Τεύχος 78

Page 1

ΑΡΙΘ. 78 · 5.10.83 · ΔΡΧ. 250


/ΜΙΚΡΗ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ.. *

η νεα προσφορά

* του εκδ οτικού οικου

"ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ..- Α.Α. Λιβανη 4 · μια στην

νεα σειρά άγνωστη

που

ανοίγει τα

πεζογραφία

σύνορα

μακρινών χωρων

ελινα τ ο π ιο γ ν ω σ τ ό μ υ θ ι σ τ ό ρ η μ α το υ Ν ιγ η ρ ία ν ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α

ομπι εγκμπουνα

οι καταπ ιεσμένοι το μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α γ ια τη Μ ε ξ ικ α ν ικ η Ε π α νά σ τα σ η το υ

μαριανο αζουελα

“Ν Ε Α Σ Υ Ν Ο Ρ Α , , Α . Α . Α Ι Β Α Ν Η σ ολω νος π λ η ρ ο φ ο ρ ίε ς - π αρ αγγελίες -■ 36.00.398 &36.10.589

94


χρονικα/1

Ι Κ Α Ρ Ο Σ Κυκλοφορούν Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ή εχγσρτ, σχολιασμένε, έκοοστ, 1.11. ΣΑ1ΙΒ1ΛΗ

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Γ.Ι1. ΣΛΒΒ1ΛΗ

EDMUND KEELEY

II ΚΑΒΑΦΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ Ή εζέλιξτ, ένόί μόΟοο

ROBERT LIDDELL.

ΚΑΒΑΦΙΙΣ Κριτικέ, βιογραφία

'Ετοιμάζονται Κ.Ι1. ΚΑΒΑΦΗ

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ

ΤΑ ΑΠΟΚΗΡΥΓΜΕΝΑ

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Π οιήματα χαί μεταφράσεις Κριτική εκοοστ, Γ.11. ΣΑΗΒΙΛΗ

Γ.11. ΣΑΒΗ1ΛΗ

ΤΑ ΑΤΕΑΙΙ

CONSTANTIN CAVAFY p o Emes

1ΈΝΑΤΑ ΛΑΒΑΜΝ1

Μετάφραση ατά Γαλλικά ΑΓΓΕΛΟΓ ΒΛΑΧΟΓ

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ

Ι Κ Α Ρ Ο Σ 40 γεράνια αφιερωμένα σ~ά έλληνικά γράμματα


Συμπληρώστε τή σειρά των άφιερωμάτων

Κωνσταντίνος Θ εοτόκης (No 14) Βιβλία για παιδιά (No 24) Γυναικείος λόγος (N o 36) Γκέοργκ Λ ούκατς (N o 41) Τα διδακτικά βιβλία της μέσης εκπαίδευσης (N o 47) Φράντς Κάφκα (N o 50) Νέοι λογοτέχνες (N o 50) Νίκος Καζαντζάκης (No 51) Μαρσέλ Προυστ (N o 52) Ουίλλιαμ Φώκνερ (No 54) Αγγλική λογοτεχνία (No 56) Σοβιετική λογοτεχνία (No 57) Αντίσταση και λογοτεχνία (No 58) Λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μπαλζάκ (No 60)

Μην ξεχνάτε τις

Δημήτρης Γληνός (No 61) Τζέημς Τζόυς (No 62) Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (N o 64) Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (N o 66) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) Ά γιο ν Ό ρ ο ς (No 68) Νέοι λογοτέχνες (N o 69) Γερμανόφωνο θέατρο (N o 70) Σημειωτική (N o 71) Αριστοφάνης (N o 72) Ζακ Πρεβέρ (N o 73) Μ ικρασιατικός ελληνισμός (N o 74) Λογοτεχνία και κινηματογράφος (N o 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μ αρκήσιος ντε Σαντ (No 77)

συνεντεύξεις με τους:

Μένη Κουμανταρέα (No 1) Γιώργο Ιωάννου (No 9) Διονύση Σαββόπουλο (No 10) Γαβριήλ Πεντζίκη (N o 11) Ιάκωβο Καμπανέλλη (No 12) Νίκο Σβορώνο (N o 18) Μέντη Μ ποσταντζόγλου (No 19) Νίκο Πουλαντζά (No 27) Αλέξανδρο Κοτζιά (N o 28) Στρατή Τσίρκα (N o 29) Ζωή Καρέλλη (No 30) Ά λ κη Ζέη (N o 33) Γιάννη Τσαρούχη (N o 42) Τάκη Σινόπουλο (N o 46) Νίκο Καρούζο (N o 48)

Κ. Θ. Δημαρά (N o 53) Διδώ Σωτηρίου (N o 58) Κυριάκο Σιμόπουλο (N o 59) Κώστα Ζουράρη (N o 60) Σπόρο Ασδραχά (N o 61) Εμμανουήλ Κριαρά (N o 62) Λλ. Φ ιλιππόπουλο (N o 63) Καίη Τσιτσέλη (N o 64) Πέτρο Αμπατζόγλου (N o 67) Γιάννη Δουατζή (No 68) Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (N o 71) Λιλίκα Νάκου (No 72) Γιώργη Γιατρομανωλάκη (No 73) Στρατή Δούκα (N o 74)


ο ΔΙΑΒΑΖΩ Μέχρι τέλος Δεκέμβρη του 1983 ετοιμάζονται τα αφιερώματα Χόρχε Λουίς Μ πόρχες Μίλαν Κούντερα Αδαμάντιος Κοραής Καρλ Μαρξ Νεοελληνικό θέατρο Αστυνομικό μυθιστόρημα

Ανατρέξτε στα άρθρα του ΔΙΑΒΑΖΩ

Οι εγκυκλοπαίδειες και τα κριτήριά τους (No 9) Ο Παπαδιαμάντης σήμερα (No 9) Ερωτήματα για την επαρχιακή λογοτεχνία (No 10) Ιούλιος Βερν: Ταξίδι με το όνειρο (No 12) Πώς φθάσαμε στο βιβλίο (No 13) 1941-1944: Η Εθνική Αντίσταση μέσα από βιβλία (No 14) Ο Γκόρκι και το βιβλίο (No 15) Η πεζογραφ ία από το 1880 ώς το 1940 (No 16) Η πεζογραφ ία απ ό το 1940 ώς τις μέρες μας (No 17) Η ΕΣΣΔ μέσα από τα κείμενα των ιστορι­ κών της (No 17) Ελληνική κινηματογραφική βιβλιογραφία (No 19) Γνωριμία με τον Μισέλ ντε Μονταίνι (No 20)

Φανταστικό και επιστημονική φαντασία (No 20) Οι εκδόσεις του Μαρξ (No 21) Συγκριτική της μοντέρνας ελληνικής πο ί­ ησης (No 22) Εισαγωγή στη μεσοπολεμική πεζογραφία (No 25) Ξαναδιαβάζοντας τον Θερβάντες (No 26) Το βιβλίο και τα πολιτικά κόμματα (No 32) Χίλιες και μία νύχτες (No 33) ' Ολιβερ Τουίστ (No 34) Το θέατρ ο του παράλογου στην Ελλάδα (No 37) Ο Ντοστογιέφσκι και το «Έ γκλη μ α και τιμωρία (No 38) Ξαναδιαβάζοντας τη «Μ αντάμ Μποβαρύ» (No 42) Ξαναδιαβάζοντας τον Ά γγελο Σικελιανό (No 46) Το θέατρο του Γιάννη Καμπύση (No 53)


ΕΣΕΙΣ ΠΕΡΑΣΑΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ... ΚΙΒΩΤΟ; Αν μέχρι σήμερα δε μας έχετε επισκεφθεί αξίζει το > κόπο τώρα να το επιχειρήσετε, έστω κι από απλή περιέργεια.

Στο ΥΠΟΓΕΙΟ -διαμορφωμένο σ' έναν πραγματικό παιδότοπο- όπως πάντα υπάρχει πληρέστατη συλλογή από παιδικά βιβλία και παιχνίδια εκ­ παιδευτικά. Στο ΙΣΟΓΕΙΟ όμως, κάνοντας τις απαραίτητες αλλαγές, εκτός από βι­ βλία, περιοδικά και αφίσες, ολόκλη­ ρος χώρος είναι αφιερωμένος στην καινούρια μας δραστηριότητα. Χαρ­ τικά παντός είδους, τετράδια, βιβλία σχολικά και βοηθήματα είναι από τα ελάχιστα που μπορούμε να καυχηθούμε ότι διαθέτουμε σε τιμές γνω­ ριμίας. Ακόμα κι αν δε σκοπεύετε ν' αγο­ ράσετε, περνώντας, χαζέψτε για λί­ γο στη βιτρίνα μας. Θα σας σκανδα­ λίσει!

στον ΠΕΙΡΑΙΑ ΑΡΑΓΑΤΣΗ 1 (νέο δημαρχιακό μέγαρο)


ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ 13

ΣΚ ΕΨ Η

Κυκ^°Φ0ΡΠσε το 1 3ο τεύχος της Επιστημονικής Σκέψης

Αρθρα - μελέτες για: Την Ψυχαγωγία της Νεολαίας Το «περιθώριο» Το ποδόσφαιρο σαν μέσο αποπροσανατο­ λισμού Τους ξένους εργάτες Τη φαινομενολογική φιλοσοφική σχολή Τη νυκτερινή εκπαίδευση Την καταστροφή του περιβάλλοντος κλπ. Συνέντευξη με τον Ε. Ρόζενταλ για ζητήματα προπαγάνδας


ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ

Ο ΔΟΣ Π Α Ν Ο Σ

ΟΔΟΣ Π ΑΝΟΣ

ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ

ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ

Αύτά τά βιβλία-καί τά περιοδικά (120 δρχ.) στέλνονται ταχυδρομικά οπουδήποτε στήν ' Ελλάδα ή στό εξωτερικό μετά άπό ταχυδρομικό έμβα­ σμα στή διεύθυνση: Γιώργος Χ ρονάς, Πόστ Ρεοτάντ Σύνταγμα, Αθήνα. Γιά τό εξωτερικό προσθέστε ένα 20% στίς τιμές των βιβλίων γιά τήν ταχυδρομική αποστολή.


Β ιβλία κ α ί π ε ρ ιο δ ικ ά κ α ί μιά ά φ ίσ α ά π ό τ η ν « 'Ο δ ό Π α νός» Σ τά β ιβ λιο π ω λ εία . Δ ιανομή, τη λ .: 34.73.117, Α θήνα


ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Ομήρου 34, Αθήνα - 106 72 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26,910

Τεύχος 78 5 Οκτωβρίου 1983 Τιμή: Δρχ.

250

Εκδότης: Αννα Πετρίδου Ιδρυτής: Περικλής ΑΟανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξή: Σοφία Γεμενάκη, Δημήτρης Δεληπέτρος, Θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Κώστας Καλημέρης, Ηρα­ κλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου, Ελένη Στεφανάκη Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σα' ρηγιάννής ■

Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίησή: Νένη Ράις Στοιχειοθεσία: Ε. Καλέμη και Σία,Ο.Ε. Σόλωνος 116, Αθήνα, τηλ. 36.26,126

Διαφάνειες: Δ. Π. Αγγελής, Πειραιώς 1, τηλ! 32.44.325

Φιλμς - Μοντάζ: Α. Καλέμης, Σόλωνος 116, Αθήνα, τηλ. 36.26.126

Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ, 26.10.918

Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ· Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951

Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κεντρική διάθεση: ■«Διαβάζω» Ομήρου 34 τηλ. 36.40.488 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ! 279.720, 268.940 Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Ανδρέου και Σία Ρηγαίνης 64 Λευκωσία Υπεύθυνος τυπογραφείου: Ε. Καλέμη Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: 5ο Φεστιβάλ Βιβλίου Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

10 12 14

ΑΦΙΕΡΩΜΑ Μαρία Στασινοπούλου: Χρονολόγιο Κ. Π. Καβάφη Γ. Π. Σαββίδης: Τί εκόμισε στην Τέχνη ο Καβάφης; Γ. Π. Σαββίδης: Ο Κατσίμπαλης περιγράφει τον Καβάφη στον Σεφέρη Γ. Ιωάννου: Ο Κ. Π. Καβάφης και το δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας Θύμιος Σουλογιάννης: Κωστής Παλαμάς και Κωνσταντίνος Καβάφης. Διαμάχη και οπαδοί Renata Lavagnini: Ο Καβάφης και η ιταλική φιλολογία Ξ. Α. Κοκόλης: Γλωσσική ασυμβατότητα, ποιητική τεχνική και πολιτική εγρήγορση στο «Πάρθεν» του Καβάφη Diana Haas: «Στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό»: σημειώσεις για ένα στίχο του Καβάφη Μιχάλης Πιερής: Σιωπή και λόγος στην ποίηση του Καβάφη Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια: Το ποίημα του Καβάφη «Εικών εικοσιτριετούς νέου καμωμένη από φίλον του ομήλικα, ερασιτέχνην» και ο «Παντάρκης» του Σικελιανού Γιάννης Δάλλας: Οι δύο όψεις του νομίσματος του Οροφέρνη Αλέξ. Αργυρίου: Η επίδραση του Καβάφη στους ποιητές του Μεσοπολέμου Κώστας Γ. Παπαγεωργίου: Οι πρώτοι μεταπολεμικοί ποιητές και ο Καβάφης Αλέξ. Ζήρας: Οι διαχρονικές ετυμηγορίες του Κ. Π. Καβάφη Φίλιπ Σέρραντ: Ξανακοιτάζοντας τον Καβάφη Δημήτρης Δασκαλόπουλος: Η βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη Δημήτρης Δασκαλόπουλος: Επιλογές από τη «Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη»

18 35 37 41 50 56 61 76 82

97 104 114 122 130 137 141 149


ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ: Γράφει ο Δ. Πλάκας ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οι Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Όλγα Μαρκεζίνη και Φρ. Σιδηροπούλου ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει η Ελένη Στεφανάκη

165 168 173

ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ___________________________________175 ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

180

Στο επόμενο «Διαβάζω»

αφιέρωμα στο Χόρχε Λούις Μπόρχες σε συνεργασία με το Magazine Litteraire

Εκδόσεις Εξάντας Ρεϊνάλντο Αρένας Όνειρα καί Πραγματικότητες τού αδελφού Σερβάντο ντε Μιέρ

Φανταστική βιογραφία, τυχοδιωκτικό παραμύθι, μύθος φιλοσοφικός, ιστορικό· φρέσκο, κάποτε σοβαρό, κάποτε μπουρλέσκο, παραισθητικό στην αλήθεια τοτι και στις επινοήσεις του, φανταστικά ρεα­ λιστικό, πραγματικά φανταστικό, αυτό το έργο που ο ίδιος ο συγγραφέας του το θεωρεί μια απλή καταγραφή περιπετει­ ών, είναι κάτι παραπάνω από μυθιστόρηΟ Ρεϊνάλντο Αρένας γεννήθηκε στην Κούβα το 1943. Το μυθιστόρημα αυτό πή­ ρε το πρώτο βραβείο του Εθνικού διαγω­ νισμού λογοτεχνίας στην Κούβα το 1966. Το βραβείο απένειμε ο Αλέχο Καρπεντιέ. Στο εξώφυλλο: Σκίτσο του Salvador Dali

Κεντρική διάθεση, παραγγελίες: Τζαβέλα 1, τηλ. 36.21.236


ΧΡΟΝΙΚΑ Καλοκαιρινές εκδηλώσεις ΤΕΛΕΙΩΣΕ το καλοκαίρι και μαζί του τε­ λείωσαν όλες οι εκδηλώσεις που ψυχα­ γώγησαν και μόρφωσαν το κοινό της Αθή­ νας, των προαστίων της και ιδιαίτερα των επαρχιών. Το πολιτιστικά ανθηρό καλοκαίρι μας άφησε ανάμεικτα συναισθήματα και μας προβλημάτισε. Ικανοποίηση γιατί μ' αυτό τον τρόπο ψυχαγωγήθηκαν κάτοικοι πε­ ριοχών που μέχρι χθες δεν είχαν παρό­ μοιες εμπειρίες. Ετσι μπαίνουν οι βά­ σεις για τη δημιουργία μόνιμων εκδηλώ­ σεων και την πιθανή ενεργοποίηση, για την πραγμάτωσή τους, του ντόπιου πλη­ θυσμού, ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, με σκοπό οι εκδηλώσεις αυτές να προβάλλουν και τον τοπικό χαρακτήρα και το δυναμικό κάθε περιοχής. Απ' την άλλη μεριά πάλι η ποιότητα των φετινών εκδηλώσεων μας δημιουρ­ γεί και κάποιες επιφυλάξεις για το πώς και από ποιους θα συνεχιστούν σε κάθε περιοχή οι πολιτιστικές βραδιές του κα­ λοκαιριού. Αραγε θα καταφύγουν στην υδροκέ­ φαλη Αθήνα, για να προγραμματίσει αυτή τι θα δουν και θ' ακούσουν; Έτσι, πώς θα ενεργοποιηθεί ο ντόπιος πληθυσμός; Υπάρχει το ενδεχόμενο η επαρχία να δέ­ χεται παθητικά οποιαδήποτε εκδήλωση (θεατρική, μουσική, χορευτική, λογοτε­ χνική) αρκεί να ζητά στον πράκτορά του (οποιοσδήποτε είναι αυτός, κρατικός ή ιδιωτικός) τις περιφερόμενες ομαδικές του εκδηλώσεις. Τις επιφυλάξεις αυτές τις εκφράζου­ με τώρα που είναι αρχή και χωρίς να πα­ ραβλέπουμε ότι στην αρχή θα γίνουν τέ­ τοια λάθη. Όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ομαδικές εκδηλώσεις που παρουσιάζονταν στη μια άκρη της Ελλάδας μετά από λίγες μέρες, με S-ην ίδια σειρά και με τους ίδιους συντελε­ στές, παρουσιάζονταν και στην άλλη άκρη του τόπου μας.

Βιβλιοθήκη στη Σέριφο ΑΠΟ την εκστρατεία για τη δημιουργία

Δεύτερο Διεθνές Συμπόσιο Ιστορίας

προ λεγο μένα βιβλιοθηκών σ' όλη την Ελλάδα, που ξε­ κίνησε ο Μανώλης Γλέζος, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα αποτελέσματα. ' Ηδη μετά την Κίμωλο και τη Σίκινο ήρθε η σειρά της Σερίφου. Το όμορφο νησί των Κυκλάδων με τους 1250 κατοίκους από­ κτησε την πρώτη του βιβλιοθήκη. Σε προσεχές τεύχος μας θα παρουσιά­ σουμε εκτενέστερα την προσπάθεια του Μανώλη Γλέζου, που με τη βοήθεια του ημερήσιου και περιοδικού τύπου εξοπλί­ ζει τις νέες και τόσο χρήσιμες για τα μι­ κρά νησιά βιβλιοθήκες. Η βοήθεια αυτή συνίσταται στο να «υιοθετήσει» κάθε εφημερίδα ή έντυπο από ένα νησί. ' Οπως λοιπόν οι εφημερίδες και τα πε­ ριοδικά μας επαρκούσαν για την «υιοθε­ σία» των κυκλαδίτικων νησιών, το «Διαβά­ ζω» ανάλαβε την υποχρέωση να προβάλ­ λει μέσα από τις στήλες του τις δραστη­ ριότητες και την ανάπτυξη των «υιοθετήμένων». Και για να επανέλθουμε στη Σέριφο. Η βιβλιοθήκη της συγκέντρωσε 690 βιβλία, προσφορές κρατικών φορέων, τραπεζών, του περιοδικού «Επίκαιρα» και των ανα­ γνωστών του. Τα εγκαίνια κάθε βιβλιοθή­ κης πλαισιώνονται και με σειρά εκδηλώ­ σεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο λαός της Σερίφου παρακολούθησε ομιλί­ ες με θέματα: «Προληπτική ιατρική», «Προβλήματα της Σερίφου», «Ο άνθρω­ πος και το βιβλίο» και «Προβλήματα του κυκλαδικού χώρου». ' Ομιλητές ήταν ο γιατρός Φραγκίσκος Χανιώτης, ο δικηγό­ ρος και πρόεδρος της κοινότητας Θεό­ δωρος Λαϊνάς και στις δύο τελευταίες ο Μανώλης Γλέζος.

ΤΟ Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών πραγματο­ ποίησε από τις 18 ώς τις 25 Σεπτεμβρίου το 2ο Διεθνές Συμπόσιο Ιστορίας με θέ­ μα «Μεσογειακές οικονομίες: ισορρο­ πίες και διασυνδέσεις, 13ος-20ός αιώΜέλη της οργανωτικής επιτροπής του Συμποσίου ήταν οι: Γ. Λεονταρίτης, Σπ. Ασδραχάς, Λ. Δρούλια, Β. Κρεμμυδάς, Γ. Δερτιλής, Δ. Αποστολόπουλος και Γ. Αλεξανδρόπουλος, ενώ πρόεδρός της ήταν ο Νίκος Σβορώνος. Η θεματική του Συμποσίου διαρθρώ­ θηκε σε 10 ενότητες, τις παρακάτω: 1. Πραγματοποίηση και κατανομή του πλεονάσματος στις μεσογειακές οικονο­ μίες: 13ος-18ος αι. Εισηγητές οι Μ. Aymard, Σπ. Ασδραχάς. 2. Στο επίκεντρο της εμπορευματικής οικονομίας: τα νομίσματα και άλλα μέσα πληρωμής και πίστωσης. Εισηγητής ο J. G. da Silva. 3. Εμπορικές συνδέσεις και κίνηση των πλοίων ανάμεσα στην Ανατολική και Δυτική Μεσόγειο, 15ος-19ος αι. Εισηγη­ τής ο Ugo Tucci. 4. Κίνδυνος και ασφάλεια: καταδρομή και ασφάλειες ανάμεσα στην Ανατολική και Δυτική Μεσόγειο από τον ύστερο Μεσαίωνα ώς τη σύγχρονη εποχή. Ειση­ γητής ο Alberto Tenenti. 5. Βιοτεχνία, οργάνωση της εργασίας και αγορά στα Βαλκάνια, 15ος-19ος αι. Εισηγητής ο Βασ. Παναγιωτόπουλος. 6. Οι μηχανισμοί μιας κατάκτησης: πο­ λιτικές προσαρμογές και οικονομικό κα­ θεστώς των κατακτημένων στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εισηγη­ τής ο Δημ. Αποστολόπουλος. 7. Επίπτωση του καπιταλισμού στις παραδοσιακές δομές των πόλεων. Ειση­ γητής ο Andr6 Nouschi. 8. Κράτος, τράπεζα και στρατηγική των κεφαλαίων στην Ελλάδα, 19ος-20ός αι. - νομισματική πολιτική- έγγεια αγαθά και κεφάλαια εκβιομηχάνιση. Εισηγητής ο Γ. Δερτιλής. 9. Νοοτροπίες και δεκτικότητα του οι­ κονομικού. Εισηγήτρια η Λουκία Δρούλια 10. Αναντιστοιχίες κοινωνικο-οικονομικών δομών και κοινωνικο-ιδεολογικών


χρονικα/11 συμπεριφορών. Εισηγητής ο Φίλιππος «Η Ιστορία ανάμεσα στο φολκλόρ και στην ανθρωπολογία», με συντονιστή τον Ruggiero Romano, αποτέλεσε θέμα συ­ ζήτησης στρογγυλής τράπεζας. Πρέπει να πούμε ότι εκδόθηκαν τα πρακτικά του περσινού 1ου Διεθνούς Συμποσίου του ίδιου ιδρύματος που είχε θέμα «Το βιβλίο στις προβιομηχανικές κοινωνίες».

Με τον «Περίπλου» στη Γενεύη ΙΣΩΣ δεν θα ξέρετε ότι από το 1897 υπάρχει ένας σύλλογος ελλήνων φοιτη­ τών στη Γενεύη με το όνομα «Μινέρβα». Το σύλλογο αυτό, που επανιδρύθηκε το 1947, θέλουν να ξαναζωντανέψουν τα μέλη του νέου Δ.Σ. του. Πρωταρχική τους προσπάθεια είναι η συνεργασία με την εκεί ελληνική κοινότητα. Ωστε να μπορέσουν να προωθηθούν από κοινού τα συμφέροντα των δύο στοιχειών της παροικίας (του μόνιμα εγκατεστημένου και του φοιτητικού) με σκοπό να επηρεά­ σουν, όσο μπορούν, ενωμένοι την πολιτι­ κή της χώρας που τους φιλοξενεί προς όφελος της πατρίδας. Οι έλληνες φοιτητές της Γενεύης όμως δεν περιορίστηκαν μόνο σ' αυτό το στόχο. Με το περίσσευμα του φοιτητικού τους συναλλάγματος έβγαλαν ένα περι­ οδικό ποικίλης ύλης με τίτλο «Περίπλους». Ο «Περίπλους» περιλαμβάνει πληροφορίες για τη ζωή των φοιτητών στη Γενεύη, σελίδες για το Νίκο Καζαντζάκη, για τη σύγχρονη μουσική και τις λογοτεχνικές επιδόσεις των φοιτητών. Το παράπονο που εκφράζεται στις σε­ λίδες του «Περίπλου» είναι ότι από τους 138 φοιτητές μας μόνο 36 είναι γραμμέ­ νοι στο σύλλογό τους. Το ίδιο και ο αρι­ θμός των εγγεγραμμένων μελών στους καταλόγους της ελληνικής κοινότητας. Από τους 1500 ' Ελληνες που ζουν μόνι­ μα εγκατεστημένοι στην πόλη της Ελβε­ τίας, μόνο 200 είναι μέλη της κοινότη­ τας.

Ακριβή διακίνηση Η ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΗ διακίνηση του βιβλίου στον τόπο μας είναι τόσο επαχθής, που καταντά απαγορευτική. ' Ενα βιβλίο των 200 δρχ. για να σταλεί στην επαρχία επι­

βαρύνεται περισσότερο από 100 δρχ., δηλαδή ανεβαίνει το κόστος του κατά 50%. Το θέμα αυτό θα πρέπει ν' αντιμε­ τωπιστεί με το ίδιο πνεύμα που αντιμε­ τωπίζεται η ταχυδρομική διακίνηση του βιβλίου σε πολλά από τα ευρωπαϊκά κρά­ τη, διαφορετικά πολλοί εκδότες βιβλίων θα βρεθούν σε δύσκολη θέση και θα στερηθεί η επαρχία το καλό λογοτεχνικό Βιβλιοπώλες της επαρχίας που πουλού­ σαν το «Διαβάζω», όχι μόνο δεν κάλυ­ πταν τα έξοδα του περιοδικού, αλλά λό­ γω των υπερβολικών τελών ζημιωνόν­ τουσαν. Δυο πρόσφατα παραδείγματα έχουμε από βιβλιοπωλεία της Κρήτης και Τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη διακίνηση του βιβλίου, ήταν ένα από τα θέματα που έθιξε στη συνέντευ­ ξη τύπου που δόθηκε στις 7.9.83 στο Δημαρχιακό Μέγαρο της Αθήνας, με την ευκαιρία της έναρξης του 5ου Φεστιβάλ Βιβλίου, ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Συνδέ­ σμου Εκδοτών Βιβλίου, Νίκος Αντωνόπουλος. Αλλά παρ' όλη τη σπουδαιότητά του νομίζουμε ότι δεν έτυχε της πρέ­ πουσας προβολής από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οπως άλλωστε και τα υπό­ λοιπα θέματα που έθιξε ο ομιλητής, και ήταν: η άρση των περιορισμών για τη χο­ ρήγηση ατέλειας χάρτου, η δημιουργία ενιαίου φορέα βιβλίου που να αγκαλιάζει και να ενδιαφέρεται για όλα τα προβλήματά του και η ένταξη του κλάδου των βιβλιοεκδοτών στο Βιοτεχνικό Επιμελητή-

Χρόνια ή σελίδες ΣΤΗΝ ίδια συνέντευξη ο επίτιμος πρόε­ δρος του Βαλκανικού Φεστιβάλ Βιβλίου, πρώην πρωθυπουργός και συγγραφέας Παναγιώτης Κανελλόπουλος, με άμεσο τρόπο και με περιεκτικό σε νοήματα λό­ γο, πρόβαλε τη θέση που πρέπει να έχει το βιβλίο στη ζωή του σύγχρονου ' Ελλη­ να. Από τα όσα είπε, μεταφέρουμε την απορία του, γιατί τον εξέλεξαν επίτιμο πρόεδρο του Φεστιβάλ. Δυο λόγους υπέ­ θεσε ο σεβαστός ακαδημαϊκός: «' Η γιατί είμαι ο πρεσβύτερος των ζώντων συγ­ γραφέων ή γιατί έχω ξεπεράσει σε αρι­ θμό σελίδων όλους τους ' Ελληνες ομότεχνούς μου, εκτός του Καζαντζάκη». Και μια εξομολόγηση του κ. Κανελλόπουλου: «Αν ένας πολιτικός διαβάζει μό­ νο πολιτικά και οικονομικά βιβλία, θα γίνει κακός πολιτικός. Πρέπει να διαβάζει και ποίηση και μυθιστόρημα και όλα τα είδη Τι λέτε, να κάνουμε μια έρευνα ή να διακινδυνεύσουμε να μας το δείξει η Ιστορία;

Είκοσι χρόνια κομμάτια ΔΕΝ ήμαστε δυστυχώς από τους 80.000 αριθμημένους του Ολυμπιακού σταδίου. Ούτε καν από τους 20.000 χωρίς εισιτή­ ρια. Ήμαστε ακροατές του Β' Προ­ γράμματος. Έτσι δεν είδαμε τους πε­ χλιβάνηδες, το Βέγγο με τη ριγέ πιτζά­ μα, τις ακτίνες λέιζερ, τις σημαίες, τα λά­ βαρα, τους φίλους, τους συνεργάτες, τους συμμαθητές, τους μπασκετμπωλίστες, τις ακοντίστριες. Ούτε τον Κηλαηδόνη να τρέχει με ποδήλατο. Δεν είδαμε το αερόστατο-αυλαία με το οποίο ο οικο­ δεσπότης -Σταύρος και κυρ Σταύροςαναλήφθηκε στους ουρανούς. Ακούσαμε όμως τις ευχές των «καλεσμένων». Ακού­ σαμε τις παραινέσεις του Χατζιδάκη προς τη νεολαία. Ακούσαμε πολλές αναφορές στο 1-1-4. Και φυσικά τα τρα­ γούδια του Σαββόπουλου, που, μέσα σ' όλο αυτό το πανηγύρι, κόντεψαν να ξεχαστούν. Και ήμαστε σίγουροι πως η επι­ τυχία ήταν απόλυτη, αφού το πρόγραμμα εκτελέστηκε στο ακέραιο. Παρ' όλα αυτά οι τυχεροί από τους φίλους που βρέθηκαν στο στάδιο και οι επώνυμοι που μίλησαν στις εφημερίδες σχεδόν στην πλειοψηφία τους δηλώνουν πως «δεν το φχαριστήθηκαν». Κι αναρω­ τιόμαστε: τι περιμένανε; Οσα δωράκια τους υποσχέθηκε η διαφήμιση υπήρχαν. Η «συλλογικότητα» που επιδιώκουν μετά το μπητς-πάρτυ επιτεύχθηκε. Τα τραγού­ δια που ακούστηκαν γνωστά, ωραιότατα και «καταξιωμένα». Τα πυροτεχνήματα, τα λαμπιόνια, τα αυτοκινητάκια, τα «ονό­ ματα» στη θέση τους. Την άλλη μέρα στις εφημερίδες ο εορτάζων ξαναείπε τις απόψεις του για την κοινοτική αυτο­ διοίκηση. Τι άλλο θέλανε; Και άρτο; θεϊκά εφέ δεν κάνει ακόμη ο Διονύσης. Εμείς πάντως του ευχόμαστε «χρόνια πολλά» κι επικροτούμε με ενθουσιασμό την ιδέα του το επόμενο ραντεβού μας να γίνει στο αεροδρόμιο. Υ.Γ. Δεν ξέρουμε αν ο Σαββόπουλος διά­ λεξε προσωπικά την εκφωνήτρια του Β' Προγράμματος. Εκλογή πολύ επιτυχημέ­ νη. Συγκίνηση, παλμός, θερμή φωνή, που είπε και ο κ. Λαλιώτης. Με δυό μονάχα ασήμαντα ολισθήματα: Μπέρδεψε το βαφτιστικό όνομα του Μενιδιάτη με το βαφτιστικό του Ανγελόπουλου και, υποθέ­ τουμε, τον κ. Χατζιδάκη με το Χαλβατζιδάκη. (Έτσι τουλάχιστον εξηγούμε την αναφώνησή της, όταν εμφανίστηκε ο συμπαθής συνθέτης: «Ο Μ. Χατζιδάκης, αχ! τι γλυκό όνομα!») Το αστείο είναι πως το μπέρδεμα ήταν μεταδοτικό. ' Ετσι, στο δελτίο ειδήσεων που ακολούθησε αμέ­ σως μετά, ακούσαμε με έκπληξη πως το μετάλλιο που απονεμήθηκε στον Κ. Κα­ ραμανλή δια χειρός Γλύκατζη (αυτό μά­ λιστα, είναι γλυκό όνομα) δίδεται, λέει, αποκλειστικά σε αρχηγούς κομμάτων...


12/χρονικα

5ο Φεστιβάλ Βιβλίου Βαλκανικό Γία πέμπτη συνεχή χρονιά στο Πεδίο του Άρεως, από τις 9 ώς τις 25 Σεπτεμβρί­ ου, ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (ΣΕΚΒ) οργάνωσε το 5ο Φεστιβάλ Βιβλίου με τη συμπαράσταση και την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών. Φέτος το φεστιβάλ εξελίχθηκε σε βαλκανικό, υλοποι­ ώντας έτσι έναν άμεσο στόχο του ΣΕΚΒ; και ανοίγοντας το δρόμο στους μελλοντικούς, που είναι η οργάνωση φεστιβάλ χωρών ΕΟΚ, μεσογειακών χωρών και διε­ θνούς. Έτσι, η γιορτή αυτή, εκτός από τους ελληνι­ κούς τίτλους βιβλίων, περιλάμβανε και τίτλους από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμα­ νία. Η Τουρκία αρνήθηκε να συμμετάσχει. Προφανώς το στρατιωτικό καθεστώς του Εβρέν, που συνεχίζει τις δι­ ώξεις των αντικαθεστωτικών -στη λίστα περιλαμβάνον­ ται συγγραφείς, μεταφραστές, εκδότες και άνθρωποι του βιβλίου γενικότερα-, δεν μπορεί να ευθυγραμμιστεί με την πολιτική των άλλων χωρών με σκοπό τη σύσφιγξη των σχέσεων των βαλκανικών λαών, την ειρήνη και το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Στη συνέντευξη που προηγήθηκε της έναρξης του φεστιβάλ ο πρόεδρος του ΣΕΚΒ μίλησε για το θεσμό, τους στόχους του συνδέσμου, αλλά κυρίως στάθηκε στα προβλήματα των εκδοτών. Επίσης ανακοινώθηκε η συμμετοχή των 170 ελλήνων εκδοτών με 25.000 τί­ τλους και των βαλκανικών χωρών με 1.000, η οργάνωση λογοτεχνικών βραδινών, η ύπαρξη ειδικών περίπτερων αφιερωμένων στους Κοραή, Παλαμά, Καζαντζάκη, Καβάφη, Γληνό, Μαρξ, Εθνική Αντίσταση, καθώς και η συμ­

μετοχή των μουσίκοχορευτικών φολκλορικών συγκρο­ τημάτων όλων των χωρών που συμμετείχαν στο φεστι­ βάλ. Τη βραδιά των εγκαινίων η υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών Μελίνα Μερκούρη μας επιφύλαξε μιαν ευχά­ ριστη έκπληξη: την αναγγελία της καθιέρωσης των τρι­ ών κρατικών βραβείων για τις καλύτερες μεταφράσεις. Φαίνεται έχει γίνει κοινή διαπίστωση ότι το μεγαλύτερο μέρος των μεταφράσεων που κυκλοφορούν στον τόπο μας είναι πρόχειρες και ασφαλώς όχι αντιπροσωπευτι­ κές των ξένων έργων. Στην ίδια εκδήλωση μίλησαν ο επίτιμος πρόεδρος του φεστιβάλ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ο υπουργός Παιδείας Απόστολος Κακλαμάνης, η αντιδήμαρχος του Δήμου Αθηναίων Ελένη Δωρή και ο πρόεδρος του ΣΕΚΒ Νίκος Αντωνόπουλος. Ο χώρος του φεστιβάλ την ημέρα των εγκαινίων είχε κατακλυστεί από πλήθη κόσμου. Αυτό όμως δεν συνέβη μόνο την πρώτη ημέρα, αλλά όλες τις ημέρες που διαρκούσε η έκθεση. Κατά τις εκτιμήσεις των εκθετών το ποσοστό των επισκεπτών ήταν φέτος ιδιαίτερα αυξημέ­ νο. Οι πόλοι έλξης για τον πολύ κόσμο ήταν οι καινού­ ριες εκδόσεις, η συγκέντρωση τόσων χιλιάδων τίτλων σ' ένα χώρο, όπως το Πεδίο του ' Αρεως, που προσφέ-


χρονικα/13 ρει πράσινο, ευρυχωρία και δροσιά μέσα στην καρδιά της Αθήνας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι και η αγο­ ραστική κίνηση ήταν αυξημένη. Δυστυχώς, ήταν μικρό το ποσοστό των επισκεπτών που αγόραζαν βιβλία, μπροστά στο πλήθος που κατάκλυσε την έκθεση. Χωρίς να είμαστε απόλυτοι στις κρίσεις μας για όλες τις περι­ πτώσεις -άλλωστε είναι πολύ νωρίς για να βγούνε συμπεράσματα-, το αγοραστικό κοινό κινήθηκε στα περσινά επίπεδα. Αυτό όμως που είναι ευχάριστο, είναι ότι ο πολύς κόσμος και ενδιαφέρεται και ενημερώνεται για το βιβλίο, και μάλιστα το καλό βιβλίο. Από όσα μας είπαν οι εκδότες, ο κόσμος που πληροφορείται για τα βιβλία από την έκθεση γίνεται ο αυριανός αγοραστής βιβλίων από το βιβλιοπωλείο. Κι αυτή είναι η πιο σημαν­ τική κατάκτηση του φεστιβάλ: η δημιουργία ενός νέου αναγνωστικού κοινού και η πληροφόρηση του παλιού για εκδόσεις που ενώ κυκλοφόρησαν δεν έχουν πέσει στην αντίληψή του. Από μια σύντομη έρευνα που κάναμε στα περίπτερα της έκθεσης, διαπιστώσαμε ότι το βιβλίο που κινήθηκε περισσότερο, ήταν αυτό που συνδύαζε την ποιότητα και τη χαμηλή τιμή. Το γεγονός αυτό ενισχύει τον ισχυρι­ σμό ότι το πλατύ κοινό ζητά να ενημερωθεί και αγορά­ ζει ενδεικτικά από το φεστιβάλ. Άλλους λόγους μπο­ ρούμε να θεωρήσουμε την περιορισμένη οικονομική δυνατότητα γενικά, αλλά και ειδικά λόγω εποχής (τέ­ λος καλοκαιριού μετά τις διακοπές, έναρξη σχολικής χρονιάς κ.α.). Παρ' όλα αυτά, τα πράγματα δεν ήταν απελπιστικά και η κίνηση παρουσιάστηκε αυξημένη το τελευταίο δε­ καήμερο, ενώ τον υψηλότερο δείκτη πωλήσεων από όλες τις μέρες της εβδομάδας παρουσίαζαν το Σάββα­ το και η Κυριακή. Σε ερώτησή μας ποια κατηγορία βιβλίου πουλιέται στην έκθεση, οι εκπρόσωποι των εκδοτικών οίκων «Φιλιππότης - Επικαιρότητα», «Νεφέλη», «Εξάντας», «Γα­ λαξίας - Ερμείας», «Γκοβόστης», «Χατζηνικολή», «Θεμέ­ λιο», «Ερμής» και «Εστία», μας απάντησαν: το λογοτε­ χνικό και ιδιαίτερα η πεζογραφία. Για το πολιτικό βιβλίο δεν υπήρχαν πολλοί αγοραστές, σύμφωνα μ' αυτά που μας είπαν οι περισσότεροι που ρωτήθηκαν, εκτός από τις εκδόσεις «Ύψιλον» και «Γλάρος» που είχαν αυξημέ­ νη κίνηση στο πολιτικό βιβλίο. Μια άλλη κατηγορία βι­ βλίων, τα χιουμοριστικά, είναι αυτή που συγκέντρωσε επίσης την προτίμηση του κοινού, και ιδιαίτερα στο πε­ ρίπτερο των εκδόσεων «Κάκτος». Το παιδικό βιβλίο θα πρέπει να πούμε ότι είναι κυρίαρχο στις πωλήσεις σε όσους εκδότες το διαθέτουν κατά τη διάρκεια της έκ­ θεσης. Η επιμονή των παιδιών για την απόκτηση κάποι­ ων βιβλίων δεν αναβάλλεται εύκολα από τις πιέσεις των γονιών τους. Παιδιά είναι ένα μεγάλο μέρος των επισκεπτών που είτε ειδικά έρχονται στους χώρους της έκθεσης, είτε βρίσκονται εκεί με αφορμή το παιχνίδι στο πάρκο. Ας ελπίσουμε ότι μακροπρόθεσμα αυτά τα παιδιά θα γίνουν αναγνώστες και φίλοι του βιβλίου. Ένα πιο ειδικό κοινό και κατατοπισμένο ως προς το βιβλίο επισκέπτεται τον εκθεσιακό χώρο τις βραδινές ώρες, από τις 8.30 ώς τις 10, οπότε υπάρχει και η με­ γαλύτερη αγοραστική ζήτηση. Ανάμεσα στους επισκέ­ πτες είναι και μια κατηγορία που με κίνητρο τις τηλεο­ πτικές αναγγελίες φτάνει στο χώρο της έκθεσης με μό­

νο σκοπό την πληροφόρηση και ζητά από τους εκθέτες πάρα πολλά στοιχεία για τα βιβλία χωρίς να έχει πρόθε­ ση ν' αγοράσει. Ένα άλλο, διερχόμενο κοινό, εκτός βέ­ βαια από τους περιπατητές του άλσους, είναι αυτό που συνδυάζει τη βραδινή του έξοδο στα θέατρα της λεωφό­ ρου Αλεξάνδρας με μια σύντομη επίσκεψη στον εκθε­ σιακό χώρο. Τις βραδιές που το φεστιβάλ πλαισίωνε την έκθεση με ομιλίες, αλλά κυρίως με τα μουσικοχορευτικά συγ­ κροτήματα από τις βαλκανικές χώρες που λάβαιναν μέ­ ρος, το κοινό άφηνε το χώρο των βιβλίων και πήγαινε να παρακολουθήσει το θέαμα. Τα 200 περίπου περίπτερα ήταν τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Το εισερχόμενο κοινό, λογικά, έδι­ νε περισσότερη ώρα και προσοχή στα πρώτα στη σειρά περίπτερα και λιγότερη, λόγω κούρασης, στα απομα­ κρυσμένα από την κεντρική είσοδο. Οι φίλοι όμως του βιβλίου κάλυπταν τις ανάγκες τους με πολλαπλές επι­ σκέψεις στο χώρο της έκθεσης. ' Ολα τα περίπτερα δεν συγκέντρωσαν την ίδια συμμετοχή κόσμου. Όπως τα περίπτερα που δεν πουλούσαν, δηλαδή, τα ξένα, των οργανισμών και τα αφιερωμένα στην προσωπικότητα και τη ζωή των τιμώμενων προσωπικοτήτων. Τα περίπτερα είχαν για διακόσμηση τα εκτιθέμενα βι­ βλία και δεν υπήρχε ανάμεσά τους καμιά διαφοροποίη­ ση. Το περίπτερο των εκδόσεων «Κάκτος» ήταν διακο­ σμημένο με τρεις φωτογραφίες της πρόσφατα χαμένης μεγάλης μας ηθοποιού Έλλης Λαμπέτη, που τις πλαι­ σίωναν σειρές από φωτάκια. Σε ερώτησή μας στον εκδό­ τη, γιατί προτίμησε αυτό τον τρόπο διακόσμησης, μας απάντησε ότι είναι πιο ενδιαφέρον, για τον επισκέπτη, κάθε περίπτερο να διακοσμείται με ένα δικό του τρόπο, ώστε να προβάλλει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των εκδόσεών του. Οι μουσικοχορευτικές βραδιές με τα εθνικά συγκρο­ τήματα είχαν μεγάλη επιτυχία και τις παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Ό λες αυτές οι συμπληρωματικές εκ­ δηλώσεις κρίνονται θετικά από τους εκδότες, σαν κάτι που έπρεπε να υπάρχει, για να ξεκουράζει και να ψυχα­ γωγεί τον επισκέπτη, ή, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, για να λειτουργήσει σαν το επιπλέον κίνητρο. Αυτό όμως που πρέπει να προσέχει η εκάστοτε οργανωτική επιτροπή είναι να μην προγραμματίζει τις εκοηΛωσεις στις ώρες της μεγάλης κυκλοφορίας, γιατί αμέσως η κί­ νηση πέφτει. Πολλοί εκδότες προτείνουν οι εκδηλώσεις να γίνονται μετά τις 10, για να μη μειώνεται η κίνηση αλλά και για να τις παρακολουθούν και οι ίδιοι. Κι ένα από τα αδύνατα σημείά του φεστιβάλ. Το θέμα της μουσικής κάλυψης. Η κακή επιλογή των μουσικών θεμάτων, βοηθούμενη από τις κακές μικροφωνικές εγ­ καταστάσεις και την επανάληψη των όχι και τόσο πετυ­ χημένων συνθημάτων μάς κάνει να μιλάμε για πραγμα­ τική ηχορύπανση που προκαλούσε τη θυμηδία και καμιά φορά τον εκνευρισμό των επισκεπτών. Το φεστιβάλ έχει γίνει θεσμός και σκοπεύει να γίνει παγκόσμιο, μια που είναι ήδη διέθνές, όπως τόνισε ο Παν. Κανελλόπουλος. Αν οι οργανωτές του θέλουν να πετύχουν τους στόχους τους, θα πρέπει να προσέξουν όλα αυτά τα αδύνατα σημεία με αυστηρότητα και σοβα­ ρότητα, για ν' αποδίδει το φεστιβάλ και να μην παρακμά­ σει πρόωρα. ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΕΡΣΗΣ


Από 7 έως 20 Σεπτεμβρίου

IIΗ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ] Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό­ τερα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις περισ­ σότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο με τις μεγαλύτε­ ρες πωλήσεις σημειώνεται με τρεις αστερίσκους (***), το αμέσως μετά με δύο (**) και το τελευ­ ταίο με έναν (*).

Χατζούλη - Λάρισα

Φιλιππότης - Αθ.

Ραγιάς - Θεσ.

Σύγχρονη Εποχή - Αθ.

Πειραϊκή Φωλιά του Βιβλίου - Πειρ.

|

| Μεθενίτης - Πάτρα

Κοτζιά - θεσ.

Λέσχη του Βιβλίου - Αθ.

3 1

Κατώι του Βιβλίου - Θεσ. |

Επιλογή - Αθ.

Ενδοχώρα - Αθ.

ΒΙΒΛΙΑ

Ελευθερουδάκης - Αθ.

Δωδώνη - Αθ.

|

Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημο­ σιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βι­ βλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο τουλάχιστον βιβλιοπώλες. Οσο για το ενδιαφέρον και την ποιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι να συμβουλεύ­ εστε τις σελίδες της «Επιλογής».

1. Φ. Γερμανού: Περισσότερο σεξ... σε λίγο (Κάκτος) 2. Δ. Μπότσαρη: Αποκαλύπτω τους κορυφαίους του ΠΑΣΟΚ 3. Π. Αναστασιάδη: Πάρτε το έθνος στα χέρια σας 4. Ν. Δήμου: Κοινοτοπίες (Νεφέλη) 5. Β. Φιλία: Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις (Σύγχρονη Εποχή)

6. Α. Πανσέληνου: Η Κίνα η δική μου (Κέδρος) 7. Λ. Παπαδόπουλου: Μάνος Λοίζος (Κάκτος) Σημείωση: Στο βιβλιοπωλείο Μεθενίτης - Πάτρα το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Φ. Ναμόρα. Μέρες ενός γιατρού (Νέα Σύνορα). Στο Χνάρι - Αθ.: Β. Πρατολίνι. Χρονικό των φτωχών εραστών (Θεμέλιο)

ΛΙΑΒΑΖίΙ κυκλοφόρησε ή νέα σειρά τόμων τού «Διαβάζω» (έκτος άπό τόν α' τόμο, πού έχει έξαντληθεΐ)

προμηθευτείτε τους έγκαιρα

1


ΚΕΙΚ»?. 4 ΜΗΛΙΑ για τονΚ Α Β Α ΊΉ ΣΤΡλΤΗΣ ΤΣΙΡ&ΑΣ

ΣΤΡΛΤ11Σ ΤΣΙΡΚΛΣ

ΚΑΒΑΦΗΣ

Ο Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Ο Σ

ΚΑΒΑΦΗΣ

ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ

?

® ·

ΣΤΡΑ ΤΗ ΤΣΙΡΚΑ

ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ

Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ

0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

ΠΕΜΠΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

12 Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ

Κ. Π . Κ Α Β Α Φ Η Σ

Μ

'

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Οι δρομοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ου αιώνα

ΠΕΜΠΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

Κυκλοφορούν μέσα στο 1983: • ΠΑΟΛΑ ΜΙΝΟΥΤΣΙ ·Π ΙΤ Ε Ρ ΜΠΙΑΝ Κων/νος Καβάφης

ΕΚΛΟΕΕΙΕ ΚΕΛΡΟΕ

#

ΣΟΝΙΑ ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ

ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ

12 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ

Κων/νος Καβάφης

;

·Μ ΙΧ Α Λ Η Σ ΠΙΕΡΗΣ Κμ^ή^μελέ'τη70 της ποιητικής του Καβάφη)

Γεωργίου Γενναδίου 6 - Τηλ.: 36.15.783



Κ. Π. Καβάφης Στις 29 Α πριλίου έκλεισε μισός αιώνας από το δάνατο του ποιητή Κ. Π. Καβάφη. Μ ισός αιώνας από τότε που ο Αλεξαντρινός γέρος κείται «μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια» της ποίησής του. Οσο περ νά ει ο καιρός, μας φανερώ νεται όλο και πιο πειστικά η περίπτωση ενός μεγάλου δημιουργού πο υ αναμετρήδηκε με την ποίηση, έχοντας για μοναδικό εφόδιο την ασκητική προσήλωση στην τέχνη του. Σ τιχουργός της σειράς στο ξεκίνημά του, δα δεω ρηδεί αργότερα, και για πολλά χρόνια, σα μια περίπτω ση στενά ερωτικού ποιητή, δεματικά ιδιόρρυδμου. Σήμερα είμαστε βέβαιοι πια ότι έχουμε κερδίσει μια ποιητική φωνή όχι αποκλειστικά ατομική αλλά ευ ρύ τερα φυλετική, όχι αποκλειστικά εδνική αλλά πανανδρώ πινη. Το «Διαβάζω» δεν μπο ρο ύσ ε να π αραμείνει αμέτοχο στο φετινό εορτασμό των 120 χρόνων από τη γέννηση και των 50 από το δάνατο του ποιητή. Π ολλά γράφ τηκαν μέχρι σήμερα για τον Κ αβάφη και πολλά ακόμη δα γραφ τούν μέχρι την εκπνοή της χρονιάς. Ό π ω ς έχει σημειω δεί σε παρόμοια παλαιότερη περίπτωση «τον Ποιητή τον κρίνουν τα έργα το υ · ο εορτασμός αυτός κρίνει τους φίλους του». Αλλά και π έρ α από τα συμβατικά πλαίσια μιας επ ετείο υ η ποίηση του Αλεξαντρινού δα αποτελεί πά ντα μια πρόκληση και μια αναμέτρηση της δικής μας πια ευαισδησίας απέναντι στο έργο του. Ευχαριστούμε το Μάνο Χαριτάτο, το «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο» και το Δημήτρη Δασκαλόπουλο για την προσφορά εικονογραφικού υλικού και για τη συμπαράστασή τους. (Τη σύνθεση του αφιερώματος έκαμαν ο Ηρακλής Παπαλέξης και η Μαρία Στασινοπούλου με βάση σχέδιο που άφησε ο Περικλής Αθανασόπουλος)


18/αφιερωμα

Μαρία Στασινοπούλου

Χ ρονολόγιο Κ. Π. Κ αβάφη Αλέξανδρος Ίσ'αρης: Καβάφης

Για τη σύνδεση του χρονολογίου άντλησα στοιχεία από τις αχόλουδες πηγές: 1. Στρατής Τσίρχας: Κ. Π. Καβάφης. Σχεδίασμα χρονογραφίας τον βίου του. Αδήνα 1963. Ανάτυπο από την Επιθεώρηση Τέχνης. 2. Γ. Π. Σαββίδης: Οι καβαφικές εκδόσεις (1891-1932). Περιγραφή και σχό­ λιο. Βιβλιογραφική μελέτη. Έκδοση Ταχυδρόμου, Αδήνα 1966. 3. Robert Liddell: Καβάφης. Κριτική βιογραφία. Μετάφρ. Καίτης ΑογοδέτηΆντερσον. Ίκαρος 1980. 4. Τίμος Μαλάνος: Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης. Ο άνδρωπος και το έργο του. Έκδοση συμπληρωμένη και οριστική. Δίφρος 1957. 5. Καβάφη πεζά. Παρουσίαση, σχόλια Γ. Α. Παποντσάκη. Εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, Αδήνα 1963. 6. Μ. Περίδης: Ο βίος και το έργο του Κωνστ. Καβάφη. Ίκαρος 1948. Επίσης χρησιμοποίησα πληροφορίες από εφημερίδες και περιοδικά της εποχής καδώς και από τα κατά καιρούς καβαφικά αφιερώματα περιοδικών. Τα ξένα παραδέματα δηλώνονται με εισαγωγικά και οσάκις είναι εκτενή ση­ μειώνεται, παρενδετικά συνήδως, η προέλευσή τους. Το χρονολόγιο παρακολουδεί μόνο τις αυτοτελείς εκδόσεις καβαφικών έρ­ γων (αρχικά μονόφυλλα, τεύχη και συλλογές), με μια δυο αποκλίσεις για τα πρώτα δημοσιεύματα και το ύστατο μονόφυλλο που κυκλοφόρησε ο ποιητής. Τα σχετικά στοιχεία προέρχονται πάντα από τον Γ. Π. Σαββίδη, «Οι καβαφι­ κές εκδόσεις». Στο τέλος κάδε χρονιάς σημειώνονται οι τίτλοι των εντύπων με τα οποία συ­ νεργάστηκε ο Καβάφης (οι εφημερίδες με εισαγωγικά, τα περιοδικά με πλά­ για στοιχεία). Ό που δεν δηλώνεται τόπος έκδοσης των εντύπων, νοείται η Αδήνα.


αφιερωμα/19 1863 17/29 Απριλίου: Γεννιέται στην Αλεξάνδρεια ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου και της Χαρίκλειας Καβάφη. Οι γονείς του κρατάνε από φαναριώτικες οικογένειες της Πόλης. Ο πατέρας του ασχολείται με το εμπό­ ριο (σιτάρι και μπαμπάκι), διευθύνει τον οίκο «Καβάφης & Σία», είναι σημαντικό πρόσωπο της αλεξανδρινής παροικίας και είχε αποκτήσει φήμη για την τιμιότητά του. Είναι από τους ιδρυτές της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας. Η μητέ­ ρα του ποιητή περιγράφεται ως μικρόσωμη αλλά πολύ κομψή και φιλάρεσκη. Οταν παντρεύτηκε ήταν δεν ήταν 15 χρόνων. Λέγεται ότι είχε καημό να αποκτήσει κόρη, γι’ αυτό έκανε 9 παιδιά -τα οκτώ τής βγήκαν αγόρια. Το μοναδικό κορίτσι που απέκτησε πέθανε βρέφος. Οταν γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος τον κανάκευε και τον έντυνε σαν κορίτσι. 1864 28 Μάίου. Βαφτίζεται. Νονά η εξαδέλφη του Αμαλία Πιταρίδου. 1870 10 Αυγούστου: Πεθαίνει ο πατέρας του. 1872 Η Χαρίκλεια Καβάφη μετακινείται με τα παιδιά της από την Αλεξάνδρεια στο Λίβερπουλ. 1876 Οικονομικό κραχ στην Αίγυπτο. Διαλύεται ο οίκος «Καβάφης & Σία». Η οικογένεια χάνει όλη σχεδόν την περιουσία της σε «ατυχείς επιχειρήσεις».

Χαρίκλεια Καβάφη, η μητέρα του ποιητή

1877 Η Χαρίκλεια Καβάφη με τα παιδιά της μένουν για ένα διά­ στημα στο Λονδίνο, 15 Queensborough Terrace. To 1975 εντοι­ χίστηκε πλάκα στο σπίτι αυτό όπου είχε μείνει ο ποιητής. Στα τέλη του χρόνου επιστρέφουν στην Αλεξάνδρεια. 1879 Η οικογένεια εγκαθίσταται σε διαμέρισμα της λεωφόρου Ραμλίου αρ. 32 (τώρα λεωφόρος Ζαγλούλ 15). 1881 Για τις σπουδές του Καβάφη δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Είναι βέβαιο πως το σχολικό έτος 1881-2 ήταν μαθητής στο «Λύκειο Ερμής», εμπορική σχολή που διεύθυνε ο Κωνσταντί­ νος Παπαζής. Εκεί φοιτούν και οι φίλοι του Μικές Ράλλης (γιος του προέδρου της κοινότητας), Στέφανος Σκυλίτσης, ίσως και οι Τζων Π. Ροδοκανάκης και Κίμων Περικλής. Την ίδια χρονιά δανείζεται βιβλία από τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας. Αρχίζει να συνθέτει ένα ιστορικό λεξικό, που θα σταματήσει «στη μοιραία λέξη Αλέξανδρος». 1882 11 Ιουνίου: Εξέγερση στην Αλεξάνδρεια, που καταλήγει στο βομβαρδισμό της πόλης από το βρετανικό στόλο. Η κατα­ στροφή ολοκληρώνεται από πυρκαγιά. Η Χαρίκλεια Καβάφη με τα παιδιά της φεύγουν για την Κωνσταντινούπολη, όπου

Πέτρος I. Καβάφης, ο πατέρας του ποιητή


20/αφιερωμα φιλοξενούνται στο σπίτι του πατέρα της Γεωργάκη Φωτιάδη. Το διαμέρισμά τους στην Αλεξάνδρεια καίγεται. Για το ταξίδι Αλεξάνδρεια-Κωνσταντινούπολη υπάρχει, ανέκδοτο μέχρι στιγμής, ημερολόγιο του Καβάφη. 1883 Κατά την παραμονή του Καβάφη στην Κωνσταντινούπολη αρχίζει να εκδηλώνεται ο ομοσεξουαλισμός του, με τον εξάδελφό του Γ. Ψύλλιαρη (μαρτυρία της Ρίκας Σεγκοπούλου). Ο ποιητής είναι είκοσι χρονών. Λέγεται ότι στην Κωνσταντι­ νούπολη ο ποιητής έμενε σε δύο διαφορετικές συγγενικές οι­ κογένειες, ότι αυτές ζούσαν σε δυο διαφορετικές γειτονιές και δεν είχαν καλές σχέσεις μεταξύ τους· και ότι εκμεταλλευό­ ταν αυτή την κατάσταση, που του επέτρεπε να περνά μια ολό­ κληρη νύχτα έξω, χωρίς να μπορούν να ελέγχουν τις κινήσεις του. Από γράμμα της νονάς του Αμαλίας Πιταρίδου-Πάππου φαίνεται πως αυτή τη χρονιά ο Κ. τελείωσε τις σπουδές του και έχει επιθυμία να ακολουθήσει το πολιτικό και δημοσιο­ γραφικό στάδιο. 1884 Γράφει τα πρώτα ποιήματα και πεζά, που θα παραμείνουν ανέκδοτα μέχρι τη δεκαετία του 1960. Οι φίλοι του Μικές Ράλλης και Στέφανος Σκυλίτσης με τακτικά γράμματα ενημε­ ρώνουν τον Κ. για τα γεγονότα της γενέτειρας. Τον Οκτώβριο επιστρέφουν με τη μητέρα του και τ ’ αδέλφια του Αλέξανδρο και Παύλο στην Αλεξάνδρεια. Μέχρι το 1892, που πιάνει δουλειά στις Αρδεύσεις, οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή τού Κ. στην Αλεξάνδρεια είναι ελλιπείς και ασαφείς. Φαίνεται να υποαπασχολείται σε διάφορες εργασίες. 1886 Έχει δημοσιογραφική ταυτότητα ως απεσπασμένος στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» και επιδίδεται συστηματικότερα από πριν στη συγγραφή ποιημάτων και πεζών. Δημοσιεύει στο περιοδικό Έ σπερος της Λιψίας τα: «Βακχι­ κόν», «Μάταιος, μάταιος έρως», «Ο ποιητής και η Μούσα», και στην εφ. «Ομόνοια» της Αλεξάνδρειας το πεζό «Οι απάν­ θρωποι φίλοι των ζώων».


αφιερωμα/21 1888 Από γράμματα φίλων του φαίνεται ότι την εποχή αυτή ο Κ. δεν ήταν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος· «Αφού μάλιστα ως αναγινώσκω, παρακολουθείς και τας μικροτέρας κινήσεις του πολυθελγήτρου φύλου και πολύ σωστά καθότι άνευ αυτών η ζωή είναι νεκρά» του γράφει ο δόκιμος του Π.Ν. Σπύρος Κοντογιάννης. 1889 Πεθαίνει στην Αλεξάνδρεια ο φίλος του Μικές Ράλλης. Ημε­ ρολόγιο που κράτησε ο ποιητής, για την αρρώστια και τις τε­ λευταίες ημέρες του φίλου του, πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Παπουτσάκη στα «Πεζά» (1963). 1891 Πεθαίνει ξαφνικά (17 Μαρτίου) ο αδελφός του ΠέτροςΙωάννης, 40 χρονών τότε, άγαμος. Η ανώνυμη περιγραφή της λαμπρής κηδείας του στον «Τηλέγραφο» της Αλεξάνδρειας είναι γραμμένη πιθανότατα από το χέρι του ποιητή. Θάνατος στο Λονδίνο του θείου του Γεωργίου Καβάφη, συνεταίρου άλλοτε του πατέρα του. «Ή ταν εξέχουσα φυσιογνωμία κι από τους σοφούς γραικούς εμπόρους της Λόντρας... Ή ταν φίλος του Καΐρη και θαυμαστής του Κοραή.» Δημοσιεύει στην εφ. «Εθνική», στην αλεξανδρινή «Rivista Quindicinale», στο περ. Κλειώ της Λιψίας και στην εφ. «Τηλέ­ γραφος» της Αλεξάνδρειας. Το Σεπτέμβριο του 1891 στέλνει στο περ. Αττικόν Μουαείον «το πρώτο ολότελα πρωτότυπο ποίημα της νέας του περιόδου, το «Κτίσται». Στο τεύχος του ίδιου μήνα και στη στήλη της αλληλογραφίας διαβάζει «απάν­ τηση της σύνταξης», πιθανότατα γραμμένη από τον Πολέμη: «κ. Κ. Φ. Καβ. Εις Αλεξάνδρειαν. Το ποίημά σας μας εφάνη εξόχως ωραίον και θα ήτο ίσως ωραιότερον αν δεν εκάμνετε τόσην κατάχρησιν του συστήματος εκείνου της γαλλικής στι­ χουργίας του να μεταβαίνωσιν αι προτάσεις από του ενός στί­ χου εις τον έτερον. Έχει όμως τόσα άλλα προτερήματα το ποίημά σας ώστε παραβλέπει τις τας μικρός ταύτας ποιητικός ιδιοτροπίας σας. Θα το δημοσιεύσωμεν ευχαρίστως». Το ποί­ ημα «Κτίσται» τυπώνεται αυτοτελώς «εις φυλλάδια», μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου, σε άγνωστο αριθμό αντιτύπων. 1892 Προσλαμβάνεται ως έκτακτος γραφέας στην Υπηρεσία Αρδεύ­ σεων, που εξαρτιέται από το Υπουργείο Δημοσίων ' Εργων. Οι προϊστάμενοί του είναι Άγγλοι. Αρχικός μισθός: 7 λίρες. Δημοσιεύει στα έντυπα: Αττικόν Μουαείον, «Τηλέγραφος» Αλεξάνδρειας, Φύσις. 1893 Ο Κ. βάζει οικονομικό πρόγραμμα στη ζωή του και κρατά λο­ γαριασμούς. Πηγαίνει ταξίδι αναψυχής στο Κάιρο. Δημοσιεύει στα έντυπα: «Τηλέγραφος» - Αλεξάνδρεια, Φύ­ σις, «Κωνσταντινούπολή» - Πόλη. 1894 Ο Φ. Πρίντεζης στο περιοδικό η Φύσις περιγράφει τη συνάν­ τησή του με τον Κ. στην Αλεξάνδρεια: «Την επομένην Τετάρ­ την μετά χαράς και λύπης ετοιμάζω τας αποσκευάς μου και

Τεύχος τον περιοδικού «Αττικόν Μουαείον». Περιέχει το ποίημα «Κτίσται»


22/αφιερωμα την τρίτην ώραν μετά μεσημβρίαν, τη συνοδεία πολλών φίλων και γνωρίμων επιβιβάζομαι εις το ατμόπλοιον. Μέχρις αυτού συνοδεύομαι και υπό του καλλίστου φίλου, συνδρομητού της Φύσεως και παροδικού συνεργάτου κ. Καβάφη, περί ου μέ­ χρι τούδε δεν είχον αναφέρει τι, όπως σχηματίσω τελείαν περί αυτού γνώμην και γράψω αναφορικώς. Ο κ. Καβάφης είναι τέλειος gentleman, της λεπτής εκείνης σοβαρός αγγλικής ανα­ τροφής οπαδός και φυσικώς, διότι ανετράφη εις Αγγλίαν, κάλλιστα μεμορφωμένος και πεπαιδευμένος εξ εκείνων, οίτινες περί πολλού ποιούνται τας μεθ' οιουδήποτε σχέσεις των. Ενώ απ ' αρχής της εις Αλεξάνδρειαν αποβιβάσεώς μου εγνώρισα αυτόν, προσωπικώς, διότι το πρότερον μόνον εξ αλληλο­ γραφίας εγνωριζόμεθα, σπανίως τον έβλεπον και τούτο απο­ δίδω εις την εξιδιασμένην και επιφυλακτικήν αυτού διαγωγήν προς σύναψιν σχέσεως και φιλίας. Και έχει δίκαιον, διότι ποσάκις δεν μεταμελείται τις μετά βεβιασμένην και άκαιρον γνωριμίαν μετ’ ανθρώπων μη συναδόντων προς τας ιδέας, γνώσεις και αισθήματά του; Κατά τας δύο τελευταίας λοιπόν ημέρας, ότε διέμεινα εν Αλεξανδρεία, ο κάλλιστος κ. Καβά­ φης δεν έλειπεν εκ του πλησίον μου. Ό τε δ ’ απεχαιρέτισα πάντας, κατά την τελευταίαν στιγμήν ο κ. Καβάφης μοι έσφιγγε την χείρα και ηύχετο ταχέως να με έβλεπε, είτε εν Αλεξανδρεία, είτε εν Αιγύπτω.» Δημοσιεύει στο Εικονογραφημένον Αιγυπτιακόν Ημερολόγιον. Το ποίημά του «Το καλαμάρι» σχολιάζεται εγκωμιαστι­ κά στον αλεξανδρινό τύπο (εφ. «Μεταρρύθμισις» και «Ταχυ­ δρόμος»), 1895 Διαβάζει και σχολιάζει μια κριτική για το μυθιστόρημα του Thomas Hardy «Jude the Obscure». Δημοσιεύει στο περ. Εικο­ στός Αιών της Αλεξάνδρειας. 1896 16 Ιαν.: Πεθαίνει στην Κωνσταντινούπολη ο παππούς του, από την πλευρά της μητέρας του, ο Γεωργάκης Φωτιάδης. «' Εχαιρε πολλήν εκτίμησι μεταξύ των Γραικών και είχε πολ­ λές φιλίες με Τούρκους πασάδες.» «Ευτύχησα να τον γνωρί­ σω προσωπικώς» θα σημειώσει αργότερα ο ποιητής, στη «Γε­ νεαλογία» του. Δημοσιεύει στον αλεξανδρινό Κόσμο και στο αθηναϊκό «Άστυ». Ο Γ. Τσοκόπουλος στο βιβλίο «Αιγυπτιακοί αναμνή­ σεις - Η ελληνική Αλεξάνδρεια» σημειώνει για τον Κ.: «Υπάρ­ χει όμως εις την Αίγυπτον και ποιητής φιλοσοφικός με όλην την νεαρωτάτην του ηλικίαν, ποιητής σκεπτικιστής, ποιητής συμβολικός, κατά την ευτυχεστέραν εκδοχήν της λέξεως. Ο κ. Κ. Καβάφης, αναμφισβητήτως έχει αληθινήν ποιητικήν φλόγα μέσα του. Το " Καλαμάρι” του, του οποίου δυστυχώς δεν δια­ τηρώ εις την μνήμην παρά μίαν ή δύο στροφάς, είναι ποίημα πρώτης τάξεως, η δε " Ελεγεία των λουλουδιών έχει κάτι από την αιθερίαν ποίησιν του Σέλλεϋ εις τους στίχους της. Παρά τα ποιήματα αυτά όμως ο κ. Καβάφης γράφει και άλλα λυρικώτερα, εις τα οποία εμφυσά μελαγχολικήν τινα ζωήν, κά­ ποιαν ειρωνικήν πικρίαν. Η "Κλίνη του Χριστού” και [το] ” Φωναί γλυκείαι” είναι υποδείγματα του ύφους του».

Το βιβλίο του Τοοχόπουλου όπου περιέχεται σχόλιο για τον Καβάφη Γ. Β. ΤΣΟΚΟΠΟΓΛΟΓ

ΑΙΓΓΠΤΙΑΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ


αφιερωμα/23 1897 Εκδίδει οε τετρασέλιδο τα «Τείχη», δίγλωσση έκδοση', με αγ­ γλική μετάφραση του αδελφού του Τζών. «Τυπωμένο πιθανό­ τατα στην Αλεξάνδρεια, άγνωστο σε ποιο τυπογραφείο και σε πόσα αντίτυπα, όχι πριν τις 16 Ιανουάριου 1897. Πρώτη έκ­ δοση και, πιθανότατα, πρώτη δημοσίευση. Πρώτη -και μόνη, από όσο γνωρίζουμε- έκδοση και δημοσίευση μετάφρασης ποιήματος του Κ. Π. Καβάφη από τον αδελφό του, ΙωάννηΚωνσταντίνο.» «Σε βραχυγραφημένες σημειώσεις ο Κ. καταγράφει τις προσπάθειές του ν ’ απαλλαγεί από το μοναχικό πάθος που πι­ στεύει πως τον καταβάλλει σωματικά και πνευματικά.» 6 Μαρτίου σημειώνει: «... Πρέπει αλύγιστα να επιβάλω στον εαυτό μου ένα τέρμα έως την 1η Απριλίου, διαφορετικά δεν θα μπορέσω να ταξιδέψω. Θ’ αρρωστήσω και πώς θα περάσω τη θάλασσα, και πως αρρωστημένος θ ’ απολαύσω το ταξίδι μου;» 16 Μαρτίου: «Μεσάνυχτα. Υπέκυψα εκ νέου. Απελπι­ σία, απελπισία, απελπισία. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει. Παρεκτός αν σταματήσω ώς τις 15 Απριλίου. Ο Θεός βοηθός». 17 Απριλίου: «Η Τουρκία κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της Ελ­ λάδας. Ή ττες του Ελληνικού Στρατού». Από Μάιο έως Ιούνιο ο Κ. με τον αδελφό του Τζών στο Παρί­ σι. Σε γράμμα της Χαρίκλειας στα δυο αδέλφια διαβάζουμε: «Πλήν οι Έλληνες, Κωστάκι μου, τα κάμαν ωσάν τα μούτρα τους. Τώρα δέχουνται τα πάντα από τας δυνάμεις, ό,τι θ έ­ λουν να τους κάμουν!» Τους δίνει ακόμη νέα για τους γνω­ στούς τους Πάλλη και Ροδοκανάκη, που τραυματίστηκαν στον πόλεμο. Από το Παρίσι τα δυο αδέλφια πάνε στο Λονδίνο και στο τέ­ λος Ιουνίου γυρίζουν στην Αλεξάνδρεια. Δημοσιεύει στον Κόσμο Αλεξάνδρειας και στην εφ. «Νεολόγος» της Πόλης. 1898 Δημοσιεύει στο Εθνικόν Ημερολόγιον Σκόκου. Ο Σκόκος τον περιγράφει: «Το ημέτερον Ημερολόγιον είναι γνωστόν ότι σκοπεί κυρίως να παρέχη κατ’ έτος, πιστήν ως ένεστι την φιλολογικήν φυσιογνωμίαν, ου μόνον του Κέντρου, οίον ευλόγως θεωρείται ούσα η πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου, αλλά και της πολλαχού εν τω εξωτερικώ λογογραφικής κινήσεως και παραγωγής. Ούτω μεταξύ του εν Αλεξανδρεία κύ­ κλου Των δοκίμων λογίων και μουσοληπτών, δικαίως συγκα­ ταλέγεται και ο ηδυεπής και αβρότατος ποιητής κ. Κων/νος Καβάφης, ο με τόσα μεστά χάριτος και πρωτοτύπου εμπνεύσεως έργα κοσμών εκάστοτε τα αλεξανδρινά φύλλα». Εκδίδει αυτοτελώς τα: «Δέηση», τετρασέλιδο τυπωμένο σε 50 αντίτυπα στις 23 Οκτωβρίου 1898. Πρώτη έκδοση και, πιθα­ νότατα, πρώτη δημοσίευση. «Αρχαίαι ημέραι» (Τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντος - Ο θάνατος του αυτοκράτορος Τακίτου). «Τετρασέλιδο... πιθανότατα τυπωμένο στο τυπολιθογραφείο Λαγουδάκη, πιθανώς σε 50 αντίτυπα. Πρώτη έκ­ δοση. Η πρώτη δημοσίευση, στο αλεξανδρινό περιοδικό Κό­ σμος:" Τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντος” στις 26 Ια­ νουάριου 1897, και "Ο θάνατος του αυτοκράτορος Τακίτου” στις 5 Ιανουάριου 1897. Μόνη εκδοτική εμφάνιση του συλλο­ γικού τίτλου "Αρχαίαι ημέραι” . Πρώτη έντυπη εμφάνιση του


24/αφιερωμα ενδιάμεσου Π στην υπογραφή του ποιητή, και μοναδική έν­ τυπη εμφάνιση των αρχικών Κ. Π. Κ. ως υπογραφή του ποιή­ ματος.» 1899 4 Φεβρ.: Πεθαίνει η μητέρα του, που ο ποιητής την ελάτρευε. Δημοσιεύει στο Εθνικόν Ημερολόγιον Σκόκου, στο Αιγυπτι­ ακόν Ημερολόγιον. Ποίημά του περιλαμβάνει ο Δ. Ταγκόπουλος στη «Νέα Λαϊκή Ανθολογία». 1900 5 Αυγούστου: Πεθαίνει ο πρωτότοκος αδελφός του Γεώργιος «από χρονιάν νόσον». Ή ταν 50 χρονών. Δημοσιεύει στο Εθνικόν Ημερολόγιον Σκόκου και στο Αι­ γυπτιακόν Ημερολόγιον Δρακοπούλου. Κολακευτικό σχόλιο για τον Κ. στο δεύτερο: «Κωνσταντίνος Καβάφης. Νέος, φιλόφρων τους τρόπους, πλήρης σφρίγους και ζωής, με άπειρον ποιητικήν τόλμην, άνθρωπος του κόσμου, λογογράφος, είναι είς εκ των συμπαθεστάτων Αλεξανδρινών φιλολόγων. Εγεννήθη εν Αλεξανδρεία όπου και διαμένει, είναι πλήρης ευφυΐας και έρωτος προς τα γράμματα, κατέγεινε δε μετά πολλής επι­ μέλειας εις παντοδαπάς γνώσεις γλωσσών κ.λ.π. γεινόμενος ούτω εγκυκλοπαιδικώτατος. Τα ποιήματά του αρέσουν και εκτιμώνται πολύ. Πλείστα εδημοσιεύθησαν εις διάφορα περι­ οδικά συγγράμματα Αθηνών ως και εν τω περιοδικοί μας ο Κόσμος και εν τω περυσινώ ημερολογίω μας. Το ύφος του είναι ρέον και σθεναρόν». 1901 10 Ιουνίου: Πρώτο ταξίδι στην Αθήνα, μέχρι τις αρχές Αυγού­ στου. Γνωριμία με Ιωάν. Πολέμη, Κιμ. Μιχαηλίδη, Γρ. Ξενόπουλο. 2/15 Ιουλίου: «Σήμερα το πρωί πήγα στην πόλη. Πρώ­ τα στο Ζαχαροπλαστείο του Ζαβορίτη, κι α π ’ εκεί, στο γρα­ φείο του περιοδικού Παναθηναια. Είδα τον εκδότη Κίμωνα Μιχαηλίδη, σχετικά μ’ ένα ποίημά μου που πρόκειται υποθέ­ τω να δημοσιεύσει. Ή ταν εκεί ο διηγηματογράφος κ. Ξενόπουλος. Συστήθηκα. Συμπαθητικώτατος άνθρωπος. Μου εί­ πε ότι θαύμαζε τα ποιήματά μου, του είπα ότι κι εγώ θ ά μ α ­ ζα τα διηγήματά του. Και ειλικρινώς τα θαυμάζω. Έμεινα πε­ ρίπου μιαν ώρα με τον Μιχαηλίδη και τον Ξενόπουλο, κουβεντιάζοντας κυρίως για λογοτεχνία» γράφει ο ποιητής στο ημερολόγιο που κρατάει. Αργότερα και ο Ξενόπουλος, δίνοντας τις πρώτες εντυπώσεις από τη γνωριμία του με τον Κ., θα πεί: «Είναι νέος, αλλ’ όχι εις την πρώτην νεότητα. Βαθειά μελαχροινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρον μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολήν αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσαν ελαφρόταΐα, και με φυσιογνωμίαν συμπαθή, η οποία όμως εκ πρώ­ της όψεως δεν λέγει πολλά πράγματα. Υπό το εξωτερικόν εμ­ πόρου [ως έμπορος είχε συστηθεί ο Κ. στον Ξ.], γλωσσομα­ θούς κ ’ ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος και ο ποιητής». Δημοσιεύει στα: Εθνικόν Ημερολόγιον, Αιγυπτιακόν Ημε­ ρολόγιον, Ημερολόγιον Ν υμφαία Αλεξάνδρειας και στα Παναθηναια.

Α ΙΓ Υ Η Τ Χ Α Χ Ο Η

Μ ΕΡΟΜ ΠΟΗ

wot

Εξώφυλλο από το «Αιγυπτιακό Ημε­ ρολόγιο»


αφιερωμα/25

όμως ένα γράμμα -Τ- ως σύμβολον αυτής της στιγμής» γρά­ φει ο ποιητής. Και στις 13 Δεκ.: «Δεν ξεύρω αν η διαστροφή δίδει δύναμιν. Κάποτε το νομίζω. Αλλά είναι βέβαιον ότι είναι η πηγή μεγαλείου». Δημοσιεύει στο Ε w h lfia d 1903 Δεύτερο ταξίδ σιεύεται στην λο: «Η σπανΰ πουλου. 30 Νοεμ.: Δι του Γρ. Ξενό: λέτη για την μής,για την κή.» Δημοσιεύει στα: ρολόγιον, «Νέον Άστυ», 1904 Εκδίδει «Τυπωμένο 5 Δεκεμβρίου 1 Εκδίδει το πρωί 100 αντίτυπα, μ πριν τις 24 1905, πιθανώς Περιέχει τα ποιήματα · «Ένας γέρος», «Δέησις», πρώτο σκαλί», Rifiuto», «Τα παράθυρα», «Απιστία», «Τα άλογα του Δημοσιεύει: Άστυ», εφ. 1905 22 Απριλίου: Γράφει στον Τζών, υποφέρει από απαντώντας το «Η πάθησις... I ητής εικοσιοι :ι άρρωστος με Τρίτο ταξίδι στην Αθήνα, ,: Πεθαίνει ο A ειδή ο αδελφός τ δρος γύρω στα 50 του κι αυτός. ] Κολλέττι. Δημοσιεύει: Εθνικόν Ημερολόγιον, Ακρίτας, Παναδήναια.

«Το Νέον Άστυ»


26/αφιερωμα 1906 13 Ιουνίου: «Το δράμα του Ντενσουάι. Σε σύγκρουση με φελάχους ένας άγγλος αξιωματικός τραυματίζεται και πεθαίνει από ηλίαση.» Τον ίδιο μήνα, αντίποινα των Άγγλων: δικάζον­ ται και εκτελούνται στην κρεμάλα 4 φελάχοι. Άλλοι 8 μαστι­ γώνονται μπροστά σ' όλους τους κατοίκους του χωριού. Με­ τά από δύο χρόνια ο Κ. θα γράψει το ποίημα «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.» εμπνευσμένο από τα γεγονότα αυτά. Η δημοσίευση του ποιήματος «Ο βασιλεύς Δημήτριος» στα Παναδηναια προκαλεί ειρωνικά σχόλια στο Νονμά. Έμμεση απάντηση του Ξενόπουλου υπέρ του Κ. Δημοσιεύει: Εδνικόν Ημερολόγιον, Παναδηναια. 1907 Ο Κ. παίζει τένις, ράβεται στον καλύτερο ράφτη της Αλεξάν­ δρειας και μαζί με τον αδελφό του Παύλο έχουν δίτροχο αμά­ ξι (φαετόν) για τους περιπάτους. Ύστερα από μια επίσκεψη του Παύλου Πετρίδη στο διαμέρι­ σμα του Κ. αρχίζει η γνωριμία του ποιητή με τον κύκλο της «Νέας Ζωής». Προς το τέλος του χρόνου ο Κ. με τον αδελφό του Παύλο εγκαθίστανται σε διαμέρισμα του δευτέρου ορό­ φου στην οδό Λέψιους 10, την ιστορική πια κατοικία του ποιητή. «Πού θα μπορούσα να ζήσω καλύτερα; Κάτω από μέ­ να ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας. Κι εκεί είναι η εκκλησία όπου συγχωρούνται οι αμαρτίες. Και παρα­ κάτω το νοσοκομείο όπου πεθαίνουμε.» Δημοσιεύει: Εδνικόν Ημερολόγιον, Παναδηναια. 1908 Δημοσιεύει Εδνικόν Ημερολόγιον, Ν έα Ζωή Αλεξάνδρειας, Παναδηναια, όπου εκτός από ποιήματά του εμφανίζεται η βιβλιοκρισία του για το «Τραγούδι της τάβλας» του Μάρκου Αυγέρη και η γνώμη του για τον Παπαδιαμάντη. 1909 Αρχίζει να συγγράφει τη «Γενεαλογία» του (θα την εγκατα­ λείψει το 1911. Πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα δημοσίευ-


αφιερωμα/27 σή της στη «Νέα Εστία» 1948). Δίνει πολλές πληροφορίες για τους γονείς του, τις οικογένειές τους, τις διακλαδώσεις και τις αγχιστείες. Ιδιαίτερα επιμένει στα κοινοτικά και ιερατικά αξιώματα που είχαν μερικοί α π ’ αυτούς. Τον Απρίλιο ο Παύλος Πετρίδης δίνει διάλεξη με θέμα το έρ­ γο του Καβάφη: «Ένας Αλεξανδρινός ποιητής». Είναι η πρώ­ τη στην Αλεξάνδρεια για το έργο του. Ο Τσίρκας θεωρεί τη διάλεξη «πολύτιμη γιατί είναι σχεδόν βέβαιο πως οι αναλύσεις των ποιημάτων υπαγορεύτηκαν από τον ίδιο τον Καβάφη». Εγκώμιο του Περικλή Γιαννόπουλου για τον ποιητή. Δημοσιεύει: Εμπορικόν και Φιλολογικόν Ημερολόγιον Αλε­ ξάνδρειας, Ν έα Ζωή Αλεξάνδρειας. 1910 Τυπώνει το δεύτερο τεύχος ποιημάτων του, με 21 ποιήματα (τα 14 του πρώτου τεύχους -1904- στα οποία έχουν προστε­ θεί 7 ακόμη, τα: «Τρώες», «Μονοτονία», «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», «Η συνοδεία του Διονύσου», «Ο βασιλεύς Δημήτριος», «Τα βήματα», «Ούτος εκείνος»). «Τυπωμένο πιθανό­ τατα σε 200 αντίτυπα πριν τον Απρίλιο 1910. Κυκλοφόρησε τον Απρίλιο 1910 και τουλάχιστον έως το 1915, σε 182 αντί­ τυπα.» Στο Νουμά άρθρο της Πετρούλας Ψηλορείτη [= Γαλάτειας Καζαντζάκη] για τον Καβάφη: «Την ποίηση του Καβάφη δυο μου φάνηκαν... πως την ξεχωρίζουν χαραχτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, κ ’ η αισταντικότητα του Ποιητή». Δημοσιεύει: Νέα Ζωή. 1911 Σε μια συνέντευξη στην εφ. «Αθήναι» ο Ζαχ. Παπαντωνίου αναφέρει ένα ποίημα του Κ. ανάμεσα στις ωραίες πνευματι­ κές απολαύσεις του τόπου μας. Δημοσιεύεται το πρώτο ποίημα-μίμηση (κατά τον τρόπο του Καβάφη), προάγγελος μιας ατέλειωτης σειράς παρόμοιων ποιημάτων που θα εμφανιστούν στις επόμενες δεκαετίες. Γραμμένο από τον Πέτρο Μάγνη έχει τίτλο «Αδριανός» και αφιερώνεται στον Κ. Δημοσιεύει: Κρητική Στοά Ηρακλείου, Γράμματα Αλεξάν­ δρειας, Ν έα Ζωή Αλεξάνδρειας. 1912 Κυκλοφορεί ο λίβελλος του Ροβέρτου Κάμπου «Το ποιητικό έργο του Κ. Π. Καβάφη», με ένδειξη: Κάιρο. «Είναι μια εκτό­ ξευση πίκας και φθόνου, η πρώτη σε σχήμα βιβλίου στην Αλεξάνδρεια. (Η ένδειξη Κάιρο πιστεύεται ως παραπλανητι­ κή). Τις επικρίσεις του θα επαναλάβουν όλοι οι Καβαφογράφοι: πεζή γλώσσα, ξεραΐλα ιδεών, απουσία αισθήματος, περι­ γραφών, χάρης, αρμονίας. Κι ένα δειλό υπονοούμενο για τα ωραία σώματα. Πίσω από τη μάσκα του Κάμπου κρυβόταν ο ποιητής Πέτρος Μάγνης. Αλλά δεν τόλμησε ποτέ να αναγνω­ ρίσει την πατρότητα του λίβελλου» (Τσίρκας). Γύρω στα 1970 αμφισβητήθηκε η ταυτοπροσωπία Κάμπου-Μάγνη, χωρίς θετικές αποδείξεις. Αρχίζει να κυκλοφορεί την πρώτη συλλογή μονοφύλλων του. Δημοσιεύει: Γράμματα Αλεξάνδρειας, Ν έα Ζωή Αλεξάν­ δρειας, εφ. «Ακρόπολις».


28/αφιερωμα 1913 Δημοσιεύει: Ν έα Ζωή. 1914 Η Γαλάτεια Καζαντζάκη σχολιάζει το καβαφικό έργο, καθώς και το έργο άλλων ελλήνων ποιητών (εφ. «Έθνος», 16/11). Ο Γ. Χαριτάκης δημοσιεύει μελέτη για τον Κ. στη Ν έα Ζωή. Γνωριμία του Κ. με τον Ε. Μ. Forster. Δημοσιεύει: Ν έα Ζωή Αλεξάνδρειας, όπου και το μελέτημά του για το βιβλίο του Ν. Γ. Πολίτη «Εκλογαί από τα τραγού­ δια του ελληνικού λαού». 1915 Ο Μιχ. Περίδης τυπώνει τη μελέτη του για την ποίηση του Κ. (πρωτοκυκλοφόρησε αυτοτελώς, ως ανάτυπο από τα Γράμ­ ματα τα οποία κυκλοφόρησαν το 1916). «Η πρώτη σοβαρή μελέτη για το έργο του από Αλεξανδρινό, που γράφτηκε χω­ ρίς την επίβλεψη του Καβάφη. Ολότελα λαθεμένη στις αρνη­ τικές παρατηρήσεις της, αλλά με προσοχή και ευθύνη. Οι θε­ τικοί χαρακτηρισμοί της για την ποίηση του Καβάφη δεν έχα­ σαν την αξία τους. Μερικά από τα αρνητικά της θέματα (απουσία της φύσης και της εικόνας, ο " ιστορισμός” , η "νοι­ κοκυρίστικη ολιγάρκεια” , τα αντιποιητικά ιστορικά ή ανεκδοτικά επεισόδια^ ο Ανατόλ Φρανς, η παράξενη φυσιογνωμία, του Καβάφη, η υποχωρητικότητα, το περίτρομο βλέμμα του κ.ά.) θα τα επεξεργαστεί αργότερα εργαστηριακά ο Τ. Μαλάνος. Αλλά ο Περίδης σε κανένα κείμενό του δεν θα έχει πια τούτη τη σιγουριά και την πυκνότητα» (Τσίρκας). Δημοσιεύει: Ν έα Ζωή Αλεξάνδρειας.

Ο Ε. Μ. Forster την εποχή που ήταν στην Αλεξάνδρεια

1916 Δημοσιεύει: Ν έα Ζωή Αλεξάνδρειας, Προπύλαια Αλεξάν­ δρειας, Εβδομός Αλεξάνδρειας. 1917 Ο Βασίλης Αθανασόπουλος δημοσιεύει στα Γράμματα το άρ­ θρο του «Ο Καβάφης και η ρουτίνα». Θα απαντήσει με ένα ομότιτλο άρθρο ο Τίμος Μαλάνος στην Εβδομάδα, επιτιθέ­ μενος στον Κ. Οι Απουάνοι και τα Γράμματα θα ανταπαντή­ σουν μ' ένα ολόκληρο φυλλάδιο. Τίτλος του «Τέχνη και Ρου­ τίνα». Συνεργάζονται: Αθανασόπουλος, Μοδινός, Σεγκόπουλος, Σαντορινιάς, Γιαννακάκης, Αλήτης, Βρισιμιτζάκης κ.ά. Την ίδια χρονιά ο Βρισιμιτζάκης δημοσιεύει σ ’ ένα μικρού σχή­ ματος βιβλίο τη μελέτη του: «Το έργο του Κ. Π. Καβάφη», με εκτενή ανθολογία της μέχρι τότε καβαφικής ποίησης (21 ποιή­ ματα). Σε γράμμα της στο Γ. Π. Σαββίδη η Ευτυχία Ζελίτα γράφει: «Το βιβλίο του Γ. Βρισιμιτζάκη, για τον Καβάφη, στη σειρά των "Βιβλίων της Ζωής” είναι έκδοση των Γραμμάτων. Ό πω ς δεν υπήρχε, εκείνη την εποχή, καμιά έκδοση ποιημά­ των του Καβάφη, παρά μόνο τα feuilles vol[antes] που έδιδε μόνον ο ίδιος, αν ο ζητών ήταν φίλος ή θαυμαστής κτλ. κτλ., ο Νίκος [Ζελίτας] έπεισε το Βρισ. να γράψει τη μελέτη εκείνη, κι έτσι μ' αυτό το δόλωμα να πάρουν τη συγκατάθεση του Καβάφη για μια επιλογή ποιημάτων του. Έτσι κι έγινε. Η με­ λέτη γράφτηκε, και μαζί με μια επιλογή 21 ποιημάτων τα υπέ­ βαλε στον Καβάφη, που για χάρη της μελέτης -μεγάλο γεγο­ νός για κείνη την εποχή- δέχτηκε να τυπωθούν και να κυ-

Π Ρ Ο Π Υ Λ Α ΙΑ

Εξώφυλλο από το αλεξανδρινό λογο­ τεχνικό περιοδικό «Προπύλαια»


αφιερωμα/29

ΤΕ Χ Ν Η Ρ Ο Υ Τ ΙΝ Α

κλοφορήσουν ελεύθερα τόσα ποιήματα του. Η επιτυχία της έκδοσης ήταν πράγματι καταπληκτική. Σε λίγους μήνες εξαν­ τλήθηκε η πρώτη έκδοση -η Αθήνα πήρε πολλά- και βγήκε και δεύτερη, που κι αυτή εξαντλήθηκε. Ίσω ς να είναι το μό­ νο α π ’ τα "Βιβλία της Ζωής” , 19 νομίζω, που είχε και β ' έκ­ δοση και σημείωσε τέτοια επιτυχία». Ο Κ. αρχίζει να κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή μονοφύλλων

Το εξώφυλλο του φυλλαδίου «Τέχνη και Ρουτίνα»

Δημοσιεύει: Γ ράμματα (και το πεζό: Καρπαθιακά δημοτικά άσματα. Συλλεγέντα υπό Μ. Γ. Μιχαηλίδου). 1918 Πεθαίνει ο εξάδελφός του Γ. Ψύλλιαρης (βλ. έτος 1883). Στις 23 Φεβρουάριου στον επιστημονικό σύλλογο «Πτολεμαίος Α'» δίνει διάλεξη για το έργο του Καβάφη ο Αλέκος Σεγκόπουλος, παρουσία του γενικού προξένου και αρκετού κό­ σμου. Εισαγωγή στη διάλεξη έκανε ο Πόλυς Μοδινός. «Η ίδια η διάλεξη του Σεγκόπουλου είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο, γιατί, χωρίς αμφιβολία πια, είναι γραμμένη από τον ποιητή. Αναλύει τέσσερα ποιήματα: "Τ α επικίνδυνα” , "Επήγα” , " Μακρυά” και " Επέστρεφε” . Στο τέλος παραθέτει και τα "Κεριά” . Ό λ α στην οριστική τους μορφή που βρίσκονται στην έκδοση 1935. Είναι η αυθεντικότερη ερμηνεία αυτών των ποιημάτων κ ’ ένας δυνατός φωτισμός στα μυστικά της ποιητικής του Κ.: το ειδικό βάρος των λέξεων, η θέση τους, ο ρόλος του τίτλου, της στίξης· πώς λειτουργεί η έμπνευση, πώς γίνεται η σύνθεση, η σχέση του ενός με το άλλο ποίημα, οι προεκτάσεις, τα συμπληρώματα. Μια τολμηρή του πράξη: Να διδάξει ο ίδιος το αλεξαντρινό κοινό πώς πρέπει να διαβάζει την ποίησή του. Τολμηρή αλλά δικαιωμένη. Μόνο στους μεγά­ λους συγχωρούνται αυτά. Τολμηρό ήταν και το κήρυγμα της ηδονολατρείας, της ηδονοθηρίας για το συμφέρον της Τέχνης. Σκανδάλισε μερικούς, μάλιστα δυο φιλολογούσες κυρίες ση­ κώθηκαν και φύγαν επιδεικτικά. Αλλά ο Καβάφης ζητούσε προπαντός να τραβήξει την περιέργεια των νέων πάνω στην τολμηρή, την ανορθόδοξη ποίησή του» (Τσίρκας). Στην Αθήνα σατιρίζεται από τον Φορτούνιο (Σπ. Μελά) το

Το φυλλάδιο του 1918 με τη διάλεξη του Αλέκου Σεγκόπουλου


30/αφιερωμα ποίημα «Εις το επίνειον». Στο περ. Βω μός συζήτηση και δια­ ξιφισμοί μεταξύ Γ. Βρισιμιτζάκη και Γιάννη Κοκκινάκη για την ποίηση του Κ. Αρχίζει να κυκλοφορεί την τρίτη συλλογή μονοφύλλων του. Δημοσιεύει: Φ οίνικας Καΐρου, Γ ράμματα Αλεξάνδρειας. 1919 Απρίλιος: «Στο περ. Athenaeum του Λονδίνου, ο Ε. Μ. Forster δημοσιεύει δοκίμιο για την ποίηση του Κ. Με οξύτατες παρα­ τηρήσεις δίνει τον άνθρωπο, τον ποιητή και το έργο του. Εί­ ναι η πρώτη προβολή του Κ. σε ξένο περιοδικό μεγάλου κύ­ ρους κι από συγγραφέα με όνομα. Κείμενο που διατηρεί ακό­ μη τη λάμψη και τη χρησιμότητά του» (Τσίρκας). Διάλεξη του Αθ. Κατράρο στην Αλεξάνδρεια με θέμα: «Τα τρία στοιχεία της ποίησης του Καβάφη». Μεταφράσεις στα ιταλικά ποιημάτων του από τον Κατράρο. Στο Mercure de France, Παρίσι, άρθρο του Phileas Lebesque (D. Asteriotis) «Lettres neogrecques, La poesie de Constantin Kavafis». Δημοσιεύει: Βωμός, Γ ράμ ματα Αλεξάνδρειας. 1920 Πεθαίνει στη Γαλλία ο αδελφός του Παύλος, γύρω του 60 του χρόνια. «Από νέος έκανε βίο έκλυτο και προκλητικό κι οι δι­ αδόσεις [...] ακόμη επιζούν. Αν και συχνά μπερδεύουν τα πρό­ σωπα και τα καμώματα του Παύλου καταλογίζονται στον Κωνσταντίνο.» Τα Γ ράμ ματα εγκαινιάζουν τη «σοσιαλιστική» τους περίοδο με διευθυντή το Στεφ. Πάργα και αρχισυντάκτη το Μιχ. Περίδη. Δεν θ α ξαναασχοληθούν πια με τον Κ. ούτε θ α δημοσιέψουν ποιήματά του. Αρχίζει να κυκλοφορεί την τέταρτη και την πέμπτη συλλογή μονοφύλλων του. 1921 30 Μαρτίου: «Στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου, ο Τέλλος Ά γρ α ς δίνει τη διάλεξή του “ Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης” . Η πρώτη σοβαρή διάλεξη για τον ποιητή στην Αθήνα.» Στο «Εμπρός» ο Κωστής Παλαμάς για την Αλεξάνδρεια: «Υπάρχει είς ποιητής ωμολογημένης πρωτοτυπίας ο Κ. εξαιρέτως τιμώ­ μενος υ πό των νέων εκεί». Ο Hubert Pernot μεταφράζει 6 ποιήματα του Κ. στα γαλλικά. 7 Δεκ.: Ο Κ. γράφει στον Επι­ θεωρητή των Αρδεύσεων πως για προσωπικούς λόγους δεν επιθυμεί ν ’ ανανεώσει το συμβόλαιο εργασίας με την υπηρε­ σία, που λήγει στις 31 Μαρτίου 1922. Δημοσιεύει: Σ κέψ η Αλεξάνδρειας, Φ άρος Αλεξάνδρειας, «Ελεύθερος Τύπος», Πολιτισμός. 1922 1 Απρ.: Ο Κ. παραιτείται από τις Αρδεύσεις. Δημοσιεύεται το κείμενο της διάλεξης του Τ. Ά γρα . Ο Ε. Μ. Forster εκδίδει το βιβλίο του «Alexandria. A History and A Guide» αφιερωμένο στον Κ. Ο Κατράρο γράφει ιταλικά στο Π όπολο Ρ ομάνο « Έ να ς ποιητής της νέας Ελλάδας». Δημοσιεύει: Μ ούσα. 1923 9 Φεβρ.: Πεθαίνει ο αδελφός του Τζών. Γεννήθηκε στην Αλε­ ξάνδρεια (περ. 1861), πέθανε άγαμος αλλά συζούσε με μια

Τέλλος Άγρας. Σκίτσο Κ. Μων.


αφιερωμα/31 ξένη. Έγραφε ποιήματα στα αγγλικά και γαλλικά. Είχε μετα­ φράσει Κ. « Άφησε σεβαστή περιουσία στην ανεψιά του Χαρίκλεια Αριστ. Καβάφη. Στον Κ. άφησε μόνον χίλιες λίρες κι αυτό καταστενοχώρησε τον ποιητή.» 8 Ιουλ.: Ο Κ. συντάσσει τη διαθήκη του ορίζοντας κύριο κληρονόμο και εκτελεστή της τον Αλ. Σεγκόπουλο. 7 Σεπτ.: Στην Αθήνα ο Φ. Π[ολίτης] δημοσιεύει άρθρο διακωμωδιστικό. Δημοσιεύει: Μούσα, «Ελευθ. Βήμα», Ό ρδρος, Αργώ Αλε­ ξάνδρειας. 1924 Ο Τ. Μαλάνος σε διάλεξή του με θέμα το ποιητικό έργο του Κ. χτυπά «τα τρωτά» δηλ. τα ιστορικά του ποιήματα. Ο Κ. του κόβει την καλημέρα. Τον Ιανουάριο ο Κ. δημοσιεύει σε μονόφυλλο το ποίημα «Πριν τους αλλάξει ο χρόνος». Στο ποίημα «τη λέξη Υόρκη την τύπωσε με ψιλή. Αυτό πήρε γι’ αφορμή για να αρχίσει εναντίον του μια έξαλλη πολεμική στις εφημερίδες ο ιατροφιλόσοφος Σωκράτης Λαγουδάκης, μ' επικίνδυνα υπονοούμενα. Εξήντα διανοούμενοι της Αλεξάν­ δρειας δημοσιεύουν διαμαρτυρία για τις επιθέσεις αυτές... Ο Λαγουδάκης όμως ετοιμάζει διάλεξη στον " Αισχύλο” . Αλλά οι λόγιοι, μ’ επικεφαλής το Νίκο Νικολαΐδη και to Σακελλάρη Γιανακάκη κ.ά. οργανώνουν διαμαρτυρία μέσα στην αίθουσα και ματαιώνουν τη διάλεξη. Στη διαμαρτυρία πήρε μέρος κι ο Τ. Μαλάνος αν και μαλωμένος με τον ποιητή». 16 Απριλίου: Στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου, στην Αθή­ να, ο Άλκης Θρύλος δίνει διάλεξη για τον Κ. Στις εφημερίδες της Αθήνας διαμάχη Ταγκόπουλου-Λαπαθιώτη για την ποίη­ ση του Κ. Ο Ψυχάρης αποκαλεί τον Κ. «καραγκιόζη της Δη­ μοτικής»: «Στο μεγάλο του αγώνα το γλωσσικό, ας πούμε κα­ λύτερα τον εθνικό τον αγώνα που θέλει πρώτα πρώτα νου σοβαρό, συνείδηση όρθια, επειδή το ζήτημα για την Ελλάδα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, ο κ. Καβάφης, άξιος διάδο­ χος, σωστό μαθητούδι του Σουρή, κατάλαβε περίφημα πως δεν είναι ανάγκη να ιδρώνει ολοένα τ' αφτί μας, πως χρειάζε­ ται κάπου κάπου λίγο γλέντι. Κ’ έτσι έγινε πολύ εύκολα ο κ. Καβάφης ο καραγκιόζης της Δημοτικής». Διαμαρτυρία αθηναίων λογίων για τις αντικαβαφικές επιθέσεις. Στο τέλος της χρονιάς κυκλοφορεί το αφιέρωμα της Ν έας Τέχνης στον Κ. «Είναι ένας σταθμός στην καβαφική βιβλιογραφία. Περιέχει εκλογή από τα ποιήματα, εντυπώσεις, χαρακτηρισμούς, γνώ­ μες και μελέτες 42 λογίων αθηναίων, αλεξανδρινών και ξένων, μιμήσεις καβαφικές, αυτόγραφο από ανέκδοτη αυτοβιογρα­ φία, πολύ περιεκτική αλλά ακριβέστατη, ανέκδοτα, πληρο­ φορίες, σκίτσα, φωτογραφίες κλπ.» Ο Τ. Σ. Έλιοτ δημοσιεύει στο περ. Criterion την «Ιθάκη». 1925 Στις αθηναϊκές εφημερίδες εκτενή σχόλια και κρίσεις (θετι­ κές και αρνητικές) για το αφιέρωμα της Ν έας Τέχνης. Ο Κ. υπογράφει διαμαρτυρία για την παύση του Κ. Βάρναλη. 1926 Η δικτατορία του Πάγκαλου απονέμει στον Κ. και στην Ισπα­ νίδα χορεύτρια Αούρεα το παράσημο του Φοίνικος. Είναι η μόνη διάκριση που αξιώνεται ο ποιητής όσο ζούσε. Κυκλοφορούν στην Αλεξάνδρεια δύο μελέτες του Γ. Βρισιμι-

Το περιοδικό «Νέα Τέχνη», αφιερω­ μένο στον Καβάφη


32/αφιερωμα τζάκη: «Η πολιτική του Καβάφη» και «Οι κύκλοι της Κολάσεως του Δάντη στην ποίηση του Καβάφη». 16 Οκτ.: Συνέντευξη του Παλαμά στον Λουκά Χριστοφίδη. Εκφράσεις που χρησιμοποιεί για την ποίηση του Κ. «ιδέες που πάνε να γίνουν ποιήματα, ρεπορτάζ από τους αιώνες, ξε­ χαρβαλωμένος στίχος». Αρχή της δημόσιας αντιδικίας καβαφιστών-παλαμιστών. Στο τέλος της χρονιάς εκδίδεται το περ. Αλεξανδρινή Τέχνη. «Ουσιαστικά, όχι μόνο διευθύνεται αλλά και στηρίζεται οικονομικά από τον ποιητή.» Αρχίζει να κυκλοφορεί την έκτη και έβδομη συλλογή μονο­ φύλλων του. ΜΕΤΑ ΤΗΝ

ΠΑΡΑΣΗΜΟΦΟΡΙΑΝ

1927 Η έκδοση της Αλεξανδρινής Τέχνης δυναμώνει την κίνηση γύρω από το έργο του Κ. Οι επικριτές και οι υποστηρικτές εναλλάσσονται στα ποικίλα έντυπα. «Αλλά η αποτελεσματικό­ τερη υπεράσπιση του Κ. γίνεται μέσα από τα "Σημειώματα” της Αλεξανδρινής Τέχνης, που γράφονται τουλάχιστον με την επίβλεψη του ίδιου.» Η Μαρίκα Κοτοπούλη βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια λίγους μή­ νες και συνδέεται φιλικά με τον ποιητή. 15 Απρ.: Ο Καζαντζάκης δημοσιεύει τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στο σπίτι του ποιητή (εφ. «Ελεύθερος Λόγος»). Ο Γ. Σαρεγιάννης στην Αλεξανδρινή Τέχνη δημοσιεύει το μελέτημά του «Σχό­ λια στο καβαφικό ποίημα " Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ.” ». 1928 Εντείνεται ο σχολιασμός, η μελέτη αλλά και οι αντεγκλήσεις γύρω από το καβαφικό έργο. Μέσα στη χρονιά δημοσιεύονται κείμενα των Καρλ Ντήτριχ, Βρισιμιτζάκη, Παπανούτσου, Βαϊάνου, Εμπειρίκου-Κουμουνδούρου, Ασημακόπουλου, Σαρεγιάννη, Κιτρόπουλου, Εμμανουήλ, Βέριου, Μαλάνου, Πάργα, Χριστοδούλου, Παράσχου κ.ά. Στο εντευκτήριο των Γραμμάτων ο Κ. ειρωνεύεται ένα ποίημα του Σκίπη και υπε­ ρασπίζεται το Σικελιανό. Παλαμάς στο «Έθνος»: «Τον Καβά­ φη να τον χαίρονται». Στις 23 Ιουλ. η εφ. «Εσπερινή» αφιε­ ρώνει ολόκληρη σχεδόν σελίδα στον Κ. με συνεργασίες Εμπειρίκου-Κουμουνδούρου, Βαϊάνου, Ρίκας Σεγκοπούλου και σκίτσο του Κ. από τον Μαλέα. 11 Νοεμ.: Ο Κ., στο εντευκτήριο των Γραμμάτων, φυλλομε­


αφιερωμα/33 τρά το «Πολιτεία και μοναξιά» του Παλαμά: «Θά 'θελα νά ’ξέρα, αν έπαιρνε κανείς κάμποσους στίχους του, έτσι στην τύχη, και του τους διάβαζε, θα τους αναγνώριζε ο Παλαμάς ότι είναι δικοί του; τόση δουλειά... τόσος όγκος!...» 1929 Στο εντευκτήριο των Γραμμάτων ο Κ. έλεγε πως το έργο του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελειωμένο. «Πολλοί έγραψαν με­ τά τα σαράντα... Σε μένα η άμεση εντύπωση δεν είναι αφορμή εργασίας. Πρέπει η εντύπωση να παληώσει, να ψευτίσει, μόνη της α π ’ τον καιρό, χωρίς να την ψευτίσω... Εγώ είχα δυο ιδιό­ τητες. Να κάνω ποιήματα και να γράψω Ιστορία. Ιστορία δεν έγραψα κι είναι αργά πλέον...» Απρίλιος: Το περ. Semaine Egyptienne του Κάιρου αφιερώνεται στον Κ. με μελέτες, άρθρα, εντυπώσεις, ελλήνων και ξένων λογοτεχνών. Ο Forster περαστικός από την Αλεξάνδρεια επι­ σκέπτεται τον Κ. και δίνει συνέντευξη στη Ρίκα Σεγκοπούλου. Ο αρχηγός του φουτουρισμού Μαρινέττι, μέλος της Ιτα­ λικής Ακαδημίας (αλεξανδρινής καταγωγής κι αυτός) επισκέπτεται τον Κ. Ο Γ. Θεοτοκάς στο βιβλίο του «Ελεύθερο Πνεύμα» αρνείται την καβαφική ποίηση. Ο Κ. αρχίζει να κυκλοφορεί την όγδοη και την ένατη συλλογή μονοφύλλων του. 1930 Ο Κ. δέχεται την πρόταση του αλεξανδρινού Γ. Λεχωνίτη και του υπαγορεύει σχόλια σε ποιήματά του. [Το μικρό βιβλίο θα κυκλοφορήσει το 1942 στην Αλεξάνδρεια]. Από την εκτεταμέ­ νη καβαφική φιλολογία της χρονιάς αυτής ξεχωρίζουν: Τ. Άγρας: Καβάφης Κωνσταντίνος. Άρθρο στη Μεγάλη Ελλη­ νική Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός». «Ένα θαυμαστό σε πυκνό­ τητα και χαρακτηρισμούς κείμενο. Χρήσιμο ακόμη και σήμε­ ρα.» I. Μαιναλιώτης: «Το καβαφικό έργο» (περ. Εργασία). Ναπ. Λαπαθιώτης: «Καβάφης» (Πειθαρχία). Φ. Γιοφύλλης: «Το χιούμορ στον Κ.». Τ. Άγρας: «Η ειρωνία στον Κ.». Γ. Σαρεγιάννης: «Η μάχη της Μαγνησίας», υποδειγματικό δοκί­ μιο. Και τα τρία τελευταία άρθρα δημοσιεύτηκαν στην Αλε­ ξανδρινή Τέχνη. Αρχίζει να κυκλοφορεί τη δέκατη και τελευ­ ταία συλλογή μονοφύλλων του. 1931 Επανεκδίδονται τα Παναιγύπτια. Διαλέξεις, σχόλια, ερμηνεί­ ες ποιημάτων και πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Κ. σε διάφορα έντυπα σε Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Παρίσι, Λονδίνο. Γράφουν οι: Γ. Σταμπολής, Ραιμόν Τορσύ, Σ. Πετρίδης, Μ. Βαϊάνος, Γ. Παπουτσάκης, Δ. Νικολαρεΐζης, Απ. Λεοντής, Τζών Μαυρογορδάτος, Γ. Βαλασόπουλος. Τα περισσότερα απ’ αυτά επισημαίνονται ή σχολιάζονται ευνοϊκά στην Αλε­ ξανδρινή Τέχνη, που βγαίνει ακόμη αλλά με καθυστερήσεις. 1932 Από μερικά χρόνια τώρα, ο ποιητής υπέφερε από το λάρυγγά του. Αυτό τον έκανε να κόβει τα τσιγάρα στη μέση, να σω­ παίνει όλο και περισσότερο, να καταλαμβάνεται ξαφνικά από μελαγχολία. Οι γιατροί διαγνώσανε καρκίνο στο λάρυγγα. Ενώ η κατάστασή του χειροτερεύει, πείθεται από φίλους να πάει στην Αθήνα. Μένει στο ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ» όπου τον επισκέπτονται οι αθηναίοι λόγιοι. Μιλάει λίγο και λακωνικά.

Εξώφυλλο του περιοδικού «Αλεξανδρινή Τέχνη»


34/αφιερωμα Στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού του γίνεται τραχειοτομία. Με τους επισκέπτες του συνεννοείται γράφοντας σ’ ένα καρνέ. Ο ποιητής έχει χάσει πια για πάντα «το δώρο που του είχαν χαρίσει οι Θεοί, το Λόγο». Πηγαίνει για ανάρρωση στην κλινική Καψαλά, στην Κηφισιά. Στο μεταξύ τα περιοδι­ κά και οι εφημερίδες ασχολούνται πάντα μαζί του. Γράφουν οι: Γρ. Ξενόπουλος, Β. Σ. Λαούρδας, Π. Χάρης, Κ.Ό[υράνης], Γ. Παπουτσάκης. Το Νοέμ. το τεύχος του αθηναϊκού περ. Κύκλος είναι αφιερωμένο στον Κ. Σημαντικός σταθμός στην καβαφική βιβλιογραφία. Ποιοτικά ξεπερνά όλα τα προηγού­ μενα, με συνεργασίες των: Κ. Θ. Δημαρά, Γ. Κ. Κατσίμπαλη, Γ. Α. Σαρεγιάννη, Τ. Κ. Παπατζώνη, Τ. Άγρα, Μ. Σπιέρου, Άλκη Θρύλου. Το αφιέρωμα του Κύκλον ήταν από τις τε­ λευταίες χαρές του ποιητή. Το αφιέρωμα επέκριναν οι: I. Ζερβός, παλιός γνώριμος του Κ., και Αρίστος Καμπάνης. Γνωρίζεται με τον Αντρέ Μωρουά. Ο νέος άγγλος ποιητής W. Plomer του αφιερώνει ποίημα. Ο Δ. Μητρόπουλος μελοποιεί δέκα ποιήματά του. Πρωτοπαίχτηκαν στο πιάνο από τον ίδιο το συνθέτη όταν ο ποιητής βρισκόταν στην Αθήνα στο σπίτι του Ουράνη. Τυπώνει και κυκλοφορεί σε μονόφυλλα το ποί­ ημα «Μέρες του 1908». Είναι το τελευταίο που τυπώνει και κυκλοφορεί. 1933 Νέα διαμάχη επίκρισης (Αρ. Καμπάνης, Π. Βλαστός, Αναστ. Δρίβας) και προάσπισης (Κ. Θ. Δημαράς, Μ. Σπιέρος, Τ. Άγρας) του Κ. Στην Αλεξάνδρεια ο ποιητής ζει τις τελευταίες του μέρες. Στο κρεβάτι εξακολουθεί να δουλεύει το «Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας». Το πνεύμα του είναι ακμαίο. Υπο­ λογίζει να γράψει κι άλλα ποιήματα. Στις αρχές Απριλίου επι­ δεινώνεται η κατάστασή του. Μεταφέρεται στο Ελληνικό Νο­ σοκομείο, το γειτονικό στο σπίτι του (βλ. έτος 1907). Στις ανέκδοτες, αυτόγραφες σημειώσεις της η Ρίκα Σεγκοπούλου γράφει: «Μια φορά σ’ όλο το διάστημα της φοβερής αρρώ­ στιας του, ο Καβάφης δάκρυσε. 'Ηταν τη μέρα που επρόκειτο να μπει στο Νοσοκομείο. Φέραμε μια μικρή βαλίτσα για να πάρει μαζί του μερικά χαρτιά και μερικά ρουχικά που ήθελε. Σαν είδε αυτή τη βαλίτσα, τον πήραν τα κλάματα. Προσπα­ θούσαμε να τον ησυχάσουμε, τη σπαρακτική αυτή στιγμή που άφηνε το σπίτι του για πάντα. Πήρε το μπλοκ και μας έγραψε: Αυτή τη 1βαλίτσα την αγόρασα πριν 30 χρόνια, ένα βράδυ βιαστικά για να πάω στο Κάιρο για διασκέδαση. Τότε ήμουν υγιής, νέος και όχι άσχημος». Τις τελευταίες μέρες του πήγαν αιφνιδιαστικά τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας για να τον κοινωνήσει. Ό ταν του τό ’παν θύ­ μωσε και αρνιόταν με επιμονή. Στο τέλος «υπέκυψε στους γύρω του ή μάλλον στην ιδέα πως θα ήταν άτοπον, καθόλου " καθώς πρέπει” να μη δεχθεί έναν Πατριάρχη της Μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας». 28 Απριλ.: Παθαίνει συμφόρηση. 29 Απριλίου, ημέρα των γενεθλίων του, 2 το πρωί, πεθαίνει ο μεγάλος ποιητής, «ένας από τους μεγαλύτερους του αιώνα μας». Κηδεύτηκε το ίδιο απόγευμα, ώρα τέσσερις. Θάφτηκε στον οικογενειακό τάφο των Καβάφηδων, στο ελληνικό κοιμητήρι του Σιάτμπυ.

