ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ

Page 1




Τσαρλς Ντίκενς

OΛIBEP TOYIΣT Διασκευή: Δημήτρης Καραδήμας

Σειρά: Γαλάζια Βιβλιοθήκη Συγ γ ραφέας & τίτλος πρωτοτύπου: CHARLES DICKENS, Oliver Twist Παραγ ωγ ή: MINΩAΣ A.E.E. 1η έκδοση: Ιανουάριος 2012 © Εικονογ ράφηση εξωφύλλου: Σπύρος Γούσης Διασκευή – Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Καραδήμας Προσαρμογ ή εξωφύλλου – Σελιδοποίηση: Ιάκωβος Ψαρίδης Copyright © γ ια την παρούσα έκδοση: Eκδόσεις MINΩAΣ Τ.Θ. 504 88, 141 10 N. Hράκλειο, AΘHNA τηλ.: 210 27 11 222 – fax: 210 27 76 818 www.minoas.gr • e-mail: info@minoas.gr

ISBN 978-960-481-792-4



Τσαρλς Ντίκενς

OΛIBEP TOYIΣT Διασκευή: Δημήτρης Καραδήμας

Σειρά: Γαλάζια Βιβλιοθήκη Συγ γ ραφέας & τίτλος πρωτοτύπου: CHARLES DICKENS, Oliver Twist Παραγ ωγ ή: MINΩAΣ A.E.E. 1η έκδοση: Ιανουάριος 2012 © Εικονογ ράφηση εξωφύλλου: Σπύρος Γούσης Διασκευή – Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Καραδήμας Προσαρμογ ή εξωφύλλου – Σελιδοποίηση: Ιάκωβος Ψαρίδης Copyright © γ ια την παρούσα έκδοση: Eκδόσεις MINΩAΣ Τ.Θ. 504 88, 141 10 N. Hράκλειο, AΘHNA τηλ.: 210 27 11 222 – fax: 210 27 76 818 www.minoas.gr • e-mail: info@minoas.gr ISBN 978-960-481-792-4



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Έ

να από τα διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα μιας πόλης, που για πολλούς λόγους δε θα ’θελα να αναφέρω, ούτε και να της

δώσω φανταστικό όνομα, είναι κι ένα ίδρυμα που βρίσκει κανείς σε όλες τις πόλεις, μικρές ή μεγάλες: το άσυλο των απόρων. Σ’ αυτό το άσυλο μια μέρα γεννήθηκε το παιδί που έδωσε το όνομά του σ’ αυτό το βιβλίο. Aν και δεν υποστηρίζω καθόλου ότι το να γεννηθεί κανείς σ’ ένα άσυλο είναι μια αξιοζήλευτη τύχη, για την περίπτωση του Όλιβερ αυτό ήταν σωτήριο. Bέβαια, δυσκολεύτηκε πολύ να συνηθίσει στο μηχανισμό της αναπνοής, που είναι τόσο απλός και συνάμα απαραίτητος για τη ζωή μας. Για κάμποση ώρα, ξαπλωμένος πάνω στο μάλλινο στρωματάκι του, βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου… T ώρα, αν τις στιγμές εκείνες τον περιτριγύριζαν προσεκτικές γιαγιάδες, θειάδες όλο αγωνία, έμπειρες παραμάνες και σοφοί γιατροί, θα πέθαινε σίγουρα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Kαθώς όμως δίπλα του βρισκόταν μια γριά παραμάνα του ασύλου, μισομεθυσμένη από την


πολλή μπίρα, καθώς και ο ενοριακός γιατρός, που κάτι τέτοιες ξαφνικές δουλειές τις έκανε με το ζόρι, ο Όλιβερ αντιμετώπισε τη φύση μονάχος του. T ο αποτέλεσμα; Έπειτα από μερικές γοερές κραυγές, ο Όλιβερ ανάπνευσε, φταρνίστηκε, ειδοποιώντας έτσι το άσυλο για το καινούριο βάρος που έπεφτε στην ενορία. Eίναι αλήθεια πως τέτοιες δυνατές φωνές δεν τις περίμενε κανείς από ένα αγόρι που μόλις είχε γεννηθεί και ίσα ίσα πριν από λίγο πάλευε με το θάνατο! Kαθώς ο Όλιβερ έδινε αυτό το πρώτο σημάδι της αναπνοής του, η μπαλωμένη κουβέρτα που σκέπαζε ακατάστατα το σιδερένιο κρεβάτι κουνήθηκε, μια νεαρή γυναίκα ύψωσε με κόπο το κεφάλι της αφήνοντας να φανεί το χλωμό της πρόσωπο και πρόφερε με δυσκολία αυτά τα λόγια: —Aφήστε με να δω το παιδί μου κι ας πεθάνω! O γιατρός καθόταν με το πρόσωπο γυρισμένο στη φωτιά, τρίβοντας πότε πότε τα χέρια του για να ζεσταθούν. Mόλις η νεαρή γυναίκα μίλησε, σηκώθηκε, προχώρησε προς το προσκέφαλό της και είπε με αναπάντεχη καλοσύνη: —A, δεν πρέπει να μιλάς για θάνατο ακόμα! —O Θεός να την ευλογεί! μπήκε στη μέση η παραμάνα. O Θεός να την ευλογεί, αλλά όταν φτάσει στα χρόνια μου και θα έχει κάνει δεκατρία παιδιά, όπως εγώ, και θα της έχουν πεθάνει όλα εκτός από δύο, αλλιώς θα σκέφτεται. O Θεός να την ευλογεί! Aχ! T ο τι είναι να είσαι μάνα, σκέψου το! Όλα αυτά τα αισιόδοξα βέβαια και παρηγορητικά λόγια για μια νεαρή μητέρα δεν έφεραν αποτέλεσμα. H άρρωστη κούνησε το


κεφάλι της και άπλωσε τα χέρια της στο παιδί. O γιατρός το απόθεσε στην αγκαλιά της. Aυτή κόλλησε τα χλωμά χείλη της με λαχτάρα στο μέτωπό του. Πέρασε τα δάχτυλά της πάνω στο πρόσωπό του, κοίταξε με βλέμμα παγωμένο γύρω της, αναρίγησε, έπεσε πίσω στο μαξιλάρι της και ξεψύχησε. T ην έτριψαν στο στήθος, στα χέρια και στους κροτάφους. Aλλά το αίμα είχε σταματήσει για πάντα να κυλά στις φλέβες της. —T ελείωσε, είπε ο γιατρός. —A, τη φτωχή, ώστε έτσι; είπε η παραμάνα μαζεύοντας την τάπα του μπουκαλιού, που της είχε πέσει στο μαξιλάρι καθώς έσκυβε να πάρει το μωρό. T ην καημένη! —Δεν είναι ανάγκη να με φωνάξετε αν κλαίει το παιδί, είπε ο γιατρός φορώντας τα γάντια του. Bέβαια θα είναι ανήσυχο, δώστε του όμως λίγο ζεστό. Έβαλε το καπέλο του και, πηγαίνοντας προς την πόρτα, στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι. —Ήταν ωραία κοπέλα. Aπό πού ήρθε; —T ην έφεραν χτες το βράδυ, απάντησε η γριά. T η βρήκαν πεσμένη στο δρόμο. Φαίνεται πως θα περπάτησε πολύ, γιατί τα παπούτσια της ήταν ξεχαρβαλωμένα. Kανένας όμως δεν ξέρει από πού ήρθε, ούτε πού πήγαινε. O γιατρός έσκυψε πάνω στο πτώμα της κοπέλας και ύψωσε το δεξί της χέρι. —H ίδια παλιά ιστορία, όπως βλέπω, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Δε φοράει βέρα. Kαληνύχτα!


O γιατρός πήγε για φαγητό και η παραμάνα άρχισε να φασκιώνει το μωρό. O νεογέννητος Όλιβερ T ουίστ ήταν μια θαυμάσια απόδειξη για τη δύναμη που έχει το ρούχο! T υλιγμένος στην κουβέρτα, που ως τότε ήταν το μοναδικό του ρούχο, δεν ξεχώριζε αν ήταν παιδί άρχοντα ή ζητιάνου. Θα ήταν δύσκολο και για τον πιο προσεκτικό παρατηρητή να τον τοποθετήσει στη σωστή κοινωνική θέση. T ώρα όμως, καθώς η γριά παραμάνα τον τύλιγε στα παλιά και κιτρινισμένα από την πολλή χρήση πανιά, έμπαινε στην αληθινή του θέση, γινόταν το παιδί μιας ενορίας, το ορφανό του ασύλου, το ταπεινό, πονεμένο και πεινασμένο παιδί, το προορισμένο για ξυλιές και κακομεταχείριση, που όλοι θα το περιφρονούσαν και που κανένας δε θα το συμπονούσε. O Όλιβερ ξεφώνιζε με όλη του τη δύναμη. Aν μπορούσε να ξέρει πως ήταν ορφανός, αφημένος στις τρυφερές φροντίδες του προσωπικού και των επιτρόπων, σίγουρα θα φώναζε ακόμα πιο δυνατά.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

T

ους επόμενους οχτώ με δέκα μήνες ο Όλιβερ τρεφόταν με ξένη τροφή. H διεύθυνση του ασύλου ανακοίνωσε στην ενοριακή

επιτροπή την άθλια κατάσταση του ορφανού. H ενοριακή επιτροπή ζήτησε να μάθει από τη διεύθυνση του ασύλου αν υπήρχε εκεί καμιά γυναίκα που θα ήταν σε θέση να του προσφέρει το γάλα που χρειαζόταν. H επιτροπή του ασύλου απάντησε ότι δεν υπήρχε. Mετά απ’ αυτό, η ενοριακή επιτροπή αποφάσισε να στείλει τον Όλιβερ στην «έπαυλη», σ’ ένα παράρτημα δηλαδή του ασύλου, κάπου τρία μίλια μακριά. Eκεί, είκοσι με τριάντα κακότυχα παιδιά κυλιούνταν στο χώμα όλη μέρα, χωρίς να ταλαιπωρούνται με πολύ φαΐ ή βαριά ρούχα, κάτω από τη μητρική επίβλεψη μιας μεσόκοπης γυναίκας. Σαν έκλεισε τα εννιά του χρόνια, ο Όλιβερ T ουίστ ήταν ένα χλωμό, λεπτό αγόρι, κοντούτσικο και μικροκαμωμένο. Aλλά η φύση ή η καταγωγή του τον είχε προικίσει με ένα γερό μυαλό, που μπόρεσε μια χαρά να αναπτυχθεί, παρ’ όλη τη φτωχή δίαιτα του ιδρύματος. Έτσι, έγινε εννιά χρόνων.


Eίχε γενέθλια κι όμως βρισκόταν κλεισμένος στην καρβουναποθήκη μαζί με δυο άλλους νεαρούς, έπειτα από ένα γερό ξυλοφόρτωμα, γιατί είχαν το θράσος να υποστηρίξουν πως πεινούσαν. Ξαφνικά, η κυρία Mαν, η καλή διευθύντρια του ασύλου, είδε τον κύριο Mπαμπλ, τον ενοριακό επίτροπο, να προσπαθεί να ανοίξει την εξώπορτά της. —Θεέ και Kύριε! Eσείς είστε, κύριε Mπαμπλ; είπε η κυρία Mαν βγάζοντας το κεφάλι της από το παράθυρο, με φωνή που πρόδινε χαρούμενη έκπληξη. Συγχρόνως ψιθύρισε βιαστικά στη Σουζάνα, την υπηρέτρια, να βγάλει τον Όλιβερ και τους φίλους του από την αποθήκη και να τους πλύνει αμέσως. —Kύριε Mπαμπλ, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω, πόσο χαίρομαι! Bέβαια, ο κύριος Mπαμπλ ήταν ένας χοντράνθρωπος ανίκανος να ανταποκριθεί σ’ αυτό το ανοιχτόκαρδο καλωσόρισμα. Aπεναντίας, έδωσε στην πορτούλα μια κλοτσιά και μπήκε μέσα. —Ω, Θεέ μου! είπε η κυρία Mαν τρέχοντας προς το μέρος του, είχα κλειδώσει γι’ αυτά τα αξιολάτρευτα παιδάκια. Περάστε μέσα, κύριε, παρακαλώ, κύριε Mπαμπλ, περάστε μέσα! Aυτή η όλο ευγένεια πρόσκληση θα είχε βέβαια μαλακώσει την καρδιά και νεκροθάφτη ακόμα, δεν είχε όμως κανένα αποτέλεσμα στον επίτροπο. —Nομίζετε, κυρία Mαν, ρώτησε ο κύριος Mπαμπλ κουνώντας το μπαστούνι του, πως είναι πρέπον ν’ αφήνετε τους υπαλλήλους της ενορίας να περιμένουν στην εξώπορτά σας, τη στιγμή που έρχονται


για δουλειές της ενορίας σχετικά με τα ορφανά; Mήπως σας διαφεύγει, κυρία Mαν, το γεγονός ότι είστε μισθωτή υπάλληλος της ενορίας; O κύριος Mπαμπλ είχε μεγάλη ιδέα για τη ρητορική του δεινότητα. Kαι ήταν ευχαριστημένος από την επίδειξή του. Xαλάρωσε λιγάκι. —Λοιπόν, κυρία Mαν, πρόσθεσε με φωνή πιο ήρεμη, οδηγήστε με μέσα, γιατί έρχομαι για μια υπόθεση και πρέπει να σας μιλήσω. H κυρία Mαν έμπασε τον επίτροπο σ’ ένα μικρό δωμάτιο, του έδειξε μια καρέκλα και τοποθέτησε με προσοχή το καπέλο και το μπαστούνι του σ’ ένα τραπεζάκι μπροστά του. O κύριος Mπαμπλ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, έριξε μια ματιά στο καπέλο του και χαμογέλασε. Mάλιστα, χαμογέλασε! Bλέπετε, και οι επίτροποι είναι άνθρωποι και μερικές φορές χαμογελούν! —Mη με παρεξηγήσετε γι’ αυτό που θα πω, είπε η κυρία Mαν με μια γλυκύτητα που σκλάβωνε, περπατήσατε πολύ, αλλιώς δε θα σας το πρότεινα. Θα πιείτε κάτι, κύριε Mπαμπλ; —Oύτε σταγόνα! είπε ο κύριος Mπαμπλ κουνώντας αρνητικά το δεξί του χέρι. —Kι όμως, νομίζω πως θα πιείτε, επέμεινε η κυρία Mαν, η οποία είχε παρατηρήσει τον όχι και τόσο απόλυτο τόνο της φωνής του. Mια γουλίτσα με λίγο κρύο νερό κι ένα κομματάκι ζάχαρη. O κύριος Mπαμπλ ξερόβηξε. —T ι είναι; ρώτησε. —Eίμαι υποχρεωμένη να έχω λίγο απ’ αυτό, για να ρίχνω στο


ζεστό των παιδιών, όταν δεν αισθάνονται καλά, απάντησε η κυρία Mαν καθώς άνοιγε ένα ντουλάπι. Eίναι τζιν, κύριε Mπαμπλ, δεν πρόκειται να σας απογοητεύσω. —Δίνετε στα παιδιά ζεστά, κυρία Mαν; ρώτησε ο κύριος Mπαμπλ χωρίς να χάνει καμιά λεπτομέρεια από την προετοιμασία του ποτού. —A, ο Θεός να τα ευλογεί! T ους δίνω, κι ας μου κοστίζει πανάκριβα. Δεν μπορώ να τα βλέπω να υποφέρουν. —Eίστε μια ευγενική ψυχή, κυρία Mαν! T η στιγμή εκείνη, η διευθύντρια απόθεσε το ποτήρι μπροστά του. —Mε την πρώτη ευκαιρία θα το αναφέρω στην επιτροπή, συνέχισε ο κύριος Mπαμπλ και πήρε το ποτήρι στα χέρια του. T ους φέρεστε σαν αληθινή μητέρα. Πίνω ευχαρίστως στην υγειά σας, κυρία Mαν, είπε και το κατέβασε μονορούφι. Kαι τώρα στη δουλειά μας, είπε βγάζοντας ένα δερμάτινο σημειωματάριο. O Όλιβερ T ουίστ έγινε εννιά χρόνων σήμερα… —O Θεός να τον ευλογεί, τον διέκοψε η κυρία Mαν, και με την άκρη της ποδιάς σκούπισε τα μάτια της. —Kαι μολονότι προσφέραμε δέκα λίρες και μετά είκοσι και παρ’ όλες τις υπεράνθρωπες προσπάθειες της ενοριακής επιτροπής, δεν μπορέσαμε να ανακαλύψουμε ποιoς ήταν ο πατέρας του ή η μητέρα του. —Kαι πώς συμβαίνει να έχει όνομα; ρώτησε όλο έκπληξη η κυρία Mαν. —Eγώ το βρήκα, είπε περήφανα ο κύριος Mπαμπλ. —Eσείς, κύριε Mπαμπλ;


—Mάλιστα, εγώ, κυρία Mαν. Στα παιδιά αγνώστων γονέων δίνουμε ονόματα με αλφαβητική σειρά. T ο τελευταίο ήταν Σ και το ονόμασα Σβαμπλ. Aυτό ήταν T και το ονόμασα T ουίστ. T ο επόμενο θα είναι Yβέν και το άλλο Φίλκινς. Έχω έτοιμα ονόματα μέχρι το Ω. Mετά θ’ αρχίσουμε πάλι από το A. —Eίστε σοφός άνθρωπος, κύριε Mπαμπλ! —Ποιoς ξέρει; Mπορεί και να είμαι! είπε ο επίτροπος φανερά ικανοποιημένος από το κομπλιμέντο. O Όλιβερ είναι πολύ μεγάλος για να μένει εδώ. H επιτροπή αποφάσισε να τον πάρει πίσω στο άσυλο. Γι’ αυτό ήρθα. Θέλω να τον δω. —Aμέσως, είπε η κυρία Mαν και βγήκε βιαστικά. Λίγο αργότερα ξαναμπήκε οδηγώντας προστατευτικά τον Όλιβερ, ο οποίος στο μεταξύ είχε μισοπλυθεί από το κάρβουνο που του σκέπαζε τα χέρια και το πρόσωπο. —Yποκλίσου στον κύριο, Όλιβερ! O Όλιβερ έκανε μια υπόκλιση τόσο στον επίτροπο όσο και στο καπέλο του πάνω στο τραπέζι. —Θέλεις να έρθεις μαζί μου, Όλιβερ; είπε ο κύριος Mπαμπλ. O Όλιβερ ήταν έτοιμος να απαντήσει πως θα πήγαινε οπουδήποτε, αρκεί να έφευγε απ’ αυτό το καταραμένο μέρος, αλλά κρατήθηκε μόλις είδε το απειλητικό ύφος της κυρίας Mαν πίσω από την καρέκλα του επιτρόπου. H πλάτη του είχε νιώσει πολύ καλά τη χερούκλα της κυρίας Mαν. —Δε θα έρθει και η κυρία μαζί; ρώτησε ο πιτσιρίκος. —Όχι, αυτό δε γίνεται. Θα έρχεται όμως να σε βλέπει.


Aυτό δεν παρηγόρησε και πολύ το παιδί. Παρόλο όμως που ήταν παιδί ακόμα, είχε την εξυπνάδα να προσποιηθεί πως λυπόταν για το χωρισμό. Δεν ήταν δύσκολο γι’ αυτόν να αναλυθεί σε δάκρυα. Eξάλλου πεινούσε και η πλάτη του πονούσε ακόμη από τις ξυλιές. Έτσι, ο Όλιβερ έκλαψε πολύ φυσικά. H κυρία Mαν τον φίλησε χίλιες φορές και του έδωσε μία φέτα ψωμί με βούτυρο. Δεν ήταν ανάγκη να φαίνεται και πολύ πεινασμένος όταν θα έφτανε στο άσυλο… Mε τη φέτα στο ένα χέρι και το καφετί κασκέτο της ενορίας στο άλλο, ο Όλιβερ με τη συνοδεία του κυρίου Mπαμπλ εγκατέλειψε το φρικτό εκείνο σπίτι. Δεν είχε ούτε ένα τέταρτο που μπήκε στο άσυλο, όταν ο κύριος Mπαμπλ τού ανήγγειλε ότι έπρεπε να παρουσιαστεί στο συμβούλιο αμέσως. Kαι δίνοντάς του μια δυο μπαστουνιές για να ξυπνούν τα αίματα, τον οδήγησε σ’ ένα μεγάλο, ασβεστωμένο δωμάτιο, όπου καμιά δεκαριά ευτραφείς κύριοι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι. Στην κορυφή, στρογγυλοκαθισμένος σε μια ψηλή πολυθρόνα, βρισκόταν ένας χοντρός κύριος με κόκκινο πρόσωπο. —Yποκλίσου στο διοικητικό συμβούλιο, του είπε ο κύριος Mπαμπλ. O Όλιβερ σκούπισε τα δάκρυα που τρεμόπαιζαν στα βλέφαρά του και χαιρέτησε προς το τραπέζι. —Πώς σε λένε, παιδί μου; ρώτησε ο κύριος από την ψηλή πολυθρόνα. O Όλιβερ τα είχε χαμένα με τόσους ευγενείς κυρίους απέναντί του. Kαι καθώς ο επίτροπος του έδωσε μια γερή σκουντιά από πίσω,


απάντησε τόσο σιγανά, που σχεδόν η φωνή του δεν ακούστηκε καθόλου. Ένας κύριος με άσπρο γιλέκο, κρίνοντας απ’ όλα αυτά, δήλωσε πως το παιδί εκείνο ήταν ηλίθιο. —Άκουσε, παιδί μου, είπε ο πρόεδρος. Ξέρεις, φαντάζομαι, πως είσαι ορφανός. —T ι σημαίνει αυτό, κύριε; ρώτησε ο καημένος ο Όλιβερ. —Eγώ σας το είπα, το παιδί αυτό είναι καθυστερημένο, είπε ο κύριος με το άσπρο γιλέκο. —Σιωπή! πρόσταξε ο πρόεδρος. Ξέρεις πως δεν έχεις γονείς και πως ανατράφηκες από την ενορία, έτσι δεν είναι; —Mάλιστα, κύριε, αποκρίθηκε ο Όλιβερ κλαίγοντας γοερά. —Γιατί κλαις; τον ρώτησε ο κύριος με το άσπρο γιλέκο. T ου φαινόταν παράδοξο. Για ποιο πράγμα θα μπορούσε να κλαίει αυτό το παιδί; —Aρκετά! Σε φέραμε εδώ για να σε μορφώσουμε και να μάθεις μια χρήσιμη τέχνη, είπε ο πρόεδρος με το κόκκινο πρόσωπο. —Γι’ αυτό θ’ αρχίσεις να ξαίνεις στουπί από αύριο το πρωί στις έξι, συμπλήρωσε ο κύριος με το άσπρο γιλέκο. O Όλιβερ, με την προτροπή του επιτρόπου, υποκλίθηκε προς το συμβούλιο και μετά οδηγήθηκε σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου ξάπλωσε σ’ ένα σκληρό κρεβάτι. Eκεί έκλαψε με λυγμούς πολλή ώρα, ώσπου, νανουρισμένος από το ίδιο του το κλάμα, αποκοιμήθηκε. H τραπεζαρία, όπου έτρωγαν τα παιδιά, ήταν ένα μεγάλο, πλακόστρωτο δωμάτιο με ένα καζάνι στη μια άκρη. O διευθυντής,


ζωσμένος με μια ποδιά και βοηθούμενος από δυο γυναίκες, μοίραζε από εκεί το φαγητό στα παιδιά. O Θεός δηλαδή να το κάνει φαγητό, γιατί ήταν ένας σκέτος χυλός με αλεύρι, κι από το χυλό αυτό τα παιδιά έπαιρναν κάθε φορά μία μερίδα μονάχα και ούτε κουταλιά παραπάνω. Mόνο σαν ήτανε γιορτή τούς δίνανε κι από εκατό γραμμάρια ψωμί στο καθένα. Oι καραβάνες τους δε θέλανε ποτέ πλύσιμο, γιατί τα παιδιά, πεινασμένα, τις έγλειφαν και τις έξυναν με το κουτάλι τους μέχρι που τις έκαναν να αστράφτουν. Mόλις τελείωναν το φαγητό, τα παιδιά περικύκλωναν το καζάνι, ρίχνοντάς του λαίμαργες ματιές. Έγλειφαν τα δάχτυλά τους. T α αγόρια έχουν, γενικά, μεγάλη όρεξη. O Όλιβερ T ουίστ και οι φίλοι του άντεξαν εκείνο το μαρτύριο της πείνας για τρεις μήνες. Στο τέλος όμως εξαγριώθηκαν τόσο πολύ, που ένα ψηλό αγόρι, ασυνήθιστο ως τότε σε τέτοια βασανιστήρια, γιατί ο πατέρας του είχε μια μικρή ταβέρνα, δήλωσε σοβαρά στους συντρόφους του πως, αν δεν του έδιναν και δεύτερη καραβάνα με χυλό κάθε μέρα, θα έτρωγε ζωντανό το αγόρι που κοιμόταν δίπλα του τη νύχτα!… Kι όπως τα μάτια του γυάλιζαν αγριεμένα, τον πίστεψαν όλοι. Kι αποφάσισαν, έπειτα από σύσκεψη, να ζητήσουν από το διευθυντή περισσότερο φαγητό. O κλήρος έπεσε στον Όλιβερ T ουίστ. Έφτασε το βράδυ. T α παιδιά πήραν τις θέσεις τους. O διευθυντής, με την ποδιά του μάγειρα, στάθηκε δίπλα στο καζάνι. T α παιδιά παρατάχθηκαν και, όταν σερβιρίστηκε ο χυλός, έκαναν μια μεγάλη προσευχή. O χυλός καταβροχθίστηκε αμέσως. T α παιδιά κάτι ψιθύρισαν το ένα στο άλλο και κάνανε νόημα στον Όλιβερ. Oι


διπλανοί του τον σκουντούσαν. Aυτός, αν και μικρός, σπρωγμένος από την πείνα, σηκώθηκε με θάρρος. Προχώρησε προς το διευθυντή, με την καραβάνα και το κουτάλι στο χέρι, και είπε, παραξενεμένος κι ο ίδιος με την τόλμη του: —Θα ήθελα λίγο ακόμα φαγητό, κύριε. O διευθυντής ήταν ένας χοντρός, καλοζωισμένος άνθρωπος. Kι όμως χλώμιασε μεμιάς. Kοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα κατάπληκτος το νεαρό αντάρτη. Oι βοηθοί του είχαν παραλύσει και τα παιδιά έτρεμαν από το φόβο τους. —T ι; είπε στο τέλος με σβησμένη φωνή. —Θα ήθελα λίγο ακόμα φαγητό, κύριε, ξαναείπε ο Όλιβερ. O διευθυντής τον χτύπησε στο κεφάλι με την κουτάλα, τον άρπαξε στα χέρια του κι άρχισε να φωνάζει τον επίτροπο. T ο συμβούλιο συνεδρίαζε όταν ο κύριος Mπαμπλ όρμησε, κατακόκκινος από την έξαψη, στο δωμάτιο και είπε απευθυνόμενος προς τον πρόεδρο: —Kύριε Λίμπκινς, με συγχωρείτε! O Όλιβερ T ουίστ ζήτησε κι άλλο φαγητό! Όλοι ανατρίχιασαν. T ρόμος ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους. —Zήτησε κι άλλο φαγητό! είπε ο κύριος Λίμπκινς. Hρεμήστε, Mπαμπλ, κι απαντήστε μου. Kατάλαβα καλά; Zήτησε κι άλλο, αφού είχε φάει την κανονική του μερίδα; —Aκριβώς, κύριε, απάντησε ο Mπαμπλ. —Aυτό το παιδί θα καταλήξει στην κρεμάλα, είπε ο κύριος με το άσπρο γιλέκο. T ο βλέπω καθαρά!


Aκολούθησε μια ζωηρή συζήτηση. O Όλιβερ κλείστηκε στην απομόνωση και το άλλο πρωί μια ανακοίνωση στην πόρτα του ασύλου γνωστοποιούσε ότι προσφερόταν αμοιβή δέκα λιρών σε όποιον άντρα ή γυναίκα θα έπαιρνε τον Όλιβερ T ουίστ από το ενοριακό άσυλο για μαθητευόμενο σε οποιαδήποτε τέχνη ή επάγγελμα. —Ποτέ δεν ήμουν περισσότερο βέβαιος για κάτι, είπε ο κύριος με το άσπρο γιλέκο, διαβάζοντας το άλλο πρωί την ανακοίνωση, απ’ όσο είμαι βέβαιος πως το παιδί αυτό μια μέρα θα κρεμαστεί!


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

O Όλιβερ έκλαψε μερόνυχτα ολόκληρα. Κάθε πρωί ήταν

υποχρεωμένος να πλένει την αυλή, κάτω από τη στοργική επίβλεψη του κυρίου Mπαμπλ, ο οποίος για να του τονώσει την κυκλοφορία του αίματος και για να τον προφυλάξει από πιθανό κρυολόγημα, του χτυπούσε γερά την πλάτη με το ραβδί του. Eνώ η υπόθεση του Όλιβερ πήγαινε τόσο καλά, κάποιος κύριος Γκάμφιλντ, καπνοδοχοκαθαριστής, κατέβαινε μια μέρα το δρόμο του ασύλου, σπάζοντας το κεφάλι του με τι τρόπο θα πλήρωνε το νοίκι του, πολύ καθυστερημένο ήδη. Πάνω στην απελπισία του, η ματιά του έπεσε στην ανακοίνωση του ασύλου. Bλαστημώντας, έδωσε μια δυνατή γροθιά στο κεφάλι του γαϊδάρου του, τον τράβηξε γερά από το χαλινάρι κι άρχισε να διαβάζει την ανακοίνωση. Eνθουσιάστηκε όταν είδε πως το ποσό ήταν ακριβώς αυτό που είχε ανάγκη. Δίνοντας μια καινούρια γροθιά στο κεφάλι του γαϊδάρου του, ο κύριος Γκάμφιλντ μπήκε στο άσυλο. T ον πήγανε στην αίθουσα του συμβουλίου.


—H ενορία έχει ένα παιδί για μαθητευόμενο, είπε. Aν θέλετε να έχει μια καλή θέση, είμαι έτοιμος να το πάρω. —Eίναι ένα επάγγελμα πολύ βρόμικο, παρατήρησε ο κύριος Λίμπκινς, και έχουν δει πολλά παιδιά πνιγμένα μέσα σε καπνοδόχους. —Eίναι επειδή βρέχανε το άχυρο που ανάβανε για να τα κάνουν να κατεβούν, αποκρίθηκε ο κύριος Γκάμφιλντ. Mα δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια γερή φωτιά για να τα κάνεις να κατεβαίνουν με τα τέσσερα, κι αν σφιχτήκανε μέσα στην καπνοδόχο, τσακίζονται για να κατεβούν από εκεί όταν η φλόγα τούς ξεροψήνει τις πατούσες… H εξήγηση αυτή έκανε τον κύριο με το άσπρο γιλέκο να γελάσει, μα ένα αυστηρό βλέμμα του κυρίου Λίμπκινς τον έκοψε στη μέση. T ο συμβούλιο, αφού συζήτησε χαμηλόφωνα, αποφάσισε να μειώσει το ποσό στις πέντε λίρες. —Eίστε πολύ σκληροί για μένα, είπε ο κύριος Γκάμφιλντ. —T ι κουταμάρα! είπε ο κύριος με το άσπρο γιλέκο. Kαι χωρίς αμοιβή, αυτή θα ήταν μια καλή δουλειά. Πάρ’ τον, ανόητε! Eίναι το παιδί που σου κάνει. Έχει ανάγκη από ξύλο. H τροφή του δε θα στοιχίζει τίποτα, γιατί έχει μάθει να είναι λιτοδίαιτο! Xα! χα! χα! Συμφώνησαν και ο κύριος Mπαμπλ πήρε την εντολή να οδηγήσει την ίδια μέρα τον Όλιβερ στο δικαστή, ο οποίος έπρεπε να υπογράψει το συμβόλαιο της μαθητείας. Έβγαλαν από τη φυλακή τον Όλιβερ και για μεγάλη του έκπληξη του φόρεσαν καθαρά ρούχα. Έπειτα ο κύριος Mπαμπλ τού έδωσε ένα πιάτο χυλό και διπλή μερίδα ψωμί, όπως


έκαναν τις γιορτινές μέρες. Mπροστά σ’ αυτή τη γενναιοδωρία, ο Όλιβερ ξέσπασε σε λυγμούς. Nόμιζε, όχι και τόσο άδικα, ότι τον καλοτρέφανε γιατί αυτό ήταν το τελευταίο του φαγητό. —Mην ερεθίζεις τα μάτια σου και τα κοκκινίζεις, είπε ο κύριος Mπαμπλ. Φάε καλά και να είσαι ευχαριστημένος που θα πας μαθητευόμενος. —Mαθητευόμενος; —Nαι. Oι γενναιόκαρδοι αυτοί άνθρωποι που αναπληρώνουν τους γονείς σου αποφάσισαν να σε στείλουν να μάθεις ένα επάγγελμα, αν και αυτό στοιχίζει στην ενορία ένα σωρό χρήματα. Eμπρός, συνέχισε ο κύριος Mπαμπλ, σκούπισε τα μάτια σου με το μανίκι σου και μην κλαις μέσα στο χυλό σου, είναι κουταμάρα. Στο δρόμο που πήγαιναν, ο κύριος Mπαμπλ συμβούλευσε τον Όλιβερ να πάρει χαρούμενο ύφος και, όταν ο δικαστής θα τον ρωτούσε αν ήθελε να πάει μαθητευόμενος, να απαντήσει πως ήταν ενθουσιασμένος γι’ αυτό. O Όλιβερ υποσχέθηκε να συμμορφωθεί, επειδή ο κύριος Mπαμπλ, έστω και χωρίς να το πει, του έδωσε να καταλάβει πως θα είχε φοβερές συνέπειες αν δε συμμορφωνόταν. O Όλιβερ παρουσιάστηκε μπροστά σε κάτι ηλικιωμένους κυρίους με περούκες. Στο πλάι ήταν ο κύριος Γκάμφιλντ, με το πρόσωπο μαύρο από τις καπνιές, και παραδίπλα ο κύριος Λίμπκινς. —Λοιπόν! είπε ο ένας από τους δικαστές φορώντας τα ματογυάλια του, το παιδί θέλει να γίνει καπνοδοχοκαθαριστής; —Eίναι ξετρελαμένος μ’ αυτό το επάγγελμα, εντιμότατε, αποκρίθηκε ο κύριος Mπαμπλ τσιμπώντας στα κρυφά τον Όλιβερ.


—Aυτός είναι ο μάστοράς του; ρώτησε ο δικαστής γυρίζοντας προς τον καπνοδοχοκαθαριστή. Θα τον τρέφετε καλά; Θα τον προσέχετε; —Nαι, έκανε ο άλλος με μισό στόμα. —Kαλά, καλά! είπε ο δικαστής και, στερεώνοντας τα ματογυάλια του καλύτερα, αναζήτησε την πένα του για να υπογράψει. Ήταν η κρίσιμη στιγμή για τον Όλιβερ. Aν η πένα βρισκόταν στη συνηθισμένη της θέση, ο δικαστής θα τη βουτούσε στο μελάνι και θα υπέγραφε το συμβόλαιο της μαθητείας. Aλλά η πένα ήταν ακριβώς κάτω από τη μύτη του και την αναζητούσε παντού χωρίς να τη βλέπει. H ματιά του έπεσε πάνω στο κάτωχρο και συγκινημένο πρόσωπο του παιδιού ακριβώς την ώρα που έπιανε την πένα στο χέρι του. Σταμάτησε, ακούμπησε την πένα του και κοίταξε τον κύριο Λίμπκινς. —Παιδί μου, ρώτησε, γιατί είσαι φοβισμένο; —Πηγαίνετε μακριά του, επίτροπε, μπήκε στη μέση ο άλλος δικαστής ο οποίος αντιλήφθηκε την τσιμπιά που έδωσε ο κύριος Mπαμπλ στον Όλιβερ. T ο παιδί έπεσε στα γόνατα και παρακάλεσε με τα χέρια σμιχτά τους δικαστές να τον ξαναστείλουν στο άσυλο, προτιμώντας, καθώς έλεγε, καλύτερα να τον σκοτώσουν παρά να πάει μ’ αυτό τον άνθρωπο που τον έκανε να τρέμει από το φόβο του. O κύριος Mπαμπλ, αγανακτισμένος, σήκωσε τα χέρια του ψηλά. —T α συγχαρητήριά μου, Όλιβερ! φώναξε. Aπ’ όλα τα παλιόπαιδα


που γνώρισα μέχρι σήμερα, εσύ είσαι ο χειρότερος. —Πάψτε, επίτροπε! είπε ο ένας δικαστής κοιτάζοντας αυστηρά τον κύριο Mπαμπλ. —Oρίστε; Σ’ εμένα μίλησε η εντιμότητά σας; ρώτησε ξαφνιασμένος ο κύριος Mπαμπλ. —Nαι, επίτροπε, πάψτε! Nα προστάζουν έναν επίτροπο να πάψει! O κύριος Mπαμπλ δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Ήταν σαν να αναποδογύριζε ο κόσμος! —Δεν εγκρίνουμε αυτό το συμβόλαιο μαθητείας, είπε ο δικαστής με τα ματογυάλια, αφού συμβουλεύτηκε με ένα βλέμμα το συνάδελφό του. —Eλπίζω, εντιμότατοι, είπε ο κύριος Λίμπκινς ταραγμένος, πως με την απλή μαρτυρία ενός παιδιού οι εντιμότητές σας δε θα υποπτευθούν το συμβούλιο πως… —T ο συμβούλιο δεν έχει γνώμη πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, τον διέκοψε ξερά ο δικαστής. Nα ξαναπάρετε το παιδί στο άσυλο και να το περιποιείστε καλά. Έχει μεγάλη ανάγκη απ’ αυτό. T ην ίδια βραδιά, ο κύριος με το άσπρο γιλέκο διαβεβαίωνε πως το παιδί αυτό όχι μόνο θα κατέληγε στην κρεμάλα, αλλά και θα το διαμελίζανε και θα πετάγανε τα κομμάτια του στα σκυλιά! T ην άλλη μέρα, ο κόσμος μάθαινε πως ο Όλιβερ ήταν ακόμα διαθέσιμος για παραχώρηση κι ότι το άσυλο έδινε δέκα λίρες αμοιβή σε όποιον δεχόταν να τον αναλάβει.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Σ

τις μεγάλες οικογένειες, όταν ένας από τους νεαρούς βλαστούς δεν μπορεί να βρει μια συμφέρουσα δουλειά, τον στέλνουν στα

καράβια. T ο διοικητικό συμβούλιο, ακολουθώντας αυτό το καλό παράδειγμα, αποφάσισε να μπαρκάρει τον Όλιβερ σε κάποιο φορτηγό καράβι, που θα έπιανε επικίνδυνα λιμάνια. Ήταν ο καλύτερος τρόπος για να απαλλαγούν απ’ αυτόν. Mπορεί κάποιο βράδυ ο καπετάνιος, για να διασκεδάσει, να τον μαστίγωνε μέχρι θανάτου, ή να του έσπαζε το κεφάλι με κανένα λοστό. O κύριος Mπαμπλ γύριζε στο άσυλο απογοητευμένος. Mάταια είχε αναζητήσει έναν καπετάνιο που να χρειαζόταν για το καράβι του ένα παιδί ολομόναχο στον κόσμο. Στην πόρτα του ασύλου συνάντησε τον κύριο Σόουερμπερυ, τον ενοριακό εργολάβο κηδειών. Ήταν ένας ψηλός, αδύνατος άντρας, σφιγμένος σ’ ένα κατάμαυρο κοστούμι, με μαύρες βαμβακερές κάλτσες και μαύρα παπούτσια. Bάδιζε ανάλαφρα καθώς προχώρησε προς τον κύριο Mπαμπλ για να του σφίξει εγκάρδια το


χέρι. —Μήπως τυχόν ξέρετε κανέναν που να θέλει ένα παιδί για μαθητευόμενο; ρώτησε ο κύριος Μπαμπλ. Ένα ορφανό της ενορίας. Eνδιαφέρουσα δουλειά, κύριε Σόουερ​μπερυ, ενδιαφέρουσα! είπε και έδωσε τρία χαρακτηριστικά χτυπήματα στην ανακοίνωση του ασύλου, εκεί όπου με τεράστια γράμματα αναφερόταν η αμοιβή: δέκα λίρες. —Aχά! έκανε ο εργολάβος. Kι εγώ ήθελα να σας πω, κύριε Mπαμπλ, ότι πληρώνω πολλά για τους φτωχούς. —Λοιπόν; είπε ο κύριος Mπαμπλ. —T ο λοιπόν, έχω τη γνώμη πως, αφού πληρώνω τόσα γι’ αυτούς, έχω και το δικαίωμα να βγάλω κι από λόγου τους κάτι, όταν μπορώ. Έτσι, κύριε Mπαμπλ, θα πάρω αυτό το παιδί για τον εαυτό μου. O κύριος Mπαμπλ άρπαξε τον εργολάβο από το χέρι και τον οδήγησε μέσα. Aφού συζήτησαν για μερικά λεπτά με το συμβούλιο, αποφασίστηκε να πάρει τον Όλιβερ «υπό δοκιμή». Όταν οδήγησαν τον Όλιβερ μπροστά στους «κυρίους» και του είπαν πως από το ίδιο εκείνο βράδυ θα πήγαινε για βοηθός του εργολάβου κηδειών, έδειξε τόσο λίγη συγκίνηση, που τον αποκάλεσαν αχάριστο και είπαν στον κύριο Mπαμπλ να τον πάρει αμέσως από μπροστά τους. Ο Όλιβερ μάζεψε τα πραγματάκια του σ’ ένα μπογαλάκι, κατέβασε το καπέλο του ως τα μάτια και για μια ακόμα φορά, κρατώντας σφιχτά την άκρη του παλτού του κυρίου Mπαμπλ, τον ακολούθησε στο νέο τόπο των μαρτυρίων του.


O εργολάβος, που μόλις είχε κλείσει το μαγαζί του, έκανε κάτι λογαριασμούς στο φως ενός κεριού. —A! Eσείς είστε, κύριε Mπαμπλ; —Eγώ, απάντησε ο επίτροπος. Σας έφερα το παιδί. O Όλιβερ υποκλίθηκε. —Aυτό είναι το παιδί; είπε ο εργολάβος και σήκωσε το κηροπήγιο για να δει καλύτερα. Kυρία Σόουερμπερυ, έχετε την καλοσύνη να ’ρθείτε μια στιγμή; H κυρία Σόουερμπερυ, αδύνατη και με ύφος ανόρεχτο, βγήκε από ένα δωματιάκι στο βάθος. —Aγαπητή μου, αυτό είναι το παιδί του ασύλου που σου έλεγα. O Όλιβερ υποκλίθηκε ξανά. —Θεέ μου! Πόσο αδύνατο είναι! είπε η γυναίκα του εργολάβου. —Bέβαια, δεν είναι παχύς, απάντησε ο κύριος Mπαμπλ, αλλά θα δυναμώσει, κυρία Σόουερμπερυ. —Nαι, χωρίς αμφιβολία, απάντησε αυτή, αλλά με δικά μας έξοδα. Eγώ το είπα – δε βγαίνει τίποτε από τα παιδιά της ενορίας, αλλά οι άντρες κάνουν πως τα ξέρουν όλα! Eμπρός, κατέβα, κοκαλιάρη! Mε τα λόγια αυτά, η γυναίκα του εργολάβου άνοιξε μια πλαϊνή πόρτα κι έσπρωξε τον Όλιβερ σ’ ένα σκοτεινό και υγρό κελάρι, που το είχαν για κουζίνα. Eκεί καθόταν μια βρόμικη κοπέλα, με τρύπια παπούτσια και σκονισμένες γαλάζιες κάλτσες. —Kαρλότα, την πρόσταξε η κυρία Σόουερμπερυ, δώσε σ’ αυτόν το μικρό τα αποφάγια που κρατήσαμε για τον Aζόρ. Δε φαντάζομαι να σιχαίνεσαι, μικρέ…


O Όλιβερ, στο άκουσμα πως θα φάει κρέας, έγνεψε «όχι». T ου βάλανε μπροστά μια γαβάθα με απομεινάρια. Με τι λαιμαργία ρίχτηκε ο Όλιβερ σ’ εκείνα τα αποφάγια, που κι ο σκύλος περιφρονούσε! Σε λίγο είχε καταβροχθίσει τα πάντα. —Λοιπόν, ρώτησε η γυναίκα παρατηρώντας τον με τρόμο, τελείωσες; Kαθώς δεν έμενε ούτε ψίχουλο, ο Όλιβερ έγνεψε «ναι» με το κεφάλι του. —T ότε, έλα μαζί μου, είπε η κυρία Σόουερμπερυ παίρνοντας μια καπνισμένη λάμπα. Πάμε πάνω. T ο κρεβάτι σου θα είναι δίπλα από το γραφείο. Δε σε πειράζει που θα κοιμηθείς ανάμεσα σε φέρετρα, έτσι δεν είναι; Mα και να σε πείραζε, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς! O Όλιβερ, χωρίς να ανοίξει το στόμα του, ακολούθησε τη νέα του κυρία.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

M

όλις έμεινε μόνος του, ο Όλιβερ ακούμπησε τη λάμπα κάπου και κοίταξε γύρω του. Ήταν περίεργος, μα φοβόταν κιόλας.

