Παιδικό βιβλίο - Η Ντετέκτιβ Νίκι και οι Μπελάδες με τους Τυφλοπόντικες - Anne Miller / Becka Moor

Page 1

Η ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ

ΝΙΚΙ και οι

με τους

ANNE MILLER Εικονoγράφηση:

BECKA MOOR ΒΙΒΛΙΟ

2


Το «σπάσιμο» ενός κώδικα είναι σαν να ξεμπερδεύεις ένα μάτσο χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Αν επιμείνεις, τελικά οι κόμποι θα λυθούν μόνοι τους. Χίλντεγκαρντ Λ. ΜακΤάβις ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΉ ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΓΡΆΦΟΣ


!

1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΡA

-ΤA

-TAT-

TAT

Η Νίκι ανακάθισε στο κρεβάτι της. Ρα-τα-τατ-τατ. Ο θόρυβος ακούστηκε ξανά. Ο περίεργος ήχος έμοιαζε να έρχεται από το παράθυρό της. Πετάχτηκε από το κρεβάτι, τράβηξε την κουρτίνα κι ανακάλυψε στο περβάζι ένα νοτισμένο ποντίκι, με την πατούσα σηκωμένη έτοιμη να ξαναχτυπήσει. Η Νίκι κοίταξε κάτω, το πίσω μέρος του κήπου του συγκροτήματος διαμερισμάτων, στο λαμπρό φως του φεγγαριού και στ’ αχνά φώτα της πόλης, μόλις που διέκρινε την ιδιαίτερη σιλουέτα μιας καμηλοπάρδαλης κοντά στον φράκτη. 9


Ίσως, αν κάποιοι ξυπνούσαν μέσα στη νύχτα από ένα ποντίκι και μια καμηλοπάρδαλη, θα έκλειναν ξανά την κουρτίνα, θα έκρυβαν το κεφάλι στα σκεπάσματα και θα ξανάπεφταν για ύπνο μέχρι το πρωί. Η Νίκι όμως δεν ήταν οι όποιοι «κάποιοι». Κατά μία έννοια ήταν αρκετά φυσιολογική, ζούσε σε διαμέρισμα με τους γονείς της, της άρεσε το σχολείο και γυμναζόταν κάθε Παρασκευή. Αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο, η Νίκι ήταν ιδιαίτερο κορίτσι. Η αγαπημένη ασχολία της ήταν να σπάει κώδικες. Στη διάρκεια του καλοκαιριού είχε εντοπίσει ένα κρυφό μήνυμα στο λεωφορείο και η λύση του τη βοήθησε να στρατολογηθεί σε μια άκρως μυστική οργάνωση με ζώα κατασκόπους, με την ονομασία ΚΟΜΠΡΑ. Αρχηγός της ήταν μια κόμπρα με το όνομα Χλόη – η Νίκι μόλις πρόσφατα έπαψε να τρέμει. Με τη βοήθεια των πιστών μελών της Ανώτερης Επιτροπής της, η Χλόη και η ομάδα είχαν αναλάβει την προστασία των ζώων της χώρας από κινδύνους αδιανόητους για τους ανθρώπους. Το καλοκαίρι η Νίκι τους βοήθησε με μια υπόθεση απαγωγής σκύλου και μιας κλοπής διαμαντιών, και τώρα πια αποτελούσε σημαντικό μέλος της ομάδας. 10


ΤΑ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΩΝ Νίκι: Άνθρωπος, αξιω ματούχος, σύνδεσ μος με τα ζώα Χλόη: Φίδι, επικεφαλής της «ΚΟΜΠΡΑ» Κίμωνας: Γάτος, υπεύθυνος Εσω τερικών Υποθέσεων (επικεφαλ ής των Κατοικίδιων) Άρης: Πον τικός, επικεφαλής Άγριων Υποθέσεων (επικεφαλ ής Άγριων Ζώων) Αθηνά: Μαϊμού-αράχν η, επικεφαλής Διεθνών Υποθέσεων (επικεφαλ ής Διεθνών Ζώων) Ρόζα: Βραδύποδας, προσωρινό μέλος (θέση που παίρνουν τα διάφορα ζώα ενα λλάξ) Όλγα: Καμ ηλοπάρδαλ η, φύλακας ασφαλείας 11


Ο ποντικός που καθόταν στο περβάζι του παραθύρου της ήταν ο Άρης, ο επικεφαλής των Άγριων Ζώων κι ένας από τους πιο έμπιστους συνεργάτες της. Η καμηλοπάρδαλη, που προσπαθούσε να κρύψει το καθόλου ευκαταφρόνητο μπόι της πίσω από ένα δέντρο, ήταν η Όλγα, ο φύλακας ασφαλείας της ΚΟΜΠΡΑ, η οποία, όταν χρειαζόταν, γινόταν και μεταφορικό μέσο, αφού είχε τα πιο μακριά πόδια και μπορούσε να φτάσει σε κάποιο μέρος πιο γρήγορα από τη βραδυκίνητη Ρόζα. «Άρη!» ψιθύρισε η Νίκι, πιάνοντας απαλά το παράθυρο για να το σηκώσει, ώστε ο ποντικός να συρθεί μέσα. «Είσαι εντάξει;» «Συγγνώμη που σ’ ενοχλώ τέτοια ώρα, καλή μου», απάντησε το ποντίκι. «Έχουμε ένα… προβληματάκι και η Χλόη μου ζήτησε να σε καλέσω». Η Νίκι ήδη κούμπωνε το μπουφάν πάνω από την πιτζάμα της και άπλωνε να πάρει τις μπότες. «Έτοιμη!» είπε αποφασιστικά. «Τι συμβαίνει;» «Οι τυφλοπόντικες διέρρηξαν μια τράπεζα!»

12


Σ

2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Σύντομα, η Νίκι βρέθηκε στην πλάτη της Όλγας, με τον Άρη γαντζωμένο μπροστά της, καθώς διέσχιζαν τους σκοτεινούς δρόμους προς τον προορισμό τους. «Οι άλλοι είναι ήδη στον δρόμο», εξήγησε ο Άρης. «Δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για να σε 13


ειδοποιήσω. Ελπίζω να μη σε ξύπνησα πολύ απότομα, καλή μου». «Καθόλου», απάντησε η Νίκι, καθώς αγκάλιαζε σφιχτά τον λαιμό της Όλγας που έτρεχε. «Πόσο σοβαρό είναι;» «Πολύ σοβαρό», αποκρίθηκε ο ποντικός και τα πόδια του τινάχτηκαν προς τα πίσω, ενώ η Όλγα αύξανε ταχύτητα. «Η Χλόη είναι έξαλλη. Ελπίζει να είναι μόνο ένας ο τυφλοπόντικας που έσκαψε το λαγούμι, και κατά λάθος…» «Δύσκολα ξεχωρίζονται τα πράγματα κάτω απ’ τη γη», πρόσθεσε η Όλγα. «Όλα τριγύρω θα μοιάζουν ίδια, υποθέτω». «Πολύ σωστά, πολύ σωστά», μουρμούρισε ο Άρης.

Τα λαμπερά φώτα της πόλης προσπερνούσαν σαν μέσα σε σούρουπο, καθώς η Όλγα κάλπαζε στα σκοτεινά, ήσυχα ωστόσο, δρομάκια, για ν’ αποφύγει τους κεντρικούς δρόμους που, ακόμη και τόσο αργά, ήταν γεμάτοι αυτοκίνητα. Η Νίκι, υπνωτισμένη από τη ρυθμική κίνηση της καμηλοπάρδαλης, με το ζόρι κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά, και ανακουφίστηκε 14


όταν η Όλγα φώναξε «Φτάσαμε!», φρενάροντας σ’ ένα στενό δρομάκι με πέτρινο πεζοδρόμιο. Η Νίκι τινάχτηκε μπροστά και αμέσως άδραξε τον Άρη για να μην πέσει. Για ένα ποντίκι, η πτώση από τέτοιο ύψος θα ήταν πολύ άσχημη. Στη μια πλευρά του σοκακιού υπήρχαν πυκνοί θάμνοι που οδηγούσαν στο πάρκο όπου η Νίκι πήγαινε περίπατο με τους γονείς της. Στην άλλη πλευρά υπήρχε ένας τοίχος από τούβλα και μια θωρακισμένη πύλη οδηγούσε στην έξοδο υπηρεσίας της μεγαλύτερης τράπεζας της πόλης, της Συνεταιριστικής Τράπεζας. Το γκρίζο πέτρινο κτήριο είχε τρεις ορόφους και τέσσερις γυαλιστερές καμινάδες στη σκεπή. Έτοιμη για εξερεύνηση, η Νίκι αποπειράθηκε να πηδήξει κάτω, όταν δύο άσπρες πατούσες πρόβαλαν στην κορφή του τοίχου που περιέβαλλε την τράπεζα, και εντόπισε τον Κίμωνα, τον επικεφαλής αίλουρο των Εσωτερικών Υποθέσεων (Κατοικίδιων). «Α, ήρθες, πέρασε, πέρασε!» της φώναξε σαν να την καλωσόριζε. Η Όλγα πλησίασε κι άλλο στον τοίχο, προκειμένου η Νίκι και ο Άρης να μπορέσουν να σκαρφαλώσουν για να πάνε κοντά στον Κίμωνα, 15


πριν αποσυρθεί στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου μεταμφιέστηκε σ’ έναν αλλόκοτου σχήματος φανοστάτη του δρόμου. «Πού πάμε;» ψιθύρισε η Νίκι. «Από δω», έδειξε ο Κίμωνας, με το κεφάλι στραμμένο προς το κεντρικό κτήριο της τράπεζας. «Και πρόσεχε μη χάσεις την ισορροπία σου!»


