Τέσσερα πασχαλινά βλέμματα

Page 1

ΦΑΪΣ

Μεγάλη Τρίτη Ταξιδεύουμε από Πειραιά για Νίσυ-

ρο -δεκατρείς ώρες πλεύση-, είμαστε

ψηλά στη γέφυρα του «Μαρίνα» -η Ματίλντα, ο Πέδρο, κι εγώ-, ανατέλλει η

πανσέληνος. Ανάμεσά μας η νύχτα, το

φεγγάρι, οι πλοηγοί και το μεγαλείο του

πελάγους. Η σελήνη υψώνεται αργό-

συρτα από τη θάλασσα προς τον ουρανό -βαθύ πορτοκαλί σε σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο-,

10 3-5 ΜΑΪΟΥ 2024 | ΝΗΣΙΔΕΣ Ανοιχτό
Βιβλίο ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΙΣΕΛ
ακίνητοι στο σκοτάδι παραστεκόμαστε στο τέμπο της ώς να φτάσει ν’ απαλύνει το χρώμα της σε ανοιχτό κίτρινο. Μεγάλη Τετάρτη Το πρωί στο λιμάνι μας περιμένουν ο Βαγγέλης, ο Μάρκος, η Ευρυδίκη. Στο σπίτι του Βαγγέλη στο Μανδράκι έχουν ετοιμάσει πρωινό με καφέδες και σπιτικά γλυκά. Μόλις φτάσαμε και μας προτείνουν επίσκεψη στην Ευαγγελίστρα με τις μηχανές. Κι από ’κει στο Νύφιο με τα πόδια, λέει ο Μάρκος. Φτάσαμε μεσημέρι στην Ευαγγελίστρα. Στη μια πλευρά το Μοναστήρι, στην άλλη ο δρόμος για το Εμπορειό -και για το ηφαίστειο-, και πιο κάτω ο δρόμος για το Νύφιο. Ανηφορίζοντας για το Νύφιο ένας καναπές με ροζ βελούδινο κάλυμμα και καφετιούς λεκέδες -από λάδι;- μας κόβει τον δρόμο. Επικαλούμαι την κούραση και αφήνω τους άλλους να ανηφορίσουν. Ξαπλώνω στο ροζ βελούδο: ο ήλιος πέφτει πάνω μου μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων κι εγώ απολαμβάνω την απεραντοσύνη, το στροβίλισμα των μονοπατιών και τη νισύρια θάλπη. Ωσπου ο βόμβος μιας μηχανής με ξεκουνάει. Στη σχάρα της ένα κατσίκι βελάζει γοερά: το δόλιο το ερίφιο «εννοεί λοξώς τον θάνατο», σκέφτομαι. Οι φίλοι μου αργούν να φανούν. Στον ροζ καναπέ -ξαπλωμένη με μαύρα γυαλιά και καπέλο-, έρχεται να με ταρακουνήσει για δεύτερη φορά ο βόμβος. Το κατσίκι δεν βελάζει πια, στη σχάρα Ισμήνη Καρυωτάκη Το δοξάρι ΤΗΣ ΙΣΜΗΝΗΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ* Τέσσερα πασχαλινά βλέμματα Το πασχαλινό αίσθημα, πένθιμο ή αναστάσιμο, ανθρωποκεντρικό ή υπερβατικό, ήταν απλώς ο σπινθήρας των τεσσάρων ιστοριών που έγραψαν, ειδικά για τους αναγνώστες του Ανοιχτού Βιβλίου, η Ισμήνη Καρυωτάκη, η Μαρίζα Ντεκάστρο, ο Γιάννης Νικολούδης και η Κατερίνα Σχινά. Τέσσερα διηγήματα μεταμόρφωσαν, μετωπικά ή πλάγια, το φως ή το σκοτάδι των ημερών, σε αφήγηση νοσταλγικής, στοχαστικής, σαρκαστικής ή αποξενωμένης πνοής. Τέσσερις τρόποι, ενδεχομένως, να ψηλαφίσουμε το νόημα της Μεγάλης Εβδομάδας σε καιρούς περίπλοκους, άγριους, ανέστιους, απομαγευμένους. Το Ανοιχτό Βιβλίο, συνεχίζοντας τη διηγηματογραφική παράδοση στις σελίδες του, εκ μέρους του επιμελητή του, αλλά και όλων των συνεργατών, σας εύχεται Χρόνια Πολλά και Καλό Πάσχα. Μ. ΦΑΪΣ Μ. ΦΑΪΣ

