Artcore yperteyxos 2013

Page 1

ISSUE 01 JAN 2014

a cool magazine for art nerds



ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

Το Artcore αποτελείται από μία παρέα νεαρών ατόμων που αγαπούν τον κινηματογράφο, τη μουσική, το θέατρο, τη φωτογραφία, τo animation, τη λογοτεχνία και λοιπά και λοιπά. Δεν είμαστε επαγγελματίες αρθρογράφοι ούτε επαγγελματίες καλλιτέχνες! Αν και επιθυμούμε να αφήσουμε κάποιο ίχνος ο καθείς στο αντικείμενό του... Το όνομα του περιοδικού προέκυψε από μια αναζήτηση στο Urban Dictionary και η ετυμολογία του (art nerds) μας ταιριάζει απόλυτα. Το Artcore είναι ως επί το πλείστον απόρροια -ευελπιστούμε θετική- της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Πιο συγκεκριμένα για εμάς υπήρχαν οι εξής εναλλακτικές: Να λέμε καλημέρα στον εαυτό μας, να κοιτάμε το ταβάνι και να καταριόμαστε την τύχη μας, αφού ούτε εθελοντικά δεν μπορούμε πλέον να βρούμε δημιουργική απασχόληση... Να ασχοληθούμε με κάτι που δε μας εκφράζει (αν και πλέον καθίσταται από δύσκολο έως αδύνατο), να ξενιτευτούμε (μπορεί και να τη σκαπουλάρουμε), να πληρωνόμαστε τρεις και εξήντα για 8ωρη + εργασία, να φτάσουμε στην ηλικία των 50 και των 60 και να βαράμε τα κεφάλια μας στους τοίχους για το πόσο ανώφελα πέρασαν τα χρόνια… Να δημιουργήσουμε κάτι δικό μας με την παροχή της οικονομικής ευκολίας που προσφέρει το Internet και να κάνουμε την προσευχή μας ότι δε θα φάμε κράξιμο και ότι ίσως πιάσουν τόπο και τα χρήματα που ξόδεψαν οι γονείς μας σε σπουδές για να γίνουμε χρήσιμοι πολίτες... Και κάπως έτσι δημιουργήθηκε το Artcore! Φιλοδοξούμε μέσα από το περιοδικό να ασχοληθούμε πιο δημιουργικά με τα ενδιαφέροντά μας, να γνωρίσουμε επώνυμους και ανώνυμους καλλιτέχνες, να εκθέσουμε τις απόψεις μας στον κόσμο και να δημοσιεύουμε ό,τι πιο φρέσκο κυκλοφορεί στον χώρο της τέχνης! Και στο τέλος επειδή είμαστε και ψωνάρες να κάνουμε ένα πέρασμα στον έντυπο τύπο και να γίνουμε διεθνείς... Στους 2-3, που εμπνεύστηκαν την ιδέα του περιοδικού, προστέθηκαν άλλοι 13 με το ίδιο ψώνιο και απευθήνουμε ανοιχτή πρόσκληση σε όσους είναι καλλιτέχνες και θέλουν να εκθέσουν τη δουλειά τους ή αγαπούν την τέχνη και τον γραπτό λόγο και θέλουν να δημοσιεύσουν τις ιδέες τους στο Artcore!

JAN 2014

ARTCORE

03


04

ARTCORE

JAN 2014


EDITORIAL

Ύστερα από αρκετά μπινελίκια, στιγμές αγανακτισμένης παρόρμησης που ήθελα να ανακοινώσω ότι «Ως εδώ ήταν... finito la musica», εκατοντάδες post και σχόλια περί τέχνης αλλά κυρίως για άρες μάρες κουκουνάρες, μικροπαρεξηγήσεις και κυρίως νέες γνωριμίες, ενδιαφέροντα και φιλίες, το Artcore γιορτάζει έναν χρόνο λειτουργίας!... αυτό που θα παρέμενε μία ακόμα ευφάνταστη ιδέα που σκαρφίστηκα μια ωραία πρωία χωρίς την αλληλοστήριξη, τον ενθουσιασμό και τη δημιουργική όρεξη των art nerds που του δίνουν ζωή! Το μόνο που θέλω να σημειώσω είναι ότι η δημιουργία του περιοδικού και ό,τι αυτό συνεπάγεται είναι ανάμεσα στα δύο-τρία δώρα που πραγματικά ομόρφυναν τη ζωή μου την τελευταία διετία και εύχομαι να συνεχίσουν να την ανακατώνουν. Στο παρόν επετειακό τεύχος εμπεριέχονται τα άρθρα που είχαν τη μεγαλύτερη απήχηση σε εσάς and we are proud of! Καλή ανάγνωση! Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους! Ελένη Μαρκ

Αρχισυνταξία Eλένη Μαρκ Tεχνική διαχείριση Άννα Μανιάκη

Υ.Γ. ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ από την ομάδα του Artcore στους υπεύθυνους σχεδιασμού του site και του ψηφιακού τεύχους για τον χρόνο που αφιέρωσαν και την κατανόησή τους!

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ τευχουσ Μενέλαος Γεωργίου ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ & αναπτυξη ιστοχωρου Παναγιώτης Ζαφειριάδης ενότητα «Μουσική» Θοδωρής Γολικίδης ενότητα «Κινηματογράφος» ΚΑΙ «Έκφραση» Ελένη Μαρκ ενότητα «Λόγος & Τέχνη» Αλεξία Τζιώγα ενότητα «Φωτογραφία» Νίκος Πρίπορας ενότητα «Κίνηση» και «Σχέδιο» Άννα Μανιάκη Επιμέλεια κειμένων Ελένη Μαρκ JAN 2014

ARTCORE

05


06

Κωνσταντίνος Α.

Έλενα Βασιλειάδου

Θοδωρής Γολικίδης

Alxndra Gn

Jiorjia Jester

Γιάννης Κυρατσός

Φρήντριχ Κoύνερμαν

Άννα Μανιάκη

Koge

Βαρβάρα Μαρινίδου

Γιάννης Νάκος

Στέλλα Μαρκοπούλου

ARTCORE

JAN 2014


Ελένη Μαρκ

Μαρία Μπατσιούλα

Κατερίνα Ομουρίδου

Καλλιρόη Παρούση

Νίκος Πρίπορας

Nick Pasx

The Art Nerds Radart

Αλεξία Τζιώγα

Έρικα Τηνελέκογλου

Κατερίνα Τολιάδου

Γαβριήλ Φρανσουά

JAN 2014

ARTCORE

07


INDEX

Φωτογραφία εξωφύλλου: Stranka Martin Οι πηγές από τα κείμενα και τις φωτογραφίες στα άρθρα συμπεριλαμβάνονται στο site του περιοδικού www.artcoremagazine.gr


05

07

10

34

48

76

Editorial

Κινηματογράφος

The Art Nerds

Φωτογραφία

Μουσική

Κίνηση

90 106 122 Λόγος & Τέχνη

Έκφραση

Σχέδιο

JAN 2014

ARTCORE

09


G o o d L u ck O u t T h e r e

FAUVE - BY Radart -

10

ARTCORE

JAN 2014


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Τι θα σκεφτόταν κανείς ακούγοντας τον όρο το κίνημα των FAUVE; Τέχνη; Μουσική; Πολιτική; Ή κοινωνική αλληλεγγύη; Μια ακόμα μπάντα που κάνει τα πάντα για να ξεχωρίσει ή ένα κίνημα που εκφράζεται μέσω της μουσικής; Την απάντηση μας δίνουν οι αθεράπευτα αισιόδοξοι FAUVE, που έρχονται με φόρα από το Παρίσι και τραγουδούν για τη δύναμη της αγάπης και το δικαίωμα στην αδυναμία και στο λάθος.

Ο πρώτος συνειρμός αυτόματος: Φωβισμός. Τα στοιχεία κοινά: Γαλλία, τέχνη, διαφορετικότητα. Οι FAUVEcorp. του σήμερα είναι μια παριζιάνικη κολεκτίβα που σχηματίστηκε το 2010 από πέντε φίλους, τέσσερις μουσικούς και έναν κινηματογραφιστή. Αν και μας συστήνονται κυρίως μέσω της μουσικής, οι FAUVE εκφράζονται και μέσω βίντεο, φωτογραφίας, κειμένων, visuals, διαδικτύου. Αυτοπροσδιορίζονται περισσότερο ως ένα πλήρωμα, μια κολεκτίβα ανοιχτή προς όλους όσοι μοιράζονται την ίδια αντίληψη με αυτούς για τη ζωή και τους ανθρώπους. Το σημείο εκκίνησης των FAUVE είναι η έκφραση της αντίθεσής τους στη μελαγχολία και τη μιζέρια της σύγχρονης καθημερινότητας. Συσπειρώθηκαν μουσικά για να πετύχουν τους κοινούς τους στόχους: το δικαίωμα στην αδυναμία και το λάθος, την άρνηση της ηττοπάθειας, την απόρριψη της σκληρότητας που διακρίνει τις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις, τη δύναμη του λόγου και κυρίως την αδιάκοπη αναζήτηση της αγάπης με Α κεφαλαίο. Μετά από δύο χρόνια δημιουργίας στη σκιά των στούντιό τους, οι FAUVE κοινοποίησαν το 2012 στην Bandcamp σελίδα τους τέσσερα διάσπαρτα τραγούδια. Τα “Nuits Fauves”, “KANE”, “4,000Iles” και το “Sainte Anne”. Και τα τέσσερα κομμάτια αποτελούν ένα μείγμα hip-hop, rap, pop και λίγο rock μουσικής σε συνδυασμό με λέξεις που προφέρονται πάντα στη γλώσσα τους, στα γαλλικά. Ακούγοντας κανείς τα τέσσερα τραγούδια των FAUVE αισθάνεται να αιωρείται σε ένα παράλληλο σύμπαν slam poetry και electro beat μουσικής, να παρασύρεται από τα γαλλικά λόγια και ας μην καταλαβαίνει γρι. Μελωδίες, εικόνες και λόγια που ρέουν και αφυπνίζουν τις σκέψεις μας. Οι FAUVE μιλούν για την αγάπη, το σεξ,

τη μοναξιά και εκφράζουν την οργή, τον θυμό, αλλά και την ελπίδα τραγουδώντας αυθόρμητα, χωρίς λυρισμό, άλλοτε κυνικά και άλλοτε σπλαχνικά, πάντα με απέραντη αισιοδοξία και πίστη ότι η ζωή θα καλυτερέψει. Πώς; Μόνο αν νικήσουμε την ηττοπάθεια, μισήσουμε το μίσος και πιστέψουμε ότι η αγάπη μπορεί να κερδίσει το στοίχημα σε αυτόν τον παράξενο κόσμο. Το τραγούδι “Nuits Fauves” πήρε το όνομά του από την ομότιτλη ταινία του Cyril Collard και μαζί με το “ΚΑΝΕ”, που συμπεριλαμβάνεται στη νέα συλλογή “Kitsune Parisien III”, είναι τα δύο αγαπημένα μας. Παρόλ’ αυτά, ακούμε συνεχώς και τα τέσσερα. Φημολογείται ότι στα μέσα του 2013 οι FAUVE θα κυκλοφορήσουν τον πρώτο τους δίσκο με έξι συνολικά τραγούδια. Προς το παρόν διατηρούν low profile μένοντας μακριά από το star system, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε μοιράζονται τις ιδέες και τις αξίες τους με κάθε μέσο στο διαδίκτυο. Τελικά πόσο FAUVE είναι ο καθένας από εμάς;

JAN 2014

ARTCORE

11


G o o d L u ck O u t T h e r e

Benn Jordan: The Flashbulb - BY Radart -

The Flashbulb, Acidwolf, Flexe είναι μόνο μερικά από τα μουσικά projects που έχει δημιουργήσει ο Benn Jordan, ο κύριος avant-garde της ηλεκτρονικής μουσικής. Πειραματικός ήχος σε ambient, dubstep και idm ηχοτόπια Ή ατμοσφαιρική κινηματογραφική μουσική; 12

ARTCORE

JAN 2014


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Ο Benn Jordan είναι ένας πολυτάλαντος και ευφυής συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής. Γεννημένος το 1978, μεγάλωσε στο Σικάγο, όπου και επηρεάστηκε από την τοπική jazz σκηνή. Ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τη μουσική σε ηλικία πέντε ετών, πριν καν πάει σχολείο παίζοντας jazz μελωδίες στην κιθάρα του, καθώς ήταν αυτοδίδακτος. Συνεχίζει με πιάνο και ντραμς και στην ηλικία των δεκατριών χρονών ξεκινά τις ηχογραφήσεις. Έχει δημιουργήσει πολλά μουσικά projects με διαφορετικά ψευδώνυμα, όπως: Acidwolf, Human Action Network, Flexe, Dysrythmia, ενίοτε και ως Benn Jordan. Είναι από τους λίγους καλλιτέχνες, αν όχι ο μοναδικός, που τα βάζει με την iTunes, κατηγορώντας την εταιρεία ότι πουλάει τη μουσική του (συγκεκριμένα το δίσκο “Soundtrack To A Vacant Life”), χωρίς να έχουν υπογράψει συμβόλαιο και χωρίς να μοιράζονται τα έσοδα των πωλήσεων. Η επόμενή του κίνηση είναι να ανεβάσει ο ίδιος τον δίσκο του “Soundtrack To A Vacant Life” στη μηχανή BitTorrent, επιτρέποντας ουσιαστικά στους θαυμαστές του να κατεβάσουν τον δίσκο δωρεάν. Το 2008 ιδρύει τη δική του μη κερδοσκοπική δισκογραφική εταιρεία, την Alphabasics Records, έτσι ώστε να κυκλοφορεί μόνος του τους δίσκους του αλλά και να εγγυάται στους υπόλοιπους καλλιτέχνες ότι όλα τα έσοδα καρπώνονται από αυτούς, χωρίς καμία προμήθεια στη δισκογραφική. Κάθε project του διακρίνεται από διαφορετικό είδος μουσικής. Ως Benn Jordan υπογράφει κυρίως πιο κλασικούς και προσωπικούς δίσκους από το 2008 και μετά, όπως είναι οι: “Pale Blue Dot”, “Louisiana Mourning” και “The Universe: Original Score”. Ως Acidwolf ή Human Action Network συνθέτει σε ένα ρετρό acid στυλ χρησιμοποιώντας παλιά ντραμς, όπως το TR-808 ή το TB-303 και κυκλοφορεί δύο δουλειές, τον δίσκο “Acidwolf Legacy 1995 – 2005” και τον δίσκο “Welcome To Chicago”. Από το 1999 τον συναντάμε κυρίως ως The Flashbulb, το πιο διαδεδομένο και εκλεκτικό του project με καθαρά ηλεκτρονικό, ambient, idm και ολίγον post-rock ήχο και με παραγωγή είκοσι ένα συνολικά δίσκων (LP και EP μαζί). Αν υπολογίσει κανείς και τους έξι δίσκους με τα υπόλοιπα ψευδώνυμα, θα καταλάβει ότι ο 33χρονος Mr. της ηλεκτρονικής μουσικής έχει καταφέρει όσα λίγοι σε διπλάσιο αριθμό ετών. Ως The Flashbulb γράφει κυρίως drill n’ bass και breakcore συνθέσεις, όπου drill n’ bass σκεφτείτε αντίστοιχα τον Aphex Twin ή τον Squarepusher και όπου breakcore τον Kettel. Κάθε δίσκος διακρίνεται από διαφορετικό στυλ, αλλά όλοι ταυτίζονται στην ενορχήστρωση, εφόσον ο Flashbulb χρησιμοποιεί τόσο αληθινά όργανα όσο και ηχογραφημένους ήχους. Κλασικές συνθέσεις μπλέκονται με στοιχεία electronica και τη μια στιγμή νιώθεις σαν να σε χτυπάει το ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ την άλλη να ταξιδεύεις χαμένος σε διαστημικά ηχοτόπια. Ανάμεσα στους τόσους δίσκους, σίγουρα κάποιοι ξεχωρίζουν περισσότερο. Για παράδειγμα, ο δίσκος “Red Extensions Of Me” του 2004 είναι

από τους ελάχιστους, στους οποίους συμμετέχει και ο Greg Hirte με το βιολί του. Ο δίσκος “Kirlian Selections” του 2006 περιλαμβάνει 28 κομμάτια, μερικά από τα οποία ντύνουν μουσικά επιτυχημένες διαφημιστικές καμπάνιες, όπως το κομμάτι “Passage D” που χρησιμοποιήθηκε για τη διαφήμιση της Dove στην καμπάνια της Campaign for Real Beauty. Ήδη από το 2003 ο Benn Jordan άλλοτε ως Flashbulb και άλλοτε σαν Benn ξεκινά να γράφει περισσότερο κινηματογραφική μουσική για ταινίες με αποκορύφωμα τον δίσκο του 2008 “Soundtrack To A Vacant Life” που γράφτηκε ως soundtrack, χωρίς όμως να χρησιμοποιηθεί σε κάποια ταινία. Αυτός ο δίσκος είναι το πέρασμα του από τον καθαρά ηλεκτρονικό ήχο σε πιο κλασικές φόρμες. Το 2010 κυκλοφορεί το δίσκο “Arboreal” και δηλώνει ξεκάθαρα παρών στον κόσμο της electronica. Κομμάτια όπως το “Undiscovered Colors” ή το “Skeletons” που στο τέλος τα σπάει με τις κιθάρες του μπορούν να γίνουν το επόμενο κόλλημά σου. Το 2012 κυκλοφορεί τον ατμοσφαιρικό δίσκο “Opus At The End of Everything” με 25 κομμάτια, που αξίζει να τον ακούσει κανείς ολόκληρο από το πρώτο ως το τελευταίο κομμάτι ξανά και ξανά, κάνοντας ίσως περισσότερες στάσεις στο τραγούδι “Good Luck Out There”. Εκτός από τους δίσκους, έχει κυκλοφορήσει και πολύ αξιόλογα EP με το “That Missing Week” και το “Terra Firma” να ξεχωρίζουν. Σε συνεντεύξεις υποστηρίζει ότι ο μοναδικός λόγος που έχει έρθει σε αυτόν τον κόσμο είναι για να γράφει μουσική. Δε βρίσκουμε καμιά αφορμή για να διαφωνήσουμε μαζί του. Αν δε σας έπεισα με τα λόγια, απλά ακούστε τη μουσική του.