ΤΡΑΠΕΖΑ


Η Νίκι, που δεν ήταν γεννημένη αθλήτρια, ευχαρίστησε την τύχη της για τα μαθήματα γυμναστικής που έκανε μετά το σχολείο. Ακολουθώντας τον Κίμωνα, έβαλε τον Άρη στην τσέπη του μπουφάν της και τον ένιωσε να ρουθουνίζει ψάχνοντας για τίποτα ξεχασμένα ψίχουλα μπισκότων, ενώ η ίδια πάσχιζε να κρατήσει την ισορροπία της καθώς η ομάδα προχωρούσε πάνω στον τοίχο. «Οι άλλοι είναι ήδη εκεί πάνω», είπε ο Κίμωνας πάνω από τον ώμο του. «Πού πάνω;» ρώτησε ο Άρης μέσα από την τσέπη της Νίκι. «Στη στέγη», απάντησε ο Κίμωνας. «Θα χρειαστεί να πηδήξεις λιγάκι». Με φανερό εκνευρισμό, η Νίκι είδε τον Κίμωνα να πηδάει από τον τοίχο σε μια στριφογυριστή, μεταλλική σκάλα κινδύνου στο εξωτερικό του κτηρίου. «Μάλλον δεν θα ’πρεπε να είμαστε εδώ πάνω!» σχολίασε, φοβισμένη για το τι θα συνέβαινε, αν τους έπιαναν. «Είναι άγρια μεσάνυχτα και αυτό που κάνουμε είναι παράβαση». Η Νίκι δεν μπορούσε να δει τα χαρακτηριστικά 18


του στο σκοτάδι, αλλά ήξερε ότι ο Κίμωνας αλληθώριζε ειρωνικά. «Θα ήταν χειρότερο να μην κάναμε τίποτα. Οι τυφλοπόντικες αλωνίζουν εκεί μέσα και είναι θέμα χρόνου να χτυπήσει κάποιος συναγερμός. Κάτω μπορεί να μας δουν ή να μας ακούσουν, αλλά στη στέγη μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα». Ένας πολύ σημαντικός κανόνας της ΚΟΜΠΡΑ ήταν να δρουν μυστικά. Η Χλόη έλεγε ότι, αν οι άνθρωποι ήξεραν για τι ήταν ικανά τα ζώα, θα δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο οι αποστολές τους. Ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε για τη μυστική οργάνωση ήταν η Νίκι και ο προηγούμενος ανθρώπινος σύνδεσμος, ο Χάρι. Εξαιτίας του, η ΚΟΜΠΡΑ είχε σχεδόν χάσει την εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους, τότε που εκείνος άλλαξε στρατόπεδο κι άρχισε να εργάζεται εναντίον της. Γι’ αυτό άλλωστε η Νίκι έπρεπε να προσπαθεί πιο σκληρά για να πείσει την Ανώτερη Επιτροπή ότι δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι αναξιόπιστοι. «Πώς θα ’νεβούμε εκεί πάνω χωρίς να μας δουν;» ρώτησε ο Άρης, ο οποίος έψαχνε τριγύρω για κάμερες ασφαλείας. «Η Χλόη έβαλε μερικούς γλάρους να πετούν 19


τριγύρω και να σημαδεύουν τις κάμερες με κουτσουλιές. Σ’ αυτή την πλευρά δεν θα ‘‘πιάσουν’’ τίποτα μέχρι να καθαριστούν. Οι άλλοι είναι ήδη πάνω. Βιαστείτε!» και σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Κίμωνας. Ευχαριστημένη που δεν θα ήταν υποχρεωμένη να δώσει εξηγήσεις στην Αστυνομία, ή, ακόμη χειρότερα, στους γονείς της, για το πώς βρέθηκε να τριγυρίζει κρυφά έξω από μια τράπεζα παρέα μ’ έναν ποντικό, έναν γάτο και μια καμηλοπάρδαλη, η Νίκι πήρε βαθιά ανάσα κι αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τον Κίμωνα. Πήδηξε στα μεταλλικά σκαλοπάτια της σκάλας κινδύνου και προσγειώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Ο Κίμωνας κόντευε πάλι να εξαφανιστεί κι έτσι επιτάχυνε το βήμα της ακολουθώντας τον, πατώντας όσο το δυνατόν πιο ανάλαφρα, στην περίπτωση που κάποιος είχε στήσει αυτί. Καθώς έφτανε πάνω, είδε τον Κίμωνα να πηδάει στη στέγη. Η Νίκι ήξερε ότι δεν μπορούσε να πηδήξει σαν γάτα, όσες ώρες κι αν αφιέρωνε στη γυμναστική, έτσι άπλωσε τα χέρια και ψηλάφισε για να βρει κρατήματα, ώσπου ανακάλυψε κάτι καλύτερο: μια

