Efimeridany 5 10 2014

Page 32

32 Υπόθεση Νο 181209 «Ο θάνατος µιας φίλης» ΜΕΡΟΣ 11ο

Υπόθεση Νο 181209 «Ο θάνατος µιας φίλης» το βιβλίο της Βέρας Καρτάλου αποκλειστικά στην Εφηµερίδα της Νέας Υόρκης, κάθε Σάββατο. Βέρα Καρτάλου Συνέχεια από το προηγούµενο τεύχος

«Ναι, αλλά εσύ έχεις το Μήτσο ακόµα εδώ ρε Σπύρο!» «Τώρα τον έχω. Τότε τον έδιωξα». «Και τι άλλαξε; Η Νιόβη το µετάνιωσε;» «Όχι δα! Προς Θεού! Κρυφά τον πήρα πίσω». «Τώρα ποιος παραλογίζεται;», τον ρώτησα. «Και τι να κάνω; Ήρθε πριν δύο µήνες και µε παρακάλεσε. Γέρος άνθρωπος είναι. Μια ψωροσύνταξη παίρνει. Τα µισά χρόνια που δούλευε στην Αµερική, δεν του τα αναγνώρισε το ΙΚΑ. Τον λυπήθηκα, είχε περάσει και τόσος καιρός. Εξάλλου τι χειρότερο µπορούσε να µου κάνει η Νιόβη;» «Θα µπορούσε να σου πάρει την επιχείρηση», του είπα. «Αυτό αποκλείεται!» «Γιατί αποκλείεται;» «Έτσι!», είπε και σηκώθηκε. Κοίταξε το ρολόι, «Έχει πάει αργά κι αύριο σηκώνοµαι στις πέντε να πάω στην αγορά. Με περιµένει και η γυναίκα σπίτι, θα ανησυχήσει». «Άντε καληνύχτα Σπύρο. Ότι να ‘γινε ψωµί κι αλάτι. Θα τα πούµε στην κηδεία µεθαύριο». «Καληνύχτα», αποκρίθηκε ψυχρά. Βγαίνοντας από τον Όλυµπο, δε µπορούσα να κρύψω τον προβληµατισµό µου. «Τι έγινε, πως πήγε;», µε ρώτησε ο Τάσος. «Μάλλον καλά», απάντησα αινιγµατικά, «Νοµίζω ότι χρειάζοµαι ένα ποτό. Πάµε στου Ζόναρς;» Στο δρόµο δεν ήµουν ιδιαίτερα οµιλητικός. Υπάρχει κάποια στιγµή στη ζωή σου, που περνάς µία υπαρξιακή κρίση. Εγώ το είχα ξεπεράσει αυτό το στάδιο χρόνια πριν. Όση αυτογνωσία και να διαθέτεις όµως, υπάρχουν στιγµές που η πίστη στον εαυτό σου κλυδωνίζεται. Λίγες µέρες νωρίτερα θα κοκορευόµουν, ότι ήµουν ο µοναδικός εν ζωή που ήξερε τη Νιόβη απ’ έξω κι ανακατωτά. Σίγουρα τέσσερα χρόνια φιλίας δεν αρκούν για να ξετυλίξεις την ζωή κάποιου έως την παραµικρή λεπτοµέρεια. Όµως η Νιόβη ήταν προβλέψιµη, όπως κάθε γυναίκα. Τώρα πια αµφέβαλλα. Υπήρχαν πτυχές της Νιόβης που αγνοούσα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Και υποθέτω ότι ακριβώς αυτή η ψυχή, δεν κρύβεται πάντα στο βάθος των µατιών µας. Όταν καθίσαµε, διηγήθηκα στον Τάσο τα νεότερα. Με άκουγε προσεκτικά, αλλά µπορούσα να διακρίνω έναν τόνο απαξίωσης στο βλέµµα της. Εγώ είχα µάθει στη ζωή µου να µην κατακρίνω ποτέ. Αφενός γιατί ποιος είµαι εγώ που θα