ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ

Page 1

Τίτλος πρωτοτύπου THE WOLVES IN THE WALLS Text copyright © 2003 by Neil Gaiman Illustrations copyright © 2003 by Dave McKean Printed in the U.S.A. All rights reserved. ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣwww.harperchildrens.comΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΜΕΤΆΦΡΆΣΗ Βασίλης Μπαμπούρης ΠΡΟΣΆΡΜΟΓΗ Πάρις Κούτσικος ΕΠΙΜΕΛΕΙΆ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Θάνος Καραγιαννόπουλος ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ Νίκος Χατζόπουλος ISBN: 978-618-5488-56-7 | Σεπτέμβριος 2022 COPYRIGHT © 2022 ΓΙ Ά ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚ Η ΓΛ Ω ΣΣ Ά BRAINFOOD ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΜΕΠΕ, Εμπεδοκλέους 28, 12131 Περιστέρι Τ: 210 2514123 | E: contact@brainfood.gr | W: brainfood.gr Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, τα γεγονότα και οι τοποθεσίες είναι προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα ή μέρη είναι εντελώς συμπτωματική. Άπαγορεύεται απολύτως η κατά οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.

Ευχαριστώ τη Μάντι για τους λύκους και τον Λίαμ για την κυρία Γουρουνίτσα. Αφιερώνω αυτό το βιβλίο στην Κιάρα, που θα μπορούσε άνετα να τρομάξει και να διώξει εκατό λύκους, και στην Τας, που θα τους έδινε το σπαγγέτι μπολονέζ της. – Neil Gaiman Αφιερώνω αυτό το βιβλίο στον γιο μου Λίαμ, ως ένα μικρό ευχαριστώ, γιατί μου δάνεισε το καλύτερο λούτρινο γουρουνάκι του για τις φωτογραφίες που θα δείτε. Πολύτιμη ήταν και η βοήθεια του δεύτερου πιο αγαπημένου λούτρινου γουρουνιού του, στον ρόλο του κασκαντέρ, αλλά η συμμετοχή της κυρίας Γουρουνίτσας ήταν πραγματική τιμή για εμένα. – Dave McKean

τριγυρνούσε Η Λούσι στο σπίτι.

Ο πατέρας της έλειπε στη δουλειά, έπαιζε τούμπα σε μια ορχήστρα. Ο αδερφός της ήταν στο σαλόνι κι έπαιζε βιντεοπαιχνίδια. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε ησυχία. Η μητέρα της έβαζε τη σπιτική μαρμελάδα σε βαζάκια.

Όμως η Λούσι κάτι άκουγε. Οι ήχοι που άκουγεμέσαέρχονταναπό τους τοίχους ΆκουγεκαικριτσανίσματακαιμιαΆκουγε.φούριαμιαπρεμούρα.Άκουγετραγανίσματα.θροΐσματα,συρσίματα και γρατζουνίσματα.

ΗτωνΛούσιπαλιών,μεγάλων σπιτιών,κι έτσι πήγε και το είπε στη μητέρα της. είπε η Λούσι στη μητέρα της. «Τους «Υπάρχουν λύκοι μες στους τοίχους», ακούω,μαμά». ήξερε τι πλάσματαείδουςκάνουν τέτοιους ήχους μες τους τοίχους

«Όχι», είπε η μητέρα της. «Δεν υπάρχουν λύκοι μες στους τοίχους». «Ίσως ν’ ποντίκια».τίποταάκουσες «Λύκοι», είπε η Λούσι. «Άκου με, δεν είναι λύκοι», είπε η μητέρα της. «Άλλωστε,ξέρειςκαλά τι λένε... »Αν βγουν μέσα από τους τοίχους οι λύκοι, τότετελείωσανπάει, όλα». «Τιτελείωσε;» ρώτησεηΛούσι. «Ταπάντα», είπε η μητέρα της. «Όλοιτοξέρουναυτό».

