Ο μαύρος γάτος

Page 1

Edgar Allan Poe

Ο μαύρος γάτος και άλλες ιστορίες τρόμου Εικονογράφηση Luis Scafati





Τ Ί ΤΛΟΣ Π ΡΩΤΟΤ Ύ ΠΩΝ:

The Black Cat, The Pit and the Pendulum,The Premature Burial ©2007 Brosquil edicions Libros del Zorro Rojo © 20 07 Γ Ι Α Τ Η Ν Ε Ι ΚΟΝΟΓ ΡΆΦΗ ΣΗ:

Luis Scafati ©20 0 9 Γ Ι Α Τ Η Ν Π Α ΡΟΎ Σ Α ΈΚ ΔΟΣΗ:

Brainfood Εκδοτική MΕΠΕ Εμπεδοκλέους 28 & Σουρή 20, 12131 Περιστέρι Τηλ.: 210 2514123, Φαξ: 210 5227768 Email: contact@brainfood.gr www.brainfood.gr • www.brainfoodmedia.gr Α ΠΌΔΟΣΗ Α ΠΌ ΤΑ Α Γ ΓΛ Ι Κ Ά :

Ζέφη Κόλια Η Λ ΕΚ Τ ΡΟΝ Ι Κ Ή Π ΡΟΣ Α ΡΜΟΓ Ή:

Μαρία Μεϊντάνη Πολίνα Μωραΐτου Ε Π Ι Μ Έ Λ Ε Ι Α ΈΚ ΔΟΣΗ Σ

Χάιδω Παπαβασιλείου Απρίλιος 2022 ISBN: 978-960-436-865-5

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.


Edgar Allan Poe

Ο Μαύρος Γάτος και άλλες ιστορίες τρόμου Εικονογράφηση

luis scafati Απόδοση

ζέφη κόλλια •





Ο Μαύρος Γάτος •

Γ

ι’ αυτό το αλλόκοτο που θα σας διηγηθώ, να με πιστέψετε δεν αξιώνω. Τρελός θα ήμουν, αφού κι εγώ ο ίδιος τις αποδείξεις μου απορρίπτω. Κι όμως, τρελός δεν είμαι, ούτε και ονειρεύομαι. Αλλά πεθαίνω αύριο και θέλω απόψε κάπως την ψυχή μου να ελαφρώσω. Μπροστά σε ανθρώπους θέλω να μιλήσω ξάστερα –χωρίς δικές μου κρίσεις ούτε σχόλια– για όλα αυτά που μου συνέβησαν μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Για όσα με τρόμαξαν και με βασάνισαν και μ’ έσυραν ως την καταστροφή. Μα ούτε να τα εξηγήσω προσδοκώ. Μπορεί στο μέλλον να βρεθεί εκείνο το μυαλό που θα είναι τόσο ήρεμο και λογικό, ώστε σ’ αυτά που τώρα εγώ με τρόμο διηγούμαι να μη διακρίνει κάτι πιο πολύ από το αποτέλεσμα μιας σειράς φυσικών αιτιών και γεγονότων. Από παιδί ήμουν τόσο βαθιά τρυφερός και υπάκουος, που μερικές φορές οι φίλοι με περιγελούσαν. Τα ζώα ήταν οι καλύτεροί μου σύντροφοι, και ουδέποτε μου έλειψαν, αφού οι γονείς μου έφερναν κάθε λογής από αυτά στο σπίτι. Μαζί τους έπαιζα, τα τάιζα, τα χάιδευα. Ακόμα κι όταν έγινα άντρας πια, από αυτά αντλούσα τις μεγαλύτερες χαρές μου. Σε όσους έχουν νιώσει στοργικά για ένα έξυπνο και πιστό σκυλί, δεν χρειάζεται να μπω σε περαιτέρω εξηγήσεις. Αφού αγγίζει κατευθείαν την καρδιά αυτή η άδολη και η γεμάτη αυτοθυσία αγάπη που απ’ το ζώο παίρνει κανείς, σε αντίθεση με την πολλές φορές μικρόψυχη και –όχι σπάνια– ρηχή ανθρώπινη φιλία. Νέος παντρεύτηκα κι ευτύχησα με τη γυναίκα μου σε όλα να ταιριάζω. 10


Edgar Allan Poe

Μαζί μ’ εκείνη αποκτήσαμε πουλιά, χρυσόψαρα, ένα εξαίρετο σκυλί, μια μαϊμού, κουνέλια κι έναν γάτο. Έναν μεγάλο μαύρο γάτο, όμορφο και τόσο έξυπνο, ώστε καμιά φορά της γυναίκας μου η πρόληψη έφτανε να πιστεύει πως, όπως λέγανε οι παλιοί, οι μαύρες γάτες ήταν μάγισσες μεταμορφωμένες. Όχι πως σοβαρολογούσε δηλαδή, απλώς τώρα το θυμήθηκα και είπα να το αναφέρω. Εγώ ήμουν όμως το αφεντικό του Πλούτωνα –αυτό ήταν το όνομά του, αφού μαζί μου έπαιζε, τον τάιζα κι έτρεχε από πίσω μου παντού. Όπου κι αν πήγαινα, αυτός με ακολουθούσε. Έτσι περάσαμε χρόνια πολλά, φίλοι καλοί εγώ κι ο γάτος. Όμως, ντρέπομαι που τ’ ομολογώ, μέσα στου χρόνου τα γυρίσματα, κι ενώ ο Δαίμων του Ποτού με είχε κυριεύσει, έγινα άνθρωπος στριφνός, κακόκεφος, οξύθυμος, όλο και πιο αδιάφορος για τα αισθήματα των άλλων. Η ευγενική μου σύζυγος έγινε θύμα των χειρότερών μου τρόπων. Πολλές φορές την ξυλοφόρτωνα. Και φυσικά τα ζώα μου δοκίμασαν την πιο κακή πλευρά του εαυτού μου: δεν τα παραμελούσα απλώς. Τα μεταχειριζόμουν άσχημα. Παρ’ όλα αυτά τον Πλούτωνα εξακολουθούσα με κάποιον τρόπο να τον σέβομαι και δεν του έδειχνα την ίδια βιαιότητα όπως –χωρίς καμία τύψη– στα κουνέλια, στη μαϊμού ή ακόμα και στο πιστό μου το σκυλί όταν κάποιες φορές από λάθος ή τρυφερότητα ερχότανε κοντά μου. Μα η αρρώστια του ποτού όλο και θέριευε εντός μου –γιατί είναι απ’ όλες τις αρρώστιες η πιο ύπουλη– ώσπου έφτασε η ώρα που κι ο Πλούτωνας, που είχε στο μεταξύ γεράσει και είχε γίνει ευερέθιστος, έπεσε θύμα κι αυτός της βαναυσότητάς μου. Μια νύχτα που επέστρεψα πολύ μεθυσμένος από την πόλη, σαν να μου φάνηκε ότι ο γάτος με αποφεύγει. Τότε τον άρπαξα άτσαλα. Εκείνος απ’ το ξάφνιασμα με δάγκωσε στο χέρι. Είδα λίγες σταγόνες αίμα να κυλούν από τη γρατζουνιά του. Θόλωσα. Μανία δαιμονική τύλιξε κάθε ίνα του κορμιού μου. Δεν ήμουν πια εγώ, η ψυχή είχε φύγει απ’ το σώμα μου. Ο ίδιος ο Σατανάς, θεριεμένος απ’ το τζιν, καθοδηγούσε πλέον την οργή μου. Έβγαλα απ’ το γιλέκο μου έναν 11