AKOYΣΕ https://soundcloud.com/treebee/the-flashbulb-remember-tomorrow JAN 2014

ARTCORE

13


Its a l l a b o ut b eats … h ea rt b eats

“You Can Fuck My Body Baby... But Please Don’t Fuck My Mind” - ΤΟΥ Θοδωρή Γολικίδη -

Οι αναμνήσεις και ο καπνός ενός τσιγάρου σε συνδυασμό με τον ήχο ενός βινυλίου των The Afghan Whigs ήταν η αφορμή για το παρακάτω άρθρο… 14

ARTCORE

JAN 2014


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ Όλα ξεκίνησαν όταν ήμουν 15-16 χρονών, γύρω στο 2002 όπου και δούλευα ως DJ σε ένα μικρό ροκάδικο ονόματι Rolling Stone στη Νάουσα. Το συγκεκριμένο ροκάδικο δεν ήταν απλώς ένα στέκι, ήταν ένα μουσικό σχολείο. Σε αντίθεση με τα συνηθισμένα στέκια του είδους, εκεί μέσα όλοι μικροί & μεγάλοι διψούσαν για ψαγμένες και μη τετριμμένες μουσικές. Σε μια εποχή που το Internet δεν ήταν τόσο διαδομένο στην Ελλάδα, χωρίς Youtube, Spotify και τα συναφή, το να ανακαλύψεις καινούρια μουσική απαιτούσε σεβασμό και πολύωρες συζητήσεις με άλλους music enthusiasts. Έτσι λοιπόν ένα βράδυ κάποιος μου ζήτησε να του παίξω ένα κομμάτι από τους The Afghan Whigs. Η απάντησή μου ήταν ότι πρώτη φορά ακούω το όνομα του συγκροτήματος και ότι δυστυχώς δεν έχω κάποιο δίσκο. Την επόμενη φορά που ήρθε στο μαγαζί μου χάρισε ένα βινύλιο… στο εξώφυλλο ένας αστροναύτης… το album ονομαζόταν “1965”. Τι να πρωτογράψει κανείς γι’ αυτήν την μπάντα! Αρχικά υπήρχε το γκρουπ The Black Republicans με τους Greg Dulli, Rick McCollum και Steve Earle να αποτελούν τον βασικό κορμό τους, ενώ λίγο αργότερα προστίθεται ο μπασίστας John Curley και κάπως έτσι σχηματίστηκαν οι Afghan Whigs στο Cincinnati των Ηνωμένων Πολιτειών το 1986. Η αλήθεια είναι ότι το πρώτο κομμάτι που ακούσαμε από αυτήν τη μαγική μπάντα ήταν ένα απλό cover του “Psychedelic shack” των Temptations. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι η πρόθεση πίσω από τη δημιουργία των Afghan Whigs ήταν η μίξη των δικών τους εμπνεύσεων σε συνδυασμό με τον ήχο του Neil Young και των Temptation. Με τη διάλυση των The Black Republicans ο Greg Dulli ξεκίνησε να γράφει υλικό για το ντεμπούτο album “Big Top Halloween”, το οποίο κυκλοφόρησε από ανεξάρτητο label που είχε ιδρύσει η ίδια η μπάντα ονόματι Ultrasuede τo 1988. Ο δίσκος τράβηξε την προσοχή του Jonathan Poeman συνιδρυτή του indie label Sub Pop, ο οποίος τους προέτρεψε να υπογράψουν για ένα one-off single, το οποίο βέβαια κατέληξε σε full συμβόλαιο και οδήγησε στην κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου “Up In It” σε συνεργασία με τον παραγωγό των Nirvana Jack Endino το 1990. Σήμα κατατεθέν ήχος της μπάντας, η μίξη soul με psychedelic sprawl, punk και φυσικά grunge κάτι που φαίνεται πεντακάθαρα στο τρίτο album “Congegration” καθώς και στο EP “Uptown Avondale” τα οποία κυκλοφόρησαν το 1992. Η αναγνώριση δεν άργησε και το 1993 το συγκρότημα θα υπογράψει το πρώτο συμβόλαιο με μεγάλη δισκογραφική. Ο λόγος φυσικά για την ξακουστή Elektra Records η οποία κέρδισε την πολυπόθητη υπογραφή μετά από μάχη με άλλα θηρία του χώρου της μουσικής βιομηχανίας. Έτσι το 1993 ηχογραφήθηκε το album “Gentlemen” στα Ardent Studios, γνωστά για τις ηχογραφήσεις σε αυτά «μουσικών θηρίων» όπως οι Led Zeppelin, οι ZZ Top, ο Bob Dylan και άλλοι. Οι επιτυχίες για τους Afghan Whigs συνεχίστηκαν, το album “Gentlemen” απέσπασε καταπληκτικές κριτικές και κατατάχθηκε σε ένα από τα πιο αναγνωρισμένα albums της χρονιάς, με στίχους που σοκάρουν και ήχο grunge, που θα ζήλευαν ακόμα και οι ίδιοι οι Nirvana. Το album τελικά κατέληξε στη 17η θέση

του Pazz & Jop poll της εφημερίδας Village Voice της Νέας Υόρκης και απέσπασε πολύ θετικές κριτικές σε έντυπα όπως το Rolling Stone. Αμέσως μετά την περιοδεία τους για το “Gentlemen”, οι συμμετοχές σε soundtracks ή και εμφανίσεις σε ταινίες όπως το “Beautiful Girls” δίνουν και παίρνουν. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Dulli εμφανίστηκε και στο ντεμπούτο album της μπάντας του άλλοτε drummer των Nirvana Dave Grohl, δηλαδή τους Foo Fighters. O ήχος που γίνεται πιο dark παραπέμποντας σε soundtracks ταινιών film noir, η αντικατάσταση του drummer από τον Paul Buchignani και η προσομοίωση του ήχου των live εμφανίσεων στις ηχογραφήσεις τους οδήγησαν στη δημιουργία του “Black Love ”. Ένα album του 1996, που κέρδισε τη θέση 79 του Billboard Top 200 chart. Κοντά στο 1998 η μπάντα περνάει σε μια περίοδο καμπής. Το “Black Love” θεωρείται μια εμπορική απογοήτευση... ο Dulli περνάει περίοδο κατάθλιψης και το διαζύγιο με την Elektra Records είναι γεγονός. Φυσικά ένα συγκρότημα του μεγέθους των Afghan Whigs δε θα μπορούσε να μείνει έτσι απλά εκτός δισκογραφίας. Η υπογραφή με τη Sony/ Columbia εξασφαλίζει τη συνέχεια του έργου τους και την ηχογράφηση και κυκλοφορία του, προσωπικά αγαπημένου μου album “1965”. Αν απορείτε για το όνομα “1965”, παραπέμπει στη χρονιά την οποία γεννήθηκαν οι Dulli και Curley. Ο δίσκος αυτός είναι και ο τελευταίος τους και απέσπασε πολύ θετικά σχόλια και κριτικές. Η Soul και η Rock φλερτάρουν μεταξύ τους σαν δύο ερωτευμένοι και συνδυάζονται με τη συνταγή που μόνο οι Afghan Whigs ξέρουν να μαγειρεύουν. Την ανατριχιαστική και όμορφη πορεία τους έρχεται να ολοκληρώσει μια περιοδεία στο πλευρό των Aerosmith, ως opening act στις συναυλίες τους. Το 2001 μια απλή ανακοίνωση στον τύπο κάνει λόγο για διάλυση της μπάντας. Οι δικαιολογίες δεν ήταν δικαιολογίες... ήταν πρακτικά κολλήματα. Τα μέλη ζούσαν με τις οικογένειές τους μακριά ο ένας από τον άλλον καθιστώντας αδύνατη πλέον τη σύνθεση νέου υλικού. Σίγουρα άδοξο τέλος για μια μπάντα η οποία χάρισε μελωδίες που ανατριχιάζουν και στίχους που σου θυμίζουν τα πιο σκοτεινά και αρρωστημένα σου πάθη. Όμως τελικά μας επεφύλασσαν μια έκπληξη. Το 2006 το lineup του 1965 ηχογραφεί 2 νέα τραγούδια τα “I’m a soldier” και “Magazine” τα οποία κυκλοφόρησαν το 2007 στα ράφια των δισκοπωλείων από τη Rhino Records. Η μεγαλύτερη έκπληξη έρχεται μερικά χρόνια αργότερα, και πιο συγκεκριμένα, στις 22 Μαΐου 2012 όπου και εμφανίζονται live στην εκπομπή Late Night With Jimmy Fallon για να ανακοινώσουν τη συναυλία τους στο Λονδίνο 5 μέρες αργότερα στις 27 Μαΐου. Τα λόγια για το τι έγινε στη συναυλία ίσως είναι περιττά, αφού η απόδοσή τους έφτασε το peak και οι πάντες κάνουν λόγο για wake up call των 90s alternative μουσικών ηρώων. Μετά από αυτό οι Afghan Whigs συνεχίζουν με ορισμένες live εμφανίσεις και κυκλοφορίες νέων κομματιών που κυκλοφορούν ως δωρεάν downloads στην προσωπική τους ιστοσελίδα. Το μέλλον αβέβαιο και γι’ αυτούς και για εμάς, τους fans τους, αφού εκεί που δεν το περιμένεις έρχονται για να σου θυμίσουν ότι όσο γερνάνε γίνονται καλύτεροι! JAN 2014

ARTCORE

15


Its a l l a b o ut b eats … h ea rt b eats

Hang - ΤΟΥ Θοδωρή Γολικίδη -

...και τότε ήρθε στο μυαλό μου μια ανάμνηση. Μια απογευματινή βόλτα στο Amsterdam, πρώτη φορά χωρίς ακουστικά πάνω στο ποδήλατο και τότε ήταν που το άκουσα για πρώτη φορά...

16

ARTCORE

JAN 2014


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Το ταξίδι μας στον κόσμο των μουσικών οργάνων συνεχίζεται. Προβληματίστηκα αρκετά μέχρι να αποφασίσω ποιο θα είναι το δεύτερο όργανο για το οποίο θα έγραφα και τότε ήρθε στο μυαλό μου μια ανάμνηση. Μια απογευματινή βόλτα στο Amsterdam, πρώτη φορά χωρίς ακουστικά πάνω στο ποδήλατο και τότε ήταν που το άκουσα για πρώτη φορά. Ένας αρμονικός ήχος... Δεν ήξερα πώς αλλιώς να τον περιγράψω. Δεν ήξερες αν προέρχεται από κάποιο έγχορδο ή άλλου είδους όργανο, απλά μαγευόσουν. Και τότε παρατήρησα έναν τύπο που καθόταν στην άκρη του δρόμου, κρατώντας στην αγκαλιά του κάτι που έμοιαζε με ταψί και συνάμα με UFO και, καθώς το χτυπούσε, αυτός ο ήχος συνεχιζόταν. Τελικά αυτό το «ταψί», με λίγη έρευνα αργότερα έμαθα πως ονομάζεται Hang. Ανήκει στην κατηγορία των ιδιόφωνων οργάνων και είναι κρουστό. Σε περίπτωση που δε γνωρίζεις τι είναι τα ιδιόφωνα όργανα, είναι αυτά, των οποίων η ηχοπαραγωγή οφείλεται στη δόνηση του σώματός τους, αυτού καθεαυτού. Αν σε βοηθάει, σκέψου την καμπάνα στην εκκλησία. Εμπνευστές του Hang είναι οι Felix Rohner και Sabina Scharer από την Ελβετία. Η εταιρία τους ονομάζεται PANArt Hangbau AG και γι’ αυτό μερικές φορές μπορεί να τύχει να ακούσεις το Hang να αποκαλείται και ως PAN drum ή Hang drum, κάτι όμως που απογοητεύει τους ίδιους τους εφευρέτες του, οι οποίοι προτιμούν να το αποκαλούν απλά Hang και αυτό όχι από βίτσιο, αλλά επειδή η λέξη hang σημαίνει χέρι στη γερμανική διάλεκτο της Βέρνης και το χέρι είναι το σήμα κατατεθέν της εταιρίας. Το Hang αποτελείται από 2 μισά κελύφη, τα οποία με τη σειρά τους αποτελούνται από νιτριδωμένα φύλλα χάλυβα, κολλημένα στις «όχθες», αφήνοντας το εσωτερικό κούφιο και δημιουργώντας το σχήμα UFO, που αναφέραμε στην αρχή. Φυσικά η πάνω και η κάτω πλευρά διαφέρει. Η κορυφή (Ding) έχει σφυρηλατημένη μια νότα στο κέντρο της και επτά ή οκτώ πεδία τονικότητας, σφυρηλατημένα γύρω από το κέντρο. Το κάτω μέρος (Gu) είναι επίπεδο και έχει μια τρύπα στο κέντρο, η οποία, όταν «χτυπηθεί» το στεφάνι, βγάζει μια συντονισμένη νότα, λειτουργώντας ως ηχείο. Πριν βαρεθείς παραπάνω με πληροφορίες, οι οποίες πιθανότατα δε σε ενδιαφέρουν, θα σου πω απλά ότι το Hang είναι αποτέλεσμα χρόνιων ερευνών πάνω στο steel pan και σε άλλα όργανα και χρησιμοποιεί τις ίδιες βασικές αρχές με το steel pan, όμως λίγο τροποποιημένες, ώστε να ενεργεί ως αντηχείο Helmholtz. Αν ωστόσο αποφασίσεις να το προμηθευτείς, πρέπει να ξέρεις ότι υπάρχουν αρκετοί τύποι Hang για να διαλέξεις, κατασκευασμένοι από διαφορετικά υλικά και σε διαφορετικές τονικότητες. Το μεγάλο του μειονέκτημα πάντως, όπως θα ανακαλύψεις και μόνος σου, είναι η υψηλή τιμή του. Όπως και στο προηγούμενο άρθρο, θα σε αφήσω να απολαύσεις το Hang εν ώρα δράσης σε κάποια ενδιαφέροντα βίντεος παρακάτω. http://www.youtube.com/watch?v=xk3BvNLeNgw http://www.youtube.com/watch?v=rd58pPgmivI http://www.youtube.com/watch?v=oLl2eBGZlF0 JAN 2014