είπε στο γουρουνάκι της. Η Λούσι πήρε αγκαλιά το λούτρινο γουρουνάκι που είχε από τότε που ήταν τόσο δα μικρούλικο μωράκι. «Δεν νομίζω ότι είναι ποντίκια»,

Άκουσε τους λύκους μες στους τοίχους να καταστρώνουν τα λυκίσια σχέδιά τους, Μαύρα μεσάνυχτα, όταν όλη η πλάση είχε ησυχάσει, η Λούσι άκουσε γρατζουνίσματα και τραγανίσματα, ροκανίσματα και γρυλίσματα. να σκαρώνουν τα λυκίσια κόλπα τους.

Την επόμενη μέρα, η Λούσι ένιωθε ότι μέσα απότις ρωγμές και τις τρύπες στους τοίχους την παρακολουθούσαν... μάτια! Κρυφοκοιτούσαν μέσα από τα μάτιαστους πίνακες.Η Λούσι μίλησε στον πατέρα της. του είπε. μες στους «Υπάρχουντοίχους»,λύκοι

«Δεν νομίζω, μικρή μου», της είπε εκείνος. «Η φαντασία σου καλπάζει! να ήταν ΚαιΕίναιΣυμβαίνει,ποντίκια.σεπαλιά,μεγάλασπίτιαλύκοι».«Έχωπροαίσθημα.συμφωνείκαιηκυρίαΓουρουνίτσα. πατέρας της και συνέχισε να τούμπα.παίζει «Πες στην Γουρουνίτσα...»κυρία είπε ο πατέρας της, μα μετά σταμάτησε. λούτρινο ζωάκι;» να πεις κάτι σε ένα «Μα γιατί σου λέω Η Λούσι χάιδεψε το κεφάλι της κυρίας Γουρουνίτσας, για να μην προσβληθεί. «Τέλοςσωστά;»πάντων, είπε ο πατέρας της. γιατελείωσανπάει,όλα».ξέρειςτιλένετουςλύκους,«Ανβγουνμέσααπότουςτοίχουςοιλύκοι, «Ποιος το λέει αυτό;» ρώτησε η Λούσι. «ΟΌλοικόσμος.τολένε», είπε ο Ίσως αυτά που άκουσες σαν κι αυτό». «Λύκοι είναι», είπε η Λούσι.

«Κοκόρια», Ήταν στο σαλόνι όταν άκουσε εκείνους τους ήχους και πάλι, μια αναταραχή, μια φουρφούρισμααναμπουμπούλακιένα μες στους τοίχους. «Υπάρχουν λύκοι μεςτοίχους»,στους είπε στον αδερφό της. είπε εκείνος.

Και μετά γέλασε αρκετή ώρα με το αστείο του, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα καλό. «Κοκόρια ακούς;» τον ρώτησε. «Ναι», της είπε. «Γιατί«Ποιοςλαλήσει!»έχειςτολέει;» ρώτησε η Λούσι. «Ο κύριος Γουίλσον στο σχολείο», είπε ο αδερφός της. «Μας έχει πει για τους λύκους και για άλλα». το ξέρουν», είπε ο αδερφός της για τα σχολείο. καινασυνέχισεδιαβάζει «Και πώς τοεκείνος;»ξέρει η ρώτησεΛούσι. «Όλοι «Δεν έχω!» είπε η Λούσι. μες στους τοίχους!» «Σου λέω, υπάρχουν λύκοι «Πρώτον, δεν υπάρχουν λύκοι σε αυτά τα μέρη», της απάντησε. «Δεύτερον, οι λύκοι δεν ζουν μέσα σε τοίχους όπως τα ποντίκια και οι Τρίτοννυχτερίδες.,ανοιλύκοιβγουνμέσααπότουςτοίχους,τότεπάει,τελείωσανόλα».

Μα η Λούσι δεν πίστευε ότι ήταν ποντίκια ή πήγεκιεπίδειξηαυτήΑποδοκίμασενυχτερίδες.μεένανεύματηθλιβερήάγνοιαςύστεραέπλυνεταδόντιατης,φίλησετουςγονείςτηςκαιναξαπλώσειστοκρεβάτιτης. Την επομένη, οι ήχοι ήταν πιο δυνατοί. τα ποντίκια», είπε η μητέρα της. «Κάτι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτά «Βρε,άτιμα!»τα είπε ο πατέρας της. «Θα φωνάξω έναν ειδικό αύριο το πρωί!» «Νυχτερίδες θα είναι!» είπε ο αδερφός της. «Σήμερα θα κοιμηθώμε τον λαιμό μουξεσκέπαστο, μήπωςείναι φέρετροπετάωβρυκόλακας.κανέναςΑνμεδαγκώσειθαμπορώνακαιθακοιμάμαισεκαιδενθαξαναπάωσχολείο!»