Νηστεύετε

ή πασχάζετε; μας

ρώτησε η Κεγκούλα,

η γυναίκα που

είχε το «Λευκάδι» -κάτω στην παραλία

του Μανδρακιού-,

νηστεύουμε, είπαμε, και έφερε αγραμυτθόζουμο, πιτθάκια (ίσον

ρεβυθοκεφτέδες) και λευκό ντόπιο. Αν πασχάζατε θα

έφερνα και

είπε

της μηχανής διακρίνω κατακόκκινα τα μέλη του στη διάφανη σακούλα. Είναι σφαγμένο. Μεγάλη Πέμπτη Το πρωί περάσαμε από την Παναγιά την Ποταμίτισσα. Η περιοχή εκεί γύρω ονομάζεται Ποταμός. Και το καπνοπωλείο δίπλα από την εκκλησιά κι αυτό Ποταμός. Εμαθα ότι ανήκει σε κάποιον Χαρίτο. Η νεωκόρισσα του Σταυρού με πληροφόρησε. Και το διπλανό σπίτι σε μια συγγένισσα πάλι του Χαρίτου. Κάνω όνειρα για σπιτάκι στη Νίσυρο. Στην Παναγιά την Ποταμίτισσα ο παπάς με μαύρα ρούχα -χωρίς καλυμμαύχι και ράσο- και με τα μαλλιά δεμένα πίσω σε ουρά, δοκιμάζει το μικρόφωνο για τη Λαμπρή: «Ενα-δύο, Χριστός Ανέστη, ένα-δύο, θανάτω θάνατον, ένα-δύο…». Χαιρετηθήκαμε με νεύματα και προχωρήσαμε. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ στην αριστερή πόρτα πατάσσει τον δράκο με το πόδι του – το σπαθί στο χέρι. Η Ποταμίτισσα στα δεξιά του ασημωμένη ώς τα μάτια – σήκωσα το βλέμμα και ανταμωθήκαμε. 9.00 το βράδυ. Στην Ποταμίτισσα και πάλι. Το σκοτάδι απόλυτο μέσα στον ναό. Τρία μόνον αναμμένα κεριά πάνω στον Σταυρό. Η σιωπή καθολική ανεβαίνει προς τον θόλο σαν προσευχή: ο Θεός την ακούει και την αντιλαμβάνεται. «Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται…», συντετριμμένη η φωνή αναβλύζει από πού άραγε; Αναρωτιέμαι αν έχω βιώσει παρόμοια Σταύρωση. Μεγάλη Παρασκευή Νηστεύετε ή πασχάζετε; μας ρώτησε η Κεγκούλα, η γυναίκα που είχε το «Λευκάδι» -κάτω στην παραλία του Μανδρακιού-, νηστεύουμε, είπαμε, και έφερε αγραμυτθόζουμο, πιτθάκια (ίσον ρεβυθοκεφτέδες) και λευκό ντόπιο. Αν πασχάζατε θα σας έφερνα και σακουλιαστή, είπε. Το βράδυ μετά τον Επιτάφιο φτάσαμε στο μαγερειό του Στέλιου για καπνιστό τσάι στη χόβολη. Στην είσοδο μια τεράστια γλάστρα με γεράνια. Στα στενά σοκάκια όσο οδεύαμε προς το μαγερειό μας συνόδευαν οι τροβαδούροι -ο Μάρκος, ο Παναγιώτης, ο τζουράς και το λαούτο. Το πανδαιμόνιο των κροτίδων κρατούσε το ίσιο – «ο πόλεμος της Ανάστασης» έχει ξεκινήσει. Μέγα Σάββατο Κολυμπήσαμε στους Πάλους -σε νερά κρύσταλλο-, η παραλία υποβλητική, σκούρα γκρι-μπλε πράσινα βότσαλα, η θάλασσα ακύμαντη. Απέναντι η Κως και η Τήλος ως αναστάσιμα θαύματα. Το βράδυ της Ανάστασης Το «φως εκ του ανεσπέρου φωτός» έφτασε στη λαμπάδα μου από το κορίτσι που στεκόταν ακριβώς δίπλα μου -κοκκινομάλλα κοντοκουρεμένη, με πράσινα πιτσιλωτά μάτια κι ένα σχίσιμο ανάμεσα στα δυο μπροστινά της δόντια, η ζακέτα της στο χρώμα της γλυσίνας. Αργότερα την είδα να ανταλλάσσει το φιλί της Ανάστασης με τον Παναγιώτη, τον ρώτησα και έμαθα: Είναι χορεύτρια, μου είπε, τη γνωρίζω από τη Ρόδο – Ροδίτες και Ροδίτισσες θ’ αναστήσουν στη Νίσυρο φέτος… Κυριακή του Πάσχα Το μεσημέρι περάσαμε απ’ την Ηλικιωμένη –η πλατεία Μανδρακιού είν’ αυτή–, ήταν έρημη και άδεια, στρωμένη με φυσίγγια άδεια κι αυτά: Ο «πόλεμος» έχει εκπνεύσει. Οδεύουμε με ζήλο γιορτινό προς τη Φάμπρικα. Θα πασχάσουμε στο περιβόλι της. Στη Φάμπρικα ψήνουν γουρουνόπουλο στη σούβλα κι εμένα μου έτυχε ο κλήρος να πετύχω μια θέση άδεια δίπλα στη μητέρα του Γλαύκου -μάλιστα, μάλιστα…-, του δεκαπεντάχρονου βιολονίστα, αυτού εδώ απέναντί μας λέω, με τα υγρά τσουλούφια στο ολοκάθαρο μέτωπο, με το βιολί στον ώμο και το δοξάρι στο χέρι σε μια κίνηση τόσο φυσική όσο και ο κυματισμός της θάλασσας στον κόλπο της Παχιάς Αμμου χθες το απόγευμα. «Στο περιβόλι της Φάμπρικας σήμερα, ανασαίνω ακόμη και τη μυρωδιά του χορταριού», γύρισε και μου είπε η μητέρα του Γλαύκου σκύβοντας στο αυτί μου, «όσο για τα πρόσωπα γύρω μας δεν χορταίνω να τα κοιτάζω, πιστέψτε με», είπε, κι έφερε το ποτήρι στα χείλη της, «σας πιστεύω», της είπα, «αναρωτιόμουν ώρα τώρα αν τούτο το δοξάρι ξεπήδησε απ’ τη γη ή έπεσε απ’ τον ουρανό…», «τώρα ξέρω» πρόσθεσα και κατέβασα μια γερή γουλιά κόκκινο. ΝΗΣΙΔΕΣ | 3-5 ΜΑΪΟΥ 2024
σας
σακουλιαστή,
Τελευταίο βιβλίο της Ι. Καρυωτάκη είναι το μυθιστόρημα «Φυγόδικος δεν ήμουν» (Ποταμός, 2023, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2023)
Ανοιχτό Βιβλίο 12 3-5 ΜΑΪΟΥ 2024 | ΝΗΣΙΔΕΣ Π οιο Πάσχα γιορτάζαμε στο σπίτι στα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια που χτίζονται οι συνήθειες; Ζούσαμε οικογενειακώς μια μικρή ανωμαλία γιατί το Πάσχα ήταν στην πραγματικότητα δύο: το εβραϊκό και το χριστιανικό. Για μένα δεν σήμαιναν το ίδιο. Το πρώτο, το Πέσαχ, ήταν κάπως άνευ σημασίας. Ιδέα δεν είχα για το τελετουργικό, μόνο μέσες-άκρες ήξερα τι αφορούσε. Το βράδυ της γιορτής, ο νονός μου διάβαζε ιστορίες και προσευχές γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες σε μια ακατανόητη γλώσσα. Μένω με την απορία αν καταλάβαινε τι διάβαζε αφού δεν ήξερε εβραϊκά. Ωστόσο, θυμάμαι καθαρά ότι τα διαβάσματά του εκνεύριζαν τον πατέρα μου ο οποίος έλεγε και ξανάλεγε «Αντε, τελείωνε! Να φάμε καμιά φορά!» Ας πούμε ότι ήταν ένα οικογενειακό δείπνο, με πολύ φαγητό για βράδυ. Το ότι τρώγαμε τα φαγητά με συγκεκριμένη σειρά οπωσδήποτε συνδεόταν με την ιστορία που διάβαζε ο νονός. Δεν θυμάμαι τι ερχόταν πρώτο και τι μετά - καφετιά αυγά χαμινάδος (αργότερα έμαθα ότι ήταν σεφαραδίτικη παράδοση), χαρόσετ (κάτι σαν πουρές από ξηρούς καρπούς, μέλι και άζυμο), ο δίσκος με ένα κότσι, σέλινο, μαρούλι και ξίδι, τελευταίο το αρνί. Περίμενα το γλυκό, μια «Μελαχρινή» ντυμένη με γλάσο μαύρης σοκολάτας, στολισμένη γύρω γύρω με καρύδια, που έφερνε η μεγάλη μας θεία, η Αννέτα. Αυτές είναι οι εικόνες που συγκράτησα. Κι επειδή ποτέ δεν έδειχνα καμιά διάθεση να μάθω, κανένας δεν ασχολήθηκε να μου πει. Μόνο πενήντα χρόνια μετά, όταν με κάλεσαν σε ένα πραγματικά παραδοσιακό εβραϊκό Πάσχα, έμαθα τι διαβάζεται και τι σημαίνουν τα εδέσματα, αλλά μέχρι εκεί. Με τον θάνατο του παππού Ντ. μας τελείωσε αυτή η γιορτή. Ως παιδί έκανα ό,τι και οι φίλοι μου, έμπαινα στο πασχαλινό πανηγύρι ανέμελα χωρίς καμιά αίσθηση θρησκευτικότητας, την οποία άλλωστε ποτέ δεν αναζήτησα γιατί στην οικογένεια δεν την είχαμε. Τα θεοτικά εξακολουθούν να με αφήνουν αδιάφορη, αλλά ακολουθώ τα μαγειρικά έθιμα γιατί τα βλέπω σαν άσκηση - καλές γαρδούμπες, μέτριες μαγειρίτσες, κόκκινα αυγά ευφάνταστα βαμμένα με παλιές τεχνικές αλλά και τσουρέκια σκληρά σαν τούβλα… Μεγάλωσα λοιπόν με τα πασχαλιάτικα φαγητά, με τα κίτρινα κεριά του Επιταφίου και τα λευκά της Ανάστασης, τους σταυρούς από καπνό στους παραστάτες της πόρτας των σπιτιών, τα τροπάρια, τους πένθιμους χτύπους από τις καμπάνες και τους χαρμόσυνους της Ανάστασης. Μ’ αρέσει και συμμετέχω στην ατμόσφαιρα της γιορτής, θρησκευόμενων και μη. Μια φορά τον χρόνο σούβλα και το κοκορέτσι των απείθαρχων στις οδηγίες της Ε.