20


παλιά υδρορροή. Προσεκτικά την κούνησε λίγο για να βεβαιωθεί ότι ήταν στέρεα, κι ευτυχώς ήταν. Όταν κοίταξε προς τα επάνω, διαπίστωσε ότι η στέγη απείχε μερικά μόνο μέτρα και αποφάσισε ότι θα τα κατάφερνε. Μεθοδικά, μετακινώντας το ένα χέρι μετά το άλλο, ανέβασε το σώμα της και τελικά βρέθηκε στη στέγη. «Ουφ!» ανακουφίστηκε ο Άρης, καθώς πηδούσε από την τσέπη της και ατένιζε τη θέα τριγύρω, κάνοντας αέρα στη μούρη του με το μπροστινό πόδι. «Ζόρικο το σκαρφάλωμα». Η Νίκι του είχε αδυναμία και αποφάσισε να μη διευκρινίσει ότι αυτή τράβηξε όλο το ζόρι. Στην πραγματικότητα, πάσχιζε να μη σκέφτεται σε τι ύψος βρίσκονταν. Μετά την ένταξή της στην οργάνωση, πολλές φορές βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αλλά ποτέ στη στέγη μιας τράπεζας μες τα μαύρα μεσάνυχτα. Ο άνεμος φυσούσε δυνατά και της έφερνε τα μαλλιά στο πρόσωπο, ενώ ακουμπούσε σε μια καμινάδα για να μη χάσει την ισορροπία της. Ξάφνου εμφανίστηκαν μπροστά της οι σιλουέτες των υπόλοιπων μελών της Ανώτερης Επιτροπής της ΚΟΜΠΡΑ, με φόντο πίσω τους το λαμπερό

21


22


φεγγαρόφωτο. Διέκρινε τα μακριά και αδύνατα πόδια της Αθηνάς και την πιο στρογγυλή σκιά της Ρόζας, του βραδύποδα. Προς το μέρος τους ερχόταν επίσης, με υψωμένο κεφάλι, η Χλόη, η αρχηγός της οργάνωσης. «Να ’σσσαστε λοιπόν», σφύριξε για χαιρετισμό το φίδι.

23


Λ

3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«Γεια σου, Νίκι», πρόσθεσε η Χλόη. «Σ’ ευχαριστούμε που ήρθες να μας συναντήσεις νυχτιάτικα». «Οι τυφλοπόντικες είναι ακόμη εκεί;» ρώτησε η Νίκι, δείχνοντας με το χέρι της προς τα κάτω. «Εκεί είναι», απάντησε η Αθηνά, η μαϊμούαράχνη, «και ακόμη δεν έχουν καταφέρει να χτυπήσει ο συναγερμός· κάτι είναι κι αυτό». «Πράγματι» συμφώνησε ο Κίμωνας, «αν και δεν έχω ιδέα πώς τους ήρθε να διαρρήξουν τράπεζα. Έχω τόσα πολλά ζητήματα να φροντίσω μέσα στη νύχτα και το γεγονός αυτό με αποσπάει απ’ τις σημαντικές γατοϋποθέσεις μου». «Μια υπενθύμιση», ψιθύρισε η Ρόζα, που συνήθως έμενε λίγο πιο πίσω απ’ την υπόλοιπη ομάδα, ακόμα και στις μικρές αποστάσεις. «Οι τυφλοπόντικες δεν έχουν κάνει να χτυπήσει ο συναγερμός ακόμη, αλλά πρέπει να τους απομακρύνουμε απ’ την τράπεζα και ν’ 24


ανακαλύψουμε γρήγορα τι ετοιμάζουν. Κάθε λεπτό που περνάει, αυξάνει τον κίνδυνο να βρουν και κείνους και μας». «Και θα είναι δύσκολο να το εξηγήσουμε», είπε προβληματισμένη η Νίκι. «Πώς ξέρετε ότι όντως βρίσκονται μέσα στην τράπεζα;» «Έκαναν κάποιο θόρυβο καθώς έσκαβαν το λαγούμι, αυτό τράβηξε την προσοχή ενός άλλου ζώου που βρισκόταν εκεί κοντά και μας ειδοποίησε», εξήγησε ο Κίμωνας, κραδαίνοντας την ουρά του. «Ω! Άντε πάλι!» «Μια πάπια!» φώναξε η Αθηνά. Καθώς η Νίκι ανίχνευε τη στέγη για την πάπια που πλησίαζε, όλοι οι υπόλοιποι έπεσαν στο έδαφος. Μια δροσερή αύρα γαργάλισε το πρόσωπο της Νίκι, ενώ μια σκοτεινή σκιά ορμούσε σιωπηλά κατά πάνω της. Αυτό δεν είναι πάπια,

