Χωρίς οικογένεια

Page 1

ίμαι παιδί έκθετο.

Αλλά μέχρι τα οκτώ μου χρόνια, όπως όλα τ’ άλλα παιδιά, πίστευα ότι είχα μάνα αφού, όταν έκλαιγα, υπήρχε μια γυναίκα που μ’ αγκάλιαζε τόσο τρυφερά και

με νανούριζε, ώσπου έπαυαν να κυλούν τα δάκρυά μου.

Δεν έπεφτα ποτέ στο κρεβάτι μου χωρίς να ’ρθει να μ’

αγκαλιάσει μια γυναίκα και, όταν ο άνεμος του Δεκέμ-

βρη κολλούσε το χιόνι στα παγωμένα τζάμια, εκείνη μου

’παιρνε τα πόδια στις παλάμες της και μου τα ζέσταινε

τραγουδώντας μου ένα τραγούδι, απ’ το οποίο ακόμα θυ-

μάμαι τον σκοπό και κάποια λογάκια.

Όταν έβοσκα τη γελάδα μας στο χορτάρι των δρόμων ή

στα ρείκια και μ’ έπιανε ξαφνική καταιγίδα, εκείνη έτρεχε

μπροστά και μ’ ανάγκαζε να κρυφτώ στο μάλλινο μεσοφόρι της, που μονάχη έστρωνε προσεκτικά στο κεφάλι ή στους ώμους μου.

Τέλος, όταν μάλωνα με τους φίλους μου, μ’ έβαζε να της

λέω το παράπονό μου, και σχεδόν πάντα είχε κάποια καλή

κουβέντα για να με παρηγορήσει ή για να μου δώσει δίκιο.

Απ’ όλα τούτα κι από πολλά ακόμη, από τον τρόπο που μου μιλούσε, από τον τρόπο που με κοιτούσε, με τα χάδια, με το τρυφερό της μάλωμα, πίστευα πως ήταν μάνα μου.

Να πώς έμαθα ότι δεν ήταν παρά η παραμάνα μου. Το χωριό μου ή, για ν’ ακριβολογήσουμε, το χωριό όπου με-

7
1 Στο χωριό Ε

ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

γάλωσα, επειδή δεν είχα ούτε δικό μου χωριό ούτε τόπο

γέννησης, όπως δεν είχα ούτε πατέρα ούτε μάνα, το χωριό

λοιπόν όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια λέγεται Σαβα-

νό· είναι ένα απ’ τα πιο φτωχά της κεντρικής Γαλλίας.

Τη φτώχεια του δεν την οφείλει ούτε στην απάθεια ούτε στην τεμπελιά των κατοίκων αλλά στη θέση του σε μια περιοχή ελάχιστα εύφορη. Το έδαφος δεν έχει βάθος και, για να γίνει καλή συγκομιδή, χρειάζονται λιπάσματα, που

δεν υπάρχουν. Επίσης δεν συναντάμε (τουλάχιστον δεν συναντάμε την εποχή για την οποία μιλώ) παρά ελάχιστες καλλιεργημένες εκτάσεις, ενώ βλέπουμε παντού μεγάλες

εκτάσεις με ρείκια, όπου δεν φυτρώνουν παρά φρύγανα και σπάρτα. Εκεί που σταματούν τα ρείκια, αρχίζουν τα χέρσα· και στα ορεινά εκείνα χέρσα δυνατοί άνεμοι σα-

ρώνουν τις ισχνές δεντροσυστάδες, που απλώνουν εδώ κι εκεί τα ζαρωμένα, βασανισμένα κλαριά τους.

Για να βρεις όμορφα δέντρα, πρέπει να φύγεις απ’ τα

ψηλώματα και να κατεβείς στα πεδινά, στις όχθες των ποταμών όπου, μέσα σε στενές κοιλάδες, φυτρώνουν πανύ-

ψηλες καστανιές και εύρωστες βελανιδιές.

Σε μια τέτοια κοιλάδα, στις όχθες ενός ρυακιού που χύνεται σ’ έναν παραπόταμο του Λίγηρα, βρίσκεται το σπίτι που στέγασε τα πρώτα μου χρόνια.

Μέχρι οκτώ χρονών δεν είδα ποτέ άντρα σ’ εκείνο το

σπίτι· ωστόσο η μάνα μου δεν ήταν χήρα. Ο άντρας της, που λάξευε την πέτρα, όπως και πολλοί άλλοι εργάτες του

τόπου μας, δούλευε στο Παρίσι και δεν είχε φανεί στην περιοχή απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Κάπου κάπου μόνο, έστελνε ειδήσεις με κάποιον συνάδελφο που γύριζε στο χωριό.

«Κυρα-Μπαρμπερέν, ο άντρας σου είναι καλά. Μου

8

είπε να σου πω ότι η δουλειά πάει μια χαρά και να σου

δώσω αυτά τα λεφτά· θα τα μετρήσεις;»

Κι αυτό ήταν όλο. Της αρκούσαν αυτά τα νέα: ο άντρας

της ήταν καλά στην υγεία του· η δουλειά έδινε χρήμα· κέρδιζε τη ζωή του.

Επειδή ο Μπαρμπερέν έμενε τόσο καιρό στο Παρίσι, δεν σήμαινε πως είχε κακές σχέσεις με τη γυναίκα του.

Η απουσία του δεν είχε καμιά σχέση με διαφωνίες. Έμε-

νε στο Παρίσι, επειδή τον κρατούσε εκεί η δουλειά του.

Μόνο γι’ αυτό. Όταν θα γερνούσε, θα ξαναγύριζε να ζήσει

με τη γριά του και, με το χρήμα που θα είχαν μαζέψει, θα

γλίτωναν απ’ τη φτώχεια, όταν η ηλικία θα τους στερούσε

τη δύναμη και την υγεία.

Μια μέρα του Νοέμβρη, καθώς σουρούπωνε, στάθη-

κε στον φράχτη μας ένας άντρας που δεν γνώριζα. Εγώ

καθόμουν στο κατώφλι του σπιτιού κι έκοβα φρύγανα. Ο

άνθρωπος δεν άνοιξε το πορτάκι, μόνο με κοίταξε πάνω

απ’ τον φράχτη και με ρώτησε αν ήταν εκεί το σπίτι της κυρα-Μπαρμπερέν.

Του είπα να μπει.

Εκείνος έσπρωξε την πόρτα, που διαμαρτυρήθηκε

έντονα για το σπρώξιμο, και προχώρησε με αργό βήμα

προς το σπίτι.

Πρώτη φορά έβλεπα τόσο λασπωμένο άνθρωπο. Ήταν

σκεπασμένος με λάσπες, άλλες υγρές ακόμη άλλες ξερές, από την κορφή ως τα νύχια, κι αρκούσε να τον κοιτάξεις

για να καταλάβεις ότι είχε περπατήσει δρόμους κακούς.

Με τις φωνές μας, η κυρα-Μπαρμπερέν έτρεξε και, με

το που διάβηκε το κατώφλι, βρέθηκε μαζί του πρόσωπο

με πρόσωπο.

«Φέρνω ειδήσεις απ’ το Παρίσι» της είπε.

9 ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

Λόγια απλά, που δεν άκουγαν για πρώτη φορά τ’ αυτιά

μας. Αλλά ο τόνος με τον οποίο ειπώθηκαν δεν έμοιαζε κα-

θόλου μ’ εκείνον που συνόδευε άλλοτε τα λόγια «Ο άντρας

σου είναι καλά, η δουλειά πάει καλά».

«Θεέ μου» αναφώνησε η κυρα-Μπαρμπερέν ενώνο-

ντας τα χέρια «κάτι κακό έπαθε ο Ζερόμ!»

«Ναι, αλλά μην τρομάξεις. Ο άντρας σου τραυματίστη-

κε, είναι αλήθεια. Αλλά δεν πέθανε. Ωστόσο ίσως ακρωτη-

ριαστεί. Προς το παρόν είναι στο νοσοκομείο. Εγώ είχα το

διπλανό κρεβάτι και, επειδή θα γύριζα, μου ζήτησε να σου

φέρω το νέο περνώντας. Δεν θα σταματήσω, επειδή έχω

άλλες τρεις λεύγες να διανύσω και νυχτώνει γρήγορα».

Η κυρα-Μπαρμπερέν, που ήθελε να μάθει κι άλλα, παρακάλεσε τον άνθρωπο να μείνει για το δείπνο. Οι δρόμοι

ήταν κακοί· μιλούσαν για λύκους που έκαναν την εμφάνι-

σή τους στα δάση· ας έφευγε την επομένη το πρωί.

Ο άνθρωπος κάθισε στη γωνιά του τζακιού και τρώγο-

ντας μας αφηγήθηκε πώς έγινε η συμφορά: ο Μπαρμπε-

ρέν καταπλακώθηκε από σκαλωσιές κι επειδή δεν είχε κα-

μιά δουλειά εκεί που βρισκόταν, ο εργοδότης αρνήθηκε

να του πληρώσει αποζημίωση.

