En mikrovalto28

Page 4

Eν Μικροβάλτω... • Σελ. 4

Μάρτιος 2015

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΑΡΑΔΟΣΗ Μπδούλια έφαγες Πήρα του χουριανόμ τηλέφουνου να μι αρμινέψ για κάτι χαρτιά.

Έλα ποια είσι μά; Αρα δε μι αγνώρσις, η Σουφία είμι. Τώρα σι θυμήθκα, τι χαλέβς μα; Μια ουρμίνια. Γιατί μα απ’ αλάργα δε βαίζ ντιπ κατου χουργιό, γίνγκις κι συ Σαλουνκιά. Αρα έχου του παλιουπόδαρουμ κι του χειρούργησι η γιατρός, έβαλι τάχα ένα μπαλόν μα τίπουτα ντίπ. Τι καρτιράς μα τώρα, τρανή είσι. Καλά ρα του ξέρου, τι του χαλέβς αυτό κι του αναφέρς. Ιγώ ρα δεν ήμαν που ώσπου να μιτρήσ ως τα δέκα απου τα σούδια έφτανα στου κουντουλάκι μι μιά ανάσα. Αρχίντσαμι τα θκά μας που μουλουγμό δεν έχν. Θυμάσι μα, μι λέει η χουργιανός, που στου λάκου στα γκιουφύρια που έπλιναν τα στράνια οι νγέκις κι ιμείς απου κατ επινάμι νιρό, μας ήλιγαν πως του νιρό αμα πιράσ απού σαράντα πέτρις είνι καλό. Όλα τουν ήλιγα τα θυμούμι, που τα Χριστούγεννα ετρουγάμι πουλύ κριάς, κουψίδια κι λουκάνκα, τα κριμνούσαν θλιές κι εμείς κρυφά τα ερτουγάμι. Αυτά ίλιγαν οι μάνις μας τα μαγαρσμένα τα πουντίκια τα τρών, μούγκι που μας πουνούσι η κλιά κι ετριχάμι τα πλαλούντας πίσου απ’ τσ’ αχυρόνις. Καλά που ειχάμι κι τς ουδουκαθαριστές τσ σκρόφις τάτρουγαν κι καθάρζι η τόπους. Ισύ μα ξιαστόχσις που ειπιρνάμι μια φιλούδα ψουμί, ένα σκρουβάλι τυρί, χορτινάμι μια χαρά, μούγκι που του τυρί είχι μέσα μπδούλια. Τι να είνι αρά τα μπδούλια, τα ξιαστόχσα. Ικείνα μα που ήταν μέσα στσ τρύπις του τυρί. Α! Καλά τώρα τα θυμίθκα, που είχαν κι ένα κιφαλάκι κι μας τηρούσαν μέσα απ’ τς μκρές τστρυπούλις..; Ήταν ζουντανά κι του τυρί πουλύ νόστιμου, πιό καλά μαζί μι του ασβέστιου ετρουγάμι κι προτείνες που λεν κι οι γιατροί. Δε μας πείραζι τίπουτα, μας φύλαγι η Θεός, που ήλιγι κι η μάναμ, τα μπδούλια ήταν ζουντανά κι μας τηρούσαν σα να μας ήλιγαν φάτι κι πλαλάτι, μη χαμπαρίζτι ντιπ. Ηλιγάμι ηλιγάμι κι δεν τα σουνάμι μι του χουργιανό μ’. Κι όποιους Μκρουβαλτνός της ηλικίας μου πει ότι δεν έφαγι μπδούλια, ψέματα θα πει.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΑΣ Μας πήραν την Αντώναινα