ARTCORE

17


REC

Flying Lotus: Until The Quiet Comes - ΤΗΣ ΈλεναΣ Βασιλειάδου -

Έχει κολλήσει το δάχτυλό μου στο repeat και μαζί με αυτό και το μυαλό μου. Εμ, δυο χρόνια περίμενα το αναθεματισμένο τούτο το album. Ήρθε η ώρα να πάρω το αίμα μου πίσω…

18

ARTCORE

JAN 2014


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

«Ένα κολάζ από μυστικιστικές καταστάσεις, όνειρα, ύπνο και νανουρίσματα». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Steven Ellison, aka Flying Lotus και FlyLo ενίοτε, το πολυαναμενόμενο, καινούργιο του album, που έκανε release τον περασμένο Οκτώβρη από τη Warp Records και φέρει τον τίτλο “Until The Quiet Comes”. Resident του Los Angeles, free spirit στην ψυχή και αίμα των Coltrane, ο εικοσιεννιάχρονος παραγωγός FlyLo φαίνεται πως ήρθε για να μείνει στην ηλεκτρονική και experimental hip-hop μουσική σκηνή. Με ήχο έντονα πειραματικό και φανερά abstract ο FlyLo δείχνει να τιμάει τα γονίδιά του, αφού το jazz στοιχείο επικρατεί σε όλες του σχεδόν τις δουλειές. Είναι ο ιδρυτής και leader της δισκογραφικής εταιρείας Brainfeeder, ενός independent label που εστιάζει στην παραγωγή ηλεκτρονικής και instrumental hip-hop μουσικής και σίγουρα αξίζει την προσοχή σου, αν είσαι φαν του είδους, αφού στο roster του περιλαμβάνονται ονόματα όπως οι Daedalus, Strangeloop, TOKiMONSTA κ.α. Με ένα laptop και ένα sampler ονόματι Akai MPC φαίνεται πως ο FlyLo μπορεί να κάνει θαύματα. Έχοντας συνεργαστεί κατά κόρον με τη Warp Records αλλά και με άλλες δισκογραφικές εταιρείες όπως η Ramp Recordings, Tectonic Records και Brownswood Recordings κυκλοφόρησε Singles, EPs, Mixes καθώς και τέσσερα studio albums. Έκανε το ντεμπούτο του το 2006 με το album “1983” σε συνεργασία με την Plug Research Records. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το “Los Angeles” από τη Warp Records. Το 2010 ακολούθησε το “Cosmogramma” και πάλι σε συνεργασία με τη Warp. Το 2012 ηχογραφήθηκε το τέταρτο album του “Until The Quiet Comes” το οποίο κατέκτησε την 34η θέση στο US Billboard 200 και πούλησε 13.000 κόπιες από την πρώτη κιόλας εβδομάδα.

Το “Until The Quiet Comes” φέρει ψυχεδελικές επιρροές, διαφορετική δυναμική, ποικίλες τεχνικές μίξης και έναν συνδυασμό hip-hop και electronica. «Υπνωτιστικοί ρυθμοί, ονειρικά φωνητικά, synths, παλλόμενα κρουστά, ακανόνιστα drum beats, τρεμάμενα basslines, ιδιαίτερα samples...». Όλα αυτά που σε κάνουν να λες πόσο πολύ αγαπάς “αυτόν τον – Flying Lotus – ήχο”. Ανάμεσα στα vocals των κομματιών του νέου album, ίσως αναγνωρίσεις τις φωνές του Thom Yorke, της Laura Darlington, της Erykah Badu αλλά και της Niki Randa. Και αν το “Cosmogramma” το χαρακτηρίζει ο ρυθμός, τότε σίγουρα το “Until The Quiet Comes” το διακατέχει η μελωδία. Μελωδία γεμάτη από ανόμοια στοιχεία τα οποία δημιουργούν μία «ουράνια ατμόσφαιρα από jazz και snapping ρυθμούς». Δεν πρόκειται απλά για μία κολεξιόν από τραγούδια αλλά για μία ένωση διαφορετικών ψυχολογικών διαθέσεων και καταστάσεων οι οποίες κόβονται και ράβονται με τέτοιον τρόπο, ώστε καταφέρνουν να δημιουργήσουν «έναν παραμορφωμένο εσωτερικό μονόλογο» - «μία συναισθηματική ενδοσκόπηση του ίδιου του καλλιτέχνη». Ναι, τολμώ να πω πως πρόκειται για ένα album που μπορεί να προσδιοριστεί ως «ο μουσικός συνοδός των ονείρων σου». Αν και τα χρόνια της παραγωγικής δράσης του Flying Lotus δεν είναι πολλά, φαίνεται πως είναι αρκετά, ώστε να του προσάψει κανείς επίθετα όπως «πρωτοπόρος» ή «καινοτόμος» και μάλλον όχι άδικα, αφού το όνομά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αναγέννηση του beat της Δυτικής Ακτής. Αν είσαι λάτρης της ηλεκτρονικής σκηνής, ολίγον τι ονειροπαρμένος και δεν τον έχει πάρει ακόμα το αυτί σου, σε προκαλώ να τον ακούσεις. Οφείλω όμως να σε προειδοποιήσω πως, αν το “Cosmogramma” σου προκαλέσει “ένα γερό ηλεκτρικό σοκ”, τότε σίγουρα το “Until The Quiet Comes” θα σου πάρει το κεφάλι… JAN 2014

ARTCORE

19


REC

Gil Scott-Heron: Η φωνή της διαμαρτυρίας και ο αρχηγός μιας επανάστασης που μπορούσες να τη χορέψεις - ΤΗΣ ΈλεναΣ Βασιλειάδου -

20

ARTCORE

JAN 2014


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ «Δε θα μπορείς να κάτσεις σπίτι, αδερφέ, δε θα μπορείς να συνδεθείς, να ανάψεις, να παραιτηθείς. Δε θα μπορείς να χάσεις τον εαυτό σου στην πρέζα και να ξεχαστείς, να κάνεις ένα διάλειμμα για μπίρα ανάμεσα στις διαφημίσεις. Γιατί η επανάσταση δε θα μεταδοθεί τηλεοπτικά, η επανάσταση δε θα είναι θέαμα σε επανάληψη, η επανάσταση θα γίνει ζωντανά». Στίχοι γεμάτοι νόημα και ουσία. Γιατί πολύ απλά ο Gilbert Scott-Heron (1949-2011) υπήρξε καλλιτέχνης που δεν άφηνε τίποτα να «πέσει κάτω» και να χαραμιστεί.

Γεννημένος στο Σικάγο της Αμερικής το 1949 και μόνιμος κάτοικος του Harlem τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, ο Gil Scott-Heron με την ψηλή και λιπόσαρκη, σχεδόν καχεκτική κορμοστασιά του, υπήρξε ποιητής της soul, blues και jazz σκηνής και έχει χαρακτηριστεί ως ο godfather της rap. Έγινε περισσότερο γνωστός ως performer προφορικού λόγου τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 και λιγότερο ως συγγραφέας. Ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει τον εαυτό του ως “bluesologist” (μην ανατρέξεις σε λεξικά, πρόκειται για όρο που ο ίδιος εφηύρε). Ποιητής του δρόμου και ανήσυχο πνεύμα, που με τη μουσική του επηρέασε και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία των μετέπειτα αφρικανο-αμερικάνικων ειδών μουσικής όπως η hip-hop και η neo-soul. Ο κύριος Gil Scott υπήρξε ο proto-rapper που λίγο-πολύ διαμόρφωσε τη στάση και το “στιλιστικό λεξιλόγιο” διαφόρων rap groups που έδρασαν μετέπειτα στη hip-hop μουσική σκηνή όπως οι Public Enemy. Μέσω της μουσικής του άσκησε δριμύτατη κριτική στην πολιτική, το ρατσισμό και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τη δεκαετία του ‘70 με αποτέλεσμα η φωνή του να έχει ταυτιστεί με την κουλτούρα της διαμαρτυρίας. Ο Scott-Heron «παντρεύει» την πολιτική με τη soul, σε βαθμό που δεν κατάφερε κανένας άλλος καλλιτέχνης ως τώρα.

Ξεκίνησε να ηχογραφεί δίπλα στον θρυλικό jazz παραγωγό Bob Thiele (γνωστός για τις συνεργασίες του με σπουδαία ονόματα της jazz όπως οι Louis Armstrong και John Coltrane). Το 1970 έκανε το πρώτο του release με το album “Small Talk at 125th and Lenox” σε συνεργασία με τη Flying Dutchman Records. Ένα album με 15 tracksκαταπέλτες κατά της επιπολαιότητας της τηλεόρασης και της ματαιοδοξίας του καταναλωτισμού. Σε συνεργασία με την ίδια δισκογραφική ηχογράφησε άλλα δύο albums το ‘‘Pieces of a Man’’ (1971) και το ‘‘Free Will’’ (1972). Ένα από τα κομμάτια του ‘‘Pieces of a Man’’ είναι το θρυλικό ποίημα-τραγούδι ‘‘The Revolution Will Not Be Televised’’… Ο ίδιος σε συνέντευξή του δήλωσε ότι «αυτό το τραγούδι ήταν για το μυαλό σου… πρέπει να αλλάξεις το μυαλό σου πριν αλλάξεις τον τρόπο που ζεις και τον τρόπο που κινείσαι… αυτό που θα αλλάξει τον κόσμο θα είναι κάτι το οποίο κανένας ποτέ δε θα μπορέσει να καταγράψει σε φιλμ… θα είναι απλά κάτι που βλέπεις και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι είσαι σε λάθος σελίδα» (...και προφήτης λοιπόν ο κύριος Gil Scott). Ο τίτλος του συγκεκριμένου κομματιού είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά ως σλόγκαν σε πανό από κινήματα διαμαρτυρίας της Αμερικής τη δεκαετία του ‘60. Το 1974 ο πατέρας της rap συνεργάστηκε με τη Strata-East Records και ηχογράφησε το album ‘‘Winter in America’’. Από το 1975 μέχρι το 1982 συνεργάστηκε με την Arista Records με την οποία και κυκλοφόρησε 9 albums. Λόγω της εξάρτησής του από το crack, ο Scott-Heron ηχογραφεί τον επόμενό του δίσκο ‘‘Spirits’’ το 1994 σε συνεργασία αυτή τη φορά με την TVT Records. Το 2010 κυκλοφορεί το τελευταίο του album σε συνεργασία με την XL Recordings το οποίο φέρει τον τίτλο ‘‘I’m New Here’’. Με τον τίτλο του album αυτού ο Gil Scott θέλει να υποδηλώσει τα πρώτα του βήματα στην ηλεκτρονική μουσική μιας και ο δίσκος φέρει ηλεκτρονικό minimal ήχο. Με στίχους εξομολογητικούς που αποκλίνουν από τους προηγούμενους, αποτυπώνει τη λύπη του, τη συμφιλίωσή του και την «εξαγορά» του. Λόγω καταχρήσεων και προβλημάτων υγείας ο proto-rapper έχασε τη ζωή του σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης στις 27 Μαίου το 2011 σε ηλικία 62 ετών. Μπορεί ο Gil Scott-Heron να είναι άγνωστος σε πολλούς, το σίγουρο όμως είναι πως σε όσους τον έχουν ακούσει και γνωρίζουν την ιστορία του παραμένει ανεξίτηλος στη μνήμη τους για πάντα... JAN 2014

ARTCORE

21


ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΩΝ ΤΑΣ

Jeff Buckley: Grace - ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΥΡΑΤΣΟΥ -

Με τον Bono να λέει «είναι σίγουρα καλύτερός μου!» και τον Chris Martin των Coldplay να παραδέχεται πόσο έχει επηρεαστεί από τον Jeff Buckley, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε με δέος απέναντι σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά ταλέντα που εμφανίστηκαν αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβαν να... ξεδιπλωθούν όσο τους άξιζε.

22

ARTCORE

JAN 2014


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Θα μπορούσαμε να γράφουμε για τη σύντομη ζωή και το έργο του Jeff Buckley σε πολλά άρθρα, αλλά καλύτερα να αφήσουμε τη μουσική του να μιλήσει και να σταθούμε σε κάποια βασικά στοιχεία προς ενημέρωση αυτών που δεν έχουν έρθει ακόμα σε επαφή μαζί του. Ο Jeff υπήρξε γιος του γνωστού τη δεκαετία του ’70 Tim Buckley, ταλαντούχου τραγουδοποιού, αλλά και αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα, καθώς έφυγε από τη ζωή το 1975 σε ηλικία μόλις 28 ετών από υπερβολική δόση ναρκωτικών ουσιών. Δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον πατέρα του, που παράτησε την οικογένειά του αρκετά νωρίς... τον είδε μία φορά όταν ήταν 8 ετών. Γεννήθηκε στην Καλιφόρνια το 1966 και στα νεανικά του χρόνια δούλευε ως session κιθαρίστας, κοινώς ως κιθαρίστας σε rock groups. Άλλωστε προερχόταν από μουσικό περιβάλλον, καθώς η μητέρα του έπαιζε πιάνο και τσέλο. To 1990 ήρθε στη Νέα Υόρκη, όπου ξεκίνησε μια ενεργή πορεία ως τον πρόωρο θάνατό του το 1997, όπου κάτω από μάλλον αδιευκρίνιστες συνθήκες πνίγηκε στον ποταμό Μισισιπή. To 1994 είναι μια καθοριστική χρονιά για τον Jeff αφού κυκλοφόρησε το “Grace”... ένας από τους καλύτερους rock δίσκους της δεκαετίας του ’90, για πολλούς ίσως και όλων των εποχών. Το άλμπουμ είναι παραγωγή του Andy Wallace (παραγωγού μεταξύ άλλων και των Nirvana, Sonic Youth, Faith No More) και περιέχει 7 πρωτότυπα τραγούδια (“Μojo Pin”, “Grace”, “Last Goodbye”, “So Real”, “Lover You shouldn’t come over”, “Eternal life”, “Dream brother”) και 3 διασκευές, το “Lilac wine” που έγινε διάσημο με τη μοναδική φωνή της Nina Simone, το “Corpus christi carol” του Benjamin Britten, γνωστού Βρετανού συνθέτη και το “Hallelujah” του Leonard Cohen. Το “Hallelujah” μάλιστα έχει μπει στη λίστα με τα καλύτερα τραγούδια του αιώνα σύμφωνα με το Αμερικάνικο μουσικό περιοδικό Rolling Stone, ενώ στο ίδιο περιοδικό ολόκληρο το άλμπουμ καταλαμβάνει μία θέση ανάμεσα στα 500 καλύτερα όλων των εποχών. Θυμάμαι σαν τώρα, τέλη της δεκαετίας του ΄90 να βρίσκομαι στο σπίτι του φίλου και παραγωγού Dani Joss, ο οποίος με έφερε σε επαφή με τον Buckley μέσω μιας βιντεοκασέτας (!) που περιείχε μια ζωντανή εμφάνισή του. Την είδαμε και ομολογώ ότι την εποχή εκείνη δεν εντυπωσιάστηκα. Λίγο καιρό μετά αγόρασα το “Grace” σε cd. Μαγεία! Ένας δίσκος που δε σε αφήνει «ήσυχο» από την αρχή μέχρι το τέλος. Από τη μια πλευρά η τρομερή δυναμική μιας rock μπάντας σαν αυτής του Buckley, από την άλλη η μοναδική ερμηνευτική δεινότητα του τραγουδιστή και φυσικά οι εξαιρετικές συνθέσεις και διασκευές. Η φωνή του Buckley δεν είναι μια συνηθισμένη φωνή, έχει μια δύναμη και συνάμα μια εύθραυστη και κρυστάλλινη χροιά που σε ανατριχιάζει. Το βιμπράτο του (το «τρέμουλο») μοιάζει υπερβολικό αλλά δεν είναι, λαμβάνοντας υπόψη και την καταγωγή του, καθώς και την Americana τραγουδιστική

παράδοση. Αρκετά μεγάλη έκταση και ακρίβεια στα ψηλά και στα χαμηλά. To “Ηallelujah”, προσωπικά, μου αρέσει πολύ περισσότερο από το πρωτότυπο του αξιοσέβαστου Leonard Cohen. To “Eternal life” σε καθηλώνει με τους ανατρεπτικούς του στίχους και με το “Last goodbye” ξαναερωτεύεσαι... Το “Grace” είναι ένας δίσκος που δεν έχει περίσσιο τραγούδι. Και αυτό είναι ένα τρομερά σημαντικό στοιχείο που τον κάνει μοναδικό. Ταυτόχρονα, τα τραγούδια του δίσκου δεν ακολουθούν μια συγκεκριμένη συνταγή. Τη μια στιγμή πατάνε στο κλασικό ροκ, μετά στο alternative και ακόμα και τα jazz στοιχεία είναι διακριτά. Κάπου εκεί με πιάνει μελαγχολία… Είναι δυνατόν τέτοια ταλέντα να χάνονται έτσι νωρίς; Curt Cobain, Michael Hutchence, Ian Curtis και τόσοι άλλοι και μαζί με αυτούς και ο Jeff Buckley. Εκτός από διάφορες σκόρπιες ηχογραφήσεις, ο Buckley πρόλαβε να αφήσει παρακαταθήκη σε όλους εμάς έναν και μόνο δίσκο, αλλά και μόνο με αυτόν κατάφερε να μας μαγέψει.