«Άτυχος ο καημένος ο Μπαρμπερέν, άτυχος. Εκεί μέσα

υπάρχουν ένα σωρό απατεώνες, που σκέφτονται μόνο

πώς θα κερδίσουν, αλλά ο άτυχος ο άντρας σου δεν θα πάρει τίποτα».

Και, καθώς στέγνωνε τα λασπωμένα μπατζάκια που είχαν ξυλιάσει κάτω απ’ την ξεραμένη λάσπη, ο άνθρωπος αυτή τη λέξη έλεγε και ξανάλεγε: «Άτυχος». Και την έλεγε με πραγματική λύπη, που φανέρωνε ότι, κατά τη γνώμη του, ο Μπαρμπερέν το πήγε γυρεύοντας να τον ακρωτηριάσουν, με την ελπίδα να κερδίσει κάτι.

10

«Ωστόσο» κατέληξε «τον συμβούλεψα να κάνει μήνυση

στον εργοδότη».

«Οι δίκες κοστίζουν λεφτά».

«Ναι, όταν τις κερδίζουμε όμως!…»

Η κυρα-Μπαρμπερέν θα ήθελε να πάει στο Παρίσι, αλλά θα ήταν μακρύ και δαπανηρό ταξίδι.

Την επομένη το πρωί κατεβήκαμε στο χωριό για να συμβουλευτούμε τον εφημέριο. Αυτός δεν την άφησε να πάει, επειδή δεν ήταν σίγουρο αν θα ωφελούσε μια επίσκεψη στον άντρα της. Έγραψε στον ιερέα του νοσοκομείου, όπου νοσηλευόταν ο Μπαρμπερέν, και ύστερα από

λίγες μέρες έλαβε απάντηση που έλεγε ότι η κυρα-Μπαρμπερέν δεν έπρεπε να πάει αυτοπροσώπως, έπρεπε όμως

να στείλει ένα ποσό, επειδή ο άντρας της θα έκανε μήνυση

εναντίον του εργοδότη.

Πέρασαν οι μέρες, οι εβδομάδες και κάπου κάπου ερ-

χόταν ένα γράμμα που ζητούσε κι άλλα λεφτά. Το τελευ-

ταίο, πιο επιτακτικό απ’ τα προηγούμενα, έλεγε ότι, αν

δεν υπήρχαν πλέον λεφτά, έπρεπε να πουληθεί η αγελάδα.

Μόνο αυτοί που έζησαν στην επαρχία με τους αγρότες

ξέρουν πόση θλίψη και πόσα βάσανα περικλείουν οι τέσσερις αυτές λέξεις: «να πουληθεί η αγελάδα».

Για τον φυσιοδίφη η αγελάδα είναι μηρυκαστικό· για

τον περιπατητή είναι στολίδι του τοπίου, όταν ανασηκώ-

νει απ’ τα χορτάρια το μαύρο μουσούδι της υγρό απ’ τη

δροσιά· για το παιδί της πόλης είναι η πηγή του γάλακτος

και του τυριού· αλλά για τον αγρότη είναι πολύ περισσό-

τερα. Όσο φτωχός κι αν είναι, όσο πολυάριθμη κι αν είναι

η φαμίλια του, δεν θα πεθάνει ποτέ απ’ την πείνα έχοντας

αγελάδα στον στάβλο του. Μ’ ένα σχοινί δεμένο στα κέρα-

τα, το παιδί βόσκει την αγελάδα στα λιβάδια, εκεί που η

11 ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

βοσκή δεν ανήκει σε κανέναν, και το βράδυ η οικογένεια

έχει βούτυρο στη σούπα και γάλα για να μουλιάσει τις πατάτες. Ο πατέρας, η μάνα, τα παιδιά, μεγάλοι και μικροί, όλος ο κόσμος ζει απ’ την αγελάδα.

Ζούσαμε τόσο καλά με τη δική μας, η κυρα-Μπαρμπε-

ρέν κι εγώ, ώστε μέχρι εκείνη τη στιγμή σχεδόν δεν είχα

γευτεί το κρέας. Αλλά η αγελάδα δεν ήταν μόνο η τροφός

μας, ήταν και σύντροφος, φίλη μας, γιατί μη φανταστείτε

ότι η αγελάδα είναι χαζό ζωντανό, αντίθετα είναι ένα ζώο

γεμάτο εξυπνάδα, με ηθικές αξίες πολύ ανεπτυγμένες, σαν

να καλλιεργήθηκαν με την εκπαίδευση. Εμείς τη χαϊδεύα-

με την αγελάδα μας, της μιλούσαμε και μας καταλάβαινε,

κι από την πλευρά της, με τα μεγάλα στρογγυλά μάτια της

γεμάτα γλύκα, ήξερε πώς να μας δώσει να καταλάβουμε

αυτό που ήθελε ή αυτό που ένιωθε.

Τέλος πάντων, την αγαπούσαμε και μας αγαπούσε, κι

αυτό είναι όλο.

Ωστόσο έπρεπε να την αποχωριστούμε, επειδή μόνο «πουλώντας την αγελάδα» θα ικανοποιούσαμε τον Μπαρμπερέν.

Ήρθε ένας έμπορος στο σπίτι κι αφού εξέτασε καλά

τη Ρουσέτ, αφού την πασπάτεψε πολλή ώρα κουνώντας

το κεφάλι με δυσαρέσκεια, αφού είπε και ξαναείπε μέχρι

εκατό φορές ότι δεν του έκανε καθόλου, ότι ήταν αγελά-

δα της φτωχολογιάς, που δεν μπορούσε να μεταπουλήσει,

ότι δεν είχε γάλα, ότι έκανε κακό βούτυρο, κατέληξε λέγοντας ότι δεν είχε αντίρρηση να την πάρει, αλλά μόνο από καλοσύνη και για να κάνει χάρη στην κυρα-Μπαρμπερέν, που ήταν γυναίκα με κότσια. Η καημένη η Ρουσέτ, θαρρείς και καταλάβαινε τι γινόταν, δεν έλεγε να βγει απ’ τον στάβλο της κι άρχισε να μουγκανίζει.

12
ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

«Πέρνα από κάτω και κυνήγα τη» μου είπε ο έμπορος

δίνοντάς μου το μαστίγιο, που είχε κρεμασμένο στον λαι-

μό του.

«Όχι έτσι» είπε η κυρα-Μπαρμπερέν.

Και πιάνοντας την αγελάδα απ’ το σχοινί, της μίλησε

γλυκά.

«Πάμε, καλή μου, έλα, έλα».

Τότε η Ρουσέτ δεν αντιστάθηκε άλλο. Μόλις βγήκε

στον δρόμο, ο έμπορος την έδεσε πίσω απ’ το κάρο του

και την ανάγκασε ν’ ακολουθήσει το άλογό του.

Εμείς γυρίσαμε στο σπίτι. Αλλά για πολλή ώρα συνεχί-

ζαμε ν’ ακούμε τα μουγκανητά της.

Πάει το γάλα, πάει και το βούτυρο. Το πρωί ένα κομμά-

τι ψωμί· το βράδυ αλατισμένες πατάτες.

Λίγο μετά την πώληση της Ρουσέτ, ήρθε η Τυρινή. Την

προηγούμενη χρονιά, για την Τυρινή, η κυρα-Μπαρμπερέν μου είχε φτιάξει τηγανίτες και λουκουμάδες. Κι έφα-

γα τόσο πολύ, τόσο πολύ, ώστε κόντεψε να πετάξει απ’ τη χαρά της.

Τότε όμως είχαμε τη Ρουσέτ, που μας έδινε το γάλα για

τη ζύμη και το βούτυρο για το τηγάνι.

Τώρα πάει η Ρουσέτ, πάνε το γάλα και το βούτυρο, πάει κι η Τυρινή. Αυτό μονολογούσα με θλίψη.

Αλλά η κυρα-Μπαρμπερέν μου επιφύλασσε μια έκπλη-

ξη: παρ’ όλο που δεν της άρεσαν τα δάνεια, ζήτησε ένα

φλιτζάνι γάλα από μια γειτόνισσα, ένα κομμάτι βούτυρο

από μια άλλη και, όταν έφτασα, γύρω στο μεσημέρι, τη

βρήκα να ρίχνει αλεύρι σε μια μεγάλη πήλινη γαβάθα.

«Α, αλεύρι!» αναφώνησα πλησιάζοντας.

«Αλεύρι βέβαια» είπε χαμογελώντας. «Αλεύρι σταρέ-

νιο, μικρέ μου Ρεμί. Δες πώς ευωδιάζει».