C.P.CAVAFY

ΙΟ INVENTIONS

S3 D.MITPODOULOS

Το εξώφυλλο της παρτιτούρας του Μητρόπουλου με τα δέκα μελοποιημέ­ να ποιήματα του Καβάφη

Έ να από τα σημειώματα του Καβά­ φη τα οποία έγραφε όταν δεν μπορού­ σε πια να μιλήσει


αφιερωμα/35

Γ. Π. Σαββίδης

Τί εκόμισε στην Τέχνη ο Κ αβάφης; Το 1921, σε ηλικία 58 ετών, ο Καβάφης έγραψε και όημοσίεψε ένα ποίημα, όπου προσπάθησε διατακτικά να συνοψίσει την συνεισφορά του στην ποιη­ τική τέχνη: Κάδομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες κ ’ αισθήσεις εκόμισα εις την Τέχνηνκάτι μισοειδωμένα, πρόσωπα ή γραμμές■ ερώτων ατελών κάτι αβέβαιες μνήμες. Ας αφεθώ σ ' αυτήν. Ξέρει να σχηματίσει Μορφήν της Καλλονήςσχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον αυμπληρονσα, συνδυάζουσα εντυπώσεις, αυνδυάζουσα τες μέρες. Ο απλός και μετριοπαθής αυτός απολογισμός χαρακτηρίζει, νομίζω, πολύ περισσότερο τον ποιητή, παρά το σύνολο της ποίησής του. Γιατί αν το Καβαφικό έργο ήταν μονάχα αυτό που διεκδικεί τούτο το ποίημα, τότε η πανελλήνια και παγκόσμια ακτινοβολία του θα έμεναν ανε­ ξήγητες, θαρρώ. Βέβαια, η ευλαβική εμπιστοσύνη που εκφρά­ ζει ο Καβάφης στην Τέχνη όχι ως συμπλήρωμα, αλλά ως συμπληρώτρια του βίου, δεν είναι λίγο πράγμα, ούτε και πολύ συνηθισμένο. Η μεγάλη του αρετή και δύναμη, πιστεύω, είναι ότι εγκαί­ ρως αποφάσισε πως ήθελε να γίνει ποιητής και τίποτε άλλο. Ούτε πολιτικός, ούτε επιχειρημα­ τίας, ούτε καν δάσκαλος. Επάγγελμα: ποιητής, έγραψε στο τελευταίο διαβατήριό του, και αυ­ τόν τον τίτλο ζήτησε να χαράξουν στην ταφό­ πετρά του. Με ποιούς τρόπους πραγματοποίησε το ιδα­ νικό του; Πρώτα-πρώτα, θα 'λεγα, με μιαν ασκητική προσήλωση στις πιο φίνες λεπτομέρειες της τέ­ χνης του λόγου, και όχι στα μάταια ρυθμικά και λεκτικά στολίδια της, δίνοντας έτσι, νέο, ουσια­

στικό νόημα στην λεγόμενη «καθαρή» ποίηση. Δεύτερον, με την τόλμη της ειλικρίνειας των αισθημάτων του απέναντι στον Έρωτα και στον Θάνατο - τόλμη και ειλικρίνεια που του δίνουν μιαν από τις πιο τιμητικές θέσεις στην παγκόσμια ποιητική πρωτοπορία. Τρίτον, με την ιστορική του αίσθηση και την κοινωνική του συνείδηση, που προβάλλονται στο παρελθόν και αντανακλώνται στο μέλλον του Ελληνισμού, ως αδιάκοπου εκφραστή του Μεσογειακού πολιτισμού. Έτσι ο Καβάφης, με τις Κωνσταντινουπολίτικες ρίζες του, με την Αλεξανδρινή του αγωγή, και με την κοσμοπολίτικη εμπειρία του, από ερασιτέχνης περιφερειακός ποιητής του Από­ δημου Ελληνισμού, έγινε βαθμιαία ο κεντρικός ποιητής του Μείζονος Ελληνισμού -του και­ νούργιου, πλατιού ελληνικού κόσμου που άνοι­ ξε ο Μεγαλέξανδρος, που υπερασπίστηκαν οι Βυζαντινοί, που αναφτέρωσε ο Βενιζέλος, και που σήμερα ακόμα, παρ’ όλες τις αναδιπλώσεις του, εκτείνεται από την Κύπρο ώς την Τασκέν­ δη, και από τον Καναδά ώς την Αυστραλία. Εί­ ναι ο κόσμος της Κοινής ελληνικής λαλιάς. Αλήθεια, μια μεγάλη διαφορά του Καβάφη απέναντι σε όλους τους Έλληνες συγχρόνους του, είναι, θαρρώ, η ρεαλιστική νηφαλιότητά του απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα. Έγινε δη­ μοτικιστής από νωρίς, αλλά αρνήθηκε να γίνει «καθαρευουσιάνος» της δημοτικής, δηλαδή νοθευτής της ζωτικής γλωσσικής παράδοσής μας.


36/αφιερωμα Προσπάθησε να σώσει και να ταιριάξει με ποι­ ητική ακρίβεια όλα τα ζωντανά στοιχεία της γλώσσας μας: αρχαία, μεσαιωνικά, νεότεραεκκλησιαστικά, λογοτεχνικά, ιδιωματικά και αγοραία, όπως, με άλλο τρόπο, το προσπάθησε και ο Παλαμάς. Μα ο Καβάφης το επέτυχε σε ασύγκριτο βαθμό, με την προσήλωση, την απλό­ τητα, την τόλμη και την ιστορική αίσθηση που είπαμε. Τελικά, μου φαίνεται πως κάθε αναγνώστης

του Καβάφη, Έλληνας ή ξένος, τον λογαριάζει σήμερα με ευγνωμοσύνη και θαυμασμό ως έναν από τους πιο τίμιους, γοητευτικούς, σοφούς και ανθρώπινους διδασκάλους του αιώνα μας.

* Μεταδόθηκε από την Ε ΡΤ στις 29 Απριλίου 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημ. της Λευκωσίας «Φιλελεύθερος» στις 15 Μαίου 1983.


αφιερωμα/37

Μια ανέκδοτη γραπτή μαρτυρία του 1932 παρουσιασμένη από τον Γ. Π. Σαββίδη

Ο Κατσίμπαλης περιγράφ ει τον Κ αβάφη στον Σεφέρη Αφιερώνεται στην μνήμη του Αλέκου Πατσιφά, Αλεξανδρινού και Αδηναίον

Η θεμελιακή συμβολή του Γ. Κ. Κατσίμπαλη στην Καβαφική βιβλιογραφία, από τό 1932 μέχρι το 1944, είναι οπωσδήποτε γνωστή σε κάδε μελετητή του Καβάφη. Και μια ματιά στο Ευρετήριο της Βιβλιογραφίας Κατσίμπαλη (1980) του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, αρκεί να δείξει πως το ενδιαφέρον του «Κολοσσού» για τον Καβάφη συνεχίστηκε ενεργά τουλάχιστον ως το 1962.

Γνωστό επίσης είναι, από τον Πρόλογό του στην Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη (1943), ότι ο Κατσίμπαλης εγνώρισε τον Ποιητή το 1932 στην Αθήνα και ότι συναντήθηκαν περισσότε­ ρες από μία φορές· σύμφωνα με αυτή την μο­ ναδική ώς τώρα δημοσιευμένη μαρτυρία του Κατσίμπαλη, η πρώτη τους συνάντηση είχε γίνει στο ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ». Προφορικά, ο Κατσίμπαλης μου είχε περιγράφει, με σατιρική δραματικότητα, δύο άλλες συναντήσεις τους· και για την υποτιθέμενη πρώτη (που, όπως θα ιδούμε αμέσως, ήταν πράγματι η δεύτερη) τον θυμάμαι να λέει πως ο Καβάφης είχε πει κατό­ πι σε φίλους ότι «Ο Παλαμάς με έπεμψε στον πρεσβευτήν του, ο οποίος, μετά την συνομιλία μας, απεχώρησε Καβαφικότατος». Για τις τρεις αυτές συναντήσεις, διαθέτουμε τώρα μια νωπή γραπτή μαρτυρία του Κατσίμ­ παλη, περιλαμβανόμενη σε ανέκδοτη δεκαο-

κτασέλιδη επιστολή του προς τον Σεφέρη, χρο­ νολογημένη «Μαρούσι, 16.Χ.32». Δημοσιεύον­ τας παρακάτω ολόκληρο το σχετικό απόσπα­ σμα (σσ. 8-17 του χφου) θεωρώ αυτονόητο πως ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα προβεί στις δέουσες συσχετίσεις με την δημόσια μαρτυρία του 1943 (που αναδημοσιεύτηκε το 1980 στο Αφιέρωμα Κατσίμπαλη της Ν έας Εστίας), αλλά και στις αναπόφευκτα υποκειμενικές ψυχολο­ γικές ερμηνείες που εσκεμμένα αποφεύγω εδώ. Για την αξία της νέας αυτής μαρτυρίας, περιο­ ρίζομαι να επισημάνω πως είναι από τις ελάχι­ στες αυθεντικές που διαθέτουμε για την ύστα­ τη εμφάνιση του Καβάφη στην Αθήνα μολονότι ζουν πάντα αξιόπιστοι μάρτυρές της (όπως οι κκ. Κ. Θ. Δημαράς και Ν. Καλαμάρης), στους οποίους παραδόξως δεν φαίνεται να δόθηκε ώς τώρα η ευκαιρία να καταθέσουν, έστω και προφορικά, τις αντίστοιχες εντυπώ-


38/αφιερωμα

Μελέτη του Τόμπρον για μια προτομή που δεν έγινε. (Ανήκει στη συλλογή του κ. Χατζηαάββα)


αφιερωμα/39 σεις και αναμνήσεις τους από την νεανική τους γνωριμία με τον Αλεξανδρινό. Τόν Καβάφη γνώρισα έόώ κ α ί ένα μήνα κατά ένα πολύ άπροσδόκητο κα ί άνάποδο (είναι ή κυριολεξία) τρόπο, ένα μεσημέρι κα­ τά τή 1 '/2 μέσα ατό μποϋσι πού μ ' έφ ερνε οτό Μαρούσι. Είχα άκουστά πώς είχε 'ρθεί στήν Α θή να άπό τις άρχές ’Ιουλίου, άρρω­ στος, μ έ καρκίνο ατό λάρυγγα γιά νά ύποβληθεϊ σέ δεραπεία. Ό Καλαμάρης πού τόν είχε έπισκεφδεϊ ατόν Εύαγγελισμό καδώς καί ό Βάρναλης μοϋ είχαν κάμει μιά φριχτή περι­ γραφή γιά τήν κατάστασή του: κομμένος ό λαιμός, μετάλλινη σωλήνα γιά ν ’ άναπνέει, γουταπέρκες κ α ί γάζες όλόγυρα, φωνή γιόκ, άποκρινότανε μέ μολύβι σέ χαρτάκια. Γιά τούς λόγους αύτούς, άλλά κ α ί για τί είχα δετι­ κές πληροφορίες (τώρα καί άλλοτε) πώς μιλά­ ει περιπαιχτικά γιά μένα, άποκαλώντας με: «Βαγαϊάνο τού Παλαμά» κλπ. όέν είχα κανέ­ να σκοπό νά τόν έπιακεφδώ κ α ί έβγαλα τήν παρουσία του στήν Ά δήνα, όλότελα άπό τό νοϋ μου. Ύ σ τερ α πή γα ατά Μέδανα, ύστερα γύρισα, κι ούτε ξανάκουσα κουβέντα γι ’ αύτόν. Περίεργο είναι άλήδεια, πώς άν έξαιρέσεις ένα άρθρο τού Π ράτσικα στην Πρωία κι ένα σημείωμα τού Ξενόπουλου στή Ν. ' Εστία, όέν έγράφηκε τίποτ ’ άλλο ατόν ’Αθηναϊκό τύ­ πο. Λοιπόν, γυρίζοντας ένα μεϋημέρι στις 1 '/2 ατό Μαρούσι, κ α ί περιμένοντας να ξεκινήσει τό μπούσι άπό τήν πλατεία Κ άνιγγος, έβγαλα νά διαβάσω τό γράμμα πού είχες στείλει τότε του Καραντώνη κ α ί μοϋ [τό] είχε δώσει τό πρωί, όταν νοιώθω ένα άλαφρό χτύπημα ατόν ώμο κα ί γυρίζω κ α ί βλέπω ένα νέο μέ μειδία­ μα ατά χείλη, γνωστό μου ίσως, άλλά πού δέ μπορούσα ν ’ άναδυμηδώ. Κ ατάλαβε τήν άπορία μου κ ’ εύδύς συστήδηκε «Σεγκόπουλος -δ έ μέ θυμόσαστε;». Πράγματι είχαμε γνωριστεί έόώ κ α ί τρία χρόνια, κι είχα μάθει άπ ’ άλλους, πώς είταν ό μόνος έπιβήτωρ μέ τόν όποιο είχε συνδεθεί κ α ί αισθηματικά στή ζωή του ό Καβάφης (πού εΓταν πάντα στή ζωή του ύπέρ τού «μιά κι όξω», πού σέ είδα πού μ έ ξαίρεις;), άπό άλλους πάλι, πώς είταν νό­ θος γυιός τού Καβάφη άπολύτου γνησιότητας όπως μέ διαβεβαίωσε κι ό Μ αλακάσης πού έτυχε καλά πληροφορημένος. ’Οπωσδήποτε ό νέος αύτός (ώς τριανταπέντε χρόνων) είναι ό σύζυγος τής Ρίκας Σ εγκοπούλου πού βγά­ ζει τήν Αλεξανδρινή Τέχνη κ α ί συγκατοικούν όλοι ατό ίδιο σπίτι στήν ’Αλεξάνδρεια. ’Αφού τόν θυμήθηκα, έξαλλος άπό χαρά γυρίζει δείχνοντάς μου μιά κυρία ατό πίσω μου άκριβώς

κάθισμα «Τήν κυρία Σεγκοπούλου δέν τήν ένθυμεϊσθε;» μοϋ λέει. Κ α ί άμέσως έπειτα, δείχνοντάς μου ένα παραδοξότατο γερόντιο καθισμένο πλά ϊ της, «Νά σάς συστήσω ατόν κύριο Καβάφη». Φαντάζεσαι τό ξάφνιασμά μου! Σηκώθηκε, ένώ ξεκίναε τό μπούσι, γρύλλισε κάτι πού δέν κατάλαβα, μοϋ έδωσε τό χέρι, κ α ί κάθησε κάτω άπότομα μέ τό ξε­ κίνημα. Ή συνομιλία μας ύπήρξε έπίπονος κ α ί μαρτυρική. Έ π έμ ενε νά γρυλλίζει διά­ φορα άναρθρα πράγματα. Τόν έπιανε κάθε τόσο βήχας καί ξεφύσαγε σά φυσητήρι μέσα άπό τή μετάλλινη σωλήνα του. ’Εγώ είχα στραβολαιμιάσει μέ γυρισμένο πίσω τό κεφά­ λι κ α ί τήν προσπάθεια νά συγκρατιέμαι άπό τά τινάγματα. Τέλος μείναμε σύμφωνοι νά πάω νά τόν ίδώ ατό ξενοδοχείο όπου θά με­ ταφερόταν μετά τίς έκλογές. Πήγα καί καθήσαμε κ α ί κουβεντιάσαμε καμμιά ώρα. Ή θε­ ραπεία τοϋχε κάνει μεγάλο καλό κ α ί μπορού­ σα χωρίς μεγάλο κόπο ν ’ άκούω τήν ιδιόρρυ­ θμη έκείνη φωνή του μέ τήν έλαφριά άγγλική προφορά. ’Η έντϋπωσή μου; Δυό παμπόνηρα κ α ί σπάνιας διεισδυτικότητας μάτια, μέ μιά γλυκϋτητα στό κάτω μέρος τού προσώπου, όλόγυρα ατό στόμα κ α ί στό πηγούνι. Δέ μοιά­ ζει καθόλου μέ δ,τι σκίτσο, φωτογραφία κλπ. έχεις δ εϊ ώς σήμερα. Φυσιογνωμία άπό τίς πιό ένδιαφέρουσες κι έντυπωτικές. Κατά­ πληξη, μονάχα σου προξενεί ή έλλειψη κάθε βάθους, κάθε στοχαστικότητας στήν όμιλία του. Παίρνει ένα σπουδαίο κι έπίαημο ύφος γιά νά σοϋ πει τά πιό άσήμαντα ή μηδαμινά πράγματα, τονίζοντάς τα μέ υπολογισμένο στόμφο σά να μιλούσε γιά τήν αιωνιότητα. Π.χ. « ‘Εκτιμώ... πολύ... τόν Παπαδιαμάντη» ή «Εύχαριστώ... πολύ... γιά τό τάδε πράμα». Δηλ. σά νάλεγε « ’Εγώ ό Κ αβάφης, προσέξετέ το καλά αύτό για τί έχει σημασία, έκτιμώ ή εύχαριστώ κλπ». Σ ’ αύτό φαντάζομαι νάχει συντελέσει τ ό ’περιβάλλον τών κολάκων, κα ί κίναιδων πού τόν περιστοιχίζει στήν ’Αλε­ ξάνδρεια. ’Οπωσδήποτε δέν τόν φανταζό­ μουνα τόσο κούφιο. "Οταν τόν άποχωρίστηκα έμεινα μονάχα μ έ τήν έντύπωση ένός πο­ νηρότατου άνθρώπου μέ εύκολο κ α ί κοινό πνεύμα χωρίς τ ίπ ο τ’ άλλο πού νά προδίδει τόν καλλιτέχνη ή απλώς τό διανοούμενο. ’Εδώ κ α ί λίγες μέρες τόν ξαναντάμωσα στό άτελιέ τού Τόμπρου. Μόλις κα ί μετά βίας έρριξε μερικές ματιές ατά έργα. Μέ φώναξε κοντά του κ α ί δείχνοντάς μου ένα τεράστιο Καποδίστρια πού Αποτελειώνει τώρα ό Τόμπρος γιά τό Ναύπλιο, κ ’ ύστερα ένα γυμνό γυναικός πού είταν λίγο παρακάτω, μοϋ είπε: «Δέ μοϋ λές, Καταίμπαλη, ποιά είναι αύτή;


4 0 /α φ ιε ρ ω μ α

Ή Καποδιστρίνα;» Κ αί χάχα τά γέλια ώσπου πνίγηκε, κι άρχιζε νά ξεφυσάει άπό τή σωλή­ να οάν άτμομηχανή. Τόν σιχάδηκα. Τί άντίδεση μέ τόν Παλαμά! Κ αί νά υπάρχουν άνδρωποι πού νά τολμούν νά τόν συγκρίνουν μαζί του. "Α-σιχτίρ! Ή πα ρέα ωστόσο τού «Πυρσού» έχει πάδει παράκρουση μαζί του. Ό Δημαράς, ό Καλαμάρης, ό Παπατζώνης κι άλλοι, κοιλοπονάνε έδώ κ α ί τρεις μήνες άρδρα κα ί μελέτες γιά τόν Καβάφη, μαζέψανε κ α ί τά σχετικά λεφτά, κ α ί βγάζουμε ένα πα ­ νηγυρικό τεύχος πρός τιμήν του. Στό τεύχος αϋτό -μήν ξαφνιαστείς!- συνεργάζομαι κι έγώ μέ μιά Καβαφική Βιβλιογραφία, πού έχω έτοιμη άπό καιρό, συμπλήρωσα τελευταία, καί τή δίνω έκεί για τί δέν έχω καμμιά όρεξη (ούτε κα ί λεφτά) νά ξοδευτώ νά τήν τυπώσω ξεχωριστά. Είναι μιά πολύ εύσυνείδητη έργααία, όσο καί τού Παλαμά. ’Εκτός άπ ’ αύτήν τήν έργααία, είναι μήνες τώρα πού παλέβω μ έ μιά βιβλιογραφία γιά τόν Παπαδιαμάντη κ α ί σκοπεύω νά τήν εκδώαω τόν άλλο μή­ να. "Εχω βάλει τά δυνατά μου, κ α ί νομίζω πώς δά παρουσιάσω κάτι άρτιο καί πρωτο­ φανές γιά τήν 'Ελλάδα. ’Αναζητώ τώρα καί ταξινομώ τή σειρά τών διηγημάτων τού Παπαδ. πού είναι άγνωστη καί δέν φρόντισαν οί έκδότες νά τή σημειώσουν κ α ί τυπώ σανε τά διηγήματα άνάκατα. Τή δουλειά αύτή τήν κά­ νω έκ παραλλήλου μέ τή συνέχεια καί τή συμπλήρωση τής Παλαμικής Βιβλιογραφίας πού δέλω κι αύ τή νά τήν τελειώσω μιά ώρα άρχύτερα γιά νά μπορέσω νά προχωρήσω στή συγγραφή τής άτελείωτης έκείνης μελέτης μου γιά τόν Παλαμά καί τό γλωσσικό. Δέ φαν­ τάζεσαι, όμως, πόσους κόπους μοϋ κοστίζει. Κ αδημερινά -μήνες τώρα- βρίσκομαι άπό τις όχτώ τό πρωί στήν Έ δνική Βιβλιοδήκη, καί

γυρίζω ψόφιος στήν κούραση κατά τίς δύο. Είμαι όμως μουλάρι στό πείσμα καί στή δου­ λειά. Κ αί ξαίρω πώς άν δέν εϊμουνε έγώ δέ δά βρισκόταν κανένας άλλος νά ένδιαφερδεϊ γιά ένα τέτοιο πράγμα, τόσο χρήσιμο κι άπαραίτητο ώστόσο. Είδες, όμως, πώς ξεπληρώ­ νεται κάδε εύσυνείδητη κα ί άνιδιοτελής έργασία στήν ’Ελλάδα. Σ ’ ένα νιόβγαλτο πει­ ραιώτικο περιοδικό Ρυθμός πού σοϋ έστειλα, κάποιος νεαρός (έπιστήμονας άκούω) άρνιέται κάδε άξια στή δουλειά μου σέ πέντε πυκνοτυπωμένες σελίδες μέ στοιχεία τών 8! Δώρον άδωρον, τή λέει, κ α ί άραδιάζει όλη του τή σοφία γιά νά τ ’ άποδείξει. Εύτυχώς γιά μένα πού έξασφάλισα στ ’ άναμεταξύ τήν εύμένεια τού Θρύλου (Πολιτεία), Παράσχου (Οικογένεια) κ α ί ένός άγνώστου μου Βαλέττα πού άφιέρωσε στή βιβλιογραφία μου ένα δί­ στηλο άρδρο στή Δημοκρατία! Ύ στερ ’ άπό τή δημοσίεψη τής βιβλιογραφίας μου γιά τόν Καβάφη, κ α ί γιά τόν Π απαδιαμάντη (έχω σχεδόν έτοιμη τού Γιαννόπουλου, τού Γρυπάρη, Καρκαβίτσα καί άλλων) προβλέπω πώς δά άνακηρυχδώ έπισήμως ώς ό μόνος βιβλιογράφος στήν 'Ελλάδα, κι έτσι δά παραδοδώ στήν Άδανασία. Γεώργιος Κατσίμπαλης, ό βιβλιογράφος. Ν ά πού άπόχτησα έναν τίτλο! Στό έξής, όταν δά μέ ρωτάει κανένας «Τί δουλειά κάνετε;», δ ’ άποκρίνομαι «Βιβλιογράφος», φουσκώνοντας σάν τόν Καβάφη όταν άνακοινώνει ατόν άφελή έπισκέπτη του ποιός συγγραφέας τού άρέσει, ή πότε πίνει τόν καφέ του. Το μόνο που κρίνω απαραίτητο να προσθέσω είναι ότι στην μεσολάβηση του τότε τριαντατριάχρονου Κατσίμπαλη χρωστάμε τις τρεις στερνές φωτογραφίες του Καβάφη, οι οποίες έγιναν, ίσως στο ατελιέ του γλύπτη Τόμπρου, από τόν αλλοτινό συμμαθητή του «Κολοσσού», Κυριάκο Παγώνη, και πρωτοδημοσιεύτηκαν: η μεν μία (με γυαλιά) στήν Ν έα Εστία το 1933, και οι δύο άλλες (η μία προφίλ) στήν Αγγλοελληνική Επιδεώρηση το 1947. Με την ευκαιρία, σημειώνω πως στην Βιβλιοθήκη Κατσίμπαλη σώζεται αν­ τίτυπο συλλογής των Ποιημάτων του Καβάφη με ιδιόχειρες (αλλά, φευ, αποθαρρυντικά δυσα­ νάγνωστες, ακόμη και για τον ίδιο τον Κατσίμ­ παλη) σημειώσεις του Παλαμά -πληροφορία που έχω από καιρό ανακοινώσει φιλικά τόσο στόν κ. Γ. Γ. Κατσίμπαλη, όσο και στο ενεργό­ τερο μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιδρύ­ ματος Κωστή Παλαμά.

■ Αδήνα, 5 Σεπτεμβρίου 1983


αφιερωμα/41

Γιώργος Ιωάννου

Ο Κ. Π. Κ αβάφης και το δω δέκατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας* Όχι μόνο το δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής, αλλά και άλλα βιβλία της, όπως το έβδομο με τα «επιτύμβια», έχουν τις απηχήσεις τους μέσα στο έργο του Καβάφη. Και τις επιδράσεις τους. Εκείνο που πρέπει να κατανοηδεί, αν και έχει προ πολλού υποδειχθεί από ορισμένους μελετητές, είναι ότι ο Καβά­ φης μελετούσε όχι μόνο την Ιστορία, και μάλιστα την Ελληνιστική Ιστορία, αλλά και τους Έλληνες συγγραφείς και ποιητές, αυτής της ίδιας εποχής ιδι­ αίτερα. Μόνον οι ανίδεοι, βέβαια, μπορούν να πιστεύ­ ουν ότι ο Καβάφης μελετούσε τα αρχαία κεί­ μενα από το πρωτότυπο. Τα κείμενα αυτά και ιδίως τα επιγράμματα της Παλατινής με τη δύσκολη γλώσσα της τέχνης τους και της επο­ χής τους είναι στρυφνά ακόμη και για δυνατούς φιλολόγους, όχι για άνθρωπο που δεν εσπούδασε συστηματικά την αρχαία. Προφανώς ο Καβάφης διάβαζε πρώτα το ποίημα στην ξένη μετάφραση και όταν του έκαμνε εντύπωση το απολάμβανε με τη βοήθεια της μετάφρασης στο πρωτότυπο. Ίσως η παραβολή των μετα­ φράσεων αυτών με την ποίηση του Καβάφη να φώτιζε ακόμη περισσότερο το ζήτημα όχι ως προς τα θέματα αλλά ως προς ορισμένες εκφρά­ σεις του ποιητή. Θα ασχοληθούμε εδώ με τις πιο απτές απηχή­ σεις και επιδράσεις, που είχε στο έργο του Καβάφη το δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας. Και λέγοντας «με τις πιο απτές» εννοούμε αυτές για τις οποίες μπορούμε να ξέρουμε παράλληλα παραδείγματα. Όμως το «μέγα εκείνο», που για την ώρα διαφεύγει, είναι ο τόνος της Παλατινής που εισχώρησε στο έργο του Καβάφη και αυτό, κυρίως, είναι η μεγάλη

επίδραση. Αλλά αυτό ίσως μόνο με την προσε­ χτική μελέτη της Παλατινής, που δεν είναι και καθόλου εύκολη, και του καβαφικού έργου μπορεί να γίνει κατανοητό. Το δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής, μολονότι λέγεται «Μούσα Παιδική Στράτωνος», δηλαδή παιδεραστική ποίηση του Στράτωνος, δεν ανή­ κει ολόκληρο στον Στράτωνα, αλλά απλώς σ ’ αυτόν ανήκουν τα περισσότερα ποιήματά του. Υπάρχουν και πολλών άλλων ποιητών σχετικά ποιήματα μέσα σ’ αυτό το δωδέκατο. Δεύτερος μετά τον Στράτωνα σε αριθμό ποιημάτων έρχε­ ται ο Μελέαγρος. Η ποίηση του Μελεάγρου είναι κατά πολύ ανώτερη, λεπτότερη, πλουσιότερη, πνευματικότερη από αυτήν του Στράτωνος. Δεν είναι δυνατό άνθρωπος λεπταίσθητος και πνευμα­ τικά ανεξάρτητος, που δεν επηρεάζεται δηλαδή από τους τίτλους, να μελετήσει το δωδέκατο βιβλίο και να μην ξεχωρίσει τον Μελέαγρο. Έτσι συνέβη και με τον Καβάφη. Στο ποίημά * Η εργασία αυτή, αλλά όχι ακριβώς η ίδια, διαβάστηκε και στο «Συμπόσιο» για τον Καβάφη, που έγινε φέτος στην Πάτρα.


42/αφιερωμα βιβλίο της Παλατινής. Ο Μοίρις, εδώ, είναι ερω­ τικό πρότυπο δύο επιγραμμάτων του Στράτωνος, του 177 και του 228. Το πρώτο επίγραμμα, το 177, αρχίζει με τους στίχους: Εσπερίην, Μοίρις με, καδ ’ ην υγιαίνομεν ώρην, ονκ οίδ ’ είτε σαφώς, είτ ’ όναρ, ηαπάσατο. Δηλαδή: Ο Μοίρις χδες π ερί την ώραν που βραδιάζει και χαιρετιόμαστε με το «υγίαινε», βέβαιος απόλυτα δεν είμαι, μα δαρρώ με φίλησε, είτε στ ’ αλήδεια είτε στ ’ όνειρό μου. Το δεύτερο, το 228, είναι παραινετικό προς τον Μοίρι. ... έστι δ ’ ό τ ’ αμφοτέροις το μεν ουκέτι, Μοίρι, το δ ’ ούπω απρεπές... Δηλαδή: .. Γ ι' αυτές τις δύο περιπτώσεις, Μοίρι μου, το «όχι πια» μα και το «όχι ακόμη» είναι απρεπή...

του «Συμεών», που ανήκει στα λεγάμενα «Ανέκδοτα» (Ίκαρος 1978, σ. 175), βρίσκουμε να αναφέρεται με θαυμασμό ο Μελέαγρος. Λέγει εκεί ο Καβάφης για κάποιον ποιητή Λάμονα: Α π ’ τον Λιβάνιο πιο ελληνομαδής είναι βε­ βαίως. Όμω ς καλλίτερος κι α π ’ τον Μελέαγρο; Δεν το πιστεύω. Αυτό είναι μία σαφής μαρτυρία μελέτης και προτιμήσεως. Δεν είναι, βέβαια, ο Μελέαγρος ο μόνος ποιητής της Παλατινής που αναφέρεται μέσα στον Καβάφη. Στο ποίημα του Καβάφη «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.» (σελ. 74, τομ. Β ', «Ίκαρος») το κύριο πρότυπο, όπως φανερώνει και ο τίτλος, είναι κάποιος νεαρός χριστιανός, Μύρης ονόματι, που πέθανε και τώρα τον θρηνούν οι συγ­ γενείς και οι φίλοι. Το όνομα αυτό, αλλά με όμικρον γιώτα, Μοίρις, ωσάν να προέρχεται από τη μοίρα, το συναντούμε δύο φορές και στο δωδέκατο

Τα δύο αυτά ποιήματα του Στράτωνος δεν έχουν καμιά θεματική σχέση μεταξύ τους, ούτε και με το ποίημα «Μύρης» του Καβάφη. Το όνομα, στα δύο ποιήματα του Στράτωνος γράφεται με δίφθογγο, Μοίρις, ενώ στον Καβάφη γράφεται με ύψιλον, Μύρης. Και είναι πρωτόκλιτο. Αλλά και στον Ηρόδοτο, που συναντούμε το όνομα (II 13, 101), και εκεί γρά­ φεται Μοίρις. Πουθενά όπως στον Καβάφη. Το Μύρης αυτό πρέπει να είναι ορθογρα­ φική και γραμματική τροποποίηση του Καβάφη. Ο νεαρός και ωραίος νεκρός ανακαλεί με το όνομά του τα μύρα και όχι τη μοίρα, που θα ταίριαζε, βέβαια, στην περίπτωσή του. Στο ποίημα του Καβάφη «Επήγα» (59Α) συναντιούνται και οι περίφημοι στίχοι: Κ ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καδώς που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής. Μελετώντας το δωδέκατο βιβλίο παρατηρεί κανείς συχνά παρόμοιες εκφράσεις και κατα­ στάσεις. Οι ερωτευμένοι νιώθουν κάθε τόσο την ανάγκη να λάβουν δύναμη για τα ερωτικά διαβήματά τους ή τις απογοητεύσεις τους πίνοντας «άκρατον οίνον» -δυνατό κρασί. Αισθάνονται έτσι γενναίοι και αποτολμούν. Η


αφιερωμα/43 ζωή αυτών που τους έτυχε αυτή η ερωτική μοίρα δεν ήταν ποτέ εύκολη, και ας νομίζουν ορισμένοι αμελέτητοι. Στο επίγραμμα 49, που ανήκει στον Μελέαγρο, βρίσκουμε δύο φορές την προτροπή κάποιου ερωτικά αποκρουσμένου προς τον εαυτό του: «ζωροπότει, δύσερως». Το ζωροπότει είναι του ρήματος ζωροποτέω-ώ και σημαί­ νει: πίνω άκρατον οίνον, δυνατό κρασί. Στο επίγραμμα 50, του Ασκληπιάδου, αυτό, έχουμε τον προτρεπτικό στίχο· «πίνωμεν Βάκ­ χου ζωρόν πόμα». Ζωρός σημαίνει αμιγής, άκρατος και προκειμένου για οίνο ανέρωτος. Στο επίγραμμα 116 του Μελεάγρου, έχουμε τον στίχο «μεθύω γαρ όλος μέγα», που σημαίνει είμαι κατειλημμένος ολόκληρος από τη μέθη. Και έτσι «μεθύων όλος μέγα» βρίσκει ο ήρως του ποιήματος τη δύναμη και διακηρύσσει κάποιον έρωτά του. Γίνεται γενναίος. Στο επίγραμμα 118, του Καλλιμάχου, βρί­ σκουμε τον στίχο- «άκρητος και έρως με ηνάγκασαν». Ο άκρατος οίνος (και ο έρως) τον ανάγκασαν με τη δύναμή τους να κάνει κάποιο τολμηρό ερωτικό διάβημα για το οποίο τώρα δικαιολογείται. Στο επίγραμμα 115, που φέρεται ως «άδη­ λον», άγνωστου ποιητή δηλαδή, συναντούμε τον στίχο «άκρητον μανίην έπιον». Εδώ η λέξη «άκρητος» (άκρατος) δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, εφόσον αποδίδεται στο «μανίη». Αποτελεί μάλλον σχήμα υπαλλαγής και βρί­ σκεται πιο κοντά ακόμη στον στίχο του Καβάφη· «κ’ ήπια από δυνατά κρασιά...». Το επίγραμμα 108, που είναι του ποιητή Διο­ νυσίου, προσωποποιεί τον ανέρωτο οίνο. Ό ­ πως είναι φυσικό, τον αποκαλεί Ά κρα τον και απευθύνεται ερωτικά αλλά και κοροϊδευτικά προς αυτόν: Ει μεν εμέ στέρξεις, είης ισόμοιρος, Ά κρατε, Χίω και Χίου πουλύ μελιχρότεροςει δ ’ έτερον κρίναις εμέδεν πλέον, αμφί σε βαίη κώνωψ οξηρώ τυφόμενος κεράμω. Δηλαδή: Εάν εμένα ευνοήσεις, Ά κρα τέ μου, δά ’χεις την ίδια μοίρα με το χιώτικο κι από το χιώτικο κρασί δά ’σαι γλυκύτερος. Μα, αν νομίσεις από εμέ άλλον ανώτερό μου, είδε να περπατήσει πάνω σου κουνούπι, σε πήλινο αγγειό αναπτυγμένο, από αυτά που βάζουν ξίδι μέσα. Ο Καβάφης στο ποίημά του «Η συνοδεία του

Διονύσου» (29Α) προσωποποιεί επίσης τον « Άκρατον» και όχι μόνον αυτόν: Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό μάρμαρο επεξεργάζεται την συνοδεία του Διονύσου. Ο δεός μ ε δεσπεσία δόξαν εμπρός, με δύναμη στο βάδισμά του. Ο Ά κρα τος πίσω. Στο πλάγι του Ακράτου η Μέδη χύνει στους Σατύρους το κρασί από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί. Η καβαφική αυτή «Συνοδεία του Διονύσου» μπορεί να συσχετισθεί και με το επίγραμμα 256 (XII) του Μελεάγρου, όπου περιγράφεται λεπτομερώς το στεφάνι που έπλεξε με εκλεκτά αγόρια -αντί για λουλούδια- ο ' Ερως προς τιμή της Αφροδίτης. Είναι συνηθισμένες στην αλε­ ξανδρινή ποίηση αυτές οι συνοδείες και οι εγκαταπλέξεις. Το ποίημα του Καβάφη «Εν τη οδώ» (84Α) θυμίζει το 127 επίγραμμα του δωδέκατου βιβλίου. Κι αυτό όχι μόνο με το θέμα του, που είναι τυχαία συνάντηση με κάποιον νέο μες στο δρόμο, αλλά κυρίως με τη βασική έκφρασή του«εν τη οδώ». Ο Καβάφης γράφει ότι το πρόσωπο του ποιήματός του είδε κάποιον νέο να περπατεί «ασκόπως μες στην οδό» και επιγράφει το ποίημα «εν τη οδώ». Ο Μελέαγρος αρχίζει το ποίημά του με τον στίχο: Εινόδιον στείχοντα μεααμβρινόν είδον Άλεξιν. Θα μπορούσε δηλαδή και αυτό να επιγράφε­ ται «εν τη οδώ». Το επίθετο εινόδιος είναι τύπος του ενόδιος και σημαίνει, κατά τα λεξι­ κά, «Ο εν τη οδώ». Εδώ όμως, στο αρχαίο επί­ γραμμα, έχει ως κατηγορηματικός προσδιορι­ σμός επιρρηματική σημασία και σημαίνει απλά και μόνον «εν τη οδώ». Γράφει ο Καβάφης στα «Τείχη» (106Α) το γνω­ στό· «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ». Και γράφει ο ποιητής Διοσκορίδης στο επίγραμμα 42 για κάποιον διεφθαρμένο νέο· «ουδέ γαρ αιδώς ουδ’ έλεος»: «Ούτε ντροπή ούτε λύπηση» έχει. Γράφει ο Καβάφης στο ποίημά του «Τα επικίν­ δυνα» (46Α): *


44/αφιερωμα

Σπόρος Κούκος: Χαρακτικό. Εμιτνευσμένο από το ποίημα του Καβάφη «Επήγα»


αφιερωμα/45 Είπε ο Μ υρτιάς (Σύρος σπουδαστής στην Α λεξάνδρεια (...). «Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη εγώ τα πάθη μου δεν τα φοβάμαι σα δειλός».

«Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί.» Αν και εμείς δεν ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνει «δέρμα από ιασεμί».

Και λέγει στο επίγραμμα 120 ο Ποσείδιππος:

Το ποίημα του Καβάφη «Μέσα στα καπηλειά» (52Β) δίνει το κατάντημα στο οποίο μπορεί να οδηγήσει η ερωτική εγκατάλειψη.

Ευοπλώ και προς σε μαχήσομαι, ου δ ’ απερούμαι θνητός εώ ν συ δ ’ Έρως, μηκέτι μοι πρόσαγε. Ην με λάβης μ εθ ύ ο ντ’, ά π α γ ’ έκ δ ο το ν άχρι δε νήφω, τον παραταξάμενον προς σε λογισμόν έχω. Δηλαδή: Είμαι γερά οπλισμένος, θα σε πολεμήσω, θνητός ας είμαι, δεν τα βάζω κάτω. Μην έρχεσαι πια. Έρωτα, κοντά μου. Αν με συλλάβεις μεθυσμένον, πάρε με δικό σου, μα όσο είμαι νηφάλιος, έχω για όπλο μου τον λογισμό μου. Αυτόν που εναντίον σου παρατάσσω. Ξεκάθαρες οι αντιστοιχίες του αρχαίου και του νέου. Η αντίσταση στα πάθη και η καταπο­ λέμησή τους με τον λογισμόν, «με θεωρία και μελέτη». Στο ποίημα του Καβάφη «Μακρυά» (57Α) γίνε­ ται μια ερωτική αναπόληση, κατ’ εμέ, ποιητικά περίφημη. Οι μεγάλοι στίχοι είναι πολλοί μέσα στο μόλις εφτάστιχο ποίημα. Πρώτος και βασικός: Θά 'θελα αυτήν την μνήμη να την πω... Στο επίγραμμα 125 του Μελεάγρου, που είναι μια αναπόληση κι αυτό, ερωτικού ονείρου όμως, έχουμε, εκτός των άλλων, και έναν στίχο παρόμοιο με τον καβαφικό, που προαναφέραμε: Και μ ’ έτι νυν θάλπει μνήμης πόθος. Ακόμα, στο ίδιο αυτό ποίημα του Καβάφη έχουμε: Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί. Και στου Μελεάγρου: Εγώ δ ' απαλώ περίχρω τί στέρνα βαλών.

Μ έσα στα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία της Βηρυτού κυλιέμαι. Το μοτίβο, το θέμα, του καταντήματος στα καπηλειά και στην παρηγοριά της μέθης για λόγους ερωτικούς το βρίσκουμε συχνά στην Παλατινή. Ό πω ς στο επίγραμμα 50 του Ασκληπιάδη, που αρχίζει με τους περίφημους στίχους: Πίνε, Α σκληπιάδη· τι τα δάκρυα ταύτα; τι πάσχεις; ου σε μόνον χαλεπή Κ ύπρις εληΐαατο. Δηλαδή: Πίνε, Ασκληπιάδη, πίνε· και για τί τα δάκρυα ταύτα; Ποιο είναι εκείνο που σε βασανίζει; Δεν ρήμαξε μονάχα εσένα η χαλεπή Κ ύπρις. Και όπως στο 85 (XII) του Μελεάγρου: Οινοπόται δέξασθε τον εκ πελάγεος, άμα πόντον και κλώπας π ρ οφ υ γόντ’ εν χθονί δ ’ ολλύμενον. Δηλαδή: Δεχθείτε έναν πελαγίσιο, οινοπότες μου, έναν που γλίτωσε από τον πόντο και τους πειρατές, μα πάει τώρα στη στεριά για το ναυάγιο. Στο ίδιο θέμα στηρίζονται και τα ποιήματα 134 (XII) του Καλλιμάχου και 135 (XII) του Ασκληπιάδη, που δεν τα παρουσιάζουμε για να μην εκταθούμε περισσότερο. Πάντως, το κατάντημα στα καπηλειά εξαιτίας έρωτος έχει γίνει, ξαναλέω, θέμα, μοτίβο, πάνω στο οποίο έγραφαν οι διάφοροι ποιητές την εκδοχή τους. Γενικά, η θεματογραφία είναι συχνότατο φαινόμενο στην αλεξανδρινή ποί­ ηση, με αποτελέσματα διόλου ολέθρια, όπως πιστεύουν πολλοί σημερινοί. Το δίδαγμα δεν άφησε ανεπηρέαστον τον Καβάφη.

Δηλαδή: Κι εγώ στο απαλό του δέρμα εφάπτοντας το στέρνο μου.

Σε δύο -τουλάχιστο δύο- περιπτώσεις ο Καβάφης γράφει πάνω στο θέμα της υλικής αμοιβής


46/αφιερωμα Αρκούσε κάποτε για να ξεγελαστούνε τα παιδιά, που τόση αγάπη έχουνε στα δώρα, ένα ορτύκι, καμιά μπάλα πάνινη, τίποτε κότσια. Τώρα απαιτούν λεφτά και τραπεζώματα. Δεν έχουν πέραση εκείνα τα παιχνίδια. Παιδεραστές, αναζητήστε άλλα κόλπα. Πάνω στο θέμα ακριβώς της «αμοιβής» και μάλιστα της προϊούσης αρπακτικότητας και πλειοδοσίας έγραψε και ο Καβάφης τα ποιή­ ματα που προαναφέραμε. Στα «Ανέκδοτα» του Καβάφη βρίσκεται το ποίημα «Κρυμμένα» (σ. 151), που αρχίζει με τους στίχους: Α π ' όσα έκαμα κι απ ’ όσα είπα να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν. Είναι ένα είδος πνευματικής διαθήκης προς αποκρυπτογράφηση του έργου και του προσώ­ που του, αργότερα. Κάτι ανάλογο συναντούμε και στο ακροτελεύτιο (258) επίγραμμα του δωδέκατου βιβλίου της Παλατινής, που ανήκει στον Στράτωνα: Σχέδιο Β. Βαοιλειάόη από το «Στράτωνος Μούσα Παιδι­ κή», Κέδρος 1979

για ερωτικές υπηρεσίες. Το περιβόητο «τι θα μου δώσεις;». Εννοώ τα ποιήματα του «Σοφι­ στής απερχόμενος εκ Συρίας» (54Β) και «Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ» (78Β). Στο πρώτο εμφανίζεται -θυμίζωο πανάκριβος ερωτικά Μέβης και στο δεύτερο ο αμφίρροπος στην απόφασή του φίλος, που όμως σε λίγο πεθαίνει. Το ίδιο αυτό μοτίβο το συναντούμε -και πώς ήταν δυνατό;- και στο δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής. Στο επίγραμμα 42 ο Διοσκορίδης μιλάει για κάποιον σκληρό νεαρό, Ερμογένη ονόματι, που όταν διαπιστώσει σπουδαία αμοιβή παρατά κάθε ενδοιασμό και ακολουθεί, και ακόμα στο 44, όπου ο ταλαίπωρος ποιητής Γλαύκος διεκτραγωδεί την απληστία και την αρπακτικότητα των συγχρόνων του -των «μον­ τέρνων», θα λέγαμε- «παίδων»; Ην ότε πα ίδας έπειθε πάλαι ποτέ δώρα φιλεύντας, όρτυξ και ράπτη σφαίρα και αστράγαλοινυν δε λοπάς και κέρμα- τα παίγνια δ ’ ουδέν εκείνα ισχύει. Ζητείτε άλλο τι, παιδοφίλαι. Δηλαδή:

Η τάχα τις μετόπισδε κλύων εμά παίγνια τού­ τα, πάντας εμούς δόξει τους εν έρωτι πόνουςάλλα δ ’ εγών άλλοισιν α εί φιλόπαισι χαράσσω γρά μμα τ’, ε π είτις ε μ ο ίτ ο ύ τ ’ ενέδωκε θεός. Δηλαδή: Ό τα ν στο μέλλον κάποιος θα διαβάζει αυτά τ ’ ασήμαντα ποιήματά μου, ίσως νομίσει όλα για δικά μου τα βάσανα του έρωτα που περιέχουν. Κι όμως όταν χαράασω τις γραμμές ετούτες, σκέφτομαι πάντα τους φιλόπαιδας τους άλ­ λους, μια και μου έδωσε ο θεός αυτή τη χάρη. Το ίδιο αυτό επίγραμμα μπορεί, θαρρώ, να συσχετισθεί και με το καβαφικό «Πολύ σπανίως» (49Α) και ιδίως ο στίχος «έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε» με τον αρχαίο «η τάχα τις μετόπισθε κλύων εμά παίγνια ταύτα». Αυτό το είδος της πνευματικής διαθήκης είναι ένα θέμα που το συνηθίζουν και οι ποιη­ τές των ημερών μας, χωρίς, βέβαια, να είναι επηρεασμένοι από δω ή από κει. Είναι μια βαθιά ψυχική ανάγκη. Αν και οι μεταγενέστεροι σπάνια την εκτιμούν.


αφιερωμα/47 Το ποίημα του Καβάφη «Γκρίζα» (88Α) ανακα­ λεί, αν και κάπως απόμακρα, δύο επιγράμματα της Παλατινής, τα 202 και 226 (XII). Στο «Γκρίζα» έχουμε τους στίχους· Για έναν μήνα αγαπηθήκαμε. Έ πειτα έφυγε, θαρρώ στην Σμύρνη, για να εργααθεί εκ εί και πια <5εν ιδωδήκαμε. Στο επίγραμμα 202 του Στράτωνος διαβά­ ζουμε: Πτηνός Έρω ς άγαγέν με δι ’ ηέρος, ηνίκα, Δάμι, γράμμα σον είδον, ο μοι δεύρο μολείν σ ’ έλεγεν ρίμφα δ ’ από Σμύρνης επ ί Σάρδιας. Δηλαδή: Μόλις το γράμμα σου είδα, Δάμη μου, που έλεγε πως εδωπέρα φτάνεις, ο φτερωτός ο έρως μ ’ έφ ερε δια του αέρος από τη Σμύρνη γρήγορα στις Σάρδεις. Και στο επίγραμμα 226, πάλι του Στράτωνος, διαβάζουμε: ... Μούνον ε π ε ίμ ε λιπών εις ιδίην Έ φεσον χδιζός έβη ΘεόδωροςΔηλαδή: Έ φ υγε χδες για την πατρίδα του, την Έ φεσο, αφήνοντάς με ο Θεόδωρος μονάχο. Το θέμα του χωρισμού και οι αναφερόμενες πόλεις, Σμύρνη, Σάρδεις, Έ φεσος, είναι που οδηγούν στο συσχετισμό. Στο ποίημα «Στου καφενείου την είσοδο» ο Καβάφης γράφει για κάποιο ωραίο σώμα, που ωσάν να το έπλασε με όλη την τέχνη και την πείρα του ο Έρως: Την προσοχή μου κάτι που είπαν πλάγι μου διεύδυνε στου καφενείου την είσοδο. Κ ' είδα τ ’ ωραίο σώμα που έμοιαζε σαν α π ’ την άκρα πείρα του να τώκαμεν ο Έρως -πλάττοντας τα συμμετρικά του μέλη με χα­ ράυψώνοντας γλυπτό το ανάστημαπλάττοντας με συγκίνησι το πρόσωπο κι αφίνοντας απ ’ των χεριών του το άγγιγμα ένα αίσδημα στο μέτωπο, στα μάτια, και στα χείλη.

Και ο Μελέαγρος στο 56 (XII) λέγει: Εικόνα μεν Παρίην ζωογλύφος ά ν υ σ ’ Έρω­ τος Πραξιτέλης, Κ ύπριδος παίδα τυπωσάμενος, νυν δ ’ ο δεών κάλλιατος Έ ρω ς έμψυχον άγαλμα, αυτόν απεικονίσας, έπλασε Π ραξιτέλην ό φ ρ ’ ο μεν εν δνατοίς, ο δ ’ εν αιδέρι φίλτρα βραβεύη, γης δ ’ άμα και μακάρων σκηπτροφορώσι πό­ θοι. Ολβίστη Μερόπων ιερά πόλις, α δεόπαιδα καινόν Έρωτα νέων δρέ-ψεν υφαγεμόνα. Δηλαδή: Του Έρω τος το άγαλμα σε μάρμαρο της Πά­ ρου ο γλύπτης Π ραξιτέλης κάποτε είχε σκαλίσει, αποτυπώνοντας της Κ ύπριδος τ ’ αγόρι. Και τώρα α π ’ τους θεούς ο κάλλιστος, ο Έρως, σε άγαλμα τον εαυτό του έμψυχο απεικονίσας, έπλασε έναν καινούριο Πραξιτέλη. Και έτσι, ο ένας στους θνητούς, και στον αιθέρα ο άλλος θέλγητρα, φίλτρα, μαγικά σκορπάει. Τρισόλβιο η άγια πόλη των Μερόπων, που το θείο αυτό αγόρι. Έρω τα νέον, οδηγητή ανέδειξε των νέων. Και στο 57 (XII) επίγραμμα, του Μελεάγρου κι αυτό, το ίδιο θέμα υπάρχει.

Στο ποίημά του «Ηδονή» (82Α) ο Καβάφης γρά­ φει: Χ α ρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα. Χ α ρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας. Και στο ποίημα «Ό σ ο μπορείς» (25Α) ο Κα­ βάφης πάλι γράφει: Κι αν <5εν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,


48/αφιερωμα αρχαία και νέα, αλλά οι δρόμοι που ακολου­ θούν οι ποιητές τους διαφορετικοί. Στα «Ανέκδοτα» (σ. 179) του Καβάφη υπάρχει ένα ιδιαίτερα δυνατό ποίημα, «Ο δεμένος ώμος». Το ποίημα είναι σε πρώτο πρόσωπο και μιλάει για κάποιον νεαρό, που ήταν πληγωμέ­ νος στον ώμο, που ο ερωτικός φίλος του τον βοήθησε να ξαναδέσει καλύτερα το τραύμα και που -αργότερα- όταν ο πληγωμένος νεαρός φεύγει από το σπίτι του φίλου του, αυτός παίρ­ νει τα ματωμένα κουρέλια και τα φέρνει για ώρα στα χείλη του: «Το αίμα του έρωτος στα χείλη μου επάνω». Ιδού: Είπε που χτύπησε σε τοίχον ή που έπεσε. Μα πιδανόν η αιτία νάταν άλλη του πληγωμένου και δεμένου ώμου. Με μια κομμάτι βίαιη κίνησιν, α π ' ένα ράφι για να καταιβάσει κάτι φωτογραφίες που ήδελε να δει από κοντά, λύδηκεν ο επίδεσμος κ ’ έτρεξε λίγο αίμα. Ξανάδεσα τον ώμο, και στο δέσιμο αργούσα κάπως- για τί δεν πονούσε, και μ ’ άρεζε να βλέπω το αίμα. Πράγμα του έρωτός μου το αίμα εκείνο ήταν.

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες. Και ο Καλλίμαχος (43, XII) λέγει: Εχδαίρω το ποίημα το κυκλικόν, ουδέ κελεύ8φ χαίρω τις πολλούς ώδε και ώδε φέρει· μισώ και περίφοιτον ερώμενον, ο υ δ ’ από κρήνης πίνω · σικχαίνω πάντα τα δημόσια. Λυσανίη, συ δε ναίχι καλός καλός· αλλά πριν ειπείν τούτο σαφώς, ηχώ φηαί τις « Ά λλος έχει». Δηλαδή: Νιώδω απέχδεια για τα ποιήματα σε κύκλους κι ούτε με δέλγει ο πολυσύχναστος ο δρόμος. Τον ερωμένο που πολυγυρνάει τον μισώ. Δεν πίνω εγώ από δημόσια κρήνη. Σικχαίνω πάντα τα δημόσια. Λυσανία, εσύ πα ιδ ί μου, μάλιστα, είσαι ωραίος πολύ ωραίος! Μα, ώσπου αυτό να πω, μου φέρνει την απάντησή της η ηχώ« Άλλος τον έχει, άλλος...» Το θέμα είναι το ίδιο και στα τρία ποιήματα,

Σαν έφ υγε ηύρα στην καρέγλα εμπρός ένα κουρέλι ματωμένο, α π ' τα πανιά, κουρέλι που έμοιαζε για τα σκουπίδια κ α τ ’ ευ δ εία ν και που στα χείλη μου το πήρα εγώ, και που το φύλαξα ώρα πολλή το αίμα του έρωτος στα χείλη μου επάνω. Το σχετικό επίγραμμα της Παλατινής (123, XII), που είναι μάλιστα «άδηλον», λέγει: Πυγμή νικήσαντα τον Αντικλέους Μενέχαρμον λημνίσκοις μαλακοίς εστεφάνωσα δέκα, και τρισσώς εφίλησα πεφυρμένον αίματι πολλώ. Αλλ ’ εμοί ην σμύρνης κείνο μελιχρότερον. Δηλαδή: Σαν νίκησε στην πυγμαχία ο Αντικλέους Μενέχαρμος, με δέκα απαλές ταινίες τον στεφάνωσα, και τρεις φορές τον φίλησα, πασαλειμμένος καδώς ήταν μες στα αίματα. Στα χείλη μου όμως το αίμα του ήταν κι από το μπάλσαμο ηδονικότερο. Το καβαφικό ποίημα και το επίγραμμα εφά­ πτονται στα βασικά τους σημεία και ιδίως στο «φίλημα του ερωτικού αίματος».


αφιερωμα/49 Έχουμε στον Καβάφη το ποίημα «Ρωτούσε για την ποιότητα» (83Β): Α π ’ το γραφείον όπου είχε προαληφδεί σε δέση ασήμαντη και φδηνοπληρωμένη (ώς οκτώ λίρες το μηνιάτικό του: με τα τυ­ χερά) βγήκε σαν τέλεψεν η έρημη δουλειά που όλο το απόγευμα ήταν σκυμμένος: βγήκεν η ώρα επτά, και περπατούσε αργά και χάζευε στον δρόμο. - 'Εμορφος■ κ ' ενδιαφέρων: έτσι που έδειχνε φδασμένος στην πλήρη του αισδησιακήν απόδοσι. Εχάζευε στον δρόμο, και στες πτωχικές παρόδους που οδηγούσαν προς την κατοικία του. Περνώντας εμπρός σ ' ένα μαγαζί μικρό όπου πουλιούνταν κάτι πράγματα ψεύτικα και φδηνά για εργατικούς, είδ ’ εκεί μέσα ένα πρόσωπο, είδε μια μορφή όπου τον έσπρωξαν και εισήλδε, και ζητούσε τάχα να δει χρωματιστά μαντήλια. Ρωτούσε για την ποιότητα των μαντηλιών και τι κοστίζουν με φωνή πνιγμένη, σχεδόν αβυσμένη α π ' την επιδυμία. Κι ανάλογα ήλδαν η απαντήσεις, αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη, με υπολανδάνουαα αυναίνεσι. Ό λο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια αλλά μόνος σκοπός: τα χέρια των ν ' αγγίζουν επάνω α π ’ τα μαντήλια· να πλησιάζουν τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίωςμια στιγμιαία στα μέλη επαφή. Γρήγορα και κρυφά, για να μη νοιώσει ο καταστηματάρχης που στο βάδος κάδονταν. Και έχουμε στο δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής το 8 επίγραμμα, του Στράτωνος, που παρουσιά­ ζει πολλές αναλογίες με το «Ρωτούσε για την ποιότητα»; Είδον εγώ τινα παίδα επανδοπλοκούντα κόρυμβον, άρτι παρερχόμενος τα στεφανηπλόκιαο υ δ ’ άτρωτα πα ρήλδον επιστάς δ ' ήσυχος αυτώ φημί «Πόσου πωλείς τον σον εμοί στέφα­ νον;» μάλλον των καλύκων δ ’ ερυδαίνετο και κατακύψας φησί «Μακράν χώρει, μη σε πατήρ εσίδη».

ωνούμαι προφάαει στεφάνους, και ο ίκ α δ’ απελδών εστεφάνωσα δεούς, κείνον επευξάμενος. Δηλαδή: Καδώς περνούσα λίγο πριν από τα στεφανη­ πλόκια, είδα ένα αγόρι να πλέκει με λουλούδια την κορυφή ενός στεφανιού. Άτρωτος δεν κατόρδωαα να προσπεράαω· κοντοατάδηκα και του λέω συγκρατημένα: -Πόσου πωλείς τον σον εμοί στέφανον; Α π ’ τους κοντσέδες πιο πολύ κοκκίνισε και σκύβοντας μου ψιδυρίζει: -Μ ακράν χώρει, μη σε πατήρ εσίδη. Αγόρασα τότε για πρόσχημα μερικά στεφάνια και σαν έφτασα σπίτι στεφάνωσα τους δεούς μ ’ αυτά, δερμά παρακαλώντας τους για κείνον. Υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία του καβαφικού ποιήματος με το αρχαίο. Και ο έμορφος νέος του μαγαζιού και το προχώρημα μέσα στο χώρο του μαγαζιού και οι διατακτικές ερωτήσεις προς τον υπάλληλο και η απάντηση με την υπολανθάνουσα συναίνεση· ακόμα και ο καταστη­ ματάρχης - πατέρας του νεαρού στο αρχαίο επίγραμμα. Πολλούς συσχετισμούς μπορεί να κάνει ακόμη κανείς μελετώντας τον Καβάφη παράλληλα με την Παλατινή. Ακόμα και μέσα στο δωδέκατο βιβλίο υπάρχουν κι άλλοι. Ο Καβάφης μελετούσε την ποίηση της Ανθο­ λογίας περισσότερο από κάθε άλλη και σιγά σιγά μετάγγισε σημαντικό μέρος από αυτήν μέσα στο έργο του.

Σημείωση: Για τη σχέση του καβαφικού έργου με την Παλατινή Ανθολογία έχουν γράψει μερικοί μελετητές. Όλοι σχεδόν περιορίζονται σε γενικότητες, χωρίς να φέρ­ νουν αποδεικτικά στοιχεία. 0 Τίμος Μαλάνος, πάντως, καταπιάνεται ουσιαστικά, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιμονή, με το θέμα αυτό στο βιβλίο του «Ο Καβάφης». Τελευταία η Vallerie A. Caires δημοσίευσε στο «Byzantine and Modern Greek Studies» (6, 1980) μια έρευνα με τίτλο «Originality and the Alexandrian Epigram». Η έρευνα αυτή, μολονότι επεκτείνεται σε ολόκληρη την Παλατινή Ανθολογία, δεν κομίζει και πολλά ευρήματα. *· Τα καβαφικά κείμενα που παρατίθενται εδώ προέρχον­ ται από τις εκδόσεις του « Ίκαρου». Τα αρχαία από την έκδοση Loeb (1963). Οι μεταφράσεις ανήκουν στον υπο­ φαινόμενο και είναι από το βιβλίο «Στράτωνος Μούσα Παιδική», Κέδρος 1979. .

Γ. 1.1.


50/αφιερωμα

Θύμιος Σουλογιάννης

Κωστής Π αλαμάς και Κ ω νσταντίνος Κ αβάφης Διαμάχη και ο π α δ ο ί ' Ενα χρονικό Η ύπαρξη του Αλεξανδρινού στην επικράτεια της γενέτειρας πόλης με τον τόσο αξιόλογο τότε ελληνισμό βρισκόταν καταφανώς σε αντίδεση με την ύπαρξη τον Μεσολογγίτη-Πατρινού, ακαδημαϊκού και γεν. γραμματέα του Πανεπιστήμιου της Αδήνας. Οι συγκρίσεις που επιχειρούνται εδώ δεν αφο­ ρούν στην αξία των ποιητών, αλλά στις ιδιότητες εκείνες που έδωσαν στον καδένα την ιδιαιτερότητά του και συγχρόνως το έναυσμα για τις αντιδέσεις που ήσαν ουσιαστικές σε βάδος. Αυτές τις αντιδέσεις πήραν οι οπαδοί και τις ανήγαγαν σε ασήμαντες μικροπρέπειες. Έ να κοσμοπολίτικο πνεύμα σαν του Καβάφη (Πόλη-Λονδίνο-Αλεξάνδρεια) δεν είναι δυνατό να μιλήσει για περιορισμένα όρια. Ή ταν επό­ μενο να μιλήσει για πανανθρώπινα προβλήματα της ψυχής και του σώματος, για ιστορική πραγ­ ματικότητα που είτε συμβαίνει στα ελληνιστικά χρόνια είτε στην αγγλοκρατούμενη περιοχή της Αιγύπτου και του Σουδάν, είναι η ίδια, ανθρώ­ πινη και απάνθρωπη συνάμα. Από την άλλη ο Παλαμάς, που ποτέ του δεν ταξίδεψε έξω από την Ελλάδα, αλλά και δεν τα­ ξίδεψε σχεδόν καθόλου και μέσα σ’ αυτή την ίδια την Ελλάδα, είναι πολύ φυσικό να μιλήσει για τη φύση, τους ήρωες, τη μυθολογία, τον έρωτα, το θάνατο, τα άλλα βάσανα των ανθρώ­ πων, παίρνοντας πρότυπα από το γαλλικό παρ­ νασσισμό. Αλλά κι αλλού πρέπει να αναζητηθούν λόγοι

της διαφοράς τους. Εύκολος στο γράψιμο ο Παλαμάς, ακριβός ο Καβάφης. Εύκολος στα ανοίγματα προς την κοινωνία ο ένας, κλειστός μέσα στα τείχη του ο άλλος. Το πάθος του Κα­ βάφη που τον τυραννούσε, δεν βόλευε στην εποχή και στον τόπο που ζούσε να του δώσει άνοιγμα από τα παράθυρα. Η συντηρητική κοι­ νωνία δεν επέτρεπε ιδιαιτερότητες, δεν ξέρω αν επέτρεπε και τους παραδεδεγμένους ερωτι­ σμούς. Πάντως, η ερωτική διάθεση του Παλαμά και τα γνωστά γράμματα στη Ραχήλ, και σε άλ­ λες που ακόμη δεν είδαν το φως της δημοσιό­ τητας, δε φαίνεται να έβλαψαν τον ποιητή αυτό όσο ζούσε, αλλά ούτε και μετά το θάνατό του. Μέσα στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, όπως παρουσιάζεται παραπάνω, οι διαφορές στη νοοτροπία και στις αρχές του καθένα ήταν επόμενο να δώσουν λαβή σε αντιθέσεις και σε


αφιερωμα/51 δημιουργία κλίματος «εχθρικού». Τη λαβή αυτή έπιασαν οι φανατισμένοι -ίσως «βασιλικότεροι του βασιλέως»- οπαδοί και έδωσαν μια εικόνα διαμάχης με κάποιες διαστάσεις. Καβάφης και Παλαμάς ήθελαν να αγνοούν ο ένας τον άλλο. Πάντα όμως όλο και κάποια αι­ τία τους έκανε να προβαίνουν σε δηλώσεις. Εξάλλου, στη βιβλιοθήκη του καθένα βρίσκον­ ται βιβλία του άλλου με σημειώσεις στα περι­ θώριά τους. Η εξιστόρηση αυτής της διαμάχης που επιχειρείται εδώ, επιμένει ιδιαίτερα σε επεισόδια στον ελλαδικό και στον αιγυπτιώτικο χώρο. Ο Καβάφης σε λίγους μόνο στην Αίγυπτο ήταν γνωστός σε βάθος, και σε λιγότερους ακό­ μη σαν παρουσία. Ίσως δεν ήταν σφάλμα των πολλών, γιατί ποτέ δεν δημοσίευε ποιήματα, παρά τα τύπωνε σε λίγα φυλλάδια και τα μοίρα­ ζε σε φίλους και θαυμαστές της ποίησής του, πράγμα που εξακρίβωνε πριν τα δώσει. Έτσι ήθελε, αλλά και έτσι είχε τις πληροφορίες του για διάφορα πρόσωπα. Στην Ελλάδα έγινε γνω­ στός το 1903 από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, που τον παρουσίασε για πρώτη φορά στο ελλη­ νικό κοινό μέσα από το έγκριτο περιοδικό «Τα Παναθήναια». Από κει και πέρα, αρχίζει να γί­ νεται γνωστός. Ταυτόχρονα ο Παλαμάς είχε επιβληθεί σαν ο ιδρυτής της σχολής της γενιάς του ’ 80 με το πλήθος των αντιπροσώπων, και το ακόμη μεγαλύτερο πλήθος των οπαδών. Πολύ αργότερα, ο Καβάφης θα ακουστεί αρ­ κετά στην Αλεξάνδρεια με την περίφημη διάλε­ ξη του Σεγκόπουλου στα. 1918 και τη διάλεξη του Μοδινού στα 1919. Για τη διάλεξη του Σεγ­ κόπουλου το 1918, ο Καβάφης έπαιξε σημαντι­ κό ρόλο, αφού είναι εξακριβωμένο πως ο ίδιος ο Αλεξανδρινός έγραψε το κείμενο και ο λάτρης του Αλέκος Σεγκόπουλος απλά το διάβασε. Μά­ λιστα το διάβασε με τρόπο κακό, γιατί τρεις αν­ τίθετοι του Καβάφη -είχε ήδη αρχίσει ο αντικαβαφισμός-, ο Σ. Ζερβός, ο Σακελ. Γιαννακάκης και ο Γ. Βρισιμιτζάκης, κυριολεκτικά παρέσυραν το Σεγκόπουλο σε μπιραρία της Αλεξάνδρειας πριν τη διάλεξη που θα γινόταν στην αίθουσα του αλεξανδρινού «Πτολεμαίου», τον μέθυσαν, και το πώς τελικά τους ξέφυγε ο Σεγκόπουλος, είναι ένα θαύμα. Ο Μοδινός τον προλόγισε, αλλά πώς μπορούσε ο ομιλητής να είναι νηφάλιος; Και μόνο η ταραχή έφτανε. Απάγγειλε μάλιστα καβαφικούς στίχους με τό­ σο στόμφο που δεν ταίριαζε βέβαια, αλλά και που έκαναν το ακροατήριο να δυσανασχετήσει και πολλούς να φύγουν με διαμαρτυρίες. Η διά­ λεξη του ’ 19 του Μοδινού υπήρξε σημαντική και αξιολογήθηκε τότε, σε αρκετά ανύποπτο χρόνο, το καβαφικό έργο. Παλαμάς και Καβάφης είχαν ήδη προβληθεί

στα περιοδικά «Νέα Ζωή» και «Γράμματα» κα­ θώς και σε άλλα, με τον ακόλουθο τρόπο: Είναι γνωστό πως πάντοτε σχεδόν στη «Νέα Ζωή» (1904-15, 22-27:14 τόμοι) την πλειοψηφία είχαν οι οπαδοί του Παλαμά. Τα «Γράμματα» (1911-21: 11 τόμοι), αντίθετα, από την αρχή κατέκριναν τον Παλαμά και την ποίησή του. Παρ' όλα αυτά, ο Καβάφης ήταν στενός συνερ­ γάτης στη «Νέα Ζωή» από το 1904 μέχρι το 1915, όχι όμως στη δεύτερη περίοδο της έκδο­ σής της (1922-1927). Στα «Γράμματα» ο Καβά­ φης συνεργάστηκε μέχρι τη στιγμή που ο Μιχ. Περίδης δημοσίεψε τη γνωστή αντικαβαφική μελέτη του, και ακόμη από το 1916 και μετά. Εδώ πρέπει να θυμηθούμε πως στα 1912 στο περιοδικό αυτό δημοσιεύτηκε ένα επικριτικό γράμμα με τα αρχικά Π.Α.-Σ. Νά λίγες γραμμές του: «Νομίζω πως ο Καβάφης δεν σηκώνει τον τίτλο του εξόχου είτε του μεγάλου ποιητού, όσο κι αν αυτός ο ίδιος φροντίζει σε μερικούς κύ­ κλους δια της μεθόδου της εξαλείψεως των άλ­ λων ποιητών να εξυψώσει και ξεχωρίσει το έργο του (αυτή είναι συχνά η ψυχική διάθεσή του Καβάφη)». ' Ηθελε όμως ο Καβάφης και στα δύο περιοδι­ κά να προηγούνται τα δικά του ποιήματα. Ο Παλαμάς, μετά τα δυσμενή σχόλια του Δ. Ζαχαριάδη για τη «Φλογέρα του βασιλιά» και το σταμάτημα της «Νέας Ζωής» το 1915, άρχισε να χάνει έδαφος, πράγμα που δεν διορθώθηκε αμέσως μόλις ξανάνοιξε η «Νέα Ζωή» το 1922. Το 1895 κυκλοφόρησε στην Αίγυπτο το περι­ οδικό «Εικοστός Αιών» με εκδότη τον Αργ. Δρακόπουλο και διευθυντή τον Γ. Τσοκόπουλο. Στο περιοδικό αυτό συνεργάστηκαν ο Παλαμάς και ο Καβάφης, και μαζί ο Αχ. Παράσχος, ο Δ. Καμπούρογλου, ο Π. Γνευτός. Το 1911 η «Νέα Ζωή» αφιέρωσε πολλές σελί­ δες στον Αλ. Παπαδιαμάντη, στο δε αφιέρωμα συνεργάστηκε ο Παλαμάς. Και φτάνομε στα 1926, έτος για το οποίο πιστεύει ο Μαν. Γιαλουράκης πως άρχισε να διαγράφεται ο διαχω­ ρισμός σε «Καβαφιστές και Παλαμιστές». Στις 3.4.1924 ήδη ο «Ταχυδρόμος» της Αλε­ ξάνδρειας δημοσίεψε συνέντευξη του ποιητή Ν. Γιοκαρίνη, που δήλωσε: «Ο κ. Παλαμάς είναι μεγάλος λυρικός ποιητής, μα του Καβάφη δεν του αρέσει η λυρική ποίηση. Η πολλή λυρική, η ενθουσιώδης ποίηση, δεν με ελκύει. Ο Παλαμάς έχει πολλές εξάρσεις». Το 1924 η «Νέα Τέχνη» της Αθήνας με πρω­ τοβουλία του Λαπαθιώτη αφιερώνει τεύχος της στον Καβάφη. Ο Μάριος Βάίάνος ανέλαβε να πάρει συνεργασίες. Στο σημείο αυτό, ας θυμηθούμε και κάτι που κυκλοφορεί, χωρίς να υπάρχουν γραπτές ή άλ­


52/αφιερωμα λες πειστικές μαρτυρίες. Ο Καβάφης κάποτε ρωτήθηκε ποιος είναι ο πρώτος ποιητής της Ελλάδας, και απάντησε ότι «ο Παλαμάς είναι ο δεύτερος ποιητής της Ελλάδας» χωρίς να πει τίποτε άλλο για τον πρώτο. Γεγονός πάντως εί­ ναι πως ο Καβάφης δεν έκρυβε την προτίμησή του στον Μαλακάση και αργότερα στον Γρυπάρη. Στο γιορτασμό των δΟχρονων του Παλαμά, ο Καβάφης αναγκάστηκε να παραβρεθεί. Έ ­ νας από τους ομιλητές τότε, θερμός παλαμολά­ τρης, χαρακτήρισε τον Παλαμά κορυφαίο των ελλήνων ποιητών. Η Ρίκα (Ροδόπη) ΑγαλλιανούΣεγκοπούλου, στην εφημερίδα «Ίσις» της 20.2.1926, υπεραμύνθηκε του Καβάφη και από τότε άρχισε ουσιαστικά η προσπάθεια να καθι­ ερωθεί ο ποιητής. Η «Νέα Ζωή» εξάλλου αφιέ­ ρωσε ιδιαίτερο, πανηγυρικό τεύχος στον Παλα­ μά. Στις 18.2.1926 ο «Ταχυδρόμος» δημοσίεψε την ακόλουθη επιστολή: Π αρευρέδην τυχαίως εις τα «Γράμματα» κ α δ ' ην στιγμήν εσχολιάζετο το άρδρο του Γλαύκου Αλιδέρση π ερ ί Παλαμά, το οποίο εί­ χε δημοαιευδεί στον Ταχυδρόμον. Ο κ. Μαλάνος εγνωμοδότησε ότι ο Παλαμάς δεν έχει «νόησι» αλλά μόνον «αίσθημα». Ο κ. Καβά­ φης όχι μόνον συνεφώνησεν αλλά και υπερεδεμάτισε. Λ ία ν ορθά. Ο Παλαμάς δεν έχει τί­ ποτε. Ο Γ ρυπάρης πολύ ανώτερος ποιητής, ο Μ αλακάσης επίσης. Δ εν ανεμείχδην εις την συζήτησιν, διότι εβιαζόμην να αναχωρήσω. Α ν όμως ελάμβανον και εγώ μέρος, δα ηρώτων τον κ. Καβάφην: Πώς συμβιβάζεται η ση­ μερινή γνώμη σας ότι ο Γρυπάρης είναι με­ γαλύτερος του Παλαμά, αφού όταν εξεδόδησαν οι «Σκαραβαίοι και Τερρακότες» του Γρυπάρη τον κατερρακώσατε; Η επιστολή υπογράφεται με τα αρχικά Α. Γ. Σ. Λίγες μέρες αργότερα ο Στέφ. Πάργας, σέ επιστολή του στην ίδια εφημερίδα, επιβεβαιώ­ νει το γεγονός. Οι θαυμαστές του Παλαμά αντέδρασαν. Ο «Νείλος-Ανατολή» του ΚάΙρου στις 27.2.1926, με ανυπόγραφο σχόλιο, ειρωνεύεται τον «λεγόμενον ποιητήν κ. Καβάφην», ενώ η «Ίσις» της 6.3.1926, απαντώντας στο δημοσί­ ευμα, εκφράζει την ελπίδα ότι ο «επίλεκτος Έλλην διανοούμενος κ. Καβάφης» δεν θα «πονέση δια την εναντίον του μωράν ύβριν». Αλλά ποιος ήταν Ο Α. Γ. Σ.; Πολλοί υπέθεσαν ο Α. Γ. Συμεωνίδης. Αυτός όμως έσπευσε να διαψεύσει το γεγονός με επιστολή του στον «Ταχυδρόμο» (19.2.1926) και στην «Ίσιδα» (20.2.1926), όπου υπογράμμιζε το θαυμασμό του για τον Αλεξανδρινό. Αργότερα ο Συμεωνίδης θα κάνει πιο καθαρή τη στάση του από τις στήλες της «Αλεξανδρινής Τέχνης», που ένα διάστημα ήταν

εκδότης-διευθυντής της (το περιοδικό εκδιδόταν από 1926 ώς 1930). Ο Συμεωνίδης ήταν φί­ λος του Καβάφη και έγραψε στο περιοδικό αυ­ τό άρθρο απαντώντας στο αφιέρωμα της «Νέας Ζωής» με τίτλο: «Το φιάσκο της Νέας Ζωής». Εκεί γράφει πως οι εντυπώσεις του από το αφιέ­ ρωμα είναι πενιχρές. Το 1927 ο Συμεωνίδης διέ­ κοψε τη συνεργασία του με το περιοδικό. Αλλά ας δούμε λίγα ακόμα για το αφιέρωμα που προ­ ξένησε την αντίδραση του Συμεωνίδη. Σ ’ αυτό δεν υπάρχει η γνώμη των X. Νομικού, Α. Λεοντή, I. Γκίκα, Π. Γνευτού, Γ. Βρισιμιτζάκη, Ν. Νικολάΐδη, Μ. Πετρίδη, Π. Μοδινού, Π. Σταυρινού, Τ. Μαλάνου, Κιτρόπουλου κ.ά. Έγραφε ακόμη ο Συμεωνίδης: «Η ανάλυση που έκαμε ο Γλ. Αλιθέρσης -αποτυχημένος λογοτέχνης- για τη Φοινικιά μας φαίνεται πιο σκοτεινή και κού­ φια κι από το ίδιο το ποίημα. Αφού αντίκρυσε ένα πλήθος γυναικείου κόσμου παρέλειψε να τ' ονομάσει και μόνο σε" κυρίους” απευθύνθηκε. Αυτό νομίζουμε πως δεν αποτελεί αβρότητα στις χαριτωμένες κυρίες και τις θελκτικές δε­ σποινίδες που πήγαν ν’ ακούσουν -αδιάφορο αν οι περισσότερες α π ’ αυτές για πρώτη φοράπερί Παλαμά». Για τον Κ. Ν. Κωνσταντινίδη, γράφει ο Συμε­ ωνίδης ότι κυριολεκτικά τα θαλάσσωσε. Για τον Πήλιο Ζάγρα: «Μπράβο, δώστε του ένα παρά­ σημο». Για τον Γιάγκο Πιερίδη: «δεν του πάει το κλαψιάρικο ύφος». Για τον Κώστα Τσαγκαράδα γράφει ειρωνικά σχόλια. Για τον Λ. Χριστοφίδη, ότι δεν έχει μόνο αρειμάνιες μουστά­ κες, αλλά βαθιές γνώσεις. Τελικά, μέχρι τώρα, παραμένει άγνωστός μας ο Α. Γ. Σ. Το 1926 επίσης ένα γεγονός κάνει τον Παλα­ μά να πάρει θέση επάνω στο θέμα αυτό. Είναι οπωσδήποτε συνέχεια των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω. Στις 16.10.26, λοιπόν, ο Καϊρινός Λουκάς Χριστοφίδης παίρνει συνέντευξη στην Αθήνα από τον Παλαμά, και τη δημοσιεύει στο περιοδικό «Οθόνη». Αντιγράφω αποσπάσματα: «- Έχω υποσχεδεί την "Ποιητική” μου στον κα­ λό μου φίλο, που τον αγαπώ και τον εχτιμώ ξέχωρα, το Στέφανο Πάργα. Μου δίνεται η ευκαιρία να ευχαριστήσω τα καλά μου παι­ διά της Ν έα ς Ζωής, τον Κ. Ν. Κωνσταντινίδη και τον ζωηρό Αλιδέρση για την πρωτοβουλία τους να μου χαρίσουν μια τέτοια συγκίνηση με τ ’ αφιέρωμα του πανηγυρικού τους τεύ­ χους. Α, τα καλά μου παιδιά που δεν με ξε­ χνούν. - Εμείς εκεί κάτω έχομε καυγάδες και σ ’ αυτό φταίτε, μου φαίνεται, και σεις οι Αθη­ ναίοι λίγο... Μια μέρα ο Ξενόπουλος, μη έχοντας φαίνεται δέμα, ανακάλυψε κάτι στί­ χους του Καβάφη, αν δεν γελιέμαι τα Τείχη.


αφιερωμα/53 Από τότε δεν βρίσκομε ησυχία... Θέλω τη γνώμη σας για τον Καβάφη. - ... Πιστεύω να μη του λείηει η σοφία... Μα για ποιητής; Δεν ξέρω, ίσως να κάνω λά8ος... Μάλλον για ρεπορτάζ μοιάζουν τα γραφτά του, λες και φροντίζει να μας δώσει ρεπορτάζ από τους αιώνες. Είναι μερικά από τα σημειώματά του αυτά που πα ν να μοιάσουν σκίτσα ιδεών, που πρόκειται να γίνουν καλά τραγούδια. Μα που ο εργάτης των τ ’ αφήνει μόνο σε σχέδια. -Θ αυμάσια και επιγραμματικά τα είπατε. Αξίζουν όλες οι ακροβατικές κριτικές που γράφτηκαν, ώς τα τώρα, για τον Καβάφη και το έργο του;... Σ ας είμαι ευγνώμων για τί βρί­ σκω πως είχα πάντα δίκαιο εγώ κει κάτω, π ’ αρνιόμουν τον Καβάφη για ποιητή. -Μ α σας παρακαλώ... Δε 9έλω να γίνει λό­ γος γ ι' αυτά... Εγώ σιωπώ [δηλ. ο Χριστοφίδης], Αφήνω να καταλάβει ο μεγάλος Δάσκαλος πως δεν πρέ­ πει να σιωπά, όταν ο Καβάφης γίνεται κίνδυ­ νος σ τ ’ ανίδεα παιδιά, και λέω: -Α ν έλειπε μια πολυμήχανη προστασία που του γίνεται χρόνια τώρα, από έναν ευγενικώτατον άνθρωπο στην Α λεξάνδρεια και ασφα­ λώς δεν 8α υπήρχε λόγος να κουβεντιάζουμε τόσην ώρα γι ’ αυτό». Έ τσι ο Παλαμάς μίλησε, και μίλησε μάλιστα κατηγορηματικά. Το ενδιαφέρον στην υπόθεση εντείνεται. Δημιουργήθηκαν εντυπώσεις και πολλοί υποστήριξαν πως ήταν πλαστή η συνέν­ τευξη από παλαμικό οπαδό σαν τον Χριστοφίδη. Ο Στέφ. Πάργας αποτάθηκε -ευκαιρία ζηλευτή- σε πνευματικούς ανθρώπους της Αθή­ νας. Ο «Ταχυδρόμος», όργανο τότε των φιλελευθέ­ ρων, και κάτω από τον τίτλο «Ά δικος επίκρισις» έγραφε: Δ εν δέλομεν να ισχυρισδώμεν ότι ο Παλα­ μάς δεν ωμίλησε π ερί του έργου του Καβάφη καδ ’ ον τρόπον αφηγείται ο κ. Χριστοφίδης. Αλλ ’ είμεδα βέβαιοι, ότι ο μέγας ποιητής, εί­ τε δίδων δημοσία, εν δημοσιογραφική συνεντεύξει την γνώμην του π ερ ί του ποιητικού έρ­ γου ενός των επιφανεατέρων διανοουμένων της ελληνικής Αλεξάνδρειάς, είτε κρίνων εν ιδιαιτέρα μελέτη τον Καβάφην ως ποιητήν, δεν δα εξεφράζετο τόσον απολύτως και, ας προαδέσωμεν, τόσον αδίκως. Διότι επ ί τέ­ λους, π ερ ί του Καβάφη δεν ωμίλησαν ευμενώς, και ενδουσιωδώς ακόμη, μόνον οι εν Α ιγύπτω φίλοι του και εκτιμηταί του, αλλά και πολλοί των εν Αδήναις ποιητών και λογοτε­ χνών.

Για την ποίηση τον Καβάφη ο Κ. Παλαμάς αναφέρει: «Μοιάζουν σχεδιάσματα που πάνε να γίνουν ποίημα»

Η «Εφημερίς», όργανο τότε των βασιλικών, γράφει στις 18.10.1926: Ελυπήδημεν διότι παριστάνεται ποιητής ομιλών π ερί ποιητού, εις καταφανή προσπά­ θειαν μειώσεως του δευτέρου. Γράφομεν ημείς τούτο οι ίδιοι μένοντες και σήμερα, όπως κατά την εποχήν, καδ ’ ην ειδοποιούμεν τον Αλεξανδρινόν ποιητήν να προσέχη από τας υπερβολάς των φίλων του. Εις ιδιωτικήν συνομιλίαν καταληφθείς ο Κωστής Παλαμάς εξ απροόπτου και δια σκοπίμου εφόδου, αφέθη εις εκμυατήρευσιν την οποίαν συνήθως κανείς υπερφορτώνει δια να ορίση καδαρώτερα. Και φανταζόμεδα ότι ο Παλαμάς δα δλιβή βαθύτατα διότι με τόσην απολυτότητα ηρμηνεύδη η σκέψις του ή μάλλον η επιφύλαξίς του. Διότι ο Καβάφης πα ρά πά σαν επιφύλαξιν είναι ποιητής... Ο Χριστοφίδης, ύστερα από όλα αυτά, γράφει στην «Οθόνη» της 27.11.26, πως διαρκώς για τον Καβάφη μιλούν, υπαινισσόμενος τον «Τα­ χυδρόμο» και τον αρχισυντάκτη του Απ. Λεοντή, για τον οποίο ο Αλεξανδρινός είπε πως «το ενδιαφέρον στο μυθιστόρημά του "Ατσαλένιες κλωστές” δεν σταματά ποτέ». Στο μυθιστόρημα αυτό, άς θυμηθούμε, παρεμβάλλονται καβαφι­ κοί στίχοι. Στο βιβλιοπωλείο «Γράμματα» του Πάργα, ο Λ. Χριστοφίδης κάποια μέρα συναντά τον Αλε­ ξανδρινό. Είναι μετά το δημοσίευμα που αναφέ­ ραμε πιο πάνω. Παρευρίσκεται η Ευτυχία Ζελίτα. Γίνονται οι συστάσεις. Ο Καβάφης ασυγκί­ νητος, στο άκουσμα ότι αυτός που του συστή­


54/αφιερωμα νουν είναι ο Χριστοφίδης, παρατηρεί με τα μυ­ ωπικά του γυαλιά, εξετάζει και λέει αργοκουνώντας το κεφάλι: «Φυσιογνωμία γνωστή. Το όνομα άγνωστον». Ο Χριστοφίδης τα διαψεύδει αυτά και προσθέτει πως ο Καβάφης του εκμυ­ στηρεύτηκε ότι ο «μέγιστος πάντων ημών ποιη­ τής είναι ο Παλαμάς». Δεν υπάρχει ζωντανή μαρτυρία που να επιβεβαιώνει αυτά. Τον Δεκέμβριο του 1926 ο Παλαμάς στο «Ελεύθερο Βήμα» θίγει ζητήματα στιχουργικής, και αναφέρεται στον Καβάφη «που νόμο του έκαμε την αξέγνοιαστη αμορφία του στίχου». Ο Παλαμάς πάντα θεωρούσε τα ποιήματα του Καβάφη απλά σχεδιάσματα. Αποφασιστικής σημασίας είναι πάντως η γνώμη του Παλαμά για τον Καβάφη που θα δημοσιευτεί σε μια συνέν­ τευξή του στον «Ταχυδρόμο» της Αλεξάνδρειας στις 7.5.1930. Ο Παλαμάς παραπονιέται στον Γιάγκο Πιερίδη για κάποια δημοσιεύματα της «Αλεξανδρινής Τέχνης» και ζητεί να μην τον «ανακατέβουν» με τον Καβάφη, που τα ποιήματά του «μοιάζουν σχεδιάσματα που πάνε να γίνουν ποίημα». Θυμίζομε πως η «Αλεξανδρινή Τέχνη» ήταν πέρα για πέρα καβαφική, αφού τη χρηματοδοτούσε ο Αλεξανδρινός και αρκετά κείμενα τα έγραφε κρυφά ο ίδιος. Στις 15.8.1929, σ' ένα γράμμα του στον Γ. Κατσίμπαλη, ο Παλαμάς γράφει ότι το πανηγυρικό αφιέρωμα για τον Καβάφη της γαλλόφωνης «Semaine Egyptienne» (εκδότης ο Σταυρινός) της 25.4.1929 ήταν «μεγαλοφασκέλωμα ομαδι­ κό, επιδεξιότατα πλεγμένο, που απευθύνεται προς εμένα». Και παρακάτω προσθέτει: Ο Καβάφης δεν είναι «μεγαλύτερός» μου ποιητής, απλούστατα γιατί εμείς δεν υπάρ­ χουμε. Είναι ο μέγας, ο μόνος, ο μοναδικός, κι απ ’ αυτόν αρχίζει η Renaissance, η ελληνική αναγέννηση. Μ ας έφ ερε την ποίηση,\τη γλώσ­ σα, τη σκέψη, το στίχο, την τέχνη. Ο δημοτι­ κισμός κολοκύδια... Δεν έχω καμιά όρεξη με κανένα κανενός είδους περιοδικό να πα­ ρουσιαστώ παίρνοντας αξίωση και πόζα κα­ μιά κανενός είδους. Ούτε ως αντιφασκέλωμα του Καβάφη ούτε ως ουρά της δόξας του. Δεν εννοώ να συνταραχτεί με κανένα τρόπο η μακαριότης των Αλεξανδρινών, των Καϊρινών και των Παναιγυπτίων πέρα ώς πέρα πως έχουν και πως κατέχουν τον μοναδικό των αιώνων ποιητή. Ο Σταυρινός κυκλοφόρησε και το αφιέρωμα στον Παλαμά της «Semaine Egyptienne» κι ο Παλαμάς έσπευσε να τον ευχαριστήσει: «Τιμή για μένα που προέρχεται από διάνοιες κι από καρδιές εκλεκτών ψυχών, οι οποίες καλλιερ­ γούν και προάγουν τα γράμματα και μέσα σ' αυτά κάποια πολυδόξαστα ονόματα με κάνουν

να τρέμω για την ευκολία του στεφανώματος του έργου μου» (17.2.1930). Εξάλλου, την 1.6.1929 ο Γ. Π. Δημάκος δημο­ σιεύει στην «Ίσιδα» της Αλεξάνδρειας συνέν­ τευξη με τίτλο «Μια ώρα με τον ποιητή». Η συ­ νέντευξη περιστρέφεται πάνω σε διάφορα θ έ­ ματα, όμως πάλι το επίμαχο ερώτημα: «Σας αρέ­ σουν τα ποιήματα του Καβάφη;» Και φτάνομε στη συνέντευξη με τον Γιάγκο Πιερίδη που δημοσιεύεται στον «Ταχυδρόμο» της Αλεξάνδρειας στις 7.5.1930, με τίτλο «Έ να απόγευμα με τον Κωστή Παλαμά». Μετά τη σχετική εισαγωγή, γράφει ο Πιερίδης τα εξής: -Σ ας φέρνω τους χαιρετισμούς των Αλε­ ξανδρινών φίλων σας. -Ναι, στην Αλεξάν­ δρεια έχω πολύτιμους φίλους, όπως τον κ. Κ. Ν. Κ ων/τινίδη, τον Αλιδέρση και τα άλλα παιδιά της «Νέας Ζωής». Ν τρέπομαι μόνο που δεν κατόρδωσα ώς σήμερα να τους ευ­ χαριστήσω για το τεύχος που είχαν την καλωσύνη να μου αφιερώσουν. -Ε ίδατε την «Semaine Egyptienne»; Το τελευ­ ταίο δηλαδή τεύχος που είναι αφιερωμένο σε σας; -Είναι μια εργασία, ένας όγκος εργασίας, που δεν αξίζω. Με συγκινεί ιδιαιτέρως η προσπάδεια αυτή του Σταυρινού. Τι κόπος, τι δυσίες για να πα ρουσιασδεί έτσι το φύλλο αυτό... Αλλά ας μιλήσωμε λίγο για τη διανοού­ μενη Αλεξάνδρεια. Τι γίνεται; -Σ ας δυμάται συχνά. Κ άποιο αόριστο χαμόγελο διεγράφη στο πρόσωπο του ποιητού. Τα μικρά και στρογ­ γυλά του μάτια, άλλαξαν αμέσως έκφραση. -Ω ς και αυτή η «Αλεξανδρινή Τέχνη» δε με ξεχνά. Έστω και όταν δεν μένει ικανοποιημέ­ νη από την εργασία μου. Έ π ειτα τι δέλει να με ανακατεύει με άλλους. Θα έκανε καλά να μη με αναφέρει διόλου. -Π οιους άλλους εννοείτε; -Μ α τον Καβάφη και τους άλλους. Ο Κ αβά­ φης είναι ένας ποιητής με αρκετή πρωτοτυ­ πία. Αλλά τι ανακατεύουν τα ζητήματα, τι ανακατεύουν το όνομά μου; Εγώ αποφεύγω όσο μπορώ να δίνω αφορμές. -Τη στιγμή αυτή δυμάμαι κάποια γνώμη σας για τον Καβάφη. Σ ε κάποια συνομιλία σας με τον Καϊρινό Λ ουκά Χριστοφίδη, είπα­ τε ότι τα ποιήματά του μοιάζουν ρεπορτάζ από τους αιώνες. Κάτι τέτοιο αν καλοδυμάμαι. (Μικρή παύσις). -Δ εν δυμάμαι αν αυτή ήταν η πραγματική μου έκφρασις. Πολλά από αυτά όμως μοιά­ ζουν σχεδιάσματα που πά νε να γίνουν ποίη­


αφιερωμα/55 μα. Κομμάτια από διαβάσματα ή κάτι παρό­ μοιο... Ας δούμε τώρα κι άλλους οπαδούς του Παλαμά. Ο Γλαύκος Αλιθέρσης πραγματικά είναι ο μεγάλος οπαδός της παλαμικής ποίησης. Η επί­ δραση είναι ολοφάνερη. Πριν όμως γίνει παλα­ μολάτρης, ο Αλιθέρσης υπήρξε θαυμαστής του Καβάφη. Έγραψε μάλιστα και μελέτη για τη μεγάλη αξία του καβαφικού έργου. Το νέο αυτό στοιχείο έδωσε σε επιστημονική ανακοίνωσή του στο Β' Διεθνές Συνέδριο Κυπριακών Σπουδών (Λευκωσία 1982) ο Μιχ. Πιερής, αξιό­ λογος νέος ερευνητής του Καβάφη. Έγραφε ο ίδιος ποιήματα και κατατάχτηκε στη σχολή του 1880, τη ρομαντική παλαμική αυτή κατηγορία ποιητών. Το 1931 ο Παλαμάς τον νεκρολόγησε. Ή δη από το 1883 ο Καμπάς έγραφε στον Κωστή Παλαμά πως «Μην ελπίσης παρ’ εμού ούτε στίχους, ούτε τι άλλο. Μόνον δια της λύπης είμαι ποιητής. Όλοι οι άλλοι πα­ ράγοντες εξέλιπον. Αυτή η Αλεξάνδρεια μ’ έκαμε κτήνος· "Tranchons le mot” ». Κι ο Παλα­ μάς του απαντά: «Ο ποιητής δεν πεθαίνει. Με­ ταμορφώνεται η Θέμις και μ’ όλες τις αγέλα­ στες αυστηρότητές της του έστεκε κάτα βάθος -είμαι βέβαιος- μουσική». Αλλού όμως ο Πα­ λαμάς του έλεγε έμμετρα: Ο καιρός, η μελέτη, η ξενητιά τη σκέψη αλλού σου γύρανε, σου αβύσαν τα τραγούδια... θυμάσαι; ντροπαλά τα τραγούδια το στόμα σου φίλησαν. Στα «Παναιγύπτια» της 15.5.1937 ο Ντίνος Κουτσούμης δημοσίεψε μια ακόμη συνέντευξη με τον Παλαμά, που κι αυτή αναμοχλεύει, ίσως όμως λιγότερο, τη διένεξη Καβάφη-Παλαμά, τονώνει όμως την παλαμική φιλία με τους οπα­ δούς του στην Αίγυπτο. Λίγες ακόμη πληροφορίες: 1. Στην Αίγυπτο τυπώθηκαν: του Παλαμά τα Δεκατετράστιχα, Αλεξάνδρεια 1919, του Γ. Ψυχάρη, Κώστής Παλαμάς, φιλολογική κριτική με­ λέτη, εκδ. Κασιγόνη, Αλεξάνδρεια 1927, της Στάμως Αποστολάτου, Ο Παλαμάς πατριδολάτρης, Κάιρο 1948, και του Αλεξ. Μοσχίδη, Κωστής Παλαμάς, Κάιρο 1957. 2. Οι μορφωμένοι άγγλοι αξιωματικοί της Αιγύπτου και Μ. Ανατολής στο β' παγκόσμιο πό­ λεμο γνώριζαν Παλαμά, και μάλιστα λυπήθηκαν όταν πέθανε το Φεβρουάριο του 1943. 3. Στις 10.3.43 ο Σεφέρης δίνει στο Κάιρο διά­ λεξη για τον Παλαμά με την ευκαιρία του θανά­ του του. Στις 12.6.43 επαναλαμβάνει τη διάλεξη αυτή στην Αλεξάνδρεια. 4. Το 1941 ο Σεφέρης αρχίζει μια εργασία

«Ο Παλαμάς είναι ο δεύτερος ποιητής της Ελλάδος.» Κ. Π. Καβάφης

του πάνω στον Καβάφη. Βρίσκεται στην Αίγυ­ πτο. Το 1946 ο Σεφέρης συνεχίζει την εργασία του αυτή. Τις έρευνές του για Καβάφη και Eliot τις ανακοινώνει στο British Council στην Αθήνα, στις 17.12.46. Το 1949 οριστικά τελειώνει τη μελέτη του για τον Καβάφη. 5. Ο Μαλάνος γράφει πως ο μεν Καβάφης υποδούλωνε τους νέους για ν’ αναδειχτεί ο ίδιος, ο δε Παλαμάς προωθούσε τους μέτριους για να δημιουργήσει φίλους του έργου του και υποδαυλιστές της φήμης του. Το «υποδαυλιστές», φυσικά, με την έννοια να ανάβουν δαυ­ λούς για καλό και όχι με κακή σημασία, για να κάψουν... Συμπερασματικά, θά ’πρεπε να πούμε ότι ο χαρακτήρας, η ιδιοσυγκρασία, το περιβάλλον, οι συνθήκες ζωής και δράσης, όλα αυτά διαμόρ­ φωσαν έναν Καβάφη και έναν Παλαμά διαφο­ ρετικούς -αλλά συνάμα ποιητές. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως δεν υπήρξαν ποιητές; Κι αν ποίηση σημαίνει ελευθερία πάνω α π ’ όλα, και οι δυο τους μας άφησαν ελεύθερα λό­ για, τέχνη ελεύθερη και μάλιστα ανθρώπινη. Δεν ξέφυγαν -πώς άλλωστε θα μπορούσαναπό τις ανθρώπινες ιδιότητές τους. Σε μας έγ­ κειται να προσέξομε να μην τους προσδώσομε θεϊκές ιδιότητες. ' Εχομε μια τάση να μυθοποι­ ούμε ανθρώπους και καταστάσεις. Το θετικό, νομίζω, είναι πως η εποχή μας απομυθοποιεί τις υπερβολές. Έ τσι και οι δυο θα μείνουν στην ιστορία των γραμμάτων και του πολιτισμού σαν οι ποιητές.


56/αφιερωμα

Renata Lavagnini

Ο Κ αβάφ ης και η ιταλική φιλολογία Σχετικά περιορισμένες οι σχέσεις του Καβάφη με την Ιταλία. Κι όμως η ιτα­ λική παρουσία στην Αίγυπτο -και στην Αλεξάνδρεια- κατά τα τέλη του ΙΘ ' αιώνα και πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν σημαντική. Οι Ιταλοί ήταν εργάτες, τεχνικοί, μηχανικοί, αλλά και διανοούμενοι.1 Ο Καβάφης δή­ λωσε ότι ήξερε «ολίγα ιταλικά»2 αλλά δεν βρίσκουμε Ιταλούς ανάμεσα στους τακτικούς του επισκέπτες, αν εξαιρέσουμε τον Ατανάζιο Κατράρο, δημοσιο­ γράφο, με πατέρα από την Τεργέστη και μητέρα Ελληνίδα, που συστήδηκε στον ποιητή το 1918 και από τότε επισκεπτόταν ταχτικά το σπίτι του μέχρι τα τελευταία του χρόνια, καθώς ο ίδιος ο Κατράρο υποστηρίζει στις αναμνήσεις του.3 Πραγματικά to όνομα του Κατράρο (σε διαφο­ ρετικές μορφές: Κατράρος, Θ. Κατράρος, Α. Κατράρο) εμφανίζεται πολλές φορές στους κα­ ταλόγους διανομής ποιημάτων του Καβάφη ανά­ μεσα στα χρόνια 1918-1928.4 Ο Κατράρο υπήρ­ ξε ο πρώτος μεταφραστής του Καβάφη στα ιταλικά5 -πάνω στις μεταφράσεις του βαραίνει η (δικαιολογημένα) σκληρή κρίση του F.M. Pontani6- και από τότε (1919-1929) ανάπτυξε μια δημοσιογραφική δραστηριότητά για να κά­ νει γνωστή και στην Ιταλία την ποίηση του Κα­ βάφη.7 Οι αναμνήσεις του Ιταλού αυτού της Αιγύπτου, κάπως ξεθωριασμένες από την από­ σταση, μας παρέχουν ανέκδοτες λεπτομέρειες για τις προσωπικές σχέσεις των δύο πρωταγω­ νιστών, αλλά συγχωνεύουν μαζί και πληροφορί­ ες που ήταν ήδη γνωστές στο ελληνικό κοινό, αν και όχι στο ιταλικό, για το οποίο ίσως αρχικά το βιβλίο αυτό προοριζόταν. Έτσι, π.χ., και η εικόνα της ομάδας των «Απουάνων» βγαίνει αμυδρή από τη διήγησή του, που περιέχει πολ­ λές ανακρίβειες. Οι Απουάνοι οφείλουν τ ’ όνομά τους στον Γιώργο Βρισιμιτζάκη, που έπειτα από τη διαμο­ νή του στο Βιαρέτζιο (1912-13), όπου είχε στε­ νή επαφή με την αναρχική και σοσιαλιστική

ομάδα των Lorenzo Viani, Ceccardo Roccatagliata Ceccardi, Enrico Pea, έγινε στην Αλεξάνδρεια ο εμψυχωτής ενός ανάλογου επαναστατικού και καλλιτεχνικού κύκλου γύρω στα 1915-16.8 Αν η ομάδα των Απουάνων γεννιέται μέσα στη διεθνή ατμόσφαιρα της Αλεξάνδρειας, η πολε­ μική που τους βλέπει πρωταγωνιστές έχει σαν κύριο στόχο την κοινωνική και επαναστατική ή μη- αξία της ποίησης του Καβάφη.9 Είναι αλή­ θεια ότι ο Καβάφης πρέπει να γνώρισε προσω­ πικά τον Enrico Pea, που του χάρισε την πρώτη του συλλογή ποιημάτων και πεζών, «Foie», του 1910.'° Το βιβλίο βρίσκεται ακόμα στα κατά­ λοιπα της βιβλιοθήκης του Καβάφη, με την αφιέρωση του Pea (A1 poeta Cavafis, omaggio di simpatia, Enrico Pea, 10.1.1913) και έγινε πιθα­ νώς αφορμή να χαρίσει ο Καβάφης στον Pea το τεύχος του 1910 (= Β2 Σαββίδης· το όνομα του Pea βρίσκεται στο σχετικό κατάλογο διανομής, στο έτος 1913). Αργότερα ο Πέα θα του χαρίσει το τρίτο του βιβλίο, «Lo spaventacchio» (1914, Το σκιάχτρο), που έμεινε άκοπο στα ράφια της βιβλιοθήκης του. Ο Πέα (1881-1958) γεννήθη­ κε στην Τοσκάνη, βρισκόταν στην Αίγυπτο από την ηλικία των 15 χρονών, έκανε για να ζήσει πολλά και διάφορα επαγγέλματα, και τελικά


αφιερωμα/57

Ντάντε, Ν τ ’Αννοϋντσιο: Τα μοναδικά ονόματα ιταλών συγγραφέων που συναντάμε στα γραπτά του Καβάφη

επιδόθηκε στο εμπόριο κρασιών και μαρμάρων. Το μαγαζί του, η περίφημη Baracca Rossa, έγινε το κέντρο όπου ταχτικά συναντιόνταν αναρχι­ κοί και καλλιτέχνες, καθώς διηγείται ο ίδιος ο Πέα σε πολλά από τα βιβλία του. Λίγο ύστερα από το 1913 γύρισε στην Ιταλία, και μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκε στο Βιαρέτζιο· στα βι­ βλία του (ανάμεσα σ’ αυτά το αυτοβιογραφικό διήγημα «Moscardino» [1922], που μεταφρά­ στηκε από τον Pound, και το βιβλίο αναμνήσε­ ων «Vita in Egitto» [1949]) δεν μιλάει ποτέ για τον Καβάφη. Ένας ταχτικός επισκέπτης της Baracca Rossa ήταν ο Giuseppe Ungaretti, πριν αφήσει οριστικά την Αλεξάνδρεια για το Παρίσι και την Ευρώπη. Ο Ungaretti (1888-1970) πρόφθασε να γνωρίσει τον Καβάφη: σχεδόν έφηβος ακόμη, έκανε πα­ ρέα με τους συνεργάτες του περιοδικού «Γράμ­ ματα», «που είχε δημιουργηθεί ακριβώς γύρω από τον Καβάφη»,11 και πολλά χρόνια αργότε­ ρα μας άφησε μια σύντομη, πολύ ποιητική και νοσταλγική μαρτυρία.12 Ο Ungaretti δεν κάνει ωστόσο πουθενά αλλού μνεία του Καβάφη (ενώ οι αιγυπτιακές του ρίζες άφησαν σημαντικά ίχνη στο έργο που) και δεν πήγε να τον δει, όταν ξαναγύρισε στην Αλεξάνδρεια το 1931,13 ούτε αισθάνθηκε τον πειρασμό να τον μεταφρά­ σει, όπως έκανε, φυσικά από τα αγγλικά, ο άλ­ λος μεγάλος σύγχρονος ποιητής μας, Eugenio Montale,14 ίσως για τη στενότερη πνευματική συγγένειά του με τον αλεξανδρινό ποιητή. Ένας άλλος γνωστός ιταλός λογοτέχνης που

γνώρισε ΤΟν Καβάφη ήταν ο φουτουριστής Filippo Tommaso Marinetti (1876-1944). Και ο Μαρινέττι είχε γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια, αλλά την άφησε πολύ νέος για να τελειώσει τις σπου­ δές του στο Παρίσι.15 Στην Αίγυπτο γύρισε όμως επίσημα, τον Δεκέμβριο του 1929, όταν ήταν πια ο γνωστός ηγέτης του φουτουρισμού και, από λίγο καιρό, μέλος της Accademia d’ Ita­ lia. Στην Αλεξάνδρεια έδωσε δύο διαλέξεις, και βρήκε τον τρόπο να επισκεφθεί τον Καβάφη.16 Για τη συνάντηση μιλάνε ο ίδιος ο Μαρινέττι17 και ο Κατράρο, που τον συνόδευε. Οι δύο αφη­ γήσεις δεν συμπίπτουν ακριβώς, αλλά δεν είναι εδώ η θέση να τις αντιπαραβάλουμε. Η επίσκε­ ψη γίνεται με τη γνωστή διαδικασία: το ουίσκι, οι μεζέδες, η συνηθισμένη χορεία των θαυμα­ στών του Καβάφη, που τον παινεύουν μπροστά στον ξένο, ενώ ο ίδιος ο Καβάφης, κατά τα λό­ για του Μαρινέττι, του εξηγεί τις αρετές της ελ­ ληνικής γλώσσας («δηλαδή την ελληνική λαϊκή γλώσσα που την προβάλλει ο Ψυχάρης» προσθέ­ τει ο Μαρινέττι). «-Η Δημοτική είναι δυναμική γλώσσα» έλεγε ο Καβάφης. «Μπορεί να σηκώ­ σει όλες τις απαραίτητες ξένες λέξεις, κυρίως τις ιταλικές. Ο Καβάφης απαγγέλλει μερικούς στίχους, όπου οι λέξεις " πόρτα” , " καπέλο” , "κάλτσες” , "γάντια” , "καριέρα” , ηχούν αρμο­ νικά, σαν αναγκαίοι νεολογισμοί καλά συναρμολογημένοι- και μου αποδεικνύει την παρα­ φωνία των αντίστοιχων αγγλικών, γαλλικών και ισπανικών λέξεων.» Η επίσκεψη τελειώνει με την απαγγελία, από τον Καβάφη, του ποιήμα­ τος «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον». Είναι χαρα­


58/αφιερωμα κτηριστικό ότι, μόλις βγει από το σπίτι του Καβάφη, ο Μαρινέττι τρέχει (φυσικά με τ ’ αυτο­ κίνητο) να ξαναδεί τους κήπους Αντωνιάδη, το θέατρο τόσων νεανικών του περιπετειών, και να χαρεί «τους ευωδιασμένους ίσκιους των ακακιών». Βέβαια θα υπήρχαν και οι τυπικές σχέσεις με τους Ιταλούς που ήταν εγκαταστημένοι στην Αλεξάνδρεια, όπως ο αρχαιολόγος και διευθυν­ τής του Μουσείου Giuseppe Botti.18 Στην Ιταλία, εξάλλου, ο Καβάφης δεν πήγε ποτέ, αν εξαιρέ­ σουμε τις λίγες ώρες που πέρασε στο Brindisi, στις 2 Αυγούστου 1901, στο ταξίδι επιστροφής από την Αθήνα στην Αλεξάνδρεια.19 To Brindisi -που δεν είναι και τώρα μια όμορφη πόλη- δεν του έκανε πολύ καλή εντύπωση.20 Μέχρι τώρα προσπάθησα να παρακολουθή­ σω το νήμα που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνδέει τον Καβάφη με τα ιταλικά πρόσωπα μέ­ σα στο διεθνές πλαίσιο της Αλεξάνδρειας" αλλά αν θέλουμε να μιλήσουμε για λογοτεχνικές «επιδράσεις», η εικόνα αλλάζει. Μέσα από το ποιητικό του έργο, τίποτε δεν προδίδει γνώση της ιταλικής λογοτεχνίας, εκτός από το περί­ φημο, και πολύ συζητημένο «Che fece... il gran rifiuto». Καινούρια στοιχεία μας έρχονται όμως από κείμενα μη ποιητικά. Σ ’ ένα από τα δυο γράμματα του Καβάφη στον Περικλή Αναστασιάδη, που βρίσκονται τώρα στο Μουσείο Μπενάκη,21 ο Καβάφης μιλούσε για ένα άρθρο του με τίτλο «The End of Ulisses» που έμεινε αταύ­ τιστο μέχρι τη στιγμή που το βρήκε και το δη­ μοσίευσε ο Γ. Σαββίδης.22 Σ ’ αυτό το δημοσιο­ γραφικό άρθρο -μία curiosity of literature το χα­ ρακτηρίζει ο Καβάφης- ο Οδυσσέας του Dante (Κόλαση, άσμα Κ ΣΤ ) αντιπαραβάλλεται με κείνον του Tennyson, στο ομώνυμο ποίημά του. Ο Καβάφης παραθέτει και αποσπάσματα από τους δύο ποιητές, σε δική του μετάφραση. Το κείμενο έχει ημερομηνία Απρίλη 1894" ο Σαββί­ δης, στην ανάλυσή του, το εξετάζει από όλες του τις πλευρές, ταυτίζει τους συγγραφείς που ο Καβάφης, άμεσα ή έμμεσα, αναφέρει, φωτίζει τη σχέση του ποιητή με τον Tennyson, και εν­ τοπίζει τα αγγλικά διαβάσματα του Καβάφη εκείνης της εποχής. Ό σ ο για τη μετάφραση από τον Ντάντε (άσμα ΚΣΤ', στ. 79-84, 90-123, 133-142) πρέπει να υπογραμμίσουμε την προ­ σπάθεια του Καβάφη για μια πιστή απόδοση του ιταλικού πρωτότυπου (γιατί από αυτό βέ­ βαια μετάφραζε ο Κ., αν και είχε στη βιβλιοθή­ κη του την αγγλική μετάφραση της «Κόλασης» από τον Longfellow, Λιψία 1867) κυρίως από την άποψη της γλώσσας -δεν υπάρχουν λάθη ή παρανοήσεις, αλλά μόνο σαν μια «ισοπέδωση» του γλωσσικού πλούτου του ιταλικού κειμένου.