Ο Μαυροσ Γατοσ

σουγιά, τον άνοιξα, κι αφού άδραξα απ’ τον λαιμό τον δύστυχό μου γάτο, με πρόθεση συνειδητή, ξερίζωσα το ένα του μάτι από την κόγχη! Ντρέπομαι τώρα και τρέμει το χέρι μου, καθώς αυτή μου τη φρικτή στιγμή ξαναθυμάμαι. Την άλλη μέρα, σαν μου ξανάρθε η λογική –αφού ο ύπνος διέλυσε τα σύννεφα της βραδινής κραιπάλης– ένιωσα μέσα μου φρίκη και μεταμέλεια γι’ αυτό που είχα διαπράξει. Αλλά ομολογώ ότι αυτό το αίσθημα δεν άγγιζε το βάθος της ψυχής μου. Σύντομα έπνιξα και πάλι στο ποτό κάθε ανάμνηση της αποτρόπαιής μου πράξης. Με τον καιρό ο Πλούτωνας γιατρεύτηκε. Παρότι η κόγχη του βγαλμένου του ματιού έχασκε αηδιαστικά, δεν έδειχνε ο ίδιος να πονάει. Τριγύριζε όπως πάντα μες στο σπίτι, αλλά εμένα –όπως ήταν φυσικό– με έτρεμε όταν πλησίαζα κοντά του. Τον πρώτο καιρό λυπήθηκα που η λατρεία που μου έτρεφε παλιά, είχε γίνει πια τόσο 12


Edgar Allan Poe

φανερή απέχθεια. Ύστερα η λύπη μου έγινε εκνευρισμός. Και τέλος ήρθε η πτώση που δεν έχει γυρισμό: το τέρας της ΔΙΑΣΤΡΟΦΗΣ κυρίευσε εξ ολοκλήρου την ψυχή μου. Για το δαιμόνιο αυτό η φιλοσοφία δεν έχει κάνει λόγο. Μα εγώ είμαι τόσο σίγουρος, όσο και για την ύπαρξη ψυχής: η διαστροφή είναι μια έμφυτη, πρωτογενής και αρχέγονη νοητική λειτουργία. Μια ενστικτώδης τάση της ανθρώπινης ψυχής, που ενίοτε δίνει κατεύθυνση στον χαρακτήρα του ατόμου. Γιατί, ποιος από εσάς δεν έτυχε κάποια στιγμή να κάνει μια πράξη ποταπή και ανόητη, με μόνο γνώμονα το ότι δεν πρέπει να την κάνει; Μήπως διαρκώς δεν έχουμε την τάση τον Νόμο να παραβιάζουμε, μόνο και μόνο επειδή έχει την ιδιότητα του νόμου; Αυτός ο δαίμονας λοιπόν που λέγεται διαστροφή, προκάλεσε την τελική μου πτώση. Μια ακατάληπτη επιθυμία της ψυχής να βλάψει η ίδια τον εαυτό της, να κάνει κακό για το κακό, ήταν αυτή που με οδήγησε το αθώο ζώο μέχρι τέλους να ξεκάνω. Ένα πρωί, εν ψυχρώ θηλιά γύρω απ’ τον λαιμό του πέρασα και το άφησα να ψυχορραγεί, απ’ το κλαδί ενός δέντρου κρεμασμένο. Ναι, επειδή με αγάπησε το κρέμασα, ακριβώς επειδή ποτέ του δεν με πείραξε σε τίποτα, γι’ αυτό έτρεχαν απ’ τα μάτια μου ποτάμια δάκρυα και μ’ έζωναν από παντού αβάσταχτες οι τύψεις. Το κρέμασα επειδή ήξερα πως διέπραττα αμάρτημα θανάσιμο, που –πέρα ακόμα και απ’ τα όρια του ελέους του Πολυεύσπλαχνου– θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια την αθανασία της ψυχής μου. Τη νύχτα που ακολούθησε αυτή τη βαναυσότητα, ξύπνησα από μια κραυγή: «Φωτιά!». Το σπίτι μου τυλιγόταν στις φλόγες. Με χίλιες δυσκολίες κατορθώσαμε να βγούμε ζωντανοί. Εγώ, η γυναίκα μου και ένας ακόμα υπηρέτης. Η πυρκαγιά κατάπιε όλο μου το βιος, ό,τι είχα αποκτήσει μια ζωή έγινε στάχτη. Κι αφού όλη μου η περιουσία χάθηκε στην πυρά, εγώ αφέθηκα στην πιο βαθιά απελπισία. Δεν περιγράφω τούτη την καταστροφή με απώτερο σκοπό να δώσω άλλοθι στο έγκλημά μου. Αλλά στην αλυσίδα της περιγραφής δεν θέλω ούτε έναν κρίκο να ξεχάσω. Την επομένη της πυρκαγιάς, πήγα να δω τι έμεινε μέσα στ’ απο13


