ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918
1914: Τότε που το τέρας πρόβαλε στον ορίζοντα Του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου
Έ
χει περάσει ακριβώς ένας αιώνας από τότε που μια ομάδα νεαρών Σέρβων εθνικιστών δολοφόνησε στο Σεράγεβο, στις 28 Ιουνίου του 1914, τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο, διαδόχο της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, και τη σύζυγό του Σοφία. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τη σπίθα που άναψε την πυρκαγιά του αιματηρού Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Οπως τόνισε αργότερα και ο Τρότσκι, που τότε διέμενε στη Βιέννη: «Μερικοί νεαροί Σέρβοι, σχεδόν παιδιά, δολοφονώντας τον διάδοχο του θρόνου των Αψβούργων, πυροδότησαν γεγονότα ανυπολόγιστης σημασίας. Αυτοί οι εθνικιστές και ρομαντικοί επαναστάτες περίμεναν λιγότερο από τον καθέναν τις συνέπειες της τρομοκρατικής τους πράξης».
Οι βροντές του πολέμου που πλησίαζε Τα σύννεφα, βέβαια, του πολέμου σκέπαζαν απειλητικά ήδη -από την αρχή της δεκαετίας του 1910- την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Το «επεισόδιο του Αγαδίρ» με το οποίο, τον Ιούλιο του 1911, η Γερμανία και η Γαλλία βρέθηκαν στα πρόθυρα μιας πολεμικής σύγκρουσης, ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος που εκδηλώθηκε τον ίδιο χρόνο στην Τριπολίτιδα, καθώς και το ξέσπασμα του Πρώτου Βαλκανικού πολέμου, το 1912, στην «πυριτιδαποθήκη» της βαλκανικής χερσονήσου, προμήνυαν το ολοκαύτωμα του αιματηρού και καταστροφικού Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Οι απειλητικές αυτές εξελίξεις προκάλεσαν μεγάλες ανησυχίες στο οργανωμένο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Μέσα σε αυτές τις ζοφερές συνθήκες, το
Γραφείο της 2ης Διεθνούς αποφάσισε να συγκαλέσει εκτάκτως, τον Νοέμβριο του 1912, στη Βασιλεία της Ελβετίας το 9ο Συνέδριο, με στόχο η Διεθνής να τοποθετηθεί και να προτείνει λύσεις ενάντια στον επικείμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Το Συνέδριο της Βασιλείας συνήλθε από στις 24 και 25 Νοεμβρίου του 1912. Στο Συνέδριο έλαβαν μέρος 555 σύνεδροι από 23 χώρες. Αν και η συμμετοχή ήταν εντυπωσιακή, το κλίμα του Συνεδρίου ήταν ιδιαίτερα βαρύ. Την ημέρα της έναρξής του οργανώθηκαν μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις στις οποίες μίλησαν σοσιαλιστές από όλο τον κόσμο. Ο Ζαν Ζωρές, σε έναν συγκλονιστικό λόγο του, καταδίκασε τον πόλεμο χρησιμοποιώντας στίχους από το διάσημο ποίημα του Σίλλερ «Το τραγούδι της Καμπάνας»: «Καλώ τους ζωντανούς να αμυνθούν εναντίον του τέρατος που προβάλλει στον ορίζοντα». Η απειλή του επερχόμενου πολέμου δημιούργησε κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου ενωτικό κλίμα ανάμεσα στις διάφορες τάσεις της Διεθνούς. Η Διακήρυξη του Συνεδρίου εγκρίθηκε ομόφωνα. Το ίδιο το Συνέδριο αναγνώρισε «με ικανοποίηση […] την πλήρη ομοφωνία που υπάρχει ανάμεσα στα σοσιαλιστικά κόμματα και στα συνδικάτα όλων των χωρών ενάντια στον πόλεμο». Η μακροσκελής Διακήρυξη, αφού μνημόνευε τις αντιπολεμικές αποφάσεις των προηγουμένων συνεδρίων, διαπίστωνε τους άμεσους κινδύνους που θα προέκυπταν από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο και παρότρυνε κόμματα, συνδικάτα και οργανώσεις να συνεχίσουν με αποφασιστικότητα την αντιπολεμική τους δράση. Απευθύνθηκε ιδιαίτερα στους Βαλκάνιους σοσιαλιστές, οι οποίοι ήδη βρίσκονταν