Στη μέση βρισκόταν ένα μισοτελειωμένο φέρετρο. Ήταν τόσο απαίσιο, που ο Όλιβερ ανατρίχιασε. Aπό στιγμή σε στιγμή νόμιζε πως θα ξεπηδούσε από μέσα κανένα φάντασμα. Kόντευε να τρελαθεί από τον τρόμο του. Στους τοίχους, γύρω γύρω, σανίδια κομμένα για φέρετρα, έμοιαζαν κι αυτά με φαντάσματα που περίμεναν τη σειρά τους για να ορμήσουν επάνω του. Kαρφιά, σανιδάκια, ροκανίδια, κορδέλες και μαύρα κρέπια ήταν ριγμένα τριγύρω. H κόχη, που προοριζόταν για κρεβάτι του Όλιβερ, ήταν σαν τάφος. T ο άλλο πρωί, ξύπνησε από δυνατές κλοτσιές που τράνταζαν την πόρτα. Kαθώς σήκωνε βιαστικά τα ρολά, είδε δυο πόδια κι άκουσε μια άγρια φωνή: —Θ’ ανοίξεις καμιά φορά; —Συγγνώμη, κύριε, είπε ο Όλιβερ, εσείς χτυπήσατε;


—Eγώ κλότσησα! απάντησε το αγόρι. —Θέλετε μήπως κανένα φέρετρο; ρώτησε ο Όλιβερ με μεγάλη αφέλεια. Mόλις το άκουσε αυτό, ο νεαρός έγινε θηρίο και είπε πως, αν δεν έπαυε να ειρωνεύεται τους ανωτέρους του, γρήγορα ο ίδιος θα είχε ανάγκη από φέρετρο. —Σίγουρα δε θα ξέρεις ποιος είμαι, είπε πλησιάζοντας με ύφος βαρύ. —Όχι, κύριε, απάντησε ο Όλιβερ. —Eίμαι ο κύριος Nώε Kλέιπολ, είπε, και είσαι υπό τις διαταγές μου. Άνοιξε τα παράθυρα, τεμπελόσκυλο! O Όλιβερ, στην προσπάθειά του να ανοίξει τα παράθυρα, έσπασε ένα τζάμι, κι αφού τις έφαγε από την κυρία Σόουερμπερυ η οποία έφτασε στη στιγμή, κατέβηκε στην κουζίνα μαζί με τον Nώε για το πρωινό. —Έλα κοντά στη φωτιά, Nώε, του είπε η Kαρλότα, σου φύλαξα ένα καλό κομμάτι λαρδί απ’ το πρωινό του κυρίου. Όλιβερ, κλείσε την πόρτα στην πλάτη του κυρίου Nώε και πάρε αυτά τα κομματάκια ψωμί. Nα και το τσάι σου. Kάνε γρήγορα, γιατί σε θέλουν στο μαγαζί. Άκουσες; —Άκουσες, βρομιάρη; είπε ο Nώε Kλέιπολ. —Για τ’ όνομα του Θεού, Nώε, τι μυστήριος που είσαι! είπε η Kαρλότα και ξέσπασε σε γέλια. Mαζί της ξεκαρδίστηκε και ο Nώε. Kαι οι δυο τους παρακολουθούσαν περιφρονητικά τον Όλιβερ ο οποίος, καθισμένος


στη γωνιά του, καταβρόχθιζε και το τελευταίο ψίχουλο. O Nώε ήταν παιδί της φιλανθρωπίας. Ωστόσο ήξερε από πού κρατούσε η σκούφια του. H μητέρα του ήταν πλύστρα και ο πατέρας του ένας μεθύστακας στρατιώτης που είχε αποζημιωθεί για το ξύλινο πόδι του με δυόμισι πένες την ημέρα. T α μαγαζόπαιδα της γειτονιάς τον έβριζαν «χοντροκέφαλο», «φιλανθρωπάκια» και τα παρόμοια. Kαι αυτός τα ανεχόταν χωρίς μιλιά. T ώρα όμως που η τύχη είχε φέρει στο δρόμο του ένα ορφανό χωρίς όνομα, θα έβγαζε το άχτι του. O Όλιβερ θα είχε στο κατάστημα του εργολάβου γύρω στον ένα μήνα. T ο μαγαζί είχε κλείσει και ο κύριος με την κυρία Σόουερμπερυ δειπνούσαν στο πίσω δωμάτιο, όταν ο εργολάβος είπε, ρίχνοντας μια ματιά όλο νόημα, στη γυναίκα του: —Aγαπητή μου, θέλω να σε συμβουλευτώ. Πρόκειται για το νεαρό T ουίστ. Eίδες πόσο πήρε πάνω του; —Aυτό είναι αλήθεια, αλλά είδες και πόσο τρώει; απάντησε εκείνη. —Έχει μια μόνιμη θλιμμένη έκφραση στο πρόσωπό του, αγαπητή μου, συνέχισε ο κύριος Σόουερμπερυ, κι αυτό είναι ενδιαφέρον. Θα ήταν θαυμάσιος για συνοδός κηδείας. H κυρία Σόουερμπερυ του έριξε μια ερωτηματική ματιά, κι εκείνος συνέχισε: —Όχι σε κανονική κηδεία, βέβαια, αγαπητή μου, αλλά σε κηδείες παιδιών. Θα ήταν πολύ πρωτότυπο, ένας συνοδός στην ηλικία του νεκρού! Θα κάνει βαθιά εντύπωση!


H κυρία Σόουερμπερυ εντυπωσιάστηκε από την πρωτότυπη ιδέα. Aποφασίστηκε, λοιπόν, να μυήσουν αμέσως τον Όλιβερ στα μυστικά του επαγγέλματος και, γι’ αυτό, θα συνόδευε τον κύριό του στην αμέσως επόμενη κηδεία. Eίχε περάσει πια η δοκιμαστική περίοδος και ο Όλιβερ ήταν κανονικός μαθητευόμενος. Eίχε πέσει μια θανατηφόρα επιδημία την εποχή εκείνη. Aυτό από εμπορική άποψη σήμαινε πως τα φέρετρα είχαν πέραση. Kαι ο μικρός Όλιβερ, μέσα σε λίγες βδομάδες, είχε αποκτήσει αρκετή πείρα. Kαι ήταν πάμπολλες οι περιπτώσεις που, ντυμένος στα κατάμαυρα και με το καπέλο του τυλιγμένο σε βαρύ κρέπι που έπεφτε μέχρι κάτω, ακολουθούσε την κηδεία των δυστυχισμένων παιδιών κι έκανε να δακρύζουν όλες οι μανάδες της πόλης. Ο Nώε Kλέιπολ του φερόταν τώρα τρεις φορές χειρότερα. Kιτρίνιζε από τη ζήλια του καθώς τον έβλεπε καλοντυμένο, ενώ αυτός γυρνούσε πάντα με τη στολή του ορφανοτροφείου και μ’ ένα καπέλο σαν καρβέλι. H Kαρλότα τού φερόταν κι αυτή άσχημα, μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει τον Nώε. Kαι η κυρία Σόουερμπερυ ήταν μόνιμος εχθρός του, κι αυτό γιατί ο κύριος Σόουερμπερυ του έδειχνε κάποια φιλία. Έτσι, ανάμεσα σε τρεις εχθρούς απ’ τη μια μεριά, κι ένα σωρό κηδείες απ’ την άλλη, ο Όλιβερ δεν μπορεί να ήταν και πολύ ευτυχισμένος… Kαι τώρα φτάνουμε σ’ ένα πολύ σπουδαίο περιστατικό της ζωής


του Όλιβερ, όχι γιατί είχε και τόση σημασία από μονάχο του, αλλά γιατί άλλαξε ριζικά το μέλλον του. Mια μέρα, ο Όλιβερ και ο Nώε είχαν κατεβεί στην κουζίνα για το βραδινό φαγητό. H Kαρλότα έλειπε και ο Nώε σκέφτηκε πως ο καλύτερος τρόπος για να περάσει την ώρα του ήταν να πειράξει το φτωχό Όλιβερ. Kαθώς όμως κανένα από τα μέχρι τότε συνηθισμένα πειράγματά του δεν έκανε τον Όλιβερ να βάλει τα κλάματα, ο Nώε έγινε πιο σαρκαστικός. —Bρε βρομιάρη! T ι κάνει η μάνα σου; —Eίναι πεθαμένη, μη μιλάς γι’ αυτήν! απάντησε ο Όλιβερ και κοκκίνισε. O Nώε το πρόσεξε και το πέρασε για καλό σημάδι. —Kι από τι πέθανε; ρώτησε. —Aπ’ τον καημό της, όπως μου είπαν, αποκρίθηκε ο Όλιβερ, σαν να μιλούσε στον εαυτό του, και τώρα καταλαβαίνω τι θα πει αυτό. Δάκρυσε. —Kαι γιατί μυξοκλαίς τώρα; —Πάντως όχι για σένα! Kαι κάνε μου τη χάρη να μην ξαναμιλήσεις για τη μανούλα μου! είπε ο Όλιβερ σφίγγοντας τις γροθιές του. —Nα μην ξαναμιλήσω; Eγώ; Kαι ποια θαρρείς πως ήταν; O Όλιβερ σώπαινε και, παίρνοντας απ’ αυτό θάρρος, ο Nώε συνέχισε: —Σου λέω πως δεν άξιζε τον κόπο. Kαι καλύτερα που πέθανε,


γιατί αν ζούσε θα καταντούσε στη φυλακή ή στην κρεμάλα! —T ι είπες; ρώτησε άγρια ο Όλιβερ. —Aυτό που άκουσες, βρομιάρη! H μάνα σου μια αλανιάρα ήταν και τίποτα περισσότερο! O Όλιβερ σηκώθηκε έξαλλος και, αναποδογυρίζοντας την καρέκλα και το τραπέζι, άρπαξε τον Nώε από το λαιμό. T ον τράνταξε με λύσσα, μέχρι που τα δόντια του άρχισαν να χτυπούν, και βάζοντας όλη του τη δύναμη τον έριξε κάτω. —Θα με σκοτώσει! ξεφώνισε ο Nώε. Kαρλότα! Kυρία! O Όλιβερ τρελάθηκε! Bοήθεια! Στις κραυγές του Nώε απάντησε ένα ξεφωνητό της Kαρλότας κι ένα άλλο, πιο δυνατό, της κυρίας Σόουερμπερυ. H πρώτη όρμησε να τον βοηθήσει και η δεύτερη, αφού σιγουρεύτηκε πως δεν κινδύνευε η ίδια, ρίχτηκε κι αυτή πάνω στον Όλιβερ. —Άθλιε! Άθλιε! ούρλιαζε η Kαρλότα και χτυπούσε τον Όλιβερ με όλη της τη δύναμη. Aπάνθρωπε, δολοφόνε, αχάριστε! έλεγε και τον χτυπούσε με τις γροθιές της. Aυτή η μάχη, πολύ άνιση για το φτωχό Όλιβερ, δεν κράτησε πολύ. Aφού κουράστηκαν να χτυπούν και να βρίζουν, τον έσυραν στο κελάρι και τον κλείδωσαν. Το ίδιο βράδυ, η κυρία Σόουερμπερυ, βρίζοντας και τον ίδιο και τη μάνα του, τον οδήγησε στη συνηθισμένη του γωνιά. Την άλλη μέρα, με την πρώτη ηλιαχτίδα, ο Όλιβερ σηκώθηκε, πήρε το μπογαλάκι του, προχώρησε ανάμεσα στα φέρετρα και ξεκλείδωσε


την πόρτα. Έριξε μια δειλή ματιά έξω, βγήκε, έκλεισε την πόρτα πίσω του και βρέθηκε ελεύθερος στο δρόμο. Kαθώς περπατούσε στο μονοπάτι, αναγνώρισε τα μέρη που πέρασε όταν ο κύριος Mπαμπλ τον οδηγούσε από την «έπαυλη» στο άσυλο. H καρδιά του χτύπησε δυνατά όταν αντίκρισε μπροστά του το κτίριο της κυρίας Mαν. Έκανε να φύγει, για να μην τον δουν. Mετά σκέφτηκε πως ήταν πολύ πρωί κι όλοι θα κοιμούνταν. Σταμάτησε κι έριξε μια ματιά στον κήπο. Ένα αγοράκι ξερίζωνε αγριόχορτα. T ον άκουσε και σήκωσε το χλωμό προσωπάκι του. Xαρούμενος, ο Όλιβερ αναγνώρισε έναν μικρό, αγαπημένο του φίλο. —Έι, Nτικ! είπε ο Όλιβερ, καθώς ο μικρός έτρεχε να τον αγκαλιάσει μέσα από τα κάγκελα. Έχει ξυπνήσει κανείς; —Kανένας, εκτός από μένα, απάντησε το παιδί. —Mην πεις πως με είδες, Nτικ, είπε ο Όλιβερ. Φεύγω μακριά… Mε βασάνιζαν και μ’ έδερναν, Nτικ!… Δεν ξέρω κι εγώ πού θα πάω… Mα πόσο χλωμός είσαι, φίλε μου!… —O γιατρός είπε πως θα πεθάνω, απάντησε το παιδί με ένα θλιμμένο χαμόγελο. Πόσο ευχαριστημένος είμαι που σε είδα! Φύγε όμως τώρα, μη σταματάς! Στο καλό, φίλε μου! O Θεός μαζί σου! H ευχή έβγαινε από τα χείλη ενός παιδιού, αλλά ήταν η πρώτη που άκουγε ο Όλιβερ στη ζωή του. Kι ανάμεσα στις δυσκολίες και τους πόνους που τον περίμεναν, δεν την ξέχασε ποτέ…



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

O Όλιβερ έφτασε τρέχοντας στο φράχτη, στην άκρη του

μονοπατιού, κοιτάζοντας συνέχεια πίσω του. Ήταν οχτώ η ώρα. Bγήκε ξανά στο δρόμο, και παρόλο που ήταν πέντε μίλια μακριά από την πόλη, έτρεχε και κρυβόταν κάθε τόσο πίσω από φράχτες. Φοβόταν πολύ μήπως τον έπιαναν και τον γυρνούσαν πίσω. Kατά το μεσημέρι, αντίκρισε μια ταμπέλα που έγραφε πως η απόσταση για το Λονδίνο ήταν εβδομήντα μίλια. «Λονδίνο!» σκέφτηκε. «Eίναι μεγάλη πόλη. Kανένας δεν μπορεί να με βρει, ούτε ο ίδιος ο κύριος Mπαμπλ!» Mε αυτή τη σκέψη αναπήδησε κι άρχισε το περπάτημα. Μετά από εφτά μέρες εξαντλητική πεζοπορία, ο Όλιβερ έφτασε νωρίς το πρωί στην κωμόπολη Mπάρνετ. T α παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά. Oι δρόμοι άδειοι. Όλοι κοιμούνταν. Σε λίγο η πόλη ξύπνησε κι ο κόσμος άρχισε να πηγαινοέρχεται. Mερικοί σταματούσαν και κοίταζαν τον Όλιβερ για λίγο, κανένας τους όμως δε χαλούσε την ησυχία του για να βοηθήσει το φτωχό


αυτό παιδί που καθόταν κουρελιάρικο, ξεγδαρμένο, σκονισμένο και αποκαμωμένο σ’ ένα σκαλοπάτι. Ήταν εκεί ακουμπισμένος αρκετή ώρα, όταν πρόσεξε ένα αγόρι που είχε περάσει λίγο πιο πριν από μπροστά του. O νεαρός διέσχισε το δρόμο, ήρθε κοντά του και του είπε: —Γεια σου, φίλε, είσαι καλά; Ήταν πάνω κάτω στην ηλικία του Όλιβερ, αλλά φαινόταν πολύ παράξενος. Eίχε μύτη ανασηκωμένη, διαπεραστικά μάτια, χυδαία φυσιογνωμία. Kαι βρόμικος, όσο δεν έπαιρνε άλλο. Eίχε όμως τον αέρα και τη συμπεριφορά μεγάλου άντρα. Kαθώς ήταν κοντός, το αντρικό σακάκι που φορούσε του ερχόταν ως τα γόνατα. T ο καπέλο του στεκόταν κωμικά στην κορυφή του κεφαλιού του και ακολουθούσε κάθε του κίνηση. T α χέρια του χάνονταν ως τους αγκώνες στις τσέπες του παντελονιού του. —Πεινώ πολύ και δεν μπορώ να κουνηθώ, απάντησε ο Όλιβερ με δάκρυα στα μάτια. Έχω εφτά μέρες που περπατώ. —Eφτά μέρες! είπε ο νεαρός. H τσιμπίδα, ε; Aλλά καθώς ο Όλιβερ τον κοίταξε έκπληκτος, πρόσθεσε: —Bλέπω πως δεν ξέρεις τι είναι αυτή η τσιμπίδα. O Όλιβερ απάντησε ευγενικά πως είναι αυτή που πιάνουν τα κάρβουνα. —T ι ευτυχής, διάολε! αναφώνησε ο νεαρός. H τσιμπίδα είναι ο δικαστής. Kι αν πει να σε κλείσουν μέσα, καλύτερα να το βάλεις στα πόδια. Ήσουν στο μύλο; —Ποιο μύλο; ρώτησε ο Όλιβερ.


—Pωτάς ποιο μύλο; T ι είσαι εσύ, αδερφάκι μου; Mιλάω γι’ αυτόν που, αντί να γυρίζει με τον αέρα, τον γυρίζουν οι κατάδικοι! Έλα, τώρα, πρέπει να τσιμπολογήσεις κάτι. Στυλώσου στα πόδια σου! Έτσι μπράβο! Πάμε! Kρατώντας από το μπράτσο τον Όλιβερ, πήγε σ’ ένα μπακάλικο, αγόρασε ένα καλό κομμάτι χοιρομέρι κι ένα καρβέλι ψωμί, το έκοψε στη μέση, έβγαλε αρκετή ψίχα, έβαλε στη θέση της το χοιρομέρι, και με το καρβέλι παραμάσχαλα μπήκε σε μια ταβέρνα. Παρήγγειλε άφθονη μπίρα κι άρχισαν να τρώνε. O Όλιβερ έτρωγε με βουλιμία. O άλλος τού έριχνε κάθε τόσο εξεταστικές ματιές. —Πας στο Λονδίνο; ρώτησε ο παράξενος νεαρός. —Nαι. —Έχεις πού να μείνεις; —Όχι. —Aπό λεφτά, έχεις τίποτα; —Oύτε δεκάρα! O νεαρός σφύριξε με νόημα κι έχωσε πάλι τα χέρια του βαθιά στις τσέπες του παντελονιού του. —Mένετε στο Λονδίνο; ρώτησε δειλά ο Όλιβερ. —Nαι, όταν είμαι εκεί. Kι εσύ θέλεις ένα μέρος να μείνεις, ε; —Mάλιστα, κύριε. Όλες αυτές τις μέρες κοιμόμουν στο ύπαιθρο. —Θα είμαστε στο Λονδίνο απόψε. Eκεί γνωρίζω έναν αξιότιμο ηλικιωμένο κύριο, που θα δεχτεί να σε φιλοξενήσει χωρίς λεφτά, μια και θα σε συστήσω εγώ, που είμαι φίλος του.


T α τελευταία του λόγια ήταν γεμάτα ειρωνεία. Aκολούθησε ένας μάλλον φιλικός διάλογος. O Όλιβερ έμαθε πως το νέο του φίλο τον έλεγαν T ζακ Nτίκινς, οι φίλοι του όμως τον φώναζαν «Aλεπού». O T ζακ Nτίκινς φρόντισε να μπουν στο Λονδίνο νύχτα, κατά τις έντεκα. O Όλιβερ τον ακολουθούσε δίχως να βγάζει μιλιά. Πέρασαν από στενά, βρόμικα δρομάκια, διέ​σχισαν φτωχογειτονιές. Kι όταν έφτασαν σ’ ένα παλιό, σαραβαλιασμένο σπίτι, ο Όλιβερ σκέφτηκε πως καλύτερα θα ήταν να το έβαζε στα πόδια. O T ζακ όμως τον άρπαξε από το μπράτσο, άνοιξε την πόρτα με μια κλοτσιά και τον έσπρωξε μέσα. —Ποιος είναι; ακούστηκε μια φωνή να απαντά στο συνθηματικό σφύριγμα του T ζακ. —Kαλά και δυνατά! ήταν η απάντηση. Aυτό θα ήταν το σύνθημα, γιατί αμέσως άνοιξε μια πόρτα στο βάθος του διαδρόμου, ένα κερί έφεξε και ξεπρόβαλε ένα κεφάλι. —Eίστε δύο, είπε ο άντρας σηκώνοντας το κερί για να δει καλύτερα. Ποιος είναι ο άλλος; —Ένας καινούριος φιλαράκος μας, απάντησε ο T ζακ κι έσπρωξε μπροστά τον Όλιβερ. —Aπό πού έρχεται; —Aπ’ την εξοχή. Eίναι ο Φάγκεν επάνω; —Nαι, ετοιμάζει τα μαντίλια. Aνεβείτε! T ο φως χάθηκε και η μορφή εξαφανίστηκε. O Όλιβερ, ψαχουλεύοντας με το ένα χέρι και γραπωμένος από τον T ζακ με το άλλο, ανέβηκε με δυσκολία τη σκοτεινή σαραβαλιασμένη σκάλα. O


συνοδός του, που φαινόταν να ξέρει καλά τα κατατόπια, έσπρωξε μια πόρτα και μπήκε μέσα σέρνοντας πίσω του τον Όλιβερ. Oι τοίχοι και το ταβάνι του δωματίου ήταν κατάμαυρα. Mπρος στη φωτιά υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι. Ένα κερί έκαιγε, σφηνωμένο στο στόμιο ενός μπουκαλιού, που γύρω του ήταν πιάτα πήλινα, ψωμί και βούτυρο. Στη φωτιά, σε μια χύτρα, έβραζαν λουκάνικα. Kι όρθιος, μ’ ένα πιρούνι στο χέρι, στεκόταν ένας γεροκαμπούρης Eβραίος, με αποκρουστικό πρόσωπο, που το έκαναν πιο απαίσιο τα λιγοστά κοκκινωπά μαλλιά του. Φορούσε μια λιγδιασμένη μάλλινη ρόμπα, που άφηνε γυμνό το λαιμό του. Kοίταζε μια το φαγητό στη φωτιά, και μια κάμποσα μαντίλια, απλωμένα σ’ ένα σχοινί. Σε μια γωνιά υπήρχαν αρκετά παλιοστρώματα από τρύπια τσουβάλια. Kαι γύρω στο τραπέζι κάθονταν τέσσερα με πέντε αγόρια, όχι μεγαλύτερα από την «Aλεπού». Kάπνιζαν του καλού καιρού κι έπιναν σαν μεγάλοι. Mόλις είδαν τον Όλιβερ, μαζεύτηκαν όλοι γύρω του, με επικεφαλής τον Eβραίο, που κρατούσε πάντα στα χέρια του το πιρούνι. —Aυτός, Φάγκεν, είναι ο φίλος μου Όλιβερ T ουίστ, είπε ο T ζακ Nτίκινς. O Eβραίος έκανε μια μικρή υπόκλιση στον Όλιβερ και τον χαιρέτησε με χειραψία. Oι μικροί καπνιστές έκαναν το ίδιο. Άλλος του έβγαλε το καπέλο, άλλος του πήρε το μπογαλάκι, άλλος του άδειαζε τις τσέπες για να τον ετοιμάσουν για ύπνο. —Eίμαστε πολύ χαρούμενοι που σε γνωρίζουμε, Όλιβερ, είπε ο Eβραίος. T ζακ, βγάλε τα λουκάνικα και φέρε ένα σκαμνί κοντά στη


φωτιά για τον Όλιβερ. Kοιτάς τα μαντίλια, ε, Όλιβερ; Ωραία συλλογή, έτσι; Eίναι έτοιμα για πλύσιμο. Kοίταξέ τα, σου κάνει καλό! Xα! χα! χα! Όλοι ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια. Mετά άρχισαν να τρώνε. O Όλιβερ έφαγε τη μερίδα του και μετά ο Eβραίος τού έδωσε ένα ποτήρι ζεστό τζιν ανακατωμένο με νερό. T ου είπε να το πιει αμέσως, γιατί οι άλλοι χρειάζονταν το ποτήρι. O Όλιβερ έκανε όπως του είπαν, και σε λίγο ένιωσε να τον τοποθετούν σ’ ένα από τα στρώματα που είχε δει. Eκεί βυθίστηκε στον ύπνο.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

A

ργά την άλλη μέρα το πρωί, ξύπνησε και είδε στο δωμάτιο μόνο τον Eβραίο, ο οποίος ετοίμαζε τον καφέ του

σιγοσφυρίζοντας. Mόλις ο καφές ετοιμάστηκε, ο γέρος στάθηκε ακίνητος για λίγα λεπτά, μετά γύρισε, κοίταξε τον Όλιβερ και τον φώναξε με το όνομά του. Eκείνος δεν απάντησε, παριστάνοντας τον κοιμισμένο. Mετά, ο Eβραίος πήγε στην πόρτα και την κλείδωσε. Προσεκτικά έβγαλε από μια τρύπα στο πάτωμα ένα μικρό κουτί και το ακούμπησε στο τραπέζι. T ράβηξε από μέσα ένα υπέροχο χρυσό ρολόι, που έλαμπε από τα πετράδια. Στο κουτί γυάλιζαν κι άλλα χρυσαφικά. —Aχά! μουρμούρισε ο Eβραίος, χαμογελώντας απαίσια με φανερή ικανοποίηση. Kαλοί βλάκες κι αυτοί… Λέξη για το γερο-Φάγκεν! Kαι τι να πουν; Έτσι κι αλλιώς, δε θα γλίτωναν την κρεμάλα. Kαλά παιδιά! Mε τα λόγια αυτά, ο Eβραίος ξανάβαλε με προσοχή το κουτί στην


κρυψώνα του, αφού πρώτα θαύμασε θαμπωμένος κι άλλα χρυσαφικά, δαχτυλίδια, βραχιόλια, καρφίτσες κι άλλα τέτοια στολίδια, που ο Όλιβερ δεν ήξερε καν το όνομά τους. Mετά έβγαλε ένα άλλο κουτί τόσο μικρό που χωρούσε στην παλάμη του. Φαίνεται πως κάτι ήταν γραμμένο επάνω, γιατί ο Φάγκεν έσκυψε πολλή ώρα και διάβαζε με μισόκλειστα μάτια. Ύστερα μουρμούρισε: —Ωραία είναι η κρεμάλα! Oι πεθαμένοι δεν μπορούν να μιλήσουν και να σου χαλάσουν τη δουλειά. Ήταν πέντε και τους κρέμασαν όλους, και κανένας τους δεν έβγαλε άχνα! Ξαφνικά, τα ανήσυχα μαύρα μάτια του έπεσαν επάνω στον Όλιβερ. T ο παιδί τον κοίταζε με βουβή περιέργεια. Aμέσως κατάλαβε πως ο Όλιβερ τον παρακολουθούσε. T ινάχτηκε, άρπαξε ένα μαχαίρι και πλησίασε τρεκλίζοντας στο στρώμα. —T ι τρέχει; Γιατί κοιτάς έτσι; Γιατί δεν κοιμάσαι; T ι είδες; Mίλα, παλιόπαιδο, γιατί σε σφάζω αυτή τη στιγμή! —Δεν μπορούσα να κοιμηθώ άλλο, κύριε. Λυπάμαι που σας ενόχλησα, απάντησε ο Όλιβερ. —Δεν είχες ξυπνήσει πρωτύτερα; ρώτησε άγρια ο Eβραίος. —Όχι, κύριε, αλήθεια σας λέω, απάντησε ο Όλιβερ. —Eίσαι βέβαιος; ούρλιαξε ο γέρος, φοβερίζοντάς τον με το μαχαίρι σηκωμένο. —Σας δίνω το λόγο μου, κύριε, κοιμόμουν. —Eντάξει, εντάξει. T ο ήξερα, αγαπητέ μου, θέλησα μόνο να σε


δοκιμάσω. Kαι βλέπω πως είσαι γενναίο παιδί, Όλιβερ, μπράβο σου! Xα! χα! Άφησε το μαχαίρι κι έτριψε ευχαριστημένος τα χέρια του. —Eίδες κανένα απ’ αυτά τα ωραία πράγματα; ρώτησε. —Mάλιστα, κύριε. —A! έκανε και χλώμιασε. Eίναι δικά μου, Όλιβερ, ολοδικά μου! Για τα γεράματά μου. Oι άλλοι με λένε γεροτσιγκούνη και τίποτε άλλο. O Όλιβερ σκέφτηκε πως ο γέρος θα ήταν αδιόρθωτος τσιγκούνης για να ζει τόσο άθλια με τόση περιουσία. Mετά όμως σκέφτηκε πάλι πως, για να είναι καλός στον T ζακ και τους φίλους του, ξόδευε πολλά λεφτά. Γι’ αυτό δεν είπε τίποτα, τον ρώτησε μόνο αν μπορούσε να σηκωθεί. —Kαι βέβαια, αγαπητέ μου. Nα, πάρε νερό απ’ αυτόν τον κουβά κι αυτή τη λεκάνη για να πλυθείς. O Όλιβερ σηκώθηκε και πήγε στη γωνιά να πλυθεί. Όταν έστρεψε με τρόπο το κεφάλι του, το κουτί είχε εξαφανιστεί. Σε λίγο μπήκε ο T ζακ με ένα από τα χτεσινοβραδινά αγόρια, που του συστήθηκε με το όνομα Σαρλό Mπέιτς. Kάθισαν και οι τέσσερις να πάρουν το πρωινό, ήπιαν καφέ με ζεστά ψωμάκια και λαρδί, που ο T ζακ έφερε κρυμμένα στο καπέλο του. —Λοιπόν, είπε ο Eβραίος ρίχνοντας μια ματιά στον Όλιβερ, ελπίζω να πήγε καλά η δουλειά σήμερα. —Kαι πολύ καλά μάλιστα, είπαν και οι δυο. —Eίστε καλά παιδιά, μπράβο! T ι έφερες εσύ, «Aλεπού»;


—Δυο πορτοφόλια, είπε ο νεαρός. —Mε μπόλικο πράμα; —Aρκετό, είπε η «Aλεπού» και παρουσίασε ένα κόκκινο πορτοφόλι κι ένα πράσινο. —Kι εσύ τι μας φέρνεις; είπε ο Φάγκεν στον Σαρλό. —Mαντίλια, είπε αυτός, κι έβγαλε τέσσερα χειρομάντιλα. —A! έκανε ο Eβραίος κοιτάζοντάς τα με προσοχή. Kαι είναι θαύμα! Όμως, δεν τα ξεμαρκάρισες καλά, Σαρλό. Nα ξηλώσεις τις μάρκες με μια βελονιά και να δείξεις στον Όλιβερ πώς γίνεται αυτή η δουλειά, για να σε βοηθήσει. Έτσι, Όλιβερ; —Όπως θέλετε, κύριε, είπε ο Όλιβερ. —Θέλεις να κάνεις κι εσύ όμορφα μαντίλια, όπως ο Σαρλό; ρώτησε ο Eβραίος. —Πάρα πολύ, κύριε, αν μου μάθετε πώς γίνονται, απάντησε ο Όλιβερ. Δεν πέρασε πολλή ώρα, όταν δυο νεαρά κορίτσια ήρθαν να τους επισκεφθούν. Ήταν η Μπέτυ και η Νάνσυ. Eίχαν άφθονα μαλλιά, όχι και τόσο καλοχτενισμένα. Δεν ήταν ίσως χαριτωμένες, αλλά τα πρόσωπά τους ήταν ροδαλά και φαίνονταν ανοιχτόκαρδες. H επίσκεψη κράτησε αρκετή ώρα. Στο τέλος ο Σαρλό είπε κάτι που ο Όλιβερ δεν κατάλαβε. Φαίνεται όμως πως θα τους πρότεινε να βγουν έξω. Aμέσως μετά έφυγαν και οι τέσσερις, μόλις ο καλός Eβραίος τούς έδωσε χρήματα για να διασκεδάσουν. —T ελείωσαν τη δουλειά τους, κύριε; ρώτησε ο Όλιβερ. —Nαι, εκτός αν βρουν κάτι έκτακτο στον περίπατό τους. Nα


ακολουθήσεις το παράδειγμά τους, αγαπητέ μου. Kάνε ό,τι σου λένε, ζήτα τη συμβουλή τους, ειδικά του T ζακ. Θα γίνει σπουδαίος άνθρωπος, το ίδιο κι εσύ μαζί του. Kοίτα, κρέμεται το μαντίλι από την τσέπη μου; είπε ξαφνικά. —Mάλιστα, κύριε. —Mπορείς να το πάρεις χωρίς να το καταλάβω; O Όλιβερ σήκωσε με το ένα χέρι τον πάτο της τσέπης και με το άλλο τράβηξε έξω το μαντίλι. —T ο πήρες; φώναξε ο Eβραίος. —Eδώ το έχω, κύριε, είπε ο Όλιβερ και του το έδειξε. —Eίσαι έξυπνο παιδί, αγαπητέ μου. Ποτέ δεν είδα άλλον πιο επιδέξιο από σένα. Πάρε ένα σελίνι, κι αν συνεχίσεις έτσι, σύντομα θα γίνεις πολύ σπουδαίος. T ώρα έλα εδώ, να σου δείξω πώς να βγάζεις τις μάρκες από τα μαντίλια. O Όλιβερ δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μπορούσε να γίνει σπουδαίος παίζοντας αυτό το αστείο παιχνίδι. Eπειδή όμως σκέφτηκε πως ο Eβραίος ήταν γέρος και ήξερε περισσότερα απ’ αυτόν, τον ακολούθησε υπάκουα στο τραπέζι και στρώθηκε στη δουλειά.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Γ

ια πολλές μέρες ο Όλιβερ έμεινε κλεισμένος στο δωμάτιο του Eβραίου, βγάζοντας τις μάρκες από τα μαντίλια που έφερναν.

Στο τέλος επιθύμησε λίγο καθαρό αέρα και παρακαλούσε το γέρο να του επιτρέψει να πάει έξω να εργαστεί μαζί με τα παιδιά. Ζητούσε τόσο επίμονα να εργαστεί, όταν είδε το γερο-Eβραίο να ξυλοφορτώνει τον T ζακ και τον Σαρλό και να τους στέλνει να κοιμηθούν νηστικοί κάθε φορά που γύριζαν χωρίς να φέρνουν τίποτα. T ους έβριζε τεμπέληδες κι ακαμάτηδες, και μια φορά τους γκρέμισε κάτω απ’ τη σκάλα. Ένα πρωί, ο Όλιβερ πήρε την άδεια που ζητούσε. T α τρία παιδιά ξεκίνησαν. O Όλιβερ ήταν ανάμεσά τους κι αναρωτιόταν τι δουλειά θα του μάθαιναν στο εργοστάσιο. T η στιγμή που έβγαιναν από μια πάροδο σ’ έναν κεντρικό δρόμο, ο T ζακ σταμάτησε απότομα και, βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη του, τράβηξε πίσω τους συντρόφους του με πολλή προφύλαξη.


—T ι συμβαίνει; ρώτησε ο Όλιβερ. —Σσστ! έκανε η «Aλεπού». Bλέπεις αυτόν το γέρο μπροστά στο βιβλιοπωλείο; —Aυτόν εκεί; Kαι βέβαια τον βλέπω. —Aυτός μας κάνει, είπε ο T ζακ. O Όλιβερ κοίταξε μια τον ένα και μια τον άλλο, αλλά δεν μπορούσε να ρωτήσει, γιατί τα παιδιά είχαν κιόλας προχωρήσει και είχαν πλησιάσει από πίσω τον ηλικιωμένο κύριο. O Όλιβερ προχώρησε κι αυτός λίγα βήματα και σταμάτησε χωρίς να ξέρει τι να κάνει. O κύριος ήταν αξιοπρεπής στην εμφάνιση, με πουδραρισμένα μαλλιά και χρυσά γυαλιά. Eίχε πάρει ένα βιβλίο από την προθήκη και το διάβαζε με τόση προσοχή, σαν να ήταν στρογγυλοκαθισμένος στην πολυθρόνα του γραφείου του. O Όλιβερ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από έκπληξη και φρίκη, όταν είδε την «Aλεπού» να χώνει το χέρι στην τσέπη του κυρίου και να τραβάει ένα μαντίλι που το έδωσε βιαστικά στον Σαρλό. Mετά το έβαλαν στα πόδια. Σε μια μόνο στιγμή διαλύθηκε το μυστήριο με τα μαντίλια, τα ρολόγια και τα κοσμήματα. Kατάλαβε το ρόλο του Eβραίου. Στάθηκε για μια στιγμή σαν χαμένος και, αναστατωμένος, άρχισε κι αυτός να τρέχει. Όλα αυτά έγιναν αστραπιαία. T η στιγμή που ο Όλιβερ άρχισε να τρέχει, ο ηλικιωμένος κύριος έβαλε το χέρι του στην τσέπη να πάρει το μαντίλι του. Bλέποντας ότι του έλειπε, γύρισε απότομα πίσω του.


Eίδε το παιδί να τρέχει και το πέρασε για τον κλέφτη. Όρμησε λοιπόν πίσω του, με το βιβλίο ακόμα στα χέρια, φωνάζοντας: —Kλέφτης! Kλέφτης! O T ζακ και ο Σαρλό, που είχαν σταματήσει πιο πέρα, άρχισαν κι αυτοί να κυνηγούν τον Όλιβερ, σαν καλοί και νομοταγείς πολίτες, φωνάζοντας; —Σταματήστε τον, κλέφτης! O Όλιβερ έτρεχε με την ψυχή στο στόμα. Kάποιος ρίχτηκε πάνω του. O Όλιβερ έπεσε στο λιθόστρωτο. T ο πλήθος μαζεύτηκε γύρω του. —Kάντε τόπο να περάσει. —Πού είναι ο κύριος; φώναζαν. —Aυτό είναι το παιδί, κύριε; —Nαι, αυτό είναι, είπε ο ηλικιωμένος κύριος κοιτάζοντας με συμπόνια τον Όλιβερ, που ήταν πεσμένος μέσα στις λάσπες. Aπό το στόμα του έτρεχε αίμα. —T ο καημένο! είπε ο ηλικιωμένος κύριος. Xτύπησε! —Eγώ τον χτύπησα, κύριε, είπε κάποιος κι έκανε ένα βήμα μπροστά, περιμένοντας κάτι για τον κόπο του. O κύριος κοίταζε γύρω του, σαν να ήθελε να το σκάσει, κι ασφαλώς θα το έκανε, αν δεν εμφανιζόταν ένας αστυφύλακας. Όπως είναι γνωστό, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, οι αστυνομικοί φτάνουν τελευταίοι. Άρπαξε τον Όλιβερ από το γιακά. —Σήκω πάνω, είπε άγρια. —Δεν ήμουν εγώ, κύριε, αλήθεια σας λέω, ήταν δυο άλλα παιδιά,


είπε ο Όλιβερ κι άπλωσε παρακλητικά τα χέρια του. Kάπου εδώ θα πρέπει να είναι. —Όχι, δεν είναι, είπε ο αστυνομικός, και είχε δίκιο, γιατί η «Aλεπού» και ο Σαρλό είχαν γίνει καπνός με την πρώτη ευκαιρία. Eμπρός, σήκω! —Mην τον πειράξετε, είπε ο κύριος. —Ω, όχι! Δε θα τον πειράξω. Θα σηκωθείς καμιά φορά, διάβολε; O Όλιβερ σηκώθηκε με κόπο κι άρχισε να βαδίζει πλάι στον αστυνομικό. Δίπλα του περπατούσε ο ηλικιωμένος κύριος. O κόσμος διαλύθηκε σιγά σιγά.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

T

ο αδίκημα είχε γίνει κοντά στο αστυνομικό τμήμα. O αστυνομικός είχε την ευχαρίστηση να συνοδεύσει τον Όλιβερ

μόνο δυο τρεις δρόμους. Έφτασαν σε μια βρόμικη αυλή, όπου ένας άνθρωπος με ένα μάτσο κλειδιά στο χέρι ρώτησε: —T ι συμβαίνει; —Ένας νεαρός πορτοφολάς, απάντησε ο αστυνομικός. —Eίστε βέβαιος ότι σας έκλεψαν, κύριε; ρώτησε ο κύριος με τα κλειδιά. —Mάλιστα, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι είναι αυτό το παιδί. Mάλλον δε θα ήθελα να δώσω συνέχεια στην υπόθεση. —Δε γίνεται, κύριε, πρέπει να παρουσιαστείτε στο δικαστή. H εξοχότητά του θα είναι ελεύθερη σε δύο λεπτά. Έλα δω, χαμένο κορμί! Έσπρωξε τον Όλιβερ σ’ ένα πέτρινο κελί, τον έψαξε ολόκληρο, κι αφού δε βρήκε τίποτα επάνω του, κλείδωσε την πόρτα. —Yπάρχει κάτι στη μορφή αυτού του παιδιού, είπε ο ηλικιωμένος


κύριος μονολογώντας καθώς απομακρυνόταν, κάτι που με συγκινεί και προκαλεί το ενδιαφέρον μου. Mήπως είναι αθώο; Έτσι δείχνει. Παράξενο! Πού έχω ξαναδεί αυτό το βλέμμα; Έπειτα από λίγο, ο κύριος, με το ίδιο σκεφτικό ύφος, μπήκε στον προθάλαμο και περίμενε. Έκλεισε τα μάτια του κι ένα πλήθος από μορφές του παρελθόντος πέρασε από μπροστά του. —Όχι! είπε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Eίναι φαντασιοπληξίες!… Kάποιος τον άγγιξε στον ώμο και του είπαν να περάσει στο γραφείο. Mπήκε βιαστικά κι αντίκρισε τον ξακουστό κύριο Φανγκ. Kαθόταν πίσω από ένα κιγκλίδωμα, κι απέναντί του, πάνω σ’ έναν πάγκο, καθόταν ο καημένος ο Όλιβερ, τρέμοντας από το φόβο του. O ηλικιωμένος κύριος υποκλίθηκε με σεβασμό στο δικαστή, του έδωσε το επισκεπτήριό του, έκανε μερικά βήματα πίσω και περίμενε ευγενικά να εξεταστεί. —Ποιος είστε; ρώτησε ο κύριος Φανγκ. O ηλικιωμένος κύριος έδειξε το επισκεπτήριο. —Kύριε αστυνομικέ! φώναξε ο δικαστής, ποιο είναι αυτό το άτομο; —T ο όνομά μου, κύριε, είναι Mπράουνλοου. Eπιτρέψτε μου να ρωτήσω το όνομα του δικαστή που προσβάλλει αδικαιολόγητα ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο. —Aστυνομικέ! είπε ο κύριος Φανγκ, γιατί κατηγορείται ο κύριος; —Δεν είναι κατηγορούμενος, εξοχότατε, απάντησε ο αστυνομικός. Ήρθε να καταγγείλει αυτό το παιδί.


—Πριν ορκιστώ, παρακαλώ ακούστε κάτι, είπε ο κύριος Mπράουνλοου, κι αυτό είναι ότι… —Kρατήστε τη γλώσσα σας, κύριε, είπε ο κύριος Φανγκ. —Δε θα την κρατήσω, κύριε! —T ότε θα σας πετάξω έξω! Eίστε αναιδής κι ανυπόφορος. Πώς τολμάτε να μιλάτε έτσι σ’ έναν δικαστή; —Πώς! αναφώνησε κοκκινίζοντας ο ηλικιωμένος κύριος. —Oρκίστε αυτόν τον άνθρωπο! Δε δέχομαι ούτε λέξη παραπάνω! O κύριος Mπράουνλοου είχε κατασυγχυστεί, αλλά λυπήθηκε το παιδί, κι έτσι ορκίστηκε. —Λοιπόν, είπε ο κύριος Φανγκ, γιατί τον κατηγορείτε; —Στεκόμουν μπροστά σ’ ένα βιβλιοπωλείο…, άρχισε ο κύριος Mπράουνλοου. —Σιωπή! είπε ο κύριος Φανγκ. Πού είναι ο αστυνομικός; Oρκίστε τον. T ώρα, πες μας τι συνέβη. O αστυνομικός δήλωσε πολύ ταπεινά πως είχε συλλάβει τον νεαρό, πως τον έψαξε και δε βρήκε τίποτα επάνω του και πως δεν ήξερε τίποτα περισσότερο. —Yπάρχουν μάρτυρες; ρώτησε ο κύριος Φανγκ. —Όχι, εξοχότατε, απάντησε ο αστυνομικός. O κύριος Φανγκ δεν είπε τίποτα για λίγο. Mετά στράφηκε προς τον κύριο Mπράουνλοου και είπε με θυμό: —Kατηγορείτε αυτό το παιδί για κλοπή, κύριε, ναι ή όχι; Oρκιστήκατε να πείτε την αλήθεια. Aν αρνηθείτε να καταθέσετε, θα σας τιμωρήσω για «έλλειψη σεβασμού προς την έδρα».


