ΟΜΑΔΑ ΠΟΛΙΤΩΝ «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΩΣΗ» (Ή «ΔΙΚΑΙ-ΩΣΗ») Κείμενο και υπογραφές
Είναι πανθομολογούμενο πως το ειδοποιό στοιχείο, η ουσία, αλλά και το μεγαλείο του δημοκρατικού πολιτεύματος βρίσκεται αφενός στη λαϊκή συμμετοχή στην παραγωγή αποφάσεων, αφετέρου δε στον κοινωνικό έλεγχο επί της εξουσίας, επί κάθε εξουσίας. Εδώ και πολλά χρόνια, ωστόσο, στη χώρα μας δρα ανεξέλεγκτος και υπεράνω παντός ουσιαστικού ελέγχου, κοινωνικού ή πολιτικού, ο ένας τουλάχιστον βραχίονας της κρατικής εξουσίας, η δικαστική, παράγουσα αποφάσεις συχνά επωφελείς για τα μέλη της ίδιας της κρατικής λειτουργίας που τις εκδίδει ταυτόχρονα δε και ανατρεπτικές του κρατικού προϋπολογισμού (κάτι που και πόρους αφαιρεί από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, αλλά συνιστώντας μορφή ιδιοποίησης της δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους- και τις αιρετές εξουσίες εκθέτει, αφού αυτές μόνες είναι υπόλογες προς τον λαό). Σημειωτέον, μάλιστα, πως η δικαστική «γενναιοδωρία» δεν εξαντλείται σε διαρκώς αναενούμενες παροχές στους ίδιους τους δικαστές, αλλά συχνά εκτείνεται και σε άλλες κατηγορίες του κρατικοδίαιτου κατεστημένου: Πχ κατά τα τελευταία χρόνια επιδικάστηκαν μεγάλα ποσά και στους διπλωμάτες, αφού κρίθηκε πως πρέπει να παραμένει αφορολόγητο το επίδομα αλλοδαπής, που συνιστά το μεγαλύτερο μέρος των απολαβών των λειτουργών αυτού του κλάδου… Ταυτόχρονα, βέβαια, οι αδιανόητα αργοί ρυθμοί απονομής της δικαιοσύνης παραπέμπουν σε οιονεί αρνησιδικία. Ουσιαστικά το υψηλού κόστους αγαθό της δικαιοσύνης σχεδόν δεν προσφέρεται. Βέβαια, στην ευρύτερη δημοσιότητα των πρόσφατων αποφάσεων για αναδρομικά σε δικαστικούς λειτουργούς συνεισέφερε τη φορά αυτή και η κυβέρνηση, πιθανότατα επειδή είχε πρόσφατα βρεθεί σε πολιτική αντιδικία με έναν εκ των προσφυγόντων, τον πρόεδρο μιας ανεξάρτητης αρχής. Ελάχιστα, αντίθετα, είχε αναδειχθεί -και η κοινωνία δεν είχε πληροφορηθεί- το ότι και παλαιότερα δικαστικοί λειτουργοί είχαν επιδικάσει, δια σειράς αποφάσεων του προβλεπόμενου στο άρθρο 88 του Συντάγματος δικαιοδοτικού οργάνου, προκλητικά μεγάλα ποσά εις εαυτούς: ένα πολύ σημαντικό μέρος, δηλαδή, από τις 400.000 ευρώ που είχαν διεκδικήσει για κάθε ανώτατο δικαστή, αναλογικά δε για τους κατώτερους, με το εν πολλοίς προσβλητικό για την κοινή λογική σκεπτικό πως οι απολαβές τους δεν μπορούν να υπολείπονται εκείνων ενός τεχνοκράτη διευθύνοντος συμβούλου δημόσιου οργανισμού, τον οποίον η κυβέρνηση είχε μετακαλέσει από το εξωτερικό για να του αναθέσει την εξυγίανση του εν λόγω οργανισμού. (Ή, πάντως, πως θα πρέπει να σταθμίζονται με αναφορά τις δικές του απολαβές. Και μάλιστα η απληστία ορισμένων εκ των «δικαιωθέντων» τους οδήγησε στο να προσφύγουν σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, το ΕΔΑΔ, ζητώντας μεγαλύτερη τοκοφορία για όσα τους επιδικάστηκαν από αυτήν που είχε αποφασίσει ακόμη και το δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν οι ίδιοι.)