Τα σύννεφα του πολέμου σκέπαζαν απειλητικά ήδη -από την αρχή της δεκαετίας του 1910- την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο στην εμπόλεμη ζώνη του Πρώτου Βαλκανικού πολέμου. Η Διακήρυξη τόνιζε: «Οι σοσιαλιστές των Βαλκανίων ύψωσαν με ηρωικό θάρρος τις διεκδικήσεις τους για μια δημοκρατική Ομοσπονδία […] Το Συνέδριο ζητεί ιδιαίτερα από τους σοσιαλιστές των Βαλκανίων να αντιταχθούν εντονότατα όχι μόνο στο ξαναζωντάνεμα της εχθρότητας μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Ελλάδας, αλλά και σε κάθε καταπίεση των βαλκανικών λαών που βρίσκονται τη στιγμή αυτή στο άλλο στρατόπεδο, δηλαδή των Τούρκων και των Αλβανών». Καταδίκασε, επίσης, τον τσαρισμό και απευθύνθηκε στους εργαζόμενους της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας, υπενθυμίζοντάς τους ότι το ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος που προκαλούσε τους καταστροφικούς πολέμους. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι η Διακήρυξη της Διεθνούς απευθύνθηκε στους «εργάτες όλων των χωρών» προκειμένου «να αντιτάξουν στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό τη δύναμη της διεθνούς αλληλεγγύης του προλεταριάτου» και προειδοποίησε την άρχουσα τάξη για το τι θα γινόταν σε περίπτωση
ενός γενικευμένου πολέμου: «Οι κυβερνήσεις ας θυμηθούν ότι ύστερα από τον Γαλλογερμανικό πόλεμο ακολούθησε η Παρισινή Κομμούνα, ότι ο Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος έβαλε σε κίνηση τις επαναστατικές δυνάμεις της ρωσικής αυτοκρατορίας, ο ανταγωνισμός στο κυνήγι των εξοπλισμών οδήγησε σε μια χωρίς προηγούμενο όξυνση των ταξικών αντιθέσεων στην Αγγλία και στην ηπειρωτική Ευρώπη και προκάλεσε τεράστιες απεργίες». Οι συντάκτες της Διακήρυξης δεν δίστασαν, επίσης, να τονίσουν ότι «Οι προλετάριοι θεωρούν έγκλημα να πυροβολούν οι μεν τους δε για χάρη των κεφαλαιοκρατικών κερδών, της φιλοδοξίας των δυναστειών ή της δόξας των μυστικών διπλωματικών συμφωνιών». Ο Λένιν αναγνώρισε αργότερα ότι «Η Διακήρυξη της Βασιλείας είναι η σύνοψη ενός τεράστιου προπαγανδιστικού και διαφωτιστικού υλικού για όλη την εποχή της 2ης Διεθνούς, των χρόνων 18891914. Η Διακήρυξη αυτή συνοψίζει, χωρίς υπερβολές, εκατομμύρια και εκατομμύρια προκηρύξεις, άρθρα εφημερίδων, βιβλία, λόγους σοσιαλιστών όλων των χωρών…»
Υποχώρηση στον αστικό εθνικισμό Την περίοδο αυτή οι ηγέτες της μαρξιστικής αριστεράς θεωρούσαν, ακόμα, τη Διεθνή ως το μόνο μέσο για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την επικείμενη βαρβαρότητα του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Αποδείχθηκε, όμως, ότι οι προοπτικές αυτές ήταν υπό όρους. Γιατί όταν ήρθε η ώρα τα μεγάλα λόγια των ηγετών της 2ης Διεθνούς να γίνουν πράξη, οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έτρεξαν να υποστηρίξουν τα συμφέροντα των δικών τους κυρίαρχων τάξεων στον πόλεμο. Το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το SPD, με
Στρατιώτες τυφλωμένοι από χημικά αέρια.