JAN 2014

ARTCORE

23


ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΩΝ ΤΑΣ

Pearl Jam: Ten - ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΥΡΑΤΣΟΥ -

Είναι αυτοί οι δίσκοι που χρειάζονται τρεις Ή τέσσερις ακροάσεις για να καταλάβεις την αξία τους και να αρχίσουν να σου αρέσουν, αλλά είναι και εκείνοι που με το πρώτο άκουσμα σε εκτοξεύουν στο διάστημα της μουσικής συγκίνησης. Ένας από αυτούς είναι το θαυμάσιο “Ten”, το γνωστό ντεμπούτο των διάσημων Pearl Jam από το μακρινό Σιάτλ, της επιδραστικότερης ίσως μπάντας των τελευταίων 20 ετών σε αυτό που ονομάζουμε grunge rock.

24

ARTCORE

JAN 2014


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Οι Pearl Jam ξεφύτρωσαν από μια μουσική σκηνή που άρχισε να βγάζει τα πρώτα της άνθη στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στο Σιάτλ της πολιτείας Ουάσινγκτον της Αμερικής. Επηρεασμένοι από το hard core, το alternative, την americana (είναι γνωστό ότι οι Pearl Jam έχουν ως μέντορα τον Neil Young) αλλά και άλλα είδη ανεξάρτητης ροκ μουσικής, οι Pearl Jam, όπως και άλλες μπάντες της εποχής (Mudhoney, Screaming Trees, Alice in Chains, Mother Love Bone) λίγο πριν ή ταυτόχρονα με αυτούς δημιούργησαν ένα νέο είδος που θα χαρακτηριζόταν από δυνατές ηλεκτρικές κιθάρες με παραμόρφωση, εκρηκτικούς ρυθμούς και έντονα φωνητικά. Τα μέλη της μπάντας εκείνη την εποχή ήταν οι: Eddie Vedder (φωνητικά), Jeff Ament (ηλεκτρικό μπάσο), Stone Gossard (ηλεκτρική κιθάρα), Mike McCready (ηλεκτρική κιθάρα) και Dave Krusen (τύμπανα). O Ament και o Gossard πέρασαν από συγκροτήματα όπως οι Green River και Mother Love Bone λίγα χρόνια νωρίτερα, μέχρι να δημιουργήσουν ουσιαστικά τους Pearl Jam. Στα μέσα του 1990 ηχογράφησαν μία ντέμο κασέτα με αρκετά ορχηστρικά τραγούδια, η οποία μέσω του Jack Irons (ντράμερ των Red Hot Chili Peppers, ο οποίος στη συνέχεια εντάχθηκε στους Pearl Jam) έφτασε στα χέρια του Eddie Vedder. Ο Vedder έγραψε κάποιους στίχους για τα τραγούδια αυτά και αμέσως κλήθηκε για audition από τους δύο μουσικούς. Τον Οκτώβριο του 1990 ο Vedder έγινε o τραγουδιστής των Pearl Jam και το συγκρότημα υπέγραψε στην Epic Records. Το Μάρτιο του 1991 ξεκίνησε η ηχογράφηση του “Ten” με παραγωγό τον Rick Parashar και τελείωσε το Μάιο του ίδιου έτους, καθώς μέρος των ηχογραφήσεων ήταν έτοιμο από τα ντέμο των Ament και Gossard. Κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1991. Το “Ten” είναι ένας δίσκος με πολλά πραγματικά καλά τραγούδια. Παρόλο που δεν έγινε εμπορική επιτυχία αμέσως μόλις βγήκε, κατάφερε να δώσει τρία πολύ δυνατά singles (“Alive”, “Even Flow” και “Jeremy”), ενώ μέσα στον επόμενο χρόνο ανέβηκε και στο νούμερο 8 του Billboard. Οι στίχοι του Vedder αγγίζουν κυρίως κοινωνικά θέματα (απομόνωση, κατάθλιψη), ενώ το “Jeremy” είναι εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία ενός μαθητή λυκείου που αυτοπυροβολήθηκε μπροστά στους συμμαθητές του. Ένα ορχηστρικό κομμάτι, στο οποίο ακούγεται ένα υπέροχο θέμα με άταστο μπάσο, ανοίγει και κλείνει το δίσκο. Μάλιστα, στο τέλος παρουσιάζεται ως κρυφό κομμάτι, καθώς αρχίζει περίπου 10 δευτερόλεπτα μετά το τέλος του “Release”. Το πρώτο τραγούδι είναι το “Once”, ένα απίστευτα δυνατό κομμάτι με εκπληκτικές κιθάρες, αλλά και εκρηκτικά φωνητικά. Αμέσως μετά παρελαύνουν τραγούδια όπως

το “Even Flow” και “Why Go”, ενώ λίγο πριν το “Jeremy” ακούγεται το “Black”, μια μπαλάντα με πολύ δυνατό στίχο και το πολύ γνωστό μουσικό θέμα που ακούγεται μετά τη μέση του κομματιού συνέχεια μέχρι το φινάλε, αποτελώντας το σήμα κατατεθέν του. Ανάμεσα σ’ αυτά ο ύμνος “Alive” είναι και το κομμάτι που τελικά εκτόξευσε τους Pearl Jam. Σίγουρα συγκαταλέγεται στα καλύτερα τραγούδια της μπάντας και είναι από τα αγαπημένα των fans τους. Τα υπόλοιπα 5 τραγούδια του δίσκου δίνουν την ολοκληρωμένη εικόνα ενός συμπαγούς αποτελέσματος και μιας μπάντας που δείχνει ιδιαιτέρως δεμένη, την ίδια στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο Ament δήλωνε με μετριοφροσύνη πως «ξέρουμε πως έχουμε να διανύσουμε ακόμα πολύ δρόμο ώστε να γίνουμε πραγματική μπάντα». Στο κομμάτι της παραγωγής είναι αλήθεια πως ο δίσκος έχει αρκετό «βάθος» (το λεγόμενο “reverb” στη γλώσσα της μουσικής παραγωγής) στη φωνή αλλά και στα όργανα. Έχει ενδιαφέρον ότι το γκρουπ δήλωσε πως θα ήθελε σήμερα να ξαναμιξάρει το δίσκο, αφαιρώντας αρκετό από αυτό το «βάθος». Το “Ten” θεωρείται ακόμα και σήμερα ο πιο επιτυχημένος δίσκος των Pearl Jam, ενός συγκροτήματος που καταφέρνει 22 χρόνια μετά να βρίσκεται σε φόρμα, να ηχογραφεί δίσκους και να πραγματοποιεί περιοδείες. Ένα ακόμα θετικό αυτού του δίσκου είναι το εξαιρετικό artwork με τα μέλη του γκρουπ να ενώνουν τα υψωμένα χέρια τους στο εξώφυλλο σε μια ένδειξη ομαδικότητας και δεσίματος που αποτελούν και τα στοιχεία μιας επιτυχημένης μπάντας. Το 2003 κατέκτησε τη θέση 209 ανάμεσα στους καλύτερους δίσκους όλων των εποχών σύμφωνα με το Rolling Stone, ενώ πολλά περιοδικά το περιλαμβάνουν σε λίστες με τα καλύτερα άλμπουμς των 90s.

JAN 2014

ARTCORE

25


ΣΥΝΕΝ Τ ΕΥΞΕΙΣ

Anders Trentemoller: «Θέλω να είμαι κύριος και αφεντικό του εαυτού μου» - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ελένη Μαρκ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Θοδωρής Γολικίδης, Αλεξία Τζιώγα -

Στις 12:00pm έχω τηλεφωνική συνέντευξη μέσω skype με τον κύριο TrentemOller. Έχω ρωτήσει περίπου 10 άτομα για τη διαφορά ώρας με Δανία, έχω διαβάσει τις ερωτήσεις άπειρες φορές, έχω τοποθετήσει μαγνητοφωνάκια, γιατί, με την γκαντεμιά που με δέρνει, το πρόγραμμα ηχογράφησης του Skype μπορεί και να κλατάρει και ακούω τα κομμάτια του για να μπω στο κλίμα. Α! και μέσα σε όλα πρέπει να μην ξεχάσω να ρωτήσω εκ μέρους ενός φίλου μου, του Θοδωρή, την ιστορία του “Miss you”. Κάνω τον σταυρό μου και ιδού… 26

ARTCORE

JAN 2014


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

> Καλημέρα σας, κ. Anders! Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας και για τη συνέντευξη. Έχω μερικές ερωτήσεις για σας, αλλά επειδή δεν είμαι ειδικός στη μουσική, σας ζητώ συγγνώμη εκ των προτέρων αν δεν καταλάβω κάτι. > Μην ανησυχείς. > Λοιπόν… είναι αρκετά μεγάλη επιτυχία να έχετε ήδη καθιερωθεί στη μουσική βιομηχανία, πριν ακόμα κυκλοφορήσετε το ντεμπούτο σας, “The Last Resort”. Ακούγεται αρκετά δύσκολο. Πώς το καταφέρατε; > Ναι, αλλά αυτό που είχα καταφέρει, ήταν να καθιερωθώ μόνο, ως κάποιος ο οποίος μπορεί να κάνει κάποια remix και κάποια πράγματα στην techno μουσική, οπότε ήταν πολύ σημαντικό που είχα την ευκαιρία να δημιουργήσω το δικό μου album, καθώς επίσης να κυκλοφορήσω όλη αυτήν τη μουσική που δημιουργούσα η οποία, ξέρεις, δεν ήταν και τόσο προσανατολισμένη στο να είναι μουσική για κλαμπς. Οπότε για μένα, το να κάνω το πρώτο μου album δεν ήταν και τόσο δύσκολο, αλλά περισσότερο μία φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Επίσης, είχα κουραστεί λίγο να δημιουργώ house και techno μουσική. Παίζω πολύ indierock και άλλα είδη μουσικής, συνεπώς ήταν υπέροχο το να κυκλοφορήσω κάποια πράγματα τα οποία δεν ήταν προορισμένα για κλαμπς. > Τι σας προσφέρει η μουσική; Εννοώ πέραν του οικονομικού κέρδους. Τι σημαίνει για σας η μουσική; > Για μένα, φυσικά, δεν έχει καμία σχέση με τα χρήματα, απολύτως καμία. Η μουσική είναι το μεγαλύτερό μου πάθος και, από τότε που ήμουν μικρός, έπαιζα πιάνο, ντραμς και αγαπώ το γεγονός ότι μπορεί κανείς να βυθιστεί στη μουσική. Η μουσική είναι κατά κάποιον τρόπο μία παγκόσμια

γλώσσα, οπότε για μένα σημαίνει πολλά, είναι ένας τρόπος έκφρασης. Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή χωρίς τη μουσική. Η μουσική είναι πολύ, πολύ σημαντική… και στην καθημερινή μου ζωή, νομίζω. > Προσφέρατε μία αλλαγή στον ήχο της minimal-techno. Θα μπορούσατε να περιγράψετε με λίγο λόγια την επονομαζόμενη «ιδιαίτερη Trentem ller χροιά»; Θέλω να πω, ακούγεται σαν κάτι πολύ ιδιαίτερο, εναλλακτικό, μοναδικό… > Ναι… νομίζω ότι είναι πάντα τρομερά δύσκολο να περιγράψει κανείς τον δικό του ήχο, αλλά προσωπικά προσπαθώ απλά να μη σκέφτομαι τόσο συνειδητά τι είναι αυτό που κάνω. Απλά προσπαθώ να φτιάξω τη μουσική που έχω μέσα στο μυαλό μου, οπότε για μένα το ζήτημα είναι να προσπαθείς να συνθέσεις μερικές όμορφες μελωδίες, να έχεις κάτι μελωδικό και κάπoια δυναμική στη μουσική. Επίσης, μεγάλο μέρος της ηλεκτρονικής μουσικής είναι για μένα λίγο βαρετό, καθώς βασίζεται πάνω σε λούπες και καταλήγει να ακούγεται ο ίδιος ήχος και να επαναλαμβάνεται πολύ. Αυτός είναι ο ήχος και το στυλ γενικά, αλλά εγώ ακούω πολλά διαφορετικά είδη μουσικής, από κλασική μέχρι φολκλόρ, indie, ηλεκτρονική και προσπαθώ να ενσωματώνω όλα αυτά τα στοιχεία στη μουσική μου και τότε μάλλον βγαίνει αυτή η «ιδιαίτερη Trentem ller χροιά» (γέλια) δεν ξέρω… > Σας αρέσει η κλασική μουσική; > Ναι, μου αρέσει πάρα πολύ, o Liszt και ο Satie, του οποίου τα κομμάτια πιάνου με κάνουν πολύ χαρούμενο. Ακούω επίσης και πιο μοντέρνους όπως ο Steve Reich. Υπάρχουν μοντέρνοι συνθέτες, οι οποίοι παράγουν μία πιο μοντέρνα εκδοχή της κλασικής μουσικής. Ο Philip Glass είναι μία από τις μεγαλύτερες επιρροές μου. JAN 2014

