είναι ότι οι μελέτες, που έγιναν αρχικά υπό την εποπτεία του Άρη Κωνσταντινίδη και στην συνέχεια και άλλων αρχιτεκτόνων, επετεύχθη να διατηρηθεί όχι μόνο η εξωτερική όψη του κτιρίου, στις οποίες πολλές φορές υπήρχαν και φωτογραφίες έτσι ώστε να δουν πως ήταν το κτίριο πριν την όποια του καταστροφή, προκειμένου να έχουμε την ίδια ακριβώς εξωτερική όψη, αλλά και στο εσωτερικό του κτίσματος. Παρά το γεγονός ότι έπρεπε να φτιάξουμε δωμάτια διατηρήθηκε ο παραδοσιακός τους χαρακτήρας, με την αξιοποίηση παλιών κρεβατιών, παλιών αντικειμένων για εξοπλισμό και σε ορισμένα δε αρχοντικά όπως στην Βυζίτσα του Πηλίου διακοσμήθηκαν με τοιχογραφίες τα ταβάνια όπως ήταν από παλιές φωτογραφίες, βάλαμε ειδικούς δηλαδή καλλιτέχνες να κάνουν αυτή την δουλειά, αυτό έγινε σε παλιά διώροφα και τριώροφα αρχοντικά αλλά και σε άλλους οικισμούς. Ποιοι ήταν οι υπεύθυνοι αρχιτέκτονες για την Βάθεια; - Ο υπεύθυνος πολιτικός μηχανικός του οικισμού ήταν ο κ. Τάκης Χαλδαίος, ο κ. Γιάννης Σαΐτας ο οποίος ήταν αρχικά ο βασικός αρχιτέκτονας και μετά ήταν ο Κωστής Παπαντωνίου, που δυστυχώς πέθανε πριν από δύο χρόνια και ήταν αυτός που ασχολήθηκε περισσότερο με την Βάθεια. Τι στόχο είχε η συγκεκριμένη παρέμβαση; - Να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ώστε να πάρει ζωή ο οικισμός, ο οποίος ήταν νεκρός, με κατεστραμμένα κτίσματα και να επανέλθουν βασικά οι κάτοικοι πίσω στα σπίτια τους οι οποίοι τον είχαν εγκαταλείψει (σσ. περίπου κάτω από 50 μόνιμους κατοίκους). Ποια είναι η σχέση του οικισμού της Βάθειας με τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, καθώς και με τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της Μάνης; Και κατά πόσο αυτό επηρέασε τον στρατηγικό σχεδιασμό του ΕΟΤ. - Καταρχήν επελέγη η Βάθεια και με βάση ιστορικά και προϊστορικά στοιχεία που βρήκαμε, ήταν σημαντικό κέντρο της όλης περιοχής, είχε μεγάλο αριθμό κατοίκων και πολλούς πύργους, ήταν δηλαδή ένα οικιστικό συγκρότημα το ποίο έπαιξε ρόλο στην ιστορία και αυτό επηρέασε στην επιλογή του για το πρόγραμμα. Τι μπορεί κατά την άποψή σας να γίνει προκειμένου να υπάρξει ξανά «ζωή» στον οικισμό από όλες τις απόψεις;

92


-Η Βάθεια έχει μια ιστορικότητα και μια σημασία αρχιτεκτονική αλλά και πολιτισμική και βεβαίως χρειάζεται κάτι να γίνει. Εκείνο το οποίο πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι βρισκόμαστε στο 2015 και είμαστε πολύ μακριά από το 1975, δεν είναι μόνο τα 40 χρόνια που έχουν περάσει, έχει περάσει και ένας αιώνας, όσον αφορά τις εξελίξεις και στον τουρισμό αλλά και γενικότερα στο πως εξελίχθηκε η τουριστική ανάπτυξη στην χώρα μας. Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις δύο περιόδους είναι ότι την εποχή εκείνη το δημόσιο ασκούσε μια αποφασιστική αρμοδιότητα και αποφάσιζε τα πάντα και οι ιδιώτες ακολουθούσαν, περίμεναν δε από τον ΕΟΤ να πάρει τις πρωτοβουλίες, να ανοίξει δρόμους, να ξεκινήσει πρωτοποριακά έργα, να κάνει τα έργα υποδομής κ.α. με τους ιδιώτες, όμως, ακόμα να παραμένουν επιφυλακτικοί στο να ακολουθήσουν. Σήμερα τα πράγματα έχουν αντιστραφεί, το δημόσιο έχει συρρικνωθεί, για διάφορους λόγους, ασκεί ελάχιστη επιρροή πλέον σε πολλά ζητήματα και οι παρεμβάσεις του είναι σχεδόν μηδαμινές σε σχέση με το παρελθόν και ειδικά στον τουρισμό. Η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει πλέον υπερκεράσει τα πάντα και επομένως κάθε τουριστική ανάπτυξη η οποία γίνεται οφείλεται κυρίως στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Επομένως το κράτος έχει μία αρμοδιότητα πλέον, μόνο νομοθετική και ρυθμιστική και από κει και πέρα έγκειται στους ιδιώτες ώστε να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα. - Σε αυτό το σημείο νομίζω πως καλύψατε πλήρως τη θεματολογία της συνέντευξης αυτής. Και θέλω να σας ευχαριστήσω θερμά. - Και εγώ σε ευχαριστώ με την σειρά μου. Εύχομαι καλή συνέχεια και καλή συγγραφή.