ψήφους 78 υπέρ και 14 κατά, αποφάσισε να υποστηρίξει τον πόλεμο και αποδέχθηκε το σύνθημα «της υπεράσπισης της πατρίδας», δηλώνοντας ότι «σε ώρα πολέμου δεν θα εγκαταλείψουμε την πατρίδα». Ο ηγέτης και εκπρόσωπος της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος Φ. Σάιντεμαν δεν δίστασε να υποστηρίξει με κυνικότητα: «Εμείς στη Γερμανία έχουμε καθήκον να αμυνθούμε. Έχουμε καθήκον να υπερασπίσουμε τη χώρα της πιο προχωρημένης σοσιαλδημοκρατίας από τη ρωσική σκλαβιά […] Το γεγονός ότι εμείς οι σοσιαλδημοκράτες προσχωρήσαμε στη Σοσιαλιστική Διεθνή δεν σημαίνει ότι πάψαμε να είμαστε Γερμανοί!» Ο Φολμάρ μάλιστα έδωσε τις διεθνείς διαστάσεις αυτής της καταστροφικής πολιτικής: «Δεν είναι αλήθεια πως Διεθνής σημαίνει αντεθνικός. Δεν είναι αλήθεια πως δεν έχουμε πατρίδα». Και ο «αριστερός» Χάαζε ακολούθησε: «Τώρα βρισκόμαστε στο αδυσώπητο γεγονός του πολέμου. Μας απειλεί η φρίκη των εθνικών επιδρομών. Πρέπει να ψηφίσουμε όχι κατά του πολέμου αλλά να λύσουμε το ζήτημα της χορήγησης των μέσων που είναι απαραίτητα για την υπεράσπιση της χώρας». Από το σύνολο της κοινοβουλευτικής ομάδας, μόνο 15 βουλευτές ήταν αντίθετοι με τον πόλεμο. Ο Πάουλ Φρέλιχ αναφέρει ότι «Από τους 111 βουλευτές, οι 15 εκφραστήκανε εναντίον. Ανάμεσα σε αυτούς, ο Λίμπκνεχτ, ο Χάαζε, ο Λέντεμπουρ, ο Ρούλε, ο Λένσχ. Σ’ αυτήν όμως τη μειοψηφία επιβλήθηκε η κομματική πειθαρχία και τους αρνήθηκαν το δικαίωμα να ψηφίσουν σύμφωνα με τις απόψεις τους. Έτσι στις 4 Αυγούστου η σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα ψήφισε μονολιθικά τις πιστώσεις». Ωστόσο, το βράδυ της 4ης Αυγούστου του 1914 σε μια έκτακτη συγκέντρωση στο σπίτι της Ρόζας Λούξεμπουργκ -στην οποία συμμετείχαν η Ρόζα, ο Μέρινγκ και ο Κάρσκι- αποφασίστηκε η συσπείρωση της ριζοσπαστικής αριστεράς και η εναντίωσή της στην προδοτική ηγεσία. Έτσι, δημιουργήθηκε με τη συμμετοχή της Κλάρας Τσέτκιν, του Καρλ Λίμπκνεχτ και άλλων συντρόφων τους, η μαρξιστική τάση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Σπάρτακος». Όπως έγραψε αργότερα και η Κλάρα Τσέτκιν, προλογίζοντας την μπροσούρα τής Λούξεμπουργκ «Γιούνιους»: «Από αυτούς τους βίαιους στα λόγια κριτικούς της σοσιαλδημοκρατικής πλειοψηφίας, μόνον ο Κάρλ Λίμπκνεχτ τόλμησε, και μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Φ. Μέρινγκ και μένα αψηφήσαμε την αγιότατη πειθαρχία του κόμματος, αυτήν που κατέστρεψε τους χαρακτήρες και τις πεποιθήσεις».