κρίνω, αφετέρου γιατί και 42 να ήταν οι εντολές, ήµουνα ικανός να τις παραβώ όλες! Τελικώς κατέβασα τρία ποτά πριν καταλήξουµε σπίτι. Ο Τάσος κουβαλούσε όλη µέρα ένα µικρό σακίδιο µε τα απαραίτητα για να διανυχτερεύσει µαζί µου. Υποθέτω ότι κάποια στιγµή στη ζωή µου, θα γινόταν επιτακτική η ανάγκη για κάποιον να µε προσέχει. Αλλά αυτό δεν το υπολόγιζα για τουλάχιστον δέκα χρόνια ακόµα και στην χειρότερη περίπτωση θα µε ντάντευε µία νοσοκόµα. Αντί αυτού είχα κληρονοµήσει ένα ανασφαλές κοριτσάκι µε φουντωτά µαλλιά! Από ολότελα θα µου πεις...δεν είχε έρθει εξάλλου η µέρα που θα αρνιόµουν τη συντροφιά µιας γυναίκας. Ξαπλώσαµε σχετικά νωρίς. Οι αϋπνίες όµως επέστρεψαν. Το µόνο που είχαν καταφέρει τα τρία ποτά, ήταν να µε κάνουν κατά εικοσιτέσσερα ευρώ φτωχότερο. Με το Τάσο να κοιµάται στο σαλόνι, ήµουν καταδικασµένος να στριφογυρνάω στο κρεβάτι µου. Κατά τις τρεις που σηκώθηκα για να ξεπιαστώ, βρήκα τον Τάσο να κοιµάται του καλού καιρού. Ωραίος φύλακας σκέφτηκα! Όταν ο Θεός χάραξε τη µέρα, είχα καταφέρει να µετρήσω τρεις ώρες ύπνου. Παραδόξως αισθανόµουν ανανεωµένος. Ίσως οφειλόταν στο ότι είχα σκοπό να ξεκινήσω τη µέρα µου ευχάριστα. Άφησα ένα σηµείωµα στον Τάσο και στις µύτες των ποδιών µου ξεµύτισα από το σπίτι. Οχτώ παρά δέκα ήµουνα έξω από την Παναγία της Ρόµβης. Σχεδίαζα να στριµώξω τον Νικολάκη και τίποτα δεν θα µου έµπαινε εµπόδιο. Μπορεί ο καλός µας ο παπάς να την κοπάναγε νωρίς από την εκκλησία, αλλά την πρωινή λειτουργία ήταν υποχρεωµένος να την τελέσει. Και είχα δίκιο. Έτσι λοιπόν υπέµεινα τη Θεία λειτουργία, αν και η τελευταία φορά που βρέθηκα σε µυστήριο ήταν όταν βάφτισα τον γιο µου. Κι ενώ περίµενα, δε µπορούσα να διαλέξω τι θα του πρωτοέσουρνα. Βλέπεις για έναν άπιστο σαν κι εµένα, αυτή ήταν µία ευκαιρία ζωής. Είχα σκοπό να έβγαζα όλα µου τα απωθηµένα. Από τις ξυλιές που µου έριχνε ο δάσκαλος, επειδή ήµουν σκράπας στα θρησκευτικά, µέχρι τη συνωµοσία που έστησε η γυναίκα µου µε τον παπά κι έδωσε στον γιο µας το