93


94


Βιβλιογραφία

95


96


Αραβαντινός Ι. Α. , «Πολεοδομικός σχεδιασμός, για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου», εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 2007

Αραβαντινού Π., «Επιπτώσεις του τουρισμού στο τοπίο (φυσικό και δομημένο)», στο Αρχιτεκτονική Τοπίου Εκπαίδευση, Έρευνα, Εφαρμοσμένο Έργο, Πρακτικά Συνεδρίου, τόμος 3, Θεσσαλονίκη 11 – 14 Μαΐου 2005

Αρκαδία II: Πετρονώτης Α., Καβάγια Μ., Κρεμέζη Κ., Γαλανάκη Ρ., «Πελοπόννησος και νότια Επτάνησα», στο Αρχιτεκτονικά Θέματα, Τεύχος 9, Αθήνα 1975

Βασιλειάδης Δ., «Οδοιπορία στις μορφές και το ύφος του ελληνικού χώρου», εκδ. ΄Γ, Αθήνα 1979

Βλάχος Α., «Ο ελληνικός τουρισμός στα πρώτα του βήματα: Τόποι, τοπία και η

εθνικός εαυτός», στο Tourism Landscapes: Remaking Greece, στην 14 Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής, Επιμελητής Γ. Αίσωπος, Βενετία 2014 

Βιγγοπούλου Ι., Δρακοπούλου Ε., Πολυκανδριώτη Ρ., «Μάνη: ο περιηγητισμός στη Μάνη», Η Καθημερινή, 1995

Ζαχαράτος Γ., «Η μεταπολεμική τουριστική ανάπτυξη στην Ελλάδα», στο Tourism Landscapes: Remaking Greece, στην 14η Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής, Επιμελητής Γ. Αίσωπος, Βενετία 2014

Ζήβας Δ., «Η αρχιτεκτονική κληρονομιά, η προστασία και ο ρόλος της σήμερα ο

και στο μέλλον», στο Η Αρχιτεκτονική και η Ελληνική Πόλη στον 21 αιώνα, Πρακτικά 10 

ου

Πανελλήνιου Αρχιτεκτονικού Συνεδρίου, Αθήνα 8 – 11/12 1999

Καλλιγά Χ., «Η εξέλιξη των οικισμών στη Μάνη», στο Δουμάνη Ο.Β. και Oliver P., Οικισμοί στην Ελλάδα, εκδ. Αρχιτεκτονικών θεμάτων, Αθήνα 1979

Κανδύλης Γ., «Τουρισμός – παρόν και μέλλον», στο Αρχιτεκτονικά Θέματα, Τεύχος 1, Αθήνα 1967

Κατσιγιάννης Κ., «Η συμβολή του ΕΟΤ στην αρχιτεκτονική των τουριστικών εγκαταστάσεων», στο Πολιτιστικό Περιβάλλον και Τουρισμός: Ο Ρόλος του Αρχιτέκτονα, πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Καβάλα 20-23 Σεπτεμβρίου 2001

Κιούσης Ντ., «Βάθεια, ανοιχτό μουσείο», Η Καθημερινή στο Αρχείο Πολιτισμού, 2010

Κολώνας Β. , «Τουριστικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα 1950 – 1974», στο Tourη

ism Landscapes: Remaking Greece, στην 14 Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής, Επιμελητής Γ. Αίσωπος, Βενετία 2014