Ε. για την απαγόρευση της κατανάλωσης εντόσθιων. Κάποιες Μεγάλες Παρασκευές θυμάμαι έντονα φίλους των γονιών μου που επέβαλλαν τον εαυτό τους σε ένα μικρό βασανιστήριο, φανατικούς καπνιστές που στερούνταν τη χαρά του καπνίσματος την πιο πένθιμη μέρα, και αργότερα νεολαίους που είχαν ακατάσχετη επιθυμία για κρέας εκείνη τη μέρα και επέμεναν να κλειστεί τραπέζι στην ταβέρνα του επονομαζόμενου «Κομμουνιστή», στην Κηφισιά. Λένε πως τις μέρες του Πάσχα εξωτερικεύεται η πίστη και η προσμονή βοήθειας από το θείο. Το συνειδητοποίησα στον Επιτάφιο του ΚΑΤ. Κάθε χρόνο, υγιείς και ασθενείς, πιστεύουμε-δεν πιστεύουμε, μαζευόμαστε η γειτονιά στο εκκλησάκι στο παραδίπλα κτήμα-πάρκινγκ του νοσοκομείου, με σεμνότητα όπως δεν τη βλέπεις στην κοινωνική επιδειξιομανία που επικρατεί στις μεγάλες εκκλησίες. Για την περιφορά, συνήθως ο παπάς ζητάει άντρες. Τότε βγαίνουν μπροστά χειροδύναμοι νοσοκόμοι και γιατροί με τις ρόμπες και τα στηθοσκόπια και τον περιφέρουν στους χώρους και τους ορόφους του νοσοκομείου. Με συγκινεί. Το Πάσχα δεν παραλείπω να κάνω κάτι εβραϊκό. Ο λόγος δεν είναι επειδή αποφάσισα να εντρυφήσω και να ασχοληθώ με τις παραδόσεις εκείνων που λέγονται δικοί μου, παραδόσεις που καλώς ή κακώς δεν μου τις μετέδωσε κανένας. Το κάνω για να τιμήσω τη μνήμη της μητέρας μου που φρόντιζε τους χριστιανούς της οικογένειας, ακριβώς για να τους υπενθυμίζει τις ρίζες τους. ΥΓ. Πασχαλινή περίοδο στην Ιερουσαλήμ συνάντησα τον Χριστό να λιάζεται έξω από την εκκλησία της Αναστάσεως. Ηταν ένας ξανθός νεαρός κούκλος αγγελικά πλασμένος σαν τους Χριστούς στις ζωγραφιές που διακοσμούν σχολικές τάξεις και δημόσιους χώρους. Εφερνε κάπως σε χίπη του ’60. Μαλλιά μέχρι τους ώμους, γαλανομάτης, με λευκό χιτώνα, πέδιλα και ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι, όλα προφανώς αγορασμένα από τα κοντινά θρησκευτικοτουριστικά μαγαζιά του παζαριού της Παλιάς Πόλης. Τι έκανε εκεί γερμένος νωχελικά στον τοίχο του πλέον ιερού τόπου της χριστιανοσύνης; Αναρωτήθηκα πώς τον έβλεπαν τα γκρουπ των προσκυνητών που περίμεναν για να μπουν στον ναό. Ηταν πρόκληση; Επαιζε θέατρο ή είχε μετατρέψει τον εαυτό του σε τουριστικό αξιοθέατο; Είχε ενσαρκωθεί τον θεό του; Του τράβηξα μερικές φωτογραφίες χωρίς να τον ρωτήσω, στήθηκα στην ουρά και χαμογέλασα περιπαικτικά. Το Πάσχα είναι… πολλά Πάσχα για μένα ΤΗΣ ΜΑΡΙΖΑΣ ΝΤΕΚΑΣΤΡΟ* Πασχαλινή περίοδο στην Ιερουσαλήμ συνάντησα τον Χριστό να λιάζεται έξω από την εκκλησία της Αναστάσεως. Ηταν ένας ξανθός νεαρός κούκλος αγγελικά πλασμένος σαν τους Χριστούς στις ζωγραφιές που διακοσμούν σχολικές τάξεις και δημόσιους χώρους. Εφερνε κάπως σε χίπη του ’60. Μαλλιά μέχρι τους ώμους, γαλανομάτης, με λευκό χιτώνα, πέδιλα και ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι, όλα προφανώς αγορασμένα από τα κοντινά θρησκευτικοτουριστικά μαγαζιά του παζαριού της Παλιάς Πόλης Μαρίζα Ντεκάστρο ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΑΣΑΡΓΙΩΤΑΚΗ Τελευταίο βιβλίο της Μ. Ντεκάστρο είναι το «Αλκη Ζέη, μάτια σαν τη γαλάζια θάλασσα» (Μεταίχμιο, 2023). Πρόσφατα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων 2023 για το «Οι δικοί μου άνθρωποι» (Καλειδοσκόπιο, 2022)