Κ Ο Υ Κ Ο Υ Β ΆΑΟΥΟΥ

σκέφτηκε, ενώ ένα δυνατό «κουκουβάαουου» πλημμύρισε τον αέρα. Ήταν μια όμορφη κουκουβάγια των αχυρώνων, με έξυπνα μάτια, χιονάτο 25


πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς, και δυο μεγάλα φτερά όλο χάρη. Προσγειώθηκε στην καμινάδα και βάλθηκε να περιεργάζεται ένα ένα τα μέλη της ΚΟΜΠΡΑ για να δει ποιοι ήταν. Έγειρε το κεφάλι στο πλάι όταν τα μάτια της έπεσαν στη Νίκι, σαν να ζύγιαζε την παρουσία της. «Και ποια είναι αυτή;» ρώτησε. «Κουκουβάου», ανταπάντησε η Χλόη, διακόπτοντας ευγενικά. «Θα σου συστήσω το ανθρώπινο μέλος μας. Από δω η Νίκι», δείχνοντάς την με την ουρά της – ήταν μία σύσταση όχι απαραίτητη, σκέφτηκε η Νίκι, αφού κανείς από τους άλλους δεν έμοιαζε με άνθρωπο. «Γεια», είπε. Η Κουκουβάου πλατάγισε τα φτερά της και άπλωσε ευγενικά το ένα της πόδι, ώστε η Νίκι να τη χαιρετίσει. «Τι αστείο όνομα! Γιατί σε φωνάζουν ‘‘Νίκι’’;» τη ρώτησε. «Είναι το όνομά μου. Είναι η συντόμευση για το ‘‘Νικολέτα’’. Και σένα σε φωνάζουν ‘‘Κουκουβάου’’, επειδή έτσι φωνάζουν οι κουκουβάγιες των αχυρώνων;»

Υ Κ Ο Υ Β ΆΑΟΥΟΥ Ο Κ 26


«Κουκουβάαουου», διευκρίνισε με στόμφο, πάλι, η κουκουβάγια, τεντώνοντας τα φτερά της για να δείξει το εντυπωσιακό άνοιγμά τους. Ο θόρυβος ήταν τόσο δυνατός που η Νίκι ένιωσε ξαφνικά τ’ αυτιά της να βουίζουν, παρατηρώντας ότι και τ’ άλλα ζώα σκέπασαν τα δικά τους με τις πατούσες τους. Αισθάνθηκε τον Άρη να ψάχνει καταφύγιο πίσω από τη δεξιά μπότα της. «Κουκουβάου, σου έχω πει να μην το κάνεις αυτό», της έκανε παρατήρηση θυμωμένα ο Κίμωνας. «Μου έχεις πει να μην το κάνω όταν είμαστε κάπου μέσα, αλλά τώρα βρισκόμαστε έξω!» δήλωσε θριαμβευτικά η κουκουβάγια, πλαταγίζοντας ξανά τα φτερά της. «Η Νίκι αντικατέστησε τον Χάρι, ύστερα από την… ατυχή επιχείρηση το καλοκαίρι», εξήγησε η Χλόη σιγανά. «Κάπως ασυνήθιστο, δεδομένου ότι δεν είναι μεγάλη ακόμη, όταν όμως τη γνωρίσεις, θα διαπιστώσεις πως είναι αρκετά ικανή», πρόσθεσε ο Κίμωνας. Η Νίκι προσπάθησε να πνίξει ένα χαμόγελο, αφού ήξερε ότι το «αρκετά ικανή» ήταν στην