καΐδια. Όλοι οι τοίχοι είχαν γκρεμιστεί, με εξαίρεση ένα χώρισμα που υψωνόταν στο κέντρο του σπιτιού, που πάνω του ακουμπούσε πριν του κρεβατιού μου το κεφαλάρι. Θεώρησα πως τούτο το κομμάτι του σοβά άντεξε στο αδηφάγο μένος της φωτιάς επειδή είχε φρεσκαριστεί προσφάτως. Όμως, γύρω απ’ αυτόν τον τοίχο είχε συγκεντρωθεί κόσμος πολύς και τον παρατηρούσε με έντονο και ζωηρό ενδιαφέρον. «Παράξενο», «μοναδικό», σχολίαζαν, με τρόπο που διέγειραν την περιέργειά μου. Μόλις πλησίασα, είδα εκεί, πάνω στον ίδιο μου τον τοίχο, ανάγλυφη του γάτου τη μορφή με τόση ακρίβεια αποτυπωμένη, που η φρίκη αμέσως με έζωσε: γύρω απ’ του ζώου τον λαιμό υπήρχε το σημάδι του σκοινιού σχεδιασμένο. Για μια στιγμή ένιωσα σαν να ζούσα μέσα σε όραμα. Μα τελικά ήρθε ένας συλλογισμός το ταραγμένο μου μυαλό να λογικέψει: τον γάτο τον είχα κρεμάσει σ’ έναν κήπο γειτονικό. Αυτός ο κήπος, όταν ξέσπασε η φωτιά, γέμισε αμέσως κόσμο απ’ τη γειτονιά. Κάποιος μέσα απ’ το πλήθος μάλλον έκοψε το σκοινί και πέταξε τον γάτο στο παράθυρό μου, να με ξυπνήσει θέλοντας. Και οι τοίχοι ενώ κατέρρεαν, πίεσαν το κουφάρι ανάμεσα στον φρεσκοβαμμένο σοβά, με τρόπο που αμμωνία και φωτιά δημιούργησαν το φρικτό πορτρέτο. Παρόλο που πρυτάνευσε εντέλει η λογική –αν και όχι στη συνείδησή μου–, αυτή η σκηνή έμεινε χαραγμένη μέσα μου βαθιά. Αδύνατον να απαλλαγώ απ’ την εικόνα του γάτου. Κάτι σαν τύψεις με τριγύριζαν ξανά, που μ’ έκαναν να ψάχνω μες στα καπηλειά να βρω 14


Edgar Allan Poe

ένα γάτο που να μοιάζει μ’ εκείνον. Σε ένα καταγώγιο σκοτεινό μια βραδιά, καθώς καθόμουν μισομεθυσμένος, το θολωμένο μου βλέμμα τράβηξε ένας μαύρος όγκος ακουμπισμένος στα βαρέλια με το ρούμι και το τζιν. Κοιτούσα για ώρα στην κορυφή του βαρελιού και μου έκανε έκπληξη που δεν το είχα δει από πιο νωρίς αυτό το πράγμα. Τότε πλησίασα κοντά και –ω του θαύματος!– το χέρι μου ψηλάφισε έναν γάτο. Έναν γάτο μεγάλο όσο κι ο Πλούτωνας, που ήταν ο Πλούτωνας φτυστός, εκτός από μια μικρή διαφορά τους: ο γάτος μου ήταν ολόμαυρος, ενώ αυτός είχε μια άσπρη στάμπα απλωτή σε όλο το στήθος κάτω απ’ τον λαιμό του. Μόλις τον άγγιξα γουργούρισε βαθιά, σηκώθηκε και τρίφτηκε ολόκληρος στο χέρι μου. Σαν να περίμενε εκεί μόνο για να μου συστηθεί και φάνηκε ευτυχής που τον είχα προσέξει. Αυτός ήταν λοιπόν ο γάτος που έψαχνα! Προσφέρθηκα αμέσως να δώσω στον μαγαζάτορα κάποια λεφτά για να τον αγοράσω, μα εκείνος ούτε ήξερε κάτι γι’ αυτόν ούτε τον 15


Ο Μαυροσ Γατοσ

είχε ξαναδεί ποτέ του. Συνέχισα να τον χαϊδολογώ, κι όταν ξεκίνησα να φύγω για το σπίτι, εκείνος με ακολούθησε. Ήρθε από πίσω μου σε όλη τη διαδρομή, ενώ εγώ έσκυβα πού και πού και χάιδευα το μαύρο τρίχωμά του. Το σπίτι μας το συνήθισε αμέσως και της γυναίκας μου την εύνοια την κέρδισε ευθύς με το που μπήκε. Όσο για μένα –αντίθετα απ’ ό,τι είχα φανταστεί– σύντομα ανακάλυψα πως τον αντιπαθούσα. Εκείνη η φανερή του η συμπάθεια απέναντί μου μου φαινόταν γλοιώδης. Κι όσο περνούσε ο καιρός, η αηδία κι η ενόχληση κατέληξαν σε μίσος. Σιχάθηκα το ζωντανό. όμως καθώς θυμόμουν τις παλιές μου βαναυσότητες, απέφευγα να το χτυπώ και να το βασανίζω. Μα ένιωθα για αυτό τέτοια απέχθεια και σιχασιά, λες και είχε τη χολέρα. Εκείνο όμως που με σιγουριά με έκανε βαθιά να το μισήσω, όταν από την άλλη κιόλας μέρα το ανακάλυψα, ήταν πως, όπως και στον Πλούτωνα, έλειπε και σ’ αυτόν το ένα μάτι. Χαρακτηριστικό που, 16