13

Δεν τολμούσα να ρωτήσω ποιον σκοπό εξυπηρετούσε

εκείνο το αλεύρι. Κι ακριβώς επειδή μ’ έτρωγε η περιέργεια να μάθω, δεν τόλμησα να βγάλω άχνα. Από την άλλη

πάλι, δεν ήθελα να πω ότι ήξερα πως ήταν της Τυρινής, για να μη στενοχωρήσω την κυρα-Μπαρμπερέν.

«Τι φτιάχνουμε με το αλεύρι;» με ρώτησε εκείνη χαμογελώντας.

«Ψωμί».

«Και τι άλλο;»

«Χυλό».

«Και τι άλλο;»

«Δε… δεν ξέρω».

«Ξέρεις και παραξέρεις. Αλλά δεν τολμάς να το πεις, επειδή είσαι καλό αγοράκι. Ξέρεις ότι σήμερα είναι της

Τυρινής, μέρα για τηγανίτες και λουκουμάδες. Αλλά επει-

δή ξέρεις κι ότι δεν έχουμε ούτε βούτυρο ούτε γάλα, δεν

τολμάς να μιλήσεις. Έτσι δεν είναι;»

«Ω μανούλα!»

«Κι επειδή εγώ τα μάντεψα όλα τούτα, φρόντισα να πε-

ράσεις όμορφα της Τυρινής. Κοίτα μέσα στην ψωμιέρα».

Ανασήκωσα βιαστικά το καπάκι και να το γάλα, να το βούτυρο, αυγά και τρία μήλα.

«Δώσε μου τ’ αυγά» μου είπε «και ώσπου να τα σπάσω, καθάρισε τα μήλα».

Ώσπου να κόψω τα μήλα σε φέτες, εκείνη έσπασε τ’ αυγά στο αλεύρι και βάλθηκε να χτυπά τον χυλό, ρίχνοντας πού και πού καμιά κουταλιά γάλα.

Όταν έγινε ο χυλός, η κυρα-Μπαρμπερέν έβαλε τη γαβάθα πάνω σε ζεστή στάχτη και δεν είχα παρά να περιμένω μέχρι το βράδυ, επειδή στο βραδινό θα τρώγαμε τους λουκουμάδες και τις τηγανίτες.

14 ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

Για να είμαι ειλικρινής, ομολογώ ότι η μέρα μού φά-

νηκε ατέλειωτη και πήγα πολλές φορές ν’ ανασηκώσω το

πανί που σκέπαζε το τηγάνι.

«Θα κρυώσεις τη ζύμη» έλεγε η κυρα-Μπαρμπερέν

«και δεν θα φουσκώσει καλά».

Αλλά η ζύμη φούσκωσε κι εδώ κι εκεί σχημάτισε φουσκίτσες, θαρρείς κι έβραζε στην επιφάνεια. Και το μείγμα ολόκληρο ανέδιδε μια όμορφη μυρωδιά από γάλα και

αυγά.

«Σπάσε φρύγανα» μου έλεγε. «Χρειαζόμαστε καλή φωτιά χωρίς καπνό».

Επιτέλους άναψε το κερί.

«Βάλε ξύλα στη φωτιά» μου είπε.

Δεν χρειάστηκε να το ξαναπεί, αφού αυτά τα λόγια περίμενα με τόση λαχτάρα. Γρήγορα η φωτιά ψήλωσε στην καμινάδα και πλημμύρισε την κουζίνα με τη φεγγοβολιά της.

Τότε η κυρα-Μπαρμπερέν ξεκρέμασε απ’ τον τοίχο το

τηγάνι και το έβαλε πάνω στη φωτιά.

«Δώσε μου το βούτυρο».

Πήρε με την άκρη του μαχαιριού της ένα κομμάτι σε

μέγεθος μικρού καρυδιού και το έριξε στο τηγάνι, όπου

εκείνο έλιωσε τσιτσιρίζοντας.

Α! Πραγματικά όμορφη μυρωδιά, που ευωδίαζε ακόμα πιο ευχάριστα στο αρχοντικό μας, επειδή είχαμε καιρό να την οσμιστούμε.

Και ήταν όμορφο σαν μουσική το τσιτσίρισμα του λιωμένου βουτύρου.

Ωστόσο, όσο κι αν με είχε απορροφήσει εκείνη η μουσική, μου φάνηκε ότι άκουσα βήματα στην αυλή.

Ποιος μπορούσε να είναι τέτοια ώρα; Κάποια γειτόνισσα σίγουρα, για να μας ζητήσει φωτιά.

15 ΧΩΡΙΣ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Αλλά δεν πρόλαβα να το ξανασκεφτώ, επειδή η κυ-

ρα-Μπαρμπερέν βούτηξε την κουτάλα στη ζύμη κι άφησε

να κυλήσει στο τηγάνι η λευκή μάζα της, και δεν ήταν ώρα

να μου αποσπάσει άλλο πράγμα την προσοχή.

Στο κατώφλι ακούστηκε μπαστούνι και την άλλη στιγ-

μή

άνοιγε απότομα η πόρτα.

«Ποιος είναι;» ρώτησε γυρίζοντας η κυρα-Μπαρμπερέν.

Μπήκε ένας άντρας και η φλόγα που τον φώτισε μου

αποκάλυψε ένα λευκό πουκάμισο κι ένα χοντρό μπαστούνι.

«Ώστε γιορτάζουμε κιόλας, ε; Μην ενοχλείστε» είπε με απότομο τόνο.

«Ω Θεέ μου!» αναφώνησε η κυρα-Μπαρμπερέν κατεβάζοντας το τηγάνι. «Εσύ, Ζερόμ;»

Ύστερα με πήρε απ’ το χέρι και μ’ έσπρωξε προς τον

άνθρωπο που είχε σταθεί στο κατώφλι.

«Είναι ο πατέρας σου».

16
ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ
S

άντρας της παραμάνας μου

λησίασα να τον αγκαλιάσω, αλλά με σταμάτησε με

την άκρη του μπαστουνιού.

«Τι είναι τούτο πάλι;»

«Ο Ρεμί».

«Μου είπες…»

«Ναι, αλλά… δεν έγινε, επειδή…»

«Α! Ψευτιές, ψευτιές».

Ο άντρας προχώρησε μερικά βήματα προς εμένα με το μπαστούνι σηκωμένο, ενώ εγώ πισωπατούσα μηχανικά.

Τι είχα κάνει; Για ποιο πράγμα ήμουν ένοχος; Γιατί αντιδρούσε με τέτοιον τρόπο στο αγκάλιασμά μου;

Δεν πρόλαβα να καλοσκεφτώ τις απορίες που βασάνι-

ζαν το θολωμένο μυαλό μου.

«Βλέπω ότι γιορτάζετε την Τυρινή» είπε. «Πάλι καλά, γιατί δεν βλέπω απ’ την πείνα. Τι έχεις για βραδινό;»

«Έφτιαχνα τηγανίτες».

«Το βλέπω. Αλλά δεν θα ταΐσεις τηγανίτες έναν άνθρωπο που περπάτησε δέκα λεύγες».

«Δεν έχω τίποτε άλλο. Δεν σε περιμέναμε».

«Τι θα πει τίποτα; Δεν έχει φαΐ;»

Ο άντρας κοίταξε γύρω του.

«Να το βούτυρο».

Ύψωσε τα μάτια στην οροφή, εκεί που κρεμούσαμε

άλλοτε το λαρδί. Από καιρό όμως ο γάντζος ήταν άδειος

17 2
Π
Ο

κι απ’ το δοκάρι κρέμονταν τώρα μερικές δέσμες σκόρδα

και κρεμμύδια.

«Ορίστε κρεμμύδι» είπε κατεβάζοντας έναν ορμαθό με

το μπαστούνι του. «Τέσσερα πέντε κρεμμύδια, ένα κομ-

μάτι βούτυρο και να μια σούπα. Βγάλε απ’ το τηγάνι την

κρέπα και τσιγάρισέ μας κρεμμύδια».

Να βγάλει απ’ το τηγάνι την κρέπα! Η κυρα-Μπαρμπε-

ρέν δεν είπε τίποτα. Αντίθετα, έσπευσε να κάνει αυτό που

την ορμήνευε ο άντρας της, ενώ εκείνος καθόταν στον πά-

γκο στη γωνιά του τζακιού.

Εγώ δεν τόλμησα να φύγω απ’ το σημείο όπου με είχε στείλει

το μπαστούνι και τον κοιτούσα ακουμπισμένος στο τραπέζι.

Ήταν γύρω στα πενήντα, με σκληρό πρόσωπο και

ύφος. Έγερνε το κεφάλι προς τον δεξιό ώμο εξαιτίας του

τραύματος που είχε, και η δυσμορφία συντελούσε στο να

μην εμπνέει μεγάλη εμπιστοσύνη η μορφή του.

Η κυρα-Μπαρμπερέν ξανάβαζε το τηγάνι στη φωτιά.