Ιούδας

ΝΗΣΙΔΕΣ | 3-5 ΜΑΪΟΥ 2024 15 Ε κείνη τη μέρα που μαζέψαμε τα κλαδιά. Τότε το σκέφτηκα δηλαδή. Και είπα, εντάξει, θα το κάνω. Δηλαδή, εντάξει. Δεν ήτανε ότι αν γινότανε άλλη μέρα εγώ θα κώλωνα. Aλλά ήτανε μια καλή μέρα και με βόλευε να το τελειώνω. Γι’ αυτό. Γιατί ήτανε η γιορτή τους. Ολοι στην εκκλησία από τις έντεκα νύχτα μέχρι μεσάνυχτα που βγάνει ο παπάς το καλό φως. Μετά τα μεσάνυχτα γυρίζουνε με κεριά με το φως πίσω στο σπίτι και κάποιοι βάνουνε και φωτιές και καίνε τον άντρα από άχερο. Και καλά του κάνουνε. Ετσι το κάνουνε εδώ. Δεκαπέντε και βάλε χρόνια έχω εδώ και κατέχω καλά εγώ. Δηλαδή όχι μόνο τη γλώσσα τους αλλά και τα χούγια. Από τις έντεκα νύχτα μέχρι μεσάνυχτα. Μια ώρα την είχα στα σίγουρα δηλαδή. Και είπα εγώ στον εαυτό μου, εντάξει, σου φτάνει και σου περισσεύει μια ώρα. Δηλαδή θα προλάβαινα. Εκείνη τη μέρα με τα κλαδιά είπα μέσα μου, θα το κάνω και δεν πα’ να. Ετσι είπα. Το αφεντικό το πρωί είχε πει, βοήθα τα και έχε τον νου σου μην γκρεμοτσακιστούνε. Και μου έβαλε στο χέρι ένα εικοσάρικο. Ητανε ο γιος του με κάτι άλλα μικρά. Να ’τανε όλα τους από οχτώ με δέκα χρονώ; Πέρα στα χωράφια με τα κοτρώνια, με τα μεγάλα τα μουρέλα1 τα παρατημένα. Ετρεχα ξωπίσω και τα πρόσεχα και τα βοήθαγα στο κουβάλημα όποτε πετυχαίνανε έναν ασήκωτο κλάδο. Είχανε κάνει σωρό τα κλαδιά πιο πίσω στην απλωσιά. Πιο πίσω από το σπίτι του αφεντικού δηλαδή. Σωρός τα κλαδιά, ψηλός σωρός. Ισαμε κειπάνω. Εκεί θα βάνανε φωτιά μετά που θα γυρίζανε από την εκκλησία και θα καίγανε τον Γιούδα που τον είχανε φτιαμένο με λινάτσα και άχερο και παλιές ζακέτες και θα πετούσανε και σκλαμπατζίκια2 και θα ψήνανε τα κρέατα. Εκείνη με είδε που βοήθαγα τα κοπέλια και πρόσεχα τον γιο της. Και ύστερα στο αποθηκάκι, μετά που τελειώσαμε, μου είπε, τι θα κάνω με σένα ρε συ. Ακόμα ξάπλα, φουλ ξυρισμένη. Αδειασα την καπότα στον καμπινέ και την έβαλα στην τσέπη και πρόσεχα μη μας σταμπάρει κάνα μάτι από το παραθύρι. Υστερα μου είπε ότι δεν είχε ξαναδεί άλλον σαν και μένα και μου είπε ότι είμαι σπέσιαλ. Ητανε που εγώ από νωρίς ξεμπέρδεψα με τις μαλακίες και δεν ήθελα πολλά πολλά εγώ με αυτά που είχα αφήσει πίσω από κει που είχα έρθει. Ούτε Αλλάχ ούτε προσευχές και άλλα τέτοια. Ητανε ότι φορούσα τζιν πανταλόνι και δεν χαμπάριαζα και ότι τα είχα καταφέρει εγώ και έμενα μοναχός σε σπίτι κανονικό, άσε ότι είχα και τον τρόπο να καβαλικεύω όποτε γουστάριζα τη γυναίκα του αφεντικού –και της έκλεισα τώρα το μάτι. Αυτά τρεις μέρες πριν το καλό το φως. Μετά ήρθε το Μεγάλο Σαββάτο και το μεσημέρι βοήθησα το αγόρι του αφεντικού και τους φίλους του να στήσουνε στον σταυρό τον Γιούδα. Κακομούτσουνο τον είχανε φτιαμένο και ήταν να τον λυπάσαι και σαν να τον πονούσε κάτι κάτω από το κρέας του από άχερα. Τον τραβάγανε βίντεο και φώτο με τα κινητά. Μετά πήγα σπίτι μου και περίμενα μέχρι που σκοτίδιασε και βγήκα και παραμόνεψα έξω από το σπίτι του