ΦΑΪΣ

Μεγάλη Τρίτη Ταξιδεύουμε από Πειραιά για Νίσυ-
ρο -δεκατρείς ώρες πλεύση-, είμαστε
ψηλά στη γέφυρα του «Μαρίνα» -η Ματίλντα, ο Πέδρο, κι εγώ-, ανατέλλει η
πανσέληνος. Ανάμεσά μας η νύχτα, το
φεγγάρι, οι πλοηγοί και το μεγαλείο του
πελάγους. Η σελήνη υψώνεται αργό-
συρτα από τη θάλασσα προς τον ουρανό -βαθύ πορτοκαλί σε σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο-,

10 3-5 ΜΑΪΟΥ 2024 | ΝΗΣΙΔΕΣ Ανοιχτό
Βιβλίο ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΙΣΕΛ
ακίνητοι στο σκοτάδι παραστεκόμαστε στο τέμπο της ώς να φτάσει ν’ απαλύνει το χρώμα της σε ανοιχτό κίτρινο. Μεγάλη Τετάρτη Το πρωί στο λιμάνι μας περιμένουν ο Βαγγέλης, ο Μάρκος, η Ευρυδίκη. Στο σπίτι του Βαγγέλη στο Μανδράκι έχουν ετοιμάσει πρωινό με καφέδες και σπιτικά γλυκά. Μόλις φτάσαμε και μας προτείνουν επίσκεψη στην Ευαγγελίστρα με τις μηχανές. Κι από ’κει στο Νύφιο με τα πόδια, λέει ο Μάρκος. Φτάσαμε μεσημέρι στην Ευαγγελίστρα. Στη μια πλευρά το Μοναστήρι, στην άλλη ο δρόμος για το Εμπορειό -και για το ηφαίστειο-, και πιο κάτω ο δρόμος για το Νύφιο. Ανηφορίζοντας για το Νύφιο ένας καναπές με ροζ βελούδινο κάλυμμα και καφετιούς λεκέδες -από λάδι;- μας κόβει τον δρόμο. Επικαλούμαι την κούραση και αφήνω τους άλλους να ανηφορίσουν. Ξαπλώνω στο ροζ βελούδο: ο ήλιος πέφτει πάνω μου μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων κι εγώ απολαμβάνω την απεραντοσύνη, το στροβίλισμα των μονοπατιών και τη νισύρια θάλπη. Ωσπου ο βόμβος μιας μηχανής με ξεκουνάει. Στη σχάρα της ένα κατσίκι βελάζει γοερά: το δόλιο το ερίφιο «εννοεί λοξώς τον θάνατο», σκέφτομαι. Οι φίλοι μου αργούν να φανούν. Στον ροζ καναπέ -ξαπλωμένη με μαύρα γυαλιά και καπέλο-, έρχεται να με ταρακουνήσει για δεύτερη φορά ο βόμβος. Το κατσίκι δεν βελάζει πια, στη σχάρα Ισμήνη Καρυωτάκη Το δοξάρι ΤΗΣ ΙΣΜΗΝΗΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ* Τέσσερα πασχαλινά βλέμματα Το πασχαλινό αίσθημα, πένθιμο ή αναστάσιμο, ανθρωποκεντρικό ή υπερβατικό, ήταν απλώς ο σπινθήρας των τεσσάρων ιστοριών που έγραψαν, ειδικά για τους αναγνώστες του Ανοιχτού Βιβλίου, η Ισμήνη Καρυωτάκη, η Μαρίζα Ντεκάστρο, ο Γιάννης Νικολούδης και η Κατερίνα Σχινά. Τέσσερα διηγήματα μεταμόρφωσαν, μετωπικά ή πλάγια, το φως ή το σκοτάδι των ημερών, σε αφήγηση νοσταλγικής, στοχαστικής, σαρκαστικής ή αποξενωμένης πνοής. Τέσσερις τρόποι, ενδεχομένως, να ψηλαφίσουμε το νόημα της Μεγάλης Εβδομάδας σε καιρούς περίπλοκους, άγριους, ανέστιους, απομαγευμένους. Το Ανοιχτό Βιβλίο, συνεχίζοντας τη διηγηματογραφική παράδοση στις σελίδες του, εκ μέρους του επιμελητή του, αλλά και όλων των συνεργατών, σας εύχεται Χρόνια Πολλά και Καλό Πάσχα. Μ. ΦΑΪΣ Μ. ΦΑΪΣ