«Μ’ αυτό το κομματάκι βούτυρο θα μας φτιάξεις τη

σούπα;» τη ρώτησε.

Πήρε ο ίδιος το πιάτο με το βούτυρο και το έριξε όλο

μαζί στο τηγάνι.

Τέλος το βούτυρο, επομένως τέλος κι οι τηγανίτες.

Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, είναι σίγουρο ότι θα

με τάραζε αφάνταστα τέτοια καταστροφή. Αλλά ούτε που

σκέφτηκα τις τηγανίτες ή τους λουκουμάδες, το μόνο που

με απασχολούσε ήταν η σκέψη ότι ο σκληρός εκείνος άνθρωπος ήταν ο πατέρας μου.

Ο πατέρας μου! Ο πατέρας μου! Αυτή τη λέξη επαναλάμβανα μηχανικά.

Ουδέποτε είχα αναρωτηθεί με συγκεκριμένο τρόπο τι σημαίνει πατέρας και αόριστα, από ένστικτο πίστευα ότι

18 ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

ήταν μια μητέρα με χοντρή φωνή· κοιτώντας όμως εκεί-

νον τον ουρανοκατέβατο πατέρα, ένιωσα να με πλημμυρίζει οδυνηρή φρίκη.

Πήγα να τον αγκαλιάσω, μ’ απόδιωξε με το μπαστού-

νι του. Γιατί; Η κυρα-Μπαρμπερέν δεν μ’ απόδιωχνε ποτέ

όταν πήγαινα να την αγκαλιάσω. Αντίθετα, μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της και μ’ έσφιγγε πάνω της.

«Αντί να κάθεσαι σαν άγαλμα, βάλε τα πιάτα στο τραπέζι» μου είπε εκείνος.

Βιάστηκα να συμμορφωθώ. Η σούπα ήταν έτοιμη. Η κυρα-Μπαρμπερέν τη σέρβιρε στα πιάτα.

Τότε εκείνος έφυγε απ’ τη γωνιά του τζακιού, κάθισε στο τραπέζι κι άρχισε να τρώει, σταματώντας μόνο πότε πότε για να με κοιτάξει.

Ήμουν τόσο ταραγμένος, τόσο ανήσυχος, που δεν μπορούσα να φάω και τον κοίταζα κι εγώ, αλλά στα κρυφά, και χαμήλωνα τα μάτια όταν συναντούσα τα δικά του.

«Τόσο λίγο τρώει συνήθως;» ρώτησε ξαφνικά απλώνοντας προς το μέρος μου το κουτάλι.

«Όχι, μια χαρά τρώει».

«Τόσο το χειρότερο! Μακάρι να μην έτρωγε!»

Δεν είχα φυσικά διάθεση για κουβέντα, όπως δεν είχε

και η κυρα-Μπαρμπερέν. Πηγαινοερχόταν γύρω απ’ το

τραπέζι, φροντίζοντας τον άντρα της.

«Λοιπόν, δεν πεινάς;» με ρώτησε εκείνος.

«Όχι».

«Τότε πέσε για ύπνο και προσπάθησε να κοιμηθείς. Αλ-

λιώς θα θυμώσω».

Η κυρα-Μπαρμπερέν μου έριξε ένα βλέμμα που έλεγε

να συμμορφωθώ χωρίς αντιρρήσεις. Αλλά η σύσταση ήταν

περιττή, επειδή δεν είχα καμιά πρόθεση ν’ αντιδράσω.

19 ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Όπως συμβαίνει σε πολλά αγροτόσπιτα, η κουζίνα μας

ήταν ταυτόχρονα και κρεβατοκάμαρα. Κοντά στο τζάκι ήταν όλα τα αναγκαία για το φαγητό: το τραπέζι, το

ντουλάπι με τα τρόφιμα· στην άλλη άκρη τα έπιπλα για

τον ύπνο· σε μια γωνιά το κρεβάτι της κυρα-Μπαρμπερέν, στην απέναντι μεριά το δικό μου μέσα σε κάτι που έμοιαζε με ντουλάπα πίσω από ένα κόκκινο ύφασμα.

Βιάστηκα να γδυθώ και να ξαπλώσω. Αλλά το να κοιμη-

θώ

ήταν άλλο πράγμα.

Δεν κοιμάσαι με το ζόρι. Κοιμάσαι επειδή νυστάζεις κι

επειδή

ηρεμείς.

Εγώ ούτε νύσταζα ούτε ηρέμησα.

Αντίθετα, είχα ταραχτεί αφάνταστα κι ήμουν και τρομερά δυστυχισμένος.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν πατέρας μου! Γιατί λοιπόν μου

φερόταν τόσο σκληρά;

Με τη μύτη κολλημένη στον τοίχο, προσπαθούσα να διώξω τις σκέψεις και ν’ αποκοιμηθώ, όπως με είχε προστάξει. Αλλά ήταν αδύνατο. Δεν μ’ έπιανε ύπνος. Πρώτη

φορά ένιωθα τέτοια αϋπνία.

Ύστερα από λίγη ώρα, δεν ξέρω πόση, άκουσα κάποιον

να πλησιάζει το κρεβάτι μου.

Το βαρύ, αργό βήμα μού έδωσε να καταλάβω ότι δεν

ήταν η κυρα-Μπαρμπερέν.

Ένιωσα στα μαλλιά μου μια ζεστή ανάσα.

«Κοιμάσαι;» με ρώτησε πνιχτά.

Φρόντισα να μην απαντήσω, επειδή αντηχούσαν ακόμη στ’ αυτιά μου τα φοβερά λόγια: «Θα θυμώσω».

«Κοιμάται» είπε η κυρα-Μπαρμπερέν. «Μόλις πέσει, τον παίρνει ο ύπνος. Έτσι γίνεται. Μίλησε, δεν θα σ’ ακούσει».

20 ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

Χωρίς αμφιβολία, έπρεπε να πω ότι δεν κοιμόμουν, αλλά

δεν τόλμησα. Με είχαν προστάξει να κοιμηθώ, εγώ δεν κοι-

μόμουν, επομένως έκανα κακή πράξη.

«Πώς πάει η δίκη σου;» ρώτησε η κυρα-Μπαρμπερέν.

«Την έχασα! Οι δικαστές αποφάσισαν ότι δεν έπρεπε

να βρίσκομαι κάτω απ’ τις σκαλωσιές, άρα ο εργοδότης

δεν μου οφείλει αποζημίωση».

Στο σημείο αυτό, ο άντρας έδωσε μία δυνατή γροθιά

στο τραπέζι κι άρχισε να βρίζει ασυνάρτητα.

«Έχασα τη δίκη» συνέχισε σε λίγο. «Πάνε τα λεφτά μας, εγώ σακάτης, μιζέρια. Ορίστε! Και σαν να μην έφταναν

όλα τούτα, γυρίζω και βρίσκω κι ένα παιδί. Γιατί δεν έκανες αυτό που σου είπα, παρακαλώ;»

«Επειδή δεν μπόρεσα».

«Δεν μπόρεσες να το πας στο ορφανοτροφείο;»

«Δεν εγκαταλείπεις έτσι ένα παιδί που έθρεψες με το

γάλα σου».

«Δεν ήταν παιδί σου».

«Ήθελα να κάνω αυτό που μου είπες, αλλά μου αρρώστησε».

«Αρρώστησε;»

«Ναι, αρρώστησε. Να το πήγαινα στο ορφανοτροφείο

και να το σκοτώσω;»

«Κι όταν έγινε καλά;»

«Δεν έγινε αμέσως καλά. Μετά από κείνη την αρρώστια έπαθε άλλη. Έβηχε το άμοιρο, σου ράγιζε την καρδιά.

Έτσι πέθανε ο μικρός μας Νικολά. Νόμιζα ότι, αν το πήγαινα στην πόλη, θα πέθαινε κι αυτό».

«Και μετά;»

«Πέρασε ο καιρός. Αφού περίμενα τόσο, μπορούσα να περιμένω λίγο ακόμη».

21 ΧΩΡΙΣ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

«Πόσο είναι ακριβώς;»

«Οκτώ χρονών».

«Ωραία! Θα πάει τώρα οκτώ χρονών εκεί που θα πή-

γαινε τότε, και δεν θα του είναι καθόλου ευχάριστο. Να

τι κέρδισε».

«Ω Ζερόμ! Δεν θα κάνεις τέτοιο πράγμα!»

«Δεν θα κάνω τέτοιο πράγμα; Και ποιος θα μ’ εμποδίσει;

Νομίζεις ότι μπορούμε να τον κρατήσουμε για πάντα;»

Μεσολάβησε μια στιγμή σιωπής και κατάφερα ν’ ανασάνω. Μου έπνιγε τον λαιμό η συγκίνηση.

Σε λίγο η κυρα-Μπαρμπερέν ξαναμίλησε.