ARTCORE

øø

27


ΣΥΝΕΝ Τ ΕΥΞΕΙΣ

> Σας έχουν προσεγγίσει πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες, όπως οι Pet Shop Boys, οι Depeche Mode, ο Moby κτλ. για να κάνετε remix τα single τους. Θα μπορούσατε να ξεχωρίσετε κάποιο από αυτά; Ποια ήταν η αγαπημένη σας συνεργασία; > Υπάρχουν πολλά κομμάτια τα οποία μου άρεσε να τα κάνω remix. Μία από τις μπάντες, για τις οποίες ειλικρινά μου άρεσε να το κάνω αυτό, είναι οι Lower Dens, με τραγουδίστρια τη Jana Hunter αν την ξέρεις, από τις πιο πρόσφατες συνεργασίες και είμαι πραγματικά χαρούμενος γι’ αυτό το remix καθώς είμαι μεγάλος φαν της μουσικής τους και το κομμάτι τους “Brains” σημαίνει κάτι για μένα. Επίσης μου αρέσει να κάνω remix στους The Drums, ένα συγκρότημα από το Brooklyn. Το διασκέδασα πολύ, γιατί πιστεύω ότι ο τραγουδιστής τους έχει πολύ cool φωνή και ήταν αρκετά εύκολο για μένα να το κάνω, αφού μου αρέσει πολύ η μουσική τους. > Το ντεμπούτο σας “The Last Resort” (2006) έχει χαρακτηριστεί ως μία μυστικιστική ιστορία, ένα soundtrack ταινίας. Το κομμάτι “Shades of Marble” από το δεύτερο άλμπουμ σας “Into the Great Wide Yonder” (2010) ακούστηκε στο trailer καθώς και στην ίδια την ταινία “The Skin I Live In” (2011) του Pedro Almodovar. Επίσης, έχετε συνθέσει το soundtrack για τη δανέζικη ταινία “Det Som Ingen Ved” (2008). Έχετε κάποια ιδιαίτερη αδυναμία στον κινηματογράφο; Έχετε κάποια αγαπημένη ταινία ή αγαπημένο σκηνοθέτη; > Ναι, είμαι μεγάλος φαν του Pedro Almodοvar, λατρεύω τις ταινίες του, οπότε ήταν μεγάλη τιμή για μένα το γεγονός ότι μου ζήτησε να του δώσω τα δικαιώματα της μουσικής μου, ώστε να τη χρησιμοποιήσει στην ταινία του και χρησιμοποιήθηκε και στο τρέιλερ της ταινίας, όπως είπες πριν, οπότε ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο για μένα. Φυσικά είμαι μεγάλος φαν του David Lynch και του Woody Allen και υπάρχουν πραγματικά πολλοί άλλοι σκηνοθέτες και ταινίες οι οποίες πάντα με εμπνέουν, όπως και τα soundtracks, γιατί η μουσική μου έχει επίσης αυτή την κινηματογραφική αίσθηση, οπότε φυσικά τα soundtracks μ’ εμπνέουν. Επιπλέον το είδος αυτό μουσικής δεν έχει στίχους και κατά κάποιον τρόπο περιγράφει μία ατμόσφαιρα και μία ιδιαίτερη ενέργεια, οπότε, ναι, ακούω αρκετά συχνά μουσική από ταινίες. > Στο Roskilde Festival το 2009, δώσατε ένα show μπροστά σε 50.000 ανθρώπους. Θα μπορούσατε να μας πείτε μερικά πράγματα γι’ αυτήν την εξαιρετική εμπειρία; > Ναι, το Roskilde ήταν για μένα ένα πολύ πολύ ιδιαίτερο μέρος για να παίξω, γιατί είναι το μεγαλύτερο φεστιβάλ της βόρειας Ευρώπης και το να παίζει κανείς στο Roskilde είναι απίστευτο. Παίζαμε για 70.000 ανθρώπους, οπότε ήταν αρκετά μεγάλο event και είχα ξοδέψει περίπου 3 μήνες, ώστε να φτιάξω όλο το show, καθώς είχαμε πολλά ιδιαίτερα εικαστικά θέματα πάνω στη σκηνή. Ο drummer μας, ο Henrik Vibskov, είναι επίσης fashion designer. Αυτός έκανε όλο το στήσιμο των σκηνικών, οπότε για μένα το Roskilde θα είναι πάντα κάτι ξεχωριστό… επίσης, επειδή ως έφηβος πήγαινα κάθε χρόνο στο φεστιβάλ για να δω τις αγαπημένες μου μπάντες. Θυμάμαι ότι είδα τους Cure 28

ARTCORE

JAN 2014

στην ίδια σκηνή στην οποία παίξαμε κι εμείς. Παίζαμε στη μεγαλύτερη κεντρική σκηνή, οπότε ήταν πολύ περίεργο ξαφνικά να είσαι σ’ αυτήν τη σκηνή, την οποία κάποτε κοιτούσες ως μικρό παιδί. Συνεπώς, ναι, το Roskilde Festival ήταν ξεχωριστό για μένα. > To πρώτο σας album είναι αρκετά διαφορετικό, όσον αφορά τον ήχο, σε σχέση με το δεύτερο το οποίο έχει αρκετές indie-rock αναφορές. Το επόμενο album αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2013. Τι προσδοκίες θα μπορούσαμε να έχουμε απ’ αυτήν την καινούρια σας δημιουργία; > Βασικά, είναι αστείο γιατί δεν πιστεύω ότι το δεύτερο album είναι πολύ διαφορετικό από το τρίτο, αν και φυσικά υπάρχουν ορισμένες διαφορές, αλλά για μένα είναι περισσότερο μία φυσική εξέλιξη το να φτιάχνω μουσική όπως τη νιώθω και φυσικά η μουσική μου δεν είναι η ίδια μ’ αυτήν που έκανα 2 χρόνια πριν, γιατί εξελίσσω το δικό μου γούστο και στυλ, οπότε δεν ξέρω τι στυλ θα έλεγες ότι έχει το καινούριο album. Είναι δύσκολο να πω. Μάλλον θα έλεγα απλά ότι πρόκειται για καλή ποιοτική μουσική (γέλια) και ότι είναι ένα mix δικών μου κομματιών… και αυτήν τη φορά έχω συνεργαστεί με τραγουδιστές, οπότε θα είναι μία μίξη φωνητικών και instrumental κομματιών. Αλλά δε θα είναι παρόμοιο με το τελευταίο μου album. Πάντα προσπαθώ να κάνω καινούρια πράγματα στη μουσική και να μην επαναλαμβάνω τον εαυτό μου πολύ… νομίζω… > Γνωρίζετε ποιος θα είναι ο τίτλος του album; > Δε γνωρίζω τον τίτλο ακόμα, επειδή είμαι πραγματικά πολύ κακός στο να σκέφτομαι τίτλους για τα albums μου κτλ., οπότε φυσιολογικά βρίσκω το όνομα την τελευταία στιγμή. Θυμάμαι την τελευταία φορά τη δισκογραφική εταιρεία να μου ζητάει να τους πω τον τίτλο και μου έλεγαν ότι είχα δέκα λεπτά να σκεφτώ έναν τίτλο, γιατί θα εκτύπωναν το album εκείνη τη στιγμή! Οπότε νομίζω ότι θα ανακαλύψω πολύ σύντομα το όνομα… θέλω να πιστεύω… (γέλια). > Διάβασα σε μία συνέντευξή σας ότι «τις περισσότερες φορές όταν συνθέτετε μουσική, απλά κάθεστε στο πιάνο σας και όχι μπροστά από έναν υπολογιστή...» Πώς προσεγγίζετε τη δημιουργία ενός καινούριου κομματιού; Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα πράγματα σε σχέση με τη διαδικασία; Για παράδειγμα γράφετε τους στίχους; > Όχι, όχι, δε γράφω τους στίχους... Αυτό το αφήνω στο άτομο που θα κάνει τα φωνητικά κάθε φορά, γιατί έτσι πιστεύω ότι βγαίνει ένα πιο δυνατό και πιο ειλικρινές αποτέλεσμα. Είναι οι τραγουδιστές που γράφουν τους στίχους και σε αυτό το κομμάτι δεν ανακατεύομαι. Φυσικά συζητάμε


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ για τη θεματική, το περιεχόμενο καθώς και τη διάθεση του εκάστοτε κομματιού, αλλά πάντα ο τραγουδιστής εμπνέεται τους στίχους. Έτσι ώστε να του/της βγαίνει πιο φυσικά, να το γνωρίζει, να το τραγουδήσει. Τώρα η διαδικασία της σύνθεσης είναι πάντα μέσα στο στούντιό μου, έχω ένα παλιό όρθιο πιάνο και τον περισσότερο χρόνο κάθομαι σε αυτό, οπότε ναι, είναι χωρίς τον υπολογιστή. Κάθομαι στο πιάνο, προσπαθώ να δημιουργήσω μελωδίες και να βρω μια ωραία συνέχεια στις συγχορδίες που χρησιμοποιώ και, όταν αυτό γίνει, τότε θα πάω στον υπολογιστή μου για να προσπαθήσω να ξαναδημιουργήσω τη μελωδία που έγραψα στο πιάνο. Οπότε ναι, αυτός είναι ο αγαπημένος μου τρόπος για να προσεγγίσω ένα καινούριο κομμάτι, όχι μπροστά από μια οθόνη αλλά σε αυτό το πιάνο… με εμπνέει πολύ περισσότερο. > Θα μπορούσατε να μας πείτε την ιστορία πίσω από το κομμάτι “Μiss you”; Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτό το κομμάτι; > Ναι, είναι λίγο παλιό κομμάτι, αν θυμάμαι καλά «είναι περίπου 10 ετών», ασχέτως του γεγονότος ότι κυκλοφόρησε πριν 6 χρόνια στο πρώτο μου album. Ήταν ήδη παλιό. Είναι ένα κομμάτι το οποίο έγραψα πάρα πολύ γρήγορα, αν θυμάμαι καλά μου πήρε περίπου μία ώρα για να το συνθέσω και να το ηχογραφήσω. Εκείνη την περίοδο είχα... Η κοπέλα μου με είχε αφήσει και ήμουν πολύ στενοχωρημένος και πραγματικά ένιωθα την ανάγκη να γράψω ένα κομμάτι το οποίο να αιχμαλωτίζει τα συναισθήματα και την διάθεσή μου εκείνης της περιόδου. Οπότε αυτό γράφτηκε σε λιγότερο από μία ώρα, ηχογραφήθηκε και μετά δεν το ξαναδούλεψα, διότι ήμουν ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα… ήταν κάτι τόσο απλό και πολύ «γυμνό», δεν υπάρχουν beats, είναι απλά αυτή η μελωδία και ορισμένα pads στο παρασκήνιο, οπότε ναι, μερικές φορές ένα από τα καλύτερα κομμάτια σου δημιουργείται πολύ γρήγορα και άλλες φορές μπορεί να κάθεσαι για ώρες, εβδομάδες ή ακόμα και έναν μήνα προσπαθώντας να δημιουργήσεις κάποιο κομμάτι το οποίο ποτέ δε θα ολοκληρωθεί. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία πίσω από το “Miss you”. > Υπάρχει κάποιο κομμάτι σας, που αγαπάτε ιδιαίτερα; > Ναιιι... είναι τόσα πολλά... φυσικά... είμαι πολύ χαρούμενος για το “Μiss you”, γιατί ήταν ένα από τα πρώτα κομμάτια που συνέθεσα και επίσης είμαι πολύ χαρούμενος για μερικά κομμάτια από το καινούριο μου album. Αλλά φυσικά κανείς δεν τα έχει ακούσει ακόμα. Είναι πάντα δύσκολο να πεις… επειδή όταν τελειώνω με ένα album, ακούω πάρα πολύ σπάνια τη δική μου μουσική, διότι μόλις τελειώσει ένα album, παίζω συνέχεια live, οπότε όταν τυχαίνει να έχω ένα κενό ανάμεσα στα live πάντα ακούω άλλη μουσική, ποτέ τη δική μου... Ειλικρινά με κουράζει πάρα πολύ (γέλια), για να είμαι ειλικρινής... > Ποια είναι η μεγαλύτερή σας προσδοκία; Αναφορικά με τη μουσική πάντα. > Για μένα, δεν ξέρω αν έχω στόχους, αλλά το σημαντικότερο πράγμα είναι να μπορώ να γράφω τη μουσική που αγαπάω και ξέρεις… να παραμείνω ανεξάρτητος και όχι να έχω από πίσω μου μια τεράστια δισκογραφική που θα μου λέει τι να κάνω. Αλήθεια θέλω να είμαι κύριος του

εαυτού μου, να είμαι το αφεντικό μου και απλά να γράφω τη μουσική την οποία αισθάνομαι. Δεν είναι τόσο σημαντικό το να πουλήσω κάποιους δίσκους και να βγάλω κάποια χρήματα. Γράφω μουσική μόνο και μόνο επειδή το αγαπάω πραγματικά πάρα πολύ. Φυσικά είναι υπέροχο συναίσθημα, όταν ο κόσμος ακούει τη μουσική σου, αλλά για να είμαι ειλικρινής είναι κάτι προσωπικό για μένα, το να μπορώ να γράφω μουσική και όσο έχω την ελευθερία να το κάνω, είμαι πολύ χαρούμενος... > Υπάρχει κάποια περίπτωση να επιστρέψετε στην Ελλάδα για να παίξετε; > Ναι, αυτό θα ήταν πραγματικά κάτι υπέροχο... Δεν ξέρω αν υπάρχουν σχέδια, επειδή θα ξεκινήσουμε tour σε λίγο καιρό. Νομίζω ότι το tour θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο, επειδή το album θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο, οπότε ευελπιστώ ότι θα έρθουμε και στην Ελλάδα αλλά πραγματικά δε γνωρίζω τα ακριβή σχέδια του tour ακόμα. Αλλά πραγματικά θέλω να ξαναέρθω στην Ελλάδα. Έπαιξα στην Ελλάδα πριν 2-3 χρόνια στην Αθήνα και ένιωσα πολύ όμορφα, οπότε θα ήταν τέλειο να επιστρέψω. > Κάποιο μήνυμα προς τους Έλληνες θαυμαστές σας; > Μόνο ότι μου λείπει πολύ το να παίξω για εσάς και πραγματικά εύχομαι, ώστε να υπάρξει κάποιο φεστιβάλ ή κάτι... Ίσως ένα ωραίο club το οποίο θα με φιλοξενήσει. > Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη. Ήταν πραγματικά πολύ ευχάριστη και ελπίζω όλα να πάνε “super wow” με το καινούριο σας album... (γέλια). > Και εγώ το ελπίζω... (Γέλια) > Και σας εύχομαι ό,τι καλύτερο… και καλή σας ημέρα! > Και σε σένα…

JAN 2014

ARTCORE

29


REC

Vladislav Delay: Ο Φιλανδός μουσικός παραγωγός μιλάει στο Artcore Magazine - Συνέντευξη: Έλενα Βασιλειάδου -

30

ARTCORE

JAN 2014


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Πίσω από την persona του Vladislav Delay δεν κρύβεται άλλος από τον χαρισματικό παραγωγό ηλεκτρονικής μουσικής, Sasu Ripatti. Η μουσική του, άκρως οργανική και διερευνητική ως προς τον ήχο και το ρυθμό, αποσκοπεί στο να σε ξαφνιάζει συνεχώς μιας και στον V.D. δεν αρέσει η στατικότητα και η μονοτονία αλλά η ευρηματικότητα και η πρωτοτυπία. Απολαύστε τον.

> Από την πρώτη εμφάνισή σας στην ηλεκτρονική μουσική σκηνή το 1997, ασχοληθήκατε με την παραγωγή πάρα πολλών μουσικών ειδών χρησιμοποιώντας μία πληθώρα από ψευδώνυμα. Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη persona που αισθάνεστε πιο κοντά στο Sasu Rippati και γιατί; > Ο Vladislav Delay ήταν πάντα πιο κοντά σε μένα και το μόνο project που θα μπορούσα να συσχετιστώ προσωπικά περισσότερο από κάθε άλλο. Τα υπόλοιπα projects υπήρξαν ακριβώς αυτό, απλά (εννοιολογικά) projects, ενώ ο V.D. πάντα ήταν κάτι περισσότερο από αυτό. Η μουσική που ο V.D. εκπροσωπεί και καταπιάνεται είναι πολύ κοντά σε μένα, το soundtrack του εαυτού μου. > Φαίνεται σαν να έχετε διερευνήσει και πειραματιστεί σχεδόν με όλα τα είδη και φάσματα της ηλεκτρονικής μουσικής, από ambient, house, minimal techno μέχρι πιο glitch, abstract και experimental ήχους. Ποιo είναι το επόμενο βήμα; > Δουλεύω σε όλα τα φάσματα για να είμαι ειλικρινής. Μόλις ολοκλήρωσα την παραγωγή κάποιων Luomo-ish

house tracks για κάποιον, αλλά παράλληλα αυτήν τη στιγμή εργάζομαι με κάποια sound installations και art projects, καθώς επίσης συνεργάζομαι και με τον Vitto Acconci. Επίσης ασχολούμαι όλο και περισσότερο με τους γρήγορους ρυθμούς (πιο γρήγορα tempo) και τρέχει και ένα καινούριο project όπου και δουλεύω πιο πολύ σε αυτόν τον τομέα. Γίνονται και κάποιες συνεργασίες αυτό το διάστημα, των οποίων τα αποτελέσματα αφορούν κάτι που δεν έχω ξανακάνει στο παρελθόν. Φτιάχνω ακόμη και ένα καινούριο δικό μου label για τις παραγωγές μου. Σίγουρα ακόμη θέλω να δουλέψω στη hiphop/rap σκηνή αλλά περιμένω τη σωστή στιγμή και τον σωστό τρόπο για να το κάνω. Μου αρέσει η μουσική αλλά θεωρώ το είδος και τα περισσότερα που γίνονται στον τομέα αυτό αρκετά γελοία. Συνολικά, θα ασχοληθώ και θα δουλέψω σε οτιδήποτε τραβάει το ενδιαφέρον μου και αποτελεί πρόκληση για μένα… δε μου αρέσει η στατικότητα των πραγμάτων ή οτιδήποτε είναι σίγουρο, ασφαλές ή προβλέψιμο. Η ζωή και η μουσική είναι JAN 2014