Νηστεύετε
ή πασχάζετε; μας
ρώτησε η Κεγκούλα,
η γυναίκα που
είχε το «Λευκάδι» -κάτω στην παραλία
του Μανδρακιού-,
νηστεύουμε, είπαμε, και έφερε αγραμυτθόζουμο, πιτθάκια (ίσον
ρεβυθοκεφτέδες) και λευκό ντόπιο. Αν πασχάζατε θα
έφερνα και
είπε

της μηχανής διακρίνω κατακόκκινα τα μέλη του στη διάφανη σακούλα. Είναι σφαγμένο. Μεγάλη Πέμπτη Το πρωί περάσαμε από την Παναγιά την Ποταμίτισσα. Η περιοχή εκεί γύρω ονομάζεται Ποταμός. Και το καπνοπωλείο δίπλα από την εκκλησιά κι αυτό Ποταμός. Εμαθα ότι ανήκει σε κάποιον Χαρίτο. Η νεωκόρισσα του Σταυρού με πληροφόρησε. Και το διπλανό σπίτι σε μια συγγένισσα πάλι του Χαρίτου. Κάνω όνειρα για σπιτάκι στη Νίσυρο. Στην Παναγιά την Ποταμίτισσα ο παπάς με μαύρα ρούχα -χωρίς καλυμμαύχι και ράσο- και με τα μαλλιά δεμένα πίσω σε ουρά, δοκιμάζει το μικρόφωνο για τη Λαμπρή: «Ενα-δύο, Χριστός Ανέστη, ένα-δύο, θανάτω θάνατον, ένα-δύο…». Χαιρετηθήκαμε με νεύματα και προχωρήσαμε. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ στην αριστερή πόρτα πατάσσει τον δράκο με το πόδι του – το σπαθί στο χέρι. Η Ποταμίτισσα στα δεξιά του ασημωμένη ώς τα μάτια – σήκωσα το βλέμμα και ανταμωθήκαμε. 9.00 το βράδυ. Στην Ποταμίτισσα και πάλι. Το σκοτάδι απόλυτο μέσα στον ναό. Τρία μόνον αναμμένα κεριά πάνω στον Σταυρό. Η σιωπή καθολική ανεβαίνει προς τον θόλο σαν προσευχή: ο Θεός την ακούει και την αντιλαμβάνεται. «Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται…», συντετριμμένη η φωνή αναβλύζει από πού άραγε; Αναρωτιέμαι αν έχω βιώσει παρόμοια Σταύρωση. Μεγάλη Παρασκευή Νηστεύετε ή πασχάζετε; μας ρώτησε η Κεγκούλα, η γυναίκα που είχε το «Λευκάδι» -κάτω στην παραλία του Μανδρακιού-, νηστεύουμε, είπαμε, και έφερε αγραμυτθόζουμο, πιτθάκια (ίσον ρεβυθοκεφτέδες) και λευκό ντόπιο. Αν πασχάζατε θα σας έφερνα και σακουλιαστή, είπε. Το βράδυ μετά τον Επιτάφιο φτάσαμε στο μαγερειό του Στέλιου για καπνιστό τσάι στη χόβολη. Στην είσοδο μια τεράστια γλάστρα με γεράνια. Στα στενά σοκάκια όσο οδεύαμε προς το μαγερειό μας συνόδευαν οι τροβαδούροι -ο Μάρκος, ο Παναγιώτης, ο τζουράς και το λαούτο. Το πανδαιμόνιο των κροτίδων κρατούσε το ίσιο – «ο πόλεμος της Ανάστασης» έχει ξεκινήσει. Μέγα Σάββατο Κολυμπήσαμε στους Πάλους -σε νερά κρύσταλλο-, η παραλία υποβλητική, σκούρα γκρι-μπλε πράσινα βότσαλα, η θάλασσα ακύμαντη. Απέναντι η Κως και η Τήλος ως αναστάσιμα θαύματα. Το