Αλλά σύντομα έκλεισε τα μάτια της κι αποκοιμήθηκε.Μεςστοπηχτό σκοτάδι της νύχτας ακούστηκε ένα αλύχτισμα κι ένα σκούξιμο, ένας γδούπος κι ένα ποδοβολητό και... Εκείνο το βράδυ, το παλιό σπίτι δεν έκανε θορύβους. «Δεν μ’ «Παραείναιαρέσει»,ήσυχα!» είπε η Λούσι στην κυρία Γουρουνίτσα.

...οι λύκοι βγήκαν τοίχους. μέσα από τους

τελείωσαν«Πάει,όλα!» «Ωχ, όχι!» φώναξε η μητέρα της Λούσι. από τους τοίχους», «Οι λύκοι ο πατέρας της. κατεβαίνεικικαιΆρπαξεφώναξετηΛούσιτηντούμπατουάρχισενατρέχονταςτασκαλιά.φώναξεοαδερφόςτηςκαθώςέτρεχεκιαυτόςδίπλατους.Άνοιξαντηνπίσωπόρτακαιβγήκανόλοιστονκήπο. βγαίνουν μέσα

Εκείνο το βράδυ το πέρασαν όλοι μαζί στον κήπο. Τα φώτα ήταν αναμμένα σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού τους. Κι έτσι ήξεραν ότι οι λύκοι έβλεπαν τηλεόραση και έτρωγαν τα φαγητά στο κελάρι και ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες χορεύοντας λυκίσιους χορούς.

«Τώρα, ας προσπαθήσουμε να κοιμηθούμε». «Να πάμε να ζήσουμε στον Αρκτικό Κύκλο», είπε ο πατέρας της Λούσι. «Εκεί τα σπίτια έχουν τοίχους από πάγο και χιόνι κι ολόγυρα έχει μόνο πολικές αρκούδες και φώκιες για «Χμφφφ!» είπε η Λούσι. «Να πάμε να ζήσουμε στην έρημο Σαχάρα», είπε η μητέρα της Λούσι. «Εκεί οι τοίχοι είναι από χρωματιστά μεταξωτά πανιά που κυματίζουν στον καυτό αέρα και αν προχωρήσεις χιλιάδες χιλιόμετρα, βλέπεις μόνο καμήλες και «Μπα»,αλεπούδες». είπε η Λούσι. «Εγώ λέω να πάμε να ζήσουμε στο διάστημα», «Σ’ έναν διαστημικό σταθμό με μεταλλικούς τοίχους και φωτάκια πάνω τους που αναβοσβήνουν κι ολόγυρα, για δισεκατομμύρια χιλιόμετρα, να υπάρχουν μόνο φλούρμπες και σμπόρκοι». είπε ο αδερφός της. «Τι είναι οι φλούρμπες και οι σμπόρκοι;» είπε η Λούσι. «Διαστημοπλάσματα!» της είπε εκείνος. «Έχουν πολλά πόδια –όχι οι σμπόρκοι, εκείνοι δεν έχουν πόδια– και είναι αρκετά φιλικά». «Μόνο στο σπίτι μου θέλω να ζήσω –πουθενά αλλού!» είπε η Λούσι. «Κι άφησα μέσα την κυρία Γουρουνίτσα!» «Θα σου πάρουμε καινούργια, όπου κι αν πάμε», είπε η μητέρα της. εκατοντάδες χιλιόμετρα. Όταν βγαίνουν οι λύκοι μέσα απ’ τους τοίχους δεν μπορείς να κάνεις κάτι».

Το έδαφος του κήπου ήταν κρύο και η Λούσι σκεφτόταν πόσο της έλειπε η κυρία Γουρουνίτσα. «Θα ’ναι ολομόναχη στο σπίτι με τους λύκους», σκέφτηκε. «Μπορεί να της κάνουν φρικτά πράγματα».