«Ω, πόσο σ’ άλλαξε το Παρίσι! Δεν μιλούσες έτσι πριν φύγεις για το Παρίσι».

«Μπορεί. Ένα είναι σίγουρο: μπορεί να μ’ άλλαξε το Παρίσι, αλλά μ’ έκανε και σακάτη. Πώς θα κερδίσω τώρα τη ζωή μου, τη δική σου; Δεν έχουμε λεφτά. Η αγελάδα πουλήθηκε. Είναι σωστό να τρέφουμε ένα ξένο παιδί, όταν δεν μπορούμε να θρέψουμε τον εαυτό μας;»

«Είναι δικό μου παιδί».

«Δεν είναι ούτε δικό σου ούτε δικό μου. Δεν είναι αγροτόπαιδο αυτό. Το κοίταζα καθώς έτρωγα. Είναι ντελικάτο, αδύνατο, ούτε πόδια έχει ούτε χέρια».

«Είναι το πιο όμορφο παιδάκι της περιοχής».

«Για όμορφο, δεν αντιλέγω. Για δύναμη λέω. Πώς θα

φάει με τέτοια αδυναμία; Πώς θα δουλέψει με τέτοιους ώμους; Είναι παιδί της πόλης και δεν έχουν θέση εδώ τα παιδιά της πόλης».

«Είναι θαρραλέο παιδάκι. Έχει κοφτερό μυαλό και καλή καρδιά. Θα δουλέψει για μας».

«Μέχρι τότε θα δουλεύουμε εμείς για δαύτο, κι εγώ δεν μπορώ να δουλέψω».

22 ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

«Και τι θα πεις, αν το ζητήσουν οι γονείς του;»

«Οι γονείς του! Έχει γονείς; Αν είχε, θα το ’χαν ζητήσει

και θα το είχαν βρει εδώ κι οκτώ χρόνια! Α! Έκανα μεγάλη

βλακεία να πιστέψω ότι είχε γονείς, που θα το ζητούσαν

μια μέρα και θα μας πλήρωναν για τους κόπους μας να το

μεγαλώσουμε. Στάθηκα ανόητος, αφελής! Επειδή ήταν τυλιγμένος σε δαντελένιες φασκιές, δεν σήμαινε ότι και θα τον ζητούσαν οι γονείς του. Άλλωστε μπορεί να πέθαναν».

«Κι αν δεν πέθαναν; Αν έρθουν μια μέρα να τον ζητήσουν; Εγώ πιστεύω ότι θα ’ρθουν».

«Πεισματάρες που είναι οι γυναίκες!»

«Όχι, πες μου, αν έρθουν;»

«Ωραία, θα τον στείλουμε στο ορφανοτροφείο. Και

σταμάτα την κουβέντα, βαρέθηκα. Αύριο θα τον πάω εγώ

στον δήμαρχο. Απόψε θα πάω να χαιρετήσω τον Φρανσουά. Θα γυρίσω σε καμιά ώρα».

Η πόρτα άνοιξε και ξανάκλεισε. Είχε φύγει.

Τότε σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να φωνάζω την κυρα-Μπαρμπερέν.

«Μαμά, μαμά!»

Εκείνη έτρεξε στο κρεβάτι μου.

«Θα μ’ αφήσεις να πάω στο ορφανοτροφείο;»

«Όχι, όχι, μικρέ μου Ρεμί».

Μ’ αγκάλιασε τρυφερά και μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της.

Το χάδι μού ξανάδωσε κουράγιο και σταμάτησαν να κυλούν τα δάκρυα.

«Δεν κοιμόσουν λοιπόν;» με ρώτησε γλυκά.

«Δεν φταίω εγώ».

«Δεν σε μαλώνω. Άκουσες όσα είπε ο Ζερόμ;»

«Ναι, δεν είσαι μαμά μου. Αλλά κι αυτός δεν είναι πατέρας μου».

23 ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Τις τελευταίες τούτες λέξεις δεν τις πρόφερα με τον ίδιο

τόνο. Όσο κι αν μ’ έπιανε απελπισία με τη σκέψη ότι δεν

ήταν εκείνη η μάνα μου, χαιρόμουν, καμάρωνα σχεδόν, που δεν ήταν πατέρας μου εκείνος ο άνθρωπος. Και η φωνή

μου εξέφραζε την αντίθεση των συναισθημάτων μου.

Αλλά η κυρα-Μπαρμπερέν δεν φάνηκε να το προσέχει.

«Ίσως έπρεπε να σου είχα πει την αλήθεια» μου είπε. «Αλλά

σ’

ένιωθα τόσο σαν δικό μου παιδί, που δεν μπορούσα να σου

πω, χωρίς λόγο, ότι δεν ήμουν η πραγματική μάνα σου! Όπως

άκουσες, καημενούλη μου, την πραγματική μητέρα σου δεν τη γνωρίζουμε. Δεν ξέρουμε αν είναι ζωντανή ή πεθαμένη.

Τίποτα δεν ξέρουμε. Ένα πρωί, στο Παρίσι, καθώς ο Ζερόμ πήγαινε στη δουλειά και περνούσε από έναν δρόμο που λέγεται λεωφόρος Μπρετέιγ, έναν μεγάλο δρόμο φυτεμένο με δέντρα, άκουσε μωρουδίστικο κλάμα. Έμοιαζε να έρχεται από τη γωνιά μιας πόρτας κήπου. Ήταν Φλεβάρης· δεν είχε καλοξημερώσει ακόμα. Πλησίασε στην πόρτα και είδε ένα μωρό στο κατώφλι. Καθώς κοίταζε τριγύρω να φωνάξει κάποιον, είδε έναν άντρα να βγαίνει τρέχοντας πίσω από ένα δέντρο και να φεύγει. Σίγουρα κρυβόταν εκεί, για να βεβαιωθεί ότι

κάποιος θα έβρισκε το παιδί που είχε αφήσει στη γωνιά της

πόρτας. Ο Ζερόμ τα έχασε, επειδή το μωρό έκλαιγε με όλη του

τη δύναμη, θαρρείς και καταλάβαινε ότι έφτασε βοήθεια και δεν έπρεπε να την αφήσει να του φύγει. Ώσπου να σκεφτεί

ο Ζερόμ τι να κάνει, κατέφτασαν κι άλλοι εργάτες κι αποφάσισαν να πάνε το παιδί στην αστυνομία. Εκείνο έκλαιγε συνέχεια. Σίγουρα το είχε περονιάσει το κρύο. Επειδή όμως το κλάμα συνεχίστηκε και στην αστυνομία, όπου έκανε πολλή ζέστη, σκέφτηκαν ότι μάλλον πεινούσε και πήγαν να βρουν μια γειτόνισσα να το θηλάσει. Το μωρό έπεσε με τα μούτρα. Κυριολεκτικά πέθαινε της πείνας. Το ξέντυσαν κοντά στη

24 ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

φωτιά. Ήταν ένα πανέμορφο αγοράκι πέντε ή έξι μηνών, ρο-

δαλό, γεματούτσικο, θαυμάσιο. Οι φασκιές και τα ρούχα του

φανέρωναν ότι είχε πλούσιους γονείς. Επομένως ήταν παι-

δί που κάποιος έκλεψε κι ύστερα εγκατέλειψε άπονα. Αυτή

τουλάχιστον την εξήγηση έδωσε η αστυνομία. Τι να έκαναν

λοιπόν; Αφού σημείωσαν όσα ήξερε ο Ζερόμ κι έκαναν και

την περιγραφή του παιδιού και των ρούχων του, ο αστυνόμος

είπε να το στείλουν στο ορφανοτροφείο, αν δεν ήθελε να το

αναλάβει κάποιος απ’ τους παρισταμένους. Ήταν ένα όμορφο

παιδί, γερό, δυνατό και θα μεγάλωνε εύκολα. Οι γονείς του,

που σίγουρα θα το αναζητούσαν, θ’ αντάμειβαν γενναιόδωρα

αυτούς που θα το φρόντιζαν. Τότε προθυμοποιήθηκε να το

αναλάβει ο Ζερόμ. Του το έδωσαν. Εγώ είχα ένα παιδί στην

ίδια ακριβώς ηλικία. Αλλά δεν με πείραζε να θηλάζω και δεύ-

τερο. Έτσι έγινα μητέρα σου».

«Ω μαμά!»

«Σε τρεις μήνες έχασα το παιδί μου και τότε δέθηκα περισσότερο μαζί σου. Ξέχασα ότι δεν ήσουν πραγματικός γιος μου. Δυστυχώς όμως δεν το ξέχασε ο Ζερόμ και, όταν

είδε ότι δεν εμφανίστηκαν οι γονείς σου στα τρία χρόνια, θέλησε να σε βάλει στο ορφανοτροφείο. Άκουσες γιατί δεν συμμορφώθηκα».