97


Κονταράτος Σ., «Αρχιτεκτονική και παράδοση Ιδεολογίες, πρακτικές και προβλήματα στη χρήση του αρχιτεκτονικού παρελθόντος», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1986

Κωνσταντινίδης Α., «Το έργο της υπηρεσίας μελετών του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού», στο Αρχιτεκτονικά Θέματα, Τεύχος 1, Αθήνα 1967

Κωνσταντινίδης Α., «Αρχιτεκτονική και Παράδοση, με αναφορά στο πρόγραμμα του ΕΟΤ για τους παραδοσιακούς οικισμούς», Δημοσιεύματα σε εφημερίδες, περιοδικά και σε βιβλία 1940 – 1982, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011

Κωνσταντινίδης Α., «Στοιχεία Αυτογνωσίας για μιαν Αληθινή Αρχιτεκτονική», Αθήνα 1975

Λαμπρινού Λ., «Βάθεια Λακωνικής Μάνης. Ένα χαμένο όραμα», στο Αρχιτεκτονικά Θέματα, Τεύχος 35, Αθήνα 2001

Μαΐστρου Ε., «Τουριστική ανάπτυξη και πολιτιστική ταυτότητα, ο πολλαπλός ρόλος του αρχιτέκτονα», στο Πολιτιστικό Περιβάλλον και Τουρισμός: Ο Ρόλος του Αρχιτέκτονα, πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Καβάλα 20-23 Σεπτεμβρίου 2001

Μποζινέκη – Διδώνη Π., «Διατήρηση και ανάπτυξη παραδοσιακών οικισμών (1975 – 1992) Ανάδειξη πολιτιστικής κληρονομιάς (1993 – 2009) το πρόγραμμα του ΕΟΤ», εκδ. Υπουργείου Τουρισμού – ΕΟΤ, Αθήνα 2009

Μποζινέκη – Διδώνη Π., «Παραδοσιακοί οικισμοί και τουριστική ανάπτυξη, το πρόγραμμα του ΕΟΤ 1975 – 1995 το παράδειγμα της Οίας Σαντορίνης», στο Πολιτιστικό Περιβάλλον και Τουρισμός: Ο Ρόλος του Αρχιτέκτονα, πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Καβάλα 20-23 Σεπτεμβρίου 2001

Νικολακάκης Μ., «’’Το τουριστικό παράδοξο’’: Για την ιστορία του τουρισμού στην Ελλάδα από το 1950 μέχρι σήμερα », στο Tourism Landscapes: Remaking η

Greece, στην 14 Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής, Επιμελητής Γ. Αίσωπος, Βενετία 2014 

Παπαγεωργίου Γ.Σ., «Στοιχεία Πολεοδομίας», εκδ. Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα 1997

Παπαντωνίου Κ, «Ανάπλαση του οικισμού της Βάθειας», στο Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, Τεύχος 15, Αθήνα 1987

98


Παπασταύρου Μπ., «Παραδοσιακοί οικισμοί και τουριστικό μέλλον»,

Παρπαίρης Α – Δ., «Η αρχιτεκτονική κληρονομιά και η τουριστική αξιοποίηση: σχέσεις αλληλεξάρτησης», στο Πολιτιστικό Περιβάλλον και Τουρισμός: Ο Ρόλος του Αρχιτέκτονα, πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Καβάλα 20-23 Σεπτεμβρίου 2001

Σαΐτας Γ., «Μάνη – Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1990

Σαΐτας Γ., «Προστασία και αξιοποίηση της ιστορικής κληρονομιάς. Η εμπειρία από τις δράσεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στη χερσόνησο της Μάνης», στο διεθνές Forum Επιχειρηματικής Στήριξης Η Επιχειρηματικότητα ως μοχλός ανάπτυξης Ιστορικών Κέντρων, Καβάλα 24-25 Νοεμβρίου 2006

Σαΐτας Γ., «Τουρισμός και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μάνης», στην Ημερίδα Τουρισμός και Περιβάλλον: Επιλογές για βιώσιμη ανάπτυξη, Αθήνα 11 Μαΐου 1994

Σαΐτας Γ., «Μάνη, πολιτιστικό οδοιπορικό», στο Μαρτυρίες για το χώρο και την κοινωνία. Περιηγητές και επιστημονικές αποστολές (15