Η καθαρεύουσα του Καβάφη είναι όμως αρκε­ τά ρευστή και ευχάριστη, αν τη συγκρίνουμε με άλλες μεταφράσεις, σαν, π.χ., τη μετάφραση σε βυζαντινούς δωδεκασύλλαβους του Μουσούρου Πασά (Β' εκδ. Λονδίνο 1890).23 Η σύγκρι­ ση μπορεί να είναι χρήσιμη: Ντάντε, Κόλαση, ΚΣΤ', στ. 106-108: Ιο e i compagni eravam vecchi e tardi quando venimmo a quella foce stretta ov’ Ercole segno li suoi riguardi Μετ. Μουσούρου: Εταίροι καγώ, γέροντες κεκμηκότες Ήδη, παρά τον πορθμόν ήλθομεν, ένθα Ηρακλής ιδρύσατο τας αυτού στήλας Μετ. Καβάφη: Εγώ κ ' οι σύντροφοί μου γηρασμένοι είμεθα και βραδείς, ότ' εις το μέρος ήλθομεν το στενόν, όπου σημεία ο Ηρακλής έθεσεν Τον Καβάφη φαίνεται να τον δεσμεύει η πρό­ θεσή του να μείνει πιστός στο βασικό νόημα, και στη λέξη μαζί, του ιταλικού πρότυπου. Χρησιμοποιεί τον ίδιο στίχο του Ντάντε, τον παροξύτονο ενδεκασύλλαβο, αλλά η διαφορά στο μάκρος των λέξεων ανάμεσα στις δύο γλώσσες (οι ελληνικές λέξεις έχουν, κατά μέσον όρο, περισσότερες συλλαβές από τις αντίστοι­ χες ιταλικές) τον αναγκάζει να αποδώσει την τερτσίνα του Ντάντε με τέσσερεις ή και πέντε στίχους, και να θυσιάσει γι’ αυτό τη χαρακτη­ ριστική αλυσιδωτή ομοιοκαταληξία (ΑΒΑ ΒΓΒ). Η μετάφρασή του δεν έχει λογοτεχνικές αξιώ­ σεις, αλλά έγινε με το σκοπό να επιτρέψει στον Καβάφη την ανάπτυξη των κριτικών του από­ ψεων πάνω στο θέμα. Από το άλλο μέρος, ο Καβάφης δείχνει μια πολύ καλή γνώση της ιτα­ λικής γλώσσας, και την ικανότητα να διεισδύει στο δύσκολο και κάποτε σκοτεινό ύφος του Ντάντε· τα ιταλικά του, φαίνεται, δεν ήταν και τόσο «ολίγα». Ο Σαββίδης υπογραμμίζει τη ση­ μασία που έχει το ενδιαφέρον του Καβάφη, τον Απρίλη του 1894, για τη λογοτεχνική μορφή του Οδυσσέα, και συσχετίζει το άρθρο από τη μια με τον τίτλο ενός άγνωστου ποιήματος, «Δευτέ­ ρα Οδύσσεια», που σημειώνεται στον κατάλογο σύνθεσης ποιημάτων στο Γενάρη του 1914, και από την άλλη με την ίδια την «Ιθάκη» (Οκτ. 1910-1911). Με τον Σαββίδη, πρέπει επιπλέον να υπογραμμίσουμε τον θαυμασμό του Καβάφη για την ποίηση του Ντάντε, της οποίας εκτιμά τα χαρίσματα, που είναι, κατά τα λόγια του,


αφιερωμα/59 «ρυθμός ευχάριστος, εκλογή λέξεων εκφραζουσών την έννοιαν και μηδέν πλέον, και έλλειψιν περιττών επιθέτων. Ο στίχος του Δάντου, λέγει ο Γάλλος συγγραφεύς Rivarol, “se tient debout par la seule force du substantif et du verbe” ».24 Περιττό να πάρατηρήσουμε πως ο Καβάφης επαινεί στον Ντάντε τα χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται στη δική του «ιδέα» της τέ­ χνης. ' Ενα από τα γνωρίσματα της καβαφικής μετά­ φρασης του Ντάντε είναι η προσωδία, αρχαΐζουσα, βυζαντινή ή μάλλον φαναριώτικη, που, ενώ κάνει συχνά χρήση της έκθλιψης, αποφεύ­ γει τη συνεκφώνηση (ή μάλλον «συναλοιφή») και δεν υποχωρεί ούτε μπροστά στις πιο δυσά­ ρεστες συναντήσεις φωνηέντων (π.χ. «'Ο τ’ έφυγα από την Κίρκην», «ουδ’ η αγάπη η οποία», «ω αδελφοί οίτινες» κτλ.). Το θέμα της «Συναντήσεως των Φωνηέντων εν τη Προσωδία», απασχόλησε ειδικά τον Καβάφη, σ’ ένα κείμενό του που χρονολογείται από το 1902 (Φεβρουάριο-Αύγουστο), όπως έγινε γνωστό από τον Γιώργο Κεχαγιόγλου, που το δημοσίευσε.25 Στη λεπτομερή και προσεκτική εξέταση που αφιερώνει σε όλον το σχετικό προβληματισμό, ο Καβάφης δεν παραλείπει τη σύγκριση με τις ξένες λογοτεχνίες, την αγγλική, τη γαλλική και την ιταλική (σελ. 361, 366). Εκεί παρατηρεί ότι στην ιταλική προσωδία η συνα­ λοιφή, δηλ. το να μετρηθεί σαν μία μόνο συλλα­ βή το τελικό φωνήεν μιας λέξης και το αρχικό της επόμενης, αποτελεί σχεδόν κανόνα- αλλά προσθέτει ότι ο ίδιος κανόνας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην ελληνική -εξάλλου ο κίνδυνος της χασμωδίας είναι πολύ μεγαλύτερος στην ιταλική γλώσσα, γιατί σ’ αυτήν είναι πιο πολλές οι λέξεις που αρχίζουν και τελειώνουν με άτονο φωνήεν. Οι παρατηρήσεις του Καβάφη δεί­ χνουν ότι βλέπει από κοντά τα προβλήματα της ιταλικής στιχουργικής, και ότι διάβασε με «επαγγελματικό» ενδιαφέρον τους ιταλούς ποι­ ητές. Από αυτούς όμως, σ’ αυτό το κείμενο, αναφέρει μόνο ένα, τον D’Annunzio. Ο D’An­ nunzio, λέει ο Καβάφης, μετράει τη λέξη assiduo κάποτε με 3, κάποτε με 4 συλλαβές. Αν και ο Καβάφης αποδίδει ρητά στον D’Annunzio μόνο αυτή τη λέξη, η σειρά από σπάνια επίθετα που προσθέτει πιο κάτω σαν παράδειγμα μιας ασυνίζητης προφοράς μέσα στο στίχο (ce-ru-le-o, lapi-de-o κτλ.) ανήκει όλοκληρη στο πλούσιο λεξι­ λόγιο του D’Annunzio, καθώς μπορεί να δει ο καθένας ξεφυλλίζοντας τη σημαντικότερη συλ­ λογή ποιημάτων του που δημοσιεύτηκε πριν από το 1902, το «Poema paradisiaco» (1892). Να ήταν αυτό το βιβλίο που είχε δανειστεί από τον Περικλή Αναστασιάδη («σου επιστρέφω τα


6 0 /α φ ιε ρ ω μ α

ποιήματα του D’Annunzio» γράφει γύρω στα 189626); Πολύ πιθανό ο Καβάφης να είχε και άλλα ιταλικά διαβάσματα: το δείχνουν οι ορθές και εμπεριστατωμένες κρίσεις του, και η παρουσία στη βιβλιοθήκη του μερικών άλλων ιταλών συγ­ γραφέων: του Leopardi, Odi, του Machiavelli, La Mandragora, la Clizia, του Manzoni, I promessi sposi (και σε αγγλική μετάφραση), του Tasso, La

Gerusalemme liberata (ίσως ο πιο αγαπημένος, σε διεθνές επίπεδο, από τους ιταλούς ποιητές). Αλλά έχει σημασία ότι τα μοναδικά ονόματα ιταλών συγγραφέων που συναντάμε στα γραπτά του είναι εκείνα του Ντάντε και του Ντ' Αννούντσιο, δηλαδή του ποιητή με την παγκό­ σμια καθιερωμένη φήμη και του ανατέλλοντα αστέρα της ιταλικής ποίησης στα τέλη του αιώ­ να.

Σημειώσεις: 1. Μία συνολική εικόνα στις αναμνήσεις του G. Ungaretti, II Lavoro degl’Italiani, στον τόμο II deserto e dopo (19311946), Milano, Mondadori, 1961, αελ. 58-63. 2. Στο γνωστό αυτοβιογραψικό σημείωμα στη «Νέα Τέ­ χνη», Ιούλιος-Οκτώβριος 1924: «ξέρω γαλλικά, αγγλι­ κά και ολίγα ιταλικά». 3. Ατανάξιο Κατράρο, Ο φίλος μου ο Καβάφης. Μετάφρα­ ση Αριστέα Ράλλη, Αθήνα, Ίκαρος, 1970. 4. Πρβ. Γ. Π. Σαββίδη, Οι καβαφικές εκδόσεις, Αθήνα, Ίκαρος, 1968 - ο Κατράρο έλαβε τις συλλογές Γ2, Γ3, Γ5, Γ6, μερικές σε πολλά αντίτυπα- δεν φαίνεται να έλαβε συλλογές μετά το 1928, και δεν έλαβε λοιπόν τις συλλογές Γ7, Γ8, Γ9, ΓΙΟ. 5. «Γράμματα», Αλεξάνδρεια, Ε ', Ιονλ.-Σεπτ. 1918, σελ. 61-63. 6. Στον τόμο C. Kavafis, Poesie, Milano, Mondadori, Gli Oscar, 1972. 7. Πρβ. Γ. K. Κατσίμπαλη, Βιβλιογραφία K. Π. Καβάφη, Αθήνα, 1943, αρ. 173, 197, 272, 279, 393, 400. 8. Βλ. Γ. Βρισιμιτζάκη, Το έργο του Κ. Π. Καβάφη. Πρό­ λογος και φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Αθήνα, Ίκαρος, 1975, αελ. ιστ' και κ η', αημ. 18. Για την ομά­ δα, εκτός από τον πρόλογο του Γ. Σαββίδη, βλ. Μ. Γιαλουράκη, Στην Αλεξάνδρεια του Καβάφη, Αθήνα, Ολ­ κός, 1974, αελ. 120-121, και R. Liddell, Cavafy, a critical biography, London, Duckworth, 1974, σελ. 162-165, που επωφελείται και από την προφορική μαρτυρία του Βασίλη Αθανασόπουλου. 9. Βλ. αρ. 253, 254, 255 της βιβλιογραφίας Κατσίμπαλη. 10. = Μύθοι - μερικά αποσπάσματα του βιβλίου αυτού δη­ μοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Γράμματα», Β ', Απρ. 1913-Ιουν. 1914, στη μετάφραση του Γιάγκου Βριαιμιτζάκη. 11. Πρβ. «La Fiera letteraria», 19 marzo 1948, και F. M. Pontani, Fortuna greca di Ungaretti, Padova, Liviana, 1972, σελ. 65-67. 12. «Καβάφη; Πόσα χρόνια πρέπει να ξαναφέρω στη μνή­ μη μου ξαφνικά, για να ξαναβρώ τη φυσιογνωμία του. Ήμουν δεν ήμουν είκοσι χρονών όταν τον γνώρισα. Κάθε βράδυ μαζί με τους συνομήλικούς μου συντά­ κτες του περιοδικού Γράμματα καθόταν στο τραπεζά­ κι ενός γνωστού για το γιαούρτι του γαλατάδικου του Boulevard de Ramleh, και όχι σπάνια, όταν μπορούσα, μου άρεσε να κάθομαι κι εγώ μαζί τους. Ο Καβάφης φαινόταν συλλογισμένος και αποφθεγματικός, ao6ar ρός αλλά και προσηνής- αλλά δεν ήθελε να τον θεω­ ρούμε τίποτε παραπάνω από έναν σύντροφο, παρόλο που ήταν μεγαλύτερός μας και οι ειδήμονες τον είχαν κιόλας για αληθινό ποιητή. Κάποτε, μες στην κουβέν­ τα, άφηνε να πέσει κάποιος λόγος δηκτικός, και άξα­ φνα η κοιμισμένη μας Αλεξάνδρεια άστραφτε με

13. 14.

15.

16. 17.

18. 19. 20.

21. 22. 23.

24. 25.

26.

όλους τους αιώνες της, όπως δεν είδα πια τίποτε να λάμπει από τότε. Αλεξάνδρεια, πόλη που με γέννη­ σες...» (Ricordo di Cavafis, di Giuseppe Ungaretti, «Rivista di critica» I, 1950, τ. 6, a. 38). Εντυπώσεις από το ταξίδι αυτό στον τόμο II deserto e dopo, ό.π. I barbari, «II Ponte», a. II, n. 3 (Marzo 1946), σελ. 288βλ. και Fuori di casa, Milano, Mondadori, 1969, αελ. 263-8, και, στη συλλογή Quaderno di quattro anhi, το ποίημα Leggendo Kavafis, σαν μια συνέχιση του καβαφικού «Τα βήματα». Αναμνήσεις των παιδικών και εφηβικών του χρόνων στην Αλεξάνδρεια στο ζωηρότατο ανέκδοτο κομμάτι Una sensibilitd italiana nata in Egitto, δημοσιευμένο τώρα στον τόμο F. Τ. Marinetti, La grande Milano tradizionale e futurista, Milano, Mondadori, 1969. Είδηση για την επίσκεψη του Μαρινέττι στην Αλεξάν­ δρεια στην «Αλεξανδρινή Τέχνη» Γ', Δ εκ. 1929, σελ. 399. Στο βιβλίο του II fascino dell’Egitto, Milano, 1933, ξανατυπωμένο στον τόμο F. Τ. Marinetti, Teoria e invenzione futurista, 1968- το κομμάτι που αφορά τον Καβάφη πα­ ρουσιάστηκε, σε ελληνική μετάφραση, από την Lucia Marcheselli, Λησμονημένες σελίδες του Μαρινέττι για τον Καβάφη, «Νέα Εστία» τευχ. 1008, 1 Ιουλ. 1969, σελ. 932-3. Κ. Π. Καβάφη, Πεζά, Παρουσίαση, σχόλια Γ. Α. Παπουτσάκη, Αθήνα, 1963, αελ. 159. Το ημερολόγιο του ταξιδιού στον τόμο Πεζά, σελ. 259299. Η πόλη τού έκανε την εντύπωση «πενιχρού και άσχη­ μου τόπου (...) Οι δρόμοι δεν έχουν πεζοδρόμια, όλα τα σπίτια φαίνονται βρώμικα και παλιά, και δεν έχει ευπρόσωπα καταστήματα», ό.π., α. 298-9. Μ. Περίδης, Ο βίος και το έργο του Κ. Καβάφη, Αθήνα, Ίκαρος, 1948, σελ. 311-2. Το τέλος του Οδυσσέως Ανέκδοτο πεζό κείμενο πα­ ρουσιασμένο και σχολιασμένο από τον Γ. Π. Σ., «Δο­ κιμασία», Β ', 5, Ιαν.-Φεβρ. 1974, σελ. 9-22. Για τις μεταφράσεις του Ντάντε βλ. Φ. Γιοφύλλης, Η «Θεία Κωμωδία» στη λογοτεχνία μας, «Νέα Εστία», Αφιέρωμα Χριστούγεννα 1965, αελ. 15-28, και F. Μ. Pontani, Fortuna neogreca di Dante, Roma 1966 (ltalograeca 3). Η αναφορά στον Rivarol είχε κιόλας τραβήξει την προ­ σοχή του Γ. Σεφέρη, Στα 700 χρόνια του Δάντη, «Επο­ χές» Η ', τεύχ. 43 (Νοέμβρ. 1966), αελ. 409, σημ. 6. Γ. Κεχαγιύγλου, Κ. 77. Καβάφη, Η Συνάντησις των Φω­ νηέντων εν τη Προσωδία Παρουσίαση και σχολιασμός του ανέκδοτου πεζού κειμένου, «Ελληνικά» 30 (197778), σελ. 353-382. Περίδης, ό.π., αελ. 311.


αφιερωμα/61

Ξ. Α. Κοκόλης

Γλωσσική ασυμβατότητα, ποιητική τεχνική και πολιτική εγρήγορση

Κώστας Καλημέρης: Σκίτσο τον Κ. Π. Καβάφη

στο «Π άρθεν» του Κ αβάφη Στη μνήμη του Φ. Μ. Ποντάνι

Το ποίημα Πάρθεν γράφτηκε το Μάρτιο του 1921. Το καθαρογραμμένο χειρό­ γραφό του περίμενε 46 χρόνια και 9 μήνες ώσπου να τυπωθεί: το ποίημά μας πρωτοβλέπει, όπως λέμε, το φως της δημοσιότητας στα τέλη του 1968.1 Από την πρώτη του εμφάνιση ώς τα σήμερα (χρόνια 14 και μισό περίπου), το Πάρδεν δε συγκέντρωσε την προσοχή μας, όσο το αξίζει: βιβλιογραφικές αναφορές, δέκα συνολικά, αν δε μου διαφεύγει καμία.2 Και μόνον τρεις μελε­ τητές (Δάλλας, Καρέλλη και Λορεντζάτος) αναφέρονται στο ποίημά μας κάπως εκτεταμένα και αρκετά γόνιμα: τα σχόλιά τους θα μας χρη­ σιμέψουν παρακάτω. 'Αλλοι τρεις, όμως, θα ήταν καλύτερα να μην είχαν γράψει: κατορθώ­

νουν οι δύο να διαπράξουν ένα κοινό αποπρο­ σανατολιστικό λάθος, και ο τρίτος να δει αλλα αντ’ άλλων.3 Για πόσους λόγους το Πάρδεν αξίζει την προσοχή μας; Για αρκετούς, και μάλλον προσδιορίσιμους, όπως ελπίζω να φανεί. (Κ α ι την αγάπη μας, πιστεύω, για λόγους πολύ περισσό­ τερους και μάλλον δυσπροσδιόριστους.) Το κείμενο του ποιήματος:


62/αφιερωμα ΠΑΡΘΕΝ Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια, για τ ’ άδλα των κλεφτών και τους πολέμους, πράγματα συμπαδητικά· δικά μας, Γραικικά. Διάβαζα και τα πένδιμα για τον χαμό της Πόλης 5 «Πήραν την Πόλη, πήραν τ η ν πήραν την Σαλονίκη». Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν, «ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης», ακούσδηκε κ ' είπε να πάψουν πια «πάψτε πα πάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια» 10 πήραν την Πόλη, πήραν τ η ν πήραν την Σαλονίκη. Ό μω ς α π ’ τ ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα και με την λύπη ~ων Γραικών των μακρυνών εκείνων που ίσως όλο πίστευαν που δα σωδούμε ακόμη. 15 Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται» με στο «φτερούλιν αδε χαρτίν περιγραμμένον κι ουδέ στην άμπελον κο ν ε ύ ' μηδέ στο περιβόλι επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ ’ την ρίζαν». Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν δέλουν) να διαβάσουν 20 «Χέρας υιός Γ ιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί, και το διαβάζει κι ολοφύρεται. «Σίτ ’ αναγνώδ ’ σίτ ’ ανακλαίγ ’ σίτ ανακρούγ ’ την κάρδιαν. Ν ’ αοιλλή εμάς να βάι εμάς η Ρωμανία πάρδεν». Αυτό που από την πρώτη στιγμή χτυπά στο μά­ τι και στ’ αυτί (και που ξενίζει -αναπόφευκτα, αλλά όχι άγονα, ελπίζω) είναι η ενσωμάτωση στο ποίημα στίχων δημοτικού τραγουδιού, και μάλιστα σε διάλεκτο -ήδη από τον τίτλο: Πάρ­ δεν. Αν μάλιστα προσέξουμε ότι η λέξη του τίτ­ λου είναι και η τελευταία λέξη του κειμένου, αισθανόμαστε, αν δεν κάνω λάθος, ότι το ποίη­ μά μας εγγράφεται (ή, αν θέλετε, εγκλείεται) σ’ έναν στέρεο κύκλο-4 κύκλο γλωσσικό, αλλά όχι μόνο, βέβαια. Το τεχνικό χαρακτηριστικό της ενσωμάτωσης στο ποιητικό κείμενο ενός υλικού γλωσσικά ασύμβατου εμφανίζεται στο καβαφικό έργο, όσον αφορά τους τίτλους των ποιημάτων, από παλαιό: ξενόγλωσσους τίτλους συναντώ στα 1884, τουρκικά- στα 1892, γαλλικά- στα 1893, λατινικά- στα 1899, ιταλικά.5 Αυτή η ενσωμάτωση φράσεων σε ξένη γλώσ­ σα δεν προχώρησε πέρα από τους τίτλους των καβαφικών ποιημάτων και σταμάτησε στα 1899. Δε συνέβη όμως το ίδιο με αρχαιόγλωσσα ελληνικά κείμενα, από τα κλασικά ώς τα βυζαν­ τινά. Αυτού ακριβώς του είδους ενσωματώσεις στο πριν από το 1911 καβαφικό ποιητικό έργο συ­

ναντώ τις εξής: από τα ανέκδοτα, στο κείμενο του Θεόφιλος Παλαιολόγος (του 1903) μια μι­ κρή φράση από το Χρονικό του Φραντζή (III, 7, σ. 286 Bekk.- Αν. 131 και.236)- και από τα «αναγνωρισμένα» ποιήματα, δύο λέξεις από το Ενύπνιο (11) του Λουκιανού, στον τίτλο και στο κείμενο του Ούτος εκείνος (Α45- γραφή 1898, δημοσίευση 1909).6 Στο μετά το 1911 έργο οι αρχαιόγλωσσες εν­ σωματώσεις ξεκινούν από τη μία λέξη του Πλουτάρχου (Αντώνιος, 89) στο τέλος του Καισαρίωνος (Α70- γρ. 1914, δημ. 1918) και φτά­ νουν στην εκτενέστερη (για το εκδομένο έργο) ενσωμάτωση, από τον Πλούταρχο (Κλεομένης, 22) και πάλι, ενός χωρίου το οποίο, εκτός από τον τίτλο Ά γ ε ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων, κα­ λύπτει πάνω από το 1/3 του κειμένου (Β80δημ. 1929)- και ανάμεσα σ’ αυτά τα όρια μεγέ­ θους εκτείνονται και οι παρακάτω ενσωματώ­ σεις αρχαιόγλωσσων κειμένων (σε χρονολογική σειρά δημοσίευσης): Πλούταρχος (Αντώνιος, 75) για τρίτη φορά, στον τίτλο του Α πολείπειν ο δεός Αντώνιον (Α20- γρ. 1910, δημ. 1911)Φιλόστρατος (Τα ες τον Τυανέα Απολλώνων, 8, 7), στον τίτλο του Σοφ οί δε προσιόντων (Α17- γρ. και δημ. προγενέστερης μορφής, με άλλο τίτλο: 1896 και 1899 αντίστοιχα- δημ. τελι­ κής μορφής: 1915)· Φιλόστρατος (ό.π., 8, 29)


αφιερωμα/63 για δεύτερη φορά, στον τίτλο του Είγε ετελεύτα (Β14· γρ. προγενέστερης μορφής, με άλλο τίτλο: 1897 και 1910' γρ. και δημ. της τελικής μορφής: 1920)· το αποδιδόμενο στον Αισχύλο (Βίος, 11) επιτάφιο επίγραμμα, στο κείμενο του Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.) (Β16* γρ. και δημ. 1920)· Ά ννα Κομνηνή (Αλεξιάς, πρόλ. 4), στο κείμενο του Ά νν α Κομνηνή (Β20· γρ. 1917, δημ. 1920)· Ιουλιανός (Επιστολαί 453 C, επιστ. 63 Hertlein), στον τίτλο και στο κείμενο του Ο Ιουλιανός ορών ολιγωρίαν (Β35· γρ. και δημ. 1923)· Φιλόστρατος (ό.π., 5, 22) για τρίτη φορά στο κείμενο του Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω (Β48· γρ. και δημ. 1925)· Ά ννα Κομνηνή (ό.π., 3, 6) για δεύτερη φορά, στο κείμενο του Ά ν ν α Δαλασσηνή (Β56· δημ. 1927)· Σωζομενός (Εκκλησ. Ιστορία, 5,18), στον τίτλο και στο κείμενο του Ουκ έγνως (Β62· δημ. 1928)· Πλού­ ταρχος (Δημήτριος, 4) για τέταρτη φορά, στο κείμενό του Εν πορεία προς την Σινώπην (Β72· δημ. 1928)· τέλος, μια αρχαιοελληνική επιγραφή (και πάλι από τον Πλούταρχο, Αλέ­ ξανδρος, 17), στο κείμενο του Στα 200 π.Χ. (Β88· πιθανή γραφή 1916, όπου ο τίτλος είναι τμήμα της επιγραφής- δημ. 1931). Σ' αυτά ας προστεθεί, από τα ανέκδοτα, ένας στίχος του Σοφοκλή (Αίας, 865), στον τίτλο του «Τα δ ’ άλλα εν Ά δ ο υ τοις κάτω μυδήσομαι» (Αν. 155 και 242· γρ. 1913· πιθανή προηγούμενη γραφή 1893, βλ. Αν. 60). Αυτές είναι, εκτός από το Πάρδεν, όλες κι όλες οι περιπτώσεις όπου το καβαφικό ποιητι­ κό έργο, εκδομένο, ανέκδοτο και αποκηρυγμέ­ νο, ενσωματώνει στο ποίημα (τίτλο και στί­ χους7) γλωσσικό υλικό ασύμβατο: είτε σε ξένη γλώσσα είτε αρχαιόγλωσσο. Οι ξενόγλωσσες ενσωματώσεις περικλείονται στην πρώιμη περίοδο: ± 1882-1900. Οι αρχαιόΥλωσσες ενσωματώσεις περικλείονται στην ώρι­ μη περίοδο: ± 1900-1933·* συσσωρεύονται μάλι­ στα στο τελευταίο της τρίτο (βάσει της χρονο­ λογίας δημοσίευσης· εδώ δεν υπολογίζονται, φυσικά, το Πάρδεν και οι άλλες δύο περιπτώ­ σεις των ανεκδότων): από 1920 έως 1931: 10 περιπτώσεις· ενώ από 1909 έως 1918: 4. Σ ’ αυτές τις δεκαεφτά περιπτώσεις (10 + 4 + 3 ανέκδοτα) μπορεί να προστεθεί και μία δέκα­ τη όγδοη, που όμως αφορά μια «■ψευδοενσωμάτωση »: πρόκειται για τη φανταστική αρχαιόγλωσση επιγραφή που με δυσκολία διαβάζει και αποκαθιστά ο ομιλητής στο ποίημα Εν τω μη νίΑ δύρ (Α78· γρ. και δημ. 1917).9 Ξαναγυρίζουμε στο Πάρδεν. Στο ποίημα αυτό περιέχεται η εκτενέστερη μέσα στο σύνολο του καβαφικού ποιητικού έρ­

γου ενσωμάτωση ασύμβατου γλωσσικά υλικού· δίχως, φυσικά, να υπολογίσουμε το κείμενο των μη ιδιωματικών δημοτικών τραγουδιών που η β' ενότητα του ποιήματός μας ενσωματώνει (στ. 5, 7 και 9), το άσμα το Τραπεζούντιον, όπως παρατίθεται στην τελευταία ενότητα του Πάρδεν, καλύπτει έκταση αισθητά μεγαλύτερη από ό,τι το χωρίο του Πλουτάρχου στο Ά γ ε ω βασιλεύ Λ ακεδαιμονίω ν μεγαλύτερη, νομίζω, κι αν ακόμη λάβουμε υπόψη το συνθετικότερο και πυκνότερο της αρχαίας έκφρασης. Δεν είναι όμως το μέγεθος της ενσωμάτωσης ο μόνος (κι ίσως μάλιστα ούτε καν ο κύριος) λόγος για τον οποίο το Πάρδεν, όπως επιση­ μαίνει κι ο Λορεντζάτος (σ. 9), «είναι κάτι άλλο, ένα νέο "φασούλι” που φύτρωσε ξαφνικά (...), ανεπανάληπτο ανάμεσα σε όσα γνωρίζαμε ώς τώρα». Αρκεί καταρχήν -και αυτό ακριβώς βλέπει ο Λορεντζάτος- το ίδιο το γεγονός της ενσωμά­ τωσης δημοτικού τραγουδιού, για να δικαιολο­ γηθεί η άποψη ότι το Πάρδεν «γενετικά δεν ανήκει πουθενά» (Λορεντζάτος, σ. 9): τον Καβάφη δε θα τον ξαναβρούμε (ούτε πριν από το Μάρτιο του 1921, ούτε μετά) να χρησιμοποιεί μια συλλογή δημοτικών τραγουδιών με τον τρό­ πο που εκμεταλλεύεται ποιητικά μια συλλογή επιγραφών των Πτολεμαίων στον Καισαρίωνα (Α69), ας πούμε. Βέβαια, τις δύο βιβλιοκρισίες του Καβάφη, που τεκμηριώνουν το ενδιαφέρον του ποιητή για τα δημοτικά τραγούδια, τις έχουν επισημάνει οι μελετητές.10 Αν όμως δεν είχαμε στα χέρια μας το Πάρδεν, το ενδιαφέρον αυτό (καθώς και τον πλούτο των γνώσεών του γύρω από τα δημοτικά τραγούδια) θα το εντάσσαμε στη γε­ νικότερη πνευματική του σκευή (όπως κάνου­ με με τα ποικίλα άλλα ενδιαφέροντα που τα περιεχόμενα των Πεζών του μας αποκαλύ­ πτουν)- όχι στην ποιητική του εργαλειοθήκη. Γιατί γεγονός είναι ότι, όσες (ελάχιστες) φο­ ρές το δημοτικό τραγούδι ερέθισε το μηχανισμό της καβαφικής έμπνευσης (λ.χ. Έ να ς έρως /Μ άταιος, μάταιος έρως από τα αποκηρυγμένα· ή Το Νιχώρι από τα ανέκδοτα), ούτε ο ερε­ θισμός υπήρξε έντονος, ούτε το τελικό προϊόν ξεπέρασε τα όρια του συρμού, ή πλησίασε κά­ ποιο, έστω και σχετικά ικανοποιητικό, επίπεδο ποιότητας. Μοναδική εξαίρεση, το Πάρδεν." Πέρα από την ίδια την ενσωμάτωση και πέρα από το μέγεθός της -μάλλον: πριν από τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, την αίσθηση μοναδικό­ τητας που μας αφήνει το Πάρδεν τη χρωστού­ με στο είδος του υλικού που ενσωματώνεται: στο πόσο το υλικό αυτό αποκλίνει γλωσσικά από το περιβάλλον του· στο βαθμό, τον υψηλό


64/αφιερωμα βαθμό ιδιωματικότητας· όπως το λέει κι ο στ. 12, στην παράξενη γλώσσα. Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνον ή τόσο για μοναδικότητα όσο για κατασκευαστική τόλμη. Γιατί τόλμη απαιτούσε, και όχι μικρή (και απαιτεί, ώς τα σήμερα· πόσα παρόμοια ποιήμα­ τα μπορούμε να απαριθμήσουμε, άραγε), η ανά­ μειξη των φράσεων -όχι λέξεων απλώς12- της ποντιακής διαλέκτου με τα συντηρητικά ελλη­ νικά του υπόλοιπου κειμένου. Εξάλλου, έχω την εντύπωση πως η γλωσσική απόσταση ανάμεσα στα αρχαιόγλωσσα χωρία, που ενσωματώνει στους στίχους του ο Καβάφης, και στην υπερκαθαρεύουσα έκφραση, που κυριαρχεί (και γενικά, και στα δικά του γραψί­ ματα) κατά τα χρόνια της πνευματικής του δια­ μόρφωσης, είναι μικρότερη από όση χωρίζει, γλωσσικά πάντα, τη φράση Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί από τη συνέχειά της: «απαί την Πόλην έρται»· ή το στίχο Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν δέλουν) να διαβάσουν από το στίχο «Σίτ ’ αναγνώ δ' σ ίτ ' ανακλαίγ ’ σίτ ’ ανακρούγ' την κάρδιαν». Αν έχω δίκιο, αυτό θα σήμαινε ότι η κατα­ σκευαστική τόλμη της ενσωμάτωσης στο Πάρ­ δεν είναι (λίγο;) μεγαλύτερη από όση χρειάστη­ κε για την όποια αρχαιόγλωσση ενσωμάτωση.13 Το θέμα όμως δεν είναι, δε θα μπορούσε να είναι μόνον γλωσσικό. Το Πάρδεν είναι το μόνο ποίημα του Καβάφη που ακυρώνει μια παρατήρηση του Γιώργου Σεφέρη, που διατυπώθηκε είκοσι χρόνια πριν από την έκδοση των Ανέκδοτω ν ποιημάτων, και που εξακολουθεί να ισχύει όσον αφορά την υπόλοιπη ποιητική παραγωγή του Αλεξαντρινού. Η παρατήρηση του Σεφέρη (Δοκιμές, 31974, τόμ. α, σ. 511): Η ιδέα μου είναι ότι, στο εικονοστάσι που δείχνουν τα ποιήματα του Καβάφη, υπάρχει ο καημός που βλέπουμε τόσο συχνά στη δη­ μοτική παράδοση για τον αφανισμό της π α ­ λιάς δόξας. Ό μω ς ο Καβάφης ανήκει στη λό­ για παράδοση, και γ ι ’ αυτόν ο ψυχολογικός κόμπος Άλω ση της Πόλης-Κούρσος της Αδριανούπολης, για να εκφραστώ συντομογραφικά, αντικαδίσταται από το σύμπλεγμα: Μ αγνησία-Λευκόπετρα-Λεία της Κορίνδου. Φυσικά, αυτό το δέμα το εκφράζει με το δικό του τρόπο, δέλω να πω: με την αίσδηση, που έχει μόνιμα μέσα του, του εξευτελισμού και της φδοράς. Το Πάρδεν ακυρώνει την παρατήρηση, κα­ θώς για πρώτη και τελευταία φορά εκφράζει (και μάλιστα με τρόπο και αίσθηση που ο Σεφέρης ίσως δε θα τα θεωρούσε και τόσο καβαφι­

κά) τον «ψυχολογικό κόμπο 'Αλωση της Πό­ λης».14 Μου φαίνεται πως μπορούμε να είμαστε σχε­ δόν βέβαιοι ότι αυτή η διπλή μοναδικότητα (γλωσσική και θεματική/ψυχολογική) του Πάρ­ δεν αποτελεί τον κύριο λόγο για τον οποίο το ποίημα αυτό, παρ' όλη την τεχνική του τελειό­ τητα (που μένει να τη δείξουμε), ο ποιητής του το άφησε ανέκδοτο. Αξίζει τον κόπο, νομίζω, να προσέξουμε ότι, από μιαν άλλη σκοπιά, το Πάρδεν επικυρώνει την ευαισθησία του Σεφέρη. Η πρώτη διατύ­ πωση της παραπάνω παρατήρησης, χρονολογη­ μένη «'Αγκυρα, 9.5.48», είναι λιγότερο «συντομογραφική» και, για το θέμα μας (τουλάχι­ στον), πολύ ενδιαφέρουσα:15 Έχω την εντύπωση, κι αυτό σκέπτομαι να το εξετάσω πιο προσεκτικά ακόμη, πως υπάρχει στο εικονοστάσι που μας δείχνουν τα ποιήματα του Καβάφη, κάτι που αντιστοι­ χεί με τον καημό που βλέπουμε στη δημοτική παράδοση για την καταστροφή της παλιάς δό­ ξας (τον λέω έτσι για να είμαι σύντομος) και που εκφράζει τόσο συχνά, σε δρύλους και σε τραγούδια, με τον γνώριμο εκείνο τόνο του μετρημένου και υπομονετικού δρήνου («Ση­ μαίνει ουρανός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια...»· και τόσα άλλα). Αλλά ο Καβάφης ανήκει στη λόγια παράδοση· τα συμπλέγματα της δημοτικής όεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει- τα αποκρούει η ιδιοσυγκρα­ σία του- γι ’ αυτόν ο ψυχολογικός κόμβος Πό­ λη, Αδριανούπολη κ.τ.λ., αντικαδίσταται από τον ψυχολογικό κόμβο: Γρανικός-ΜαγνηαίαΠ ύδνα-Αευκόπετρα-Λεία της Κορίνδου. (...) Το δέμα αυτό το εκφράζει ο Καβάφης, όπως σχεδόν και όλα του τα άλλα, με την ίδια διαλυτική καυατικότητα και με την ίδιαν αίσδη­ ση του εξευτελισμού και της απάτης που έχει μόνιμα μέσα του. Ακριβώς από τα δημοτικά τραγούδια του «μετρημένου και υπομονετικού θρήνου» ξεκινά το Πάρδεν. Στις σημειώσεις του επιμελητή των Ανέκδοτων ποιημάτων διαβάζουμε ότι πίσω από το καθα­ ρογραμμένο χειρόγραφο του ποιήματός μας υπάρχουν «παραλλαγές με μολύβι» (Αν. 248249): για το στίχο 3, η παραλλαγή δικά μας πράγματα (που, όμως, δεν ξέρουμε πώς θα δια­ μόρφωνε το στίχο, αν την υιοθετούσε τελικά ο ποιητής)· και κάπου ανάμεσα, πιθανόν, στους στίχους 11 και 12, δύο στίχοι (ή τμήματα στί­ χων;) σε παρένθεση, χωρισμένοι με μια μικρή ευθεία:


αφιερωμα/65 (στην ενδιαφέρουσα παραλλαγή που έχει ο Πασσόβ) (κομμάτ’ είν ' η παραλλαγή φθαρμένη) Οι δύο αυτοί στίχοι, που μοιάζουν (και, ώς ένα μ ό ν ο σημείο, είναι) παρένθετες παρα­ τηρήσεις φιλολογικού χαρακτήρα, δεν ξέρουμε ούτε για ποιο ακριβώς σημείο του ποιήματος σχεδιάστηκαν, ούτε και αν δεν αποτελούσαν εναλλακτική λύση ο ένας του άλλου. Ό π ω ς και νά ’ναι, ο πρώτος στίχος γλίτωσε τους φιλολόγους από τον κόπο (ή τους στέρησε μιαν ακόμη από τις μικροϊκανοποιήσεις τους;) να βρουν από ποιου συγκεκριμένου βιβλίου τις σελίδες πήγασε εν προκειμένω η καβαφική έμ­ πνευση. Ο ομιλητής στο Π άρθεν κρατάει στα χέρια του, από την αρχή ώς το τέλος του ποιήματος, το βιβλίο Τραγούδια ρωμαίικα. Popularia carmina Graeciae recentioris. Edidit Arnoldus Passow του 1860. Αυτό που αποτελεί, νομίζω, ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτο χαρακτηριστικό του μηχανισμού της καβαφικής έμπνευσης σ' αυτό το ποίημα, είναι το εξής: όσο προχωράει το ποίημα, τόσο η πε­ ριδιάβαση του ομιλητή μέσα στις σελίδες του Πάσοβ περιορίζεται, και η προσοχή του εντοπί­ ζεται: στον πρώτο στίχο τα δημοτικά τραγού­ δια μοιάζει να αφορούν ολόκληρο το βιβλίο· τα άθλα των κλεφτών όμως στο στίχο 2 εντοπί­ ζουν το διάβαζα του πρώτου στίχου στο πρώτο μέρος της συλλογής του Πάσοβ: I Κλέφτικα τραγούδια, σ. 1-141· στη β' ενότητα του ποιήματός μας, ο πρώτος της στίχος (3) με το δεύ­ τερο διάβαζα περιορίζει πια το αναγνωστικό ενδιαφέρον σε ελάχιστες σελίδες: τέσσερις όλες κι όλες: 145-148· μέσα σ’ αυτές εκδίδονται πέντε συνολικά δημοτικά τραγούδια για το χα­ μό της Πόλης ("οι αριθμοί 194-198)· οι υπόλοι­ ποι έξι στίχοι της β' ενότητας (5-10) καθορί­ ζουν ακριβέστερα το επίκεντρο της προσοχής του αναγνώστη της συλλογής και ομιλητή του Πάρθεν: ο στίχος 5 του ποιήματός μας επανα­ λαμβάνει, ενσωματώνοντάς τον, το στίχο 1 του κειμένου 194 του Πάσοβ (σ. 145: «Πήραν την πόλι, πήραν την, πήραν τη Σαλονίκη,»)· ο στί­ χος 7, τον 5 του κειμένου 195 (σ. 146: «[Ψάλ­ λει] ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης »· και ο στίχος 9, τον 7 του ίδιου κειμένου («Πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια·»).16 Ακόμη και η Φωνή του στίχου 6 του ποιήμα­ τός μας θα πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε ότι κατάγεται είτε από το κείμενο 194 του Πάσοβ (στ. 6: «Φωνή τούς ήρτ’ εξ ουρανού αγγέλων α π ’ το στόμα»), είτε από το 195 (στ. 6: «Φωνή

τούς ήρτ’ από το ©ιο κι α π ’ την αγγέλου κρίσι»).17 Στο β' μισό του Π άρθεν την προσοχή τού ομιλητή απορροφά αποκλειστικά το Τραπεζούντιον κείμενο του Πάσοβ (αριθμός 198, σ. 147-148). Οι τέσσερις ενότητες του Π άρθεν (α': 1-3, β ': 4-10, γ ': 11-14 και δ ': 15-23), πέρα από την κά­ ποια συμμετρία μεγέθους που παρουσιάζουν: α ': στίχοι 3 β ': στίχοι 7, δηλ. α' + α ’ + 1 γ ': στίχοι4, δηλ. α ' + 1 δ ': στίχοι 9, δηλ. γ ' + γ ' + 1 , και παράλληλα προς την κλιμάκωση της ανα­ γνωστικής απασχόλησης του ομιλητή με τις σε­ λίδες του Πάσοβ (μια κλιμάκωση κατιούσα), εμφανίζουν και μια δεύτερη κλιμάκωση, ανιού­ σα- αυτή αφορά στα συναισθήματα του ομιλητή που η κάθε ενότητα δηλώνει (ή επιτρέπει να φανούν). Οι δύο αυτές κλιμακώσεις είναι παράλληλες και «αντιστρόφως ανάλογες»: όσο λιγοστεύει η έκταση μέσα στην οποία κινείται ο αναγνώστης της συλλογής του Πάσοβ και ομιλητής στο Πάρθεν, τόσο υψώνεται η συναισθηματική θερμοκρασία του καβαφικού ποιήματος. Πριν προχωρήσουμε, είναι απαραίτητο να προσέξουμε ότι, από τη διατύπωση του στίχου 11, Ό μω ς α π ’ τ ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το δημοτικό τραγούδι από την Τραπεζούντα, προ­ κύπτει πως κ α ι τ ’ άλλα δημοτικά τραγού­ δια, όσα δηλαδή ενσωματώνονται στη β ' ενότη­ τα (στ. 5, 7 και 9), «με άγγιξαν πολύ», λιγότερο


66/αφιερωμα όμως από όσο το Τραπεζούντιον (γι’ αυτό και το αντιθετικό αυτό όμως, βέβαια). Αν τώρα εντοπίσουμε τους άμεσους δείκτες συναισθήματος (τους άμεσους δείκτες, γιατί έμμεσοι φορείς συναισθήματος σ’ ένα καλό ποίημα είναι πολλά από τα συστατικά του -αν όχι όλα, τελικά), και αν θυμηθούμε πως αυτό που ενδιαφέρει είναι το συναίσθημα που ο ίδιος ο ομιλητής δηλώνει στα λεγόμενό του και όχι όσο «κρύβει» πίσω από τα παραθέματα που χρησιμοποιεί (η πίσω από ό,τι άλλο), τότε οι άμεσοι δείκτες κλιμακώνονται κατά ενότητα ως εξής: α ': το επίθετο σνμπαδητικά (3) β : το επίθετο πένδιμα (4), και το υπονοού­ μενο «πολύ με άγγιξαν» γ ': πιο πολύ με άγγιξε (11) δ ': αλοίμονον (15) Αυτά, ως προς τους άμεσους δείκτες συναι­ σθήματος,18 και για να φανεί η κλιμάκωσή τους. Και η κλιμάκωση έπρεπε, νομίζω, να φανεί, για­ τί μόνο μέσω αυτής το επίθετο σνμπαδητικά του στίχου 3 αποκτά τις σωστές λειτουργικές διαστάσεις του: αν, σε μια πρώτη ματιά, φαίνε­ ται ενοχλητικά ψυχρό και συγκρατημένο και σα συγκαταβατικό, όταν προσέξουμε την κλιμά­ κωση, καταλαβαίνουμε πως η συναισθηματική του υποθερμία είναι εσκεμμένη και καρπός κα­ τασκευαστικής σοφίας.19 Το μέτρο του ποιήματος είναι, ολοφάνερα και α π ’ άκρου εις άκρον, ιαμβικό- κι αυτό είναι μάλλον κατά προσδοκίαν. ' Ισως παρά προσδο­ κίαν είναι η εντονότατη παρουσία του τυπικού ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου (με τομή στην 8η συλλαβή). ' Ως ένα σημείο, αυτό οφείλεται, φυσικά, στην ενσωμάτωση: οι στίχοι 5, 9, 17, 18, 22 και 23, έξι συνολικά δεκαπεντασύλλαβοι, ανήκουν στα δημοτικά τραγούδια που είδαμε. Σ ’ αυτούς όμως θα πρέπει να προστεθούν και άλλοι εφτά στίχοι, καβαφικοί αυτοί, που επίσης είναι τυπικοί δεκαπεντασύλλαβοι: οι 1, 4, 10, 11, 13, 14 και 15- σύνολο, ώς εδώ: δεκα­ τρείς τυπικοί δεκαπεντασύλλαβοι, ήτοι 56,5%. Υπάρχουν άλλοι δύο στίχοι, σαφέστατα ιαμ­ βικοί δεκαπεντασύλλαβοι, όπου όμως η τομή στην 8η συλλαβή είναι, για λόγους νοηματικούς, μάλλον αδύνατο να γίνει:20 οι 12 και 19 (όπου και η -οπτικά μόνον, πιστεύω- δύσκολη συμ­ προφορά της τελευταίας συλλαβής του δύνανται με το επόμενο διαζευκτικό ή). Αν συνυπο­ λογιστούν και αυτοί, οι δεκαπεντασύλλαβοι στο ποίημά μας φτάνουν τους 15- ποσοστό 65%. Τέλος, στενοί συγγενείς του δεκαπεντασύλ­

λαβου είναι και οι εξής στίχοι: ο 3, οξύτονος δεκατετρασύλλαβος ή «καταληκτικός» δεκα­ πεντασύλλαβος (δίχως δηλ. την τελευταία συλ­ λαβή)-21 ο 16, δεκατετρασύλλαβος, του οποίου το β' ημιστίχιο είναι κανονικό β' ημιστίχιο δε­ καπεντασύλλαβου (του ενσωματωμένου δημο­ τικού τραγουδιού)- θα μπορούσε να υποστηρί­ ξει κανείς ότι και το πρώτο μισό του στίχου αυ­ τού είναι, επίσης, β' ημιστίχιο δεκαπεντασύλ­ λαβου- και ο 20, δεκαεξασύλλαβος που αποτελείται από δύο α' ημιστίχια δεκαπεντα­ σύλλαβου (το πρώτο μάλιστα είναι από το εν­ σωματωμένο Τραπεζούντιον άσμα). Έτσι, οι μόνοι στίχοι του Πάρδεν, που ούτε είναι ούτε σχετίζονται με δεκαπεντασύλλαβο, είναι οι εναπομένοντες πέντε (21,7%): ο 2 και ο 6, ιαμβικοί ενδεκασύλλαβοι- ο 7, ιαμβικός δεκατρισύλλαβος- και οι 8 και 21, ιαμβικοί δεκασύλλαβοι. Δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά στη συμ­ μετρία: αν δεχτούμε ότι το ποίημα διαιρείται σε δύο μισά (όχι ακριβώς ίσα από την άποψη του μεγέθους, αλλά ολοφάνερα συμμετρικά από θεματική άποψη- πρώτο μισό: ενότητες α ' και β' - δεύτερο μισό: ενότητες γ ' και δ '), τότε οι τρεις τελευταίοι στίχοι κάθε μισού, δηλ. οι 8-10 και οι 21-23, είναι μετρικά ομοιόμορφοι: 8/21: δεκασύλλαβος 9/22: δεκαπεντασύλλαβος 10/23: δεκαπεντασύλλαβος Η δεύτερη παρατήρηση: ο στίχος 10 ανήκει, βέβαια, στον Καβάφη, από τη στιγμή που δεν είναι κλεισμένος σε εισαγωγικά- ανήκει όμως και στο λαϊκό ποιητή, εφόσον αποτελεί ακριβή επανάληψη του εντός εισαγωγικών στίχου 5- σ’ αυτό το ζήτημα θα ξαναγυρίσουμε. Στην πρώτη ενότητα του ποιήματος, εκτός από τα όσα παρατηρήσαμε για την εκκίνηση της αναγνωστικής περιδιάβασης του ομιλητή μέσα στη συλλογή του Πάσοβ, και για τη συναισθη­ ματική υποθερμία του σνμπαδητικά, μένει να σχολιάσουμε άλλα δύο σημεία: το δικά μας και το Γραικικά (3). Το δικά μας, εκτός από το συναισθηματικό τόνο που προσθέτει στο στίχο, δίχως παράλλη­ λα να εξουδετερώνει την υποθερμία του διπλα­ νού του σνμπαδητικά, θέτει και το πάντοτε (υποψιάζομαι) γόνιμο θέμα των ρηματικών προσώπων. Πριν εξετάσουμε το α' πληθυντικό του δικά μας, ας δούμε τι συμβαίνει με τα άλλα πρόσωΔεύτερο ενικό πρόσωπο δεν υπάρχει στο ποίημα.


αφιερωμα/67 Δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο συναντούμε στις δύο προστακτικές που είπε η Φωνή: πάψτε και κλείστε (9)· αποδέκτες ρητοί της προ­ σταγής, κατά το δημοτικό τραγούδι, είναι οι παπάδες- κατά το καβαφικό ποίημα, ωστόσο, εξίσου -αν όχι αμεσότεροι- αποδέκτες είναι κ α ι οι δύο που έψελναν: ο βασιλιάς και ο πατριάρχης (7)22 Περιπτώσεις τρίτου ενικού προσώπου είναι οι εξής: η Φωνή (6 και 8), το άσμα (11-14), το πουλί (15-18) και ο Γ ιανίκας (20-23)· τα «έμ­ ψυχα» (Φωνή, πουλί και Γ ιανίκας) προέρχον­ ται και τα τρία από κάποιο δημοτικό άσμα, τραπεζούντιο ή μη. Το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο έχει τις εξής ενσαρκώσεις: Το αποσιωπημένο υποκείμενο του τριπλού πήραν (5 και 10), που στον «εξόδιο» θρήνο του Γιανίκα θα μείνει και πάλι ακα­ τονόμαστο, πίσω από το ποιητικό αίτιο του πά ρδεν (23* αλλά κ α ι τίτλος)· τους δυο που έψελναν (βασιληά και πατριάρχη), και που πρέπει να πάψουν πια (6-8)· τους μακρυνούς Γραικούς που πίστευαν, ίσως, στο αδύνατο (13-14)· και τους αρχιερείς (19) που, όπως και νά ’χει, δε θ α διαβάσουν το κακό μαντάτο. Τέλος, το πρώτο ενικό πρόσωπο, εκτός από τα δύο «κλιμακωμένα» διάβαζα στην αρχή της α ' και της β' ενότητας του ποιήματος (1 και 4), ξαναφαίνεται στην αρχή (και πάλι) της γ ' ενό­ τητας, σε πλάγια πτώση: με άγγιξε (11). Και μετά εξαφανίζεται. Θα έλεγε κανείς ότι η δράση του είναι φθίνουσα: μια κίνηση προς την εξά­ λειψη του εγώ- προς την αντικατάσταση του ατόμου από μια συλλογική συνείδηση.23 Με όλα αυτά κατά νου, μας είναι -ελπίζωσαφέστερος ο ρόλος που επωμίζεται το πρώτο πληθυντικό. Τρεις κι αυτό φορές εμφανίζεται, περισσότερο διάσπαρτο όμως, και σε πιο καίρια σημεία: στο τέλος της (εισαγωγικής στη β ') α' ενότητας: δικά μας (3)· στο τέλος της (εισαγω­ γικής στη δ ') γ' ενότητας: δα σωδούμε (14)· και στην έξοδο του ποιήματος, με το στόμα του Γιανίκα: Ν ' αοιλλή εμάς να βάι εμάς. Αυτά τα εμάς που λέει ο Γιανίκας εκφρά­ ζουν, βέβαια, τους Τραπεζούντιους. Εκείνοι οι μακρυνοί Γραικοί (13) είχαν, μέσα στη λύπη τους (και εξαιτίας της;) μια πίστη -σε τι; στη σωτηρία τους; - Ό χι: στη δ ι κ ή μας σωτηρία: πίστευαν που δα σωδούμε, εμείς.24 Η πίστη τους αυτή, λοιπόν, περικλείει, κι ας είναι μακρυνοί, όλους εμάς: Έλληνες του 1453-1460 στον Πόντο, ' Ελληνες της Τουρκοκρατίας με τα δικά μας (3) άδλα των κλεφτών (2) στον ελλαδικό χώρο και στις παρυφές του,25 Έλληνες της Αλεξάντρειας το Μάρτη του 1921. Επομέ­ νως και ο θρήνος του Γιανίκα, έτσι όπως δια­

μορφώνεται στο καβαφικό ποίημα με τις «πα­ ρεμβολές και μεταβολές» που ανέφερε η Καρέλλη, τους ίδιους Έλληνες περικλείει. Αυτούς, λοιπόν, τους ' Ελληνες, τους έτσι διά­ σπαρτους μέσα στο χώρο αλλά και μέσα στην ιστορία (1453 - Τουρκοκρατία - 1921), αυτό ακριβώς το μέγα πανελλήνιον (Α72) 26 το ποί­ ημά μας, για να τους ονομάσει, θα χρειαστεί ένα όνομα διαχρονικού και «δια-χωρικού» κύ­ ρους: Γραικοί. Και αυτών των ανθρώπων τα βά­ σανα και τα άδλα είναι, βέβαια, πράγματα δι­ κά μας, Γ ραικικά-27 ας θυμηθούμε σ' αυτό το σημείο και την «παραλλαγή με μολύβι», που επιμένει: δικά μας πράγματα. Στη δεύτερη ενότητα του Π άρδεν (4-10) οι τρεις από τους επτά στίχους είναι σε εισαγωγι­ κά: πρόκειται για τις ενσωματώσεις από τα δη­ μοτικά τραγούδια που είδαμε. Πιο πέρα, όμως, υπάρχει μια συμμετρική εναλλαγή των εντός ει­ σαγωγικών και των εκτός, καθώς και μια συμ­ μετρία μεγέθους των στίχων σ ’ αυτή την ενότη­ τα: στίχος 4 : Ιδσύλλαβος χωρίς εισαγωγικά » » 5 : Ιδσύλλαβος με » 6 : 11σύλλαβος χωρίς » » 7 : 13σύλλαβος με » » 8 : ΙΟσύλλαβος χωρίς » » » 9 : Ιδσύλλαβος με 10 : Ιδσύλλαβος χωρίς » » Μ’ άλλα λόγια, στην ενότητα αυτή ο ομιλητής είναι σα να «διαλέγεται» με το ξένο κείμενο, ταιριάζοντας και τους ρυθμούς των δικών του στίχων με τους ρυθμούς του δημοτικού τρα­ γουδιού (παράλληλα προς τη συναισθηματική συμπόρευση), έτσι ώστε, τελικά, η φωνή η δική του και η φωνή του ανώνυμου λαϊκού δημιουρ­ γού να ταυτιστούν: στο τέλος της ενότητας ο οπωσδήποτε μη λαϊκός ομιλητής στο ποίημά μας (ή -αν θέλετε- ο poeta doctus Κ. Π. Καβάφης) φτάνει στο σημείο το στίχο του λαϊκού ποιητή πήραν την Πόλη, πήραν την- πήραν την Σα­ λονίκη να τον οικειοποιηθεί: τον λέει ο ίδιος πια, δίχως εισαγωγικά (10)· και αυτή η οικειοποίηση (ή: η υποταγή του ατόμου στη συλλογική συνείδηση: ή: η ανάληψη από το άτομο της ευθύνης να μι­ λήσει εν ονόματι ενός λαού· όπως και να το πού­ με) είναι ακόμη πιο σημαντική, από τη στιγμή που ο ίδιος αυτός στίχος είχε, λίγες αράδες πιο πάνω, παρατεθεί ως αυτό που είναι: ξένος στί­ χος· μέσα σε εισαγωγικά (5).28 Και, αν με οδηγεί σωστά η ευαισθησία μου,


68/αφιερωμα είναι αυτή ακριβώς η οικειοποίηση του δημοτι­ κού λόγου στη β' ενότητα που θα φέρει, στην γ ' ενότητα (13-13), την ανάμειξη του «εμείς» (da σωδούμε) με τους μακρννονς Γραικούς· και το συντονισμό του θρήνου του Γιανίκα με το δικό μας θρήνο. Τα ερωτήματα «ποιοι είμαστε εμείς;» και «για­ τί θρηνούμε;» μπορούν, για λίγο ακόμη, να πε­ ριμένουν την απάντησή τους. Τεκμήρια ή έστω σημαίνουσες ενδείξεις, σχετι­ κά με το ενδιαφέρον του Καβάφη ειδικά για το ποντιακό ιδίωμα ή το ποντιακό δημοτικό τρα­ γούδι, δεν έχουμε. Ωστόσο, δύο παρατηρήσεις πρέπει να γίνουν εν προκειμένω. Ό τα ν γράφει, στα 1918 μάλλον, την αδημοσί­ ευτη κριτική του για τη Grammaire du grec moderne του H. Pernot (Παρίσι, 1917), ο Καβάφης, πάνω στη φράση του «Το "δυο” έχει γενική " δυονώ” », βάζει την εξής (αδικαιολόγητη;) υπο­ σημείωση (Πεζά, 218): «Στον Πόντο λένε κ ’ αιτιατική δύους (και τρίους)». Και στη δημοσιευμένη στα 1914 βιβλιοκρισία του για τις Εκλογές του Νικολάου Πολίτη, που την ξαναναφέραμε, από το δεύτερο επίμετρο

του βιβλίου («Β'. Τραγούδια εις ελληνικός δια­ λέκτους») και από τα δύο «άσματα της Τραπεζούντος» που περιέχονται στο επίμετρο αυτό (ακριβέστερα, από την παραλλαγή 5Α, κατά την αρίθμηση του Πολίτη), ο Καβάφης απομονώνει και παραθέτει τους εξής στίχους (Πεζά, 214): «Σίτ' έψαλλαν, σίτ ώριζαν τημ Πόλ ' τηρ Ρω­ μανίαν... Έ να ν παιδίν, καλόν παιδίν έρχεται κι αναγνώδει... Σ ίτ αναγνώδ ’, σίτ έκλαιγεν, σύτιν ατούς να λέγη... Κι ατοίν ατόναν έδαψαν 'ο σό χλοερόν τιουσ ’έκιν...» Ή δη λοιπόν από το 1914 περιφέρονται στα περιθώρια της καβαφικής έμπνευσης και η Ρωμανία και ο Γιανίκας, αυτός ο εύψυχος και μαζί ευαίσθητος αναγνώστης. Ας δούμε τώρα με ποιον τρόπο το καβαφικό ποίημα ενσωματώνει στους στίχους του το Τράπεζούντιον άσμα: τι δέχεται, τι παραλεί­ πει, τι αλλάζει,29 τι προσθέτει. Το δημοτικό τραγούδι αριθμός 198 της συλ­ λογής του Πάσοβ είναι το εξής:

Την πόλιν όταν έκτιζεν ο Ζάπι Κωνσταντίνων, Είχεν πορτάρους δίκλοπους κι ’ αφέντας φοβετσάρονς, Είχεν και σκύλον μάρμαρον, πού εδούνεν τα κλειδιά. 5 Κ ι' έναν πουλίν, καλόν πουλίν κι ’ απέ την πόλιν έρται, Και τ ’ έναν το φ τερούλν' αδε στ ’ αίμαν έτον βαμμένον, Και σ τ ' άλλο το φτερούλν ’ αδε χαρτίν περιγραμμένον, Κι ’ ουδέ στην άμπελον κονεύ ’ μηδέ στο περιβόλι, Επήγεν και εκόνεψεν στον κυπαρέσσ ’ την ρίζαν. 10 Έ ρχονται χίλιοι πατριάρχ ’ και μύριοι δεσποτάδες, Κανείς ατό πάλ ’ 'κι αναγνώδ ’, κανείς ξάν ‘κι αναγνώδει. Χ έρας υιός Γιανίκας έν, ατός ατ ’ αναγνώδει. Σίτ ’ αναγνώδ ’, σίτ ’ ανακλαίγ ’, σίτ ανακρούγ ’ την κά ρδ ια ν Ν ’ αοιλλοί εμάς, να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρδεν, 15 Επάρδαν τα προπύλαια και τα βασιλοσκάμνια, Επάρδαν και αι εκκλησιαίς κι ’ όλα τα μοναστήρια, Επάρδεν και Αγεσοφιά, το μέγαν μοναστήριν Είχεν σαράντα καλογέρ 'ς κ ' εξηνταπέντε διάκουςΕίχεν δώδεκα σήμαντρα, δεκαοχτώ καμπάνας20 Είχεν και την εγάπην μου σ τ ’ έναν καφές κρυμμένην. Τον κόσμον εδιαπάτεσα, την γην τροχόν εποίκα, Κ ι' αμόν εαέν το κόρασιον στην οικουμένην ‘κ εύραΤ ' ομμάτια a ’ κόφνε τον πασάν, τ ’ οφρύδια ο ’ τον βεζύρην, Κι ’ ατό το ματοχόσιαμαν σκοτόν' εμέν κι ’ άλλ ’ έναν.


αφιερωμα/69 Ο καβαφικός ομιλητής από την τραπεζούντια αυτή παραλλαγή απομονώνει τους στίχους 514- αυτοί τον ενδιαφέρουν. Οι υπόλοιποι παρα­ μερίζονται, είτε διότι -όπως σημείωνε «με μολύ­ βι» ο ίδιος ο ποιητής- κομμάτ ’ είν ’ η παραλ­ λαγή φθαρμένη (λ.χ. στους τελευταίους 5 στί­ χους και στον «κενό» στίχο 4), είτε επειδή κά­ ποιοι στίχοι, για τη νεότερη αίσθηση του ομιλητή (και τη δική μας), μοιάζει να αποδυνα­ μώνουν το θρήνο (οι στ. 15-19, που είναι σα να αναπτύσσουν το πάρδεν του στ. 14). Από τους δέκα στίχους (5-14) του δημοτικού τραγουδιού που τον ενδιαφέρουν, ο ομιλητής του Πάρδεν παραμερίζει έναν ακόμη, τον 6: Και τ ’ έναν το φτερούλν’ αδε σ τ ’ αίμαν έτον βαμμένον, είτε για λόγους θεματικής/συγκινησιακής λιτό­ τητας, είτε επειδή το συναισθηματικό βάρος του στίχου αυτού το αισθάνεται αφομοιωμένο κατά κάποιον τρόπο μέσα στο επιφώνημα αλοίμονον και στο επίθετο μοιραίον, που ο ίδιος ο ομιλητής έχει προσθέσει στην αρχή ήδη της τελευταίας ενότητας του ποιήματός μας. ' Ετσι, οι εναπομένοντες εννέα στίχοι της τραπεζούντιας παραλλαγής (5,7-14) αντιστοιχούν στους εννέα στίχους (15-23) της τελευταίας ενό­ τητας του Πάρδεν. Αυτά, ως προς το τι από το δημοτικό τραγού­ δι παραλείπεται στο καβαφικό ποίημα. Ο πρώτος στίχος της τελευταίας ενότητας του Πάρδεν (15), Μα αλλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πά­ λιν έρται», αντιστοιχεί στο στίχο 5 του δημοτικού τραγου­ διού Κ ’ έναν πονλίν, καλόν πονλίν κι ’ απέ την πά­ λιν έρται, με κάποιες, βέβαια, αλλαγές: το β' ημιστίχιο του δημοτικού στίχου ενσωματώνεται στο Πάρδεν, με την παράλειψη όμως του κι ’, ενός συστατικού λαϊκής αφήγησης που δε θα ταίρια­ ζε και τόσο στο λόγιο τόνο του πρώτου μισού του καβαφικού στίχου· σ’ αυτό το πρώτο μισό η επίσης λαϊκή επανάληψη «έναν πουλίν, καλόν πουλίν» απορρίπτεται, και το «καλόν» αλλάζει -ενδεικτικότατα- σε μ οιρα ίον30 παράλληλα, προστίθεται το αλοίμονον. Και ολόκληρη η τε­ λευταία ενότητα εισάγεται (όπως και η γ ' ενό­ τητα: Όμως, 11) αντιθετικά, με το (πρόσθετο επίσης) Μα, που αντιθέτει την ελπίδα του δα σωθούμε (14) με την πραγματικότητα, η οποία όσο κι αν δυσοίωνα την υποδηλώνουν οι ενδιά­

μεσοι στίχοι, μόνο στο τέλος του ποιήματος θα αποκαλυφθεί: η Ρωμανία πάρδεν (23). Η μικρή αλλαγή στο στίχο 16 (με στο αντί «Και στ’ άλλο το» του στ. 7 του δημοτικού τραγουδιού) ήταν, φυσικά, αναπόφευκτη μετά την απόρριψη του στίχου 6 της τραπεζούντιας παραλλαγής. Οι χρόνοι του ρήματος στην ενότητα αυτή του Πάρδεν ακολουθούν τους χρόνους του δη­ μοτικού τραγουδιού. Το πρώτο μισό της ενότη­ τας (15-18) καλύπτεται από αυτούσια τα ρήμα­ τα του τραπεζούντιου κειμένου (έρται, κονεϋ ’, επήγεν, εκόνεψεν): όπως και στο υπόλοιπο καβαφικό ποίημα, οι χρόνοι είναι παρελθοντικοί (εκτός από τον ιστορικό ενεστώτα κ ο ν ε ϋ ', που όμως σχεδόν εξουδετερώνεται από τους αό­ ριστους που τον περιβάλλουν). Στο δεύτερο μι­ σό της (19-23) η τελευταία ενότητα συντονίζει τους χρόνους των ρημάτων της με το «ξένο» κείμενο: περνά στους (μοναδικούς σ’ όλο το Πάρδεν) ενεστώτες: δύνανται, θέλουν, έν, παίρνει, διαβάζει, ολοφύρεται, αναγνώ δ’, ανακλαίγ', ανακρούγ ’. Ο στίχος 19 του Πάρδεν Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν αποτελεί συμπύκνωση των στίχων Έ ρχονται χίλιοι πατριάρχ ’ και μύριοι δε­ σποτάδες, κανείς ατό π ά λ ’ ’κι αναγνώδ', κανείς ξαν ’κι αναγνώδει.


70/αφιερωμα Δεν πρόκειται όμως για συμπύκνωση μόνο. Το καβαφικό κείμενο, με τα δύο του ρήματα (δεν δύνανται - δεν δέλουν), σχολιάζει το γεγονός. Το δεν δύνανται, εκτός από αδυναμία φυσική, μπορεί να σημαίνει και αναξιότητα (αδυναμία στο ηθικό επίπεδο)· οπότε ο γιος της χήρας, ο Γιανίκας (20), είναι άξιος, γιατί είναι νέος (και όχι γέρος), ίσως αθώος (κι όχι ένοχος), οπωσδή­ ποτε με μάτι κ α ι μυαλό καθαρό (κι όχι σκοτισμένο). Από την άλλη, το δεύτερο ρήμα, το εναλλακτικό, παρένθετο και χαμηλόφωνο δεν δέλουν ανοίγει (και οι προθέσεις εν προκειμένω του Καβάφη λίγο ενδιαφέρουν) διά­ πλατα τις πόρτες σ’ έναν προβληματισμό ιστορικών/πολιτικών διαστάσεων, από τον οποίο οι αρχιερείς δε βγαίνουν κερδισμένοι στη συνεί­ δησή μας. Και προς την ίδια αυτή κατεύθυνση, αν δεν κάνω λάθος, λειτουργεί και η αντικατά­ σταση του χίλιοι ηατριάρχ ’ και μύριοι δεσπο­ τάδες με το ψυχρό αρχιερείς, που κυρίως εξουσία δηλώνει.31 Εξάλλου, ας θυμηθούμε ακό­ μη ότι η καβαφική εκδοχή για την ουράνια αποστομωτική Φωνή είναι πως απευθύνεται κυρίως στους εκπροσώπους της εξουσίας: στο βασιληά και στον πατριάρχη· σ' αυτούς λέει να πά-φουν πια (8).32 Αντίθετα προς τη συμπύκνωση που είδαμε, ο τραπεζούντιος στίχος 12, Χ έρα ς υιός Γιανίκας έ ν ’, ατός α τ ’ αναγνώδει, αφού δανείσει το α' ημιστίχιό του στο καβαφι­ κό ποίημα, κατά το β' ημιστίχιο αναπτύσσεται: «Χέρας υιός Γιαννίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί και το διαβάζει κι ολοφύρεται. Έ τσι το ένα «αναγνώθει» τριπλασιάστηκε: παίρνει και διαβάζει και ολοφύρεται. Γιατί; Για λόγους, φαντάζομαι, και σκηνικούς και μουσικούς: το αυτός το παίρνει τονίζει την κί­ νηση του πρωταγωνιστή, μια κίνηση απότομη κι αποφασιστική, απέναντι στους αργοκίνητους και μουδιασμένους αρχιερείς · και το ολοφύρε­ ται, προανακρούοντας στην καβαφική γλώσσα τον τραπεζούντιο θρήνο (ανακλαίγ ’, ανακ ρ ο ύ γ’ την κάρδιαν), μας οδηγεί, μέσα από ένα πολυφωνικό κρεσέντο ενεστωτικών ρημά­ των (παίρνει, διαβάζει, ολοφύρεται, αναγνώδ', ανακλαίγ', ανακρούγ’), στην έξοδο του ποιήματος, όπου υψώνεται πικρός, οξύς και ευθύς ο λόγος του Γιανίκα: Ν ’ αοιλλή εμάς να βάι εμάς η Ρωμανία πάρδεν.

Ο συγκινησιακός συντονισμός του αναγνώστη με το θρήνο του Γιανίκα θα πρέπει να προκαλέσει ερωτήματα: α) γιατί ο αναγνώστης συντονί­ ζεται; και β) ποιος αναγνώστης; Το δεύτερο ερώτημα μοιάζει περιττό ή παρά­ λογο· έχει, όμως, δύο δυνατές απαντήσεις: Ο σημερινός αναγνώστης, από την έκδοση δηλαδή του ποιήματος (1968) έως σήμερα. Κι ο ανα­ γνώστης τον καιρό που γράφτηκε το ποίημα (Μάρτης του 1921)· και, εφόσον το ποίημα έμεινε ανέκδοτο, μπορούμε να είμαστε περίπου βέβαιοι ότι το Μάρτη του 1921 μοναδικός ανα­ γνώστης του Πάρδεν ήταν ο ίδιος ο ποιητής. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, όσον αφο­ ρά το σημερινό αναγνώστη, δεν μπορεί ιΐαρά, προς το παρόν, να είναι: ο αναγνώστης ταυτίζε­ ται με το εμείς του ποιήματος (και, ειδικά, με το εμείς του Γιανίκα), επειδή τον συγκινούν τα σχετικά με το χαμό της Πόλης. Ό σ ον αφορά όμως τον ποιητή-αναγνώστη, το ερώτημα εύκο­ λα μετατοπίζεται: γιατί ο Καβάφης γράφει αυτό το ποίημα το Μάρτη του 1921; από πού ξεκί­ νησε η συγκίνησή του; Η Καρέλλη (σ. 322) έχει παρατηρήσει: «Σα να προείδε ο Αλεξανδρινός το ξερίζωμα του Ελλη­ νισμού του Πόντου». Βρισκόμαστε, βέβαια, στο Μάρτη του 1921, και η Σμύρνη καίγεται τον Αύγουστο του 1922. Τι συμβαίνει; έχουν οι ποιητές μαντικές ικανό­ τητες; Την απάντηση μας τη δίνει ένας άλλος ποιη­ τής, που συνδυάζει τη «συναισθηματική γνώ­ ση» της ιστορίας με τη διορατικότητα του δι­ πλωματικού υπαλλήλου: ο Γιώργος Σεφέρης. Και η απάντησή του δεν είναι μεταφυσικού χα­ ρακτήρα· δε θα μπορούσε να είναι. Είναι απάν­ τηση πολιτική. Ο Σεφέρης είχε υποστηρίξει, στη γνωστή μελέ­ τη του «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ· παράλλη­ λοι», πως το ποίημα του Καβάφη Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες (Β31), γραμμένο και δημοσιευμένο το Φεβρουάριο του 1922, συνδέεται με την Καταστροφή του ’22. Και όταν ο Τ. Μαλάνος του παρατήρησε πως η Καταστροφή συνέβη εφτά περίπου μήνες μετά τη γραφή του ποιήματος, ο Σεφέρης απάντη­ σε:33 Α ν το ποίημα είχε δημοσιευτεί [ή, για την περίπτωση του Πάρθεν: γραφτεί] ένα χρόνο πριν, δα ήταν για μένα το ίδιο. Γιατί το κύριο σημείο του συνταυτισμού και της κριτικής του παρόντος για τον Καβάφη είναι πριν απ ’ όλα (...) το έτος της κατάντιας. Δεν το αισδάνεσαι αυτό, γιατί συναισδηματικά ανήκεις στη σχολή εκείνων που πίστευ­


αφιερωμα/71 αν πως όλα αυτά ήταν η τυχοδιωκτική πολιτι­ κή του γυαλάκια, ή ο «ιμπεριαλισμός της με­ γάλης ιδέας». Δ εν πρόκειται βέβαια να συζη­ τήσουμε τώρα αυτά τα παρωχημένα· όμως για τους άλλους που πίστευαν διαφορετικά -και ο Καβάφης δεν ήταν ξένος από τη «Μεγάλη Ιδέα »- η πραγματική καταστροφή -τα επακό­ λουθά της δεν ήταν διόλου απροσδόκηταήταν η εσωτερική κατάρρευση του '20.

Συντομογραφίες Α ή Β: πρώτος ή δεύτερος τόμος της γνωστής δί­ τομης έκδοσης του αναγνωρισμένου ποιητικού έργου του Καβάφη, φιλογογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Ίκαρος.

Έτσι, λοιπόν, πλάι στο Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες έχουμε άλλο ένα ποίημα του Καβάφη που συνδέεται με την «πραγματική καταστροφή του Ελληνισμού της Μικρασίας και του Πόντου.34 Ελπίζω πως, μετά απ ' αυτά, και του σημερι­ νού αναγνώστη η συγκίνηση αποκτά μιαν ακό­ μη, πολύ ενδιαφέρουσα, διάσταση.

Αν.: Κ. Π. Καβάφη, Ανέκδοτα ποιήματα (18821923), φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. 1968. Πεζά: Καβάφη Πεζά, παρουσίαση, σχόλιο Γ. Α. Παπουτσάκη, 1963. Οι αριθμοί μετά από τις συντομογραφίες αυτές παραπέμπουν σε σελίδες.

Σημειώσεις: 1. Αν. 183-185 και 248-249. Φωτογραφία του χειρόγρα­ φου στο περ. Η λέξη, αφιέρωμα στον Καβάφη, τεύχ. 23 (Μάρτης-Απρίλης ’83), σ. 320. 2. Διατηρώντας τις σχετικές ευθύνες, θέλω ωστόσο να ευχαριστήσω και από εδώ τους φίλους Diana Haas και Μιχάλη Πιερή για τη βιβλιογραφική βοήθεια που μου πρόσφεραν, καθώς και για την καλοσύνη τους να δια­ βάσουν ένα προσχέδιο αυτής της εργασίας και να κά­ νουν χρήσιμες παρατηρήσεις. Οι βιβλιογραφικές αναφορές στο Πάρθεν είναι οι εξής: Δαλλας: Γιάννης Δάλλας, Καβάφης και ιστορία, αι­ σθητικές λειτουργίες, 1974, σ. 174, 181-182, 198-199 και 212. Βλ. σχετικά παρακάτω, στο κείμενο. Haas: Diana Haas, «Canafy’s reading notes on Gibbon’s "Decline and Fall"», στο περ. Folia Neohellenica 4 (Άμστερνταμ 1982), σ. 80-81. Σύντομη αναφορά στην αρχή του ποιήματος, για να υποστηριχτεί και μ ’ αυτόν τον τρόπο η καβαφική «admirationfor the decapentasylla-1 bic demotic song». Καρέλλη: Ζωή Καρέλλη, «Νύξεις», στο περ. Η λέξη, ό.π., α. 319-322- το άρθρο έχει χρονολογία 1969. Βλ. σχετικά παρακάτω, στο κείμενο. Λορεντζάτος: Ζήαιμος Αορεντζάτος, Μικρά αναλυτι­ κά στον Καβάφη, [1977], α. 9-15- πρόκειται για κείμε­ νο γραμμένο λίγο μετά την κυκλοφορία των Αν. Βλ. σχετικά παρακάτω, στο κείμενο. Μαλάνος: Τίμος Μαλάνος, «Η λέξη "Ρωμιοσύνη" και ο Καβάφης (γράμμα στο Γ. Βαλέτα)», στο βιβλίο του Ο Καβάφης απαραμόρφωτος, 1981, σ. 45. Βλ. σχε­ τικά παρακάτω, σημείωση 3. Πάσχος: Π. Β. Πάσχος, «Η θλίψη του αμαρτήμα­ τος», στο Μέρες του ποιητή Κ. Π. Καβάφη, «Τετράδια Ευθύνης» 19, [1983], σ. 186. Βλ. σχετικά παρακάτω, σημείωση 32. Pontani: Filippo Maria Pontani, «Motivi classici e bizantini negli inediti di Kanafis», ανάτυπο, από τα Atti dell’ Istituto Veneto di scienze, lettere ed arti, Βενετία 1970, a. 319. Μισή σελίδα, σαν παράρτημα του κυρίως θέματος, όπου, μεταξύ άλλων περιγραφικών, επισημαίνεται ότι

ο Καβάφης, ενσωματώνοντας τους ιδιωματικούς πον­ τιακούς στίχους, είναι «come assaporame it singolare aspetto dialettale». Risva: Marina Risva, La pensee politique de Constantin Cavafy, Παρίσι 1981, σ. 50-53. Βλ. σχετικά παρακάτω, σημείωση 3. Χατζηφώτης: I. Μ. Χατζηφώτης, «Ο Καβάφης μετά θάνατον», στο βιβλίο του Η Αλεξάνδρεια και ο Καβά­ φης, β ’ έκδοση, χ.χ., α. 91. Βλ. σχετικά παρακάτω, ση­ μείωση 3. Χουλιάρας: Γιώργος Χουλιάρας, «Λογοτεχνία και εξορία: Σημειώσεις για τον Καβάφη», στο περ. Χάρ­ της, αφιέρωμα στον Καβάφη, τεύχ. 5/6, Απρίλιος 1983, α. 569. Βλ. σχετικά παρακάτω, σημείωση 27. 3. Ο Χατζηφώτης το μόνο που βλέπει είναι ότι «το "Π άρδεν" θέτει επιτακτικά το θέμα της μελέτης των βυζαντινών πηγών τον Καβάφη»! Ο Μαλάνος σημειώνει ότι Ρωμανία (Ήάρθεν, στ. 23) «ονομαζόταν τον καιρό της Ενετοκρατίας το ανατολι­ κό τμήμα της Πελοποννήσου» -ποιας Ενετοκρατίας και ποια Πελοπόννησος; Ήδη στα 1860 ο Πάαοβ ση­ μείωνε στον indicem geographicum της συλλογής του (από την οποία προέρχεται η τραπεζούντια Ρωμανία του ποιήματός μας): «Ρωμανία η sc. πόλις = Constantinopolis». Η Risva, a. 50, ανακατεύει κι αυτή καιρούς και τό­ πους στη σχετική με τη Ρωμανία υποσημείωσή της: «La "Romanie" c’ est V Empire remain hellenique d’ Orient, ce qui en reste, en somme la Gr'ece». Και μεταφράζει το καβαφικό ποίημα με ασύγγνωστη προχειρότητα- δεί­ γμα: το χέρας υιός Γιαννίκας έν το αποδίδει, θεωρών­ τας γενική θηλυκού το αρσενικό Γιανίκας, και αριθμη­ τικό (ένας γιος) το ρήμα έν (έναι/είναι): «lefils unique de la veuve Gianica». 4. To γεγονός ότι με τη λέξη του τίτλου «τελειώνει το ποίημα» το έχει επιαημάνει και η Καρέλλη, σ. 321. Οι σχετικές παρατηρήσεις της, ωστόσο, παρά το ενδιαφέ­ ρον που παρουσιάζουν, δεν παύουν να είναι ποιητι­ κής κατηγορίας αντιδράσεις και, σε τελική ανάλυση, ιμπρεσιονιστικές.


72/αφιερωμα 5. Στα 1884 γράφεται το ανέκδοτο DUnya gtlzeli (Αν. 7 και 209)· στα 1892 το ανέκδοτο «Nous η' osons plus chanter les roses» (Αν. 25‘ βλ. και F. Lavagnini, «La poesia Nous n’ osons plus chanter les roses di K. Kavafis», στο περ. Folia neohellenica 1 (Άμστερνταμ, 1975), a. 85-94)· στα 1893 δημοσιεύεται το αποκηρυγμένο Vulnerant omnes ultima necat (Av.42)· στα 1899 γράφεται το μόνο με ξενό­ γλωσσο τίτλο από το corpus των 154 ποιημάτων, το Che fece... il gran rifiuto· δημοσιεύεται στα 1900. Υπάρχει επίσης και ο τίτλος Lights, Lights, Lights ενός ποιήματος τον Οκτωβρίου τον 1893, που είτε δε δημοσιεύτηκε (κι ούτε σώζεται στο αρχείο), είτε δη­ μοσιεύτηκε με τίτλο που παραμένει αταύτιστος (βλ. Αν.60 και ιβ'). Βλ. ακόμη τον τίτλο /La jeunesse blanche/ του 1895 (Αν. 77 και 224). 6. Σ ’ αυτά ίσως μπορεί να συνυπολογιστεί και ο ομηρι­ κός (Ιλ. Ζ 146) τίτλος Οίαπερ φύλλων .γενεή, πιθανόν του 1884, που στα 1895 6α μετατραπεί σε Η ελεγεία των λουλουδιών (αποκηρυγμένο· δημ. 1895· βλ. Αν. 6 και 78). 7. Δηλαδή η περίπτωση της επιγραφής ή motto δε θεωρή­ θηκε ενσωμάτωση, πρώτον βέβαια γιατί δεν είναι, αλ­ λά και, δεύτερο, γιατί από τεχνική άποψη η παράθεση ενός motto, έστω και ξενό-/αρχαιό-γλωααου, ανάμεσα στον τίτλο και στο κείμενο ενός ποιήματος, ούτε και­ νοτομία αποτελούσε στα χρόνια του Καβάφη, ούτε τόλμη απαιτούσε. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με τις ενσωματώσεις που επισημαίνουμε. Ο Καβάφης χρησιμοποίησε motto στα εξής ποιήματά του. Από τα αποκηρυγμένα, στο Λόγος και σιγή (αρα­ βική παροιμία). Από τα ανέκδοτα, στα Προς τας κυρί­ ας (Shakespeare). Στο σπίτι της ψυχής (Rodenbach), Γνωρί­ σματα (Ιμέριος), Η επέμβασις των θεών (Emerson και Α. Dumas, fils) και Ποσειδωνιάται (Αθήναιος). Από το εκδομένο-εγκεκριμένο έργο, στα Σοφοί δε προσιόντων (Φιλόστρατος- μέρος όμως του motto σχηματίζει τον τίτλο, και έτσι η περίπτωση εντάσσεται στις ενσωμα­ τώσεις), Ο βασιλεύς Δημήτριος (Πλούταρχος), Απιστία (Πλάτων) και Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς (Ιουλιανός). Ας σημειωθεί ακόμη η αισχυλική επιγραφή (Προμη­ θέας Δεσμώτης, 1093) στα Τείχη, που όμως από νωρίς ο Καβάφης την απέρριψε- βλ. σχετικά Γ. Π. Σαββίδης, Οι καβαφικές εκδόσεις (1891-1932), 1966, α. 30-31- και Κ. Π. Καβάφης, Πανομοιότυπα των πέντε πρώτων φυλ­ λαδίων του (1891 ;-1904), παρουσίαση-αχόλιο Γ. Π. Σαββίδης, 1983. Για το «ρόλο των επιγραφών» στο καβαφικό ποιητι­ κό έργο βλ. Γ. Π. Σαββίδης, Οι καβαφικές εκδόσεις, ό.π., α. 127-129. Μια γόνιμη συσχέτιση του motto με το κείμενο του ποιήματος στο Ο βασιλεύς Δημήτριος κάνει ο X. Λ. Καράογλου, «Για το ποίημα "Ο βασιλεύς Δημήτριος" του Κ. Π. Καβάφη» στο περ. Διαγώνιος, τεύχ. 6 (Σεπτ.-Δεκ. 1980), σ. 272-284. Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί η περίπτωση του Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς (Β55- δημ. 1926), περίπτωση οριακή, καθώς ένα ελάχιστο τμήμα του motto μοιάζει να ενσωματώνεται (δίχως όμως και να δηλώνεται η ενσωμάτωση- δίχως δηλ. εισαγωγικά) στους δύο τελευ­ ταίους στίχους του ποιήματος. 8. Ακολουθώ τη διαίρεση που προτείνει στην αρχή μελέ­ της του ο Μ. Πιερής, «Το "μέσα" και το "έξω" στην ποίηση του Καβάφη», περ. Χάρτης, ό.π., σ. 679-694. 9. Το Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες (Β31 ■ γρ. και δημ. Φεβρ. 1922) αποτελεί μιαν ακόμη «ψενδοεναωμάτωαη» -όχι όμως ασύμβατου γλωσσικά υλι­ κού: το πλαστό επίγραμμα του 109 π.Χ., που καλύπτει τα 6/8 του οκτάστιχου ποιήματος, δεν παρατίθεται στο «πρωτότυπο»· έχει μεταφερθεί στα νέα ελληνικά.

10. Καταρχήν οι σχετικές με το Πάρδεν σημειώσεις του Γ. Π. Σαββίδη (Αν. 249)· και επίσης ο Pontani, ο Λορεντζάτος, α. 11-12, η Haas. Πρόκειται για μια εκτενή κριτική παρουσίαση των Εκλογών από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού του Νι­ κολάου Πολίτη, που ο Καβάφης δημοαίεψε στη Νέα Ζωή το 1914· και για μια συντομότερη, των Καρπαδιακών δημοτικών ασμάτων του Μ. Γ. Μιχαηλίδου, στα αλεξαντρινά Γράμματα το 1917· αναδημοσιεύονται στα Πεζά, 107-126 και 127-136. 11. Για τις αρνητικές κρίσεις του Δ άλλα, α. 181-182, ότι το Πάρδεν «βαρύνεται από αδυναμίες», ότι «δεν λει­ τουργεί η αρχή» του, ότι το ποίημα «δεν ενορχηστρώ­ νει και δεν οικονομεί τα τεκτονικά μέλη και τη γλωσ­ σική ύλη της πηγής τον προπάντων δεν τη συντονίζει επάνω στο κλειδί του δικού του ποιητικού ρυθμού»· ότι έχουμε να κάνουμε με «φαναριώτη υποβολέα», «αποστήθιση προγονικού μαθήματος» και «μυθοποιητική και αφομοιωτική ανεπάρκεια» -για όλα αυτά εί­ μαι υποχρεωμένος να σημειώσω ότι τα θεωρώ αστήρι­ χτα, για λόγους που αναπτύσσονται, φαντάζομαι, αρ­ κετά στις επόμενες σελίδες. Όσον αφορά ειδικά τον τρόπο με τον οποίο χρησι­ μοποιεί το Πάρδεν «τα τεκτονικά μέλη και τη γλωσσι­ κή ύλη της πηγής του», ας σημειώσουμε ότι η Καρέλλη, σ. 319, επισημαίνει (δίχως, δυστυχώς, να τις κατα­ γράψει και να τις συζητήσει παραπέρα) τις «παρεμ­ βολές και μεταβολές που (ο Καβάφης] επιφέρει στο δημοτικό τραγούδι, όπου στηρίζεται»· και υποστηρίζει (σωστά, όπως θα φανεί, ελπίζω) ότι η «δυναμικότητα του ποιήματος» οφείλεται και σ ’ αυτές τις «παρεμβο­ λές και μεταβολές». 12. Όπως, λ.χ., οι βυζαντινές λέξεις στο Δωδεκάλογο ή στη Φλογέρα του Παλαμά■ ή άλλων. 13. Και δεν μπορώ να μη σημειώσω πως η κατασκευαστι­ κή τόλμη του Καβάφη δεν έφτασε ποτέ ώς το σημείο να ενσωματώσει στα ποιήματά του αρχαιόγλωοοα δ ι α λ ε κ τ ι κ ά κείμενα, λ.χ. Ηρόδοτο ή άλλα. 14. Τον «ψυχολογικό κόμπο Άλωση της Πόλης» τον εκ­ φράζει και το ποίημα Θεόφιλος Παλαιολόγος (Αν. 131), με τρόπο όμως όμοιο μ ’ αυτόν που εκφράζεται το «σύμπλεγμα: Μαγνησία-Λευκόπετρα-Λεία της Κόριν­ θου»: χρήση αφενός μιας λόγιας πηγής, «αίσθηση φθοράς» αφετέρου. Τη θεματική συγγένεια ανάμεσα στο Πάρδεν και στο Θεόφιλος Παλαιολόγος την επισημαίνει και ο Δάλλας, σ. 18Γ και παρατηρεί, σωστά: «Παρόλη τη θεματική τους συνάντηση, καμιά λαβή βαθύτερης αλληλουχίας, συντονισμού ή ισοτιμίας ήχων». 15. Γ. Σεφέρης, «Υστερόγραφο στη δοκιμή "Κ. Π. Καβά­ φης, Θ. Σ. Έλιοτ" παράλληλοι», παρουσίαση Γ. Π. Σαββίδης, περ. Η λέξη, ό.π., σ. 190-197· για τη χρονο­ λόγηση, σ. 190· το απόσπασμα που παρατίθεται εδώ, σ. 195. 16. Τις ενσωματώσεις αυτές (καθώς, φυσικά, και τη μεγα­ λύτερη, του Τραπεζούντιου άσματος/ τις επισημαίνει και ο συνάδελφος Ρ. Badenas στο πολύτιμο βιβλίο του C. Ρ. Cavafls, Poesia completa, introduccibn y notas de Pedro Badenas de la Pena, Μαδρίτη 1982, a. 252. 17. Αν όχι και από τη «φωνή, ψιλή φωνή» του κειμένου 197, στ. 2. 18. Συναισθηματικές αποχρώσεις προσθέτουν οπωσδήπο­ τε στο ποίημά μας και τα δικά μας (3), χαμό (4) και λύπη (13)· δεν είναι όμως άμεσοι δείκτες συναισθή­ ματος. 19. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ο Λορεντζάτος, α. 12, βλέπει ότι το συμπαδητικά «δείχνει», μαζί με τ ' άλλα, και «τη θέρμη της καρδιάς». Αυτήν άλλα τη δείχνουν.


αφιερωμα/73 νομίζω· και τόσο περισσότερο, όσο καλύτερα αιαθανόμαστε την υποθερμία ακριβώς αυτού του επιθέτου. Οι τρεις φορές που συναντώ το επίθετο συμπαθητι­ κός στο αναγνωρισμένο ποιητικό έργο του Καβάφη (Εν τη οδώ, 1· Καισαρίων, 21 · και Η αρρώστια του Κλείτου, 1) συνηγορούν, αν δεν κάνω λάθος, για τη γενικό- τέρα υποτονική σϋνδήλωση της λέξης. 20. Βλ. και Θρ. Σταύρου, Νεοελληνική μετρική, Θεσσαλο­ νίκη 21974, § 61. 21. Βλ. και Σταύρου, ό.π., § 124. 22. Η περίπτωση αυτών των δύο αποστομωτικών προστα­ κτικών με τους διττούς αποδέκτες θα μπορούσε, γόνι­ μα ίσως, να αυμπεριληφθεί στα πλαίσια της μελέτης του Μ. Πιερή «Σιωπή-αποσιώπηση-υπόκριαη του λό­ γου στην ποίηση του Καβάφη», που απόσπασμά της δημοσιεύτηκε στο περ. Το δέντρο, τεύχ. 20 (Απρ. 1981), 181-189. 23. Πρβλ. και όσα σχετικά με τη «δραματική πρόοδο του Καβάφη» προς το Εμείς σημειώνει ο Γ. Π. Σαββίδης, «Η πολιτική αίσθηση στον Καβάφη», στον τόμο Ο πο­ λιτικός στοχασμός των νεοελλήνων συγγραφέων, Αθ. 1977, σ. 99-118, και ειδικά 113 κε. 24. Αυτή την παρατήρηση την κάνει και ο Λορεντζάτος, σ. 15. 25. Δες στον Πάαοβ: «Index locorum quae domicilia singulorum 26. Πρβλ. και τη γνωστή κουβέντα του Καβάφη: «Είμαι κι εγώ Ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός», που κατέγραψε ο Μαλάνος ■ βλ. πρό­ χειρα Β104. 27. Η Καρέλλη, σ. 321, επισημαίνει το Γραικικά και ανα­ ρωτιέται σε παρένθεση «Γιατί άραγε όχι Ελληνικά;». Ο Χουλιάρας συνδυάζει ευαίσθητα το σημείο αυτό του Πάρθεν με τις γλωσσικές ευαισθησίες του ποιητή αφενός, και με την «"κτητική", θα έλεγα, διάσταση στον Καβάφη» αφετέρου, και προτείνει μια σχετική «χωριστή έρευνα». Βλ. και τις σχετικές παρατηρήσεις του Δ άλλα, σ. 174 και 182. 28. Υπάρχουν άλλες δύο, αν δεν κάνω λάθος, παρόμοιες περιπτώσεις στο καβαφικό έργο: α) Στο τέλος του Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω (Β48), όπου ο ομιλητής οικειοποιείται δύο λέξεις του Τυανέα: κεραμεούν και φαύλον (11), που τις είχε λίγο πριν παραθέσει σε ει­ σαγωγικά, κ α ι μέσα στο κείμενο του Φιλόστρατου που το ποίημα ενσωματώνει, κ α ι δίχως τα αυμφραζόμενά τους (6 και 9). β) Στο Εν τω μηνί Αθύρ, όπου ο τελευταίος στίχος επαναλαμβάνει δίχως εισαγωγικά Πρόκειται, βέβαια, σε σύγκριση με το Πάρθεν, για περιπτώσεις ελάσαονες. Δεν μπορώ όμως να μη δια­ φωνήσω ριζικά με το Βασίλη Λαμπρόπουλο, «Περί αναγνώαεως», περ. Χάρτης, ό.π., ο οποίος το μόνο που βλέπει στο τέλος του Εν τω μηνί Αθύρ, είναι ότι «επαναλαμβάνει αμήχανα, κι ίσως με κάποια συγκα­ ταβατική σοφία, την αρχή: αυτό είναι όλο κι όλο που μπορούμε να ξέρουμε» (σ. 663). Πάντως, της ίδιας κατηγορίας με τις παραπάνω τρεις περιπτώσεις (Απολλώνιος ο Τ. εν Ρ., Εν τω μ. Α. και Πάρθεν^ δεν είναι, νομίζω, το δίχως εισαγωγικά Ολιγωρίαν στο στ. 3 του Ο Ιουλιανός, ορών ολιγωρίαν (Β35), όπου πιθανότατα δεν πρόκειται καν για οικειοποίηση της λέξης· ούτε, οπωσδήποτε, το Φεύγε Μιθριδάτα στο τέλος του Εν πορεία προς την Σινώπην (Β71): το παράθεμα αυτό μένει δίχως εισαγωγικά, μό­ νο και μόνο επειδή ήδη βρίσκεται εντός εισαγωγικών ευθέος λόγου· για τις δυο αυτές λέξεις του παραθέμα­ τος ο Καβάφης χρησιμοποίησε, στη θέση των εισαγω­ γικών, ημίμαυρα τυπογραφικά στοιχεία.

Τέλος, μία ακόμη περίπτωση, όπου θα περιμέναμε εισαγωγικά κι αυτά απουσιάζουν, βρίσκεται στο στ. 8 του Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια (Β4Γ γρ. 1917 και 1924, δημ. 1924): ο πραγματευτής τα έχει χαμένα και τέλεια σαστισμένος, Τι είναι η τρέλλα αυτή; ρωτά. Η απουσία των εισαγωγικών στην ερώτησή του γίνεται εμφανέστερη, όταν προσέξουμε ότι στους στ. 3-5 το ντελάλημά του βρίσκεται εντός (πληθώρας) εισαγωγι­ κών: Και «Λίβανον» και «Κόμμι!» / «Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!» / στους δρόμους διαλαλεί. Αν όμως κοιτάξουμε τα πράγματα από πιο κοντά, θα δια­ πιστώσουμε, φαντάζομαι, πως η φράση Τι είναι η τρέλ­ λα αυτή; δε θα μπορούσε να είναι τα ίδια τα λόγια του πραγματευτή· δε θά 'ταν και τόσο «μέσα στην ιστορι­ κή δυνατότητα». Μάλλον αα σχόλιο του αφηγητή μου μοιάζει η τρέλλα αυτή. 29. Δε θα μας απασχολήσουν οι παρακάτω αλλαγές, που μάλλον έχουν χαρακτήρα λίγο πολύ γλωσσικό ή/και ορθογραφικό: του απέ σε απαί, του πόλιν σε Πόλην (το κεφαλαίο αρχικό ο Καβάφης το προτιμά και στην εν­ σωμάτωση του στ. 5), του φτερούλν' σε φτερούλιν, του κυπαρέσσ’ σε κυπαρίσ' και του αοιλλοί σε αοιλλή· ούτε οι αλλαγές στη στίξη. 30. Είναι ίσως αξιοπρόαεχτο, πρώτον, ότι στο αναγνωρι­ σμένο ποιητικό έργο του Καβάφη η λέξη πουλί δεν υπάρχει· και, δεύτερο, ότι στην κριτική του για τις Εκλογές του Ν. Πολίτη ο Καβάφης σημειώνει (με κά­ ποια ευεξία; -πάντως παρενθετικά και καβαφικότατα) την αποτελεσματική εμφάνιση σ ' ένα κλέφτικο τραγούδι του δυσοίωνου «μαύρου πουλιού» (Πεζά, 114): «Το Α ' [δηλ. η α ' από τις δύο παραλλαγές του κλέφτικου] είναι ο θρίαμβος του Κατσαντώνη- η τολ­ μηρή του εμφάνιαις -ας πάει να λέει ό,τι θέλει το μαύ­ ρο πουλί, το μαύρο χελιδόνι- και η νίκη του κατά του Βελή Γκέκα». 31. Κι ας θυμηθούμε και τους «αφέντας» του στίχου 2 της τραπεζούντιας παραλλαγής, που όμως είναι «φοβετσά32. Νομίζω ότι ο Λορεντζάτος, α. 13, ανακαλύπτει στο ση­ μείο αυτό πράγματα που δεν υπάρχουν. Την παρέν­ θεση του στ. 19 την παραβλέπει, και έτσι μπορεί και βρίσκει «διάχυτη σε ολόκληρο το ποίημα» τη «διπλή παρουσία της πνευματικής (πατριάρχης, παπάδες, αρχιερείς) και της κοσμικής εξουσίας (βασιλιάς), του Θεού και του Καίααρα, του υπερφυσικού και του φυ­ σικού: το δικέφαλο πρόβλημα του κάθε ανθρώπου (...) τα πολύτιμα πράγματα που δοξολόγησε η μούσα του Παρόμοια στοιχεία βλέπει στο ποίημα και ο Πά­ σχας, υπερτονίζοντας τη θρησκευτική διάσταση, που με τόση ευφάνταστη επιμονή υπογράμμισε ο Λορεντζά­ τος. 33. Γ. Σεφέρης, «Υστερόγραφο», ό.π., σ. 195. Σε αγκύλες, προσθήκη δική μου. 34. Για τη συναισθηματική διάσταση που η Καταστροφή είχε για τον Καβάφη, ίσως είναι χρήσιμο να παρατεθεί η σχετική μαρτυρία του Πόλυ Μοδινού, Τρεις επιστο­ λές του Καβάφη, 1980, σ. 9-10: «Μέσα Σεπτεμβρίου, 1922, είχε αυντελεατεί η καταστροφή του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, το ξερρίζωμα και ο αφανισμός. Ο Καβάφης καθισμένος στη συνηθισμένη θέση του στο σαλόνι, σκυθρωπός, αμίλητος και περίλυπος. Ήμα­ σταν μόνοι. Ξαφνικά με πνιγμένη φωνή ξέσπασε: "Ε ί­ ναι τρομερό αυτό που μας συμβαίνει. Χάνεται η Σμύρνη, χάνεται η-Ιωνία, χάνονται οι Θεοί..." (...) Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Στο φως της λάμπας είδα τα δάκρυα να κυλούν στο ρυτιδωμένο πρόσωπό του. Από τότε ξέρω και πώς εκδηλώνεται και πώς δεν εκφράζε­ ται ένας μεγάλος πόνος».


74/αφιερωμα


αφιερωμα/75


76/αφιερωμα

Diana Haas

«Στον ένδ ο ξό μας Βυζαντινισμό»: σημειώσεις για ένα στίχο του Κ αβάφη Το 1930 ο Κ. Θ. Δημαράς παρατήρησε ότι «πολύ συχνά, όπως δα συμβαίνει σε πολλούς ποιητές, την πρώτη, την πρωταρχική έμπνευση του κ. Καβάφη το βλαστάρι της έχει κανείς να το αναζητήσει στον τελευταίο στίχο των ποιημά­ των του».' 'Ενα κα τ’ εξοχήν παράδειγμα του φαινομένου αυτού της καβαφι­ κής έμπνευσης είναι, πιστεύω, ο τελευταίος στίχος του ποιήματος «Στην εκ­ κλησία», «στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό», ο οποίος και αποτελεί το αντι­ κείμενο της σημερινής μου ανακοίνωσης.2 Πρωτογραμμένο τον Αύγουστο του 1892, το ποίημα «Στην εκκλησία» δημοσιεύτηκε είκοσι χρόνια αργότερα, το 1912, αφού ξαναγράφηκε στο μεταξύ δύο φορές, το 1901 και το 1906: ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Την εκκλησίαν αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της, τ ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της, τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της. Ε κεί σαν μπω, μες σ ’ εκκλησία των Γ ραικώ ν με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες, με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες, τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυ­ λής μας, στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

Αν και καμιά προγενέστερη μορφή του ποιήμα­ τος δεν σώθηκε στα χαρτιά του ποιητή, υπάρ­ χουν αρκετά εξωτερικά τεκμήρια τα οποία, κα­ θώς θα δείξει μια σύντομη έκθεσή τους, στενά συνδέουν τον τελευταίο του στίχο με την εποχή της πρώτης του σύνθεσης. Πράγματι, το θέμα του Βυζαντίου απασχόλη­ σε πολύ τον Καβάφη κατά τα χρόνια, και τους μήνες, που προηγήθηκαν της σύνθεσης του «Στην εκκλησία». Από το 1888, πιθανώς, έως τον Ιούλιο του 1892, γράφει έντεκα ποιήματα τα οποία θα κατατάξει αργότερα στο θεματικό κεφάλαιο «Βυζαντινοί Ημέραι».3 Αν και μας σώθηκε ένα μόνο από τα ποιήματα αυτά, σε μεταγενέστερη μορφή (το ανέκδοτο «Θεόφιλος Παλαιολόγος»), ωστόσο, από την έρευνα γύρω από τα θέματα των άλλων τίτλων και των ενδε­ χομένων τους πηγών, προκύπτει ένα τουλάχι­ στον πόρισμα: ότι οι δύο περίοδοι της βυζαντι­


αφιερωμα/77 νής ιστορίας που ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη επά­ νω στον ποιητή ήταν η εποχή της πρώτης αναστήλωσης των εικόνων, επί της αυτοκράτειρας Ειρήνης, στον 8ο αιώνα, και η εποχή των Σταυ­ ροφοριών. Και αν θυμηθούμε ότι, σύμφωνα με την ερμηνεία του Παπαρρηγόπουλου (ο οποίος φαίνεται ότι αποτέλεσε την κύρια πηγή για τα ποιήματα αυτά), και αντίθετα προς την ερμη­ νεία των ιστορικών της Δύσης, οι δύο αυτές εποχές αντιστοιχούν στα δύο σημαντικότερα στάδια της βαθμιαίας υποταγής του Βυζαντίου στη θέληση των δυτικών δυνάμεων, τότε θα συμπεράνουμε ότι ο Καβάφης παρακινήθηκε στις «Βυζαντινές» του «Ημέρες» όχι απλώς από «[την] ελληνική παράδοση [τη] φιλοπατρία του, ίσως δε και [την] καταγωγή του», όπως ο ίδιος δήλωσε στον Αθανάσιο Γ. Πολίτη γύρω στα 1930,4 αλλά, επίσης, από έναν λανθάνοντα αν­ ταγωνισμό απέναντι στη Δύση γενικά, και ειδι­ κότερα στη δυτική ιστοριογραφική παράδοση με τη δυσμενή της στάση απέναντι στην Αυτο­ κρατορία της Ανατολής. Ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται φανερός σε δύο πεζά κείμενα που δημοσιεύονται μερικούς μόνο μήνες πριν γραφεί το «Στην εκκλησία», και όπου βλέπουμε πόσο καλά ο Καβάφης είχε αφομοιώσει τη διδασκαλία του Παπαρρηγόπουλου για τη διαχρονική ενότητα του ελληνι­ κού λαού, με το συνακόλουθο τριπλό σχήμα αρχαιότητα-Βυζάντιο-νεότεροι χρόνοι. Στο άρ­ θρο «Ο Καθηγητής Βλάκη περί της Νεοελληνι­ κής», πρώτα δημοσιευμένο τον Δεκέμβριο του 1891, ο Καβάφης εφαρμόζει τη διδασκαλία αυ­ τή στον τομέα της γλώσσας. Γράφει: Οι ξένοι παραγνωρίζουσι την γλώσσαν μας μεγάλως. Την χωρίζουσιν, ούτως ειηείν, από την αρχαίαν Ελληνικήν. Αρνούνται ή αγνοούαι την παράδοσιν της ενότητάς της. Δεν πα ­ ραδέχονται την προφοράν μας. Είναι όδεν ευχάριατον, διαπρεπής ξένος φιλόλογος ως ο καδηγητής Βλάκη, ανήρ ευ­ ρωπαϊκής φήμης, να λαμβάνη εν χερσί την υπεράσπιαιν της γλώασης μας, και να δεικνύη αυτήν εις τους ξένους ως αληδώς έχει και όχι ως την φαντάζονται.5 Και στο άρθρο «Οι βυζαντινοί ποιηταί», δη­ μοσιευμένο τον Απρίλιο του 1892, βλέπουμε τον Καβάφη να εφαρμόζει την ίδια διδασκαλία στον τομέα της λογοτεχνίας ή, πιο συγκεκριμέ­ να, της ποίησης. Γράφει: Οι ποιηταί του μεσαίωνός μας δεν ήσαν μεν αντάξιοι των αρχαίων μας ποιητών, ουδέ των χαριεστάτων οπαδών της Μούσης, ους ανέδειξε π α ρ ' ημίν ο 19ος αιών, αλλά δεν εί­ ναι άξιοι της περιφρονήσεως ην τοις εδεί-

κνυον επ ί τοσούτον χρόνον οι σοφοί της Εσπερίας. Ημείς οι Έ λληνες δεν τους περιεφρονήσαμεν μεν ποτέ, αλλά και δεν τους εγνωρίσαμεν. Η ευσεβής αύτη λήδη είναι καιρός να διακοπή. Οι Βυζαντινοί αοιδοί μάς ενδιαφέρουσι ζωηρότατα, διότι αποδεικνύουσιν ότι η ελληνική λύρα ου μόνον δεν εδραύσδη, αλλά και ουδέποτε έπαυσεν αναπέμπουσα ήχους γλυκείς. Οι Βυζαντινοί αοιδοί αποτελούσι τον σύνδεσμον μεταξύ της δόξης των αρχαίων μας ποιητών και της χάριτος και των χρυσών ελπίδων των συγχρόνων.6 Πρέπει επίσης να αναφερθεί εδώ η εξής πα­ ρατήρηση του Καβάφη για το Βυζάντιο, που βρίσκεται σε ένα τρίτο πεζό του κείμενο, «Το Μουσείον μας», δημοσιευμένο τον Ιούλιο του 1892: Η Βυζαντινή εποχή της Α ιγύπτου ενδιαφέ­ ρει ζωηρώς τους νεωτέρους Έ λληνας, οίτινες από τίνος ήρχισαν σπουδάζοντες μετά περισσοτέρου ζήλου την μακράν μεσαιωνικήν αυτών ιστορίαν, την τόσον πλουσίαν εν ενόόξοις σελίσι.1 Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτη στην παρατήρηση αυτή είναι, βέβαια, η χρήση του επιθέτου «έν­ δοξος» σε σχέση με τα βυζαντινά πράγματα, αν σκεφτούμε ότι βρισκόμαστε σε απόσταση ενός μήνα από τη σύνθεση του ποιήματος που μας απασχολεί εδώ. Πιστεύω πως η σύντομη αυτή έκθεση μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ο στίχος «στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό» αποτελεί, εν μέρει τουλάχιστον, τον καρπό των συλλογισμών του Καβάφη γύρω από το θέμα του Βυζαντίου κατά τα χρόνια 1888-1892, και, πιο συγκεκριμένα, την έκφραση της αφοσίωσής του στις θεωρίες του Παπαρρηγόπουλου. Θυμίζω ότι ένα χρόνο αργότερα θα ξεκινήσει ο εκτεταμένος διάλογος του Καβάφη με τον Γίββωνα, όπου η εξάρτηση του ποιητή από τον ιστορικό του ελληνικού έθνους, καθώς και η διαφωνία του με τη στάση της δυτικής ιστοριογραφικής παράδοσης απέ­ ναντι στο Βυζάντιο, θα γίνουν ακόμα πιο έκδηλες* Ωστόσο, στο στίχο που σχολιάζουμε δεν πρό­ κειται για «το ένδοξό μας Βυζάντιο», αλλά, βε­ βαίως, για «τον ένδοξό μας Βυζαντινισμό». Καιρός να σταματήσουμε στον όρο αυτό, ο οποίος, ως τελευταία λέξη του ποιήματος, απο­ κτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Και αφού, εξαιτίας των χρονικών προδιαγραφών, δεν μπορώ να προχω­ ρήσω σε μια αναλυτική λεξικογραφική μελέτη του όρου, θα περιοριστώ στις εξής παρατηρή­ σεις: Στον ελληνικό χώρο, σύμφωνα με το λήμ­ μα «Βυζαντινισμός» στη Συναγωγή νέων λέξε­


78/αφιερωμα ων του Κουμανούδη, ο όρος εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1872. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα μέχρι στιγμής να ταυτίσω καμιά από τις έξι εγ­ γραφές στο λήμμα αυτό.9 Μπορούμε, ωστόσο, να υποθέσουμε πως, όταν χρησιμοποιήθηκε στα 1873 από τον Σπ. Βασιλειάδη, του οποίου η εχθρική διάθεση απέναντι στο Βυζάντιο είναι γνωστή, θα ήταν με μια σημασία αρνητική.10 Στον αγγλικό, αλλά κυρίως στο γαλλικό χώρο, ο όρος αυτός, όταν δεν χρησιμοποιείται με την ουδέτερη έννοια του «βυζαντινού χαρακτήρα», έχει μια σημασία σαφώς υποτιμητική, όπως φαίνεται από το εξής χαρακτηριστικό παράδει­ γμα του 1877 που παρατίθεται στο λεξικό του Littre (μεταφράζω από τα γαλλικά): Ο Βυζαντινισμός [Le Byzantinisme] παραμέ­ νει η παγίδα των πολιτισμών που έφδασαν σε ένα ορισμένο βαδμό προόδου: στο διανοητι­ κό επίπεδο, σημαίνει νοσηρή λεπτολογία· στο ηδικό επίπεδο, συλλογισμένη και ραφιναρισμένη φαυλότητα- όσο για τη χλιδή, τέλος, σημαίνει διαφδορά της ίδιας της χλιδής από τα κακά ήδη, και των τεχνών από μία υπερ­ βολική πολυτέλεια.' 1 Αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μας είναι η επαφή που μπορούσε να έχει ο ίδιος ο Καβάφης με τον όρο αυτό την εποχή που έγραφε το ποίημά του. Γι’ αυτό και το θε­ ωρώ απαραίτητο να αναφέρω εδώ τρία κείμενα στα οποία απαντά ο όρος «Βυζαντινισμός», και που ξέρουμε πως ο ποιητής τα διάβαζε ανάμε­ σα στον Μάρτιο και τον Ιούλιο του 1892. Το πρώτο είναι η βιβλιοκρισία από τον Δημήτριο Βικέλα της Ιστορίας της Βυζαντινής Λογοτε­ χνίας του Κρούμβαχερ, η οποία δημοσιεύτηκε στη Revue des deux mondes στις 15 Μαρτίου 1892, και στην οποία βασίζεται το άρθρο του Καβάφη για τους βυζαντινούς ποιητές. Μετα­ φράζω την αρχή της βιβλιοκρισίας από τα γαλ­ λικά: Μια εικοσαριά χρόνια τώρα γίνεται, λίγο λίγο, μια δουλειά αποκατάστασης σε ό,τι αφορά την Χριστιανική Αυτοκρατορία της Ανατολής. Είναι αλήδεια ότι οι εκφράσεις Βυζαντινισμός και 'Οψιμη Αυτοκρατορία [By­ zantinisme και Bas Empire] δεν έχασαν τίποτε από τη μειωτική τους σημασία. Ωστόσο, αρχί­ ζουμε να εκτιμούμε καλύτερα αυτό που ήταν ο κόσμος του Βυζαντίου, να μελετούμε π ε­ ρισσότερο σε βάδος την ιστορία της ελληνι­ κής αυτοκρατορίας. Οι προκαταλήψεις μέσω των οποίων το βλέπαμε για τόσον καιρό βα­ θμιαία διαλύονται. [...] Ό χι πως τα βυζαντι­ νά πράγματα είναι ήδη της μόδ α ς· αλλά φαί­ νεται πως αυτό δεν δα αργήσει.'2 Το δεύτερο κείμενο είναι μία άλλη βιβλιοκρι­

σία που δημοσιεύτηκε στο ίδιο ακριβώς τεύχος της Revue des deux mondes. Είναι γραμμένη από τον Eugene Miintz, και αφορά το έργο του γερμανού ιστορικού Φερδινάνδου Γρηγοροβίου, Ιστορία της Πόλεως Αδηνών κατά τον Με­ σαίωνα. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο Καβάφης τη διάβασε, και ότι πρόσεξε με ιδιαί­ τερο ενδιαφέρον την εξής περικοπή, την οποία, επίσης, μεταφράζω από τα γαλλικά: Είναι αλήδεια ότι στη δέση της Αδήνας ένα καινούριο κέντρο αναβλύζει στην ανατολική Αυτοκρατορία, το οποίο, αντίθετα προς την κοινή γνώμη, διέδωσε επ ί πολλούς αιώνες την κλασική παιδεία σε όλες της τις εκφάν­ σεις, στην τέχνη καδώς και στη λογοτεχνία. Αλλά, εκπληρώνοντας τον ένδοξο αυτό ρόλο, το Βυζάντιο του απέφερε τις δεολογικές απασχολήσεις και τη στενότητα της αντίλη­ ψης οι οποίες ενσαρκώνονται στη λέξη Βυ­ ζαντινισμός [Byzantinisme].'3 Εκτός από τα δύο αυτά τεκμήρια της εξοι­ κείωσης του Καβάφη με την υποτιμητική ση­ μασία που είχε ο όρος «Βυζαντινισμός» στα 1892 ακόμα, υπάρχει και ένα τεκμήριο της επαφής του με μια χρήση του όρου ολωσδιόλου διαφορετική. Τον Ιούλιο της χρονιάς εκείνης, ένα μήνα δηλαδή πριν γράψει το «Στην εκκλη­ σία», ο Καβάφης έγραψε ένα ποίημα με τίτλο «Ευδοκίας Αυγούστας Έπαινος», το τελευταίο, χρονολογικά, στο κεφάλαιο «Βυζαντιναί Ημέραι». Πηγή του ποιήματος ήταν πιθανότατα το «ιστορικό αφήγημα» του Γρηγοροβίου Αδηναΐς, μεταφρασμένο στα ελληνικά το 1882 από τον Σπ. Λάμπρο, έργο στο οποίο ο Καβάφης θα αναφερθεί μερικά χρόνια αργότερα σε σχόλιό του στον Γίββωνα για τον Συμεών Στυλίτη.14 Σας διαβάζω πρώτα, στη μετάφραση του Λάμ­ πρου, ένα απόσπασμα από τον Πρόλογο του Γρηγοροβίου, όπου μιλάει για την έλξη που ασκεί επάνω του η περίοδος που οδηγεί από τον 4ο στον 5ο αιώνα: Πάρα πολύ θελκτική είνε η ιστορία εκείνης της εποχής, καδ ’ ην η αρχαία ειδωλολατρία αγωνίζεται εν τη πόλει του Πλάτωνος τον ύστατον απονενοημένον αγώνα κατά της χριστιανικής πίστεως· κα δ ' ην οι αρχαίοι θε­ οί του Ολύμπου απόλλυνται ως εν φοβερά παγκοαμίω πυρκαϊά- κ α δ ’ ην οι μεγάλοι των βαρβάρων βασιλείς Αλαρίχος, Γενσερίχος και Αττίλας ως ιππείς της αποκαλύψεως επιχειρούσι την πορείαν της πορδήσεως δια των χωρών του αρχαίου πολιτισμού· κ α δ ’ ην οι μεγάλοι Χριστιανοί δεολόγοι, οι σύμμαχοι αυτών εν τω αφανιαμώ του περικαλλούς αρ­ χαίου κόσμου [...] δεμελιούσι το δογματικόν οικοδόμημα της εκκλησίας· κ α δ ’ ην τέλος το


αφιερωμα/79 ασιατικόν άμα και ελληνικόν εκείνο ιστορι­ κόν δημιούργημα, όηερ καλούμεν Βυζαντινι­ σμόν, άρχεται δεικνύον την πρώτην αυτού οριστικήν φυσιογνωμίανJ 5 Για τον Γρηγορόβιο, λοιπόν, ο «Βυζαντινι­ σμός» αντιστοιχεί σε μια σύνθεση «ελληνοανατολική». Σε άλλο σημείο του αφηγήματος, όμως, ο ιστορικός θα αναπτύξει το θέμα πιο αναλυτικά, τονίζοντας το ρόλο που έπαιξε η εκκλησία στη σύνθεση αυτή: Κατά ταύτα ο μεν ρωμαϊκός βίος ενεφανίζετο εν τη πολιτεία και τοις νόμοις, αλλά ο ελληνικός εθνισμός εισεχώρει οσημέραι επι­ βλητικότερος εις την πρωτεύουσαν, μετά δε τούτου ετάσσετο η μεγίστη δύναμις του ανα­ τολικού ρωμαϊκού κράτους, η εκκλησία. Αύτη ήτο ο δημώδης αγωγός της ελληνικής φιλολο­ γίας, της σοφιστικής ρητορείας και της καδό­ λου παιδεύσεως. Η γλώσσα αυτής ήτο η ελλη­ νική, επειδή αύτη ήτο η παγκόσμιος γλώσσα της Ανατολής ε φ ’ όσον εξικνούντο τα όρια των κατακτήσεων [του] Αλεξάνδρου του Με­ γάλου. Από δε της εκκλησίας προήλδεν η καταπάλαισις του ρωμαϊσμού και η συγχώνευσις αυτού εις τον βυζαντινισμόν. Ο βυζαντινισμός εγεννήδη ως ιδιόρρυθμός τις πολιτισμός της πρω τευούσης του ανατο­ λικού κράτους, ήτις επανελάμβανεν εκ νέου το παράδειγμα της συγκεντρωτικής δυνάμεως της αρχαίας Ρώμης, ουχί δε πλέον δια κατακτήσεως ενόπλου, αλλά αυνενούαα δια πνευματικού τίνος συνδέσμου διαφόρους λαούς εις έν όλον. Εν Κωνσταντινουπόλει ως εν μεγάλη τινί χοάνη ο πολιτισμός του ελλη­ νικού και ρωμαϊκού ειδωλολατρικού κόσμου, η χριστιανική θρησκεία, ο κοσμοπολιτικός μηχανισμός του καισαρισμού και τα διαιτήματα και έθιμα της Ασίας συναπετέλουν σύνδεσμον γνωστότατον εν τη ιστορία υπό το όνομα του Βυζαντινισμού. Την αρχήν δε της ενότητος παρείχεν η ελληνική εκκλησία.16 Κατά τη θετική αυτή σημασία που δίνει στον όρο ο γερμανός ιστορικός, ο Βυζαντινισμός αντιστοιχεί σε μία σύνθεση ταυτόχρονα «ελληνο-ανατολική» και -για να χρησιμοποιήσουμε την περιβόητη σήμερα έκφραση που πλάστηκε από τον Σπ. Ζαμπέλιο στα μισά του 19ου αιώνα- «ελληνο-χριστιανική»,17 στη δημιουργία της οποίας η εκκλησία έπαιξε τον κύριο ρόλο. Και μολονότι ο Γρηγορόβιος εννοεί την εκκλη­ σία προπαντός ως θεσμό, η ένωση των διαφό­ ρων στοιχείων από τον ελληνικό κόσμο και τον ανατολικό, και από την ειδωλολατρεία και τον χριστιανισμό, η οποία πραγματοποιήθηκε χάρη στο θεσμό αυτό, μεταφέρθηκε σε όλες τις εξω­ τερικές εκφράσεις της εκκλησίας που σκηνο-

ZFV'Z. ifM .