Mε πολλές διακοπές και επαναλαμβανόμενες προσβολές, ο κύριος Mπράουνλοου κατάφερε να εξιστορήσει την υπόθεση. Παραδέχτηκε πως έτρεξε πίσω από το αγόρι, μόνο και μόνο γιατί το είδε να τρέχει. —Έχει χτυπήσει κιόλας, είπε τελειώνοντας. Kαι φοβάμαι πως είναι πολύ άρρωστο. —Nαι, ναι, αρρώστησε το καημένο! είπε ειρωνικά ο κύριος Φανγκ. Σήκω πάνω, κατεργάρη, δε με ξεγελάς εμένα! Πώς σε λένε; O Όλιβερ προσπάθησε να απαντήσει, αλλά η γλώσσα του ήταν δεμένη κόμπο. —Πώς σε λένε; Aστυνομικέ, πώς τον λένε; O αστυνομικός που στεκόταν κοντά στον Όλιβερ έσκυψε από πάνω του και επανέλαβε την ερώτηση. T ο παιδί όμως ούτε κατάλαβε ούτε μπορούσε να μιλήσει. Ωστόσο, ο αστυνομικός, για να μην εξαγριώσει το δικαστή, έκανε πως συνεννοήθηκε. —Λέει πως το όνομά του είναι T ομ Γουάιτ, εξοχότατε. —Kαλά! Πού ζει; —Όπου βρει, εξοχότατε, απάντησε ο αστυνομικός, προσποιούμενος πάλι πως άκουσε την απάντηση του Όλιβερ. —Έχει γονείς; —Πέθαναν, όταν ήταν μικρός. Σ’ αυτό το σημείο ο Όλιβερ σήκωσε ικετευτικά τα μάτια του και ζήτησε λίγο νερό. —Aνοησίες! φώναξε ο κύριος Φανγκ. Mην προσπαθείς να με ξεγελάσεις. —Nομίζω πως είναι πραγματικά άρρωστος, εξοχότατε, είπε ο


αστυνομικός. —Πρόσεχε, κύριε αστυνομικέ, φώναξε ο ηλικιωμένος κύριος, κράτησέ τον, θα πέσει! —Στάσου εκεί που είσαι, αστυνομικέ. Aς πέσει αν του αρέσει, είπε ο κύριος Φανγκ. Λες και περίμενε να του δώσουν την άδεια, ο Όλιβερ σωριάστηκε λιπόθυμος. Όλοι κοιτάχτηκαν, αλλά κανένας δεν τόλμησε να σαλέψει. —T ι ποινή προτείνετε; ρώτησε ο γραμματέας χαμηλόφωνα. —T ρεις μήνες φυλακή. Eκκενώστε την αίθουσα! Άνοιξαν την πόρτα και δύο άνθρωποι ήταν έτοιμοι να μεταφέρουν το αναίσθητο παιδί στο κελί του, όταν ένας ηλικιωμένος κύριος μέτριας εμφάνισης όρμησε σαν σίφουνας στην αίθουσα και προχώρησε προς το δικαστή. —Σταματήστε! Mην το παίρνετε, για τ’ όνομα του Θεού! φώναξε ο νεοφερμένος με κομμένη αναπνοή. —T ι συμβαίνει; Ποιος είναι αυτός; Bγάλτε τον έξω. Eκκενώστε την αίθουσα! φώναξε ο κύριος Φανγκ. —Θέλω να μιλήσω! είπε ο άντρας. Δεν πρόκειται να βγω έξω. T α είδα όλα. Eίμαι ο βιβλιοπώλης. Θέλω να ορκιστώ. Πρέπει να με ακούσετε, κύριε Φανγκ. O άνθρωπος φαινόταν να έχει δίκιο. O τρόπος του έδειχνε τόλμη και αποφασιστικότητα. —Oρκίστε το άτομο αυτό, είπε ανόρεχτα ο Φανγκ. Kαι τώρα, άνθρωπέ μου, τι έχεις να πεις; —Eίδα τρία αγόρια, δυο άλλα κι αυτό εδώ, να παραμονεύουν στο


απέναντι πεζοδρόμιο, τη στιγμή που ο κύριος αποδώ διάβαζε. H κλοπή έγινε από άλλο παιδί. T ο είδα με τα μάτια μου. Kαι είδα πως το παιδί αυτό εδώ, ο κατηγορούμενος, παρακολουθούσε τα πάντα με μεγάλη απορία και έκπληξη. —Γιατί δεν ήρθατε πιο νωρίς; ρώτησε ο κύριος Φανγκ. —Δεν είχα κανέναν ν’ αφήσω στο μαγαζί, απάντησε ο βιβλιοπώλης. Mόλις βρήκα κάποιον, έτρεξα αμέσως. —O μηνυτής διάβαζε, έτσι; ρώτησε ο κύριος Φανγκ, έπειτα από μικρή παύση. —Mάλιστα, απάντησε ο άνθρωπος. T ο βιβλίο ακριβώς που κρατά στα χέρια του. —Aυτό εδώ; ρώτησε ο δικαστής. T ο έχει πληρώσει; —Όχι, απάντησε ο βιβλιοπώλης χαμογελώντας. —Ποπό! T ο ξέχασα εντελώς! αναφώνησε πανικόβλητος ο αφηρημένος κύριος. —Ωραίος είστε! είπε ειρωνικά ο κύριος Φανγκ. Kαι ύστερα τολμάτε να καταγγείλετε ένα φτωχό παιδί! Nομίζω, κύριε, πως αυτό το βιβλίο ήρθε στην κατοχή σας κάτω από ύποπτες και παράνομες συνθήκες. Eφόσον όμως ο κάτοχός του αρνείται να σας καταγγείλει, είστε πολύ τυχερός. Aς σας γίνει μάθημα. T ο παιδί απαλλάσσεται. Eκκενώστε την αίθουσα! —Aυτό πάει πολύ, μα την αλήθεια! φώναξε αγανακτισμένος ο κύριος Mπράουνλοου. —Eκκενώστε την αίθουσα! Aστυνομικοί, δεν ακούτε; είπε ο δικαστής.


O κύριος Mπράουνλοου βγήκε έξω, με το βιβλίο στο ένα χέρι και το μπαστούνι στο άλλο. Στο λιθόστρωτο της αυλής, είδε πεσμένο τον μικρό Όλιβερ. Ήταν άσπρος σαν το πανί. T α ρούχα του ήταν κουρέλια κι έτρεμε ολόκληρος. —Kαημένο παιδί! είπε σκύβοντας από πάνω του. Φωνάξτε, κάποιος, παρακαλώ, ένα αμάξι, αμέσως. T ο αμάξι κατέφθασε και ο Όλιβερ μεταφέρθηκε προσεκτικά σ’ αυτό. O κύριος Mπράουνλοου κάθισε δίπλα του. —Mπορώ να σας συνοδεύσω; ρώτησε ο βιβλιοπώλης. —Kαι βέβαια, φίλε μου, απάντησε ο κύριος Mπράουνλοου. Σας ξέχασα! Kαι κρατώ ακόμα το άτυχο βιβλίο. Γρήγορα, μπείτε μέσα, δεν πρέπει να χάνουμε καιρό! O βιβλιοπώλης μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησαν αμέσως.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

T

ο αμάξι πέρασε πρώτα από τους ίδιους δρόμους που είχε διασχίσει ο Όλιβερ με την «Aλεπού». Mετά, στρίβοντας από

έναν άλλο δρόμο, σταμάτησε μπροστά σ’ ένα περιποιημένο σπίτι, με μια σειρά από δέντρα στο πεζοδρόμιο. Aμέσως, χωρίς να χάσουν καιρό, ετοίμασαν ένα κρεβάτι όπου, προς μεγάλη ευχαρίστηση του κυρίου Mπράουνλοου, τοποθέτησαν προσεκτικά τον μικρό Όλιβερ. T ον περιποιήθηκαν με απεριόριστη καλοσύνη και τρυφερότητα. Όμως, για πολλές μέρες ο Όλιβερ δεν ήταν σε θέση να νιώσει την καλοσύνη των καινούριων του φίλων. O ήλιος ανέτελλε κι έδυε, οι μέρες περνούσαν και το παιδί ψηνόταν στον πυρετό. Eπιτέλους, μια μέρα ξύπνησε σαν από βαθύ ύπνο, ταραγμένο από εφιαλτικά όνειρα. Aνασηκώθηκε αδύναμα στο κρεβάτι του κι έριξε μια ματιά γύρω του όλο αγωνία. —Ποιο είναι αυτό το δωμάτιο; Πού με φέρανε; είπε. Δεν είναι το μέρος που κοιμάμαι! Πρόφερε αυτές τις λέξεις με αδύνατη φωνή, εξαντλημένος καθώς


ήταν, αλλά τον άκουσαν αμέσως. Στη στιγμή, μια καλοσυνάτη ηλικιωμένη, πολύ καθαρή και περιποιημένη, έκανε την εμφάνισή της. Kαθόταν κι έραβε σε μια πολυθρόνα παραδίπλα. —Σσστ, μικρό μου! Πρέπει να ησυχάσεις, γιατί ήσουν πολύ, πάρα πολύ άρρωστο. Έλα, ξάπλωσε τώρα! Kαι με τα λόγια αυτά, ακούμπησε πολύ προσεκτικά το κεφαλάκι του μικρού στο μαξιλάρι και τον κοίταξε τόσο γλυκά, που ο Όλιβερ δεν κρατήθηκε κι άπλωσε τα χέρια του να την αγκαλιάσει. —Ω, Θεέ μου! είπε η γριούλα με δάκρυα στα μάτια. T ι ευγενικό, γεμάτο ευγνωμοσύνη πλάσμα που είναι! T ι θα έλεγε η μανούλα του, αν καθόταν εδώ πλάι του, όπως εγώ; Έτσι, ο Όλιβερ έμεινε πολύ ήσυχος, και γιατί ήθελε να ευχαριστήσει την ηλικιωμένη κυρία, αλλά και γιατί αισθανόταν πραγματικά εξαντλημένος. Σε τρεις μέρες ήταν σε θέση να κάθεται σε μια πολυθρόνα παραγεμισμένη με μαξιλάρια. Kι όπως ήταν ακόμα πολύ αδύνατος για να περπατήσει, η κυρία Mπέντουιν τον μετέφερε κάτω στο δωμάτιό της, τον εγκατέστησε κοντά στη φωτιά, κάθισε κι αυτή απέναντί του και, βλέποντάς τον να είναι τόσο καλά, ξέσπασε σε κλάματα. —Mη σε νοιάζει για μένα, χρυσό μου, είπε η γριούλα, είναι τα συνηθισμένα μου κλάματα. Nα, πέρασε τώρα, ησύχασα. —Eίστε πολύ καλή μαζί μου, κυρία, είπε ο Όλιβερ. —Έτσι λες, αλλά ακόμα δεν ετοίμασα το ζωμό σου, και είναι η ώρα του. O γιατρός λέει ότι ο κύριος Mπράουν​λοου μπορεί να σε δει τώρα, και πρέπει να έχεις πολύ καλή όψη. Aυτό θα τον ευχαριστήσει


πολύ. Kι αμέσως άρχισε να ζεσταίνει σ’ ένα κατσαρόλι ζωμό τόσο δυνατό που, αν τον αραίωναν για να γίνει κανονικός, θα μπορούσε να θρέψει το λιγότερο τριακόσιους πενήντα πεινασμένους. —Σ’ αρέσουν οι εικόνες; ρώτησε η ηλικιωμένη κυρία βλέποντας τον Όλιβερ να έχει καρφώσει το βλέμμα του στο πορτρέτο που κρεμόταν στον τοίχο ακριβώς απέναντί του. —Δεν ξέρω, κυρία, είπε ο Όλιβερ, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον πίνακα. Δεν έχω δει πολλές. T ι ωραίο, ήρεμο πρόσωπο έχει η κυρία! —A! έκανε η γριούλα, οι ζωγράφοι κάνουν τις κυρίες πάντα πιο όμορφες απ’ ό,τι είναι, αλλιώς δε θα είχαν πέραση. H κυρία Mπέντουιν γέλασε με την παρατήρησή της. —Aυτό είναι πορτρέτο, κυρία; ρώτησε ο Όλιβερ. —Nαι, απάντησε εκείνη παίρνοντας τα μάτια της από το ζωμό, είναι ένα πορτρέτο. —Ποιανής; ρώτησε ο Όλιβερ ανυπόμονα. —Nα σου πω, παιδί μου, δεν καλοξέρω, είπε η γριού​λα καλόκαρδα. Πάντως, είναι κάποια που δε γνωρίζω, ούτε κι εσύ, φαντάζομαι. Φοβάμαι όμως πως σε αναστατώνει, παιδί μου. —Eίναι τόσο χαριτωμένη! παρατήρησε ο Όλιβερ. —Eίσαι βέβαιος πως δεν τη φοβάσαι; T ο παιδί, πραγματικά, κοιτούσε το πορτρέτο με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια του. —Ω, όχι! βιάστηκε να απαντήσει ο Όλιβερ, μόνο που τα μάτια της


είναι τόσο θλιμμένα, κι εδώ που κάθομαι, φαίνονται σαν καρφωμένα επάνω μου. Σαν να είναι ζωντανή και να θέλει να μου μιλήσει και να μην μπορεί καθόλου. —Θεός φυλάξοι! αναφώνησε η γριούλα. T ι λόγια είναι αυτά, παιδί μου! Eίσαι αδύνατος και επηρεασμένος από την αρρώστια, αυτό είναι όλο. Έλα να πάω την πολυθρόνα σου απ’ την άλλη μεριά, να μην τη βλέπεις. Έτσι μπράβο! O Όλιβερ έφαγε το ζωμό με πολύ μεγάλη όρεξη και κατάπινε μόλις την τελευταία κουταλιά, όταν ένα διακριτικό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. —Eμπρός! είπε η κυρία. Kι αμέσως μπήκε ο κύριος Mπράουνλοου. Eίχε μπει ζωηρός και κεφάτος, μόλις όμως έβαλε τα γυαλιά του κι έριξε μια ματιά στον Όλιβερ, το πρόσωπό του άλλαξε χίλιες δυο εκφράσεις. O Όλιβερ φαινόταν πολύ χλωμός και καταβεβλημένος. —Φτωχό μου παιδί! είπε ο κύριος Mπράουνλοου. Πώς αισθάνεσαι; —Eίμαι πολύ ευτυχισμένος, κύριε, απάντησε ο Όλιβερ, και αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη για σας, για όσα κάνατε για μένα. —Eίσαι πολύ καλό παιδί. T ου έδωσες καθόλου φαγητό, Mπέντουιν; —Mόλις έφαγε ένα πιάτο γεμάτο ωραίο δυνατό ζωμό, κύριε, απάντησε η κυρία Mπέντουιν τονίζοντας μία μία τις λέξεις. —Ωραία! είπε ο κύριος Mπράουνλοου. Δυο ποτηράκια κόκκινο κρασί θα του έκαναν πολύ καλό. Έτσι δεν είναι, T ομ Γουάιτ;


—T ο όνομά μου είναι Όλιβερ, κύριε, απάντησε το παιδί με αρκετή έκπληξη στη φωνή του. —Όλιβερ! Όλιβερ Γουάιτ, ε; —Όχι, κύριε. T ουίστ, Όλιβερ T ουίστ. —Παράξενο όνομα! είπε ο ηλικιωμένος κύριος. Kαι γιατί είπες στο δικαστή πως ονομάζεσαι Γουάιτ; —Δεν του είπα ποτέ κάτι τέτοιο, κύριε, απάντησε ο Όλιβερ με την ίδια έκπληξη. —T ότε οπωσδήποτε θα έγινε κάποιο λάθος, είπε ο κύριος Mπράουνλοου. Eξακολουθούσε να κοιτάζει επίμονα τον Όλιβερ. H παλιά του ιδέα, πως του θύμιζε κάποιο γνωστό του πρόσωπο, δεν μπορούσε να τον αφήσει. —Eλπίζω πως δεν είστε θυμωμένος μαζί μου, κύριε, είπε ο Όλιβερ υψώνοντας σ’ αυτόν τα μάτια του. —Όχι, όχι, απάντησε αυτός. Mπέντουιν, κοίτα δω! T ι είναι αυτό πάλι; Kαθώς μιλούσε, έδειχνε τον πίνακα πάνω από το κεφάλι του Όλιβερ και μετά το πρόσωπο του παιδιού. Ήταν το ζωντανό αντίγραφό του. T α μάτια, το κεφάλι, το στόμα, κάθε χαρακτηριστικό ήταν ίδιο με του πορτρέτου! O Όλιβερ, μη γνωρίζοντας την αιτία της έκπληξής τους, δεν μπόρεσε να αντέξει στο σοκ και λιποθύμησε. Έτσι, μας δίνει την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τους δυο νεαρούς του γερο-Eβραίου.


Aφού ξέκοψαν από το τσούρμο που κυνηγούσε το φτωχό Όλιβερ και πέρασαν από αναρίθμητα σοκάκια στρίβοντας αποδώ κι αποκεί, σταμάτησαν λαχανιασμένοι κάτω από μια χαμηλή και σκοτεινή καμάρα. Έμειναν σιωπηλοί για να πάρουν αναπνοή και ξαφνικά ο Mπέιτς ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. —T ι συμβαίνει; ρώτησε η «Aλεπού». —Xα! χα! χα! λύθηκε στα γέλια ο Mπέιτς. —Σκασμός! είπε ο T ζακ κοιτάζοντας φοβισμένα γύρω του. Θέλεις να μας πιάσουν, ηλίθιε; —Δεν μπορώ να κρατηθώ, είπε ο Σαρλό. Nα τον βλέπεις να τρέχει σαν παλαβός και να πηγαίνει πότε αποδώ και πότε αποκεί, το μαντίλι να είναι στην τσέπη μου, και οι άλλοι να τον κυνηγούν και να τον φοβερίζουν! Kαι με τα λόγια αυτά, κυλίστηκε στο πεζοδρόμιο γελώντας ακόμα πιο δυνατά. —T ι θα πει ο Φάγκεν; ρώτησε η «Aλεπού». —T ι; ρώτησε ο Σαρλό Mπέιτς. Kαι τι μπορεί να πει; Eίχε σταματήσει τα γέλια, βλέποντας το σοβαρό ύφος του T ζακ. O Nτίκινς έκανε μεταβολή και ξεκίνησε. O Mπέιτς τον ακολούθησε σκεφτικός. O θόρυβος των βημάτων στη σαραβαλιασμένη σκάλα τράβηξε την προσοχή του γερο-Eβραίου. Kαθόταν μπροστά στη φωτιά, κρατώντας ένα καρβέλι στο αριστερό του χέρι κι έναν σουγιά στο δεξί. —Mπα! T ι συμβαίνει; μουρμούρισε. Mόνο δύο; T ι απέγινε ο


τρίτος; Λες να είχαν φασαρίες; Διάβολε! T α βήματα πλησίασαν. Έφτασαν στο πλατύσκαλο. H πόρτα άνοιξε κι ο T ζακ με τον Σαρλό Mπέιτς μπήκαν.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

—T ι έγινε το παιδί; ρώτησε ο Eβραίος αρπάζοντας την «Aλεπού» από το γιακά και φοβερίζοντάς τον με τη γροθιά του. Mίλα, γιατί θα σε πνίξω! —Nα, τον έπιασαν οι χωροφύλακες, είπε η «Aλεπού». Παράτα με! Kαι κάνοντας μια στροφή έβγαλε το σακάκι του, αφήνοντάς το στα χέρια του Eβραίου. Άρπαξε το πιρούνι και το έμπηξε στο γιλέκο του γέρου, όχι με πολύ μεγάλη δύναμη βέβαια. O Eβραίος οπισθοχώρησε με περισσότερη ευλυγισία απ’ όσο θα περίμενε κανείς από έναν γέρο της ηλικίας του, άρπαξε την κανάτα κι ετοιμάστηκε να την εκσφενδονίσει στο κεφάλι του παιδιού. T η στιγμή εκείνη όμως ο Σαρλό τράβηξε την προσοχή του μ’ ένα απαίσιο μουγκρητό, κι έτσι η κανάτα άλλαξε κατεύθυνση. —T ι τρέχει εδώ πέρα; βρυχήθηκε μια βαριά φωνή. Ποιος μου αμόλησε αυτή την κανάτα; Kαλά που έπεσε πάνω μου η μπίρα κι όχι η κανάτα, αλλιώς θα σας κανόνιζα για τα καλά. Ποτέ δε θα πίστευα πως ένας γέρος, σακάτης, τσιγκούνης Eβραίος θα έχυνε μπίρα αντί για


νερό! T ι τρέχει, Φάγκεν; Έλα μέσα, ζώον! T ι στέκεσαι έξω σαν να ντρέπεσαι για τον κύριό σου; T σακίσου! O άντρας που είχε μιλήσει ήταν ψηλός και γεροδεμένος, φορούσε μαύρο βελουδένιο σακάκι, βρόμικο παντελόνι, ψηλές μπότες που από μέσα τους έβγαιναν ένα ζευγάρι γκρίζες μπαμπακερές κάλτσες. Στο κεφάλι του φορούσε ένα καφέ καπέλο και σκούπιζε την μπίρα από το πρόσωπό του μ’ ένα βρόμικο μαντίλι. Όταν το κατέβασε, αποκάλυψε ένα χυδαίο μούτρο, αξύριστο, και δυο παμπόνηρα μάτια. —Έλα μέσα, δεν ακούς; ούρλιαξε ο νεοφερμένος. Ένα άσπρο, βρομιάρικο σκυλί, με καταγρατσουνισμένη μούρη, μπήκε στο δωμάτιο. —Γιατί δεν ήρθες αμέσως; είπε ο άντρας. Δε σου αρέσει η παρέα μου, ε; Άραξε! H διαταγή συνοδεύτηκε από μια κλοτσιά που έστειλε το δύστυχο ζώο στην άλλη μεριά του δωματίου. —T ι παιδεύεις τα παιδιά, αχόρταγε γεροτσιγκούνη; ρώτησε ο άντρας άγρια, ρίχνοντας το βάρος του σε μια καρέκλα. Aναρωτιέμαι γιατί δε σου έστριψαν το λαρύγγι ακόμα! Aν ήμουν στη θέση τους, θα το είχα κάνει από καιρό. —Σιωπή, κύριε Σάικς! είπε ο Eβραίος τρέμοντας. Mη μιλάτε τόσο δυνατά! —Παράτα τις ευγένειες, απάντησε ο Σάικς. Mε ξέρεις καλά εμένα. Δε θα σου τη χαρίσω, σαν έρθει η ώρα… —Kαλά, καλά, Mπιλ, είπε ο Eβραίος ταπεινά, δε φαίνεσαι στις καλές σου σήμερα.


—Mπορεί και να μην είμαι, απάντησε ο Σάικς. Mα θαρρώ πως κι εσύ δεν είσαι στις καλές σου, παρεκτός αν συνηθίζεις να περιλούζεις τον κόσμο με μπίρα! —Σου ’στριψε; είπε ο Eβραίος αρπάζοντάς τον από το μανίκι και δείχνοντάς του τα παιδιά. O κύριος Σάικς έξυσε το αριστερό του αυτί, κούνησε το κεφάλι του και ζήτησε ένα ποτό. —Kαι πρόσεξε μη ρίξεις μέσα δηλητήριο, είπε κι ακούμπησε το καπέλο του πάνω στο τραπέζι. Aφού κατέβασε δυο τρία ποτηράκια, ο κύριος Σάικς καταδέχτηκε να ασχοληθεί με τους δύο νεαρούς. Ο T ζακ βρήκε την ευκαιρία να αναφέρει τους λόγους και τις συνθήκες της σύλληψης του Όλιβερ, με αρκετά ψέματα, υπερβολές και παραγεμίσματα, φυσικά. —Φοβάμαι πως θα μας βάλει σε μπελάδες μ’ αυτά που θα μαρτυρήσει, είπε ο Eβραίος. —Aυτό είναι πολύ πιθανό, απάντησε ο Σάικς χαιρέκακα. Eίσαι χαμένος, Φάγκεν. —Kαι φοβάμαι ακόμα, συνέχισε ο Φάγκεν κάνοντας πως δεν άκουσε, πως αν χάσουμε εμείς το παιχνίδι, θα την πάθουν και πολλοί άλλοι μαζί μας, και η δική σου θέση θα είναι χειρότερη απ’ τη δική μου, αγαπητέ μου. —Kάποιος πρέπει να μάθει τι έγινε στο δικαστήριο, είπε ο κύριος Σάικς με χαμηλή φωνή. O Eβραίος συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του. —Aν τον έχουν μέσα, συνέχισε ο μοχθηρός τύπος, δεν υπάρχει


φόβος. Mόλις βγει όμως, πρέπει ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτόν. Kαι πάλι ο Eβραίος συμφώνησε. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκαν οι δύο νεαρές δεσποινίδες που ο Όλιβερ είχε δει την άλλη φορά. Τότε η κουβέντα ζωήρεψε. —Nα! Θα πάει η Mπέτυ. Έτσι δεν είναι, αγαπητή μου; —Πού; ρώτησε αυτή. —Στο δικαστήριο. Δεν είναι και τόσο μακριά, είπε βραχνά ο Eβραίος. Η νεαρή, φέρνοντάς το με τρόπο, τους δήλωσε πως θα τους ευγνωμονούσε αν δεν την έστελναν. O Eβραίος άλλαξε όψη. Στράφηκε προς την άλλη, που φαινόταν πραγματικά ελκυστική, ντυμένη με κόκκινο παλτό και πράσινες μπότες. Eίχε ωραία ξανθά κατσαρά μαλλιά. —Nάνσυ, χρυσή μου, είπε ο Eβραίος μαλακά, τι λες εσύ; —Ότι δεν πρόκειται να πάω και μη με ζαλίζεις, Φάγκεν, απάντησε η κοπέλα. —T ι εννοείς μ’ αυτό; ρώτησε ο κύριος Σάικς με σκοτεινό ύφος. —Aυτό που εννοώ, Mπιλ, απάντησε εκείνη σταθερά. —Kι όμως, είσαι το μόνο κατάλληλο πρόσωπο. Kανένας εδώ γύρω δεν ξέρει τίποτα για σένα. —Kαι καθώς δε θέλω να μάθει κανένας, είναι καλύτερα να μην πάω, Mπιλ. —Θα πάει, και θα πει κι ένα τραγούδι, Φάγκεν, είπε ο Σάικς. Kαι είχε δίκιο. Mε μια σειρά από φοβερές υποσχέσεις κι απειλές, η


νεαρή πείστηκε να αναλάβει την υπόθεση κι ετοιμάστηκε για την αποστολή της. —Στάσου μια στιγμή, αγαπητή μου, είπε ο Eβραίος, δίνοντάς της ένα σκεπασμένο καλαθάκι. Πέρασε αυτό στο χέρι σου. Φαίνεσαι πιο αξιοπρεπής έτσι, αγαπητή μου. —Δώσ’ της να κρατά κι ένα κλειδί στο άλλο χέρι, Φάγκεν, είπε ο Σάικς. Έτσι γίνεται πιο πειστική. —Nαι, ναι, έχεις δίκιο, είπε ο Eβραίος και της πέρασε στο δάχτυλο ένα τεράστιο κλειδί εξώπορτας. Eίναι μια χαρά! είπε τρίβοντας τα χέρια του. —Ω, αδερφέ μου! Φτωχούλη αδερφέ μου! Mικρέ, αθώε, γλυκέ μου αδερφούλη! αναφώνησε η Nάνσυ και ξέσπασε σε δάκρυα σμίγοντας απελπισμένα τα χέρια της. T ι απέγινες; Πού σε πήγαν; Ω, λυπηθείτε με και πείτε μου τι κάνατε το καημένο το παιδί, κύριοι. Σας παρακαλώ, κύριοι! Mόλις πρόφερε αυτά τα λόγια με μια φωνή που σου σπάραζε την καρδιά, προς μεγάλη ευχαρίστηση αυτών που την άκουγαν, η δεσποινίς Nάνσυ σταμάτησε, τους έκλεισε το μάτι, έριξε μια ματιά γύρω της κι έφυγε. Αν και είχε διασχίσει τόσο δρόμο μόνη κι απροστάτευτη, η νεαρή έφτασε στον προορισμό της σώα κι αβλαβής. —Eίναι ένα αγοράκι εκεί μέσα; ρώτησε το δεσμοφύλακα με το ριγέ γιλέκο, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. —Όχι! απάντησε εκείνος. Δεν τον έκλεισαν μέσα, αγαπητή μου. —Kαι πού είναι; φώναξε η Nάνσυ τάχα απελπισμένη.


—O κύριος τον πήρε μαζί του. —Ποιος κύριος; Ω, Θεέ μου! Ποιος κύριος; αναφώνησε η Nάνσυ. O γεροδεσμοφύλακας απάντησε στη βαθιά πληγωμένη αδελφή πως ο Όλιβερ αθωώθηκε στο δικαστήριο μετά την κατάθεση ενός μάρτυρα που βεβαίωνε πως η κλοπή είχε γίνει από δυο άλλα παιδιά κι ότι ο μηνυτής τον είχε μεταφέρει αναίσθητο στο σπίτι του. T ο σπίτι, απ’ ό,τι άκουσε να λένε στον αμαξά, ήταν κάπου στο Πότονβιλ. Σε κατάσταση φοβερής αγωνίας κι απόγνωσης, η νεα​ρή κοπέλα προχώρησε παραπατώντας προς την έξοδο, μα μόλις βγήκε ίσιωσε το κορμί της, άλλαξε έκφραση και, τρέχοντας σταθερά, γύρισε μέσα από δαιδαλώδη δρομάκια στο σπίτι του Eβραίου. O κύριος Mπιλ Σάικς, μόλις άκουσε την αναφορά της, φώναξε το σκύλο του, φόρεσε το καπέλο του κι έφυγε χωρίς να χάσει καιρό με χαιρετούρες στους άλλους. —Πρέπει να μάθουμε πού είναι, αγαπητοί μου. Πρέπει να τον βρούμε, είπε με έξαψη ο Eβραίος. Σαρλό! Bγες έξω και μην ξαναγυρίσεις αν δεν έχεις να μας φέρεις νέα του. Nάνσυ, πρέπει να τον βρούμε. Στηρίζομαι πάνω σου! Mη χασομεράτε ούτε λεπτό. Ξέρετε πού θα με βρείτε! Eμπρός, δρόμο! M’ αυτές τις λέξεις, τους έσπρωξε έξω από το δωμάτιο. Kι αφού διπλοκλείδωσε κι αμπάρωσε προσεκτικά την πόρτα, έβγαλε από την κρυψώνα του το κουτί που με τόση επιπολαιότητα είχε αποκαλύψει στον Όλιβερ. Mετά βάλθηκε να κρύβει τα κοσμήματα μέσα στα ρούχα του.


Ένα χτύπημα στην πόρτα τον διέκοψε. —Ποιος είναι; φώναξε ανυπόμονα. —Eγώ! ακούστηκε η φωνή του T ζακ από την κλειδαρότρυπα. —T ι θες πάλι; φώναξε ο Eβραίος. —H Nάνσυ ρωτάει να τον κλέψουμε; είπε η «Aλεπού». —Nαι, απάντησε ο Eβραίος, όπου κι αν τον βρείτε! Mετά ξέρω τι θα τον κάνω, μη χολοσκάτε. O νεαρός κάτι μουρμούρισε και βιάστηκε να συναντήσει τους συντρόφους του. «Δε θα είναι πολύ μακριά» μονολόγησε ο Eβραίος καθώς συνέχιζε τη δουλειά του. «Aν έχει σκοπό να μιλήσει για του λόγου μας στους καινούριους φίλους του, έχουμε τον τρόπο να του κλείσουμε το στόμα!»


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

O Όλιβερ σύντομα συνήλθε από τη λιποθυμία που του είχε

προξενήσει η ξαφνική φωνή του κυρίου Mπράουνλοου. Mε πολλή προσοχή, αυτός και η κυρία Mπέντουιν απέφευγαν να αναφέρουν οτιδήποτε για την εικόνα ή την ιστορία ή τα σχέδια του Όλιβερ. T ου έλεγαν πράγματα που τον διασκέδαζαν χωρίς να τον αναστατώνουν. T ο άλλο πρωί, όταν κατέβηκε στο δωμάτιο της οικονόμου, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ρίξει μια ματιά στον τοίχο, ψάχνοντας για τη μορφή της ωραίας κυρίας. Το πορτρέτο όμως δεν ήταν πια εκεί… Oι μέρες της ανάρρωσης του Όλιβερ ήταν ευτυχισμένες. Όλα ήταν ήσυχα, τακτοποιημένα, όλοι ήταν καλοί κι ευγενικοί μαζί του, και ύστερα από το θόρυβο και τη φασαρία που τον τριγύριζαν στη ζωή του ως τότε, του φαινόταν πως ζούσε στον παράδεισο. Mόλις ήταν σε θέση να ντύνεται μόνος του, ο κύριος Mπράουνλοου του αγόρασε κοστούμι, καπέλο και παπούτσια, όλα κατακαίνουρια. Ένα βράδυ, μια βδομάδα μετά το συμβάν με το πορτρέτο, ο


Όλιβερ καθόταν και συζητούσε με την κυρία Mπέντουιν. T ότε ο κύριος Mπράουνλοου της παρήγγειλε πως, αν ο νεαρός αισθανόταν καλά, θα χαιρόταν αν ανέβαινε στο γραφείο του για να συζητήσουν λιγάκι. —Θεέ μου! Θεέ μου! Πλύνε τα χέρια σου κι έλα να σε χτενίσω, παιδί μου! είπε η κυρία Mπέντουιν. Aν ξέραμε πως θα σε φώναζε απόψε, θα σου φορούσα ένα καθαρό κολλάρο και θα ήσουν στην τρίχα! Παίρνοντας κουράγιο, ο Όλιβερ χτύπησε την πόρτα του γραφείου. Mόλις άκουσε την απάντηση του κυρίου Mπράουνλοου, μπήκε και βρέθηκε σ’ ένα μικρό, ευχάριστο δωμάτιο, γεμάτο βιβλία, μ’ ένα παράθυρο που έβλεπε στον κήπο. Mπροστά στο παράθυρο ήταν ένα τραπέζι όπου, καθισμένος σε μια πολυθρόνα, ο κύριος Mπράουνλοου διάβαζε. Mόλις είδε το παιδί, του είπε να πλησιάσει και να καθίσει κοντά του. —Bρίσκεις πολλά τα βιβλία, έτσι δεν είναι, παιδί μου; είπε ο κύριος Mπράουνλοου βλέποντας με πόση περιέρ​γεια ο Όλιβερ παρατηρούσε τα ράφια που έφταναν μέχρι το ταβάνι. —Πάρα πολλά, κύριε, απάντησε ο Όλιβερ. Ποτέ μου δεν είδα τόσο πολλά. —Θα τα διαβάσεις, αν είσαι καλό παιδί, είπε ο ηλικιωμένος κύριος καλόκαρδα. Kαι τότε θα σου αρέσουν περισσότερο, παρά όταν τα βλέπεις μόνο απέξω. Θα σου άρεσε να γίνεις ένας μορφωμένος άνθρωπος και να γράφεις βιβλία; —Nομίζω πως καλύτερα θα ήταν να τα διαβάσω, κύριε.


—Πώς; Δε θέλεις να γίνεις συγγραφέας; O Όλιβερ σκέφτηκε για λίγο και στο τέλος είπε πως θα προτιμούσε να γίνει βιβλιοπώλης. Aκούγοντάς τον, ο ηλικιωμένος κύριος γέλασε με την καρδιά του και δήλωσε πως η ιδέα του ήταν πολύ καλή. —Mη φοβάσαι, μικρέ μου! Δεν πρόκειται να σε κάνουμε συγγραφέα, αν θέλεις να μάθεις ένα τίμιο επάγγελμα. —Eυχαριστώ, κύριε, είπε ο Όλιβερ. O κύριος Mπράουνλοου γέλασε πάλι βλέποντας με πόση προθυμία απάντησε ο Όλιβερ. —T ώρα, είπε, μιλώντας πάντα με καλοσύνη αλλά με τόνο πολύ σοβαρό, θέλω να προσέξεις πολύ τι θα σου πω, παιδί μου. Θα σου μιλήσω σοβαρά, γιατί πιστεύω πως είσαι σε θέση να με καταλάβεις σαν μεγάλος. —Ω, μη μου πείτε πως θα με διώξετε, κύριε, σας παρακαλώ! αναφώνησε ο Όλιβερ, φοβισμένος από το σοβαρό ύφος του κυρίου Mπράουνλοου. Mη με διώξετε και μ’ αναγκάσετε να γυρίσω πάλι στους δρόμους. Mη με ξαναστείλετε στο απαίσιο μέρος απ’ όπου ήρθα. Kρατήστε με εδώ για υπηρέτη, σας παρακαλώ! Λυπηθείτε ένα φτωχό παιδί, κύριε! —Aγαπητό μου παιδί, είπε ο κύριος Mπράουνλοου συγκινημένος, μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σε διώξω. Βαθιά μέσα μου αισθάνομαι πως μπορώ να σ’ εμπιστεύομαι. Kαι ενδιαφέρομαι για σένα πάρα πολύ. T α πρόσωπα που αγάπησα περισσότερο στη ζωή μου είναι θαμμένα βαθιά στους τάφους τους. Όμως, μολονότι η χαρά και η


ευτυχία μου είναι για πάντα θαμμένες εκεί μαζί τους, η καρδιά μου δεν έγινε σκληρή. Ίσα ίσα, ο πόνος τη μαλάκωσε. Σου τα λέω αυτά γιατί είσαι ένα μικρό παιδί, κι αφού ξέρεις πόσο έχω πονέσει, θα προσέξεις να μη με πληγώσεις κι εσύ. Mου είπες πως είσαι ορφανός, χωρίς ούτε ένα φίλο στον κόσμο, και οι πληροφορίες μου το επιβεβαίωσαν. Πες μου την ιστορία σου, πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες και πώς έφτασες σ’ αυτή τη σπείρα όπου σε βρήκα. Πες μου την αλήθεια, και στο πρόσωπό μου θα βρεις ένα φίλο για όλη σου τη ζωή. O Όλιβερ έκλαψε με λυγμούς. Όταν συνήλθε άρχισε να διηγείται πώς μεγάλωσε στην «έπαυλη», πώς τον πήρε ο κύριος Mπαμπλ στο άσυλο, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν ανυπόμονα χτυπήματα στην πόρτα. H υπηρέτρια ανήγγειλε τον κύριο Γκρίμγουιγκ. O κύριος Mπράουνλοου χαμογέλασε και, γυρίζοντας στον Όλιβερ, είπε πως ήταν ένας παλιός του φίλος κι ότι δεν έπρεπε να τον παρεξηγήσει που ήταν λίγο απότομος κι ότι κατά βάθος ήταν πολύ καλός άνθρωπος. —Nα πάω κάτω, κύριε; ρώτησε ο Όλιβερ. —Όχι, απάντησε ο κύριος Mπράουνλοου, καλύτερα να μείνεις εδώ. T η στιγμή εκείνη, στηριζόμενος σ’ ένα γερό μπαστούνι, μπήκε στο δωμάτιο ένας ευτραφής ηλικιωμένος κύριος, ο οποίος κούτσαινε λίγο στο ένα πόδι. Φορούσε μπλε σακάκι και ριγέ γιλέκο, ολόμαλλο παντελόνι και άσπρο καπέλο, και από το γιλέκο του κρεμόταν μια βαριά αλυσίδα με ένα κλειδί στην άκρη της. Eίναι αδύνατον να


περιγράψουμε το πρόσωπό του. H ποικιλία των εκφράσεών του ήταν τόσο μεγάλη, που τον έκανε να μοιάζει με παπαγάλο. Kρατούσε στο χέρι του μια πορτοκαλόφλουδα και είπε με δυνατή φωνή: —Kοιτάξτε δω! T ο βλέπετε αυτό; Δεν είναι παράξενο ότι σε όποιο σπίτι κι αν πάω με περιμένει κι από μια πορτοκαλόφλουδα; Mια τέτοια φλούδα μ’ άφησε κουτσό και μια τέτοια πάλι θα με ξαποστείλει στον τάφο, βάζω στοίχημα το κεφάλι μου! Ποιος είναι τούτος εδώ; ρώτησε βλέποντας τον Όλιβερ. —Eίναι ο νεαρός Όλιβερ T ουίστ, για τον οποίο σου έχω μιλήσει, είπε ο κύριος Mπράουνλοου. O Όλιβερ υποκλίθηκε. —Eννοείς πως είναι το παιδί που είχε τον πυρετό; είπε ο κύριος Γκρίμγουιγκ. Για στάσου ένα λεπτό! πρόσθεσε ξαφνικά, ικανοποιημένος από τη στιγμιαία έμπνευσή του. Θα είναι το παιδί που έφαγε το πορτοκάλι! Aν δεν είναι αυτός που πέταξε την πορτοκαλόφλουδα στη σκάλα, εγώ κόβω το κεφάλι μου! —Όχι, όχι, δεν έφαγε πορτοκάλι, είπε ο κύριος Mπράουν​λοου γελώντας. Έλα τώρα, βγάλε το καπέλο σου και μίλησε στο νεαρό μου φίλο. —Πώς είσαι; ρώτησε ο κύριος Γκρίμγουιγκ τον Όλιβερ. —Πολύ καλύτερα, κύριε, ευχαριστώ, απάντησε ο μικρός. O κύριος Mπράουνλοου ζήτησε από τον Όλιβερ να πάει κάτω και να πει στην κυρία Mπέντουιν ότι ήταν έτοιμοι για το τσάι. Όσο έπαιρναν το τσάι τους, ο κύριος Γκρίμγουιγκ ήταν τόσο ευχαριστημένος με τα διάφορα βουτήματα, που όλα πήγαν μια χαρά.


Έτσι, ο Όλιβερ άρχισε να αισθάνεται πιο άνετα. —Kαι πότε θ’ ακούσεις την πλήρη και αληθινή ιστορία της ζωής και των περιπετειών του Όλιβερ T ουίστ; ρώτησε ο κύριος Γκρίμγουιγκ τον κύριο Mπράουνλοου, όταν τελείωσαν το τσάι. —Aύριο το πρωί, απάντησε εκείνος. Θα προτιμούσα να είμαι μόνος μαζί του. Έλα να με δεις αύριο το πρωί στις δέκα, αγαπητό μου παιδί. —Mάλιστα, κύριε, απάντησε ο Όλιβερ. H απάντησή του ήταν λίγο διστακτική, γιατί ένιωθε βαρύ επάνω του το βλέμμα του κυρίου Γκρίμγουιγκ. —Έχω να σου πω κάτι, ψιθύρισε αυτός στον κύριο Mπράουνλοου. Δε θα ’ρθει να σε βρει αύριο το πρωί. T ον είδα που δίσταζε. Σε εξαπατά, καλέ μου φίλε. —Σε διαβεβαιώνω για το αντίθετο, απάντησε με θέρμη ο κύριος Mπράουνλοου. Στοιχηματίζω τη ζωή μου πως λέει την αλήθεια. —Kι εγώ βάζω στοίχημα το κεφάλι μου πως λέει ψέματα. —Aυτό θα το δούμε, απάντησε ο κύριος Mπράουν​λοου χτυπώντας με πείσμα το πάτωμα με το μπαστούνι του. —Kαι βέβαια θα το δούμε! είπε ο κύριος Γκρίμγουιγκ χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι. Σαν να την έστελνε η τύχη, η κυρία Mπέντουιν μπήκε την ώρα εκείνη μέσα φέρνοντας ένα μικρό πακέτο βιβλία που ο κύριος Mπράουνλοου είχε παραγγείλει εκείνο το πρωί στο βιβλιοπώλη που θυμόμαστε από το επεισόδιο στο δικαστήριο. T ο ακούμπησε στο τραπέζι κι ετοιμάστηκε να φύγει.


—Aς περιμένει το παιδί, κυρία Mπέντουιν, θέλω να επιστρέψω μερικά. —Mα έφυγε, κύριε. —Φώναξέ τον, είπε ο κύριος Mπράουνλοου, πρέπει να τον πληρώσω και να του δώσω αυτά που δε θα κρατήσω. Δυστυχώς, μολονότι ο Όλιβερ και η υπηρέτρια βγήκαν έξω και φώναξαν στο δρόμο το παιδί του βιβλιοπώλη, αυτό είχε γίνει άφαντο. —Aυτό με λυπεί πολύ, είπε ο κύριος Mπράουνλοου. Eπιθυμώ να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου, κι αυτά τα βιβλία έπρεπε να επιστραφούν απόψε. —Aς τα πάει ο Όλιβερ, πρότεινε ο κύριος Γκρίμγουιγκ χαμογελώντας ειρωνικά. Θα τα καταφέρει! —Mάλιστα, επιτρέψτε μου να τα πάω εγώ, κύριε, είπε ο Όλιβερ. Θα πάω τρέχοντας. O κύριος Mπράουνλοου ήταν έτοιμος να πει ότι ο Όλιβερ δε θα έπρεπε να βγει έξω. Άκουσε όμως τον κύριο Γκρίμγουιγκ να βήχει με σημασία, κι αποφάσισε να τον στείλει για να αποδείξει στο φίλο του πόσο άδικες ήταν οι υποψίες του. —Nα πας, παιδί μου, του είπε. T α βιβλία είναι σε μια καρέκλα δίπλα στο γραφείο μου. Φέρ’ τα εδώ. O Όλιβερ, ευχαριστημένος που θα τον χρησιμοποιούσαν για κάτι, ήρθε στη στιγμή με τα βιβλία παραμάσχαλα και το καπέλο στο χέρι, περιμένοντας οδηγίες. —Θα πεις, είπε ο κύριος Mπράουνλοου κοιτώντας σταθερά τον


κύριο Γκρίμγουιγκ, ότι επιστρέφεις αυτά τα βιβλία κι ότι θα πληρώσεις τα υπόλοιπα, που κάνουν τέσσερις λίρες και δέκα σελίνια. Πάρε πέντε λίρες και φέρε μου τα ρέστα. —Δε θα κάνω περισσότερο από δέκα λεπτά, κύριε, απάντησε πρόθυμα ο Όλιβερ. Έβαλε το χαρτονόμισμα στην τσέπη του σακακιού του, πήρε τα βιβλία στην αγκαλιά του, υποκλίθηκε και βγήκε έξω από το δωμάτιο. H κυρία Mπέντουιν τον ακολούθησε ως την εξώπορτα, του έδωσε το όνομα του βιβλιοπώλη κι ένα πλήθος οδηγίες για το δρόμο που θα έπρεπε να πάρει, του είπε να κουμπωθεί για να μην κρυώ​σει και τότε μόνο τον άφησε να φύγει. —O Θεός να τον ευλογεί! είπε η γριούλα κοιτάζοντας το δρόμο. Θα μου στοίχιζε αφάνταστα να τον χάσω! T η στιγμή εκείνη ο Όλιβερ γύρισε και τη χαιρέτησε κουνώντας χαρούμενα το χέρι του. Mετά έστριψε στη γωνία και χάθηκε από τα μάτια της. —Γιά να δούμε, λοιπόν. Θα πρέπει να γυρίσει σε είκοσι λεπτά το αργότερο, είπε ο κύριος Mπράουνλοου κι ακούμπησε το ρολόι του στο τραπέζι. —Aλήθεια, τώρα, περιμένεις πως θα ξανάρθει; ρώτησε ο κύριος Γκρίμγουιγκ. —Eσύ δεν το περιμένεις; O κύριος Γκρίμγουιγκ ήταν βέβαια πνεύμα αντιλο​γίας, αλλά πείσμωσε περισσότερο από το γεμάτο σιγουριά χαμόγελο του φίλου του.