αφεντικού μέχρι που είδα εκείνη μαζί και το αφεντικό και το αγόρι. Τραβάγανε για την εκκλησία. Στην πένα ντυμένοι και οι τρεις. Εκείνη με κοντό φουστάνι, μπούτια να δεις όξω. Το αγόρι με λευκό πουκάμισο. Περίμενα για κάμποσο – εικοσάλεπτο γεμάτο. Μετά άκουγες τον παπά από τα μεγάφωνα. Επιανε η φωνή όλο τον τόπο, μέσα από τα δέντρα. Είπα, τώρα. Εχεις σαράντα λεπτά πάνω-κάτω. Και μπήκα στο σπίτι από την πίσω την πόρτα και πήγα εκεί που έπρεπε. Εκείνη δεν κλείδωνε ποτέ το κουτί. Και τα έκανα ένα σωρό και τα σώριασα στην τσέπη. Τότε ξαφνικά ένα γερό μπαμ πίσω από το σπίτι. Τραντάχτηκε το χτήμα. Μετά μια ησυχία. Κακή ησυχία. Κοκάλωσα. Περίμενα. Σε λίγο πάλι άκουσα τη φωνή του παπά από απόσταση σαν να μην έτρεχε κάστανο. Μετά πήγα στο παραθύρι και το άνοιξα. Το μύρισα στον αέρα. Και σε λίγο είδα. Από το πουκάμισο το κατάλαβα. Ετρεξα με τον φακό του κινητού και τον είδα πεσμένο στα χορτάρια και του λείπανε δυο δαχτύλια και η μισή φάτσα. Δυο άγγιχτες μινέρβες3 γουρούνες στο χορτάρι. Το μαλακιστήρι. Είχε φύγει σκαστός από την εκκλησία. Τον σήκωσα με τα χίλια ζόρια, φοβόμουνα μην ξεκολλήσει το υπόλοιπο πρόσωπό του στο χώμα. Τον έβαλα στους ώμους και έφυγα τσουβαλάτα για το κέντρο υγείας. Εγώ κανονικά είχα μιλημένα να φύγω με έναν που είχε αμάξι και θα με πήγαινε Ηράκλειο και από κει θα ’μουνα φευγάτος για το πλοίο πριν να με πάρουνε γραμμή. Αλλά τώρα αυτό με το αγόρι με μούδιασε. Ξέχασα ότι είχα και τα χρυσάφια στην τσέπη. Τουλάχιστον μέχρι οι γιατροί να πουν ότι θα ζούσε το αγόρι. Τότε ανάσανα και τα θυμήθηκα τα χρυσάφια αλλά τότε είχε έρθει και o πατέρας του. Ποτέ δεν τον είχα δει έτσι χάλια. Στεκόμασταν στον διάδρομο στα επείγοντα. Μέχρι που είδε την καδένα να περισσεύει από την τσέπη μου και είπε, τι είναι αυτό ρε και έβαλε χέρι στην τσέπη μου και χυθήκανε όλα στο πάτωμα και του είπα, μη αφεντικό, αλλά μου έριξε φούσκο γερό. Και ύστερα μου είπε να τον περιμένω σπίτι και είπε ότι θα λογαριαζόμασταν οι δυο μας μετά. (1) Μουρέλα: ελαιόδεντρα (2) Σκλαμπατζίκια: κροτίδες (3) Μινέρβες: κροτίδες
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ* Γιάννης Νικολούδης ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Τελευταίο βιβλίο του Γ. Νικολούδη είναι το μυθιστόρημα «Αδειος τόπος» (Πατάκης, 2023, Βραβείο Μυθιστορήματος Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, 2023) Αυτά τρεις μέρες πριν το καλό το φως. Μετά ήρθε το Μεγάλο Σαββάτο και το μεσημέρι βοήθησα το αγόρι του αφεντικού και τους φίλους του να στήσουνε στον σταυρό τον Γιούδα. Κακομούτσουνο τον είχανε φτιαμένο και ήταν να τον λυπάσαι και σαν να τον πονούσε κάτι κάτω από το κρέας του από άχερα. Τον τραβάγανε βίντεο και φώτο με τα κινητά