Τι να έκανε; Κι έτσι η Λούσι διέσχισε στα κλεφτά τον κήπο, πιο αθόρυβη κι από ποντίκι, ανέβηκε ακροπατώντας τα σκαλιά, διάβηκε την πίσω πόρτα και τρύπωσε στο σπίτι. Η Λούσι στεκόταν μόνη στο μικρό χολ στο πίσω μέρος του σπιτιού, όταν άκουσε μερικούς λύκους να κατεβαίνουν τα σκαλιά. Έτρωγαν φρυγανιές με μαρμελάδα μπροστά στην τηλεόραση και πήγαιναν στην κουζίνα να πάρουν κι άλλη. Πού να κρυβόταν;

κι έφτασε μες στον τοίχο του δωματίου της. Γρήγορη σαν το πετάρισμα του φτερούνυχτερίδας,μιας η Λούσι χώθηκε μες στον τοίχο. Κι από εκεί κινήθηκε κρυφά μέσα απ’ το σπίτι: διέσχισε το ισόγειο, ανέβηκε στο πάνω πάτωμα

Ένας λύκος τεράστιος, τριχωτός και τετράπαχος, κοιμόταν στο κρεβάτι της. Φορούσε τις κάλτσες της: δύο στα πίσω πόδια, μία στο αυτί και μία στην άκρη της ουράς του. Και ροχάλιζε πολύ δυνατά.

Η Λούσι έσπρωξε τον πίνακα που κρεμόταν πάνω απ’ το κρεβάτι της και κατέβηκε–και αγκάλιασε.την μάζεψεπροσεκτικά–αθόρυβα–την κυρία Γουρουνίτσα απ’ το πάτωμα «Χρρρρ γρρρρ», ροχάλισε ο λύκος.σκέφτηκε.Αθόρυβη σαν σκιά, η Λούσι ανέβηκε στην κορυφή του κουκλόσπιτού της κι από εκεί σε συρταριέραμια κιαπόεκείστηνκορνίζατουτζακιού,χώθηκεπίσωαπ’τονπίνακα «Δεν είναι άσχημα μες στους τοίχους», και χάθηκε μες στον τοίχο.

«Με είχε φάει η ανησυχία!» είπε στην κυρία Γουρουνίτσα και την έσφιξε γερά πάνω της. Και πηγαίνοντας μέσα απ’ τους τοίχους, η Λούσι ξαναβγήκε στον κήπο.

«Μα πού ήσουν;» τη τουςρώτησαν.είπεεκείνη. «Αφού σου είπα, «Πήγα να βρω την κυρία Γουρουνίτσα», «Γι’ αυτό πήγα να βρω τη δική Γουρουνίτσα»,μου είπε η Λούσι. Και μετά αποκοιμήθηκε, αγκαλιά με το γουρουνάκι της. θα σου καινούργια»,παίρναμε είπε η μητέρα της, «μία που το ροζ της δεν θα είχε αρχίσει να γκριζάρει».

Το επόμενο πρωί η μητέρα της Λούσι πήγε στη δουλειά, ο αδερφός της Λούσι πήγε στο σχολείο και η Λούσι έμεινε με τον πατέρα της στον κήπο. Εκείνος έπαιζε τούμπα κι εκείνηταξιδιωτικάδιάβαζεφυλλάδια

«Κι αν πάμε να ζήσουμε σ’ ένα ερημονήσι;» τους είπε ο πατέρας της εκείνο το βράδυ, ενώ έτρωγαν μπέργκερ και τηγανιτές πατάτες και κάτι μηλοπιττάκια με απίστευτα καυτή γέμιση, που τα έφερε η μητέρα της όταν γύρισε από τη δουλειά. «Θα μπορούσαμε να ζήσουμε σε μια καλύβα από χόρτα σ’ ένα νησί στη μέση του ωκεανού – στο νησί θα έχει μόνο κατσίκια και στη θάλασσα μόνο ψάρια». «Κι αν γυρίσουμεαπλώςστο σπίτι μας;» είπε η Λούσι. «Κι αν πάμε να ζήσουμε σ’ αερόστατο;»ένα είπε η μητέρα της. «Κι αν πάμε να ζήσουμε σ’ δεντρόσπιτο,ένασ’ ένα πανύψηλο δέντρο;» είπε ο αδερφόςτης.

Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.