Edgar Allan Poe

αντιθέτως, στη γυναίκα μου γέννησε πιο μεγάλη τρυφερότητα και αγάπη, όπως ίσως θα προξενούσε και σε μένα κάποτε, τότε που είχα την ψυχή μου με αγνά αισθήματα γεμάτη. Όσο όμως εγώ αποστρεφόμουν και την όψη του να δω, τόσο εκείνος με ακολουθούσε κατά πόδας. Μου έδειχνε τέτοια λατρεία ακατανόητη, που μου είναι δύσκολο στον αναγνώστη να εξηγήσω. Μόλις καθόμουν, πηδούσε αμέσως για να μου κουλουριαστεί στα γόνατα, με γέμιζε με τα σιχαμερά του χάδια. Κι όταν κινιόμουν, μπερδευόταν μες στα πόδια μου με κίνδυνο να με σωριάσει κάτω, ή γαντζωνόταν με τα νύχια του στα ρούχα μου για να ανέβει ως το στήθος μου με σάλτο. Κάτι τέτοιες στιγμές –παρ’ όλη τη λαχτάρα μου να τον ξεκάνω– έκανα υπομονή και συγκρατιόμουνα, εν μέρει λόγω του εγκληματικού μου παρελθόντος, μα πιο πολύ –το ομολογώ χωρίς περιστροφές– από έναν ύπουλο κι αρρωστημένο φόβο. Όχι από φόβο για κακό σωματικό, αλλά για κάτι μυστήριο που δεν μπορούσα καθαρά να εξηγήσω. Ακόμα και τώρα που είμαι μέσα στο κελί, ντρέπομαι να παραδεχτώ τον λόγο που αυτό το ζωντανό με τόσο τρόμο την ψυχή μου είχε φουσκώσει. Πολλές φορές η γυναίκα μου αναφερόταν σ’ εκείνη τη μοναδική διαφορά που τον ξεχώριζε απ’ τον παλιό μας γάτο. Και θα θυμάται ο αναγνώστης ποια εννοώ: την άσπρη τούφα που είχε κάτω απ’ τον λαιμό του. Ένα σημάδι μεγάλο, μα στην αρχή απροσδιόριστο. Που όμως –αν και πολύ καιρό η λογική σαν αποκύημα της φαντασίας μου το πάλευε– σιγά σιγά και σχεδόν αδιόρατα έπαιρνε ένα συγκεκριμένο σχήμα: ήταν πια η απεικόνιση ενός αντικειμένου που ούτε να το κατονομάσω δεν μπορώ, τρέμω ολόκληρος και με τυλίγει ανατριχίλα. Και μόνο γι’ αυτό, αν είχα την τόλμη, θα έπρεπε το τέρας να ξεκάνω. Γιατί αυτό το απαίσιο και φρικαλέο πράγμα ήταν μια ΑΓΧΟΝΗ! Αχ, αυτή η τρομερή μηχανή εγκλήματος, φρίκης, φοβερής αγωνίας και θανάτου! Τώρα ήμουν στ’ αλήθεια ένας άθλιος πέρα απ’ την αθλιότητα της ανθρώπινης φύσης. Και ένα κτήνος –ίδιο μ’ αυτό που με περιφρόνηση είχα εξολοθρεύσει– τώρα με τη σειρά του προκαλούσε εμένα, τον άνθρωπο, τον κατ’ εικόνα και ομοίωση του Ύψιστου πλασμένο. 17


Ο Μαυροσ Γατοσ

Τέτοιο ανυπόφορο μαρτύριο! Αλίμονο! Ποτέ δεν θα έβρισκα ξανά της αναπαύσεως τη μακάρια ευλογία. Τα πρωινά δεν μ’ άφηνε καθόλου μόνο μου κι όταν τις νύχτες κάθε λεπτό και κάθιδρος από φρικτούς εφιάλτες πεταγόμουν, ένιωθα την ανάσα αυτού του πράγματος στη μούρη μου και το τεράστιο βάρος του –σαν εφιάλτης από σάρκα και οστά– να μου πλακώνει αιωνίως την καρδιά μου. Μέσα σ’ αυτό το καθημερινό μαρτύριο, έχασα και τα τελευταία ίχνη καλοσύνης. Οι μαύρες σκέψεις έγιναν πλέον οι μοναδικοί μου σύντροφοι και η συνηθισμένη μου κακοκεφιά έγινε μίσος για τα πάντα. Μισούσα όλη την ανθρωπότητα και θύμα της οργής αυτής –που δεν την έλεγχα συνήθως– ήταν η ίδια η γυναίκα μου, που ακόμα με υπέμενε χωρίς διαμαρτυρίες. Μια μέρα με συνόδεψε για κάποια δουλειά ως το κελάρι του παλιού σπιτιού που η ανέχεια μας είχε ρίξει για να ζούμε. Ο γάτος με ακολούθησε. Σε μια απότομη στροφή της σκάλας που οδηγούσε στο υπόγειο, μπερδεύτηκε στα πόδια μου και παραλίγο να με ρίξει κάτω. Μου ήρθε μια τρέλα ξαφνική. Σήκωσα ένα τσεκούρι και αγνοώντας κάθε παιδιάστικό μου δισταγμό που συγκρατούσε την οργή μου έως τότε, με δύναμη το κατέβασα στο ζώο. Αυτό το χτύπημα θα ήταν αποφασιστικό, αν κάποιο 18