οντή και σγουρομάλλα, δέρμα στο χρώμα της ελιάς, μικρά μάτια, δυνατές γάμπες – έτσι τη θυμάμαι. Θα ’ταν δε θα ’ταν δεκαπέντε χρόνων. Τη μέρα που την έφερε ο πατέρας μου στο σπίτι –«Ιδού η νέα σου υπηρεσία», ανακοίνωσε με φαιδρή επισημότητα στην αιφνιδιασμένη μητέρα μου– κρατούσε μια βαλίτσα από χαρτόνι κι είχε βαμμένο κατακόκκινο το στόμα της. «Ρεγγίνα με βάφτισε ο νονός μου», δήλωσε, «μ’ άμα δεν σας αρέσει, να με λέτε όπως θέτε». Κι ύστερα άφησε κάτω τη βαλίτσα της, σταύρωσε τα χέρια και μας κοίταξε έναν έναν σαν να μας μετρούσε. «Πήγαινε να βγάλεις το κοκκινάδι», είπε η γιαγιά μου αυστηρά. «Και να μη σε ξαναδώ να το φοράς». Εγκαταστάθηκε στην κουζίνα, ή μάλλον την κατέλαβε. Δούλευε ακατάπαυστα, με ασίγαστο πάθος. Εμένα και την αδελφή μου μας αγνόησε, μας απευθυνόταν μονάχα με νεύματα και λοξές ματιές. Σπάνια ξεμύτιζε απ’ το σπίτι, δεν πήγαινε ούτε στο περίπτερο. «Θα μπερδέψω τα ρέστα», δικαιολογιόταν. Μάτωνε συνέχεια η μύτη της. Εκεί που έπλενε τα πιάτα, εκεί που καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με το μάγουλο ακουμπισμένο στην παλάμη της και το αυτί στο ραδιόφωνο, ξάφνου ανάβλυζε ποτάμι το αίμα. Εγερνε πίσω το κεφάλι, πίεζε με δυο δάχτυλα τα ρουθούνια της και με το άλλο χέρι πασπάτευε στα τυφλά να βρει το οξυζενέ, πάντοτε πρόχειρο σε μια γωνιά του πάγκου. «Αντε πάλε», έλεγε. Σαν μυστικό της παρατσούκλι ψιθυρίζαμε τη φράση με την αδελφή μου όταν αναφερόμασταν σ’ εκείνη. Στα κλεφτά, να μην ακούσουν οι γονείς. Ηταν ανεξιχνίαστη. Πότε πότε βυθιζόταν σε μια ρηχή περισυλλογή, από την οποία συνερχόταν ξαφνικά, σαν να την είχε ανακαλέσει στην τάξη κάποια, ανήκουστη σε μας τους υπόλοιπους, φωνή. Αλλοτε πάλι κυριευόταν από μια νευρική ιλαρότητα που έφτανε σε παροξυσμό κι εκδηλωνόταν σαν πειρακτική επιθετικότητα προς εμάς, τα παιδιά. Αποσυρόταν με τις ώρες στην καμαρούλα της και την ακούγαμε να ψέλνει, αν και αρνιόταν να συνοδέψει τη γιαγιά μου στην Αγία Ειρήνη τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, τις μόνες μέρες της χρονιάς που εκκλησιαζόταν η Αυτοκράτειρα Πουλχερία, όπως αποκαλούσαμε με την αδελφή μου τη γιαγιά μας, πανευτυχείς που καμιά δεν είχε πάρει το όνομά της. «Μπα, δεν είμαι της εκκλησίας», είχε πει ξινίζοντας τα μούτρα της, εκείνη την πρώτη Μεγάλη Τρίτη που της ζητήθηκε, χάριν της ημέρας, να απομακρυνθεί επιτέλους από το σπίτι· λίγο αργότερα, ωστόσο, ενώ τηγάνιζε τις πατάτες μας, έπιασε το τροπάριο «ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας» κι όταν έφτασε στο τέλος, «ο αμέτρητος έχων το έλεος», το ξανάπιασε από την αρχή. «Οι στροσακόλα σίαζο» μουρμούρισε η αδελφή μου καθώς τρώγαμε, και μου έβγαλε τη γλώσσα. Δεν ήταν της εκκλησίας, αλλά της άρεσε η «Μεγαλοβδομάδα» και η «φούρια» της. Φούρνιζε τα λαμπριάτικα τσουρέκια, έβαφε τα αυγά και γύριζε τα εντεράκια για τη μαγειρίτσα με οίστρο αναμαρτησίας. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης ξεπάτωνε τα παρτέρια με τις 14 3-5 ΜΑΪΟΥ 2024 | ΝΗΣΙΔΕΣ Ανοιχτό Βιβλίο Ρεγγίνα ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΧΙΝΑ* ΑΚΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΗΣ
Κ