ARTCORE

31


ΣΥΝΕΝ Τ ΕΥΞΕΙΣ

πολύτιμες για τέτοιου είδους «μουδιάσματα». > Όπως έχετε δηλώσει σε μια συνέντευξη στο παρελθόν, δεν είστε fun της ηλεκτρονικής μουσικής σκηνής. Ωστόσο, για πάνω από μια δεκαετία θεωρείστε πρωτοπόρος μουσικός παραγωγός της ηλεκτρονικής σκηνής. Πώς και γιατί συμβαίνει αυτό; > Γίνεται πάντα συζήτηση γύρω από αυτό και ίσως κάποιες φορές να έχω παρεξηγηθεί. Αλλά ίσως είμαι συχνά με το μεσαίο μου δάχτυλο ανεβασμένο, απογοητευμένος και νευριασμένος με τη μουσική ή οτιδήποτε άλλο. Και ίσως κάποιοι άνθρωποι να παίρνουν τα πράγματα πολύ στα σοβαρά και να γίνονται πολύ ευαίσθητοι γι’ αυτό. Τέλος πάντων, μου αρέσει η ιδέα της ηλεκτρονικής μουσικής. Και μου αρέσει κάποια ηλεκτρονική μουσική, το 99% προέρχεται από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 ή τις αρχές του 2000. Βρίσκω τα τελευταία 10 χρόνια της ηλεκτρονικής μουσικής και το όλο καταραμένο τσίρκο γύρω από αυτό πολύ απογοητευτικό, χωρίς έμπνευση και γενικά ένα πράγμα λυπηρό. Δεν μπορώ να πιστέψω πόσο έλλειψη φαντασίας επικρατεί (εκτός από το μάρκετινγκ και τον τύπο) και πόσο ομοιογενές έχει γίνει το είδος (-η), οι DJs, τα κλαμπς και το κοινό τους, οι παραγωγοί. Φαίνεται ότι όλα αυτά εξυπηρετούν κάποιο επιφανειακό υπέρτατο κάτι. Είναι όμως αρκετά δίκαιο… 32

ARTCORE

JAN 2014

πολλοί άνθρωποι φαίνεται να απολαμβάνουν και τις δύο πλευρές του νομίσματος, αλλά δεν υπάρχουν πολλά για μένα. Δε θέλω να κάνω θέμα γύρω από αυτό, αλλά επίσης δεν μπορώ να σταματήσω να λέω αυτό που νομίζω, αν μου ζητείται. Ακόμα, είμαι έκπληκτος για το πόσο λίγη αντίσταση και κριτική γίνεται γι’ αυτό. > Ποιο κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας θεωρείτε ως το πιο προκλητικό και δύσκολο και ποιο σας αρέσει περισσότερο; > Δε σημαίνει ότι απολαμβάνω απαραίτητα τη διαδικασία παραγωγής, αλλά μου δίνει κάτι που πραγματικά χρειάζομαι. Τις περισσότερες φορές δυσκολεύομαι να καταλήξω σε κάτι που θέλω ή κάτι που οραματίζομαι. Μάλλον το να μη κάνω short-cuts στη δουλειά ισοδυναμεί με λιγότερη διασκέδαση. Αλλά δε φτιάχνω μουσική για να περνάω καλά ή να διασκεδάζω τον εαυτό μου. Μάλλον βρίσκομαι αρκετά μακριά από αυτό. Είναι το έργο της ζωής μου και προσπαθώ να το λάβω έτσι. Επίσης, δε διαχωρίζω τις διαδικασίες εδώ και πολύ καιρό πια... είναι αδύνατο. Υποθέτω όμως ότι το πιο δύσκολο μέρος και λίγο πολύ το μόνο που αξίζει πραγματικά είναι το να μπορείς να δημιουργείς κάτι μοναδικό και ουσιαστικό. > Στη δουλειά σας χρησιμοποιείτε ψηφιακά καθώς και αναλογικά μηχανήματα. Έχετε κάποια ιδιαίτερη προ-


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ τίμηση σε κάποιο συγκεκριμένο είδος παραγωγής; Ναι, αναλογικά. Και hardware. Δε χρησιμοποιώ πολύ τα ψηφιακά. > Σας αρέσει η ηλεκτρονική μουσική σκηνή όπως είναι σήμερα; Πιστεύετε ότι ενδιαφέροντα πράγματα εξακολουθούν να συμβαίνουν; > Υποθέτω ότι κατέστησα ήδη σαφές ότι πραγματικά δε μου αρέσει η ηλεκτρονική μουσική σκηνή. Μάλλον είμαι λίγο απογοητευμένος από το γεγονός ότι δεν πρόκειται σχεδόν καθόλου για τη μουσική πια, αλλά για μαλακίες που τουλάχιστον εμένα δε μου λένε κάτι. Δε βρίσκω μακροβιότητα εκεί. Μάλλον τη θεωρώ πολύ περισσότερο από ρηχή. Πράγμα που σημαίνει υποθέτω ότι οι άνθρωποι είναι αρκετά ρηχοί και δε θέλουν τίποτα περισσότερο από ένα εύκολο McMeal. Θεωρώ ότι υπάρχει σύγχυση και οίκτος. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους, όταν πρόκειται για βιβλία ή ταινίες, δεν παρακολουθούν παρά κάποια παράλογη, mainstream ρομαντική κωμωδία ή διαβάζουν το πιο απλό best-seller βιβλίο που υπάρχει. Κάποιοι από αυτούς μπορεί να πηγαίνουν σε κάποιο μουσείο ή κάποιο art show. Αλλά όταν πρόκειται για μουσική φαίνεται ότι τα πράγματα μετατοπίζονται κάπως παράξενα προς την πολύ απλή και προβλέψιμη. Η πρόκληση δε βρίσκεται σίγουρα στα «θέλω» της μουσικής. Με θλίβει το γεγονός ότι περιβάλλομαι από αυτό… δεν υπάρχει πολύ καλή επιρροή ή πρόκληση εκεί. Υποθέτω ότι τελικά επικρατεί μία ποπ και πολύ mainstream κουλτούρα σήμερα και όλα είναι δίκαια γι’ αυτό. Απλά προέρχομαι από διαφορετικό υπόβαθρο και ακόμα ψυχραίνομαι, όταν τα πράγματα γίνονται τόσο φθηνά ή προφανή. > Θα μπορούσατε να φανταστείτε τον εαυτό σας να κάνει

κάτι άλλο εκτός από τη σύνθεση μουσικής; > Για τα προς το ζην, ναι. Για μια ζωή, όχι. Δε μου αρέσει να εξαρτώμαι οικονομικά από τη μουσική, γι’ αυτό θα μπορούσα να φανταστώ μια εναλλακτική λύση. Αλλά ποτέ δε θα σταματήσω να κάνω μουσική σίγουρα, αυτό είναι τουλάχιστον πολύ, πολύ δύσκολο να το φανταστώ. Δημιουργώ. Τελεία. Θα μπορούσε να είναι φαγητό, λογοτεχνία, για παράδειγμα. Ή φωτογραφία. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με όλους αυτούς τους τομείς. > Έχετε εμφανιστεί στην Ελλάδα αρκετές φορές στο παρελθόν... Ποια ήταν η εμπειρία σας από το ελληνικό κοινό; Υπάρχει κάποια ελπίδα να ξαναεμφανιστείτε στην Ελλάδα; > Έχω εμφανιστεί περίπου 10 φορές στην Ελλάδα μέχρι σήμερα. Η εμπειρία μου ως επί το πλείστον ήταν πολύ καλή. Γνώρισα πολύ καλούς ανθρώπους εκεί. Δεν έχω σχέδια για να μην ξαναέρθω, είναι απλώς ζήτημα του πότε κάποιος θα με καλέσει και θα είμαι εκεί.

JAN 2014

ARTCORE

33


A RT E L I E R

Η Θεία από το Σικάγο και το κακό συναπάντημα - ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΜΑΡΚ -

«Η ανιψιά μου κι εγώ είμαστε πάρα πολύ στενοχωρημένες γι’ αυτό που συνέβη, κύριε Είμαστε very very... πώς το λέτε εδώ στην Ελλάδα; Χολοσκασμένες!» Αν είσαι και εσύ ένας από τους χολοσκασμένους Έλληνες-ίδες που σκέφτονται να αποδημήσουν στα ξένα, μπορείς να ρίξεις μια ματιά στις κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του Έλληνα μετανάστη από το 1945 ως το 1990… Ίσως να παρασυρθείς και να αναζητήσεις την τύχη σου σε πιο πρόσφορα εδάφη... Ίσως όμως και να αλλάξεις γνώμη… 34

ARTCORE

JAN 2014


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ

Όποιος ζει στην Ελλάδα του 2013 βρίσκεται σε παραγωγική ηλικία και δεν έχει συλλογιστεί, έστω και μία φορά, να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να πάει σε άλλες πολιτείες ή δεν έχει κάποιον συγγενή, φίλο και γνωστό, που δε βρίσκεται ήδη στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα τότε… είτε είναι απίστευτα τυχερός και ευλογημένος είτε ζει στη σφαίρα του φανταστικού παρέα με λύκους και αρκούδες. Το έργο το έχουμε ξαναδεί… Αν όχι η νέα γενιά, το γενεαλογικό της δέντρο σίγουρα. Το πρώτο κύμα της νεοελληνικής μετανάστευσης έλαβε χώρα περίπου την περίοδο 1890-1920, ακολούθησε το δεύτερο στις δεκαετίες του ‘60 και ‘70 και εμείς βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να βιώνουμε το τρίτο και φαρμακερό. Αν εξαιρέσουμε τις χρονολογικές αποκλίσεις των τριών φάσεων, οι βασικές παράμετροι του έργου δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες διαφορές. Ανεργία και πολιτικό χάος οδηγούν έναν αξιοσημείωτο αριθμό Ελλήνων πολιτών στην Αμερική, στην Αυστραλία, στον Καναδά και στη Γερμανία, ως επί το πλείστον, προς αναζήτηση ενός ευπρεπέστερου βίου. Και επειδή η τέχνη μιμείται τη ζωή και τανάπαλιν, ο ελληνικός κινηματογράφος από τη δεκαετία του ‘50 περίπου και μετά, πραγματεύεται συχνά το προφίλ του ξενιτεμένου πατριώτη, πασπαλίζοντάς το ως επί το πλείστον με αρκετή

χρυσόσκονη, έτσι ώστε να εξυπηρετεί τη βασική ανάγκη της εποχής, δηλαδή τη φυγή - έστω και πλασματική- από την κοινωνική πραγματικότητα (βλέπε: τα επακόλουθα δύο παγκοσμίων πολέμων, ενός εμφυλίου, ενός πολιτικού πανδαιμόνιου κτλ. κτλ.… ) Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της λογοκρισίας, τόσο στο κινηματογραφικό μασκάρεμα του ξενιτεμένου, όσο και στη γενικότερη εξέλιξη της τέχνης στην μεταπολεμική Ελλάδα. Δε νομίζω να υπάρχει Έλληνας άνω των 10 ετών, που να μην έχει παρακολουθήσει έστω και μία φορά την ξεκαρδιστική κωμωδία «Η Θεία από το Σικάγο» (1957), με τη Γεωργία Βασιλειάδου στον ομώνυμο ρόλο, να επιφέρει κοσμοϊστορικές αλλαγές στη συντηρητική οικογένεια του στρατηγού αδελφού της (Ορέστη Μακρή), όπου κυριολεκτικά χαζεύεις παρακολουθώντας τις σεμνές και ταπεινές θυγατέρες του, να μεταμορφώνονται εν μία νυκτί σε ιέρειες του rock’n’roll… Και φυσικά η Θεία από το Σικάγο μπορεί να είναι το πιο γνώριμο κινηματογραφικό προφίλ ξενιτεμένου αλλά δεν είναι το μοναδικό… Οπότε αν θέλεις να δεις παρόμοιες εικόνες του Έλληνα μετανάστη από τη δεκαετία του ‘40 και του ‘50, ψάξε να βρεις ταινίες όπως η «Διπλή Θυσία» (1945), «Εκατό Χιλιάδες Λίρες» (1948), «Ένα βότσαλο στη Λίμνη» (1952), «Δολάρια και όνειρα» (1956), «Ο Φανούρης JAN 2014

ARTCORE

35


A RT E L I E R

και το Σόι του» (1957), «Το Αμαξάκι» (1957), «Αδέκαροι ερωτευμένοι» (1958), «Γαμήλιες περιπέτειες» (1959), «Ένας Έλληνας στο Παρίσι» (1959)... Το ονειρικό της υπόθεσης στις παραπάνω ταινίες είναι πως άπαντες επιστρέφουν από τα ξένα ευκατάστατοι… είτε το έργο είναι κωμωδία είτε είναι μελόδραμα είτε πρόκειται για άνδρες μετανάστες είτε για γυναίκες είτε απεικονίζονται οι ίδιοι οι μετανάστες είτε τα παιδιά τους είτε έρχονται από την Αμερική, την Αυστραλία ή τη Νότια Αφρική… ευτυχισμένοι μπορεί να μην είναι αλλά το οικονομικό τους πρόβλημα το έχουν λυμένο και ο συντηρητισμός της ελληνικής κοινωνίας απλά δεν τους αγγίζει. Το αμερικάνικο όνειρο πρωταγωνιστεί σε πολλές ταινίες –κυρίως κωμωδίες- το διάστημα μεταξύ 1960-1974… «Ποια είναι η Μαργαρίτα» (1961), «Ο ταξιτζής» (1962), «Κάλλιο πέντε και στο χέρι» (1965) «Ο ανιψιός μου ο Μανώλης» (1963), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Τζένη Τζένη» (1966), «Ένα καράβι Παπαδόπουλοι» (1966), «Η κόρη μου η ψεύτρα» (1967), «Η Παριζιάνα» (1969), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» (1969), «Ο γόης» (1969), «Ο Ξεροκέφαλος» (1970), «Ο Αρχιψεύταρος» (1971)… Το παράδειγμα του ελληνοαμερικανού μετανάστη ακολουθεί αυτό του ελληνοαφρικανού μετανάστη με αποκορύφωμα την ταινία «Ο 36

ARTCORE

JAN 2014

άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη» (1972) με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Ίσως η μοναδική εξαίρεση στο ωραιοποιημένο προφίλ του εύπορου Έλληνα μετανάστη από την Αμερική βρίσκεται στο σενάριο της ταινίας «Ο Μετανάστης» (1965) του Νέστορα Μάτσα, βασισμένο στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Ο Αμερικάνος». Εδώ, ο νεαρός (Αλέκος Αλεξανδράκης) εξ Αμερικής επιστρέφει στην Ελλάδα άρρωστος και με ελάχιστες οικονομίες, τις οποίες αναγκάζεται να ξοδέψει για να παντρέψει τις αδελφές του, όπου στο τέλος πεθαίνει στο γάμο της μικρότερης. Αν επιθυμείς να πας στη Γερμανία για να βρεις την τύχη σου, οφείλω να σου πω ότι οι Έλληνες σκηνοθέτες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου για κάποιον λόγο έχουν συνδέσει την εικόνα του Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία με αυτή του φτωχού και κατατρεγμένου εργάτη, που πρωταγωνιστεί στα μελοδράματα τύπου Νίκος Ξανθόπουλος. Παραδείγματα υπάρχουν αρκετά: «Είναι σκληρός ο χωρισμός» (1963), «Οι εχθροί» (1965), «Χωρισμός» (1965), «Οι νέοι θέλουν να ζήσουν» (1965), «Η κοινωνία μας αδίκησε» (1967), «Καρδιά που λύγισε από τον πόνο» (1968), «Ένας Άνδρας με Συνείδηση» (1969).