Γ 'V 'tc* ' -Tt-T r/ f / o. —

yj 1o tyu rm

.—

θετούνται μέσα στο ποίημα του Καβάφη. Κοινός παρονομαστής ανάμεσα σε όλα αυτά τα στοιχεία είναι, αναμφισβήτητα, η αισθητική -θα τολμούσα ακόμα να πω αισθησιακή- πλευ­ ρά τους. ' Ολο το ποίημα αποτελείται, πράγμα­ τι, από μία σκηνοθεσία θεατρική που οδηγεί στη διέγερση των αισθήσεων του θεατή: της όρασής του, από την πολυτελή διακόσμηση που περιγράφεται στην πρώτη στροφή, και από «τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες / και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό / λαμπρό­ τατοι μες στων αμφίων τον στολισμό»· της ακο­ ής του, από «τες λειτουργικές φωνές και συμ­ φωνίες»· και της όσφρησής του, από «των θυ­ μιαμάτων [...] τες ευωδίες». Αγγίζουμε εδώ, βέ­ βαια, ένα θέμα της καβαφικής ποίησης πόυ θα απαιτούσε μια ξεχωριστή μελέτη. Θα αρκεστώ στο να επισημάνω τώρα ότι την ίδια αυτή διέγερ­ ση των αισθήσεων στο πλαίσιο μιας θρησκευτι­ κής τελετής ή γιορτής, την ξαναβρίσκουμε στο ποίημα «Σαμ ελ Νεσίμ», γραμμένο κι αυτό το 1892, που βγαίνει από τη μουσουλμανική πα­ ράδοση· στα ποιήματα «Οι Ταραντίνοι διασκε­ δάζουν» και «Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος», και τα δυο του 1895, που βγαίνουν από την ειδωλολατρική παράδοση· καθώς επί­ σης στα μεταγενέστερα «Ποσειδωνιάται» (ανέκδοτο), του 1906, όπου γίνεται λόγος για «μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες» (στ. 5),


80/αφιερωμα και «Είγε ετελεύτα», πιθανώς του 1910, όπου ένας ειδωλολάτρης του 6ου αιώνα συλλογίζεται την επανεμφάνιση του Απολλώνιου του Τυανέα, ο οποίος «θα επαναφέρει την λατρεία των θεών μας / και τες καλαίσθητες ελληνικές μας τελετές» (στ. 23-24). Νομίζω, λοιπόν, ότι ο Καβάφης, πλάθοντας την έκφραση «ο ένδοξός μας Βυζαντινισμός», επιδίωκε δύο σκοπούς. Πρώτα, χαρακτηρίζον­ τας τον «Βυζαντινισμό» ως «ένδοξο», ανατά­ χθηκε σε μια ολόκληρη ιστοριογραφική παρά­ δοση, ευρωπαϊκή αλλά και ελληνική, η οποία χρησιμοποιούσε τον όρο αυτό για να εκφράσει την απέχθειά της απέναντι σε ό,τι σχετίζεται με το Βυζάντιο. Αλλά ταυτόχρονα, αφού ξεχώρισε μέσα στη θετική χρήση του όρου που βρήκε στον Γρηγορόβιο το στοιχείο που θεωρούσε ουσιαστικότερο, τον εφάρμοσε στο συγκεκριμέ­ νο πλαίσιο της βυζαντινής λειτουργίας, η οποία, χάρη στον συνθετικό της χαρακτήρα, εξασφά­ λισε, στο χώρο, την ένωση των ποικίλων πληθυ­ σμών της Αυτοκρατορίας, και, στο χρόνο, τη συνέχεια του αρχαίου πολιτισμού ώς τη σύγ­ χρονη εποχή. Αξίζει να αναφερθεί εδώ το εξής προφορικό σχόλιο του Καβάφη για το Βυζάν­ τιο, το οποίο καταγράφηκε από τον Γιώργο Παπουτσάκη πιθανώς μετά το 1926, καθώς συνδέεται στενά με το θέμα μας: Είναι αψυχολόγητο το να έχουμε την απαίτησιν από ένα κράτος με τόσο μακραίωνη ιστορία να έχει μείνει ανεπηρέαστο από εξω­ τερικούς παράγοντας, να έχει μείνει απόλυτα αμιγές. Είναι σαν να ζητούσαμε από έναν άνθρωπο που έζησε μια ζωή μακρά, γεμάτη δράσι κ ’ εντατικά αποδοτική, να είχε μείνει μακρυά από κάθε περιπέτεια, να μην είχε κά­ μει ποτέ του κραιπάλη, να μην είχε ποτέ του ανακατωθεί με τα πιο απίθανα, με τα πιο ξέ­ να προς αυτόν στοιχεία. Ίσω ς μάλιστα το ανακάτωμά του αυτό να υπήρξε συντελεστικόν της ζωτικότητάς του.18 Μένει να σχολιαστεί μια «αφανής» εκ πρώτης όψεως λέξη στο στίχο που μας απασχολεί, η οποία όμως, καθώς επαναλαμβάνεται από τον προηγούμενο στίχο, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτη­ τα: ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό. Σημειώνω πρώτα ότι η έκφραση του φυλετι­ κού αισθήματος διά μέσου του πρώτου πλη­ θυντικού προσώπου της κτητικής αντωνυμίας, κάτι που έχει ήδη επισημανθεί από άλλους με­ λετητές,19 αποτελεί ένα άλλο σημείο συσχέτισης με τα πεζά κείμενα που αναφέρθηκαν παραπά­

νω: Ξεχωρίζω, στο άρθρο για τον καθηγητή Βλάκη, τις αναφορές στη «γλώσσα μας», στο «έθνος μας», και στη «φιλολογίαν μας»· και στο άρθρο για τους βυζαντινούς ποιητές, τις ανα­ φορές στη «φυλή μας», στην «ποίησίν μας», στον «εθνικό μας βίο», και στη «μεγαλοφυΐαν του γένους μας».20 Αλλά θεωρώ ιδιαίτερα αξιο­ σημείωτο ότι η χρήση αυτή του «μας» στην ποίηση του Καβάφη, σε πλαίσιο όπου ο ομιλη­ τής ταυτίζεται αναμφισβήτητα με τον ίδιο τον ποιητή, απαντά αποκλειστικά σε ποιήματα που έχουν σχέση με το Βυζάντιο:21 στο «Θεόφιλος Παλαιολόγος» (πρωτογραμμένο το 1891): «πό­ σον καϋμό του γένους μας, και πόση εξάντλησι»· στο «Πάρθεν» (του 1921): «πράγματα συμπαθητικά' δικά μας, Γραικικά»-22 και στο «Από υαλί χρωματιστό» (1925): «(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ' η πτώχεια)»· κα­ θώς επίσης σε δύο «σχεδιάσματα» ποιημάτων που την έκδοσή τους επιμελείται η Renata Lavagnini:23 στο «Ο Πατριάρχης» (που γράφτηκε ανάμεσα στα 1925 και τα 1927), όπου βρίσκου­ με τους στίχους «ο κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός / ο άξιος άνθρωπος που είχε η φυλή μας τότε», και στο «Του έκτου ή του εβδόμου αιώνος» (του 1927), όπου, σχετικά με την Αλεξάν­ δρεια της εποχής που δηλώνεται στον τίτλο, ο Καβάφης λέει, «την γλώσσα μας ακόμη ομιλεί». Πιστεύω πως οι στίχοι αυτοί είναι ενδεικτικοί της ιδιαίτερης συγκίνησης που χαρακτηρίζει τη στάση του Καβάφη απέναντι στα βυζαντινά πράγματα μέχρι το τέλος σχεδόν της ποιητικής του σταδιοδρομίας, και επομένως πως, μαζί με τα άλλα τεκμήρια που είδαμε ώς τώρα, αναι­ ρούν πειστικά την πολυσυζητημένη άποψη του Άλκη Θρύλου, διατυπωμένη στα 1924, κατά την οποία ο Καβάφης θα ειρωνευόταν όταν αποκάλεσε «ένδοξο» το «Βυζαντινισμό»24 Οι σημειώσεις που προηγήθηκαν δεν πρέπει να θεωρηθούν παρά ως ένα πρώτο στάδιο στην ανάλυση του ποιήματος «Στην εκκλησία». Το επόμενο στάδιο θα ήταν να δούμε το ρόλο του στίχου που μας απασχόλησε μέσα στη λειτουρ­ γία του όλου ποιήματος. Περιορίζομαι στο να κάνω δύο μόνο νύξεις προς αυτή την κατεύ­ θυνση. Πρώτα, το «μας» που επαναλαμβάνεται από τον προτελευταίο στίχο αποτελεί την έκ­ φραση της ένωσης του ποιητή όχι, βεβαίως, με το θεό, αλλά με τη φυλή του και με το παρελ­ θόν του. Με άλλα λόγια, η λειτουργία της εκ­ κλησίας ταυτίζεται με τη λειτουργία του ποιή­ ματος, οδηγώντας από την ψυχρή, πεζή, και, όπως τη χαρακτήρισε ο Γ. Π. Σαββίδης,25 «τολ­ μηρή» δήλωση της πρώτης στροφής -«Την εκ­ κλησίαν αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της» κλπ.- στη λυρική έξαρση του τελευταίου στίχου, και, ταυ­


αφιερωμα/81 τόχρονα, από το επίπεδο του «εγώ» στο επίπε­ δο του ιστορικού «εμείς». Δεύτερον, αν συσχε­ τίζαμε, όπως μας το πρότεινε ήδη από το 1933 ο Δ. Νικολαρεΐζης,26 τους δύο τελευταίους στί­ χους του ποιήματος με τους τελευταίους στί­ χους του «Τυανεύς Γλύπτης» (γραμμένο το 1903): αυτόν, μια μέρα του καλοκαιριού θερμή που ο νους μου ανέβαινε στα ιδανικά αυτόν εδώ ονειρευόμουν τον νέον Ερμή

«Εν πόλει της Οσροηνής» (γραμμένο το 1916): Όμως, χθες σαν φώτιζε το ερωτικό του πρόσωπο η σελήνη, ο νους μας πήγε στον πλατωνικό Χαρμίδη θα φθάναμε στο συμπέρασμα ότι, για τον Καβά­ φη, το όραμα του «ένδοξού μας Βυζαντινισμού» που προκαλείται μέσα στην εκκλησία, αλλά και μέσα στο ποίημά του, αποτελεί τη νοσταλγική αναπόληση ενός αισθητικού και αισθησιακού ιδανικού.

καθώς επίσης με τους τελευταίους στίχους του

Σημειώσεις: ---------------------------------------------------1. Κ. Θ. Δημαράς, «Μερικές πηγές της καβαφικής τέ­ χνης», Ο Κύκλος, χρ. A ', τόμος Β α ρ . 3-4, 1932, σ. 80. 2. Τούτη η ανακοίνωση έγινε στο Τρίτο Συμπόσιο Ποίη­ σης (Πάτρα, Ιούλιος 1983), αφιερωμένο στον Καβάφη. Βασίζεται στην έρευνά μου για τη διδακτορική διατρι­ βή που ετοιμάζω με θέμα «Χριστιανοί και ειδωλολάτρες στο έργο του Καβάφη», η οποία και θα υποβληθεί στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού (Σορβόννη). 3. Οι τίτλοι των ποιημάτων αυτών, στη σειρά με την οποία εμφανίζονται στο θεματικό κεφάλαιο (F 82 στο Αρχείο Καβάφη): «Ευδ[οκίας] Αυγ[ούστας] Έπ/αινος]», «Η επί Ειρήνης αναστήλωαις των Εικόνων», «Κάρ[ολος] ο Μέγ[ας]», «Αι αξιώσεις του Πάπα», «Η ανάχτηαις της Κρήτης», «Προ της Ιερουσαλήμ», «Η άλωσις της Νικ[αίας]», «Ο Κα[λος] (κα[κός]) Ιππό­ της», «Ο Γρα[ικός] Στρ[ατηγός]», «Ο χρεμετισμός του ίπ[που]», και «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην» (=«Θεόφι­ λος Παλαιολόγος»). 4. Αθανάσιος Γ. Πολίτης, Ο Ελληνισμός και η νεωτέρα Αί­ γυπτος τόμος β ' (Αλεξάνδρεια, 1930), α. 451. 5. Κ. Π. Καβάφης, Πεζά, παρουσίαση, σχόλια Γ. Α. Παπουτσάκη (Αθήνα, Φέξης, 1963), σ. 36. 6. Ό.π., σσ. 43-44. 7. Ό .π., α. 159. 8. Τα σχόλια του Καβάφη στον Γίββωνα εκδίδονται στο άρθρο μου «Cavafy's Reading Notes on Gibbon's “Decline and Fall"», Folia Neohellenica, IV. 1982, aa. 25-96. 9. Οι έξι εγγραφές: Φραγκ. Ζαμβάλδης 1872, Σπυρ. Ν. Βασιλειάδης 1873, Γεώργιος Αντωνόπουλος 1881, Παναγ. Α. Καββαδίας 1884, Σ. εν «Εφ.» 8 Μαίου 1895, Times εν Ακρ. 29 Μαρτίου 1898. Στέφανος Α. Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογιών πλασθεισών από της αλώσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων (Αθήνα, 1900), α. 231. 10. Βλ. Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός (Αθήνα, Ερμής, >1983), σ. 408. 11. Littre, Dictionnaire de la langue franipaise, τόμος A ' (1968). Ευχαριστώ τον Γιώργο Κεχαγιόγλου για τη βοήθειά του στη λεξικογραφική έρευνα γύρω από το «Βυ­ ζαντινισμό». 12. D. Bikelas, «La litterature byzantine», Revue des deux mondes, τόμος 110, 15 Μαρτίου 1892, a. 374. 13. Eugene Muntz, «Athenes au moyen dge». Revue des deux mondes, ό.π., σ. 428. 14. «Cavafy's Reading Notes on Gibbon's "Decline and Fall"», a. 66 (επίσης στο Κ. Π. Καβάφης, Ανέκδοτα Πεζά, εισα­ γωγή και μετάφραση Μιχάλη Περίδη [Αθήνα, Φέξης, 1963], σ. 72).

15. Φερδινάνδος Γρηγορόβιος, Αθηνάΐς. Ιστορικόν διήγη­ μα, μετάφραση Σπ. Π. Λάμπρου (Αθήνα, Εστία, 1882), σ. 2. 16. Ό .π., σσ. 82-83. 17. Βλ. Κ. Θ. Δημαράς, «Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ώς τα μισά της ζωής του (1815-1853)», στο βιβλίο Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους [Η πρώτη μορφή: 1853], (Αθήνα, Ερμής, 1970), σσ. 23-26. 18. Καβάφης, Πεζά,σ. 48. 19. Βλ. Γ. Α. Παπουτσάκης, στον τόμο Καβάφης, Πεζά, σ. 48· και, πιο πρόσφατα, Γιώργος Χουλιάρας, «Λογοτε­ χνία και εξορία: Σημειώσεις για τον Καβάφη», Χάρτης, 5/6, Απρίλιος 1983, ο οποίος παρατηρεί (σ. 569): «Ιδιαίτερη σημασία όμως θα είχε, αν η "κτητική", θα έλεγα, διάσταση στον Καβάφη, ο προσδιορισμός δη­ λαδή του "δικού μας" στις διάφορες μεταμορφώσεις του, προσέλκυε χωριστή έρευνα μέσα στα γενικότερα πλαίσια, στην οποία θα υπάγονταν και οι εκδοχές της φυλής μας ["Στην εκκλησία"] ή του κράτους μας ["Από υαλί χρωματιστό"] ή ποιων βγάζει το έθνος μας [ Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες" ]». 20. Καβάφης, Πεζά, σσ. 36, 42 και 50. 21. Πρβλ. τη γενικότερη παρατήρηση του Β. Φ. Χρηατίδη, Ο Καβάφης και το Βυζάντιο (Αθήνα, Βιοχάρτ, 1958), σ. 9: «Μόνο στα βυζαντινά [ποιήματα] έχουμε σα κίνητρο πατριωτικές τάσεις». 22. Βλ. Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μικρά αναλυτικά στον Καβά­ φη (Αθήνα, Ίκαρος, [1977]), σ. 13· και το άρθρο του Ξ. Α. Κοκόλη για το «Πάρθεν» σε τούτο το αφιερωματικό τεύχος. Σημειώνω ότι η εύστοχη παρατήρηση του Κοκόλη για την «υποταγή του ατόμου στη συλλογική συνείδηση» που πραγματοποιείται μέσα στο ποίημα αυτό σχετίζεται στενά με τα συμπεράσματα που προκύ­ πτουν από την ανάλυση του «Στην εκκλησία» (βλ. πα­ ρακάτω). 23. Ευχαριστώ την Renata Lavagnini για την άδειά της να παραθέσω εδώ στίχους από τα «σχεδιάσματα» αυτά. 24. Άλκης Θρύλος, «Κ. Καβάφης» (διάλεξη που έγινε στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου στις 16 Απριλίου 1924), στον τόμο Κριτικές Μελέτες II I (Αθήνα, Σαριβαξεβάνη, 1925), α. 185. 25. Γ. 'π. Σαββίδης, Πρόλογος στο: Γ. Βρισιμιτζάκης, Το έργο του Κ. Π. Καβάφη (Αθήνα, Ίκαρος, [1975]), σ. κβ'. 26. Δ. Νικολαρεΐζης, «Η διαμόρφωση του καβαφικού λυρι­ σμού», στον τόμο Δοκίμια κριτικής (Αθήνα, Φέξης, 1962), σ. 175 (πρώτη δημοσίευση στη Νέα Εστία, αφιέ­ ρωμα στον Καβάφη, 1933).


82/αφιερωμα

Μιχάλης Πιερής

Σιωπή και λόγος στην ποίηση του Κ αβάφ η’ Για τη Λύδια και τον Νόσο Θεοφίλου

Αντικείμενο του κεφαλαίου αυτού είναι η εξέταση των περιπτώσεων όπου η «σιωπή» και ο «λόγος» απαντούν, μέσα στη σκηνοθεσία ενός αριθμού κα­ βαφικών ποιημάτων, ως ευδιάκριτες -και πολύ συχνά προβεβλημένες- θεμα­ τικές μονάδες. Δεν ενδιαφέρει δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, η διερεύνηση·του θέματος αυτού στην πιο «αφανή» εκδοχή του, που είναι η ενδιά­ θετη λειτουργία της σιωπής, της αποσιώπησης και της υπόκρισης μέσα στον ποιητικό λόγο. Εξάλλου, μια τέτοια διερεύνηση απαιτεί διαφορετική προσέγ­ γιση του ποιητικού κειμένου από αυτήν που επιχειρείται εδώ.' Το θέμα μας, λοιπόν, όπως το περιορίζει ση­ μαντικά η προηγούμενη μεθοδολογική οροθέ­ τησή του, απαντά σε 27 ποιήματα του Καβάφη.2 Από αυτά, τέσσερα μόνο ανήκουν στην πρώιμη φάση του καβαφικού έργου (1882; - ± 1900/03) ενώ τα υπόλοιπα ανήκουν στην ώριμη (± 19,00/03 - 1933).3 Αυτό το γεγονός, μαζί βέ­ βαια και με άλλες ιδιομορφίες του θέματος, με οδήγησε στην απόφαση να μην υιοθετήσω την, απλούστερη άλλωστε, χρονολογική προσπέλαση των ποιημάτων, αλλά να ομαδοποιήσω καταρχήν τις συγγενικές περιπτώσεις και να τις συνε­ ξετάσω -οπωσδήποτε ακολουθώντας, μέσα στην κάθε κατηγορία, τη χρονολογική σειρά σύνθεσης ή δημοσίευσης του κάθε ποιήματος. Εξετάζονται, έτσι, ως μία αυτόνομη ομάδα τα ποιήματα στα οποία τα αίτια που αναγκάζουν το λόγο να καταργηθεί, ν ’ αποσιωπηθεί ή να

υποκριθεί, είναι ερωτικής φύσεως, μια δεύτερη ομάδα όταν είναι κοινωνικοθρησκευτικά (οικο­ νομικά, ηθικά) και μια τρίτη όταν είναι πολιτι­ κά. Χρειάζεται, ωστόσο, να διευκρινιστεί αμέσως ότι η τριμερής αυτή κατάταξη, είναι φυσικό να εμπεριέχει και μια δόση αυθαιρεσίας -κάποτε μικρή, κάποτε μεγάλη. Υπάρχουν, δηλαδή, ποιή­ ματα όπου η αναστολή του λόγου ή η υπόκρισή του οφείλεται σε συνδυασμό ερωτικών και κοι­ νωνικών αιτίων (όπως λ.χ. στο ποίημα «Ρωτού­ σε για την ποιότητα»), ή ερωτικών και θρη­ σκευτικών (όπως στο ποίημα «Μύρης· Αλεξάν­ δρεια του 340 μ.Χ.»), ή πολιτικών και κοινωνι­ κών (όπως στο ποίημα «Το 31 π.Χ. στην Αλε­ ξάνδρεια») κ.ο.κ. Εντούτοις, πιστεύω ότι, παρ’ όλο το συμβατικό της χαρακτήρα, η διάκριση των τριών ομάδων που κάνουμε εδώ είναι και

* Το κείμενο αυτό -ξανακοιταγμένο και δουλεμένο τον φετινό Ιούλιο στον Μόλυβο της Μυτιλήνης- αποτελεί, στο μεγαλύτερό του μέρος, τμήμα του τρίτου κεφαλαίου της διδακτορικής μου διατριβής για το ποιητικό έργο του Καβάφη. Η διατριβή αυτή κατατέβηκε στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ το Νοέμβριο του 1982, εγκρίβηκε τον Αύγουστο

του 1983 και θα κυκλοφορήσει· μέσα στο χρόνο από τις εκδόσεις «Κέδρος». Δύο μικρά τμήματά της, έχουν ήδη δημοσιευτεί: το πρώτο, στο περιοδικό «Το δέντρο», 20, Απρίλιος 1980, αα. 181-89, και το δεύτερο στο περιοδικό «Χάρτης», 5-6, Απρίλιος 1983 (αφιέρωμα στον Καβάφη), σσ. 679-94.


αφιερωμα/83 μεθοδολογικά επιτρεπτή και πρακτικά χρήσιμη για μια συνθετότερη προσπέλαση του θέματος η οποία να μην είναι απλά και μόνο χρονολογι­ κή. Εξάλλου, η αυθαιρεσία αποτελεί εγγενές στοιχείο της κάθε απόπειρας για σχηματικές κατατάξεις και μπορεί να θεραπεύεται, όταν, κατά τη χωριστή εξέταση του κάθε ποιήματος, δίνονται οι αναγκαίες στον αναγνώστη διευκρι­ νίσεις για τον πολυσύνθετο ή μη χαρακτήρα της κάθε περίπτωσης που μελετάται.

Προτού σχολιάσουμε τις τρεις αυτές βασικές κατηγορίες καβαφικών ποιημάτων στα οποία απαντά το υπό εξέταση θέμα, καλό είναι να δούμε εδώ (και σαν ένα είδος προλόγου σ' αυ­ τό) το αποκηρυγμένο ποίημα «Λόγος και Σι­ γή»,4 το οποίο ούτως ή άλλως είναι και το μόνο που δεν εντάσσεται σε μιαν από τις παραπάνω κατηγορίες. Θα έλεγα μάλιστα ότι με δυσκολία συντάσσεται με το θέμα μας, όπως αυτό πα­ ρουσιάζεται στα υπόλοιπα ποιήματα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι έχει για αποκλειστικό του θέμα τη θεωρητική και μόνο συζήτηση του θεματικού ζεύγους που μας ενδιαφέρει (σιωπή και λόγος). Δεν υπάρχουν, δηλαδή, στο ποίημα αυτό υποκείμενα που να μιλούν ή να σιωπούν,5 ή που να μιλούν χρησιμοποιώντας και τη σιωπή ως μέσο έκφρασης (καθώς συμβαίνει σε αρκετά ποιήματα της ώριμης περιόδου). Εδώ υπάρχει μόνο ο μονόλογος του αφηγητή του ποιήματος, ο οποίος τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ του Λό­ γου καταδικάζοντας τη Σιωπή, την οποία αντιπαραθέτει ως έννοια άκρως αντίθετη και περί­ που εχθρική προς το Λόγο. Επιπλέον, καθώς μου υποδεικνύει ο καθ. Γ. Π. Σαββίδης, ο θεω­ ρητικός αυτός μονόλογος γίνεται μέσα από ένα συγκεκριμένο πρίσμα: την καθαρώς «χριστιανι­ κή» θέση και σκοπιά του ομιλητή του ποιήμα­ τος.6 Σε αντίθεση δηλαδή προς τη «μουσουλμα­ νική» παροιμία, που αποτελεί το μότο του ποιή­ ματος, γίνεται μια προσπάθεια εξύμνησης του (Χριστιανικού) Λόγου, ο οποίος ταυτίζεται, εν τέλει, με το Θεό.7 Παρ’ όλα αυτά, αν δούμε το ποίημα όχι από την ξεκάθαρη αυτή θρησκευτική του όψη (η εξέταση της οποίας δεν αποτελεί, άλλωστε, στό­ χο τούτης εδώ της μελέτης),8 αλλά από την άποψη της πρώιμης εκφραστικής τεχνικής που φαίνεται ότι προτιμά (ή που είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει) ο ποιητής, του τρόπου δηλαδή που παρουσιάζει το κύριο θέμα που τον απα­ σχολεί, τότε θα διαπιστώσουμε ότι η τεχνική που κυριαρχεί στο ποίημα είναι αυτή των «δραματικών αντιθέσεων».

Ν οσείς. Ε ίν' η αναίσθητος Σιγή βαρεία νό­ σος, ενώ ο Λόγος ο θερμός, ο συμπαθής, υγεία. Σκιά και νυξ ε ί ν ' η Σιγή- ο Λόγος η ημέρα. (στ. 14-16) Ό λο το ποίημα στηρίζεται και αναπτύσσεται γύρω από το θεματικό κέντρο που μας δίνει αυτή η σαφέστατα ρομαντική αντιπαράθεση του Λόγου προς τη Σιγή. Οι δύο δηλαδή έννοιες (σιωπή και λόγος) βρίσκονται, σ’ όλη την έκτα­ ση του ποιήματος, σε πλήρη διάσταση. Κι όμως οι δύο αυτές έννοιες αποτελούν στην πραγμα­ τικότητα όψεις του ίδιου νομίσματος· είναι τα δύο πρωταρχικά και απαραίτητα συστατικά αυ­ τού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «σύν­ θετος λόγος» (ο λόγος δηλαδή ο γεμάτος «υπαινιγμούς και διφορούμενα»),9 ο οποίος εμπεριέχει δυνάμει και τη σιωπή (ή χάσματα σιωπής) ως λειτουργικό στοιχείο της εκφραστι­ κής του δυνατότητας. Και είναι γνωστό ότι τον πολυσύνθετο αυτό τύπο λόγου ο Καβάφης τον οδήγησε, κατά την ώριμη περίοδο της ποιητι­ κής του τέχνης, σ’ ένα αξιοθαύμαστο σημείο τελειότητας, αξεπέραστο ακόμη από την κατο­ πινή του ποιητική παράδοση. ’Ομως, σε τούτο το ποίημα, η σιωπή και ο λό­ γος αντισταθμίζονται αρνητικά, αποκλείοντας εκ των προτέρων τη δυνατότητα ένωσής τους, την αποσιώπηση λ.χ. ή την υπόκριση.'0 Έ χου­ με έτσι ένα είδος αναλογίας με τον τρόπο που παρουσιάζονται αρχικά τα ομόλογα και επίσης διπολικά θέματα του χώρου (μέσα-έξω) και του φωτισμού (σκοτάδι-φως). Και αυτών οι δύο έν­ νοιες που τα συναποτελούν, λειτουργούν, κατά την πρώιμη περίοδο της καβαφικής έκφρασης, μέσα από ένα σύστημα «δραματικών αντιθέσε­ ων».11 Καιρός όμως να δούμε ολόκληρο το ποίημα «Λόγος και Σιγή» και να το συζητήσουμε και προς άλλες κατευθύνσεις, έστω κι αν η εξεζη­ τημένα ρομαντική μορφή του και ο σχεδόν κω­ μικά παθιασμένος (διάβαζε «οργίλος»12) τόνος του θυμωμένου (και προσβεβλημένου άραγε;) ποιητή, επιτείνουν τη μετριότητα του πρώιμου αυτού στιχουργήματος.


84/αφιερωμα ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΙΓΗ Αζά καν ελκαλάμ μιν φάντα ασσουκούτ μιν ζαχάμπ. Αραβική παροιμία

Είναι χρυσός η σιωπή και άργυρος ο λόγος. Τις βέβηλος προέφερε τοιαύτην βλασφη­ μίαν; Τις χαυνωδείς ασιανός παραιτηθείς εις μοίραν τυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός; Ποιος οικτρός παράφρων 5 ξένος τη ανδρωπότητι, την αρετήν υβρίζων, χίμαιραν είπε την ψυχήν, και άργυρον το λόγον; Το μόνο μας δεοπρεπές δώρημα, περιέχον τα πάντα -ενθουσιασμόν, λύπην, χαράν, α γά π η ν εν τη ζωώδη φύση μας ανθρώπινον το μό­ νον! 10 Συ όστις το αποκαλείς άργυρον, δε πιστεύ­ εις το μέλλον, λύον την σιγήν, μυστηριώδες ρήμα. Συ εν σοφία δεν τρυφείς, πρόοδος όεν σε θέλγειμε την αμάθειαν -χρυσήν σιγήν- ευχαρι­ στείσαι. Νοσείς. Ε ίν ' η αναίσθητος Σιγή βαρεία νό­ σος, 15 ενώ ο Λόγος ο θερμός, ο συμπαθής, υγεία. Σκιά και νυξ είν ’ η Σιγή - ο Λόγος η ημέρα. Ο Λόγος ε ίν ’ αλήθεια, ζωή, αθανασία. Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν -σιγή δεν μας αρμόζει αφού εις το ομοίωμα επλάσθημεν του Λό­ γου. 20 Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν -αφού λαλεί εντός μας η θεία σκέψις, της ψυχής άυλος ομιλία. Πέρα από το γεγονός της ρομαντικής αντι­ παράθεσης του λόγου προς τη σιωπή που συ­ ζητήσαμε ήδη, οι στίχοι του ποιήματος που αξί­ ζει να μας απασχολήσουν ιδιαίτερα, κυρίως για δύο λέξεις που περιέχουν, είναι οι στίχοι 12-13: Συ εν σοφία δεν τρυφείς, πρόοδος δεν σε θέλγει με την αμάθειαν -χρυσήν σιγή- ευχαριστείσαι. Η πρώτη λέξη («πρόοδος») μας οδηγεί φυσι­ ολογικά σε μια συσχέτιση με το ποίημα «Κτι­ στοί».1’ Και τούτο, γιατί πρόκειται για τη μονα­ δική φορά που η λέξη αυτή επανέρχεται στο ποιητικό έργο του Καβάφη. Στο συσχετισμό των δύο ποιημάτων με βάση το θέμα της «Προό­

δου», οδηγείται κανείς πιο ιδεασμένα αν προσέ­ ξει την ακόλουθη παρατήρηση του Γ. Π. Σαββίδη, συμπληρωμένη σε υποσημείωση: «Τον Σεμπτέμβριο 1891, ο Καβάφης έγραψε το πρώτο ολότελα πρωτότυπο ποίημα της νέας του περίο­ δοί’, το"Κτίσται” -ένα σονέτο όπου αναπτύσ­ σει ένα θέμα αγαπητό και στον Μπωντλαίρ: τη ματαιότητα της Προόδου. [Το πρόβλημα της συμφιλίωσης του Καβάφη με το ιδανικό της Προόδου είναι ένα από τα κεντρικά θέματα της ποίησής του: βλ., λ.χ. "Λόγος και Σιγή” (δημ. 1892)," Ιθάκη” (δημ. 1911) και" Εν μεγάλη Ελ­ ληνική αποικία' (δημ. 1928)]».14 Ανεξάρτητα πάντως από τη διαφοροποίηση της στάσης του Καβάφη στο θέμα της Προό­ δου, όπως αυτή εύκολα διακρίνεται και από μια πρόχειρη συνανάγνωση των δύο ποιημάτων (επιπόλαια θετικός στο «Λόγος και Σιγή», στο­ χαστικά σκεπτικιστής στο «Κτίσται»), μια μορ­ φική σύγκρισή τους, που δείχνει πόσο οικονο­ μικότερη είναι η δομή του δεύτερου, μας πείθει αμέσως και για την πραγματική πρόοδο που παρατηρείται στην ποιητική τέχνη του Καβάφη με τους «Κτίστες» του 1891.15 (Θυμίζω, παρεν­ θετικά, ότι πρόκειται για τη χρονιά που ο Καβά­ φης επιχειρεί την πρώτη αναθεώρηση της ποιη­ τικής του, αναθεώρηση «που δείχνει μια πρώτη αποφασιστική στάση του Καβάφη απέναντι στην ευθύνη του ως τεχνίτη, μια κριτικότερη συνείδηση της ποιητικής του».)16 Με την άλλη λέξη («αμάθεια») προσδιορίζε­ ται -με εύκολο είναι η αλήθεια τρόπο- η υποτι­ θέμενη αιτία καταφυγής στη σιωπή. Γιατί είναι φανερό πως, όπως το θέμα παρουσιάζεται εδώ κάπως γενικά και αόριστα, το να αποδοθεί η προτίμηση της σιωπής σε αμάθεια, αποτελεί απλούστευση των πραγμάτων και δεν πείθει.17 Αντίθετα, όταν, στην ώριμη φάση της ποίησής του, ο Καβάφης μιλώντας για μια συγκεκριμένη περίπτωση (πρόκειται για το ποίημα «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»), θα αποδώσει ξανά σε αμά­ θεια (η οποία και εξειδικεύεται ως μη ικανο­ ποιητική γνώση της ελληνικής γλώσσας) τον αυτοπεριορισμό του λόγου, το ποίημα είναι όχι μονάχα πειστικό, αλλά και ένα από τα καλύτε­ ρα δείγματα της καβαφικής τέχνης. Θεωρώ, λοιπόν, νόμιμη τη συσχέτιση του ώριμου αυτού ποιήματος (δημοσιευμένου το 1928) με το θεματικό πυρήνα του πρώιμου στι­ χουργήματος που συζητούμε εδώ και ιδιαίτερα με το στίχο «με την αμάθειαν -χρυσήν σιγήνευχαριστείσαι». Εξάλλου, πέρα από το θέμα της αναστολής του λόγου που οφείλεται όχι σε σο­ φία, αλλά σε αμάθεια, συγγενικό στοιχείο των δύο ποιημάτων, θα μπορούσε να θεωρηθεί και η δριμύτητα με την οποία αντιμετωπίζονται τό-


αφιερωμα/85 σό το απροσδιόριστο υποκείμενο του πρώιμου στιχουργήματος, όσο και το προσδιορισμένο του ώριμου. Βέβαια, στο αποκηρυγμένο ποίημα η τεχνική χωλαίνει: έτσι, λ.χ., το φλύαρο και αδέ­ ξια ηχηρό κήρυγμα στους τέσσερις τελευταίους στίχους, με την άτεχνη παρήχηση του λάμδα δεκατέσσερα τον αριθμό σε τέσσερις στίχους-, λειτουργεί αρνητικά προς την κατεύθυνση του λόγου, αντιστρατεύεται δηλαδή στη βούληση του ποιητή να υμνήσει και να υποστηρίξει το «Λόγο». Πρόκειται, αν θέλετε, για χαρακτηρι­ στικό δείγμα ποιήματος όπου η μορφή υπονο­ μεύει το περιεχόμενο. Η απώθηση που δημιουργείται στον αναγνώστη δεν είναι τελικά απέ­ ναντι στη σιωπή (όπως φαίνεται να είναι η επι­ δίωξη ποιήματος και ποιητή), αλλά απέναντι στο λόγο. Σχολιάζει ο Σεφέρης, δυσανασχετών­ τας για την ακατάσχετη ρητορεία αυτού ακρι­ βώς του ποιήματος: «Τέτοια ρητορεύει, ενώ, καθώς υποψιάζομαι, πρέπει να του χρειαζότανε πολλή σιγή».18 Θα είχα μάλιστα τον πειρασμό να παρατηρή­ σω (για να ξαναθυμηθούμε κιόλας τη χριστιανι­ κή πλευρά του ποιήματος) ότι ο φανατικά πι­ στός -όπως παρουσιάζεται εδώ- Καβάφης, θέ­ λοντας να εκφράσει με άμεσο τρόπο τη χριστι­ ανική πίστη του και να υμνήσει το Θεϊκό Λόγο, μας δίνει και το χειρότερο δείγμα του ποιητικού του λόγου. (Μόνο το αποκηρυγμένο επίσης ποίημα «Η Αρχαία Τραγωδία» μπορεί να συνα­ γωνιστεί την κούφια ρητορεία τούτου εδώ. Να είναι άραγε συμπτωματικό ότι και εκεί κάνει προσπάθεια να εξυμνήσει την «ιερά» Αρχαία Τραγωδία, η οποία για ακροατές της είχε τους «Ολύμπιους Θεούς»;) Αντίθετα, όσο βασανίζε­ ται με τη Χριστιανική του Πίστη (που ουσια­ στικά σημαίνει «πίστη στο μετέπειτα»), και όσο τη θέση της διεκδικεί η πίστη στην «επίγεια» Τέχνη, τόσο κερδίζει σε εξωτερική εγκράτεια και εσωτερική δύναμη ο ποιητικός του λόγος και τα θέματά του, χωρίς να εξυμνούνται, προ­ βάλλονται με κατασταλαγμένη διαλεκτική σο­ φία. Έ να άλλο στοιχείο, λοιπόν, που κάνει τούτο το πρώιμο ποίημα να διαφέρει (όσον αφορά την εκφραστική του τεχνική) από τα ποιήματα της ώριμης περιόδου, είναι και η μονολιθικότητα της στάσης του ποιητή απέναντι στον αόριστο άραβα συντάκτη της παροιμίας. Εκείνο δηλαδή που απουσιάζει εντελώς από το ποίημα αυτό είναι η πρόθεση για μια διαλεκτική ανάπτυξη των απόψεων τΟυ ποιητή (κύριο γνώρισμα των ποιημάτων της ώριμης περιόδου). Έχουμε έτσι, ευθύς εξαρχής, την παράθεση μιας σειράς βά­ ναυσων χαρακτηρισμών, με τους οποίους και διαγράφεται αρνητικά ο συντάκτης της παροι­

μίας: «βέβηλος», «χαυνωθείς ασιανός», «τυ­ φλός», «οικτρός παράφρων», «ξένος τη ανθρωπότητι». Αντίθετα, στο ποίημα του 1928 απαντά το γνώριμο καβαφικό διμερές σύστημα ποιητικής διαλεκτικής.119 Στο πρώτο μέρος (στ. 1-12), ανά­ μεσα σε άλλες θετικές παρατηρήσεις για την όλη συμπεριφορά του Αριστομένη, περιγράφεται με θετικό τρόπο και το γεγονός ότι αυτοπεριορίζει το λόγο του: Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος. Θάταν βαθύς στες σκέψεις διεδίδετο, κ ’ οι τέτοιοι τόχονν φυσικό να μη μιλούν πολλά. (στ. 10-12) για να ακολουθήσει στο δεύτερο μέρος (στ. 1325) μια αρκετά βίαιη αναίρεση: Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε. Έ να ς τυχαίος, αστείος άνθρωπος. Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας, έμαθ ’ επάνω, κάτω σαν τους Έ λληνας να φέ­ ρεται· κ ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι μιλώντας με βαρβαριαμούς δεινούς τα ελλη­ νικά, κ ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό, ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι. Γ ι' αυτό περιορίζονταν σε λίγες λέξεις, προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφοράκ ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του. II Θα εξετάσουμε τώρα, υποχρεωτικά (μια και ο χώρος είναι περιορισμένος), ένα μόνο ποίημα από την κάθε ομάδα. Το «Ρωτούσε για την ποιότητα» από την πρώτη ομάδα (κυρίως ερω­ τικά αίτια αναστολής ή καταπίεσης του λό­ γου),20 το «Ό ποιος απέτυχε» από τη δεύτερη (κυρίως κοινωνικά αίτια),21 και το «Ά γε ω βα­ σιλεύ Λακεδαιμονίων» από την τρίτη (πολιτι­ κά).22 1. Τελευταίο δείγμα θεματοποιημένης κατα­ πίεσης του λόγου στην καβαφική ποίηση.(την οποία επιβάλλουν πρωτίστως ερωτικά αίτια και δευτερευόντως κοινωνικά), αποτελεί το ποίημα «Ρωτούσε για την ποιότητα», του 1930, στο οποίο και απαντά μια πολύ προωθημένη μορφή υπόκρισης του λόγου:


86/αφιερωμα

Σπόρος Κούκος: Χαρακτικό. Εμπνευσμένο από το ποίημα «Ενρίωνος Τάφος»


αφιερωμα/87 Ρωτούσε για την ποιότητα των μαντηλιών και τι κοστίζουν με φωνή πνιγμένη, σχεδόν σβνσμένη απ ’ την επ ώ ν μία. Κι ανάλογα ήλδαν η απαντήσεις, αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη, με υπολανδάνουσα συναίνεσι. (στ. 19-24) Είναι φανερό ότι ο λόγος των δύο υποκειμένων, στη συγκεκριμένη σκηνή, πάλλεται στο βάθος από ένα ασυνήθιστο πυρετώδη ερωτισμό, ενώ στην επιφάνεια είναι (ή προσπαθεί να φαίνεται ότι είναι) καθημερινός κι όσο γίνεται φυσιολο­ γικός. Υποκρίνεται, δηλαδή, χρησιμοποιώντας ουδέτερα λεκτικά σχήματα. Οι λέξεις επιλέγον­ ται, σχεδόν μηχανικά, από τη συμβατική καθη­ μερινότητα, Ό λ ο και κάτι έλεγαν για την παγμάτεια (στ. 25) γιατί η άμεση λογική τους δεν έχει καμιά σημα­ σία. Στην πραγματικότητα, τα δύο ερωτικά υποκείμενα του ποιήματος αποφεύγουν ν ’ αν­ ταλλάξουν «ουσιαστικές», από την άποψη του περιεχομένου, προτάσεις. Συνεπώς, το περιεχό­ μενο υποβαθμίζεται εδώ πλήρως και η προτε­ ραιότητα πέφτει, όσον αφορά την ερωτική επι­ κοινωνία, στην παραγωγή ενός ήχου συνθημα­ τικού και, θα πρόσθετα, διεγερτικού σε μεγάλο βαθμό. Έτσι, ο λόγος είναι στο βάθος του, μα και στην επιφάνειά του (για τα δύο υποκείμε­ να) έντονα ερωτικός, επειδή ο τόνος και το κρυφό του αίσθημα (ανεξάρτητα από το περιε­ χόμενο) είναι τέτοια. Και η δήθεν συμβατική (στην κυριολεξία εμπορικής συνδιαλλαγής) αυ­ τή συνομιλία, αποκτά μια βαθύτατη ερωτική υπόσταση, αφού εντείνεται με αυτήν, από δύο κατευθύνσεις, ο άκρατος ερωτισμός της όλης σκηνής. Και επειδή αποσιωπάται οποιαδήποτε ερωτικής φύσεως φρασεολογία23 (δεν εκφωνεί­ ται καμιά ερωτική λέξη ή φράση -όλα υπονο­ ούνται στην «πνιγμένη» φωνή, τη «σχεδόν σβυσμένη» που όμως υποδαυλίζεται από αίσθημα ερωτικό), αλλά και επειδή η όλη συνομιλία λει­ τουργεί σαν το άλλοθι που δίνει την ευκαιρία και τη δυνατότητα στα δύο υποκείμενα (με την εξαπάτηση ή έστω με την ανοχή του καταστη­ ματάρχη24) να επικοινωνήσουν και απτικά, για να επικυρωθεί έτσι με τη βουβή, αλλά άμεσα αισθησιακή γλώσσα της αφής, ο ερωτισμός της σκηνής: Ό λ ο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια αλλά μόνος σκοπός: τα χέρια των ν ’ αγγίζουν επάνω α π ' τα μαντήλια· να πλησιάζουν τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίωςμια στιγμιαία στα μέλη επαφή.

2. Το πρώτο δείγμα θεματοποιημένης υπό­ κρισης του λόγου η οποία οφείλεται σε παρά­ γοντες κοινωνικής φύσεως (καθαρά υλικούς, δηλαδή οικονομικούς κι όχι ηθικούς ή ηθικοθρησκευτικούς, όπως συμβαίνει σε άλλα ποιή­ ματα), είναι άυτό που απαντά στο ανέκδοτο ποίημα «Ό π οιος απέτυχε», γραμμένο τον Ιού­ νιο του 1894. Η αιτία εδώ για την οποία το αό­ ριστο αρχικά υποκείμενο του ποιήματος,25 θα υποχρεωθεί να μεταμορφώσει με οδυνηρό τρό­ πο το λόγο του, είναι η «ποταπή ανάγκη» για το «ψωμί» και για τη «στέγη»: Τα χείλη τα υπερήφανα πώς τώρα δ ’ αρχίσουν να ομιλούνε ταπεινά (στ. 12-13) Η «ποταπή», δηλαδή, «ανάγκη» μπορεί να οδη­ γήσει σε «ταπεινό λόγο». Και τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη πιο τραγικά, όταν (όπως στην περίπτωση που περιγράφεται στο ποίημα) ο ξεπεσμένος δεν είναι ένα τυχαίο κοι­ νό άτομο, αλλά ξεχωριστό και ευαίσθητο ώστε να συλλαμβάνει και τις παραμικρότερες απο­ χρώσεις στα βλέμματα και στα λόγια των άλλων. Και το τελευταίο, κάνει το άτομο αυτό να αι­ σθάνεται βαρύτερη από το συνηθισμένο την ποινή του ξεπεσμού του, αφού το υποχρεώνει σ' ένα είδος διπλής υποκρισίας (προς τα έξω, αλλά και προς τα μέσα): όχι μόνο θα πρέπει «να μάθει της πενίας την νέα γλώσσα και τους τρόπους», όχι μόνο θα πρέπει να συνηθίσει να «ομιλεί ταπεινά», αλλά, επιπλέον, θα πρέπει να υποκρίνεται κιόλας ότι δεν αντιλαμβάνεται το είδος ή το μέγεθος του εξευτελισμού. κ ’ εν τοαούτω πρέπει να κάμνης σαν να μην τα νιώδης σαν νάααι απλούς και δεν καταλαμβάνεις. (στ. 16-18) Το τελευταίο αυτό θέμα, της ταπείνωσης και του εξευτελισμού του αποτυχημένου και ξεπε­ σμένου ατόμου (που ωστόσο έχει συναίσθηση ότι δεν είναι ένας οποιοσδήποτε «απλούς») που υποχρεώνεται, για βιοποριστικές ανάγκες, να υπηρετεί σε «άθλια ξένα σπίτια», φαίνεται ότι είχε βαθιά συγκινήσει τον Καβάφη (ίσως και για την αναλογία του, καθώς θα δούμε πιο κάτω, με την ίδια την προσωπική του ζωή)253. Τον είχε πάντως απασχολήσει, την ίδια αυτή εποχή, και πέρα από το ποίημα που συζητού­ με εδώ. Απαντά, καταρχήν, ως το κύριο θέμα ενός άρθρου που ο ποιητής δημοσιεύει τον Οκτώβριο του 1896 (το «Έλληνες Λόγιοι εν Ρωμαϊκές Οικίες»·).26 Το συναντούμε, επίσης, με ενάργεια διατυπωμένο, στο ποίημα «Λαγίδου Φιλοξενία»,27 στο οποίο προβάλλεται κυρίως το


88/αφιερωμα θέμα της άδικης, υπεροπτικής και προβλητικής εντέλει συμπεριφοράς του «μέγα εξουσιαστή» προς τον πένητα λόγιο: Ά λ λ ο τ ’ ο σοφιστής εν τη φθοροποιά Ρώμη πτωχός εις μ έγαν εξουσιαστήν προσέφερε το έργον του. Ο δε- «Αυτήν λάβε την μναν και άγε. Λήρος μ ’ ανιά.» (στ. 5-8) Απεναντίας, στο άρθρο εξετάζονται σφαιρικά και με λεπτομέρεια όλες οι πτυχές του δράμα­ τος του ξεπεσμένου λογίου. Έχω μάλιστα τη γνώμη ότι τόσο η ίδια η επιλογή της παρουσία­ σης της συγκεκριμένης πραγματείας του Λου­ κιανού («Περί των επί Μισθώ Συνόντων»),28 όσον και ο τρόπος που ο Καβάφης πραγματεύ­ εται το θέμα (κι ας δηλώνει ότι θα περιοριστεί σε μια περίληψη του έργου του Λουκιανού),

μας επιτρέπουν να μιλήσουμε τουλάχιστο για μερική συναισθηματική ταύτισή του με τους αποτυχημένους έλληνες λογίους οι οποίοι υπη­ ρετούσαν με εξευτελιστικούς όρους ως «παιδα­ γωγοί ή φιλολογικοί σύντροφοι» σε σπίτια πλουσίων Ρωμαίων.29 Ό λο το συγκεκριμένο άρθρο, αλλά ιδιαίτερα ορισμένες περικοπές, μπορούν νόμιμα να συγκριθούν με το ποίημα «Ό ποιος απέτυχε», αλλά και με άλλα ποιήματα, όπως λ.χ. με το ποίημα «Τιμόλαος ο Συρακούσιος» (1892/1894) ή ακό­ μη και με το πολύ μεταγενέστερο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» που είδαμε λίγο πιο πάνω. Για να δείξω μάλιστα τι εννοώ εδώ με νόμιμη σύγ­ κριση, αποσπώ απ’ το άρθρο και παραθέτω την ακόλουθη περικοπή η οποία νομίζω ότι μπορεί ωφέλιμα να παραλληλιστεί με τους στί­ χους 16-18 από το ποίημα «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»;

«Θαυμασμός καταλαμβάνει τον λόγιο επ ί τω πλούτω της τραπέζης, είναι και πολύ όμως στενοχωρημένος μη γνωρίζων την εθιμοτυπί­ αν αυτών των μεγάλων δείπνων. Η άγνοιά του σκανδαλίζει τους σννδείπνους οίτινες φθά­ νουν εις το συμπέρασμα ότι δεν ευρέθη ποτέ άλλοτε εις ευγενούς ανθρώπου τράπεζαν. Ο δυστυχής φιλόσοφος δειλιάζει τόσον ώστε π ί­ νει και τρώγει μετά πολλού δισταγμού, φοβού­ μενος μη κάμη λάθος τι, υποβλέπει δε τον πλησίον και μιμείται τας κινήσεις του πιστώς.»30

«κι έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν/χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι/μιλώ ντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελλη νικά,/κ ’ οι Αλεξαν­ δρινοί τον πάρουν στο ψιλό,/ω ς είναι το συ­ νήθειό τους, οι α π α ίσ ιο ι.//Γ ι’ αυτό περιορί­ ζονταν σε λίγες λέξεις,/προσέχοντα ς με δέος τες κλίσεις και την προφορά·/ κ ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας/κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.»

Είναι φανερό ότι υπάρχει μια αναλογία τόσο στο θέμα της δειλίας η οποία οφείλεται σε ελλι­ πή γνώση, όσο και σ’ αυτό της υποκριτικής συμπεριφοράς την οποία όμως χαρακτηρίζει, κατά βάθος, μια, κωμική σχεδόν, τραγικότητα. Βεβαίως και δεν υποστηρίζω ότι πρόκειται για όμοιες καθόλα σκηνές. ' Εχουν όμως μια εξωτε­ ρική αντιστοιχία και τις διέπει συγχρόνως μια παρόμοια εσωτερική ψυχολογική κίνηση. Καλύτερα, όμως, να δούμε μιαν άλλη περικο­ πή η οποία δείχνει τις αναλογίες του άρθρου με το ποίημα « Όποιος απέτυχε» που μας ενδιαφέ­ ρει εδώ άμεσα: «Ω δείλαιος εγώ, αναλογίζεται, και άθλιος, οίας τας πάλαι διατριβάς απολιπών και εταί­ ρους και βίον απράγμονα και ύπνον μετρούμενον τη επιθυμία και περιπάτους ελευθερί­ ους εις οίον βάραθρον φέρων εμαυτόν ενσέσεικα. Τίνος ένεκα, ω Θεοί, ή τις ο λαμπρός

ούτος μισθός έστιν... Τα πάντων οίκτιατον, ουκ ευδαιμονείν ειδώς ουδέ κεχαρισμένος είναι δυνάμενος· ιδιώτης γαρ έγωγε των τοιούτων και άτεχνος... Ως δε και αχάριστος ειμι, και ήκιστα συμποτικός, ουδ ’ όσον γέλωτα ποιήααι δυνάμενος· συνίημι δε ως και ενο­ χλώ πολλάκις βλεπόμενος, και μ ά λισθ’ όταν ηδίων αυτός αυτού είναι θέλω· σκυθρωπός γαρ αυτώ δοκώ, και όλως ουκ έχω όπως αρμόσωμαι προς αυτόν. Ην μεν γαρ επ ί του σε­ μνού φυλάττω εμαυτόν, αηδής έδοξα και μονονουχί φευκτέος, ην δε μειδιάσω και ρυθμί­ σω το πρόαωπον εις το ήδιστον, κατεφρόνηαεν ευθύς και διέπτυσε, και το πράγμα όμοιον δοκεί ώσπερ αν εί τις κωμωδίαν υποκρίναιτο τραγικόν προσωπείον περικείμε­ νος.»" Η περικοπή προέρχεται από κείμενο του Λουκιανού το οποίο παραθέτει ο Καβάφης και,


αφιερωμα/89 α π ’ ό,τι βλέπουμε, ξεκινά με μια σύγκριση του πρότερου «ελευθέριου βίου» του λογίου που μιλά σε πρώτο πρόσωπο και στη μετέπειτα φρι­ χτή ζωή που περνά στο ρωμαϊκό σπίτι. Στο ση­ μείο αυτό προβάλλεται και το θέμα της προσω­ πικής ευθύνης για την επιλογή του λογίου (ένα είδος «ένδοσης»: «εις οίον βάραθρον φέρων εμαυτόν»), κάτι που μας θυμίζει βεβαίως το «Η Σατραπεία».'2 Η περικοπή λήγει με το θέμα των εξευτελισμών (κυρίως ψυχολογικών) που υφίσταται ο ξεπεσμένος λόγιος, ο οποίος και είναι υποχρεωμένος να υποκρίνεται συνεχώς ανάλογα με τις διαθέσεις του οικοδεσπότου. Η τελευταία μάλιστα φράση της περικοπής, μας υπενθυμίζει ένα από τα κυριότερα καβαφικά μοτίβα, αυτό του προσω πείου, στο οποίο, άλ­ λωστε, τόσο πολύ στάθηκε και η καβαφική κρι­ τική. Από την άποψη που μας ενδιαφέρει, η αναφο­ ρά στο ποίημα «Ό ποιος απέτυχε», θα μπορού­ σε και να σταματήσει εδώ. Ωστόσο, υποσχέθηκα πιο πάνω ότι, πέρα από το θέμα της υπό­ κρισης του λόγου, θα σχολιάσουμε το ποίημα και προς την κατεύθυνση της σχέσης του με τη ζωή και τις πραγματικές εμπειρίες του ποιητή. Ο σχολιασμός αυτός θα μας οδηγήσει και σε μια, ελπίζω όχι ανώφελη, συσχέτισή του με το ποίημα «Ρωτούσε για την ποιότητα» που εξετά­ σαμε στην προηγούμενη ενότητα. Τη σύνδεση του ποιήματος «Ό ποιος απέτυ-. χε» με ένα συγκεκριμένο γεγονός της ζωής του ποιητή (την πρόσληψή του στις Αρδεύσεις) την έχει ήδη επιχειρήσει, με επιτυχία νομίζω, η Σόνια Ιλίνσκαγια: «Ξέρουμε πως μετά το 1892 ο Καβάφης περνάει μια δύσκολη ψυχολογική κρίση. Έ π ειτα από το δάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του Πέτρου, που ήταν ανώτερος υπάλληλος και οικονομικό στήριγμα της οι­ κογένειας, αναγκάζεται να βρει μια βιοπορι­ στική απασχόληση και προσλαμβάνεται στις Αρδεύσεις. Η δέση του εκεί δεν ανταποκρίνεται στην κοινωνική δέση των Καβάφηδων, έναν απόηχο από τον προσωπικό του πόνο, από οικεία δεινά δ ’ ακούσουμε στο ποίημά του " Ό ποιος Απέτυχε" (1894), όπου η αντί­ δραση της πληγωμένης αξιοπρέπειας δίνεται με ασυνήδιστες ακόμα και για τον Καβάφη εκείνης της εποχής εκρήξεις αναφωνήσεων. Έ χουμε αρκετές ενδείξεις για το ότι ο Κ αβά­ φης είχε συναίσδηση ότι διέπραξε ένα σφάλ­ μα, πρόδωσε τον προορισμό του ως ποιητή, δεωρούσε πως έπ ρεπε να αφοσιωδεί στην ποίηση και να υποστεί κάποιες δυσιες.»"

Συμφωνώ με την Ιλίνσκαγια ότι η αντίδραση του Καβάφη δίνεται με ασυνήθιστες εκρήξεις αναφωνήσεων. Θα πρόσθετα μάλιστα ότι όλο το ποίημα το χαρακτηρίζει μια δόση υπερβολής, υπάρχει ένα συναισθηματικό ξεχείλισμα, υπάρ­ χει μια τέτοια διόγκωση του στοιχείου του ξε­ πεσμού που, έχοντας υπόψη την πηγή του (αναγκαστική έναρξη βιοποριστικής απασχόλη­ σης), το πράγμα αντί για τραγικό πάει να γίνει μάλλον κωμικοτραγικό. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνούμε ότι το ποίημα αυτό είναι ανέκδοτο, ότι δηλαδή ο ποιητής το άφησε στο συρτάρι του, ίσως σαν δείγμα της συγκίνησης που του προκάλεσε ένα συγκεκριμένο περιστατικό της ζωής του, μια συγκίνηση όμως που, διογκωμένη κιόλας, διοχετεύθηκε άμεσα (και σχεδόν αμέ­ σως) σε στίχους αρκετά κραυγαλέους και πάν­ τως όχι ικανούς για δημοσίευση: «No for publi­ cation; but may remain here»·'4 Ας δούμε τώρα πώς το ίδιο αυτό περιστατικό της ζωής του ποιητή, η ίδια αυτή συγκίνηση, μετουσιωμένη μέσα από πολύπλοκες και σε με­ γάλο βαθμό ενσυνείδητες διεργασίες που κρά­ τησαν 38 ολόκληρα χρόνια, τροφοδότησε ένα άρτιο ποίημα της καβαφικής ωριμότητας, το «Ρωτούσε για την ποιότητα», γραμμένο (ή για την ακρίβεια δημοσιευμένο) το 1930: Α π ’ το γραφείον όπου είχε προσληφδεί σε δέση ασήμαντη και φδηνοπληρωμένη (ώς οκτώ λίρες το μηνιάτικό του: με τα τυχε­ ρά) βγήκε σαν τέλεψεν η έρημη δουλειά που όλο το απόγευμα ήταν σκυμένος: βγήκεν η ώρα επτά, και περπατούσε αργά και χάζευε στον δρόμο. - Έ μορφος· κ ’ ενδιαφέρων: έτσι που έδειχνε φδασμένος στην πλήρη του αισδησιακήν απόδοσι. Τα είκοσι εννιά, τον περασμένο μήνα τα είχε κλείσει. (στ. ΜΟ) Ξεκινώ από τον τελευταίο στίχο: «Τα είκοσι εννιά, τον περασμένο μήνα τα είχε κλείσει». Τι ζητά εδώ και τι σχέση μπορεί να έχει η γενέθλια μνήμη, των είκοσι εννιά μάλιστα χρόνων,'5 με τη μνήμη της πρόσληψης «σε θέση ασήμαντη και φθηνοπληρωμένη»; Ας δούμε λίγο τα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή. Αντιγράφω από. το Σχεδίασμα χρονογραφίας του βίου του, αφού υπενθυμίσω ότι γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1863. «1892 Μάρτιος 1, προσλαμβάνεται ως έκτα­ κτος γραφεύς στην Υπηρεσία των Α ρδεύσε­ ων, Τρίτος Κύκλος, που εξαρτιέται από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Οι προϊστάμε­ νοί του είναι άγγλοι. Μισδός: 7 λίρες.»’6


90/αφιερωμα Είναι φανερό, νομίζω, ότι στο ποίημα αναπλάθονται, ύστερα από 38 χρόνια, στα σωστά τους μέτρα, οι καινούριες κι οπωσδήποτε όχι τόσο ευχάριστες εμπειρίες του εικοσιεννιάχρονου τό­ τε ποιητή (1892 πλήν 1863 = 29) που αναγκά­ στηκε, ένα μήνα πριν από την 29η επέτειο των γενεθλίων του, να προσαρμοστεί στη ρουτίνα μιας μόνιμης πεζής εργασίας. Έγραψα στα σωστά της μέτρα, γιατί αρκεί μια πρόχειρη σύγκριση των δύο ποιημάτων για να διαπιστώσει κανείς ότι με το δεύτερο, το τό­ σο απομακρυσμένο από το βίωμα κι οπωσδή­ ποτε πιο «εργαστηριακό», ο ποιητής κατορθώ­

ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΕΤΫΧΕ

νει να βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματική εμπειρία που έζησε, είναι πιο ψύχραιμος στην περιγραφή της, βλέπει τα πράγματα στις σω­ στές τους διαστάσεις και με το συγκεκριμένο τους νόημα που τότε δεν έβλεπε, αλλά αργότε­ ρα, μέσα από την απόσταση του χρόνου, και με τη μεσολάβηση της «νόησης», μπόρεσε να το δει. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη θετική και αρνητική σχέση, αλλά και τη ριζική διαφο­ ροποίηση των δύο ποιημάτων, με μιαν αντιπαρά­ θεση των αντίστοιχων θεματικών τους μονά­ δων:

ΡΩΤΟΥΣΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ

Ό ποιος απέτνχε, όποιος ξεπέοει

Α π ’ το γραφείο όπου είχε π ροσληφ δεί/σε δέ­ ση ασήμαντη και φδηνοπληρωμένη

με τι καρδιά δα περπατεί στο δρόμο

βγήκεν η ώρα επτά, και περπατούσε αργά /κ α ι χάζευε στο δρόμο.

Τα χείλη τα υπερήφανα (...) και το υψηλά κε­ φάλι...

Έ μ ο ρ φ ο ς -/κ ' ενδιαφέρων: έτσι που έδειχνε φ δ α σμένος/στην πλήρη του αιαδησιακήν απόδοσι.

Πώς δα αντικρύση ταις ματιαίς ταις κρύαις

είδ ’ εκ εί μέσα ένα πρόσωπο, είδε μια μορφή /ό π ο υ τον έσπρωξαν και ειαήλδε,

Τα χείλη τα υπερήφανα πώς τώ ρ α /δ ' αρχί­ σουν να ομιλούνε ταπεινά/(...) Τα λόγια πώς

Ρωτούσε για την ποιότητα των μαντηλιών/και τι κοστίζουν με φωνή πνιγμένη,/σχεδόν σβυσμένη α π ’ την επ ιδυμία./Κ ι ανάλογα ήλδαν η απαντήσεις,/αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμέ­ νη, /μ ε υπολανδάνουσα συναίνεσι.

λ έ ξ ι - ° ναη

π°ν ξεσκίζουν/τ’ αυτιά

κάδε

Η αοριστία του πρώτου ποιήματος, το ανεξέ­ λεγκτο συναισθηματικό ξεχείλισμα, το στοιχείο της υπερβολής, η ρομαντική διάσταση προς τον περίγυρο, η φανταστική περιπλάνηση σ’ ένα χώρο σκηνογραφικά και σκηνοθετικά ψεύτικο, δίνουν στο δεύτερο τη θέση τους σε μια κατα­ σταλαγμένη φωνή που με απόλυτο σεβασμό σ' ό,τι έλαχε στον ποιητή, κι όχι σε αυτό που νόμι­ ζε ότι του συνέβαινε, προσπαθεί να αναστήσει ποιητικά (που σημαίνει όχι συναισθηματικά

και μονοδιάστατα) κάτι «από τα χρόνια της νεό­ τητάς του». 3. Θα εξετάσουμε τώρα το «Ά γε ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων», αντιπροσωπευτικό δείγμα της τρίτης ομάδας (πολιτικά αίτια αναστολής του λό­ γου). Το ποίημα αυτό, γραμμένο το 1929, απο­ τελεί, μαζί με το «Εν Σπάρτη», δίπτυχο του ί­ διου ιστορικού δράματος στο οποίο πρωταγω­ νιστούν τα ίδια πρόσωπα: ο βασιλιάς της Σπάρ­


αφιερωμα/91 της Κλεομένης Γ' και η μητέρα του Κρατησίκλεια. ΑΓΕ Ω ΒΑΣΙΛΕΥ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ 1 Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια 2 ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί3 και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή. 4 Τίποτα δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της 5 α π ’ τον καϋμό και τα τυραννία της. 6 Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε7 και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Αλεξάνδρεια, 8 πή ρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος, 9 και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε 10 και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει 11 ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον». 12 Ό μω ς ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε13 και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα 14 είπε στον Κλεομένη « Ά γ ε ω βασιλεύ 15 Λακεδαιμονίων, όπως, επ άν έξω 16 γενόμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας 17 ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης 18 ποιούντας. Τούτο γαρ εφ ’ ημίν μ ό ν ο ν 19 αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ πάρεισι».

Το πρώτο μέρος (στ. 1-19) μπορεί να διαιρε­ θεί σε τρεις ενότητες: πρώτη ενότητα = στ. 1-5, δεύτερη = στ. 6-11, και τρίτη = στ. 12-19. Το διαχωρισμό αυτό υποστηρίζει, ώς ένα βαθμό, τό­ σο η στίξη του ποιήματος όσο και οι εναρκτικές λεκτικές μονάδες της δεύτερης και της τρίτης ενότητας (Μα: στ. 6, Όμως: στ. 12), με τις οποίες έχουμε και τον συνηθισμένο καβαφικό τρόπο μεταλλαγής του τόνου μέσα στο ποίημα: συνήθως η ενότητα που ακολουθεί ανατρέπει, αντιτίθεται ή διαλέγεται κριτικά με αυτήν που προηγήθηκε. Η στίξη υποβοηθεί τουλάχιστο στη διάκριση των δύο αυτών ενοτήτων (της δεύ­ τερης και της τρίτης), αφού οι μοναδικές τελεί­ ες σε τέλος στίχου, σε αυτό το μέρος του ποιή­ ματος (στ. 6-19), είναι αυτές του ενδέκατου και δέκατου ένατου στίχου.37 Αξίζει ακόμη να προ­ σεχτεί και η λειτουργία της άνω τελείας στο ποίημα. Και οι τρεις ενότητες ξεκινούν με μια πρόταση η οποία καταλήγει σε άνω τελεία: 1 Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια 2 ο κόσμος να τη δει να κλαίει και να θρη3 6 7 12 13 20

και.................................................................... Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξεκαι............ ....................................................... Ό μω ς ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισεκ α ι................................................................... Κ αι........................................ ..........................

Και μες στο πλοίο μπήκε, πιαίνόντας Και στις τρεις περιπτώσεις, η πρόταση ή οι προτάσεις που ακολουθούν και συμπληρώνουν προς το «διδώ». την εισαγωγική εικόνα, συνδέεται (ή συνδέον­ Το θέμα της αναστολής του λόγου, συνδυασμέ­ ται) παρατακτικά, με χαρακτηριστική και στις τρεις περιπτώσεις την παρουσία του συμπλε­ νο με μια γενικότερη καταπίεση συναισθημά­ κτικού συνδέσμου και, ο οποίος αποτελεί και των, εντοπίζεται αμεσότερα στον τρίτο στίχο: την εναρκτική λεκτική μονάδα του εικοστού και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή. στίχου, συνδέοντας τον, έτσι, κι αυτόν παρατα­ κτικά με όλο το πρώτο μέρος του ποιήματος. Πολιτικής φύσεως εδώ οι λόγοι που υποχρεώ­ Μ’ αυτό τον τρόπο, η λεκτική σκαλωσιά που νουν την Κρατησίκλεια να κρατεί κλεισμένα μέ­ σχηματίζεται με βάση τα τέσσερα αυτά, καίρια σα της «τον καϋμό και τα τυραννία της». όπως δείχτηκε, και των στ. 3, 7, 13 και 20, έχει Έπρεπε, σαν «Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα», μιαν ιδιαίτερη λειτουργικότητα, αφού συνδέει να μην πράξει «ανάξιόν τι της Σπάρτης», αλλά συντακτικά τους στίχους εκείνους οι οποίοι να σταθεί σε ένα τέτοιο ύψος που φυσιολογι­ αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, τη ραχοκοκακούς προϋπόθετε την κατάπνιξη οποιοσδήποτε λιά του ποιήματος: ανθρώπινης πλευράς της. Μπορούμε να διακρίνουμε καλύτερα το πόσο έντεχνα αποδίδεται στο» ποίημα η εσωτερική 2 και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή. αυτή πάλη της Κρατησίκλειας και η αντίθεση 7 και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει με την τεχνητή εξωτερική της αταραξία, ακόμη στην Αλεξάνδρεια, και μια γενική εξέταση της δομής του ποιήμα­ 13 και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα τος. Αρθρώνεται σε δύο κύριους και δυσανάλο­ 20 Και μες στο πλοίο μπήκε, πιαίνοντας γους ποσοτικά όγκους: στ. 1-19 ο πρώτος, και προς το «διδώ». στ. 20 ο δεύτερος. 20



αφιερωμα/93 Μένει να εξηγήσω γιατί όρισα ως πρώτη ενό­ τητα τους στ. 1-5 και όχι τους στ. 1-3, αφού, εκτός από το τέλος του πέμπτου, έχουμε τελεία και στο τέλος του τρίτου στίχου. Νομίζω ότι κά­ τι που δένει στέρεα τους στ. 1-3 και 4-5 σε μία ενότητα (πέρα από οτιδήποτε άλλο), είναι το αρνητικό μόριο <5εν (πρώτος και τέταρτος στί­ χος) που έχει τη λειτουργία αρθρωτικού κρίκου ανάμεσα στις δύο αλληλένδετες εικόνες της πρώτης ενότητας: τα μάτια τον κόσμου στην πρώτη, έτοιμα να δουν και να πιστοποιήσουν τον ξεπεσμό, κάτι που η Κρατησίκλεια όμως ΔΕΝ καταδέχεται να δείξει· η ατάραχη μορφή της στη δεύτερη, που τίποτε ΔΕΝ αποδεικνύει από το εσωτερικό της βάσανο. Η οπτική κυρί­ ως, αλλά και ηχητική ενμέρει, συγγένεια των αρνητικών φράσεων.

βρίσκει τη δυνατότητα να εκδηλωθεί για λίγο η στενά ανθρώπινη πλευρά του δράματος, συμ­ βολίζει εδώ τις περιορισμένες δυνατότητες αν­ θρώπινης συμπεριφοράς των ατόμων που είναι άμεσοι φορείς ενός ιστορικού ρόλου. Τέλος, η έντεχνη αποκοπή του τελικού στί­ χου, με έσχατη τη λέξη «διδώ», εξορισμένη κι αυτή (όπως η Κρατησίκλεια) απο το φυσικό της περιβάλλον (το ενσωματωμένο κείμενο του Πλουτάρχου), εξορία που τη μετατρέπει, όχι χωρίς κάποιες λειτουργικές για το ποίημα επι­ πτώσεις, από ρήμα σε ουσιαστικό, επιτείνει την αίσθηση της εξορίας και του επικείμενου μοι­ ραίου τέλους: τον άθλιο τραγικό θάνατο στην Αλεξάνδρεια.

ΔΕΝ κατα ΔΕΧοΝταν (στ. 1) ΔΕΝ απο ΔΕιΧΝε (στ. 4)

Το θέμα του λόγου, είναι, κατά την κρίση μου, ένα από τα πιο σημαντικά και διατρέχει την καβαφική ποίηση τουλάχιστον από το 1892, οπότε και δημοσιεύεται το «Λόγος και Σιγή» (γραμμένο οπωσδήποτε αρκετά χρόνια ενωρίτερα) στον τίτλο του οποίου προβάλλεται, αλλά, καθώς είδαμε, και στο σώμα του οποίου συζητείται διεξοδικό- φτάνει ίσαμε το 1931 οπότε και δημοσιεύεται το ποίημα «Στα 200 π.Χ.» (που πρωτογράφηκε το 1916), το οποίο και περιέχει τους στίχους: «Και την Κοινήν Ελληνι­ κή Λαλιά/ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς». Πρόκειται για πορεία εν­ δεικτική και για τη γενικότερη εξέλιξη της θε­ ματικής του Καβάφη. Ξεκινά από ένα ποίημα με στενή θρησκευτική θέση στο οποίο διατυ­ πώνει, με ορθόδοξο τρόπο (σθεναρά και χωρίς αμφιταλαντεύσεις), την πίστη σ’ ένα συγκεκρι­ μένο σχήμα του Χριστιανισμού (Λόγος ='Θεός), για να φτάσει, σ’ ένα ποίημα με φανερή την προτίμηση στον πολιτικό και κοινωνικό παρά­ γοντα, στην αμφιλεγόμενη εξύμνηση του κρά­ ματος που είναι η Κοινή Ελληνική Λαλιά. Η μελέτη του θέματος του Λόγου, αποκτά ένα πρόσθετο ενδιαφέρον αν συνδυαστεί με τα ομόλογα θέματα του χώρου και του φωτισμού και συμβάλλει στην εκ των ένδον προσέγγιση της εξελισσόμενης ποιητικής, αλλά και της θε­ ματικής του Καβάφη. Η εξωτερική συνάφεια των τριών αυτών θεμάτων, καθώς έγκαιρα μου είχε επισημάνει ο καθ. Γ. Π. Σαββίδης, μπορεί να εντοπιστεί στις αναλογίες τους: μέσα, σκοτά­ δι, σιωπή, στοιχίζονται φυσιολογικά στη μία πλευρά· έξω, φως, λόγος, στην άλλη. Και η εσωτερική τους ανταπόκριση διαφαίνεται στον συνδυασμό τους μέσα στη σκηνοθεσία των ίδιων ποιημάτων. Για να περιοριστούμε σε παραδείγ­ ματα που είδαμε σε τούτο το κείμενο, ση­

ισχυροποιεί ακόμη πιο πολύ τον νοηματικό δε­ σμό των δύο εικόνων. Από την άλλη, η φράση που εισάγεται με ένα τρίτο ΔΕΝ (το οποίο ση­ μαδεύει την έναρξη της επόμενης ποιητικής ει­ κόνας), έχει καθαρά αντιθετική λειτουργία σε σχέση με τις δύο παραπάνω: στη σθεναρή από­ φαση που δηλώνεται εκεί για αξιοπρεπή συναι­ σθηματική συγκράτηση και σιωπή, έχουμε εδώ το σημείο όπου παρατηρείται μια στιγμιαία κάμψη στην προηγούμενη στάση: ΔΕΝ βάσταξε (στ. 6) Το λύγισμα που τονίζει περισσότερο από οτιδή­ ποτε άλλο στο ποίημα τη συντριβή του ανθρώ­ πινου παράγοντα μέσα στην αναισθησία της αμείλικτης εξέλιξης του ιστορικού χρόνου. Όμως κι αυτό όχι σε τυχαίο χρόνο, αλλά την ώρα που η όλη σκηνή φτάνει στο δραματικότε­ ρο σημείο της: λίγο «πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Αλεξάνδρεια»38 και βεβαίως όχι μπροστά στα μάτια του κόσμου, αλλά «μόνοι σαν βρεθήκαν», μέσα στον ναό. Την επανάκτηση της αρχικής εσωτερικής δύναμης, η οποία επιφέρει και την εξωτερική μεταμόρφωση στην Κρατησίκλεια -επομένως μιαν αντιθετική κίνη­ ση σε σχέση με αυτήν που περιγράφεται στη δεύτερη ενότητα- έχουμε στην τρίτη ενότητα, όπου η όλη εσωτερική κίνηση που συνέχει τις φράσεις «Όμως... επάσχισε / και συνελθούσα», λειτουργεί ανάστροφα προς τη φορά των «Μα όσο και νάναι... δεν βάσταξε» για να έλθουμε ξανά στην αρχική κατάσταση των «Δεν καταδέ­ χονταν... τίποτε δεν απόδειχνε». Έτσι, θα μπο­ ρούσαμε να πούμε ότι ο κλειστός εσωτερικός χώρος, που μόνο στα περιορισμένα του όρια

III


94/αφιερωμα μειώνω την πρώιμη ρομαντική αντιπαράθεση της σιωπής και του λόγου που αντιζυγιάζονται πάνω στην επίσης ρομαντική αντιστοίχιση του φωτός και του σκοταδιού: Σκιά και νυξ είν ’ η Σιγή- ο λόγος η ημέρα. Και στο ώριμο ποίημα «Ά γε ω βασιλεύ Λακε­ δαιμονίων», μπορούμε να διακρίνουμε μιαν αν­ τιθετική σχέση του λόγου με το χώρο: η Κρατησίκλεια συγκροτείται ενόσω βρίσκεται στον ανοικτό χώρο (μπροστά στον κόσμο παραμένει σιωπηλή), ενώ αναλύεται όταν βρεθεί μόνη μέ­ σα στο ναό με το γιό της.

Η εξωτερική αναλογία των τριών θεμάτων, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές και αλληλοπροσδιοριζόμενες σχέσεις τους, που όσο προχωρεί το καβαφικό έργο, τόσο και γίνονται πολύπλο­ κες (κυρίως με την εμφάνιση ωριμότερων και συνθετότερων εννοιών τους, όπως η είσοδος και η έξοδος, το ημίφως και η υπόκριση του λό­ γου), ορίζουν μιαν από τις πιο δυναμικές δομές που προβάλλει η καβαφική ποίηση. Αυτήν που σχηματικά θα μπορούσαμε να την τιτλοφορή­ σουμε ως «Το μέσα και το έξω στην ποίηση του Καβάφη».

Σημειώσεις: -------------------------------------------------— 1. Το κλασικότερο δείγμα, στην καβαφική ποίηση, όχι θεματοποιημένης, αλλά περιχαρακωμένης μέσα στο λόγο σιωπής, είναι αυτό που απαντά στο ποίημα «Εν τω μηνί Αδύρ». Εκείνο που απαντά θεματοποιημένο στο ποίημα (περιγράφεται δηλαδή με σαφήνεια, δεν λειτουργεί ως ενδιάθετο στοιχείο του ποιητικού λό­ γου), είναι οι αναγνωστικές δυσκολίες, όχι, προς δεού, του σημερινού αναγνώστη (να διαβάσει το ποίημα ή να προαλάβει το ακριβές περιεχόμενό του, όπως συμβαίνει με ποιήματα πράγματι δύσκολα ή «σκοτει­ νά», λ.χ. η «Κίχλη» του Σεφέρη), αλλά του ομιλητή του ποιήματος: «Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία»· ή, καδώς σημειώνει ο Μαλάνος, «του σοφού, που επίμονα δα βαλδεί να μαντέψει και κείνα ακόμη που οι ανένδοτες σιωπές αρνούνται να πούνε» (βλ. Τίμου Μαλάνου, Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης, Δίφρος Ί957, α. 324). Γ ι’ αυτό και δεωρώ άχρηστη και παρα­ πλανητική την όλη προσπάδεια του Βασίλη Λαμπρόπουλου να συνδέσει με το ποίημα αυτό τις απόψεις του George Steiner, όπως αυτές διατυπώνονται στο δο­ κίμιό του «Περί δυσκολίας» (1978). Οι απόψεις αυτές αφορούν «δύσκολα» ποιήματα, ή δύσκολα χωρία σε «μοντέρνα» ποιήματα, και είναι εντελώς άστοχη η εφαρμογή τους σ ’ ένα ποίημα καδόλου σκοτεινό ή δύ­ σκολο, στο οποίο όμως ο ποιητής είχε την αριατουργηματική έμπνευση να θεματοποιήσει τις δυσκολίες ανάγνωσης του ομιλητή και να δείξει, και με οπτικά μέσα, αυτή τη δυσκολία, η οποία, ωστόσο, είναι για τον αναγνώστη ανύπαρχτη. (Αναφέρομαι στο άρδρο του Β.Λ. στο πρόσφατο καβαφικό αφιέρωμα του Χάρ­ τη, τεύχ. 5-6, Απρίλιος 1983, αα. 658-668.) 2. Στον αριδμό αυτό συγκαταλέγεται και το σχεδίασμα «Ο επίσκοπος Πηγάαιος» (βλ. Renata Lavagnini. «The Unpublished Drafts of Five Poems on Julian the Apostate by C. P. Cavafy», Byzantine and Moderne Greek Studies, τόμ. 7, 1981 [=19821, oa. 63-70. 3. Με βάση τα χρονολογικά αυτά όρια, ορίζεται ως πρώι­ μη περίοδος αυτή κατά την οποία ο Καβάφης έχει δητέψει στο ρομαντισμό -κυρίως στον Αθηναϊκό Ρομαν­ τισμό: Φαναριώτικη και Παλαιό Αθηναϊκή Σχολή ( ± 1882-1891/94) και κατά την οποία έχει, επίσης, περά­ σει μιαν συμβολική και παρνασσική συγχρόνως φάση (1891/94 - 1899/ ± 1903). Ως ώριμη περίοδος, ορίζε­ ται αυτή κατά την οποία ο Καβάφης αρχίζει να βρί­ σκει τη δική του προσωπική φωνή, περνώντας σε μια περίοδο ποιητικού ρεαλισμού (±1900/03 - 1933). Πρό­ κειται, δηλαδή, για περιοδίκευαη που δεωρεί ως κύ­

ρια τομή τη χρονική περίοδο (περί τα τέλη του Προη­ γούμενου αιώνα και γύρω στις αρχές του δικού μας) κατά την οποία αρχίζουν να πυκνώνουν εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το προσωπικό ύφος και την προσωπική γλώσσα του ποιητή και των οποίων η οριστική σταδεροποίηαη παρατηρείται γύρω στα 1911. 'Ενα από τα στοιχεία αυτά είναι και η εγκατά­ λειψη της παρομοιαστικής και μεταφορικής χρήσης της γλώσσας και η απόφαση του ποιητή να υιοδετήσει, ως κύριο εκφραστικό μέσο, την κυριολεξία. Για μια πρόσφατη συζήτηση του προβληματισμού γύρω από το δέμα των κύριων καλλιτεχνικών περιόδων που διακρίνονται στο καβαφικό έργο, βλ. Μιχάλης Πιερής, Κ. Π. Καβάφης: έφοδος στο σκοτάδι (η εξελικτική πορεία), Το μικρό δέντρο, 6, χ.χ. (= καλοκαίρι 1982), όπου και συγκεντρώνονται οι πληροφορίες που προσφέρει η καβαφική βιβλιογραφία για το δέμα αυτό. 4. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς γράφτηκε· οπωσδήποτε πριν από τον Ιούλιο του 1891 (βλ. Γ. Π. Σαββίδης, Οι Καβαφικές Εκδόσεις (1891-1932), Ταχυδρόμος 1966, αα. 109-110). Δημοσιεύτηκε στις 15 Ιανουάριου 1982 στο Αττικόν Μουσείον (βλ. Γ. Κ. Κατσίμπαλης, Βιβλιο­ γραφία Κ. Π: Καβάφη, 1943, αριδμ. 8, και Σαββίδης, ό.π., αα. 286-87). 5. 'Ενα πρώιμο παράδειγμα αντιπαράδεσης λόγου και σιωπής που παρουσιάζεται μέσα από τη δραματική συμμετοχή δύο υποκειμένων στα δρώμενα του ποιή­ ματος, είναι αυτό που απαντά στο αποκηρυγμένο ποίημα «Ένας Έρως» (1886, 1896): Μ’ έλεγεν ο πατέρας μου πολλά για να με πείση. Αλλ' η καλή μητέρα μου δεν μ’ έλεγε μια λέξι. (στ. 41-42) 6. Αυτό φαίνεται ιδίως στους έξι τελευταίους στίχους. Χαρακτηριστικό προς αυτή την κατεύθυνση, είναι και το έντονα «χριστιανικό» λεκτικό τού ποιήματος: βέβη­ λος, βλασφημία, ψυχή, θεοπρεπές δώρημρ, αλήθεια, αθανασία, ομοίωμα, θεία σκέψις, άυλος ομιλία της ψυ-

χής·

7. Κάτι βέβαια που παραπέμπει ευθέως στις εναρκτικές φράσεις του Ευαγγελίου του Ιωάννη με τις οποίες ταυτίζεται ο Θεός με το Λόγο: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν.» (Βλ. Ιωάννου, A 1-2.) 8. Διεξοδική και συστηματική μελέτη του «θρησκευτι­ κού» Καβάφη, αποτελεί η διδακτορική διατριβή της Diana Haas, Χριστιανοί και ειδωλολάτρες στο έργο του


αφιερωμα/95 Καβάφη, ένα τμήμα της οποίας δημοσιεύτηκε πρό­ σφατα στο περιοδικό Χάρτης, 5-6, Απρίλιος 1983, αφιέ­ ρωμα στον Καβάφη, αα. 589-608. 9. Η καβαφική αυτή φράση, στην οποία θεματοποιείται με τόση ενάργεια το βέμα τον σύνθετον αντού λόγον, προέρχεται από το σχεδίασμα «Ο επίσκοπος Πηγάσιος» (βλ. ό.π., σημ. 2). 10. Πρόκειται για έννοιες πον. απαντούν στην ώριμη πε­ ρίοδο και κατά τις οποίες η σιωπή πον παρεμβάλλεται μέσα στη ροή τον λόγον, αποτελεί δνναμικό στοιχείο εκφραστικότητας. Ιδιαίτερα σε σημεία όπον ο λόγος αντονομείται, αναδιπλώνεται και δοκιμάζει σχεδόν τις δννάμεις τον, γλιστρώντας επιδέξια από το ένα νφολογικό επίπεδο στο άλλο, καθώς ανμβαίνει λ.χ. με το λόγο τον μάντη προς τον αξιωματικό τον Μιθριδάτη στο ποίημα «Εν πορεία προς την Σινώπην» (βλ. Μιχάλης Πιερής, «Σιωπή-αποαιώπηαη-νπόκριαη τον λόγον στην ποίηση τον Καβάφη», Το δέντρο, 20, Απρίλιος 1980, αα. 181-89). 11. Στο σημείο αντί5 χρειάζονται κάποιες διενκρινίσεις. Τι ακριβώς σημαίνει «δραματική αντίθεση» στον τρό­ πο πον παρονσιάζονται τα θέματα τον χώρον, τον φω­ τισμού και τον λόγον; Εννοώ ότι τα θέματα αντά, έχοντας ένα δναδικό χαρακτήρα, τα ανλλαμβάνει κα­ νείς μέσα από τη διαλεκτική ή όχι σχέση των εννοιών τον μέσα και του έξω (όσον αφορά το χώρο), τον σκο­ ταδιού και τουφωτός (όσον αφορά τον φωτισμό) και της σιωπής και τον λόγου (όσον αφορά τον λόγο). Κα­ τά την πρώιμη, λοιπόν, περίοδο της καβαφικής ποιη­ τικής έκφρασης, οι έννοιες αντές λειτονργούν μέσα από ένα ανστηρό σύστημα δραματικών αντιθέσεων. Όπον δηλαδή την εικόνα τον ποιήματος την αποτελεί το μέσα (λ.χ. στο ποίημα «Τείχη»), το έξω εννπάρχει ως μία έννοια αντιθετική, νποθετική, κάποτε και εχθρική -οπωσδήποτε όμως έξω από τα όρια της εικό­ νας τον ποιήματος. Το ίδιο όταν η εικόνα τον ποιήμα­ τος εξουσιάζεται από το σκοτάδι (λ.χ. στο ποίημα «Τα παράθυρα»)· το φως βρίσκεται έξω από αντήν, άγνω­ στο και νποθετικό. Τέλος, σ' ένα ποίημα όπως το «Λό­ γος και Σιγή», φαίνεται πως αποκλείεται οποιαδήποτε παρεμβολή σιωπής μέσα στη ροή τον λόγον πον εξυ­ μνείται, αφού οι δύο έννοιες παρονσιάζονται ως δια­ μετρικά αντίθετες και εχθρικές. Η σννύπαρξη, δηλα­ δή, των αντιθετικών πόλων των τριών δεμάτων (κάτι πον αποτελεί κύριο στοιχείο των ποιημάτων της ώρι­ μης περιόδον), φαίνεται πως αποκλείεται εκ των προτέρων κατά την πρώιμη περίοδο. Έτσι δεν είναι τυ­ χαίο πον στην πρώιμη φάση δεν νπάρχονν καν ως έν­ νοιες στην καβαφική εικονοποιία ή σκηνοθεσία, η εί­ σοδος και η έξοδος, το μισοσκόταδο ή το ημίφως, η αποσιώπηση και η νπόκριση, οι έννοιες δηλαδή πον ορίζονν τη αννθετική δομή των θεμάτων στα οποία αναφερόμαστε εδώ. Η προσπάθεια περιγραφής της πορείας τον Καβάφη από τις δραματικές αντιθέσεις της πρώιμης περιόδον στις αννθετικές έννοιες της ώριμης, σκιαγραφεί, νομίζω, και την εξελικτική πο­ ρεία της καβαφικής ποιητικής τέχνης από τα κύρια εκφραστικά μέσα τον ρομαντισμού και τον συμβολι­ σμού στην προσωπική έκφραση της ρεαλιστικής περιό­ δον. 12. «Άλλο παράξενο στο ποίημα αντό είναι ο οργίλος τό­ νος. Αρχίζει μ ’ ένα πάθος και μ ’ ένα στόμφο υπερβο­ λικό, δνσανάλογο με την "βλασφημίαν". Γ ι' αυτό και μας φαίνεται επιτηδενμένος.» (Βλ. Στρατή Τσίρκα, Ο Καβάφης και η εποχή του, Κέδρος 1958, σ. 211). 13. Γράφτηκε το 1891 και δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στο Αττικόν Μουσείον (Βλ. Κατσίμπαλης, ό.π., σημ. 4, αρθμ. 7· και Σαββίδης, ό.π., σημ. 4, αα. 286-87). 14. Βλ. Σαββίδης, ό.π., σσ. 115-16. Στις αγκύλες ενσωμά­

τωσα τμήμα της υποσημείωσης αριθμ. 33 (ό.π., σ. 116). 15. Η σημαντική θέση πον κατέχει το ποίημα «Κτίαται» στην ιστορία τον ποιητικού έργου του Καβάφη, έχει ήδη εντοπιστεί και αχολιααθεί (βλ. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές Α', Ίκαρος 1974, σ. 373, Τσίρκας, ό.π., σημ, 12, σσ. 205-209, 214 και Γ. Π. Σαββίδης, «Οι πέντε πρώτες εκδόσεις ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη», Επι­ θεώρηση Τέχνης, 18, τεύχ. 108, Δεκ. 1963, αφιέρωμα στον Καβάφη, σσ. 134-35 και ανάτυπο, σσ. 4-5). 16. Βλ. Σαββίδης, ό.π., σημ. 4, σ. 110. Βλ., επίσης, και στις σελίδες 105, 143, 192 και 196-97. 17. Ό τι κάτι δεν πάει καλά στο ποίημα το έχει ήδη ση­ μειώσει ο Τσίρκας: «Το ποίημα δεν αυγκινεί, δεν πεί­ θει. Κάτι εκεί μέσα δε βρίσκεται στη θέση του και μας ενοχλεί. Πρώτ’ απ’ όλα, το πραγματικό νόημα τον γνωμικού δεν είναι αυτό. Το γνωμικό δεν υποτιμάει το λόγο, κάνει μόνο μια σύσταση: Είναι φορές που η σιωπή συμφέρει περισσότερο απ’ τα λόγια». (Τσίρκας, ό.π., σημ. 12, α. 211). Στη συνέχεια ο Τσίρκας προ­ σπαθεί να συνδέσει το ποίημα με το γενικότερο πολι­ τικό κλίμα της Αίγυπτου την εποχή εκείνη, καθώς και με το συγκεκριμένο οικογενειακό περιβάλλον του ποιητή. Ανασκευή των απόψεων του Τσίρκα επιχειρεί ο Μαλάνος (βλ. Μανώλη Γιαλουράκη, Ο Καβάφης του κεφαλαίου Τ: Συνομιλίες με τον Τίμο Μαλάνο, Αλεξάν­ δρεια 1959, σ. 92). 18. Βλ. Σεφέρης, ό .π ., σημ. 15, σσ. 373-74. 19. Για την ποσοτική και την ποιοτική παρουσία και ση­ μασία του δομικού αυτού συστήματος στο σύνολο της καβαφικής ποίησης, βλέπε την ακόλουθη παρατήρηση του Γ. Π. Σαββίδη με αφορμή τη διμερή δομή του ποιή­ ματος «Αλεξανδρινοί Βασιλείς»: «...η βασική αυτή δομή, που χαρακτηρίζει όλα σχεδόν τα ποιήματα τον Καβάφη, υπαγορεύεται οργανικά από τη διαλεκτική του στάση απέναντι στο φαινόμενο και στην πραγμα­ τικότητα, ή, αν προτιμάτε, απέναντι στην αντίθεση που ο ίδιος διαπιστώνει ανάμεσα στα λόγια και στην αλήθεια -όπως π.χ. εκφράζεται στο γνωστό αρχαιοελ­ ληνικό σχήμα: "λόγω μεν..., έργω δε..."» (βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Διαβάζοντας τρία "σχολικά" ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη», Φιλόλογος, τεύχ. 11-12, Οκτ. 1977, σ. 194). 20. Την ομάδα αυτή αποτελούν τα εξής ποιήματα: «Αν μ ’ ηγάπας» (1884;) «Έ νας έρως» (;/1896), «Nous «' osons plus chanter les roses» (1892), «Ο Σεπτέμβρης του 1903» (1904), «Ο Δεκέμβρης του 1903» (1904), «Ό ταν διεγείρονται» (1913/1916) και «Ρωτούσε για την ποιότητα» (1930). 21. Γην ομάδα αυτή αποτελούν τα εξής ποιήματα: «Όποιος απέτνχε» (1894), «Κρυμμένα» (1908), «Τα 6 ' άλλα εν Άδου τοις κάτω μνθήσομαι» (1913), «Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628-655» (;/1918), «Ο επίσκοπος Πηγάαιος» (σχεδίασμα), «Απ’ το συρτάρι» (1932), «Θέατρον της Σιδώνος (400 μ.Χ.)» (1923/1924), «Τέμεθος Αντιοχεύς- 400 μ.Χ.» (;/1925), «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» (1928) και «ΜύρηςΑλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.» (1929). 22. Στην ομάδα αυτή ανήκουν τα εξής ποιήματα: «Αριστό­ βουλος» (1916/1918), «Προς τον Αντίοχον Επιφανή» (1922), «Άννα Κομνηνή» (1917/1920), «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια» (1917/1924), «Εν Σπάρτη» (1928), «Εν πορεία προς την Σινώπην» (1928), «Άγε ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων» (1929), και «Στα 200 π.Χ.» (1916/1931). 23. Ωστόσο η φράση «χρωματιστά μαντήλια» εμπεριέχει και ένα στοιχείο ερωτισμού. Και επειδή τα μαντίλια είναι χρωματιστά, αλλά και επειδή η καθημερινή σχέ­ ση του μαντιλιού με τα χέρια, το λαιμό, το πρόσωπο,


96/αφιερωμα και γενικά με την αίσθηση της αφής, υποβοηδεί για τη φυσιολογική εξέλιξη του ερωτισμού της όλης σκηνής: μόνος σκοπός: τα χέρια των ν' αγγίζουν επάνω στα μαντήλια· (στ. 26-27) Ε π ’ ευκαιρία, σημειώνω, ότι το δέμα του μαντιλιού, ενταγμένο οργανικά μέσα σ ' ένα συνδετότερο προβλη­ ματισμό (το ενδυματολογικό δέμα στον Καβάφη), έχει μελετηδεί σε δίωρο μάδημα του καβ. Γ. Π. Σαββίβη στη Σχολή ΜωραΤτη τον Ιανουάριο του 1983. 0 ακρι­ βής τίτλος της μελέτης αυτής, που δημοσιεύεται στον υπό εκτύπωση καβαφικό τόμο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Μωραΐτη, είναι: «Ένδυμα, ρούχο και γυμνό στο σώμα της καβαφικής ποίησης». 24. Καδώς έχει δείξει ο Γ. Π. Σαββίδης στη μελέτη του για το ενδυματολογικό δέμα που αναφέραμε στην προη­ γούμενη σημείωση, η παρουσία του καταστηματάρχη, τονίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στο ποίημα το κοινωνικό δίχτυ το οποίο περιβάλλει την όλη σκηνή και μέσα στο οποίο βρίσκονται κυριολεκτικά πιασμέ­ νοι οι δύο πρωταγωνιστές. Για μιαν ειδικότερη, και πιο υποκειμενική αναφορά στη σημασία της δέσης και του ρόλου του καταστηματάρχη μέσα στο ποίημα, προφδαίνω να παραπέμψω και στην πρόσφατη ανά­ λυση του ποιήματος αυτού από τον Νίκο Φωκά (βλ. περιοδικό Η λέξη, 23, Μάρτης-Απρίλης 1983, αφιέρω­ μα στον Καβάφη, σσ. 296-301). 25. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο τίτλος του ποιήματος (με το αοριστολογικό «όποιος», δηλαδή ο οποιοσδή­ ποτε), όσο και οι δεκαέξι πρώτοι στίχοι όπου έχουμε τριτοπρόσωπη εκφρορά, δημιουργούν την εντύπωση ότι πρόκειται μάλλον για ουδέτερη περιγραφή μιας γενικότητας. Ωστόσο, στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος, έχου/ιε αλλαγή προσώπου από τρίτο σε δεύτερο. Έ να δεύτερο πρόσωπο που αντανακλά το πρώτο. Έτσι, καδώς κάπως απροσδόκητα η προη­ γούμενη αοριστολογία παραμερίζεται, με τη δραματι­ κή μάλιστα είσοδο στο ποίημα του προσώπου του ί­ διου του ποιητή, το ποίημα αποκτά άλλου είδους βαρύ­ τητα. Οι απλώς θλιβερές διαπιστώσεις (σε επίπεδο κοινωνιολογικό), παίρνουν μια συγκεκριμένη υπό­ σταση (σε επίπεδο ποιητικό). 25α. Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε μια βασική πλευρό (την οικονομική) του γενικότερου δέ­ ματος της «ανεξαρτησίας του καλλιτέχνη» που, καδώς γνωρίζουμε, απασχόλησε τον Καβάφη τόσο σαν βασι­ κό δέμα της ποίησής του, όσο και σε θεωρητικό επί­ πεδο (Βλ. Σαββίδης, ό.π., σημ. 4, σσ. 154 και 164-69). 26. Βλ. Κ. Π. Καβάφη, Πεζά, Φέξης 1963, παρουσίαση, σχόλια Γ. Α. Παπουτσάκη, σσ. 90-99. 27. Τη θεμελιακή υπόδειξη για τη αυαχέτιση του ποιήμα-! τος «Όποιος απέτυχε» με το άρθρο του Καβάφη « Έλληνες Λόγιοι εν Ρωμαϊκές Οικίες», καδώς και με το ποίημα «Λαγίδου φιλοξενία», την οφείλω στον καδ. Γ. Π. Σαββίδη, τον οποίο θερμά ευχαριστώ από εδώ και για τις γενικότερες πολύτιμες παρατηρήσεις του. 28. Ας σημειωθεί ότιψ,ε την πρώτη κιόλας φράση του άρ­ θρου του Καβάφη («Ανεγίνωσκα εσχάτως εκ νέου...»), γίνεται φανερό ότι η συναναστροφή του ποιητή με το έργο του Λουκιανού και ειδικότερα με το κείμενό του που παρουσιάζει, δεν ήταν καθόλου επιπόλαια ή ευ­ καιριακή. Εκείνο το εκ νέου δηλώνει την προϊστορία του πράγματος· δείχνει, επίσης, ότι η επιστροφή του Καβάφη στο κείμενο αυτό, σε μια περίοδο όπου η τροπή της προσωπικής του ζωής παρουσιάζει κάποιες βασικές αντιστοιχίες με το δέμα του, δεν είναι εντε­ λώς αυμπτωματική. Απεναντίας, μας βοηθά να αντιληφδούμε πόσο στενά συνδεδεμένες ήααν, από ένα

τουλάχιστον σημείο και πέρα, η πνευματική και η βιο­ τική περιπέτεια του Καβάφη. 29. Οι «Ρωμαϊκές οικίες», μπορούν ίσως να συαχετιαδούν με «τα άθλια ξένα σπίτια» του ποιήματος «Όποιος απέτυχε». Οπότε και η σχέση του άρθρου αυτού με ολόκληρο το ποίημα, το οποίο έχει επίσης με τη σειρά του συσχετισδεί, καδώς δα δούμε, με την πρόσληψη του Καβάφη στις Αρδεύσεις, αποκτά μιαν άλλου εί­ δους διάσταση. Δεν ξέρω αν είναι τολμηρό να μιλή­ σουμε για άμεση αντιστοιχία ρωμαίων οικοδεσποτών και άγγλων προϊσταμένων, πάντως μια αναλογία ως προς τα συναισθήματα του «αποτυχημένου ατόμου», φαίνεται πως υπάρχει. Κ ι αυτό φωτίζει, ώς ένα βαθμό, και τη γνωστή άποψη του Τσίρκα η οποία συνοψίζεται στο σχήμα «pax Romana -στην καβαφική ποίηση- ίσον pax Brittanica», άποψη η οποία πιστεύω πως είναι κατά βάση σωστή. 30. Βλ. ό.π., σημ. 26, σσ. 92-93. 31. Ό.π., σσ. 96-97. 32. Πρβ. Σαββίδης, ό.π., σημ. 4, αα. 170-71, όπου μάλιστα δημοσιεύεται και ένα σημείωμα του ποιητή το οποίο «δείχνει πως ο Καβάφης ήξερε πως είχε θυσιάσει με­ γάλο μέρος της πνευματικής του ανεξαρτησίας για χά­ ρη μιας σχετικής υλικής άνεσης» (ό.π.). Το σημείωμα αυτό, που πολύ ορθά συσχετίζεται από τον Γ.Π. Σαβ­ βίδη με το ποίημα «Η Σατραπεία», μπορεί νόμιμα να συγκριθεί και με την περικοπή του Λουκιανού που παραθέσαμε εδώ. 33. Βλ. Σόνιας Ιλίνακαγια, «Ο Καβάφης και ο ρεαλι­ σμός», ανάτυπο από τον Θ ' τόμος της Δωδώνης (Επι­ στημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων), Ιωάννινα 1980, α. 246. 34. Βλ. Κ. Π. Καβάφη Ανέκδοτα Ποιήματα, 1882-1923, Ίκαρος 1968, φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, α. 220. 35. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα ερωτικά υποκείμενα που κυκλοφορούν στον κόσμο της καβαφικής ποίησης δεν ξεπερνούν ποτέ την ηλικία των 29 χρόνων. Ενώ σαφέ­ στατα το χρονικό όριο της ηλικίας αυτής καθορίζεται ως το κορυφαίο σημείο της αισθησιακής ακμής: «φδααμένος στην πλήρη του αισθησιακήν απόδοαι. /Τα είκοσι εννιά, τον περασμένο μήνα τα είχε κλεί­ σει». Ίσως να μην είναι συμπτωματικό ότι η ηλικία αυτή σημαδεύει, βιογραφικά, το μεταίχμιο ανάμεσα στην «ελεύθερη» ζωή του Καβάφη και σε αυτήν που υποχρεώνεται να υποκύψει στην ανάγκη της μόνιμης βιοποριστικής απασχόλησης. 36. Βλ. Στρατή Τσίρκα, «Κ. Π. Καβάφη: σχεδίασμα χρονο­ γραφίας του βίου του», ανάτυπο από την Επιθεώρηση Τέχνης, 18, τεύχ. 108, Δεκ. 1963, αφιέρωμα στον Καβά­ φη, σ. 12. 37. Είναι προφανές ότι άλλο ρόλο παίζουν στην άρθρωση . του ποιήματος οι τελείες αυτές, απ’ ό,τι η τελεία στο εσωτερικό του στίχου 18, η οποία, άλλωστε, ανήκει στο ενσωματωμένο παράθεμα από τον Πλούταρχο. 38. Στην ευαίσθητη ανάλυση που κάνει στο ποίημα η Μαργαρίτα Δαλμάτη, σχολιάζει τον στίχο αυτό ως εξής: «Εδώ η τεχνική μας σταματάει. Όλο το ποίημα είναι σ’ ένα μέρος πυκνό, κι ένας στίχος, ο πιο μα­ κρύς, έχει δεκάξη συλλαβές και τελειώνει εντυπωσια­ κά στη λέξη Αλεξάνδρεια, ατόφιος, δίχως κανένα ση­ μείο στίξης· έτσι δείχνει περίφημα το μακρυνό ταξίδι προς την Αίγυπτο, καλύτερα παρά αν έγραφε πόσα μερόνυχτα έχει να ταξιδέψει η Κρατηαίκλεια ή πόσα μιλιά για να φτάσει.» (Βλ. Μαργαρίτα Δαλμάτη, «Απ’ το Καβαφικό Εργαστήρι», Νέα Εστία, 74, τεύχ. 872, 1 Νοεμ. 1963, αφιέρωμα στον Καβάφη, σ. 1629, = Μαρ­ γαρίτα Δαλμάτη, Κ. Π. Καβάφης, Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, Αθήνα 1964, σ. 58).