27


πραγματικότητα σπουδαίος έπαινος εκ μέρους του γάτου. «Πριν λίγο πέταξα κοντά στο παράθυρο στο μπροστινό τμήμα του κτηρίου και οι τυφλοπόντικες είναι ακόμη εκεί», ανέφερε η Κουκουβάου. Τ’ άλλα πουλιά στέγης και η αφεντιά μου θα θέλαμε να φύγουν, παρακαλώ. Η ακοή μου είναι πολύ ευαίσθητη και μ’ ενοχλούν. Επίσης, εμείς οι κουκουβάγιες πετάμε κάτω απ’ το ραντάρ και δεν θέλω οι άνθρωποι της τράπεζας ν’ αρχίσουν να ψάχνουν τριγύρω και να βρουν τις φωλιές μας. Δεν αρέσει σε όλους να έχουν πουλιά στις στέγες τους». «Εμένα πάντως θα μ’ άρεσε», έσπευσε να πει η Νίκι. «Γνωρίζεις τι κάνουν οι τυφλοπόντικες;» «Μάλλον θα πρέπει να τους ρωτήσετε», συνέχισε η Κουκουβάου. «Φαίνεται ότι κάτι ψάχνουν. Έχουν κάνει άνω κάτω την αίθουσα της τράπεζας. Αλλά δεν θα πάνε όλα στράφι. Κάποια πουλιά θ’ ανακυκλώσουν χαρτιά απ’ αυτά που καταστρέφονται, σαν υλικό για τις φωλιές τους». Η Νίκι ήλπιζε ότι οι τυφλοπόντικες κατέστρεφαν μόνο χαρτιά και όχι χαρτονομίσματα. Αναρωτήθηκε τι θα έκαναν οι άντρες ασφαλείας της τράπεζας, αν ανακάλυπταν ότι οι φωλιές των πουλιών της πόλης είχαν στρωθεί με πενηντάρικα. 28


«Πώς θα μπούμε για να τους σταματήσουμε;» ρώτησε η Νίκι. Η Κουκουβάου θρόισε τα όμορφα φτερά της. «Λοιπόν, καμιά φορά, τα περίεργα πουλιά βρίσκουν κάποιο ανοιχτό παράθυρο και πετάνε μέσα, για να ρίξουν μια ματιά. Απόψε όμως το ψάξαμε, όλα τα παράθυρα είναι κλειστά και αν παραβιάσετε την πόρτα θα χτυπήσει ο συναγερμός». Η Κουκουβάου σώπασε και έπειτα συνέχισε παίρνοντας δραματικό ύφος, λες κι επρόκειτο να ανακοινώσει τον νικητή διαγωνισμού τηλεοπτικών ταλέντων. «Οι τυφλοπόντικες μάλλον έχουν σκάψει κάτω απ’ το πάτωμα, αν θέλετε όμως να τους πιάσετε στα πράσα, πρέπει να κατεβείτε απ’ την καμινάδα. Όχι αυτήν» είπε, δείχνοντας με το νύχι της την πιο κοντινή, «γιατί την έχουν φράξει, αλλά εκείνην εκεί». Έδειξε με τη φτερούγα της την επόμενη καμινάδα. «Οδηγεί κατευθείαν στο ισόγειο». Η Νίκι προχώρησε προς την καμινάδα και κοίταξε κάτω. Το μόνο που μπόρεσε να δει ήταν σκοτάδι. «Νομίζω πως θα χωρέσεις» παρατήρησε η κουκουβάγια, «ίσως όμως στριμωχτείς λιγάκι». 29


Λ

4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«Λοιπόν, εγώ δεν κατεβαίνω από κει», δήλωσε ο Κίμωνας. «Είναι βρόμικα». «Εσύ τουλάχιστον πάντα προσγειώνεσαι στα πόδια σου», σχολίασε ανήσυχη η Ρόζα. «Ίσως πρέπει να πάω εγώ, αφού οι τυφλοπόντικες ανήκουν στον τομέα μου – των Άγριων Ζώων», ισχυρίστηκε ο Άρης, κοιτάζοντας με αγωνία μέσα στην καμινάδα. «Οι τυφλοπόντικες είναι δική μου αρμοδιότητα». Η Νίκι παρατήρησε τα ζώα κατασκόπους, τους συναδέλφους της, που ξαφνικά όλοι φάνηκαν να δίνουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή στη θέα, κι όχι στο κατέβασμα απ’ την καμινάδα. Κατάλαβε ότι κανείς δεν ήθελε να το κάνει και με δεδομένη την εκπαίδευσή της στη γυμναστική, ήξερε τι μπορούσε να κάνει. «Θα πάω εγώ!» αντέδρασε με αποφασιστικότητα. «Σ’ ευχαριστώ, Νίκι», είπε γλυκά η Χλόη. «Υπενθυμίζω σε όλους ότι ο χρόνος είναι πολύ σημαντικός». 30