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ Και ερχόμαστε σε δύο ταινίες που σηματοδότησαν το πέρασμα στον νέο ελληνικό κινηματογράφο (κινηματογραφικά έργα που δημιουργήθηκαν όχι προς ψυχαγωγία και εμπορική κατανάλωση αλλά ως εκφράσεις κοινωνικών, πολιτικών και καλλιτεχνικών προβληματισμών), το «Μέχρι το Πλοίο» (1966) του Αλέξη Δαμιανού, όπου προβάλλονται οι συναισθηματικές και κοινωνικές συνθήκες που βιώνει ο εν δυνάμει μετανάστης πριν την αναχώρησή του στην Αυστραλία και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, «Αναπαράσταση» (1970), όπου ο σκηνοθέτης πραγματεύεται την επιστροφή του μετανάστη στο χωριό και την οικογένειά του. Οφείλω να σε προειδοποιήσω ότι αν θέλεις να μετακομίσεις στο εξωτερικό και δη στη Γερμανία, η «Αναπαράσταση» δεν αποτελεί την καλύτερη επιλογή ταινίας για σένα. Τόσο ο Δαμιανός όσο και ο Αγγελόπουλος προσπαθούν να προβάλλουν τις ρεαλιστικές κοινωνικές διαστάσεις του φαινομένου της μετανάστευσης και τις συναισθηματικές καταστάσεις τόσο των ανθρώπων που φεύγουν, όσο και αυτών που αφήνουν πίσω τους… οι οποίες, να σημειώσω, δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές. Με το τέλος της δικτατορίας οι συνθήκες στον ελληνικό κινηματογράφο αλλάζουν και μαζί με αυτές και η κινηματογραφική εικόνα του Έλληνα μετανάστη. Το προφίλ του πλούσιου και προοδευτικού Έλληνα εξ Αμερικής, που λύνει τα προβλήματα φίλων και συγγενών πίσω στην πατρίδα, ως ο από μηχανής θεός, έχει πολυφορεθεί την προηγούμενη δεκαετία και δεν αναπαράγεται πλέον. Αφενός, οι κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές δίνουν την ευκαιρία στους σκηνοθέτες να μιμηθούν το παράδειγμα του Αγγελόπουλου και να δημιουργήσουν ρεαλιστικότερες εικόνες, αφετέρου όμως τα κινηματογραφικά παραδείγματα του Έλληνα μετανάστη σε μεγάλου μήκους ταινίες μειώνονται στο ελάχιστο και αναφέρονται κυρίως σε άτομα που έφυγαν είτε στη Γερμανία είτε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Δύο κορυφαία παραδείγματα την περίοδο μετά τη μεταπολίτευση, αποτελούν το «Τοπίο στην ομίχλη» (1988) του Αγγελόπουλου και «Η Φωτογραφία» (1986) του Νίκου Παπατάκη, ο οποίος τιμήθηκε ως ο σημαντικότερος σκηνοθέτης της διασποράς. Προς απογοήτευση αυτών που επιθυμούν να αποδημήσουν όμως, το αίσθημα που σου μένει στους τίτλους τέλους χαρακτηρίζεται μάλλον ως αποκαρδιωτικό. Στο «Τοπίο στην ομίχλη» ο σκηνοθέτης εξιστορεί την περιπέτεια δύο μικρών παιδιών που ξεκινούν ένα ταξίδι με το τρένο σε μία Ελλάδα καταθλιπτική και μουντή, με σκοπό να βρουν τον πατέρα τους, που είναι μετανάστης στη Γερμανία. Ίσως είναι και η μοναδική φορά, που κάποιος σκηνοθέτης καταπιάνεται με την πραγματικότητα των μικρών παιδιών, των οποίων ο ένας ή και οι δύο γονείς έφυγαν μετανάστες λόγω οικονομικών δυσχερειών. «Η Φωτογραφία» προβάλλει τις διαστάσεις της μοναξιάς ενός μεσήλικα μετανάστη και το

αδιέξοδο ενός νεαρού μετανάστη στη Γαλλία (που αναγκάζεται να αφήσει την Ελλάδα, λόγω βεβαρημένου ιστορικού του πατέρα του, που ήταν κομμουνιστής) καθώς και την εύθραυστη σχέση, που χτίζεται μεταξύ τους λόγω της κοινωνικής τους απομόνωσης, με θεμέλια βάση μια φωτογραφία. Και εδώ να σημειώσω ότι η παροιμία «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» είναι μάλλον καίρια, γιατί μπορεί τα κινηματογραφικά πορτρέτα των Ελλήνων μεταναστών σε αυτές τις ταινίες να μη χαρακτηρίζονται εμψυχωτικά αλλά και οι εικόνες της Ελλάδας που αφήνουν ή άφησαν πίσω τους είναι μίζερες και αποπνικτικές. Έψαξα να βρω κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του Έλληνα μετανάστη ως το 1990, κυρίως γιατί μετά ακολουθούν παραδείγματα ταινιών, που προβάλλουν τα σοβαρά προβλήματα των ανθρώπων που έρχονται στην Ελλάδα, ως μετανάστες από την ανατολική Ευρώπη, αφότου η χώρα μας έγινε τόπος υποδοχής για πολλούς ανθρώπους πριν την τωρινή οικονομική κρίση. Φαντάζομαι ότι το σημερινό φαινόμενο της μαζικής φυγής των Ελλήνων στα ξένα θα αρχίσει να προβάλλεται ξανά στις κινηματογραφικές αίθουσες. Μένει μόνο να δούμε τον τρόπο. Παραθέτω το μήνυμα της ταινίας «Η Φωτογραφία» μέσα από τα λόγια του νεαρού μετανάστη, όταν επιστρέφει στην πατρίδα του, ως αυτό που εντυπώθηκε μέσα μου: «Μακάρι η πράξη μου αυτή να κάνει να συλλογιστούν όλους αυτούς που στον κόσμο εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους, για πεπρωμένα που δεν είναι τα δικά τους, κυνηγώντας τα διαρκώς […] χωρίς ποτέ να καταφέρουν να τα φτάσουν». (Δεν αναφέρομαι στις ταινίες που πραγματεύονται πρόσφυγες και πολιτικούς εξόριστους, όπως επίσης δεν περιλαμβάνονται οι ταινίες μικρού μήκους και τα ντοκιμαντέρς).

JAN 2014

ARTCORE

37


A RT E L I E R

Πώς μπορείς να κάνεις σεξ χωρίς συναίσθημα(.;!) - ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΜΑΡΚ -

Ή στην πιο ρομαντική και αναχρονιστική πλέον version «Πως μπορείς να κάνεις έρωτα χωρίς να είσαι ερωτευμένος…;». Τάδε έφη η mademoiselle Juliette Binoche, ενσαρκώνοντας την Τερέζα, στον αγαπημένο της άντρα και φημισμένο Δον Ζουάν της Πράγας, Τόμας (Daniel Day-Lewis)… Που; Στο αριστουργηματικό φιλμ “The Unbearable Lightness of Being” (1988) του Philip Kaufman. 38

ARTCORE

JAN 2014


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ Σκηνή _ Η Τερέζα, ούσα μονογαμική και ερωτευμένη με τον πολυγαμικό άνδρα της και έχοντας την ταπεινή ψευδαίσθηση ότι τα ξενοπερπατήματα του monsieur έχουν λάβει τέλος, αρχίζει τα χάδια και τις αγκαλιές στον μισοκοιμισμένο Τόμας. Έχοντας όμως ανεπτυγμένο το γυναικείο ένστικτο και μετά από αρκετά σνιφ σνιφ, συνειδητοποιεί ότι έχει προηγηθεί σεξ με άλλη γυναίκα -η οποία μεταξύ μας είχε τα χάλια της- και του γυρνάει απηυδισμένη και φουρκισμένη την πλάτη της. Και γυρνάει ο ανίδεος εραστής και την αγκαλιάζει: «Τι συμβαίνει; Πες μου τι πάει στραβά…» «Ξέχασες να λουστείς». «Μα τι λες, Τερέζα;» «Τα μαλλιά σου μυρίζουν…» «Τι;» «Σεξ με άλλη γυναίκα!... Νόμιζα ότι είχες γυρίσει για μένα». «Για σένα ήρθα, Τερέζα». «Τότε γιατί πας με άλλες γυναίκες;» «Δεν ξέρω τι να πω». «Ξέρω… Μου το έχεις εξηγήσει χιλιάδες φορές. Υπάρχει η αγάπη και υπάρχει και το σεξ και το σεξ είναι διασκέδαση σαν το ποδόσφαιρο. Ξέρω πως είναι ελαφρύ… Μακάρι να μπορούσα να σε πιστέψω αλλά… Πώς μπορεί να κάνει κάποιος έρωτα χωρίς να είναι ερωτευμένος;» Επί της ουσίας Ξαναείδα το φιλμ πρόσφατα και ένας από τους λόγους που αποφάσισα να γράψω για την ταινία είναι η συγκεκριμένη σκηνή. Η δεξιοτεχνία με την οποία ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί τους δύο αυτούς χαρακτήρες, που ναι μεν είναι αληθινά ερωτευμένοι μεταξύ τους αλλά αντιμετωπίζουν το σεξ με εντελώς διαφορετικό τρόπο, χωρίς να αλλοιώνει τη γοητεία τους στο ελάχιστο. Χωρίς ίχνος ξεκατινιάσματος, δράματος, κλάψας και υστερικών καβγάδων. Χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία ο θεατής να αμφιβάλλει για την ένταση της σχέσης και της αγάπης τους. Χωρίς να δίνεται η αφορμή σε καμία Κίτσα, Σίτσα, Πίτσα να εκφέρει με άποψη: «Όλοι οι άνδρες είναι ίδιοι» ή «Την καημένη την κοπέλα… το κέρατο έχει αγγίξει ταβάνι». Χωρίς κανένας αρσενικός με υπεραυξημένες δόσεις βαρβατίλας να μπορεί να πει με στόμφο: «Ρε τον παίχτη, κοίτα τι κάνει!» ή «Κοίτα ρε μ…. πώς τις κοροϊδεύει και αυτές του κάθονται» κλπ. κλπ. Η «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι» καταχωρείται στην πλασματική λίστα των ταινιών, για τις οποίες μπορείς να γράψεις εκατοντάδες σειρές χωρίς τελειωμό, γιατί αγγίζει με

εξαιρετική μαεστρία διάφορες «ιστορικο-κοινωνικο-φιλοσοφικές» χορδές. Είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Milan Kundera (1984) και η πλοκή λαμβάνει χώρα το 1968 με φόντο την «Άνοιξη της Πράγας» (πολιτικός αναβρασμός, εισβολή τανκς, μάχες, διαδηλώσεις, νεκροί… Αν ενδιαφέρεσαι να μάθεις περαιτέρω google it). Και παρόλο που προσκυνώ τον Χίτσκοκ που είπε ότι η διάρκεια μίας ταινίας θα πρέπει να είναι άμεσα συνυφασμένη με την αντοχή της ανθρώπινης ουροδόχου κύστης –ελπίζοντας ότι εννοούσε μάξιμουμ 100 λεπτά- παρακολούθησα και τα 171 λεπτά της ταινίας με αμείωτο ενδιαφέρον. Και επειδή βαριέμαι αφόρητα τις ιδιαίτερα «ψαγμένες» ταινίες βαριάς κουλτούρας, μπορώ να σε καθησυχάσω ότι δεν είναι μία από αυτές! Ναι, είναι μία ερωτική ιστορία! Όπου ο αμετανόητος γόης γιατρός ερωτεύεται την άοσμη, άβγαλτη, άχαρη –όλα τα στερητικά “α” μαζεμένα- Τερέζα, παρατηρώντας την να κάνει μακροβούτι σε μία πισίνα... Είπαμε είναι παραμύθι!!! Στο γλυκό όμως αναμειγνύεται και η Σαμπίνα, φίλη του, καλλιτέχνης, ερωμένη του από το πάλαι ποτέ και ερωτευμένη μαζί του, καθώς επίσης και διάφορες άλλες περιπέτειες της μίας συνουσίας… Αυτό είναι το φαίνεσθαι της ιστορίας. Η ουσία της είναι όμως γοητευτικότατη και σε «σκουντάει» να κατανοήσεις ευαίσθητες πλευρές της σεξουαλικής φύσης και συμπεριφοράς δύο εκ διαμέτρου αντίθετων ανθρώπων, που είναι όμως αληθινά ερωτευμένοι μεταξύ τους, παλεύουν με τα πάθη και τις αδυναμίες τους και ολοκληρώνουν ο ένας τον άλλον! Συνειδητοποιείς, κατανοείς, ίσως ακόμα και αποδέχεσαι το γεγονός, ότι όντως για τους χ,ψ,ω ασυνείδητους και συνειδητούς λόγους, υπάρχουν οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν το σεξ με μία σχετική ελαφρότητα, αλλά αυτό αποτελεί απλά ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ της προσωπικότητάς τους. Και σκέφτεσαι ότι δεν μπορείς απλά και μόνο στη βάση αυτού του στοιχείου να στιγματίσεις έναν άνθρωπο ως ρηχό ή επιπόλαιο. Γιατί είναι ικανός να αγαπήσει ολοκληρωτικά, να καταπνίξει το πάθος του και να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή του. Και αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει και η αντίπερα όχθη. Σ’ αυτήν στέκονται οι υπερευαίσθητοι αισθηματίες. Αυτοί που δεν μπορούν να αγκαλιάζουν, να φιλούν, να αγγίζουν, να χαϊδεύουν έναν άνθρωπο χωρίς να τρέφουν συναισθήματα γι’ αυτόν. Η Τερέζα, στην προσπάθειά της να κατανοήσει τον άντρα της, μπαίνει στη διαδικασία να κάνει σεξ με έναν άγνωστο. Φαντάζομαι ότι οι άνθρωποι σαν την Τερέζα, εάν και εφόσον κάνουν σεξ απλά για το σεξ, νιώθουν κάπως έτσι... Δες: http://www.youtube.com/watch?v=rz_V3_KeHMs JAN 2014

ARTCORE

39


I n A C i n e m m a n e r o f Sp e a k i n g

The Hunt του Thomas Vinterberg - BY Nick Pasx -

40

ARTCORE

JAN 2014


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ

Αφήνοντας πίσω το διαζύγιό του και προσπαθώντας να ξεκινήσει μια νέα ζωή, ο Lucas (Mads Mikkelsen) επικεντρώνεται στο χτίσιμο της σχέσης του με τον γιο του, την καινούρια δουλειά του (δάσκαλος σε νηπιαγωγείο) και τη νέα ερωτική του περιπέτεια. Όλα κυλούν ήρεμα στη ζωή του, ώσπου ξαφνικά ένα μικρό ψέμα θα φέρει τα πάνω κάτω, μετατρέποντας την καθημερινότητά του σε κόλαση.