«Όχι, όχι στ’ ορφανοτροφείο!» φώναξα και κρεμάστη-

κα από πάνω της. «Σε παρακαλώ, όχι ορφανοτροφείο!»

«Όχι, μικρό μου, δεν θα πας. Θα το φροντίσω. Ο Ζερόμ

δεν είναι κακός άνθρωπος, θα δεις. Είναι η θλίψη, είναι η

ανάγκη που τον κάνουν έτσι. Θα δουλέψουμε, θα δουλέψεις κι εσύ».

«Ό,τι θέλεις εσύ. Εκτός απ’ το ορφανοτροφείο».

«Δεν θα πας αλλά με μια προϋπόθεση: θα πέσεις αμέσως για ύπνο. Δεν πρέπει να σε βρει ξύπνιο όταν γυρίσει».

25 ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Αφού με φίλησε, με γύρισε προς τον τοίχο. Εγώ ήθελα

να κοιμηθώ, αλλά με είχε αναστατώσει φοβερά η συγκίνηση και δεν μπορούσα να ησυχάσω και να με πάρει ο ύπνος.

Να λοιπόν που η κυρα-Μπαρμπερέν, αυτή η καλή και

γλυκιά γυναίκα, δεν ήταν η μάνα μου! Αλλά πώς ήταν αλήθεια μια πραγματική μάνα; Καλύτερη, ακόμα πιο τρυφερή; Όχι, δεν ήταν δυνατόν.

Εκείνο που ήξερα όμως, εκείνο που ένιωθα μέχρι τα

τρίσβαθα της ψυχής μου ήταν ότι οποιοσδήποτε πατέρας

θα ήταν λιγότερο σκληρός απ’ τον Μπαρμπερέν, θα μ’ είχε

κοιτάξει με λιγότερο ψυχρά μάτια και δεν θα μου είχε ση-

κώσει το μπαστούνι.

Ήθελε να με στείλει στο ορφανοτροφείο. Μπορούσε να τον

εμποδίσει η κυρα-Μπαρμπερέν; Τι ήταν το ορφανοτροφείο;

Υπήρχαν στο χωριό δυο παιδιά που τα έλεγαν «παιδιά του ορφανοτροφείου». Στον λαιμό τους κρεμόταν μια σιδερένια πλάκα μ’ έναν αριθμό. Ήταν κακοντυμένα και

βρόμικα· τα κορόιδευαν, τα έδερναν. Τα άλλα παιδιά είχαν την κακία να τα κυνηγούν, όπως κυνηγάς τ’ αδέσποτα

σκυλιά για να διασκεδάσεις, κι επειδή τ’ αδέσποτα σκυλιά

δεν έχουν κανέναν να τα προστατέψει.

Ω, δεν ήθελα να γίνω σαν εκείνα τα παιδιά. Δεν ήθελα να ’χω

αριθμό στον λαιμό μου, δεν ήθελα να τρέχουν ξοπίσω μου

φωνάζοντας: «Στ’ ορφανοτροφείο! Στ’ ορφανοτροφείο!».

Και μόνο η σκέψη με πάγωνε κι έκανε τα δόντια μου

να τρίζουν.

Και δεν μου κολλούσε ύπνος. Και θα γύριζε ο Μπαρμπερέν.

Ευτυχώς δεν γύρισε όσο γρήγορα είχε πει και ο ύπνος

ήρθε πριν από εκείνον.

26
ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ
S

θλίψη κι ο φόβος πρέπει να μ’ ακολούθησαν και

στον ύπνο μου, επειδή το πρωί πρώτη μου κίνηση ήταν να ψηλαφίσω το κρεβάτι και να κοιτάξω γύρω

μου, για να βεβαιωθώ ότι δεν μ’ είχαν πάει κάπου αλλού.

Στη διάρκεια του πρωινού ο Μπαρμπερέν δεν μίλησε

καθόλου κι άρχισα να πιστεύω ότι εγκατέλειψε το σχέδιο

να με στείλει στο ορφανοτροφείο. Σίγουρα του είχε μιλήσει

η κυρα-Μπαρμπερέν. Ήταν αποφασισμένη να με κρατήσει.

Το μεσημέρι όμως ο Μπαρμπερέν μου είπε να φορέσω

το καπέλο μου και να τον ακολουθήσω.

Φοβισμένος κοίταξα προς τη μεριά της κυρα-Μπαρ-

μπερέν για να ικετέψω τη βοήθειά της. Όμως εκείνη μου

έγνεψε στα κρυφά να συμμορφωθώ. Ταυτόχρονα με καθησύχαζε με μια κίνηση: δεν είχα τίποτα να φοβάμαι.

Έτσι, ακολούθησα τον Μπαρμπερέν χωρίς αντίρρηση.

Το σπίτι μας απέχει πολύ από το χωριό: γεμάτη μία ώρα

δρόμο. Η ώρα κύλησε χωρίς ο Μπαρμπερέν να μου απευθύνει ούτε μια λέξη. Προπορευόταν αργά, κουτσαίνοντας, χωρίς το κεφάλι του να κάνει την παραμικρή κίνηση και

κάπου κάπου γύριζε να δει αν τον ακολουθούσα.

Πού με πήγαινε άραγε;

Αυτή η απορία μ’ έτρωγε, παρά το καθησυχαστικό νεύ-

μα της κυρα-Μπαρμπερέν, και για να διώξω απ’ τη σκέψη

μου τον αόριστο κίνδυνο, λογάριαζα να το σκάσω.

27 3
Η
Ο θίασος του σινιόρ Βιταλί

Γι’ αυτό προσπαθούσα να μένω πίσω. Όταν θα ξέμενα

αρκετά, θα έπεφτα μέσα στο χαντάκι και δεν θα μπορούσε

να μ’ ακολουθήσει.

Στην αρχή εκείνος έλεγε μόνο να τον ακολουθώ από

κοντά. Γρήγορα όμως μάντεψε τις προθέσεις μου και μ’

έπιασε απ’ τον καρπό.

Δεν μου απέμενε παρά να τον ακολουθώ, κι αυτό ακρι-

βώς έκανα.

Έτσι φτάσαμε στο χωριό, και στο πέρασμά μας όλοι γύ-

ρισαν να μας κοιτάξουν, επειδή εγώ έμοιαζα με αγριεμένο

σκυλί, που το σέρνουν με σχοινί.

Καθώς περνούσαμε μπροστά απ’ το καφενείο, ένας

άντρας που έστεκε στο κατώφλι φώναξε τον Μπαρμπερέν

και τον οδήγησε μέσα.

Ο άντρας πήρε κι εμένα απ’ το αυτί, μ’ έβαλε μέσα κι έκλεισε την πόρτα.

Ένιωσα ανακούφιση· το καφενείο δεν έμοιαζε επικίν-

δυνο μέρος. Άλλωστε ήταν το καφενείο που από καιρό

ήθελα να διαβώ το κατώφλι του.

Το καφενείο, το καφενείο του πανδοχείου Νοτρ Νταμ!

Πώς ήταν άραγε μέσα;

Πόσες φορές δεν είχα αναρωτηθεί!

Είχα δει ανθρώπους να βγαίνουν από κει μέσα αναψο-

κοκκινισμένοι και με πόδια τρεμάμενα· περνώντας μπρο-

στά απ’ την πόρτα, είχα ακούσει φωνές και τραγούδια, που έκαναν τα τζάμια να τρίζουν.

Τι έκαναν εκεί μέσα; Τι συνέβαινε πίσω απ’ τις κόκκι-

νες κουρτίνες του;

Τώρα θα το μάθαινα.

Ενώ ο Μπαρμπερέν καθόταν σ’ ένα τραπέζι με τον κα-

28
ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

φετζή που του είχε πει να μπει, εγώ πήγαινα να καθίσω

κοντά στο τζάκι και να περιεργαστώ τον περίγυρο.

Απέναντί μου καθόταν ένας μεγαλόσωμος γέρος με

άσπρα γένια και κάτι περίεργα ρούχα, που πρώτη μου φορά έβλεπα.

Στα μαλλιά του, που έφταναν ως τους ώμους, ήταν ένα ψηλό γκρίζο καπέλο στολισμένο με πράσινα και κόκκινα φτερά. Φορούσε επίσης μια προβιά, με το μαλλί από μέσα, χωρίς μανίκια, αλλά με δυο τρύπες στους ώμους, απ’ όπου ξεμύτιζαν δυο μπράτσα ντυμένα με βελούδο, το οποίο κάποτε θα ήταν μπλε. Δυο μεγάλες μάλλινες γκέτες τού

έφταναν ως τα γόνατα, στερεωμένες με κόκκινη κορδέλα

δεμένη σταυρωτά γύρω απ’ τις γάμπες.

Ο

γέρος καθόταν στην καρέκλα, με το σαγόνι στηριγ-

μένο στη δεξιά του παλάμη· ο αγκώνας του ακουμπούσε

στο λυγισμένο του γόνατο.