αφιερωμα/97

Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια

Το ποίημα του Κ αβάφη «Εικών εικοσιτριετούς νέο υ καμωμένη α π ό φίλον του ομήλικα, ερασιτέχνην» και ο «Π αντάρκης» του Σικελιανού Στη μνήμη του Περικλή

Η παρακάτω παρουσίαση των ποιημάτων «Εικών εικοσιτριετούς νέου καμω­ μένη από φίλον του ομήλικα, ερασιτέχνην» του Κ. Π. Καβάφη και «Παντάρ­ κης» του 'Αγγέλου Σικελιανού, αποσκοπεί στην επισήμανση ορισμένων ανα­ λογιών τους. Οι αναλογίες αυτές οδηγούν στη διάκριση μιας κοινής ατμό­ σφαιρας. Ατμόσφαιρας αισθησιακής, ηδονιστικής. Και εδώ πάλι ξεχωρίζουν οι αντιλήψεις των δύο ποιητών σχετικά με το αίτιο της δημιουργίας της, που, και στα δυο ποιήματα, οφείλεται στα παιδικά. Απ’ όσα έχω υπόψη μου οι δυο ποιητές δεν πρέπει να γνωρίζονταν προσωπικά. Ξέρομε τέσσερα ταξίδια του Καβάφη στην Αθήνα, το 1901, 1903, 1905 και 1932, και ένα του Σικελιανού, το 1907, στην Αίγυπτο, όπου και έγραψε τον Αλαφροΐσκιωτο. Στα γράμματα του Καβά­ φη προς το Μάριο Βα'ίάνο αναφέρεται ο Σικελιανός χωρίς να γίνεται νύξη για προσωπική γνωριμία.1 Δεν είδα όμως γράμματα του Σικελιανού προς τον Καβάφη, που βρίσκονται στο Αρχείο Καβάφη, ταυ Γ. Π. Σαββίδη, κι αυτό για­

τί στο σύντομο διάστημα που γράφτηκε αυτή η μικρή εργασία δεν μπόρεσα να βρω τον καθη­ γητή στην Αθήνα. Το ότι όμως γνώριζαν και εκτιμούσαν ο ένας το έργο του άλλου, αυτό είναι αναμφίβολο. Ο Καβάφης -αν μη τι άλλο- γνώριζε το έργο του Σικελιανού από τα δημοσιεύματα του δεύτερου στα γνωστά αλεξανδρινά περιοδικά Ν έα Ζωή, Γράμματα και Αλεξανδρινή Τέχνη. Το γεγονός δε ότι τον εκτιμούσε φαίνεται από την αποστο­ λή στον ποιητή του Αλαφροΐακιωτον δύο ποιη-


98/αφιερωμα

Ασπασία Παπαδοπεράχη: Σχέδιο για ποίημα του Καβάφη


αφιερωμα/99 τικών του συλλογών, το 1924. Για τις συλλογές αυτές κάνει μνεία και στο γράμμα που έστειλε στο Μάριο Βαϊάνο στις 31-5-1924.2 Αλλά και στο Γ. Π. Σαββίδη διαβάζομε πως ο Καβάφης έστειλε το 1924 στο Σικελιανό δύο ποιητικές του συλλογές, τη Συλλογή 1908-1914 και τη Συλλογή 1915-.. Ο Σικελιανός επίσης γνώριζε το έργο του Καβάφη, γιατί, όπως λέει ο Κ. Θ. Δημαράς, Ο Κα­ βάφης, μ ’ όλο που αραιά πολύ δημοσίευε τους στίχους του, είχε γίνει από νωρίς γνω­ στός στο κοινό των λογιών. Α ρκεί να μνημο­ νεύσω την τιμητική κριτική του Γρ. Ξενόπουλου (1903)* Σίγουρα λοιπόν ο Σικελιανός, νέος ανήσυχος, ανοιχτός προς οτιδήποτε είχε σχέση με το χώρο της λογοτεχνίας, ιστορίας, φιλοσο­ φίας, της τέχνης γενικότερα, τον γνώριζε από τότε. Οπωσδήποτε τον ξέρει από το 1912. Στις Ομιλίες με τον Rodin, που γράφτηκαν στο Πα­ ρίσι το Μάη του παραπάνω χρόνου και δημοσι­ εύτηκαν στα αλεξανδρινά Γράμματα, χαρακτη­ ρίζει το ποίημα του Καβάφη Τ υανεύς Γλύτπης «ωραίο». Κι όπως λέει ο κ. Καβάφης σ τ ’ ωραίο του ποίημα «Τυανεύς■γλύπτης», ο με­ γάλος γλύπτης μου ομολόγησε πως το δούλε­ ψε μ ’ αγάπην εξαιρετική.5 Εκτός τούτου, το 1925, στο περιοδικό Ν έα Τέχνη που έβγαζε ο εικοσάχρονος Μάριος Βαϊάνος, δημοσιεύεται επιστολή του Σικελιανού προς το Βαϊάνο, στην οποία αρνείται ευγενικά

να στείλει συνεργασία του, γιατί θεωρεί πως αυτή τη στιγμή η όποια δημοσίευσή του θα αποτελούσε διάσπαση του Δελφικού του έργου. Σ ’ αυτή την επιστολή υπάρχει και η παρακάτω γνώμη για τον Καβάφη: Έ τσι για τον Κύριο Καβάφη έχω μεγάλη συμπάθεια και εκτίμηση, χωρίς και να πρέπει να γράψω κριτική γι ’ αυτόν, πράγμα που δεν έκαμα ποτέ και που προ πάντων σήμερα για μένα da ήτανε σαν αναχρονισμός [...].h Προφανώς ο Βαϊάνος θα είχε ζητήσει από το Σικελιανό κριτική για το έργο του Καβάφη με σκοπό να τη δημοσιεύσει στο περιοδικό του. Και φυσικά το ότι στο Αρχείο Καβάφη του Γ. Π. Σαββίδη υπάρχουν γράμματα του Σικελιανού προς τον ποιητή της Ιθάκης αποτελεί ακλό­ νητη απόδειξη ότι ο Σικελιανός τον γνώριζε, έστω κι αν δεν είχαμε και την προσωπική του μαρτυρία για συμπάθεια και εκτίμηση.7 Παρ' όλα αυτά στα ποιήματα που θα δούμε παρακάτω μόνο σε αναλογίες ή συγγένειες μπορούμε να αναφερθούμε και όχι σε πηγές ή ακόμα σε επιδράσεις. Ιδιαίτερα μπορούμε να μιλήσουμε για μια ομοιότητα περιεχομένου. Κι αυτό γιατί οι δυο ποιητές έχουν μεν πολλά κοι­ νά σημεία αλλά και τεράστιες διαφορές, οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, οφείλονται στην ιδιοσυγκρασία τους, στην αντίληψη ζωής και στη γενικότερη αντιμετώπισή της. Το ποίημα Εικών... τυπώθηκε για πρώτη φο­ ρά σε μονόφυλλο στις 17-4-1928.8

ΕΙΚΩΝ ΕΙΚΟΣΙΤΡΙΕΤΟΥΣ ΝΕΟΥ ΚΑΜΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΦΙΛΟΝ ΤΟΥ ΟΜΗΛΙΚΑ, ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΝ»

Τελείωσε την εικόνα χθές μεσημέρι. Τώρα λεπτομερώς την βλέπει. Τον έκαμε με γκρίζο ρούχο ξεκουμπωμένο, γκρίζο βαθύ-χωρίς γελέκι και κραβάτα. Μ ’ ένα τριανταφυλλί πουκάμισο· ανοιγμένο, για να φανεί και κάτι από την εμορφιά του στήθους, του λαιμού. Το μέτωπο δεξιά ολόκληρον σχεδόν σκεπάζουν τα μαλλιά του, τα ωραία του μαλλιά (ως είναι η χτενισιά που προτιμά εφέτος). Υπάρχει ο τόνος πλήρως ο ηδονιστικός που θέλησε να βάλει σαν έκανε τα μάτια, σαν έκανε τα χείλη... Το στόμα του, τα χείλη που για εκπληρώσεις είναι ερωτισμού εκλεκτού.

Ο Παντάρκης πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. Γράμματα της Αλεξάνδρειας, τον Ιούνιο του 1914 (τόμ. Β').


100/αφιερωμα

ΠΑΝΤΑΡΚΗΣ'" Ο πας χαλάς

Βαθιά η κοιλάδα η μυστική, κι ογρό το Κρόνιο το δασιό είχε πάρει ίσκιους θαμπούς και ξάστερους, από άνεμο μανόν αποβροχάρη. Και στα καταχυτά των ναών, που τρέχανε οι ρονιές αηδόνια, μαύρος συρτός μαζώνονταν του μάκρου, αραδαριά τα χελιδόνια. 10

Μελιού ευωδιάν ανάδινε, που τα ρουθούνια ετέντωνε, η κουφάλα και τα ξερά πευκόφυλλα που κρέμονταν α π ' τα κλαριά διχάλα. Γοργή ριπή τα μάζωνε κι άλλη ριπή τα σκόρπαγε τα μύρα, φτεροπόδα, κι α π ' το αξεχώριστο αγαθό των άφαντων ανθών η γης σαν ένα στόμα ευώόα.

Ατέλειωτον, εδώ κ ’ εκεί, μακρύ συμπόσιο μυστικόν εκέρνα, καθώς της εκυκλόφερνε με πλούσια χάρη κι άφαντην 20 η φτέρνα. Έ τσι κι ο κόρφος κι ο λαιμός αποβροχάρης πάγωσε κ ’ ευφράνθη του εφήβου, οπού τα δόντια του στην πλέρια ανάσα εφ έγγανε σα νερατζάνθικι ως τα χλωρά τα μύγδαλα στα σφιχτά γούλια τα 'νιώθε, δεμένα, τι ήταν ως μέσα, α π ' το δροσιό, τα φρένα τα παρθενικά συνεπαρμένα... 30

Αργά, σαν απλωθήκανε βαθιά τα δροσερά σκοτάδια, αμολητή βουβή αστραπή άναή) ’ ολούθε, ωσάν ξερά αποκλάδιακι απ ’ το ρετσίνι του δεντρού του νοτισμένου ανάπνεεν ευωδία, σα να κρεμόνταν προς τη γης μ ’ έρωτα γνώμη οι βόστρυχοι του Δία...

Περίδροσα τα βλέφαρα διάπλατα εκράτει ο στοχασμός και δεν τα ζύγωνε ύπνοςτόσο ήτανε ποτιστικός των αρωμάτων και γλυκός 40 ο δείπνος... Ο λυχνοστάτης τρίφλογος, στο τρίποδο στητός μες στ ’ αργαστήρι, εφώταε το συλλογισμό τ ’ αντρός που στην παλάμη του είχε γείρει...


αφιερωμα/101 Κι ο εφηβικός πενταδλητής εδιάνενεν αργός σ τ ' ολύμπιο μάτι, α νάμ εσ' α π ’ τα σύνεργα, γυμνός, μπροστά α π ’ το τρίφλογο τον λυχνοστάτη. Με τη γαλήνη και τη δεία νοτιά ο τεχνίτης κι αγρύπνα, 50 στα μυστικά συμπόσια συνηδισμένος με τους δεούς που εδείπνα...

έμενε

Και μες στο νού του το λαμπρό, π ' ως ο Αλφειός αβόγκητα κυλούσε, τον ελέφαντα και του χρυσού μπροστά του ο δησαυρός αναρροούσε, κι ως τον ανδό του λιναριού ή τ ’ αγανά του λονλακιού ζαφείρια, κρύα τα πετράδια ελάμπανε, βαδιά του, μυστικά 60 και μύρια, να ξεδιαλέξει ανάμεσα κι από τα γαλανότερα διαμάντια τη γύμνια την ανείπωτη των ολυμπίων ματιών στη Φύση αγνάντια... Κι ως στα κλεισμένα βλέφαρα μύρια λουλούδια υφαίνουνε χιλιόχροα τα σκοτίδια, του εβένου εστοχαζόντανε στο δρόνο να λαμπίζοννε τ ’ ακροπρεπίδια70

κι όλο το πλούσιο αατέρωμα, όπου αναπνέει την τρίσβαδη γαλήνη, σαν την ουρά του παγονιού στα πόδια του γυρίζοντας να κλείνει... Έ τσι του ανάφανε ο δεός, ο Καταιβάτης αιώνια κάδε Νιότης, κι ο νους του στο χαμόγελο λουζόντανε ως της Αίγινας τοξότης

που αγάλλεται γονατιστός πιδώνοντας στο τόξο του το χέρι, σα να είναι λύρας η νευρή, κ ’ η ζωή κι ο δάνατος διπλόν 80 αστέρι... Κι όπως τα μάτια εσήκωσε κ ’ είδε ψυχή τον Έ φηβο χορτάτη α π ’ την ολύμπια σιγαλιά κι α π ’ τη νυχτιάν οπόσβηε μυρωδάτη, το

βλέμμα, οπού της ηδονής συνήδισε ως αϊτός το δρόμο, κατέβασε στα στήδια του, στα χέρια, στους λαγάνες του, στον ώμο,

90

κι αναλογίατη: Ολύμπιον, ω Δία, αν αναστήσω Σε, δική μου ας είν ’ η χάρη να γράψω μόνο στου ποδιού Σου μια γωνιά: «Είν ’ όμορφο Ο Παντάρκης παλικάρι!...»


102/αφιερωμα Ας δούμε τώρα τα ποιήματα αναλυτικότερα: Ο Καβάφης περιγράφει την εικόνα ενός νέου εικοσαριών ετών την οποία ζωγράφισε ένας συνομήλικος φίλος του. Δεν ξέρω αν υπάρχει πραγματικό ερέθισμα, μπορεί ναί, μπορεί όχι, ίσως και σε τελευταία ανάλυση δεν μας ενδιαφέ­ ρει. Η περιγραφή είναι λιτή, λεπτομερειακή, οι λέξεις προσεχτικά διαλεγμένες, καθοριστικές. Η έμπνευση όχι μόνον έρχεται από ζωγραφι­ κή πηγή, αλλά γονιμοποιείται με την «εν φαν­ τασία» ανάπλαση της ερωτικής συζήτησης Στο ποίημα βλέπομε τον ποιητή να γίνεται ακριβέστερος και πιο προσεγμένος.12 Ο Σικελιανός πιάνεται από τον Παυσανία: τον δε αυτόν ταινίφ την κεφαλήν αναδούμενον εοικέναι το είδος Παντάρκει λέγουσι, μειράκιον δε Ηλείον τον Παντάρκη παιδικά είναι του Φ ειδίου· ανείλετο δε και εν παισίν ο Παντάρκης πάλης νίκην Ολυμπιάδι έκτη προς ταις ογδοήκοντα.'3 Και παρακάτω: Μετά δε Ίκκον καταπαλαίσας παίδας Παντάρκης έστηκεν Η λείος ο ερώμενος Φειδίου.'* Βλέπομε λοιπόν ότι το ποίημα του Καβάφη έχει ως αφορμή ένα περιστατικό της σύγχρονης ζωής, αληθινό ή φανταστικό, πάντως πιθανό, ενώ το ποίημα του Σικελιανού έχει ως πηγή του τη διήγηση του Παυσανία.15 Κάνοντας μια προσεγμένη ανάγνωση των δύο ποιημάτων βρίσκομε τις παρακάτω ομοιότητες και διαφορές: Δημιουργός Καβ.: Ζωγράφος ερασιτέχνης Σικ.: Γλύπτης επαγγελματίας Ηλικία μοντέλου Καβ.: Εικοσιτριών ετών Σικ.: Έφηβος Ηλικία καλλιτέχνη Καβ.: Εικοσαριών ετών (ομήλικος) Σικ.: Άνδρας ώριμος (βαδίζει προς το γήρας)16 Χρόνος δημιουργίας, a ' Καβ.: Χδες μεσημέρι Σικ.: Νύχτα καλοκαιριού προς φθινόπωρο (ει­ κάζεται από την περιγραφή) Χρόνος δημιουργίας, β ' Καβ.: Τέλειωσε την εικόνα Σικ.: Δεν άρχισε ακόμα το άγαλμα Χώρος Καβ.: Κάποιο δωμάτιο Σικ.: Εργαστήρι του Φειδία Νοητική λειτουργία Καβ.: Μνήμη-Φαντασία Σικ.: Οραματισμός-Φαντασία

Περιγραφή Καβ.: Περιγραφή ερώμενου Σικ.: Περιγραφή ερώμενου Καβ.: Σικ.: Περιγραφή δημιουργού Καβ.: Σικ.: Περιγραφή Δία Περιγραφή ερώμενου Ενδυμασία Καβ.: Βαθύ γκρίζο ρούχο, ξεκουμπωμένο Τρι­ ανταφυλλί πουκάμισο- ανοιγμένο17 χωρίς γελέκι και κραβάτα Σικ.: Γυμνός Σώμα Καβ.: Στήθος έμορφο, λαιμός έμορφος Σικ.: Κόρφος, λαιμός αποβροχάρης Καβ.: Τα ωραία του μαλλιά Σικ.: οι (ερωτικοί) βόστρυχοι του Δία (περιγρ. Δία) Καβ.: ηδονικά μάτια Σικ.: α π ' τα γαλανότερα διαμάντια (μάτια Δία) Καβ.: το στόμα του, τα χείλη Σικ.: πλέρια ανάσα, δόντια νερατζάνδια, χλωρά μύγδαλα Ατμόσφαιρα Καβ.: Ηδονιστική Σικ.: Ηδονιστική Καβ.: ο τόνος πλήρως ηδονιστικός Σικ.: όπου της ηδονής συνήδισε ως αϊτός το δρόμο (βλέμμα Φειδία) Απ’ ό,τι φαίνεται παραπάνω και οι ομοιότη­ τες και οι διαφορές συντελούν στη δημιουργία μιας αισθητικής ατμόσφαιρας «αποκλίνοντος», σύμφωνα με τα σημερινά κοινωνικά standards, ερωτισμού, μιας ατμόσφαιρας στο έπακρο ηδο­ νιστικής. Ο Καβάφης επιμένει κι εδώ στον εκλεκτό ερωτισμό που είναι εφικτός μόνον στους ανδρείους της ηδονής.1" Στο Σικελιανό η σχέση Φειδία-Παντάρκη ξεπερνά τη σεξουαλι­ κή πράξη, αποπνευματώνεται, γίνεται επαφή ψυχής, αφετηρία δημιουργίας. Η σικελιανική αντίληψη είναι αυτή των αρχαίων Ελλήνων, της μορφής δηλαδή εραατή-ερώμενου. Κυριαρχεί η δωρική σύλληψη του σχήματος εραστή-αΐτα. Στον Καβάφη η σχέση αυτή είναι σχέση μόνο για τους εστέτ, είναι απελπισμένη, εκλεπτυσμέ­ νη όσο και κυνηγημένη. ΓΓ αυτό άλλωστε και Ομνύει κάδε τόσο ν ’ αρχίσει πιο καλή ζωή, 19 πράγμα που δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό του Σικελιανού, ούτε καν, φυσικά, και από το μυαλό των αρχαίων Ελλήνων. Υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία ανάμεσα


αφιερωμα/103 στον Καβάφη και στο Σικελιανό.20 Πολύ γενικά μπορούμε να διακρίνομε: α) Βαθιά μελέτη της ιστορίας και της φιλολο­ γίας β) Μνήμη γ) Οραματισμός δ) Λεπτομερειακή περιγραφή ε) Θεατρικότητα του ποιητικού τους λόγου. Μια βασική διαφορά -εκτός πια από την πο­ λυσυζητημένη «γλώσσα» και των δύο- είναι ο πόθος της απόκρυψης που ταλαιπωρούσε τον

Καβάφη και το πάθος του φανερώματος που κέντριζε το Σικελιανό. Πιστεύω πως η βασικότερή τους διαφορά είναι η στάση ζωής τους, η οποία, όπως είναι φυσικό, ενισχύθηκε από τις περιστάσεις και φανερώθηκε μέσα στο έργο τους. Εγώ είμαι ποιητής του γήρατος21 έλεγε ο Καβάφης. Φράση αδιανόητη για το Σικελιανό, του οποίου η απολλώνια εφηβεία δεν τέλειωσε ποτέ.

Ση μ ειώ σ εις:___________ _______________________ 1. Δές Κ. Π. Καβάφη, Επιστολές στον Μάριο Βαϊάνο. Εισαγωγή-Παρουσίαση-Σχόλια και σημειώσεις Ε. Ν. Μόσχου. Εκδ, «Εστίας», Αδήνα (1979), σελ. 38, 39, 43. 61. 2. Κ. Π. Καβάφη, Επιστολές... ό.π., αημ. 1, σελ. 38. 3. Ο Καβάφης κρατούσε καταλόγους διανομής τευχών και συλλογών του. Σ ’ αυτούς τους αυτόγραφους καταλό­ γους, κατά την ορολογία του Γ. Π. Σαββίδη, ο ποιητής σημείωνε, από το 1905 ώς το 1933, τα ονόματα των απο­ δεκτών των εκδόσεων του, κατά χρονολογική σειρά δια­ νομής, και δίπλα τον αριθμό των σωμάτων τα οποία είχε δώσει· στο τέλος κάθε σελίδας ένωνε το άθροισμα, το οποίο μετέφερε στην αρχή της επομένης. Γ. Π. Σαββίδης, ό.π., αημ. 2, σελ. 215. Το όνομα του Σικελιανού ως αποδέκτη, δες στον Σαββίδη, ό.π., σημ. 2, σελ. 246 και 255. 4. Κ. Θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, <Ί975, σελ. 455. 5. Περ. Γράμματα Αλεξάνδρειας, Τόμ. 1, Γεν. 1912, σελ. 391 = 'Αγγέλου Σικελιανού, Πεζός Λόγος A' , φιλολο­ γική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αδήνα (1978), σελ. 40. 6. Περ. Νέα Τέχνη, 'Ετος Β ', Μάρτιος-Ιούνιος 1925, σελ. 49. 7. Περισσότερες πληροφορίες για τις πνευματικές σχέ­ σεις Καβάφη - Σικελιανού βλ. στο Άγγελος Σικελίανός, Τριαντατρία και τρία ανέκδοτα κείμενα 1902-1950. Παρουσίαση Γ. Π. Σαββίδης, Ε.Λ.Ι.Α., Αδήνα 1981, σελ. 14. 8. Φίλε κ. Βαϊάνε, [···] Ετύπωσα στες 17 Απριλίου τρία ποιήματά μου -«Εν Σπάρτη», «Εικών εικοσιτριετούς νέου καμωμένη από φί­ λον του ομήλικα, ερασιτέχνην, «Εν Μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.» Σας τα εσωκλείω. [...]. Κ. Π. Καβά­ φη, Επιστολές... ό.π., σημ. 1, σελ. 63. 9. Το κείμενο είναι από την έκδοση Κ. Π. Καβάφη, Ποιή­ ματα, Β'. Πρώτη τυποποιημένη έκδοση. Φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Ίκαρος 1963, σελ. 65.1 * 0 10. Από την έκδοση 'Αγγέλου Σικελιανού, Λυρικός Βίος, Β '. Λυρικά (Σειρά πρώτη). Φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος (1966), σελ. 122-126. 11. Στρατή Τσίρκα, Ο Καβάφης και η εποχή του, Αδήνα, Κέδρος 1958, σελ. 235.

12. Edmund Keeley, Η Καβαφική Αλεξάνδρεια, μετ. Τζένη Μαστοράκη, Ίκαρος, Αδήνα (1979), σελ. 99. 13. Παυσ. V, 11, 3. 14. Παυσ. VI, 10, 6. Παρουσίαση του Παντάρκη, δες Θεο­ δώρου Ξύδη, Σχόλια σε πέντε ποιήματα στο Άγγελος Σικελιανός, Αδήνα, Ίκαρος [1973] σελ. 242. 15. Ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος υπήρξαν συγγραφείς που ο Σικελιανός αγαπούσε ιδιαίτερα και μελετούσε πολύ συχνά. 16. Γνωρίζομε ότι ο Φειδίας δραπέτευσε από τις φυλα­ κές της Αδήνας μετά το λοιμό του 430 π.Χ. και εγκα­ ταστάθηκε στην Ολυμπία. Κουβαλούσε μαζί του το σκάνδαλο της αναπαράστασης του εαυτού του και του Περικλή στα ανάγλυφα της ασπίδας του χρυσελεφάν­ τινου αγάλματος της Αδηνάς, πράγμα για το οποίο δεωρήδηκε ιερόσυλος και φυλακίστηκε. Στο ποίημα Παντάρκης ο Σικελιανός προχωρεί παραπέρα το μεγά­ λο πειρασμό του αγγίγματος της αιωνιότητας με το να βάζει το Φειδία να ζητάει από το Δία ζδική μου ας είν’ η χάρη = τόδε μοι κρήηνον εέλδωρ, Ομ. A 41, Θ 242, Ο 74, ρ 242 κ.α.) να γράψει κάτω από την παράσταση του Παντάρκη στο βάθρο του αγάλματος του Δία Παν­ τάρκης ο παις καλός. Αν είναι σίγουρο ότι ο Φειδίας γεννήθηκε λίγο μετά το 500 π.Χ. τότε την εποχή της δημιουργίας του αγάλματος πρέπει να ήταν περίπου εβδομήντα χρονώ. 17. Η περιγραφή του ξεκουμπωμένου ρούχου, και του ανοικτού πουκάμισου για να φανεί και κάτι από την εμορφιά του στήθους, του λαιμού. ανακαλεί στη μνήμη τον πλατωνικό Χαρμίδη (Πλ. 155d), το χωρίο όπου ο Σωκράτης διηγείται πώς γνώ­ ρισε το Χαρμίδη και τι εντύπωση του έκανε. Αφού'ο ωραίος έφηβος κάθησε ανάμεσα στο Σωκράτη και τον Κριτία [...] τότε δή, ω γεννάδα, είδόν τε τα εντός του ιματίου και εφλεγόμην και ουκέτ’ εν εμαυτού ήν και ενόμισα σοφώτατον είναι τον Κυδίαν τα ερωτικά [...] 18. Κι ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς που πίνουν οι αν­ δρείοι της ηδονής. Επήγα. Κ. Π. Καβάφη, Ποιήματα Λ' (1896-1918), ό.π., σημ. 8, σελ. 59. 19. Ομνύει. Ό.π., αημ. 17, σελ. 58. 20. Πρβλ. και Θεοδώρου Ξύδη, Δύο ποιητικά ορόσημα. Ό .π., σημ. 13, σελ. 324-345. Όπως και για Το ερωτικό στοιχείο (στην ποίηση του Σικελιανού) στις σελ. 276289. 21. Κ. Θ. Δημαρά, ό.π., αημ. 5, σελ. 459.


104/αφιερωμα

Γιάννης Δάλλας

Οι δύο όψ εις του νομίσματος του Οροφέρνη* Τρία από τα ποιήματα του Καβάφη, δύο από τον Κανόνα και ένα από τα λεγάμενα Ανέκδοτα, εμπνέονται ρητά από αρχαία νομίσματα. Είναι τα: Οροφέρνης (γρ. Φεβρ. 1904, δημ. Ιούν. 1915), Φιλέλλην (γρ. Ιούλ. 1906, δη μ. Απρ. 1912), Νομίσματα (γρ. Ιούλ. 1920). Α π ' αυτά τα Οροφέρνης και Νομίσματα στηρίζονται απευθείας σε πραγματική πηγή, που πιο κάτω da υποδειχθεί. Αλλά τελικά, και το Φιλέλλην, ποίημα που θεωρήθηκε και είναι επινόηση, ή, κατά την έννοια που ο ίδιος έδινε στη λέξη, «εικασία», ίσως και να πήγασε έμμεσα από την ίδια, καθώς θα φανεί, πηγή. Αναφέρω εδώ τα δεδομένα ή υπονοούμενα της αρχαιολογικής παραπομπής των ποιημάτων και ορίζω τα ζητούμενα. * Απόσπασμα από ανέκδοτη μελέτη για την καβαφική ποίηση.

ΟΡΟΦΕΡΝΗΣ Αύτός πού είς τό τετράδραχμον Επάνω μοιάζει σάν νά χαμογελά τό πρόσωπό του, τό Εμορφο, λεπτό του πρόσωπο, αύτός είν’ ό Όροφέρνης Άριαράθου.

Παιδί τόν Εδιωξαν άπ’ τήν Καππαδοκία, άπ’ τό μεγάλο πατρικό παλάτι, καί τόν έστείλανε νά μεγαλώσει στήν ’Ιωνία, καί νά ξεχασθεϊ στούς ξένους. ΤΑ Εξαίσιες τής ’Ιωνίας νύχτες πού άφοβα, κ’ Ελληνικά δλως διόλου έγνώρισε πλήρη τήν ήδονή. Μές στήν καρδιά του, πάντοτε ’Ασιανός· άλλά στούς τρόπους του καί στήν λαλιά του Έλλην, μέ περουζέδες στολισμένος, έλληνοντυμένος, τό σώμα του μέ μύρον Ιασεμιοϋ εύωδιασμένο, κι άπ’ τούς ώραίους τής ’Ιωνίας νέους, ό πιό ώραϊος αύτός, ό πιό Ιδανικός.


αφιερωμα/105 Κατόπι σάν οί Σύροι στην Καππαδοκία μπήκαν, καί τόν έκάμαν βασιλέα, στήν βασιλεία χύθηκεν έπάνω γιά νά χαρεί μέ νέον τρόπο κάθε μέρα, γιά νά μαζεύει άρπαχτικά χρυσό κι άσήμι, καί γιά νά εύφραίνεται, καί νά κομπάζει, βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα νά γυαλίζουν. Ό σο γιά μέριμνα τοΟ τόπου, γιά διοίκησι — oik' ήξερε τί γένονταν τριγύρω του. Οί Καππαδόκες γρήγορα τόν βγάλανκαί στήν Συρία ξέπεσε, μές στό παλάτι τοΟ Δημητρίου νά διασκεδάζει καί νά όκνεύει. Μιά μέρα ώστόσο τήν πολλήν άργία του συλλογισμοί άσυνείθιστοι διεκόψαν θυμήθηκε πού άπ’ τήν μητέρα του Άντιοχίδα, κι άπ’ τήν παληάν έκείνη Στρατονίκη, κι αύτός βαστοΟσε άπ’ τήν κορώνα τής Συρίας, καί Σελευκίδης ήτανε σχεδόν. Γιά λίγο βγήκε άπ’ τήν λαγνεία κι άπ’ τήν μέθη, κι άνίκανα, καί μισοζαλισμένος κάτι έζήτησε νά ραδιουργήσει, κάτι νά κάμει, κάτι νά σχεδιάσει, κι άπέτυχεν οίκτρά κ’ έξουδενόθη. Τό τέλος του κάπου θά γράφηκε κ’ έχάθη' ή Ισως ή ιστορία νά τό πέρασε, καί, μέ τό δίκιο της, τέτοιο άσήμαντο πράγμα δέν καταδέχθηκε νά τό σημειώσει. Αύτός πού εις τό τετράδραχμον έπάνω μιά χάρι άφήκε άπ’ τά ώραία του νειάτα, άπ’ τήν ποιητική έμορφιά του ένα φώς, μιά μνήμη αισθητική άγοριοΟ τής ’Ιωνίας, αύτός είν’ ό Όροφέρνης Άριαράθου.

Ζητούμενα πρέπει να είναι τα βοηθήματα ή η πηγή, όπου και θα περιέχονται: 1. Προκειμένου για το Οροφέρνης, το «τετράδραχμον» του Οροφέρνη, γιού του Αριαράθου Δ’ της Καππαδοκίας, με την απεικόνιση των χαρακτηριστικών του ακριβώς -και ξέρομε τι ακριβολόγος είναι ο Καβάφης- όπως περιγράφονται στους πρώτους και τους τελευταίους στίχους του ποιήματος (στ. 1-4 και 45-49). 2. Σχετικά με το Φιλέλλην, η «τυπολογία» ενός νομίσματος που εΙΛιμάζεται να κόψει ένας βασιλιάς ανώνυμος μιας άγνωστης ηγεμονίας μεταξύ Μηδίας και Παρθίας, που επονομάζεται

«Σωτήρ» καί εμφατικότερα «Φιλέλλην», όπως η «τυπολογία» αυτή προσχεδιάζεται και περιγράφεται διάσπαρτα στο ποίημα (στ. 2-3, 5-6, 11 και 15-16). Και τέλος σχετικά με το Νομίσματα οι δί­ γλωσσες επιγραφές, στα ινδικά και στα ελληνι­ κά, των βασιλέων της Βακτριανής, Ερμαίου, Ευκρατίδή, Στράτωνος και Μενάνδρου, που γράφονται και μεταγράφονται, «βαρβαρικά» και ελληνικά, στο ποίημα (στ. 3-4 και 11). Πρόκειται μάλλον, όπως φαίνεται στην τε­ λευταία αυτή αναφορά του, για βοήθημα-πηγή: για μια πηγή διάμεση -«έτσι μας αποδίδει το


106/αφιερωμα σοφόν βιβλίον», γράφει ο ποιητής- και άρα για πηγή βιβλιακή, που συγκαλύπτει και τα δυο ζη­ τούμενα των άλλων περιπτώσεων, αφού ως βι­ βλιακή μπορεί να περιέχει και να μεταδίδει και τη σχετική πληροφορία και την απεικόνιση του αντικειμένου, δηλαδή το νόμισμα. Είμαστε σε θέση σήμερα να υποδείξομε με κάποια πιθανό­ τητα ποιες είναι οι βιβλιακές αυτές πηγές. Πρό­ κειται π.χ. ίσως για την έκδοση του Ρ. Cardner, «The coins of the Greek and Scythic kings of Bactria and India in the British Museum», London, 1886, και προκειμένου για τον Οροφέρνη, πιθα­ νότερα, για τη γνωστή και κλασική στην εποχή της έκδοση του Barclay V. Head: «Historia numorum», Oxford, 1886. Μια έκδοση που γνώ­ ρισε και στα ελληνικά μια δειγματοληπτική με­ ταφορά της, το Head-Σβορώνου: «Λεύκωμα αρ­ χαίων ελληνικών νομισμάτων», Βιβλιοθήκη Μαρασλή, 1892. Ο Καβάφης φαίνεται να είχε, φυ­ σικά, υπόψη του την έκδοση στα αγγλικά, του 1886. Ας δούμε χρονολογικά την επαλήθευση, αρχί­ ζοντας από το Ο ροφέρνης.

Και αντίστοιχα, για σύγκριση, τους πρώτους και τους τελευταίους στίχους του καβαφικού ποιή­ ματος: Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω μοιάζει σαν να χαμογελά το πρόσωπό του, το έμορφο, λεπτό του πρόσωπο, αυτός είν ’ ο Οροφέρνης Αριαράθου. Και: Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω μια χάρη αφήκε απ ’ τα ωραία του νιάτα, α π ' την ποιητική εμορφιά του ένα φως, μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας αυτός είν ’ ο Οροφέρνης Αριαράδου.

Στην έκδοση του Head παρουσιάζονται, σε πρώτη δημοσίευση, οι δύο όψεις του αργυρού τετράδραχμου του Οροφέρνη με την απαραίτη­ τη περιγραφή τους και με την αναφορά του «ιστορικού» του: βρέθηκε στα 1870 στην Πριήνη στις ανασκαφές του ιερού της Αθηνάς, με την αποκάλυψη του θησαυρού που είχε καταθέ­ σει -τετρακόσια τάλαντα!- ο βασιλιάς εκείνος, ίσως για πολεμικές «ραδιουργίες» σε μια επι­ χείρηση -θ α λέγαμε- εξουσίας· και απόκειται στη συλλογή αρχαίων νομισμάτων του Βρετανι­ κού Μουσείου, α π ’ όπου και αναδημοσιεύεται εδώ η απεικόνισή του.1 Βλέπομε στη μία όψη του νομίσματος τη νεανική μορφή του Οροφέρ­ νη -προσωπογραφία σε προφίλ- και στην άλλη την παράσταση ορθίας Νίκης με στεφάνι και κλωνάρι φοινικιάς και την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΟΡΟΦΕΡΝΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ. Το παραθέτω (Βλ. Head, ό.π., σ. 750):

Διαπιστώνομε και από τα εικαστικά του τώρα πρότυπα, όπως άλλωστε το ξέραμε και από τις φιλολογικές και ιστορικές παραπομπές των ποιημάτων,2 την άκρα ερμηνευτική ακρίβεια του Καβάφη. Θα την έλεγα [αναδημιουργική: προσήλωση που αναδημιουργεί σε βάθος και δέ­ σμευση που απελευθερώνει την προοπτική του θέματος. Χωρίς να απομακρύνεται από την πη­ γή, βαθαίνει τη δομή του μύθου, και πλουτίζει την εξέλιξη και την αλληλεγγύη των μοτίβων με πυκνούς συνδυασμούς και με πλατύτερα νοή­ ματα. Αρχή με την ακρίβεια που επιβεβαιώνει την πηγή της: πως πρόκειται για τη μορφή ενός προσώπόυ (στ. 2, 3) με (δι)αφανές μειδίαμα


αφιερωμα/107 (στ. 2), λεπτά σχεδιασμένα χαρακτηριστικά (στ. 3), ωραίος (στ. 3, 46) και νεανικός (στ. 46) και αγαπημένος (στ. 481), με μια «αισθητική» από­ κλιση (στ. 48). Η τελευταία μάλιστα προσήλωση -«μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας» (στ. 48), που φαίνεται να κρυσταλλώνει εξιδανικεύοντας όλες τις άλλες, είναι η ορίζουσα που συγκροτεί το ένα από τα δύο συστατικά του ύφους και τα δομικά του μύθου του ποιήματος: του λυρικού καημού για τη σπαταλημένη ομορφιά και το όραμα μιας ηδονόχαρης νεότητας: Λ εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες που άφοβα, κ ' ελληνικά άλως διόλου εγνώρισε πλήρως την ηδονή

1-1

κι α π ' τους ωραίους της Ιωνίας νέους, ο πιο ωραίος αυτός, ο πιο ιδανικός. Ενώ η δεύτερη ορίζουσα, που χρησιμεύει ως παρόρμηση για την εκκίνηση και την ανάπτυξη του θέματος -για την ανάπτυξη του βασικού ειρμού της ιστορίας και του αντίστοιχου συστα­ τικού του ύφους· μ’ αυτή την κατασταλαγμένη τάξη και ακολουθία τώρα -προέρχεται ίσως α π ’ την άλλη όψη του νομίσματος, από την έν­ δειξη της λέξης ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ· ή και ολόκλη­ ρης της φράσης της επιγραφής ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΟΡΟΦΕΡΝΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ. Και υποστηρί­ ζεται από τις σχετικές πληροφορίες του Διόδω­ ρου, του Πολύβιου, του Αιλιανού. Απέναντι του λυρικού αισθήματος προβάλλει τώρα ο ρεαλισμός της δράσης: Κατόπι σαν οι Σύροι στην Καππαδοκία μπήκαν, και τον εκάμαν βασιλέα, στη βασιλεία χύδηκεν επάνω ή και: Μια μέρα ωστόσο την πολλήν αργία του συλλογισμοί ασυνείδιστοι διεκόψ αν δυμήδηκε που απ ’ τη μητέρα του Αντιοχίδα, κι απ ’ την παλιάν εκείνη Στρατονίκη, κι αυτός βαστούσε α π ’ την κορώνα της Συ­ ρίας, και Σελευκίδης ήτανε σχεδόν. Τα δύο στοιχεία, που είναι και ποιητικά επί­ πεδα μιας δίεδρης πραγματικότητας, αναπτύσ­ σονται ανεξάρτητα σε βάθος και συμπλέκονται αδιάσπαστα στην επιφάνεια του θέματος, μέσα και έξω από το ποίημα. Μέσα στον καμβά του

ίδιου του ποιήματος, αναπτύσσονται παθητικά ως αίσθημα και ενεργητικά ως δράση. Και συμ­ πλέκονται, επιβραδύνοντας την έκβαση με τις λυρικές απανωτές ανακοπές του ρεαλιστικού ρυθμού της δράσης: Πρώτη δράση ο διωγμός κ ’ η αποξένωση του ήρωα α π ’ την Καππαδοκίακ ’ η πρώτη λυρική ανακοπή της: Α εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες. Και μετά η δεύτερη και η τρίτη του εμπλοκή στην περιπέτεια, η βίαιη ανάρρηση κ ’ η βιαιό­ τερη εκθρόνισή του από τους Καππαδόκες· και ακολουθεί κ ’ εδώ η ανακοπή που οδηγεί στην τέλεια αισθηματική διάλυση: και στη Συρία ξέπεαε, μες στο παλάτι του Δημητρίου να διασκεδάζει και να οκνεύ­ ει. Κ’ η τελευταία απόπειρα, όπου η δράση παρα­ λύει ολοκληρωτικά α π ’ τη διάβρωση του αισθή­ ματος και «ανίκανα», όπως ακριβώς ο ήρωας, φέρονται τα δυο τους συμφυρμένα -: αίσθημα και δράση, ιδιώτης και Ιστορία- ώς την τραγική γι' αυτούς και ειρωνική εντέλει για τους θεατές τους κάθαρση: Για λίγο βγήκε απ ’ την λαγνεία κι απ ’ τη μέ­ θη, κι ανίκανα, και μιαοζαλισμένος κάτι εζήτησε να ραδιουργήσει, κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει, κι απέτυχεν οικτρά κ ’ εξουδενόδη. Αλλά και έξω από το ποίημα, λυρικός συμβο­ λισμός και ρεαλιστική αφήγηση αναπτύσσονται ευδιάκριτα αλλ’ όχι και αγεφύρωτα. Είναι σαν δυο πόλοι, ο αρνητικός (του ιδιώτη) και ο θετι­ κός (της Ιστορίας) με την άρση και τη θέση δι­ αρκώς να εναλλάσσονται. Και απ' την ένωσή τους δεν παράγεται μονάχα ο σπινθήρας της δημιουργίας, αλλά,’ θέμα με το θέμα και ιδέα την ιδέα, δικτυώνεται και μεταλλάσσεται το ρεύ­ μα της ποιητικής κυκλοφορίας. Παρακολουθού­ με τη δικτύωση και τη μεταλλαγή αυτή, όπως παραστατικά τη μεταφέρει δίκην αγωγού το ποίημα. Ο Οροφέρνης γράφεται το 1904, ολο­ κληρώνεται Ιο 1915, και κυκλοφορεί το 1916.4 Ας προσέξομε λοιπόν το περιβάλλον όπου ορ­ γανικά γεννήθηκε και αναπτύχθηκε κ ’ ύστερα το περιβάλλον όπου ολοκληρώθηκε και κυκλο­ φόρησε:


108/αφιερωμα 1904 - 1905

1915-1916

1904 Iαν.

«Ο Σεπτέμβρης του 1903» «Ο Δεκέμβρης του 1903» «Ο Γενάρης του 1904» Φεβρ. «ΟΡΟΦΕΡΝΗΣ» «Σταις Σκάλαις» Μαρτ. «Στο Θέατρο» Ιουν. «Μνήμη Ηδονής» (= «Επέστρεφε») Σεπτ. «Επιθυμίες» 1905 Ιουν. «Επήγα» Οκτ. «Βίος» (= «Ό σο Μπορείς») Δεκ. «Λαγνεία» (=«Ομνύει»)

«Πτολεμαίου Καίσαρος (=«Καισαρίων»)[ 1915 Φεβρ. «Δημητρίου Σωτήρος» Μαρτ. «Πρέσβεις απ' την Αλεξάνδρεια» Ιουν. «Ο Θεόδοτος» Δεκ. «Προς την Πτώσιν» (=«Η Διορία του Νέρωνος») ΟΡΟΦΕΡΝΗΣ 1916 Ιουν. «Πλην Λακεδαιμονίων» (=«Στα 200 π.Χ.»;) «Η Ρόδα του Αμαξιού» (=«Η εύνοια του Αλέξανδρου Βάλα»;) ΟΡΟΦΕΡΝΗΣ (δημ.) «Η μάχη της Μαγνησίας» (δημ.) «Η ΔυσαρέσκειατουΣελευκίδου» (δημ.) Οκτ. «Αριστόβουλος»

Ο Οροφέρνης, ποίημα και ήρωας μαζί, κα­ θώς βλέπομε στη μία όψη του διπτύχου -όπως άλλωστε και του νομίσματος- γεννιέται και αναπτύσσεται σ’ ένα περιβάλλον με «αισθητι­ κά», που σ’ αυτόν σημαίνει βέβαια καλαίσθη­ τα, αλλά πάντως αισθηματικά και άκρως αι­ σθησιακά, βιώματα. Σ ’ ένα περιβάλλον ηδονο­ χαρές λοιπόν:

πάθος. Το βιώνει, το περνά στους ήρωές του, το επενδύει τελικά και σε δημόσια πρόσωπα: στον Λαγίδη βασιλέα (Η Δόξα των Πτολεμαίων γρ. 1896, δημ. 1911), στον φυγάδα Αλκιβιάδη (Η Σατραπεία γρ. 1905, δημ. 1910), φυσικά στον Οροφέρνη (Οροφέρνης γρ. 1904, δημ. 1916). Είναι μια περίοδος, γι’ αυτόν και για τους ήρωές του, πολλαπλών αδιεξόδων για τους ήρωές του, για τα θέματά του, για την ίδια τελι­ κά την ποίησή του. Δηλαδή και για τον ποιητή και για την ποίησή του μια περίοδος ερωτικών και τεχνοτροπικών αδιεξόδων. Θέλοντας να δώσει την προοπτική απόσταση α π ’ το πάθος και από τα άλλα, σχετικά ή γενικότερα αδιέξο­ δα (π.χ. προαίσθημα των γηρατειών, φθορά του χρόνου, λησμοσύνη), καταφεύγει τώρα πιο συ­ χνά στη μνήμη-μνήμα, όπου και εντυπώνονται -νομίσματα ζωής και επιγραφές του χρόνου- τα είδωλα του ζωντανού του παρελθόντος:

που άφοβα, κ ’ ελληνικά όλως διόλου εγνώρισε πλήρη την ηδονή. Είναι τα βιώματα κ' η αγωνία, αυτή την εποχή, του ίδιου του Καβάφη. Χρόνια κρίσιμα, που δί­ νει, καθώς δείχνεται και από τις «συγκοπές» των κρυπτογραφικών ημερολογιακών του ση­ μειώσεων,5 τη μάχη με το πάθος του, μεταξύ αναστολής και πλήρους ένδοσης. Δοκιμάζει μέ­ σα από τις φιλοσοφικές αναγωγές του στους Επικούρειους και τους Στωικούς να το θεωρη­ τικοποιήσει (Δυνάμωσις γρ. 1903, Τά Επικίν­ δυνα δημ. 1911), μέσα α π ’ τη δοκιμασία και την «αναπλήρωσή» της να το δικαιώσει: να του δώσει, στο διάστημα που εν τω μεταξύ θα διαρρεύσει, κάλυψη βιοθεωρητικής (Κ ρυμμένα γρ. 1908, Ηδονή γρ. 1913) και αναπληρωματικά ποιητικής κατηγορίας, ως γονιμοποιού πηγής της έμπνευσης, ακόμη και της υστεροφημίας (Νόηοις γρ. 1915, Πολύ σπανίως γρ. 1911). Αλλ’ αυτή την εποχή, καθώς δείχνει και η πρώ­ τη όψη του διπτύχου, που δεν είναι πάντως πα­ ρά απόσπασμα ή μάλλον λεπτομέρεια ενός Πί­ νακα που συνεχίζεται, είναι βυθισμένος μες στο

[1914 Δεκ.

Κυττάζοντας ένα οπάλλιο μισό γκρίζο δυμήβηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια (Γκρίζα γρ. δημ. 1917) και: Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία (Εν τω μηνίΑ βύρ γρ. δημ. 1917). Και θέλοντας να φτάσει ώς την απόσβεση, πη­ γαίνει πέρα από την απόκρυψη, προς την ωραιοποίηση ή προς την αφαίρεση. Και εδώ τα ερω-


αφιερωμα/109 τικά εμπλέκονται με τα ποιητικά του αδιέξοδα. Γίνονται «αισθητικά» και με τις δύο σημασίες: και με τη σωματική προσήλωσή του προς την ομορφιά και με την πνευματική ανάλωσή του στην ιδέα του καλού. Και εκεί είναι που παρα­ μονεύει ο κίνδυνος ρομαντικών υποτροπών και καταχρηστικών τυποποιήσεων απ' την παρα­ καταθήκη του [μετά-] συμβολισμού. Μόνη -αμφιρρέπουσα και αυτή προς την υποτροπή ή την κατάχρηση- διάπλοια απ' αυ­ τές τις συμπληγάδες είναι για τη φαντασία του λοιπόν άλλοτε η ωραιοποίηση και άλλοτε η αφαίρεση: η ωραιοποίηση που φτάνει ώς την ονειροπόληση του παρελθόντος (Φωνές γρ. 1894/1903 δημ. 1904) και ώς τη μυθοποίηση ενός οράματος (Ιωνικόν γρ. 1905)· και η αφαί­ ρεση που φτάνει ώς τα σύμβολα της άβουλης αδράνειας ή της φυγής (Τα Παράθυρα γρ. 1897, δημ. 1903, Πόλις γρ. 1894, δημ. 1910) και της αδιέξοδης ή υψηλής αποτυχίας της προσπά­ θειας (Τρώες γρ. 1900, δημ. 1905, Θερμοπύλαι γρ. 1901, δημ. 1904). Ο Οροφέρνης, ποίημα και ήρωας μαζί, πέ­ ρασε αυτή την επικίνδυνη διάπλοια και κράτη­ σε ανεξίτηλες τις μαρτυρίες της. Υπαινίσσεται κι αυτός και συμβολίζει και την άβουλη αδρά­ νεια ενός ονειροπόλου και την αδιέξοδη προ­ σπάθεια ενός αρχομανούς: υπαινίσσεται και τη φυγή με τη διπλή του έκπτωση στην εξορία και την αλλεπάλληλη και τελική του ήττα. Αλλά όλα αυτά χωρίς μεγαλοσύνη, άσκοπα και ταπεινά μες στην κενότητά τους. II

Η άλλη όψη του διπτύχου αντιστοιχεί στο περι­ βάλλον των θεμάτων και των γεγονότων της χρονιάς όπου εντάχθηκε και κυκλοφόρησε το ποίημα. Ό π ω ς άλλωστε και η άλλη όψη του νομίσματος, όπου υπάρχει η παράσταση της Νίκηζ και η επιγραφή -τί ειρωνεία!- ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ. 1915-1916: μια χαρακτηρι­ στική ποιητική στιγμή του, με τα θέματα που περιγράφονται εκεί, αποσπάσματα και πάλι μι­ ας τοιχογραφίας που οι σκηνές της δεν περιορί­ ζονται στον Πίνακα αλλά και στιγμή ιστορική, ενός συνεχιζόμενου, για τον ποιητή και τους συγχρόνους του, πολέμου. Και απ' τα θέματα (του παρελθόντος) και τα γεγονότα (του πα­ ρόντος) απηχούνται και παράγονται τα ίδια καταστάζοντα μοτίβα: «άνευ φόβου και ελέους» τώρα, όπως απαιτεί μια μετακλασική και σύγ­ χρονη comedia humana. Ο Οροφέρνης προσχωρεί και αυτός σ’ αυτή τη «φοβερή» και «ελεεινή» πραγματικότητα των ανταγωνισμών της εποχής του. Απ’ το

σύμπτωμα της ηδονής περνά στο σύμπτωμα της εξουσίας. Τον διακατέχει τώρα δίψα για την εξουσία και την κάρπωσή της: στη βασιλεία χύδηκεν επάνω για να χαρεί με νέον τρόπο κάδε μέρα για να μαζεύει αρπαχτικά χρυσό και ασήμι, και για να ευφραίνεται και να κομπάζει βλέποντας πλούτη συναγμένα να γυαλίζουν, σαν τα τετρακόσια'τάλαντα του ιερού της Αθηνάς ή όσα έδωσε απλόχερα του Δη μητριού Σωτήρος για να ξαναπάρει τη χαμένη εξουσία. Και για την ανάκτηση της εξουσίας, πρόσχημα το έμβλημα της Νίκης. Έτσι και το θέμα του ποιή­ ματος και η περιπέτεια του πρωταγωνιστή του δένονται αμοιβαία με τα θέματα και με τις πε­ ριπέτειες των πρωταγωνιστών της άλλης όψης του διπτύχου. Δένονται εδώ -μέσα από ίντρινγκες, εξαγορές, συμφέροντα- καταρχήν με τα συριακά του θέματα- και διαμέσου των συριακών με τα πτολεμαϊκά- και διαμέσου και των δυο με τα ρωμαϊκά- και αλυσιδωτά ή εν παρόδω με τα μακεδονικά, τα ιουδαϊκά, ακόμη και τα μιθριδατικά του Πόντου. Με αυτή τη βασική γραμμή και τα διάμεσα ή συγκλίνοντα περά­ σματα: Δη μητριού Σωτήρος (η συριακή δεσπό­ ζουσα) - Η Δ υσαρέσκεια του Σελευκίδου (η πτολεμαϊκή συγκλίνουσα)- Αριστόβουλος (η ιουδαϊκή παράμετρος) - Πρέσβεις α π ’ την Αλεξάνδρεια (η πτολεμαϊκή δεσπόζουσα) - Η μάχη της Μ αγνησίας (η μακεδονική συγκλί­ νουσα) - Η διορία του Νέρωνος (η ρωμαϊκή δεσπόζουσα). Ο Οροφέρνης, ποίημα και δράστης-θύμα, συνηχεί κι αυτός στο κλίμα της ιστορικής στι­ γμής με τη δική του περιπέτεια. Συνηχεί, βαθύ­ τερα, προς τη συριακή δεσπόζουσα που ανάγε­ ται μεγαλογραφικά στο Δημητρίου Σωτήρος: μεγαλογραφικά και τώρα υπεύθυνα, ως άνοδος και πτώση και όραμα της μακρινής πατρίδας. Και πολύ στενότερα, ακόμη και ως τεχνική πα­ ραπομπής της έμπνευσής του, συγγενεύει με το Πτολεμαίου Καίσαρος [=Καισαρίων]: ένα ποίημα που γράφτηκε και ολοκληρώθηκε, αν­ τίστοιχα, αρχή και τέλος του πολέμου (γρ. 1914, δημ. 1918). Και εδώ και εκεί ο πόνος για τη μοίρα ενός εφήβου- και παρόμοια ανάλογα εκεί η διακειμενική και εδώ η διαμνημειακή γραφή: την νύχτα χδές πήρα μια συλλογή επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω και: Αυτός που είναι εις το τετράόραχμον επάνω Επικρατεί στα δυο ποιήματα και γενικότερα


110/αφιερωμα και: Το τέλος του κάπου δα γράφηκε κ ’ εχάδηή ίσως η ιστορία να το πέρασε, και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο πράγμα δεν καταδέχδηκε να το σημειώσει.

στην ποίησή του τώρα ένα αίσθημα πλατιάς αλ­ ληλεγγύης και ανθρωπιάς. Ό χι βέβαια πως αναστέλλεται ο γυμνός ρεαλισμός του. Αλλ' απεναντίας εξυφαίνεται, απερίφραστος -τα πράγματα αναδιηγούνται τα καθέκαστα κ ’ η ιστορία γίνεται, δεν λέγεται. Ένας ρεαλισμός που δεν χαρίζεται, αλλά που δεινώνεταυ και μια ειρωνεία αυστηρή, που προκύπτει κατευθείαν α π’ τα πράγματα. Αυτοί οι έφηβοι -εκείνος θε­ ατρινισμός των δυνατών και τούτος «παίγνιον της μοίρας»- είναι, εξίσου «ειρωνικά», πιασμένοι σε δυο δόκανα: της άγονης πολιτικής και της ιστορικής αφάνειας. Της άγονης και άτυπης πολιτικής, αφού ο ένας τους δεν πρόλαβε να μά­ θει τους κανόνες και να παίξει το παιγνίδι της κι ο άλλος -με όλες τάχα τις «ραδιουργίες» του-:

Τον ποιητή τον διακρίνει τώρα μια επίγνωση και κατανόηση των ανθρωπίνων. Και μια συνειδητοποίηση του βάθους της ιστορικής στιγμής. Από την ιστορική παραπομπή του μένει όχι ο θόρυβος των γεγονότων, αλλά ο εσωτερικός μηχανισμός: τα κίνητρα κ ’ η διαλεκτική τους. Με όση τυπική προσήλωση κι αν αναφέρεται στο παρελθόν, εμείς διαβάζομε, όπως στις πα­ ραβολές ή μάλλον τα ιδεογραφήματα, τις σύγ­ χρονες και κάποτε, υπαινικτικά, τις νεοελληνι­ κές δεσπόζουσες: διαβάζομε παρόν. Το νόμι­ σμα του παρελθόντος έχει αγοραστική τιμή στις μέρες μας. Τιμή που παλλαπλασιάζεται καθώς περνά από τη μια στην άλλη όψη και κατάστα­ ση: από την όψη του προσώπου στην κατάστα­ ση των γεγονότων, από τα γεγονότα των αρχαί­ ων χρόνων ώς τη διαλεκτική της εποχής μας. Έτσι και στο Οροφέρνης: Από το 1904, όταν και πρωτοσχεδίασε το ποίημα, ώς το 1916, που το δημοσίευσε, η απόσταση επιβάλλει, έστω υπαινικτικά, και την αντι-παραβολή και την απο-ιδεογράφηση· επιβάλλει δηλαδή, κοντά στην πρώτη, και μια δεύτερη ανάγνωση. Λ.χ. με το Ιωνικόν (1905), όπου και λέγεται: Ω, γη της Ιωνίας σένα αγαπούν ακόμη σένα οι ψυχές τους ενδυμούνται ακόμη συνδυάζεται και η δική του αναπόληση: Α εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες, που περνά, συνειρμικά, ανεξάρτητα α π ’ την αλλαγή παραπομπής του ανακαλούμενου τοπί­ ου (αλλ’ όχι, καθώς είδαμε, χωρίς γειτονική θε­ ματική συνάρτηση), στην επίκληση ενός προ­ σώπου που μιλά και πάλι από την όχθη της συνεκβολής των ιστορικών θεμάτων και των γεγο­ νότων του καιρού:

Μα πάνω α π ’ όλα, είναι θύματα κ ’ οι δυο τους της ιστορικής αφάνειας. Κι έτσι, κίνητρα για την ανάπλαση της φαντασίας και την [καταδί­ κη της ποιητικής διάνοιας:

Έ τσι μικρός απ ’ την πατρίδα έφυγε που αμυδρώς δνμούνταν τη μορφή της. Μα μες στη σκέψη τον τη μελετούσε πάντα σαν κάτι ιερό που προσκυνώντας το πλησιά­ ζεις, σαν οπτασία τόπου ωραίου, σαν όραμα ελληνικών πόλεων και λιμένων.

Στην ιστορία λίγες γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα, κι' έτσι πιο ελεύδερα σ ’ έπλασα μες στον νού μου.

Αλλά ποιος μιλά εδώ; Ο έκπτωτος Δημήτριος του Δημητρίου Σωτήρος, ποιήματος που γρά­ φεται το 1915; Ή ο έκπτωτος επίσης Οροφέρ­ νης, που το ποίημά του ολοκληρώνεται εκείνη

Ό σ ο για μέριμνα τον τόπου, για διοίκησηούτ ’ ήξερε τι γένονταν τριγύρω του.6


αφιερωμα/111 τη χρονιά και άρα είναι σαν να του προσφέρει, ο ουτιδανός του μεγαλόδοξου, τη σκυτάλη και το θέμα του -πτώση, εξορία, νοσταλγία της γε­ νέτειρας, οραματισμός της εξουσίας- για μια πανοραμικότερη εικονογραφία; Φυσικά ο Οροφέρνης, αλλά και με τη γνωστή συνάρτηση ο ποιητής του, απομακρυσμένος τώρα από τα αδιέξοδα του 1904 και μεταφερμένοι και οι δυο στα ανοιχτά ιστορικά πεδία όπου πλάθεται η ανθρώπινη συνείδηση και όπου κρίνεται η ιστορική μας περιπέτεια. Ή μιλά -για να περάσομε στη δεύτερη ανάγνωση- ο «Κωνσταντινουπολίτης την κατα­ γωγήν» που έφυγε και αυτός μικρός α π ’ την πατρίδα και μαζί του κάθε ' Ελληνας που φάν­ ταζε μες στη συνείδησή του, στις παραμονές της κρίσιμης εκείνης εποχής, τόπος προσκυνή­ ματος και προσδοκία η Ιωνία; Στις παραμονές μιας εποχής που είχαμε και εμείς εδώ τα δυναστειακά μας με τις υποκινημένες μηχανορραφί­ ες και άλλα σύνδρομα, λ.χ. εκπτώσεις, εξορίες και παλινορθώσεις με τη συνδρομή μιας άλλης Ρώμης; Και που τη χρονιά ακριβώς που κυκλο­ φόρησε το ποίημα σχεδιάζεται παράλληλα και το Πλήν Λακεδαιμονίων -πλήν Κωνσταντινικών, θα λέγαμε!- (γρ. 1916)· πρωτοσχεδιάζεται και γράφεται η «θαυμάσια πανελλήνια εκστρα­ τεία» (Στα 200π .Χ ., δημ. 1931); III

Ας ξαναγυρίσομε στη βάση του ποιήματος. Και ας δούμε τελικά ποιος είναι ο χαρακτήρας και τα όρια του είδους του. Ό π ου και επανατοποθετείται διαφορετικά το πρόβλημα των δύο όψε­ ων του Οροφέρνη. Δηλαδή ανήκει στα ιστορικά, όπως δείχνει εξωτερικά ή περιγραφικά ο μύθος του, ή με σχετική αφαίρεση, όπως εσωτερικά και δομικά τείνει να φαίνεται, στα λεγάμενα ποιήματα ποιητικής; Ο Καβάφης φαίνεται να δέχεται αρχικά, και μάλιστα μερικευμένη, αυτή την τελευταία άπο­ ψη. Την εκθέτει με το στόμα του Σεγγόπουλου, δυο περίπου χρόνια αργότερα (1918;):7 «Το ποίημα Οροφέρνης δα πραγματευδώ σύντομα. Δεν πρόκειται σ ’ αυτό π ερ ί χαρακτήρος τεχνίτου, αλλά π ερί απόψεως τεχνι­ κής: Αρχίζει το ποίημα μ ’ έναν ύμνον προς τον Οροφέρνην: [στ. 1 μέχρι 17] Αλλά ο ύμνος αυτός περιορίζεται στη μορφή του Οροφέρνη. Κατόπιν, από τον στίχον 18 μέχρι του 44, ο τεχνίτης ανακτά πλήρη την ■ψυχραιμία του, και περιγράφει τον ανάξιον αυτόν χαρακτήρα υπό ζοφερά χρώματα. Εάν

το ποίημα ετελείωνεν εκεί, δεν δα μας έλεγε πά ρα πολύ, ως άποψις τέχνης· δα έδινε την διπλήν ιδιότητα του τεχνίτου, δαυμαστού του ωραίου και εξιδανικεύοντος αυτό, και, μετά, ικανού, να δει και να αποδώσει την πραγμα­ τικότητα. Δεν δα είχε τίποτε ιδιάζον της τέχνης του Κ[αβάφη], Οι τελευταίοι 5 στίχοι αλλάζουν τη δέσι εντελώ ς· ο ποιητής πρώτα εξυμνεί τον ωραίον κατόπιν περιγράφει τον ανάξιον άν­ θρωπον. Αφού κάμει το δεύτερον όμως τε­ λειώνει με τους εξής στίχους: [στ. 45-49] Δηλαδή επιστρέφει πίσω στη δέσι της αρχής του ποιήματος. Ό λη η καταδίκη εκείνη του σταδίου του Οροφέρνη τίδεται εις δευτέραν μοίραν. Ελέχδη για να είναι η παρουαίασις πλήρης. Ελέχδη με ακρίβεια ιστορική, αλλ' όχι ως έχουσα την σπουδαιότητα την οποίαν δα είχε δια τον ιστορικόν. Ο τεχνίτης τα είπε, αλλά δεν προσήλωσε την προσοχήν του επά­ νω των. Αυτόν τον κυριαρχεί η μονέδα επ ί της οποίας έμεινε μια χάρις από ωραία νειάτα, ένα φως από ποιητική εμορφιά, μια μνή­ μη αιαδητική αγοριού της Ιωνίας». Και, αρκετά αργότερα, συνυπολογίζει και την πρώτη άποψη: την επανεκτίμησή του ως ιστο­ ρικού ποιήματος. Γράφει τότε διαμέσου Λεχωνίτη (1930):» «Ποίημα ιστορικόν, ο δε εν αυτώ αναφερόμενος Δημήτριος είναι ο ίδιος της Δυσαρέ­ σκειας [του Σελευκίδου], Αξιοσημείωτος εί­ ναι η αντίδεσις των πρώτων τεσσάρων στίχων δι ’ ων εξυμνείται η ωραιότης του Οροφέρνη, των τελευταίων πέντε [στίχων], που μας δί­ δουν μίαν ωραίαν αισδητικήν εντύπωσιν, και του σώματος του ποιήματος δι ’ ου περιγράφεται ο ήρως οίος ήτο, δηλαδή τιποτένιος». Η σπουδή που προηγήθηκε θα μπορούσε να θεωρηθεί μια τρίτη άποψη. Προηγείται η βασι­ κή κατάθεση -η πρώτη και η δεύτερη- του ποιητή. Και ακολουθεί η άποψη, η δευτερογε­ νής και επεξηγηματική, της κριτικής· όχι συν­ δυαστική απλώς, αλλ’ ανασυνθετική και προεκτατική των δύο καταθέσεών του. Άποψη που ενώ περιορίζει, όπως θα φανεί, το είδος και την τεχνική, επεκτείνει, όπως φάνηκε, και πέρα από το σώμα, στην ελεύθερη κυκλοφορία του '.ειμένου, την ανάλυση. Τι μας μαρτυρεί, συγ­ κεκριμένα, ο ποιητής; Πως το ποίημα «του δό­ θηκε» από δυο λαβές: α) α π ’ το σώμα της ιστορικής του ύλης· και β)απ την καλλιτεχνική και τεχνική του αφορμή και πρόσβαση. Δυο λαβές που ανταποκρίνονται αντίστοιχα στις δύο πηγές της έμπνευσης: των περικοπών


112/αφιερωμα των μελανών πλευρών του βίου του Οροφέρνη, που εξιστορεί ο Πολύβιος, ο Διόδωρος και ο Αιλιανός και του φωτεινού προσώπου του τετρά­ δραχμου που γνώρισε ο ποιητής μάλλον α π ’ τη δημοσίευση του Head. Δυο αντίθετες σχεδόν περιγραφές και αξιολογήσεις του αντικειμένου του. Και τις δυο πηγές δεν δίστασε να τις συμπεριλάβει, φανερά προτάσσοντας τη δεύτερη. Πρόταξη της δεύτερης πηγής σήμαινε ταυτό­ χρονα μετάβαση από τη σκοπιά του λόγου στη σκοπιά της τεχνικής. Σήμαινε προτεραιότητα της τεχνικής. Ό χι ποίημα χωρίων, αλλά ποίημα μνημείων. Δεν εμπλέκεται ο ποιητής στο δίλημ­ μα να αντιδιαστείλει ή να προκρίνει μεταξύ των δύο μεγεθών: του ιδεατά ωραίου ήρωα στο νό­ μισμα και του ίδιου ευτελέστατα ανάξιου στην πράξη. Ξέρει τι να προτιμήσει όταν βρεθεί ανά­ μεσα από την άφθαρτη μορφή και από τη ζωή που σπαταλήθηκε ενός προσώπου· από τη μορφή που μνημειώθηκε και από τη ζωή που έγινε ένας ρόλος και σκορπίστηκε. Τον ενδιαφέ­ ρει τότε να μη χάσει πρώτη και διαπαντός: το πιο τίμιο -τη μορφή του που ήτανε σαν μια απολλώνια οπτασία, όπως γράφει, σ’ ένα ποίημα γειτονικής χρονο­ λογίας, στο Ευρίωνος τάφος (δημ. 1914). Τον ενδιαφέρει η μορφή που μνημειώθηκε σε αρ­ χαίες στήλες (του θανάτου) και πολύτιμα πετρά­ δια (της χαράς) και νομίσματα (της αγοράς και της συναλλαγής). Τον ενδιαφέρει η σκοπιά της τεχνικής. Από τη σκοπιά της τεχνικής διακρίνεται η πορεία που ακολουθεί στην οργάνωση αυτών των ποιημάτων, α π ’ τη σύλληψη ώς την εκτέλε­ σή τους. Είναι μια πορεία τριμερής: Από την Παράσταση ενός μνημείου στη Μορφή της Καλλονής που κλείνει- και από τη Μορφή της Καλλονής στη Διαμνημειακή ανάγνωσή της, δη­ λαδή στο ποίημα. Μ’ άλλα λόγια, προηγείται και τον κατευθύνει ώς το τέλος η μορφή και η επιγραφή ενός μνημείου. Και ακολουθεί το μέλημα και ο στόχος να αναπλαστεί το τιμαλφές που σώθηκε, ανεξάρτητα και κάποτε αντίθετα απ’ την υλική ή ηθική φθορά και την περιπέ­ τεια της μορφής. Έ να τιμαλφές που ανάλογα εποικοδομείται και πλουτίζεται. Για παράδει­ γμα, στο Οροφέρνης είναι η ομορφιά, στο Φιλλέλην η ελληνίζουσα ροπή, στο Νομίσματα η παράδοση της ελληνιστικής διείσδυσης· πάντως τα καινούρια σήματα, δηλαδή η ελληνίζουσα ροπή κ ’ η ελληνιστική διείσδυση, μεταδίδονται και πάλι μέσα α π ’ τις μορφές. Τελευταία, τον απασχολεί ιδιαίτερα η ανάγνωση που κάνει του μνημείου. Η διαμνημειακή ανάγνωση είναι που

μετακινεί το ποίημα και το κάνει από ποίημα χωρίου, όπως είναι ο Καισαρίων (γρ. 1914), ποίημα μνημείου, όπως είναι το Εν τω μηνί Αδύρ (γρ. δημ. 1917). Έτσι, χάρη και στην τρι­ μερή διάταξη, γίνεται η ένταξη στη φυσική κα­ τηγορία του: όχι, γενικά και αφηρημένα, στα ποιήματα ποιητικής, αλλά στα ποιήματα τα εμ­ πνευσμένα από ή αναφερόμενα σε έργα εικα­ στικά- και μάλιστα σ’ εκείνη την κατηγορία των εικαστικών με τα οποία ανακαλείται ή ανακου­ φίζεται αντιστικτικά η καύση ή η δοκιμασία μιας ζωής. Τα αναφέρω με τη χρονολογική σει­ ρά τους, σημειώνοντας πως σ’ όλα πρόκειται για καύση και δοκιμασία ερωτική- με μια κατιούσα μάλιστα αποκάλυψη: από την ιστορική επένδυση ώς την ιδιωτική και την έμμεση προ­ σωπική εξομολόγηση: Οροφέρνης (γρ. 1904, δημ. 1916) Ευρίωνος τάφος (γρ. 1912, δημ. 1914) Εν τω μηνί Αδύρ (γρ. δημ. 1917) Γκρίζα (γρ. δημ. 1917) Του πλοίου (γρ. δημ. 1917) Σ ' ένα βιβλίο παλιό (δημ. 1922) Εικών εικοσιτριετούς νέου καμωμένη από φίλον του ομήλικα, ερασιτέχνην (δημ. 1928). Στη συνέχεια της μελέτης και ο πίνακας αυ­ τός θα πλουτισθεί, α π ’ την άποψη όχι πια της τεχνικής σκοπιάς και του καλλιτεχνήματος, αλ­ λά του τεχνίτη και της καλλιτεχνικής του εργα­ σίας, όταν θ ’ αναλύσομε το ποίημα Φιλέλλην. Τότε, ανατρέχοντας ξανά στο σώμα του ποιή­ ματος μας, θα εξετάσομε αναλυτικότερα και το θέμα του ελληνίζοντας ασιανού. ' Ενα θέμα που θ ’ αναπτυχθεί, με νύξεις οικουμενικότερες, στο ποίημα Νομίσματα. Στο Οροφέρνης μόλις που προανακρούεται, παρεκβατικά και μερικά, πίσω από ολικές και κεντρικότερες χειρονομίες του συμπτώματος, φιλοσοφικής σπουδαιοφάνειας (Επάνοδος από την Ελλάδα γρ. 1917)- ή γραμματικής διακωμώδησης (Ηγεμών εκ Δυτι­ κής Λιβύης δημ. 1928)- ή διασταυρώνεται ανώ­ δυνα και επιφανειακά με το δράμα της διπλής ζωής (Των Εβραίων (50 μ.Χ.) γρ. 1912, δημ. 1919). Σημειώνω πάντως πως η προανάκρουση δίνεται εδώ και πάλι εικαστικά: Μες στην καρδιά του, πάντοτε Ασιανός■ αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην, με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος. Ό π ου ο κριτικός διακρίνει στις δυο όψεις του νομίσματος και άλλα υπονοούμενα: μια ιδεολο­ γική παραπομπή στο θέμα του συγκρητισμού και μια τεχνική στο είδος των «Εκφράσεων». Αλλά ο ποιητής, που «ξέρει τη δουλειά του», μένει χαμηλά και επίμονα ένας αναγνώστης του


αφιερωμα/113 νομίσματος. «Τον κυριαρχεί η μονέδα, καθώς γράφει, επί της οποίας έμεινε μια χάρις από ωραία νειάτα, ένα φως από ποιητική εμορφιά, μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας.» Δη­ λαδή η Μορφή της Καλλονής. Και άρα είναι ακό­ μη ένας «αισθητής»· που αρχίζει όμως να δου­

λεύει «τεχνικά»: με συνείδηση και γνώση τεχνι­ κή και σε τεχνικά «πεδία» εφαρμογής της έμ­ πνευσής του, όπως είναι σήμερα ένα «νόμισμα», ένας «κρατήρας», μία «στήλη» και αύριο οι χώροι και η ιδεολογική «κατασκευή» της αγοράς.9

Σημειώσεις:-------------- --------------------------------------1. Λίγα χρόνια πριν από την πρώτη δημοαίευαη τον νομί­ σματος είχε γνωστοποιηθεί η ύπαρξή του και περιγρά­ φει στους καταλόγους του Βρετανικού Μουσείου. Βλ. σχετικά Β. Head «Synopsis of the contents of the British Muse­ um». 1892. 0 F. M. Pontani στη βασική εργασία του Fonti della poesia di Cavafis (Επιθεώρηση ελληνοίταλικής πνευ­ ματικής επικοινωνίας. Ρώμη, έτος V'. Οκτ. 1940. σ. 661-2) προτείνει άλλη -καταλογογραφική- αρχαιολογι­ κή πηγή (Wroth. Catalogue of the Greek coins of Galatia. Gappadocia and Syria. London 1899) και υποδεικνύει εύ­ στοχα τις φιλολογικές πηγές για τα περιστατικά της δράσης του Οροφέρνη (Διόδωρος XXXI. 7 και Πολύ­ βιος απ. X X X II. 25). Σ ' αυτές προτείνω να προσαρτηθεί και ο Αιλιανός (Ποικίλη Ιστορία. Β '. 14). Παραθέτω τα χωρία και αντίστοιχα τους στίχους του Καβάφη: α ' Διόδωρος: Ούτος δε (Αριαράθης ο Δ ') έγημε θυγατέρα τον Μεγάλου κληθέντος Αντιόχου ονομαζομένην Αντιοχίδα. Τον δε νεώτερον εις την Ιωνίαν χάριν του μη όιαμφισβητείν υπέρ της βασιλείας τω γνησίω [απέοτειλανΙ» Καβάφης (στ. 5-8. 32) Παιδί τον έδιωξαν'απ' την Καππαδοκία, απ' το μεγάλο πατρικό παλάτι, και τον εστείλανε να μεγαλώσει στην Ιωνία και να ξεχααθεί στους ξένους /.../ θυμήθηκε που απ' τη μητέρα του Αντιοχίδα β' Πολύβιος: «Οροφέρνην... ολίγον χρόνον Καππαδοκίας βα­ σιλεύοντα και παριδόντα τας πατρίους αγοράς Ιφηαίν] εισαγαγείν την Ιακήν και τεχνιτικήν ασωτίαν» Καβάφης (στ. 18-24) Κατόπι σαν οι Σύροι στην Καππαδοκία μπήκαν και τον εκάμαν βασιλέα, στη βασιλεία χύθηκεν επάνω - για να χαρεί με νέον τρόπο κάθε μέρα για να μαζεύει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι και για να ευφραίνεται, και να κομπάζει βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα να γυαλίζουν γ ' Α ιλιανός, Β ' μα'Φιλοπόται τινές και πολυπόται: «Τον γε μην Καππαδόκην βασιλέα Ορροφέρνην. τι τούτον δράσομεν. και εκείνον πίνειν γενόμενον δεινόν;» Καβάφης (στ. 36-37): Για λίγο βγήκε απ’ τη λαγνεία κι απ' τη μέθη κι ανίκανα, και μιαοζαλισμένος Τέλος την πηγή -την αρχαιολογική- του Head την προ­ τείνει και ο Κυρ. Ντελόπουλος (Ιστορικά και άλλα πρό­ σωπα στην ποίηση του Καβάφη, Αθήναι 1972, σ. 45). 2. Εννοώ τη διακειμενική συχνά υπόσταση και λειτουργία του καβαφικού ποιήματος, τη θεληματικά πιστή αναμε­

τάδοση μιας αρχαίας ή βυζαντινής περικοπής. Από τα «ποιήματα-σχόλια» που έτσι εγκαινιάζει αναφέρω δει­ γματοληπτικά τα «Ο Βασιλεύς Δημήτριος», « 'Αννα Κομνηνή» και «Απολλώνιος ο Τυανεύς ενΡόδω». 3. Ίσως έτσι πρέπει να εξηγηθεί το «αγόρι» στο ποίημα με την τρυφερή, παραβολική του έννοια, και όχι κυριο­ λεκτικά. Έτσι και τις τρεις φορές που απαντά η λέξη, σε διάκριση με τα συνώνυμό της, λ.χ. το «παιδί», στην καβαφική ποίηση («Ζωγραφισμένα», «Οροφέρνης», «Μέρες του 1909, ΊΟ, ’11»), Λείπει γενικά μια εργα­ σία για τη «χροιά» των λέξεων στον Καβάφη: την ερω­ τική (ή άλλη λ.χ. «Είχανε δίκιο τα παιδιά στη Ρώμη»). Έτσι συμβαίνει να ξέρομε και την ερωτική διάβρωση του παραδοσιακού ή του κοινού λεξιλογίου στον μα­ κρινόν Αλκμάνα (βλ. π.χ. ατού Page: «Poetae melici graeci»), και να αγνοούμε ανάλογες χροιές στη γλώσσα του κοντινού μας Καβάφη. Παρατηρώ ακόμη -και δεν ξέρω αν είναι σύμπτωση πως και στα τρία ποιήματα η λέξη «αγόρι» συνδυάζεται με εικαστικές αναφορές ή πλαί­ σια: με μια «ζωγραφιά» (στο «Ζωγραφισμένα»), με την προσωπογραφία του «τετράδραχμου» (στο «Οροφέρ­ νης»), με μια φανταστική υπόθεση (στο «Μέρες του 1909, ΊΟ, Ί1»): πιο τέλειο αγόρι από αυτόν - που πήε χαμένος: δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή ζωγραφιά. 4. 0 «Οροφέρνης» σημειώνεται στον Πίνακα ότι γράφτη­ κε το 1904. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδ. της Αλε­ ξάνδρειας «Νέα Ζωή», Ιούλιος-Δεκέμβριος 1915 [ Ι ο ύ ­ νιος, 19161 και άρα είδε το φως, όταν κυκλοφόρησε το τεύχος, το 1916. Δημοσιεύτηκε μαζί με τα ποιήματα «Μανουήλ Κομνηνός» (γρ. 1905), «Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου» (γρ. 1910), «Η μάχη της Μαγνησίας» (γρ. 1913) και «Ζωγραφισμένα» (γρ. 1914). 5. Βλ. Μιχάλη Περίδη: «Κ.Π. Καβάφης. Ανέκδοτα πεζά κείμενα», Φέξης, 1963. 6. Άλλης, σχετικά, κατηγορίας είναι ο αμοραλισμός και η καιροσκοπία ή ο κυνισμός ηρώων καθημερινών που γί­ νονται παράσιτα των ισχυρών, ιδίως νέων όπως λ.χ. εί­ ναι ο μαθητής του Αμμωνίου Σακκά ( «Από την Σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου») ή ο ανέστιος της Αντιό­ χειας που καυχιέται ανενδοίαστα («Ας φρόντιζαν»): Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά. Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι· κάπως γνωρίζω (κ ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί: του Κακεργέτη βλέψεις, και παλιανθρωπιές, και τα 7. Βλ. Αλέκου Δ. Σεγγοπούλου: Ανέκδοτα σχόλια σε ποιή­ ματα του Καβάφη (παρουσιασμένα από τον Γ. Π. Σαββίδη), περ. Χάρτης, 5/6 (αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβά­ φη), Απριλ. 1983, σ. 559. 8. Βλ. Γ. Λεχωνίτη, Καβαφικά αυτοσχόλια (με εισαγωγικό σημείωμα του Τίμου Μαλάνου), Αθήνα 1977, σ. 31. 9. Ακολουθεί η φιλολογική ανάλυση των ποιημάτων Φιλέλλην και Νομίσματα


114/αφιερωμα

Αλεξ. Αργυρίου

Η επίδραση του Κ αβάφη στους ποιητές του Μ εσοπολέμ ου (Σχεδίασμα) Προκειμένου να ζητήσομε τις επιδράσεις της ποίησης του Καβάφη πρέπει να συμφωνηδοϋν τα γνωρίσματα της ποιητικής του. Αλλά η απέραντη κα­ βαφική βιβλιογραφία και η κριτική της επεξεργασία απαιτεί πολλή μελέτη. Ωστόσο, μια απάντηση με περιορισμένες αξιώσεις μπορεί να αρκεστεί σε βασικές επιλογές της, αρκεί να μας δώσει κάποιους καδοδηγητικούς άξο­ νες με τους οποίους να πορευτούμε, και αν η επιλογή μας είναι σχετικά επαρκής δεν da απέχομε πολύ από την πραγματικότητα. Αρχίζοντας με τα στοιχεία που .έμμεσα ή άμεσα μας έχει δώσει ο ίδιος ο Καβάφης, νομίζω πως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πατάμε σε σταθερό έδαφος. Ο χωρισμός των ποιημάτων του σε τρεις κατηγορίες: ιστορικά, φιλοσοφικά και ηδονιστικά ή αισθητικά, αν θεωρηθεί σχηματι­ κός δεν πρέπει να χρεωθεί ως συμβατικός, διό­ τι εστιάζει τα θεματικά τους κέντρα. Ο πρώτος συστηματικός μελετητής του, ο Γ. Βρισιμιτζάκης', βλέπει τέσσερις διαιρέσεις: «Τα ιστορικά του ποιήματα, όπου καταβάλλει προσπάθειες όπως αναστήσει παλιές εποχές, παλιές νοοτροπίες, και ιδίως την αλεξανδρινήν εποχή. Τα αισδαντικά του ποιήματα, όπου μας δίδει τες εντυπώσεις του, πάντα διανοητι­ κές, ή τες αναμνήσεις του. Τα παραινετικά του (ιδίως τα εις εαυτόν). Και τέλος τα φιλο­ σοφικά του. Που και όταν ακόμη τα περιβάλ­ λει με σύμβολο αυτό είναι πάντα διαυγές. [...]» Αντίθετα ο Τίμος Μαλάνος στο βιβλίο του το 1933 προτιμά άλλη διαίρεση:

«[...] Το σωστότερο λοιπόν θα ήταν να χωρί­ σουμε τα ποιήματά του σε υποκειμενικά, δη­ λαδή σ’ εκείνα που τον εκφράζουν απόλυτα ως αίσθημα, ψυχολογία, τρόπο του σκέπτεσθαι, ιδέες, και που μπορούν ν ’ ανήκουν αξιό­ λογα σε οιανδήποτε από τις τρεις κατηγορίες και σε αντικειμενικώς καλλιτεχνικά, δηλαδή σε ποιήματα που περιορίζονται σ ’ ένα ζωντάνεμα ιστορικών προσώπων ή εποχών, μα που κατα­ χρηστικά τα ονομάζω κι αυτά έτσι, γιατί και σ ’ αυτά ακόμα αναγνωρίζει συνήθως ο γνώριμος ή φίλος του Καβάφη, όχι μόνο τη συμπάθειά του προς όλους όσους ασκούν ή άσκησαν τον Ελληνικό λεγόμενο έρωτα ("Εύνοια του Αλε­ ξάνδρου Βάλα” ), όχι μόνο τη δίχως μέτρο φι­ λοδοξία του που δεν είναι, μά την αλήθεια, καθόλου μικρότερη από τη φιλοδοξία του Λουκιανού ("Ούτος, Εκείνος” ) μα και κείνο ακόμα το γνωστότατο σε όλους όσους τον άκουσαν ή τον ακούουν να μιλά, μεροληπτικό του αίσθημα για την ελληνική φυλή, τη γλώσσα


αφιερωμα/115 της και ό,τι γενικά θυμίζει την περασμένη της δόξα: [...] [...]Το έργο του Καβάφη, επαναλαμβάνω, εί­ ναι απόλυτα υποκειμενικό, αν και τίποτα δεν μας εμποδίζει να παραδεχτούμε το διαχωρισμό που του κάνει ο ίδιος. [...]» Στην «Ιστορία» του (1948) ο Κ. Θ. Δημαράς γράφει: «Αν πάλι, σύμφωνα με τις δικές του υποδεί­ ξεις, θελήσουμε να κατατάξουμε το έργο του ειδολογικά, διαπιστώνουμε την ύπαρξη τριών ομάδων: είναι τα φιλοσοφικά ή " της σκέψεως” , τα ιστορικά και τα "ηδονικά ή αισθησιακά” . Οι τρεις αυτές ομάδες ανταποκρίνονται εξωτερικά με τις τρεις επιδράσεις που δέχθηκε νέος: ας συσχετίσουμε την φιλοσοφική ποίηση με τον ρωμαντισμό, την ιστορική με τον παρνασσισμό και την αισθησιακή με τον συμβολισμό. Η δι­ αίρεση αυτή είναι βολική για την έρευνα, αλλά μόνο για την έρευνα. Μπορούμε να είμαστε βέ­ βαιοι ότι πέρα από διαιρέσεις και κατατάξεις, πρέπει να υπάρχει μια ουσιαστική ενότητα, που μόνο εκείνη θα δώσει την ερμηνεία της τέ­ χνης του και της αισθητικής του. Και πραγμα­ τικά, όταν θελήσουμε να εντάξουμε τα ποιή­ ματα του Καβάφη στις τρεις ομάδες αυτές, δι­ απιστώνουμε ότι πολύ συχνά και σε μεγάλη έκταση οι ομάδες επικαλύπτονται. [...]» Ο Γιώργος Σεφέρης, τέλος, του 1946, έχει υποστηρίξει: «[...] Η προσωπική μου ιδέα είναι ότι από μια ορισμένη στιγμή και πέρα -τη στιγμή αυτή την τοποθετώ στα 1910 περίπου- το καβαφικό έργο πρέπει να διαβάζεται και να κρίνεται όχι σαν μια σειρά από χωριστά ποιήματα, αλλά σαν ένα και μόνο ποίημα εν προόδω -έν α "work in progress” , όπως θά 'λεγε ο James Joyce- που τερματίζει ο θάνατος. Ο Καβάφης είναι νομίζω ο "δυσκολότερος” ποιητής της σύγχρονης ελ­ ληνικής γραμματείας και τον καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα όταν τον διαβάζουμε με το συ­ ναίσθημα της παρουσίας του συνολικού του έργου». Και ακόμη: «Στα εβδομήντα χρόνια της ζωής του δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να μεταμοσχεύει σταλαγματιά-σταλαγματιά τον εαυτό του στα εκατόν πενήντα τέσσερα ποιήματά του [...]». Όμως θα πηγαίναμε πολύ μακριά αν θέλαμε να δώσομε αρκετά στοιχεία από τον «ερωτι­ κό», τον «διδακτικό», τον «πολιτικό», ή τον «κοινωνικό», και ό,τι άλλο, Καβάφη. Ωστόσο είναι χρήσιμο να κλείσω τη μικρή αυτή διαδρομή με έναν πιο εσωτερικό προσδι­ ορισμό της ποίησής του, που είχε κάνει ο ίδιος το 1930 σε αντιπρόσωπο ενός γαλλόφωνου πε-

«...0 Καβάφης είναι νομίζω ο "δυσκολότερος" ποιητής της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας...» Γ. Σεφέρης (1946)

ριοδικού, όπως μας το έχει παραδώσει ο Μιχ. Περίδης («Κ.Π.Κ. Ανέκδοτα πεζά κείμενα», 1963): «[...] Ο Καβάφης, κατά τη γνώμη μου, είναι ποιητής υπέρ μοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών. Εκτός από την ιστορική, ψυχολο­ γική και φιλοσοφική αξία του, η λιτότης του ύφους του, που εγγίζει ενίοτε τον λακωνισμό, ο ζυγισμένος ενθουσιασμός του που ελκύει προς την διανοητική συγκίνηση,* η ορθή φράσις του, αποτέλεσμα μιας αριστοκρατικής φυσικότητος, η ελαφρά ειρωνία του, αντιπροσω­ πεύουν στοιχεία που θα εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο οι γενεές του μέλλοντος, παρακι­ νημένες από την πρόοδο των ανακαλύψεων και την λεπτότητα του νοητικού μηχανισμού των [...]». ' Ετσι, με αυτά τα ελάχιστα, σχετικά με το όλο πρόβλημα της καβαφικής γραφής ή αλλιώς του «δραστικού λόγου του Καβάφη», κατά την έκφραση του Γ. Π. Σαββίδη, που θα απαιτού­ σε έναν φιλολογικά επαρκή προσδιορισμό της * Πριν υπάρξει πιο ευαίσθητος μεταφραστής του γαλλι­ κού κειμένου του Καβάφη. προτείνω η φράση αυτή τουλά­ χιστον να αποδοθεί έτσι: ο συγκροτημένος (μετριοπαθής) ενθουσιασμός του που προκαλεί την εγκεφαλική συγκί-


116/αφιερωμα δραστιχότητάς του, μπορούμε να προχωρήσομε. Αλλά ας αρχίσομε με κάποια προηγούμενα. Μολονότι ο Γρ. Ξενόπουλος ανακαλύπτει για το ελλαδικό κοινό τον Καβάφη από το 1903, μπορούμε να αναλογιστούμε: γιατί η γενιά του 1909 (αν κεφαλαιοποιήσομε έτσι τους Σικελιανό, Βάρναλη, Καζαντζάκη, Αυγέρη κλπ.), παρό­ λο που έχει αισθητά απομακρυνθεί από τη γο­ ητεία της ποίησης του Παλαμά, δεν δείχνει να παίρνει κανένα μάθημα από τον Καβάφη. Το φαινόμενο ίσως πρέπει να χρεωθεί λιγότερο, νομίζω, στον παρνασσισμό και τον συμβολισμό, α π ’ όπου περνά μοιραία και ο Καβάφης, όσο από τη γόνιμη επίδραση του Σολωμού και της επτανησιακής ποιητικής αντίληψης. Διότι τότε κυρίως έχει αρχίσει να αφομοιώνεται η επίσης λιτή και ευαίσθητη σολωμική γλώσσα, η οποία τα προηγούμενα χρόνια είχε παραμεριστεί και λησμονηθεί μέσα στο κλίμα της αθηναϊκής ρη­ τορείας. Πιθανώς, ακόμη, οι ευθείες και πλά­ γιες επιδράσεις του Νίτσε, που παρατηρούμε τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, να αποκρού­ ουν μια προσέγγιση μιας τέτοιας στάσης ζωής, αν κρίνομε από την εικόνα που σχηματίζει, στη συνάντηση μαζί του, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος τιτλοφορεί το κείμενό του «Ο Αλεξαν­ δρινός ποιητής Καβάφης - Από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού». Αλλά και στον Άγγελο Σικελιανό η ανάγνω­ σή του της αρχαίας γραμματείας δεν είναι δυ­ νατόν να κριθεί ότι οφείλει τίποτε στον Καβά­ φη. Πρέπει να καταφύγομε στη διάκριση μίμη­ σης και επ ίδρασ ης, όπως κάνει ο Γ. Π. Σαββίδης, για να χρεώσομε στη δεύτερη ένα από τα στερνά ποιήματα του Βάρναλη, το «Ελευθερίης φάος Ίρον...» που έχει επιγραφή ένα στί­ χο από την «Πόλι» του Καβάφη. Αν ζητήσομε πιο σταθερό έδαφος, η βιβλιο­ γραφία του Γ. Κατσίμπαλη για τον Καβάφη, στα 1943, μας δείχνει αναντίρρητα πόσο πενι­ χρή είναι η συγκομιδή «κρίσεων» για τον ποιη­ τή στην Ελλάδα τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Έτσι, και για να περάσομε σε με­ ταγενέστερα κείμενα, του Μάρκου Αυγέρη (που γράφει το 1925 στο περιοδικό «Φιλική Εταιρία» δύο κείμενα: «Η μυστικοπάθεια στην Ελληνική Τέχνη» και «Η μυστικοπάθεια του Σολωμού»), η όψιμη προσχώρησή του στον μαρξισμό δεν ήταν δυνατόν παρά να αποδώσει όχι ένα δραστικό αλλά έναν αντι-δραστικό λόγο του Καβάφη, αν είναι ανεκτό το λογοπαίγνιο, όπως λίγα χρόνια πριν, το 1936 στους «Νέους Πρωτοπόρους», είχε υποστηρίξει και ο Νίκος Καρβούνης. Άποψη που θα συντηρηθεί ώς τις

μέρες μας από νεότερους, με λιγότερα εφόδια και παλαιοημερολογίτικη αντίληψη· το τελευ­ ταίο μοιάζει αλλά δεν αντιφάσκει. Στον χώρο αυτό πρέπει να εξαιρέσομε τον Μανόλη Λαμπρίδη με το κείμενό του «II Gran Rifiuto», το 1955, στην «Επιθεώρηση Τέχνης», και φυσικά τον Στρατή Τσίρκα με τον τόμο του «Ο Καβά­ φης και η Εποχή του» (1958), με το οποίο αρ­ χίζει και μια άλλη φάση έρευνας της καβαφι­ κής ποίησης. Στην εξαίρεση είναι και δύο τρεις ακόμη, κυρίως ποιητές. Πρέπει να φτάσομε στους νέους συγγραφείς που ανδρώνονται λίγο πριν και λίγο μετά *ro 1920, τη γενιά, ας την ορίσομε, του Μεσοπολέ­ μου, η οποία αρχίζει να παρουσιάζεται από τα περιοδικά «Βωμός» και ιδίως «Μούσα», που αναδημοσιεύουν αρκετά ποιήματα του Καβά­ φη, για να διαπιστώσομε την αλλαγή κλίματος. Τον πρώτο λόγο έχει ο Τέλλος Άγρας, το 1921, σε διάλεξή του, που δημοσιεύεται στο «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου» το 1923, και ακολουθούν ο Α. Δρίβας (1921), ο I. Μ. Παναγιωτόπουλος (1922), ο Γ. Θ. Βαφόπουλος (1924), ο Κλέων Παράσχος (1924) και ο Άλκης Θρύλος (1924). Ενδεικτική είναι και η αντίδραση κάπου 31 διανοουμένων τίου διαμαρτύρονται για τις επι­ θέσεις εναντίον του Καβάφη (εφ. «Ελεύθερον Βήμα» 11.4.24). Ανάμεσα στα ονόματα και οι: Γαλάτεια Καζαντζάκη (η οποία ήδη από το 1910 είχε γράψει επαινετικά), Ν. Κατηφόρης, Ναπ. Λαπαθιώτης, Μυρτιώτισσα, Τάκης Παπατσώνης, Γιαν. Μηλιάδης (ο αρχαιολργος), Κλ. Παράσχος, Μήτσος Παπανικολάου, Μ. Φιλήντας. ' Αλλά ακόμη και η άλλη πλευρά έχει .γερά στελέχη. Ο Φώτος Πολίτης γράφει το άρθρο «Γ. Εξαρχόπουλος Καβάφης Ματθαίου» στην εφ. «Πολιτεία» (7.9.1923), και βέβαια (το βέ­ βαια για προφανείς λόγους) ο Ψυχάρης με το άρθρο: «Ένας καραγκιόζης». Ωστόσο, η πλειάδα των ποιητών της «Μού­ σας» (που όσοι σχηματοποιούν τις γενιές ανά δεκαετίες, ονομάζουν γενιά του ’20, σε διά­ κριση από τη γενιά του ’30), οι οποίοι αυτοόρισαν την ποίησή τους ως νεορομαντική και νεοσυμβολική, μπορεί να αντιλήφθηκαν λογικά την ποίηση του Καβάφη, αλλά δεν θα έβρισκε κανείς την επίδραση της γραφής του στο ποιη­ τικό τους έργο. Ούτε και ο «ρεαλισμός» του Κ. Γ. Καρυωτάκη φαίνεται να έχει έστω και έμμε­ ση σχέση με τη «λιτότητα» ή τον «λακωνισμό» του ύφους του Καβάφη. Ό σο για την «ελαφρά ειρωνία» του, η σάτιρα του Καρυωτάκη έχει άλλες αφετηρίες και προπαντός ανήκει σε άλλο είδος, θα έλεγε κανείς.


αφιερωμα/117 Του Τάκη Παπατσώνη, με τη δυτικοθρεμμένη «καθολική» παιδεία του, αιτία ίσως που προσέρχεται σχετικά αργά στον «ένδοξό μας Βυζαντινισμό», η γλώσσα του δεν νομίζω ότι έμεινε ανεπηρέαστη από τη γλωσσική ανεξαρ­ τησία του Καβάφη, ή από τον «πεζολογικό» χαρακτήρα της, συνάντηση ίσως και με τη νεοτερική γραφή. Ωστόσο, κι εδώ μπορούμε να μιλάμε το πολύ για «πλάγια» επίδραση και διό­ λου για όποιας μορφής μίμηση. Θα χρειαζόταν πολλή φιλολογική διερεύνηση για να αποτολ­ μούσαμε κάτι περισσότερο. Με πιο λίγη δου­ λειά, ίσως, θα μπορούσε κανείς να βρει ανάμε­ σα στους δυο τόμους των ποιημάτων του Πα­ πατσώνη κάποια ελάχιστα που το αναμνησιακό τους στοιχείο να παραπέμπει σε ανάλογο του Καβάφη. Τα πράγματα είναι δύσκολα όταν μιλάμε για επίδραση που να έχει τα γνωρίσματα μιας επό­ μενης γραφής, δημιουργημένης μετά τη γραφή Καβάφη, και η οποία δεν μιμείται αλλά αναδη­ μιουργεί. Θα νόμιζε κανείς ότι τουλάχιστον τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη μπορούσαν να διδάξουν κάποια αντιμετώπιση της ιστορικής ύλης. Όμως, αν σκεφθούμε σε ποιο βάθος πά­ ει η ανάγνωση της ιστορίας από τον Καβάφη, και δεν είναι απλό «παιχνίδι με την ιστορία» ή, το χειρότερο, βάρβαρη χρήση ανεκδότων της, που περιφέρονται ανά τας ρύμας, φαίνεται πό­ σο δύσκολο είναι και αυτό το απλό εγχείρημα. Το κριτικό ίδωμα της ιστορίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Σε σημείο που και καλοπροαίρετες προσπάθειες να καταντούν κωμικές για τους παραδοσιακούς ποιητές του μεσοπολέμουόσοι το τόλμηοαν. Για να πάω σε ένα παράδει­ γμα. Παίζοντας, όπως το ομολογεί -αλλά τι σημαίνει;- Ο Ναπ. Λαπαθιώτης, καλοπροαίρε­ τα βέβαια, που σημαίνει και καταβολή προσπά­ θειας, αρχίζει έτσι ένα ποίημα a la maniere de Cavafis:

ΕΙΣ TYPION ΖΩΓΡΑΦΟΝ Τύριε ζωγράφε, αβρέ και περισπούδαστε την βαθυτάτην τέχνην σου εκτιμώ. Έ χεις μοιράσει τα ηδυπαθή σου χρώματα επάνω στον λεπτόν αυτόν σου πίνακα μ ' ακρίβειαν και μ ’ ευσυνειδησίαν, που τέρπει και την σκέψιν και την όρασιν. Όμως εκείνα τ ’ άρρητα τ ’ ανέκαθεν εκείνα τα μεγάλα και τ ' αθάνατα, που για να τα εκφράσει ο νους αγωνιά να δυνηθείς να εκφράσεις μην το στοχασθείς... [...]

Τ. Παπατσώνης: Η γλώσσα του δεν έμεινε ανεπηρέαστη and τη γλωσσική ανεξαρτησία του Καβάφη

Η υπόθεση προφανώς δείχνει ασχετοσύνη σε σημείο απαράδεκτο, που αναρωτιέσαι αν ο άνθρωπος είχε πάρει είδηση από την ποίηση του Καβάφη. Έτσι, ελπίζω να μη θεωρηθεί και μεγάλη ασέβεια, αν αντιγράψω και την αρ­ χή ενός καβαφικού του Πωλ Νορ, παιχνίδι βέ­ βαια με πρόθεση διακωμώδησης, αλλά το απο­ τέλεσμα οδηγεί κάπου κοντά: Με πλοίον όχι Τήνιον Την « Ή ραν Μ.» Ν έος δεκαεπτά ετών ως μπουγαρίνιον Ωραίος και με αβρότατον κορμί Απήχθη από την Θεσσαλονίκην Η ώς εδώ παρένθεση (που ενδέχεται να τη δικαιώνει η φράση του Καβάφη «οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν») μπορεί να κλείσει χωρίς άλλες απώλειες. Πρέπει να έρθομε στη δεκαετία του ’ 30 για να συναντήσομε σοβαρές αντιδράσεις για την ποίηση του Καβάφη, και θα έλεγα κυρίως μετά το 1935, όταν έχομε πια την πρώτη, μεταθανά­ τια, έκδοση των 154 ποιημάτων του, αν δεν εί­ χε μεσολαβήσει α) το τεύχος του «Κύκλου»


118/αφιερωμα

Α. Μπάρας: Μια αϊαδηαη αφής που παραπέμπει στον Καβάφη

(1932), αφιέρωμα στον ποιητή με συνεργασίες των Α. Θρύλου, Κ. Θ. Δημαρά, Τ. Παπατζώνη, I. Σαρεγιάννη, Μ. Σπιέρου (Ράντου, Καλαμάρη), Τέλλου Άγρα και την πρώτη βιβλιογραφία Καβάφη από τον Γ. Κατσίμπαλη, β) το μετα­ θανάτιο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» με συ­ νεργασίες Π. Νιρβάνα, Τ. Αγρα, Κ. Θ. Δημα­ ρά, Δ. Νικολαρεΐζη, Κ. Ουράνη, Κλ. Παράσχου κλπ., γ) αλλά κυρίως το βιβλίο του άλλου Αλε­ ξανδρινού, του Τίμου Μαλάνου, το οποίο, πα­ ρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε, κατόρθωσε να δημιουργήσει μια κατάσταση, χωρίς υπερ­ βολή: να προσανατολίσει την ερμηνεία του κα­ βαφικού έργου προς μια κατεύθυνση η οποία φαινόταν η μοναδικά σωστή. Ενδεικτικό μάλι­ στα της απήχησής του είναι ότι η απάντηση του Τ. Μαλάνου στους επικριτές του δημοσιεύ­ τηκε στο πρωτοποριακό περιοδικό της εποχής «Τα Νέα Γράμματα». Ωστόσο, τα ίδια χρόνια που αρχίζει να διαβά­ ζεται σωστά ο Καβάφης, παρουσιάζονται και οι πρώτοι ποιητές οι οποίοι προσανατολίζονται προς τα νεοτερικά ρεύματα της λογοτεχνίας. Αλλά στο σημείο αυτό τίθεται ένα καίριο ερώτημα: το έργο του Καβάφη κλείνει την πα­ λιά ποιητική παράδοση και πρέπει να λογαρια­ στεί ως το ακραίο (και τέλειο) όριό της; ή βγαίνει έξω από αυτή την παράδοση, προετοι­

μάζει μια νέα γραφή και πρέπει να θεωρηθεί ως πρόδρομος της νεοτερικής ποίησης; Αν ισχύ­ ει το πρώτο, σημαίνει ότι ο Καβάφης γίνεται υπόθεση των κριτικών και των ιστορικών της λογοτεχνίας και στο έργο των νεοτερικών ποι­ ητών δεν περνά παρά μόνο έμμεσα και με την αίσθηση των διαφορών. Αν ισχύει το δεύτερο, σημαίνει ότι μπορούσε να σταθεί δάσκαλός τους και να γονιμοποιήσει άλλες ποιητικές συ­ νειδήσεις. Εκτος εάν ο λόγος του ήταν τόσο ιδιαίτερος και τόσο προσωπικός που δεν ήταν δυνατόν να ενταχθεί στον κοινό γλωσσικό κώ­ δικα, δηλαδή δεν γινόταν κοινός λόγος, ο οποίος να φαίνεται και να είναι: οργανικός και φυσικός. Κατά τη δική μου αντίληψη ισχύει το πρώτο, που συμπληρωμένο από την ιδιαιτερότητα της ποιητικής τού γραφής δεν άφηνε περιθώρια ουσιαστικής επίδρασης, επειδή ακριβώς ήταν μη κοινός λόγος. Και επιπλέον ο «κόσμος» του ήταν τόσο αρτιωμένος ώστε κάθε προσπάθεια συμπλήρωσής του έδινε την εικόνα μιας παρα­ χάραξης· το είδαμε πριν έστω και στη μορφή της καρικατούρας. Ωστόσο, μπορούμε να μιλήσομε για μια μετακαβαφική αντίληψη, με μεγάλη ανοχή, πάν­ τως πολύ διαφορετική από εκείνη που χρησι­ μοποιούμε στις σχολές ή τα κινήματα, όπως μετασυμβολισμός ή μεταϋπερρεαλισμός, καθώς η έκταση των αρχών τους επιτρέπει τόσο τις ερμηνείες όσο και τις παρερμηνείες. Με αυτή την ευρύτητα βρίσκω ότι τα ποιή­ ματα του Νικήτα Ράντου (όπως έτσι τα υπέ­ γραφε ο Νικόλας Κάλας σήμερα) είχαν μερικά στοιχεία που παρέπεμπαν πλάγια στον Καβά­ φη, ή, αν θέλετε, είχαν διδαχτεί κάποια στοι­ χεία «λιτότητας», που όμως την πρόδιδε μια έμφαση, αντλημένη από ένα επαναστάτημένο φρόνημα. Επίσης και ο συχνά ειρωνίζων τόνος, πού εδώ ήταν επιθετικός, ενώ στον Καβάφη ήταν στοιχείο αμφισημίας. Πιο εξωτερική βρίσκω την απήχηση του Καβάφη σε μερικά ποιήματα του Αλεξ. Μάτσα, αλλά περιορίζεται απλώς σε λεκτικά σχήματα: Σώμα θυμήσου τη λαμπρή κυριαρχία κάποιας θωπείας, στην χρυσήν ανταύγεια μιας Νύχτας! [...] Ανάλογα όμως παραδείγματα δεν θα μας έπει­ θαν για τη σημασία τους. Κάποτε θα έβρισκε κανείς και μια αίσθηση αφής, που παραπέμπει στον Καβάφη, πάλι με πολλή ανοχή, όπως στον Αλεξ. Μπάρα, που γράφει σε παραδοσιακό στίχο:


αφιερωμα/119 Έ να χέρι λεταό σπασμωδικό με φλέβες γαλανές στην κέρινη του σάρκα μ ’ εξαίσια σβησμένα ρόδα νύχια μυστηριώδες, διαφανές [...] Αντίθετα, μερικοί νεοτερικοί ποιητές απλώς μας παρουσιάζονται ως αντίδικοι, όπως ο Γιώργος Σαραντάρης στο ποίημά του για τον Καβάφη, που το κυκλοφόρησε σε μονόφυλλο κατά το σύστημα του Αλεξανδρινού: Η πόλη που γεννήθηκες είναι η Κωνσταντι­ νούπολη πόλη του μέλλοντος Ενώ εσύ πολύ προτού πεθάνεις Μέσα στο παρελθόν έπαιζες ζάρια Όχι, η ζωή σου δεν ήταν ωραία Με τα μυρωδικά Με τα βιβλία Με τις εξαίσιες εκείνες Αλλά ψεύτικες οπτασίες Αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη; ο Αντώνιος της ποίησής σου η Αλεξάνδρεια Αντίθεση, βέβαια, που επεκτείνεται και σε αδυναμία να εισχωρήσει στην καβαφική ενδοχώρα, Συχνά, και αυτό συμβαίνει αρκετές φορές με τις συγκρίσεις που κάνομε στα έργα διαφόρων ποιητών, βρισκόμαστε σε δίλημμα αν ένα ποί­ ημα έπεται επειδή προηγείται κάποιο άλλο. Αίφνης η αρχή στο «Καισαρίων», που αντιγρά­ φω όσο εδώ μας χρειάζεται: Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή εν μέρει και την ώρα να περάσω τη νύχτα χθες πήρα μια συλλογή επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω Ό τα ν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω θάφηνα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή, κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως... Α, νά, ήρθες συ με την αόριστη γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα κι έτσι πιο ελεύθερα σ ’ έπλασα μες στον νου μου [...] Με λίγη τόλμη και περισσότερη, φαντασία μπορούμε να υποθέσομε ότι μια ανάλογη μνεία και δυο λέξεις («Ασίνην τε...»), κατά τη διδαχή

Καβάφη, συνέτειναν στο να γραφεί ο «Βασι­ λιάς της Ασίνης» από τον Γιώργο Σεφέρη. Πιο σίγουρα μπορούμε να πάμε σε ποιήματα σκόρπια στις ποιητικές του συλλογές, ή στο «Επί ασπαλάθων» ή στα «επτά ποιήματα της " Μυστικής σύνδεσης” της Ζ. Καρέλλη, και ολό­ κληρη σχεδόν τη σειρά των "Επαναλήψεων” του Γιάννη Ρίτσου...» όπως υποστήριξε ο Γ. Π. Σαββίδης. Για να ξέρομε ωστόσο γιατί μιλάμε και πόσο ελάχιστος είναι ο βαθμός της επίδρασης της καβαφικής ποίησης, θα παραθέσω ένα ομολογημένα καβαφικό από τον τίτλο ήδη ποίημα της Ζ. Καρέλλη, μια που τα ποιήματα των «Επαναλήψεων» του Γ. Ρίτσου είναι πιο προ­ σιτά. Θα πρότεινα μάλιστα στον αναγνώστη, ώστε να καλυφθεί το κενό, να κοιτάξει ιδίως τα «Θεμιστοκλής» και «Το τέλος της Δωδώνης, II», ή το «Ο Ηρακλής κ ’ Εμείς», όπου η ξα­ φνική είσοδος στο τέλος της σύγχρονης πρα­ γματικότητας -τα ποιήματα, θυμίζω, γράφτη­ καν το 1968, σε στρατόπεδο- πάει να μιμηθεί δημιουργικά τις χρονικές μεταφορές που κάνει στις κατακλείδες κάποιων ποιημάτων του ο Καβάφης. Αλλά τώρα ο λόγος στην Καρέλλη: ΚΑΒΑΦΙΚΟ Φοβούντανε πάρα πολύ, μην τον ευρεί η τύχη απροετοίμαστον και τον γνωρίσει. Λογάριαζε, μήπως δεν είχε αρκετά δοκιμα­ στεί α π ’ την πολύτροπη ζωή; Μήπως αισθάνοντον εαυτό του ασφαλή, ευτυχισμένον, σαν αναγνώριζε, πως γύρω του εμαίνονταν η δυστυχία; Ούτε το ένα, ούτε τ ’ άλλο... Καταλάβαινε την αθλιότητά του που ήταν κιόλας γενική, όμως ακόμα είχε δυνάμεις για να φοβηθεί. Ίσως φοβούνταν την αλλαγή από την άθλια αυτή κατάσταση, που είχε συνηθίσει Ν α μην τιμωρηθεί μόνο λογάριαζε, γιατί ποιος δεν έχει τις αμαρτίες του; Α υτές αισθάνονταν πότε τις έβλεπε μεγάλες και τρανές, πότε μηδαμινές. Δεν τον παράστεκε θεός κανένας, δίκιος ή σκληρός. Α υ τ ’ ήταν η ζωή του. Ή θελε να την καταλάβει και δεν μπορούσε. Για να παρηγορηθεί, ψιθύριζε, ο άνθρωπος, όταν δεν είναι τραγικός, είναι γελοίος, ή μάλλον και τα δυο μαζύ... και τα δυο.


120/αφιερωμα ' Ισως όμως πιο εσωτερικό καβαφικό να είναι το πρώτο από τα επτά ποιήματα της Καρέλλη, που έχει τίτλο «Η μετάφραση των Εβδομήκοντα», το οποίο περιλήφθηκε στον β' τόμο των Ποιημάτων, σελ. 171. Και επειδή βρισκόμαστε με αυτά όχι απλά

σε ένα καβαφικό λεκτικό, εύστοχα βέβαια με­ ταγλωττισμένο, αλλά γενικότερα σε μια καβα­ φική αίσθηση των πραγμάτων, προφανώς με νεότερα ιστορικά συμφραζόμενα, θα παραθέ­ σω τελικά και το ένα από τα τρία ποιήματα του Ρίτσου, μια που θεωρώ ότι αποτελεί στοι­ χείο απόδειξης:

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ Τα δε οστά φασι κομισθήναι αυτού οι προσήκοντες οίκαδε κελεύσαντος εκείνου και τεθήναι κρύφα Αθηναίων εν τη ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, CXXXVIII

Αυτός που λάμπρυνε όσο λίγοι τη χώρα του, αυτός που βαδύτατα γνώριζε πως κάδε απελευδέρωση σημαίνει μια καινούργια υποδούλωση, χειρότερη, πολύ χειρότερη α π ’ την πρώτη, αυτός ο μεγαλόπνοος, ο πιο άξιος α π ’ όλους μας, τώρα ύποπτος σ ’ όλους, παρεξηγημένος, ολομόναχος, κυνηγημένος από Αδηναίους και Λακεδαιμονίους μαζί, -και να μη βρίσκει ούτε στην Κ έρκυρα καν προστασία (που τον λογιάζαν ευεργέτη τους). Έτσι, μην έχοντας άλλη διέξοδο, πήρε το δρόμο να ζητήσει απ ’ τους εχδρούς του σωτηρία ( κ ’ ήξερε πως αυτό προαμέναν οι άλλοι: «Νά, η απόδειξη της ενοχής του», «Τι τα δέλουμε πιότερα;», «Νά η προδοσία του ολοφάνερη»). Κ ’ εκείνος, μαζεμένος εκεί στην παραστιά, με το βρέφος του Αδμήτου στα χέρια, προσπέφτοντας ικέτης να τον σπλαχνιστεί ο εχδρός του. Κ ’ ύστερα στη χώρα του Αρταξέρξη· -τι πικρές υποδοχές για κείνον, όσο πιο μεγάλες, τι γράμματα και τι υποσχέσεις, -και τα δώρα κ ’ οι τιμές των βαρβάρων: η Μαγνησία ολάκερη ψωμί του, η Λάμψακος κρασί του, η Μ υούντα προσφάι του· κι αυτός ν ’ αναβάλλει, νά ζητά καινούργιες προδεσμίες, να δικαιολογείται: να μάδει πρώτα περσικά, να τα μιλήσει κατευδείαν στο βασιλέα, χωρίς τρίτους, χωρίς μεταφράσεις και αναπότρεπτες αλλοιώσεις· -όλα δα τα πει: το πώς, το τι, το πότετίποτα δε δα κρύψει -μυστικές οχυρώσεις, τα τρωτά σημεία- Ώ σπου, στο τέλος το βράδι της «μεγάλης συνάντησης» κ ' ενώ ο Αρταξέρξης τον περίμενε με αδημονία φορώντας την επίσημη στολή του, εκείνος ντύδηκε τα ελληνικά του πούχε φέρει α π ’ την πατρίδα ολότελα φδαρμένα πια, πλησίασε ήσυχα το πολυακάλιστο τραπέζι κ ’ έγραψε στους δικούς του μια μικρή παραγγελιά: «Να μεταφέρετε τα οστά μου κάπου στην Αττική, κρυφά α π ’ τους Αδηναίους». Α, ναι, στην Αττική. Κι άδειασε το ποτήρι μεμιάς ώς κάτω. Ε κεί τον βρήκανε την ίδια νύχτα με τα φτωχικά του ρούχα, ακίνητον, γαλήνιον επιτέλους. Και τον πένδησαν βαρύτατα οι Πέρσες. Ως τα σήμερα, στην Αγορά της Μαγνησίας, διατηρείται το λαμπρό του μνημείο. Ό σ ο για τ ’ άλλο, για την παραγγελιά του δηλαδή, μήτε που μάδαμε αν ποτές φτάσαν στην Αττική τα οστά του. 16.IV.68


αφιερωμα/121 Πηγαίνοντας όμως έτσι μπορεί κανείς ακόμη πιο πέρα πηγαίνοντας να σκεφθεί τι οφείλει ο «ηδονικός Ελπήνωρ» του Σεφέρη στον «ηδονι­ κό» Καβάφη για μόνο τον λόγο κάποιας αί­ σθησης που εκείνος έφερε στην επιφάνεια, μιας αίσθησης απτής, όσο αέρινη είναι η ανά­ λογη (μα υπάρχει αναλογία;) στον «Σάτυρο ή Το γυμνό τραγούδι» του Κωστή Παλαμά. Και ίσως αυτή η διαφορετική αίσθηση των πραγμά­ των υπήρξε ο κύριος λόγος της διαφορετικής ποιητικής του Παλαμά και του Καβάφη. Ωστό­ σο για τη γλώσσα του Παλαμά έχομε το πρα­ γματικό δεδομένο ότι επειδή ακριβώς δημιούρ­ γησε μεταπαλαμικούς ποιητές, αρκετοί από τους οποίους δεν ήταν ασήμαντοι και το έργο τους λίγο ή πολύ επιβιώνει και σήμερα, μπο­ ρούμε να πούμε ότι εντάσσεται σε έναν «κοινό λόγο». Αντίθετα, η γραφή Καβάφη στάθηκε ένας «διακεκριμένος» λόγος που δεν μπορούσε να γεννήσει απογόνους. Πρέπει να ζητήσομε άλλα στοιχεία, και όχι στοιχεία γραφής, όπως αίφνης την αμεσότητα του λόγου, την ακρίβεια

και την αυστηρότητα, ή για να πάμε σε στοι­ χεία ουσίας, όπως η αντίληψή του για την οι­ κονομία της ζωής, από όπου, νομίζω, προκύ­ πτει και ο ιστορικός και ο κοινωνικός και ο ερωτικός Καβάφης. ενταγμένος στο «μέγα πα­ νελλήνιον», πράγμα που εξηγεί την οικουμενικότητά του, όπως δείχνει, με τρόπο που. θα τον χρεώνομε ως αντικειμενικό, η αποδοχή του από τους ξένους. Με τα στοιχεία που καθορί­ ζουν την οικουμενικότητά του (και που χρειά­ ζεται με καιρό και κόπο να επισημανθούν) εί­ ναι που μπαίνει στην ιστορία της ποίησης, προσθέτοντας ένα γερό και μοναχικό κλάδο. Έτσι μπορεί να διδάξει ο ασκητικός του λό­ γος, όχι βέβαια ποιητικούς τρόπους, επειδή εί­ ναι αυστηρά ιδιαίτερος, αλλά στάση απέναντι στα φαινόμενα, κατά την οποία η μνημείωσή τους υπαγορεύεται από την εκτίμησή τους ως αξίες που διασώζονται μέσα σε μια ιστορική συνείδηση καταρτισμένη με διαχρονική προ­ οπτική.