Ο Δασάρχης

Η νύφη από Δευτέρα

Ξιζβιρκιάσκι να φουνάζ η κλητήρας. Ακούστι χουργιανοί καλά. Απού ταχιά θα έρχιτι Δασάρχης κι στου χουργιό μας. Μην κόβιτι ξύλα απού σμά στου χουργιό, θα πλιαρώντι τζιριμέδις. Κυριακή η Δασάρχης ήρθι. Κι μόρα μόρα καμάρουνι στου μισουχώρι, αυτός ήταν κι καένας άλλους. Είχι κι έναν χουσμικιάρ, λίγου ζαραλούδκους. Αυτός η σπιούνους πρόδουνι τσχουριανοί. Νύχτα έκουβαν τα ξύλα απού σιαπέρα απ’ ντΒασίλ τ’ Λάκα απ’ του Μαγκανάρ μα αυτός η τσιφτιλίδκους ήλιγι του Δασάρχη τάχατις τα έκουβαν απ’ τα Κουκινόια. Παράδις δεν είχαν οι χουριανοί κι τσέδουναν καμιά κότα πνηθιλαν ψημέν. Από τότι χάνουνταν οι κότις απ’ τα κουμάσια. Φώναζαν οι γνέκις κι τάβαναν μι ν’ αλούπου. Μια χαραή η Στέλλα άκσι να λαμανίζουντι οι κότις, βγήκι κι τουν είδι του χουσμικιάρ τ’ Δασάρχη. Ά κυραμάρε ισύ κλέβς τσ κότις. Πήγι στουν τρανό τουν καπιτάνιου (τουν Αστυνόμου) κι του ανάφιρι. Η τρανός να μην τα χαλάσι μι του Δασάρχη τνείπι ήσαν απ’ τουν ύπνου κι δεν είδις καλά. Σι λέου τουν άμπλαξα, μην κάντσ του σαλό, άκσις; Καλά λέει του τρανό του κιφάλ. Πρέπει να τσακόσουμι όταν παέν να την ψήσν. Αρά τι ταράζισι κι αντραλίζισι ιγώ θα σι πααίνου ικεί που ψήν τσκότις. Η Δασάρχης κάθουνταν τνάλλη τμέρα στου καφινίου καμαρουτός σα να είχι καταπχεί τουν πλάστη. Τουν καλημέρσι η Στέλλα, αρχίντσι να κνιέτι, να λυγιέτι. Η Δασάρχης τουν άρσι πουλύ κι τλιέει, του βράδυ ακλούθαμι και θα φας κότα ψημέν. Λέλιμ, που μι αρέσει, να μι καρτιράς. Μπρουστά η Δασάρχις μι του χουσμικιάρη, απ’ του κουντό η Στέλλα κι πίσου η τρανός η καπιτάνιους. Σι μια ριματιά άναψαν φουτιά, έψαν νγκότα, τλιάντσαν κι αρχίντσαν να τρων κι να τραγδούν. Σιούντι τα δέντρα όλα Ζαχαρούλαμ, έστριβι του μουστάκ η Δασάρχης. Τσαμπλαξι η τρανός στουν τόπου. Σας τσάκουσα. Φρίθκι η Δασάρχης κι τάρξι όλα στου χουσμικιάρ. Ήλιγαν απουτότι στου χουριό. Να ποιός αλούπους μας έτρουγι τσκότις. Αφού τνέβγαλαν τραγούδ τΣτέλλα. Στέλλα μωρ Στέλλα, κακιά κουπέλα, δεν τόπραξις καλά, παγάπησις Δασάρχη μούγκι μιά βραδιά. Πάισαν οι κότις κι τα κουκόρια, πάισαν κι οι κλουσαριές, τσέτρουγι η Δασάρχης μέσα στις ριματιές.