Πρώτη φορά έβλεπα ζωντανό άνθρωπο σε τόσο ήρεμη

στάση· μου θύμιζε τους ξύλινους αγίους στην εκκλησία

του χωριού.

Κοντά του, καθισμένα κάτω απ’ την καρέκλα, ζεσταί-

νονταν ακίνητα τρία σκυλιά: ένα λευκό κανίς, ένα μαύρο μπαρμπέ και μια γκρίζα σκυλίτσα με ύφος πονηρό και γλυκούλικο. Το κανίς φορούσε παλιό αστυνομικό σκούφο στερεωμένο κάτω απ’ το σαγόνι μ’ ένα δερμάτινο λουρί.

Ενώ περιεργαζόμουν με περιέργεια εκείνον τον γέρο, ο Μπαρμπερέν κι ο καφετζής συζητούσαν χαμηλόφωνα κι

εγώ κατάλαβα ότι μιλούσαν για μένα.

Ο Μπαρμπερέν έλεγε ότι είχε έρθει στο χωριό για να με πάει στον δήμαρχο, που θα ζητούσε απ’ το ορφανοτροφείο

να του πληρώσει επίδομα για να με κρατήσει.

29 ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Αυτό λοιπόν είχε καταφέρει η κυρα-Μπαρμπερέν κι

εγώ κατάλαβα αμέσως ότι, αν ο Μπαρμπερέν κέρδιζε κρατώντας με στο σπίτι του, δεν είχα πια τίποτα να φοβάμαι.

Ο γέρος άκουγε κι αυτός τη συζήτηση άθελά του. Σε

μια στιγμή, άπλωσε το χέρι προς το μέρος μου και απευ-

θύνθηκε στον Μπαρμπερέν:

«Αυτό το παιδί σάς γίνεται βάρος;» ρώτησε με ξενική

προφορά.

«Αυτό».

«Και πιστεύετε ότι η διοίκηση του ορφανοτροφείου θα σας πληρώσει επίδομα διατροφής;»

«Γιατί όχι; Αφού δεν έχει γονείς και το μεγαλώνω εγώ, κάποιος δεν πρέπει να πληρώσει για δαύτο; Δίκαιο δεν είναι;»

«Δεν αντιλέγω. Αλλά πιστεύετε ότι γίνεται πάντα αυτό

που είναι και δίκαιο;»

«Όχι βέβαια».

«Τότε δεν νομίζω ότι θα πάρετε το επίδομα που ζητάτε».

«Τότε θα πάει στο ορφανοτροφείο. Δεν υπάρχει νόμος

που με υποχρεώνει να το κρατήσω στο σπίτι μου, αν δεν το θέλω».

«Κάποτε δεχτήκατε να το κρατήσετε, που σημαίνει ότι αναλάβατε υποχρέωση».

«Ε λοιπόν, δεν θα το κρατήσω και θα χαρώ αφάνταστα, όταν θα το πετάξω στον δρόμο».

«Ίσως υπάρχει τρόπος να το ξεφορτωθείτε αμέσως»

είπε ο γέρος ύστερα από λίγη σκέψη. «Ίσως και να κερδίσετε κάτι».

«Αν μου τον πείτε, θα σας κεράσω ένα μπουκάλι με όλη μου την καρδιά».

30
ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

«Παραγγείλτε το μπουκάλι και το πρόβλημα λύθηκε».

«Σίγουρα;»

«Σίγουρα».

Ο

γέρος σηκώθηκε απ’ τη θέση του κι ήρθε να καθίσει

απέναντι στον Μπαρμπερέν. Περίεργο πράγμα, αλλά τη

στιγμή που σηκώθηκε, ανασηκώθηκε και η προβιά με μια

κίνηση που δεν κατάλαβα· θα έλεγε κανείς ότι κάτω απ’

την αριστερή του μασχάλη είχε ένα σκυλί.

Τι θα έλεγε; Τι επρόκειτο να συμβεί;

Εγώ τον ακολούθησα με το βλέμμα, φοβερά ταραγμένος.

«Αυτό που θέλετε βέβαια» είπε «είναι να πάψει να τρώ-

ει το ψωμί σας τούτο το παιδί. Και, αν συνεχίσει να το τρώ-

ει, να σας το πληρώνουν, σωστά;»

«Σωστά, επειδή…»

«Ω, δεν μ’ ενδιαφέρει το κίνητρό σας! Μου φτάνει να

ξέρω ότι δεν θέλετε πια το παιδί. Αν είναι έτσι, τότε το

αναλαμβάνω εγώ».

«Το αναλαμβάνετε!»

«Να το ξεφορτωθείτε δεν θέλετε;»

«Να σας δώσω έτσι ένα παιδάκι, ένα πανέμορφο παιδά-

κι, δεν βλέπετε τι όμορφο είναι;»

«Το είδα».

«Έλα εδώ, Ρεμί».

Εγώ πλησίασα στο τραπέζι τρέμοντας.

«Μη φοβάσαι, μικρέ μου» είπε ο γέρος.

«Κοιτάξτε» συνέχισε ο Μπαρμπερέν.

«Βλέπω ότι δεν είναι παλιόπαιδο. Αν ήταν παλιόπαιδο, δεν θα το ήθελα. Δεν ασχολούμαι με τέρατα».

«Α, αν ήταν τέρας με δυο κεφάλια ή νάνος…»

«Δεν θα θέλατε να το στείλετε στο ορφανοτροφείο.

Ξέρετε ότι τα τέρατα αξίζουν κι ότι μπορείτε να βγάλε-

31 ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

τε λεφτά, αν τα εκμεταλλευτείτε με τον κατάλληλο τρό-

πο. Αλλά αυτό εδώ δεν είναι ούτε νάνος ούτε τέρας. Έτσι όπως είναι, σαν όλο τον κόσμο, δεν κάνει για τίποτα».

«Είναι καλός για δουλειά».

«Είναι αδύναμος».

«Αδύναμος αυτός! Σωπάστε, καλέ! Είναι γερός και δυνατός σαν ταύρος. Δέστε τα πόδια του, έχετε ξαναδεί τόσο ίσια ποδαράκια;»

Ο Μπαρμπερέν ανασήκωσε το παντελόνι μου.

«Πολύ αδύνατα» είπε ο γέρος.

«Και τα μπράτσα του;» συνέχισε ο Μπαρμπερέν.

«Τα μπράτσα είναι σαν τα πόδια. Καλοφτιαγμένο παιδί, αλλά δεν θ’ αντέξει στην κούραση και στη μιζέρια».

«Αυτός δεν θ’ αντέξει; Μα πιάστε τον λοιπόν, πιάστε

τον μόνος σας».

Ο γέρος πέρασε το αποστεωμένο χέρι του στα πόδια

μου και τα ζούληξε, κουνώντας το κεφάλι μ’ έναν μορφα-

σμό.

Την είχα ξαναδεί τη σκηνή, όταν ήρθε ο έμπορος ν’

αγοράσει την αγελάδα μας. Κι εκείνος άγγιζε και πασπά-

τευε. Κι εκείνος κούνησε το κεφάλι κι έκανε μορφασμό.

Δεν ήταν καλή αγελάδα, θα του ήταν αδύνατο να την που-

λήσει, ωστόσο την αγόρασε και την πήρε μαζί του.

Και ο γέρος θ’ αγόραζε και θα έπαιρνε μαζί του εμένα; Α, κυρα-Μπαρμπερέν, κυρα-Μπαρμπερέν!

Δυστυχώς δεν ήταν εκεί για να με προστατέψει.

Αν τολμούσα, θα έλεγα ότι μόλις την προηγουμένη ο

Μπαρμπερέν με είχε κατηγορήσει γι’ αυτό ακριβώς, ότι ήμουν ντελικάτος και δεν είχα ούτε μπράτσα ούτε πόδια.

Κατάλαβα όμως ότι το μόνο που θα κέρδιζα ήταν καμιά σφαλιάρα και σώπασα.

32 ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

«Υπάρχουν πολλά τέτοια παιδιά» είπε ο γέρος «αυτή

είναι η αλήθεια, ένα παιδί της πόλης. Και είναι σίγουρο

ότι δεν θα δουλέψει ποτέ τη γη. Ζέψτε τον για λίγο στο

άροτρο και θα δείτε πόσο θα κρατήσει».

«Δέκα χρόνια».

«Ούτε μήνα».

«Μα κοιτάξτε τον λοιπόν».

«Κοιτάξτε τον εσείς».

Εγώ βρισκόμουν κοντά στο τραπέζι, ανάμεσα στον Μπαρ-

μπερέν και στον γέρο, κι ο ένας μ’ έσπρωχνε προς τον άλλο.

«Τέλος πάντων, θα τον πάρω όπως κι αν είναι. Ένα να

ξέρετε, δεν τον αγοράζω, τον νοικιάζω. Θα σας δίνω είκοσι φράγκα τον χρόνο».