ος

– 19

ος

αι.), πρακτικά

συμποσίου, Λιμένι Αρεόπολης, 4-7 Νοεμβρίου 1993 

Σεφερλής Α. , Φραντζή Μ. , «Αράχωβα του Παρνασσού. Ο ρόλος του αρχιτέκτονα ανάμεσα στον αυταρχισμό και τη δημοκρατική παρέμβαση», στο Πολιτιστικό Περιβάλλον και Τουρισμός: Ο Ρόλος του Αρχιτέκτονα, πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Καβάλα 20-23 Σεπτεμβρίου 2001

Σιόλας Γ. Α., «Τουρισμός και ‘’ανάπτυξη ορεινών οικισμών’’. Η περίπτωση της Λακωνικής Μάνης», στο Πολιτιστικό Περιβάλλον και Τουρισμός: Ο Ρόλος του Αρχιτέκτονα, πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Καβάλα 20-23 Σεπτεμβρίου 2001

Φιλιππίδης Δ. , «Αρχιτεκτονική στην εποχή του μαζικού τουρισμού», στο Tourη

ism Landscapes: Remaking Greece, στην 14 Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής, Επιμελητής Γ. Αίσωπος, Βενετία 2014 

Φιλιππίδης Δ. , «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1984

Rapoport A., «Ανώνυμη Αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες», μετφρ. Φιλιππίδης Δ., εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 2010

99


Περαιτέρω Βιβλιογραφία 

Δοξιάδης Κ. Α., «Κείμενα Σχέδια Οικισμοί», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2006

Ζαχαράτος Γ., «Η μεταπολεμική τουριστική ανάπτυξη στην Ελλάδα», στο η

Tourism Landscapes: Remaking Greece, στην 14 Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής, Επιμελητής Γ. Αίσωπος, Βενετία 2014 

Κοκκώσης Χ., «Χωροταξικό του τουρισμού: προτεραιότητες και κατευθύνσεις», στο 25 Κείμενα για το σχεδιασμό και την ανάπτυξη του χώρου, Συλλογικός Τόμος, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος 2009

Κωνσταντινίδης Α., «Αρχιτεκτονική και ‘’Τουρισμός’’», στο Αρχιτεκτονικά Θέματα, Τεύχος 1, Αθήνα 1967

Λαφαζάνη Π., Μυρίδης Μ., Πισσούριος Ι., «Οι παραδοσιακοί οικισμοί στο πλαίσιο της εθνικής χωροταξικής πολιτικής για τον τουρισμό: μια χαρτογραφική προσέγγιση», Ερευνητική Εργασία στο Τμ. Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, ΑΠΘ 2014

Προβελέγγιος Α., «Προς έναν ουμανιστικό τουρισμό», στο Αρχιτεκτονικά Θέματα, Τεύχος 1, Αθήνα 1967

Σαΐτας Γ., «Μάνη. Οικιστική και αρχιτεκτονική εξέλιξη στους μέσους και νεώτερους χρόνους», στο Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, Τεύχος 6Α, Αθήνα 1983

Oliver P., «Βασικές μορφές και βασικές προϋποθέσεις. Η μελέτη των ανώνυμων ελληνικών οικισμών», στο Δουμάνη Ο.Β. και Oliver P., Οικισμοί στην Ελλάδα, εκδ. Αρχιτεκτονικών θεμάτων, Αθήνα 1979

Πηγές εικόνων Εικ. 1 έως 3 – Προσωπικό Αρχείο Εικ. 4 - http://www.manipedia.com Εικ. 5 - http://www.crashonline.gr Εικ. 6 – Αρχείο ΕΟΤ Εικ. 7 – Προσωπικό Αρχείο Εικ. 8 έως 13 – Αρχείο ΕΟΤ Εικ. 14 έως 16 – Προσωπικό Αρχείο Εικ. 17 - http://maniearth.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html

100


Εικ. 18 έως 27 – Προσωπικό Αρχείο Εικ. 28 – https://kappaville.wordpress.com/2016/03/20/vathia/ Εικ. 29 έως 31 – Προσωπικό Αρχείο Όλα τα σχέδια προέρχονται από προσωπική έρευνα στο αρχείο της Τεχνικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού για το πρόγραμμα του οικισμού της Βάθειας Λακωνίας.

101


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.