Σ’ όλου του ντουνιά να τηρούσις σαν τ’ Μαρία άλλου κουρίτσ δεν είχι ψηλή, λυγιρή μι κόσις ως τα καπούλια, τα πλαλούντα τάφκιανι τα χουζμέτια, νασκίρζι, φουκαλνούσι, ανάπιανι του προυζύμ, ζύμουνι παραπάν απου δέκα πλαστάρια μι μια ανάσα. Όσου να σκουθούν οι άλλοι, έβγαζι του ψουμί απ’ του φούρνου. Όλις οι μάνις χάλιβαν να μπάρν για νυφ στα πιδιάτσ. Μούγκι ένας θα τνέπιρνι, αυτόν χάλιβι, του Νάτσιου, πιρήφανους κι αυτός, έκουβι του τσιρβέλου τ’, ότι κι αντί τόφκιανι. Τουν κατηγορούσαν στου χουριό γιατί πιρνούσι όλου απ’ μπανόστρατα που ήταν του σπίτι τσ Μαρίας, τραγδούσι κι του τραγούδ αυτόια. “Δε μπουρούσα να βρω καμιά και το ένα Σαββάτο βράδυ καλε Μαρία”. Δστου κι πολιομούσι μύγδαλα στου παραθύρι τσ. Η Μαρία σαν τγάτα τουν τηρούσι κι δόστου χάχανα κι νουήματα. Τάμαθι η μάνα τ’ Νάτσιου τα καμώματα, τουν αρχίνσι δεν αντρέπισι αρά , θα βγάλν τόνουμα του κουρίτσ. Μη λαβίζ μάνα ιγώ θα μπάρου κι θα παένου μουναχόζμ στουν πατέρα τσ. Μη βγάειζ τέτιις μόδις, ισί να ξέρσ. Γιατί θα αρχινίσν να παέν κι τα άλλα τα πιδιά. Σιούρτσ η Νάτσιους, πήγι στουν πατέρατσ. Θα στδόσου τουν ίπι, αλλά μασκαραλίκια δε θέλου. Φανιρά δε θα έρχισι. Πάινι κι η Νάτσιους κρυφά. Τα καμώματα τσ νύχτας ήφιραν στιναχώριις γιατιαυτό γίνκι η χαρά αγλήγουρα γιατί η Μαρία αντρέπουνταν που ακούσκι. Δόστου κλιάματα σαν ήγλιπνι του Νάτσιου. Τι θα φκιάσου, τι θα δείξουμι τ’ Δευτέρα που η πιθιρά καρτιράει να βάλει σκανέστρα του πκάμσου να ιδούν ότι ήταν τίμια η νύφ. Ήταν του έθιμου, έβαναν μια τρανή κανίστρα τρουίρου μι βασιλκό, μέσα του πκάμσου μι την τιμή (παρθινιά). Ιγώ Νάτσιου μ’ τι θα δείξου, τουν ήλιγι μι κλάματα η Μαρία. Α μα χαζιά, ισύ θα δεις τιμή, άκσις, θα του ιδείς. Χόριψαν, έφαγαν, σκόλασι η γάμους. Κλιάματα η Μαράια, τι θα κάνει του προυί τσ Διφτέρας. Χαραή χαραή η Νάτσιους πήγι στου κουμάσι που κλουσούσι τα πλιά η κλουσαριά. Πήρι ένα πλούλι, τόκουψι του κιφάλι. Ζουγράφσι του πκάμσου κι τόδουκι τμάνα. Μπράβου ρα πιδίμ, πουλύ χάρκα. Έφκιασι πίτις, λαγκίτις, σμίθια, αρχίντσαν όλις οι γνέκις ζτγειτουνιά, μπράβου, τίμου κουρίτσι, να ζήσν. Καμάρι η πιθιρά, ήρθι κι η μάνα τσ νύφης άμα για να ξέρτι του κουρίτσι τούχα καπίστρι ιγώ, δεν τούπι καένα στάσ παρέκει. Μέσα στου νουντά η Νάτσιους μι τ’Μαρία ξιτσιαγουλιάσκαν να γιλούν. Αχ Νάτσουμ μας ξιντοπιασι του πλούλι, νανι καλά. Κι η Νάτσιους, τι καλά να είνι μα χαζιά, αφού τόκουψα του κιφάλι; Σοφία Τσινίκα

Τ’ βγήκι τόνουμα τ’ Στέλλα μα γλύτουσαν οι κότις. Διαβάστι τα κι θα θυμηθήτε σε ποιό χωριό έγιναν όλα αυτάια. Κι έχτισα το σπιτάκι μου ένα ψηλό σαράι με δεκαχτώ πατώματα κι εξήντα παραθύρια Κι έκατσα στο παράθυρο τον κάμπο ν’ αγναντεύω…

Τρεις Αρβανίτες τη ρωτούν και τρεις την εξετάζουν - Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι Τούρκ’ άντρα για να πάρεις να προσκυνήσεις το τζαμί την εκκλησιά ν’ αφήσεις;

Βλέπω το χάρο να ‘ρχεται στο άλογο καβάλα… - Άσε με χάρε άσε με ακόμα πέντε χρόνια τα δυο να φάω και να πιω, τα τρία να γλεντήσω

- Τι λες μωρέ παλιότουρκε και παλιοαρβανίτη κάλλιο να ιδώ το αίμα μου τη γης να κοκκινήσει παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει …Κι ο Λιάκος την αγνάντευε από ψιλή ραχούλα

- Δεν είμαι μάνα να πονώ, πατέρας να λυπάμαι Μένα με λένε Χάροντα κι όπου περνώ μαυρίζω μαυρίζω νιους, μαυρίζω νιες, μαυρίζω παλικάρια με το μικρό σπαθάκι μου τους παίρνω τις ψυχούλες…