Edgar Allan Poe

19


Ο Μαυροσ Γατοσ

χέρι ξαφνικά δεν μου κρατούσε δυνατά το μπράτσο. Το χέρι αυτό ήταν της συζύγου μου. Το τελευταίο και μοιραίο της λάθος. Με μένος διαβολικό, δαιμονισμένος από την ξαφνική παρεμβολή της, τράβηξα απότομα το μπράτσο μου απ’ το χέρι της και, δίχως καν να το σκεφτώ, σφήνωσα στο κρανίο της το τσεκούρι. Αμέσως σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρή, χωρίς να ακουστεί καν ένα βογγητό της. Αφού διέπραξα αυτό το ανίερο έγκλημα, είχα πια την επίγνωση πως έπρεπε να εξαφανίσω το πτώμα. Να το περάσω έξω ήταν αδύνατον, αφού νυχθημερόν υπήρχε ο κίνδυνος να συναντήσω κάποιον απ’ τους γείτονές μου. Μου πέρασαν απ’ το μυαλό διάφορα σχέδια: να τεμαχίσω το κορμί και να κάψω τα κομμάτια· στο δάπεδο του κελαριού να σκάψω έναν τάφο· να το πετάξω μέσα στο πηγάδι της αυλής· σ’ ένα κιβώτιο σαν δέμα κανονικό αφού το συσκευάσω, να φωνάξω κάποιον για τις μεταφορές και να το βγάλει εκείνος απ’ το σπίτι. Τέλος κατέληξα σε μια λύση που μου φάνηκε η πιο καλή: ανάμεσα στου κελαριού τους τοίχους να το θάψω, όπως κάποτε διάβασα ότι οι μοναχοί έχτιζαν στον Μεσαίωνα τα θύματά τους. Το κελάρι μου προσφερόταν γι’ αυτόν τον σκοπό. Οι τοίχοι του ήταν χτισμένοι χαλαρά και είχαν περαστεί πρόσφατα με τραχύ σοβά που ήταν υγρός ακόμα. Επίσης, σ’ έναν από τους τοίχους υπήρχε μια προεξοχή, ίσως από παλιό τζάκι, που τώρα ήταν κλεισμένη ως προέκταση του τοιχίου. Ήμουν σίγουρος πως θα μπορούσα εύκολα να βγάλω τούβλα απ’ το σημείο αυτό, κι αφού κρύψω ανάμεσα το πτώμα, να τα βάλω πάλι στη θέση τους. Έτσι ο τοίχος θα γινόταν όπως πριν και κανείς δεν θα μπορούσε κάτι ύποπτο να διακρίνει. Δεν υπολόγισα λάθος. Με έναν λοστό τα τούβλα έβγαλα εύκολα, κι αφού χωρίς μεγάλη προσπάθεια έχωσα μέσα εκεί το πτώμα, ξαναέχτισα τον τοίχο όπως ήταν πριν. Ύστερα, έφτιαξα 20


Edgar Allan Poe

έναν σοβά που δεν ξεχώριζε καθόλου απ’ τον παλιό, και τον άπλωσα προσεκτικά πάνω από τα φρεσκοχτισμένα τούβλα. Όταν τελείωσα, όλα ήταν τέλεια και τίποτα δεν φανέρωνε πως κάτι είχε πειραχτεί στον τοίχο. Μάζεψα με φροντίδα όλα τα σκουπίδια από το πάτωμα, κοίταξα γύρω μου θριαμβευτικά και σκέφτηκα: «Εδώ, τουλάχιστον, δεν πήγανε οι κόποι μου χαμένοι!». Επόμενη κίνησή μου θα ήταν, φυσικά, να βρω τον γάτο –την αιτία αυτής της καταστροφής– και, επιτέλους, να του δώσω το τέλος που του άξιζε. Αν τον είχα μπροστά μου εκείνη τη στιγμή, χωρίς αμφιβολία θα τον σκότωνα αμέσως. Μα το πανούργο ζώο είχε κρυφτεί, αφού είχε τρομάξει, όπως φαίνεται, από το άγριο ξέσπασμα της βιαιότητάς μου. Είναι αδύνατον να περιγράψω το βαθύ, μακάριο αίσθημα ανακούφισης που έφερε στο στήθος μου αυτή η απουσία. Ούτε τη νύχτα εμφανίστηκε, και ήταν η πρώτη μου φορά απ’ τη στιγμή που αυτός ο γάτος ήρθε σπίτι που επιτέλους κοιμήθηκα βαθιά. Ήρεμα. Αχ! κοιμήθηκα βαθιά, ακόμα και μ’ ένα φονικό να βαραίνει την ψυχή μου! Πέρασε η δεύτερη μέρα, η τρίτη, μα αυτός δεν εμφανίστηκε. Ανέπνεα πάλι σαν άνθρωπος, το μισητό τέρας είχε φύγει για πάντα! Δεν θα το αντίκριζα ποτέ ξανά! Εκείνη την ευτυχία μου δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω. Οι ενοχές μου για τον φόνο ήταν ελάχιστες. Στις ανακρίσεις που είχα υποστεί, με ετοιμότητα είχα αντιδράσει. Και η έρευνα στο σπίτι απέβη άκαρπη. Θεώρησα τη μελλοντική μου ευτυχία δεδομένη. Τέσσερις μέρες μετά το συμβάν, μια ομάδα αστυνομικών 21


Ο Μαυροσ Γατοσ

ήρθε απροσδόκητα στο σπίτι. Άρχισαν να ψάχνουν πάλι σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν άφησαν γωνία να μην ψάξουν. Σίγουρος όμως καθώς ήμουν, δεν ένιωσα καμιά αμηχανία. Μετά μου είπαν να τους συνοδεύσω στο υπόγειο, που το είχαν ψάξει πάλι τρεις ή τέσσερις φορές. Μα ούτε ένας μυς μου δεν τρεμόπαιξε. Η καρδιά μου χτυπούσε ήρεμα, σαν την καρδιά αθώου ανθρώπου. Είχα σταυρώσει στο στήθος μου τα χέρια χαλαρά, ενώ βημάτιζα κανονικά σε όλο το μήκος του υπογείου. Σε λίγο οι αστυνομικοί, αφού δεν βρήκαν τίποτα, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Ήμουν πια ασυγκράτητος και ενθουσιασμένος. Ήθελα να τους πείσω πιο πολύ, ώστε να γίνει θριαμβευτική η αθωότητά μου. Καθώς ανέβαιναν τις σκάλες, δεν κρατήθηκα. «Κύριοι», είπα τελικά, «χαίρομαι που δεν σας έμεινε καμία αξεδιάλυτη υποψία. Καλή υγεία και λίγη περισσότερη ευγένεια εύχομαι. Στ’ αλήθεια, κύριοι, αυτό εδώ είναι πολύ καλοχτισμένο σπίτι» (ούτε ήξερα τι έλεγα, πάνω στης άνεσής μου τη βλακεία). «Είναι ένα σπίτι εξαιρετικά γερό, μπορώ να πω. 22