«Είκοσι φράγκα!»

«Είναι καλή τιμή και πληρώνω μπροστά. Παίρνετε τέσ-

σερα όμορφα πεντόφραγκα και ξεφορτώνεστε το παιδί».

«Αν το κρατήσω, το ορφανοτροφείο θα μου πληρώνει

πάνω από δέκα φράγκα τον μήνα».

«Εφτά ή οκτώ, τις ξέρω τις τιμές. Άλλωστε θα πρέπει να το ταΐζετε».

«Θα δουλέψει».

«Αν το είχατε ικανό να δουλέψει, δεν θα θέλατε να το ξαποστείλετε. Τα παιδιά του ορφανοτροφείου δεν τα παίρνουν για το επίδομα, για να δουλεύουν τα παίρνουν. Τα

κάνουν υπηρέτες που πληρώνουν, όχι που πληρώνονται.

Αν τούτο εδώ ήταν ικανό να σας προσφέρει υπηρεσία, θα το κρατούσατε».

«Όπως και να ’χει, θα είχα σίγουρα δέκα φράγκα».

«Κι αν το ορφανοτροφείο, αντί να σας το αφήσει, το δώσει σε άλλους, δεν θα πάρετε μία. Ενώ μαζί μου έχετε μια ευκαιρία. Δεν έχετε παρά ν’ απλώσετε το χέρι».

33 ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Ο γέρος ψαχούλεψε την τσέπη του κι έβγαλε ένα δερμάτι-

νο πορτοφόλι, απ’ όπου έβγαλε τέσσερα ασημένια νομίσματα

και τα απόθεσε με θόρυβο πάνω στο τραπέζι.

«Σκεφτείτε ότι μπορεί να εμφανιστούν από μέρα σε

μέρα οι γονείς του!» φώναξε ο Μπαρμπερέν.

«Και λοιπόν;»

«Αυτοί που το μεγάλωσαν θα κερδίσουν κάτι. Αν δεν

υπολόγιζα σ’ αυτούς, δεν θα το έπαιρνα ποτέ».

Αυτά τα λόγια, «αν δεν υπολόγιζα σ’ αυτούς, δεν θα το έπαιρνα ποτέ», μ’ έκαναν να τον μισήσω ακόμα περισσότερο. Τι κακός άνθρωπος!

«Επειδή δεν υπολογίζετε πια στους γονείς του, γι’ αυτό του δίνετε δρόμο» αντιγύρισε ο γέρος. «Άλλωστε σε ποιον

θ’ απευθυνθούν οι γονείς του, αν εμφανιστούν ποτέ; Σ’ εσάς

βέβαια, όχι σ’ εμένα, που δεν γνωρίζουν».

«Κι αν τους βρείτε εσείς;»

«Τότε θα συμφωνήσουμε ότι, αν αποκτήσει κάποτε

γονείς, θα μοιραστούμε το κέρδος, κι εγώ βάζω τριάντα

φράγκα».

«Σαράντα».

«Όχι. Για τις υπηρεσίες που θα μου προσφέρει, δεν γίνεται».

«Και τι υπηρεσίες θέλετε να σας προσφέρει; Πόδια έχει γερά· μπράτσα έχει γερά, επιμένω σε όσα είπα. Αλήθεια, για ποιο πράγμα τον θεωρείτε κατάλληλο;»

Ο γέρος κοίταξε τον Μπαρμπερέν με ύφος ειρωνικό και

είπε αδειάζοντας με μικρές γουλιές το ποτήρι του:

«Να μου κρατά συντροφιά» αποκρίθηκε. «Έχω γεράσει

και καμιά φορά τα βράδια, ύστερα από μια κουραστική

μέρα, όταν έχει κακοκαιρία, σκέφτομαι θλιβερά πράγματα. Θα με διασκεδάζει».

34 ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ

ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

«Είμαι σίγουρος ότι γι’ αυτό είναι αρκετά γερά τα πό-

δια του».

«Όχι πολύ όμως, επειδή θα πρέπει να χορεύει, να χορο-

πηδά και να κάνει παρέλαση και μετά πάλι να χοροπηδά.

Τελικά θα γίνει μέλος του θιάσου του σινιόρ Βιταλί».

«Και πού είναι αυτός ο θίασος;»

«Ο σινιόρ Βιταλί είμαι εγώ, όπως πρέπει να καταλάβα-

τε. Τον θίασο θα σας τον συστήσω, γιατί σίγουρα θέλετε

να κάνετε τη γνωριμία του».

Και μ’ αυτά τα λόγια, ο γέρος άνοιξε την προβιά και πήρε

στο χέρι του ένα παράξενο ζωντανό, που κρατούσε κάτω

απ’ την αριστερή του μασχάλη, κολλημένο στο στήθος του.

Ήταν το ζωάκι που είχε ανασηκώσει πολλές φορές την

προβιά. Αλλά δεν ήταν σκυλάκι, όπως νόμιζα.

Τι μπορεί να ήταν εκείνο το ζώο;

Ήταν ζώο ή δεν ήταν;

Δεν ήξερα πώς να ονομάσω το αλλόκοτο εκείνο πλάσμα, που πρώτη φορά έβλεπα, και το κοίταξα κατάπληκτος.

Φορούσε κόκκινο σακάκι με χρυσαφί σιρίτι. Αλλά τα μπρά-

τσα και τα πόδια ήταν γυμνά, γιατί μπράτσα και πόδια ήταν

και όχι πατούσες. Μόνο που εκείνα τα μπράτσα και τα πόδια

ήταν σκεπασμένα με μαύρο δέρμα και όχι λευκή σάρκα.

Μαύρο ήταν επίσης το κεφάλι, περίπου στο μέγεθος της

κλεισμένης γροθιάς μου. Το μουσούδι ήταν πλακουτσωτό,

η μύτη ανασηκωμένη με ανοιγμένα ρουθούνια, τα χείλη κίτρινα· αλλά αυτό που με ξάφνιασε πάνω απ’ όλα ήταν τα

δυο μάτια, πολύ κοντά το ένα στο άλλο, αεικίνητα κι αστραφτερά σαν πετράδια.

«Α, μια παλιομαϊμού!» αναφώνησε ο Μπαρμπερέν.

Η λέξη μ’ έβγαλε από την κατάπληξη, γιατί είχα ξανακούσει να μιλούν για μαϊμούδες, κι ας μην είχα ξαναδεί.

35

Άρα δεν ήταν μαύρο παιδάκι, πίθηκος ήταν αυτό που είχα

μπροστά μου.

«Ιδού το πρώτο μέλος του θιάσου μου» δήλωσε ο Βιτα-

λί «ο κύριος Καλόκαρδος. Χαιρέτησε την ομήγυρη, Καλόκαρδε».

Ο Καλόκαρδος έφερε την κλειστή παλάμη του στα χεί-

λη

και μας έστειλε ένα φιλί.

«Και τώρα» συνέχισε ο Βιταλί απλώνοντας το χέρι στο

άσπρο κανίς «ο κύριος Καπί έχει την τιμή να συστήσει

τους φίλους του στην αξιότιμη ομήγυρη».

Με το πρόσταγμα το κανίς, που ως εκείνη τη στιγμή

δεν είχε κάνει την παραμικρή κίνηση, σηκώθηκε ζωηρά

και, αφού στήθηκε στα πίσω πόδια, σταύρωσε τα μπρο-

στινά στο στήθος και χαιρέτησε τον αφέντη του με τόσο βαθιά υπόκλιση, ώστε άγγιξε στο πάτωμα ο αστυνομικός σκούφος.

Μόλις εκπλήρωσε το ευγενικό του καθήκον, γύρισε στους συντρόφους του και με τη μια πατούσα, ενώ η άλλη έμενε πάντα κολλημένη στο στήθος, τους έγνεψε να πλησιάσουν.

Τα δυο σκυλιά, που δεν έπαιρναν τα μάτια από τον σύντροφό τους, στήθηκαν αμέσως όρθια, αντάλλαξαν «χειραψία» με την μπροστινή πατούσα, όπως κάνει ο κόσμος, έκαναν με σοβαρό ύφος έξι βήματα μπροστά, τρία πίσω και χαιρέτησαν την ομήγυρη.

«Αυτός που ονομάζω Καπί» συνέχισε ο Βιταλί «Καπιτά-

νο στα ιταλικά, είναι ο αρχηγός των σκύλων. Αυτός μεταφέρει τις εντολές μου, σαν ο πιο έξυπνος. Ο κομψός αυτός

νεαρός με το μαύρο τρίχωμα είναι ο σινιόρ Ζερμπινό, που

σημαίνει φιλοφρονητικός, όνομα που του αξίζει από κάθε άποψη. Όσο για τη σεμνή εκείνη νεαρά, είναι η σινιόρα

36
ΕΚΤΩΡ ΜΑΛΟ
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.