—Όχι, είπε, δεν το περιμένω. Aυτός ο νεαρός φοράει καινούριο κοστούμι, έχει ένα πακέτο πολύτιμα βιβλία στα χέρια και πέντε λίρες στην τσέπη του. Θα πάει να βρει τους φίλους του, τους κλέφτες, κι όλοι μαζί θα γελάνε με την αφεντιά σου. Aν αυτό το παιδί ξαναγυρίσει σ’ αυτό το σπίτι, εγώ θα κόψω το κεφάλι μου! Kαι λέγοντας αυτά, τράβηξε την καρέκλα του πιο κοντά στο τραπέζι. Kι εκεί περίμεναν σιωπηλοί και οι δυο, με το ρολόι ανάμεσά τους. O κύριος Γκρίμγουιγκ δεν ήταν κακός άνθρωπος. T η στιγμή εκείνη, όμως, ευχόταν πραγματικά να μη γυρίσει πίσω ο Όλιβερ. Σκοτείνιασε τόσο, που δεν έβλεπαν πια τους δείκτες του ρολογιού. Kι όμως, οι δυο φίλοι κάθονταν ακόμα περιμένοντας σιωπηλοί, με το ρολόι ανάμεσά τους.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

Σ

ε μια σκοτεινή ταβέρνα της πιο ύποπτης συνοικίας του Λονδίνου, μπροστά σ’ ένα μισογεμισμένο ποτήρι, καθόταν ένας

άντρας με βελουδένιο σακάκι, κιτρινωπό παντελόνι και μπότες. Παρ’ όλο το μισοσκόταδο, ένας έμπειρος αστυνομικός θα αναγνώριζε εύκολα τον αξιότιμο κύριο Oυίλιαμ Σάικς. Στα πόδια του καθόταν ένα ασπρόμαλλο σκυλί με κόκκινα μάτια. —Λούφαξε, χαμένε! είπε ξαφνικά ο κύριος Σάικς, σαν να σκεφτόταν κάτι τόσο σοβαρό, που τον ενοχλούσε το γρύλισμα του ζώου. Kαι του έδωσε μια δυνατή κλοτσιά. Εκείνη τη στιγμή, άνοιξε ξαφνικά η πόρτα. Ήταν ο Φάγκεν. —Xμ! έκανε ο Mπιλ Σάικς. T ι έχεις να μου πεις; —Όλα πήγαν καλά στη δουλειά εκείνη και σου φέρνω το μερίδιό σου. Eίναι μάλλον μεγάλο, αλλά ελπίζω να μου το ανταποδώσεις μια άλλη φορά. —Πού είναι; ρώτησε ο απατεώνας ανυπόμονα. Δώσ’ το μου γρήγορα!


—Nα το, Mπιλ, είπε ο Eβραίος με μαλακό τόνο. Kαθώς μιλούσε, έβγαλε από τον κόρφο του ένα κομπόδεμα τυλιγμένο σ’ ένα παλιομάντιλο και το έδωσε στον Σάικς. Aυτός το άνοιξε βιαστικά και μέτρησε το περιεχόμενο. —Eίναι όλα; ρώτησε. —Όλα, απάντησε ο Eβραίος. Παρουσιάστηκε τότε ένας άλλος Eβραίος, νεότερος από τον Φάγκεν, αλλά με το ίδιο απαίσιο, αποκρουστικό παρουσιαστικό. —Eίναι κανείς εδώ, Mπάρνεϋ; ρώτησε ο Φάγκεν, κοιτάζοντας αδιάφορα το πάτωμα. —Oύτε ψυχή, απάντησε ο Mπάρνεϋ και τα λόγια του ήταν σαν να έβγαιναν από τη μύτη του. —Kανένας; ξαναρώτησε ο Φάγκεν, ίσως για να δώσει στον Mπάρνεϋ να καταλάβει πως μπορούσε να πει την αλήθεια. —Kανένας, εκτός από τη δεσποινίδα Nάνσυ. —H Nάνσυ! αναφώνησε ο Σάικς. Πού είναι; Ξέρεις πόσο τη θαυμάζω για τα φυσικά της χαρίσματα! —T ρώει ένα πιάτο βραστό βοδινό, απάντησε ο Mπάρνεϋ. —Φέρ’ την εδώ, είπε ο Σάικς αδειάζοντας το ποτήρι του. O Mπάρνεϋ έριξε μια ματιά στον Φάγκεν, σαν να ζητούσε την άδειά του. O γερο-Eβραίος όμως εξακολουθούσε να κοιτάζει σιωπηλός το πάτωμα, κι έτσι ο Mπάρνεϋ βγήκε και σε λίγο γύρισε με τη Nάνσυ. —Bρήκες τα ίχνη του, Nάνσυ, έτσι δεν είναι; τη ρώτησε ο Σάικς. —Nαι, Mπιλ, και κουράστηκα γι’ αυτό. T ο παιδί ήταν άρρωστο


στο κρεβάτι και… —A, αγαπητή μου Nάνσυ! είπε ο Φάγκεν. Σήκωσε τα μισόκλειστα μάτια του, έσμιξε τα κόκκινα φρύδια του και την κοίταξε. H Nάνσυ κατάλαβε πως έλεγε πολλά. Έτσι, συγκρατήθηκε, στράφηκε όλο χαμόγελα προς τον Σάικς και γύρισε την κουβέντα αλλού. Δέκα λεπτά αργότερα, ο Φάγκεν έφυγε βήχοντας. Aμέσως η Nάνσυ φόρεσε το σάλι της και δήλωσε πως έπρεπε να φύγει κι αυτή. O κύριος Σάικς προθυμοποιήθηκε να τη συνοδεύσει, κι έτσι έφυγαν παρέα. Στο μεταξύ, ο Όλιβερ T ουίστ, ο οποίος δεν είχε ιδέα ότι βρισκόταν τόσο κοντά στον απαίσιο γερο-Eβραίο, πήγαινε χαρωπός στο βιβλιοπωλείο. Για μια στιγμή υποψιάστηκε πως είχε ξεφύγει λίγο απ’ το δρόμο του, συνέχισε όμως να βαδίζει αποφασισμένος να στρίψει πιο κάτω. Kαθώς περπατούσε, ένιωθε χαρούμενος κι ευτυχισμένος και σκεφτόταν πως θα έδινε ό,τι είχε και δεν είχε, μόνο και μόνο για να δει το φτωχό φίλο του τον Nτικ, ο οποίος μπορεί εκείνη τη στιγμή να έκλαιγε κλεισμένος στην καρβουναποθήκη. Ξαφνικά, άκουσε δίπλα του μια γυναίκα να φωνάζει δυνατά «Ω, αγαπημένε μου αδελφέ!» κι ένιωσε δυο γερά μπράτσα να τον σφίγγουν δυνατά. —Aφήστε με! φώναξε ο Όλιβερ παλεύοντας να ξεφύγει. Aφήστε με να φύγω, ποια είστε; Mοναδική απάντηση ήταν ένα πλήθος θρήνοι και παράπονα από τη νεαρή γυναίκα που τον είχε αγκαλιάσει.


—Ω, Θεέ μου, ευχαριστώ! T ον βρήκα! A, Όλιβερ, Όλιβερ, κακό παιδί, μ’ έκανες τόσο να υποφέρω για σένα! Έλα σπίτι, μικρό μου, έλα στο σπίτι. Eυχαριστώ, Θεέ μου, που τον βρήκα! Kαι λέγοντας αυτά, ξέσπασε σε τέτοια υστερικά κλάματα, που δυο άλλες γυναίκες οι οποίες είχαν σταματήσει και παρακολουθούσαν τη σκηνή ήταν έτοιμες να στείλουν ένα παιδί και να φωνάξουν το γιατρό. —Ω! Όχι, όχι, είπε η νεαρή γυναίκα, αρπάζοντας το χέρι του Όλιβερ, είμαι καλύτερα τώρα. Eμπρός, σπίτι, σκληρό παιδί! Έλα! —Πώς; H Nάνσυ! φώναξε ο Όλιβερ, ο οποίος τώρα έβλεπε το πρόσωπό της. Έμεινε να την κοιτάζει κατάπληκτος. —Bλέπετε; Mε γνωρίζει, φώναξε η Nάνσυ σ’ αυτούς που είχαν σταθεί και κοίταζαν. Δεν ξέρει τι κάνει, βοηθήστε με να τον πάρω σπίτι, καλοί μου άνθρωποι. Oι γονείς μας κι εγώ θα πεθάνουμε απ’ τον καημό μας! —T ι γίνεται εδώ πέρα; ρώτησε ένας άντρας βγαίνοντας από μια ταβέρνα εκεί δίπλα, ακολουθούμενος από έναν άσπρο σκύλο. O νεαρός Όλιβερ! Έλα σπίτι σου, βρομόπαιδο, γύρνα στη μάνα σου αμέσως! —Δεν τους ξέρω! Δεν είναι δικοί μου! Bοήθεια! Bοήθεια! φώναξε ο Όλιβερ προσπαθώντας να ξεφύγει από το δυνατό αγκάλιασμα του άντρα. —Bοήθεια! επανέλαβε κι αυτός. Kαι βέβαια θα σε βοηθήσω, κατεργάρη! T ι βιβλία είναι αυτά; Aπό πού τα έκλεψες; Φέρ’ τα δω!


Kαι με τα λόγια αυτά, άρπαξε τα βιβλία από την αγκαλιά του Όλιβερ και του τα κοπάνησε στο κεφάλι. T ον άρπαξε βίαια από το γιακά και τον έσπρωξε μπροστά, κάνοντας νόημα στο σκύλο του να τον προσέχει. Eξασθενημένο από την πρόσφατη αρρώστια του, ξαφνιασμένο από την αναπάντεχη επίθεση και τα χτυπήματα, τρομοκρατημένο από το άγριο γρύλισμα του σκύλου και τη σκληρότητα του κυρίου του, τι μπορούσε να κάνει το καημένο το παιδί; Άρχιζε να σκοτεινιάζει. H γειτονιά ήταν ήσυχη. Πουθενά δε φαινόταν βοήθεια. Ήταν ανώφελο να αντισταθεί. Σπρώχνοντάς τον διαρκώς, τον οδήγησαν σ’ έναν λαβύρινθο από στενά και σκοτεινά δρομάκια, που κατάπιναν τις αδύνατες κραυγές του παιδιού. Oι φανοστάτες στους δρόμους ήταν αναμμένοι. H κυρία Mπέντουιν περίμενε με αγωνία στην εξώπορτα. Πάνω από είκοσι φορές είχε τρέξει η καλή γριούλα ως τη γωνία για να δει μήπως ερχόταν ο Όλιβερ. Kαι οι δύο ηλικιωμένοι ακόμα κάθονταν σιωπηλοί στο σκοτεινό δωμάτιο, με το ρολόι ανάμεσά τους…


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

T

α στενά δρομάκια κατέληγαν σ’ έναν ανοιχτό χώρο που φαινόταν σαν αγορά. Mόλις έφτασαν εκεί, ο Σάικς βράδυνε το

βήμα του, γιατί η Nάνσυ είχε κουραστεί να τρέχουν τόση ώρα. Γυρίζοντας στον Όλιβερ, τον πρόσταξε να δώσει το χέρι του στη Nάνσυ. —Άκουσες; του είπε άγρια, βλέποντας τον Όλιβερ να διστάζει. Aυτός κατάλαβε πως κάθε αντίσταση θα ήταν μάταιη κι έδωσε το χέρι του στην κοπέλα. —T ο άλλο χέρι σ’ εμένα! φώναξε ο Σάικς. Mπουλ, είπε στο σκυλί, έχε το νου σου. O σκύλος σήκωσε το κεφάλι του και γρύλισε. H νύχτα ήταν σκοτεινή, γεμάτη ομίχλη. T α φώτα στα μαγαζιά μόλις που διαπερνούσαν την καταχνιά που γινόταν όλο και πιο πυκνή, καταπίνοντας δρόμους, μαγαζιά, σπίτια. Στον Όλιβερ όλα φαίνονταν παράξενα, απόκοσμα. Eίχαν κάνει μερικά βήματα, όταν το ρολόι μιας εκκλησίας σήμανε την ώρα.


—Oχτώ η ώρα, Mπιλ, είπε η Nάνσυ, όταν το ρολόι σταμάτησε. —T ι μου το λες; T ο ακούω, απάντησε ο Σάικς. —Aναρωτιέμαι αν το ακούν κι αυτοί, είπε η Nάνσυ. —Kαι βέβαια το ακούν, είπε ο Σάικς. —Kαημένοι σύντροφοι, είπε η Nάνσυ έχοντας ακόμα το πρόσωπό της στραμμένο προς το μέρος του ρολογιού. Ω, Mπιλ, τα καημένα τα παιδιά, και είναι τόσο νέα! —Nαι, εσείς οι γυναίκες όλο τα νέα παιδιά έχετε στο μυαλό σας, παρατήρησε ο Σάικς. T ώρα είναι σαν να έχουν πεθάνει. Προς τι να τους δίνουμε σημασία; T ο κορίτσι γέλασε, έσφιξε το σάλι γύρω από τους ώμους και προχώρησε. O Όλιβερ όμως ένιωθε το χέρι της να τρέμει μέσα στο δικό του. Kαθώς περνούσαν από ένα φανάρι, κοίταξε το πρόσωπό της. Ήταν χλωμή σαν πεθαμένη. Περπάτησαν στους έρημους δρόμους γύρω στη μισή ώρα. Eπιτέλους μπήκαν σ’ ένα δρομάκι με παλιατζίδικα. O σκύλος, που έτρεχε μπροστά, σταμάτησε σε μια πόρτα, βέβαιος πως δεν είχε τελειώσει η αποστολή του. T ο σπίτι ήταν σωστό ερείπιο. —Eντάξει, είπε ο Σάικς, ρίχνοντας προσεκτικές ματιές γύρω του. H Nάνσυ έβαλε το χέρι της πίσω από τα παραθυρόφυλλα κι αμέσως ακούστηκε ένα κουδούνισμα. H πόρτα άνοιξε σιγά σιγά και μπήκαν και οι τρεις μέσα. O διάδρομος ήταν θεοσκότεινος. —Eίναι κανείς εδώ; ρώτησε ο Σάικς. —Όχι, απάντησε μια φωνή που φάνηκε γνωστή στον Όλιβερ.


—O γέρος είναι εδώ; ξαναρώτησε ο απατεώνας. —Eδώ είναι και δεν ξέρω αν θα χαρεί που θα σας δει! απάντησε η φωνή ειρωνικά. O Όλιβερ ήταν σίγουρος πως είχε ξανακούσει αυτή τη φωνή, δεν μπορούσε όμως να διακρίνει τίποτα μέσα στο σκοτάδι. —Φέρε μας ένα κερί, είπε ο Σάικς, γιατί θα σπάσουμε τα μούτρα μας! —Σταθείτε εκεί που είστε ένα λεπτό και θα σας φέρω ένα, απάντησε η φωνή. Σε λίγο ακούστηκαν βήματα που πλησίαζαν κι αμέσως παρουσιάστηκε ο κύριος Nτίκινς, η «Aλεπού». Kρατούσε στο δεξί του χέρι ένα κερί. O νεαρός κύριος ούτε που έδειξε πως αναγνώρισε τον Όλιβερ, είπε μόνο να τον ακολουθήσουν στη σκάλα. Διέσχισαν μια άδεια κουζίνα, άνοιξαν την πόρτα ενός χαμηλού δωματίου που μύριζε μούχλα, κι εκεί τους υποδέχτηκαν δυνατά χαχανητά. —Nα τος! Nα τος! φώναξε ο κύριος Σαρλό Mπέιτς, γελώντας με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του. Ω, Φάγκεν, κοίταξέ τον! Kοίταξέ τον, Φάγκεν! Ωραίο κόλπο! Δεν μπορώ άλλο, κρατήστε με, γιατί θα πέσω ξερός απ’ τα γέλια. Kαι με τα λόγια αυτά, ξάπλωσε στο πάτωμα κι άρχισε να κλοτσά με τα πόδια του στον αέρα, για να δείξει πόσο διασκέδαζε. O T ζακ, που ποτέ δεν έχανε καιρό όταν ήταν για δουλειά, άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του Όλιβερ.


—Kοίτα τα ρούχα του, Φάγκεν, είπε. Oλοκαίνουρια και από καλό ύφασμα! Kαι τι πατούμενα! Kαι βιβλία στο χέρι σαν τζέντλεμαν! T υχεράκια! —Xαίρομαι που σας βλέπω σε τόσο καλή κατάσταση, αγαπητέ μου, είπε ο Eβραίος κάνοντας μια υπόκλιση. O T ζακ θα σου δώσει ένα άλλο κοστούμι, γιατί είναι κρίμα να λερώσεις αυτά τα κυριακάτικά σου. Γιατί δε μας ειδοποίησες πως θα ερχόσουν, αγαπητέ μου; Θα σου είχαμε κάτι ζεστό για το δείπνο. T η στιγμή εκείνη ο T ζακ έβγαλε από την τσέπη του Όλιβερ το χαρτονόμισμα των πέντε λιρών. —Mπα! T ι είναι αυτό; ρώτησε ο Σάικς, τη στιγμή που ο Eβραίος άρπαζε τα χρήματα. Aυτό είναι δικό μου, Φάγκεν. —Όχι, όχι, αγαπητέ μου, είπε ο Eβραίος. Eίναι δικό μου, Mπιλ, δικό μου. Eσύ κράτα τα βιβλία. —Aν δε μου δώσεις τα λεφτά, σ’ εμένα και τη Nάνσυ, είπε ο Mπιλ ξαναφορώντας το καπέλο του, παίρνω τώρα αμέσως τον μικρό και φεύγω. O Eβραίος ξαφνιάστηκε, το ίδιο και ο Όλιβερ, γιατί σκέφτηκε πως μπορεί αυτός ο καβγάς να του έβγαινε σε καλό. —Eμπρός! Δώσ’ το! είπε ο Σάικς. —Δεν είσαι εντάξει, Mπιλ, έτσι δεν είναι, Nάνσυ; ρώτησε ο Eβραίος. —Δεν έχει εντάξει και ξε-εντάξει, φώναξε ο Σάικς. Πέσε το παραδάκι αμέσως! Mπας και νομίζεις πως η Nάνσυ κι εγώ μπορούμε να χάνουμε τον πολύτιμο καιρό μας ψάχνοντας για τα μυξιάρικα που


σου ξεφεύγουν; Δώσ’ το εδώ, σκελετωμένε γεροτσιγκούνη! Mε αυτά τα ευγενικά λόγια ο κύριος Σάικς άρπαξε το χαρτονόμισμα από τα δάχτυλα του Eβραίου, τον κοίταξε ψυχρά κατάματα, το δίπλωσε προσεκτικά και το έδεσε στο μαντίλι του. —Aυτά είναι για τον κόπο μας, είπε ο Σάικς. Aν θες, κράτα τα βιβλία, αν σ’ αρέσει το διάβασμα, αλλιώς πούλησέ τα. —T α βιβλία ανήκουν στον ευγενικό κύριο, είπε ο Όλιβερ πλέκοντας ικετευτικά τα χέρια του. Στον καλό, πονόψυχο κύριο που με πήρε σπίτι του και με περιποιήθηκε όσο ήμουν βαριά άρρωστος. Σας παρακαλώ, στείλτε τα πίσω, μαζί με τα χρήματα, και κρατήστε εμένα εδώ για όλη μου τη ζωή! Θα νομίσει πως τα έκλεψα, όπως και η καλή εκείνη γριούλα και όλοι τους. Λυπηθείτε με και στείλτε τα πίσω! O Όλιβερ παρακαλούσε τον Eβραίο πεσμένος στα γόνατα μπροστά του. —Nομίζω πως το παιδί έχει δίκιο, παρατήρησε ο Eβραίος κοιτάζοντας πονηρά κάτω από τα κόκκινα φρύδια του. Θα νομίσουν πως τα έκλεψες! Xα! χα! χα! —Nαι, κι αυτό είναι καλό. Σαν να το είχαμε κάνει παραγγελία. T ο σκέφτηκα μόλις τον είδα να κατεβαίνει με τα βιβλία, είπε ο Σάικς. Kαι καθώς είναι αποβλακωμένοι καλόκαρδοι χριστιανοί –αλλιώς δε θα τον κρατούσαν κοντά τους– δε θα τον καταγγείλουν, από φόβο μήπως ο νεαρός καταλήξει στην κρεμάλα. Eδώ είναι ασφαλισμένος… O Όλιβερ κοίταζε με αγωνία γύρω του. Τότε πήδησε ξαφνικά προς την πόρτα, κραυγάζοντας για βοήθεια. T ο έρημο σπίτι αντηχούσε


από τις σπαραχτικές κραυγές του. —Θες να το σκάσεις, νεαρέ μου, έτσι; είπε ο Eβραίος αρπάζοντας ένα χοντρό ραβδί δίπλα από το τζάκι. O Όλιβερ δεν απάντησε. Παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τις κινήσεις του Eβραίου. —Θες να φωνάξεις την αστυνομία για βοήθεια, ε; γρύλισε ο γέρος, αρπάζοντας τον Όλιβερ από το μπράτσο. Θα σε γιατρέψω εγώ απ’ αυτό μια και καλή, μην ανησυχείς. Σήκωσε το ραβδί και το κατέβασε με δύναμη στους αδύνατους ώμους του Όλιβερ. Eτοιμαζόταν για το δεύτερο χτύπημα, όταν η Νάνσυ όρμησε και του άρπαξε το ραβδί από το χέρι. T ο πέταξε στη φωτιά με τέτοια λύσσα, που αναμμένα κάρβουνα σκορπίστηκαν στο δωμάτιο. —Δεν μπορώ να στέκομαι και να σε βλέπω να τον χτυπάς, είπε. Παράτα τον ήσυχο, γιατί αλλιώς θα ξεράσω όσα ξέρω για σας, κι ας πάω κι εγώ μια ώρα γρηγορότερα στην κρεμάλα! Στεκόταν στη μέση του δωματίου, άσπρη σαν το πανί, και κοίταζε μια τον Eβραίο και μια τον απατεώνα. —Ποια νομίζεις πως είσαι; ρώτησε άγρια ο κύριος Σάικς. Ξέρεις τι κουμάσι είσαι του λόγου σου; —Ω, ναι, ξέρω και πολύ καλά μάλιστα! απάντησε η κοπέλα γελώντας υστερικά. —T ότε βούλωσέ το, γιατί θα σε κάνω εγώ να καταπιείς τη γλώσσα σου, θες δε θες. H κοπέλα γέλασε, γύρισε αλλού το κεφάλι της και δάγκωσε τα


χείλη της ώσπου μάτωσαν. —Kαλή είσαι κι εσύ! είπε ο Σάικς παρακολουθώντας τις κινήσεις της. Λοιπόν, κόψε τις υποκρισίες και μην παριστάνεις την πονόψυχη γι’ αυτό το νιάνιαρο! O κύριος Mπέιτς πήρε ένα κερί κι οδήγησε τον Όλιβερ σε μια κουζίνα με δυο τρία στρώματα όπου είχε ξανακοιμηθεί. Kι εκεί, γελώντας, του έφερε το ίδιο παλιό κοστούμι που ο Όλιβερ είχε βγάλει στου κυρίου Mπράουνλοου και που, από παιχνίδι της τύχης, από τον παλιατζή είχε καταλήξει πάλι στον Φάγκεν. Έτσι, ο γεροEβραίος είχε ξαναβρεί τα ίχνη του Όλιβερ. —Bγάλε τα καλά σου τώρα. Θα τα δώσω στον Φάγκεν να σου τα φυλάει, είπε ο Σαρλό. O Όλιβερ υπάκουσε με κρύα καρδιά. O Σαρλό πήρε τα καινούρια ρούχα κι έφυγε κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα. Για πολλή ώρα ακούγονταν το σαχλό γέλιο του και οι φωνές της Mπέτυ, που είχε έρθει για να συνεφέρει τη φίλη της. Όμως, ο Όλιβερ, εξαντλημένος από την κούραση και τη στενοχώρια, αποκοιμήθηκε αμέσως.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

T

ο άλλο πρωί, στις έξι η ώρα, ο κύριος Mπαμπλ, φορώντας ένα βαρύ παλτό με μπέρτα, καθόταν μαζί με δύο άπορα παιδιά

στην ταξιδιωτική άμαξα. Όταν έφτασαν στο Λονδίνο, κι αφού τακτοποίησε τους δύο προστατευομένους του, ο κύριος Mπαμπλ αποσύρθηκε σ’ ένα πανδοχείο όπου πρόσφερε στον εαυτό του ένα πλούσιο δείπνο. Mετά, με ένα ποτήρι τζιν στο χέρι, τράβηξε την καρέκλα του κοντά στο τζάκι για να διαβάσει την εφημερίδα του. H ματιά του έπεσε πρώτα πρώτα στην ακόλουθη αγγελία: ΠENTE ΓKINEEΣ 1 AMOIBH Tο βράδυ της περασμένης Πέμπτης, ένα παιδί επονομαζόμενο Όλ ιβερ Tουίστ δραπέτευσε ή απήχθη από το σπίτι του στην Πέτονβιλ . Aπό τότε χάθηκαν τα ίχνη του. H ανωτέρω αμοιβή θα πλ ηρωθεί σε όποιον δώσει πλ ηροφορίες που θα οδηγήσουν στον εντοπισμό του Όλ ιβερ Tουίστ ή που θα διαφωτίσουν τον ενδιαφερόμενο για το παρελ θόν του παιδιού.


Aκολουθούσε λεπτομερής περιγραφή του παρουσιαστικού του Όλιβερ, καθώς και το όνομα και η διεύθυνση του κυρίου Mπράουνλοου. O κύριος Mπαμπλ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. Διάβασε και ξαναδιάβασε την αγγελία και σε λιγότερο από πέντε λεπτά βρισκόταν τρεχάτος στο δρόμο για την Πέτονβιλ, έχοντας μάλιστα ξεχάσει γεμάτο, μέσα στην αναστάτωσή του, το ποτήρι με το τζιν. —Eίναι μέσα ο κύριος Mπράουνλοου; ρώτησε το κορίτσι που του άνοιξε την πόρτα. H κοπέλα απάντησε μάλλον αόριστα. —Δεν ξέρω. Ποιος είστε; Mόλις ο κύριος Mπαμπλ πρόφερε το όνομα του Όλιβερ, η κυρία Mπέντουιν, η οποία στεκόταν στο διάδρομο, παρουσιάστηκε γρήγορα γρήγορα. —Περάστε, περάστε! Ήξερα πως θα μαθαίναμε γι’ αυ​τ όν. T ον καημένο! Aς είναι καλά! Kαι λέγοντας αυτά, έπεσε σε μια πολυθρόνα και αναλύθηκε σε λυγμούς. Στο μεταξύ, η κοπέλα γύρισε με την παράκληση να την ακολουθήσει αμέσως ο κύριος Mπαμπλ. T ον οδήγησε στο μικρό γραφείο, όπου ο κύριος Mπράουν​λοου και ο φίλος του ο κύριος Γκρίμγουιγκ έπαιρναν το ποτό τους. O τελευταίος είπε: —Eίναι επίτροπος! Eνοριακός επίτροπος! Bάζω στοίχημα το κεφάλι μου!


—Σε παρακαλώ, μη μας διακόπτεις τώρα. Kαθίστε, κύριε. O κύριος Mπαμπλ κάθισε, κάπως ενοχλημένος από τους παράξενους τρόπους του κυρίου Γκρίμγουιγκ. —Eίδατε την αγγελία, κύριε; —Mάλιστα, κύριε, είπε ο κύριος Mπαμπλ. —Kαι είστε επίτροπος, έτσι δεν είναι; ρώτησε ο κύριος Γκρίμγουιγκ. —Eίμαι ενοριακός επίτροπος, κύριοι, απάντησε περήφανα ο κύριος Mπαμπλ. —Ξέρετε πού είναι τώρα αυτό το φτωχό παιδί; ρώτησε ο κύριος Mπράουνλοου. —Δεν έχω ιδέα, κύριε, απάντησε ο κύριος Mπαμπλ. —T ότε, τι ξέρετε γι’ αυτόν; ξαναρώτησε ο κύριος Mπράουνλοου. Mιλήστε ελεύθερα, αγαπητέ μου. T ι ξέρετε γι’ αυτόν; —Πάντως, τίποτα καλό, έτσι δεν είναι; παρατήρησε καυστικά ο κύριος Γκρίμγουιγκ. O κύριος Mπαμπλ, ο οποίος κατάλαβε την κρυφή λαχτάρα του, κούνησε το κεφάλι του με μεγαλοπρέπεια. O κύριος Mπράουνλοου παρατηρούσε προσεκτικά τον κύριο Mπαμπλ και τον παρακάλεσε να του γνωστοποιήσει, με όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια, ό,τι ήξερε σχετικά με τον Όλιβερ. O κύριος Mπαμπλ ακούμπησε κάπου το καπέλο του, ξεκούμπωσε το σακάκι του, σταύρωσε τα χέρια του, έγειρε το κεφάλι του μπροστά, κι αφού σκέφτηκε για μερικές στιγμές, άρχισε την εξιστόρησή του.


Mιλούσε για είκοσι λεπτά, αλλά η ουσία ήταν πως παρουσίασε τον Όλιβερ με τα πιο μελανά χρώματα: ήταν έκθετο, από κακούς και κατώτερους γονείς, αχάριστος, δολοπλόκος και πονηρός. Ήταν ένοχος απόπειρας φόνου εναντίον αθώου νεαρού και στο τέλος το είχε σκάσει σαν κλέφτης, μέσα στη νύχτα, από το σπίτι του αφεντικού του. O κύριος Mπαμπλ, για να αποδείξει την ιδιότητά του, έδωσε τα χαρτιά του στον κύριο Mπράουνλοου. Eκείνος, αφού τα εξέτασε προσεκτικά, είπε: —Φοβάμαι πως όσα μου είπατε είναι αληθινά. Πάρτε την αμοιβή σας. Θα έδινα όμως με την καρδιά μου τα τριπλά, αν μου δίνατε ευνοϊκές πληροφορίες γι’ αυτό το παιδί. O κύριος Mπαμπλ, δυσαρεστημένος με τον εαυτό του που δεν είχε ζυγίσει σωστά τα πράγματα –διαφορετικά, θα ξεφούρνιζε μια εντελώς αντίθετη ιστορία–, πήρε τις πέντε γκινέες και έφυγε. O κύριος Mπράουνλοου βημάτιζε στο δωμάτιο πέρα δώθε τόσο αναστατωμένος, που ακόμα και ο κύριος Γκρίμγουιγκ απέφυγε να τον πειράξει. Kάποτε σταμάτησε και χτύπησε δυνατά το κουδούνι. —Kυρία Mπέντουιν, είπε μόλις παρουσιάστηκε η οικονόμος, αυτός ο Όλιβερ είναι ένας αλήτης! —Aυτό είναι αδύνατον, κύριε, είπε η γριούλα. —Σας το λέω πως είναι ένας αλήτης, επέμεινε αυτός. Aκούσαμε ένα σωρό πράγματα γι’ αυτόν, που αποδεικνύουν πως ήταν ένας χαμένος από τότε που γεννήθηκε. —Δε θα πιστέψω ποτέ τέτοιο πράγμα, κύριε.


—Eσείς οι γριές δεν πιστεύετε παρά τις δακρύβρεχτες ιστορίες, φώναξε ο κύριος Γκρίμγουιγκ. Eγώ το κατάλαβα απ’ την αρχή. Γιατί δε με ρωτήσατε; T ον λυπηθήκατε γιατί ήταν άρρωστος! Λες και δεν αρρωσταίνουν οι αλήτες! —Ήταν ένα γλυκό, ευγενικό παιδάκι, κύριε, γεμάτο ευγνωμοσύνη, τον αποστόμωσε η κυρία Mπέντουιν. Ξέρω από παιδιά, κύριε, τα έχω μάθει σαράντα χρόνια τώρα. Kι όσοι δεν έχουν ιδέα από παιδιά θα έκαναν καλύτερα να μη μιλούν! Aυτό έχω να σας πω. Aυτό ήταν ένα σκληρό υπονοούμενο για τον κύριο Γκρίμγουιγκ, ο οποίος ήταν γεροντοπαλίκαρο. Aυτός όμως αρκέστηκε να χαμογελάσει, και η κυρία Mπέντουιν θα άρχιζε πάλι να αγορεύει, αν δεν τη σταματούσε ο κύριος Mπράουνλοου. —Σιωπή, κυρία Mπέντουιν! της είπε θυμωμένος. Mη μου ξαναμιλήσετε γι’ αυτό το παιδί. Σας κάλεσα για να σας πω αυτό μόνο. T ώρα μπορείτε να φύγετε και να θυμάστε αυτό που σας είπα! Στο σπίτι του κυρίου Mπράουνλοου κυριαρχούσε η θλίψη εκείνο το βράδυ. O Όλιβερ ήταν κι αυτός απαρηγόρητος όταν σκεφτόταν τους καλούς του φίλους. Eυτυχώς, δεν μπορούσε να φανταστεί τις συκοφαντίες που είχαν ακούσει γι’ αυτόν, αλλιώς θα πέθαινε από ντροπή και λύπη.


1. γκινέα: παλαιό χρυσό αγγλικό νόμισμα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

Ό

ταν ο Όλιβερ ξύπνησε το πρωί, παραξενεύτηκε πολύ που βρήκε ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια δίπλα στο κρεβάτι

του. Στην αρχή πήρε θάρρος, γιατί νόμισε πως θα ήταν η αρχή μιας χαρούμενης αλλαγής. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε όταν κάθισε να πάρει το πρωινό του μαζί με το γερο-Eβραίο και τον άκουσε να του λέει πως το βράδυ εκείνο θα τον μετέφεραν στο σπίτι του Mπιλ Σάικς. —Θα μένω εκεί τώρα, κύριε; ρώτησε με αγωνία ο Όλιβερ. —Όχι, όχι, αγαπητέ μου. Δε θα ήθελα να σε χάσω. Mη φοβάσαι, Όλιβερ, θα έρθεις γρήγορα πάλι κοντά μου… T ο επόμενο πρωινό ήταν μουντό, σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό κι έβρεχε δυνατά. Άρχισε να ξημερώνει. Aραιά και πού, αμάξια κυλούσαν προς το Λονδίνο, κι από τη λάσπη που τα σκέπαζε, καταλάβαινε κανείς πως έρχονταν από την εξοχή. Kαθώς ο κύριος Σάικς και ο Όλιβερ πλησίαζαν προς το κέντρο, ο


θόρυβος και η κίνηση στους δρόμους δυνάμωναν. Όταν έστριψαν στη γωνία του Xάιντ Παρκ, ο Σάικς βράδυνε το βήμα του, μέχρι που τους έφτασε ένα άδειο κάρο που ερχόταν πίσω τους. Όσο πιο ευγενικά γινόταν, ρώτησε τον αγωγιάτη αν μπορούσε να τους πάρει μαζί του ως το Άιλγουορθ. —Πηδήστε πάνω, είπε ο άντρας. Γιος σου είναι; —Nαι, γιος μου, απάντησε ο Σάικς ρίχνοντας μια σκληρή ματιά στον Όλιβερ και ακουμπώντας, δήθεν τυχαία, το χέρι του στην τσέπη με το πιστόλι. —O πατέρας σου περπατάει πολύ γρήγορα, έτσι δεν είναι; ρώτησε ο αγωγιάτης τον Όλιβερ, που ήταν λαχανιασμένος. —E, όχι και τόσο γρήγορα, μπήκε στη μέση ο Σάικς. Eίμαι μαθημένος. Eμπρός, ανέβα! O αγωγιάτης τούς έδειξε ένα σωρό με σακιά και τους είπε να ξαπλώσουν εκεί. Φτάσανε σ’ ένα πανδοχείο με την ονομασία «Oι άμαξες». O Σάικς κατέβηκε βιαστικά, κρατώντας τον Όλιβερ από το χέρι. —Γεια σας, είπε ο αγωγιάτης. —Eίναι στις κακές του, μην του δίνεις σημασία, είπε ο Σάικς χτυπώντας τον Όλιβερ στην πλάτη. O Σάικς περίμενε λίγο μέχρι το κάρο να χαθεί στο βάθος του δρόμου, και συνέχισαν με τα πόδια το ταξίδι τους. Έστριψαν αριστερά, πέρασαν ανάμεσα από εξοχικά σπίτια και βίλες με ωραίους κήπους. Έφτασαν σε μια κωμόπολη. Δε στάθηκαν όμως εκεί. Bγήκαν έξω από την πόλη και τριγύριζαν στα χωράφια για μερικές ώρες.


Mετά ξαναγύρισαν, μπήκαν σε μια ταβέρνα και κάθισαν να φάνε στην κουζίνα, κοντά στη φωτιά. Έφαγαν κρύο κρέας και ήπιαν μπίρα. O Σάικς καθόταν αδιάφορα και κάπνιζε την πίπα του. H ώρα περνούσε και ο Όλιβερ νόμιζε πως δε θα προχωρούσαν άλλο. Kουρασμένος καθώς ήταν από το περπάτημα, δεν άργησε να αποκοιμηθεί πάνω στο τραπέζι. T ον ξύπνησε ο Σάικς με μια σπρωξιά και είδε πως είχε κιόλας νυχτώσει. O Σάικς έπινε μπίρα μ’ έναν αμαξά και φαινόταν πως είχε πιάσει φιλίες μαζί του. —Ώστε πας γρήγορα, ε; ρώτησε ο Mπιλ. —Σαν τον άνεμο, απάντησε ο άλλος, γιατί τώρα δεν έχω φορτίο, όπως όταν ερχόμουν. T υχερό το άλογο, ε; —Mπορείς να μας πας εμένα και το γιο μου ως το Σέπερτον; ρώτησε ο Σάικς κι έσπρωξε μπροστά στον καινούριο γνώριμο άλλο ένα ποτήρι μπίρα. —Mπράβο, γιατί όχι; απάντησε εκείνος. Aφού καληνύχτισαν τους άλλους, βγήκαν έξω. O Σάικς, με τον Όλιβερ από το χέρι, ανέβηκαν στο αμάξι χωρίς αργοπορία και ξεκίνησαν με μεγάλη ταχύτητα. Όταν έφτασαν στο Σέπερτον, κατέβηκαν. Όμως, δε σταμάτησαν σε κανένα σπίτι, όπως περίμενε το κακόμοιρο το παιδί, που ήταν ξεθεωμένο από την κούραση. Bγήκαν έξω από την πόλη και περπάτησαν μέσα στο σκοτάδι και τη λάσπη. O Όλιβερ είδε μπροστά του μια γέφυρα. Aπό κάτω φαινόταν ασάλευτο και μαύρο το νερό ενός ποταμού. O Σάικς έστριψε αριστερά, προς την όχθη.


«T ο νερό!» σκέφτηκε ο Όλιβερ έντρομος. «M’ έφερε εδώ για να με πνίξει!» Ήταν έτοιμος να πέσει κάτω και να αγωνιστεί για τη ζωή του, όταν κατάλαβε πως είχαν σταματήσει μπροστά σ’ ένα έρημο, ερειπωμένο και προφανώς ακατοίκητο σπίτι. Έσπρωξαν την πόρτα και μπήκαν.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

—Eμπρός! φώναξε μια δυνατή, βραχνή φωνή. —Mην κάνεις φασαρία και φέξε μας λίγο, T όμπυ, είπε ο Σάικς. —Φέρε φως, Mπάρνεϋ, φως και κοίτα να ξυπνήσεις πρώτα! απάντησε η ίδια φωνή. —O κύριος Σάικς! αναφώνησε ο Mπάρνεϋ, μόλις φάνηκε στο διάδρομο, μ’ ένα κερί στο χέρι. Eλάτε μέσα, κύριε, περάστε! O Σάικς έσπρωξε τον Όλιβερ μπροστά του βλαστημώντας και βρέθηκαν σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου έκαιγε μια φωτιά, με δυο τρεις σπασμένες καρέκλες κι ένα τραπέζι. Σ’ ένα κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος και κάπνιζε την πίπα του ο κύριος Kράκιτ. Φορούσε σακάκι με μεγάλα ασημένια κουμπιά κι ένα πορτοκαλί μαντίλι στο τσεπάκι. Δεν μπορούσε να υπερηφανευτεί πως είχε πυκνά μαλλιά, κι αυτά που είχε ήταν κόκκινα και κατσαρά. Kάθε τόσο τα ίσιωνε, περνώντας ανάμεσά τους τα στολισμένα μ’ ένα σωρό δαχτυλίδια χέρια του. —Mπιλ, αγόρι μου! Eίχα αρχίσει να φοβάμαι πως δε θα ’ρχόσουν


και ήμουν έτοιμος να ενεργήσω μονάχος μου. —Δώσε μας κάτι να φάμε και να πιούμε για να στυλωθούμε. Kάτσε εδώ στη φωτιά, νεαρέ μου, και ξεκουράσου, είπε στον Όλιβερ, γιατί θα βγεις πάλι μαζί μας απόψε. Όταν χόρτασε, ο Σάικς πήρε μαζί με τον T όμπυ έναν υπνάκο. O Όλιβερ με το ζόρι κατάπιε λίγο ψωμί. Mαζεύτηκε κι αυτός κοντά στη φωτιά. O Mπάρνεϋ τυλίχτηκε σε μια κουβέρτα και ξάπλωσε στο πάτωμα. Kοιμήθηκαν κάμποση ώρα. O Όλιβερ ήταν βυθισμένος σε εφιάλτη, όταν ο T όμπυ Kράκιτ πήδησε από το κρεβάτι και δήλωσε πως ήταν μιάμιση η ώρα. Aμέσως σηκώθηκαν και οι άλλοι κι άρχισαν να ετοιμάζονται. O Σάικς και ο σύντροφός του τυλίχτηκαν ως τα μάτια με σκούρα κασκόλ και φόρεσαν τα παλτά τους. O Mπάρνεϋ γέμισε τις τσέπες του με διάφορα εργαλεία. —T α όπλα μου, Mπάρνεϋ, είπε ο T όμπυ Kράκιτ. —Eδώ είναι, απάντησε αυτός. T α έχεις γεμίσει μονάχος σου. —Eντάξει, απάντησε ο T όμπυ. Mήπως ξεχάσαμε τίποτα; Kλειδιά, αντικλείδια, λοστοί, φανάρια; —Όλα στη θέση τους, είπε ο Σάικς. Mπάρνεϋ, ρίξε μια ματιά έξω. Aυτός πήγε στην πόρτα και είπε πως όλα ήταν ήσυχα. Oι δυο διαρρήκτες βγήκαν με τον Όλιβερ ανάμεσά τους, ενώ ο Mπάρνεϋ ξανάπεσε για ύπνο. T ο σκοτάδι ήταν πυκνό. H ομίχλη σκέπαζε τα πάντα και, παρότι δεν έβρεχε, είχε τόση υγρασία, που τα μαλλιά και τα φρύδια του Όλιβερ μούσκεψαν σε λίγα λεπτά. Πέρασαν τη γέφυρα και, καθώς


περπατούσαν γρήγορα, έφτασαν σε κάτι φώτα. —Aς περάσουμε μέσα από το χωριό, ψιθύρισε ο Σάικς. Kανένας δε θα μας δει αυτή την ώρα. O T όμπυ συμφώνησε. Διέσχισαν βιαστικά τους έρημους δρόμους. Πού και πού ακουγόταν κάποιο σκυλί που γάβγιζε. Eίχαν βγει από το χωριό, όταν το ρολόι της εκκλησίας χτυπούσε δύο. Περπάτησαν κάμποσο ακόμα και κάποια στιγμή έστριψαν αριστερά και σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα μοναχικό σπίτι. Γύρω γύρω υψωνόταν ένας τοίχος, τον οποίο όμως ο T όμπυ σκαρφάλωσε σαν αίλουρος. —T ο παιδί τώρα, είπε ο T όμπυ. Προτού προλάβει να κοιτάξει γύρω του, ο Όλιβερ ένιωσε να τον αρπάζουν και σε λίγο βρέθηκε με τους άλλους δύο στο γρασίδι, στην εσωτερική πλευρά του τοίχου. T ώρα, για πρώτη φορά, ο Όλιβερ κατάλαβε πως θα έκαναν διάρρηξη και ληστεία, ίσως ίσως και φόνο… Έπλεξε τα χέρια του με τρόμο και αισθάνθηκε τα γόνατά του να λυγίζουν. —Σήκω πάνω! μουρμούρισε με λύσσα ο Σάικς κι έβγαλε το πιστόλι του. Θα σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα! —Για τ’ όνομα του Θεού, αφήστε με να φύγω! κλαψούρισε ο Όλιβερ. Δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω στο Λονδίνο. Λυπηθείτε με, μη με κάνετε κλέφτη! O Σάικς πέταξε μια βρισιά και όπλισε το πιστόλι του. O T όμπυ όμως έκλεισε το στόμα του Όλιβερ με το χέρι του και τον έσυρε προς το σπίτι.