Edgar Allan Poe

Αυτοί οι τοίχοι –μα φεύγετε;– δείτε πόσο γερά είναι χτισμένοι». Κι εκείνη τη στιγμή, παρασυρμένος απ’ τα ίδια τα λόγια μου, μ’ ένα ραβδί που είχα στο χέρι μου χτύπησα δυνατά εκείνο το σημείο ακριβώς που πίσω του έστεκε το πτώμα της αγαπημένης μου γυναίκας. Μα –ο Θεός να με φυλάξει και να με σώσει απ’ τα νύχια του Σατανά!– προτού σβήσουν ακόμα οι αντίλαλοι από το χτύπημά μου, μια φωνή μου απάντησε μέσα απ’ τα έγκατα του τάφου! Μια κραυγή, που στην αρχή ήταν πνιγμένη και βραχνή σαν το κλαψούρισμα ενός βρέφους, και ύστερα δυνάμωσε σε μακρόσυρτη στριγκλιά. Αλλόκοτη. Σαν ουρλιαχτό θριάμβου και φρίκης. Μια κραυγή απ’ τον πάτο της Κόλασης, απ’ το λαρύγγι των καταδικασμένων στης αγωνίας την πυρά και των δαιμόνων που αλαλάζουν γύρω-γύρω. 23


Ο Μαυροσ Γατοσ

Για τις δικές μου σκέψεις είναι ανόητο πλέον να μιλώ. Μισολιπόθυμος, τρέκλισα ως τον απέναντι τοίχο. Οι αστυνομικοί για μια στιγμή παρέμειναν ασάλευτοι, από τρόμο ανείπωτο και δέος. Όμως ένα λεπτό μετά, δώδεκα μπράτσα γερά έσκαβαν τον μοιραίο τοίχο. Έπεσε κάτω όλος μαζί. Μπροστά στα μάτια τους στάθηκε ορθό το πτώμα της γυναίκας μου, γεμάτο με κομμάτια αίματα και ήδη σε προχωρημένη σήψη. Και πάνω στο κεφάλι του, με στόμα κόκκινο ορθάνοιχτο και μάτια που πετούσαν φλόγες, καθότανε το κτήνος το απαίσιο, που η πονηριά του με παρέσυρε στο έγκλημα και η προδοτική φωνή του σήμερα στον δήμιο με στέλνει. Είχα χτίσει το τέρας μέσα στον τάφο!

p

24


Edgar Allan Poe

25


Ο λάκκος και το εκκρεμές • Impia tortorum longas hic turba furores Sanginis innocui, non satiata, aluit. Sospite nunc patria, fracto nunc funeris antro, Mors ubi dira fuit vita salusque patent.1

Π

έθαινα απ’ την αγωνία. Κι όταν πια να καθίσω μ’ έβαλαν λυτό απ’ τα δεσμά, ένιωσα τις αισθήσεις μου να με εγκαταλείπουν. Καταδίκη σε θάνατο, μόνο αυτά τα λόγια έφτασαν καθαρά στ’ αυτιά μου. Κι ύστερα η φωνή τους έγινε βοή που με ξεσήκωσε – ίσως γιατί στη φαντασία μου έμοιαζε περισσότερο με θόρυβο από τη φτερωτή ενός μύλου. Όμως αυτό δεν κράτησε πολύ, και σύντομα έπαψα τους ιεροεξεταστές να ακούω. Μα είδα τα χείλη των μαυροντυμένων δικαστών. Κάτασπρα. πιο λευκά ακόμα κι από τούτο το χαρτί που γράφω. Χείλη αποκρουστικά λεπτά και τσιτωμένα από την ένταση της ανυποχώρητής τους απόφασης κι από την περιφρόνηση μπροστά στων βασανιστηρίων μου τη φρίκη. Είδα της Μοίρας την καταδικαστική απόφαση να βγαίνει απ’ τα χείλη εκείνα. Τα είδα να τρέμουν σαν να ψυχορραγούν. να σχηματίζουν τις συλλαβές του όνοματός μου. Κι ένιωσα ρίγος να μου συγκλονίζει το κορμί, αφού κανένας ήχος τους δεν έφτασε στ’ αυτιά μου. Κι ακόμα είδα –παραλυμένος από τρόμο– τις πένθιμες κουρτίνες πάνω στους τοίχους να θροΐζουν απαλά για μια στιγμή,

1. Tετράστιχο που προοριζόταν για τις πύλες μιας αγοράς, η οποία σχεδιαζόταν να οικοδομηθεί στον χώρο του Μεγάρου της Λέσχης των Ιακωβίνων, στο Παρίσι. 26