βράδυ της Ανάστασης Το «φως εκ του ανεσπέρου φωτός» έφτασε στη λαμπάδα μου από το κορίτσι που στεκόταν ακριβώς δίπλα μου -κοκκινομάλλα κοντοκουρεμένη, με πράσινα πιτσιλωτά μάτια κι ένα σχίσιμο ανάμεσα στα δυο μπροστινά της δόντια, η ζακέτα της στο χρώμα της γλυσίνας. Αργότερα την είδα να ανταλλάσσει το φιλί της Ανάστασης με τον Παναγιώτη, τον ρώτησα και έμαθα: Είναι χορεύτρια, μου είπε, τη γνωρίζω από τη Ρόδο – Ροδίτες και Ροδίτισσες θ’ αναστήσουν στη Νίσυρο φέτος… Κυριακή του Πάσχα Το μεσημέρι περάσαμε απ’ την Ηλικιωμένη –η πλατεία Μανδρακιού είν’ αυτή–, ήταν έρημη και άδεια, στρωμένη με φυσίγγια άδεια κι αυτά: Ο «πόλεμος» έχει εκπνεύσει. Οδεύουμε με ζήλο γιορτινό προς τη Φάμπρικα. Θα πασχάσουμε στο περιβόλι της. Στη Φάμπρικα ψήνουν γουρουνόπουλο στη σούβλα κι εμένα μου έτυχε ο κλήρος να πετύχω μια θέση άδεια δίπλα στη μητέρα του Γλαύκου -μάλιστα, μάλιστα…-, του δεκαπεντάχρονου βιολονίστα, αυτού εδώ απέναντί μας λέω, με τα υγρά τσουλούφια στο ολοκάθαρο μέτωπο, με το βιολί στον ώμο και το δοξάρι στο χέρι σε μια κίνηση τόσο φυσική όσο και ο κυματισμός της θάλασσας στον κόλπο της Παχιάς Αμμου χθες το απόγευμα. «Στο περιβόλι της Φάμπρικας σήμερα, ανασαίνω ακόμη και τη μυρωδιά του χορταριού», γύρισε και μου είπε η μητέρα του Γλαύκου σκύβοντας στο αυτί μου, «όσο για τα πρόσωπα γύρω μας δεν χορταίνω να τα κοιτάζω, πιστέψτε με», είπε, κι έφερε το ποτήρι στα χείλη της, «σας πιστεύω», της είπα, «αναρωτιόμουν ώρα τώρα αν τούτο το δοξάρι ξεπήδησε απ’ τη γη ή έπεσε απ’ τον ουρανό…», «τώρα ξέρω» πρόσθεσα και κατέβασα μια γερή γουλιά κόκκινο. ΝΗΣΙΔΕΣ | 3-5 ΜΑΪΟΥ 2024
σας
σακουλιαστή,
Τελευταίο βιβλίο της Ι. Καρυωτάκη είναι το μυθιστόρημα «Φυγόδικος δεν ήμουν» (Ποταμός, 2023, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2023)


Ανοιχτό Βιβλίο 12 3-5 ΜΑΪΟΥ 2024 | ΝΗΣΙΔΕΣ Π οιο Πάσχα γιορτάζαμε στο σπίτι στα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια που χτίζονται οι συνήθειες; Ζούσαμε οικογενειακώς μια μικρή ανωμαλία γιατί το Πάσχα ήταν στην πραγματικότητα δύο: το εβραϊκό και το χριστιανικό. Για μένα δεν σήμαιναν το ίδιο. Το πρώτο, το Πέσαχ, ήταν κάπως άνευ σημασίας. Ιδέα δεν είχα για το τελετουργικό, μόνο μέσες-άκρες ήξερα τι αφορούσε. Το βράδυ της γιορτής, ο νονός μου διάβαζε ιστορίες και προσευχές γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες σε μια ακατανόητη γλώσσα. Μένω με την απορία αν καταλάβαινε τι διάβαζε αφού δεν ήξερε εβραϊκά. Ωστόσο, θυμάμαι καθαρά ότι τα διαβάσματά του εκνεύριζαν τον πατέρα