όνοµα του πεθερού µου. Εβδοµήντα χρόνια καταπίεσης θα τα ξεσπούσα όλα πάνω του. Κι εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή από να τα υποµείνει. Γιατί στο κάτω κάτω, πρώτος εκείνος αµάρτησε. Μπορεί ο καλός µας ο Θεούλης αν εξοµολογηθείς να στα συγχωρεί όλα, εγώ όµως ούτε καλός είµαι, µήτε δίνω άφεση. Αποφάσισα ότι αυτός θα ήταν ο ιδανικός τρόπος να ξεκινήσω. Με µία εξοµολόγηση. Η νεωκόρος δεν είχε εµφανιστεί ακόµα κι εγώ απέφυγα να τραβήξω την προσοχή του Νικολάκη. Έφτασα στο σηµείο ακόµα και να κοινωνήσω. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα φάει τίποτα. Μόνο καµιά δεκαριά τσιγάρα είχα καπνίσει, αλλά ελπίζω αυτό να µην πιάνεται. Για εκείνον ήθελα να είµαι ένα πιστός που ήρθε να εκκλησιαστεί. Όταν τελείωσε τον πλησίασα. «Θα ήθελα να εξοµολογηθώ πάτερ». «Βεβαίως τέκνον µου». Με αναγνώρισε, αλλά δεν έδειχνε υποψιασµένος. Ίσως τον είχε προετοιµάσει η Βαρβάρα. Με οδήγησε σ’ ένα µικρό δωµατιάκι, όπου καθίσαµε αντικριστά. Πάνω στο τραπέζι που µας χώριζε, ήταν διπλωµένο ένα πετραχήλι. Its show time!! Ξεκίνησα: «Forgive me father because I have sinned». «Παρακαλώ;» «Έτσι δε λένε στις ταινίες; Συγχώρα µε πάτερ, γιατί αµάρτησα;» «Υποθέτω», απάντησε διστακτικά. «Και µετά τους ρωτάνε πότε είναι η τελευταία φορά, που εξοµολογήθηκαν. Έτσι δε πάει;» «∆εν είναι απαραίτητο». «Κρίµα», είπα εγώ, «Αλλιώς τα είχα φανταστεί. Βέβαια η φαντασίωση περιελάµβανε κι αυτά τα κουτιά, όχι ένα τέτοιο δωµάτιο. Κλειστοφοβία σε πιάνει εδώ µέσα». «Θέλεις να ανοίξω την πόρτα;» «Όχι δε πειράζει. Στο θέµα µας λοιπόν. Εγώ θα το πω κι ας πέσει κάτω. Συγχώρα µε πάτερ, γιατί αµάρτησα». «Αυτό το λένε οι καθολικοί συνήθως τέκνο µου, αλλά δε πειράζει». «Σωστά πάτερ, µία οικογένεια είµαστε όλοι!» Χωρίς να το σχολιάσει µε ρώτησε: «Τι σε φέρνει εδώ σήµερα;» «Έχω κάνει πολλές αµαρτίες και πιστεύω ότι ο Θεός δε θα µε δεχτεί κοντά του». «Ο Θεός είναι µεγάλος και συγχωρεί όσους µετανιώνουν για τις πράξεις τους». «Είσαι σίγουρος; Εσύ πόσο λες να µου πάει µία θέση στο παράδεισο; ∆έκα µετάνοιες είναι καλά;» Σαν να µην µε άκουσε, µου είπε: «Τι είδους αµαρτίες σε βαραίνουν;» «Πολλές, αλλά κυρίως µία πάτερ». «Ποια είναι αυτή;» «Ξέρετε έχω µια αδυναµία. Τι αδυναµία δηλαδή.. εµµονή!» «Τι είδους εµµονή;» «Με το τζόγο!» Ξεροκατάπιε. Χωρίς όµως να φανεί. Κόρακας κοράκου µάτι βγάζει; Συνέχισα: «Ξέρετε είµαι άρρωστος µε τα χαρτιά, αλλά αυτό δεν είναι το χειρότερο». «Και ποιο είναι τέκνο µου;» «Πληγώνω τους ανθρώπους γύρω µου». «Αυτό δεν είναι σωστό», σχολίασε εκείνος. «Συµφωνώ, αλλά το χείριστο ξέρετε ποιο είναι;» «Ποιο;», µε ρώτησε. «Ότι έχω