Edgar Allan Poe

ανεπαίσθητα. Ύστερα, παρατήρησα πάνω στο τραπέζι επτά ψιλόλιγνες λαμπάδες, που έμοιαζαν άγγελοι ευσπλαχνικοί, ολόλευκοι και λυγεροί που ήταν εκεί για να με σώσουν. Μα ξαφνικά ναυτία με κυρίευσε, σύγκορμος συγκλονίστηκα λες κι άγγιξα καλώδιο γαλβανικής μπαταρίας, όταν οι αγγελικές μορφές έγιναν σπίθες πύρινες κι έπαψα πια στη βοήθειά τους να ελπίζω. Τότε, σαν μελωδία νοσταλγική γλίστρησε στο μυαλό μου η σκέψη της γλυκιάς ανάπαυσης που με περίμενε στον τάφο. Ήταν μια σκέψη που ήρθε σαν τον κλέφτη, αθόρυβα, και πέρασε ώρα πολλή για να ριζώσει εντός μου. Όμως όταν πια το μυαλό μου ολόκληρο κατέλαβε, ως διά μαγείας οι μορφές των δικαστών εξαφανίστηκαν. Στο πουθενά βυθίστηκαν οι ολόλευκες λαμπάδες. Οι φλόγες έσβησαν. Γύρω μου απλώθηκε πηχτό σκοτάδι κι ένιωθα όλες τις αισθήσεις μου να τρέχουνε μαζί με την ψυχή μου να κατέβουνε στον Άδη. Κι ύστερα, όλο το σύμπαν έγινε σιωπή, αδράνεια και νύχτα. Είχα λιποθυμήσει, δίχως όμως να χάσω τις αισθήσεις μου εντελώς. Τι μου είχε απομείνει, να περιγράψω δεν μπορώ. Μα δεν ήταν όλα χαμένα. Αφού ούτε στον λήθαργο ούτε στο παραλήρημα ή στη λιποθυμιά ή στον θάνατο, ούτε στον τάφο καν, δεν χάνονται όλα. Ειδάλλως αθανασία δεν υπάρχει για τον άνθρωπο. Ξυπνώντας κι από τον πιο βαθύ μας λήθαργο, σχίζουμε –σαν της αράχνης τον ιστό– το λεπτό πέπλο κάποιου ονείρου. Μα την επόμενη στιγμή, ούτε μια λεπτομέρεια δεν θυμόμαστε πια από το όνειρό μας. Απ’ τη λιποθυμία γυρνώντας στη ζωή, περνάμε από δυο στάδια: πρώτα εκείνο της πνευματικής συναίσθησης κι έπειτα εκείνο που την ύπαρξη του σώματος ξυπνάει. Μα αν στο δεύτερο στάδιο είχαμε έστω την αχνότερη θύμηση απ’ το πρώτο, θα ήταν σίγουρα ανάμνηση από την άλλη όχθη. Όμως η άλλη όχθη τι είναι ακριβώς; Πώς ξεχωρίζουν τα σκοτάδια της από του τάφου; Ακόμα και χωρίς να ανακαλέσουμε συνειδητά αυτές τις εντυπώσεις, μήπως κάποιες φορές αυτές δεν εισβάλλουν στο μυαλό μας απρόσκλητες, ενώ αναρωτιόμαστε από πού μπορεί να ήρθαν; Όποιος δεν λιποθύμησε ποτέ, δεν βλέπει ούτε παλάτια παράξενα, ούτε γνώριμα πρόσωπα να καίγονται σαν κάρβουνα στο τζάκι. Δεν 27


Ο Λάκκος και το Εκκρεμές

διακρίνει τις θλιμμένες τους μορφές να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, αόρατες στους περισσότερους ανθρώπους. Ούτε αναρωτιέται γιατί η μυρωδιά ενός άγνωστου φυτού τού είναι γνώριμη. και δεν του προκαλεί αμηχανία η σημασία μιας μελωδίας που ποτέ πριν δεν είχε εκτιμήσει. Καθώς προσπάθησα με περισυλλογή να θυμηθώ, ανάμεσα στις στιγμές που κόπιασα τη μνήμη μου σε λειτουργία να βάλω, ώστε να βρω μια ανάμνηση από τα σκοτάδια που η ψυχή μου είχε βουλιάξει, ήταν φορές που κάπως τα κατάφερα. Μικρές, φευγαλέες στιγμές, που όμως έπλασα σκηνές από υλικό μιας εποχής που, όπως κατάλαβα αργότερα, μόνο στο ασυναίσθητο μπορούσε να έχει υπάρξει. Σ’ αυτές των αναμνήσεων τις σκιές, είδα να με σηκώνουν σιλουέτες 28


Edgar Allan Poe

ακαθόριστες, κι έπειτα να με κατεβάζουν σιωπηλά… χαμηλά… πιο χαμηλά… όλο και χαμηλότερα, ώσπου στη σκέψη της ατέρμονης καθόδου ίλιγγος με κυρίεψε. Επίσης, ένιωσα φόβο ακαθόριστο για την αφύσικη ηρεμία της καρδιάς μου. Μετά, μια αιφνίδια ακινησία ολόγυρά μου. Λες και η πένθιμη πομπή που με μετέφερε, ξάφνου αντελήφθη με εξάντληση ότι είχε υπερβεί τα όρια της απεριόριστης καθόδου. Έπειτα, στη μνήμη μου εισβάλλει μια υγρασία επίπεδη. Και ύστερα παράνοια… μόνο η παράνοια μιας ανάμνησης που επιζεί ανάμεσα σε πράγματα απαγορευμένα. Σύντομα ξαναγύρισαν η κίνηση κι ο ήχος στην ψυχή μου – η ταραγμένη κίνηση της καρδιάς κι ο ήχος του παλμού της στα αυτιά μου. Μετά, μια παύση σε απόλυτο κενό. Και στη συνέχεια πάλι κίνηση, ήχος, αλλά και αφή… μια έντονη αίσθηση να διαπερνά το κορμί μου. 29


Ο Λάκκος και το Εκκρεμές

Ύστερα μόνο η συναίσθηση της ύπαρξης – γυμνή από σκέψη. που κράτησε ώρα πολλή. Έπειτα σκέψη ξαφνική. Τρόμος απίστευτος. Προσπάθεια να καταλάβω πού βρισκόμουν. Ακολουθεί ορμητικό ξύπνημα της ψυχής και μια προσπάθεια να κινηθώ, επιτυχημένη. Και μια ολοκληρωμένη ανάμνηση όλων αυτών, της δίκης, της ναυτίας, των δικαστών, της καταδίκης, των πένθιμων κουρτινών και της λιποθυμίας. Και ύστερα ξέχασα όσα ακολούθησαν. Όλα αυτά που αργότερα με προσπάθεια σκληρή με βοήθησαν της μνήμης μου στιγμές να ανακαλέσω. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, διόλου τα μάτια μου δεν είχα ανοίξει. Ένιωθα ξαπλωμένος ανάσκελα, λυτός. Απλώνοντας το χέρι μου έπιασα κάτι υγρό και σκληρό, προσπάθησα να φανταστώ τι ήταν. Είχα λαχτάρα, μα δεν τολμούσα να δω. Στην ιδέα του τι ήταν αυτό, η καρδιά μου σφιγγόταν. Όχι τόσο μη δω φρικτά πράγματα, άλλα μήπως το τίποτα ξαφνικά αντικρίσω. Κι όταν –από αγωνία τρέμοντας– τα μάτια μου αποφάσισα ν’ ανοίξω, οι ζοφεροί μου φόβοι επαληθεύτηκαν. Με τύλιγε το απόλυτο σκοτάδι. Σκότος τόσο πυκνό, που δύσκολα ανέπνεα. Ατμόσφαιρα τόσο βαριά, που έσφιγγε τον λαιμό μου. Έμεινα ακίνητος στη θέση μου πασχίζοντας να κρατηθώ από τη λογική μου. Ανέτρεξα στις διαδικασίες της ανάκρισης, να βρω μια άκρη στο κουβάρι της κατάστασής μου. Η απόφαση είχε εκδοθεί: καταδίκη εις θάνατον. Μου φάνηκε σαν να είχε περάσει πολύς χρόνος από τότε. Κι όμως, ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκα πως ήμουν πεθαμένος. Αυτό θα ήταν αντίθετο στην ύπαρξη – εκτός εάν επρόκειτο για σελίδες μυθιστορημάτων. Όμως πού ήμουν; Και σε τι κατάσταση; Όσοι καταδικάζονταν σε θάνατο, συνήθως καίγονταν στην πυρά – και μια τέτοια πυρά είχε στηθεί τη νύχτα, πριν από τη μέρα της δίκης μου. Μήπως με είχαν ξαναστείλει στο μπουντρούμι μου, να περιμένω – ίσως για μήνες– την εκτέλεσή μου; Όμως δεν ήταν έτσι. Αυτοί ζητούσαν θύματα. Κι επίσης, το μπουντρούμι μου –όπως όλα τα φρικτά μπουντρούμια του Τολέδο– είχε πέτρινο πάτωμα κι έτσι το φως, έστω κι αν ήταν λιγοστό, τρύπωνε μέσα. Μια φρικτή ιδέα έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει άγρια, πριν 30