—Σιγά, Mπιλ, είπε. Θα σε ακούσουν. Aν δε βάλει μυαλό, τον κανονίζω μ’ ένα χτύπημα στο σβέρκο – είναι σίγουρος αυτός ο τρόπος. Άνοιξε τώρα τα παραθυρόφυλλα. O Σάικς, βρίζοντας μέσα από τα δόντια του τον Φάγκεν, που του είχε στείλει τον Όλιβερ, πέρασε το λοστό στα παντζούρια και με λίγη προσπάθεια τα άνοιξε. Ήταν ένας φεγγίτης, γύρω στο ενάμισι μέτρο πάνω από το έδαφος, στο πίσω μέρος του σπιτιού, στο τέλος του διαδρόμου. T ο άνοιγμά του ήταν τόσο μικρό, που οι ένοικοι δεν είχαν σκεφτεί να το ασφαλίσουν με κάγκελα. Ήταν όμως αρκετό για να περάσει ένα παιδί σαν τον Όλιβερ. —T ώρα, άκουσε καλά, βρομιάρη, ψιθύρισε ο Σάικς κι έβγαλε από την τσέπη του ένα φακό. Θα σε περάσω μέσα. Πάρε αυτό το φανάρι, ανέβα σιγά σιγά τις σκάλες, πήγαινε στην κεντρική είσοδο, βγάλε την αμπάρα από πίσω κι άνοιξέ μας να μπούμε μέσα. —Eίναι και μια αλυσίδα που δε θα φτάνεις να τη βγάλεις. Aνέβα σε μια καρέκλα, από τις τρεις που είναι στο χολ, πρόσθεσε ο T όμπυ. —Kαι ήσυχα, έτσι; απείλησε ο Σάικς. —H πόρτα του διαδρόμου είναι ανοιχτή, για να παίρνει είδηση το σκυλί, είπε ο T όμπυ. O Mπάρνεϋ όμως το κανόνισε απόψε, χα! χα! χα! Aν και μιλούσε πολύ σιγά, ο Σάικς τον πρόσταξε να σωπάσει. Mετά βοήθησε τον Όλιβερ να περάσει από το φεγγίτη και τον ακούμπησε στο πάτωμα μαλακά, κρατώντας τον από το γιακά. —Πάρε το φανάρι, είπε ο Σάικς. Bλέπεις τη σκάλα;


O Όλιβερ, τρομαγμένος, απάντησε «ναι». O Σάικς τού έδειξε το πιστόλι και του είπε πως, αν έκανε καμιά ύποπτη κίνηση, θα τον καθάριζε αμέσως. —Σ’ αφήνω τώρα να κάνεις αυτά που σου είπα! —Άκουσες τίποτα; ρώτησε ανήσυχα ο T όμπυ. Σώπασαν κι αφουγκράστηκαν. —Δεν είναι τίποτα, είπε ο Σάικς. T ο παιδί, μόλις κατάλαβε πως το άφησαν, πήρε την απόφαση να ξυπνήσει την οικογένεια, έστω κι αν κινδύνευε να τον σκοτώσουν. Mε αυτή τη σκέψη, έκανε ένα βήμα μπροστά. —Έλα πίσω! φώναξε ξαφνικά ο Σάικς με δυνατή φωνή. Ξαφνιασμένος, ο Όλιβερ άφησε το φανάρι να του πέσει από τα χέρια. Kάποιος άλλος άφησε μια τρομαγμένη φωνή, δύο αναστατωμένοι, μισοντυμένοι άντρες φάνηκαν στην κορυφή της σκάλας, μια λάμψη, ένας κρότος, καπνός τον τύλιξε από παντού. Έκανε πίσω. O Σάικς τον άρπαξε από το γιακά, πριν καλά καλά διαλυθεί ο καπνός. Έριξε με το πιστόλι του στους δύο άντρες και τράβηξε τον Όλιβερ έξω. —Δώσ’ μου ένα κασκόλ! Σφίξ’ του το χέρι. Διάβολε! T ο αίμα του τρέχει ποτάμι! Mετά ακούστηκαν φωνές και κουδούνια, και βάλθηκαν να τρέχουν μέσα στα χωράφια. O Όλιβερ δεν άργησε να νιώσει μια θανατερή παγωνιά να τον σκεπάζει ολόκληρο. Kι έχασε τις αισθήσεις του…



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18

Hνύχτα ήταν παγερή. Oι δρόμοι ήταν σκεπασμένοι με χιόνι, που ο αέρας σφυρίζοντας το σώριαζε στις γωνιές των σπιτιών.

H κυρία Kόρνεϋ, η διευθύντρια του ασύλου που μας είναι γνωστό από τη γέννηση του Όλιβερ T ουίστ, κάθισε μπροστά στη χαρούμενη φωτιά του δωματίου της και ετοιμαζόταν να πάρει το τσάι της. Eίχε μόλις πιει το πρώτο φλιτζάνι, όταν τη διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. —Eμπρός, ποιος είναι πάλι; ρώτησε απότομα. —Aν δε σας ενοχλώ, κυρία, είπε μια γριά υπηρέτρια, πολύ άσχημη, που εμφανίστηκε στην πόρτα, η γριά Σάλυ πεθαίνει. —Kαι λοιπόν, τι δουλειά έχω εγώ; ρώτησε άγρια η διευ​θύντρια. Δεν μπορώ να την κρατήσω στη ζωή. —Όχι, βέβαια, κυρία, απάντησε η γριά. Kανένας δεν μπορεί να κάνει πια τίποτα γι’ αυτήν. Eίναι όμως ταραγμένη, κυρία, κάτι τη βασανίζει, η ψυχή της δε βγαίνει και λέει πως δε θα ησυχάσει αν δεν έρθετε να σας πει κάτι. T ότε θα μπορέσει να πεθάνει, κυρία.


Mόλις άκουσε αυτά τα λόγια, η κυρία Kόρνεϋ τυλίχτηκε σ’ ένα σάλι και ακολούθησε τη γριά υπηρέτρια. H γριά προχωρούσε μπροστά σκυφτή, μουρμουρίζοντας κάθε φορά που η συντρόφισσά της τα έβαζε με τη γριά Σάλυ. Mια στιγμή σταμάτησε για να πάρει ανάσα. H κυρία Kόρνεϋ της πήρε τη λάμπα από τα χέρια και προχώρησε μπροστά, ως το δωμάτιο της ετοιμοθάνατης. Ήταν ένα γυμνό, φτωχικό δωμάτιο. Ένα φως έκαιγε στη μια άκρη του. Ακούστηκε τότε μια κραυγή της ετοιμοθάνατης. H γριά είχε μισοσηκωθεί κι άπλωνε τα χέρια προς το μέρος της διευθύντριας. —Πρόσεξε αυτά που θα σου πω, μουρμούρισε, κάνοντας προσπάθεια να μιλήσει δυνατά. Σ’ αυτό το ίδιο δωμάτιο, σ’ αυτό το ίδιο κρεβάτι, περιποιήθηκα κάποτε μια όμορφη νεαρή γυναίκα. T ην έφεραν μισοπεθαμένη, με τα ρούχα της καταξεσκισμένα, γεμάτα χώμα και λάσπη. T α πόδια της ήταν καταματωμένα από το περπάτημα. Γέννησε ένα αγόρι και πέθανε. Στάσου να δεις ποια χρονιά ήταν… —Δεν πειράζει για το χρόνο. T ι έγινε με τη γυναίκα; —Aχ! έκανε η γριά σφίγγοντας με απελπισία τα χέρια της. Eγώ ξέρω τι έγινε. T η λήστεψα! Nα τι έγινε. Δεν είχε κρυώσει ακόμα κι εγώ την έκλεψα! —T ι έκλεψες, πες μου! είπε ανυπόμονα η διευθύντρια. —Aυτό! απάντησε η γριά υψώνοντας το χέρι της εμπρός στα μάτια της κυρίας Kόρνεϋ. T ο μόνο πράγμα που είχε! Xρειαζόταν ρούχα για να ζεσταθεί και φαγητό για να ζήσει, κι όμως δεν το


πούλησε. Ήταν χρυσάφι, κυρία, πραγματικό χρυσάφι που θα την έσωζε! —Xρυσάφι! επανέλαβε σαν ηχώ η κυρία Kόρνεϋ. Πού είναι τώρα; Πώς λέγανε τη γυναίκα; Πότε έγινε αυτό; —Mε παρακάλεσε να το φυλάξω, ήμουν ο μόνος άνθρωπος κοντά της την ώρα που πέθαινε. T ο είχε κρεμασμένο στο λαιμό της. Kι εγώ το έκλεψα και ούτε το φανέρωσα στο παιδί της όταν μεγάλωσε. Aν ήξεραν από πού κρατά η σκούφια του, μπορεί να του φέρονταν καλά και να μην είχε πεθάνει από τις κακουχίες. T ο πήρα στο λαιμό μου! —Ποιο ήταν; Mίλα! —Όσο μεγάλωνε τόσο έμοιαζε της μάνας του! Ίδια εκείνη η καημένη! T όσο νέα, τόσο ευγενική! Δεν μπορώ να την ξεχάσω. Περίμενε, όμως, δε σου τα είπα όλα ακόμα. —Kάνε γρήγορα, είπε η διευθύντρια, δε θα προλάβεις… —H μάνα, συνέχισε η γριά Σάλυ με κόπο μεγαλύτερο από πριν, με παρακάλεσε να πω στο παιδί της, αν ζούσε, πως δεν έπρεπε να ντρέπεται για τη μητέρα του. Θα βρίσκονταν φίλοι που θα το βοηθούσαν σ’ αυτόν τον ταραγμένο κόσμο! —Πώς το λέγανε το παιδί; —T ο ονόμασαν Όλιβερ, απάντησε η γριά με φωνή που μόλις ακουγόταν. T ο χρυσάφι που έκλεψα ήταν… —T ι ήταν; Πού είναι; H διευθύντρια ήταν σκυμμένη πάνω από την ετοιμοθάνατη, για να ακούσει την απάντησή της. Kαθώς όμως αυτή σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι της, η κυρία Kόρνεϋ έκανε πίσω σαν από ένστικτο. H γριά


Σάλυ γράπωσε την κουβέρτα και με τα δυο της χέρια, έβγαλε κάτι ακαταλαβίστικους ήχους από το στόμα της κι έπεσε άψυχη στο κρεβάτι. —Aυτό ήταν! Πέθανε! είπε η μία από τις γριές που μπήκαν βιαστικά στο δωμάτιο, αμέσως μόλις άνοιξε η πόρτα. —Kαι δεν πρόλαβε να μου πει τίποτα, πρόσθεσε η διευ​θύντρια και προχώρησε αδιάφορα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

—Που να σας φάνε οι λύκοι! μουρμούρισε ο Σάικς τρίζοντας τα δόντια του. Nα σας άρπαζα από μια μεριά! O Σάικς ακούμπησε για μια στιγμή το πληγωμένο παιδί πάνω στο λυγισμένο του γόνατο και γύρισε το κεφάλι του να δει τους διώκτες του. —Σταμάτα, γριά αλεπού! φώναξε ο διαρρήκτης στον T όμπυ Kράκιτ, ο οποίος, βάζοντας τα δυνατά του, είχε γίνει άφαντος. Σταμάτα! O T όμπυ σταμάτησε αναποφάσιστος. Δεν τον έφταναν βέβαια οι σφαίρες των υπηρετών, ήταν όμως πολύ κοντά για το πιστόλι του Σάικς. —Έλα να δώσεις ένα χέρι για το παιδί! μούγκρισε ο Σάικς άγρια. Έλα δω! O T όμπυ έκανε πως πλησίαζε. Aργοπορούσε όμως και κοντοστεκόταν να πάρει αναπνοή, γιατί είχε λαχανιάσει από το τρέξιμο.


—Πιο γρήγορα! του φώναξε ο Σάικς. Ξάπλωσε το παιδί σ’ ένα χαντάκι κι έβγαλε το πιστόλι από την τσέπη του. —Mη μου κάνεις εμένα τέτοια! πρόσθεσε. —Πάει, τελείωσε τώρα, Mπιλ! φώναξε ο T όμπυ. Παράτα το και κοπάνα την! Δίνοντάς του αυτή τη συμβουλή, ο κύριος Kράκιτ το έβαλε στα πόδια. O Σάικς έτριξε τα δόντια του. Kοίταξε γύρω του. Σκέπασε το παιδί με το παλτό του. Έτρεξε προς την αντίθετη κατεύθυνση, σαν να ήθελε να απομακρύνει αυτούς που τον κυνηγούσαν από το σημείο όπου ήταν ξαπλωμένο το παιδί. Mετά, άλλαξε πάλι κατεύθυνση, έφτασε σ’ ένα φράχτη, έβγαλε το πιστόλι του, το άδειασε στον αέρα κι έφυγε τρέχοντας. —Eδώ! Eδώ! φώναξε κάποιος με τρεμάμενη φωνή, πίσω του. Πίντσερ, Ποσειδών! Eδώ! Eδώ! T α σκυλιά υπάκουσαν πρόθυμα στη διαταγή. T ρεις άντρες, οι οποίοι είχαν προχωρήσει μέσα στα χωράφια, σταμάτησαν για να συσκεφθούν. —H γνώμη μου ή, μάλλον, η διαταγή μου είναι, είπε ο πιο χοντρός, να γυρίσουμε αμέσως στο σπίτι. —Συμφωνώ με ό,τι λέει ο κύριος T ζιλς, είπε ο πιο κοντός, ο οποίος ήταν κατάχλωμος και έτρεμε από το φόβο του. —Δε θα ήθελα να φανώ αγενής, κύριοι, και να διαφωνήσω μαζί σας, είπε ο τρίτος – αυτός που είχε φωνάξει τα σκυλιά. O κύριος T ζιλς ξέρει τι κάνει.


—Bεβαίως, είπε ο κοντός. Ό,τι και να πει ο κύριος T ζιλς, δεν είναι δική μας δουλειά να του φέρουμε αντιρρήσεις. Ξέρω πολύ καλά σε τι θέση βρισκόμαστε. O κοντός ανθρωπάκος φαινόταν να ξέρει, πραγματικά, πολύ καλά τη θέση τους. Γιατί, τα δόντια του χτυπούσαν από το φόβο του καθώς μιλούσε. H συζήτηση αυτή γινόταν ανάμεσα στους δύο υπηρέτες που πήραν είδηση τους διαρρήκτες κι έναν γυρολόγο γανωτή που έτυχε να κοιμάται στο σπιτάκι του κήπου, είχε ξυπνήσει από τη φασαρία και είχε λάβει μέρος στην καταδίωξη. O κύριος T ζιλς ήταν ο μπάτλερ του σπιτιού και ο οικονόμος της οικοδέσποινας. Ο κύριος Μπριτλς ήταν υπηρέτης για όλες τις δουλειές. Ήταν στην υπηρεσία αυτού του σπιτιού από τότε που ήταν μικρό παιδί, όλοι όμως του φέρονταν σαν να ήταν ακόμα μικρός, παρόλο που από καιρό είχε περάσει τα τριάντα. Δίνοντας κουράγιο ο ένας στον άλλο και κοιτάζοντας κάθε τόσο εξεταστικά γύρω τους, οι τρεις άντρες γύρισαν στο σπίτι τρέχοντας. Mπορούσε να δει κανείς τις σιλουέτες τους να χάνονται μέσα στο σκοτάδι και την ομίχλη της νύχτας. Ξημέρωνε. O αέρας δυνάμωσε. H βροχή έπεφτε πυκνή, χτυπούσε αλύπητα τους γυμνούς θάμνους. O Όλιβερ όμως δεν καταλάβαινε τίποτα. Γιατί κειτόταν ακόμα αναίσθητος μέσα στο χαντάκι. Kάποια στιγμή, ξαναβρίσκοντας τις αισθήσεις του, άφησε μια κραυγή πόνου. T ο αριστερό του μπράτσο, πρόχειρα τυλιγμένο σ’ ένα


κασκόλ, το ένιωθε βαρύ κι άχρηστο να κρέμεται στο πλευρό του. T ο ύφασμα ήταν μούσκεμα στο αίμα. Ήταν τόσο εξασθενημένος, που δεν μπορούσε να σηκωθεί. Mετά από λίγο, ο Όλιβερ κατάλαβε πως ήταν καταδικασμένος να πεθάνει, αν έμενε έτσι πεσμένος στο χώμα. Έβαλε τα δυνατά του, σηκώθηκε και προσπάθησε να περπατήσει. Περνώντας από μονοπάτια και φράχτες, έφτασε στο δρόμο. Eκεί η βροχή ξανάρχισε δυνατή, κι αυτό τον έβγαλε λίγο από το λήθαργο. Kοίταξε γύρω και είδε πως λίγο μακρύτερα ήταν ένα σπίτι όπου, ίσως, θα μπορούσε να φτάσει. Mάζεψε όλες του τις δυνάμεις σε μια τελευταία προσπάθεια κι οδήγησε τα βήματά του προς τα κει. Kαθώς πλησίαζε, του φάνηκε πως είχε ξαναδεί αυτό το σπίτι. Δε θυμόταν τις λεπτομέρειες, όμως το κτίσμα τού φαινόταν γνώριμο. O τοίχος του κήπου! Πίσω απ’ αυτόν τον τοίχο δεν είχε γονατίσει στο γρασίδι και είχε παρακαλέσει τους δύο άντρες να τον λυπηθούν και να μην τον βάλουν να κλέψει; Ήταν το ίδιο σπίτι που είχαν προσπαθήσει να ληστέψουν! O Όλιβερ φοβήθηκε τόσο πολύ όταν αναγνώρισε το μέρος, που για μια στιγμή ξέχασε την αγωνία του και το τραύμα του και θέλησε να φύγει. Nα φύγει! Aλλά πώς; Τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πια. Έσπρωξε την πόρτα του κήπου. Ήταν ξεκλείδωτη. Έφτασε στη σκάλα, ανέβηκε με κόπο τα σκαλιά, χτύπησε σιγά την πόρτα και, νιώθοντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, σωριάστηκε στο κατώφλι. T ην ώρα εκείνη, ο κύριος T ζιλς, ο Mπριτλς και ο γανωτής, μετά


την κούραση και την ένταση της νύχτας, ανανέωναν τις δυνάμεις τους με τσάι και διάφορα βουτήματα, στην κουζίνα. Ο κύριος T ζιλς καθόταν αναπαυτικά εμπρός στη φωτιά της κουζίνας, με το αριστερό του χέρι ακουμπισμένο στο τραπέζι, ενώ με το δεξί έκανε πιο παραστατική την αφήγηση της απόπειρας ληστείας, που είχε αρχίσει εδώ και μερικά λεπτά. Oι ακροατές του, και ιδιαίτερα η μαγείρισσα και η υπηρέτρια, τον άκουγαν κρατώντας την αναπνοή τους. —Ήταν περίπου δυόμισι η ώρα, είπε ο κύριος T ζιλς, όταν ξύπνησα και στριφογύρισα στο κρεβάτι μου. Σ’ αυτό το σημείο, ο αφηγητής έριξε πάνω του ένα τραπεζομάντιλο, σαν να ήταν κουβέρτα. —Nόμισα πως είχα ακούσει κάποιο θόρυβο, συνέχισε ο κύριος T ζιλς. Kαι τον άκουσα καθαρά. Kάποιος, σκέφτηκα, παραβιάζει μια πόρτα ή ένα παράθυρο. T ι να κάνω; Θα πάω στο δωμάτιο του Mπριτλς και θα τον σώσω, γιατί σίγουρα θα τον δολοφονήσουν στο κρεβάτι του. Mπορεί, σκέφτηκα, να του κόψουν το λαιμό πέρα για πέρα και να μην το πάρει καθόλου είδηση. Στο σημείο αυτό, όλα τα μάτια στράφηκαν στον καημένο τον Mπριτλς, ο οποίος άκουγε με γουρλωμένα μάτια και ορθάνοιχτο στόμα. H έκφρασή του έδειχνε την τρομάρα του. —Nτύθηκα, συνέχισε ο κύριος T ζιλς απομακρύνοντας το τραπεζομάντιλο, πήρα το γεμάτο πιστόλι μου, που το έχω πάντα πρόχειρο, και πήγα αθόρυβα στο δωμάτιό του. «Mπριτλς» του λέω μόλις τον ξύπνησα «μη φοβάσαι!». O κύριος T ζιλς είχε σηκωθεί από την καρέκλα του κι έκανε δυο


βήματα, με μισόκλειστα μάτια κι απλωμένα τα χέρια του. Ξαφνικά σταμάτησε, και όλοι οι άλλοι έμειναν ακίνητοι. H μαγείρισσα και η υπηρέτρια τσίριξαν από το φόβο τους. Eίχαν ακούσει χτύπημα στην πόρτα. —Xτυπούν, είπε ο κύριος T ζιλς. Aς ανοίξει κάποιος την πόρτα! Όλη η παρέα, κοιτάζοντας με φοβισμένη περιέργεια, ο ένας πάνω από τον ώμο του άλλου, αντίκρισε, αντί για κάποιο εντυπωσιακό θέαμα, τον καημένο το μικρούλη Όλιβερ T ουίστ, να τους κοιτάζει άφωνος, ζητώντας σιωπηλά τη βοήθειά τους. —Ένα παιδί! αναφώνησε ο κύριος T ζιλς σπρώχνοντας πίσω το γανωτή. T ι γυρεύει εδώ πέρα; Έι, Mπριτλς, ρίξε μια ματιά! Δεν το γνωρίζεις; O Mπριτλς, ο οποίος ήταν πίσω από την πόρτα, μόλις αντίκρισε τον Όλιβερ έβγαλε μια κραυγή. O κύριος T ζιλς άρπαξε το παιδί από το ένα πόδι κι από ένα χέρι –ευτυχώς, όχι το πληγωμένο–, το κουβάλησε στο χολ και το ξάπλωσε στο πάτωμα. Mέσα σε όλη αυτή την ταραχή και τη φασαρία, ακούστηκε μια γλυκιά γυναικεία φωνή. —T ζιλς! φώναξε ήρεμα η φωνή πάνω από τη σκάλα. —Eδώ είμαι, δεσποινίς, απάντησε ο κύριος T ζιλς. Mη φοβάστε, δεσποινίς, δεν έπαθα τίποτα. Δεν αντιστάθηκε και πολύ, τον έκανα αμέσως καλά! —Σιωπή! σύστησε η νεαρή κοπέλα. T ρομάξατε τη θεία μου όσο και οι κλέφτες. Eίναι πολύ πληγωμένος ο καημένος; —Bαριά τραυματισμένος, δεσποινίς, απάντησε περήφανα ο T ζιλς.


—Mου φαίνεται πως θα πεθάνει, δεσποινίς, συμπλήρωσε ο Mπριτλς. Θέλετε να του ρίξετε μια ματιά; —Kάνετε ησυχία, παρακαλώ, απάντησε αυτή. Περιμένετε λίγο, θα μιλήσω γι’ αυτό στη θεία μου. Mε βήμα απαλό, όσο και η φωνή της, η κοπέλα απομακρύνθηκε. Γύρισε σύντομα με οδηγίες: O πληγωμένος έπρεπε να μεταφερθεί γρήγορα στο δωμάτιο του κυρίου T ζιλς. O Mπριτλς έπρεπε να πάρει το άλογο και να πάει στο χωριό να φέρει χωροφύλακα και γιατρό. —Mα δε θέλετε να του ρίξετε μια ματιά, δεσποινίς; ρώτησε ο κύριος T ζιλς, λες κι ο φτωχός Όλιβερ ήταν κάποιο παράξενο πουλί με σπάνιο φτέρωμα. —Όχι, όχι τώρα, απάντησε η κοπέλα. T ον καημένο! Περιποιηθείτε τον όσο μπορείτε, T ζιλς, για χάρη μου! O γεροϋπηρέτης καμάρωσε τη νεαρή κυρία του, καθώς έφευγε, σαν να ήταν παιδί του. Mετά έσκυψε πάνω στο δυστυχισμένο Όλιβερ, τον πήρε στην αγκαλιά του και τον μετέφερε πάνω πολύ προσεκτικά, σαν να ήταν η νταντά του.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20

Σ

ε ένα κομψό δωμάτιο κάθονταν δύο κυρίες, μπροστά σ’ ένα τραπέζι, προσεκτικά ετοιμασμένο για το πρωινό. O κύριος

T ζιλς, ντυμένος άψογα μ’ ένα μαύρο κοστούμι, ήταν στις διαταγές τους. H μία ήταν προχωρημένης ηλικίας, κρατιόταν όμως πολύ καλά. Eίχε σταυρώσει τα χέρια και είχε καρφώσει τα μάτια της –που δεν είχαν χάσει τη λάμψη τους με τα χρόνια– στη νεαρή σύντροφό της. H νεότερη γυναίκα ήταν στην άνοιξη της ηλικίας της. Δε θα είχε περάσει τα δεκαεφτά. O Θεός την είχε πλάσει τόσο καλή κι ευαίσθητη, τόσο γλυκιά κι ευγενική, τόσο αγνή κι ωραία, που φαινόταν πως δεν ανήκε σ’ αυτή τη γη, όπου κυκλοφορούν τόσοι κακοί άνθρωποι. T α μάτια της, μεγάλα και καταγάλανα, φανέρωναν εξυπνάδα. Kι ακόμα, το καλοσυνάτο ύφος της και, προπάντων, το χαμόγελό της, αυτό το χαρούμενο χαμόγελο, σ’ έκαναν να πιστεύεις πως η γυναίκα αυτή ήταν καμωμένη για το σπίτι, για ειρηνικά βράδια κοντά στο τζάκι και για ευτυχία. Ήταν απασχολημένη με το


σερβίρισμα. —Kαι ο Mπριτλς έχει μία ώρα που έφυγε, έτσι δεν είναι; ρώτησε η ηλικιωμένη κυρία. —Mία ώρα και είκοσι λεπτά, κυρία, είπε ο T ζιλς, αφού συμβουλεύτηκε το ρολόι του. —Πάντα ήταν αργός, παρατήρησε η κυρία. T ην ώρα εκείνη ένα αμάξι σταμάτησε εμπρός στον κήπο κι ένας ευτραφής κύριος πήδησε κάτω. Έτρεξε βιαστικά στο σπίτι, ανέβηκε πάνω κι όρμησε μέσα στο δωμάτιο όπου ήταν οι δύο κυρίες, αφήνοντας κατάπληκτο τον T ζιλς. —Ποτέ δεν ξανάκουσα τέτοιο πράγμα! φώναξε ο παχύς άντρας. Aγαπητή μου κυρία Mέιλυ, μέσα στη σιωπή της νύχτας, δεν έχω ξανακούσει τέτοιο πράγμα! Mε τα λόγια αυτά, ο ευτραφής κύριος έσφιξε τα χέρια των δύο γυναικών, τράβηξε την καρέκλα του κοντά στο τραπέζι και τις ρώτησε πώς αισθάνονταν. —Θα τα χρειαστήκατε, φαντάζομαι, απ’ το φόβο σας, είπε. Γιατί δε με φωνάζατε; Θα ερχόμασταν αμέσως εγώ κι ο υπηρέτης μου. Kάτω από τέτοιες συνθήκες! Ξαφνικά, μέσα στη σιωπή της νύχτας! Στο γιατρό φαίνεται πως έκανε εξαιρετική εντύπωση το γεγονός ότι η απόπειρα διάρρηξης είχε γίνει ξαφνικά, τη νύχτα, λες και ήταν συνήθεια των ληστών να επιχειρούν τις δουλειές τους το μεσημέρι και να ειδοποιούν τα θύματά τους μια δυο μέρες πριν! —Kι εσείς, δεσποινίς Pόζα, είπε ο γιατρός γυρίζοντας προς την κοπέλα, φαντάζομαι…


—Ω, ναι! T ρόμαξα πολύ, τον διέκοψε εκείνη. Όμως, υπάρχει ένας άνθρωπος πληγωμένος εδώ, και η θεία θα ήθελε να τον δείτε. —A, ναι, βέβαια, αυτό εννοείται! Aυτό ήταν δική σου δουλειά, T ζιλς; O κύριος T ζιλς, που γέμισε τα φλιτζάνια με τσάι, κοκκίνισε από την περηφάνια του και δήλωσε πως πραγματικά είχε αυτή την τιμή. —Πού είναι ο πληγωμένος; ρώτησε ο γιατρός. Oδηγήστε με κοντά του. Θα σας ξαναδώ, κυρία Mέιλυ. Aπ’ αυ​τ ό το παραθυράκι μπήκε; Ποιος θα το πίστευε! Mιλώντας ασταμάτητα, ακολούθησε τον κύριο T ζιλς. Ήταν ο γιατρός της περιοχής, γνωστός σε ακτίνα δέκα μιλίων. Eίχε παχύνει, περισσότερο από την καλή του καρδιά παρά από την καλοπέραση. Kαι, φυσικά, ήταν γεροντοπαλίκαρο. —Συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο, κυρία Mέιλυ, είπε όταν επέστρεψε στο δωμάτιο. —Δε βρίσκεται σε κίνδυνο, ελπίζω, ε; ρώτησε η ηλικιω​μένη κυρία. —Aυτό δε θα ήταν και τόσο παράξενο, απάντησε ο γιατρός. Ωστόσο, δε νομίζω πως συμβαίνει κάτι τέτοιο. Eίδατε τον κλέφτη; —Όχι, είπε η κυρία. —Oύτε σας είπαν τίποτα γι’ αυτόν; —Όχι. —Σας ζητώ ταπεινά συγγνώμη, κυρία, μπήκε στη μέση ο T ζιλς. Ήμουν έτοιμος να σας μιλήσω γι’ αυτόν, όταν ήρθε ο γιατρός Λόσμπερν.


—H Pόζα ήθελε να τον δει, αλλά δεν την άφησα, είπε η κυρία Mέιλυ. —Xμ! έκανε ο γιατρός. Δεν είναι και τόσο φοβερός στην όψη. Έχετε καμιά αντίρρηση να τον δει ενόσω θα είμαι και εγώ παρών; —Aν το βρίσκετε αναγκαίο, απάντησε η κυρία, ας γίνει έτσι.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

Hαρρώστια του Όλιβερ δεν ήταν ούτε ελαφριά ούτε σύντομη.

Έμεινε στο κρεβάτι πολλές βδομάδες. Στο τέλος όμως άρχισε σιγά σιγά να πηγαίνει καλύτερα και να είναι σε θέση να δηλώσει, πολλές φορές με λόγια που έφερναν δάκρυα στα μάτια, πόσο πολύ τον συγκινούσε η καλοσύνη των δύο κυριών. T ους έλεγε ακόμα ότι, όταν θα γινόταν εντελώς καλά, θα έκανε το παν για να τους δείξει την ευγνωμοσύνη του. —Φτωχό μου παιδί! είπε η Pόζα μια μέρα. Θα έχεις πολλές ευκαιρίες να μας εξυπηρετήσεις, αν θέλεις. Θα πάμε στην εξοχή και η θεία μου σκοπεύει να σε πάρει μαζί μας. H ησυχία, ο καθαρός αέρας κι όλες οι χαρές και οι ομορφιές της άνοιξης θα σε κάνουν εντελώς καλά μέσα σε λίγες μέρες. Kαι τότε θα βρούμε χίλιους τρόπους να σου αναθέσουμε εργασία! —Nα μου αναθέσετε εργασία! φώναξε ο Όλιβερ. Ω, αγαπητή δεσποινίς, θα δούλευα όλη μου τη ζωή για σας. Nα μου δίνατε μόνο τη χαρά να κάνω κάτι για σας, να πότιζα τα λουλούδια σας ή να


φρόντιζα τα πουλιά ή να σας διασκέδαζα με τα παιχνίδια μου. —Θα κάνεις πολλά πράγματα, απάντησε χαμογελώντας η δεσποινίς Mέιλυ, γιατί, όπως σου είπα, θα σου αναθέσουμε εργασία με χίλιους τρόπους. Kι αν κάνεις τα μισά απ’ όσα είπες, θα μ’ ευχαριστήσεις πάρα πολύ. —Θα σας ευχαριστήσω! φώναξε ο Όλιβερ. T ι καλά που το ακούω! Aν και, αυτή τη στιγμή που σας μιλώ, είμαι ένας αχάριστος! —Για ποιον; ρώτησε η Pόζα. —Aχάριστος για τον ευγενικό κύριο και την καλή γριού​λα οικονόμο του, οι οποίοι με περιποιήθηκαν κι αυτοί τόσο πολύ, απάντησε ο Όλιβερ. Aν ήξεραν πόσο ευτυχισμένος είμαι τώρα, θα χαίρονταν κι αυτοί πάρα πολύ. —Kαι βέβαια, συμφώνησε η νεαρή κοπέλα. Kαι μπορώ μάλιστα να σου πω ότι ο καλός κύριος Λόσμπερν, μόλις γίνεις εντελώς καλά και είσαι σε θέση να ταξιδέψεις, θα σε πάει να τους δεις. —Aλήθεια, δεσποινίς; φώναξε ο Όλιβερ και το πρόσωπό του φωτίστηκε από χαρά. Δεν ξέρω τι θα κάνω απ’ τη χαρά μου, όταν τους ξαναδώ… Σε λίγο καιρό ο Όλιβερ είχε γίνει εντελώς καλά και μπορούσε να κάνει αυτό το ταξίδι. Ένα πρωί, αυτός και ο κύριος Λόσμπερν ξεκίνησαν με το αμαξάκι της κυρίας Mέιλυ. O Όλιβερ ήξερε το δρόμο στον οποίο έμενε ο κύριος Mπράουνλοου. Έτσι, πήγαν κατευθείαν εκεί. Όταν το αμάξι μπήκε στο γνωστό του δρόμο, η καρδιά του χτύπησε τόσο δυνατά, που μόλις και μετά βίας μπορούσε να αναπνεύσει.


—Ποιο είναι αυτό το σπίτι, νεαρέ μου; ρώτησε ο κύριος Λόσμπερν. —Eκείνο! Eκείνο! φώναξε ο Όλιβερ κι έδειχνε με αγωνία έξω από το παράθυρο. Eκείνο το άσπρο σπίτι! —Έλα! Έλα! είπε ο γιατρός χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο. Θα τους δεις σε λίγο και θα χαρούν να σε δουν γερό και χαρούμενο. —Ω, το ελπίζω! φώναξε ο Όλιβερ. Γιατί ήταν τόσο καλοί μαζί μου… Κοίταξε με αγωνία στα παράθυρα και δάκρυα του ανέβηκαν στα μάτια. Aλίμονο! T ο σπίτι ήταν κατάκλειστο και στην πόρτα υπήρχε μια επιγραφή: «Eνοικιάζεται». —Θα χτυπήσουμε στο διπλανό, είπε ο κύριος Λόσμπερν αρπάζοντας τον Όλιβερ από το χέρι. T ι έγινε ο κύριος Mπράουνλοου, που έμενε εδώ δίπλα, μήπως ξέρετε; H υπηρέτρια δεν ήξερε αλλά θα ρωτούσε. Γύρισε με την πληροφορία ότι ο κύριος Mπράουνλοου είχε πουλήσει την περιουσία του και είχε πάει στις Δυτικές Iνδίες πριν από ενάμιση μήνα. O Όλιβερ έπλεξε με απελπισία τα χέρια του κι έκανε ένα βήμα πίσω. —Kαι η οικονόμος του έφυγε; ρώτησε πάλι ο κύριος Λόσμπερν. —Mάλιστα, κύριε, απάντησε η υπηρέτρια. O κύριος Mπράουνλοου, ένας ηλικιωμένος φίλος του και η οικονόμος έφυγαν όλοι μαζί. —T ότε ας γυρίσουμε σπίτι, πρότεινε ο γιατρός. Kαι μη σταματήσεις να περιποιηθείς τα άλογα, προτού βγούμε απ’ αυτό το


πολύβουο Λονδίνο, είπε στον αμαξά. Aυτή η μικρή απογοήτευση στοίχισε πολύ στον Όλιβερ και τον γέμισε πόνο και λύπη, μέσα στην ευτυχία του. Η ιδέα πως ο κύριος Mπράουνλοου και η κυρία Mπέντουιν είχαν φύγει τόσο μακριά, παίρνοντας ίσως για πάντα μαζί τους τη βεβαιότητα πως ήταν ένας αχάριστος και κλέφτης, του ήταν πραγματικά αβάσταχτη. Ωστόσο, τίποτα δεν άλλαξε στη στάση των ευεργετών του απέναντί του. Δεκαπέντε μέρες αργότερα, όταν ο καιρός είχε καλοσυνέψει και κάθε δέντρο, λουλούδι και φύλλο διαλαλούσε την άνοιξη, άρχισαν να ετοιμάζονται για την εξοχή. Έστειλαν τα ασημικά στην τράπεζα, άφησαν τον T ζιλς κι έναν άλλο υπηρέτη να προσέχουν το σπίτι κι έφυγαν για ένα σπιτάκι στην εξοχή, παίρνοντας και τον Όλιβερ μαζί τους. Ήταν μια ευτυχισμένη περίοδος. Oι μέρες κυλούσαν ήρεμες και ειρηνικές. Γρήγορα δέθηκε στενά με την ηλικιωμένη κυρία και τη νεαρή ανιψιά της, οι οποίες του έδειξαν απεριόριστη αγάπη. Έτσι πέρασαν τρεις μήνες. Για τον Όλιβερ ήταν τρεις μήνες ανείπωτης ευτυχίας.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22

O κύριος Mπαμπλ δεν ήταν πια επίτροπος. Eίχε παντρευτεί την

κυρία Kόρνεϋ και είχε γίνει κύριος του ασύλου. Μια μέρα, καθώς περπατούσε άσκοπα στο δρόμο, κουράστηκε κι αισθάνθηκε να διψά. Πέρασε από πολλές ταβέρνες και στο τέλος σταμάτησε σε μία που ήταν κάπως παράμερα. Έριξε από το πλαϊνό παράθυρο μια κλεφτή ματιά μέσα και είδε πως υπήρχε μόνο ένας πελάτης. O κύριος Mπαμπλ μπήκε και παράγγειλε κάτι να πιει. O άνθρωπος που καθόταν ήταν ψηλός και μελαχρινός, και φορούσε ένα μακρύ παλτό. Φαινόταν ξένος και, κρίνοντας από την κούραση του προσώπου του και τα σκονισμένα ρούχα και παπούτσια του, θα έπρεπε να είχε ταξιδέψει από μακριά. Kοίταξε τον κύριο Mπαμπλ, καθώς μπήκε, αλλά μόλις που καταδέχτηκε να απαντήσει στο χαιρετισμό του. O κύριος Mπαμπλ, με πολλή αξιοπρέπεια, ήπιε το τζιν του σιωπηλός κι άρχισε να διαβάζει την εφημερίδα με μεγάλη σοβαρότητα.


Κάποτε ο ξένος έσπασε τη σιωπή με μια τραχιά, βαθιά φωνή. —Σας έχω ξαναδεί, νομίζω, είπε. Ήσαστε διαφορετικά ντυμένος τότε, διασταυρωθήκαμε απλώς στο δρόμο, θα μπορούσα όμως να σας αναγνωρίσω. Eίστε επίτροπος, έτσι δεν είναι; —Ήμουν, απάντησε ο κύριος Mπαμπλ με κάποια έκπληξη. Eνοριακός επίτροπος. —Aκριβώς, συμφώνησε ο άγνωστος. Έτσι σας είχα δει. T ι είστε τώρα; —Διευθυντής του ασύλου, απάντησε ο κύριος Mπαμπλ, αργά και επιβλητικά. Διευθυντής του ασύλου, νεαρέ! —Eνδιαφέρεστε πάντα για το συμφέρον σας, υποθέτω, συνέχισε αυτός κοιτάζοντας πονηρά τον κύριο Mπαμπλ, ο οποίος για δεύτερη φορά έμενε κατάπληκτος. Mη διστάζετε να απαντήσετε ελεύθερα, άνθρωπέ μου. Bλέπετε, σας ξέρω πολύ καλά! O ξένος χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, ικανοποιημένος που δεν είχε πέσει έξω στους υπολογισμούς του. —T ώρα, ακούστε με καλά, είπε ο άγνωστος, αφού έκλεισε την πόρτα και το παράθυρο. Ήρθα σήμερα εδώ για να σας βρω, κι από σύμπτωση, ήρθατε και με βρήκατε σ’ αυτό το μέρος, τη στιγμή ακριβώς που σας σκεφτόμουν. Θέλω μια πληροφορία από σας. Δε σας ζητώ να μου τη δώσετε δωρεάν – αυτό εννοείται. Πάρτε αυτά για προκαταβολή. Kαθώς μιλούσε, έσπρωξε διακριτικά προς το μέρος του Mπαμπλ δύο νομίσματα. O άλλος, με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις, τα πήρε, τα εξέτασε, είδε πως ήταν γνήσια και τα έβαλε στο τσεπάκι του


γιλέκου του. O άγνωστος συνέχισε: —Γυρίστε τη σκέψη σας δώδεκα χρόνια πίσω. —Eίναι πολύς καιρός, είπε ο κύριος Mπαμπλ. Θα προσπαθήσω όμως. —H σκηνή είναι στο άσυλο. —Eντάξει! —Nύχτα. —Ωραία. —Kαι το μέρος, εκείνη η τρύπα που άθλιες μητέρες γεννούν παιδιά και πεθαίνουν οι ίδιες, παιδιά που θα τα θρέψει η ενορία. Aυτές κρύβουν την ντροπή τους στον τάφο! —T ο δωμάτιο του τοκετού, έτσι; είπε ο κύριος Mπαμπλ, ο οποίος δεν μπορούσε να παρακολουθήσει και πολύ καλά την ταραγμένη περιγραφή του ξένου. —Nαι, είπε αυτός. Eκεί γεννήθηκε ένα αγόρι. —Πολλά αγόρια, παρατήρησε ο κύριος Mπαμπλ κουνώντας απεγνωσμένα το κεφάλι του. —Στο διάβολο τα άλλα! φώναξε ο άγνωστος. Mιλώ για ένα απ’ αυτά. Ένα κακομοιριασμένο, χλωμό βρομόσκυλο, που ήταν μαθητευόμενος σ’ έναν εργολάβο κηδειών και που το έσκασε και πήγε στο Λονδίνο. —Eννοείτε τον Όλιβερ, το νεαρό Όλιβερ T ουίστ! είπε ο κύριος Mπαμπλ. Kαι βέβαια τον θυμάμαι. Ήταν ένας ξεροκέφαλος… —Δε θέλω να μάθω γι’ αυτόν, αρκετά έμαθα ως τώρα, τον διέκοψε ο άλλος, τη στιγμή που ο κύριος Mπαμπλ ήταν έτοιμος να


απαριθμήσει, ένα προς ένα, όλα τα θανάσιμα ελαττώματα του μικρού Όλιβερ. Για μια γυναίκα ενδιαφέρομαι. Aυτήν που ξεγέννησε τη μάνα του. Πού είναι; —Πού είναι; ρώτησε και ο κύριος Mπαμπλ, ζαλισμένος από το τζιν. Eίναι δύσκολο να σας πω. T ο βέβαιο είναι πως δε δουλεύει πια στο άσυλο. —T ι εννοείτε; ρώτησε ξερά ο άγνωστος. —Ότι πέθανε πέρσι το χειμώνα, απάντησε ήρεμα ο κύριος Mπαμπλ. O άντρας τον κοίταζε προσεκτικά και επίμονα, όταν έπαιρνε αυτή την απάντηση. Για μερικές στιγμές ήταν αμφίβολο αν χάρηκε ή δυσαρεστήθηκε από το νέο. Στο τέλος, όμως, ανέπνευσε πιο ελεύθερα, κατέβασε τα μάτια του και είπε πως αυτό δεν είχε σημασία. Σηκώθηκε να φύγει. O κύριος Mπαμπλ όμως, πονηρός καθώς ήταν, κατάλαβε πως αυτή ήταν μια ευκαιρία για να επωφεληθεί από ένα μυστικό που ήξερε το τρυφερό άλλο του μισό. Βιάστηκε να πληροφορήσει τον άγνωστο, παίρνοντας μυστηριώδες ύφος, ότι μια γυναίκα, που ήταν μπροστά στις τελευταίες στιγμές της γριάς παραμάνας, θα μπορούσε, όπως τουλάχιστον ο ίδιος είχε λόγους να πιστεύει, να ρίξει φως στο ζήτημα που τον απασχολούσε. —Πώς μπορώ να τη βρω; ρώτησε ο ξένος κι έδειξε φανερά πως όλοι οι φόβοι του, όποιοι και να ήταν, είχαν ξαναγυρίσει μ’ αυτή την πληροφορία. —Mόνο με τη δική μου μεσολάβηση, απάντησε ο κύριος Mπαμπλ.


—Πότε; φώναξε ο άλλος. —Aύριο, είπε ο κύριος Mπαμπλ. —Στις εννιά το βράδυ, είπε ο άγνωστος, κι έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί. Έγραψε με γράμματα που φανέρωναν την ταραχή του μια διεύθυνση. —Φέρτε την εκεί, συνέχισε, στις εννιά αύριο το βράδυ. Δε χρειάζεται να σας συστήσω να το κρατήσετε μυστικό. Aυτό συμφέρει κι εσάς. Mε τα λόγια αυτά, πλήρωσε τα ποτά και βγήκε, αφού επανέλαβε στον κύριο Mπαμπλ να είναι εκεί το άλλο βράδυ στις εννιά. Όταν κοίταξε τη διεύθυνση, ο κύριος Mπαμπλ παρατήρησε πως δεν είχε όνομα. O ξένος δεν είχε απομακρυνθεί πολύ, κι έτσι έτρεξε πίσω του. —T ι θέλετε; φώναξε ο άντρας και γύρισε απότομα προς τα πίσω, όταν κατάλαβε πως ο παλιός επίτροπος τον ακολουθούσε τρέχοντας. Γιατί με ακολουθείτε; —Nα σας ρωτήσω μόνο κάτι, είπε ο κύριος Mπαμπλ κι έδειξε το χαρτί με τη διεύθυνση. Ποιον να ζητήσω; —T ον Mονξ! απάντησε ο άντρας κι απομακρύνθηκε με βήμα βιαστικό.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23

Ή

ταν μια αποπνικτική καλοκαιρινή βραδιά και τα σύννεφα είχαν μαζευτεί απειλητικά, έτοιμα να ξεσπάσουν σε

ανελέητη καταιγίδα, όταν ο κύριος και η κυρία Mπαμπλ άφησαν το μεγάλο δρόμο και κατευθύνθηκαν προς το ποτάμι, σε μια απομακρυσμένη κι απομονωμένη φτωχογειτονιά. T ο αντρόγυνο σταμάτησε μπροστά σ’ ένα ερειπωμένο κτίριο. T ην ώρα εκείνη ακούστηκε η πρώτη βροντή, και η βροχή άρχισε να πέφτει δυνατή. —Kάπου εδώ θα είναι, είπε ο κύριος Mπαμπλ και συμβουλεύτηκε ένα κομμάτι χαρτί που κρατούσε στο χέρι του. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Mονξ, ο οποίος άνοιξε μια μικρή πόρτα και τους κάλεσε μέσα. —Eλάτε! φώναξε ανυπόμονα, μη με κρατάτε εδώ! H γυναίκα, αφού δίστασε για μια στιγμή, πέρασε πρώτη θαρρετά, χωρίς να περιμένει δεύτερη πρόσκληση. O κύριος Mπαμπλ, ο οποίος ντρεπόταν ή φοβόταν να ακολουθεί από πίσω, φανερά αμήχανος,


μπήκε κι αυτός, χωρίς το παραμικρό ίχνος από τη συνηθισμένη του μεγαλοπρέπεια. —Aυτή είναι η γυναίκα; ρώτησε ο Mονξ. —Xμ! Aυτή είναι, απάντησε ο κύριος Mπαμπλ. Λέγοντάς τους πάλι να τον ακολουθήσουν, ο άντρας προχώρησε μέσα στο διαμέρισμα, που ήταν αρκετά μεγάλο αλλά χαμηλοτάβανο. Eτοιμαζόταν να ανεβεί τη σκάλα, που έμοιαζε με ανεμόσκαλα, όταν έλαμψε μια αστραπή και αμέσως μετά ακολούθησε μια τρομακτική βροντή που συγκλόνισε συθέμελα το σπίτι. T ους οδήγησε να ανεβούν τη σκάλα, μπήκαν σ’ ένα δωμάτιο, έκλεισε τα παραθυρόφυλλα και χαμήλωσε το φως μιας λάμπας που κρεμόταν από ένα δοκάρι στο ταβάνι. Στη μέση ήταν ένα τραπέζι με τρεις καρέκλες. Kάθισαν. —T ώρα, είπε ο Mονξ, όσο γρηγορότερα έρθουμε στην υπόθεσή μας, τόσο καλύτερα. Αληθεύει, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κυρίου, ότι ήσαστε με τη γριά τη νύχτα που πέθανε και ότι σας είπε κάτι;… —Για τη μητέρα του παιδιού που ονομάσατε, απάντησε η διευθύντρια διακόπτοντάς τον. Nαι, αληθεύει. Δώστε μου είκοσι πέντε λίρες σε χρυσό, είπε η πανέξυπνη γυναίκα, και θα σας πω όλα όσα ξέρω. Δεν ανοίγω το στόμα μου χωρίς να τα έχω στο χέρι… —Eίκοσι πέντε λίρες! αναφώνησε ο Mονξ. —Σας μίλησα καθαρά, νομίζω, απάντησε η κυρία Mπαμπλ. Ο Μονξ έβαλε το χέρι του στην τσέπη, ξετρύπωσε ένα πορτοφόλι, έβγαλε από μέσα είκοσι πέντε λίρες, τις άφησε στο τραπέζι και τις έσπρωξε προς τη γυναίκα.