122/αφιερωμα

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Οι πρώ τοι μεταπολεμικοί ποιητές και ο Κ αβάφης (Παροικιακός και ιδεολογικός φυλετισμός) Οι σχέσεις των ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς με την ποίηση του Καβάφη, όσο κι αν περιβάλλονται σήμερα με την ισχύ του αναμφισβή­ τητου, όιαμορφώδηκαν κάτω από συνδήκες κάδε άλλο παρά απρόσκοπτες και «νομιμοποιήδηκαν», δέλω να πω έχασαν τον κατ' αρχάς επιλήψιμο χαρακτήρα τους, αφού προηγήδηκαν πολλές και πολλαπλές ζυμώσεις στον ιστορικό, κοινωνικό, ιδεολογικό, στενότερα πολιτικό και αισδητικό χώρο. Υπήρξαν, με άλλα λόγια, δυσκολίες στην προσέγγιση της καβαφικής ποίη­ σης -δυσκολίες εγγενείς-πρωτογενείς που προέρχονταν από την ίδια την ποίηση του Καβάφη και που, παράλληλα, την προστάτευαν από ανώδυνες ή ευκαιριακές επιμιξίες και δυσκολίες επιγενόμενες, που είχαν την προέ­ λευσή τους στα πολιτικά ιδεώδη των πρώτων μεταπολεμικών ποιητών* και, κατά συνέπεια, στις συναφείς περί ποιητικής αντιλήψεις τους. Ά ς διευκρινιστεί από τώρα ότι στον όρο (;) πρώτος μετα­ πολεμικοί ποιητές <5εν περιλαμβάνω όλους τους εκπροσώ­ πους αυτής της γενιάς αλλά μόνο εκείνους που επικρά­ τησε να θεωρούνται ποιητές της αριστερός. Εκείνους δηλ. που συνέπραξαν, άμεσα ή έμμεσα, στα συγκλονιστικά δρώμενα της εποχής της ενηλικίωσής τους (πόλεμος, κα­ τοχή, αντίσταση, εμφύλιος) και η ποιητική τους ηβική εκκολάφβηκε από τη συμπλοκή ποιητικής πράξης και πολι­ τικής δράσης ( Δ. Ν. Μαρωνίτης). Πιστεύω ότι αυτών των ποιητών η σχέση με την ποίηση του Καβάφη διαμορφώβηκε μέσα από ιδιάζουσες διαδικασίες, τόσο επώδυνες,

που είναι δύσκολο να συλλάβει ο σημερινός φίλος της ποίησης, σε αντίθεση με τους άλλους ποιητές, τους ερω­ τικούς λ.χ., οι οποίοι, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, βρήκαν στην καβαφική ποίηση απλώς το μέσο ή το πρό­ σχημα για να εκφράσουν εκ του ασφαλούς τα δικά τους -αντίστοιχα ή όχι αδιάφορο- ερωτικά βιώματα· «εκμηδε­ νίστηκαν [έτσι] γιατί αντιγράψανε τα αιοβήματά του [του Καβάφη], την ιδεολογία τον και τη γλώσσα του. Σκεπά­ στηκαν με τα κουρέλια της ψυχής του κ ’ έχασαν τη δίκιά τους» (Γ. Θέμελης).


αφιερωμα/123 Οι εγγενείς-πρωτογενείς δυσκολίες εύκολα μπορεί ν ’ αποδοθούν στην αναμφίβολη ιδιο­ τυπία της καβαφικής ποίησης· στην αντίθεσή της προς την ποιητική παράδοση αλλά και στην ποίηση της εποχής. Αντίθεση εκφραστική αλλά και ουσίας,' που είχε ήδη ξενίσει ή απλά προβληματίσει αρκετούς από τους εκπροσώ­ πους της γενιάς του ’30, οδηγώντας τους σε πρώιμους αφορισμούς του τύπου: «Μοιάζει να είναι ένα απομονωμένο μετέωρο που περνά στον ορίζοντά μας χωρίς να κατορθώνει να σχηματίσει οικογένεια...»2 ή: «Ο Καβάφης είναι ένα τέλος, δεν είναι αρχή».1 Αφορισμούς που έχω τη γνώμη ότι ήταν, κυρίως, απόρροια όχι των όποιων καινοφανών στοιχείων που εντόπι­ ζαν στην ποίηση του Καβάφη (είχαν κι αυτοί οι ίδιοι, άλλωστε, προσχωρήσει σε πρωτοπορι­ ακές για τα ελληνικά δεδομένα μορφές έκφρα­ σης) αλλά της γλώσσας του. Μιας γλώσσας εν­ τελώς διαφορετικής απ' την επικρατούσα στο λογοτεχνικό και, ειδικότερα, στον ποιητικό χώρο, όπου το κυρίαρχο, καταλυτικό δίλημμα περιοριζόταν στη διάζευξη δημοτική ή καθα­ ρεύουσα. Κατά συνέπεια, μιας γλώσσας η οποία ήταν φυσικό να θέτει διαρκώς ερωτημα­ τικά και, συνάμα, να τίθεται η ίδια υπό αμφι­ σβήτηση, προκειμένου για μια γενιά δημοτικοθρεμμένη, όπως ήταν αυτή του μεσοπολέμου, που πίστευε ότι η καβαφική ποίηση είναι ο «τόπος» όπου βρίσκει το οριστικό της τέλος η «περίλαμπρη και η νεκρή, η λογία» παράδοση που ξεκινά από την εποχή της «πρώτης κοι­ νής», ενώ η ζωντανή, η λαϊκή παράδοση, που κι αυτή προέρχεται από την «πρώτη κοινή», ξεσπά στον Παλαμά.4 Οι σημαντικότερες δυσκολίες στη διαμόρφωση των σχέσεων ανάμεσα στους πρώτους μεταπο­ λεμικούς ποιητές και την ποίηση του Καβάφη και στη νομιμοποίηση, ύστερα, αυτών των σχέ­ σεων είναι, όσο κι αν φαίνεται περίεργο από μια πρώτη άποψη, αυτές που ήδη χαρακτηρί­ στηκαν ως εηιγενόμενες, αυτές δηλ. που για ένα αρκετό χρονικό διάστημα, ισόποσο με τη διάρκεια της ιδεολογικής «ορθοδοξίας» των μεταπολεμικών ποιητών, απέρρεαν αποκλει­ στικά α π ’ αυτούς τους ίδιους. Οι ποιητές που φανερώθηκαν στα χρόνια της Κατοχής (1941-'44) αλλά καί λίγο αργότε­ ρα, ώς το τέλος του εμφυλίου (1949) ή, το αρ­ γότερο, μέσα στην πρώτη πενταετία της δεκα­ ετίας του ’ 50 (Αναγνωστάκης, Αλεξάνδρου, Σινόπουλος, Παπαδίτσας, Κατσαρός, Νικολάΐδης, Λειβαδίτης, Σαχτούρης, Πατρίκιος κ.ά.), στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, ανήκον-

Πορτρέτο του Καβάφη από το Βασίλη Φωτιάδη

τας στο στενό ή ευρύτερα νοούμενο χώρο της Αριστερός, συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα, ε­ νεργά ή συναισθηματικά, στα όσα συγκλονι­ στικά γεγονότα διαδραματίζονται ανάμεσα στα χρόνια 1940-1949. Ιδίως αυτοί που εμπλέκον­ ται ενεργά σ’ αυτά τα γεγονότα ή, εν πάση περιπτώσει, ανήκουν απαρέγκλιτα στον ιδεο­ λογικό χώρο της Αριστερός (αυτοί δηλ. που μας αφορούν άμεσα εδώ), εκφράζοντας με την ποίησή τους τα όσα βαθιά βιώνουν συμμετέ­ χοντας στα ιστορικά-πολιτικά δρώμενα της εποχής, στοιχειοθετούν μια ποίηση που, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, είναι ποίηση αντι­ στασιακή- διαπνεόμενη από ένα κοινό, ενιαίο κι ακόμα αδιάσπαστο και ασκίαστο από κάθε λογής ερωτηματικά αγωνιστικό ιδεώδες. Σ ’ αυ­ τήν ακριβώς τη φάση -που φτάνει ώς τα 1949-, την αντιστασιακή, η ποίηση των πρώτων μετα­ πολεμικών ποιητών, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, στηρίζεται στους καταξιω­ μένους πια ποιητικούς τρόπους της γενιάς του ’30 (κυρίως αυτούς του Σεφέρη και του Ρίτσου), μια και η γενιά αυτή ήταν που αντιπρο­ σώπευε το κυρίαρχο ρεύμα της ποιητικής ανα­ νέωσης.5 Προσφέρονταν, συνεπώς, οι δικοί της


124/αφιερωμα τρόποι, προκειμένου να γίνουν οι φορείς ενός νέου, ομολογουμένως εκρηκτικού υλικούπροκειμένου να σαρκώσουν αυτό το υλικό ποιητικά. Άλλωστε, ό,τι, επάνω απ' όλα, με­ τράει σ ’ αυτή την περίοδο της αισιοδοξίας εί­ ναι η έκφραση· η ανάγκη για άμεση έκφραση' να περιβληθούν οι συγκλονιστικές εμπειρίες τον ποιητικό λόγο όσο το δυνατό συντομότε­ ρα, άσχετα αν ο λόγος αυτός δεν ήταν, όσο το απαιτούσαν, ενδεχομένως, οι περιστάσεις, δραστικός στην επιδιωκόμενη κοινωνική του λειτουργία και αποτελεσματικότητα. Ο Καβάφης και, πολύ περισσότερο, ο Καρυωτάκης, εί­ ναι ακόμη απόντες. Δεν είναι, ωστόσο, μόνο το εύφορο κλίμα αισι­ οδοξίας που κυριαρχεί και εκφράζεται στην ποίηση των πρώτων μεταπολεμικών ποιητών στην αντιστασιακή ποίηση- το μόνο αίτιο που, για την ώρα, κρατάει μακριά τον Καβάφη. Εί­ ναι και κάποιοι άλλοι λόγοι, περισσότερο ή λι­ γότερο συνδεδεμένοι μ’ αυτό. Ένας τέτοιος, βασικότατος, είναι αναμφίβολα αυτός που έχει να κάνει με την πεποίθηση, την προκατάληψη μάλλον, τη διάχυτη σ ’ όλη την Αριστερά, πως ο Καβάφης είναι εκφραστής της παρακμής· είναι ένας ποιητής βαθύτατα αντιδραστικός, που καμιά θέση δεν μπορεί να έχει στο προοδευτι­ κό ποιητικό πάνθεον. Η ερωτική του ανορθοδοξία, εξάλλου, αναστέλλει κάθε ενδεχόμενη, σαφή ή ενδόμυχη τάση για προσέγγιση της ποίησής του από ποιητές που το αγωνιστικόιδεολογικό τους όραμα εξακολουθεί να διατη­ ρείται ακμαίο και, το σημαντικότερο, δοκιμα­ σμένο μέσ’ από σκληρούς, αιματηρούς αγώνες. Ενδεικτικό είναι σ’ αυτό το σημείο ότι αρκετά χρόνια αργότερα (1963) ο Αναγνωστάκης γρά­ φει: «Είμαι [...] εναντίον όλων των λεγομένων ερωτικών ποιημάτων του Καβάφη, όπου υ­ πάρχει σαφής και απροκάλυπτος ο προσδιορι­ σμός του αντικειμένου». Βέβαια, ο Καβάφης είχε ήδη διεισδύσει στην ποίηση εκπροσώπων της γενιάς του ’30, α π ’ τους εκφραστικούς τρόπους των οποίων δα­ νειοδοτήθηκαν λίγο ώς πολύ μερικοί μεταπο­ λεμικοί ποιητές. Η διείσδυση ωστόσο αυτή ήταν κυρίως σιωπηρή, άρα όχι εύκολα εντοπίσιμη· κάτι αόρατες χειρονομίες, κάτι ανεπαί­ σθητες κινήσεις, κάτι απροσδιόριστοι πεζολογικοί υπαινιγμοί (στον Σεφέρη λ.χ.), κι έτσι πέ­ ρασε απαρατήρητη. Εξάλλου ο λόγος του Καβά­ φη ελάχιστα υψωνόταν πάνω α π ’ αυτόν της καθημερινής κουβέντας, ενώ οι μεταπολεμικοί ποιητές θέλουν ακόμα να μιλήσουν και ν ’ ακουστούν· ο λόγος τους ήταν, έπρεπε να είναι φορέας συγκεκριμένων μηνυμάτων, τα οποία

είχαν συγκεκριμένο προορισμό· η αντιστασιακή ποίηση είχε, πρωτίστως, καθοδηγητικό ρόλο να διαδραματίσει· ήταν το φυσικό προϊόν μιας μά­ χης που ακόμα εξακολουθούσε. Αλλά και στους κύκλους της γενιάς του ’ 30 ο Καβάφης, αν ήταν πια αποδεκτός ως ποιητής, η αποδοχή του απείχε αρκετά από το να είναι καθολική και ανεπιφύλακτη. Τον Θεοτοκά λ.χ. η ποίησή του τον «βοηθεί μονάχα να καταλάβει την ψυ­ χική κατάσταση της ανίας που δεν έχει πλούτο ούτε δύναμη».6 Οπότε, αν οι κοινωνικά συντη­ ρητικοί, στην πλειονότητά τους, εκπρόσωποι της γενιάς του ’ 30 καταλογίζουν στον Καβάφη αδυναμία να κινήσει στις ψυχές των νέων ιδα­ νικά όπως αυτά της ζωής, του αγώνα και της υγείας,7 καταλαβαίνει κανείς τα αίτια που ώθησαν τους πρώτους μεταπολεμικούς ποιη­ τές στο ν ’ αντιτεθούν -ρητά ή σιωπηρά- στην καβαφική ποίηση και στα όσα, κινημένοι από προκατάληψη, πίστευαν ότι αυτή εκφράζει. Κάτι ακόμα για τη γλωσσική ιδιοτυπία του Καβάφη, που διαδραμάτισε, όπως αναφέρθηκε ήδη, ανασχετικό ρόλο στη δημιουργία και στην παραπέρα διαμόρφωση μιας καρποφόρας σχέ­ σης ανάμεσα στην καβαφική ποίηση και τους πρώτους μεταπολεμικούς ποιητές: Σε μια επο­ χή που η δημοτική θεωρείται αυτονόητα ως η κατεξοχήν λογοτεχνική γλώσσα, ιδιαίτερα μά­ λιστα για την αντιστασιακή ποίηση, όπου κρίνεται, και δικαίως, ως η μόνη πρόσφορη για την επίτευξη της όποιας επιδιωκόμενης κοινω­ νικής και στενότερα πολιτικής σκοπιμότητας, η γλώσσα του Καβάφη, αμέτοχη κάθε δημοτικιστικού φανατισμού, ιδιόρρυθμα λόγια, λει­ τούργησε, όπως ήταν φυσικό, απωθητικά. Ακό­ μα και στις περιπτώσεις που της αναγνωρίστη­ κε μια ελκυστικότητα υπονομευτική, δολιευτική των έννομων ποιητικών κριτηρίων,8 δεν έπαψε ν ’ αντιμετωπίζεται -στις ευνοϊκότερες των περιπτώσεων- σαν μία γλώσσα στην πρα­ γματικότητα ξένη, απόμακρη α π ’ αυτήν της παράδοσης· σαν μια γλώσσα δημοτική, έστω, μα αποκλειστικά δική του (του Καβάφη), «έξω από κάθε κανόνα, αναρχική, φτιαγμένη από τα στοιχεία που μπόρεσε να κρατήσει, από την κληρονομιά του και το παροικιακό περιβάλλον του».9 Μια γλώσσα, συνεπώς, αμετάδοτη και χωρίς συνέχεια. Η αλλαγή στη στάση των πρώτων μεταπολεμι­ κών ποιητών απέναντι στον άνθρωπο -όπως αυτός προκύπτει-σαρκώνεται μέσα από τα ποιήματά του- και ποιητή Καβάφη συντελείται φυσιολογικά και, οπωσδήποτε, σταδιακά. Είναι


αφιερωμα/125 το αποτέλεσμα επώδυνων ιδεολογικών ρω­ γμών, συνειδητοποιήσεων και βαθύτατων ανα­ θεωρήσεων και μετακινήσεων που, κι αυτές, υπήρξαν η οδυνηρή συνέπεια συγκεκριμένων συμβάντων στον ιστορικό, κοινωνικό και πολι­ τικό χώρο του τόπου και, κατ' ακολουθία, στο στενότερα νοούμενο πολιτικο-ιδεολογικό χώρο της Αριστερός. Έ πρεπε πρώτα οι πρώτοι με­ ταπολεμικοί ποιητές να εμπειραθούν και να βιώσουν ώς τα έσχατα την ήττα και την πτώση της πίστης τους, το γκρέμισμα ενός κόσμου που δεν πρόφτασε να υπάρξει αντικειμενικά παρά μόνο στην ευφροσύνη των ιδεολογικών τους ονείρων, για να χάσουν ένα μεγάλο μέρος από την οίηση, τη δικαιολογημένη και καλο­ προαίρετη οίηση που διέκρινε την κρίση τους απέναντι σε φαινόμενα και περιστάσεις που ώς τότε χαρακτήριζαν ως της παρακμής ή αντι­ δραστικά· άρα κι απέναντι στον Καβάφη. Η διαδικασία της συνειδητοποίησης της ήτ­ τας και των όσων την προκάλεσαν είναι τόσο περισσότερο οδυνηρή όσο με το ωρίμασμα του καιρού η γνώση υπερσκελίζει το συναίσθημα και προβάλλουν, έτσι, τα αίτιά της, τα οποία εντοπίζονται όχι στο αντίπαλο στρατόπεδο αλ­ λά στα ίδια τα σπλάχνα του κινήματος στο οποίο πολλοί ποιητές πίστεψαν και δόθηκαν και ακόμα τους είναι δύσκολο να πάψουν να πιστεύουν. Γιατί δεν ήταν απλά και μόνο η ήτ­ τα της παράταξής τους αυτή που δημιούργησε την ηττοπαθή στάση των πρώτων μεταπολεμι­ κών ποιητών και προκάλεσε την απόρριψη του μέχρι χθες ακόμα ζωντανού ιδεολογικού τους πιστεύω, διαφοροποιώντας συθέμελα την ψυ­ χολογία τους. Ό λα αυτά, στην πραγματικότη­ τα, συμβαίνουν «απ’ τη στιγμή που τίθεται, απαιτητικά κι αμετάκλητα, το πρόβλημα των εσωτερικών του [του κινήματος] σχέσεων».10 Συμβαίνουν, με άλλα λόγια, α π ’ τη στιγμή που τα όσα διαδραματίστηκαν στη δεκαετία του ’40, ιδωμένα κριτικά και απομονωμένα από κά­ θε είδους πρόσχημα -πολιτικό, συναισθηματι­ κό κλπ.-, σχηματίζουν την ψυχοφθόρα πεποί­ θηση ότι οφείλονται στο ίδιο το κίνημα. Ή αλ­ λιώς: α π ’ τη στιγμή που κάποιοι διαπιστώνουν με έκπληξη και φρίκη στο χώρο της Αριστερός «μεταφερμένα μερικά από τα χαρακτηριστικά του αντίπαλου στρατοπέδου: βία, ανελευθερία, δεσποτισμό, νεποτισμό κλπ.».11 Η αλλαγή της στάσης των μεταπολεμικών ποιητών απέναντι στην ποίηση του Καβάφη αρχίζει να γίνεται αντιληπτή στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’ 50. Τότε είναι που η ποίη­ σή τους αποβάλλει τα αγωνιστικά της χαρα­ κτηριστικά, έχοντας, προηγουμένως, οι δημι­ ουργοί της -ευαισθητοποιημένοι στο έπακρο

πλέον- συλλάβει την ανεπάρκεια της ιδεολογι­ κής τους βάσης κι ενόσω καταλαγιάζει ολοένα μέσα τους το πικρό αίσθημα της ήττας. Ό ταν δηλ. η αντιστασιακή ποίηση δεν ανταποκρίνεται -πώς άλλωστε- στο ζοφερό γι’ αυτούς αλ­ λά και για τον τόπο μετεμφυλιακό παρόν, οπό­ τε, εκφράζοντας άμεσα την αγωνιστική ανα­ στολή των ποιητών που τη δημιούργησαν, με­ τακινείται σε ένα άλλο επίπεδο, αλλιώς φορτι­ σμένο συναισθηματικά: αυτό της ήττας. Ή αντιστασιακή ποίηση παύει να διαδραμα­ τίζει ή, εν πάση περιπτώσει, να οραματίζεται τη διαδραμάτιση ενός ρόλου καθοδηγητικού. Τη θέση της τώρα παίρνει μια άλλη ποίηση, που κεντρικός της πυρήνας «είναι η αίσθηση ότι ο σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος από μια ήττα, που δεν σημαδεύει ανεξίτη­ λα μονάχα τον ελληνικό χώρο, αλλά είναι, γενι­ κότερα, ήττα της ανθρωπότητας, του πολιτι­ σμού».12 Η ποίηση της ήττας είναι τώρα αυτή που ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες ζωής, όπως διαμορφώθηκαν στο χώρο της Αριστερός και την ιδεολογία του. Την αναταραχή της αν­ τιστασιακής ποιητικής συνείδησης ακολουθεί η ανατροπή και η αντικατάστασή της από μιαν άλλη, συνακόλουθο της ιδεολογικής κρίσης που προηγήθηκε. Η νέα, ώς ένω σημείο, ποιη­ τική δεν περιορίζεται στο να αποτυπωθεί αποκλειστικά στην ποίηση που από το σημείο αυτό και ύστερα γράφουν οι μεταπολεμικοί ποιητές· δηλώνεται, όπως είναι φυσικό, με αρ­ κετή ευκρίνεια, και στις ποιητικές επιλογές όλων σχεδόν των φορέων-εκπροσώπων της. Η ποίηση του Καβάφη, αλλά και του Καρυωτάκη, δε μοιάζει πια να στέκουν απόμακρα... Κάτω από τις συνθήκες που αναφέρθηκαν παρατηρείται κάτι σαν ελαστικοποίηση στα κριτήρια των πρώτων μεταπολεμικών ποιητών: αυτά που είχαν συμβάλει στη δημιουργία μιας κοινωνικής-πολιτικής οπτικής γωνίας αμετα­ κίνητης, με απολύτως ορισμένη εμβέλεια και. συνακόλουθα, στη στοιχειοθέτηση μιας αισθη­ τικής μονομερούς και δύσκαμπτης. Η αναθεω­ ρητική στάση που ακολουθεί -αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης της εσωτερικής ανεπάρκει­ ας, της αντιφατικότητας και της ουτοπικότητας πολλών από τις βασικές αντιλήψεις της αν­ τιστασιακής ιδεολογίας11- συντελεί και στην αποδέσμευση από την ποιητική της αντίστα­ σης, επιτρέποντας την αποδοχή έργων και προσώπων, όχι αγνοημένων, βέβαια, οπωσδή­ ποτε, πάντως, αντιμετωπισμένων με την επιφύ­ λαξη που επέτρεπε η ιδεολογική βεβαιότητα. Βιώνοντας (οι μεταπολεμικοί ποιητές) την ήττα


s&rm

Πέτρος ΖουμπουΚτΛιης: «Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε*


αφιερωμα/127 και τις συνέπειές της, στερημένοι εντελώς α π ’ την ασφάλεια που τους παρείχε άλλοτε η ιδεο­ λογική τους πανοπλία, με ματιά και διάθεση πιο συγκαταβατική, πιο ανθρώπινη, αλλιώς πλησιάζουν τώρα την ποίηση του Καβάφη. Η οδυνηρή προσωπική τους εμπειρία, από τη μια, και η περιβλημένή ένα προσηνέστερο, πια, πρόσωπο δοκιμασμένη στο αίμα διαλεκτική τους, από την άλλη, τους πείθουν ότι ο Καβάφης δεν είναι ένας ποιητής παρακμιακός εκφραστής της παρακμής. Ό τι βγαίνει -όπως και ο Καρυωτάκης- από την παρακμή, πλην όμως όχι «λογικά, παρά διαλεκτικά. Ό χι σαν θέση, συντηρητική του φθίνοντος, παρά σαν άρνησή του».14 Κάπως έτσι, φαντάζομαι, αρχί­ ζουν να διανοίγονται προσβάσεις προς την ποίηση πρώτα, προς την ποιητική, αργότερα, του Καβάφη. Αρχίζει να γίνεται πεποίθησηαπόρροια προσωπικών επιγνώσεων, ότι η «α­ πελπισία του Καβάφη, τα αδιέξοδά του, η δυσαρέσκειά του, η μόνωσή του δεν έχουν την πηγή τους στο κοινωνικό αδιέξοδο της αστικής τάξης, που είναι δήθεν εκπρόσωπός της. [...] [Ό τι] Αυτοί που συνειδητοποιούν διανοητικά και ψυχολογικά [...] την καθολική αποσύνθεση και την εκφράζουν καλλιτεχνικά δεν είναι κα­ θόλου εκπρόσωποι της κυρίαρχης τάξης. [...] Συνεπώς, η ψυχική και πνευματική απομόνω­ ση του ατόμου, ο "ερμητισμός” , Τα "τείχη” , η Άρνηση, ο πεσσιμισμός, δεν είναι πάντα και αναγκαία πνευματικές μορφές αντίδρασης»,15 όπως δεν είναι, εξάλλου, για τους ίδιους λό­ γους, αντιδραστική η ποίηση της ήττας, αυτή που πήρε τη θέση της αντιστασιακής ποίησης, σαν «φυσιολογικό συνακόλουθο μιας ανώμα­ λης δεκαπενταετίας», εκφράζοντας την «ψυχο­ λογία των οπαδών του προοδευτικού κινήμα­ τος».16 Η «αποκατάσταση», λοιπόν, των σχέσεων των πρώτων μεταπολεμικών ποιητών με την καβα­ φική ποίηση έγινε σταδιακά- ήταν το επακό­ λουθο των επίσης σταδιακών ιδεολογικών και αισθητικών αναθεωρήσεων και μετακινήσεων στο χώρο της Αριστερός. Δεν αρκούσε, λ.χ., η προϋπάρχουσα διάγνωση ότι ο Καβάφης διακατεχόταν από έναν σκεπτικισμό στο βάθος οξύτατα κοινωνικό.17 Υπήρχάν. ακόμα αρκετά προσκόμματα, πολιτικής, κυρίως, προέλευσης και υφής, που ανέστελλαν την πλήρη ή τη με­ ρική, έστω, παραδοχή αυτής της διάγνωσης. Η καβαφική γλώσσα επίσης, μολονότι επανειλημ­ μένα είχε διατυπωθεί ότι ήταν το φυσικό προϊόν του παροικιακού περιβάλλοντος του Καβάφη, «η δημοτική του εαυτού του»,18 συ­

νεπώς σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να ληφθεί ως ένδειξη συντηρητισμού, εντούτοις, για τους πρώτους μεταπολεμικούς ποιητές, με τις συγκεκριμένες ιδεολογικές καταβολές τους, τα πράγματα είχαν διαφορετικά. Υπήρχε ακό­ μα, ενδόμυχα έστω, η πεποίθηση ότι ο αμιγής δημοτικισμός και ο προοδευτισμός είναι δυο έννοιες όχι απλώς αλληλένδετες αλλά ταυτόση­ μες- η καθαρεύουσα, λοιπόν, και το οποιοδήποτε λόγιο στοιχείο, δικαιωμένο ή όχι από τις συνθήκες που το προκάλεσαν αδιάφορο, ήταν ένα πρόσθετο σύνδρομο, σαφώς αντιδραστικό, που κατά την περίοδο της αντιστασιακής ποί­ ησης απωθούσε τους μεταπολεμικούς ποιητές από την ποίηση του Καβάφη. Έπρεπε να προηγηθεί η κρίση του αντιστα­ σιακού πνεύματος και ν ’ αρχίσει η βασανιστι­ κή πορεία προς την αποδοχή της ήττας και της όποιας ενοχής, για να δημιουργηθούν οι δυνα­ τότητες μιας επανεξέτασης της ποίησης του Καβάφη και ν’ αρχίσει η διαδικασία της ιδεο­ λογικής αποκατάστασής του, που, ας σημειω­ θεί, ολοκληρώθηκε από έναν πεζογράφο της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: τον Στρατή Τσίρκα. Αυτός είναι που με τα βιβλία του Ο Καβάφης και η εποχή του και Ο πολιτικός Καβάφης (1958) παρουσιάζει τον ποιητή α­ παλλαγμένο από τα κάθε λογής ιδεαλιστικά ψιμύθια. ' Ετσι, για πρώτη φορά: Δίνεται έμφαση στις κοινωνικές διαστάσεις της καβαφικής ποίησης, κάποτε μάλιστα με τό­ σο ζήλο που αγγίζονται τα'όρια της υπερβολής. Το σαφώς αντιηρωικό πνεύμα που τη διέπει (την καβαφική ποίηση) είναι ένα στοιχείο που βρίσκει ιδιαίτερη απήχηση στους μεταπολεμι­ κούς ποιητές, καθώς εντοπίζουν σ ’ αυτό ση­ μεία αναφοράς και παραλληλισμών προσωπι­ κών τους βιωμάτων και αντιλαμβάνονται, ολοέ­ να και περισσότερο, ότι η ποίηση αυτή διατρέχεται, στο μεγαλύτερο μέρος της, από έναν αυστηρό κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς κά­ θε άλλο παρά παρακμιακής.19 Συνειδητοποιούν (οι μεταπολεμικοί ποιητές) ότι οι επιλεγμένες από τον Καβάφη ιστορικές στιγμές είναι μεταιχμιακές, στιγμές που φέρ­ νουν μέσα τους ακόμα τον αναβρασμό σημαν­ τικών αλλαγών, σημαδεμένες θα έλεγε κανείς «από το διχασμό τους, το μοίρασμά τους», όπου ένας «κόσμος [...] πάει να γίνει παρελ­ θόν...»20 κι όπου «εκείνο που αλλάζει, καθώς αλλάζουν οι καιροί, είναι η σχέση του ανθρώ­ που προς τον εαυτό του, προς τον πλαϊνό του, προς το Θεό- πράγματα αλληλένδετα».21 Οι αν­ τιστοιχίες -τηρουμένων κάποιων αναλογιώνανάμεσα στις ιστορικές στιγμές που επιλέγει ο Καβάφης και τις πρόσφατα βιωμένες από τους


128/αφιερωμα

μεταπολεμικούς ποιητές στιγμές είναι ευδιά­ κριτες, καθώς και σ’ αυτούς έχει δημιουργηθεί ένα βαθύτατο ρήγμα στις σχέσεις τούς προς τον εαυτό τους, προς τον πλαϊνό τους (σύν­ τροφο) και προς τον Θεό (ιδεολογία, κόμμα). Η «ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρ­ μογών» που ο Καβάφης, αποδεχόμενος ορι­ στικά την πτώση, την παρακμή και παραιτημέ­ νος τελεσίδικα από οποιαδήποτε μεγάλη φυλε­ τική ιδέα, αποδίδει στους Έλληνες, από γνωσιολογικό στοιχείο μετατρέπεται σε βιωμένο σύμπτωμα -αναλογικά βέβαια- για τον προδο­ μένο και με κλονισμένη την πίστη του μεταπο­ λεμικό άνθρωπο. Η πολυσυζητημένη καβαφική ιστορική αί­ σθηση, μέσα από την οποία το ποίημα παρέχει στον αναγνώστη δραματική θέα του παρόντος, βρίσκεται εν εξελίξει και στους μεταπολεμι­ κούς ποιητές· καλλιεργείται προσαρμοσμένη όμως στα δικά τους δεδομένα: το παρελθόν γι’ αυτούς δεν είναι αυτούσια, αντικειμενικά ιστο­ ρικό που υποκειμενοποιείται στην ποιητική του εκφορά και ανάπλαση. Αντίθετα είναι ένα παρελθόν πολύ κοντινό και απολύτως προσω­ πικό, που τείνει να αντικειμενοποιηθεί- να αποκτήσει τη βαρύτητα της ιστορίας. Η σχέση του Καβάφη με τα περασμένα, η δι­ αρκής, σχεδόν, τοποθέτηση της οπτικής του γωνίας προς αυτά, γίνεται πλέον κατανοητό ότι δεν αποτελεί σημάδι καμιάς απολύτως ψευδαι­ σθητικής τάσης ή αντιδραστικής συμπεριφοράς του ποιητή. Και δημιουργεί -αυτή ακριβώς η σχέση- μια επιπλέον δίοδο προς την ποίησή του για τους πρώτους μεταπολεμικούς ποιη­

τές. Είναι, άλλωστε, η περίοδος που κι αυτοί, καταρρακωμένοι από την κρίση του αντιστασι­ ακού τους ιδεώδους, ανατρέχουν στην «πρω­ ταρχική πηγή και αφετηρία της πίστης» τους, «ξανακάνουν προς τα πίσω όλη τη διανυσμένη ώς τώρα ψυχική τους πείρα, πατώντας πάνω στα ίχνη των πράξεών τους και σκοντάφτοντας συνεχώς στα φάσματα των παλιών τους συγκι­ νήσεων», ανατρέποντας το νόημα των όσων συντελέστηκαν. «Η διαπάλη της αναθεώρησης της μνήμης καθορίζει την υφή του λόγου στην ποίηση της ήττας, που είναι λόγος δύσκολος και βασανισμένος.»22 (Ωστόσο, αν ο Καβάφης προστρέχει συνεχώς στην ιστορία, ψάχνοντας να βρει και ν ’ ανασύ­ ρει από το βάθος της πρόσωπα οικεία στον ψυχισμό του και πρόσφορα για ποιητική ανά­ πλαση· αν, με άλλα λόγια, επιδιώκει να δώσει υπόσταση ιστορική-κοινωνική στο πρόσωπό του, προκειμένου να το εντάξει στην ιστορία και, διαμέσου της ιστορίας, στο σήμερα, η αν­ τίστοιχη διαδικασία στους μεταπολεμικούς ποι­ ητές είναι αντίστροφη: Ό ,τι κυρίως επιδιώ­ κουν αυτοί είναι ν ’ απεκδυθούν το ιστορικό τους -το συγκεκριμένα, θα έλεγα, ιστορικό τους- πρόσωπο και το συνακόλουθο ιστορικό τους ρόλο· ν ’ αποβάλουν την ένοχη ιστορική τους ιδιότητα και να επανατοποθετηθούν στην ιστορία υπό μία νέα ιδιότητα· αυτήν του προ­ δομένου και γι’ αυτό ηττημένου.) Ο Καβάφης οδεύει, περνιόντας μέσ’ από μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, την ελληνιστι­ κή, προς την ιστορία του ανθρώπου. Οι μετα­ πολεμικοί ποιητές φαίνονται να θέλουν ν ’ αναχωρήσουν από μια επίσης συγκεκριμένη ιστορική περίοδο: την εμφυλιακή, προκειμένου να μπορέσουν να υπάρξουν σαν άτομα πρώτα -δικαίωμα που τους αμφισβητήθηκε. Ο ρεαλισμός, η αμεσότητα με την οποία ο Καβάφης αναφέρεται στα «ανεπανόρθωτα», στη «μεταμέλεια απέναντι στα σφάλματα της καθημερινής ζωής»,21 είναι ένα ακόμα στοιχείο που ελκύει τους μεταπολεμικούς ποιητές. Απ’ τη στιγμή που νιώθουν προδομένοι, ταυτόχρο­ να σχεδόν με το πέρασμά τους από το κλίμα της αντίστασης σ’ αυτό της ήττας, επιθυμούν να εκφράσουν απερίφραστα την πικρία, το χλευασμό τους και, το σπουδαιότερο, να σαρ­ κάσουν ό,τι άλλοτε πίστεψαν ακράδαντα και τους εαυτούς τους. Σ ’ αυτή τους την πρόθεση, για πρώτη φορά ίσως, επιδιώκουν, μερικά έστω, να χρησιμοποιήσουν μιαν έκφραση εκλογικευμένη, να μιλήσουν σε μια γλώσσα ρεα­ λιστική και συμβατικά σημασιοδοτημένη, ώστε να περικλείει δυνατότητες για αμεσότερη, ευ­ κολότερη κατανόηση και, κατ’ επέκταση, επι­


αφιερωμα/129 κοινωνία: ενδόμυχη ή εξωτερικευμένη αναγ­ καιότητα των ποιητών που θέλουν να εξομο­ λογηθούν την ατομική και κοινωνική τους ενο­ χή και τύψη. Των ποιητών που θέλουν να γράψουν ποίηση κοινωνική. Το λόγιο στοιχείο που υπάρχει σε αφθονία στην ποίηση του Καβάφη παύει να θεωρείται ένδειξη συντήρησης. Γίνεται αντιληπτό ότι δεν πρόκειται για ένα στοιχείο στερούμενο ζωής, νεκρό, αλλά ότι αποτελεί, κατά ένα σημαντικό ποσοστό, μια φυσική συνέπεια -απάντηση στην ώς τότε ποίηση, της παράδοσης, που μο­ ναδική της μέριμνα φαινόταν να έχει τη γλώσ­ σα: δημοτική ή καθαρεύουσα. Ό τι η ποίηση του Καβάφη έδινε υπόσταση στο ασυνειδητοποίητο από τους συγκαιρινούς του ποιητές ποιητικό αδιέξοδο, σαρκάζοντας παράλληλα και το κοινωνικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει η παρακμασμένη αστική τάξη του παροικιακού ελληνισμού της Αλεξάνδρειας, στα πλαίσια της οποίας ο ποιητής ποτέ δεν εντά­ χθηκε.24 Γίνεται αντιληπτό, επίσης, ότι το λόγιο στοιχείο στην καβαφική ποίηση όχι μόνο δεν ήταν νεκρό αλλά εγκυμονούσε, κάπου στο βά­ θος, την ανησυχία του μοντέρνου,25 όπως αυτό εκδηλώθηκε λίγα χρόνια αργότερα στην ποίηση της γενιάς του ’30. ' Ετσι, το λεκτικό του Κα­ βάφη, το ίδιο αυτό που μια εποχή υπήρξε στό­ χος παρωδιών, έρχεται η στιγμή που γίνεται το «σύνθημα ανέσεως και, από άλλην άποψη, δι­ αμαρτυρίας».26 Και η καθαρεύουσα, μπορεί να πει κανείς, διαδραματίζει στην ποίηση του Κα­ βάφη τον ίδιο ρόλο που διαδραματίζει και στην ποίηση των πρώτων μεταπολεμικών ποιητών, «υποβοηθώντας την αφοριστική συνόψιση κι εκφράζοντας τη ζητούμενη ακρίβεια και διαΣημειώσεις:----------------------------------------------1. Πάνος Θασίτης, 7 Δοκίμια για την ποίηση, Κέδρος 1979, σ. 99. 2. Ορέστης Διγενής (ψενό. Γιώργου Θεοτοκά), Ελεύθερο πνεύμα, Αδήνα 1929, σ. 107. 3. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Ίκαρος 1974, Γ ' έκδοση, τ. Λ σ. 433. 4. Γιώργος Σεφέρης, 6η. ηαρ., σ. 224. 5. Πάνος Θασίτης, όπ. ηαρ., σ. 101. 6. Ορέστης Διγενής, όη. ηαρ., σ. 109. 7. Μ. X. Γεωργίου, Ο Καβάφης και η άρνηση, σταθμοί της αντικαβαφικής κριτικής, Επιθεώρηση Τέχνης, αριδ. τευχ. 108, Δεκ. 1963, σ. 663. 8. Τέλλος Άγρας, Κριτικά, τ. A ', Ερμής 1980 (φιλολ. επιμέλεια Κώστας Στεργιόηουλος), σ. 110. 9. Γιώργος Σεφέρης, όη. ηαρ., α. 431. 10. Τάσος Λειβαδίτης, Η ποίηση της ήττας, Ένα θέμα για διερεύνηση, Επιθεώρηση Τέχνης αριδ. τευχ. 141, Σεπτ. 1966, α. 132. 11. Τάσος Λειβαδίτης, όη. ηαρ., σ. 133. 12. Βύρων Λεοντάρης, Η ποίηση της ήττας, Επιθεώρηση Τέχνης, αριδ. τευχ. 106, Οκτ. 1963, σ. 520-524.

νοητικότητα και [...] πολλές φορές τονίζοντας τις σατιρικές προθέσεις...».27 Ό λα όσα συνοπτικά, ενδεικτικά σχεδόν ση­ μειώθηκαν για τη διαμόρφωση και νομιμοποί­ ηση των σχέσεων ανάμεσα στους πρώτους με­ ταπολεμικούς ποιητές και τον Καβάφη, έχω τη γνώμη ότι προκαλούν στη διατύπωση ενός συλλογισμού που θα μπορούσε να κριθεί ως ρηξικέλευθος. Πιστεύω, με άλλα λόγια, ότι τα δύο αυτά σκέλη, Καβάφης-πρώτοι μεταπολε­ μικοί ποιητές, εκπροσωπούν δύο διαφορετι­ κούς φυλετισμούς που κάποια στιγμή συμπλέ­ κονται, χωρίς όμως να χάνουν την αυτοτέλειά τους, το ενιαίο του χαρακτήρα τους. Του Καβά­ φη ο φυλετισμός είναι παροικιακός. Των άλλων ο φυλετισμός είναι ιδεολογικός. Και ίσως θα άξιζε τον κόπο να εξεταστεί με προσοχή αν η συμπλοκή δύο φυλετισμών εντελώς διαφορετι­ κών, στην προέλευση και το περιεχόμενό τους, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία της, διαπι­ στωμένης ήδη, άλλοτε μακρινής και άλλοτε κοντινής συγγένειας του παροικιακού λόγου του Καβάφη με τον εδώδιμο λόγο των πρώτων μεταπολεμικών ποιητών. Μήπως, δηλ., ανάμε­ σα στα όσα στοιχεία στοιχειοθετούν τον ένα και τον άλλο φυλετισμό υπάρχουν μερικά συ­ στατικά κοινά, που κάποια στιγμή, αμφίδρομα λειτουργώντας, δημιουργούν τις απαραίτητες προσβάσεις. Γιατί, στο κάτω της γραφής, ο Καβάφης δεν ήταν για τη μίζερη ελλαδική πραγματικότητα το ίδιο ξένος όσο οι πρώτοι μεταπολεμικοί ποιητές μέσα στην κοινωνία που διαμορφώθηκε με την οριστική πτώση των οραμάτων που τους έσπρωξαν στον αγώνα;

13. Βύρων Λεοντάρης, όη. ηαρ. 14. Μανόλης Λαμπρίδης,II gran rifiuto, 'Ερασμος 1979, σ. 64-65. 15. Μανόλης Λαμηρίδης, όη. ηαρ., σ. 60. 16. Τάσος Λειβαδίτης, όη. ηαρ., σ. 134. 17. Γιώργος Βριοιμιτζάκης, Το έργο του Κ. Π. Καβάφη, Β ' έκδοση, 1923. 18. Γιώργος Σεφέρης, όη. ηαρ., α. 431. 19. Σόνια Ιλίνακαγια, Κ. Π. Καβάφης (Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση τού 20ού αιώνα), Κέδρος 1983, σ. 296. 20. Σόνια Ιλίνακαγια, όη. ηαρ., α. 261. 21. Γιώργος Σεφέρης, όπ. ηαρ., σ. 399. 22. Βύρων Λεοντάρης, όη. ηαρ., σ. 521. 23. Τέλλος Άγρας, όη. ηαρ., α. 101. 24. Βλ. και Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μελέτες Γαλαξίας 1967, σ. 101. 25. Κώστας Στεργιόηουλος, Ο Καβάφης πρόδρομος της «Νέας Ποίησης», Νέα Εστία, αριδ. τευχ. 872, 1 Νοεμβρ. 1963, α. 1622. 26. Τέλλος Άγρας, όη. ηαρ., α. 102. 27. Σόνια Ιλίνακαγια, όη. ηαρ., α. 124.


130/αφιερωμα

Αλεξ. Ζήρας

Οι διαχρονικές ετυμηγορίες του Κ. Π. Κ αβάφη Ο Καβάφης, αισδησιακός ή πολιτικός; Ίσως δά ’πρεπε να το πούμε από την αρχή: η κάδε γενιά των ελλήνων ποιητών είχε και μια διαφορετική στά­ ση απέναντι στο έργο του. Η άρνηση και η διατακτική παραδοχή του από τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων, η πουριτανική αντιμετώπισή του -το ήδος ή η ηδική;- από την προπολεμική (και μόνο;) αριστερά, η εμμονή στην ηδονική ή στην πολιτική μορφή του από τις δυο πρώτες μεταπολεμικές γε­ νιές, η γοητεία της γλώσσας του από τους νεότερους ποιητές. Τα μεγάλα έργα τέχνης γ ι’ αυτό είναι μεγάλα: γιατί διατηρούν ένα διάλογο με τις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού, ανεξάρτητα από εποχές. Ποια είναι η συμβολή του καβαφικού λόγου στη διαμόρφωση της ποίησης των τριών τελευ­ ταίων δεκαετιών; Ας αντιστρέφουμε καλύτερα το ερώτημα: πώς δέχτηκαν οι δυο τελευταίες χρονολογικά γενιές τη συνδρομή της καβαφι­ κής ποίησης; Θά ’ταν μάλλον κοινότοπο αν λέ­ γαμε ότι, θεωρώντας την κρίση της πρώτης με­ ταπολεμικής γενιάς για τον Καβάφη ως δίβου­ λη, εκείνοι που τον αποδέχτηκαν από την αρ­ χή χωρίς δισταγμούς -αν και για διαφορε­ τικούς ίσως λόγους- είναι οι ποιητές που εμ­ φανίστηκαν από το 1955 και αργότερα. Ποια λοιπόν στοιχεία της καβαφικής ποίησης έρχον­ ται, τόσο καθυστερημένα, να συνδιαλλαγούν με βιώματα, ποιητικά ύφη και συνειδήσεις, που αρχίζουν να ωριμάζουν τουλάχιστον είκοσι χρόνια μετά από το θάνατο του Αλεξανδρινού; Πέρα από τον εντοπισμό στο όψιμο έργο του Καβάφη μιας ηθικής στάσης, όπου σαρκάζεται η πολιτική έκπτωση και αποκαλύπτεται η φε­ νάκη των ιδεολογιών (και εδώ θα πρέπει να μνημονευτεί η προδρομική στα μεταπολεμικά χρόνια περίπτωση του Κατά Σαόόουκαίων του Μιχ. Κατσαρού), είναι, νομίζω, και η πρό­ θεσή του να κυριολεκτήσει. Η κυριολεξία, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μεταπολεμι­

κής μας ποίησης. Ίσως θα φαινόταν περίεργο από μια πρώτη ματιά, αλλά ο ερωτισμός, λ.χ., του Καβάφη λειτουργεί με τις ίδιες περίπου αναλογίες σε ποιήματα του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, όπως στο «Μέσ’ στο δωμάτιο», ή του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπως στο «Ξεγύ­ μνωμα», ή, τέλος, σε ποιήματα του Γιώργου Χρονά, όπως στο «Νύχτα θα επιστρέφουμε». Είναι ένας ερωτισμός που θα ριψοκινδύνευα να τον πω μάλλον ψυχικής αναπόλησης παρά σωματικής μέθεξης. Είναι η απώλεια και όχί η πληρότητα αυτή που εφοδιάζει την ποιητική αίσθηση. Η κυριολεξία, σ' όλες αυτές τις πε­ ριπτώσεις, είναι συνέπεια της απόστασης, της αποστασιοποίησης του ποιητή από αυτό που συντελέστηκε -δεν έχει σημασία αν το συμβάν είναι πραγματικό ή φανταστικό. Το παρελθόν ή και η επίκληση του μέλλοντος δεν χρησιμεύ­ ουν ως χρονικές στιγμές άμεσης έμπνευσης και αν μπορούν και συγκινούν αυτό συμβαίνει για­ τί η μνήμη έχει ενεργοποιήσει την αίσθηση της απώλειας και της έχει δώσει μια διαχρονικότητα. Ουσιαστικά ο ποιητής, ως δρων πρόσωπο, έχει εγκαταλείψει / ο προσκήνιο και έχει απο­ συρθεί στον αθέατο, όχι όμως και δευτερεύοντα, ρόλο του υποβολέα.


αφιερωμα/131 Αυτή η απουσία συναισθηματικής μέθεξης έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο για το καβα­ φικό έργο αλλά και για πολλούς από τους νεό­ τερους μεταπολεμικούς ποιητές. Η σύζευξη της δημοτικής καθομιλούμενης με λόγιες φρά­ σεις και λόγιες συντακτικές δομές -αν και εδώ, σ ’ ό,τι αφορά τη μεταπολεμική ποίηση, θα πρέ­ πει να δούμε τη χρήση της καθαρεύουσας από τον Εμπειρικό και τον Εγγονόπουλο- και με την εναλλαγή της πεζολογίας, συντελούν σε μια μείωση της θερμοκρασίας της ποιητικής συγκί­ νησης. Σαν αποτέλεσμα, η δραματική αίσθηση που έχει ο ποιητής για τον κόσμο δεν εκφρά­ ζεται συναισθηματικά τονισμένη ή ρηματική (ας παραβάλουμε τις πρώτες συλλογές του Δ. Χριστοδούλου, του Τ. Πατρικίου ή του Μ. Αναγνωστάκη με τις αντίστοιχες συλλογές του Δ. Καλοκύρη, της Ρ. Γαλανάκη, του Θ. Τζούλη ή του Γ. Κακουλίδη) αλλά εκφράζεται με τη διαμεσολάβηση ή τον έλεγχο μιας πιο σκεπτικιστικής ματιάς, πιο ψύχραιμης και γι’ αυτό, δυνάμει, πιο ειρωνικής. Η αναδίπλωση αυτή προς ένα αισθητισμό της γλώσσας της νεότε­ ρης ποίησης, φαινόμενο που εντείνεται στο βαθμό που απομακρυνόμαστε από τη δεκαε­ τία 1945-1955 και τις βαθιές πολιτικές ουλές της, είναι παράλληλη με την προοδευτική ύφε­ ση του άμεσα εκφρασμένου ηρωικού συναισθή­ ματος και -αν μετατοπιστούμε σε κοινωνικές παραμέτρους- με την κυριαρχία ενός τρόπου ζωής όλο και πιο απρόσωπου. Γιατί η οικείωση του καβαφικού διδάγματος (που σχολιάσαμε

μόλις κυκλοφόρησαν

1) Μπορούμε να ελπίζουμε; • • • • •

Λευτέρη Ελευθερίου δρχ. 350 Ανάλυση των σύγχρονων κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων. Μερικά περιεχόμενα: Ν' αλλάξουμε ζωή. Το Εγώ και ο Αλλος στις ανθρώπινες και διαπροσω­ πικές σχέσεις. Ευρωκομμουνισμάς και ελληνικός δρόμος πρός το σοσιαλισμό. Επαναστατικό κόμμα με ανθρώπινο πρόσωπο. Πού πηγαίνει η Ευρώπη; Η αντίληψη του Μάρξ για την αδιάκοπη καθολική κοινωνική επανάσταση.

2. ΡΕΡ-ΙΝΤΑ και το μικρούτσικο

Χρωματιστό γιά παιδιά 7-13 χρονών δρχ. 450 Για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.

Λύνει τη γλώοσα των γονιών οτις ερωτήσεις των παιδιών. εκδόσεις

mηράκλειος ε,π,ε.

Μαυρόκορδατου 7 Αθήνα 142 τηλ. 3627301-3627711___________

πιο πάνω) από τους αισθησιακούς ποιητές δεν περιορίζεται μόνο σ ’ αυτούς. Εξυπηρετεί και όσους ποιητές διαβλέπουν, μέσα από την ατο­ μική, την κοινωνική μοίρα. Η μικρογραφία και η μεγέθυνσή της. Δεν είναι δύσκολο να καταλά­ βουμε τους λόγους για τους οποίους ο Καβάφης προσφεύγει στη δραματοποίηση ιστορικών περιστατικών. Από εκεί μπορεί και δανείζεται μάσκες, περσόνες, σύμβολα που του επιτρέ­ πουν να διατηρεί μεν το ρόλο του αθέατου αφηγητή, αλλά και του επιτρέπουν, συνάμα με την κατάδειξη της μοίρας των εφήβων, να ετυμηγορεί σαν ακούραστη Κασσάνδρα για τη μοίρα των σάπιων πολιτικών καθεστώτων: για τον αμοραλισμό τους, την υποκρισία, τη δουλικότητα. Ίσως δεν είναι τυχαίο που μερικές από τις πιο γόνιμες μιμήσεις ή επιδράσεις της καβαφι­ κής μεθόδου τις συναντούμε στη σύγχρονη κυπριακή ποίηση, με κείνη την ιδιάζουσα πο­ λιτική βαρύτητα που αναγκαστικά μας χρεώνει η ιστορία του νησιού. Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονήσουμε τα κοινά κρατούμενα: τη γειτνίαση της Κύπρου με την Αίγυπτό και τον παλαιότερο ελληνιστικό κόσμο, όπως και τη μάλ­ λον κοινή βίωση μιας πολιτιστικής ταυτότητας: αυτής του ελληνισμού της περιφέρειας. Με μια πρόχειρη ματιά εντόπισα δυο τέτοιες περιπτώ­ σεις, όπου η καβαφική επιγραμματικότητα και η κυριολεξία μας βοηθά να γίνουμε, μέσα από την ιστορία πάντοτε, κριτές των πεπρωμένων

Ο Π Ο Λ ΙΤΗ Σ Σεπτέμβριος 1983 - τεύχος 62 Δαμιανού Παπαδημητρόπουλου, Συμφωνία τής σιωπής. Λεω­ νίδα Λουλούδη, “Αριστερή “Εθνική καί “Ηθική Διαπαιδαγώγηση. Παντελή Μποοκάλα, Πού “σαι Γιώργο θαλάσση. Αιμίλιου Πο’ Τη, Oi Tangerine Dream στόν Λυκαβηττό. -Αγγέλου “Ελεφάν, «Νέα» συνθήματα καί παλαιό αδιέξοδα. Μιχάλη Παπαγιανκη. Σχόλια σέ ένα σχόλιο τοϋ «Σχολιαστή». Γιώργου Καρρά, ριασότερη «έσωκομματική» Δημοκρατία. Ο Κοσμά Ψυχοτταίj, “Υπεράσπιση του “Ορθολογισμού. Δημήτρη Κυρτάτα, “Ορ­ θοδοξία, Ιστορική καί θεολογική προσέγγιση. □ Χρήστου Χατζηΐωοήφ, “Εμπορικές παροικίες καί “Ανεξάρτητη “Ελλάδα. Εύαγγελής Α. Ντάτση, Ή συμβολή τοϋ Β. Πρόπ στή μελέτη τής μορφολογίας τοϋ παραμυθιού. Παντελή Μπουκάλα, Λαθροχειριών τό ανάγνωσμα. ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ — ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ: Μιχάλη Έφταγωνίτη, Λυρική ποίηση. Yves Bonnefoy, “Αφιέρωση. Ρόμπερτ Μπράουνιν, Ό Επίσκοπος. □ Γιώργου Σαραντόγλου, Ό υπερρεαλι­ στής Λακάν — ό ψυχαναλυτής Νταλί. Edmund Keeley, Καβάφης — Μπράουνιν. □ Γιάννη Δάλλα, Ό Καβάφης καί οι νεότεροι. Ά. Μπελεζίνη, «νά σβυσθοϋν». Μιχάλη Πιερή, Καβάφης καί Ιστορία. Δημήτρη Τζιόβα, Ή έννοια τοϋ άναγνώστη στή θεωρία τής λογοτεχνίας


132/αφιερωμα μιας κοινωνίας σύγχρονης αλλά και των υποψή­ φιων ηγετών της: ας ανατρέξουμε στο ποίημα «Εν Συβάρει 413 π.Χ.» του Ανδρέα Παστελλά (γεν. 1932), και στο «Cabaret-Theater» του Κυ­ ριάκου Χαραλαμπίδη (γεν. 1940). Η ιστορία έχει τη δύναμη να γοητεύει. Σί­ γουρα. Αυτή όμως που εξασκεί τη γοητεία της στους νεότερους ποιητές και στο νεότερο ανα­ γνωστικό κοινό είναι η αναβίωση ενός ιστορι­ κού η προσωπικού συμβάντος από τον Καβάφη, μέσα από ορισμένους γλωσσικούς τύπους, ορισμένη γλωσσική σύνταξη και σκηνοθεσία. Τι φανερώνει αυτός ο συνδυασμός μιας ιδιω­ ματικής λόγιας και μιας δημοτικής καθομιλούμενης; Γιατί η δραστικότητα του καβαφικού λό­ γου φτάνει μέχρι του σημείου να μιμούνται ή να δέχονται αυτή τη σύζευξη οι νεότεροι ποιη­ τές -και μάλιστα σε εποχές όπου η καθαρεύ­ ουσα αντιμετωπίζεται σαν κακός δαίμονας του παρελθόντος; Μήπως η χρήση του λόγιου ιδι­ ωματισμού θεωρείται απαραίτητη για τη λει­ τουργία της απόσπασης του ποιητή από την, φανταστική ή όχι, ανάπλαση του αισθησιακού ή του ιστορικού περιστατικού; Μήπως ακριβώς αυτή η λόγια εκφορά, κοιταγμένη από την πλευρά της ειρωνικής χρήσης της γλώσσας, συντελεί στην αύξηση της δραματικής αίσθη­ σης; Οι ποιητικές εικόνες του Καβάφη είναι κατά τούτο, νομίζω, γοητευτικές: μ’ αυτή τη γλωσσική τους σύνθεση, μ’ αυτή τη μνημική τους λειτουργία, καθιστούν το στοχαστικό ή το

σωματικό βίωμα διαχρονικό: γιατί είναι διαχρο­ νική η ουσία της κάθε δραματικής στιγμής. Δεν έχει σημασία αν στο έργο του Αλεξανδρι­ νού τα αισθησιακά και τα ιστορικά ποιήματα (προσωπικά δε θα τα ξεχώριζα τόσο εύκολα) έχουν τη θέση σπονδύλων σ' ένα «μύθο εν προόδω», όπου οι τύποι και οι τόποι της Αλε­ ξάνδρειας ή της Αντιόχειας αντιπροσωπεύουν, δυνάμει, τη μοίρα του ελληνισμού και του ελ­ ληνικού Καβάφη. Στους νεότερους μεταπολε­ μικούς ποιητές, στην Ελλάδα πάντα, η επιλογή κάποιου αρχαιοπρεπούς περιστατικού ή κά­ ποιου ιστορικού χαρακτήρα -κι εδώ είναι προ­ πάντων καθοριστική η επίδραση του Καβάφη - έχει την έννοια μιας αλληγορίας που παρα­ πέμπει κατευθείαν σε πρόσωπα και πράγματα της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας. Ας θυ­ μηθούμε το ποίημα «Δημάς» του Ντ. Χριστιανόπουλου, το «Συνάντησις σημαντική» του Στέ­ φανου Τασσόπουλου, το «Μαρτυρική κατάθε­ ση» του Γ. Παναγιώτου, το «Με αγάλματα...» του Μαν. Πρατικάκη. Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούμε να εν­ τοπίσουμε και τη φύση του ελληνικού χαρα­ κτήρα της σύγχρονης ποίησής μας. Παρ' όλες τις οικουμενικές αναγωγές της, παρά τα μο­ σχεύματα που δέχτηκε και δέχεται, η ταυτότη­ τά της εξακολουθεί να ορίζεται και να περιορί­ ζεται από τη μήτρα της γλώσσας, από την ιδι­ αίτερη αίσθηση του χώρου, του σώματος και της ιστορίας.

Καβαφικές αποτυπώσεις στη νεοελληνική ποίηση μετά το 1955 Ανδρέας Παστελλάς (1932) ΕΝ ΣΥΒΑΡΕΙ 413 π.Χ. Καλά την έχουμε, λοιπόν, εμείς οι Σνβαρείτες Εν μέρει Έ λληνες και ολίγον φοινικίζοντες Τα πράγματα τα βλέπομεν απλά και καθαρά ως είναι Χωρίς προεκτάσεις ρωμαντικάς επικινδύνους κοινώς «ρεαλιστικά», ως ισχυρίζονται για μας φίλοι μας άσπονδοι (με κακεντρέχειαν, ασφαλώς, αυτό να λέγεται).


αφιερωμα/133

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931) Μ ΕΣ' ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ Το σπίτι ήταν χαμηλό. Δεσμίδες από φως περνούσαν στο δωμάτιο και ματώναν με τις σταλαματιές του ήλιον, παραλύοντας καρδιά και δάχτυλα και σκέψη κι όλο μ ' έσερναν μέσα σε δρόμους έρημους, δέντρα κι αυλές. Το σπίτι ήταν δίπατο, με σκάλα στριφτή. Ψίθυροι κι ήλιος ζεστός μες στο απόγευμα αντιφέγγιζε σ ’ έπιπλα λιγοστά, αμίλητα, σχεδόν ξοδεμένα μες στη σιωπή και μες στη σκόνη. Κι ήμουν κι εγώ μες στο δωμάτιο, γιατί όλος ο κόσμος από χρόνια ήταν δωμάτιο ακίνητο, βαθύ. Κι είπα πως δεν μπορώ ν ’ αφήνομαι αδιάφορα στο ξόδεμα και στο χαμό. Κι είπε, σ ’ αυτό το σπίτι χρόνια ολόκληρα έχω εντός σου τελειωθεί, μ ’ έχεις πεθάνει και διάλεξες να μένεις γιατί ετοιμάζεσαι σε μένα σώμα και ψυχή να παραδώσεις. (Από το Ο θάνατος του Μύρωνα)

Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931) ΤΟ ΞΕΓΥΜΝΩΜΑ Χ υδαίος μεσολαβητής η νύχτα πάλι, με τα γλυκά δολώματα της κόλασης, μιαν αποτρόπαιη αγκαλιά θα σου προσφέρει, μιαν αγκαλιά που δε μιλάει, που δε γελάει, που δε γνωρίζει τις κινήσεις της αγάπης. Όμως, αν μες στο ρήμαγμα και μέσα στο σπαραγμό, γλυκό τραγούδι ακούσεις α π ’ τις ειρηνικές ανυποψίαστες αγροικίες νά ’ρχεται ατρικύμιστο, διόλου να μην ελπίσεις, κουρασμένη μου ψυχήγιατί ετούτο το ξεγύμνωμα που θέλεις, ετούτο το ξετύλιγμα της σάρκας από το λάσιο στήθος ώς τα πόδια, αυτή η ακέρια γύμνια που ονειρεύτηκες, ακέριου μόνο έρωτα δόσιμο είναι... (Από τα Ξένα γόνατα)


134/αφιερωμα

Στέφανος Τασσόπουλος (1939)

ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ Αφού και δέσιν έλαβε περίοπτον κείμενα υπό κριτικός ευνοϊκός εξέδωσε εις διαλέξεις και εσπερίδας διεκρίδη και στον πολιτικό περίγυρο ήρχισε να προβάλλει ήρδε επιζητώντας ο-ψίμως να μεταπείθει Ο άλλος αμίλητος άνευ χαιρετισμού ώχετο απιών Και οι δύο μόνοι καδήμενος ο ένας βαδίζων ο άλλος και η γη συνέχιζε την περιστροφή της στο χάος. (Από το Ημερολόγιο νυκτός)

Μανώλης Πρατικάκης (1943)

ΜΕ ΑΓΑΛΜΑΤΑ Ο Τύραννος των Αδηνών Πεισίστρατος την ωραία πόλη κάτω από τη σκοτεινή κρατά σκιά της δύναμής του με μύριες προσπαδώντας δόλιότητες τους ξάγρυπνους να ξεγελάσει Αδηναίους· με υποσχέσεις φρούδες με περίτεχνες παραπλανήσεις, με υποκατάστατα Εδνικών ονείρω ν με αρματοδρομίες και λοιπά δεάματα. Ωστόσο βέβαια έχει ισχυρούς προστάτες κι ακόμα κάτι σκοτεινούς εμπόρους φίλους. Χτίζει λοιπόν πανουργεί προεκτείνει. Η Α δήνα εύρωστη φαντάζει ακμαία. Μάλιστα τα χρόνια εκείνα «ο επ ί Κρόνου βίος» ονομάζονται, από την τόση ευημερία. Ωστόσο βέβαια αυτά τα Ωραία, τα έτσι εξ άλλου αποκτηδέντα, τα κερδισμένα μ ’ ένα τέτοιο τίμημα, διόλου δεν εμπόδισαν τους Αδηναίους ν ’ ακούσουν τη μοιραία εκείνη είδηση με χαρά υπέρτατη και να τιμήσουν με αγάλματα ευγνωμοσύνης τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. (Από την Ποίηση 1971-1974)


Κυριάκος Χαραλαμπίδης (1940) CABARET - THEATER

Τώρα ηον κατά κάποιο τρόπο ξύπνησα, είπε ο δύστυχος Ριμάκο, βαδίζοντας σαν κούρος, πρέπει να πάρω την αρχή δι ’ επαναστάσεως. Κ ανείς αυτό δε da το καταλάβει, αν γίνει με κρυφό κι έξυπνο τρόπο, αλλά ποια θά 'ναι τα επόμενό μου σχέδια σε μια -ο μη γένοιτο- περίπτωση ευτυχίας;

Γιώργος Παναγιώτου (1943)

ΜΑΡΤΥΡΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ

Ορκίζομαι να είπω την αλήθειαν δε γνώρισα ποτέ την Πρέβεζα περικαλή λιμένα επ ί του Αμβρακικού ταμπουρωμένη πίσω από νέφη κάργιες κι από την ηθική της εξηκονταρχίας -ίσως και οι «παγάν λαλέουσαν» λεηλατούντες να έχουν αφξηθεί κατά κοόρτεις(δυνατόν να φταίει ο γειτνιααμός: ακταιωρός Ακταίωνος Ά κτιον και του Σκορπιού οι διεβρύνσεις: όσιος ανόσιος Ωνάσης) χωρίς φόβον και πάθος μόνο στον ουρανίσκο μου στυφή έχει επικαθήαει η πυρασφάλεια της γέφσης του Μεσολογγιού δρόμοι ξεροί, παραστάδες γυμνοί, φρυκτωρία κι η μπάντα ασθμαίνουσα σ ’ αόρατες μπαγκέτες υπακούοντας να αποχαιρετά τον κάποιο Ορφέα ή τον κύριο Νομάρχη μικροαστική μικρόνοια ταπετσαρία γαλλικών -πιά νου- ψαλίδας.


136/αφιερωμα

Γιώργος Χρονάς (1947) (Από το Κεκραγάριον) ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ Ν ύχτα da επιστρέφουμε στα σώματά μας το ίδιο ανεπαρκείς όπως όταν είμαστε εντός των. Τότε σαν σκιές da διαφεύγουμε, τότε σαν από άλλες τύψεις κυνηγημένοι da πεdaίvoυμε. Μ άταιες οι ματιές που da μας περιμένουν. Μ άταια τα σώματα που da μας ζητούν. Εμείς δεν da είμαστε πια εμείς. Θα είναι άλλοι πίσω από εμάς. Μπροστά από εμάς. Τίποτα Στα λεωφορεία da μπαίνουμε. Θα κατεβαίνουμε στις aπoβάdρες, Δίχως επιθυμίες da πίνουμε. Δεν da βλέπουμε όνειρα. Δεν da βλέπουμε καράβια να περνούν στο βάθος των υαλοπινάκων. Τραίνα da μακραίνουμε τους τόπους. Το θάνατό μας δε da βλέπουμε.

(Από τις Λάμπες)

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης έχει καταξιωθεί και διεθνώς ως ο κορυφαίος ' Ελληνας ποιητής του εικοστού αιώνα. Με την ευκαιρία του εορτασμού του έτους Καβάφη (πενήντα χρόνια από τον θάνατό του), οι εκδόσεις μας κυκλοφορούν τα ποιήματα του σε βιβλίο σχήματος τσέπης για να τον κάνουν προσιτό στο ευρύτερο κοινό.

ΕΚΑΟΣΕΙΣ ΓΑΛΑΞΙΑ-ΕΡΜΕΙΑΣ, ΣΟΛΩΝΟΣ 68, ΤΗΛ. 3619.641-3641.121


αφιερωμα/137

Φίλιπ Σέρραντ

Ξ ανακοιτάζοντας τον Καβάφη Τώρα τελευταία όημοσιεύθηκε στην Αθήνα ένα βιβλίο με τίτλο Το πνεύμα και η τέχνη του Κ. Π. Καβάφη -The Mind and Art of C. P. Cavafy. Πρόκειται για μια συλλογή από τα καλύτερα δοκίμια που έχουν γραφτεί για τον Καβάφη στα τελευταία πενήντα χρόνια -το πρώτο μάλιστα γράφτηκε πριν από το θάνατό του από έναν άγγλο φίλο του, το συγγραφέα Ε. Μ. Forster. Κι όταν διάβασα αυτά τα δοκίμια παρατήρησα κάτι που μέχρι τώρα μου είχε ξεφύγει. Και διά­ βασα και άλλα κείμενα για τον Καβάφη -κείμενα, παραδείγματος χάριν, της Marguerite Yourcenar, του W. Η. Auden, του Νίκου Καζαντζάκη, του Lawrence Durrell. Και σ ’ αυτά τα κείμενα παρατήρησα το ίδιο φαινόμενο.

Παρατήρησα δηλαδή πως αυτοί που έγραψαν αυτά τα κείμενα και δοκίμια δεν κοιτάζουν μό­ νο την ποίηση του Καβάφη -τις πηγές της, τη γλώσσα της, τα θέματά της και άλλα τέτοιααλλά γράφουν και για τόν άνθρωπο τον ίδιο. Μας δίνουν, άμεσα ή έμμεσα, μια εικόνα του Καβάφη, ένα πορτρέτο. Κι αν κοιτάξουμε προ­ σεχτικά, θα δούμε πως αυτό το πορτρέτο στη­ ρίζεται πάνω σε μια προϋπόθεση, ότι οι ιδεολο­ γικές και ηθικές στάσεις των πρωταγωνιστών στα ποιήματα, και τα αισθήματά τους, αντι­ προσωπεύουν τις ιδεολογικές και ηθικές στά­ σεις, και τα αισθήματα, του Καβάφη του ίδιου, σαν να είναι ο Καβάφης ο ίδιος που μιλάει μέσα α π ’ αυτά τα διάφορα προσωπεία, σαν να είναι ο Καβάφης ο ίδιος ο γενικός ήρωας της ποίη­ σής του. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε μια εικόνα του Καβάφη που καθρεφτίζει τον αμοραλισμό, τον αισθητισμό, τον αγνωστικισμό, την απελπι­ σία, την απαισιοδοξία που γενικά χαρακτηρί­ ζουν τους πρωταγωνιστές του, σαν να είναι ο

Καβάφης ο ίδιος αμοραλιστής, αισθητής, αγνω­ στικιστής, απελπισμένος και απαισιόδοξος ή τουλάχιστον σαν να δίνει ο Καβάφης την ηθική του υποστήριξη σε μια τέτοια επιπόλαια κατα­ νόηση της ζωής. Θα σας δώσω μερικά παραδείγματα. Ένας από τους πρώτους που έγραψαν για τον Καβά­ φη ήταν, όπως έλεγα, ο φίλος του, ο άγγλος συγγραφέας Ε. Μ. Forster. Σ ’ ένα από τα δοκί­ μιά του ο Forster μιλάει για το «αμοραλιστικό πνεύμα» του Καβάφη. «Γενναιότης και δειλία», γράφει ο Forster, «έχουν το ίδιο ενδιαφέρον για το αμοραλιστικό πνεύμα του, γιατί βλέπει και τα δυο σαν ευκαιρίες για να απολαύσει μια αί­ σθηση». Και αλλού ο Forster τονίζει πως αυτό που ο Καβάφης εκτιμά «είναι η ικανότητα να αρπάξεις κάποια αίσθηση, να θριαμβεύσεις πά­ νω στη στιγμή, έστω κι άν θα επακολουθήσει κάποια τύψη». Και λέει ο Forster πως ο Καβά­ φης είναι «ένας ειδωλολατρικός Έλληνας». Εδώ, λοιπόν, από την αρχή ο άνθρωπος Καβά­ φης τοποθετείται μέσα στη fin de sifccle παρά-


138/αφιερωμα

Θωμάς Παπαδοπεράκης: Πορτρέτο Κ. Π. Καβάφη (1983)


αφιερωμα/139 δόση της αισθητικής και αγνωστικιστικής πα­ ρακμής, στην παράδοση του Walter Pater, του Gautier, του Oscar Wilde, του Baudelaire ^ και των άλλων. Κι εκεί λίγο πολύ τον τοποθετεί και ο Σεφέρης. Ο Σεφέρης, σε μια μελέτη που έγραψε για τον Καβάφη και τον Τ. S. Eliot, αναφέρει μια παρατήρηση που έκανε ο Remy de Gourmont για τον Flaubert: «Ο Flaubert ενσωμάτωνε όλη του την ευαισθησία στα έργα του... Έξω από τα βιβλία του, όπου μεταγγίζει σταλαματιά στα­ λαματιά τον εαυτό του, μέχρι τρυγός, ο Flaubert πολύ λίγο ενδιαφέρει». Και προσθέτει ο Σεφέ­ ρης: «Αυτή τη φράση πρέπει να την εφαρμό­ σουμε ολόκληρη στον Καβάφη, αν θέλουμε κα­ θόλου να τον καταλάβουμε. Στα εβδομήντα χρό­ νια της ζωής του δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να μεταμοσχεύει σταλαματιά σταλαματιά τον εαυτό του στα εκατόν πενήντα τέσσαρα ποιήματά του». Παρακάτω ο Σεφέρης λέει: «Υπάρχουν δυο τρόποι να εξετάζουμε την ατομική ζωή του καλλιτέχνη· ο ένας είναι ανεκδοτολογία, το αστικό μυθιστόρημα, ή το ιατρικό δελτίο· ο άλ­ λος είναι να παρακολουθεί κανείς, χωρίς υπε­ ροψία, πώς ενσωματώνει ο ποιητής τη φθαρτή ζωή του στο έργο». Και προσθέτει ο Σεφέρης πως ο ίδιος ακολουθεί το δεύτερο τρόπο. Πάλι, λοιπόν, όπως και με τον Forster, υποτί­ θεται πως η ποίηση του Καβάφη, ή οι στάσεις και διαθέσεις που'εκφράζονται μέσα στην ποί­ ηση, αντιπροσωπεύουν την ψυχολογία του Κα­ βάφη του ίδιου, πως, όπως γράφει ο Σεφέρης, «τα σύμβολα της " Έρημης Χώρας” του... τα φέρνει μέσα του- είναι αυτός ο ίδιος». Δηλαδή, διαβάζοντας αυτά τα σύμβολα, διαβάζουμε τον εσωτερικό κόσμο του Καβάφη. Και τι είναι, κατά τον Σεφέρη, τα χαρακτηρι­ στικά στοιχεία του εσωτερικού κόσμου του Καβάφη; «Από τα πρώτα ποιήματά του», γρά­ φει ο Σεφέρης, «το έργο του παρουσιάζει ένα δίχτυ από φενακισμούς, παγίδες, τεχνάσματα, φόβους, υποψίες, κακούς υπολογισμούς, λαθε­ μένες προσδοκίες, μάταιες προσπάθειες. Οι Θεοί εμπαίζουν, οι άνθρωποι εμπαίζουν και εί­ ναι παιχνίδια στα χέρια των Θεών, του καιρού και της τύχης». «Το μόνιμο ανθρώπινο στοιχείο που διατυπώνει ατέλειωτα ο Καβάφης... είναι η απάτη, είναι ο εμπαιγμός. Και το πανόραμα που μορφώνουν τα ποιήματά του είναι ένας κό­ σμος απατημένων και απατεώνων.» Κι από αυ­ τό τον κόσμο, από την «Έρημη Χώρα» του Καβάφη, «έξοδος δεν υπάρχει»: «Γιατί όταν φτάσουμε στην τελευταία ανάλυση της ποίησής του, δυο μόνο σύμβολα μας απομένουν ο νε­

κρός Άδωνις, που δεν ανασταίνεται -ο άγονος Άδωνις· Και ο γέρος, εξαντλημένος και άρρω­ στος Πρωτέας». Και καταλήγει ο Σεφέρης: «Στο βασίλειο του Αλεξανδρινού δεν υπάρχει "Αγνός Ιππότης” , το σύμβολο της μάχης του καλού και του πονηρού»· δεν υπάρχει «καμιά σωτήρια πίστη, μόνο η πίστη στην τέχνη· κι αυ­ τή σαν ένα ελιξίριο ναρκωτικό της γενικής πα­ ρασπονδίας». 0 Lawrence Durrell, στο Αλεξανδινό Κουαρ­ τέτο του, συνεχίζει αυτή τη γραμμή του Forster και του Σεφέρη. Στο Αλεξανδρινό Κουαρτέτο ο Καβάφης είναι το πρότυπο για «τον γέρο ποιητή της πόλης». Και με κάποιο τρόπο ταυτί­ ζεται με όλη αυτή τη θολή ατμόσφαιρα σεξουα­ λικότητας, προστυχιάς και αποτυχίας μέσα στην οποία τα πρόσωπα που Durrell ζουν και κινούνται. «Έχω έρθει εδώ», λέει ο αφηγητής στην Ιουστίνη, «για να ξαναχτίσω την πόλη τού­ τη [την Αλεξάνδρεια] μέσα στο μυαλό μου -τη μελαγχολική αυτή επαρχία που ο γέρος [δηλαδή ο Καβάφης] έβλεπε γεμάτη από " ερείπια μαύρά’ της ζωής του.» Οι λέξεις αυτές, «ερείπια μαύρα», είναι βέ­ βαια από το ποίημα του Καβάφη «Η Πόλις». Και πάλι υποτίθεται πως μέσα σ' αυτό το ποί­ ημα ο Καβάφης μιλάει για τον εαυτό του και πως τα «ερείπια μαύρα» είναι της δικής του ζωής. Ο Καζαντζάκης φέρνει όλη αυτή την ιστορία στο λογικό τέρμα της. Για τον Καζαντζάκη η φυσιογνωμία του Καβάφη «πότε όλο έκφραση μεφιστοφελική και ειρωνεία... Και κάποτε όλο φινέτσα, παρακμή και κούραση». Ο Καβάφης είναι μια «βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας πα­ ρακμής». Είναι «από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού...» Και «έχει όλα τα τυπικά χαρα­ κτηριστικά ένος εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής». Δεν θέλω να πω πως αυτό το πορτρέτο του Καβάφη που δημιουργήθηκε από τον Forster, τον Σεφέρη, τον Durrell, τον Καζαντζάκη, και από όλους σχεδόν όσους έχουν γράψει για τον Καβάφη -πορτρέτο που το κύριο χαρακτηρι­ στικό του συνοψίζεται με τη λέξη «παρακμή»δεν θέλω να πω πως αυτό το πορτρέτο είναι εν­ τελώς ψεύτικο. Αλλά νομίζω πως πρέπει να το κοιτάξουμε με κάποια υποψία. Μήπως κάνουμε ένα μεγάλο λάθος όταν δια­ βάζουμε τα ποιήματα του Καβάφη σαν να είναι με κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικά, σαν να εκ­ φράζουν τη δική του νοοτροπία και τα δικά του αισθήματα; Βέβαια, είναι σχεδόν αξίωμα στην εποχή μας πως ένα ποίημα πρέπει να εκφράζει την προσωπικότητα του ποιητή, αλλά δεν πρέ­


140/αφιερωμα πει να ξεχνούμε πως για κάθε μεγάλο καλλιτέ­ χνη -κι ο Καβάφης ήταν μεγάλος καλλιτέχνηςισχύει συνήθως σχεδόν το αντίθετο, ισχύουν μάλλον αυτά τα λόγια που ο Πολυλάς είπε για τον Σολωμό: «Το έργον του εις την Τέχνη... ήταν μια αυθόρμητη αδιάκοπη προσπάθεια να σβήνει την προσωπικότητά του μέσα εις την απόλυτη αλήθεια, ενεργώντας του Ηρακλείτου το αξίωμα:"Του λόγου δε εόντος ξυνού, ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν” » λόγια που θυμίζουν λίγο τα λόγια του Καβάφη του ίδιου: «Ο τεχνίτης... οφείλει να καταστρέ­ φει το άτομόν του χάριν του έργου του». Και δεν είναι άσχετο, πιστεύω, να θυμηθούμε ότι ο Καβάφης ο ίδιος κοροϊδεύει αυτούς που νομίζουν πως ένα ποίημα πρέπει να εκφράζει την ατομική ζωή του ποιητή, ή την ατομική του πείρα: «Ίσως ο Σαίξπηρ», γράφει ο Καβάφης, «να μην υπήρξε ποτέ στη ζωή του ζηλότυπος, άρα δεν θα ώφειλε να είχε γράψει τον Οθέλλο· ίσως να μην ήταν ποτέ σοβαρά μελαγχολικός, άρα δεν θα ώφειλε να είχε γράψει τον Ά μλετ φόνο ποτέ δεν έκαμε, άρα δεν θα ώφειλε να εί­ χε γράψει τον Μακβέθ!!» Εν πάση περιπτώσει, τώρα που ξανακοιτάζω τον Καβάφη, έχω την εντύπωση πως μια από τις προσπάθειες που μας περιμένουν, αν θέλουμε να τον καταλά­ βουμε και να καταλάβουμε την ποίησή του, εί­ Η οδός Lepsius στην Αλεξάντρεια (Φεβρουάριος 1961)

ναι να τον βγάλουμε από κει που τον έχουν το­ ποθετήσει ο Forster, ο Σεφέρης, ο Durrell, ο Καζαντζάκης και τόσοι άλλοι. Ούτε «αμοραλιστικό πνεύμα» είχε ούτε «ειδωλολατρικός 'Ελ­ ληνας» ήταν, όπως γράφει ο Forster· ούτε λείπει από το βασίλειό του ο «Αγνός Ιππότης», το σύμβολο της μάχης του καλού και του πονη­ ρού, ούτε ήταν η τέχνη του «ένα ελιξίριο ναρ­ κωτικό της γενικής παρασπονδίας», όπως γρά­ φει ο Σεφέρης- ούτε τα «ερείπια μαύρα» ήταν ερείπια από τη δική του ζωή όπως γράφει ο Durrell -τι ανάγκη είχε ο Καβάφης, που έλεγε πως η ποίησή του ήταν αποτέλεσμα μιας αρι­ στοκρατικής φυσικότητας και που κατάλαβε πως είχε αυτή η ποίηση μια αμετάβλητη αξία, τι ανάγκη είχε ο Καβάφης να μιλήσει για τα ερεί­ πια μαύρα της ζωής του; Ούτε ήταν μια «βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής», όπως τον ήθελε ο Καζαντζάκης. Το τι ήτανε, και πώς είδε την τέχνη του, και ποιες ήταν οι πραγματικές του αξίες, είναι άλλο θέμα, θέμα που μπορούμε να το αναλάβουμε μόνο όταν έχει πραγματοποιηθεί αυτό το πρώ­ το βήμα, η απελευθέρωσή του από την ιδέα πως ο ίδιος ταυτίζεται με αυτό τον ασφυκτικό κόσμο της απελπισίας, της απαισιοδοξίας, της απιστίας, της φθοράς και της φρίκης, που τον περιγράφει τόσο αυθεντικά στα ποιήματά του.


αφιερωμα/141

Δημήτρης Δασκαλόπουλος

Η Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη Προβλήματα και προβληματισμοί Η φετινή μείζων επέτειος των 50 χρόνων από το δάνατο και των 120 από τη γέννηση του Κ. Π. Καβάφη είναι ένα σημαντικό γεγονός για τη φιλολογική μας ζωή. Από μια σκοπιά αποτελεί ορόσημο: στο τέλος του 1983 αποδεσμεύονται τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο καβαφικό έργο, που δα ακολουδήσει πια την εκδοτική του μοίρα· μια μοίρα που ο δημιουργός του τη δέλησε και τη διατήρησε, όσο ζούσε, τόσο ιδιόρρυδμη. Τι δα συμβεί από το Γενάρη του 1984, δα το δείξει ο καιρός, αν και εύκολα κανείς το εικάζει. Για την ώρα, θα ήθελα να υποδείξω ότι, στη δι­ αδρομή μισού αιώνα που πέρασε από το θάνα­ το του ποιητή, εμπεριέχονται και κάποιες επέ­ τειοι μικρότερης σημασίας, όχι εντελώς αδιά­ φορες για την τύχη του καβαφικού έργου τουλάχιστο για όσους θέλγονται από χρονολογι­ κούς συσχετισμούς. Το 1982 συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τότε που ο Γ. Κ. Κατσίμπαλης παρουσίασε το σπερματικό αλλά επαρκές για την εποχή του «Σχεδίασμα καβαφικής βιβλιο­ γραφίας» (περ. «Ο Κύκλος», 1932). Εξάλλου φέ­ τος κλείνουν 40 χρόνια από τη δημοσίευση της θεμελιακής εργασίας του ίδιου, «Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη» (1943), που ολοκληρώθηκε το 1944 με την εμφάνιση ενός σύμμεικτου τεύχους («Βιβλιογραφικά συμπληρώματα I. Γρυπάρη Μ. Μητσάκη - Κ. Θεοτόκη - Κ. Καβάφη»). Η παρακολούθηση του καβαφικού έργου από τον Κατσίμπαλη δε σταματά εδώ. Το 1963, όταν γιορ­ τάζαμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, είχε αναγγελθεί η επανέκδοση της βι­ βλιογραφίας, που θα εκάλυπτε και το διάστημα 1944-1962. Για λόγους που δε μας είναι γνω­ στοί, η έκδοση εκείνη δεν πραγματοποιήθηκε,

παρά το γεγονός ότι το σχετικό υλικό ήταν συγκεντρωμένο και ταξινομημένο. Μεγάλο μέ­ ρος της εργασίας αυτής βρέθηκε δακτυλογρα­ φημένο στο αρχείο Κατσίμπαλη, με χαρακτηρι­ σμούς των τυπογραφικών στοιχείων και με την αρχή ενός προλόγου.1 Δεκαπέντε χρόνια αργό­ τερα (1978) το συγκεντρωμένο υλικό θα δει το φως της δημοσιότητας σε μια περίπου αφανή, πολυγραφημένη «έκδοση», που επιμελήθηκε ο Θ. Δ. Μπασογιάννης στη Θεσσαλονίκη, σε δύο τεύχη.2 Είναι φανερό ότι ο Καβάφης πρέπει να κατα­ ταχτεί στους ευνοημένους βιβλιογραφικά συγ­ γραφείς μας. Οι σκέψεις, επομένως, που διατυ­ πώνονται στη συνέχεια δεν αναφέρονται στις γνωστές δυσχέρειες, τις σύμφυτες με την εξαρ­ χής σύνταξη μιας βιβλιογραφίας. Τονίζουν απλώς κάποια ιδιαίτερα ζητήματα που σχετί­ ζονται με το ίδιο το έργο του Καβάφη, την επο­ χή του και το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε. Ζητήματα που προσλαμβάνουν καινούριες διαστάσεις με τη σημερινή παγκοσαιότητα του καβαφικού έργου.


142/αφιερωμα Το «Σχεδίασμα» του 1932 απαρτίζουν 120 πε­ ρίπου λήμματα, με αλφαβητική κατάταξη, που αντιστοιχούν αποκλειστικά σε άρθρα και μελέ­ τες για τον Καβάφη. ' Ετσι, παρακάμπτεται σιω­ πηρά ο απροσπέλαστος τότε σκόπελος των κα­ βαφικών εκδόσεων, δεν καταγράφονται οι δη­ μοσιεύσεις ποιημάτων ή πεζών του Αλεξανδρι­ νού σε εφημερίδες και περιοδικά, ούτε και οι λιγοστές, την εποχή εκείνη, μεταφράσεις σε ξέ­ νες γλώσσες. Παράλληλα είναι εμφανή κάποια κενά σε αιγυπτιακά έντυπα, έλλειμμα που δεν ισοσκελίστηκε ούτε αργότερα. Τείνω να πιστέ­ ψω ότι αυτά ακριβώς τα κενά θα είχε προβλέψει και θα είχε κατά νου ο Καβάφης, όταν υποστήριζε το 1932 πως «είναι πολλά, πολλά ακόμη» όσα είχαν γραφτεί γι’ αυτόν και το έρ­ γο του μέχρι τότε. Ας ακούσουμε τη σχετική μαρτυρία του Κατσίμπαλη: «... Την εποχή εκεί­ νη ο ποιητής βρισκότανε περαστικός από την Αθήνα για λόγους υγείας και μερικοί φίλοι των γραμμάτων, θέλοντας να τιμήσουμε την παρου­ σία του ανάμεσό μας, αποφασίσαμε να εκδώσουμε ένα τεύχος αφιερωμένο στη μελέτη του έργου του. Ο Καβάφης, όταν πληροφορήθηκε την πρόθεσή μας και ειδικώτερα το είδος της δικής μου συνεργασίας στο ετοιμαζόμενο τεύ­ χος, στην πρώτη μας συνάντηση, άρχισε να με υποβάλλει σε μια έντεχνη αλλά δύσκολα συγκαλυπτόμενη ανάκριση για να εξακριβώσει την πληρότητα της έρευνάς μου και αφού βεβαιώ­ θηκε πως ήταν ικανοποιητική, με τράβηξε πα­ ράμερα από τον κύκλο των θαυμαστών που τον περιεστοίχιζαν, σε μια γωνιά της αίθουσας του ξενοδοχείου " Κοσμοπολίτ” , και μου λέει σε τό­ νο εμπιστευτικό: Πρόσεξε, Κατσίμπαλη, να της βάλεις ένα τίτλο που να λέει πως υπάρχουν πολλά ακόμη περί Καβάφη και πως η βιβλιο­ γραφία σου δεν τα εξαντλεί όλα... Να, κάτι σαν ” Από τη βιβλιογραφία του Καβάφη” , ή " Εκλο­ γή από τη βιβλιογραφία του Καβάφη” να βά­ λεις, ή κάτι τέτοιο. Προς Θεού! όμως μη γρά­ ψεις πως είναι ολόκληρη η καβαφική βιβλιο­ γραφία γιατί υπάρχει φόβος να εκτεθείς και να κατηγορηθείς πως αγνοείς όλα τα άλλα που γρά­ φηκαν για τον Καβάφη. Και είναι πολλά, πολλά ακόμη, Κατσίμπαλη...»3 Παρά το γεγονός ότι η συγκομιδή εντελώς αγνώστων λημμάτων για τα παλαιότερα χρόνια βρίσκεται σε μια εύλογα και φυσιολογικά φθίνουσα ροπή, πιστεύω ότι λανθάνουν ακόμη αρ­ κετά λήμματα στα ποικίλα αιγυπτιακά έντυπα· εννοώ κάποια έντυπα-φαντάσματα που δεν έχουμε πια καμιά ελπίδα να συμβουλευτούμε, μετά το ξερίζωμα του αιγυπτιώτη ελληνισμού, όπως π.χ. η «Ίσις», η «Οθόνη», ο «Νείλος»

κλπ. Στην «Αλεξανδρινή Τέχνη», λόγου χάρη, συναντάμε πολλές αναφορές και σχόλια για κα­ βαφικά δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περι­ οδικά της εποχής, που δε βρίσκονται σήμερα σε καμία δημόσια ή ιδιωτική βιβλιοθήκη. Αν απο­ τυπώσουμε με αριθμούς την κατάσταση των τελευταίων 50 χρόνων, έχουμε τα ακόλουθα δεδομένα (αναφέρομαι πάντα στην περίοδο μέ­ χρι το 1932, εξαιρώντας τα λήμματα εργογραφίας): το «Σχεδίασμα» είχε 120 εγγραφές- η Βι­ βλιογραφία του 1943 τις αυξάνει σε 220 περί­ που· οι μεταγενέστερες προσθήκες του Κα­ τσίμπαλη, που δημοσίευσε ο Μπασογιάννης, τις ανεβάζουν σε 270. Σήμερα, μπορώ να βεβαιώ­ σω ότι ξεπερνούν κατά τι τις 300. Ό λα αυτά βέβαια αποτελούν ενδείξεις· δίνουν όμως μια εικόνα του προβλήματος. Τα κενά, λοιπόν, στα αιγυπτιακά έντυπα υπάρχουν και, πιθανά, δεν πρόκειται να καλυ­ φθούν. Το παρήγορο είναι ότι δε μας στερούν κρίσιμα στοιχεία του καβαφικού έργου, ούτε θα μας αποκαλύψουν άγνωστα πράγματα, αν έχουμε την τύχη να τα συμπληρώσουμε κάποτε. Ουσιαστικά μιλάμε για παραγεμίσματα ή διαφωτιστικές πληροφορίες γύρω από ένα διά­ γραμμα που μας είναι γνωστό. Η άποψη αυτή βασίζεται στα στοιχεία που περιέχει τόσο το αρχείο του ίδιου του ποιητή όσο και διάφορα άλλα ιδιωτικά αρχεία (π.χ. Τσίρκα, Περίδη, Κα­ τσίμπαλη). Ό λο αυτό το ετερόκλητο συχνά υλικό μάς παρέχει τη δυνατότητα να επικοινω­ νήσουμε με ποικίλα δημοσιεύματα, γνωστά από βιβλιογραφική πλευρά, δυσπρόσιτα όμως και ανύπαρκτα σε άλλες πηγές. Στο αρχείο Κα­ τσίμπαλη κυρίως, που μετά το 1950 φαίνεται να εμπλουτίζεται με γενναίες συνεισφορές ελλήνων και ξένων καβαφιστών, διασώζεται αρκετό πρωτογενές βιβλιογραφικό υλικό, πέρα από αυτό που εδημοσίευσε ο Μπασογιάννης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη Βιβλιογρα­ φία του 1943 ο Κατσίμπαλης αισθάνεται την ανάγκη να περιγράψει, σ' έναν τετρασέλιδο πρόλογο, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε για να παρακολουθήσει την εκδοτική τακτική του Καβάφη. Αν το 1932 αγνόησε το θέμα των κα­ βαφικών εκδόσεων, τώρα έρχεται να δηλώσει ρητά την αντικειμενική αδυναμία να περιγραφούν τα μεμονωμένα ή συγκεντρωτικά εκδοτι­ κά φανερώματα των ποιημάτων του Καβάφη, με τη γνωστή πια σήμερα τακτική που ακολού­ θησε ο Αλεξανδρινός όσο ζούσε. Δέκα χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, με το αρχείο του απρόσιτο και ανεκμετάλλευτο, δεν μπορούσε


αφιερωμα/143 κανείς να διανοηθεί την πρόσβαση στο λαβύ­ ρινθο της εκδοτικής συμπεριφοράς του Καβάφη. Άγνωστες παρέμεναν ακόμα και οι πέντε πρώτες εκδόσεις ποιημάτων του, που επιχείρη­ σε ο ίδιος ο ποιητής και που αποτελούν, αναμ­ φισβήτητα, αυτοτελείς και αυτόνομες βιβλιο­ γραφικές εγγραφές.4 ' Ετσι, η Βιβλιογραφία του 1943 περιορίζεται να περιγράφει τα δύο τεύχη των ετών 1904 και 1910, καθώς και τη μεταθα­ νάτια έκδοση του 1935. Η εκδοτική και βιβλιο­ γραφική ανορθοδοξία των 10 συνολικά «συλλο­ γών» της περιόδου 1912-1932 παρέμενε ανα­ πάντητο ερωτηματικό. Η οξυδέρκεια του Κατσίμπαλη θέτει μια σειρά από ζητούμενα, που έμελλε να βρούν τη λύση τους στη δεκαετία του '60: «...Οι συλλογές λοιπόν αυτές, που δεν ανταποκρίνονται στους καθιερωμένους βιβλιεκδοτικούς όρους, δεν μπορούνε βέβαια να λογα­ ριαστούνε για εκδόσεις του έργου του. Θα έπρεπε όμως να καταγραφούν τα μονόφυλλα που τις απαρτίζουν γιατί αυτά αναμφισβήτητα αποτελούν αυτοτελείς εκδόσεις του κάθε ποιή­ ματος χωριστά και πολύ συχνά πρώτες δημοσι­ εύσεις. Αλλά και εδώ η έρευνα σκοντάφτει σε ανυπέρβλητα εμπόδια γιατί έχει να αντιμετωπί­ σει τη μεγαλύτερη σύγχυση και πολυμορφία και προβάλλουν μπροστά της ένα σωρό ρωτήματα και απορίες χωρίς λύση. Πότε πρωτάρχισε ο Καβάφης να τυπώνει τα ποιήματά του μ’ αυτό το σύστημα; Πόσες εκδόσεις και ανατυπώσεις έκαμε από το κάθε ποίημα; Ποια η χρονολογία της κάθε δημοσίευσης; Έχω υπόψη μου κάμποσες συλλογές με τέτοια μονόφυλλα. Ο ποιη­ τής συνήθιζε στο τέλος του κάθε ποιήματος να τυπώνει στο κάτω μέρος της σελίδας το όνομα του τυπογραφείου και τη χρονολογία. Βρίσκω λοιπόν ένα ποίημα χρονολογημένο 1915 στη μια συλλογή και στην άλλη 1926, αλλά στην παρακά­ τω το ίδιο ποίημα αχρονολόγητο! Ποιος ξέρει ακόμα πόσες χρονολογίες ή κενά θα συναντού­ σα αν είχα περισσότερες συλλογές στη διάθεσή μου... Μονάχα ο ποιητής ή οι κληρονόμοι του θα μπορούσανε να μας λύσουν αυτές τις απο­ ρίες, γιατί εμείς βέβαια δε θα κατορθώναμε πο­ τέ ν ’ αποχτήσουμε, όσο κι αν πασκίζαμε, μια εξακριβωμένη σειρά όλων των εκδόσεων των μονοφύλλων αυτών...»5 Ό λα τα συναφή προ­ βλήματα διαλευκάνθηκαν, με γνώση και μεθοδικότητα, από τον Γ. Π. Σαββίδη στο βιβλίο του «Οι καβαφικές εκδόσεις. (1891-1932). Περι­ γραφή και σχόλιο. Βιβλιογραφική μελέτη. Έ κ ­ δοση Ταχυδρόμου, 1966», θεμελιακό βοήθημα στην εκτεταμένη σήμερα καβαφική φιλολογία. ' Ετσι, μπορούμε πια να παρακολουθήσουμε σε όλες τις διαδοχικές φάσεις της, αδιατάραχτη και συνεπή, την εκδοτική συμπεριφορά του

ποιητή και, ταυτόχρονα, να προσεγγίσουμε κά­ ποιες περιοχές που σχετίζονται με τη θεωρία και την κοινωνιολογία της λογοτεχνίας. Γιατί, όπως σημειώνει στην εισαγωγή του ο Σαββίδης, σκοπός του βιβλίου του «δεν είναι μόνο να προσφέρει ένα βιβλιογραφικό εργαλείο χρήσιμο για τη φιλολογική και κριτική μελέτη του κειμέ­ νου του Καβάφη- είναι και να φωτίσει -όσο μπορεί, μέσα από τα εκδοτικά δεδομένα- τη στάση του ποιητή απέναντι στο έργο του και στο κοινό του. Ακόμα, η έκδηλη και ολοένα πιο εσκεμμένη ιδιοτυπία των καβαφικών εκδόσεων θα μας επιτρέψει, ελπίζω, να συλλάβου με πιο χειροπιαστά τη γενικότερη και συχνά παρα­ γνωρισμένη σημασία που μπορεί να έχει η βι­ βλιογραφική μελέτη, όχι μόνο για τον καταρτι­ σμό έκδοσης φιλολογικής ή και για την έρευνα της "τύχης” ενός συγγραφέα, αλλά και για την ερμηνεία του κειμένου και για την ψυχογραφία του συγγραφέα. Η πράξη της σύνθεσης ενός βιβλίου όσο και η πράξη της έκδοσής του -στο βαθμό όπου εξαρτώνται από τη βούληση του συγγραφέα-συνεχίζουν και ολοκληρώνουν στο κριτικό και στο κοινωνικό επίπεδο τη δημιουρ­ γική διαδικασία».6


144/αφιερωμα Η Βιβλιογραφία του 1943 παρακολουθεί τις δημοσιεύσεις και αναδημοσιεύσεις καβαφικών έργων σε εφημερίδες, περιοδικά, ημερολόγια κλπ. μέχρι το τέλος του 1924, μέχρι την έκδοση δηλ. του καβαφικού αφιερώματος της «Νέας Τέχνης» του Βαϊάνου. Συζητήσιμη μου φαίνεται η άποψη του Κατσίμπαλη ότι, μετά το πανηγυ­ ρικό αυτό τεύχος, εγγράφεται και «πολιτογραφείται οριστικά στη νεοελληνική γραμματολο­ γία» ο Καβάφης. Το ότι εισβάλλει επίσημα στην Αθήνα της παλαμικής μονοκρατορίας ένας παρείσακτος, που με τον καιρό θα την ανατρέψει, είναι γεγονός. Μπορεί ακόμη με το αφιέρωμα της «Νέας Τέχνης» να ανοίγονται οι δρόμοι για την αναγνώριση του Αλεξανδρινού, ανάμεσα στους νέους της εποχής κυρίως. Το πρόβλημα όμως της άμεσης επαφής του κοινού με το σκόρπιο και δυσπρόσιτο καβαφικό έργο δε λύ­ νεται με το θόρυβο και τις όποιες αντιδράσεις προκάλεσε το αφιέρωμα. Μόνο από τη στιγμή που διαθέτουμε συγκεντρωμένο σε οριστική και προσιτή έκδοση το σύνολο ενός έργου, μπορούμε να αδιαφορήσουμε για τις περιστασιακές αναδημοσιεύσεις των επιμέρους στοι­ χείων που το συγκροτούν. Από την ίδια αυτή στιγμή, το βιβλιογραφικό ενδιαφέρον στρέφεται αποκλειστικά στην καταγραφή των τυχόν άγνωστων και ανέκδοτων στοιχείων. Ό ταν και αυτά τα στοιχεία συσσωματωθούν και αποτελέσουν σημείο αναφοράς, μπορούμε να εγκατα­ λείψουμε την παρακολούθηση των αναδημοσιεύσεών τους. ' Ενας παραπλήσιος και παράλλη­ λος χειρισμός μπορεί να εφαρμοστεί, νομίζω, και στην περίπτωση των μεταφράσεων σε ξένες γλώσσες, όσο και αν συντρέχει η ιδιορρυθμία των πολλαπλών και κατά συνέπεια διαφορετι­ κών μεταφραστικών αποδόσεων. Εξηγούμαι. Είναι αναγκαίο να καταγραφούν οι σποραδικές δημοσιεύσεις μεταφράσεων καβαφικών ποιημά­ των από τον Παπουτσάκη π.χ. Από τη στιγμή όμως που διαθέτουμε σε βιβλίο ολόκληρη τη μεταφραστική εργασία του Παπουτσάκη, δε συντρέχει λόγος να παρακολουθούμε τις όποιες αναδημοσιεύσεις αυτών των μεταφράσεων. Το ίδιο σκεπτικό μας υπαγορεύει να ενδιαφερόμα­ στε για μεμονωμένες μεταφραστικές προσπά­ θειες που δεν καλύπτουν το σύνολο του καβα­ φικού έργου, καθώς και για μεταφράσεις που επιχειρούνται από καινούρια ονόματα μετα­ φραστών. Ό λες οι παραπάνω σκέψεις προϋποθέτουν μια ελαστική εφαρμογή, ανάλογα με τις ιδιορ­ ρυθμίες ή τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου έργου. Στο βάθος, εκφράζουν τον «πεπερασμέ­ νο» χαρακτήρα της βιβλιογραφικής καταγρα­ φής, όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από το

έργο. Είναι ίσως υπερβολικό αλλά θα πρέπει να σημειωθεί και τούτο: η βιβλιογραφική έρευνα δείχνει ιδιότυπη ευαισθησία στα πρώτα φανε­ ρώματα ενός συγγραφέα- αναζητά σημαντικές και ασήμαντες λεπτομέρειες, που θα μπορού­ σαν να φωτίσουν τις λογοτεχνικές του απαρχέςόσο όμως περνούν τα χρόνια και το έργο του συγγραφέα εμπεδώνεται στο κοινό, τόσο η βι­ βλιογραφική έρευνα ενδιαφέρεται για τα ουσι­ αστικά και δείχνει μειωμένο ενδιαφέρον για δευτερεύοντα θέματα, που είναι εύλογες απολή­ ξεις της καθιέρωσης του συγγραφέα στων ιδεών την πόλη. Ξαναγυρίζοντας στην καβαφική Βιβλιογραφία του 1943, νομίζω ότι είναι σωστότερο να επε­ κτείνουμε το όριο του 1924, που προτίμησε ο Κατσίμπαλης, μέχρι το τέλος του 1935- μέχρι τη χρονιά δηλ. που κυκλοφόρησε η πρώτη συγκεν­ τρωτική έκδοση των 154 καβαφικών ποιημά­ των. Γιατί, στ’ αλήθεια, μόνο από τότε είμαστε σε θέση να μιλάμε για εποπτική, συνολική θεώ­ ρηση του τελειωμένου έργου του Καβάφη. Η σχετική μαρτυρία του Σεφέρη, που μπορούμε άφοβα να θεωρήσουμε ως έντιμο και επαρκή αναγνώστη, είναι χαρακτηριστική: « Ώ ς τις μέ­ ρες που βγήκε η πρώτη έκδοση σε βιβλίο των ποιημάτων του Καβάφη, δεν είχα παρά μια πο­ λύ κομματιαστή θέα του έργου του, από σπο­ ραδικά μονόφυλλα, αναδημοσιεύσεις σε περιο­ δικά ή προφορικές μνείες, που κυκλοφορούσαν τις περισσότερες φορές στα χείλη ζηλωτών ή χαμηλών μιμητών. Οι λαοφιλέστεροι στίχοι του δε με τραβούσαν και μ' ενοχλούσαν οι λίβελλοι και οι πανηγυρισμοί που άκουγα γι’ αυτόν».7 Η πρώτη μετάφραση καβαφικού ποιήματος εί­ ναι εκείνη που εκπόνησε ο Τζών Καβάφης, αδερφός του ποιητή, αποδίδοντας το ποίημα «Τείχη» στα αγγλικά. Η μεταφραστική αυτή συνεργασία των δύο αδερφών, που δεν είναι μοναδική, όπως προκύπτει από το αρχείο του ποιητή,8 δημοσιεύτηκε σε αυτοτελές, δίγλωσσο τετρασέλιδο, πιθανά το 1897. Θα περάσουν πε­ ρισσότερα από είκοσι χρόνια, για να ξανασυναντήσουμε νέες μεταφράσεις καβαφικών ποι­ ημάτων από φίλους και θαυμαστές του ποιητή. Ανάμεσά τους διακρίνονται κιόλας μερικοί από τους μετέπειτα συστηματικούς μεταφραστές του καβαφικού έργου. Οι μεταφράσεις αυτές καλύπτουν αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες (γαλ­ λικά, ιταλικά, αγγλικά, γερμανικά, ολλανδικά) χωρίς να απουσιάζουν και κάποια μεταφραστι­ κά δείγματα σε βαλκανικές γλώσσες (αλβανικά, γιουγκοσλαβικά). Η Βιβλιογραφία του 1943 αριθμεί 54 λήμματα μεταφράσεων, πολλά από


αφιερωμα/145 τα οποία είναι πολλαπλά, αναφέρονται δηλαδή σε μεταγλωττίσεις περισσότερων του ενός ποι­ ημάτων. Το πρώτο αυτοτελές βιβλίο μεταφράσεων της καβαφικής ποίησης εμφανίζεται το 1947. Πρό­ κειται για τη μετάφραση του Θ. Γρίβα, με 51 ποιήματα μεταφρασμένα στα γαλλικά.9 (Εξαιρώ, ευνόητα, την ιδιωτική, πολυγραφημένη και σε 150 μόνον αντίτυπα ολλανδική «έκδοση» του Blanken, που είχε προηγηθεί το 1934).10 Η έκ­ δοση Γρίβα στάθηκε ένα γεγονός. Δεν αξιολογώ την όποια μεταφραστική αξία της. Αναφέρομαι στην πραγματικά εντυπωσιακή υποδοχή που της επεφύλαξε η ευρωπαϊκή και ελληνική κρι­ τική. Μια συγκομιδή από 50 περίπου βιβλιοκρι­ τικά σημειώματα, πολλά από τα οποία συνιστούν εκτεταμένες παρουσιάσεις του Καβάφη και της ποίησής του, αποτελεί αναμφισβήτητα μια όχι συχνή περίπτωση. Δε θα επιχειρήσω να ερμηνεύσω το γεγονός· απλώς αναρωτιέμαι μή­ πως ήταν πρόσφορη η ιστορική στιγμή για να ακουστεί η φωνή του Καβάφη στην Ευρώπη που έβγαινε ρημαγμένη από τη δοκιμασία του πολέμου. Η υποδοχή του βιβλίου του Γρίβα μας εισάγει σ’ έναν καινούριο λαβύρινθο: την παρακολού­ θηση της τύχης του καβαφικού έργου στο εξω­ τερικό. Αν επρόκειτο να καταγράψει κανείς τις αυτοτελείς καβαφικές εκδόσεις σε ξένες γλώσ­ σες, δε θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο το εγχείρη­ μα. Αργά ή γρήγορα τα βιβλία αυτά γίνονται γνωστά και, συχνά, φτάνουν και στην Ελλάδα. Το πρόβλημα οξύνεται από την όχι ευκαταφρό­ νητη φιλολογία που έρχεται να σχολιάσει τις εκδόσεις αυτές και από τη γενικότερη απήχηση που προκαλεί η γνωριμία του έργου σε κάθε χώρα. Πώς μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι παρακολουθεί με ικανοποιητική επάρκεια τα όσα γράφονται και δημοσιεύονται στις τόσες χώρες και γλώσσες που έχει μεταφραστεί σήμε­ ρα η ποίηση του Καβάφη; Το θέμα δεν αφορά μόνο την περίπτωση του Καβάφη· είναι πολύ ευρύτερο και περιλαμβάνει όλους τους ποιητές και πεζογράφους μας που μεταφράζονται συ­ χνά και συστηματικά στο εξωτερικό. Μέχρι στι­ γμής δε γνωρίζω να γίνεται κάποια οργανωμένη σχετική προσπάθεια ούτε έχει ακουστεί το εν­ διαφέρον της ελληνικής πολιτείας να συγκεν­ τρώσει στοιχεία για την τύχη του έργου των συγγραφέων μας πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Μεμονωμένες, αξιέπαινες προσπάθειες για την παρουσίαση του Καβάφη στην Ολλανδία (Μ. Βουδούρης) και τη Χιλή (Μ. C. Didier) δείχνουν το βάθος και την έκταση που έχει το πρόβλη­ μα." Ειδικότερη αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα έκφραση του προβλήματος αποτελούν οι πολυά-

ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦ ΙΚΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΓΡΥΠΑΡΗ·Μ. ΜΗΤΣΑΚΗ-Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ-Κ. ΚΑΒΑΦΗ

ριθμες σήμερα ανθολογίες νεοελληνικής λογο­ τεχνίας που κυκλοφορούν όχι μόνο σε Ευρώπη και Αμερική αλλά και σε πιο μακρινές ηπείρους (χαρακτηριστικό και σχετικά πρόσφατο παρά­ δειγμα η ανθολογία ελληνικού διηγήματος που εμφανίστηκε πριν δυο χρόνια στην Ιαπωνία). Πώς θα μπορέσουμε να κρατηθούμε σε μια στοιχειώδη ενημερότητα γύρω απ' όλα αυτά τα θέματα; Το ερώτημα φαίνεται αναπάντητο, αν σκεφτούμε ότι δε διαθέτουμε τρέχουσα βιβλιο­ γραφία ούτε για την εγχώρια εκδοτική παραγω­ γή. ' Εχω τη γνώμη ότι η βιβλιογραφία είναι μια ερ­ γασία που δεν πρέπει να ικανοποιείται με τη συγκέντρωση, κατά τρόπο μηχανικό και άκρι­ το, των δημοσιευμάτων που σχετίζονται με το θέμα της. Η κατάταξη, η παρουσίαση και η αλληλοσύνδεση του τελικού υλικού, όσο κι άν μοιάζει ζήτημα τεχνικό, προϋποθέτει ιδιαίτερη γνώση του βιβλιογραφικού θέματος και αυστη­ ρή συμμόρφωση στις εξειδικευμένες απαιτήσεις που υπαγορεύει η ιδιομορφία του.12 Ό λα τούτα είναι πράγματα γνωστά υποθέτω. Εξίσου γνωστό, μα όχι γενικά παραδεκτό, είναι το γεγονός ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε στο βιβλιογράφο


146/αφιερωμα

POEMES

ABBAYE DU LIVRE, LAUSANNE

Εξώφυλλο της μετάφρασης των καβαφικών ποιημάτων από τον Θ. Γρίβα (1947)

κάποια περιθώρια κριτικών επιλογών στην εκτέ­ λεση του έργου του. Δε μιλάω για αξιολογήσεις που θα αυθαιρετούσαν, εξαφανίζοντας βασικά λήμματα ή υπερτονίζοντας τα ασήμαντα. Αναφέρομαι στο απλό μα καίριο ερώτημα: τι αποτελεί ή τι δεν αποτελεί λήμμα για ένα συγκεκριμένο θέμα; Πιο πρακτικά: αποτελεί λήμμα η αναφο­ ρά και μόνον του ονόματος του βιβλιογραφούμενου ή μια σύντομη φράση σ’ ένα κατά τα άλ­ λα αδιάφορο δημοσίευμα; Η απάντηση που θα δώσουμε παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί υποδη­ λώνει διαφορετικό μεθοδολογικό χειρισμό του βιβλιογραφικού υλικού. Θα εξηγηθώ με παρα­ δείγματα. Στα «ψιλά» της γαλλόφωνης αλεξαν­ δρινής εφημερίδας «Φάρος της Αλεξάνδρειας» συναντάμε στις 8 Μαΐου 1897 την είδηση: «Ανεχώρησαν χθές δια Μασσαλίαν, με το ατμόπλοιον Κονγκό, οι Τζών Καβάφης, Κ. Φ. Καβάφης». Οι ασαφείς πληροφορίες που διαθέταμε, τουλάχιστον παλαιότερα, για την ιδιωτική ζωή του ποιητή και τα πενιχρά βιογραφικά του στοιχεία, νομίζω ότι μας υποχρεώνουν να εγγρά­ ψουμε ως λήμμα και αυτή τη φαινομενικά ασή­ μαντη πληροφορία. Με το ίδιο σκεπτικό δε θα πρέπει να αδιαφορήσουμε για τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής του ποιητή στην Αλεξάν­ δρεια, όπως καταγράφονται στα σχόλια επικαι-

ρότητας του περιοδικού «Αλεξανδρινή Τέχνη» (παρουσία του σε πνευματικές ή κοσμικές συγ­ κεντρώσεις της παροικίας κλπ.). Κατά τον ίδιο τρόπο, θα θεωρούσα οπωσδήποτε λήμματα της καβαφικής βιβλιογραφίας και τα ακόλουθα δύο, για τους ευρύτερους συσχετισμούς που υποβάλλουν και για την εμβέλεια του καβαφι­ κού έργου, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, που προϋποθέτουν. Το πρώτο έχει τίτλο «Τέ­ χνη και πολιτική» και υπογράφεται από τον Ασημάκη Πανσέληνο. Η παράγραφος που μας ενδιαφέρει έχει ως εξής: «... Πολιτική σημασία έχει η ποίηση του Σολωμού, του Παλαμά, του Βάρναλη. Πολιτική σημασία έχει κι η τέχνη του Καβάφη, του Πορφύρα, του Μαλακάση. Κι οι έξη είναι ποιητές, κι οι έξη κάνουνε τέχνη. Οι πρώτοι τρεις θέλουν να κάνουν και πολιτική, και το ξέρουν πως κάνουν. Οι άλλοι τρεις δεν θέλουν, αλλά κάνουνε. Το αγνοούν ή το κρύ­ βουν...» (περ. Ελεύθερα Γράμματα, 1/5/1946). Το δεύτερο έχει τίτλο «Η ποίηση του Τάκη Παπατσώνη» και υπογράφεται από τον Κλέωνα Παράσχο. Η παράγραφος που μας ενδιαφέρει: «...Είναι η λεκτική ακαταστασία του Παπατσώ­ νη, η μετρική και ρυθμική του απλότητα (απλοϊκότητα), η ροή του λόγου του, η υπαγο­ ρευμένη από το συναισθηματικό και όχι από το νοητικό του βάδισμα, η έλλειψη κάθε αρμού φανερού στη σύνθεση των ποιημάτων του, κάτι το ατημέλητο και πεζολογικό (θεληματικά, όπως στον Καβάφη) και που μας βαστά μακρυά (και σε τούτο ο Παπατσώνης φαίνεται σαν ένας από τους πιο ουσιαστικούς συνεχιστές του Καβάφη) από κάθε περιοχή της ρητο­ ρείας» (περ. Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Ιαν. 1947). Αντίθετα, θα αποτελούσε άσκοπη επιβάρυν­ ση της βιβλιογραφίας και, τελικά, παραπλανη­ τική ένδειξη για τον αναγνώστη της, η κατα­ γραφή των άπειρων δημοσιευμάτων που χρησι­ μοποιούν παραθέματα γνωμικών στίχων του Καβάφη ή μνείες του τύπου: «όπως θ α έλεγε ο Καβάφης».13 Ένα ακόμη πρόσφατο παράδει­ γμα μας πρόσφερε το πέρασμα από την Αθήνα της Γιουρσενάρ. Η σχετική ειδησεογραφία δεν παράλειψε να θυμίσει ότι η γαλλίδα ακαδημαϊ­ κός είχε μεταφράσει Καβάφη σε συνεργασία με τον Κ. Θ. Δημαρά. Δε βλέπω σε τι θα ωφελούσε η παρακολούθηση και η καταγραφή όλων αυ­ τών των δημοσιευμάτων, όταν μάλιστα η σχέση της Γιουρσενάρ με την καβαφική ποίηση προκύ­ πτει άμεσα και δραστικά από τα λήμματα της βιβλιογραφίας που καλύπτουν τις πρώτες δη­ μοσιεύσεις ή τις εκδόσεις των καβαφικών μεταφράσεών της. Επαναλαμβάνω ότι η κεντρική ιδέα αυτών των επιλογών, που μοιραία καλείται


αφιερωμα/147 να αντιμετωπίσει ο βιβλιογράφος, πηγάζει από τη χρησιμότητα που μπορεί να έχουν οι σχετι­ κές ειδήσεις για τον μελετητή. Η ευστοχία μιας βιβλιογραφίας δεν εξαρτάται από τον συνολικό αριθμό των λημμάτων της και θα ήταν σφάλμα τακτικής να την επιβαρύνουμε με εντελώς δευτερεύοντα στοιχεία, προσπαθώντας να καταρρίψουμε κάποια επίδοση συγκομιδής λημμά­ των. Από την άποψη αυτή θα έβλεπα σαν ένα ενιαίο λήμμα όλα τα δημοσιεύματα που καλύ­ πτουν μια και την αυτή εκδήλωση, έτσι που να δημιουργείται μια θεματική ενότητα, χρήσιμη και χρηστική για τον μελετητή.14 Ανάλογος χει­ ρισμός επιβάλλεται και στις περιπτώσεις που οι εφημερίδες και τα περιοδικά παρουσιάζουν καινούριες εκδόσεις. Τα σημειώματα αυτά, που συνήθως τιτλοφορούνται «βιβλιοπαρουσιάσεις», στηρίζονται στα δελτία τύπου, που συντάσσει ο εκδότης του βιβλίου, με αποτέλεσμα να περνά ένα και το αυτό κείμενο, συνήθως χωρίς επεμ­ βάσεις, σε πολυάριθμα έντυπα. Αν κάτι τέτοιο υπαγορεύεται από τη δημοσιογραφική δεοντο­ λογία, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να συνοδευό­ ταν η δημοσίευση από κάποια ένδειξη που να προειδοποιούσε ότι πρόκειται για δελτίο τύ­ που.15 Γιατί φτάνουμε στο παραπλανητικό ση­ μείο να συγκεντρώνουμε 5 ή 6 παραπομπές με σχόλια για μια έκδοση, ενώ στην πραγματικότη­ τα πρόκειται για ένα και το αυτό κείμενο που εξοφλεί δημοσιογραφική υποχρέωση προς τον

εκδότη ή το συγγραφέα του βιβλίου. Με ρώτησαν πρόσφατα πόσα λήμματα μπο­ ρεί να έχει μια σημερινή βιβλιογραφία για τον Καβάφη. Έδωσα έναν αριθμό στην τύχη, αφού σκέφτηκα πόσες πάνω κάτω εγγραφές είχε, μέ­ χρι το 1962, το σύνολο της βιβλιογραφίας του Κατσίμπαλη. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι ο αριθμός που έδωσα ανταποκρίνεται στην πρα­ γματικότητα. Ένας τέτοιος απόλυτος αριθμός (π.χ. 5000 λήμματα) δε φανερώνει κάτι ιδιαίτε­ ρο, ούτε είναι συγκρίσιμος. Εκείνο για το οποίο σήμερα είμαστε βέβαιοι, είναι το γεγονός ότι με ασφάλεια πια μπορούμε να καταγράψουμε τα εκδοτικά φανερώματα του καβαφικού έργου (φυλλάδια, μονόφυλλα, τεύχη, συλλογές, αυτο­ τελείς εκδόσεις, μεταφράσεις). Αυτό είναι το ουσιαστικότερο. Η φιλολογία γύρω από το έργο ούτε εξαντλείται, ούτε μπορεί να έχει τελειωμό. Αν μάλιστα συγκεντρωθούν και εκδοθούν τα «αποκηρυγμένα» ποιήματα και οι διάφορες σκόρπιες σημειώσεις του ποιητή -κάποια δεί­ γματα έχουν ανακοινωθεί σποραδικά- τότε, και μόνον τότε, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχουμε διαθέσιμο το σύνολο του καβαφικού έργου και ότι είναι πια δυνατό να περιμένουμε μια πραγματική έκδοση των απάντων του.16 Μια καινούρια, συνταγμένη εξαρχής βιβλιογρα­ φία Κ. Π. Καβάφη θα μπορούσε να προσφέρει κάποιες υπηρεσίες για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού.