φτάσει σε τέτοιο σηµείο, που τους εξαπατώ κιόλας για να τους τραβήξω λεφτά. Καταλαβαίνετε τι εννοώ;» «Όχι ακριβώς». «Να από την Νιόβη για παράδειγµα, που ήταν η καλύτερη µου φίλη, προσπάθησα να της κλέψω χρήµατα!!» «Μάλιστα». Σταγόνες ιδρώτα είχαν αρχίσει να σχηµατίζονται στο µέτωπό του. «Αλλά ειλικρινά», συνέχισα εγώ, «αν ήσασταν στη θέση µου, το ίδιο δε θα κάνατε; Τόσα λεφτά είχε, δεν θα της λείπανε!» «Εδώ µιλάµε για σένα τέκνο µου». «Είσαι σίγουρος Νικολάκη;» του είπα καρφώνοντάς τον µε το βλέµµα µου. Σηκώθηκε πάνω και µου είπε: «Νοµίζω ότι τελειώσαµε για σήµερα». Τον γράπωσα βίαια από τους ώµους και τον κάθισα κάτω. «Τι δε θα µε συγχωρέσει ο Θεός; Τι πρέπει να κάνω; Πόσο πάει το συγχωροχάρτι τη σήµερον ηµέρα; Μία σκεπή; Ένα καινούργιο εικονοστάσι; Ή κάτσε, κάτσε το βρήκα! Μία ανακατασκευή του ναού;» Έπιασε µε τα χέρια το κεφάλι του και ψέλλισε: «Το ξέρω...έκανα λάθος». «Αλλά άσε µε να µαντέψω. Ο Θεός σε συγχώρεσε! Τι

έκανες; Έβαλες µέσο κανέναν αρχιµανδρίτη;» «∆εν είναι έτσι όπως τα λες..» «Και πως είναι Νικολάκη; Μήπως βρήκες άλλο κορόιδο;» «Σταµάτα». «Ή µήπως κλέβεις απ’ το παγκάρι για να τα φέρεις βόλτα;» «Σταµάτα». «Κάτσε το βρήκα. Θα γίνει θαύµα. Θα αρχίσει να κλαίει καµιά εικόνα;» «Σταµάτα». «Όχι, όχι καλύτερο. Ο Θεός σε φώτισε και σου ‘κατσε φλος ρουαγιάλ και ρέφαρες!» «ΣΤΑΜΑΤΑ», ούρλιαξε µε µία τρεµάµενη φωνή. Εκείνη την στιγµή άνοιξε µε φόρα τη πόρτα η νεωκόρος. «Είστε καλά;», τον ρώτησε ανήσυχη. Μόλις µε είδε κατάλαβε. «Άφησέ µας µόνους», της απάντησε ο πάτερ- Νικόλας. «Μα...», είπε εκείνη. «Σε παρακαλώ», της είπε κοφτά. Η Βαρβάρα υποχώρησε και βγήκε. Εκείνος έδειχνε απελπισµένος. «Πρέπει να καταλάβεις», ξεκίνησε να λέει, «ότι εγώ δεν το ήθελα. Άλλος µε πίεσε να το κάνω». «Μη µου πεις; Ένα φιδάκι σου είπε να φας το µήλο; Νόµιζα ότι σας µάθαιναν στη σχολή να µην την πατάτε µ’ αυτό το κόλπο!» «Εντάξει το οµολογώ... έχω πρόβληµα µε τα χαρτιά!! Απ’ όταν έχασα τον αδερφό µου, το ‘ριξα εκεί. Αλλά το ήλεγχα. Ποτέ δεν έδωσα δικαίωµα. Ποτέ δεν ξέφυγα. Πάντα ήµουν συνεπής µε τις υποχρεώσεις µου». «Ναι σωστά. Έτσι ξέρω κι εγώ. Να ‘ρχοµαι µία ώρα και να µουρµουράω δύο λογάκια. Σερί από τη λέσχη το πήγαινες;» «Υπερβάλεις ...