Edgar Allan Poe

31


Ο Λάκκος και το Εκκρεμές

χάσω τις αισθήσεις μου και πάλι. Μόλις συνήλθα, τινάχτηκα όρθιος και τρέμοντας άπλωσα τα χέρια μου να ψηλαφίσω ολόγυρά μου. Δεν άγγιξα τίποτα, μα ούτε και βήμα έκανα, από φόβο μην πέσω στα τοιχώματα ενός τάφου. Κρύος ιδρώτας μ’ έλουσε. Κι όταν στο τέλος η αγωνία νίκησε, με χέρια τεντωμένα και μάτια να έχουν πεταχτεί απ’ τις κόγχες προσπαθώντας να εντοπίσω ένα ίχνος από φως, προχώρησα ένα βήμα. Μετά έκανα κι άλλα βήματα. Μα εκτός από σκοτάδι και κενό, τίποτα άλλο δεν είδα. Άρχισα να ανασαίνω πιο ελεύθερα. Ίσως η μοίρα μου δεν ήτανε η πιο φρικτή απ’ όλες. Όμως καθώς συνέχισα να προχωρώ, η σκέψη μου τριγύριζε σε όλες τις φήμες που είχα ακουστά για τα μπουντρούμια του Τολέδο. Φήμες τόσο τρομακτικές κι αλλόκοτες, που ούτε θέλω καν να τις επαναλάβω. Με είχαν αφήσει να πεθάνω από πείνα άραγε, σε τούτο το υγρό υπόγειο σκοτάδι; Αλλιώς, ποια μοίρα πιο φρικτή μού είχαν επιφυλάξει; Ήξερα πως η απόφαση των δικαστών ήταν εντέλει ο θάνατος, μα πόσο αργός κι οδυνηρός; Μόνο ο τρόπος και η στιγμή πλέον με απασχολούσαν. Κάποια στιγμή τα απλωμένα χέρια μου ακούμπησαν σε κάτι. Μου φάνηκε σαν τοίχος πέτρινος, λεπτός, λείος και παγωμένος. Άρχισα να τον ψηλαφώ, με το μυαλό μου σε παλιές αφηγήσεις. Μου φάνηκε ίδιος παντού. Δεν μπόρεσα να αντιληφθώ τις διαστάσεις της τρύπας μου, καθώς εντέλει επέστρεφα όλο στο ίδιο σημείο. Έψαξα ένα μαχαίρι που έκρυβα στην τσέπη μου. Μάταια. Αντί για τα ρούχα μου, φορούσα έναν τραχύ χιτώνα. Σχεδίαζα να μπήξω τη λάμα του μαχαιριού σε μια σχισμή του τοίχου, για να το βάλω σαν σημάδι εκκίνησης. Έσκισα τότε ένα κομμάτι απ’ του χιτώνα τον ποδόγυρο και το έχωσα σε μια χαραματιά, ώστε να σχηματίζει ορθή γωνία με τον τοίχο. Νόμιζα έτσι πως θα κατάφερνα να κάνω ένα γύρο του κελιού, μέχρι να συναντήσω πάλι το σημάδι που είχα βάλει. Μα το έδαφος ήταν υγρό κι εγώ εντελώς εξαντλημένος. Έπειτα από λίγο γλίστρησα, έπεσα και κοιμήθηκα εκεί, χάνοντας άλλη μια φορά τον χρόνο. Ξυπνώντας, τέντωσα τα χέρια μου ξανά. Πλάι μου βρήκα ένα ψωμί και μια κανάτα με νερό. Απ’ την πολλή εξάντληση άρχισα απερίσκεπτα να τρώω και να πίνω. Μετά ξανασηκώθηκα και άρχισα πάλι 32


Ένας μαύρος γάτος και ο ιδιόρρυθμος ιδιοκτήτης του που, με έναυσμα τη στενή του σχέση με το ζώο και την εξάρτησή του από το αλκοόλ, βυθίζεται σταδιακά αλλά αμετάκλητα στην παράνοια... Πατώντας γερά στον συμβολισμό, στην ψυχολογία της ενοχής και στο στοιχείο του μακάβριου, ο Μαύρος Γάτος, ένα από τα εξοχότερα διηγήματα που γράφτηκαν τον 19ο αιώνα, θα ήταν από μόνος του αρκετός για να διασφαλίσει τη θέση του Πόε στο πάνθεον των μεγάλων της λογοτεχνίας. Η αιχμηρή, δυσοίωνη ασπρόμαυρη εικονογράφηση του Luis Scafati αναδεικνύει εξίσου και τα δύο διηγήματα που ολοκληρώνουν τον τόμο, τον Λάκκο και το Εκκρεμές και την Πρόωρη Ταφή.

33


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.