Το φίδι τέντωσε το κορμί του ψηλά. Η Χλόη ήταν ένα μεγάλο φίδι και γνώριζε ότι μ’ αυτή την κίνηση οι εντολές της εκτελούνταν αμέσως. «Νίκι, έχεις τα πιο μακριά χέρια και πόδια, άρα είσαι η καλύτερη υποψήφια για να κατέβεις. Άρη, μπορείς να πας μαζί της, μέσα στην τσέπη της, και… να…» Η Νίκι κατάλαβε αμέσως ότι το φίδι ήθελε να ελιχθεί και στο εσωτερικό της τράπεζας, δεν ήθελε όμως να ζητήσει βοήθεια μήπως αμφισβητηθεί η εξουσία της. Τότε αποφάσισε να φερθεί ευγενικά. «Και βέβαια, αλλά αφού ο Άρης είναι τόσο ελαφρύς, ίσως θα μπορούσα να πάρω κι άλλον μαζί μου, εσένα ή την Αθηνά…» «Εξαιρετική ιδέα», τη διέκοψε η Χλόη. «Θα έρθω μαζί σου. Αθηνά, Ρόζα και Κίμωνα, να επιτηρείτε τους γύρω χώρους, εισόδους και εξόδους. Να προσέχετε μήπως πλησιάσει άνθρωπος ή αρχίσουν να το σκάνε τυφλοπόντικες. Κουκουβάου, πώς μπαίνουμε στην καμινάδα;» «Θα σας δείξω». Φτερούγισε ψηλά και μετά γύρισε κι έδωσε βουτιά μέσα στην καμινάδα. Τα ζώα γύρισαν και κοίταξαν τη Νίκι με προσμονή. 31


«Εγώ βουτιά δεν μπορώ να κάνω», είπε γρήγορα. «Μπορούμε όμως να κατεβούμε σαν άνθρωποι». Έβαλε προσεκτικά τον Άρη στην τσέπη της. Μετά η Χλόη τυλίχτηκε γύρω από τον λαιμό της, σαν φουλάρι, όσο η Νίκι πλησίαζε την καμινάδα και σκαρφάλωνε πάνω της. Αν και η νύχτα ήταν πολύ προχωρημένη, η Νίκι ανησυχούσε μήπως κάποιος άναβε φωτιά από κάτω, αλλά την καθησύχαζε το γεγονός ότι μπορούσε να ακούει το ελαφρύ σούσουρο της Κουκουβάου. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται πόσο ψηλά ήταν κι ότι, αν έπεφτε, δεν θα κινδύνευε μόνο μία, ούτε δύο, αλλά τρεις ζωές από την Ανώτερη Επιτροπή της ΚΟΜΠΡΑ ίσως και της Κουκουβάου, ανάλογα με το πώς θα προσγειώνονταν. Τότε όμως θυμήθηκε ότι στο σχολείο είχε μάθει ότι τον καθαρισμό καμινάδων αναλάμβαναν παιδιά και κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Κούνησε τα πόδια της γύρω γύρω και ξαφνικά το αριστερό πάτησε σ’ ένα στήριγμα. Κατέβασε και το δεξί πόδι μέχρι που ακούμπησε άλλο ένα, και μετά έπιασε τα στηρίγματα με τα χέρια της. Τα πιασίματα ήταν τόσα πολλά, ώστε νόμιζε πως κατέβαινε μια πολύ άβολη σκάλα. Ωστόσο, 32


καθώς κατέβαινε, η μυρωδιά έγινε ανυπόφορη. Μύριζε σαν φωτιά που έκαψε για εκατοντάδες χρόνια και αφέθηκε μετά να καπνίζει. Ευχόταν να είχε διαθέσιμο χέρι για να καλύψει μύτη και στόμα, αλλά σαν να διάβασε τη σκέψη της, η Χλόη της κάλυψε τη μύτη, σηκώνοντας με την ουρά της το μπουφάν της Νίκι. «Ανάπνεε με το στόμα» τη συμβούλεψε σιγανά, «βοηθάει». «Από δω!» Φώναξε η


Κουκουβάου, καθώς επιτέλους βρέθηκαν κάτω, σ’ έναν χώρο που έμοιαζε με εγκαταλειμμένο γραφείο. Μέσα στο τζάκι ήταν τοποθετημένος ένας μεγάλος διακοσμητικός ανεμιστήρας που η Νίκι παραμέρισε και ξανάφερε στη θέση του, για να καλύψει τα ίχνη τους, στην περίπτωση που κάποιος θα σκεφτόταν να κοιτάξει. «Μην ξεχνάτε, όχι θόρυβο», τους υπενθύμισε χαμηλόφωνα η Κουκουβάου, καθώς έδειχνε προς την πόρτα του δωματίου. Η Νίκι άνοιξε στην πόρτα μια χαραμάδα, για να κοιτάξουν μέσα στην κεντρική αίθουσα και να ελέγξουν την κατάσταση. Και τότε άκουσε τον Άρη να βογκάει στην τσέπη της με απόγνωση. Η αίθουσα της τράπεζας ήταν γεμάτη τυφλοπόντικες που έτρεχαν παντού. Άλλοι στο πάτωμα, κάποιοι προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στους τοίχους, άλλοι δύο σκάλιζαν έναν πάκο χαρτιά που είχαν απομείνει στο γραφείο, και ακριβώς δίπλα στην εξώπορτα υπήρχε μια τρύπα, κι ένας πυροσβεστήρας κειτόταν πεσμένος στο πλάι. «Εξωφρενικό», αντιλήφθηκε έκπληκτη η Χλόη. «Θα έσκαψαν το τούνελ ακριβώς πίσω απ’ τον 34