μου ο οποίος έλεγε και ξανάλεγε «Αντε, τελείωνε! Να φάμε καμιά φορά!» Ας πούμε ότι ήταν ένα οικογενειακό δείπνο, με πολύ φαγητό για βράδυ. Το ότι τρώγαμε τα φαγητά με συγκεκριμένη σειρά οπωσδήποτε συνδεόταν με την ιστορία που διάβαζε ο νονός. Δεν θυμάμαι τι ερχόταν πρώτο και τι μετά - καφετιά αυγά χαμινάδος (αργότερα έμαθα ότι ήταν σεφαραδίτικη παράδοση), χαρόσετ (κάτι σαν πουρές από ξηρούς καρπούς, μέλι και άζυμο), ο δίσκος με ένα κότσι, σέλινο, μαρούλι και ξίδι, τελευταίο το αρνί. Περίμενα το γλυκό, μια «Μελαχρινή» ντυμένη με γλάσο μαύρης σοκολάτας, στολισμένη γύρω γύρω με καρύδια, που έφερνε η μεγάλη μας θεία, η Αννέτα. Αυτές είναι οι εικόνες που συγκράτησα. Κι επειδή ποτέ δεν έδειχνα καμιά διάθεση να μάθω, κανένας δεν ασχολήθηκε να μου πει. Μόνο πενήντα χρόνια μετά, όταν με κάλεσαν σε ένα πραγματικά παραδοσιακό εβραϊκό Πάσχα, έμαθα τι διαβάζεται και τι σημαίνουν τα εδέσματα, αλλά μέχρι εκεί. Με τον θάνατο του παππού Ντ. μας τελείωσε αυτή η γιορτή. Ως παιδί έκανα ό,τι και οι φίλοι μου, έμπαινα στο πασχαλινό πανηγύρι ανέμελα χωρίς καμιά αίσθηση θρησκευτικότητας, την οποία άλλωστε ποτέ δεν αναζήτησα γιατί στην οικογένεια δεν την είχαμε. Τα θεοτικά εξακολουθούν να με αφήνουν αδιάφορη, αλλά ακολουθώ τα μαγειρικά έθιμα γιατί τα βλέπω σαν άσκηση - καλές γαρδούμπες, μέτριες μαγειρίτσες, κόκκινα αυγά ευφάνταστα βαμμένα με παλιές τεχνικές αλλά και τσουρέκια σκληρά σαν τούβλα… Μεγάλωσα λοιπόν με τα πασχαλιάτικα φαγητά, με τα κίτρινα κεριά του Επιταφίου και τα λευκά της Ανάστασης, τους σταυρούς από καπνό στους παραστάτες της πόρτας των σπιτιών, τα τροπάρια, τους πένθιμους χτύπους από τις καμπάνες και τους χαρμόσυνους της Ανάστασης. Μ’ αρέσει και συμμετέχω στην ατμόσφαιρα της γιορτής, θρησκευόμενων και μη. Μια φορά τον χρόνο σούβλα και το κοκορέτσι των απείθαρχων στις οδηγίες της Ε.Ε. για την απαγόρευση της κατανάλωσης εντόσθιων. Κάποιες Μεγάλες Παρασκευές θυμάμαι έντονα φίλους των γονιών μου που επέβαλλαν τον εαυτό τους σε ένα μικρό βασανιστήριο, φανατικούς καπνιστές που στερούνταν τη χαρά του καπνίσματος την πιο πένθιμη μέρα, και αργότερα νεολαίους που είχαν ακατάσχετη επιθυμία για κρέας εκείνη τη μέρα και επέμεναν να κλειστεί τραπέζι στην ταβέρνα του επονομαζόμενου «Κομμουνιστή», στην Κηφισιά. Λένε πως τις μέρες του Πάσχα εξωτερικεύεται η πίστη και η προσμονή βοήθειας από το θείο. Το συνειδητοποίησα στον Επιτάφιο του ΚΑΤ. Κάθε χρόνο, υγιείς και ασθενείς, πιστεύουμε-δεν πιστεύουμε, μαζευόμαστε η γειτονιά στο εκκλησάκι στο