Σημειώσεις: —----------------------------------------------1. Παραθέτω την αρχή τον ανολοκλήρωτου προλόγου, όπως σώζεται στο αρχείο Κατσίμπαλη: «Ξανατυπώνω, ύστερ ’ από είκοσι χρόνια, την εργασία μου αυτή για τον Καβάφη, συμπληρωμένη και φερμένη ώς τις ημέ­ ρες μας. Στο διάστημα αυτό η μελέτη του έργου του Αλεξανδρινού ποιητή έχει προχωρήσει με άλματα προοδευτικά και βρίσκεται τη στιγμή αυτή στην πλήρη ανάπτυξή της (κυρίως μετά την ολοκληρωτική παρά­ δοση του αρχείου του σε ειδικούς μελετητές του, που το επεξεργάζονται κι ετοιμάζονται πολύ σύντομα να το παρουσιάσουν). Πολλές φορές συλλογίστηκα μή­ πως η επανέκβοση της εργασίας αυτής θεωρηθεί άσκοπη και περιττή. Αλλά τη χρονιά τούτη συμπληρώ­ νονται εκατό χρόνια από τη γέννηση τον ποιητή και πολλοί θάναι εκείνοι που θα ήθελαν, χωρίς να είναι ειδικοί, να πληροφορηθούνε για τις απαρχές, την πο­ ρεία και την καθιέρωση του έργου του, και να το μελε­ τήσουν συστηματικότερα». 2. Στο προλογικό του κείμενο ο'Μπαοογιάννης σημειώ­ νει: «Η βιβλιογραφία αυτή έγινε βάσει δελτίων που εί­ χε συγκεντρώσει ο κ. Γ. Κ. Κατσίμπαλης και τα είχε παραχωρήσει στον καθηγητή κ. Γ. Π. Σαββίδη. Ο τε­ λευταίος είχε την καλοσύνη να μου τα δώσει και να μου αναθέσει τη σύνταξη της βιβλιογραφίας (...) Χώ­ ρισα τη βιβλιογραφία σε δύο τεύχη: Το πρώτο περι­

λαμβάνει όλες τις προσθήκες που γίνονται στην παλιά βιβλιογραφία του Κατσίμπαλη ώς το 1943 και παίρνει τον τίτλο "Προσθήκες στην Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβά­ φη ώς το 1943". ( Έτσι το συμπλήρωμα της παλιάς βι­ βλιογραφίας του Καβάφη με τον τίτλο "Βιβλιογραφικά συμπληρώματα I. Γρυπάρη - Μ. Μητσάκη - Κ, Θεοτόκη - Κ. Καβάφη", σε ό,τι αφορά βέβαια τον Καβάφη, ιδιαλύεται και τα λήμματά του ώς το 1943 μπαίνουν στο πρώτο τεύχος της καινούριας βιβλιογραφίας, ενώ τα λήμματα του 1944 μπαίνουν στο δεύτερο τεύχος της.) Το δεύτερο τεύχος είναι η βιβλιογραφία του Καβάφη από το 1944 ώς το 1962, με τον τίτλο "Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη. 1944-1962"». 3. Γ. Κ. Κατσίμπαλης: Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη, Αθή­ να, Τυπογραφείο Σεργιάδη, 1943, σελ. 3. Ολόκληρος ο Πρόλογος του Κατσίμπαλη αναδημοσιεύεται στο τεύ­ χος που του αφιέρωσε η Νέα Εστία, Τόμ. 108, 1 Οκτ. 1980, σελ. 1479-1482. 4. Για πρώτη φορά οι εκδόσεις αυτές παρουσιάστηκαν από τον Γ. Π. Σαββίδη στο βιβλιογραφικό του δοκίμιο: Οι πέντε πρώτες εκδόσεις ποιημάτων του Κ. Π. Καβά­ φη, Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχ. 104, Αύγ. 1963, σελ. 132-145 (και ανάτυπο με διορθώσεις και προσθήκες). Το δοκίμιο αυτό αποτέλεαε αργότερα τμήμα του βι­ βλίου του: Οι καβαφικές εκδόσεις, 1966. 5. Γ. Κ. Κατσίμπαλης, όπ.π., σελ. 5.


148/αφιερωμα 6. Γ. Π. Σαββίδης: Οι καβαφικές εκδόσεις (18911932), σελ. 20-21. 7. Γιώργος Σεφέρης: Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό. Δοκιμές, Γ ' εκδ. Πρώτος τόμος. «Ίκαρος», 1974, σελ. 365. 8. Edmund Keeley: The Early C. P. Cavafy, περ. St. Andrews Review, Fall and Winter 1974, Vol. 3, σελ. 37-47. 9. Constantin Cavafls: Poemes. Traduits du grec par Theodore Griva. Pr'ecedes d‘ une 'etude d’Edmond Jaloux, de ΓAcademic franqaise. Avant-propos de Mario Meunier. Portrait de Tauteur par V. Photiades. Abbaye du Livre, Lausanne (1947). Η έκ­ δοση Γρίβα κυκλοφόρησε το 1963 και από τον «Ίκ α ­ ρο». 10. Η ισόβια αφοσίωση του Blanken -δολερού πρεσβύτη σήμερα- στο καβαφικό έργο έχει κάνει την Ολλανδία μια χώρα όπου η ποίηση του Καβάφη, μεταφρασμένη στο σύνολό της, έχει εκτιμηδεί και μελετηθεί από πά­ ρα πολλά χρόνια τώρα. 11. Μ. Βουβούρης: Ο Κ. Π. Καβάφης στα ολλανδικά, 1927-1970. Συμβολή στη βιβλιογραφία του δέματος, Νέα Σύνορα, Χρ. 7, 43-45, Μάης-Ιούλης 1975, σελ. 165-180. Miguel Castillo Didier: Ο Καβάφης στην ισπανική γλώσ­ σα, Κριτικά Φύλλα, Τάμ. Σ Τ ' (1978), Αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη, σελ. 34-44. Ικανοποιητικά στοιχεία για την Ιταλία, μέχρι και το 1961, παρέχει η εργασία του Γ. Θ. Ζώρα: Ο Καβάφης εις την Ιταλίαν (Μελέται, κρίσεις, μεταφράσεις), Νέα Εστία, Αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη, 1 Νοεμ. 1963, σελ. 1576-1583. (Και αυτοτελώς, με προσθήκες, στη σειρά: Κείμενα και μελέται νεοελληνικής φιλολογίας, αριδ. 18, 1964.) Το μελέτημα του Βαγγέλη Καραγιάννη: Ο Καβάφης στη Ρουμανία, 1977, αποτελεί μια γενική εισαγωγή στην ποίηση και τα πεζά κείμενα του Καβάφη, προο­ ρισμένη για το ρουμάνικο κοινό, και δεν παρέχει στοιχεία από αυτά που μας ενδιαφέρουν εδώ. 12. Διευκρινίζω ότι οι σκέψεις που διατυπώνονται εδώ εί­ ναι προσανατολισμένες στις βιβλιογραφίες προσώ­ πων όχι στις θεματικές ούτε στις, ελάχιστες εξάλλου, κριτικές βιβλιογραφίες. 13. Αιτιολογώντας τους στίχους του: «Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως "έρχεται εξ

Ομονοίας" /" Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος" απαντά κι είναι ευχαριστημένος», ο Σεφέρης σημείωνε: «Πραγματικά έτσι μιλούσαν οι λαϊκοί αυτοί άνθρωποι. Αξίζει να προσέξει κανείς πώς γίνεται αγοραία γλώσ­ σα, στις μέρες μας, η καθαρεύουσα». Για τους γνωμικούς στίχους του Καβάφη θα άξιζε να μελετηθεί πώς γίνονται σήμερα «αγοραίοι» στις πολιτικές, αθλητι­ κές, κοσμικές και άλλες στήλες εφημερίδων και περι­ οδικών. Θυμίζω ότι ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης είχε ουμπεριλάβει, από το 1947, καβαφικούς στίχους από τα ποιήματα «Θερμοπύλες», «Ιθάκη», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», στο βιβλίο του: Παροιμιακές φρά­ σεις από την ιστορία και τη λογοτεχνία. 14. Μια πρακτική εφαρμογή αυτής της ιδέας μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο μου: Βιβλιογραφικά Σικελιανού (1980-1982). Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 1983. Στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ειδήσεις-Σχόλια-Εκδηλώαεις» αριδμούνται 130 λήμ­ ματα, τα οποία όμως παραπέμπουν σε 245 δημοσιεύ­ ματα εφημερίδων και περιοδικών. Η πλειονότητα των δημοσιευμάτων αυτών προαναγγέλλει, περιγράφει και σχολιάζει δημόσιες εκδηλώσεις για το 'Ετος Σικελιανού, με τον συνήθη δημοσιογραφικό τρόπο των ειδή­ σεων επικαιρότητας. Για τις εκδηλώσεις που παρευρέθηκαν επίσημοι εκπρόσωποι της πολιτείας, το Υπουρ­ γείο Προεδρίας είχε διανείμει από πριν δελτίο τύπου, το οποίο χρησιμοποίησαν πολλές εφημερίδες. Είναι φανερό ότι η αυτοτελής καταγραφή των 245 δημοσι­ ευμάτων δε δα εξυπηρετούσε κανένα σκοπό και θα παραμόρφωνε την έκταση των εκδηλώσεων, δυαχεραίνοντας ταυτόχρονα τον χρήστη της βιβλιογραφίας. 15. Απ’ όσο ξέρω, μόνον το περιοδικό «Εποπτεία», για ένα διάστημα, ακολούθησε αυτή την τακτική. 16. Η πρόσφατη εξάτομη έκδοση «Απάντων» του ποιητή (οι τρεις τελευταίοι τόμοι της δεν είχαν κανένα λόγο να κυκλοφορήσουν κάτω απ' αυτό τον τίτλο, μια και δεν περιέχουν έργα του Αλεξανδρινού) μαρτυράει άγνοια της εκδοτικής προϊστορίας του καβαφικού έρ­ γου και δε διαθέτει ούτε τους απολύτως απαραίτη­ τους υπομνηματισμούς. Θα άξιζε να σχολιαστεί ψύ­ χραιμα και εκτενέστερα, μήπως και φρονιματιατούν οι υπόλοιποι, επίδοξοι, καβαφικοί εκδότες, που βρί­ σκονται κιόλας «εις θέσιν μάχης».

ΔΙΑΒΑΖΩ κυκλοφόρησε ή νέα σειρά τόμων τοΰ «Διαβάζω» (έκτος άπό τόν α' τόμο, πού έχει έξαντληθεϊ)

προμηθευτείτε τους έγκαιρα


αφιερωμα/149

Δημήτρης Δασκαλόπουλος

Επιλογές α π ό τη «Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη» Για τον Γ. Π. Φλαγγίνη

[Αυτοτελείς εκδόσεις έργων Κ. Π. Καβάφη (Ποιήματα - Πεζά - Επιστολές) 1. Κ. Φ. Κ[αβάφης]: Κτίσται. [Ποίημα σε μονόφυλλο. 1891;]. Ξανατυπ. στον αριθ. 45. 2. Τείχη. Υπό Κωνστ. Καβάφη / My Walls. From the Greek of Constantine Cavafy. Translated by John C. Ca­ vafy. [Ποίημα και μετάφρασή του σε τετρασέλιδο. 1897;] Ξανατυπ. στον αριθ. 45. 3. (Κωνστ. Καβάφης:) Δέησις. Αλεξάνδρεια. ΤυποΛιθογραφείον I. Κ. Λαγουδάκη. 1898. [Ποίημα σε τε­ τρασέλιδο], Ξανατυπ. στον αριθ. 45.

μονοφύλλων. Κυκλοφορούσε κατά τα έτη 1917-1920]. 10. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. Αλεξάνδρεια 19121920. [Συλλογή μονοφύλλων. Κυκλοφορούσε κατά τα έτη 1918-1920]. 11. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. (1908-1914). [Συλλογή μονοφύλλων. Κυκλοφορούσε κατά τα έτη 1920-1926], 12. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. Αλεξάνδρεια 1915[1926]. [Συλλογή μονοφύλλων. Κυκλοφορούσε κατά τα έτη 1920-1926],

4. (Κ. Π. Κ[αβάφης]:) Αρχαίοι Ημέραι [Τετρασέλιδο με τα ποιήματα: Τα Δάκρυα των Αδελφών του Φαέθοντος - Ο θάνατος του Αυτοκράτορος Τακίτου], Αλεξάνδρεια 1898. Ξανατυπ. στον αριθ. 45.

13. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα (1907-1915). [Συλλογή μονοφύλλων. Κυκλοφορούσε κατά τα έτη 1926-1930].

5. (Κ. Π. Καβάφης:) Περιμένοντας τους Βαρβάρους. Αλεξάνδρεια. Τυπο-Λιθογραφείον I. Κ. Λαγουδάκη 1904. Ξανατυπ. στον αριθ. 45.

14. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. Αλεξάνδρεια 1916[1929], [Συλλογή μονοφύλλων. Κυκλοφορούσε κατά τα έτη 1926-1929].

6. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. Αλεξάνδρεια 1904.

15. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα (1916-1918). [Συλλογή μονοφύλλων. Κυκλοφορούσε κατά τα έτη 1929-1933].

7. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. Αλεξάνδρεια 1910. 8. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. Αλεξάνδρεια 1910-1916 [=1918], [Συλλογή μονοφύλλων. Κυκλοφορούσε κατά τα έτη 1912-1918]. 9. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα (1909-1911). [Συλλογή

16. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. Αλεξάνδρεια 1919[1932] [Συλλογή μονοφύλλων. Κυκλοφορούσε κατά τα έτη 1929-1933]. 17. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα (1905-1915). [Συλλογή μονοφύλλων. Κυκλοφορούσε κατά τα έτη 1930-1933].


150/αφιερωμα 18. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. Καλλιτεχνική Εργασία Τάκη Καλμούχου. Φιλολογική Επιμέλεια Ρίκας Σεγκοπούλου. Μέριμνα Ενώσεως «Ελλήνων Λογοτε­ χνών». Έκδοσις «Αλεξανδρινής Τέχνης». 10, Rue Lepsius, Alexandrie - fegypte (1935). 19. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. B' Έκδοση. Ίκαρος 1948. 20. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. Γ' Έκδοση. Ίκαρος 1952. 21. Δύο Σαιξπηρικά άρθρα του Καβάφη. Ο Σακεσπήρος περί της ζωής και Ελληνικά ίχνη εν τω Σακεσπήρω. Παρουσιασμένα και σχολιασμένα από τον Γ. Π. Σαββίδη. (Ανάτυπο από το περ. Αγγλοελληνική Επι­ θεώρηση). 1954. 22. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. Τέταρτη έκδοση. «Ίκαρος» (1958). 23. Κ. Π. Καβάφη: Περί Εκκλησίας και Θεάτρου. Ει­ σαγωγικό Σημείωμα Γ. Π. Σαββίδη. (Ανάτυπο με δι­ ορθώσεις και προσθήκες από το περ. Θέατρο). 1963. 24. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. Α' (1896-1918). Πρώ­ τη τυποποιημένη έκδοση. Φιλολογική Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Ίκαρος 1963. [Πολλές ανατυπώσεις μέχρι σήμερα]. 24α. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα Β' (1919-1933). Πρώ­ τη τυποποιημένη έκδοση. Φιλολογική Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Ίκαρος 1963. [Πολλές ανατυπώσεις μέχρι σήμερα]. 25. Καβάφη Πεζά. Παρουσίαση, Σχόλια Γ. Α. Παπουτσάκη. Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη, 1963. [Ξανατυπ. στον αριθ. 42, χωρίς τα σχόλια Παπουτσάκη]. 26. Κ. Π. Καβάφη: Ανέκδοτα Πεζά Κείμενα. Εισαγω­ γή και μετάφραση Μιχάλη Περίδη. Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη. 1963. 27. Κ. Π. Καβάφη: Σχόλια στο Ράσκιν. Ένα ανέκδο­ το χειρόγραφο του ποιητή. Παρουσίαση, επιμέλεια: Στρατή Τσίρκα. (Ανάτυπο από το περ. Επιθεώρηση Τέχνης). 1963. [Ξανατυπ. στον αριθ. 149]. 28. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα (1896-1933). Σχέδια του Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα. Ίκαρος (1966). 29. Κ. Π. Καβάφη: Αυτόγραφα Ποιήματα (18961910). Το Τετράδιο Σεγκοπούλου σε πανομοιότυπη έκδοση παρουσιασμένη από τον Γ. Π. Σαββίδη. (Ερ­ μής). Τεχνογραφική 1968. [Και ανατυπώσεις: 1972 και 1983]. 30. Κ. Π. Καβάφη: Ανέκδοτα Ποιήματα (1882-1923). Φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Ίκαρος 1968. [Και ανατύπωση: 1977]. Βλ. και αριθ. 41. 31. Κ. Π. Καβάφη: Αι σκέψεις ενός γέροντος καλλιτέ­ χνου. Ανέκδοτο πεζό κείμενο παρουσιασμένο από τον Γ. Π. Σαββίδη. (Ανάτυπο από το περ. Τραμ Θεσ­ σαλονίκης). 1972.

32. Κ. Π. Καβάφη: Το τέλος του Οδυσσέως. Ανέκδο­ το πεζό κείμενο παρουσιασμένο και σχολιασμένο από τον Γ. Π. Σαββίδη. (Ανάτυπο από το περ. Δοκιμα­

σία). Γιάννενα 1974. 33. Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπου­ δών. Γιώργος Κεχαγιόγλου: Κ. Π. Καβάφη «Η συνάντησις των φωνηέντων εν τη προσωδία». Παρουσίαση και σχολιασμός του ανέκδοτου πεζού κειμένου. Ανάτυπον από τα Ελληνικά. Τόμος 30ός. Θεσσαλονίκη 1977-78. 34. University di Palermo. Istituto di Filologia Greca. Quaderni -8. Costantino Kavafis: Εις το Φως της Ημέ­ ρας. Un racconto inedito a cura di Renata Lavagnini. Pa­ lermo 1979. Βλ. και αριθ. 38. 35. Κ. Π. Καβάφη: Επιστολές στον Μάριο Βαϊάνο. Εισαγωγικό Δοκίμιο, Παρουσίαση, Σχόλια και Σημει­ ώσεις EjN. Μόσχου. Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» I. Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε. (1979). 36. Κ. Π. Καβάφη: [Ανέκδοτη εισήγηση για τον Βαλαωρίτη]. Ανακοίνωση: Γ. Π. Σαββίδη. (Ανάτυπο από το περ. Νέα Εστία). 1979. 37. Πόλυς Μοδινός: Τρεις Επιστολές του Καβάφη. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. 1980. 38. Κ. Π. Καβάφης: Εις το Φως της Ημέρας. Εκδό­ σεις Άγρα. Φυλλάδιο Ιο. 1982. Βλ. και αριθ. 34. 39. University di Palermo. Istituto di Filologia Greca. Quaderni - 9. Costantino Kavafis: Σαμίου Επιτάφιον e Τιγρανόκερτα. Due abbozzi a cura di Renata Lavagnini. Palermo 1982. 40. Κ. Π. Καβάφη: Ποιήματα. (1896-1933). Καλλιτε­ χνική επιμέλεια Φίλιππου Γ. Φέξη. Εκδόσεις Πανταζή Φύκιρη. (Άπαντα Καβάφη, Τόμ. 1). 1982. 41. Κ. Π. Καβάφη: Ανέκδοτα Ποιήματα. (1882-1923). Καλλιτεχνική επιμέλεια Φίλιππου Γ. Φέξη. Εκδόσεις Πανταζή Φύκιρη. (Άπαντα Καβάφη, Τόμ. 2). 1982. Βλ. και αριθ. 30. 42. Κ. Π. Καβάφη: Πεζά. Καλλιτεχνική επιμέλεια Φί­ λιππου Γ. Φέξη. Εκδόσεις Πανταζή Φύκιρη. (Ά παν­ τα Καβάφη, Τόμ. 3). 1982. Βλ. και αριθ. 25. 43. Καβάφης. Ανθολογία από κείμενα, χειρόγραφα, επιστολές, φωτογραφίες, σχέδια και βιβλία. Καλλιτε­ χνική επιμέλεια Φίλιππου Γ. Φέξη. Εκδόσεις Πανταζή Φύκιρη. (Άπαντα Καβάφη, Τόμ. 4). 1982. 44. Κ. Π. Καβάφης: Ποιήματα. Σχέδια Α. Φασιανού. Καλλιτεχνική επιμέλεια Φίλιππου Φέξη. Εκδόσεις Πανταζή Φύκιρη. 1983. 45. Κ. Π. Καβάφης. Πανομοιότυπα των πέντε πρώ­ των φυλλαδίων του (1891 ;-1904). Παρουσίαση-σχόλια Γ. Π. Σαββίδης. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. 1983. [Πανομοιότυπη ανατύπωση των αριθ. 1,2, 3,4 και 5].


αφιερωμα/151

Αυτοτελείς μεταφράσεις έργων του Κ. Π. Καβάφη

Γαλλικά 46. Constantin Cavafis: Poemes. Traduks du-grecpar Theodore Griva, precedes d’ une etude d’ Edmond Jaloux de P Academie fran^aise. Avant-propos de Mario Meunier. Portrait de Γ auteur par V. Photiadfcs. Abbaye du Livre, Lausanne 1947. (Και αθηναϊκή έκδοση: Ίκαρος 1963). 47. Marguerite Yourcenar: Presentation critique de Con­ stantin Cavafy 1863-1933. Suivie d’ une traduction integrale de ses pofcmes par Marguerite Yourcenar et Con­ stantin Dimaras. Gallimard, Paris 1958,21978. 48. C. P. Kavafy: Poemes. Traduits par Georges Papoutsakis. Preface de Andre Mirambel. «Les Belles Lettres», Paris, 1958. 49. Constantin Cavafy. Presentation par Georges Cattaui. Choix de textes, Bibliographie, Portraits, Fac-similes. «Pierre Seghers». Paris, 1964. 50. Jours anciens. Potmes de Constantin P. Cavafy tra­ duits par Bruno Roy. Frontispice d’ Alexandre Delay. «Fata Morgana». Montpellier, 1978. 51. Constantin Cavafy: Poemes anciens ou retrouves. 52 poemes du premier recueil posthume suivis de 22 pofemes retrouves. Traduits du grec et presentes par Gilles Ortlieb et Pierre Leyris. «Seghers», Paris 1978. 52. C. Cavafis: Poemes Choisis. Version francaise par Jean-Andre Vlachos. Athfenes 1983.

Αγγλικά 53. John Mavrogordato: The Poems of C. P. Cavafy. With an Introduction by Rex Warner. «The Hogarth Press». London, 1951. (American edition: «Grove Press», New York 1952). Πολλές επανεκδόσεις. 54. Rae Dalven: The Complete Poems of Cavafy. «Harcourt, Brace, and World». New York 1961. (English edi­ tion: «The Hogarth Press», London 1961). With an In­ troduction by W. H. Auden. Και Expanded Edition, 1976. 55. Fourteen Poems by C. P. Cavafy chosen and illustra­ ted with twelve etchings by David Hockney. Translated by Nikos Stangos and Stephen Spender. «Alecto Ltd», London 1967. 56. Passions and Ancient Days. Twenty One New Poems by C. P. Cavafy. Selected and Translated by Edmund Keeley & George Savidis. «The Dial Press». New York 1971. (English edition: «The Hogarth Ρ-ess», London 1972).

57. C. P. Cavafy: Selected Poems. Translated by Ed­ mund Keeley and Philip Sherrard. Princeton University Press, Princeton 1972. 58. C. P. Cavafy: Collected Poems. Translated by, Ed­ mund Keeley and Philip Sherrard. Edited by George Sa­ vidis. Princeton University Press. Princeton 1975 (Δί­ γλωσση έκδοση. Κυκλοφόρησε και σε paperback χω­ ρίς το ελληνικό πρωτότυπο. Και αγγλικές εκδόσεις: «The Hogarth Press» 1975, «Chatto and Windus» 1978).

Ιταλικά 59. Costantino Cavafis: Poesie Scelte. Versioni di Filip­ po Maria Pontani con un «Ricordo» di Giuseppe Unga­ retti. Milano 1956. 60. Costantino Kavafis: Poesie. A cura di Filippo Maria Pontani. Amoldo Mondadori Editore. Milano 1961. 61. Costantino Kavafis: Due prose su Shakespeare. Introduzione, versione e note di F. M. Pontani. Milano 1966. 62. Constantinos Kavafis: Cinquantacinque Poesie. A cura di Margherita Dalmati e Nelo Risi. Torino 1968. 63. Costantino Kavafis: Poesie Nascoste. A cura di Fi­ lippo Maria Pontani. Arnoldo Mondadori Editore. 1974. 64. Costantino Kavafis: Poesie Erotiche, con 15 disegni di Ghiannis Tsaruchis e una nota di Vittorio Sereni. Traduzione di Nicola Crocetti. Crocetti Editore (Milano 1983). Δίγλωσση έκδοση.

Ολλανδικά 65. Vijt en twintig verzen van Konstandinos P. Kavafis. Μετάφραση G. H. Blanken. Alkmaar 1934. (Ιδιωτική πολυγραφημένη έκδοση σε 100 αντίτυπα). 66. Κ. Ρ. Kavafis: Honderd Gedichten. Μετάφραση G. Η. Blanken. Amsterdam 1962. 67. Κ. P. Kavafis: Verzamelde Gedichten. Μετάφραση G. H. Blanken. Amsterdam 1977. 68. Κ. P. Kavafis: Passies & Dagen van weleer. Μετά­ φραση G. H. Blanken. Amsterdam 1978. 69. Κ. P. Kavafis: Verzamelde Gedichten. Vertaald en ingeleid door G. H. Blanken. II. 95 jeugdverzen en anekdota. Amsterdam. «Athenaeum-Polak & Van Gennep». 1980.


152/αφιερωμα

Γερμανικά 70. Gedichte des Konstantin Kavafis. Μετάφραση Hel­ mut von den Steinen. Suhrkamp Verlag. Berlin und Frankfurt A. M. 1955. 71. Konstantin Kavafis: Gedichte. Μετάφραση Helmut von den Steinen. Castrum Peregrini Presse. Amsterdam 1962. (Γερμανική μετάφραση τυπωμένη στην Ολλαν­ δία).

Ισπανικά (Καταλάνικα) 79. Carles Riba: Poemes de Kavafis. 1962. 80. Konstandinos P. Kavafis: Poemes. Μετάφραση, ση­ μειώσεις Alexis E. Soli. Barcelona 1975. (Πολλές επανεκδόσεις). 81. Joan Ferrate: Poesies de Cavafis. Barcelona 1978.

72. Konstantinos Kavafis: Ausgewahlte Gedichte. InselVerlag. Leipzig 1979.

Πορτογαλικά

Ισπανικά

82. 90 e mais quatro poemas, Constantino Cavafy. Με­ τάφραση, σχόλια, σημειώσεις Jorge de Sena. Porto, 1969.

73. Constantino Cavafis: VeinticilRo poemas. Μετά­ φραση: Elena Vidal και Jose Arf|?l Valente. Malaga 1964. 74. Veinticinco poemas de Cavafis. Μετάφραση: Juan Ferrate. Φωτογραφίες: Dick Frisell. Barcelona 1971. 75. Constantino Cavafis: Treinta poemas. Μετάφραση: Elena Vidal και Josfe Angel Valente. Barcelona 1971. 76. Constantino P. Cavafis: 50 poemas. Μετάφραση, πρόλογος και σημειώσεις Lizaro Santana. Μαδρίτη 1971. (Σε μετάφραση του ίδιου: 75 poemas, Μαδρίτη 1973). 77. Konstantino Kavafis: Poesias completas. Μετάφρα­ ση και σχόλια Jose Μ. Alvarez. Μαδρίτη 1976. (Σε με­ τάφραση του ίδιου: 65 poemas recuperandos, Μαδρίτη 1979). 78. C. Ρ. Cavafy: Cien poemas. Μετάφραση, εισαγωγή, σημειώσεις Francisco Rivera. Caracas Βενεζουέλας, 1978.

Ρουμάνικα 83. Constantin P. Kavafis: Poezii. Πρόλογος και μετά­ φραση Aurel Rau. Βουκουρέστι 1971. ·

Σουηδικά 84. Konstantin Kavafis: Dikter. Μετάφραση Bdrje Kn6s. Στοκχόλμη 1963. 85. I vantan pa barbarerna. Och andra tolkningar av Kavafis. Seferis: K. P. Kavafis, T. S. Eliot - parallelled Μετάφραση Hjalmar Gullberg. Στοκχόλμη 1965.

Ουγγρικά 86. Konsztantinosz P. Kavafisz: A barbarokra virva. Βουδαπέστη 1968. 87. Kavafisz Versei. Βουδαπέστη 1975.

Βιβλία για τον Κ. Π. Καβάφη 88. Ροβέρτος Κάμπος [= Πέτρος Μάγνης;]: Το ποιη­ τικόν έργο του Κ. Π. Καβάφη. Κάιρο. 1912. Ξανατυπ. στην Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκ. 1963, 640-644.

τυπ. στην εφ. «Ταχυδρόμος - Αίγυπτος» Αλεξάνδρει­ ας, 15 Γουν. 1958 και στην Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκ. 1963,614-621.

89. Γ. Βρισιμιτζάκης: Το έργο του Κ. Π. Καβάφη. Από τα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη. Το τύπωσαν τα «Γράμματα». Αλεξάντρεια 1917. Κ αι31923. Ξανατυπ.

ξάνδρεια. «Γράμματα» 1926. Ξανατυπ. στην Επιθεώ­ ρηση Τέχνης, Δεκ. 1963, 624-627 και στον αριθ. 167.

στη Νέα Εστία, Τόμ. 74,1 Νοεμ. 1963, 1405-1414 και στον αριθ. 167. 90. Φυλλάδα πρώτη. Τέχνη και Ρουτίνα. Την τύπω­ σαν οι «Απουάνοι» με τα «Γράμματα». Αλεξάντρεια 1917.. 91. Πόλυς Μοδινός - Αλέκος Σεγκόπουλος: Διάλεξις περί του ποιητικού έργου του Κ. Π. Καβάφη. Καμω­ μένη στον επιστημονικό σύλλογο «Πτολεμαίος Α'», στις 23 Φεβρουάριου 1918 Αλεξάντρεια 1918. Ξανα­

92. Γ. Βρισιμιτζάκης: Η πολιτική του Καβάφη. Αλε­

93. Γ. Βρισιμιτζάκης: Οι κύκλοι της Κολάσεως του Δάντη στην ποίηση του Καβάφη. «Γράμματα». Αλε­ ξάνδρεια 1926. Ξανατυπ. στον αριΟ. 167. 94. Αναστ. Σ. Φράγκος: Κριτικά σημειώματα των έρ­ γων Καβάφη, Παλαμά, ΝικολίΛδη, Βουτυρά. Επιμέ­ λεια «Νέας Τέχνης». 1927. 95. D. Mitropoulos: C. Ρ. Cavafy, 10 Inventions [παρ­ τιτούρες μουσικής, 1932;].


αφιερωμα/153 96. Τίμος Μαλάνος: Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης. (Ο άνθρωπος και το έργο του). Μελέτη. Εκδόσεις Γκοβόστη. 1933. Ξανατυπ. στους αριθ. 102 και 123. 97. Γλαύκος Αλιθέρσης: Το πρόβλημα του Καβάφη. Αλεξάντρεια. Έκδοση Σπύρου Ν. Γρίβα. 1934. 98. Τίμος Μαλάνος: Περί Καβάφη. (Συμπληρωματικά Σχόλια). 1935. Ξανατυπ. στους αριθ. 102 και 123. 99. Αντώνης Κόμης: Κ. Π. Καβάφης. Κέρκυρα 1935. 100. Γ. Λεχωνίτης: Καβαφικά Αυτοσχόλια. Με Εισα­ γωγικό Σημείωμα Τίμου Μαλάνου. Αλεξάνδρεια 1942. και21977 (Αθήνα). 101. Πάνθεον Ελλήνων Συγγραφέων. Σειρά Α'. Σύγ­ χρονοι Ποιητές, αριθ. 2. Α. Κωνσταντινίδης [= Αδ. Παπαδήμας]: Ο ποιητής Κων. Καβάφης. (Από τη ζωή και το έργο του). 1863-1933. Εκδοτικός Οίκος Παρθενών. 1943. 102. Τίμος Μαλάνος: Άπαντα. Τόμος πρώτος. I. Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης. Ο άνθρωπος και το έργο του. Μελέτη. II. Συμπληρωματικά Σχόλια. Αλεξάν­ δρεια [1943]. Ξανατυπ. στον αριθ. 123. 103. Τίμος Μαλάνος: Άπαντα, τόμος δεύτερος. I. Η μυθολογία της Καβαφικής Πολιτείας. II. Κριτικά δο­ κίμια. Σειρά πρώτη. Αλεξάνδρεια 1943. (Το πρώτο μέ­ ρος του βιβλίου ξανατυπ. στον αριθ. 123). 104. Δέκα σχέδια του Επ. Λιώκη από ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη. (Πρόλογος Κ. Α. Μεραναίου). 194β. 105. Γ. Κ. Κατσίμπαλης: Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη. Τυπογραφείο Σεργιάδη. 1943.

113.

* Φ. Γαληνός: Ο Καβάφης και το Έθνος. 1951.

115. Γιάννης Μιχαλέτος: Η ποίηση του Καβάφη. (Αι­ σθητική θεώρηση). 1952. 115. Μιχ. Περάνθης: Ο Αμαρτωλός. (Κωνσταντίνος Καβάφης). Μυθιστορηματική βιογραφία. Μαυρίδης (1953). Και21961, 31970, "1977. 116. Τίμος Μαλάνος: Καβάφης - Έλιοτ. (Είναι πράγ­ ματι παράλληλοι;) Κριτική Μελέτη. Αλεξάνδρεια 1953. Ξανατυπ. στον αριθ. 131. 117. Bruno Lavagnini: Trittico Neogreco. Porfiras - Kavafis - Sikelianos. Edizioni dello Istituto Italiano di Atene. 1954. 118. Γιάννης Μιχαλέτος: Καβαφικά Θέματα. Αντίλο­ γος. (1955). 119. Ε. Π. Παπανούτσος: Παλαμάς - Καβάφης - Σικελιανός. Νέα έκδοση. Ίκαρος (1955). Βλ. και αριθ. 112. Και31971. 120. Παλαμάς, Σικελιανός, Καβάφης. Επιμέλεια Αντρέα Καραντώνη. Βασική Βιβλιοθήκη «Αετού», αριθ. 25. Εκδοτ. Οίκος: Ιωάννου Ν. Ζαχαροπούλου (1955). Η εισαγωγή για τον Καβάφη ξανατυπ. στο βιβλίο του Καραντώνη: Φυσιογνωμίες, 1959. Και21966. 121. Γεώργιος Λυσιώτης: Ο φιλοσοφικός στοχασμός στην ποίηση του Καβάφη. Λευκωσία 1956. 122. Μάνθος Κρίσπης: Κ. Π. Καβάφης. Δοκίμιο. 1956.

106. Γιάγκος Πιερίδης: Ο Καβάφης. Συνομιλίες, Χα­ ρακτηρισμοί, Ανέκδοτα. Εκδότης «Ωρίων» Α.Ε. [1944], Βλ. και αριθ. 140.

123. Τίμος Μαλάνος: Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης. Ο άνθρωπος και το έργο του. Έκδοση συμπληρωμένη και οριστική. 2.- Συμπληρωματικά Σχόλια. 3.- Απ' τα Καβαφικά μου Τετράδια. 4 - Η μυθολογία της Καβα­ φικής Πολιτείας. «Δίφρος» 1957.

107. Γ. Κ. Κατσίμπαλης: Βιβλιογραφικά Συμπληρώ­ ματα I. Γρυπάρη - Μ. Μητσάκη - Κ. Θεοτόκη - Κ. Καβάφη. Τυπογραφείο Σεργιάδη. 1944.

124. Αλέξανδρος Φερέντης [= Α. Αρώνης]: Δεκατρία Σονέττα. 1955-1957. Μάρτιος 1957. Καβάλα.

108. Δημήτρης Κ. Γαρουφαλιάς: Συμβολή-στη μελέτη του Καβάφη. Ο σεξουαλισμός του. Η περίοδος 340 π.Χ.-400 μ.Χ. Το λεκτικό του. Το θέλγητρο της ποίη­ σής του. Ο ποιητής και η γύρω του πραγματικότητα. Καβάφης, ο ποιητής της παρακμής. Εκδότης Αριστ.

126. Στρατής Τσίρκας: Ο Καβάφης και η εποχή του. «Κέδρος» 1958. Και21971. Ανατυπώσεις από τότε.

Ν. Μαυρίδης. 1945. 109. I. Μ. Παναγιωτόπουλος: Τα Πρόσωπα και τα Κείμενα. Δ' Κ. Π. Καβάφης. «Αετός» Α.Ε. 1946. Και 21982. 110. Μιχάλης Περίδης: Ο Βίος και το Έργο του Κωνστ. Καβάφη. Ίκαρος (1948). 111. Μάνθος Κρίσπης: Καβάφης. Ο φιλέρημος νοσταλγός. (1948). 112. Ε. Π. Παπανούτσος: Παλαμάς. Καβάφης. Σικελιανός. Εκδόσεις «Άλφα» I. Μ. Σκαζίκη (1949). Βλ. και αριθ. 119.

125. Β. Φ. Χρηστίδης: Ο Καβάφης και το Βυζάντιο. Έκδοση Βιοχάρτ. 1958.

127. Μανώλης Γιαλουράκης: Ο Καβάφης του κεφα­ λαίου «Τ». Συνομιλίες με τον Τίμο Μαλάνο. Αλεξάν­ δρεια 1959. Ξανατυπ. στον αριθ. 166. 128. Κ. Πετρίδης: Από τον Παλαμά ώς τον Καβάφη. Δοκίμιο. 1961. 129. Γιάννης Χατζίνης: Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη. (1961). Και21962. 130. Σταύρος Καρακάσης: Κ. Π. Καβάφης. Μελέτη. Δίφρος 1963. Και ανατύπωση 1978. 131. Τίμος Μαλάνος: Καβάφης 2. Φύλλα τετραδίου ' και άλλα. Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη. 1963.


154/αφιερωμα 132. Ευάγγελος Λ. Μάμμας: Κ. Π. Καβάφης. (Η ζωή και το έργο του). Πειραιεύς 1963.

149. Στρατής Τσίρκας: Ο πολιτικός Καβάφης. Κέ­ δρος. 1971. Και ανατυπώσεις.

133. Γ. Παπασίνος. Εκατόχρονα Καβάφη. 1963.

150. Ε. Μ. Φόρστερ: Καβάφης. (Μετάφραση από τα αγγλικά: Ε.Χ.) Πανδώρα (1971). Βλ. και τους αριθ. 210 και 255.

134. I. Ν. Σαρακηνός: Κ. Π. Καβάφη «Τα Τείχη». Αι­ σθητική ανάλυση. (Και άλλα τινά). Κέρκυρα 1963. Βλ. και αριθ. 143. 135. Γιάννης Ρίτσος: 12 ποιήματα για τον Καβάφη. Εκδόσεις «Κέδρος» (1963). Πολλές ανατυπώσεις από τότε. Βλ. και αριθ. 187.

151. Γ. Π. Σαββίδης: Ο δραστικός λόγος του Κ. Π. Καβάφη. Έ να καινούργιο ποίημα του Βάρναλη και δυο άγνωστα σημειώματα του Καβάφη παρουσιασμέ­ να και σχολιασμένα. 1972. Ξανατυπ. στον αριθ. 341.

136. Μαργαρίτα Δαλμάτη: Κ. Π. Καβάφης. Μελέτη. Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων. 1964.

152. Aurel Rail: Trei Poeti. Perse, Machado, Kavafis. Editura Dacia. Cluj, Ρουμανίας. 1972.

137. Οδυσσέας Παναγιώτου [= Αντ. Σκουληκίδης]: Σκέψεις για την «εκπολιτιστική» αποστολή των απο­ δήμων στις αποικίες. (Από αφορμή τις εργασίες του Σ. Τσίρκα για τον Καβάφη). 1964.

153. Κυρ. Ντελόπουλος: Ιστορικά και άλλα πρόσωπα στην ποίηση του Καβάφη. Βιο-βιβλιογραφική έρευνα. 1972. Βλ. και αριθ. 183.

138. I. Α. Σαρεγιάννης: Σχόλια στον Καβάφη. Πρόλο­ γος Γιώργου Σεφέρη. Εισαγωγή και φροντίδα Ζήσιμου Λορεντζάτου. Ίκαρος (1964). Και ανατύπωση 1973.

154. Τασία Αδάμ - Δημ. Τσέρτος: Το ήθος στην Τέ­ χνη. (Ο Καβαφισμός). Δοκίμιο. Εκδόσεις Δημ. Τσέρτου - I. Φελέκη. [1972]. 155. I. Μ. Χατζηφώτης: Η Αλεξάνδρεια κι ο Καβά­ φης. Εκδόσεις «Αλκαίος» (1973). Και21975.

139. Peter Bien: Constantine Cavafy. Columbia Univer­ sity Press. New York & London. (Columbia Essays on Modem Writers, 5). 1964. Και21965.

156. Ελένη Λαδιά: 8 άρθρα για την καβαφική ποίηση. 1973. Βλ. και αριθ. 168.

140. Γιάγκος Πιερίδης: Ο Καβάφης. Συνομιλίες και Χαρακτηρισμοί. (Πρόλογος Μαλακάση). Έκδοση Β' Συμπληρωμένη. Εκδόσεις Δωδεκάτη Ωρα (1965). Βλ. και αριθ. 106.

157. Κ. Φ. Φαβάκης [= Μίμης Σουλιώτης]: Ποιήματα εν παρόδω. Ε' έκδοση αναθεωρημένη, βελτιωμένη, διορθωμένη, επηυξημένη, προικισμένη, κ.ά. Φιλολο­ γική επιμέλεια Μ. Π. Σουλιώτη. Εκδόσεις «Μπαμ». (Θεσσαλονίκη) 1974.

141. Γ. Π. Σαββίδης: Οι Καβαφικές Εκδόσεις (18911932). Περιγραφή και Σχόλιο. Βιβλιογραφική Μελέτη. Έκδοση Ταχυδρόμου. 1966. [Πρωτοκυκλοφόρησε χωρίς Επίμετρο και Ευρετήριο σε 120 αντίτυπα εκτός εμπορίου].

158. Νικόλαος-Ιωάννης Σ. Μπούσουλας: Το σύμπαν το στοχαστικό -το αισθητικό «μέχρι παθήσεως»- του λόγου του Καβαφικού. [Θεσσαλονίκη 1974]. Και 21978.

142. Κ. Πετρίδης: Ο Καβάφης και η Διαλεχτική. Δο­ κίμιο. Δίπτυχο 1966. Και21972. 143. I. Ν. Σαρακηνός: Καβαφικά. (Τα Τείχη - Η Αποικία - Η Σατραπεία). Έκδοση Δεύτερη. Κέρκυρα 1966. Βλ. και αριθ. 134. 144. Μανώλης Χαλβατζάκης: Ο Καβάφης στην υπαλ­ ληλική του ζωή. Επισκέψεις και Μελετήματα. 1967. 145. Σταύρος Μελισσινός: Καβάφης. Ο Λυρωδός με την μία χορδή. Αποσπάσματα φιλολογικού ημερολο­ γίου. 1967. 146. Ατανάζιο Κατράρο: Ο φίλος μου ο Καβάφης. Μετάφραση Αριστέας Ράλλη. Ίκαρος (1970). 147. Γ. Θέμελης: Η ποίηση του Καβάφη. Διαστάσεις και όρια. Δοκιμή για μια βαθύτερη ερμηνεία. Δοκίμιο, 1. Εκδόσεις Κωνσταντινίδη. (Θεσσαλονίκη 1970). 148. University di Padova. Studi Bizantini e Neogreci diretti da Filippo Maria Pontani. 2. Lessico di Kavafis. A cura di Gina Lorando, Lucia Marcheselli, Anna Gentilini. Liviana Editrice in Padova. 1970.

159. Μανώλης Γιαλουράκης: Στην Αλεξάνδρεια του Καβάφη. Εκδόσεις «Ολκός». 1974. 160. Σ. Γ. Μελισσινός: Καβαφικά Α '-Β '. Τα ποιήματά του όπως δεν τα έγραψε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. (1974). 161. Ευαγγ. Παπαχρήστου-Πάνου: Το χριστιανικό βίωμα του Κ· Π. Καβάφη. Δοκίμιο. Ιωλκός [1974], 162. Κ. X. Μεταξάς: Κ. Καβάφης. Ανέκδοτα στοιχεία της οικογένειας του ποιητού. Λονδίνον 1974. 163. X. Λ. Καράογλου: Ριμάριο Κ. Π. Καβάφη. Θεσ­ σαλονίκη, Νοέμβρης 1974. [Φωτολιθογραφημένο χει­ ρόγραφο]. 164. Γιάννης Δάλλας: Καβάφης και Ιστορία. Αισθητι­ κές λειτουργίες. Ερμής 1974. 165. Robert Liddell: Cavafy. A critical biography. Duckworth (London 1974). Βλ. ελληνική έκδοση στον αριθ. 190. 166. Μαν. Γιαλουράκης: Καβάφης: Από τον Πρίαπο στον Καρλ Μαρξ. Ολκός 1975. [Επανέκδοση του αριθ. 127 με λιγοστές προσθήκες].


αφιερωμα/155 167. Γ. Βρισιμιτζάκης: Το έργο του Κ. Π. Καβάφη. Πρόλογος και Φιλολογική Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Ίκαρος (1975). Βλ. και αριθ. 89, 92 και 93. Ο Πρόλο­ γος Σαββίδη και σε ανάτυπο.

πρόσωπα. Ιστορική, φιλολογική και βιβλιογραφική έρευνα. Δεύτερη έκδοση, αναθεωρημένη και ανασυν­ ταγμένη. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. 1978. Και31980.

168. Ελένη Λαδιά: Ά ρθρα για την Καβαφική ποίηση. Δεύτερη έκδοση. Εκδόσεις Φέξη. 1975. Βλ. και αριθ. 156.

184. Παύλος Βαλασάκης: 12 συνθέσεις με πενάκι πά­ νω σε 12 ποιήματα του Καβάφη. 1978.

169. University di Padova. Studi Bizantini e Neogreci, diretti da Filippo Maria Pontani. Quaderni 11. Massimo Peri: Strutture in Kavafis. 1976. [Πολυγραφημένο], Βλ. και ελληνική μετάφραση, σχόλιο και πρόσθετες ση­ μειώσεις Χρυσούλας Ανεμούδη - Γιώργου Κεχαγιόγλου, Φιλόλογος Θεσσαλονίκης, 11-12, Οκτ. 1977, 231-242.

186. Paola Μ. Minucci: Costantino Kavafis: La Nuova Italia. (Firenze 1979).

170. Ξ. Α. Κοκόλης: Πίνακας Λέξεων των 154 ποιημά­ των του Κ. Π. Καβάφη. Σε παράρτημα, Ορθογραφικά Σημάδια και Σημεία Στίξης. (Ερμής) 1976. 171. Edmund Keeley: Cavafy’s Alexandria. Study of a Myth in Progress. Harvard University Press. Cambridge, Massachusetts (USA 1976). Βλ. ελληνική έκδοση στον αριθ. 185. 172. Ζήσιμος Λορεντζάτος: Μικρά αναλυτικά στον Καβάφη. Ίκαρος (1977). 173. Βαγ. Καραγιάννης: Ο Καβάφης στη Ρουμανία. 1977. 174. Η ποιητική του Κ. Π. Καβάφη. Συντεθέν τε και τύποις εκδοθέν ιδίοις αναλώμασι παρά Αγγ. Λε. Ρηγοπούλου. Πάτρα 1977. 175. Μεγάλοι απόντες. Κώστας Καβάφης. Spectrum Ltd. A Corais Company [1977. Φυλλάδιο συνοδευτικό μεταλλίου. Περιέχει άρθρα Άρη Αικταίου και Γεώργιου Ρούσσου].

185. Edmund Keeley: Η Καβαφική Αλεξάνδρεια. Εξέ­ λιξη ενός Μύθου. Μετάφραση Τζένη Μαστοράκη. Ίκαρος (1979). Βλ. Και αριθ. 171.

187. Massimo Peri: Kavafis - Ritsos. Con le 12 Poesie su Kavafis tradotte da Filippo Maria Pontani. University di Padova. Istituto di Studi Bizantini e Neogreci, 1979. [Πολυγραφημένο]. Και ελληνική μετάφραση στον τό­ μο: Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο. Κέδρος (1981), 258275. 188. Victor Ivanovici: Νεοελληνικό Τρίπτυχο. Καβά­ φης - Σεφέρης - Σικελιανός. Εξάντας (1979). 189. Memas Kolaitis: Cavafy as I Knew him. With 12 annotated translations of his poems and a translation of The Golden Verses of Pythagoras. Santa Barbara, Cali­ fornia (1980). [Φωτολιθογραφημένο). 190. Robert Liddell: Καβάφης. Κριτική Βιογραφία. Μετάφραση Καίτη Λογοθέτη-Άντερσον. Ίκαρος (1980). Βλ. και αριθ. 165. 191. Τέλλος Άγρας: Κριτικά. Πρώτος Τόμος. Καβά­ φης - Παλαμάς. Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Ερμής 1980.

177. Jane Lagoudis Pinchin: Alexandria Still. Forster, Durrell and Cavafy. Princeton University Press. Prince­ ton, New Jersey (USA 1977).

192. Σ.-Γ. Γ. Παναγιωτάτος: «Ιθάκη». Διεξοδική κρι­ τική αναλυσις. (Ό που το διαβρωτικό, ψυχοφθόρο και για τα σκουπίδια καβαφικό ποίημα, γίνεται η λυ­ δία λίθος που βγάζει ξένη, αναρμόδια, άσχετη τη φι­ λολογική επιστήμη, λαθρεπιβάτισσα την «πνευματική ηγεσία» και σε προχωρημένη κάμψι τη φυλετική μας ορμή). 1981.

178. Massimo Peri: Quattro Saggi su Kavafis. Vita e Pensiero. Pubblicazioni della University Cattolica del Sacro Cuore. Milano 1977.

193. Marina Risva: La pensee politique de Constantin Cavafy. Societe d’ Edition «Les Belles Lettres». Paris 1981.

179. Τίμος Μαλάνος: Καβάφης 3. (Κριτικά διάφορα). Εκδόσεις Αργώ. 1978.

194. Τίμος Μαλάνος: Ο Καβάφης απαραμόρφωτος. Πρόσπερος. 1981.

180. Γ. Κ. Κατσίμπαλης: Προσθήκες στη Βιβλιογρα­ φία Κ. Π. Καβάφη ώς το 1943. Επιμέλεια Θ. Δ. Μπασογιάννη. Θεσσαλονίκη 1978. [Πολυγραφημένο].

195. Μιχάλης Πιερής: Κ. Π. Καβάφης: έφοδος στο σκοτάδι. (Η εξελικτική πορεία). Το Μικρό Δέντρο, 6, (1982).

181. Γ. Κ. Κατσίμπαλης: Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη 1944-1962. Επιμέλεια Θ. Δ. Μπασργιάννη. Θεσσαλο­ νίκη 1978. [Πολυγραφημένο].

196. C. Capri-Karka: Love and the Symbolic Journey in the Poetry of Cavafy, Eliot and Seferis. An interpretation with detailed poem-by-poem analysis. Pella Publishing Company. New York. 1982.

176. Καλ. Α. Σφαέλλσυ: Καβάφης ο Ελληνικός. 1977.

182. Homage to Cavafy. Ten Poems by Constantine Ca­ vafy. Ten Photographs by Duane Michals. (New Ham­ pshire, USA 1978). 183. Κυρ. Ντελόπουλος: Καβάφη ιστορικά και άλλα

197. Ο «τρίτος» Καβάφης. Κείμενο και σχέδια Τ. Αλεξίου. Textes et dessins de T. Alexiou. Le «troisieme» Cavafis. [εκδ:] Τέσσερις εποχές. Quatre Saisons. 1982 [Δίγλωσσο].


156/αφιερωμα 198. Ανθολογία από άρθρα και κριτικές. Ά ρθρα και κριτικές I. Καλλιτεχνική επιμέλεια Φίλιππου Γ. Φέξη. Εκδόσεις Φύκιρη. (Ά παντα Καβάφη, Τόμ. 5 [1983]). 199. Ανθολογία από άρθρα και κριτικές. Άρθρα και κριτικές II. Καλλιτεχνική επιμέλεια Φίλιππου Γ. Φέξη. Εκδόσεις Φύκιρη. (Ά παντα Καβάφη, Τόμ. 6 [1983]). 200. Ανδρέας Χατζηθωμάς: Συμβολή στη Βιβλιογρα­ φία του Κ. Π. Καβάφη. Παγκύπριο Γυμνάσιο (Λυκειακός κύκλος). Λευκωσία 1983. 201. Μέρες του ποιητή Κ. Π. Καβάφη. Πενήντα χρό­

νια από τον θάνατό του. «Τετράδια Ευθύνης». 19. (1983). 202. Βύρων Λεοντάρης: Καβάφης ο έγκλειστος. Δο­ κίμιο υπεράσπισης τουΛποιητή απέναντι στην ποίηση. Εκδόσεις Έρασμος. 1983. 203. The Mind and Art of C. P. Cavafy. Essays on his Life and Work. Denise Harvey & Company. Athens (1983). 204. Σόνια Ιλίνσκαγια: Κ. Π. Καβάφης. Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα. Κέ­ δρος (1983).

Άρθρα - Μελέτες - Κρίσεις

205. Γρ. Ξενόπουλος: Ένας ποιητής, Παναθήναια, 30 Νοεμ. 1903, 97-102. Ξανατυπώνεται: Νέα Εστία, Τόμ. 14,15 Ιουλ. 1933, 749-755. Νέα Εστία, Τόμ. 74, 1 Νοεμ. 1963, 1443-1449. Νεοελληνική Κριτική (Βα­ σική Βιβλιοθήκη «Αετού», 42) 1956, 210-217. Ά παν­ τα Ξενόπουλου, Τόμ. 11, Εκδόσεις Μπίρη (1971), 5160. Κριτικά Φύλλα, Τόμ. Ε ', Χειμώνας 1976-77, 464471. Άρθρα και Κριτικές I. (Ά παντα Καβάφη, Τόμ. 5) έκδ. Φύκιρη (1983), 75-83. 206. Π. Α. Πετρίδης: Ένας Αλεξανδρινός ποιητής. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Νέα Ζωή Αλεξάνδρειας, Έτοςί Ε ', Απρ. 1909, 201-206. 207. Πετρούλα Ψηλορείτη [= Γαλάτεια Καξαντζάκη]: Κ. Π. Καβάφης, Ο Νουμάς, 14 του Φλεβάρη 1910. Μεγάλο μέρος του άρθρου ξανατυπ. στο καβαφικό αφιέρωμα της Νέας Τέχνης, Ιούλ.-Οκτ. 1924. Ξανα­ τυπ. ολόκληρο στη Νέα Εστία, Τόμ. 74, 1 Νοεμ. 1963, 1394-1396 και στον τόμο: Ά ρθρα και Κριτικές I (Ά παντα Καβάφη, Τόμ. 5), έκδ. Φύκιρη (1983), 9599. 208. Γ. Χαριτάκης: Κ. Π. Καβάφης, Νέα Ζωή Αλε­ ξάνδρειας, τόμ. IX, 1914, 201-205. Ξανατυπ. στο βι­ βλίο του Μαν. Γιαλουράκη: «Στην Αλεξάνδρεια του Καβάφη», «Ολκός», 1974, 212-219.

Forster ·«Pharos and Pharillon», έκδ. Hogarth Press, Λονδίνο 1923, 75-79. Επίσης στον πρόσφατο τόμο «The Mind and Art of C. P. Cavafy» (βλ. αριθ. 203), Athens (1983), 13-18. Πρώτη πλήρης ελληνική μετά­ φραση στο καβαφικό αφιέρωμα Νέας Τέχνης, Ιούλ.Οκτ. 1924. Μεταγενέστερη, από τον Γ. Π. Σαββίδη, «Το Βήμα», 5 Μάίου 1953. Ξανατυπ. στο καβαφικό αφιέρωμα του περ. Επιδεώρηση Τέχνης, Δεκ. 1963, 628-630. Νεότερη μετάφραση στο τομίδιο: Ε. Μ. Φόρστερ: Καβάφης, έκδ. Πανδώρα (1971). Βλ. τον αριθ. 150. 211. Φώτος Πολίτης: Γ. Εξαρχόπουλος Καβάφης Ματθαίου, «Πολιτεία», 7 Σεπτ. 1923. Ξανατυπ. στο περ. Νέα Εστία, Τόμ. 74, 1 Νοεμ. 1963, 1402-1403 και στον τόμο Άρθρα και Κριτικές I (Άπαντα Καβά­ φη, Τόμ. 5), έκδ. Φύκιρη (1983), 85-87. 212. Άλκης Θρύλος: Κ. Π. Καβάφης, Νέα Τέχνη, Έτος Α', Ιούλ.-Οκτ. 1924, 94-98 και Έτος Β', Ιαν.Φεβρ. 1925, 11-18. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Θρύλου «Κριτικές Μελέτες III», έκδ. Οίκος Μ. Σ. Σαριβαξεβάνη, 1925, 155-197. 213. Κ. Παλαμάς: Libido, «Ελεύθερος Λόγος», 30 Ιουν. 1924. Ξανατυπ. στα Άπαντα Κωστή Παλαμά, Τόμ. 12, Μπίρης - Γκοβόστης, [1967], 166-189.

209. Μιχ. Περίδης: Κ. Π. Καβάφης, Γράμματα Αλε­ ξάνδρειας, Τόμ. 3, Μάης 1916, 297-303. Προηγήθηκε (1915) η κυκλοφορία της μελέτης σε ανάτυπο. Από­ σπασμα του άρθρου ξανατυπ. στο καβαφικό αφιέρω­ μα Νέας Τέχνης, Ιούλ.-Οκτ. 1924.

215. Ηλίας Γκανούλης: Το έργο του Καβάφη, Πα­ σχαλινό Λεύκωμα Αλεξάνδρειας, 1926, 49-52. Ξανα­

210. Ε. Μ. Forster: The Poetry of C. P. Cavafy, Athena­ eum Λονδίνου, 25 Απρ. 1919, 247-248. Ξανατυπ. στην

Νέα Εστία, Τόμ. 99, 15 Φεβρ. 1976, 233-236.

«Egyptian Gazette» Αλεξάνδρειας, 17 Μάίου 1919. Εκτενής περίληψη, μεταφρασμένη στα ελληνικά, δη­ μοσιεύτηκε στα Γράμματα Αλεξάνδρειας, Τόμ. 5, Ιούλ.-Σεπτ. 1919, 161-162. Ξανατυπ. στο βιβλίο του

214. Κλ. Παράσχος: Κωνσταντίνος Καβάφης, «Ελεύ­ θερον Βήμα», 6 Δεκ. 1924.

τυπ. από τον Μαν. Γιαλουράκη στο άρθρο του: Ο Ηλ. Γκανούλης για τον Καβάφη. Ένα δυσεύρετο κείμενο, 216. Ν. Καζαντζάκης: Ο Αλεξανδρινός ποιητής Καβά­ φης. Από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού, «Ελεύ­ θερος Λόγος», 15 Απρ. 1927. Ξανατυπ. στο βιβλίο


αφιερωμα/157 του Καζαντζάκη «Ταξειδεύοντας», Εκδ. Οίκος Σεράπειον, Αλεξάνδρεια 1927, 169-172, και στις μεταγενέ­ στερες επανεκδόσεις των ταξιδιωτικών του Καζαντζάκη (Ιταλία - Αίγυπτος - Σινά - Ιερουσαλήμ - Κύπρος -Ο Μοριάς). Πολλές αποσπασματικές αναδημοσιεύ­ σεις. Εανατυπ. στον τόμο Ά ρθρα και Κριτικές I (Άπαντα Καβάφη, Τόμ. 5), έκδ. Φύκιρη (1983), 5356.

Μάρτ. 1933, 154-162. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Βλα­ στού «Η Ελληνική και μερικές άλλες παράλληλες δι­ γλωσσίες», 1935, 183-197. Επίσης στο περ. Νέα Εστία, Τόμ. 74,1 Νοεμ. 1963,1424-1428 και στον τό­ μο Άρθρα και Κριτικές I (Άπαντα Καβάφη, Τόμ. 5), έκδ. Φύκιρη (1983), 21-27. 229. Α. Δρίβας: Ο Καβάφης χωρίς προκατάληψη, Ρυ­

θμός Πειραιά, Μάρτ. 1933, 192-193.

217. Κλ. Παράσχος: Έρως στην ποίηση του Καβάφη, Περιοδικόν Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, 20 Νοεμ. 1927.

230. Τ. Κ. Παπατσώνης: Κ. Π. Καβάφης, Σήμερα, Μάης 1933, 132-139. '

218. Καίσαρ Εμμανουήλ: Ο Καβάφης σαν ποιητής και αρχηγός σχολής, Αναγέννηση, Ιούν. 1928, 439442.

Εστία, Τόμ. 14,15 Ιουλ. 1933, 764-767.

219. Ορέστης Διγενής [= Γ. Θεοτοκάς]: Ελεύθερο Πνεύμα. Εκδ. A. I. Ράλλης. 1929, 106-113. Και νεότε­ ρη έκδοση με επιμέλεια Κ. Θ. Δημαρά, Ερμής 1973 (Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, αρ. 22). 220. Γ. Α. Παπουτσάκης: Πάνω στο ποίημα του Κα­ βάφη «Καισαρίων», Αλεξανδρινή Τέχνη Αλεξάνδρει­ ας, Μάιος 1929,183-188. 221. Ναπ. Λαπαθιώτης: Καβάφης, Πειθαρχία, 27 Απρ. 1930, 21-22. 222. Φ. Γιοφύλλης: Το χιούμορ του Καβάφη, Αλε­ ξανδρινή Τέχνη Αλεξάνδρειας, Ιούν.-Ιούλ. 1930,171184. 223. Αθ. Γ. Πολίτης: Ο Ελληνισμός και η νεωτέρα Αί­ γυπτος. Τόμ. Β '. Έκδ. «Γράμματα», Αλεξάνδρεια 1930, 447-456. Το σχετικό απόσπασμα του βιβλίου που αναφέρεται στον Καβάφη προ-δημοσιεύτηκε με­ ταφρασμένο γαλλικά στο καβαφικό αφιέρωμα του περ. La Semaine tgyptienne Κάιρου, 24 Απρ. 1929, 1517. [Πρόσφατη φωτοτυπική ανατύπωση του αφιερώ­ ματος από το Ε.Λ.Ι.Α.]. Το πρωτότυπο ελληνικό κεί­ μενο ξανατυπ. από τον Στρ. Τσίρκα στο αφιέρωμα του περ.Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκ. 1963, 645-648. 224. Δ. Νικολαρείζης: Ο ηδονισμός και η ποίησις του Καβάφη, Ν έα Εστία, Τόμ. 10, 1 Νοεμ. 1931, 11481153. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Νικολαρείζη, Δοκίμια Κριτικής, Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, 1962, 156-166. Και 21983, εκδ. Πλέθρον. 225. Κ. Θ. Δημαράς: Μερικές πηγές της Καβαφικής τέχνης, Ο Κύκλος, Χρ. Α ', Τόμ. Β ', αριθ. 3-4, 1932, 69-86.

231. Κ. Θ. Δημαράς: Η «ηθοποιία» του Καβάφη, Νέα 232. Δ. Νικολαρέίζης: Η διαμόρφωση του καβαφικού λυρισμού, Νέα Εστία, Τόμ. 14, 15 Ιουλ. 1933, 768773. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Νικολαρείζη, Δοκίμια Κριτικής, Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, 1962, 167-180. Και 21983, εκδ. Πλέθρον. 233. Κ. Βάρναλης: Κωνσταντίνος Καβάφης, «Πρωία», 19 Ιουλ. 1937. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Βάρναλη, Ζωντανοί Άνθρωποι, 1939, 53-60 και στον μεταγενέ­ στερο τόμο του ίδιου, Άνθρωποι, Κέδρος 1958, 7378. (Και ανατυπώσεις). 234. Α. Γιαλούρης: Ο Καβάφης και το Βυζάντιο,

Πνευματική Ζωή, Χρ. Β', 25 Μαίου, 10 Ιουν., 10 Αυγ. 1938,153-154, 169-170 και 234. 235. Γ. Θεοτοκάς: Δυο συναντήσεις με τον Καβάφη,

Νεοελληνικά Γράμματα, 24 Ιουν. 1939. Ξανατυπ. στο περ. Καινούρια Εποχή, Φθινόπωρο 1957, 125127 [= Γ. Γουδέλης: Ανθολογία της σύγχρονης Κριτι­ κής. Ποίηση - Πεζογραφία, 1959, 297-301], Ξανατυπ. στο βιβλίο του Θεοτοκά, Πνευματική Πορεία, Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, 1961, 235-247. Και β' έκδοση, χ.χ., βιβλιοπωλείον της «Εστίας». 236. C. G. Tarelli: Cavafis, The Link Οξφόρδης, Ιούν. 1939, 34-35. 237. Filippo Maria Pontani: Saggio sulla poesia di Costantino Cavafis, Επιθεώρησις Ρώμης, Αύγ. και Σεπτ. 1940, 521-540 και 590-604. 238. Filippo Maria Pontani: Fonti della poesia di Cava­ fis, Επιθεώρησις Ρώμης, Οκτ. 1940, 657-669. 239. Γ. I. Φουσάρας: Ο Καβάφης ως στοχαστής, «Πρωία», 29, 30 Απρ. και 2 ΜιΛου 1943.

226. Τ. Κ. Παπατσώνης: Συμβολή σε κριτική του έρ­ γου του κ. Καβάφη, Ο Κύκλος, Χρ. Α ', Τόμ. Β', αριθ. 3-4, 1932, 87-93.

240. Γ. Βαλέτας: Καβάφης ο Αντιοχεύς, Γράμματα, Μάιος 1943, 222-225. Και ανάτυπο. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Βαλέτα, Της Ρωμιοσύνης, Δοκίμια, εκδ. «Πηγής» 1976. Και β' εκδ. «Φιλιππότης», 1982.

227. Μ. Σπιέρος [= Ν. Κάλας]: Παρατηρήσεις επάνω στο καβαφικό έργο, Ο Κύκλος, Χρ. Α ', Τόμ. Β', αριθ. 3-4, 1932, 98-126. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Ν. Κάλας: Κείμενα ποιητικής και αισθητικής. Θεώρησηεπιμέλεια Αλεξ. Αργυρίου. Πλέθρον 1982, 48-98.

241. Γρ. Ξενόπουλος: Το ανθρώπινο στην ποίηση του Καβάφη, Ημερολόγιον Πάργα, 1934, Αλεξάνδρεια, 61-71. Ξανατυπ. στο περ. Νέα Εστία, Τόμ. 34,1 Ιουλ. 1943, 845-851 και στα Άπαντα Ξενόπουλου, Τόμ. 11, Εκδόσεις Μπίρη (1971), 60-74.

228. Πέτρος Βλαστός: Καβάφης ο στωικός, Ιδέα,

242. Michel Perides: Alexandrie k travers la poesie de


158/αφιερωμα Cavafy, La Semaine Egyptienne ΚάΙρου, Απρ. 1944, 410.

243. Οδ. Ελύτης: Πέντε κορυφαίοι νεοέλληνες λυρι­ κοί. (Σολωμός - Κάλβος - Παλαμάς - Καβάφης - Σικελιανός), Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Τόμ. Α ', Σεπτ. 1945, 20-25. 244. Samuel Baud-Bovy: Poesie de la Grece Modeme. Lausanne. Editions La Concorde. 1946,113-138. 245. Filippo Maria Pontani: Metrica di Cavafis [στον τό­ μο:] Atti della Reale Accademia di Scienze, Lettere e Arti di Palermo, Sene' IV, Vol. V. Parte II, 1946. Και ανά246. Γ. Σεφέρης: Κ. Π. Καβάφης - Θ. Σ. Έλιοτ· πα­ ράλληλοι, Ανθελληνική Επιθεώρηση, Ιούν. 1947, 3343. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Σεφέρη, Δοκιμές. Β' έκδ. Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, 1962, 250-284 και στην Γ' έκδ. του ίδιου βιβλίου, Πρώτος τόμος (1936-1947), Ίκαρος 1974, 324-363. Αποσπάσματα της μελέτης αναδημοσιεύονται: Ν έα Εστία, Τόμ. 74, 1 Νοεμ. 1963, 1511-1513 και στον τόμο Άρθρα και Κριτικές II (Άπαντα Καβάφη, Τόμ. 6), έκδ. Φύκιρη (1983), 202-206. Βλ. και τον αριθ. 85. 247. Ζήσιμος Λορεντζάτος: Δοκίμιο 1 .1947. 248. Robert Liddell: Studies in Genius VII - Cavafy, Horizon Λονδίνου, Σεπτ. 1948, 187-202. Ελληνική με­ τάφραση στο περ. Εκλογή, Δεκ. 1948,1481-1489. 249. C. Μ. Bowra: Constantine Cavafy and the Greek Past [στο βιβλίο του:] The Creative Experiment. Mac­ millan &Co. Ltd. London, 1949, 29-60. Ελληνική μετά­ φραση στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Τόμ. Δ ', Νοέμ.-Δεκ. 1949, 225-237. 250. Βάσος Βαρίκας: Εισαγωγικό σημείωμα στην ποί­ ηση του Καβάφη, Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1949, 233-238. Εκτενές απόσπασμα ξανατυπ. στην Καινού­ ρια Εποχή, Καλοκαίρι 1957, 158-162 [= Γ. Γουδέλης: Ανθολογία της σύγχρονης Κριτικής. Ποίηση - Πεζο­ γραφία, 1959]. 251. Kenneth Young: The contemporary Greek influen­ ce on English writers, Life and Letters Λονδίνου, lav. 1950, 53-64. [Για την επίδραση του Καβάφη στον L. Durrell]. 252. Ιω. Α. Γκίκας: Πενήντα χρόνια δάσκαλος. Αλε­ ξάνδρεια 1950. [Αντικαβαφικές αναμνήσεις]. 253. Ζωή Καρέλλη: Σχόλιο πάνω στις «Θερμοπύλες» του Κ. Π. Καβάφη, Ο Αιώνας μας, Ιούλ. 1950, 197201.

254. Rex Warner: Κ. Π. Καβάφης, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Τόμ. Ε ', Ιούλ.-Αύγ. 1951, 226-228. Με­ τάφραση του Προλόγου που συνοδεύει την αγγλική έκδοση των καβαφικών ποιημάτων, βλ. τον αριθ. 53. Ξανατυπ. στη Ν έα Εστία, Τόμ. 74, 1 Νοεμ. 1963, 1514-1518 και στον τόμο: Ά ρθρα και Κριτικές II (Ά παντα Καβάφη, Τόμ. 6), έκδ. Φύκιρη (1983), 99108.

255. Ε. Μ. Forster: The Complete Poems of C. P. Cava­ fy [στο βιβλίο του:] Two Cheers for Democracy. Edward Arnold &Co., Λονδίνο (1951), 246-250. Ξανα­ τυπ. σε ελληνική μετάφραση, μαζί με τις άλλες κρίσεις του αγγλικού τύπου για την έκδοση των ποιημάτων Καβάφη, στον αριθ. 256. Επίσης στην Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκ. 1963, 630-633, και στο τομίδιο: Ε. Μ. Φόρστερ: Καβάφης, έκδ. Πανδώρα (1971) και στον τόμο: The Mind and Art of C. P. Cavafy. Essays on his Life and Work. Denise Harvey & Company, Athens (1983). Βλ. τους αριθ. 150 και 203. 256. Η Αγγλική Κριτική για τον Καβάφη, Αγγλοελλη­ νική Επιθεώρηση, Τόμ. Ε ', Μάρτ.-Απρ. 1952, 383391. Κρίσεις του αγγλικού τύπου για τη μετάφραση των καβαφικών ποιημάτων από τον John Mavrogorda257. Edouard Roditi: Cavafis and the Permanence of Greek History, Poetry Σικάγου, Μάρτ. 1953, 389-392. 258. Γ. Δ. Κλιγγόπουλος: Ο W. Β. Yeats και το Βυ­ ζάντιο, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Τόμ. 6, Καλο­ καίρι 1953, 65-70. [Για την ποίηση Καβάφη και Yea­ ts]. 259. Γιάννης Κλ. Ζερβός: Παραλλαγές πάνω στο θέ­ μα: ο ποιητής Καβάφης, Ελληνική Δημιουργία, Τόμ. 13, 15 Ιαν. 1954, 91-95 και 1 Φεβρ. 1954, 152-156. 260. Αντ. Κ. Ιντιάνος: Τρία ανέκδοτα κι άγνωστα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη, Κυπριακά Γράμματα Λευκωσίας, Έτος ΙΘ', Απρ. 1954,153-155. Ξανατυπ. στην εφ. «Αίγυπτος» Αλεξάνδρειας, 11 Απρ. 1954. 261. Μ. Μ. Παπάίωάννου: Φαινόμενα ακμής και πα­ ρακμής στη νεοελληνική ποίηση, Επιθεώρηση Τέ­ χνης, Τόμ. Α', Φεβρ. 1955, 83-92 και Τόμ. Γ ', Μάρτ. 1956, 209-219. Βλ. και αριθ. 263, 264 και 267 με τους οποίους πρέπει να συσχετισθεί. 262. Γιάννης Δάλλας: Ο Καβάφης και η πόλις των ιδεών του. (Παρεκβολές στις «Θερμοπύλες»), Νέα Εστία, Τόμ. 57, 15 Mdtou 1955, 646-652. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Δάλλα «Υπερβατική Συντεχνία», 1958, 65-80. Επίσης στην Καινούρια Εποχή, Καλοκαίρι 1957, 264-275 [= Γιάννης Γουδέλης: Ανθολογία της σύγχρονης Κριτικής. Ποίηση - Πεζογραφία, 1959]. Ξανατυπ. στον αριθ. 164. 263. Μανόλης Λαμπρίδης: «II grand rifiuto» (Καβά­ φης - Βάρναλης - Καρυωτάκης και η παρακμή), Επι­ θεώρηση Τέχνης, Τόμ. Β', Ιούλ. 1955, 29-42. Ξανα­ τυπ. στο βιβλίο του Λαμπρίδη: «II grand rifiuto». Κρι­ τικά μελετήματα. Εκδόσεις Έρασμος, 1979, 31-65. Βλ. και αριθ. 261,264, 267. 264. Τάσος Βουρνάς: Φαινόμενα «διαλεκτικού» εκλεκτισμού. Ο κ. Μανόλης Λαμπρίδης και η παρακμή, Επιθεώρηση Τέχνης, Τόμ. Β', Αύγ. 1955,120-125. 265. Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης: Η νεώτερη ποίηση στην Ελλάδα. Δοκίμιο. Ίκαρος (1955), κυρίως 19-23.


αφιερωμα/159 266. Κ. Θ. Δημαράς: Η τεχνική της έμπνευσης στα ποιήματα του Καβάφη. Έ να δοκίμιο ερμηνείας, Φι­ λολογική Πρωτοχρονιά 1956, 97-102. Πρόσφατη με­ τάφραση του δοκιμίου στα αγγλικά από την Diana Haas με τίτλο: Cavafy’s Technique of Inspiration, στο καβαφικό αφιέρωμα του περ. Grand Street Νέας Υόρκης, Ανοιξη 1983, 143-156. 267. Μάρκος Αυγέρης: Ο πεσσιμισμός στην ελληνική ποίηση. (Καβάφης, Καρυωτάκης, Βάρναλης), Επιθε­ ώρηση Τέχνης, Τόμ. Γ ', Ιαν. 1956, 4-17. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Αυγέρη «Θεωρήματα», Δεύτερη έκδο­ ση, Ίκαρος (1972), 46-72. 268. Philip Sherrard: Constantine Cavafis [στο βιβλίο του:] The Marble Threshing Floor. Studies in Modern Greek Poetry. Vallentine Mitchell & Co. Ltd. Λονδίνο (1956), 83-123. Ελληνική μετάφραση από τον Απ. Σαχίνη στην Καινούρια Εποχή, Καλοκαίρι 1958, 16-31. Δεύτερη έκδοση του βιβλίου, το 1980, Denise Harvey & Co, Athens. 269. I. Μ. Παναγιωτόπουλος: «Μάρτιαι ειδοί». Ένα ποίημα του Καβάφη, «Ελευθερία», 17 Μαρτ. 1957. 270. Mario Vitti: Poesia Greca del Novecento. Guanda, Πάρμα, 1957, 53-66. 271. Κ. Θ. Δημαράς: Μνήμη του Καβάφη, «Το Βή­ μα», 2 Μ<Λου 1958. 272. Αιμ.' Χ[ουρμούζιος]: Η επιβίωση του Καβάφη, «Η Καθημερινή», 25 Σεπτ. 1958. 273. Αιμ. Χ[ουρμούζιος]: Τα νέα τείχη ενός κριτικού, «Η Καθημερινή», 16 Οκτ. 1958. 274. Αντρέας Καραντώνης: Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση. Δίφρος 1958. Και μεταγενέστερες εκδόσεις.

Καβάφη. Με το κλειδί της «Κίχλης», [στον τόμο:] Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της «Στροφής», 1961, και ανατύπωση, 1981, «Ερ­ μής», 292-303. Και ανάτυπο. 281. Eugenio Montale: Un poeta Greco, «Corriere della Sera», 5 Ιουν. 1962. Δημοσιεύθηκε αποσπασματική μετάφραση στην εφ. «Ελευθερία», 17 Ιουν. 1962. 282. Claire Gebeyli: Quand Cavafis chantait Beryte, «L’ Orient Litteraire» Βηρυττού, 24 Νοεμ. 1962. 283. Γιώργος Σεφέρης: Ο σιδώνιος νέος. Σχόλιο στο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», Πανσπουδαστική, 42, Δεκ. 1962, 11-14. Ξα­ νατυπ. στις «Δοκιμές» 21962 και 31974 (πρώτος τό­ μος). 284. I. Μ. Παναγιωτόπουλος: Η χρονιά του Καβάφη. Ένας ποιητής που μεγαλώνει, «Ελευθερία», 6 Ιαν. 1963. 285. I. Μ. Παναγιωτόπουλος: Ο «Μείζων Ελληνι­ σμός». Ο ιστορικός χώρος του Καβάφη, «Ελευθε­ ρία», 13 Ιαν. 1963. 286. Ρ. Μ. Fraser: Cavafy and the Elgin Marbles, The Modern Language Review, Jan. 1963, 66-68. 287. Χαρίκλεια Valieri: Ο θείος μου ο Κωστής (μετά­ φραση από τα γαλλικά: Γ. Π. Σαββίδη), Ο Ταχυδρό­ μος, 472, 27 Απρ. 1963, 20-21. 288. Ευτυχία Ν. Ζελίτα: Ο κ. Καβάφης έλεγε..., Ο Ταχυδρόμος, 472, 27 Απρ. 1963, 21 και 37. 289. Κ. Θ. Δημαράς: Ο Καβάφης. Ευρωπαίος και ση­ μερινός, «Το Βήμα», 28 Απρ. 1963.

275. Αντρέας Καραντώνης: Η Ιθάκη του Ομήρου, του Καβάφη και του Τέννυσον, «Η Καθημερινή», 8 Ιουλ. 1959.

290. Ο ποιητής Καβάφης όπως τον εγνώρισα... Συνέντευξις με τον επιφανή Άγγλον λογοτέχνην Ε. Μ. Φόρστερ. Ο χαρακτήρας του, οι ιδέες του, η ποίησίς του, «Το Βήμα», 19 Mdtoo 1963.

276. Γεώργιος Μιχαλόπουλος: Ο Ιουλιανός ο Παραβά­ της στην ποίηση του Καβάφη, Berliner Byzantinische Arbeiten, Band 17, 1959, 36-50.

291. Πέτρος Χάρης: Ο Καβάφης χωρίς φωνή. (Πρώτη γνωριμία με τον άρρωστο ποιητή), «Ελευθερία», 30 Μάίου 1963.

277. Renato Poggioli: Qualis Artifex Pereo\ or Barbarism and Decadence, Harvard Library Bulletin XIII, 1, Winter 1959, 135-159. Ξανατυπ. στον τόμο: The Mind and Art of C. P. Cavafy. Essays on his Life and Work. Denise Harvey & Company. Athens (1983).

292. Γ. Π. Σαββίδης: Για δύο νέες εκδόσεις τσυ Καβά­ φη, Εποχές, Μάιος 1963, 55-58. Και ανάτυπο. Συμ­ πληρωμένη μορφή της εισαγωγής στον αριθ. 24. Η ει­ σαγωγή ξανατυπ. στον τόμο: Άρθρα και Κριτικές II (Ά παντα Καβάφη, Τόμ. 6), έκδ. Φύκιρη (1983), 173176.

278. Ντίνος Χριστιανόπουλος: Η διελκυστίνδα της καβαφικής κριτικής,Διαγώνιος Θεσσαλονίκης, Έτος τρίτο, Καλοκαίρι 1960, 106-108. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Χριστιανόπουλου «Αποθήκη Α'», Θεσσαλονίκη 1978, 85-87. 279. Κλέων Παράσχος: Η ειρωνία του Καβάφη, «Η Καθημερινή», 8 Δεκ. 1961. Ξανατυπ. στον τόμο: Άρθρα και Κριτικές II (Ά παντα Καβάφη, Τόμ. 6), έκδ. Φύκιρη (1983), 155-158. 280. Γιάννης Δάλλας: Μια αίσθηση πέρα από τον

293. Ζωή Καρέλλη: Νύξεις. (Το καβαφικό ιδίωμα), Εποχές, Ιούν. 1963, 30-35. 294. Δημήτρης Άγγ. Γέροντας: Συσχετισμοί. Νεοελ­ ληνικός και δυτικός λόγος. 1963, 7-27. 295. Γ. Π. Σαββίδης: Οι πέντε πρώτες εκδόσεις ποιη­ μάτων του Κ. Π. Καβάφη. Βιβλιογραφικό δοκίμιο, Επιθεώρηση Τέχνης, Αύγ. 1963, 132-145. Και ανά­ τυπο με διορθώσεις και προσθήκες. Περιελήφθη στον αριθ. 141.


160/αφιερωμα 296. Georges Cattaui: Constantin Cavafy: «Ce diaiecte qui n' appartient qu’ a lui», «Journal de Geneve», 31 Auy.-l Σεπτ. 1963.

311. Χρήστος Μαλεβίτσης: Οι τροπές του χρόνου. Από την ποίηση του Κ. Π. Καβάφη - Αναγωγές, [στο βιβλίο του:] Προοπτικές. Δοκίμια 1965,135-161.

297. Ο Καβάφης είναι Εθνικός Ποιητής! Μια ραδιο­ φωνική συνέντευξη του Γ. Π. Σαββίδη από τον Γ. Ν. Κάρτερ, Ταχυδρόμος, 496, 12 Οκτ. 1963.

312. Roman Jakobson and Peter Colaclides: Grammati­ cal Imagery in Cavafy’s poem Θυμήσου, σώμα..., Lingui­ stics, Μάρτ. 1966, 51-59. Και ανάτυπο. Πρώτη ελληνι­ κή μετάφραση από τον Γιώργο Κεχαγιόγλου: Γραμ­ ματική εικονοποιία στο ποίημα του Καβάφη «Θυμή­ σου, σώμα...», Κώδικας Θεσ/νίκης, 2, 1976, 106-117. Νεότερη μετάφραση από τον Πέτρο Κολακλίδη: Γραμματικός εικονισμός στο ποίημα του Καβάφη «Θυμήσου σώμα...»,Εκηβόλος, 7, Άνοιξη 1981,529540. Η μελέτη έχει μεταφραστεί και ιταλικά. Βλ. και αριθ. 396.

298. Γ. Π. Σαββίδης: Το Αρχείο Κ. Π. Καβάφη. Μια πρώτη ενημερωτική έκθεση, Ν έα Εστία, Τόμ. 74, 1 Νοεμ. 1963, 1539-1547. Και ανάτυπο με διορθώσεις και προσθήκες. Ξανατυπ. στον τόμο: Αρθρα και Κριτικές II (Ά παντα Καβάφη, Τόμ. 6), έκδ. Φΰκιρη (1983), 177-194. 299. Γεώργιος Θ. Ζάρας: Ο Καβάφης εις την Ιταλίαν (Μελέται, κρίσεις, μεταφράσεις), Νέα Εστία, Τόμ. 74, 1 Νοεμ. 1963, 1576-1583. Και αυτοτελώς, 1964, με προσθήκες, στη σειρά: Κείμενα και Μελέται Νεοελ­ ληνικής Φιλολογίας, αριθ. 18.

313. Μανώλης Γιαλουράκης: Η Αίγυπτος των Ελλή­ νων. Συνοπτική ιστορία του Ελληνισμού της Αιγύπτου. Μητρόπολις (1967), κυρίως 607-620.

300. Κ. Ν. Κωνσταντινίδης: Η ζωή της «Νέας Ζωής». Αλεξάνδρεια 1963.

314. Βαγγέλης Καραγιάννης: Έ να Λεύκωμα με αυτόγραφα ποιήματα του Καβάφη, Νέα Εστία, Τόμ. 82, 15 Νοεμ. 1967, 1532-1540. Και ανάτυπο.

301. Βεατρίκη Σπηλιάδη: Για το θέμα Καβάφη, «Ελεύ­ θερος Τύπος», 14, 17, 18, 19 και 20 Δεκ. 1963. Συ­ νεντεύξεις με τους: Μάρκο Αυγέρη, Κ. Θ. Δημαρά, Στρ. Τσίρκα, Κ. Βάρναλη και Τίμο Μαλάνο.

315. A. Decavalles: The «Poetics» of Cavafy, The Chari­ oteer Νέας Υόρκης, 10, 1968, 69-71. (Εισαγωγή στην αγγλική παρουσίαση της «Ποιητικής» του Καβάφη).

302. Στρ. Τσίρκας: Ο Καβάφης και η σύγχρονη Αίγυ­ πτος, Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκ. 1963, 549-565 και 740-742. Και ανάτυπο. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Τσίρκα: Ο πολίτικός Καβάφης, Κέδρος 1971, 71-93.

316. Lucia Marcheselli: Λησμονημένες σελίδες του Marinetti για τον Καβάφη, Νέα Εστία, Τόμ. 86, 1 Ιούλ. 1969, 932-933.

303. Κ. Π. Καβάφη. Ανέκδοτος χρονολογικός πίνα­ κας σύνθεσης ποιημάτων 1891-1925. Έκδοση και σημειώσεις Γ. Π. Σαββίδη, Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκ. 1963, 567-576. 304. Μ. X. Γεωργίου [= Παν. Μουλλάς]: Ο Καβάφης και η άρνηση. Σταθμοί της αντικαβαφικής κριτικής, Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκ. 1963, 652-669.

317. Κ. Θ. Δημαράς: Περί Καβάφη, «Το Βήμα», 5 Σεπτ. 1969. 318. Αρσένης Γεροντικός: Καβάφης. Μια προδρομική φωνή. Από αφορμή μια μετάφραση της Κας Dalven, Ηπειρωτική Εστία Ιωαννίνων, Μάρτ.-Απρ. 1970, 211-220. Και ανάτυπο.

305. Στρατής Τσίρκας: Κ. Π. Καβάφης. Σχεδίασμα Χρονογραφίας του βίου του, Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκ. 1963, 676-706. Και ανάτυπο.

319. Filippo Maria Pontani: Motivi Classici e Bizantini negli Inediti di Kavafis [στον τόμο:] Atti dell’ Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, 1969-70, 291-319. Και ανάτυπο.

306. W. H. Auden: Κ. Π. Καβάφης. Μετάφραση Στρατή Τσίρκα, Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκ. 1963, 634639. Βλ. και πρόσφατη μετάφραση του ίδιου κειμένου στον αριθ. 421.

320. I. Μ. Χατζηφώτης: Ο Καβάφης μετά θάνατον, Παρνασσός, Απρ.-ίούνιος 1970, 242-252. Και ανάτυ­ πο, στη σειρά: Κείμενα και Μελέται Νεοελληνικής Φι­ λολογίας, αριθ. 64. Ξανατυπ. στο αριθ. 155.

307. Μάριος Βαϊάνος. Εκατό χρόνια από τη γέννηση και τριάντα από το θάνατο του Καβάφη, 1863-1963, Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1964, 6-32.

321. Δ. Ν. Μαρωνίτης: Υπεροψία και μέθη. (Ο ποιη­ τής και η ιστορία), [στο συντροφικό τόμο:] Δεκαοχτώ Κείμενα, Κέδρος 1970, 135-154. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Μαρωνίτη: Ό ροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, Κέδρος 1980, 129-151.

308. Παν. Μουλλάς: Βιβλιογραφικά «έτους Καβάφη», Εποχές, Μάιος 1964, 62-64. 309. Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου: Ο Σενέκας -ένας φι­ λόσοφος κοσμοπολίτης για το ταξίδι κ’ η «Πόλη» του Καβάφη, Καινούρια Εποχή, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1964, 138-143. 310. Γ. Π. Σαββίδης: Για μια πρώτη ανάγνωση του Καβάφη σε δίσκους, Εποχές, Οκτ. 1964, 56-65. Και ανάτυπο με διορθώσεις και προσθήκες.

322. Γ. Θ. Βαφόπουλος: Σελίδες Αυτοβιογραφίας. Τό­ μος Πρώτος. Το πάθος. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» (1970), 217-220. 323. Miguel Castillo Didier: Algunos Aspectos de la Poesia de Constantino Kavafis, [στον τόμο:] Bizantion Nea Hellas, Σαντιάγο Χιλής, 1970, 52-107. Και ανάτυ-


αφιερωμα/161 324. Δημ. Ν. Παντελοδήμος: Ο συγγραφεύς της πρώ­ της αντιχαβαφιχής χριτιχής στην Αλεξάνδρεια, Λογο­ τεχνικά Χρονικά, Φεβρ.-Ιούλ. 1971,365-380. 325. Πέτρος Κολακλίδης: Καβάφης και Μπρέχτ, «Το Βήμα», 23 Μ<Λου 1971. Ξανατυπ. στο Θέατρο, Μάρτ. -Ιόύν. 1974,115. 326. Edmund Keeley - Γ. Π. Σαββίδης: Κ. Π. Καβάφη «Πάθη και Αρχαίοι Ημέραι». Κριτική παρουσίαση 21 ανεκδότων ποιημάτων, «Το Βήμα», 1 Αυγ. 1971. Ελ­ ληνική μετάφραση μεγάλου μέρους της εισαγωγής των Keeley-Σαββίδη στην έκδοση ανεκδότων καβα­ φικών ποιημάτων «Passions & Ancient Days». Βλ. αριθ. 56. 327. Τίμος Μαλάνος: Αναμνήσεις ενός Αλεξανδρινού. Αυτοβιογραφικές, Φιλολογικές, Κοινωνικές. Εκδόσεις Μπουκουμάνη. 1971. 328. Μανόλης Ανδρόνικος: Τέχνη ψυχής θεραπευτι­ κή [για το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»], «Το Βή­ μα», 16 Δεκ. 1971. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Ανδρόνι­ κου «Παιδεία ή Υπνοπαιδεία;», 'Ικαρος (1976), 162165. 329. Γ. Π. Σαββίδης: Bertolt Brecht - Κ. Π. Καβάφης: Μια προσέγγιση, Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσο­ φικής Σχολής Αριστοτελείον Πανεπιστημίου Θεσ­ σαλονίκης, Τόμ. ΙΑ', 1971, 327-331. Και ανάτυπο. 330. Helene Ioannidi: Le travail du pofcte et le probleme de la traduction, Critique Παρισιού, 299, Απρ. 1972; 354-368. 331. Qeorge Veloudis: K. Kavafis und die Ironie, Hellenika, II/III 1972, 48-55. Πρώτη ελληνική δημοσίευση: Γιώργος Βελουδής: Η ειρωνεία στον Καβάφη, Χρονι­ κό ’78, 64-68. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Βελουδή «Αναφορές. 'Εξη νεοελληνικές μελέτες», Εκδόσεις Φιλιππότη, 1983, 44-57. 332. Κ. Δημάδης: Ποιος ο «Βασίλειος» στους «Φυγάδες» του Καβάφη; Ν έα Εστία, Τόμ. 92, 15 Νοεμ. 1972, 1688-1692. 333. Filippo Maria Pontani: Kavafis e Keats, [στον τό­ μο:] Studi Classici in onore di Quintino Catandella. Uni­ versity di Catania, 1972,141-174. 334. Λύντια Στεφάνου: To πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτη της ποίησης. Εκδόσεις Κάλβος. 1972, κυ­ ρίως 104 κ.επ. 335. Γ. Βελουδής: Κ. Π. Καβάφης και Μπ. Μπρέχτ, «Το Βήμα», 29 Απρ. 1973. Ξανατυπ. στο περ. Θέα­ τρο, Ιούλ.-Δεκ. 1973, 124-126 και στο βιβλίο του Βε­ λουδή «Προτάσεις. Δεκαπέντε γραμματολογικές δο­ κιμές», Κέδρος (1981), 11-22. 336. I. Μ. Χατζηφώτης: Ο Καβάφης και το Βυζάντιο [στον τόμο:] «Λειμωνάριον», Προσφορά εις τον Κα­ θηγητήν Ν. Β. Τωμαδάκην, 1973, 829-841. Και ανά­ τυπο.

337. Γ. Π. Σαββίδης: Τα «Τιγρανόκερτα», ο Καβάφης και το Θέατρο, Θέατρο, Μάρτ.-Απρ. 1973, 12. 338. Άγγελος Βλάχος: Αθηνά τον Αίλουρον, Ευδύνη, 19, Ιούλ. 1973, 353-356. [Επικρίνει το συσχετισμό Καβάφη-Μπρέχτ]. 339. Ε. Π. Παπανούτσος: Η τακτική του Καβάφη, «Το Βήμα», 8 Ιουλ. 1973. 340 Theodore Fiedler: Brecht and Cavafy, Comparative Literature, Vol. XXV, 3, Καλοκαίρι 1973, 240-246. 341. Γ. Π. Σαββίδης: Πάνω νερά. Δεκαεννέα δημοσι­ ογραφικές περιδιαβάσεις και δύο παλαιό ορόσημα καθώς και άγνωστα κείμενα του Αυγέρη, του Καβά­ φη, του Σεφέρη κ.ά. Ερμής 1973. 342. Τάκης Μενδράκος: Οι παρενθέσεις: ένα στοιχείο υποβολής στην καβαφική ποίηση, Διαγώνιος Θεσ/νίκης, Μάιος-Αύγ. 1973, 121-126. Ξανατυπ. στο καβα­ φικό αφιέρωμα του περ. Κριτικά Φύλλα, Τόμ. ΣΤ' (1978), 116-121. 343. Τ. Κ. Παπατσώνης: Υποκειμενικά αντλήματα από τον Καβάφη, Ευδύνη, 20, Αυγ. 1973, 383-392. 344. Χαράλαμπος Μπακιρτζής: Εν τω μηνί Αθύρ. Σχό­ λια στο ποίημα του Καβάφη, Ν έα Πορεία Θεσ/νίκης, 223-225, Σεπτ.-Νοέμ. 1973, 148-161. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Μπακιρτζή «Πεζά κείμενα με τίτλο αρχαι­ ολογικοί μελέται», Εκδόσεις Νέας Πορείας, θεσ/νίκη 1978,>44-63. 345. Αυτόγραφα Ελλήνων Συγγραφέων. Επιμέλεια Εμμανουήλ X. Κάσδαγλη. Εκδίδονται αντί μνημοσύ­ νου από την Εταιρεία Σπουδών Σχολής ΜωριΛτη. 1974, 63-66. 346. Βαγγ. Καραγιάννης: Το ενδιάμεσο «Φ» της υπο­ γραφής του Καβάφη, Συνεργασία Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, 51, Μάρτ.-Απρ. 1974, 82-88. Και ανάτυ­ πο. 347. Renata Lavagnini: Kavafis e Rodenbach, Siculorum Gymnasium, Catania, 1974, 536-545. Και ανάτυπο. 348. Οδυσσέας Ελύτης: Ανοιχτά Χαρτιά. Αστερίας (1974), κυρίως 255-361. 349. Edmund Keeley: The Early C. P. Cavafy, St. An­ drews Review, Fall and Winter 1974, 37-47. 350. Σόνια Ιλίνσκαγια: Ο Καβάφης και η ουμανιστική παράδοση στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, «Ριζοσπάστης», 30, 31 Ιαν. και 1 Φεβρ. 1975. Ξανα­ τυπ. στο περ. Ν έα Εποχή Λευκωσίας, Ιούλ.-Οκτ. 1976, 273-278. 351. Μ. Βουδούρης: Ο Κ. Π. Καβάφης στα Ολλανδι­ κά, 1927-1970. Συμβολή στην βιβλιογραφία του θέμα­ τος, Νέα Σύνορα, Μάης-Ισύλ. 1975,165-180. 352. Αλέξης Πανσέληνος: Κ. Π. Καβάφης - Γιώργος Σεφέρης, δυο ποιητές ξένοι, Τομές, Ιούλ.-Αύγ. 1975, 56-64.


162/αφιερωμα 353. George Savidis: Cavafy and Forster, The Times Li­ terary Supplement, 14 Νοεμ. 1975,1356. 354. John P. Anton: Ο Βάρναλης και ο ιστορισμός του Καβάφη, Νεοελληνικός Λόγος '75-’7 6 ,13-25. 355. Renata Lavagnini: «Επιθυμίες» di Κ. Kavafis [στον τόμο:] Studi Neoellenici. University di Palermo 1975 [=1976], 44-63. Βλ. και ελληνική μετάφραση, σχόλιο και πρόσθετες σημειώσεις Χρυσοΰλας Ανεμούδη - Γιώργου Κεχαγιόγλου, Φιλόλογος Θεσ/νίκης, 1112, Οκτ. 1977,210-231. 356. Renata Lavagnini: La poesia Nous n‘ osons plus chanter les roses di K. Kavafis, Folia Neohellenica Ά μ­ στερνταμ, Band 1,1975, 85-94. 357. Renata Lavagnini: Kavafis e Theodore de Banville [στον τόμο:] Miscellanea Neogreca. Atti del Convegno Nazionale di Studi Neogreci. Palermo, 17-19 Maggio 1975. Palermo 1976, 45-57. 358. Σόνια Ιλίνσκαγια: Κ. Καβάφης: η διαμόρφωση της μεθοδολογίας. (Συμβολή στη μελέτη του προβλή­ ματος), Ο Πολίτης, 6, Νοέμ. 1976, 55-61. 359. Νάσος Βαγενάς: Ο Καβάφης και η λειτουργία της συγκίνησης, «Η Καθημερινή», 23 και 30 Ιαν. 1977. Ξανατυπ. με τίτλο: The Language of Irony (To­ wards the Definition of the Poetry of Cavafy), στο περ. Byzantine and Modem Greek Studies, Vol 5, 1979 και στον τόμο: The Mind and Art of C. P. Cavafy. Essays on his Life and Work. Denise Harvey & Company. Athens (1983), 100-114.

ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη. («Φωνές», «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», «Αλεξανδρινοί Βασιλείς»), Φιλό­ λογος Θεσ/νίκης, 11-12, Οκτ. 1977,173-196. 368. Ξ. Α. Κοκόλης: Φορμαλισμός, διδακτική της λο­ γοτεχνίας και οι «Θερμοπύλες» του Καβάφη, Φιλό­ λογος Θεσ/νίκης, 11-12, Οκτ. 1977,197-209. 369. Edmund Keeley: Cavafy’s Universal Perspective, Folia Neohellenica, Άμστερνταμ, 1977, 65-84. 370. Δημήτρης Δασκαλόπουλος: Κριτική Βιβλιογρα­ φία Κ. Π. Καβάφη. Αυτοτελείς εκδόσεις και ανάτυπα (1912-1977),Συλλέκτης, 1978-1980 (σε συνέχειες). 371. Kimon Friar: Cavafis and his Translators into En­ glish, Journal of the Hellenic Diaspora, Άνοιξη 1978, 1740. Και ανάτυπο. Πρώτη ελληνική δημοσίευση: Ο Κα­ βάφης και οι μεταφράσεις του στα αγγλικά, Διαγώνι­ ος Θεσ/νίκης, Σεπτ.-Δεκ. 1979, 274-306, μετάφραση Τζένης Μαστοράκη. 372. John Ρ. Anton: C. Ρ. Cavafy’s Ars Poetica, Philosophy and Literature, Άνοιξη 1978,85-109. 373. Γ. Βελουδής: Ο «Λαός» του Καβάφη, «Το Βή­ μα», 9 Αυγ. 1978. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Βελουδή «Προτάσεις. Δεκαπέντε γραμματολογικές δοκιμές», Κέδρος (1981), 132-139. 374. Γ. Π. Σαββίδης: Εφήμερον Σπέρμα (1973-1978). Επιφυλλίδες, βιβλιοκρισίες, ομιλίες, κυρίως με φιλο­ λογικές και εικαστικές αφορμές, καθώς και άγνωστα κείμενα του Παλαμά, του Καβάφη, του Σεφέρη κ.ά. Ερμής 1978.

360. Βαγγ. Καραγιάννης: Στο σπίτι του Καβάφη. Ανά­ τυπο από τον τόμο «Συμβολή» του ΚΕ' Λυκείου Αθηνών. 1977.

375. Miguel Castillo Didier: Ο Καβάφης στην ισπανι­ κή γλώσσα,Κριτικά Φύλλα, Τόμ. ΣΤ' (1978), 34-44.

361. A. L. Rowse: Homosexuals in History. A Study of Ambivalence in Society, Literature and the Arts. Weidenfeld and Nicolson. London (1977), 319-322.

376. Βαγγ. Καραγιάννης: Η καταγωγή του Καβάφη, Κριτικά Φύλλα, Τόμ. ΣΤ' (1978), 49-65. Και ανάτυ­ πο.

362. Δημήτρης Μορτόγιας: Καβάφης, [στο βιβλίο του:] Δείγμα γραφής. Ολκός 1977,108-116.

377. Κ. Θ. Δημαράς: Ο λυρικός Καβάφης, «Το Βήμα», 26 Ιαν. 1979.

363. Γ. Π. Σαββίδης: Η πολιτική αίσθηση στον Καβά­ φη, [στον τόμο:] Ο Πολιτικός Στοχασμός των Νεοελ­ λήνων Συγγραφέων. Δημοσιεύματα Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών. 1977, 101-118. Και ανάτυπο.

378. Δ. Ν. Μαρωνίτης: Ο ποιητής και η ιστορία. Ο ρεαλισμός του Καβάφη και ο υπερρεαλισμός του Ελύτη, Το Δέντρο, 6, Ιαν.-Φεβρ. 1979, 233-243. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Μαρωνίτη «Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη», Κέδρος, 1980, 37-51.

364. Willis Barnstone: Real and Imaginary History in Borges and Cavafy, Comparative Literature, Winter 1977, 54-73. Και ανάτυπο. 365. Mario Vitti: Η γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή. Ερμής 1977, [και αναθεωρημένη ανατύπωση: 1979], κυρίως 35-37. 366. Δημ. I. Κόρσος: Το ελληνικό πρόσωπο του Καβά­ φη, [στον τόμο:] «Αναζητήσεις», 1, 1977, 135-165. Και ανάτυπο. Ξανατυπ. στο καβαφικό αφιέρωμα του περ. Κριτικά Φύλλα, Τόμ. ΣΤ' (1978), 67-93. 367. Γ. Π. Σαββίδης: Διαβάζοντας τρία «σχολικά»

379. Μιχάλης Πιερής: Ποίηση και ιστορία, Το Δέν­ τρο, 6, Ιαν.-Φεβρ. 1979, 243-249. [Παράρτημα του αριθ. 378]. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Δ. Ν. Μαρωνίτη «Ό ροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη», Κέδρος, 1980,155-160. 380. X. Λ. Καράογλου: 'Ενα «σημείο στίξης» στα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη, [στον τόμο:] Αφιέρωμα στον Καθηγητή Λίνο Πολίτη, Θεσ/νίκη, 1978 [= 1979], 297-312. Και ανάτυπο. 381. Ζήσιμος Λορεντζάτος: Οι Ρωμιές (ο altra cosa). Δόμος, 1979,15-18.


αφιερωμα/163 382. Αναστασία Κατσίκη-Γκίβαλου: Το επίθετο στην ποίηση του Κ. Π. Καβάφη, Ν έα Εστία, Τόμ. 106, 15 Σεπτ. 1979, 1284-1287 και 1 Οκτ. 1979, 1373-1378.

βάφη, Δελτίο Συνδέσμου Ελλήνων Φιλολόγων Κύ­ πρου «Στααινός», Τόμ. Ζ ' (1979-1980), 177-193. Και ανάτυπο.

383. Νόσος Βαγενάς: Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Κέδρος 1979, κυρίως 185-245.

398. Renata Lavagnini: The Unpublished Drafti of Five Poems on Julian the Apostate by C. P. Cavafy, Byzantine and Modem Greek Studies, Vol. 7, 1981 [= 1982], 55-88.

384. Άγγελος Βλάχος: Πρόλογος για μια έκδοση Καβά­ φη, Ευθύνη, 97, Ιαν. 1980, 6-13.

399. G. W. Bowersock: The Julian Poems of C. P. Cava­ fy, Byzantine and Modem Greek Studies, Vol. 7, 1981 [= 1982],89-104.

385. Ευγένιος Αρανίτσης: Μπόρχες, Καβάφης, Το Δέντρο, 12, Ιαν.-Φεβρ. 1980, 17-23. Ξανατυπ. στο βι­ βλίο του Αρανίτση «Το Σύμπλεγμα του Κάιν. Δοκί­ μια». Άκμων 1980, 185-196. 386. Γ. Βελουδής: «Μέσα σε πόλεμο - φαντάσου, Ελ­ ληνικά ποιήματα». (Η κρίση της καλλιτεχνικής συνεί­ δησης), «Το Βήμα», 26 Φεβρ. 1980. Ξανατυπ. στο βι­ βλίο του Βελουδή «Προτάσεις. Δεκαπέντε γραμματο­ λογικές δοκιμές», Κέδρος (1981), 155-161. 387. Σόνια Ιλίνσκαγια: Ο Καβάφης και ο ρεαλισμός, Δωδώνη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Τόμ. Θ ', 1980, 243-260. Και ανάτυπο. 388. Δημήτρης Δασκαλόπουλος: Η πρώτη έκδοση των «Ποιημάτων» του Κ. Π. Καβάφη και μια ανέκδο­ τη σελίδα του Γ. Σεφέρη, Διαβάζω, 29, Μάρτ. 1980, 30-33. 389. Φάνης I. Κακριδής: Ο «Δαρείος» του Κ. Καβά­ φη, «Το Βήμα», 13 Μαρτ. 1980. 390. Mario Vitti: Ο Καβάφης πεζογράφος και επι­ στολογράφος, «Το Βήμα της Κυριακής» (Εβδομάδα), 27 Απρ. 1980. 391. Γ. Ε. Στεφανάκης: Ο ποιητής Καβάφης για τον Βασιλέα Δημήτριο, «Η Καθημερινή», 6 και 7 Ιουν. 1980. 392. X. Λ. Καράογλου: Για το ποίημα «Ο Βασιλέύς Δημήτριος» του Κ. Π. Καβάφη,Διαγώνιος Θεσ/νίκης, Σεπτ.-Δεκ. 1980, 272-284.

400. Massimo Peri: Κριτική επισκόπηση των Καβαφι­ κών μεταφράσεων, Μ αντατοφόρος, Δελτίο Νεοελλη­ νικών Σπουδών, Άμστερνταμ, 18, Νοέμ. 1981, και 19, Απρ. 1982, 4-37. 401. Πέτρος Κολακλίδης: Η αρχαία κληρονομιά στη νεοελληνική ποίηση. (Μερικά δείγματα), Εκηβόλος, Άνοιξη 1982, 861-874. 402. Ά ννα Κατσιγιάννη: Άμλετ και Ορέστης: οι δια­ φορές. (Με το φως της καβαφικής εκδοχής), Εποπτεία, 69, Ιούν. 1982, 581-588. 403. Dimitris Daskalopoulos: Constantin Ρ. Cavafy, [στον τόμο:] Panorama des Lettres Grecques. De la' chanson populaire λ nos jours, Europalia 82,47-50. 404. Renata Lavagnini: Per un’ edizione degli abbozzi di Kavafis [στον τόμο:] II Convegno dei Neoellenisti Italiani (29-30 aprile 1981). Atti, Padova 1982, 23-25. 405. Μίμης Σουλιώτης: To δίλημμα του Φερνάξη, Χάρτης, 2, Σεπτ. 1982, 244-250. 406. Diana Haas: Cavafy’s reading notes on Gibbon’s «Decline and Fall», Folia Neohellenika, Άμστερνταμ, 1982,25-96. 407. Michel Grodent: «Et salue Alexandrie que tu perds», Courrier du Centre International d’ ttudes Poetiques, 151-152, Σεπτ.-Δεκ. 1982,5-26. 408. Γιάννης Δάλλας: Η πολυσημία του καβαφικού ποιήματος. Ξαναδιαβάζοντας το «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», Ο Πολίτης, 55, Νοέμ. 1982, 70-81.