Ηταν ανεξιχνίαστη.

βιολέτες της γιαγιάς μου και το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής ήταν άφαντη. «Κορίτσι δεν είμαι κι εγώ;» διαμαρτυρόταν όταν η μητέρα μας απορούσε τι την έσπρωχνε, ενώ δεν έβγαινε ποτέ της, να τρέχει αξημέρωτα να στολίσει τον Επιτάφιο. Εντεκα χρόνων ήμουν το Πάσχα του 1972, όταν χάσαμε την «Αντε πάλε». Εφυγε, καθώς φαίνεται, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά δεν γύρισε το μεσημέρι, ούτε το απόγευμα, ούτε το βράδυ. Στην περιφορά του Επιταφίου, νόμισα πως διέκρινα το στιβαρό της περίγραμμα να ξεκορμίζει από τις μενεξελιές σκιές του δειλινού πίσω από μια συστάδα πικροδάφνες και να βαδίζει βιαστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά δεν πρόλαβα να τη φωνάξω. Επιασα μόνο τον φευγαλέο κυματισμό του πορτοκαλί φουστανιού της ανάμεσα στο πλήθος. Δεν κρατούσε κερί. Ελειψε όλο το Σάββατο. «Μάλλον το έσκασε», είπε η μητέρα μας, μ’ όλο που ψάχνοντας τα πράγματά της είδε πως τίποτα δεν έλειπε. Δεν φάνηκε ούτε το μεσημέρι της Λαμπρής. Μεγάλος αναβρασμός στο σπίτι, έξω φρενών η γιαγιά και η μητέρα, είχαμε κόσμο, έλειπαν τα χέρια. Η αδελφή μου κι εγώ ανάστατες, διεγερμένες, ο πατέρας μας όλο και πιο ανήσυχος. «Θα δηλώσω εξαφάνιση», είπε, βραδάκι πια, και κάλεσε την αστυνομία. Μας την έφεραν πίσω δυο μέρες μετά, λιγάκι στραπατσαρισμένη, με μια γαλάζια ζακέτα που δεν είχαμε ξαναδεί, ριχτή στους ώμους. Το στόμα της ήταν και πάλι κατακόκκινο. Μου φάνηκε πως πέρασαν ώρες ώσπου να βγει από την καμαρούλα της όπου την ανέκριναν οι γονείς μου· και καθώς αδημονούσα για την κατάληξη, η παιδική μου ηλικία απομακρυνόταν, σαν όνειρο που εξανεμίζεται στο πρώτο φως. Λες και το αίνιγμα που ήταν ώς τότε ο ενήλικος κόσμος είχε αποκρυπτογραφηθεί, λες και το κόκκινο στόμα της Ρεγγίνας ήταν η λύση του. Λίγο πριν ανοίξει η πόρτα της, η έντασή μου είχε αποφορτιστεί· τώρα με κατέκλυζε η αίσθηση του κωμικοτραγικού και του παράλογου, άγνωστη ώς τότε. Τρεις μόνο λέξεις της είχα καταφέρει να κρυφακούσω: «Πάλε μάτωσα, κυρία».
Πότε πότε βυθιζόταν σε μια ρηχή περισυλλογή, από την οποία συνερχόταν ξαφνικά, σαν να την είχε ανακαλέσει στην τάξη κάποια, ανήκουστη σε μας τους υπόλοιπους, φωνή. Αλλοτε πάλι
από μια νευρική ιλαρότητα που έφτανε σε παροξυσμό κι εκδηλωνόταν σαν πειρακτική επιθετικότητα προς εμάς, τα παιδιά ΝΗΣΙΔΕΣ | 3-5 ΜΑΪΟΥ 2024 15 Κατερίνα Σχινά Τελευταίο βιβλίο της Κ. Σχινά είναι το «Καλή και ανάποδη. Ο πολιτισμός του πλεκτού» (Κίχλη, 2014)
κυριευόταν

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.