παραδίπλα κτήμα-πάρκινγκ του νοσοκομείου, με σεμνότητα όπως δεν τη βλέπεις στην κοινωνική επιδειξιομανία που επικρατεί στις μεγάλες εκκλησίες. Για την περιφορά, συνήθως ο παπάς ζητάει άντρες. Τότε βγαίνουν μπροστά χειροδύναμοι νοσοκόμοι και γιατροί με τις ρόμπες και τα στηθοσκόπια και τον περιφέρουν στους χώρους και τους ορόφους του νοσοκομείου. Με συγκινεί. Το Πάσχα δεν παραλείπω να κάνω κάτι εβραϊκό. Ο λόγος δεν είναι επειδή αποφάσισα να εντρυφήσω και να ασχοληθώ με τις παραδόσεις εκείνων που λέγονται δικοί μου, παραδόσεις που καλώς ή κακώς δεν μου τις μετέδωσε κανένας. Το κάνω για να τιμήσω τη μνήμη της μητέρας μου που φρόντιζε τους χριστιανούς της οικογένειας, ακριβώς για να τους υπενθυμίζει τις ρίζες τους. ΥΓ. Πασχαλινή περίοδο στην Ιερουσαλήμ συνάντησα τον Χριστό να λιάζεται έξω από την εκκλησία της Αναστάσεως. Ηταν ένας ξανθός νεαρός κούκλος αγγελικά πλασμένος σαν τους Χριστούς στις ζωγραφιές που διακοσμούν σχολικές τάξεις και δημόσιους χώρους. Εφερνε κάπως σε χίπη του ’60. Μαλλιά μέχρι τους ώμους, γαλανομάτης, με λευκό χιτώνα, πέδιλα και ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι, όλα προφανώς αγορασμένα από τα κοντινά θρησκευτικοτουριστικά μαγαζιά του παζαριού της Παλιάς Πόλης. Τι έκανε εκεί γερμένος νωχελικά στον τοίχο του πλέον ιερού τόπου της χριστιανοσύνης; Αναρωτήθηκα πώς τον έβλεπαν τα γκρουπ των προσκυνητών που περίμεναν για να μπουν στον ναό. Ηταν πρόκληση; Επαιζε θέατρο ή είχε μετατρέψει τον εαυτό του σε τουριστικό αξιοθέατο; Είχε ενσαρκωθεί τον θεό του; Του τράβηξα μερικές φωτογραφίες χωρίς να τον ρωτήσω, στήθηκα στην ουρά και χαμογέλασα περιπαικτικά. Το Πάσχα είναι… πολλά Πάσχα για μένα ΤΗΣ ΜΑΡΙΖΑΣ ΝΤΕΚΑΣΤΡΟ* Πασχαλινή περίοδο στην Ιερουσαλήμ συνάντησα τον Χριστό να λιάζεται έξω από την εκκλησία της Αναστάσεως. Ηταν ένας ξανθός νεαρός κούκλος αγγελικά πλασμένος σαν τους Χριστούς στις ζωγραφιές που διακοσμούν σχολικές τάξεις και δημόσιους χώρους. Εφερνε κάπως σε χίπη του ’60. Μαλλιά μέχρι τους ώμους, γαλανομάτης, με λευκό χιτώνα, πέδιλα και ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι, όλα προφανώς αγορασμένα από τα κοντινά θρησκευτικοτουριστικά μαγαζιά του παζαριού της Παλιάς Πόλης Μαρίζα Ντεκάστρο ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΑΣΑΡΓΙΩΤΑΚΗ Τελευταίο βιβλίο της Μ. Ντεκάστρο είναι το «Αλκη Ζέη, μάτια σαν τη γαλάζια θάλασσα» (Μεταίχμιο, 2023). Πρόσφατα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων 2023 για το «Οι δικοί μου άνθρωποι» (Καλειδοσκόπιο, 2022)