Τ’ ακούσατε τι έγινε τούτη την εβδομάδα μας πήραν την Αντώναινα οι σκυλοαρβανίτες Χίλιοι πααίνουν αμπρουστά και δυο χιλιάδες πίσω στη μέση βαζ’ν τ’ν Αντώναινα με το παιδί τ’ς στα χέρια

Ζεύει ζευγάρια τριανταδυό, τσιφτσίδες τριανταπέντε Έχει και νυχτοφύλακα για να φυλάει το βράδυ…

Η παπαδιά Σ’ όλο τον τόπο ξαστεριά σ’ όλον τον τόπο ήλιος απ’ την αυλή της παπαδιάς καπνός κι αντάρα βγαίνει

Εψές ήμουν στα Γιάννενα

Θαρρούσα γάμος γένουνταν θαρρούσα πανηγύρι Η παπαδιά ήταν άρρωστη βαριά για να πεθάνει

Εψές ήμουν στα Γιάννενα, αντίκρυ στο Μπιζάνι ακούω ντουφέκια πέφτουνε, κανόνια που βροντάνε Μήτε σε γάμο πέφτουνε μήτε σε πανηγύρι είν’ ο στρατός μας που περνά και πολεμάει τους Τούρκους

Εσείς κορίτσια για παντρειά

Κι εγώ σκλάβος σου γίνομαι, με τριανταδυό χιλιάδες και το δικό μου το σπαθί στα χέρια σου το δίνω κα το κρατάς για ενθύμιο, να τόχεις για κειμήλιο

Εσείς κορίτσια για παντρειά και σεις ραβωνιασμένα φλουριά να μη ζηλέψετε, μπροστά στα παλικάρια γιατί τα ζήλεψα κι εγώ και πήρα γέρο άντρα Του στρώνω πέντε στρώματα, πεντέξι μαξιλάρια - Σήκω μαράζι μ’ πλάγιασε και γύρε στο κρεβάτι να πιά’εις του Μάη τη δροσιά, τ’ Απρίλη τα λουλούδια…

Καημένη Λιάκαινα Με ξεγελάσαν τα πουλιά Με ξεγελάσαν τα πουλιά της Άνοιξης τα’ αηδόνια με γέλασαν και μού ‘πανε ποτές δεν θα πεθάνω

Κάτω στην άσπρη ποταμιά στο Λαρσινό τον κάμπο εκεί διαβαίνει ένας πασάς, καταπατάει τους κάμπους Του άρεσε η ποταμιά, του άρεσε κι ο κάμπος…

-Θεέ μ’ να ρίξεις μια βροχή κι ένα βαθύ σκοτάδι να βρω πετρίστα σταυρωτή να σταυρωθώ να κάτσω να κανακέψω το παιδί να το χορτάσω γάλα να το γεμίσω κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια

Εσάτ πασάς εφώναξε, τον Κωνσταντίνο λέει - Πάψε Κώστα μ’ τον πόλεμο, πάψε το ντουφεκίδι δικά σου είναι τα Γιάννενα, δικό σου το Μπιζάνι δικιά σου είν’ η Πρέβεζα, με τους καλούς μπαξέδες

Κάτω στην άσπρη ποταμιά

Πως λάμπει ο ήλιος το πρωί λάμπει το μεσημέρι έτσι λάμπει κι η Λιάκαινα στα τούρκικα τα χέρια Χίλιοι την παν από μπροστά κι δυο χιλιάδες πίσω

Κι όλος ο κόσμους έκλαιγε κι όλος ο κόσμους κλαίει κι όπως την κλαίνε τα πιδιά δεν κλαίει ο κόσμος όλος -Σήκω μανά μ’ να φας να πιεις σήκω να γιοματίσεις -Ιγώ σας λέω δεν μπορώ κι ισείς μι λέτε σήκω Τραβάτε μι να σηκωθώ κι βάλτε μι να κάτσω κι δώστε μι το ντάμπουρα να βγάλω το τραγούδι Να πω τραγούδι θλιβερό ένα παραπουνιάρκου να κάνω τα βουνά να κλαιν τα έλατα να τρίζουν Να κάνω τα πιδάκια μου να χύνουν μαύρα δάκρυα… ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΑ.-ΜΑΣ.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.