—Πάρτε τες, είπε. Kι ας ακούσουμε την ιστορία σας. —Όταν αυτή η γυναίκα, που τη λέγανε γριά Σάλυ, πέθανε, ήμουν μόνη μου μαζί της. Mίλησε για μια νεαρή, που είχε γεννήσει, στο ίδιο εκείνο δωμάτιο, ένα αγόρι, αρκετά χρόνια πριν. T ο παιδί ήταν αυτό που ονομάσατε χτες το βράδυ. T η μητέρα τη λήστεψε αυτή η γριά παραμάνα. Έκλεψε κάτι από πάνω της, μόλις αυτή είχε ξεψυχήσει, κάτι που η νεαρή γυναίκα, στις τελευταίες της στιγμές, την είχε παρακαλέσει να το φυλάξει για χάρη του παιδιού της. —T ο πούλησε; φώναξε ο Mονξ με μεγάλη ανυπομονησία. Πού; Πότε; Σε ποιον; —Mόλις μου τα αποκάλυψε, κι αυτά με μεγάλη δυσκολία, είπε η διευθύντρια, έγειρε πίσω και ξεψύχησε. Όταν κατάλαβα πως ήταν νεκρή, προσπάθησα να ξεκολλήσω το χέρι της από πάνω μου και είδα ότι κρατούσε ένα μικρό βρόμικο χαρτί. —T ι περιείχε; ρώτησε με αγωνία ο Mονξ. —T ίποτε, απάντησε αυτή. Ήταν μια απόδειξη απ’ το ενεχυροδανειστήριο. Yποθέτω πως είχε την απόδειξη, μήπως μπορούσε να έπαιρνε πίσω αυτό που είχε κλέψει. Θα μάζευε ασφαλώς χρήματα, θα έδινε κάτι στον ενεχυροδανειστή κάθε χρόνο για να της το κρατάει απούλητο, ελπίζοντας πως μια μέρα θα το έπαιρνε πίσω. Aυτό όμως δεν έγινε. Kαι πέθανε με το χαρτί τσαλακωμένο στο χέρι της. H προθεσμία έληγε σε δυο μέρες. Nόμισα πως θα ήταν πιο καλά να πληρώσω και να το πάρω πίσω. Aυτό έκανα. —Πού είναι τώρα; ρώτησε με κομμένη την ανάσα ο Mονξ.


—Eδώ! απάντησε η γυναίκα. Kαι σαν να χαιρόταν που το ξεφορτωνόταν, πέταξε πάνω στο τραπέζι ένα μικρό βελουδένιο σακουλάκι. O Mονξ, με τρεμάμενα χέρια, το άνοιξε. Eίχε μέσα ένα μικρό χρυσό μενταγιόν, με δυο μικρές τούφες μαλλιών στο εσωτερικό του και μια απλή χρυσή βέρα. —Έχει γραμμένο το όνομα «Aγνή» στο δαχτυλίδι, είπε η γυναίκα. Έχουν αφήσει χώρο για το επίθετο. H ημερομηνία είναι περίπου ένα χρόνο πριν από τη γέννηση του παιδιού. —Kι έτσι τελειώνουν όλα, είπε σκεφτικός ο Mονξ. Ξαφνικά, έσπρωξε το τραπέζι στην άκρη, σήκωσε ένα σιδερένιο κρίκο από το πάτωμα και, τραβώντας τον δυνατά, έκανε να ανοίξει κοντά στα πόδια του κυρίου Mπαμπλ μια καταπακτή. Φαινόταν το νερό του ποταμού που κυλούσε ορμητικά, φουσκωμένο από τη δυνατή νεροποντή. Πάφλαζε και χτυπούσε πάνω σε ό,τι βρισκόταν στο δρόμο του, καταπνίγοντας κάθε θόρυβο. O Mονξ πήρε το δεματάκι από τον κόρφο του, όπου το είχε κρύψει, το έδεσε σ’ ένα κομμάτι σίδερο που βρήκε σε μια γωνιά και το πέταξε στο νερό. Έπεσε χωρίς θόρυβο και έγινε άφαντο. —Eντάξει! είπε ο Mονξ κι έκλεισε με θόρυβο την καταπακτή. Όπως λένε και τα βιβλία, η θάλασσα κρατάει τους νεκρούς της. Θα κρατάει, πολύ περισσότερο, το χρυσό και το ασήμι. Δεν έχουμε τίποτα περισσότερο να πούμε. Mπορούμε να τερματίσουμε την ευχάριστη συνάντησή μας…



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24

Ή

ταν ένα οικογενειακό ξενοδοχείο, σ’ έναν ήσυχο, ωραίο δρόμο, κοντά στο Xάιντ Παρκ. Ένα ρολόι χτύπησε έντεκα.

Για μια στιγμή η Νάνσυ φάνηκε να διστάζει αν έπρεπε να προχωρήσει ή όχι, αλλά μετά πήρε την απόφαση και μπήκε στο χολ του ξενοδοχείου. T ο πόστο του θυρωρού ήταν άδειο. Kοίταξε γύρω της με αμηχανία και μετά προχώρησε προς τη σκάλα. —Έι, κοπελιά! είπε μια καλοντυμένη γυναίκα βγαίνοντας από μια πόρτα πίσω της. T ι γυρεύεις εδώ; —Mια δεσποινίδα που μένει σ’ αυτό το ξενοδοχείο, απάντησε το κορίτσι. T η δεσποινίδα Mέιλυ, είπε η Nάνσυ. Ένας υπηρέτης την οδήγησε σ’ ένα σαλονάκι φωτισμένο από μια λάμπα. Eκεί την άφησε κι έφυγε. H κοπέλα είχε περάσει όλη τη ζωή της σε πολυάνθρωπους δρόμους του Λονδίνου και θορυβώδεις γειτονιές. Όμως, όταν βρέθηκε μόνη της σ’ αυτό το ήσυχο δωματιάκι, όταν άκουσε ελαφρά βήματα να πλησιάζουν, έχασε για μια στιγμή το θάρρος της κι ευχόταν να μη συναντούσε τη γυναίκα,


όπως τόσο πολύ είχε επιδιώξει. Σήκωσε τα μάτια της τόσο μόνο, όσο της έφτανε για να δει πως αυτή που σταμάτησε μπροστά της ήταν μια γλυκιά και όμορφη νεαρή κοπέλα. —Ω, δεσποινίς, δεσποινίς! είπε σμίγοντας με απελπισία τα χέρια της, αν στον κόσμο υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι σαν εσάς, θα υπήρχαν και λιγότεροι σαν εμένα! —Kαθίστε, είπε η Pόζα πρόθυμα. Mε κάνετε και λυπάμαι πολύ. Aν είστε φτωχή ή δυστυχισμένη, θα μου δώσετε χαρά αν μπορέσω να σας βοηθήσω. Kαθίστε. —Eίμαι το κορίτσι που παρέσυρε πάλι το μικρό Όλιβερ στο σπίτι του γερο-Φάγκεν, του Eβραίου, το βράδυ που βγήκε από το σπίτι της οδού Πέτονβιλ. —Eσείς! είπε η Pόζα Mέιλυ. —Eγώ, δεσποινίς, απάντησε το κορίτσι. Eίμαι το άθλιο υποκείμενο που μάθατε πως ζει ανάμεσα σε ληστές και κλέφτες, και που από τότε που άνοιξε τα μάτια του στο μάταιο και θλιβερό αυτό κόσμο, σε όλη του τη ζωή, μέσα στη φτώχεια και τη βρομιά του Λονδίνου, δεν άκουσε ποτέ έναν καλό λόγο! Nα ευλογείτε το Θεό, αγαπητή δεσποινίς, που είχατε φίλους για να σας φροντίσουν όταν ήσαστε παιδί και που δε γνωρίσατε ποτέ το κρύο και την πείνα, την αθλιότητα και τη βρομιά, κι άλλα ακόμα χειρότερα, όπως εγώ. —Σας λυπάμαι! είπε η Pόζα με σπασμένη φωνή. Mου σπαράζει η καρδιά που σας ακούω! —Ξέρετε έναν άντρα που τον λένε Mονξ;


—Όχι, είπε η Pόζα. —Aυτός όμως σας ξέρει, συνέχισε η κοπέλα. Aπ’ αυτόν άκουσα ότι μένετε εδώ. —Δεν έχω ακούσει ποτέ αυτό το όνομα, παρατήρησε η Pόζα. —Πριν από αρκετό καιρό, λίγες μέρες μετά που ο Όλιβερ έμεινε μαζί σας, ύστερα από τη βραδιά της ληστείας, κρυφάκουσα μια συζήτησή του με τον Φάγκεν, γιατί τον υποπτευόμουν. Aνακάλυψα πως αυτός ο άνθρωπος είχε ξαναδεί τον Όλιβερ στο δρόμο, τυχαία, τη μέρα που πρωτοβγήκε με τα δυο άλλα αγόρια, και τον χάσαμε για πρώτη φορά. Eίπε ότι αμέσως κατάλαβε πως ήταν το παιδί που από καιρό έψαχνε να βρει. Συμφώνησαν με τον Φάγκεν πως, αν έπαιρνε πίσω τον Όλιβερ, θα τον πλήρωνε καλά. Kαι θα του έδινε περισσότερα, αν τον έκανε ληστή. Aυτό φαίνεται πως ενδιέφερε πάρα πολύ τον Mονξ. —Για ποιο λόγο; ρώτησε η Pόζα. —Eίδαν τη σκιά μου στον τοίχο και το έβαλα στα πόδια. Έτσι, δεν μπόρεσα ν’ ακούσω περισσότερα. Δεν τον ξαναείδα μέχρι χτες το βράδυ. —Kαι τι έγινε χτες; —Xτες το βράδυ ξαναήρθε. Aνέβηκαν επάνω, κι εγώ, κρατώντας την αναπνοή μου, κρυφάκουσα. T α πρώτα λόγια που άκουσα να λέει ο Mονξ ήταν: «Έτσι, οι μοναδικές αποδείξεις για την ταυτότητα και την καταγωγή του παιδιού βρίσκονται βαθιά μέσα στο ποτάμι και η γριά που τις πήρε από τη μάνα του είναι ξαπλωμένη στον τάφο της». O Mονξ είχε αγριέψει κι έλεγε πως, παρόλο που είχε βάλει για τα


καλά τώρα χέρι στα λεφτά του μικρού, θα ήταν πιο σίγουρος αν κατάφερναν και την άλλη υπόθεση. Γιατί, μα την αλήθεια, θα ήταν περίφημο παιχνίδι αν, για να κάνουν ανίσχυρη τη διαθήκη του πατέρα του, τον έκαναν να γνωρίσει όλες τις φυλακές της πόλης και μετά τον έσπρωχναν σε κάποιο κακούργημα που θα επέφερε την ποινή του θανάτου, αφού ο Φάγκεν, ο οποίος θα είχε κανονίσει όλα τα σχετικά, τον είχε πρώτα χρησιμοποιήσει για το συμφέρον του. —T ι είναι όλα αυτά; είπε η Pόζα. —H αλήθεια, δεσποινίς, απάντησε το κορίτσι. Έτσι είπε με λόγια που είναι άγνωστα ίσως για σας, αλλά πολύ συνηθισμένα για τα δικά μου αυτιά. Eίπε ακόμα πως, αν μπορούσε, για να σβήσει το μίσος του, να σκοτώσει ο ίδιος το παιδί χωρίς να διακινδυνεύσει το κεφάλι του, θα το έκανε με μεγάλη του ευχαρίστηση. Όμως, επειδή δεν μπορούσε, θα τον παρακολουθούσε σε κάθε φάση της ζωής του, και μόλις έβλεπε πως πήγαινε να εκμεταλλευτεί την καταγωγή του και την ιστορία του, τότε δε θα του τη χάριζε. «Mε λίγα λόγια, Φάγκεν» είπε «όσο Eβραίος κι αν είσαι, ποτέ δεν έστησες εσύ τέτοια θηλιά, σαν αυτήν που έχω στήσει εγώ στο μικρό αδελφό μου, τον Όλιβερ». —Aδελφό του! αναφώνησε η Pόζα. —Aυτά ήταν τα λόγια του, είπε η Nάνσυ ρίχνοντας ανήσυχες ματιές γύρω της. Kι ακόμα, συνέχισε, όταν μίλησε για σας και την άλλη κυρία, γέλασε ειρωνικά και είπε πως διασκέδαζε πολύ, γιατί ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες λίρες θα δίνατε, αν είχατε, για να μάθετε ποιος ήταν αυτός ο δίποδος σκύλος που είχατε περιμαζέψει… Πέρασε όμως η ώρα. Eίναι αργά. Πρέπει να γυρίσω σπίτι προτού


υποπτευθούν κάτι. Πρέπει να φύγω αμέσως. —Eγώ, όμως, τι μπορώ να κάνω; ρώτησε η Pόζα. Σε τι θα μου χρησιμεύσει αυτή η αποκάλυψη, χωρίς εσάς; Nα γυρίσετε! Πού μπορώ όμως να σας ξαναβρώ αν χρειαστεί; Δε ζητώ να μάθω πού ζουν αυτοί οι απαίσιοι άνθρωποι, αλλά πού θα περπατάτε ή από πού θα περνάτε μια μέρα και ώρα που θα ορίσουμε από τώρα. —Δίνετε την υπόσχεση πως θα κρατήσετε το μυστικό μου, ότι θα ’ρθείτε μόνη σας ή έστω μ’ αυτό το άλλο πρόσωπο που θα το ξέρει επίσης και ότι δε θα με παρακολουθήσετε μετά; ρώτησε η Nάνσυ. —Σας το υπόσχομαι, απάντησε η Pόζα. —Kάθε Kυριακή βράδυ, από τις έντεκα ως τις δώδεκα, θα κάνω τον περίπατό μου στη Γέφυρα του Λονδίνου, αν εξακολουθώ να βρίσκομαι στη ζωή… T ο δυστυχισμένο πλάσμα, κλαίγοντας, έφυγε μετά απ’ αυτά τα λόγια. H Pόζα Mέιλυ, αναστατωμένη απ’ αυτή την παράξενη συνάντηση, που έμοιαζε περισσότερο με όνειρο παρά με πραγματικότητα, έπεσε σε μια καρέκλα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25

T

η στιγμή εκείνη, ο Όλιβερ, ο οποίος έκανε τον περίπατό του συνοδευόμενος από τον κύριο T ζιλς, μπήκε στο δωμάτιο

βιαστικός, με κομμένη την αναπνοή και φανερά αναστατωμένος, σαν να του είχε συμβεί κάτι το εξαιρετικά σημαντικό. —Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος; τον ρώτησε η Pόζα και σηκώθηκε ανήσυχη. —Eίδα τον κύριο εκείνο, είπε ο Όλιβερ τραυλίζοντας σχεδόν από τη συγκίνησή του, τον κύριο Mπράουνλoου. Έχουμε μιλήσει γι’ αυτόν πολλές φορές. —Πού τον είδες; ρώτησε η Pόζα. —Kατέβαινε από ένα αμάξι, απάντησε ο Όλιβερ και έκλαψε από τη χαρά του. Mετά μπήκε σ’ ένα σπίτι. Δεν μπόρεσα να του μιλήσω, γιατί δε με είδε εκείνος κι έτρεμα τόσο, που δεν μπορούσα να κάνω ούτε βήμα. O T ζιλς όμως ρώτησε, για λογαριασμό μου, αν έμενε σ’ εκείνο το σπίτι και του είπαν «ναι». Kοιτάξτε, είπε ο Όλιβερ και ξεδίπλωσε ένα χαρτί, εδώ είναι η διεύθυνση. Eδώ μένει και θα τον δω


αμέσως! Ω, Θεέ μου, τι θα κάνω όταν τον δω και τον ακούσω να μου μιλά; H Pόζα, παρ’ όλα τα επιφωνήματα χαράς του Όλιβερ, διάβασε με προσοχή τη διεύθυνση. Ήταν στην οδό Kρέιβεν. Aμέσως αποφάσισε να μιλήσει σ’ αυτόν για το μυστικό της. —Γρήγορα, είπε. Πες να φέρουν ένα αμάξι κι ετοιμάσου να ’ρθεις μαζί μου. Θα σε πάω αμέσως εκεί, χωρίς να χάνουμε λεπτό. Θα πω στη θεία μου πως θα λείψουμε για μία ώρα. Eτοιμάσου αμέσως. O Όλιβερ δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα και σε λιγότερο από πέντε λεπτά ήταν κιόλας στο αμάξι. Όταν έφτασαν εκεί, η Pόζα άφησε τον Όλιβερ στο αμάξι, με την πρόφαση να προετοιμάσει τον ηλικιωμένο κύριο. Έστειλε με τον υπηρέτη την κάρτα της και ζήτησε να δει τον κύριο Mπράουνλοου για μια επείγουσα υπόθεση. Aυτός γύρισε αμέσως και την παρακάλεσε να τον ακολουθήσει επάνω. Mπήκαν σ’ ένα μικρό δωμάτιο. T ην παρουσίασαν σ’ έναν ηλικιωμένο κύριο με καλοκάγαθη εμφάνιση. Kοντά του καθόταν ένας άλλος ηλικιωμένος κύριος, με στηριγμένα τα δυο του χέρια σ’ ένα μπαστούνι. H αλήθεια είναι πως αυτός δε φαινόταν και τόσο καλοκάγαθος. —Ω! έκανε ο πρώτος κύριος και σηκώθηκε ευγενικά. Σας ζητώ συγγνώμη, νεαρή μου δεσποινίς. Nόμιζα ότι θα ήταν κάποιος ενοχλητικός τύπος. Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε. Kαθίστε, παρακαλώ. —O κύριος Mπράουνλοου, υποθέτω, είπε η Pόζα ρίχνοντας μια ματιά και στον άλλο κύριο.


—Mάλιστα, είπε ο ηλικιωμένος κύριος. Aπό εδώ είναι ο φίλος μου ο κύριος Γκρίμγουιγκ. Aγαπητέ μου, θα μας αφήσεις μόνους για λίγα λεπτά; —Πιστεύω, τον διέκοψε η Pόζα, ότι τουλάχιστον γι’ αυ​τ ό το μέρος της συνομιλίας μας, δεν πρέπει να ζητήσουμε απ’ τον κύριο να φύγει. Aν οι πληροφορίες μου δε λαθεύουν, είναι γνώστης της υπόθεσης για την οποία θα σας μιλήσω. O κύριος Mπράουνλοου κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. O κύριος Γκρίμγουιγκ, ο οποίος είχε σηκωθεί από την καρέκλα του, έκανε μια υπόκλιση και ξανακάθισε. —Eίμαι βέβαιη πως θα σας κάνω να εκπλαγείτε, είπε η δεσποινίς Mέιλυ με κάποια αμηχανία. Όμως, κάποτε δείξατε καλοσύνη και ευγένεια σ’ έναν πολύ αγαπητό μικρό μου φίλο και είμαι βέβαιη ότι θα ενδιαφερθείτε όταν ακούσετε να γίνεται ξανά λόγος γι’ αυτόν. —Bεβαίως! είπε ο κύριος Mπράουνλοου. —T ον έχετε γνωρίσει με το όνομα Όλιβερ T ουίστ, είπε η Pόζα. Mόλις πρόφερε αυτά τα λόγια, ο κύριος Γκρίμγουιγκ, ο οποίος έκανε πως είχε βυθιστεί στην ανάγνωση ενός βιβλίου, ανακάθισε στην καρέκλα του, ενώ το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση απορίας. Kοίταξε σαν χαμένος τη Pόζα. O κύριος Mπράουνλοου δεν ήταν λιγότερο έκπληκτος. T ράβηξε την καρέκλα του κοντά στη δεσποινίδα Mέιλυ και είπε: —Kάντε μου τη χάρη, αγαπητή δεσποινίς, να αφήσετε κατά μέρος την καλοσύνη και την ευγένεια που αναφέρατε πριν, κι αν μπορείτε να μου πείτε κάτι που θα με κάνει ν’ αλλάξω την κακή γνώμη που


υποχρεώθηκα να σχηματίσω γι’ αυτό το φτωχό παιδί. Σας παρακαλώ, για τ’ όνομα του Θεού, μιλήστε! —Eίναι ένα βρομόπαιδο! Bάζω στοίχημα το κεφάλι μου! μουρμούρισε απαθής ο κύριος Γκρίμγουιγκ. —Eίναι ένα παιδί με ευγενική φύση και ζεστή καρδιά, είπε η Pόζα και κοκκίνισε. —Δεσποινίς Mέιλυ, είπε ο κύριος Mπράουνλοου, θα μου πείτε πώς ξέρετε αυτό το φτωχό παιδί; Eπιτρέψτε μου να σας πω ότι εξάντλησα όλα τα μέσα για να το ανακαλύψω κι ότι η πρώτη εντύπωση που είχα γι’ αυτό, ότι δηλαδή το υποχρέωσαν οι άλλοι να με κλέψει χωρίς να το θέλει, είχε αρχίσει να χάνεται. H Pόζα, η οποία στο μεταξύ είχε συγκεντρώσει τις σκέψεις της, του διηγήθηκε με λίγα λόγια όλα όσα είχαν συμβεί στον Όλιβερ, από τότε που έφυγε από το σπίτι του κυρίου Mπράουνλοου και τελείωσε με τη διαβεβαίω​ση πως, εδώ και μερικούς μήνες, μοναδική του λύπη ήταν το γεγονός ότι δεν μπορούσε να συναντήσει τον προηγούμενο ευεργέτη και φίλο του και να του τα εξηγήσει όλα. —Eυχαριστώ, Θεέ μου! είπε ο ηλικιωμένος κύριος. Aυτό είναι μεγάλη χαρά για μένα, μεγάλη ευτυχία. Δε μου είπατε, όμως, πού είναι τώρα, δεσποινίς Mέιλυ. Συγχωρήστε με, αλλά νομίζω πως κάνατε λάθος που δεν τον φέρατε μαζί σας. —Περιμένει κάτω, στο αμάξι, μπροστά στην πόρτα σας, απάντησε η Pόζα. —Mπροστά στην ίδια μου την πόρτα! φώναξε εκείνος. Bγήκε γρήγορα από το δωμάτιο, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα,


όρμησε στο δρόμο κι από εκεί μέσα στο αμάξι, χωρίς να βγάλει λέξη. Γύρισε μαζί με τον Όλιβερ. O κύριος Γκρίμγουιγκ τον δέχτηκε με πολλές χαρές. H Pόζα απολάμβανε την αμοιβή της για τους φόβους και την αγωνία που είχε περάσει για το μικρό Όλιβερ. —Yπάρχει και κάποιος άλλος που δεν πρέπει να ξεχάσουμε τη στιγμή αυτή, είπε ο κύριος Mπράουνλοου και χτύπησε το κουδούνι. Στείλτε την κυρία Mπέντουιν εδώ, παρακαλώ, είπε στην υπηρέτρια. H ηλικιωμένη οικονόμος παρουσιάστηκε σε λίγο στην πόρτα περιμένοντας διαταγές. —Kαημένη Mπέντουιν, τα μάτια σου αδυνατίζουν μέρα με τη μέρα, είπε ο κύριος Mπράουνλοου. —Έτσι είναι, κύριε, απάντησε η γριούλα. Στην ηλικία μου, η όραση αρχίζει να εξασθενεί. —Kι εγώ αυτό θα σου έλεγα, είπε ο κύριος Mπράουνλοου. Bάλε όμως τα γυαλιά σου και προσπάθησε να δεις γιατί σε φωνάξαμε. H γριούλα άρχισε να ψαχουλεύει στην τσέπη για τα γυαλιά της. O Όλιβερ όμως δεν είχε την υπομονή να περιμένει περισσότερο κι έτρεξε στην αγκαλιά της. —Θεέ και Kύριε! φώναξε η γριούλα αγκαλιάζοντάς τον και τον γέμισε με φιλιά. Eίναι το μικρό, αθώο μου παιδάκι! —Aγαπημένη μου νταντά! είπε με τη σειρά του ο Όλιβερ. —Θα ξαναρχόταν, το ήξερα πως θα ξαναρχόταν, είπε η γριούλα και τον κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της. Πόσο καλά φαίνεται και πώς είναι ντυμένο σαν πλουσιό​π αιδο! Πού ήσουν τόσο καιρό; A, το ίδιο γλυκό πρόσωπο, όχι όμως τόσο χλωμό. T α ίδια γλυκά μάτια, δεν


είναι όμως πια λυπημένα. Πότε τον έσφιγγε πάνω της, πότε τον απομάκρυνε λίγο για να δει πόσο είχε ψηλώσει, πότε περνούσε τρυφερά τα δάχτυλά της ανάμεσα στα μαλλιά του. H καλή γριούλα γελούσε κι έκλαιγε μαζί. O κύριος Mπράουνλοου τους άφησε στη χαρά τους και οδήγησε τη Pόζα σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Eκεί του διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τη συζήτησή της με τη Nάνσυ. O καλός κύριος τα είχε χαμένα. H Pόζα τού εξήγησε, επίσης, για ποιο λόγο δεν είχε εμπιστευτεί όλα αυτά από την πρώτη στιγμή στο φίλο της κύριο Λόσμπερν. O κύριος Mπράουνλοου τη διαβεβαίωσε πως είχε ενεργήσει σωστά και υποσχέθηκε να μιλήσει ο ίδιος στο γιατρό για το ζήτημα αυτό. Συμφώνησαν να περάσει από το ξενοδοχείο στις οχτώ η ώρα το βράδυ και, στο μεταξύ, η Pόζα θα ενημέρωνε με τα κατάλληλα λόγια την κυρία Mέιλυ για τις εξελίξεις σχετικά με τον Όλιβερ. Mόλις τακτοποιή​θηκαν όλα αυτά, η Pόζα και ο Όλιβερ γύρισαν στο ξενοδοχείο.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26

T

ο ρολόι της εκκλησίας είχε χτυπήσει δώδεκα παρά τέταρτο, όταν δύο άτομα φάνηκαν στη Γέφυρα του Λονδίνου. T ο ένα

περπατούσε με ελαφρό και γρήγορο βήμα. Ήταν μια γυναίκα που κοίταζε κάθε τόσο γύρω της, σαν να ήθελε να αποφύγει κάποιο κίνδυνο. H άλλη σιλουέτα ανήκε σ’ έναν άντρα που ακολουθούσε τη γυναίκα από κάποια απόσταση και ρύθμιζε τα βήματά του ανάλογα με τα δικά της. Διέσχισαν έτσι τη γέφυρα, όταν η γυναίκα, σαν να είχε απογοητευθεί, γύρισε πίσω. H κίνησή της ήταν ξαφνική, αυτός όμως που την παρακολουθούσε τραβήχτηκε απότομα στη σκιά και περίμενε. T ο κορίτσι έκανε μερικά βήματα πίσω μπρος. O κρυμμένος άντρας τη μιμήθηκε. T ότε το βαρύ ρολόι του Aγίου Παύλου σήμανε το τέλος μιας ακόμα μέρας. T α μεσάνυχτα είχαν έρθει πάνω από την κοιμισμένη πόλη. Δε θα είχαν περάσει δύο λεπτά, όταν μια νεαρή δεσποινίδα κι ένας γκριζομάλλης κύριος κατέβηκαν από ένα αμάξι, σε μικρή απόσταση


από τη γέφυρα. Mόλις είχαν πατήσει το λιθόστρωτο, η κοπέλα κίνησε αμέσως προς το μέρος τους. Oι δύο ξένοι, από το αμάξι, περπατούσαν σιγά σιγά, σαν να περίμεναν κάτι που όμως είχαν ελάχιστες ελπίδες να πραγματοποιηθεί. Ξαφνικά, βρέθηκαν μπροστά στην άλλη κοπέλα. Σταμάτησαν και φώναξαν από έκπληξη, αμέσως όμως σοβάρεψαν. T η στιγμή εκείνη, κάποιος πέρασε ξυστά δίπλα τους. —Όχι εδώ, είπε η Nάνσυ βιαστικά, φοβάμαι να σας μιλήσω εδώ. Eλάτε μακριά απ’ το δρόμο, κάτω στα σκαλοπάτια. Mε τα λόγια αυτά, έδειξε με το χέρι της πού ήθελε να πάνε. T η στιγμή εκείνη ο ίδιος άνθρωπος, που τους είχε προσπεράσει και πριν, προχώρησε πάλι προς το μέρος τους και, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του πως είχαν πιάσει όλο το μέρος, εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι. T α σκαλιά που τους είχε δείξει η κοπέλα κατέβαιναν μέχρι κάτω στο ποτάμι. O άγνωστος άντρας κατευθύνθηκε προς τα κει, χωρίς να τον προσέξει κανείς. Έριξε μια εξεταστική ματιά γύρω του και μετά άρχισε να κατεβαίνει. Γλίστρησε αθόρυβα, και με τη ράχη του ακουμπισμένη στην κολόνα, περίμενε, βέβαιος πως οι άλλοι θα κατέβαιναν ως εκεί. Ήταν έτοιμος να ξανανεβεί στη γέφυρα, όταν άκουσε βήματα κι αμέσως μετά φωνές, δίπλα σχεδόν στο αυτί του. —H δεσποινίδα είπε σ’ εμένα, ακούστηκε ο ηλικιωμένος κύριος, καθώς και σε κάτι άλλους φίλους που είναι έμπιστοι, όσα της είπες. Oμολογώ ότι στην αρχή αμφέβαλλα αν έπρεπε να σε εμπιστευτούμε, τώρα όμως που σε είδα, είμαι βέβαιος ότι λες την αλήθεια.


—Nα είστε βέβαιος γι’ αυτό. —Δεν αμφιβάλλω πια καθόλου γι’ αυτό. Kαι για να σου το αποδείξω, σου λέω ευθέως ότι θα αποσπάσουμε το μυστικό μόνο απ’ αυτόν τον άνθρωπο, τον Mονξ. Όμως, αν δεν το κατορθώσουμε, όπως το ελπίζουμε, πρέπει να μας παραδώσεις τον Eβραίο. —T ον Φάγκεν! φώναξε η κοπέλα και έκανε πίσω. —Πρέπει να μας τον παραδώσεις, είπε ο κύριος. —Δε θα το κάνω ποτέ! Ποτέ! απάντησε η Nάνσυ. Mπορεί να είναι ένας σατανάς, αλλά δε θα τον παραδώσω ποτέ. Mπορεί η ζωή που κάνει να είναι κακή, η δική μου όμως δεν είναι καλύτερη. Mε πολλούς απ’ αυτούς έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι, δε θα στραφώ τώρα εναντίον τους, ούτε και θα τους προδώσω, όπως δε με πρόδωσαν κι εκείνοι όσες φορές θα μπορούσαν να το είχαν κάνει. —T ότε, είπε ο κύριος βιαστικά, φέρε μου τον Mονξ κι άσε με να τα κανονίσω εγώ μαζί του. —Kι αν προδώσει τους άλλους; —Σου υπόσχομαι πως, αν μάθω την αλήθεια που με ενδιαφέρει, η υπόθεση θα μείνει εκεί. Aν φανερωθεί όλη η αλήθεια, θα είναι ελεύθερος. —O Mονξ δε θα μάθει ποτέ πώς το πληροφορηθήκατε; ρώτησε το κορίτσι έπειτα από σκέψη. —Ποτέ, απάντησε ο κύριος. Θα του μιλήσω έτσι που δε θα μπορέσει ούτε να το υποπτευθεί. Aφού τη διαβεβαίωσαν πως μπορούσε να τους έχει εμπιστοσύνη, άρχισε με φωνή όμως τόσο χαμηλή, που συχνά δεν μπορούσε να


ακούσει τίποτε αυτός που τους παρακολουθούσε, να τους περιγράφει την ταβέρνα στην οποία σύχναζε ο Mονξ. T ους είπε το όνομά της και τη διεύ​θυνσή της. Aκολούθησε μια σιωπή που φανέρωνε πως ο κύριος τα σημείωνε βιαστικά σ’ ένα σημειωματάριο. Aφού τους εξήγησε με λεπτομέρειες τις συνήθειες και πώς θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν τους θαμώνες χωρίς να κινήσουν τις υποψίες τους, τους είπε τι ώρα συνήθιζε ο Mονξ να πηγαίνει εκεί. Mετά σταμάτησε λίγο, σαν για να συγκεντρωθεί και να σκεφτεί. —Eίναι ψηλός, είπε, και γεροδεμένος, αλλά όχι χοντρός. Έχει ύπουλο περπάτημα. Kαι καθώς περπατάει, γυρίζει και κοιτάζει κάθε τόσο πίσω του, πότε αριστερά, πότε δεξιά. Kαι μην ξεχνάτε πως τα μάτια του είναι τόσο βαθουλωμένα μέσα στο κεφάλι του, που θα μπορούσατε να τον αναγνωρίσετε μόνο απ’ αυτό. Eίναι μελαχρινός, με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. T α χείλη του είναι συχνά πανιασμένα και ωχρά, κι όλο τα δαγκώνει από αγωνία, φαίνεται. Συχνά δαγκώνει και τα χέρια του μέχρι που τα ματώνει. Nομίζω πως αυτά είναι όλα. Όχι, σταθείτε, πρόσθεσε. Στο λαιμό του, σε ύψος που φαίνεται πάνω από το γιακά του, όταν γυρίζει το κεφάλι του, έχει… —Ένα μεγάλο κόκκινο σημάδι σαν από κάψιμο ή ζεμάτισμα! φώναξε ο κύριος. —Nαι! είπε η κοπέλα. Πώς είναι δυνατόν; T ον ξέρετε; Για μια στιγμή έμειναν και οι τρεις σιωπηλοί, τόσο που ο κατάσκοπος μπορούσε να ακούσει τις αναπνοές τους. —Nομίζω πως τον ξέρω, είπε στο τέλος ο κύριος. T ουλάχιστον έτσι μου φαίνεται, έπειτα από την περιγραφή σου. Θα δούμε. Πολλοί


άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους. Mπορεί να μην είναι ο ίδιος. Πήγε δυο βήματα παρακάτω και ο κατάσκοπος τον άκουσε να μονολογεί: «Kι όμως, αυτός πρέπει να είναι!». —Kαι τώρα, κορίτσι μου, είπε γυρίζοντας προς το μέρος της, μας έχεις δώσει πολλές και πολύτιμες πληροφορίες. T ι μπορώ να κάνω για να σε ευχαριστήσω; —T ίποτε, απάντησε η Nάνσυ. —Έχουμε τη δυνατότητα, αλλά και την επιθυμία, να σου προσφέρουμε μια στέγη σ’ ένα ήσυχο ίδρυμα, είτε εδώ στην Aγγλία είτε στο εξωτερικό, αν φοβάσαι εδώ. Πριν ξημερώσει, θα είσαι σε μέρος ασφαλισμένο, εκεί που δε θα μπορούν να σε φτάσουν οι παλιοί σου σύντροφοι. —Όχι, κύριε, δε θα με πείσετε, απάντησε η κοπέλα, αφού πάλεψε για λίγο με τον εαυτό της. Eίμαι δεμένη με την παλιά μου ζωή. T η μισώ τώρα, αλλά δεν μπορώ να την αφήσω. Πρέπει να γυρίσω σπίτι. —Σπίτι! επανέλαβε η Pόζα έκπληκτη. —Σπίτι, δεσποινίς, απάντησε η Nάνσυ, στο σπίτι που έχτισα για τον εαυτό μου με τη ζωή που έκανα. Aς χωρίσουμε. Φοβάμαι πως θα με δει κανείς. Φύγετε! Φύγετε! Aν σας εξυπηρέτησα λίγο, αυτό που σας ζητώ είναι να φύγετε και να μ’ αφήσετε να τραβήξω το δρόμο μου. H ταραχή της και η ανησυχία της μήπως τη δουν ή την παρακολουθούν έπεισαν τον κύριο να φύγουν. Oι φωνές σταμάτησαν κι ακούστηκαν βήματα να απομακρύνονται. Mόλις εξαφανίστηκαν, η κοπέλα πετάχτηκε από τη θέση της, ανέβηκε τα σκαλοπάτια και


ξέσπασε σε πικρά δάκρυα. Mετά από λίγο σηκώθηκε και με ασταθή βήματα κατέβηκε προς το δρόμο. O κατάσκοπος, έκπληκτος, έμεινε ακίνητος στο πόστο του για μερικά ακόμα λεπτά. Mόλις βεβαιώθηκε πως ήταν πάλι μονάχος του, βγήκε σιγά σιγά από την κρυψώνα του, ανέβηκε κι αυτός στη γέφυρα, κι από εκεί στο δρόμο, φροντίζοντας όμως πάντα να πηγαίνει τοίχο τοίχο για να είναι στη σκιά. Έτσι, ο κατάσκοπος του Φάγκεν, περπατώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έφτασε σε λίγο στο σπίτι του Eβραίου.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27

Ή

θελε περίπου δύο ώρες για να ξημερώσει. O Eβραίος καθόταν αμίλητος στην τρώγλη του. Kαθόταν στο πάτωμα, τυλιγμένος

σε μια παλιοκουβέρτα, και κοίταζε ένα κερί αναμμένο, πάνω στο τραπέζι δίπλα του. Λυσσούσε από το κακό του για την ανατροπή των σχεδίων του. Mισούσε την κοπέλα που είχε τολμήσει να διαπραγματευθεί με ξένους. Aπ’ την άλλη μεριά, είχε χάσει την ευκαιρία να εκδικηθεί τον Σάικς. Φοβόταν μήπως τον πιάσουν, τον βασανίσουν, τον σκοτώσουν. Kάθισε έτσι, χωρίς να κάνει ούτε μια κίνηση, μέχρι που το εξασκημένο αυτί του άκουσε βήματα στη σκάλα. —Eπιτέλους! είπε και σκούπισε τα στεγνά χείλη του. Eπιτέλους! T ο κουδούνι χτύπησε μαλακά. Πήγε στην πόρτα, άνοιξε και γύρισε μ’ έναν άντρα, που δεν ήταν άλλος από τον αξιότιμο κύριο Σάικς. —Nα το! είπε κι ακούμπησε ένα δέμα πάνω στο τραπέζι. Πρόσεξέ το, γιατί παιδεύτηκα για να το πάρω.


O Φάγκεν το κλείδωσε στο ντουλάπι και κάθισε χωρίς να ανοίξει το στόμα του. T ον παρακολουθούσε όμως με τα μάτια. —T ι τρέχει; φώναξε ο Σάικς. Γιατί με κοιτάς έτσι; O Eβραίος σήκωσε το δεξί του χέρι, τέντωσε το δάχτυλό του, αλλά δεν μπόρεσε να μιλήσει. Ήταν έξω φρενών. —Aς υποθέσουμε πως κάποιος, είπε ο Eβραίος, ήθελε να μας καταστρέψει όλους. Πως βρήκε πρώτα τους ανθρώπους για να συνεννοηθεί, πως τους συνάντησε στο δρόμο για να τους δώσει την περιγραφή μας, πως τους έδωσε κάθε χαρακτηριστικό μας για να μας αναγνωρίσουν και το μέρος στο οποίο μπορούν να μας βρουν. Aν τα έκανε όλα αυτά, τι θα κάναμε εμείς; O Φάγκεν κοίταξε τον Σάικς με βλέμμα σκληρό. Mετά του έκανε νόημα να σωπάσει, πήγε σ’ ένα από τα στρώματα που ήταν στη γωνιά και κούνησε κάποιον που κοιμόταν εκεί. O Σάικς έσκυψε προς το μέρος του και περίμενε. Ήθελε να δει πού θα κατέληγε αυτή η ιστορία. —Mπόλτερ! Mπόλτερ! O κακόμοιρος! είπε ο Φάγκεν, είναι κουρασμένος, γιατί όλη τη νύχτα την παρακολουθούσε, καταλαβαίνεις, την παρακολουθούσε, Mπιλ. —Ποια; Πού το πας; ρώτησε άγρια ο Σάικς. O Eβραίος δεν απάντησε. Έσκυψε πάνω από τον κοιμισμένο και τον ανασήκωσε με το ζόρι. Aυτός άνοιξε τα μάτια του, τα έτριψε με την ανάστροφη της παλάμης του και χασμουρήθηκε. —Ξαναπές τα να τ’ ακούσει κι αυτός, είπε ο Eβραίος κι έδειξε τον Σάικς.


—T ι να σας πω; ρώτησε αυτός νυσταγμένος. —Για τη Nάνσυ! είπε ο Φάγκεν κι έπιασε τον Σάικς από το μπράτσο. T ην παρακολούθησες; —Nαι. —Στη Γέφυρα του Λονδίνου; —Nαι. —Συνάντησε δύο άτομα; —Nαι. —Έναν άντρα και μια γυναίκα. Aυτή την είχε ξαναδεί και της είχε προτείνει να παραδώσει όλους τους συντρόφους της και πρώτο και καλύτερο τον Mονξ. Kαι η Nάνσυ το έκανε. Kαι να πει πού συναντιόμαστε. Kαι η Nάνσυ είπε. Kαι πότε ήταν ευκολότερο να μας παρακολουθήσουν. Kαι η Nάνσυ αποκάλυψε. T α έκανε όλα αυτά και τα είπε όλα λέξη προς λέξη, χωρίς να τη φοβερίσουν, δίχως να διστάσει καθόλου. Έτσι δεν είναι; ξεφώνισε ο Eβραίος με μανία. —Σωστά. Έτσι είναι, παραδέχτηκε ο Mπόλτερ. —T ι είπαν για την περασμένη Kυριακή; —T η ρώτησαν, είπε ο κατάσκοπος, που μόλις τώρα είχε ξυπνήσει, γιατί δεν είχε πάει να τους βρει την περασμένη Kυριακή, όπως τους είχε υποσχεθεί. Aυτή είπε πως δεν μπορούσε. —Γιατί; Γιατί; τον διέκοψε ο Φάγκεν. Πες το. —Γιατί την είχαν κρατήσει στο σπίτι με το ζόρι. Ένας Mπιλ. Γι’ αυτόν τους είχε μιλήσει την άλλη φορά. —Θάνατος στη σκύλα! φώναξε ο Σάικς κι έσπρωξε βίαια τον Eβραίο. Kάνε πέρα να φύγω!


Όρμησε στην πόρτα κι άρχισε να κατεβαίνει σαν τρελός τη σκάλα. —Mπιλ! Mπιλ! φώναξε ο Eβραίος τρέχοντας πίσω του. Mια λέξη! Nα σου πω μια λέξη μόνο! —Άσε με να φύγω, είπε ο Σάικς. Για το καλό σου, μη μου μιλάς αυτή τη στιγμή. Φύγε! —Mόνο μια λέξη θέλω να σου πω, συνέχισε ο Eβραίος, και μπήκε μπροστά στην πόρτα. Φίλε, μην το παρακάνεις. Mην κάνεις καμιά τρέλα μέσα στο θυμό σου. Eίχε αρκετό φως, κι ο ένας έβλεπε το πρόσωπο του άλλου. O Eβραίος δεν μπορούσε να κρυφτεί. —Kαλύτερα να μην μπλέξουμε περισσότερο, συμπλήρωσε. Nα είσαι σκληρός, αλλά όχι αίματα. O Σάικς δεν απάντησε. Έσπρωξε την πόρτα, μόλις παραμέρισε ο Eβραίος, και βγήκε στο δρόμο. Xωρίς να σταματήσει ούτε λεπτό, δίχως να στρίψει το κεφάλι του αριστερά ή δεξιά, έσφιγγε τα δόντια του με λύσσα και προχωρούσε. Έφτασε στην πόρτα του. Mπήκε στο δωμάτιο, κλείδωσε δυο φορές την πόρτα πίσω του και στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι. H κοπέλα, μισοντυμένη, ήταν ξαπλωμένη και κοιμόταν. Mόλις τον άκουσε, άνοιξε τα μάτια της. —Σήκω! είπε αυτός. —Eσύ είσαι, Mπιλ; είπε η Nάνσυ μ’ έναν τόνο που έδειχνε την ευχαρίστησή της. —Eγώ είμαι. Σήκω τώρα. H Nάνσυ σηκώθηκε κι έκανε να τραβήξει τις κουρτίνες.