δεν είναι έτσι», µουρµούρισε εκείνος. «Και πως είναι δηλαδή;» «Ποτέ δε θα έκανα κάτι τέτοιο. Αν δεν ερχόταν ο δικηγόρος της. Αυτός µου έβαλε φιτιλιές. Αυτός µε πίεσε!» «Και πως σε ήξερε τι χαρτόµουτρο ήσουν;», τον ρώτησα. «Από τη λέσχη. Πηγαίναµε στη ίδια λέσχη. Αρχές Νοέµβρη µε πλησίασε και µου είπε για το σχέδιο. Εγώ φυσικά αρνήθηκα». «Φυσικά», σάρκασα. «Αλλά εκείνος επέµεινε. Το έκανε να φαίνεται τόσο εύκολο. Μου τόνισε, ότι δε θα ήταν δα και η πρώτη φορά.. Ότι εγώ το µόνο που έπρεπε να κάνω,. ήταν να πείσω την Νιόβη». «Κι εσύ την έπεισες;» «Ναι», παραδέχτηκε. «Και που στράβωσε η δουλειά;» «∆ε ξέρω» «Τι δε ξέρεις;!!», φώναξα. «Πρέπει να καταλάβεις, ότι το έχω µετανιώσει». «Σου φαίνοµαι να µε νοιάζει;» «Ήρθε και µε βρήκε η Νιόβη», είπε αυτός. «Και τι σου είπε;» «Ότι έµαθε για τον εθισµό µου. Με ξεφτίλισε. Με απείλησε ότι θα µε καταγγείλει στο Πατριαρχείο». «Και καλά σου έκανε», σχολίασα ψυχρά. «Και σαν να µην έφταναν όλα αυτά το ίδιο βράδυ η αστυνοµία έκανε έφοδο στη λέσχη. Παρά τρίχα δε µε πιάσανε». «Συµπάθα µε Νικολάκη. Υπάρχει Θεός τότε!» «Με τιµώρησε για τις αµαρτίες µου». «Εµένα πάλι µου φαίνεται, ότι φτηνά τη σκαπούλαρες». «Και µέσα σ’ όλα αυτά», συνέχισε εκείνος, «Είχα και τον Αλέξανδρο έξαλλο µαζί µου. Να βρίζει θεούς και δαίµονες. Να µου λέει, πως έχει χρέη σε τοκογλύφους και ότι θα τον σκοτώσουν. Ότι έπρεπε να βρει µία λύση και αυτή ήταν η τελευταία του ελπίδα. Ότι του είχανε βάλει το µαχαίρι στο λαιµό». «Όπως έστρωσες θα κοιµηθείς». «Το ξέρω και το έχω µετανιώσει. Έχω αλλάξει!», είπε απελπισµένα. «Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ράσα του αλλιώς». «Αλήθεια! Πρέπει να µε πιστέψεις. Ήτανε θέληµα Θεού για να έρθω στα καλά µου». «Ναι σωστά! Ο Θεός ήθελε να εξαπατήσεις την Νιόβη, ο Θεός ήθελε να αλλάξει διακόσµηση του ναού του, ο Θεός ήθελε να χαρτοπαίζεις µέχρι πρωίας!» «Όχι αλήθεια. Πίστεψέ µε το έχω µετανιώσει», είπε δακρύζοντας, «∆εν ξαναέπαιξα από εκείνη τη µέρα να µου κοπούν τα χέρια αν λέω ψέµατα!» «Πρόσεχε Νικολάκη, γιατί σε βλέπω να δίνεις τη θεία κοινωνία µε τους αγκώνες». «Αλήθεια σου λέω». «Μαλακίες µου λες! Τότε τι έκανες έξω από τη λέσχη τη ∆ευτέρα; Αγιασµό για το καλό ξεκίνηµα;» «Όχι πήγα απλώς να τους πληρώσω, όσα τους χρώσταγα για να µην ξαναπατήσω». «Με αηδιάζεις», είπα και του πέταξα το πετραχήλι


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.