393. Γιώργος Αράγης: Η έννοια της λογοτεχνικής κρι­ τικής, Εκηβόλος, Χειμώνας 1981, 417-435. Ξανατυπ. στο βιβλίο του Αράγη «Ζητήματα λογοτεχνικής κριτι­ κής. Δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη», Εκδόσεις «Δωδώνη», 1982, 67-92.

409. Βίκυ Λελεδάκη: «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτεί­ ας πολεμήσαντες» του Κ. Καβάφη, Ο Πολίτης, 55, Νοέμ. 1982, 82-86.

394. Λουκάς Κούσουλας: Έ να καβαφικό ποίημα, «Η Καθημερινή», 12 Φεβρ. [Για το «Επάνοδος από την Ελλάδα»].

410. Γ. Γ. Αλισανδράτος: Οι «Θερμοπύλες» του Καβά­ φη. Ερμηνευτικά σημειώματα, Παρνασσός, Τόμ. ΚΔ', 1982, 509-536. Και ανάτυπο. Βλ. και τον αριθ. 422.

395. Μιχάλης Πιερής: Σιωπή - αποσιώπηση - υπό­ κριση του λόγου στην ποίηση του Καβάφη. (Από­ σπασμα), Το Δέντρο, 20 Απρ. 1981, 181-189. 396. Πέτρος Κολακλίδης: Ο Roman Jakobson και το «Θυμήσου, σώμα...» του Καβάφη,Εκηβόλος, Άνοιξη 1981,505-525. 397. Βενέδικτος Εγγλεζάκης: Το κεφαλαίο Τ του Κα­

411. Κ. Θ. Δημαράς: Κ. Π. Καβάφης, «Το Βήμα της Κυριακής», 27 Μαρτ. 1983. 412. Ξ. Α. Κοκόλης: Cavaphis vulgatus aut demosiographicus. Φωτοανάτυπο με προσθήκες από το κα­ βαφικό αφιέρωμα του περ.Χάρτης, 5/6, Απρ. 1983. 413. Μανόλης Λαμπρίδης: Οι ανίδεοι Αντιοχείς και ο Εμονίδης. Οι περιστάσεις του μεγάλου όχι και μερικά


164/αφιερωμα μεθοδολογικά, Σύγχρονοι Καιροί, 4, Μάρτ.-Απρ. 1983, 157-159.

Ν έα Εστία, Τόμ. 113,15 ΜιΛου 1983, 635-642.

414. Ο Καβάφης εκφράζει τον Μείζονα Ελληνισμό. Έ να νέο κοίταγμα πάνω στο έργο.του Αλεξανδρινού ποιητή από τον καθηγητή και καβαφικό ερευνητή κ. Γ. Π. Σαββίδη. Συνέντευξη στον Γιώργο Πηλιχό, «Τα Νέα», 23 Απρ. 1983.

419. Renata Lavagnini: Έ να διήγημα του Καβάφη, Το Δέντρο, 34-35, Μάιος 1983, 618-628.

415. Υπάρχουν και άλλα άγνωστα ποιήματα στο αρ­ χείο Καβάφη; Μια γραπτή συνέντευξη με τον Γ. Π. Σαββίδη παρουσιάζει ανέκδοτα κείμενα, «Το Βήμα της Κυριακής», 24 Απρ. 1983. 416. Κίμων Φράιερ: Κ. Π. Καβάφης, [στο βιβλίο του:] Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση. Από τον Καβάφη στο Βρεττάκο. Μετάφραση Θαν. Χατζημιχαηλίδης. Κέ­ δρος (1983), 41-47. 417. Πόλυς Μοδινός: Ο Καβάφης όπως τον γνώρισα,

418. Γ. Π. Σαββίδης: Τι εκόμισε στην τέχνη ο Καβά­ φης; «Ο Φιλελεύθερος» Λευκωσίας, 15 Μείίου 1983.

420. Βασίλης Λαμπρόπουλος: «Α ναι, μαβιά». (Μια ανάγνωση του Καβάφη), Το Δέντρο, 34-35, Μάιος 1983, 629-632. 421. W. Ε. Auden: Κ. Π. Καβάφης, Νέα Εστία, Τόμ. 113, 15 Ιουν. 1983, 793-798. Απόδοση Μερόπης Οι­ κονόμου. Βλ. και τον αριθ. 306. 422. Ντιάνα Αντωνακάτου: Οι Θερμοπύλες του Καβά­ φη και μια άλλη άποψη, Πολιτικά Θέματα, 458, 1723 Ιουν. 1983, 42-43 και 45. (Σχόλια στον αριθ. 410).


ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

ε π ιλ ο γ ή

]

«είμαι κι εγώ ζωγράφος» GUILLAUME APOLLINAIRE: Οι κυβιστές ζωγράφοι. Μετ. Τώνιας Μαρκεχάκη. Αθήνα, Νεφέλη, 1983. Σελ. 216.

Πλούσια και θαυμαστή η εκδοτική μας κίνηση. Τα έχουν χάσει οι βιβλιοπώλες· δεν την προλαβαίνουν οι κριτικοί. Τάχα πώς αντιδρούν οι αναγνώστες σε καιρούς που το διάβασμα δεν εί­ ναι ο μόνος βιότοπος του καλλιεργημένου ανθρώπου; Τέλος πάντων θαυμαστή και αλλοπρόσαλλη, και κυρίως στον τομέα των μεταφράσεων. Κείμενα νεότερα και παλαιότερα συμφύρονται χωρίς τάξη και ομοιογένεια στις ίδιες εκδοτικές σειρές. Και το πιο παράδοξο; κάποτε πρώτα μεταφράζεται μια κρίση, μια απάντηση, μια αναίρεση κι έπειτα -και πολλές φορές όχι— το έργο που προκάλεσε την κριτική και έθεσε το πρόβλημα. Βέβαια όλα αυτά δεν εμποδίζουν τον ειδοποιημένο αναγνώστη να έχει στη γλώσσα μας μια έστω και ανορθόδοξη ενημέρωση για την παγκόσμια λογοτεχνία και γενικότερα την πνευματική κίνηση, έστω κι αν κάποτε οι μεταφράσεις, πολύ βιαστικές (μό­ νο πολύ βιαστικές;), κακοποιούν το ξένο κείμενο και πολλές φορές -το χειρότερο- την ελληνική γλώσσα. Αυτή η ανήσυχη και παράδοξη εκδοτική μας κίνηση έχει φέρει τελευταία στο προσκήνιο της ελ­ ληνικής βιβλιαγοράς το γάλλο πολιτογραφημένο γάλλο και γαλλό­ φωνο - ποιητή των αρχών του αιώ­ να μας, τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ (1880-1918). Η παρουσία του Απολλιναίρ είναι μόνιμη και στα­ θερή στο χώρο της πνευματικής ζωής της Γαλλίας. Τα βιβλία του κυκλοφορούν πάντα σε πολυτε­ λείς, λαϊκές και σχολικές εκδόσεις.

Γενέθλια και άλλες επέτειοι δίνουν την αφορμή για εκδηλώσεις, συζη­ τήσεις, σεμινάρια και μελέτες που διερευνούν την προσωπικότητα και το έργο του. Το σχολείο, πάλι, τονίζει το ρόλο του στην ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας και καλ­ λιεργεί με έμφαση τη διάδοση· μια προβολή που δεν είναι αδικαιολόνητη. Ο παράδοξος ιταλο-πολωνός, που ενσκήπτει στις αρχές του αι­ ώνα -15 Σεπτεμβρίου 1901: πρώ­

τες δημοσιεύσεις, που υπογρά­ φονται ακόμη με το πραγματικό του όνομα, Βίλελμ Κοστροβίτσκυ, τριών ποιημάτων στη «Μεγάλη Γαλλία», σημειώνει η βιοχρονογραφία του- είναι πραγματικά ένα ορόσημο κι ένα μεταίχμιο. Η δημι­ ουργική του δράση δεν υπήρξε μακρόχρονη. Στις «9 Νοεμβρίου 1918», μας πληροφορεί πάλι ο βιο­ γράφος του, «στις 5 το απόγευμα πεθαίνει από γρίππη», την ισπα­ νική, «που κάνει θραύση στο Πα­ ρίσι. Είναι πιθανό ότι η αντίσταση του οργανισμού του είχε εξασθενίσει από τον τραυματισμό του στις 17 του Μάρτη 1916», στο μέ­ τωπο. Ούτε είκοσι χρόνια λοιπόν στο φιλολογικό προσκήνιο ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ, που το νήμα της ζωής του κόπηκε απότομα, μόλις είχε : κλείσει τα 38. Και όμως η ακτινο­ βολία του υπήρξε έντονη. Οι δύο συλλογές του, Αλκοόλ (1913) και Καλλιγραφήματα (1918), έστω και με επιφυλάξεις, έστω κι αν δεν είχαν γίνει ομόθυμα αποδεκτές, οπωσδήποτε είχαν επιβάλει τον ποιητή. Ό ταν πέθανε, «σε πολ­ λούς ήταν ήδη γνωστό το όνομά του, αλλά τα πιο διαδεδομένα βι-


166/οδηγος «ότι από το κάθε τι ένας αληθινός ποιητής μπορεί να επωφεληθεί».4 Θα υιοθετήσει εναλλακτικά τον ελεύθερο στίχο και θα καταργήσει τη στίξη, γιατί, θα εξηγήσει ο ί­ διος, «μου φάνηκε άχρηστη και εί­ \\ \\ ναι πραγματικά», μια που «η αλη­ θινή στίξη είναι ο ρυθμός και η τομή των στίχων και δεν υπάρχει ανάγκη άλλης»'5 θα χρησιμοποιή­ σει νέους τρόπους για την οργά­ νωση του ποιήματος «κόβοντας την πρόζα του σε άνισους στίχους με μοναδικό μέτρο την τομή που υποβάλλει το νόημα ή επιβάλλει η αναπνοή»·'’ θα γράψει «τα ποιή­ ματα συνομιλίες» και «τα μικρά ιδεογραφικά ποιήματα, στα οποία διασκεδάζει να δίνει την εικόνα της θύελλας ή του σιντριβανιού, το σχήμα μιας καρδιάς ή τη σιλουέτα του τελευταίου των Μοϊκανών».7 Μετά από αυτά δεν είναι τυχαίο Δείγμα γραφής του Απολλιναίρ «ότι το 1913 γίνεται οπαδός του φουτουρισμού»* με το επιθετικό βλία του δεν είχαν ακόμα πάνω από δυο χιλιάδες αναγνώστες. Ού­ μανιφέστο «Η φουτουριστική αντε διακόσιοι όμως ίσως δεν είχαν τιπαράδοση», που τυπώνεται στο Μιλάνο, ούτε πάλι απλά και μόνο καταλάβει ότι την εβδομάδα εκεί­ ένας συμπτωματικός χαρακτηρι­ νη που η Γαλλία ήταν σημαιοστο­ σμός του σκηνικού έργου του Οι λισμένη [γιόρταζε το τέλος του μαστοί του Τερεοία ως δράματος πολέμου] η ποίησή της είχε υποσουρεαλιστικού συνδέει το δημι­ στεί την πιο οδυνηρή της απώ­ ουργό του με το μεγάλο ομώνυμο λεια...»1 Αμέσως μετά ο ποιητής κίνημα που θ ' ακολουθήσει. Ο καθιερώθηκε. Τώρα «ο Απολλιναίρ γοητεύει και μαγεύει. Η συλ­ Γκιγιώμ Απολλιναίρ, ο ποιητής και ο θεωρητικός, ήταν ανοιχτός στα λογή του Αλκοόλ είναι ένα μπεστ σέλλερ των βιβλίων τσέπης».2 αισθητικά μηνύματα των νέων Κυρίως όμως -έστω κι αν τα κί­ καιρών. Τα υιοθετούσε, τα προω­ νητρα προκάλεσαν ερωτηματικά θούσε. Κι αυτή του η δραστηριό­ και συζητήσεις- αναγνωρίστηκε ο τητα δεν περιορίζεται στο χώρο καινοτόμος κι ο ανακαινιστής. Ο της λογοτεχνίας. Η γνωριμία του Γκιγιώμ Απολλιναίρ ξεκίνησε από το 1904 με τον Ντεραίν, τον Βλατο νεοσυμβολισμό, αλλά δεν στάμένκ, τον Πικασό, γενικά η επι­ θμευσε. Έστω κι αν «τα πιο συ­ κοινωνία του με τους τολμηρούς ναρπαστικά ποιήματα των Αλκοόλ και ανήσυχους ζωγράφους των και των Καλλιγραφημάτων τοπο­ αρχών του αιώνα του αποκαλύ­ θετούν τον Απολλιναίρ σε μια πα­ πτουν μια δεύτερη κλίση του. ράδοση βαθιά γαλλική και παλιά «Παθιάζεται για την κριτική της όσο η γλώσσα μας»,3 έστω κι αν τέχνης, που σιγά σιγά θα καλύψει στην εποχή των μελωδιών του Ρή­ ένα μεγάλο μέρος της δραστηριόνου στα 1901 και 1902 ο ποιητής τητάς του».1' Νά λοιπόν και τεχνοδεν απομακρυνότανε καθόλου a? κριτικός ο Απολλιναίρ. Δημοσιεύει πό τους ρυθμούς που ο Νερβάλ στα περιοδικά της εποχής μελέτες και ο Βερλαίν του είχαν γεμίσει τ ’ και κριτικές, κάνει διαλέξεις, διαυτιά, πολύ νωρίς προχωρεί σε οργανώνει εκθέσεις και γράφει ει­ καινοτομίες που θα τον φέρουν σαγωγικά σημειώματα στους κα­ στο προσκήνιο της πρωτοπορίας. ταλόγους. Ό χι λοιπόν μια απλή Πολύ νωρίς θα φορτίσει την ποίη­ επαγγελματική ενασχόληση, αλλά σή του με σήματα που του προ-’ μια ουσιαστική συμμετοχή. Βρί­ σκομίζει ο σύγχρονος τεχνικός σκεται στο επίκεντρο της καλλιτε­ πολιτισμός και η ευτελής καθη­ χνικής κίνησής. Προωθεί την πρω­ μερινότητα, μια που έχει πεισθεί τοπορία και συνοψίζει σε θεωρη­ II pleut

τικές αρχές τις θέσεις της. «Αυτοδιορίζεται το 1913 κήρυκας του. ορφισμού», θα μας πληροφορήσει ο βιογράφος του, «που τις πρώτες αρχές του έχει εξαγγείλει το 1912», αλλά κυρίως -δίκαια ή άδικα- στην ιστορία της τεχνοκριτικής θα παραμείνει ως ο θεωρη­ τικός του κυβισμού. Πολλοί λόγοι φυσικά Συγκλί­ νουν στην απονομή αυτού του τίτ­ λου. Ένας, αν όχι ο πιο σημαίνων, όμως ο πιο ενδεικτικός, το βιβλίο του Οι κυβιστές ζωγράφοι αισθητικοί στοχασμοί, «το μόνο κριτικό έργο που ο Απολλιναίρ δημοσίευσε όσο ζούσε... το 1913, έργο μαχητικό, μια γενναιόδωρη υπεράσπιση των νεαρών φίλων του ποιητή, μια πρόκληση προς το παρισινό κοινό -στα πλαίσια της μάχης που έμελλε ν ’ αναστατώσει κυριολεκτικά την τέχνη του εικο­ στού αιώνα».10 Το βιβλίο αυτό κυ­ κλοφόρησε και στη γλώσσα μας από τον εκδοτικό οίκο «Νεφέλη», στη σειρά «Βιβλιοθήκη της Τέ­ χνης», που διευθύνει ο ιστορικός της τέχνης και μουσειολόγος Δημήτρης Δεληγιάννης. Η μετάφραση της Τώνιας Μαρκετάκη σωστή, προσεκτική, υπεύθυνη, γλωσσικά άνετη. Το περιεχόμενο από την τελευταία έκδοση του εκδοτικού οίκου Ερμάν, χορταστικό και πλή­ ρες. Οι επιμελητές της έκδοσης, οι Λερουά Μπρενίγκ και Ζαν Κλωντ Σεβαλιέ, δεν περιορίστηκαν απλά στην ανατύπωση του κειμένου του Απολλιναίρ, που δεν καταλαμβά­ νει ούτε τις 60 σελίδες από τις 216 της ελληνικής έκδοσης. Το πλαι­ σίωσαν με μια εξονυχιστική εισα­ γωγή, πλούσιες σημειώσεις, πλήρη τεκμηρίωση, ένα κεφάλαιο που περιλαμβάνει την «υποδοχή» του έργου από τους συγκαιρινούς του, άλλο ένα όπου εξετάζεται «ο Apol­ linaire τεχνοκρίτης» και τέλος μια ανθολογία κειμένων της περιόδου 1908-1912 κάτω από τον τίτλο «Ο κυβισμός και η κριτική». Εξαντλητική λοιπόν η παρουσί­ αση, αλλά ποιο το περιεχόμενο του κειμένου του Απολλιναίρ; Δύο μικρές ενότητες. Η πρώτη αποτελείται από εφτά σύντομα άτιτλα κομμάτια, που είχαν πρωτοδημοσιευθεί αλλού και τώρα δίδονται κάτω από τον τίτλο «Για τη ζω­ γραφική». Η δεύτερη, «Νέοι ζω­ γράφοι» (που συμπληρώνει ένα


οδηγος/167 παράρτημα για το γλύπτη Ντυσάν Βιγιόν), εννέα κριτικά σημειώματα για μια σειρά από ζωγράφους με επικεφαλής τον Πικασό, όπου βρίσκουμε, μέσα στις αναφορές στο στυλ κάθε ζωγράφου, σύντο­ μα δοκίμια πάνω σε έννοιες γενικό­ τερες που είναι ο απόηχος των συλλογισμών του πρώτου μέ­ ρους»." Η εισαγωγή και οι σημειώσεις θα δώσουν τις απαραίτητες διευ­ κρινίσεις και για το περιεχόμενο και για τις ακριβείς διαστάσεις του τίτλου και του υπότιτλου. Ποια εί­ ναι όμως η αξία και η σημασία του βιβλίου, και μάλιστα για το σημε­ ρινό αναγνώστη; Στην «ανακοίνω­ ση που έστελνε ο ίδιος ο Apollinai­ re... με την παράκληση της καταχώρησης» έγραφε: «Ο Guillaume Apollinaire πόυ κανείς δεν αγνοεί πια τ' όνομά του, μελετά το γενι­ κό προσανατολισμό της κίνησης αυτής των Κυβιστών Ζωγράφων, που ενδιαφέρει σήμερα ολόκληρη την Ευρώπη. Δίνει με ακρίβεια το ιστορικό του κινήματος, τη νέα αισθητική του, την προέλευσή του, την ανάπτυξή του, τα ποικίλα χαρακτηριστικά του (διαμελισμός του κυβισμού) μέχρι τον ορφισμό και σκιαγραφεί... τις φυσιογνωμίες των εκπροσώπων του. Το έργο συνοδεύουν 46 προσωπογραφίες και ρεπροντυξιόν...»,12 που λεί­ πουν από την ελληνική έκδοση κι όπως είναι φυσικό μειώνουν τη χρηστικότητα του βιβλίου. Η εισα­ γωγή όμως διαφωνεί: «Αυτοί οι πί­ νακες καθώς και ο τίτλος του βι­ βλίου, μαζί με τη φήμη του συγ­ γραφέα έκαναν τον κόσμο να πι­ στέψει πως επρόκειτο για ένα μανιφέστο της σχολής», ενώ «το βιβλίο αυτό, σαν μανιφέστο ή σαν

εγχειρίδιο του κυβισμού, διατηρεί μια αξία μάλλον ιστορική», γιατί «αναγνωρίζουμε σης σελίδες του κάποια λάθη ουσίας, δεν δεχόμα­ στε πια τις τέσσερις κατηγορίες του κυβισμού που ο Απολλιναίρ προσπάθησε να επιβάλει»14 και το σπουδαιότερο έχομε μπροστά μας ένα κείμενο χωρίς μέθοδο και κα­ τατοπιστική σαφήνεια. Ό χι όμως χωρίς αξία. Ο Απολλιναίρ δεν είναι ο σπουδαγμένος αισθητικός που οργα­ νώνει και διατάσσει. Έχει όμως πλούσια γνώση εξ επαφής και βα­ θιά ευαισθησία. Έτσι, «θα μεί­ νουμε κατάπληκτοι μπροστά στην ορθότητα τόσων προφητικών εκτι­ μήσεων και δεν θα μείνουμε ασυγκίνητοι από το λυρικό τόνο που διαπνέει το έργο».15 Ο Μωρίς Ρεϊνάλ το χαρακτήρισε πολύ σω­ στά ένα «είδος ποιήματος πάνω στη ζωγραφική». Δεν είναι της στιγμής να εξετάσομε αν ο Απολλιναίρ ήταν ένας κυβιστής ποιη­ τής, παρ' όλη την επίδραση που έχει υποστεί από τους φίλους του ζωγράφους ή κι αν υπήρξε τελικά ποίηση του κυβισμού, όπως θέ­ λουν μερικοί. Ούτε αν ο «οπτικός λυρισμός» των ιδεογραμμάτων του του επέτρεπε να διακηρύξει «κι εγώ επίσης είμαι ζωγράφος».16 Το γεγονός όμως είναι ένα: «Οι κυβιστές ζωγράφοι» έχουν γραφτεί από έναν ποιητή. Κείμενο λοιπόν αξιοπρόσεχτο- ντοκουμέντο μονα­ δικό που θα το χαρεί ο έλληνας ειδήμων στη γλώσσα μας, αλλά όχι κείμενο αφετηρίας για τη μεθοδι­ κή σπουδή ή και την απλή ενημέ­ ρωση, που περιμένει (π.χ. Ο κυβι­ σμός του Τζων Γκόλντιγκ) πάντα τον εκδότη του. 4. ΠΛΑΚΑΣ

Σημειώσεις:-------------------1. Πααχάλ Πιά: Απολλιναίρ, Παρίσι 1974, σελ. 21. 2. Ζεράρ Σπιτερί: στο «Νουβέλ Λιττεραίρ» No 2763/1981. 3. Πααχάλ Πιά, έ.αν., οελ. 22. ■4. έ.αν., οελ. 51-52. 5. Από γράμμα του Απολλιναίρ, 19.7.1913, δημοσιευμένο στο περιοδιχό Ντιβάν No 217/3.1938. 6. Πααχάλ Πιά, έ.αν., οελ. 51. 7. έ.αν., οελ. 158. 8. έ.αν., σελ/121. 9. Κ. Μπεγχέ και Π. Λ αρτίγχ: Αλκο­

10. 11. 12. 13. 14. 15. 16.

όλ. Απολλιναίρ, σελ. 6, εκδ. Ατιέ, 1975. Απολινναίρ. Οι κυβιστές ζωγρά­ φοι: ελλ. μετάφραση, σελ. 7. έ.αν., σελ. 9. έ.αν., σελ. 149. έ.αν., σελ. 29. έ.αν., σελ. 7. έ.αν., σελ. 8. Τίτλος του για ένα λεύκωμα λυ­ ρικών ιδεογραμμάτων που σχέδι­ αζε να εχδώαει τον Αύγουστο του 1914.

Συμβαίνει στο Αργος Όπου to βιβλίο^3»δεν είναι εμπόρευμα

UI < Κ > C> ο >D <> οa 3 ω

D) ο ID < > ο ■<

ο

<

c

0 □ a > m □

Σωαυή έπιλογή Βασ. Γεωργίου Α' 12α ΤΗΛ. 28063 ΑΡΓΟΣ

αντί • Τό καλύτερο δώρο γιά σάς καί τούς φίλους σας: • Έ ν α ς πανόδετος τόμος τού περιοδικού «ΑΝΤΙ»


168/οδηγος

τα καθημερινά στοιχεία μιας εποχής κι ενός τόπου Από τις ποιητικές του συλλογές («Εν Αυλίδι», «Ιστορίες για το Σέργιο», «Ο κύκλος», «Πτέρυξ χρονιών παθήσεων»), τις μετα­ φράσεις και τη λογοτεχνική κριτική είναι κυρίως γνωστός ο Σπό­ ρος Τσακνιάς. Με το τελευταίο του βιβλίο, παραμερίζοντας προ­ σωρινά την ενεργό παρουσία του στην ποιητική κοινότητα, αποδεικνύει την εγκυρότητα και μιάς άλλης θητείας, της πεζογραφικής. Που μάλιστα χρονολογείται νωρίτερα από τη δημοσιευμένη του ποίηση (γράφει τα διηγήματα του παρόντος τόμου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1950-1960 και δημοσιεύει ορισμένα την ίδια περίοδο ενώ η «Εν Αυλίδι» κυκλοφορεί το 1976 αν και γρά­ φεται μεταξύ 1952-1962).

Η γερμανική κατοχή και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια αποτελούν κυρίαρχο μέγεθος που διαπερνά με τρόπο έμμεσο τις περισσότερες φορές τα καθημερινά γεγονότα. Η θεματική επιλογή αντιστρατεύεται όλη την αντιστασιακή φιλολογία, σ’ ό,τι αφορά την οπτική γωνία τουλάχιστον. Τα χαρακτηριστικά της θεματολογίας του Σ. Τσακνιά συνιστούν εντελώς διαφορετική περιοχή: ot κατοχικές πιέσεις, ο βρόγχος του κατακτητή, η αντί­ σταση δημιουργούν το σκηνικό βά­ θος αλλά δεν προβάλλονται ποτέ επί της κυρίως σκηνής. Ο συγγρα­ φέας ενδιαφέρεται να αναδείξει τα καθημερινά στοιχεία μιας εποχής κι ενός τόπου όπου η στυφή γεύ­ ση, η απώλεια και οι υπόκωφοι τριγμοί τροφοδοτούν την ανθρώ­ πινη δράση μαζί με το καταφαγω­ μένο όραμα και την προσδοκία μιας μετατροπής. Οι υπάρξεις που κυκλοφορούν στις γραμμές των διηγημάτων αυ­ τών αγγίζουν το σημείο μηδέν της ζωής: Ένας ξένος φαντάρος που αποτυπώνει τα ασαφή ίχνη τού εαυτού του στο δέρμα μιας βαλί­

τσας («Η βαλίτσα του ξένου»), μια μεσήλικη κυρία που στήριξε τις προϋποθέσεις μιας αξιοπρεπούς επιβίωσης σε μια ουσία βαφής μαλλιών («Απροσδόκητη κατα­ στροφή»). Έ να κοριτσάκι που δεν γνώρισε τη χαρά του κόκκινου παιδικού φορέματος γιατί έπρεπε να πενθήσει τον σκοτωμένο αδερφό. Η Κατοχή στραγγίζει και την ύστατη σταγόνα μιας όποιας πλήρωσης μέσα στην καθημερινό­ τητα, στερώντας το άτομο από την ικανοποίηση των στοιχειωδών ανα­ γκών του και ρίχνοντάς το μαλα­ κά, σχεδόν χωρίς κρότο, στον αφανισμό και το θάνατο. Ορισμένες φορές η ηλικία των προσώπων που αφηγούνται ή πρω­ ταγωνιστούν στο διήγημα βρίσκε­ ται κάπου στα τελευταία χρόνια του γυμνασίου (λυκείου σήμερα), εκεί δηλαδή που η συνείδηση κρυσταλλώνεται πρωταρχικά, μια και η σημασία των γεγονότων εγγράφεται με τρόπο ριζικό, έτσι που η μεσολάβηση καινούριων, διαφορετικών συνθηκών απλώς διευρύνει και πολυπλοκοποιεί τις συνέπειες της ίδιας αρχικής εγ-

ΣΠΥΡΟΥ ΤΣΑΚΝΙΑ: Η βαλίτσα τον ξένον. Διηγήματα. Πεζογρα­ φία, αριθ. 23. Αθήνα, Εστία, 1983. Σελ. 128.

γραφής. Εδώ φαίνεται πόσο σο­ βαρά λαμβάνει υπόψη του ο συγ­ γραφέας την καταγωγή των βιοψυχικών παραστάσεων μιας ολό­ κληρης γενιάς. Η αθέατη πλευρά της εποχής και των γεγονότων είναι ο διηγηματικός χώρος του Σ. Τσακνιά. Τον απασχολεί να δείξει όχι το αν­ τιστασιακό πρόσωπο και τα τρα­ γικά διλήμματα των επιλογών αλλά τον ανάπηρο που ενδύθηκε ηρωι­ κό προσωπείο («Μια νύχτα»)· όχι τις γυναίκες που έδωσαν ορμή και δύναμη στην αντίσταση αλλά εκεί­ νες που εισέπραξαν τη μομφή πως πρόσφεραν γην και ύδωρ απ’ το σώμα τους στους επικυρίαρχους («Τα σαλιγκάρια»)· όχι τις εξαχρειωτικές συνθήκες του αριστε­ ρού εξόριστου αλλά τον σιωπηρά ζυμωμένο πόνο των οικείων του προσώπων και τις υπόγειες βοές του έρωτα που τραντάζουν σ’ όλη της την έκταση και την πλέον εν­ τατική σε συλλογικές αξίες εποχή. Ουσιαστικά δηλαδή ο συγγραφέ­ ας αντιστρέφει την ίδια τη δομή του κατοχικού διηγήματος, όπως στη συντριπτική του πλειοψηφία το γνωρίσαμε. Μετατρέπει σε περιρρέουσα ατμόσφαιρα ό,τι ώς τώρα αποτελούσε κεντρική ανα­ φορά της γραφής. Τον ενδιαφέ­ ρουν οι διαχρονικές καθημερινές επιθυμίες και το βιοτικό ανεκτέ­ λεστο όπως φωτίζονται από τις συνθήκες της εποχής. Ο αναγνώ­ στης υποβάλλεται αργά σε μια εξονυχιστική αντιδιδακτική έρευ­ να του ανθρώπου· ο συγγραφέας από τη μεριά του αποκλείει ή του­


οδηγος/169 λάχιστον δεν προκρίνει την υπερ­ βατικότητα των καθηκοντολογικών εντολών που διαμελίζουν την υπόσταση και διαλύουν το συγκε­ κριμένο άτομο μέσα στο αφηρημένο σχήμα της υπηρέτησης ενός σκοπού. Ωστόσο δεν πρόκειται γενικά για τους ανθρώπους εν καιρώ πολέμου. Διότι ο Σ. Τσακνιάς διατηρεί ολοζώντανη τη ση­ μασία των μαζικών και σκόπιμων υπηρεσιών. Στο τέλος θα παραδε­ χτεί με καρτερία, με γέλιο και με γκρίνια πως ένα βαθύτατο απρό­ σμενο διαπερνά την πραγματικό­ τητα. Ο λόγος των διηγημάτων που

παρουσιάστηκαν αντλεί τα υφολογικά του στοιχεία, τα πλαγιάσματα και τα κενά του από κείνο τον κοινωνικό χώρο που αποτελεί και αναπεπταμένο πεδίο της δράσης: τόν μικροαστικό κι εργατικό πλη­ θυσμό. Χωρίς ωστόσο να του υπο­ τάσσεται απόλυτα, αποφεύγοντας προσεχτικά τις τεχνητές κι επομέ­ νως δυσλειτουργικές ταυτίσεις. Αρ­ κεί στο συγγραφέα ν ’ αναδειχτούν αντιστοιχεία και καταγωγή της γλώσσας· γι’ αυτό και δομεί το λό­ γο με τρόπο τέτοιο που οι λέξεις να μην ασφυκτιούν ή να μην εξα­ φανίζονται μέσα στο κοινωνικό τους κέλυφος αλλά ν ’ αποτελούν

ένα μαζί του. Η πεζογραφική άσκηση του Σπύρου Τσακνιά πλουτίζει την εμπειρία μιας σφριγηλής και πο­ λυδάπανης σε ανθρώπινο κόστος εποχής, ενώ ταυτόχρονα βαθαίνει τη διεργασία της μνήμης για όσους υπήρξαν μέτοχοί. Φέρνουν στην επιφάνεια τα διηγήματα αυτά ό,τι (ιστορικά και κοινωνιολογικά) θά ’χε χαθεί αν δεν προσερχόταν η λογοτεχνία όχι για να το διασώσει ως έκθεμα μουσείου αλλά για να το καταγράψει ως βιωματικό ήθος. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ένας Ντ’Αννούντσιο σύγχρονός μας Ν Τ 'ΑΝΝΟΥΝΤΣΙΟ: Επίσκοπο και Σία. Μετ. Πέτρου Πικρού. Μικρή Λογοτεχνική Σειρά. Αδήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 122.

Με έκπληξη ανακαλύψαμε σ' αυτό το βιβλιαράκι με το σύντομο μυθιστόρημα «Επίσκοπο και Σία», όπως το θέλησε ο μεταφρα­ στής για να συμπεριλάβει και μερικές νουβέλες, έναν Ντ'Αννούντσιο καθόλου μεγαλόστομο, αλλά σύγχρονό μας, που κάνει ένα ταξίδι στην ταραγμένη συνείδηση ενός σκλάβου που απε­ λευθερώθηκε με το έγκλημα. Το «Τζοβάνι Επίσκοπο» το έγρα­ ψε το 1891. Στη μακριά εισαγωγή του (που δεν έχει η ελληνική έκ­ δοση) εξηγεί στη Ματίλντε Σεράο (ακούραστη συγγραφέα, γνωστή στην εποχή της) πώς είχε γνωρίσει και μελετήσει τον ήρωά του δυο χρόνια πρωτύτερα, στο νοσοκο­ μείο. Θα καταπιαστεί με την πρα­ γματική αυτή περίπτωση μόλις θα βγει από το στρατόπεδο του ιππι­ κού, κενός, αποπροσανατολισμέ­

νος ύστερα από 15 μήνες πνευμα­ τικής ανάπαυσης. Η ακαθόριστη δυσφορία του τον οδηγεί ν ’ απο­ στραφεί το προηγούμενο έργο του. Ο νεαρός Ντ’Αννούντσιο, ξε­ διπλώνοντας τή δική του συνείδη­ ση, μας προϊδεάζει για την ταρα­ γμένη συνείδηση του άρρωστου κι ετοιμοθάνατου- ήρωά του. Συ­ νάμα μας φανερώνει την ποιητική του: στο φόβο της αρρώστιας και του εκφυλισμού του ανθρώπινου

οργανισμού αντιπαραθέτει τη δη­ μιουργική ικανότητα του ανθρώ­ πινου μυαλού που ξέρει να επε­ ξεργάζεται θαυμαστά το σχεδόν άμορφο υλικό που ο συγγραφέας ξέρει να παίρνει από τον εξωτερι­ κό κόσμο και να το μεταπλάθει σε ανώτερες μορφές τέχνης και ζωής. Ό σο για τον ήρωά του. δεν είδε μόνο το σώμα του, αλλά και την ηθική του προσωπικότητα. Έτσι ο «γλυκός κι αξιολύπητος αυτός άνθρωπος» «σαν άλλος Χριστός» απορρόφησε το είναι του μαζί με τ’ άλλα πρόσωπα του έργου που πάλλονται ολοζώντανα μπροστά του με την ανθρώπινη μυρωδιά τους. Η φόρμουλα που προτείνει είναι νατουραλιστική: να μελετή­ σουμε ανθρώπους και πράγματα


170/οδηγος α π ’ ευθείας, χωρίς καμιά μετά­ θεση. Η υπόθεση είναι κοινή, σαν εκείνες που διαβάζουμε στις εφη­ μερίδες: ο απατημένος, γελοιοποι­ ημένος, υποταγμένος σύζυγος, θα σκοτώσει τον εραστή της γυναίκας του, καθώς χτυπά το μοναδικό πλάσμα που τον αγαπά: το μικρό γιό του. Ο Επίσκοπο όμως είναι ο σκλάβος που έχει συνείδηση της σκλαβιάς του, αλλά τέλεια υποτα­ γμένος στα δεσμά του ψυχολογι­ κά, και γιατί όχι ταξικά (είναι ο ήσυχος, μικροαστός τραπεζοϋπάλληλος που δεν ξέρει πώς ν' αντι­ μετωπίσει τα πειράγματα και τις κακίες των άλλων), μόνο με το έγ­ κλημα θ ' αποτινάξει το ζυγό του, δηλ. με την τέλεια καταστροφή, σωματική και πνευματική, αφού βρίσκεται πια στα πρόθυρα της τρέλας. Είναι μια αδύναμη ύπαρ­ ξη, έρμαιο της δειλίας του κι ανί­ κανος να επαναστατήσει στους μοχθηρούς τυράννους του: τον τύραννο-φίλο του Βάντσερ και τη γυναίκα του-τύραννο Τζινέβρα. Είναι η πορεία ενός ανθρώπου που φτάνει σ’ όλο το βάθος του ξεπεσμού από έρωτα και ανημπόρια, που διαισθάνεται την τρέλα και τον αφανισμό να επέρχονται μέσα από μυστηριώδεις μηχανι­ σμούς, προαισθήματα, παραισθή­ σεις. Είναι ο άνθρωπος που «δεν τον σέβεται κανείς». Η απολύ­ τρωση, τελικά, φαίνεται να πιστεύ­ ει ο Ντ’Αννούντσιο, περνά μέσα από τόν χαμό. Κι ο Επίσκοπο επά­ ξια στέκεται στο πλάι ενός Ματία

i-

ψ

Πασκάλ (ήρωα του Πιραντέλλο) ή ενός Τζένο (ήρωα του Σβέβο), από τις πιο σύγχρονες μορφές του ιταλικού μυθιστορήματος. Ο άν­ θρωπος αυτός θα βρει το πνευμα­ τικό του ταίρι: τον αλκοολικό πε­ θερό του Μπατίστα, που δεν είναι ο πραγματικός πατέρας της γυ­ ναίκας του. Η περιφρόνηση των οικείων, η συναισθηματική απόρ­ ριψή τους, στην κοινή απομόνωση, θα τους ενώσει. Η Τζινέβρα (το αιώνιο θηλυκό), ο Βάντσερ (ο εραστής της, το χτηνώδες αρσενι­ κό), η μάνα της, είναι ήρωες όμοι­ οι που συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο. Κι ο μικρούλης Σιρό, αδύνα­ μος κι αρρωστιάρης, θα εξωθήσει τον πατέρα του στην τελική εξέ­ γερση: είναι ο μόνος ανεξάρτητος και ηθικά δυνατός χαρακτήρας του μυθιστορήματος. Γιατί όμως αυτές οι μεγάλες πε­ ρικοπές (λείπουν είτε παράγρα­ φοι, είτε προτάσεις ολόκληρες); Ο μεταφραστής είχε φαίνεται πρό­ βλημα χώρου. Αν και το κείμενο έχει αναπλασθεί πολύ πετυχημένα σε γενικές γραμμές, αλλού υπάρ­ χουν ασυγχώρητα μεταφραστικά λάθη. ΓΓ αυτό, μεγαλύτερη προ­ σοχή στις ξανατυπώσεις παλιότερων μεταφράσεων. Τα άλλα τρία διηγήματα είναι παρμένα από τις «Νουβέλες της Πεσκάρας» (1884-1886). Δείχνουν ήδη τις θαυμαστές ικανότητες του νεαρού Ντ’Αννούντσιο, που αναπαριστάνει με ζωντάνια τη ζωή του λαουτζίκου, που κάθε άλλο παρά θαυμάζει βέβαια ο νεαρός

Γ ν ω ρ ίσ α τ ε τ ό ν έ λ λ η ν ικ ό

V ^ j A )

π ο λ ι-

τ ισ μ ό μ έ τ ις ε κ δ ό σ ε ις π ο ιό τ η τ ο ς

Π Α Π A ΑΗ Μ A π ο ύ τ ιμ ο ύ ν τά έ λ λ η ν ικ ά γ ρ ά μ μ α τ α κ α ι

συμ­

β ά λ λ ο υ ν σ τ η ν α ν ά π τ υ ξ η τω ν κ λ α σ σ ικ ώ ν σ π ο υ ­ δ ώ ν σ τ ή ν π α τ ρ ίδ α μ α ς.

Κάθε βιβλίο από τις εκδόσεις είναι τό πολυτιμότερο

ΔΩΡΟ

εστέτ. «Τα φλουριά»: Στο βρομε­ ρό καπηλειό του λιμανιού, η αξιο­ λύπητη γυναίκα του γέρου φιλάρ­ γυρου ταβερνιάρη θα ληστέψει τον άνδρα της εξαιτίας του έρωτά της για τον απαιτητικό μορφονιό. Το πάθος κι εδώ καταστρέφει. «Το μαρτύριο»: Στο πλοίο των ναυτικών θα ολοκληρωθεί μια δο­ λοφονία. Αυτοί οι άνθρωποι του μόχθου, μέσα στο κρεσέντο της τρικυμίας, θα πεθάνουν το σύν­ τροφό τους που υποφέρει πια στωικά τα πιο φρικτά μαρτύρια: Ο αυτοσχέδιος «χειρούργος» θα τον μακελέψει, προσπαθώντας να βγά­ λει το σπυρί που συνεχώς μεγαλώ­ νει στον αυχένα του δυστυχισμέ­ νου συντρόφου του. Κατάπλασμα για την πληγή; Το μαύρο ζεστό κατράμι, που λιώνουν στ' αμπάρι. Εδώ θριαμβεύει η ανθρώπινη άγνοια με κάποιες σαδιστικές προ­ εκτάσεις της. Στην «Πινακωτή», τέλος, σε πολύ σύντομες γραμμές, ο αδελφοκτόνος μικρός αρρωστιά­ ρης, γεμάτος τυφλό μίσος για τον αδελφό του από άλλη μητέρα, θα φτάσει κι αυτός στο έγκλημα όταν τον πιάσει πεινασμένος στην «πι­ νακωτή»! Με το καπάκι τον σκο­ τώνει, κι ο αναγνώστης σα ν' ακού­ ει το τρίξιμο και το σπάσιμο των κοκάλων... «Η γυναικαδέλφη»: Κάπου στην όμορφη εξοχή των Αμπρούτζι, το πάθος .του κουνιάδου για τη νύφη θα τη συμπαρασύρει στον απαγο­ ρευμένο έρωτα, με μόνο μάρτυρα την ανήμπορη, πάνω στο κρεβάτι του πόνου, πεθερά. «Ο Γουσταύος έφερνε στις συναντήσεις τους αυτές την ορμητικότητα του χαρακτήρα του. Η Φραγκίσκο (...) την αριστοκρατική λεπτότητα της ηδονής. Από ένστικτο, απόφευγαν καθετί που θα μπορούσε να ξυ­ πνήσει τη συνείδησή τους.» «Αυτό που έκαμαν ήταν ένοχο, το έκα­ μαν όμως φυσικά.» Εδώ έχουμε τον πιο γνωστό Ντ' Αννούντσιο, το ίνδαλμα μιας ολόκληρης τάξης (κυρίως των μικροαστών). Στο πρόσωπο του ανενδοίαστου, ορ­ μητικού, πριαπιστή καλλιτέχνη (και εθνικού ήρωα), έβλεπε να γί­ νονται πράξεις οι πιο απόκρυφες φαντασιώσεις. Αποπνέει κάτι από την ατμόσφαιρα παρακμής του «Αθώου» (1891). ΟΛΓΑ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ


οδηγος/171

οι μετέωροι άνθρωποι του Σωλ Μπέλλοου SAUL BELLOW: Χέρτσογκ. Μετ. Μίλτου Φραγκόπουλου. Αθήνα, Ζάρβανος, 1983. Σελ. 481.

Το έργο του Σωλ Μπέλλοου, του εβραίου διανοούμενου συγ­ γραφέα που εκφράζει όσο κανείς τη μεταπολεμική, μεταπολιτική συνείδηση της Αμερικής, υπέρμαχου της ανθρωπιστικής παράδοσης και ανανεωτή του αμερικάνικου μυθιστορήματος, κεντρώνεται ουσιαστικά στην πίστη ότι μόνο το μυθιστόρημα «μας υπόσχεται νόημα, αρμονία ακόμα και δικαιοσύνη»,' στην προσπάθεια να διερευνηθεί η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Με το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο μετέωρος άνθρωπος (1944), ο Μπέλλοου απορρίπτει δυναμικά τους σκληρούς ήρωες του Χεμινγουαίη και την παράδοση της «δράσης». Οι δικοί του ήρωες, με­ τέωροι σε κάποια στιγμή της ζωής τους, αποκομμένοι από την κοινό­ τητα που δεν τους εκφράζει, κι­ νούνται μέσα στο φιλοσοφικό στο­ χασμό και την ενδοσκόπηση, σε απάνθρωπες και στυγνές πόλεις όπου οι ανθρώπινες σχέσεις δοκι­ μάζονται και οι αξίες έχουν απο­ συντεθεί. Τα μυθιστορήματά του Ο μετέ­ ωρος άνθρωπος, Το θύμα (1947), Οι περιπέτειες του Ώ γκι Μαρτς (1953), Χέντεροον (1959), Χέρτσογκ (1964), αλλά και το πιο πρό­ σφατό του Δε Ν τηνς Ντισέμπερ (1982), περιγράφουν την οδυνηρή πορεία του ατόμου από τήν απο­ μόνωση στη φυλακή του νου στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για συμφιλίωση με τους άλλους, για επιβίωση.

Ο Μπέλλοου, ταυτισμένος με τους ήρωές του, παλεύει ανάμεσα στη ζοφερή εικόνα του κόσμου και την κατάφαση στην αξία της ύπαρξης, αντιστέκεται στις «κοι­ νοτυπίες του οράματος της Έρη­ μης Χώρας, τα φτηνά διανοουμενίστικα ερεθίσματα της Αποξένω­ σης».2 Νατουραλιστής και ιδεαλι­ στής μαζί -κοντά στον Ντράιζερ και τον Έμερσον-, επηρεασμένος από τον υπαρξισμό του Σάρτρ και του Καμύ, αλλά και του Ντοστογιέφσκι, δημιουργεί έναν ήρωα όχι μό­ νο χαρακτηριστικά αμερικανοεβραίο παρείσακτο, αλλά και το πρότυπο του σύγχρονου ανθρώ­ που που οοκιμάζεται από την κα­ τάρρευση των αξιών και πιέζεται από τις διάφορες όψεις της πρα­ γματικότητας. Ο Χέρτσογκ, από τα πιο σημαν­ τικά μυθιστορήματα του ’60 και το πιο άρτιο του Μπέλλοου, συμ­ πυκνώνει όλη τη θεματική και το όραμα του συγγραφέα, σε μια ανοιχτή φόρμα που, όπως λέει ο

ίδιος, «κάνει κωμική χρήση του παράπονου».3 Σε μια αφήγηση που πηδά με ευκολία από το πρώ­ το στο τρίτο πρόσωπο, χωρίς κα­ μιά σχεδόν κριτική απόσταση από τον ήρωα, ο Μπέλλοου βασίζει ολό­ κληρο το μυθιστόρημά του στον εσωτερικό κόσμο, στο νου και τη συνείδηση του Χέρτσογκ, Εβραί­ ου, διδάκτορα φιλοσοφίας, που σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής του ύστερα από το δεύτερο διαζύγιό του, αποτυχημένος στην ερωτική και συναισθηματική του ζωή, βρί­ σκεται στα πρόθυρα της τρέλας. Πιεσμένος από την ανάγκη να «εξηγήσει, να δικαιολογήσει, να ξεκαθαρίσει», γράφει γράμματα σε όλους, ζωντανούς και νεκρούς, σε φίλους, στον Αϊζενχάουερ, στο Νίτσε, στον Χάιντεγκερ. «Κυνηγώ την πραγματικότητα με τις λέ­ ξεις», λέει. Η ανάγκη του Χέρτσογκ για επανορισμό της ανθρώπινης ύπαρ­ ξης, για μια καινούρια ανακάλυψη βασικών αληθειών, τον οδηγεί σε αμφισβήτηση της ρομαντικής αν­ τίληψης για τη σπουδαιότητα του ατόμου, χωρίς ωστόσο να δέχεται την άποψη του Χάιντεγκερ για την «πτώση στο καθημερινό», την υποβάθμιση του ατόμου. Αντίθε­ τος στη μαζοποίηση του ανθρώ­ που, στη βία, στην υπερβολική κυριαρχία του νου, επιδιώκει μια νέα ταυτότητα σε σχέση με την κουλτούρα και την ιστορία, που


172/οδηγος να περιέχει την αμφιβολία, το δι­ φορούμενο, την αποδοχή του κα­ κού στην ανθρώπινη φύση, την κυριαρχία του θανάτου -«ο θάνα­ τος είναι θεός», λέει ο Χέρτσογκκαι την προσωπική ευθύνη του ανθρώπου. Το θέμα καθορίζει τη μορφή. Ο Μπέλλοου γράφει μια γοητευτική κωμωδία, δομημένη πάνω στη σά­ τιρα και την καρικατούρα για τους δευτερεύοντες χαρακτήρες -στον αντρικό κόσμο του Μπέλλοου οι γυναίκες ζωγραφίζονται με δηλη­ τηριώδη χρώματα- στα επεισόδια από το παρόν και από το άμεσο ή μακρινό παρελθόν (φλάσμπακς και αναμνήσεις από τις εβραίικες γειτονιές των παιδικών χρόνων), που αποτελούν την ουσιαστική δράση του βιβλίου, στα γράμματα και στους εσωτερικούς μονόλο­ γους που συντηρούν και προω­ θούν το όραμα του συγγραφέα. Τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία στο στυλ του Μπέλλοου, η σύζευ­ ξη ποικίλων και ετερόκλητων στοιχείων -του τυχαίου και καθη­ μερινού με το υψηλό και φιλοσο­ φικό, παιδικά τραγουδάκια και φιλοσοφικές θεωρίες-, ή συσσώ­ ρευση πλήθους λεπτομερειών που δίνουν ένα πανόραμα της σύγχρο­ νης αμερικάνικης πραγματικότη­ τας, όπως και η γλώσσα που απο­ δίδει την αλήθεια όλων αυτών, ενισχύουν την ανοιχτή φόρμα του βιβλίου καθώς βάζουν τον Χέρ-

τσογκ στο κέντρο προσωπικών, παγκόσμιων και μεταφυσικών προβλημάτων. Ο Χέρτσογκ, αξιο­ θρήνητος αλλά και ευγενής, αιωρείται ανάμεσα στην αυτοσυντή­ ρηση και την αυτοεξαφάνιση, την αυτοπεριφρόνηση και την υπερο­ ψία, την αποξένωση και την προ­ σαρμογή, την πραγματικότητα και τη φαντασία, το παρελθόν και το παρόν, τη ζωή και το θάνατο, ανά­ μεσα δηλαδή σε κείνους τους πό­ λους που περιέχουν -και καθορί­ ζουν- την ανθρώπινη ύπαρξη. Kt έτσι το τέλος μένει ανοιχτό, μια στάση πριν από ένα πιθανό θετι­ κό βήμα. Ευπρόσωπη, καλαίσθητη και προσεγμένη η ελληνική έκδοση. Κατατοπίζει τον αναγνώστη με την παράθεση τριών κριτικών δο­ κιμίων στο τέλος του βιβλίου. Αν­ τίρρηση υπάρχει ως προς την από­ δοση μόνο με εισαγωγικά των κομματιών που δίνονται με δια­ φορετικά τυπογραφικά στοιχεία στο πρωτότυπο, και γιατί πολλά σημεία συγχέονται με το διάλογο αλλά και κυρίως γιατί αποτελούν εσωτερικούς μονόλογους και στο­ χεύουν στο να παρουσιάσουν και οπτικά την απόστασή τους από την καθαυτό αφήγηση. Το ίδιο και με τις πολλές λέξεις στα Yiddish που πρέπει να διαφοροποιηθούν, όπως γίνεται με τις γαλλικές. Η μετάφραση του Μ. Φραγκόπουλου, άνετη και με αυτοπεποίθηση,

ΙΝΤΙΡΑ ΓΚΑΝΤΙ

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗ: ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΕΙΔΙΟΥ 14-16 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ, 3 6 0 0 .0 5 9

κατορθώνει να αποδώσει γενικά το κοφτό, ενεργητικό και ζωντανό ύφος του βιβλίου, καθώς και το πλούσιο λεξιλόγιο του Μπέλλοου. Περιέχει όμως ανεπίτρεπτες προ­ χειρότητες, ακόμα και λάθη, και μεταφραστικά (τα γυαλιά της όπερας π.χ. μεταφράζονται σαν... ποτήρια σαμπάνιας, οι επικούρει­ οι φιλόσοφοι σαν... επικουρικοί, η επιλογή σαν διαλογή κλπ.), αλλά και συντακτικά και πάρα πολλές αδόκιμες λέξεις που μειώνουν τη σοβαρή του προσπάθεια. Λίγη προσοχή του μεταφραστή στην ελληνική λέξη θα απάλλασσε το κείμενο από χτυπητούς σολοικι­ σμούς και αοριστίες του είδους «περιστρεφόμενη πορτοκαλάδα», «του έχει κουνήσει», «τα ύφη», «συναισθηματίας» κλπ. αλλά και από μια ασυνέπεια στη χρήση της δημοτικής και της καθαρεύουσας («ξαπλαρωμένος» αλλά και «βε­ βλημένος»). Παρ’ όλα αυτά το βι­ βλίο παραμένει ένα γοητευτικό ανάγνωσμα και για τον έλληνα αναγνώστη. ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ Σημειώσεις:--------------------------1. Σωλ Μπέλλοου, ομιλία αποδοχής του Βραβείου Νόμπελ. 2. Χέρτσογκ, εκδ. Penguin 1980 αελ. 81. 3. Συνέντευξη του Μπέλλοου στον G. L. Harper, 1965.


οδηγος/173

θέατρο, νοσοκομείο ή φρενοκομείο; ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ο Ίψ εν στην Ελλάδα. Από την πρώτη γνωριμία στην καθιέρω­ ση. 1890-1910. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 175.

Το βιβλίο του Ν. Παπανδρέου επιχειρεί μια σφαιρική εξέταση της τύχης του νορβηγοΰ δραματουργού στην Ελλάδα στην πε­ ρίοδο 1890-1910. Από τις πρώτες παραστάσεις των έργων του ως τους ιψενικούς απόηχους στους έλληνες συγγραφείς. Το εγχείρημα προϋποθέτει γνώση τόσο του Ίψ εν όσο και της νε­ οελληνικής λογοτεχνίας της εποχής, προσεκτική αναδίφηση στα περιοδικά και τις εφημερίδες και στοχαστικότητα και ευαι­ σθησία για τις τελικές αποτιμήσεις. Ο Ν. Παπανδρέου φαίνεται να τα διαθέτει όλα. Έχουμε μια πλού­ σια -ίσως εξαντλητική- συγκομιδή υλικού, μια έγκυρη γνώση πομπού και δέκτη κι επιπλέον μια θεατρι­ κή παιδεία. Όμως μένει κανείς με την εντύπωση πως ο όγκος των πληροφοριών οργανώθηκε κάπως εξωτερικά κι έγινε αποσπασματι­ κά η κριτική τους αξιοποίηση. Έτσι, ενώ έχουμε μια ενότητα με συγκεντρωμένα όλα τα στοιχεία για τις πρώτες παραστάσεις ιψενι­ κών έργων (σκηνοθεσία, ηθοποι­ οί, μετάφραση, αναζήτηση μέσα από τις κριτικές ενδείξεων για τον τρόπο ανεβάσματος) και την απή­ χησή τους σε ειδικούς και μή, αυ­ τή την πληρότητα της εξέτασης δεν τη συναντούμε στη συνέχεια, όπου μάλλον θίγονται παρά αναλύ­ ονται όσα καίρια θέματα επιση­ μαίνει χωρίς να είναι πάντα ευκρι­ νείς οι λόγοι αυτής της διάρθρω­ σης του υλικού. Ωστόσο η μελέτη

του Ν. Π. αποτελεί θετική συμβο­ λή στο χώρο της συγκριτικής φιλο­ λογίας και δίνει άφθονη τεκμηρί­ ωση και ερεθίσματα για επιμέρους μελέτες. Το πλήθος των παραθεμάτων ζωντανεύει το λόγο κι αναπλάθει εναργέστερα το κλίμα της εποχής, όταν το 1894 έρχεται για πρώτη φορά ο Ίψεν στην Ελλάδα, με τους «Βρυκόλακες», που θεωρεί­ ται το κατεξοχήν νατουραλιστικό δράμα. Την εποχή αυτή ο νορβηγός δραματουργός έχει ήδη εγκα­ ταλείψει τη νατουραλιστική του περίοδο κι έχει στραφεί από το 1888 προς το συμβολισμό. Ωστόσο μ' αυτή την ιδιότητα και μ’ αυτό το έργο θα γίνει γνωστός στην Αγ­ γλία, τη Γερμανία και προπαντός τη Γαλλία, από όπου θα έρθει και στην Ελλάδα. (Το Ελεύθερο Θέα­ τρο του Αντουάν θα ανεβάσει το 1890 τους «Βρυκόλακες» και η ελ­ ληνική μετάφραση στην πρώτη

παράσταση θα γίνει από τα γαλλι­ κά.) Θέλοντας να τονίσει το γεγο­ νός πως έπρεπε να γίνει γνωστός στη Γαλλία ο ' Ιψεν για να τον μά­ θουν και οι ' Ελληνες, ο Ξενόπουλος, στο προλόγισμα του έργου, θα πει.τη φράση: «Φιλολογικώς αποτελούμε επαρχία της Γαλλίας». Ο λόγος αυτός, που θεωρήθηκε προκλητικός σε μια εποχή εθνικής έξαρσης -με κατάληξή την ήττα του 1897-, η επίθεση στό αρχαιότροπο θέατρο με τους ιάμβους, την άκαμπτη καθαρεύουσα και τα Ερρίκος Ίψεν


174/οδηγος βυζαντινά θέματα, και φυσικά το ίδιο το έργο σαν μορφή και περι­ εχόμενο, θα γίνουν αφορμή για βίαιες επιθέσεις από τις εφημερί­ δες. Ο Ίψεν λοιπόν μπαίνει στην Ελλάδα μ' ένα σκάνδαλο, κοινή μοίρα όλων των νεοτεριστών. Και ο Ίψεν είναι νεοτεριστής. Είναι ο ιδρυτής του θεάτρου των ιδεών σε καιρό που κυριαρχεί το μελοδρα­ ματικό αστικό δράμα. Φέρνει στη σκηνή ορθολογιστικά, κοινωνικά έργα που υπερασπίζονται τολμη­ ρές απόψεις για τη σεξουαλική ισό­ τητα, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη μοίρα της γυναίκας και τη σαθρότητα του γάμου σαν κοινωνι­ κού θεσμού. Θέατρο, νοσοκομείο ή φρενο­ κομείο, θ ' αναρωτηθούν σκανδα­ λισμένοι οι έλληνες κριτικοί. Στην οργή των «συντηρητικών» για τις επιθέσεις στα στηρίγματα της κοι­ νωνίας, που χαρακτηρίζει και την εισαγωγή του νατουραλισμού στην πεζογραφία στον τόπο μας δεκα­ πέντε χρόνια νωρίτερα, θα προ­ στεθεί τώρα η πλήξη και η αμηχα­ νία. Συνηθισμένοι στα «καλοστημέ­ να» θεατρικά έργα που παρουσιά­ ζουν οι ξένοι θίασοι, με αρχή, μέση και τέλος, και στα εγχώρια κωμειδύλλια, οι έλληνες θεατές, όταν δεν σκανδαλίζονται, δεν κα­ ταλαβαίνουν. Πλήττουν γιατί τα πρόσωπα συζητούν επί σκηνής, αναπτύσσουν απόψεις, δεν διαλέ­

γονται μόνο και μόνο για να προ­ χωρήσει η δράση. Αισθάνονται αμηχανία, γιατί τα έργα του Ίψεν έχουν ανοιχτό τέλος, συνεχίζονται κι αφού πέσει η αυλαία. Απαιτούν τη συμμετοχή του θεατή, που πρέ­ πει να ανασυνθέσει την προηγού­ μενη ιστορία των ηρώων με τα στοιχεία που του δίνονται προο­ δευτικά, μέσα από αναδρομές στο παρελθόν, και να τη συνεχίσει και μετά το τέλος. Ωστόσο, από δικαιοσύνη στο ελληνικό κοινό, πρέπει να πούμε πως οι αντιδράσεις του δεν διαφέ­ ρουν από τις αντίστοιχες του ευ­ ρωπαϊκού. Και οι ευρωπαίοι θεα­ τές αναρωτιούνται: τι θα κάνει στην τελευταία σκηνή η κ. Άλβινγκ, θα δώσει ή όχι το δηλητήριο; Και η Νόρα στο «Κουκλόσπιτο» φεύγει για πάντα από το σπίτι, ή θα επιστρέψει αργότερα; Το σκάνδαλο της πρώτης παρά­ στασης θα συνεχιστεί λίγο πολύ και στα επόμενα έργα. Σε ξεχωρι­ στό κεφάλαιο με τίτλο «Ζυμώ­ σεις», ο Ν. Παπανδρέου δίνει εκτεταμένα αποσπάσματα από κριτικές εφημερίδων και περιοδι­ κών πάνω σε θέματα της λογοτε­ χνίας, του θεάτρου και της τέχνης γενικά, όσα ανακινεί, στα χρόνια που τον απασχολούν, το ανέβασμα ιψενικών έργων: μορφή και περιεχόμενο της τέχνης, τέχνη για πολλούς ή τέχνη για λίγους, ελλη­

νικότητα και ξενομανία. Ως προς τα τελευταία αυτά, οι οπαδοί του Ίψεν -με προεξάρχοντες τον Ξενόπουλο και τον Παλαμά- θα έρ­ θουν αντιμέτωποι όχι μόνο με τους «μισονεϊστές» λόγιους, τους ζηλωτές των νεοκλασικών τραγω­ διών, τους γλωσσαμύντορες, αλλά και με συναγωνιστές τους, τον Καρκαβίτσα πρώτα, σε μια διαμά­ χη που απασχόλησε καιρό τις εφημερίδες, κι αργότερα με τα «πρωτοπαλίκαρα» του δημοτικι­ σμού, τον Ψυχάρη, τον Εφταλιώτη, τον Πάλλη, που φοβούνται τον «ιψενογερμανισμό», τον «ιψενονιτσεϊσμό», τη «βορειομανία». Ό πω ς έχει παρατηρηθεί, η επι­ τυχία ενός ξένου λογοτεχνικού έρ­ γου είναι μέγεθος μετρήσιμο. Απαι­ τεί μέθοδο και υπομονή. Το δύ­ σκολο είναι να ανιχνευθεί η μονιμότερη και αφομοιωμένη παρου­ σία του στον τόπο που το δεξιώνε­ ται. Στο σχετικό κεφάλαιο ο Ν. Παπανδρέου εξετάζει τις οφειλές των ελλήνων συγγραφέων στον Ίψεν και καταλήγει στο συμπέ­ ρασμα πως η επίδραση, με εξαίρε­ ση τον Ξενόπουλο, περιορίζεται στη θεματολογία, κάποτε πολύ εξωτερικά. Οπωσδήποτε, με «τους συγγραφείς που αδέξια ακολου­ θούν τον Ίψεν αρχίζει ουσιαστικά το σύγχρονο θέατρο». ΕΛΕΝΗ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗ

Βιβλιοπωλείο «ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ»

m

Μέτωνος 62, Χολαργός 1η παράλληλος της Μεσογείων,

• Κάτι νέο στο χώρο του βιβλίου · Αυστηρή επιλογή βιβλίων • Αναγνωστήριο · Εκπτώ σεις • Παιδική γωνιά · Ειδικές προσφορές Έ ν α βιβλιοπωλείο στο Χολαργό που θ α το ζήλευε το κέντρο ΚΑΛΕΝΤΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε. Γραφεία: Κολοκοτρώνη 15, τηλ. 32.34.270


ΔΕΛΤΙΟ 8 Σεπτεμβρίου21 Σεπτεμβρίου 1983

βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 78 • Το Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσ­ σεται με την πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίου ευχαριστούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνεται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύ­ στημα Ταξινόμησης, προσαρμοσμέ­ νο στην ελληνική βιβλιογραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προη­ γούνται αλφαβητικά οι έλληνες

Έφη Απάκη

συγγραφείς και ακολουθούν οι ξέ• Η κατάταξη των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδιαία έντυπα. • Για την ακόμη μεγαλύτερη πληρό­ τητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλνουν έγκαι­ ρα τις καινούριες εκδόσεις τους.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

ΝΕΩΤΕΡΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

ΚΟΝΔΥΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Η κριτική της μεταφυ­ σικής στη νεώτερη σκέψη. Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη, αριθ. 2. Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 437. Δρχ. 800.

Όσιος Ευγένιος Ο Αιτωλός. Βίος και έργον. Αθήναι, 1983. Σελ. 183. Δρχ. 450.

ΣΤΟΥΑΡΤ ΜΙΑ ΤΖΩΝ. Περί ελευθερίας. Μετ. Νίκου Μπαλή. Αθήνα, Επίκουρος, 1983. Σελ. 190.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

ΠΑΡΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΒΑΡΑΓΓΟΥΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Οικογένειες αλλοδαπών εργαζομένων στη Δ. Γερμανία. Σχολικό πρόβλημα. Αθήνα, 1983. Σελ. 135. Δρχ. 250.

ΑΛΜΠΕΡΤΙ ΛΟΥΤΣΙΑ. Σεξ και αστρολογία. Μετ. Σοφίας Λομπάρδου. Αθήνα, Μάρκο Πόλο. Σελ. 159. Δρχ. 150.

ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ ΣΤΑΜΟΣ - ΜΙΟΥΝΥ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ. Μειονότητες και εξουσία. Αθήνα, Αλέτρι, 1983. Σελ. 260. Δρχ. 350.


176/δελτιο ENGELS FR. Ο ρόλος της βίας στην ιστορία. Β' έκ­ δοση. Μετ. Τ. Στεργίου - Λ. Αποστόλου. Αθήνα, Μπάυρον, 1983. Σελ. 235. Δρχ. 350. ΦΑΙΈΡΣΤΟΝ ΣΟΥΛΑΜΙΤ. Η διαλεκτική του σεξ. Μετ. Γεωργίου Κ. Χατζόπουλου. Αθήνα, Ράππας, 1983. Σελ. 320. Δρχ. 500.

βολή για την επιτυχία στο μάθημα. Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 305. Δρχ. 600. ΟΙΚΟΝΟΜΙΛΟΥ ΕΙΡΗΝΗ. Η Θεία Λειτουργία για τα παιδιά. Αθήναι, 1983. Σελ. 64. Δρχ. 100.

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Το διεθνές εργατικό κίνημα. Μετ. Αλέκου Κουτσουκάλη. Αθήνα, Μνήμη, 1983. Σελ. 447. Δρχ. 600.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. Πλωμάρι Λέσβου. 1: Οι τοπωνυμίες. 2: Η καταγωγή των Πλωμαριτών. Αθή­ να, Βασιλόπουλος, 1983. Σελ. 202. Δρχ. 500. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ. Τα αδιάντροπα. Λεσβι­ ακά λαογραφικά. Λαογραφία - Παράδοση, αριθ. 6. Αθήνα, Φιλιππότης, 1983. Σελ. 95. Δρχ. 200.

ΕΘΝΟΛΟΓΙΑ

ΒΟΥ Ι ΔΑΣΚΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. Η επιθετικότητα σαν κοινωνικό πρόβλημα στην οικογένεια και στο σχο­ λείο. Αθήνα, Γρηγόρης 1983. Σελ. 198. Δρχ. 500.

ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΖΑΡΑΜΠΟΥΚΑ Σ. Αλφαβητάριο. Αθήνα, Κέδρος, 1983. ΖΑΡΑΜΠΟΥΚΑ Σ. Νιάου. Αθήνα, Κέδρος, 1983. ΖΑΡΑΜΠΟΥΚΑ Σ. - ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ Μ. Η κοκκινοσκουφίτσα. Αθήνα, Κέδρος, 1983. ΖΑΡΑΜΠΟΥΚΑ Σ. - ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ Μ. Τα τρία γουρουνάκια. Αθήνα, Κέδρος, 1983. ΦΑΓΚΕΡΣΤΡΕΜ ΓΚΡΕΤΕ - ΧΑΝΣΟΝ ΓΚΟΥΝΙΛΑ. Ο Περ, η Ίντα και το μικρούτσικο. Μετ. Κικής Αγγελή. Αθήνα, Ηράκλειτος, 1983. Σελ. 47. Δρχ. 450.

ΜΑΡΑΓΚΟΣ ΤΡΥΦΩΝ. Λαϊκά παραμύθια και τραγού­ δια της φαραωνικής εποχής. Αθήνα, Θουκυδίδης, 1983. Σελ. 127. Δρχ. 200.

ΕΦΑΡΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ ΔΟΜΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΕΛΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ I. Επιτομή γραμματικής τέχνης. Σύστημα αυτοδιδαχής. Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σέλ. 234. Δρχ. 500. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Γ. Εκπαιδευτική αξιολόγηση. Μέρος Β': η αξιολόγηση της σχολικής επίδοσης. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1983. Σελ. 348. ΖΙΩΓΟΥ-ΚΑΡΑΣΤΕΡΓΙΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥΛΑ. Η μέση εκ­ παίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893). Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 323. ΖΥΜΑΡΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Δ. Σχέση φύλου σε ορισμέ­ νες ηλικίες και επίδοση στα ελληνικά και μαθηματικά. Έρευνα. Χίος, Φιλοτεχνικός Όμιλος Χίου, 1983. Σελ. 56. ΚΩΣΤΑΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. Επαγγέλματα και σπουδές. Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 428. Δρχ. 700. ΜΟΥΛΑΚΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Τα αρχαία ελληνικά. Συμ­

ΑΡΦΑΡΑΣ ,ΜΙΧΑΛΗΣ ΕΜΜ. Το τζάκι. Αθήνα, Ήβος, 1983. Σελ. 213. Δρχ. 1000.

ΤΕΧΝΕΣ ΓΕΝΙΚΑ ΜΑΡΚΟΥΖΕ ΧΕΡΜΠΕΡΤ. Η αισθητική διάσταση. Μετ. Μάκη Μωράίτή. Αθήνα, Θαυματρόπιο. Σελ. 96. Δρχ. 150.

ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΠΟΥΡΛΟΣ ΘΑΝΟΣ: Με το Μανώλη Καλομοίρη. Αθήνα, Νικόδημος, 1983. Σελ. 117.


δελτιο/177

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Ν. Κ. Η αρχιτεκτονική μας κλη­ ρονομιά. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 311. Δρχ. 2000. ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΟΣ. C. Ν. Ledoux. Ουτοπία και αρχιτεκτονική. Η αρχή της λειτουργικής πολεο­ δομίας. Αθήνα, Καραγκούνης, 1983. Σελ. 54. Δρχ. 180.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΓΚΟΡΠΑΣ ΘΩΜΑΣ. Στάσεις στο μέλλον. Δ’ έκδοση. Αθήνα, Έξοδος, 1983. Σελ. 136. Δρχ. 300. ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Οροπέδιο. Ελληνική Ποίηση, αριθ. 1. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1983. Σελ. 27.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Λεξικό ταινιών. Με κριτικές του Βασίλη Ραφαηλίδη. Τόμος Ε": Ξένες ταινίες συμπλήρωμα Α-Ω. Ελληνικές ταινίες. Αθήνα, Αιγόκερως, 1983. Σελ. 171. Δρχ. 300.

ΝΑΤΣΟΥΛΗΣ ΤΑΚΗΣ. Αναδρομές. Ποιήματα. Αθή­ να, 1983. Σελ. 30. ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΕΛΛΗ. Απαντα. Αθήναι, 1983. Σελ. 260. Δρχ. 500. ΤΡΙΚΕΡΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ανατίναξη ή αποτίνα­ ξη. Αθήνα, Διογένης, 1983. Σελ. 78.

ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ

ΟΥΝΓΚΑΡΕΤΤΙ ΤΖΙΟΥΖΕΠΠΕ. Πρώτη επιλογή. Εισαγωγή-μετάφραση Παν. Χρ. Χατξηγάκη. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1983. Σελ. 95. Δρχ. 200.

ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Σύγχρονη γερμανόφωνη ποίηση. Επιλογή-μετάφρασησχόλια Αντώνη Τριφύλλη. Αθήνα, Πλέθρον, 1983. Σελ. 94. Δρχ. 250.

ΚΟΡΩΝΑΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ. Τέννις. Μέρος Α \ Θεσσαλο­ νίκη, 1983. Σελ'. 107. Δρχ. 400.

ΦΑ Ι Σ ΜΙΣΕΛ. Το σύνορο. Ελληνική Ποίηση, αριθ- 3. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1983. Σελ. 32.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΑΤΖΙΚΑ-ΜΑΓΝΗΣΑΛΗ ΤΙΜΗ. Ηλεκτρική αποτρί­ χωση. Αθήνα, Καραμπερόπουλος. Σελ. 205. Δρχ. 450.

ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Αισχύλου τραγωδίες. Μετ. Τάσου Ρούσσου. Αθήνα, Δωδώνη, 1983. Σελ. 320. Δρχ. 500.

ΑΓΓΕΛΟΓΛΟΥ ΑΛΚΗΣ. Εγκόσμια. Ελληνική Λογοτε­ χνία, αριθ. 7. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1983. Σελ. 205. ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Σχέδιο για ένα μυθιστόρη­ μα ή η εξέγερση του Γυμνάσιου της Λ. Αθήνα, Σύγ­ χρονη Εποχή, 1983. Σελ. 162. Δρχ. 200. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ-ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΓΕΩΡΓΙΑ. Διάλειμ­ μα. Ελληνική Λογοτεχνία, αριθ. 8. Αθήνα, Ζαχαρό­ πουλος, 1983. Σελ. 96. ΚΑΡΡΑΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ Κ. Ψιτ! Σύγχρονη σατιρική πεζογραφία. Αθήνα, Θουκυδίδης, 1983. Σελ. 132. Δρχ. 200.

ΛΟΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Ο βαθύς καθρέφτης. Νουβέλλα. Αθήνα, 1983. Σελ. 117. Δρχ. 190. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ I. Μ. Ανθρώπινη δίψα. Διηγή­ ματα. Β' έκδοση. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 214. Δρχ. 300.

ΜΕΛΕΤΕΣ

ΡΑΒΑΝΗΣ-ΡΕΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Παιδιά της Αθή­ να. (Μυθιστόρημα από την Αντίσταση). Αθήνα, Σύγ­ χρονη Εποχή, 1983. Σελ. 147. Δρχ. 200.

ΚΑΤΣΑΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Ο Πλάτων και ο Σωκρά­ της. Αθήναι, Πηγή, 1983. Σελ. 157. Δρχ. 350.

ΦΑΚΙΝΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Οι κωπηλάτες. Διηγήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 124. Δρχ. 250.


178/δελτιο ΑΡΣΑΝ ΕΜΜΑΝΟΥΕΛ. Εμμανουέλ. Μετ. Τατιάνας Καββαδία. Αθήνα, Πλειάς, 1983. Σελ. 187. Δρχ. 120.

Γιώργου Γερασάκη. Αθήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 211. Δρχ. 350.

ΔΟΝΟΣΟ ΧΟΣΕ. Οι βαθύπλουτοι Βεντούρα και οι ανθρωποφάγοι. Μετ. Μάγιας Μαρίας Ρούσσου. Αθή­ να, Αστάρτη. Σελ. 435. Δρχ. 550.

ΤΣΕΧΩΦ ANTON. Διηγήματα. Μετ. Κυριάκου Σιμόπουλου. Αθήνα, Θεμέλιο, 1983. Σελ. 326. Δρχ. 400.

ΘΕΛΑ ΚΑΜΙΛΟ ΧΟΣΕ. Η οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε. Μετ. Ισμήνης Κανσή. Αθήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 169. Δρχ. 280.

ΤΣΕΧΩΦ ANTON. Η νυφούλα. Και άλλα διηγήματα. Μετ. Γιώργη Πολιτόπουλου. Κλασική Λογοτεχνία, αριθ. 47. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1983. Σελ. 111. Δρχ. 150.

ΙΣΤΡΑΤΙ ΠΑΝΑΊ’Τ. Η νερατζούλα. Μετ. Τάσου Λαζαρίδη. Γράμματα/Λογρτεχνία, αριθ. 96. Αθήνα, Γράμματα, 1983. Σελ. 126. Δρχ. 200.

ΧΑΜΕΤ ΝΤΑΣΙΕΛ. Το κορίτσι με τ ' ασημένια μάτια. Μετ. Γ. Γερμνά. Επιμέλεια Θωμά Γκόρπα. Αθήνα. Έξοδος, 1983. Σελ. 92. Δρχ. 200.

ΚΑΜΥ ΑΛΜΠΕΡ. Η εξορία και το βασίλειο. Μετ. Γιάννη Αγγέλου. Κλασική Λογοτεχνία, αριθ. 49. Αθή­ να, Ζαχαρόπουλος, 1983. Σελ. 187. Δρχ. 200.

ΧΕΜΙΝΓΟΥΕ Ι· ΕΡΝΕΣΤ. Για πενήντα χιλιάδες δολλάρια. Μετ. Τίνας Στεφανοπούλου. Αθήνα, Εξάντας, 1983. Σελ. 143. Δρχ. 200.

ΚΑΜΥ ΑΛΜΠΕΡ. Ο ευτυχισμένος θάνατος. Μετ. Γιάννη Αγγέλου. Κλασική Λογοτεχνία, αριθ. 54. Αθή­ να, Ζαχαρόπουλος, 1983. Σελ. 165. Δρχ. 180.

ΧΙΚΜΕΤ NAZIM. Το αίμα δε μιλάει. Μετ. Τάσου Ιορδάνογλου. Θεσσαλονίκη, Κυρκόπουλος, 1983. Σελ. 357. Δρχ. 450.

ΚΟΚΡΕΤΝ ΙΑΝ. Μια δόση τρέλας. Μετ. Γιάννη Ευαγγελίδη. Γράμματα/Λογοτεχνία, αριθ. 18. Αθήνα, Γράμματα, 1983. Σελ. 174. Δρχ. 270. ΛΟΝΤΟΝ ΤΖΑΚ. Η παγίδα της Δούσι Λίγκ. Μετ. Σπ. Κατσιβόλη. Αθήνα, Έξοδος, 1983. Σελ. 62. Δρχ. 130. ΜΑΝΣΦΗΛΝΤ ΚΑΘΡΗΝ. Οι κόρες του αείμνηστου συνταγματάρχη. Μετ. Μαρίας Λάίνά. Γράμματα/Λο­ γοτεχνία, αριθ. 89. Αθήνα, Γράμματα, 1983. Σελ. 126. Δρχ. 200. ΜΠΑΛΖΑΚ ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ. Ευγενία Γκραντέ. Μετ. Δι­ ονυσίας Μπιτξιλέκη. Αθήνα, Θεμέλιο, 1983. Σελ. 203. Δρχ. 280. ΜΠΑΛΖΑΚ ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ. Συμβόλαιο γάμου. Μετ. Νίκου Αθανασιάδη. Κλασική Λογοτεχνία, αριθ. 55. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1983. Σελ. 221. Δρχ. 220. ΜΠΕΝΣΟΝ ΣΑΜ. Πολύ τζόγος για ένα πτώμα. Μετ. Κώστα Παντελίδη. Αθήνα, Πλειάς, 1983. Σελ. 186. Δρχ. 120. ΝΤΙΝΤΕΡΟ ΝΤΕΝΙ. Η καλόγρια. Μετ. Ιωάννας Κατσουλάκη. Κλασική Λογοτεχνία, αριθ. 56. Αθήνα, Ζα­ χαρόπουλος, 1983. Σελ. 232. Δρχ. 220. PERRIN ELULA. Αλίκη στη χώρα των γυναικών. Μετ. Κ. Παντελάκη. Αθήνα, Κάκτος. Σελ. 180. Δρχ. 300. ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ ΛΟΥΙΤΖΙ. Η γυναίκα και η τίγρη. Μετ. Γιάννη Λαμπιδώνη. Αθήνα, Αστάρτη, 1983. Σελ. 185. Δρχ. 320. ΣΙΛΙΤΟΟΥ ΑΛΑΝ. Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων. Μετ. Θέμη Μιχαήλ. Γράμματα/Λογοτε­ χνία, αριθ. 97. Αθήνα, Γράμματα, 1983. Σελ. 191. Δρχ.

ΜΕΛΕΤΕΣ ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΥΡ. Νίκος Καββαδίας. Βιβλιο­ γραφία 1928-1982. Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 1983. Σελ. 141. Δρχ. 350. ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΥΡ. - ΚΑΤ ΡΗ ΜΑΡΙΑ Μ. Καβάφη γεωγραφικά. Ιστορική, φιλολογική και βιβλιογρα­ φική έρευνα. Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστο­ ρικό Αρχείο, 1983. Σελ. 95. Δρχ. 250. Το πέρασμα του Μηνά Δημάκη. Μελετήματα. Κριτικά κείμενα. Αθήνα Ursa Minor/Ευθύνη, 1983. Σελ. 210. Δρχ. 300. ΣΤΑΦΥΛΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Αναφορά σε μορφές της νε­ οελληνικής λογοτεχνίας. Νεοελληνικά Αφιερώματα, αριθ. 5. Αθήνα, 1983. Σελ. 101. Δρχ. 200. VELOUDIS GEORG. Germanograecia. Deutsche einfliisse auf die neugriechische Literatur. (1750-1944). Tome 1+2. Verlag, 1983. Pag. 750.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ. Δεκαπενθήμερη έκδοση της νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. Φύλλο 168-169. Δρχ. 30. Η ΑΜΑΞΑ. Περιοδική έκδοση. Τεύχος 2. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 242. Δρχ. 50.

ΣΤΑ Ι ΝΜΠΕΚ ΤΖΩΝ. Το χρυσό κύπελλο. Μετ. Σ. Πατατζή. Αθήνα, Μπογιάτης. Σελ. 216. Δρχ. 280. ΣΤΑΜΠΛΕΝΤΟΝ ΟΛΑΦ. Ο παράξενος Τζών. Μετ.

ΑΠΟΨΕΙΣ. Περιοδική έκδοση του Συλλόγου Εκπαι­ δευτικών Λειτουργών του Κολλεγίου Αθηνών. Τεύχος 1. Δρχ. 300.


δελτιο/179 ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 8. Δρχ. 280.

ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ. Κείμενα παιδευτικού προβληματι­ σμού. Τεύχος 26. Δρχ. 300.

ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΑ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 20.

ΝΤΕΦΙ. Περιοδικό για το τραγούδι. Τεύχος 7. Δρχ.

ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ. Ετήσιο περιοδικό γενικής και ιστο­ ρικής γλωσσολογίας. Τόμος Α' (1982). Δρχ. 700.

ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Τεύχος 11. Δρχ. 120.

ΓΥΝΑΙΚΑ. Το περιοδικό της ελληνικής οικογένειας. Τεύχος 876. Δρχ. 80. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 76. Δρχ. 100. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Τεύχος 2. ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Όργανο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλιοχαρτοπωλών. Φύλλο 48. ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Τεύχος 82. Δρχ. 250. ΕΥΒΟΤ ΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Φύλλο 16. ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 126. Δρχ. 80. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση Σπουδών. Τόμος 43/Τεύχος 5.

Εταιρείας Ιατρικών

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Μηνιαίο περιοδι­ κό ιστορικής ύλης. Τεύχος 181. Δρχ. 130.

100.

ΟΥΡΑΝΟΙ. Αεροδιαστημική επιθεώρησις. Φύλλο 206. Δρχ. 50. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 784. Δρχ. 60. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΟΣ. Τεύχος 268-269. ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ. Εβδομαδιαία εφημερίδα Αιτωλοα­ καρνανίας. Φύλλα 18, 19. Δρχ. 10. ΣΥΝ. Θέματα εικαστικών τεχνών. Περιοδική επιθεώ­ ρηση. Τεύχος 18. Δρχ. 100. ΣΥΝΟΙΚΙΑ. Μηνιάτικη περιστεριώτικη εφημερίδα. Φύλλο 26. Δρχ. 15. ΤΟΤΕ. Μηνιαίο περιοδικό για την ελληνική ιστορία. Τεύχος 5. Δρχ. 120. ΤΡΑΠΕΖΙΤΙΚΗ. Φύλλο 446. Δρχ. 1. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΚΥΠΡΟΣ 1983. ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ. Φύλλα 18, 19.

Η ΛΕΞΗ. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 26. Δρχ. 100.

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ. Όργανο του χριστιανοσοσιαλιστικού κινήματος της Χριστιανικής Δημοκρατίας. Φύλλο 228. Δρχ. 15.

ΜΑΖΙ-TOGETHER. Τεύχος 13. Δρχ. 25. ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ. Φύλλο 18. Δρχ. 10.

ΧΡΥΣΗ ΤΟΜΗ. Περιοδική έκδοση του Συνδέσμου Πνευματικής και Κοινωνικής Δραστηριότητας Κερατέας. Τεύχη 26, 27. Δρχ. 25.

ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχη 1348, 1349. Δρχ. 175.

ETUDES HELLENIQUES. Vol. 1, No 1.


180/δελτιο 11 Αυγούστουβ Σεπτεμβρίου 1983

κριτικογραφία

Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάχη

Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές που δημοσιεύονται στον ημερή­ σιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιοδικό και επαρχια­ κό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάβε βιβλίο σημειώνονται, μέ­ σα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιο­ δικό έντυπο.

Υ π ό μ ν η μα

ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. Αργυρίου ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγχουρέλης ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάχος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμπούκη ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: θ . Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΛ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφοίι ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέσυ ΟΠ: Ο Παρατηρητής

ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παγχράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΚ: Σ. Κακίσης ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΛ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΤ: Φ. Τριάρχης XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π: Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΛ: Διάλογος ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΘ: Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία ΕΠ: Επίκαιρα ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.)

Βιβλιογραφίες Μοσχονάς Κ.: Βιβλιογραφικός οδηγός 1981 (ΚΝ, ΚΑ, 1/9)

Οδηγοί Οικονομικός οδηγός [CAP 1983 (Γ. Μαρίνος, ΟΤ, 11/8) Οι μπλε οδηγοί. Ελλάδα. Τα νησιά (Α. Σακελλαρίου, ΚΑ, 18/8)

Πρακτικά Το βιβλίο στις προβιομηχανικές κοινωνίες (ΣΤ, ΕΛ, 11/8)

ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη EQ: Ελεύθερη Ό ρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ηχος και H i-Fi ΘΟ: θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΔΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία και Περιβάλλον ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΘ: Πολιτικά θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρψυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση Σθ: Σύγχρονα θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ. Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική

Φιλοσοφία Ζήζιουλας I.: Από τό^προσωπείον εις το πρόσωπον (Τ. Τζαμαλίκος. ΚΑ. θεοφάνους Κ.: Ρουσώ και Ντιντερώ (Μ. Λ., Μαρξιστικό Δελτίο. 18) Λόρεντς Κ.: Η πίσω όψη του καθρέφτη (ΤΜ. ΕΠ, 25/8)

Ψυχολογία Παπαναστασίου Λ.: Η αντίληψη. Οι θεωρίες της και οι παιδαγωγικές


δελτιο/181 νέες μορφές της σχολικής μεθοδολογίας (A®, ΗΜ, 19/8) Litowinsky Ο. - Willoughby Β.: Το βιβλίο γ1ατα όνειρα (ΤΜ. ΕΠ, 18/8)

©ρηβΧΕίο Καραβιδόπουλος I.: Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη (Αβ, ΗΜ, 12/8) Μαντζαρίδης Γ.: Χριστιανική ηβική (Αβ, ΗΜ, 12/8) Bcrdiaeff Ν.: Χριστιανισμός και κοινωνική πραγματικότητα (Αβ, ΗΜ, 26/8)

Οικονομία Ζαχαρέας Α.: Η αριστερά και η οικονομική κρίση (Κ„ ΚΑ, 11/8) Musgrave R. και Ρ.: Δημοσία οικονομική στη θεωρία και την πράξη (ΑΘ. ΗΜ. 26/8)

Κοινωνιολογία Γιούλτσης Β.: Εισαγωγή στη γενική κοινωνιολογία (ΑΘ, ΗΜ. 19/8) Καββαβίας Γ.: Γενική κοινωνιολογία (Τ«, ΑΥ, 25/8) Μαγκλιβέρας Δ.: Εισηγήσεις στη βιομηχανική κοινωνιολογία (Σ. Βουτυ­ ράς. ΟΤ. 25/8) Φλαχ Β. - Ούλριχ Ζ.: Ανθρώπινα δικαιώματα (ΕΚ, ΡΙ. 14/8)

Λαογραφία Γκίκας Γ.: Οι ντελάληδες (ΣΤ, ΕΛ, 25/8) Δημητρίου Ν.: Λαογραφικά της Σάμου (Μ.Χ.Π., ΝΕ, 3/9) . Ελληνικός λαϊκός πολιτισμός (1Π. ΔΙ, 75) Λουκόπουλος Δ.: Γεωργικά της Ρούμελης (ΣΤ, ΕΛ, 25/8) Μπαρακλής X.: Αρχαία γνωμικά και λαϊκή σοφία (ΙΠ, ΔΙ, 75) Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ.: Απόηχοι παράδοσης και ιστορίας (ΣΤ. ΕΛ. 1/9) Περσίδης Β.: Το εθνικό μας τραγούδι (ΣΤ; ΕΛ, 1/9) Σαλαμάγκας Δ.: Λαογραφικά (ΑΘ, ΗΜ, 26/8) Το δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς (ΣΤ, ΕΛ, 25/8)

Δημόοια διοίκηβη Αθανασόπουλος Δ.: Η ελληνική διοίκηση (ΠΑ, ΟΤ, 11/8)

Πολιτική Αραμπατζής Ε. - Κοτίου Α. - Παπαστάμκος Γ.: Μεσογειακή πολιτική της ΕΟΚ (ΑΘ, ΗΜ. 19/8) Μαρίνος Γ.: Για μια αλλαγή στο καλύτερο (Γ. Μαρίνος, ΟΤ, 4/8) Kapeliouk Α.: Λίβανος. Το χρονικό μιας σφαγής (ΒΠ. ΔΙ, 75)

Δίκαιο Τόμπρος Α.: Η τέλεση του γάμου και οι σχέσεις συζύγων και γονέωντέκνων (ΠΜ, ΠΑ, 784) Δουσάν Σ.: Ο κώδικας νόμων (Η. Κεφάλας. ΤΟ, 87)

Παιδικά βιβλία Κοντολέων Μ.: Κοιμήσου Ορέστη (ΑΠ, ΑΥ, 20/8) Λυσιώτης Ξ.: Τραμπαλίσματα (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας. 5/8) Παμπούδη Π.: Ο σιγανός που μιλάει με τα πράγματα (ΑΠ. ΑΥ, 20/8) Τσίρος Σ.: Ο Γρηγόρης της βροχής (Γ. Καράγιωργας. ΚΑ, 28/7)

Τέχνες Δέλλιος X.: Το 'Αγιον Ορος (ΣΤ, ΕΛ, 18/8) Μεγαπάνου Α.: Κεντήματα (ΣΤ, ΕΛ, 18/8) ΝικολάΙδης Β.: Μαρία Κόλλας (ΣΚ, Ελεύθερη Γνώμη, 14/8) Σπυρόπουλος Θ.: Δεκάξι ρεμπέτικες ζωγραφιές (ΚΝ, ΚΑ, 11/8) Σταμέλος Δ.: Νεοελληνική λαϊκή τέχνη (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 3/8) Χαραλαμπίδης Α.: Ο χαράκτης Νικόλαος Βεντούρας (Δ. Δεληγιάννης, ΔΙ, 75) Ντε Μιλλ Ε.: Οι επαναστάτες του χορού (ΒΠ, ΔΙ, 75)

Γλιάοοα Hoffmann Ο. - Scheber Α.: Ιστορία της ελληνικής γλώσσας (Α·, ΗΜ, lt/8)

Λογοτεχνία - Γενικά Κονδυλάκης I.: Άπαντα (ΚΣ, ΝΕ, 3/») Πετιμεζάς-Λαύρας Ν.: Άπαντα (ΚΣ, ΝΕ, 3/») Πορφύρας Λ.: Άπαντα (ΚΣ, ΝΕ, 3/») Ποθή®*) Αγγελάχη-Ρουχ Κ.: Σύγχρονοι αμεριχανοί ποιητές (ΣΤ, ΕΛ, 11/8) Ανδρουλάχης Η.: Παραμυδόνειρο (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 10/8) Αντωνακάτου Ν.: Ερριξε του ήλιου πετριές (Π. Λιαλιάτσης, ΚΑ, 1/·) Αντωνιάδου Σ.: Πρώτη φορά (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 10/8) Βαλαωρίτης Α.: Ποιήματα χαι πεζά. Β' (ΚΣ, ΝΕ, 3/9) Βλαβιανού-Αρβανίτη Α.: Στοχασμοί. Ταλαντώσεις (ΔΣ, ΒΡ, 8/9) Γχιμοσούλης Κ.: Ο ξυλοκόπος πυρετός (ΤΜ, ΕΠ, 25/8) Δεληκωστόπουλος Σ.: Homo erectus (Π. Κυπριωτέλης, ΜΕ, 18/8) Καχλαμανάχη Ρ.: Ποιήματα (1987-1977) (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 87) Καραβίτης Β.: Φόρμουλες για μια άγνωστη ζωή (Γ. Καραβασίλης, ΔΙ, 75) Καραοούλη-Γεωργίου Μ.: Φεγγαρόφωτοι δρόμοι (ΦΤ, Ταχυδρόμος Κα­ βάλας, 10/8)


182/δελτιο Κάρτερ Γ.: Ατομικός φάκελος (Β. Χατζηβασιλείου, ΤΟ, 87) Κουγέας Β.: Καίγονται χρόνια (Β. Χατζηβασιλείου, ΤΟ, 87) Κουλούρης X.: Ορειχάλκινα (ΔΓ, ΡΙ, 4/9) Κραψίτης Β.: Φως από τους τάφους (Σ. Ξηροτυρης, Ελεύθερη Ώρα, Λαδάς Ν.: Προσφορές. Πανοπλία σε τιμή ευκαιρίας (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 13/8) Μπάρας Α.: Άθροισμα (ΚΤ, ΚΘ, 4/8) Μπουρκάκος Μ.: Το τραγούδι της ξενιτιάς (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 5/8 Μπράβος X.: Ορεινό καταφύγιο (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 87) Νικόλτσιου Γ.: Προτέστ (Γ. Κ. ΤΣ., ΟΤ, 11/8) Ντόζη Γ.: Το απόν και το παρόν λάθος (Ε, ΡΙ, 28/8) Παπαγιάννης Β.: Χειμερινή έξοδος (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 87) Τζούλης Θ.: Η γλώσσα του Αδάμ (Τ. Γκρίτση-Μιλλιέξ, ΑΝ, 238) Τυπάλδος Ν.:. Παναγιές της Κρήτης (Π. Λιαλιάτσης, ΚΑ, 11/8) Φίλη X.: Χρόνος αγήραος (Β. Χατζηβασιλείου, ΤΟ, 87) Χριστοφιλόπουλος Κ.: Επιστροφές (Δ. Γιακουμάκης, ΤΟ, 87) Wols. Ποιήματα (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 87), (ΚΣ, ΝΕ, 13/8) Κόρσο Γ.: Ποιήματα (ΚΣ, ΝΕ, 13/8) Λόρδος Βύρων: Ντον Ζουάν (ΚΣ, ΝΕ, 30/7) Μαγιακόφσκι Β : Β. Κ. Λένιν. Ποίηση (ΚΣ. ΝΕ. 6/8) Μαίτερλινγκ Μ.: Θερμοκήπια (ΣΤ, ΕΛ, 11/8)_ Μπερτότσι Γ. Α.: Εκλογή ποιημάτων (ΚΣ. ΝΕ. 13/8) Μπόρχερτ Β.: Μικρό ανθολόγιο (ΚΣ, ΝΕ, 13/8) Μπρότιγκαν Ρ.: Ποιήματα (ΚΣ, ΝΕ, 13/8) Παζολίνι Π. Π.: Ανθολόγιο (ΚΣ, ΝΕ, 13/8) Ποιητική ανθολογία dada (ΚΤ, ΕΘ, 31/8), (ΒΠ, ΔΙ, 75) Πρεβέρ Ζ.: Θέαμα και ιστορίες (ΚΣ, ΝΕ, 13/8) , Ταγκόρ Ρ.: Το μισόγεμο φεγγάρι (ΚΣ, ΝΕ, 30/7) Φερλινγκέτπ Λ.: Ποιήματα (ΚΣ, ΝΕ, 13/8)

Πεζογραφία Αγγέλογλου Α.: Εγκόσμια (ΚΤ, ΕΘ, 24/8) Αλεξίου Δ.: Μικρά αθηναϊκά (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 87) Βαλέτας Κ.: Οι μέτοικοι (Β. Χατζηβασιλείου, ΔΙ, 75) Βουσβούνης Α.: Η επιστροφή της Άλκης (ΒΠ, ΔΙ, 75) Γεωργιάδη-Σαμαρά Γ.: Θάνατος και έρωτας (ΠΜ, ΠΑ, 784) Δεληολάνης Δ.: Pusher. Το βήμα της αλεπούς (Κ. Καλημέρης, ΔΙ, 75) Ζακόπουλος Ν.: Μια παράξενη πόρνη (ΤΜ, ΕΠ, 18/8) Καζαντζής Τ.: Οι πρωταγωνιστές (ΒΠ, ΔΙ, 75) Κλάρας Μ.: Το παραμύθι ενός λαού που δεν είναι παραμύθι (ΤΒ, ΑΥ, 25/8), (ΔΣ, ΒΡ, 6/9), (ΒΠ, ΔΙ, 75) Κονδύλης Φ.: Η δίκη του μεσημεριού (ΑΘ, ΗΜ, 19/8) Λιώκη Φ.: Από τον παλιό κόσμο (Α. Βασιλείου, Ελεύθερη Γνώμη, 31/8) Μανιατάκης Γ.: Νέμεση (ΣΤ, ΕΛ, 11/8), (ΓΜ, ΟΤ, 11/8) Μητροπούλου Κ.: Αντίστροφη μέτρηση (ΤΒ, ΑΥ, 25/8) Μητροπούλου Κ.: Αυτό το θέατρο ήταν εκείνος (ΣΤ, ΕΛ, 18/8) Πεντζίκης Ν. Γ.: Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία (ΒΠ, ΔΙ, 74) Πλασκοβίτης Σ.: Το γυμνό δέντρο (ΤΜ, ΕΠ, 1/9) Σαπουνάς Α.: Χειροπέδες (ΝΜ, ΠΙ, 1/9) Σούκας Κ.: Θάλασσα (ΤΜ, ΕΠ, 1/9) Σπανδωνής Γ.: Κάποτε στο Αιγαίο (ΤΜ, ΕΠ, 1/9) Τζιαντζή Μ.: Την άλλη φορά Μαργαρίτα (ΕΚ, ΡΙ, 28/8) Φακίνος Α.: Ιστορία μιας χαμένης γης (ΒΠ, ΔΙ, 75) Φωτεινός Κ.: Το πορτόνι. Τα κακά στενά (Γ. Κοντογιώργης, ΑΝ, 238) Φωτιάδη-Μπαλαφούτη Γ.: Άσε το βιβλίο το γάλα φέρε (ΒΠ, ΔΙ, 75). (ΑΘ, ΗΜ, 19/8) Χούλια Α.: Σε παλιό στυλ (ΠΜ, ΠΑ, 784) Αιμέ Μ.: Ο τοιχοδιαπεραστής, ο νάνος και άλλες γχτορίες (ΣΚ, Ελεύθερη Βίαν Μ.: Ο Σκουληκοσκανδαλιάρης και το πλαγκτόν (ΚΤ, ΕΘ, 24/8) Γκαρσία Μάρκες Γ.: Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανένα να του γράψει (ΑΘ, ΗΜ, 12/8), (ΣΚ, Ελεύθερη Γνώμη. 4/9) Γουέστ Ν.: Ο δεσποινίς μοναχικές καρδιές (ΚΤ, ΕΘ, 31/9) Egbuna Ο.: Ελίνα (ΜΠ, ΝΕ, 3/9) Εντσενσμπέργκερ X. Μ.: Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας (ΤΜ, ΕΠ. Ζενέ Ζ.: Το θαύμα του ρόδου. Ο καβγατζής της Βρέστης (Μ. Κασαμπάλογλου, ΔΙ. 75) Ζιντ Α.: Τα υπόγεια του Βατικανού (ΒΠ, ΔΙ, 75) Καβαμπάτα Γ.: Το ξενοδοχείο των απομάχων (Ε. Κοροντζή, ΔΙ. 75) . Καζάν Η.: Ο ανατολίτης (ΚΤ, ΕΘ,-21/8) Λέβιν Α.: ' Ενα φιλί πριν πεθάνεις (Α. Φωτοπούλου, CO Αυγούστου) Λόντον Τ.: Μάρτιν Ήντεν (Κ, ΡΙ, 28/8)

Ναμόρα Φ.: Μέρες ενός γιατρού (ΑΚ, ΡΙ, 14/8), (ΑΘ. ΗΜ, 12/8), (ΜΠ. ΝΕ, 20/8) Παβέζε Τ.: Κοπέλες μόνες (Α. Φωτοπούλου, CO Αυγούστου) Σοριάνο Ο.: Ποτέ πια βάσανα και λησμονιά (Γ. Μητραλιάς, ΟΤ, 25/8) Τουαίην Μ.: Οι περιπέτειες του Χάκλμπερυ Φιν (Α. Φωτοπούλου, CO Αυγούστου) Χάξλεϋ Α.: Θαυμαστός καινούργιος κόσμος (ΚΤ, ΕΘ, 14/8)

Δοκίμιο - Μελέτες Αφιέρωμα στο Στρατή Μυριβήλη (Νέα Εστία) (ΤΜ, ΕΠ, 25/8) Βαλέτας Γ.: Το ελληνικό διήγημα (ΕΖ. ΡΙ, 4/9) Λαμπρίδης Μ.: Αντι-ιδεολογικά (Κ. Νίκας, Μαρξιστικό Δελτίο. 18) Μακρής Κ. - Μαρκουλίδης Γ.: Παράθυρα προς την αυτογνωσία (ΑΘ. ΗΜ. 26/8) Μητσάκης Κ.: Πορεία μες στο χρόνο (Τ. Τζαμαλίκος, ΚΑ, 1/9) Τρότσκυ Λ.: Λογοτεχνία κι επανάσταση (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 87)

Θέατρο Ταξιάρχης Ν.: Θέατρο του ενός (ΣΤ, ΕΛ, 18/8) Μπέκετ Σ.: Τρία ευκαιριακά κομμάτια (ΒΠ, ΔΙ, 75), (ΤΜ, ΕΠ, 18/8) Νεσίν Α.: Κάνε κάτι Μετ (ΚΤ, ΕΘ, 31/8)

Ιστορία - Μαρτυρίες Αλισανδράτος Γ.: Ο Κοσμάς ο Αιτωλός στην Κεφαλλονιά και τη Ζάκυν­ θο (1777) (ΒΠ, ΔΙ, 75) Αντωνόπουλος Γ.: Ο μικρός φάκελος της Κύπρου (ΚΣ. ΝΕ, 20/8) Βακαλόπουλος Α.: Ο χαρακτήρας των Ελλήνων (Ε. Δαμβουνέλη, ΔΙ, 75) Βαλέτας Γ.: Βενιαμινικά (ΚΣ, ΝΕ, 3/9) Δημητρίου Π.: Το νησί με τις νεκρές ψυχές (Π. Κυπριωτέλης, ΜΕ, 16/8) Δρίτσιος Θ.: Γιατί με σκοτώνεις σύντροφε (Θ. Θαλασσινός, Μαρξιστικό Δελτίο, 18) Ζαχαρόπουλος Ν.: Η παιδεία στην Τουρκοκρατία (ΑΘ, ΗΜ. 12/8) Θεοχάρης Ρ.: Αρχαία και βυζαντινή οικονομική ιστορία (ΔΣ, ΟΤ, 11/8) Ιωακειμίδης Β.: Είκοσι χιλιάδες μέρες (ΚΣ, ΝΕ, 27/8) Κελεσίδου-Γαλανού Α.: Η ιστορία ενός έλληνα αξιωματικού του 1940 (ΔΣ, ΟΤ. 18/8) Λίτσα Φ.: Κορώνη (ΣΤ, ΕΛ, 18/8) Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του ελληνικού κράτους (Κ. Βεργόπουλος, ΑΝ, 238) Παπαστάμος Γ.: Το συναξάρι ενός μετανάστη (ΚΣ. ΝΕ, 27/8) Πετρόπουλος I. - Κουμαριανού Α.: Η θεμελίωση το\) ελληνικού κράτους (Ν. Στερεό, ΟΤ. 11/8) Σακελλαρίου X.: Η παιδεία στην Αντίσταση (ΚΤ, ΕΘ, 24/8) Σαράντης Θ.: Περιβόλι Γρεβενών (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 12/8) Σβολόπουλος Κ.: Η ελληνική εξωτερική πολιτική από τις αρχές του 20ού αιώνα ώς το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (Ν. Σαρρής, ΚΑ, 11/8) Σταυριανός I.: Πραγματεία των περιπετειών του βίοι» μο\> και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων εν τη ελληνική ιστορία (ΚΣ, ΝΕ, 27/8) Φαρσακίδης Γ.: Η πρώτη πατρίδα (ΚΣ, ΝΕ, 27/8) Φλούντζης Α.: Το φοιτητικό κίνημα 1924-1928 (ΤΒ, ΑΥ, 25/8), (ΚΣ, ΝΕ, 27/8) Walsh W. Η.: Εισαγωγή στη φιλοσοφία της ιστορίας (Τ. Τζαμαλίκος. ΚΑ, Βιντάλ-Νακέ Λ.: Ο μαύρος κυνηγός (Π. Κυπριωτέλης. ΜΕ, 6/9) Η ιμπεριαλιστική αντεπανάσταση (Ε, ΡΙ, 14/8) Μπέερ Μ.: Οι κοινωνικοί αγώνες στην αρχαιότητα (ΒΠ, ΔΙ, 75) Παστερνάκ Μ.: Προσοιπική μαρτυρία (ΚΤ, ΕΘ. 28/8) Τοπόλσκι Γ.: Προβλήματα ιστορίας και ιστορικής μεθοδολογίας (Π. Κυπριωτέλης, ΜΕ, 16/8)

Μυθολογία Ταξίδια Πανσέληνος Λ.: II Κίνα η δική μου (Γ. Μαρίνος, ΟΤ. 18/8)

Περιοδικές εκδόσεις Λγγελοπούλου Β. - Βαλάση /.. Διαλέγουμε βιβλία για παιδιά (ΤΜ. ΚΙΙ, Θρακική Επετηρίδα (ΣΤ, ΕΛ, 11/8)


δελτιο/183

- Μικρές αγγελίες ΑΝ θέλετε να μιλήσετε σε μι­ κρό χρονικό διάστημα αγγλικά όπως ακριβώς μιλάτε τη μητρι­ κή σας γλώσσα, τότε τηλεφω­ νήστε εγκαίρως στο 41.18.377. Μια κοπέλα τελειόφοιτη της αγγλικής φιλολογίας, με πο­ λυετή πείρα, θα σας ενημερώ­ σει σχετικά.

ΕΧΕΙ προσόντα η κοπέλα. Εί­ ναι πτυχιοΰχος της Γαλλικής Ακαδημίας (Sorbonne I) και αναλαμβάνει αρχάριους και προχωρημένους. Θα μιλήσουν γαλλικά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για πληροφορίες τη­ λεφωνήστε, 12-2 μ.μ., στο 45.12.426.

ΓΙΑΤΙ μόνον ο Σεγκόβια, άντε και μερικοί άλλοι; Καιρός είναι να δοκιμάσετε κι εσείς. Παραδίδει μαθήματα κλασικής και πρακτικής κιθάρας. Τα τηλέ­ φωνα που μπορείτε να επικοι­ νωνήσετε μαζί της είναι: 86.43.852 και 54.44.517.

ΗΣΥΧΟΣ συγγραφέας ζητά ή­ συχο διαμέρισμα δύο ή τριών δωματίων στην περιοχή Ακρό­ πολης, Κολωνακίου ή στα νό­ τια προάστια. Θα ήταν ευτυ­ χής αν το διαμέρισμα είχε τηλέφωνο. Τηλεφωνήστε ή γρά­ ψετε στο περιοδικό «Διαβά­ ζω».

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΛΠΙΔΑ, μυθι­ στόρημα περιπέτεια κατά του πυρηνικού πολέμου. Σελίδες 270. Δρχ. 280. Εκδόσεις ΔΩ­ ΡΙΚΟΣ και στο βιβλιοπωλείο Μπούρα, Εμμ. Μπενάκη 36.

/

TOEFL: For Graduate and Post Graduate Studies in the U.S. Join our small group in Thessaloniki 91.65.82

*

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ αγγλικής με εντεκάχρονη πείρα παραδίδει μα­ θήματα σε σοβαρά ενδιαφερόμενους ενήλικες προχωρημέ­ νου επιπέδου. Τηλεφωνήστε στο 36.00.573.

ΛΕΓΕΤΑΙ «Παράμετρος». Εί­ ναι βιβλιοπωλείο στο Χολαργό - Μέτωνος 62, 1η παράλληλος της Μεσογείων, τρίτη στάση. Πρόσφατα ανακαινίστηκε για να δεχτεί παλιούς και νέους φίλους. Διαθέτει αναγνωστή­ ριο, παιδική γωνιά και άλλα πολλά. Κυρίως όμως σας επι­ φυλάσσει πλήθος εκπλήξεων. Παράκληση: Μην πάτε όλοι την πρώτη μέρα που θα διαβά­ σετε την αγγελία· θα στριμωχτείτε!

ΤΟ κοντέρ του γράφει 35.500 χιλιόμετρα. Θα σας βγάλει ασ­ προπρόσωπους σε μακρινές εκδρομές ή στις καθημερινές σας ανάγκες. Είναι FIAT 126 Personal και πωλείται σε τιμή ευκαιρίας. Πριν έρθετε δεύτε­ ρος, τηλεφωνήστε τα πρωινά στό 41.72.366 ή απογεύματα στο 41.31.388.

(Κάθε λέξη στις «μικρές αγγελίες» στοιχίζει 10 μόνο δρχ.)


ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΑΙΝΟΥ-ΚΟΥΤΟΥΖΗ Εκτός από την εντυπωσιακή εικονογράφηση, που ανήκει στην κριτική του εικαστικού χώρου, το ενδιαφέρον, έντονο γράψιμο της Μβριβννας Αίνου-Κουτούζη, αναμφισβήτητα, έχει και ποί­ ηση. Εδώ, δεν δα δώσουμε παρά το στίγμα γι’ αυτό το εξαιρετικό βιβλίο, υπακούοντας, όσον αφορά την έκφρασή μας, τον Yves Bonnefoy, που προβλέπει πως η ποίηση και η κριτική δεν είναι καμωμένες να εναντιώνονται για πολύ. Και δεν θα μπορούσαν να κάνουν, σε λίγο, παρά έναν κοινό τρόπο ζωής. Στη Μ. A. Κ. αρέσει να συγκεντρώνει, να πυκνώνει. Να αφαιρεί κάτι που δεν μοιάζει με βασική πέτρα για το χτίσιμο του λόγου της. Μ' αυτή την πύκνωση, συνταξιδεύει μια μαγεία, που φέρνει μαζί της συγκίνηση. Το κείμενό της «Στη ζωή του τέλους», που μόλις εκδόθηκε, έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, όπως και το ότι είναι πηγαίο. Μα η πηγή της υπακούει σ' ένα ύφος με αλήθεια και φαντασία, που η μια εξηγεί και συμπληρώνει την άλλη, καθώς σίγουρα και βαθιά εισχωρεί στον αναγνώστη. Και κείνος ταξιδεύει μέσα στο τοπίο της· εκεί που η αλήθεια δαγκώνει, η ομορφιά γοη­ τεύει και το άγνωστό του είναι όλο καμωμένο από γνώριμες λεπτομέρειες -θά 'λεγε, δικές του...

Σ ’ αυτή τη νουβέλα, δυο γυναίκες που βρί­ σκονται στα σύνορα του τέλους, συναντιούνται σ' ένα γηροκομείο. Η μια έζησε συνειδητά μια ζωή σκληρή. Η άλλη, συμβατικά, μια πολύ συνηθισ­ μένη. Όμως μέσα σ' αυτό το τελευταίο μέρος της ζωής, που δε χωράει κανένα καμουφλάρισμα, συνεννοούνται και αλληλοσυμπληρώνονται μέσω της αγάπης -τον μόνο σίγουρο φορέα, για την ανθρώπινη επικοινωνία, που σβήνει προηγούμε­ νες ή παρούσες κοινωνικές, φτιαχτές, διακρίσεις. Εκδόσεις «Εστία». Για όσους έχουνε παιδιά, πληροφορούμε πως έχουν εκδοθεί στο τέλος του καλοκαιριού δύο παιδικά βιβλία της Μαριάννας Αίνου-Κουτούζη: Το «Βρήκαμε μια Δικτατορία», για μεγάλα παιδιά, και το «Χωριό της Φιλίας», για μικρά. Ό πως πάντα, δέν είναι μόνο το θέμα και η πλοκή της, παρά το τι θέλει να πει, και πώς το λέει. Εκδόσεις «Κέδρος».


ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ

TO Μ ΥΣΤΙΚΟ ΠΗΓΑΔΙ

(ιιοίηοη)

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ», ΓΡΗΓ. ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ 26, ΙΛΙΣΙΑ ΑΘΗΝΑ 621, ΤΗΛ. 7794879 - 7754963 - 7786441

τΗΐΗϋΡψΙΗΐΙΡ.ν I

Κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ ε

/ Μιχάλη Νικολάου: ΤΟ ΚΥΚΛΩΜΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ! ι .,Ά

Ο Μιχάλης Νικολάου αποκαλύπτει τον ασφυκτικό έλεγχο που ασκεί το ξένο και ντόπιο μονοπωλιακό κεφάλαιο στον ενερ­ γειακό τομέα, στο κύκλωμα του πετρελαί­ ου ειδικότερα. Αποδείχνει ότι η εθνικο­ ποίηση του κυκλώματος είναι η μοναδική διέξοδος για να προστατευθεί αυτός ο τομέας από την επίθεση της ΕΟΚ. Τεκμη­ ριώνει και εκλαϊκεύει την πολιτική που χάραξε το 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ για μια πραγματική αλλαγή στον ενεργειακό το­ μέα. Στη σειρά Μ ε λέ τε ς ΚΜΕ - Επίκαιρα Θ έματα

Ζωοδόχ0υ n n y r

. c - Αθήνα Τηλ. 3623.649- 3640.71 ί


Ε ν ο νο μ α τι το υ

Μαρξ Έντεκα άπόρρητα ντοκουμέντα*

9

I

·

1

Πού άλλαξαν τήν πορεία τοϋ άληβινοϋ σοσιαλισμού

οWΕκδόσεις

Γλάρος

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 31 · ΑΘΗΝΑ 141 · ΤΗΛ 36 18 457


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.