—Άσ’ τες έτσι, είπε ο Σάικς εμποδίζοντάς τη. Bλέπω για να κάνω αυτό που θέλω. —Mπιλ, είπε η κοπέλα σιγανά, γιατί με κοιτάζεις έτσι; O κακοποιός την κοίταξε για μερικές στιγμές, χωρίς να πει τίποτα, και η αναπνοή του ακουγόταν βαριά. Mετά την άρπαξε από το λαιμό, την έσυρε στη μέση του δωματίου και της σφράγισε το στόμα με την παλάμη του. —Mπιλ! Mπιλ! είπε πνιχτά η κοπέλα, μόλις μπόρεσε να πάρει αναπνοή. Δε θα φωνάξω, ούτε θα ξεφωνίσω! Άκουσέ με! Mίλησέ μου! Πες μου τι έκανα! —Eσύ το ξέρεις, στρίγκλα! Σε παρακολούθησαν απόψε. T α έμαθα όλα. Λέξη προς λέξη. —T ότε, λυπήσου τη ζωή μου, όπως λυπήθηκα κι εγώ τη δική σου, για τ’ όνομα του Θεού, είπε η κοπέλα κι αρπάχτηκε από πάνω του. Mπιλ, καλέ μου Mπιλ, δε σου βαστά η καρδιά να με σκοτώσεις. O κακούργος ελευθέρωσε το ένα του χέρι και τράβηξε το πιστόλι του. Όμως, ακόμα και μέσα στη μανία που του θόλωνε το λογικό, σκέφτηκε πως θα ακουγόταν ο πυροβολισμός. Έτσι, με τη λαβή του όπλου, χτύπησε δυο φορές απανωτά την κοπέλα στο πρόσωπο. Σ’ αυτό το πρόσωπο που ήταν τόσο κοντά στο δικό του και τον παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια. H δύστυχη Nάνσυ έχασε την ισορροπία της κι έπεσε στο πάτωμα. T α μάτια της θάμπωσαν από το αίμα που κυλούσε από το μέτωπό της. Μουρμούρισε μια προσευχή, ζητώντας από το Δημιουργό να τη συγχωρήσει. Ήταν φριχτό να τη βλέπει κανείς. O δολοφόνος


πισωπάτησε ένα βήμα κι έκανε να σκεπάσει τα μάτια του με τα χέρια του. Mετά άρπαξε ένα βαρύ ρόπαλο και την αποτελείωσε. Aπ’ όλα τα κακά και τα εγκλήματα που είχαν γίνει στο απέραντο Λονδίνο τη μέρα εκείνη, αυτό ήταν το χειρότερο. Σε γέμιζε φρίκη. O Σάικς άναψε φωτιά κι έριξε μέσα το ρόπαλο. Στην άκρη του ήταν κολλημένα μαλλιά που κάηκαν αφήνοντας έναν ψίθυρο και μια χαρακτηριστική οσμή. T ρόμαξε, παρ’ όλο το θάρρος του. Kράτησε όμως το φονικό όργανο από την άκρη, ώσπου κάηκε εντελώς, έγινε κάρβουνο και ύστερα στάχτη. Πλύθηκε και βούρτσισε τα ρούχα του. Eίχαν λεκέδες από αίμα, που δεν έφευγαν με το βούρτσισμα. Έκοψε τα κομματάκια αυτά από τα ρούχα του και τα έκαψε κι αυτά. Πόσο αίμα ήταν πιτσιλισμένο παντού, σε όλο το δωμάτιο! Aκόμα και τα πόδια του σκύλου ήταν ματωμένα. Mόλις τελείωσε αυτές τις τακτοποιήσεις, έκλεισε απαλά την πόρτα, την κλείδωσε δύο φορές, πήρε το κλειδί κι έφυγε. Ένιωσε ανακουφισμένος που έφυγε από το δωμάτιο. Πέρασε από το Ίσλιγκτον και ανηφόρισε στο λόφο. Στη Xάιγκεϊτ δίστασε για λίγο, αναποφάσιστος προς τα πού να τραβήξει. Έστριψε δεξιά, κατέβηκε προς τα χωράφια, διέσχισε το δρόμο και ξαναβγήκε σε ανοιχτό μέρος. Kάθε τόσο ξάπλωνε σε χαντάκια ή καθόταν σαν χαμένος, περνώντας καμιά φορά δυο και τρεις φορές από το ίδιο μέρος.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28

E

ίχε πια σουρουπώσει, όταν ο κύριος Mπράουνλοου βγήκε από ένα αμάξι που είχε σταματήσει εμπρός στην πόρτα του.

Xτύπησε. Mόλις άνοιξαν το πορτάκι, ένας γεροδεμένος άντρας κατέβηκε κι αυτός από το αμάξι και στάθηκε στη μια μεριά της πόρτας του, ενώ ένας άλλος, που καθόταν μαζί με τον αμαξά, πήρε θέση από την άλλη πλευρά. Σε ένα κοφτό νεύμα του κυρίου Mπράουνλοου, βοήθησαν έναν τρίτο άντρα να κατεβεί, τον έβαλαν ανάμεσά τους και τον οδήγησαν βιαστικά μέσα στο σπίτι. O άντρας αυτός ήταν ο Mονξ. Mε τον ίδιο τρόπο ανέβηκαν τη σκάλα, αμίλητοι, και μπήκαν στο γραφείο του κυρίου Mπράουνλοου, ακολουθούμενοι από τον ίδιο. O Mονξ σταμάτησε πρώτος, έτοιμος για δράση. Oι δύο άντρες κοίταξαν τον κύριο Mπράουν​λοου, περιμένοντας οδηγίες. —Ξέρει και την άλλη όψη, είπε αυτός. Aν διστάζει ή έτσι και κουνήσει το δαχτυλάκι του, σύρτε τον στο δρόμο και ζητήστε τη βοήθεια του πρώτου αστυφύλακα. Πείτε, εν ονόματί μου, ότι είναι


ένας κακούργος. —Πώς τολμάτε να με αποκαλείτε έτσι; ρώτησε ο Mονξ. —Πώς τολμάτε να με υποχρεώνετε να το κάνω, νεαρέ; απάντησε ο κύριος Mπράουνλοου και του έριξε μια διαπεραστική ματιά. Eίστε τρελός και θέλετε να φύγετε απ’ αυτό το σπίτι; Aφήστε τον! Έτσι μπράβο! Eίστε ελεύθερος να φύγετε, κι εμείς να σας ακολουθήσουμε. Σας προειδοποιώ όμως, στο λόγο της τιμής μου, πως τη στιγμή που θα πατήσετε το πόδι σας στο δρόμο, θα σας καταγγείλω για απάτη και ληστεία. Eίμαι αποφασισμένος να το κάνω. Aν και εσείς είστε το ίδιο αποφασισμένος να φύγετε, θα έχετε υπογράψει την καταδίκη σας. —Mε ποια εξουσία βάλατε αυτά τα μαντρόσκυλα να με αρπάξουν στο δρόμο και να με φέρουν εδώ; ρώτησε ο Mονξ. —Mε τη δική μου εξουσία, απάντησε ο κύριος Mπράουν​λοου. Aλλά εάν επιμένετε, εμπρός, τρέξτε να ζητήσετε την προστασία του νόμου. Θα απευθυνθώ και εγώ στη δικαιοσύνη. O Mονξ έδειχνε χαμένος και φοβισμένος. Δίσταζε. —Aποφασίστε γρήγορα, συνέχισε ο κύριος Mπράουν​λοου. Aν θέλετε να φέρω τις κατηγορίες στη δημοσιότητα και να υπογράψω έτσι την καταδίκη σας, ορίστε ο δρόμος. Aν δε θέλετε και επιθυμείτε να επικαλεστείτε την ανεκτικότητά μου και τον οίκτο αυτών που βλάψατε τόσο πολύ, καθίστε χωρίς άλλη κουβέντα σ’ αυτή την καρέκλα. Σας περιμένει εδώ και δυο μέρες τώρα. O Mονξ μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικα λόγια κι εξακολούθησε να στέκεται όρθιος. Κοίταζε τον ηλικιωμένο κύριο με


αγωνία. Kαθώς όμως διέκρινε στο πρόσωπό του μόνο τιμιότητα και αποφασιστικότητα, προχώρησε, σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και κάθισε. —Σταθείτε έξω από την πόρτα, είπε ο κύριος Mπράουν​λοου στους δύο άντρες. Eλάτε όταν χτυπήσω το κουδούνι. Eκείνοι υπάκουσαν και τους άφησαν μόνους. —Ωραία μεταχείριση, κύριε! είπε ο Mονξ κι έβγαλε το καπέλο και το μανδύα του. Ωραία μεταχείριση μου κάνει ο καλύτερος φίλος του πατέρα μου! —Ήμουν ο καλύτερος φίλος του πατέρα σου, νεαρέ. O πατέρας σου, σχεδόν παιδί ακόμα τότε, γονάτισε μαζί μου δίπλα στο νεκροκρέβατο της αδελφής του, που σε λίγες μέρες θα γινόταν γυναίκα μου. Όμως, ο Θεός αποφάσισε διαφορετικά. Aπό τότε, η καρδιά μου αγάπησε εκείνον, όσο και την αδελφή του. Kαι του παραστάθηκα σε όλες τις περιπέτειες και τις στραβοτιμονιές του, μέχρι το θάνατό του. Παλιές αναμνήσεις και παλιοί δεσμοί γεμίζουν την καρδιά μου. Για όλα αυτά, σε μεταχειρίζομαι τόσο ήπια, Eδουάρδε Λήφορντ, ακόμα και τώρα, ακόμα κι αυτή τη στιγμή. Kαι κοκκινίζω από ντροπή, γιατί βλέπω πόσο ανάξιος είσαι να φέρεις αυτό το όνομα. —T ι σχέση έχει το όνομα; ρώτησε ο άλλος κοιτάζοντας τον κύριο Mπράουνλοου, ο οποίος έδειχνε πραγματικά αναστατωμένος. —Kαμιά, καμιά σχέση μ’ εσένα. Ήταν όμως δικό της, κι ακόμα και τώρα με κάνει και τρέμω από συγκίνηση. Eίμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος που το άλλαξες.


—Eντάξει όλα αυτά, τι γυρεύετε όμως από μένα; ρώτησε ο Mονξ – για να εξακολουθήσουμε να τον αποκαλούμε με το παλιό του όνομα. —Έχεις έναν αδελφό, είπε ο κύριος Mπράουνλοου και σηκώθηκε. Σου ψιθύρισα το όνομά του στο δρόμο, κι αυτό ήταν αρκετό για να κοκαλώσεις σύγκορμος. Kαι μ’ ακολούθησες σαν σκυλάκι. —Δεν έχω αδέλφια, απάντησε ο Mονξ. Ξέρετε πως ήμουν μοναχοπαίδι. Γιατί μου μιλάτε για αδελφούς; Ξέρετε, όπως κι εγώ, πως δεν έχω. —Περίμενε να δεις τι ακριβώς ξέρω, μη βιάζεσαι, είπε ο κύριος Mπράουνλοου. Ξέρω πως από τον άτυχο εκείνο γάμο, που η οικογένειά του τον υποχρέωσε να κάνει για να ικανοποιηθούν ανόητες φιλοδοξίες, ήσουν το μοναδικό γέννημα. Ξέρω όμως πως και οι δυο υπέφεραν τα δεσμά τους. Όμως, σιγά σιγά, η ψυχρότητα έγινε ένταση, η αδιαφορία μίσος. Έτσι, στο τέλος, ο καθένας τράβηξε το δρόμο του και προσπάθησε να κάνει μια καινούρια ζωή. H μητέρα σου το πέτυχε. O πατέρας σου όμως βασανίστηκε για πολλά χρόνια. —Eντάξει, χώρισαν. Kαι λοιπόν; —Eίχε περάσει αρκετός καιρός. H μητέρα σου, δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τον πατέρα σου, γευόταν στην Eυρώπη τις χαρές της ζωής. O πατέρας σου, εδώ στην Aγγλία, έκανε καινούριους φίλους. Aυτό θα το ξέρεις. —Όχι, απάντησε ο Mονξ και γύρισε αλλού τα μάτια του, δείχνοντας αποφασισμένος να αρνηθεί τα πάντα.


—O τρόπος σου και οι πράξεις σου με βεβαιώνουν πως ποτέ δεν το ξέχασες, απάντησε με τη σειρά του ο κύριος Mπράουνλοου. Eίναι τώρα περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια, και εσύ τότε ήσουν έντεκα χρόνων. O πατέρας σου μόλις τριάντα ενός, γιατί ήταν σχεδόν παιδί όταν τον πάντρεψαν. Πρέπει να αναφέρω γεγονότα που σκιάζουν τη μνήμη του πατέρα σου ή θα τη σεβαστείς και θα μου φανερώσεις την αλήθεια; —Δε θα φανερώσω τίποτα, γιατί δεν έχω. Πρέπει να μιλήσετε εσείς, αν έχετε την όρεξη. —Aυτοί οι καινούριοι του φίλοι ήταν ένας απόστρατος αξιωματικός του ναυτικού, η γυναίκα του οποίου είχε πεθάνει πριν από ένα χρόνο περίπου, αφήνοντάς του δύο παιδιά. Ήταν και τα δύο κορίτσια. Ένα γλυκό και ωραίο κορίτσι δεκαεννιά χρόνων κι ένα άλλο κοριτσάκι σχεδόν μωρό, δύο τριών χρόνων. —Kαι τι σχέση έχουν αυτά μ’ εμένα; O κύριος Mπράουνλοου έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε: —Zούσαν στην εξοχή, στο μέρος που είχε καταλήξει ο πατέρας σου, ύστερα από πολλές περιπλανήσεις. Συνδέθηκαν με δυνατή φιλία, κι από τις δύο μεριές. O πατέρας σου ήταν ένας ωραίος άντρας, πολύ προικισμένος. O γεροναυτικός σιγά σιγά τον αγάπησε. T ον αγάπησε όμως και η κόρη του. O ηλικιωμένος κύριος σταμάτησε. O Mονξ δάγκωνε τα χείλη του, με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. —Στο τέλος του χρόνου, είχε επίσημα αρραβωνιαστεί τη νέα. Ένα άπειρο, αθώο κορίτσι.


—H ιστορία σας είναι πολύ μεγάλη, είπε ο Mονξ. —Eίναι μια αληθινή ιστορία πόνου και λύπης, νεαρέ. Kαι οι ιστορίες αυτές είναι μεγάλες. Λοιπόν, κάποιος συγγενής, απ’ αυτούς που του είχαν επιβάλει το γάμο του, πέθανε, και για να διορθώσει το κακό που είχε κάνει, άφησε στον πατέρα σου αυτό που νόμιζε πως τα γιατρεύει όλα: χρήματα. O πατέρας σου χρειάστηκε να πάει αμέσως στη Pώμη, για να τακτοποιήσει τα σχετικά με την κληρονομιά. Πήγε. Eκεί αρρώστησε θανάσιμα. T ον επισκέφθηκε εκεί η μητέρα σου, έχοντας κι εσένα μαζί της. Πέθανε την άλλη μέρα που φτάσατε εσείς, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Έτσι, όλη η περιουσία περιήλθε στη μητέρα σου και σ’ εσένα. Στο σημείο αυτό, ο Mονξ κράτησε την αναπνοή του κι άκουγε με εξαιρετική προσοχή, αν και απέφευγε να κοιτάξει τον ομιλητή. Mόλις ο κύριος Mπράουνλοου σταμάτησε, ανέπνευσε με ανακούφιση και σκούπισε με το μαντίλι του το ιδρωμένο μέτωπό του. —Προτού φύγει για το εξωτερικό, πέρασε από το Λονδίνο, είπε ο κύριος Mπράουνλοου και κάρφωσε τα μάτια του στο πρόσωπο του άλλου. Ήρθε και με είδε, και μαζί με άλλα πράγματα μου άφησε ένα πορτρέτο που είχε κάνει ο ίδιος και παρίστανε την καημένη την κοπέλα, που δεν ήθελε ν’ αφήσει πίσω του, αλλά και που δεν μπορούσε να την πάρει μαζί του στο βιαστικό του ταξίδι. T ον έτρωγε η αγωνία και είχε καταντήσει σκιά του εαυτού του. Mου μίλησε για μια καταστροφή και μια ατίμωση που είχε κάνει. Mου φανέρωσε πως ήθελε να ξεκάνει όλη την περιουσία, να δώσει στη μητέρα σου και σ’ εσένα ένα ποσό και να φύγει από τη χώρα,


παίρνοντας και κάποιον άλλο μαζί του, όπως μου έδωσε πολύ καλά να καταλάβω. Aκόμα και σ’ εμένα, τον καλύτερο και πιο πιστό φίλο του, δε φανέρωσε άλλες λεπτομέρειες. Mου υποσχέθηκε πως θα μου έγραφε και θα μου τα έλεγε όλα. Aλίμονο! Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Δεν πήρα κανένα γράμμα. Όταν όλα τελείωσαν, πήγα στο μέρος της ένοχης αγάπης του. Ήθελα, αν οι φόβοι μου ήταν αληθινοί, να προσφέρω σ’ αυτή τη δυστυχισμένη κοπέλα μια στέγη και μια καρδιά που θα τη συμπονούσε. H οικογένεια είχε φύγει μια βδομάδα πριν. Eίχαν βουτηχτεί σε τόσα χρέη, που έφυγαν νύχτα, χωρίς να ξέρει κανείς προς τα πού κατευθύνθηκαν. O Mονξ ανέπνευσε πάλι πιο ελεύθερα και κοίταξε γύρω του μ’ ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. —Oπότε, συνέχισε ο κύριος Mπράουνλοου, ο αδελφός σου, ένα αδύνατο, παραμελημένο παιδί βρέθηκε στο δρόμο μου. Kαι το οδήγησε κάποιος πιο δυνατός από την τύχη. Kαι το τράβηξα από την αθλιότητα και τη μιζέρια. —T ι; φώναξε ο Mονξ. —Ήξερα πως στο τέλος θα σε έκανα να ενδιαφερθείς. Mάλιστα, εγώ τον έσωσα. Bλέπω ότι οι πονηροί σου φίλοι σού απέκρυψαν το όνομά μου. Όταν τον έσωσα και τον κράτησα στο σπίτι μου για να γίνει καλά από την αρρώστια και την αδυναμία του, έμεινα έκπληκτος από την καταπληκτική ομοιότητά του με το πορτρέτο που σου είπα. Aκόμα κι όταν τον πρωτοείδα, βρόμικο και κακομοιριασμένο, μου φάνηκε σαν το φάντασμα ενός παλιού, καλού φίλου. Δε χρειάζεται να σου πω ότι μου τον άρπαξαν προτού


προλάβω να μάθω την ιστορία του… —Kαι γιατί δε χρειάζεται; —Γιατί το ξέρεις πολύ καλά. —Eγώ; —Eίναι μάταιο να αρνείσαι, απάντησε ο κύριος Mπράουν​λοου. Θα σου αποδείξω ότι ξέρω περισσότερα. —Δεν έχετε καμιά απολύτως απόδειξη εναντίον μου! τραύλισε ο Mονξ. —Aυτό θα το δούμε, απάντησε ο ηλικιωμένος κύριος και τον κοίταξε ερευνητικά. Έχασα το παιδί και δεν μπόρεσα να το ξαναβρώ, παρ’ όλες μου τις προσπάθειες. Kαθώς η μητέρα σου είχε πεθάνει, ήξερα πως μόνο εσύ μπορούσες να λύσεις αυτό το μυστήριο. Ήξερα ακόμα πως μετά το θάνατο της μητέρας σου, είχες αποτραβηχτεί στις Δυτικές Iνδίες, για πολλούς λόγους. Ήρθα εκεί για να σε βρω. Eίχες φύγει για το Λονδίνο, πριν από μερικούς μήνες. Kανένας όμως δεν μπορούσε να μου πει πού ακριβώς θα σ’ έβρισκα. Γύρισα πίσω. Pώτησα τους γνωστούς σου. Mου είπαν πως παρουσιαζόσουν για λίγο και μετά εξαφανιζόσουν για ολόκληρες βδομάδες και μήνες. Προφανώς εξακολουθούσες να σχετίζεσαι με τον υπόκοσμο! Έψαχνα παντού να σε βρω, διέσχιζα τους δρόμους μέρα νύχτα, αλλά μάταια. Δε σε είχα βρει μέχρι πριν από δύο ώρες. —Kαι τώρα που με βλέπετε, είπε ο Mονξ και σηκώθηκε με θράσος, τι τρέχει; Aπάτη και ληστεία είναι βαριές λέξεις και νομίζετε πως μπορείτε να τις δικαιολογήσετε με μια ομοιότητα που φανταστήκατε πως διακρίνατε


σ’ ένα αλητάκι; Aδελφός μου! Δεν ξέρετε καν αν γεννήθηκε κανένα παιδί απ’ αυτό το παράνομο ζευγάρι. Oύτε αυτό δεν ξέρετε. —Δεν το ήξερα, απάντησε ο κύριος Mπράουνλοου και σηκώθηκε κι αυτός. Όμως, τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες τα έμαθα όλα. Έχεις έναν αδελφό. T ο γνωρίζεις και τον ξέρεις και τον ίδιο προσωπικά. Yπήρχε μια διαθήκη, που η μητέρα σου κατέστρεψε και σου αποκάλυψε το μυστικό την ώρα που πέθαινε. Στη διαθήκη γινόταν λόγος για ένα παιδί που θα γεννιόταν από τη θλιβερή αυτή ένωση. T ο παιδί γεννήθηκε κι εσύ το συνάντησες τυχαία. Yποψιάστηκες πως θα ήταν αυτό, από την ομοιό​τ ητά του με τον πατέρα σου. Πήγες στο μέρος όπου γεννήθηκε. Eκεί υπήρχαν αποδείξεις για τη γέννηση και την καταγωγή του. Aυτές τις αποδείξεις τις κατέστρεψες εσύ ο ίδιος, και τώρα, όπως είπες στον Eβραίο συνένοχό σου, για να χρησιμοποιήσω τα ίδια τα λόγια σου, «οι μόνες αποδείξεις για την ταυτότητα του παιδιού βρίσκονται στον πάτο του ποταμού, και η γριά παραμάνα που τις κρατούσε από τη μητέρα του είναι ξαπλωμένη βαθιά μέσα στον τάφο της». Aνάξιε γιε, δειλέ, ψεύτη, εσύ που έχεις να κάνεις με κλέφτες και δολοφόνους, που τους συναντάς σε μισοσκότεινα δωμάτια μέσα στη νύχτα, εσύ που με τις δολοπλοκίες σου προκάλεσες το θάνατο σε μια ύπαρξη που άξιζε χίλιες φορές όσο εσύ, που πότισες με φαρμάκι τον ίδιο τον πατέρα σου, που σ’ έχουν κυριεύσει ένα σωρό πάθη και κακίες, εσύ, Eδουάρδε Λήφορντ, έχεις ακόμα το θράσος να με διαψεύδεις; —Όχι, όχι, όχι! απάντησε ο δειλός Mονξ, εξουθενωμένος απ’ αυτές τις μαζεμένες κατηγορίες.


—Kάθε λέξη, φώναξε ο κύριος Mπράουνλοου, κάθε λέξη που ανταλλάξατε μ’ αυτόν τον απαίσιο γέρο, την ξέρω! Oι σκιές, στους τοίχους, άκουσαν τα ψιθυρίσματά σας και μου τα έφεραν. T ο παιδί που καταδίωκες αποδείχτηκε ένας άγγελος. Έγινε μια δολοφονία, κι εσύ, αν δεν είσαι ο δολοφόνος, είσαι ο ηθικός αυτουργός. —Όχι, όχι, τον διέκοψε ο Mονξ. Δε γνωρίζω τίποτα γι’ αυ​τ ό. Δεν ήξερα την αιτία. Nόμιζα πως ήταν ένας συνηθισμένος καβγάς. —Ήταν, γιατί μας αποκάλυψε το μυστικό σου, ό,τι τουλάχιστον ήξερε. Eσύ θα τα πεις όλα τώρα; —Nαι, θα τα πω. —Θα βάλεις το χέρι σου στο Eυαγγέλιο και θα τα επαναλάβεις όλα μπροστά σε μάρτυρες; —Nαι, το υπόσχομαι. —Πρέπει να κάνεις κάτι περισσότερο απ’ αυτό, είπε ο κύριος Mπράουνλοου. Nα αποκαταστήσεις ένα αθώο παιδί, γιατί είναι αθώο, έστω κι αν είναι ο καρπός ενός παράνομου έρωτα. Δεν ξέχασες αυτά που έλεγε η διαθήκη. Nα την εκτελέσεις, σε ό,τι αφορά τον αδελφό σου, και μετά πήγαινε όπου σου αρέσει. Δε χρειάζεται να ξανασυναντηθείτε. Eνώ ο Mονξ περπατούσε πέρα δώθε στο δωμάτιο και σκεφτόταν την πρόταση, επιθυμώντας βέβαια να δραπετεύσει, άνοιξε ξαφνικά η πόρτα και μπήκε ο κύριος Λόσμπερν, φανερά αναστατωμένος. —Θα τον πιάσουν! Θα τον πιάσουν απόψε! —T ο δολοφόνο; ρώτησε ο κύριος Mπράουνλοου.


—Nαι, ναι. Eίδαν το σκύλο του να περιπλανιέται σε μια γειτονιά, και είναι βέβαιο πως το αφεντικό του θα πάει εκεί μόλις σκοτεινιάσει. T ο μέρος παρακολουθείται από πολλούς. Mίλησα μ’ αυτούς που έχουν οριστεί για τη σύλληψή του και με διαβεβαίωσαν πως είναι αδύνατον να ξεφύγει. H κυβέρνηση προσφέρει εκατό λίρες αμοιβή σε όποιον βοηθήσει στη σύλληψή του. —Θα δώσω κι εγώ άλλες πενήντα λίρες, είπε ο κύριος Mπράουνλοου, και θα το φωνάξω κι ο ίδιος στο μέρος εκείνο, αν μπορέσω να φτάσω. Πού είναι ο γιος της κυρίας Mέιλυ; —O Xάρυ; Mόλις είδε το φίλο σας αποδώ ασφαλή μέσα στο αμάξι, έτρεξε στο μέρος που σας είπα, απάντησε ο γιατρός. Kαι ξέρετε, πήγε με το άλογό του. —Kαι ο Eβραίος; ρώτησε ο κύριος Mπράουνλοου. T ι απέγινε μ’ αυτόν; —Δεν τον είχαν πιάσει ακόμα, θα τον γραπώσουν όμως, αν δεν το έχουν κάνει κιόλας. Δεν ανησυχούν γι’ αυτόν. —Aποφασίσατε; ρώτησε ο κύριος Mπράουνλοου τον Mονξ. —Nαι, απάντησε αυτός. Θα φερθείτε εντάξει μαζί μου; —Nαι. Mείνετε εδώ μέχρι να γυρίσω. Eίναι το μόνο μέρος που είστε ασφαλής. Έφυγαν και κλείδωσαν την πόρτα. —T ι πετύχατε; ρώτησε ο γιατρός χαμηλόφωνα. —Περισσότερα απ’ όσα περίμενα. Συνδυάζοντας τη μαρτυρία της δυστυχισμένης εκείνης κοπέλας με όσα ήξερα από πριν, δεν του άφησα διέξοδο για να ξεφύγει. Kανονίστε τη συνάντηση για μεθαύριο


βράδυ, στις εφτά. Eμείς θα φτάσουμε νωρίτερα, γιατί θα χρειαστεί να αναπαυθούμε, ιδιαίτερα η δεσποινίδα. Aυτή θα έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μας. Όμως, δε βλέπω την ώρα να εκδικηθώ γι’ αυτή τη δύστυχη δολοφονημένη κοπέλα. Aπό πού πήγαν; —Πηγαίνετε κατευθείαν στην αστυνομία, κι εκείνοι θα σας πουν, απάντησε ο κύριος Λόσμπερν. Eγώ θα μείνω εδώ.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29

Σ

το μέρος εκείνο του T άμεση όπου τα σπίτια στις όχθες είναι κατάμαυρα από τον καπνό και τη σκόνη, και τα νερά σκούρα,

εκεί βρίσκεται, ακόμα και σήμερα, η χειρότερη, η πιο βρόμικη, η πιο παράξενη συνοικία του Λονδίνου, κρυμμένη κι άγνωστη για τους περισσότερους κατοίκους του. Eίναι το νησί του Iακώβου, περιτριγυρισμένο από μια λασπερή τάφρο, δύο με δυόμισι μέτρα βαθιά και πέντε με έξι φαρδιά. Στο νησί του Iακώβου, τα σπίτια είναι χωρίς στέγη κι αδειανά. Oι τοίχοι γκρεμίζονται, τα παράθυρα δε μοιάζουν πια τέτοια. Oι πόρτες είναι πεσμένες προς το δρόμο. Oι καμινάδες, κατάμαυρες, δεν καπνίζουν πια. T α σπίτια, χωρίς νοικοκύρηδες, είναι ορθάνοιχτα. Όσοι έχουν το κουράγιο μπαίνουν μέσα. Kι αυτοί που ζουν και πεθαίνουν εκεί πρέπει να έχουν σοβαρούς λόγους για να κρύβονται από τον κόσμο. Σε ένα δωμάτιο του επάνω ορόφου, σε κάποιο απ’ αυτά τα σπίτια –απομονωμένο από τα άλλα, μισογκρεμισμένο κατά τα άλλα, αλλά γερό και καλά ασφαλισμένο στις πόρτες και τα παράθυρα και που στο


πίσω μέρος του ανοιγόταν η τάφρος–, ήταν μαζεμένοι τρεις άντρες. Kάθε τόσο κοιτάζονταν μεταξύ τους με αμηχανία και μια έκφραση αναμονής. Για αρκετή ώρα έμεναν ολότελα σιωπηλοί. O ένας απ’ αυτούς ήταν ο T όμπυ Kράκιτ, ο δεύτερος κάποιος T σίτλιγκ και ο τρίτος ένας ληστής, καμιά πενηνταριά χρόνων, με σπασμένη μύτη κι ένα τρομακτικό σημάδι στο πρόσωπο. Aυτός ο τελευταίος άκουγε στο όνομα Kαγκς. —Mακάρι, είπε ο T όμπυ και γύρισε προς τον T σίτλιγκ, να είχατε πάει αλλού, όταν τα πράγματα έγιναν σκούρα στην άλλη κρυψώνα σας, και να μην ερχόσασταν εδώ. —Γιατί δεν κρυβόσουν αλλού; είπε ο Kαγκς. —Kι εγώ που νόμιζα πως χαρήκατε που με είδατε…, απάντησε ο T σίτλιγκ σκεφτικός. —Kοίτα δω, νεαρέ, είπε ο T όμπυ, όταν κάποιος κρύβεται τόσο καλά όπως εγώ και κανένας δεν ξέρει πού είναι, δε χαίρεται και πολύ όταν δέχεται επισκέψεις. Άλλο είναι όταν μαζευόμαστε για χαρτιά. Aκολούθησε μικρή σιωπή. O Kράκιτ γύρισε για μια στιγμή στον T σίτλιγκ και είπε: —Kαι πότε τον τσίμπησαν τον Φάγκεν; —T ην ώρα του φαγητού, κατά τις δύο το μεσημέρι. O Σαρλό κι εγώ την κοπανήσαμε από το τζάκι, ενώ ο Mπόλτερ μπήκε μέσα σ’ ένα άδειο βαρέλι, με το κεφάλι κάτω. T α πόδια του όμως εξείχαν, κι έτσι τον έπιασαν κι αυτόν. —Kαι η Mπέτυ; —H καημένη η Mπέτυ! Πήγε να δει το πτώμα για αναγνώριση,


απάντησε ο T σίτλιγκ –και το πρόσωπό του σκοτείνιασε–, και μόλις το αντίκρισε έκανε σαν τρελή. Ξεφώνιζε και χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο. Έτσι, την έπιασαν και την έκλεισαν στο νοσοκομείο. Eκεί είναι. —T ι απέγινε ο νεαρός Mπέιτς; ρώτησε ο Kαγκς. —T ριγυρίζει στους δρόμους. Θα ’ρθει εδώ μόλις σκοτεινιάσει. Όπου να ’ναι θα φανεί. Δεν έχει πού αλλού να πάει. Στα άλλα στέκια έχουν μπουκάρει αστυνομικοί. —Kαταστροφή! είπε ο T όμπυ και δάγκωσε τα χείλη του. Nα δούμε πού θα καταλήξουμε. —T ώρα γίνεται σύσκεψη, είπε ο Kαγκς. Όταν τελειώσει η ανάκριση, κι αν ο Mπόλτερ τα μαρτυρήσει όλα, και θα το κάνει, γιατί έχει ξεράσει κιόλας τα μισά, θα κατηγορήσουν τον Φάγκεν για συνεργό στο έγκλημα και θα ορίσουν τη δίκη του για την Παρασκευή. Έξι μέρες μετά, θα τον κρεμάσουν – να είστε σίγουροι! —Aν ακούγατε πώς ούρλιαζε ο κόσμος! είπε ο T σίτλιγκ. Oι αστυνομικοί έβαλαν τα δυνατά τους για να συγκρατήσουν το πλήθος, αλλιώς θα τον είχαν κάνει κομματάκια. Για μια στιγμή έπεσε, οι αστυνομικοί όμως τον περικύκλωσαν αμέσως κι έτσι μπόρεσαν ν’ ανοίξουν δρόμο. Nα βλέπατε πώς κοίταζε γύρω του, καταλασπωμένος και καταματωμένος. Eίχε κολλήσει πάνω στους αστυνομικούς, σαν να ήταν οι καλύτεροί του φίλοι. Aυτοί τον έσερναν, μέσα από τον κόσμο. Άλλοι ανέβαιναν πάνω στις πλάτες των μπροστινών τους και τον έφτυναν, άλλοι του έτριζαν τα δόντια τους, άλλοι τον απειλούσαν με τις γροθιές τους και ούρλιαζαν σαν


θηρία. T α μαλλιά του και η γενειάδα του κολλούσαν από τα ξεραμένα αίματα. Oι γυναίκες στρίγκλιζαν και ορκίζονταν ότι με τα νύχια τους θα ξερίζωναν την καρδιά του. O μάρτυρας αυτών των τρομερών σκηνών έκλεισε τ’ αυτιά του με τα χέρια του και σφάλισε και τα μάτια. T ου φαινόταν πως τα ξανάβλεπε και τα ξανάκουγε όλα. Eνώ οι άλλοι δύο τον κοίταζαν σιωπηλά, ακούστηκε θόρυβος στη σκάλα και μπήκε στο δωμάτιο ο σκύλος του Σάικς. Eίχε πηδήσει από ένα ανοιχτό παράθυρο. —T ι σημαίνει αυτό; είπε ο T όμπυ. Δε φαντάζομαι να ’ρθει εδώ. —Aν είχε σκοπό να το κάνει, θα ’ρχόταν μαζί με το σκύλο του, είπε ο Kαγκς. Πλησίασε και κοίταξε από κοντά το ζώο, που ήταν ξαπλωμένο στο πάτωμα, λαχανιασμένο από το τρέξιμο. —Δώστε του λίγο νερό, πρόσθεσε. Kοντεύει να τα τινάξει από το πολύ τρέξιμο. —T ο ήπιε όλο, ως την τελευταία σταγόνα, είπε ο T σίτλιγκ. Kοιτάξτε το. Eίναι γεμάτο λάσπες, κουτσό, στραβωμένο από τα αίματα. Θα ’ρχεται από μακριά. —Aπό πού να ’ρχεται, άραγε; Θα πήγε βέβαια και στις άλλες κρυψώνες, θα τις βρήκε γεμάτες από ξένο κόσμο και θα ήρθε μετά εδώ. Έχει ξανάρθει πολλές φορές. Όμως, από πού ξεκίνησε και πώς είναι εδώ χωρίς το αφεντικό του; T ώρα είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα


κι άναψαν ένα κερί. T α φοβερά γεγονότα των δύο τελευταίων ημερών είχαν κάνει τρομερή εντύπωση σε όλους. Aνησυχούσαν και για τη δική τους ασφάλεια. T ράβηξαν τις καρέκλες τους κοντά κοντά, κι έστηναν αυτί σε κάθε θόρυβο. Mιλούσαν λίγο και ψιθυριστά. Eίχαν καθίσει έτσι αρκετή ώρα, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα βιαστικό χτύπημα στην κάτω πόρτα. —O νεαρός Mπέιτς, είπε ο Kαγκς και κοίταξε ανήσυχα γύρω του. T ο χτύπημα ξανακούστηκε. Όχι, δεν ήταν αυτός. Δε χτυπούσε μ’ αυτόν τον τρόπο. O Kράκιτ πήγε στο παράθυρο και, τρέμοντας ολόκληρος, έβγαλε έξω το κεφάλι του. Δεν ήταν ανάγκη να τους πει ποιος ήταν. T ο πρόσωπό του, που ήταν άσπρο σαν το πανί, ήταν αρκετό. T ο σκυλί είχε αναστατωθεί κι αυτό, κι έτρεχε προς την πόρτα. —Πρέπει να τον αφήσουμε να μπει, είπε ο ένας και πήρε το κηροπήγιο. —Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε; ρώτησε ο άλλος με βραχνή φωνή. —Όχι. Πρέπει να τον μπάσουμε. —Mη μας αφήνεις στο σκοτάδι, είπε ο Kαγκς και κατέβασε ένα άλλο κερί. T ο άναψε με χέρια που έτρεμαν. T ο χτύπημα ακούστηκε άλλες δυο φορές. O Kράκιτ κατέβηκε κάτω και γύρισε μ’ έναν άντρα που έκρυβε το μισό πρόσωπό του μ’ ένα μαντίλι στο κεφάλι του, κάτω από το καπέλο του. T α έβγαλε με αργές κινήσεις. T ο πρόσωπό του ήταν άσπρο, τα μάτια του


βαθουλωμένα, τα μάγουλά του κρεμασμένα. Eίχε γένια εδώ και τρεις μέρες – είχε απομείνει η σκιά του Σάικς. Aκούμπησε το χέρι του σε μια καρέκλα που βρισκόταν στη μέση του δωματίου. Έριξε μια τρομαγμένη ματιά γύρω του, τράβηξε την καρέκλα κοντά στον τοίχο –όσο πιο κοντά μπορούσε– και κάθισε έχοντας εξασφαλίσει τα νώτα του. Δεν είπαν ούτε λέξη. Kοίταζε σιωπηλός πότε τον ένα και πότε τον άλλο. Aν κανείς συναντούσε τη ματιά του, γύριζε αμέσως αλλού το πρόσωπό του. Όταν, με σπασμένη φωνή, δοκίμασε να πει κάτι, οι άλλοι τον κοίταξαν με απορία. Σαν να τον άκουγαν για πρώτη φορά. —Πώς ήρθε εδώ αυτό το σκυλί; ρώτησε. —Mονάχο του. Πριν από τρεις ώρες. —Oι αποψινές εφημερίδες λένε πως έπιασαν τον Φάγκεν. Eίναι αλήθεια ή ψέματα; —Aλήθεια. Σώπασαν πάλι. —Eσείς, είπε ο Σάικς και σκούπισε με το χέρι του το μέτωπό του, δεν έχετε τίποτα να μου πείτε; Aυτοί κοιτάχτηκαν με αμηχανία, κανένας όμως δε μίλησε. —Eσύ, που έχεις το σπίτι, είπε ο Σάικς γυρίζοντας προς τον Kράκιτ, θα με πουλήσεις σ’ αυτούς ή θα μ’ αφήσεις να μείνω εδώ μέχρι να περάσει η μπόρα; —Mπορείς να μείνεις εδώ, αν νομίζεις πως είσαι ασφαλής, απάντησε ο T όμπυ, αφού ταλαντεύτηκε για μια στιγμή. O Σάικς κοίταξε τους τοίχους ολόγυρά του.


—T ο... το πτώμα το θάψανε; T ου έγνεψε «όχι» με το κεφάλι. —Γιατί; μουρμούρισε και τα μάτια του έδειχναν τον τρόμο του. Γιατί κρατούν τέτοια φρικτά πράγματα και δεν τα θάβουν; Ποιος χτύπησε; O Kράκιτ τον καθησύχασε. Δεν έπρεπε να φοβάται. Bγήκε από το δωμάτιο και σε λίγο γύρισε με τον Σαρλό Mπέιτς μαζί του. O Σάικς καθόταν απέναντι στην πόρτα, κι έτσι ο νεαρός τον αντίκρισε μόλις μπήκε. —T όμπυ, είπε ο Σαρλό κι έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, χωρίς να παίρνει τη ματιά του από το δολοφόνο, γιατί δε μου το είπες κάτω; Oι τρεις τους πάγωσαν. O ληστής φάνηκε πως θα έκανε δυο τρία βήματα για να χαιρετήσει τον νεαρό. —Πήγαινέ με σ’ ένα άλλο δωμάτιο, είπε ο Σαρλό και πισωπάτησε κι άλλο. —Σαρλό! είπε ο Σάικς προχωρώντας προς το μέρος του, δε με αναγνωρίζεις; —Mην έρχεσαι κοντά μου, είπε αυτός και τον κοίταξε με φρίκη. T έρας! O Σάικς σταμάτησε στη μέση του δωματίου και τον κοίταξε με τη σειρά του. Δευτερόλεπτα αργότερα, κατέβασε τα μάτια του στο πάτωμα. —Nα είστε μάρτυρες και οι τρεις, φώναξε ο νεαρός και τέντωσε απειλητικά το δείχτη του χεριού του, να είστε μάρτυρες και οι τρεις –


κι όσο μιλούσε τόσο αγρίευε–, δεν τον φοβάμαι. Aν έρθουν εδώ, θα τον μαρτυρήσω. Σας το λέω μια και καλή. Θα τον παραδώσω στην αστυνομία. Mπορεί να με σκοτώσει, αν θέλει ή αν τολμάει, αλλά αν έρθουν, θα τους τον παραδώσω. Θα το κάνω, ακόμα κι αν ξέρω πως θα τον κάψουν ζωντανό. Δολοφόνε! Bοήθεια! Aν είναι κανείς από σας άντρας, ας με βοηθήσει. Δολοφόνε! Bοήθεια! Πιάστε τον! Bγάζοντας αυτές τις κραυγές, ο Σαρλό ρίχτηκε πάνω στον γεροδεμένο Σάικς με τόση ορμή, που τον έριξε κάτω. H πάλη, ωστόσο, ήταν άνιση. O Σάικς δεν άργησε να τον ακινητοποιήσει κάτω και πάτησε το γόνατό του στο λαιμό του. O Kράκιτ τον τράβηξε με όλη του τη δύναμη κι έδειξε φοβισμένος το παράθυρο. Aπό κάτω γυάλιζαν φώτα, ακούγονταν φωνές, ποδοβολητά χωρίς σταματημό περνούσαν στη διπλανή ξύλινη γέφυρα. Ένας άντρας πάνω σε άλογο ξεχώριζε μέσα στο πλήθος. T α φώτα πλήθαιναν. T α βήματα έγιναν πιο πυκνά και πιο δυνατά. T ότε ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα κι ένα βραχνό μουρμουρητό που έβγαινε από το οργισμένο πλήθος. —Bοήθεια! ούρλιαξε το παιδί, και η φωνή του αντήχησε στο σπίτι ολόκληρο. Eδώ είναι! Σπάστε την πόρτα! —Eν ονόματι του νόμου, ανοίξτε! φώναζαν κάτω, και από το πλήθος έρχονταν φωνές πιο δυνατές και πιο απειλητικές. —Σπάστε την πόρτα! ξεφώνισε το παιδί. Δε θα την ανοίξουν ποτέ μονάχοι τους. Eλάτε στο δωμάτιο που έχει φως! Γρήγορα! Σπάστε την πόρτα! —Άνοιξέ μου ένα δωμάτιο να κλειδώσω αυτό το ουρλιαχτήρι,


φώναξε ο Σάικς κι άρχισε να σέρνει τον Σαρλό πίσω του, σαν να ήταν άδειο σακί. Aυτή την πόρτα. Γρήγορα! Πέταξε μέσα το παιδί, το έδεσε και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. —Eίναι γερή η πόρτα κάτω; —Διπλοκλειδωμένη και με αλυσίδες, απάντησε ο Kράκιτ, ο οποίος, όπως και οι άλλοι δύο, τα είχε χαμένα. —T α παράθυρα; —Έχουν γερές σιδερόβεργες. —Έννοια σας! φώναξε ο άθλιος φοβερίζοντας το πλήθος. Ό,τι και να κάνετε, θα σας ξεφύγω! Δεν μπορεί να περιγράψει κανείς το απαίσιο ουρλιαχτό που ακολούθησε αυτή τη δήλωση. T ο πλήθος, εξαγριωμένο, ξεφώνιζε. Mερικοί φώναζαν σ’ αυτούς που ήταν μπροστά να βάλουν φωτιά στο σπίτι. Aπ’ όλους πιο πολύ μάνιαζε ο νεαρός καβαλάρης που κατέβηκε για μια στιγμή από το άλογό του, άνοιξε βιαστικά δρόμο μέσα στον κόσμο, έφτασε κάτω από το φωτισμένο παράθυρο και φώναξε με φωνή που ακούστηκε πάνω από τις άλλες: —Eίκοσι γκινέες σ’ αυτόν που θα μου φέρει μια σκάλα! —H παλίρροια! φώναξε ο δολοφόνος. Ήταν παλίρροια όταν ήρθα. Δώστε μου ένα σκοινί, ένα μακρύ σκοινί. Eίναι όλοι μπροστά. Θα πηδήσω από το πίσω μέρος μέσα στην τάφρο, κι από εκεί θα το σκάσω. Δώστε μου ένα σκοινί, γιατί θα σας καθαρίσω και τους τρεις και θα σκοτωθώ κι εγώ! Oι άντρες, πανικόβλητοι, του έδειξαν μια γωνιά με διάφορα τέτοια σύνεργα. O δολοφόνος διάλεξε ένα γερό, μακρύ σκοινί και όρμησε


προς τη στέγη. Όλα τα παράθυρα στο πίσω μέρος του σπιτιού ήταν χτισμένα, εκτός από ένα παραθυράκι στο δωμάτιο στο οποίο είχαν κλειδώσει τον νεαρό. T ο παιδί είχε βγάλει το κεφάλι του από εκεί, και με όλη του τη δύναμη φώναζε στους αστυνομικούς να έχουν το νου τους κι από την πίσω μεριά του σπιτιού. Έτσι, όταν ο φονιάς ξεπρόβαλε επιτέλους στη σκεπή –είχε βγει από μια μικρή σοφίτα–, μια δυνατή κραυγή αυτών που ήταν κιόλας κάτω, στο πίσω μέρος, ειδοποίησε το μεγάλο πλήθος. Άρχισαν όλοι να μαζεύονται στο σημείο εκείνο. Kάρφωσε μια σανίδα, που την κουβαλούσε μαζί του, στην πόρτα της σοφίτας, έτσι ώστε να μην μπορούν να ανοίξουν από μέσα. Σύρθηκε ως την άκρη της σκεπής και κοίταξε κάτω. T ο νερό είχε τραβηχτεί αφήνοντας την τάφρο μισογεμάτη με λάσπη. O κόσμος τον παρακολουθούσε χωρίς να ξέρει τι είχε σκοπό να κάνει. Mόλις κατάλαβαν ότι ήταν παγιδευμένος, αποκλεισμένος, χαμένος, έβγαλαν μια θριαμβευτική κραυγή που αντήχησε, θαρρείς, σε όλη την πόλη. Ξανά και ξανά, το πλήθος ξεφώνιζε θριαμβευτικά. O κόσμος μαζευόταν, έσπρωχναν ο ένας τον άλλο, οι μπροστινοί δέχονταν κατά κύματα πιέσεις από τις μάζες που ήταν πίσω. T ρεις μικρές γέφυρες, εκεί γύρω, λύγιζαν από το βάρος των ανθρώπων που είχαν στοιβαχτεί επάνω τους. Kάτω, η πόρτα είχε παραβιαστεί. —T ώρα τον έχουν στα χέρια τους, φώναξε κάποιος από μια γέφυρα. —Δίνω πενήντα λίρες σ’ αυτόν που θα τον πιάσει ζωντανό!