πυροσβεστήρα, για να μη δει κανείς την τρύπα, μέχρι που έκαναν την επίθεσή τους!» Πολύ έξυπνο, σκέφτηκε η Νίκι. «Δεν ξέρω τι τους έπιασε», μουρμούρισε ο Άρης. «Σαν πλάκα είναι πολύ επικίνδυνη, και γιατί να διαρρήξουν τράπεζα; Οι τυφλοπόντικες δεν χρειάζονται λεφτά!» «Πρέπει να τους σταματήσουμε», παρατήρησε η Χλόη. «Ό,τι είναι να γίνει, πρέπει να γίνει γρήγορα», συμπλήρωσε η Κουκουβάου. «Είναι θέμα χρόνου να σκοντάψουν στον συναγερμό. Δείτε αυτούς εκεί πέρα». Έδειξε προς την πέρα γωνιά της αίθουσας, όπου μια ομάδα τυφλοπόντικες έφτιαχναν με το σώμα τους πυραμίδα –σαν ανθρώπινοι ακροβάτες– και μερικοί άλλοι ετοιμάζονταν ν’ ανέβουν πάνω σ’ αυτούς, για να φτάσουν το λουκέτο μιας πόρτας με την επιγραφή «ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ». «Ως εδώ!» φώναξε η Χλόη. Έσπρωξε με την ουρά της και άνοιξε διάπλατα την πόρτα, γλιστρώντας στην αίθουσα της τράπεζας. Η Νίκι και ο Άρης βρίσκονταν πίσω της, αλλά η Κουκουβάου κρύφτηκε. 36


«Σταματήστε ΑΜΕΣΩΣ!» διέταξε το φίδι. Στο δωμάτιο επικράτησε σιωπή. Όλοι οι τυφλοπόντικες πάγωσαν και η ησυχία ήταν τόση που θ’ άκουγες και καρφίτσα να πέφτει. Στη Νίκι ακούστηκε σαν βρόντος, όταν ένας τυφλοπόντικας πέταξε απ’ το τραπέζι ένα στιλό. Ο Άρης προχώρησε μπροστά και περιεργάστηκε την αίθουσα. «Δεν το πιστεύω!» έμεινε άναυδος βλέποντας έναν τυφλοπόντικα να τρέχει να μαζέψει το στιλό. «Φίλια, εσύ;». «Ε… καλησπέρα, Άρη;» δείλιασε ο θηλυκός τυφλοπόντικας που άκουγε στο όνομα Φίλια. Ήταν αρκετά μικρόσωμος, θα χωρούσε στην παλάμη της Νίκι, είχε σκούρα βελούδινη γούνα και γυαλιστερή ροζ μύτη. Η μια της πατούσα κινήθηκε σαν να χαιρετούσε τον Άρη στο πάρκο κι όχι σαν να την είχε τσακώσει να κάνει διάρρηξη. 37


«Τι στην ευχή κάνεις;» τη ρώτησε ο Άρης. Όμως η Φίλια δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει, διότι ξάφνου ακούστηκε ένας γδούπος και μετά ένα «ουψ», όταν ο τυφλοπόντικας στην κορυφή της πυραμίδας, έπεσε πάνω στον αισθητήρα της πόρτας που έγραφε «ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ». Αμέσως η αίθουσα γέμισε από έναν εκκωφαντικό θόρυβο, καθώς πήρε μπρος ο συναγερμός και τον χώρο πλημμύρισε πυκνός καπνός. «Όλοι έξω, ΤΩΡΑ!» πρόσταξε η Χλόη. «Τυφλοπόντικες, ποντίκια και άνθρωποι, δρόμο!» Η Νίκι είχε διαβάσει για τον καπνό που χρησιμοποιείται για να ακινητοποιεί τους διαρρήκτες. Τυλίγει τα πάντα με μια ομίχλη, ώστε ο διαρρήκτης να μην μπορεί να δει τίποτα για να κλέψει. Παράλληλα όμως, μπλοκάρει και τις εξόδους. Διαπιστώνοντας ότι ο συναγερμός είχε ενεργοποιηθεί και οι άνθρωποι σύντομα θα βρίσκονταν στο κατόπι τους, οι τυφλοπόντικες έτρεξαν προς την τρύπα κοντά στην εξώπορτα κι άρχισαν να τρυπώνουν μέσα σαν σίφουνες. Ο καπνός γινόταν ολοένα και πιο πυκνός. Η Νίκι πάσχιζε να διακρίνει, καθώς τυφλοπόντικες και δωμάτιο άρχισαν να χάνονται από μπροστά της. 38


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.