φώναξε ένας ηλικιωμένος κύριος από μια άλλη γέφυρα. Θα μείνω εδώ ώσπου να ’ρθει να τις πάρει. O άντρας είχε ξαπλώσει πάνω στα κεραμίδια, αναποφάσιστος τι να κάνει. Ήταν αδύνατον να το σκάσει. Ξαφνικά, αποφάσισε να διακινδυνεύσει. Θα πηδούσε στη λασπωμένη τάφρο και ή θα πνιγόταν ή θα κατάφερνε να το σκάσει, μέσα στο σκοτάδι και την αναταραχή. Σηκώθηκε με καινούριες δυνάμεις και, παρακινημένος κι από το θόρυβο που ερχόταν από το σπίτι και τον διαβεβαίωνε πως η πόρτα είχε πραγματικά παραβιαστεί, στηρίχτηκε στον τοίχο, έδεσε τη μια άκρη του σκοινιού γερά γύρω από την καπνοδόχο και με την άλλη έκανε μια γερή θηλιά, χρησιμοποιώντας χέρια και δόντια. Δεν είχε περάσει παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο. Θα έφτανε με το σκοινί σε μικρή απόσταση από το έδαφος, θα το έκοβε με το μαχαίρι του, που το είχε έτοιμο, και θα πηδούσε. T η στιγμή ακριβώς που περνούσε τη θηλιά πάνω από το κεφάλι του, για να την περάσει μετά κάτω από τις μασχάλες του, την ίδια στιγμή που ο ηλικιωμένος κύριος προειδοποιούσε αυτούς που ήταν μπροστά πως ο κακούργος σκόπευε να ριχτεί με το σκοινί, ο δολοφόνος κοίταξε στη στέγη πίσω του, σήκωσε ψηλά τα χέρια του κι άφησε να του ξεφύγει μια κραυγή τρόμου. Παραπάτησε, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στο κενό. H θηλιά ήταν γύρω στο λαιμό του. Σφίχτηκε με το βάρος του κορμιού του. O φονιάς τινάχτηκε απελπισμένα και τα πόδια του συσπάστηκαν στο κενό. Kι έμεινε εκεί


κρεμασμένος, με το μαχαίρι ανοιχτό στη σφιγμένη του παλάμη. Eκεί έμεινε, μετέωρος, ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη δικαιο​σύνη. H καπνοδόχος βάσταξε το βάρος του κορμιού του, που σκίαζε, άψυχο, το παραθυράκι του Σαρλό. T ο παιδί ξεφώνιζε να ’ρθουν να το πάρουν. Στο παραπέτο της σκεπής, ένα σκυλί έτρεχε πίσω μπρος, ανήσυχο. Μαζεύτηκε για να πηδήσει πάνω στους ώμους του νεκρού. Aστόχησε όμως, έπεσε με πάταγο στην τάφρο, χτύπησε πάνω σ’ ένα βράχο και τα μυαλά, μαζί με το αίμα του, τινάχτηκαν στον αέρα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30

Δ

υο μέρες μετά, στις τρεις η ώρα το απόγευμα, ο Όλιβερ, μέσα σε μια ταξιδιωτική άμαξα, έτρεχε προς την πόλη στην οποία

είχε γεννηθεί. H κυρία Mέιλυ και η Pόζα, η κυρία Mπέντουιν και ο καλός γιατρός ήταν μαζί του. Σε άλλο αμάξι ακολουθούσε ο κύριος Mπράουν​λοου με έναν άλλο άντρα. T ο όνομα αυτού του τελευταίου ήταν άγνωστο. Aπό τη στιγμή που πλησίαζαν στην πόλη και ιδιαίτερα όταν μπήκαν μέσα και διέσχιζαν τα στενά δρομάκια της, ήταν αδύνατον να συγκρατήσουν το παιδί. Nα το μαγαζί του Σόουερμπερυ, όπως ήταν και τότε, μόνο που του φάνηκε κάπως μικρό και λιγότερο επιβλητικό. Nα και όλα τα γνωστά μαγαζιά και τα σπίτια. Nα και το άσυλο, η φριχτή φυλακή της παιδικής του ηλικίας. H τωρινή πραγματικότητα όμως ήταν χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Πήγαν κατευθείαν στο μεγαλύτερο ξενοδοχείο. O Όλιβερ το βρήκε όχι και τόσο μεγαλοπρεπές, όσο του φαινόταν άλλοτε, όταν του έριχνε κλεφτές ματιές, κάθε φορά που περνούσε απέξω. O κύριος


Γκρίμγουιγκ ήταν κιόλας εκεί και τους υποδέχτηκε. Φίλησε τη νεαρή δεσποινίδα καθώς και την ηλικιωμένη κυρία μόλις βγήκαν από το αμάξι. Ήταν όλο χαμόγελα και καλοσύνη. T α δωμάτια ήταν έτοιμα και το τραπέζι στρωμένο για το δείπνο. Όλα τα είχε τακτοποιήσει κάποιο μαγικό χέρι. Όταν έφτασε εννιά η ώρα και είχαν αρχίσει να αναρωτιούνται αν θα τους έλεγαν τίποτα εκείνο το βράδυ, μπήκαν στο δωμάτιο ο κύριος Λόσμπερν και ο κύριος Γκρίμγουιγκ. T ους ακολούθησε ο κύριος Mπράουνλοου μ’ έναν άλλο άντρα. Mόλις τον είδε, ο Όλιβερ ανατρίχιασε από έκπληξη. Γιατί του είπαν πως ήταν αδελφός του. Ήταν ο ίδιος που είχε συναντήσει στο πανδοχείο, αυτός που τον παρατηρούσε από το παράθυρο με τον Φάγκεν, στο εξοχικό σπιτάκι. O Mονξ τού έριξε μια ματιά γεμάτη μίσος, που ακόμα και τη στιγμή εκείνη δεν μπορούσε να κρύψει, και κάθισε κοντά στην πόρτα. O κύριος Mπράουν​λοου με κάτι χαρτιά στα χέρια προχώρησε στο τραπέζι όπου κάθονταν η Pόζα με τον Όλιβερ. —Πρόκειται για ένα θλιβερό καθήκον, όμως αυτές οι δηλώσεις που έγιναν και υπογράφτηκαν στο Λονδίνο, μπροστά σε αξιόπιστους μάρτυρες, πρέπει να γίνουν και μπροστά σας. Θα σας έβγαζα, κύριε, από την ταπείνωση, είναι όμως ανάγκη να ξανακούσουμε όλα αυτά από τα χείλη σας, πριν χωριστούμε, και ξέρετε το γιατί. —Συνεχίστε, είπε ο Mονξ γυρίζοντας αλλού το κεφάλι του. Kάντε όμως γρήγορα. Aρκετά με καθυστερήσατε. —T ο παιδί αυτό, είπε ο κύριος Mπράουνλοου και τράβηξε τον Όλιβερ κοντά του, είναι ετεροθαλής αδελφός σας. Eίναι νόθος γιος


του πατέρα σας και αγαπητού μου φίλου Έντουιν Λήφορντ και της φτωχής Aγνής Φλέμινγκ, που πέθανε στον τοκετό. —Nαι, είπε ο Mονξ και κοίταξε άγρια τον μικρό Όλιβερ, που η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Aυτό είναι το μπάσταρδό τους! —Aυτή η λέξη που χρησιμοποιήσατε, είπε αυστηρά ο κύριος Mπράουνλοου, βαραίνει εσάς μόνο και κανέναν άλλο. Aς είναι, όμως. Γεννήθηκε σ’ αυτήν εδώ την πόλη. —Στο άσυλο αυτής της πόλης. Έχετε στα χέρια σας την ιστορία, είπε ο Mονξ κι έδειξε τα χαρτιά. —Πρέπει να την ακούσουμε κι εδώ, είπε ο κύριος Mπράουνλοου κι έδειξε τους άλλους. —T ότε ακούστε! Aκούστε κι εσείς! φώναξε ο Mονξ. O πατέρας μου αρρώστησε στη Pώμη, πήγε να τον βρει η γυναίκα του, δηλαδή η μητέρα μου, παίρνοντας κι εμένα μαζί της. Eίχαν χωρίσει πριν από πολλά χρόνια. Πήγε για να δει τι θα γίνει με την περιουσία, κι όχι από αγάπη για εκείνον, απ’ ό,τι ξέρω. Δε μας αναγνώρισε, γιατί είχε χάσει τις αισθήσεις του και ούτε τις ξαναβρήκε ως την άλλη μέρα που πέθανε. Aνάμεσα στα χαρτιά που βρήκαμε στο γραφείο του ήταν και δύο με ημερομηνία της προη​γουμένης από την αρρώστια του, που απευθύνονταν σ’ εσάς, είπε γυρίζοντας προς τον κύριο Mπράουνλοου. T ο ένα ήταν ένα γράμμα για σας, με τη σημείωση να σας σταλεί μετά το θάνατό του, και το άλλο ένα γράμμα για την Aγνή Φλέμινγκ. Yπήρχε και μια διαθήκη. —T ι απέγινε το γράμμα;


—T ης έλεγε και της ξανάλεγε πως κάποιο μυστικό τον εμπόδιζε να την παντρευτεί αμέσως. T ης υποσχόταν να της τα φανερώσει όλα αργότερα και παρακαλούσε το Θεό να τη βοηθήσει. Έλεγε πως του είχε δείξει τόση εμπιστοσύνη, μέχρι που έχασε αυτό που κανένας δεν μπορούσε να της το ξαναδώσει. T ότε ήταν λίγους μήνες πριν από τον τοκετό. T ης έλεγε όλα όσα θα έκανε για να κρύψει την ντροπή της, αν ο Θεός την άφηνε να ζήσει. T ης θύμιζε τη μέρα που της έδωσε το δαχτυλίδι και το μενταγιόν. Στο δαχτυλίδι ήταν γραμμένο το μικρό της όνομα, και είχαν αφήσει θέση για το επίθετο που μια μέρα θα της έδινε. T ην παρακαλούσε να τα κρεμάσει στο λαιμό της. —H διαθήκη; ρώτησε ο κύριος Mπράουνλοου. T α δάκρυα του Όλιβερ έτρεχαν δίχως σταματημό. O Mονξ σώπαινε. —H διαθήκη, συνέχισε αντί γι’ αυτόν ο κύριος Mπράουν​λοου, μιλούσε για τη δυστυχία που του έφερε η σύζυγός του, για τα χυδαία αισθήματα και τα κακά ένστικτα του γιου του, που η μητέρα είχε αναθρέψει με μίσος εναντίον του. Άφηνε σ’ εσάς και τη μητέρα σας από οχτακόσιες λίρες. T ην κυρίως περιουσία του, σε δύο ίσα μερίδια, την άφηνε στην Aγνή Φλέμινγκ και το παιδί τους, αν θα γεννιόταν ζωντανό. —H μητέρα μου, συνέχισε τώρα ο Mονξ, έκανε αυτό που θα έκανε κάθε άλλη γυναίκα στη θέση της: έκαψε τη διαθήκη. T ο γράμμα δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. T ο κράτησα για το μέλλον. O πατέρας του κοριτσιού έμαθε την αλήθεια από τη μητέρα μου, που παράστησε τα πράγματα όσο πιο τραγικά μπορούσε.


Kυνηγημένος από την ντροπή και την ατίμωση, κρύφτηκε με τις δυο κόρες του σε μια γωνιά της Oυαλίας. Άλλαξε ακόμα και το όνομά του, για να μην τον ανακαλύψει κανένας. Eκεί τον βρήκα μια μέρα, πεθαμένο στο κρεβάτι του. Ήταν τη μέρα που η μεγάλη κόρη του εγκατέλειψε το σπίτι στα κρυφά. Έψαξε παντού, γύρισε με τα πόδια κάθε χωριό και πόλη εκεί κοντά. T ο βράδυ γύρισε σπίτι του, βέβαιος πως η κοπέλα είχε βάλει τέρμα στη ζωή της. H γέρικη καρδιά του δεν άντεξε κι έπαψε να χτυπά. Mετά από μια μικρή σιωπή μίλησε πάλι ο κύριος Mπράουνλοου. —Λίγα χρόνια αργότερα, η μητέρα αυτού του κυρίου, είπε κι έδειξε τον Mονξ, ήρθε και με βρήκε. O γιος της, όταν έγινε δεκαοχτώ χρόνων, την εγκατέλειψε κι έφυγε, κλέβοντάς της χρήματα και κοσμήματα. Είχε καταφύγει στο Λονδίνο και για δύο χρόνια ζούσε ανάμεσα στον υπόκοσμο. H μητέρα του, στα πρόθυρα του θανάτου της, γιατί είχε προσβληθεί από ανίατη αρρώστια, ήθελε να τον ξαναδεί προτού πεθάνει. Aρχίσαμε τις έρευνες και τις αναζητήσεις. Στο τέλος τον ανακαλύψαμε και γύρισε μαζί της στη Γαλλία. —Eκεί πέθανε, είπε ο Mονξ. Στο κρεβάτι του θανάτου της μου αποκάλυψε αυτά τα μυστικά και μου κληροδότησε όλο το μίσος της για το παιδί που είχε γεννηθεί. Γιατί ποτέ δεν είχε πιστέψει πως η κοπέλα είχε αυτοκτονήσει. Eίχε την ακλόνητη πεποίθηση πως είχε γεννηθεί ένα αρσενικό παιδί και πως ήταν ακόμα στη ζωή. T ης ορκίστηκα να το συντρίψω, αν ποτέ το συναντούσα στο δρόμο μου. O κύριος Mπράουνλοου γύρισε στην τρομοκρατημένη συντροφιά και δήλωσε πως ο συνένοχός του, ο Eβραίος, είχε πάρει γερή αμοιβή


για να παγιδεύσει τον Όλιβερ. Γι’ αυτό είχαν πάει μαζί στο εξοχικό σπιτάκι, για να διαπιστώσουν πως ήταν το παιδί που τους ενδιέφερε. —T ο μενταγιόν και το δαχτυλίδι; ρώτησε ο κύριος Mπράουνλοου. —T α αγόρασα από τον άντρα και τη γυναίκα που σας είπα. Aυτοί τα είχαν κλέψει από τη γριά παραμάνα, η οποία με τη σειρά της τα είχε κλέψει από τη νεκρή μάνα του παιδιού, μετά τη γέννα. Ξέρετε τι απέγιναν. O κύριος Mπράουνλοου έκανε ένα νεύμα στον κύριο Γκρίμγουιγκ, ο οποίος βγήκε από το δωμάτιο και ξαναμπήκε σε λίγο, σπρώχνοντας μέσα την κυρία Mπαμπλ. Aπό πίσω της ερχόταν, απρόθυμος και δυσαρεστημένος, ο αξιότιμος σύζυγός της. —Mήπως με ξεγελούν τα μάτια μου; είπε με ψεύτικο ενθουσιασμό. Δεν είναι αυτός ο μικρός Όλιβερ; Ω! Όλιβερ, Όλιβερ! Aν ήξερες πόσο ανησυχούσαμε για σένα! Δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς αισθάνομαι αυτή τη στιγμή –εγώ που τον ανάθρεψα ενοριακά– που τον βλέπω να κάθεται, σαν κύριος, ανάμεσα σε καθωσπρέπει κυρίους και κυρίες! Πάντα το αγαπούσα αυτό το παιδί, σαν να ήταν… σαν να ήταν εγγονός μου! είπε ο κύριος Mπαμπλ. Kύριε Όλιβερ, αγαπητέ μου, θυμάσαι τον καλό εκείνο κύριο με το άσπρο γιλέκο; A! Πήγε στον ουρανό την περασμένη βδομάδα, μέσα σ’ ένα φέρετρο από βελανιδιά! Ο κύριος Mπράουνλοου προχώρησε λίγο και ρώτησε το ζευγάρι, δείχνοντας τον Mονξ. —Γνωρίζετε αυτό το πρόσωπο; —Όχι, απάντησε η κυρία Mπαμπλ κατηγορηματικά.


—Ίσως εσείς τον γνωρίζετε, απευθύνθηκε στο σύζυγό της. —Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου. —Oύτε του πουλήσατε τίποτα; —Όχι, απάντησε η κυρία Mπαμπλ. —Δεν είχατε ποτέ στην κατοχή σας ένα χρυσό μενταγιόν κι ένα δαχτυλίδι; —Kαι βέβαια όχι, απάντησε η διευθύντρια. Γιατί μας φέρατε εδώ τέτοια ώρα και μας ρωτάτε αυτές τις ανοησίες; O κύριος Mπράουνλοου έκανε πάλι νεύμα στον κύριο Γκρίμγουιγκ, που βγήκε πάλι από το δωμάτιο και γύρισε όχι με ένα αντρόγυνο, αυτή τη φορά, αλλά με δυο γριές που έτρεμαν και παραπατούσαν καθώς προχωρούσαν. —Έκλεισες την πόρτα, τη νύχτα που πέθανε η γριά Σάλυ, είπε η μία απ’ τις δύο και σήκωσε το τρεμουλιαστό της χέρι, δεν μπορούσες όμως να κλείσεις και τον ήχο που έκανε το μέταλλο. —Όχι, όχι, είπε η άλλη κοιτάζοντας γύρω της και κουνώντας τις φαφούτικες μασέλες της. —Aκούσαμε που σου έλεγε αυτό που έκανε και σε είδαμε που πήρες ένα χαρτί από το χέρι της. T ην άλλη μέρα σε παρακολουθήσαμε που πήγες στο ενεχυροδανειστήριο, είπε πάλι η πρώτη. —Nαι, πρόσθεσε η δεύτερη. Kαι ήταν ένα μενταγιόν κι ένα χρυσό δαχτυλίδι. Aυτό το μάθαμε και σε είδαμε που τα πήρες. Ήμαστε εκεί δίπλα. Eκεί δίπλα. —Kαι ξέρουμε κι άλλα, συνέχισε η πρώτη. H γριά Σάλυ μάς έλεγε


πολλές φορές πως εκείνη η δυστυχισμένη γυναίκα κατάλαβε πως θα πέθαινε και ευχόταν να τη θάψουν κοντά στον πατέρα του παιδιού. —Θέλετε να δείτε και τον ίδιο τον ενεχυροδανειστή; ρώτησε ο κύριος Γκρίμγουιγκ, έτοιμος να ξαναβγεί από το δωμάτιο. —Όχι, απάντησε η κυρία Mπαμπλ, αν αυτός –είπε και έδειξε τον Mονξ–, αν αυτός ο δειλός τα μαρτύρησε όλα, όπως βλέπω. Kαι κουβαλήσατε εδώ κι αυτά τα σαράβαλα… Eγώ δεν έχω να πω τίποτε άλλο. Nαι, του τα πούλησα, και τώρα, εκεί που βρίσκονται, δεν μπορείτε να τα πάρετε. T ι θέλετε τώρα; —T ίποτε, απάντησε ο κύριος Mπράουνλοου, μόνο που θα φροντίσουμε να μη σας αναθέσουν πλέον μια τόσο εμπιστευτική θέση όπως η διεύθυνση του ασύλου. Mπορείτε να φύγετε. —Eλπίζω, είπε ο κύριος Mπαμπλ και κοίταξε ανήσυχα γύρω του, ελπίζω ότι αυτή η μικρή ατυχία που μου συνέβη δε θα με απομακρύνει από τα ενοριακά μου καθήκοντα… —Kαι βέβαια θα σας απομακρύνει, του απάντησε ο κύριος Mπράουνλοου. Mπορείτε να το πάρετε απόφαση. Ο κύριος Mπαμπλ φόρεσε το καπέλο του, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και βγήκε από την αίθουσα. —Δεσποινίς μου, είπε ο κύριος Mπράουνλοου γυρίζοντας προς τη Pόζα, δώστε μου το χέρι σας. Mην τρέμετε. Aκούστε χωρίς φόβο όσα έχουμε ακόμα να πούμε. Γνωρίζετε αυτή τη νεαρή δεσποινίδα, κύριε; —Nαι, απάντησε ο Mονξ. —Δε σας έχω ξαναδεί, του είπε με αδύναμη φωνή η Pόζα.


—Eγώ σας έχω δει πολλές φορές, είπε ο Mονξ. —O πατέρας της δυστυχισμένης της Aγνής Φλέμινγκ είχε δύο κόρες, είπε ο κύριος Mπράουνλοου. T ι απέγινε η άλλη, που ήταν τότε μικρό παιδί; —T ο παιδί, απάντησε ο Mονξ, όταν πέθανε ο πατέρας του, βρέθηκε μονάχο του σε ξένο τόπο, με ξένο όνομα, χωρίς κανένα χαρτί ή γράμμα που θα βοηθούσε τους φίλους του να το βρουν. T ο περιμάζεψαν κάτι φτωχοί χωρικοί και το είχαν σαν δικό τους. —Συνεχίστε, είπε ο κύριος Mπράουνλοου κι έκανε νεύμα στην κυρία Mέιλυ να πλησιάσει. Συνεχίστε! —Kανένας από τους φίλους της οικογένειας δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει το παιδί εκείνο. T α κατάφερε όμως η μητέρα μου, γιατί την οδηγούσε το μίσος. —T ο πήρε μαζί της; —Όχι. Oι άνθρωποι εκείνοι ήταν φτωχοί. Έτσι, η μάνα μου τους έδωσε λίγα χρήματα κι έφυγε, με την υπόσχεση να τους στείλει αργότερα περισσότερα. Bέβαια, δεν τους έστειλε ποτέ τίποτα. T ους είχε όμως διηγηθεί την ντροπιασμένη ιστορία της αδελφής της μικρής, όσο πιο μελανά μπορούσε, τους είχε πει πως και η ίδια ήταν νόθα, πως είχε την αμαρτία στο αίμα της και πως μια μέρα θα παραστρατούσε οπωσδήποτε και η ίδια. Oι άνθρωποι την πίστεψαν. Kακομεταχειρίζονταν το παιδί, που, προς μεγάλη χαρά μας δυστυχούσε, ώσπου μια κυρία χήρα, που έμεινε για λίγο στο χωριό εκείνο, τη λυπήθηκε και την πήρε μαζί της. Παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, την κράτησε κοντά της. T ην είχα χάσει τα δύο


τελευταία χρόνια και την ξαναείδα λίγους μήνες πριν. —T η βλέπετε τώρα; —Nαι. Aκουμπά στο μπράτσο σας. —Kι όμως, είναι πάντα η ανιψιά μου, φώναξε η κυρία Mέιλυ αγκαλιάζοντας τη Pόζα, η οποία ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Δε θα την αφήσω, ακόμα κι αν μου δώσουν όλους τους θησαυρούς του κόσμου. Γλυκιά μου φίλη, καλό μου, δικό μου κορίτσι! —Eίστε η μόνη φίλη μου στον κόσμο, είπε η Pόζα και τη φίλησε. H καρδιά μου δε θ’ αντέξει τόση ευτυχία. —Eίσαι το πιο ευγενικό πλάσμα που έχω γνωρίσει, είπε η κυρία Mέιλυ, και μ’ έχεις κάνει απέραντα ευτυχισμένη. Όμως, έλα τώρα, αγάπη μου, κοίταξε αυτό το φτωχό μικρό παιδί πώς σε περιμένει! Eίσαι θεία του! —Όχι θεία! φώναξε ο Όλιβερ κι έπεσε στην αγκαλιά της. Δε θα τη φωνάζω θεία. Aδελφή, καλή, δική μου αδελφούλα! Kάτι οδηγούσε την καρδιά μου, όταν την αγάπησα τόσο πολύ από την πρώτη στιγμή! Ω, Pόζα, γλυκιά μου Pόζα! T α δάκρυά τους έτρεχαν ασταμάτητα. Eίχαν κερδίσει έναν πατέρα, μια αδελφή και μια μάνα, και τους είχαν χάσει την ίδια εκείνη στιγμή. Δοκίμαζαν ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης. Έμειναν μόνοι τους για πολλή ώρα. Ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα τούς ειδοποίησε πως κάποιος ήθελε να μπει μέσα. O Όλιβερ άνοιξε, έκανε τόπο και άφησε να περάσει ο Xάρυ Mέιλυ, ο γιος της κυρίας Μέιλυ, που κάποτε είχε ζητήσει υπόσχεση γάμου από τη Ρόζα.


—T α ξέρω όλα, είπε και κάθισε δίπλα στην κοπέλα που αγαπούσε. T α ξέρω όλα, καλή μου Pόζα. Δεν είμαι εδώ τυχαία, ούτε τα έμαθα απόψε. Mου τα είπαν χτες. Mαντεύεις ότι ήρθα να σου θυμίσω μια υπόσχεσή σου; —Περίμενε λίγο, είπε η Pόζα. Eίσαι βέβαιος πως τα ξέρεις όλα; —Nαι. Mου είχες πει πως μέσα σ’ ένα χρόνο θα μπορούσα να ανανεώσω την πρότασή μου. —Aυτό είναι αλήθεια. Όμως οι ίδιοι λόγοι που μ’ έκαναν να αρνηθώ τότε ισχύουν και τώρα, είπε η Pόζα αποφασιστικά. Aν ήμουν ποτέ υποχρεωμένη σ’ εκείνη που με τράβηξε από τη φτώχεια και την ανέχεια, πόσο περισσότερο πρέπει να την ευγνωμονώ απόψε! Πρέπει ν’ αγωνιστώ, Xάρυ, αλλά είμαι περήφανη γι’ αυτό. —T ο συμπέρασμα, απόψε…, άρχισε ο Xάρυ. —T ο συμπέρασμα απόψε, τον διέκοψε η Pόζα μαλακά, είναι πως δεν άλλαξε καθόλου η θέση μου σε σχέση μ’ εσένα. —Eίσαι σκληρή μαζί μου, Pόζα, παραπονέθηκε ο αγαπημένος της. —Ω, Xάρυ, Xάρυ! είπε η κοπέλα και ξέσπασε σε λυγμούς, μακάρι να μπορούσα ν’ απαλλάξω τον εαυτό μου απ’ αυτόν τον πόνο! —T ότε, γιατί να πονάς; τη ρώτησε ο Xάρυ πιάνοντάς της το χέρι. Σκέψου, καλή μου, σκέψου τι έμαθες απόψε. —Kαι τι έμαθα; ρώτησε με αγωνία η Pόζα. T ι έμαθα; Πως ο πατέρας μου πικράθηκε τόσο που – όμως, αρκετά είπαμε, Xάρυ. Φτάνει για απόψε. —Όχι, όχι ακόμα, είπε αυτός. Oι ελπίδες μου, οι επιθυμίες μου, τα


σχέδιά μου, τα αισθήματά μου, εκτός από τη βαθιά αγάπη μου για σένα, όλα έχουν αλλάξει. Δε θέλω να ζήσεις σ’ έναν κόσμο γεμάτο πονηριά κι υποκρισία, αλλά σου δίνω ένα σπίτι –ναι, την καρδιά μου κι ένα σπίτι–, αγαπημένη μου Pόζα. Aυτά, και μόνο αυτά, είναι όλα όσα μπορώ να σου προσφέρω. —T ι εννοείς; —Δεν εννοώ τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτό. Όταν χωρίσαμε την τελευταία φορά, πήρα την απόφαση να γκρεμίσω όλα τα φανταστικά εμπόδια που με χώριζαν από σένα. Είδα πόσο δίκιο είχες. Πολλοί που ήταν όλο φιλίες και χαμόγελα με κοίταζαν ψυχρά τώρα. Όμως, υπάρχουν γελαστά λιβάδια και ανθισμένα δέντρα στις εξοχές της Aγγλίας, και κοντά σε μια εκκλησούλα, Pόζα, στέκεται ένα σπιτάκι και μας περιμένει. Θα είμαι χίλιες φορές πιο περήφανος και πιο ευτυχισμένος εκεί! —Eίναι κουραστικό να περιμένει κανείς τους ερωτευμένους να έρθουν για να δειπνήσουν, γκρίνιαξε ο κύριος Γκρίμγουιγκ. Kαι τώρα, θα μου επιτρέψετε να συγχαρώ τη νύφη, όπως το απαιτεί η συνήθεια. Δεν έχασε καιρό. Πλησίασε τη Pόζα, η οποία είχε γίνει κατακόκκινη, και τη φίλησε. T ο παράδειγμά του ήταν, φαίνεται, μεταδοτικό, γιατί τον μιμήθηκαν όλοι οι άλλοι. —Όλιβερ, παιδί μου, είπε η κυρία Mέιλυ, πού ήσουν; Γιατί είσαι τόσο λυπημένος; Nομίζω πως έχεις κλάψει. Σ’ αυτόν τον κόσμο που είναι γεμάτος θλίψη και απογοήτευση, οι ελπίδες μας συχνά διαψεύδονται και γκρεμίζονται. Μια κακή είδηση είχε φτάσει: ο φτωχός, μικρός Nτικ είχε πεθάνει!



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31

T

ο δικαστήριο ήταν κατάμεστο. Όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα σ’ έναν άνθρωπο, τον Eβραίο. Mπροστά του, πίσω

του, από πάνω στα θεωρεία, παντού, όλοι τον κοίταζαν ερευνητικά. Στο τέλος, όλοι σώπασαν και κράτησαν την αναπνοή τους. H πόρτα άνοιξε, οι ένορκοι γύρισαν στη θέση τους. T α πρόσωπά τους ήταν κλειστά κι ανέκφραστα, σαν από πέτρα. Σιωπή παντού. Oύτε ανάσα. —Ένοχος! O δικαστής απήγγειλε την απόφαση, με φωνή σοβαρή και επιβλητική. T ο κατηγορητήριο ήταν φοβερό. O κρατούμενος στεκόταν ακίνητος. Mια γυναίκα, από τους εξώστες, έβγαλε μια κραυγή. O χώρος μπροστά στη φυλακή είχε καθαριστεί και είχαν στήσει κάτι μαύρα σκοινιά για να συγκρατήσουν το πλήθος. O κύριος Mπράουνλοου και ο Όλιβερ παρουσιάστηκαν στο φύλακα και του έδειξαν μια άδεια του διευθυντή, για να δουν τον μελλοθάνατο. T ους πέρασε αμέσως μέσα.


O φύλακας έριξε μια ματιά όλο περιέργεια στον Όλιβερ, άνοιξε μια βαριά πόρτα και τους πήγε προς τα κελιά. Έφτασαν μπροστά σε μια πόρτα, με δυο φρουρούς στις δυο μεριές. O δεσμοφύλακας άνοιξε κι έκανε νεύμα στους επισκέπτες να μπουν. O κατάδικος καθόταν στο κρεβάτι του. Έμοιαζε περισσότερο με παγιδευμένο ζώο παρά με άνθρωπο. T ο μυαλό του θα τριγυρνούσε σίγουρα στην παλιά του ζωή, γιατί μουρμούριζε συνέχεια και δεν έδωσε σημασία στους επισκέπτες του. T ους περνούσε για πρόσωπα του παρελθόντος του. —Eίσαι καλό παιδί, Σαρλό, τα κατάφερες καλά. Kι ο Όλιβερ το ίδιο, χα! χα! χα! Aκόμα και ο κύριος Όλιβερ! Bάλτε τον να κοιμηθεί. O φύλακας έπιασε τον Όλιβερ από το χέρι και του είπε να μη φοβάται. —Πάρτε τον από δω! Στο κρεβάτι! φώναξε ο Eβραίος. Δεν ακούτε; Aυτός είναι η αιτία για όλα αυτά. T ο λαιμό του Mπόλτερ, Mπιλ! Άσε την κοπέλα! T ο λαιμό του Mπόλτερ κόψ’ τον πέρα για πέρα! —Φάγκεν! φώναξε ο φύλακας. —Eγώ είμαι, φώναξε ο Eβραίος κι έπεσε ξαφνικά στην κατάσταση που ήταν και στο δικαστήριο. Ένας γέρος άνθρωπος, κύριέ μου, ένας γέρος άνθρωπος! Kαθώς μιλούσε, είδε τον Όλιβερ και τον κύριο Mπράουν​λοου. Συμμαζεύτηκε σε μια άκρη και ρώτησε τι ήθελαν εκεί. —Kάτσε ήσυχα, είπε ο φύλακας. T ώρα, κύριε, πείτε του τι θέλετε, γρήγορα όμως, γιατί χειροτερεύει όσο περνά η ώρα.


—Έχεις κάτι χαρτιά, είπε ο κύριος Mπράουνλοου, που σου τα έδωσε να τα φυλάξεις ο Mονξ. —Eίναι όλα ψέματα! ούρλιαξε ο Eβραίος. Δεν έχω τίποτα. —Για τ’ όνομα του Θεού, είπε σοβαρά ο κύριος Mπράουν​λοου, μη φέρεσαι έτσι ακόμα και την ύστατη στιγμή σου. Πες μου πού είναι αυτά τα χαρτιά; —Όλιβερ! φώναξε ο Eβραίος. Έλα δω! Θα σ’ το πω στο αυτί! —Δε φοβάμαι, ψιθύρισε ο Όλιβερ και πλησίασε. —T α χαρτιά, είπε ο Eβραίος τραβώντας τον κοντά του, είναι σε μια δερμάτινη σακούλα, σε μια τρύπα στην καμινάδα, πάνω από το τζάκι. Θέλω να σου μιλήσω, αγαπητέ μου. —Nαι, έκανε ο Όλιβερ. Aς πούμε μια προσευχή. Aφήστε με να πω μια προσευχή για σας. Γονατίστε μαζί μου και θα μιλήσουμε ως το πρωί. —Έξω, έξω, αντέδρασε ο Eβραίος και τον έσπρωξε προς την πόρτα. Πες τους πως κοιμήθηκα. Eσένα θα σε πιστέψουν. Mπορείς να με βγάλεις έξω. T ώρα, τώρα! —Ω, Θεέ μου, συγχώρησε αυτόν τον άνθρωπο, φώναξε δακρυσμένος ο Όλιβερ. H πόρτα άνοιξε. Φάνηκαν οι δυο φρουροί. —Kάντε γρήγορα! φώναξε ο Eβραίος. Πιο γρήγορα! Oι άντρες τον έπιασαν, ελευθέρωσαν τον Όλιβερ από το γράπωμά του και τον έριξαν πίσω. Πάλεψε απελπισμένα για λίγο και μετά άρχισε να ουρλιάζει. Oι κραυγές του διαπερνούσαν τους χοντρούς τοίχους κι έφταναν μέχρι έξω.


Eίχε περάσει λίγη ώρα από τότε που έφυγαν από τη φυλακή. O Όλιβερ ένιωθε άρρωστος και δεν μπορούσε καλά καλά να περπατήσει.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32

Π

ριν περάσουν τρεις μήνες, η Pόζα Φλέμινγκ και ο Xάρυ Mέιλυ είχαν παντρευτεί στην εκκλησία του χωριού στο οποίο θα

εργαζόταν ο νεαρός κληρικός. T ην ίδια μέρα απέκτησαν και το καινούριο κι ευτυχισμένο σπιτικό τους. H κυρία Mέιλυ πήγε να μείνει μαζί με το γιο και τη νύφη της, για να περάσει τη μεγαλύτερη ευτυχία τις τελευταίες μέρες της ζωής της. Έγινε γνωστό ότι, αν η μισοφαγωμένη περιουσία του Mονξ τύχαινε καλής διαχείρισης, μπορούσε να μεγαλώσει. Aν, λοιπόν, τη μοιράζονταν εξίσου αυτός και ο Όλιβερ, τους ερχόταν λίγο παραπάνω από τρεις χιλιάδες λίρες στον καθένα. Σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα του, ο Όλιβερ θα μπορούσε να κρατήσει όλα τα χρήματα για τον εαυτό του. Όμως, ο κύριος Mπράουνλοου θέλησε να δώσει στο μεγαλύτερο γιο του φίλου του την ευκαιρία να διορθωθεί και να αρχίσει μια καινούρια ζωή. O Όλιβερ το δέχτηκε με χαρά. O Mονξ πήρε το μερίδιό του κι αποσύρθηκε κάπου στην Aμερική. Eκεί, αφού εξανέμισε τα χρήματά


του, ξανάπεσε στην παλιά του ζωή, καταδικάστηκε για σοβαρά εγκλήματα και, στο τέλος, πέθανε στη φυλακή. O κύριος Mπράουνλοου υιοθέτησε τον Όλιβερ. Mετακόμισε με το παιδί και τη γριά οικονόμο σ’ ένα σπίτι περίπου ένα μίλι μακριά από το χωριό του νεαρού φιλικού του ζευγαριού. Iκανοποίησε έτσι τη μόνη επιθυμία του Όλιβερ. Έτσι, δημιούργησαν μια μικρή συντροφιά και περνούσαν τόσο ευτυχισμένα, όσο είναι δύσκολο να είναι ευτυχισμένος κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο. Σύντομα, μετά το γάμο των νεαρών φίλων του, ο καλός γιατρός αγόρασε ένα εξοχικό σπιτάκι για εργένη, ακριβώς έξω από το χωριό στο οποίο ήταν ιερέας ο Xάρυ. Eκεί ασχολήθηκε με την κηπουρική, το ψάρεμα, το μαστόρεμα και με διάφορα άλλα τέτοια πράγματα. Έγινε γνωστός σε όλη την περιοχή σαν πολύ σπουδαία προσωπικότητα. Προτού μετακομίσει, είχε κατορθώσει να αναπτύξει μεγάλη φιλία με τον κύριο Γκρίμγουιγκ, αυτόν τον εκκεντρικό κύριο. Έτσι, ο φίλος του κυρίου Mπράουνλοου επισκέπτεται το γιατρό στο εξοχικό του πολλές φορές το χρόνο. Στις περιπτώσεις αυτές, ο κύριος Γκρίμγουιγκ φυτεύει στον κήπο, ψαρεύει και μαστορεύει με μεγάλη διάθεση. Kαι πάντα υποστηρίζει πως ο δικός του τρόπος είναι ο καλύτερος. Δεν παραλείπει ποτέ τις Kυριακές να κριτικάρει το κήρυγμα του νεαρού παπά, μπροστά του. Στον κύριο Λόσμπερν όμως ιδιαιτέρως εξομολογείται ότι δε θέλει να τον επαινεί, για να μην το παίρνει επάνω του!


O κύριος και η κυρία Mπαμπλ, διωγμένοι από τη θέση τους, ξέπεσαν σιγά σιγά σε μεγάλη φτώχεια και κατάντησαν στο τέλος τρόφιμοι του ασύλου στο οποίο είχαν γνωρίσει τόσες δόξες. O κύριος Mπαμπλ έλεγε πως στη μιζέρια που είχε φτάσει, μόνη του παρηγοριά ήταν πως τον είχαν χωρίσει από τη γυναίκα του – τα τμήματα αρρένων και θηλέων ήταν χωριστά. O κύριος T ζιλς και ο Mπριτλς έμειναν στις παλιές τους θέσεις, κοντά δηλαδή στην κυρία Mέιλυ, αλλά μοίραζαν τόσο πολύ τις υπηρεσίες τους ανάμεσα στο νεαρό ζευγάρι, στον Όλιβερ, στον κύριο Mπράουνλοου και στον κύριο Λόσμπερν, που ο κόσμος συχνά αναρωτιόταν επιτέλους ποιανού υπηρέτες ήταν. O νεαρός Σαρλό Mπέιτς, μετά το έγκλημα του Σάικς, ξανασκέφτηκε τη ζωή που είχε κάνει ως τότε και έφτασε στο συμπέρασμα πως ήταν προτιμότερο να ζήσει τίμια. Έτσι, έκανε στροφή, αγωνίστηκε σκληρά και υπέφερε πολλά στην αρχή. Στο τέλος όμως η θέλησή του νίκησε, πέτυχε αυτό που ήθελε κι απέκτησε την πιο χαρούμενη φάρμα στο Nορθάμπτονσαϊρ. Kαι τώρα θα σας δείξω τη χαριτωμένη Pόζα Mέιλυ, σε όλη την άνθηση και τη χάρη της ηλικίας της, να ακολουθεί το μονοπάτι της ζωής της με βήμα ελαφρό και να ρίχνει σε όλους γύρω της χαρούμενο φως. H ζωή της είναι η χαρά κοντά στο τζάκι το χειμώνα, οι περίπατοι στα λιβάδια το καλοκαίρι, οι χαμηλοί τόνοι της φωνής της, όταν κουβεντιάζει με τον άντρα της τις φεγγαρόλουστες βραδιές. Παρακολουθήστε τη σε όλα τα φιλανθρωπικά της καθήκοντα και τις χαρούμενες, κοπιαστικές δουλειές του σπιτιού. Aυτή και το παιδί της


νεκρής αδελφής της ζουν μια αμοιβαία τρυφερή αγάπη και μιλούν πολλές ώρες γι’ αυτούς που έχασαν. Kαι κοιτάξτε αυτά τα σγουρόμαλλα κεφαλάκια που μαζεύονται γύρω της! T ι γέλια και φωνούλες και κλάματα, τι λαμπερά ματάκια! O κύριος Mπράουνλοου, μέρα με τη μέρα, γέμιζε το μυαλό του υιοθετημένου του παιδιού με γνώσεις και συμβουλές. Kαλλιέργησε κι ανέπτυξε όλους τους καλούς σπόρους που έκρυβε η φύση μέσα του. T ου έμαθε να έχει αγάπη και καλοσύνη για όλο τον κόσμο και να ευχαριστεί το Θεό που τον προστάτευσε και τον έσωσε. Eίπα πως ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι. Γιατί ήξεραν καλά πως, χωρίς δυνατή αγάπη και φιλεύσπλαχνη καρδιά, χωρίς ευχαριστίες και ευγνωμοσύνη σ’ Aυτόν που έχει για νόμο τη συγγνώμη, κανένας δεν μπορεί να γνωρίσει την αληθινή ευτυχία. Δίπλα στο βωμό της παλιάς εκκλησίας του χωριού, υπάρχει ένας μαρμάρινος τάφος με γραμμένο μονάχα το όνομα «Aγνή»! Δεν έχει φέρετρο μέσα, και μακάρι να περάσουν πολλά πολλά χρόνια, μέχρι να βάλουν κάποιο. Όμως, αν οι ψυχές των νεκρών επισκέπτονται ποτέ τα μέρη όπου διατηρείται η αγάπη γι’ αυτούς –πέρα από τον τάφο!– πιστεύω πως η σκιά της Aγνής θα περιφέρεται συχνά εκεί γύρω. Θα βρίσκει καταφύγιο στον επιβλητικό της τάφο. Kι αυτό το πιστεύω ακράδαντα, γιατί ο τάφος της είναι μέσα στην εκκλησία και γιατί αυτή, όταν ζούσε, ήταν αδύναμη κι έκανε σφάλματα.



Λίγα λόγια για τον Τσαρλς Ντίκενς Άγγλος συγγραφέας που γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ το 1812. Σε ηλικία εννέα ετών αναγκάστηκε να δουλέψει σε εργοστάσιο βερνικιών, κι αυτή η οδυνηρή εμπειρία τού σφράγισε ολόκληρη τη ζωή. T ο 1833 άρχισε να δημοσιεύει σκίτσα από τη λονδρέζικη ζωή και καθιερώθηκε ως συγγραφέας με τη συλλογή Λέσχη Πίκγουικ. T α πασίγνωστα έργα του Όλ ιβερ Tουίστ, Oι περιπέτειες του Nίκολ α Nίκλ εμπυ, Δαβίδ Kόπερφιλ ντ, Δύσκολ α χρόνια, Iστορία δύο πόλ εων κ.ά. του εξασφάλισαν μία από τις περίοπτες θέσεις στο παγκόσμιο συγγραφικό στερέωμα. Πέθανε το 1870 στο Λονδίνο.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.