Ο πρωταγωνιστής μας (συγκλονιστικός ο Mads Mikkelsen, βραβευμένος στις Κάννες για την ερμηνεία του) κατηγορείται από ένα κοριτσάκι ότι το παρενόχλησε σεξουαλικά. Η μικρή, μπερδεμένη από την αγάπη της για τον δάσκαλο και δέσμια των ακατανόητων για την ηλικία της συναισθημάτων, λέει το συγκεκριμένο ψέμα. Ξαφνικά όλοι τείνουν να πιστέψουν την ιστορία και να δαιμονοποιήσουν τον μέχρι τότε συμπαθή δάσκαλο. Η ταινία πατάει πάνω στη φράση «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Είναι εξωφρενική η ευκολία με την οποία το ψέμα εξαπλώνεται και αδιανόητη η διαφορετική αντιμετώπιση που αμέσως εκλαμβάνει ένα μέλος της κοινωνίας από τα υπόλοιπα. Όλοι συμμαχούν εναντίον του και τον καταδικάζουν αναντίρρητα, «βλέποντας» έναν παιδεραστή απέναντί τους… Πολλοί θεατές εκφράζουν τις ενστάσεις τους και θεωρούν την ταινία υπερβολική. Πώς είναι δυνατόν το ψέμα της μικρής να πυροδοτήσει τη συγκεκριμένη ανεξέλεγκτη κατάσταση; Ο Vinterberg μας λέει με λιτό και υπέροχο τρόπο ότι η αμφιβολία αρκεί. Το μικρόβιο έχει μπει για τα καλά μέσα στο μυαλό του καθενός και εφόσον οι «πολλοί» είναι πεπεισμένοι για κάτι, αυτομάτως αυτό μετατρέπεται σε αλήθεια. Ακόμη, ο σκηνοθέτης (που έφερε τα πάνω κάτω το 1998 με το αριστουργηματικό “Festen”) δηλώνει σε συνεντεύξεις του ότι δεν τον ενδιέφερε να δημιουργήσει μια ταινία όπου ο θεατής θα περιμένει με αγωνία να μάθει αν τα λεγόμενα της μικρής είναι αληθή ή όχι. Από την αρχή, γίνεται αντιληπτή η αθωότητα του πρωταγωνιστή. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να παρουσιάσει μια κοινωνία αποσαθρωμένη, αδυσώπητη και εκδικητική. Και το κάνει με τρόπο που σοκάρει. Χαρακτηριστικό δείγμα η σκηνή στο σούπερ μάρκετ, όπου απαγορεύουν στον Lucas να ψωνίσει καθώς είναι ο δακτυλοδεικτούμενος, ο παρίας, το μίασμα. Τέλος, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο ευφυέστατο

φινάλε της ταινίας. Η πιο τρανή απόδειξη ότι η κοινωνία δεν ξεχνάει. Ένας άνθρωπος, αποδεδειγμένα αθώος, παραμένει στα μάτια όλων ένοχος. Κι αυτό υποδηλώνεται καταπληκτικά από τον σκηνοθέτη, όταν χρησιμοποιεί τον ήλιο πίσω από το πρόσωπο εκείνου που πυροβολεί άστοχα τον Lucas, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σκιά και να μη βλέπουμε ποιος ήταν ο δράστης. Θα μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε. Και είναι ο οποιοσδήποτε. Ολόκληρη η κοινωνία που στιγμές νωρίτερα τον υποδεχόταν με θέρμη και τον αγκάλιαζε, τραβά τη σκανδάλη. «Χάσαμε την αθωότητά μας» δηλώνει ο σκηνοθέτης σε πρόσφατη συνέντευξή του. Τελικά χάσαμε πολλά περισσότερα. Hats off…

JAN 2014

ARTCORE

41


I n A C i n e m m a n e r o f Sp e a k i n g

Pacific Rim του Guillermo del Toro - BY Nick Pasx -

Σοβαρά τώρα; Θα με βάλεις να γράψω την υπόθεση της ταινίας; Το ότι αποτελεί ένα επικό κλοτσομπουνίδι ανάμεσα σε ρομπότς και τέρατα δε σου αρκεί; Όχι, ε; Για πάμε λοιπόν...

42

ARTCORE

JAN 2014


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ

Σε ένα μελλοντικό κόσμο, τα Καιτζού, τεράστια τέρατα που έρχονται απ’ τον βυθό του ωκεανού, ρημάζουν και καταστρέφουν πόλεις. Η απάντηση της ανθρωπότητας ακούει σε γιγάντια ρομπότς, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν μόνον όταν «πιλοτάρονται» από ζεύγος μαχητών, των οποίων οι εγκέφαλοι οφείλουν να είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Έτσι, ο ένας μαχητής αποκτά πρόσβαση στις αναμνήσεις και τα συναισθήματα του άλλου, πράγμα που καθιστά δύσκολο να καθοδηγήσουν τα ρομπότς, καθώς απαιτείται αυτοσυγκράτηση, έλεγχος συναισθημάτων και αρμονική συνεργασία. Η ταινία είναι μίξη “Godzilla” με “Transformers”… πάντα όμως μέσα από την ιδιαίτερη οπτική του μάστορα Guillermo del Toro. Ο σκηνοθέτης που αγαπά όσο κανείς να «παίζει σε διπλό ταμπλό» (από το “The Devil’s Backbone” στο “Blade 2” κι απ’ το αξεπέραστο “Pan’s Labyrinth” στο “Hellboy”), δημιουργεί ένα οπτικό υπερθέαμα και δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Οι σκηνές δράσης ανάμεσα σε ρομπότς και τέρατα είναι εξαιρετικά προσεγμένες. Τα χτυπήματα όχι μόνο πέφτουν βροχή αλλά σου δίνουν την αίσθηση χορογραφημένων κινήσεων, που σε συνδυασμό με τη μαγευτική φωτογραφία της ταινίας, δημιουργούν αλησμόνητα πλάνα. Αν φαντάζεσαι φρενήρη δράση κι έναν πανζουρλισμό χρωμάτων και πλασμάτων δεν πέφτεις πολύ έξω. Αν όμως νομίζεις ότι θα κουραστείς ή ότι θα πονέσει το κεφάλι σου, πλανάσαι. Ο σκηνοθέτης ξέρει πότε πρέπει να σου δώσει ανάσες. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τον ασύλληπτο ορυμαγδό του “Man of Steel”. Εδώ, όταν οι ήχοι από λαμαρίνες, που διαλύονται, συνοδεύουν τις κραυγές των τεράτων και τις εκρήξεις, ο del Toro θα χρησιμοποιήσει κά-

ποιο τρικ για να σε ανακουφίσει. Για παράδειγμα, μέτρησα τουλάχιστον τέσσερις περιπτώσεις στην ταινία που το τέρας τρώει μπουνιά, εκσφενδονίζεται και προσγειώνεται στο νερό. Η κάμερα το ακολουθεί, βουτά μαζί του και αυτομάτως παύει η οποιαδήποτε φασαρία. Προφανώς και μιλάμε για μια ταινία που ανήκει στο είδος του καθαρόαιμου blockbuster και της απενοχοποιημένης διασκέδασης. Ευτυχώς για τον θεατή όμως, ο del Toro μεριμνά και για το ανθρώπινο κομμάτι της. Καταφέρνει να παραδώσει χαρακτήρες που τουλάχιστον δεν είναι χάρτινοι. Το σούπερ κουλ καστ που περιλαμβάνει από Charlie Hunnam και Ron Perlman (‘‘Sons of Anarchy’’) μέχρι Charlie Day (‘‘It’s Always Sunny in Philadelphia’’) και τον φοβερό και τρομερό Idris Elba (‘‘The Wire’’, ‘‘Luther’’) κάνει ό,τι μπορεί γι’ αυτό. Τέλος, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο βασικό ατού της ταινίας. Ποιο είναι αυτό; Μα φυσικά τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις που θα σου ξυπνήσει από την παιδική σου ηλικία. Την εποχή που έπαιζες με τα ρομποτάκια και έστηνες φανταστικές μάχες, στις οποίες ναι μεν σε είχαν κατατροπώσει αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο στο τέλος νικούσες. Την εποχή που έβλεπες ταινίες με ρομπότς και τέρατα και γούσταρες. Αυτό το συναίσθημα που ποτέ δεν πήραμε από το απογοητευτικό “Transformers”, το προσφέρει απλόχερα το “Pacific Rim”. Βγήκα απ’ την αίθουσα με ένα χαζό χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά και ένιωθα τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερος. Αν νομίζετε ότι υπερβάλλω, ρωτήστε τον ίδιο τον Guillermo del Toro, ο οποίος σε συνέντευξη που αφορούσε την ταινία, δήλωσε: «Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχος.» Το “Pacific Rim” είναι το σινεμά που θέλεις να βλέπεις. Μην ντρέπεσαι να το πεις.

JAN 2014

ARTCORE

43


Σ ι νε φ ίλ

Valhalla Rising του Nicolas Winding Refn - BY Friedrich Keunermann -

44

ARTCORE

JAN 2014


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ

Πρόκειται για μία από τις λιγότερο γνωστές ταινίες του Δανού σκηνοθέτη, ο οποίος έγινε ευρύτερα γνωστός με το “Drive” και αναμένεται να απασχολήσει ξανά με το “Only God Forgives”. Σε αυτήν την ταινία, ωστόσο, δεν είναι ο Ryan Gosling που πρωταγωνιστεί, αλλά ο Mads Mikkelsen - ο κακός από το “Casino Royale” και παλαιός συνεργάτης του Ρεφν, που πιο πρόσφατα είδαμε στο “The Hunt”. Πρόσφατα μάλιστα ο σκηνοθέτης ανακοίνωσε την πρόθεσή του να πραγματοποιήσει ένα sequel.

Η γενική υπόθεση της ταινίας έχει ως εξής: γύρω στο έτος 1000, υπάρχει ένας μονόφθαλμος και μουγκός, σκλάβοςπολεμιστής εξαιρετικών ικανοτήτων, ο οποίος χρησιμοποιείται σε αγώνες από περιφερόμενους άρχοντες Βίκινγκς. Πληροφορούμαστε μάλιστα ότι δεν έχει μείνει στην υπηρεσία κανενός πάνω από πέντε χρόνια και ότι καθοδηγείται από το μίσος, κίνητρο τόσο ισχυρό, που τον καθιστά ανίκητο. Καταφέρνει να δραπετεύσει και με τη συνοδεία ενός μικρού αγοριού (Maarten Stevenson) -ακόλουθου του τελευταίου παγανιστή ιδιοκτήτη του-, το οποίο εφεξής γίνεται η φωνή του, επιβιβάζεται σε ένα καράβι γεμάτο εξαθλιωμένους, επίδοξους σταυροφόρους με προορισμό τους Άγιους Τόπους. Όπως διαβάζουμε, με το που ξεκινά η ταινία: «Στην αρχή υπήρχε μόνο ο άνθρωπος και η φύση. [ Έπειτα] Άνθρωποι ήρθαν φέροντες σταυρούς και οδήγησαν τους αλλόθρησκους στις άκρες της γης». Η αφήγηση της ιστορίας είναι χωρισμένη σε έξι μέρη: Μένος, Σιωπηλός Πολεμιστής, Άνθρωποι του Θεού, Οι Άγιοι Τόποι, Κόλαση, Η Θυσία. Η ταινία κυλά με αργούς ρυθμούς, γεγονός που ενδέχεται να απογοητεύσει ή ακόμη και να εκνευρίσει κάποιους θεατές, ωστόσο η βραδύτητα αυτή συνεισφέρει στη χαρακτηριστική της ατμόσφαιρα. Άλλωστε τα αχανή τοπία της Σκωτίας και η μινιμαλιστική («ευρωπαϊκή») προσέγγιση του σκηνοθέτη στον αντίποδα κάθε φλυαρίας, που θα φόρτωνε τον αμφιβληστροειδή του θεατή με ταχύτατα εναλλασσόμενες εικόνες, θεαματικές σκηνές δράσης, θορύβους και, εν τέλει, σύγχυση, συμβάλλουν στην επίτευξή της. Πέραν αυτών,

υπάρχουν ελάχιστοι διάλογοι και σύντομα ξεσπάσματα βίας, ενώ η μουσική δένει άψογα με το κλίμα, ειδικά προς το τέλος. Όσον αφορά τις ερμηνείες, δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Η σκέψη και μόνο ενός άγριου και επί ενενήντα λεπτά σιωπηλού Μίκελσεν είναι αρκετή, για να πάρει μια ιδέα όποιος δεν έχει δει την ταινία: η αίσθηση του «σκληρού» αναδύεται αυθόρμητα, όπως και εκείνη του εσωτερικού «βάρους», που μοιάζει να κουβαλά ο χαρακτήρας, αν λάβουμε υπόψη τα αποσπασματικά οράματα που βλέπει (πιθανή αναφορά στο θεό Όντιν, που θυσίασε ένα μάτι χάριν της γνώσης). Ο Μονόφθαλμος έχει ήδη αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί, περήφανα κι αδιαμαρτύρητα, μένοντας βουβός μέχρι τέλους. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι, για να προσεγγίσει κανείς τα όσα συμβαίνουν στο “Valhalla Rising”. Ως μια ακόμη ιστορία με Βίκινγκς, ως μια πρό(σ)κληση για στοχασμό αναφορικά με τις σταυροφορίες ή/και τη λογική του εποικισμού νέων χωρών και του προσεταιρισμού νέων εδαφών, ως μια αλληγορία πάνω στη διαμάχη των πολιτισμών ή επίσης προσδίδοντάς της μεταφυσικές-υπαρξιακές διαστάσεις κ.λπ. Είναι ένα έργο τέχνης, που αφήνεται σκόπιμα ανοιχτό σε εικασίες, αναφορικά με τη σημασία του (υπάρχει μάλιστα στο Ίντερνετ ένα σύντομο βίντεο, όπου ο Ρεφν κάνει πλάκα, όσον αφορά το νόημα του φινάλε και του φιλμ εν γένει). Το βέβαιο είναι πως για τον Μονόφθαλμο και τους χριστιανούς συνοδοιπόρους του η αλλόκοτη αυτή περιήγηση συνιστά δρόμο χωρίς επιστροφή.

JAN 2014

ARTCORE

45


Σ ι νε φ ίλ

The Broken Circle Breakdown του Felix Van Groeningen - ΤΗΣ ΈρικαΣ Τηνελέκογλου -

When love is on trial...

46

ARTCORE

JAN 2014


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ

Η τελευταία ταινία του Felix Van Groeningen δικαιολογημένα αποσπά 8 από τα 11 σε σύνολο βραβεία, για τα οποία ήταν υποψήφια σε διάφορα παγκόσμια φεστιβάλς κινηματογράφου, ενώ ταυτόχρονα καθίσταται η επίσημη συμμετοχή του Βελγίου για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας για το 2014. Είναι η τέταρτη κατά σειρά ταινία του Groeningen και αποτελεί μεταφορά του θεατρικού έργου του Γιόχαν Χέντελμπεργκ (Ντιντιέ). Όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης, όταν είδε το έργο στο θέατρο, έμεινε έκπληκτος και πρότεινε στον Γιόχαν, με τον οποίο συνεργάζεται χρόνια, να το μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη. Παρόλο που δίστασε στην αρχή για το αν θα έπρεπε να το τολμήσει ή όχι, ακολούθησε το ένστικτό του και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε πανηγυρικά. Συνοπτικά, στο φιλμ «Ραγισμένα όνειρα» παρακολουθούμε την Ελίζ και τον Ντιντιέ, που παρόλες τις διαφορές τους ερωτεύονται με την πρώτη ματιά. Ο Ντιντιέ είναι πολύ ομιλητικός, ενώ η Ελίζ καλή ακροάτρια. Αυτός είναι ένας άθεος ρομαντικός, ενώ εκείνη μία θρησκόληπτη ρεαλίστρια. Απόλυτα ερωτευμένοι και αγαπημένοι, φέρνουν στη ζωή την κόρη τους Μέιμπελ, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με μία σοβαρή ασθένεια. Η σχέση τους αρχίζει να κλονίζεται... η θλίψη και το άγχος τους οδηγεί σε διαφορετικές κατευθύνσεις και η αγάπη τους τίθεται σε ρίσκο. Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται με τη μέθοδο του φλαςμπακ, με τις σκηνές αγάπης και πάθους να διαδέχονται τις τραγικές, καθόλη τη διάρκεια της ταινίας, χαρίζοντας παράλληλα στους θεατές ευχάριστα μουσικά διαλείμματα από την μπάντα, στην οποία τραγουδάει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Οι δύο πρωταγωνιστές, υπό την καθοδήγηση του Groeningen, αντεπεξέρχονται στους απαιτητικούς τους ρόλους και ταυτόχρονα επιδεικνύουν το ταλέντο τους στη μουσική και φανερώνουν την καλή χημεία που έχουν επί σκηνής, ως μέλη ενός συγκροτήματος. Ο Γιόχαν έμαθε να παίζει μπάντζο, μαντολίνο και κιθάρα για τις ανάγκες του ρόλου του και η Βέρλε Μπάτενς (Ελίζ) πρόσφατα κυκλοφόρησε το ντεμπούτο δίσκο της, ως τραγουδίστρια της μουσικής μπάντας Dallas. Η ταινία δεν αναφέρεται μόνο στην αγάπη των γονέων, αλλά και στην αγάπη μεταξύ δύο τελείως διαφορετικών

ανθρώπων, που έρχονται αντιμέτωποι με την απώλεια. Όσο τα πράγματα στη ζωή τους πηγαίνουν καλά, η διαφορετικότητά τους είναι «διασκεδαστική». «Όταν θα αντιμετωπίσουν την αρρώστια της κόρης τους, θα συγκρουστούν σφοδρά μεταξύ τους. Στο τέλος, χάνουν τον ίδιο τους τον εαυτό, αλλά κι ο ένας τον άλλον», αναφέρει ο σκηνοθέτης.

JAN 2014

ARTCORE

47


Camera obscura

Toy stories - ΤΟΥ ΝίκοΥ Πρίπορα -

Παιχνίδι! Η πιο μαγική λέξη στα αυτιά ενός παιδιού από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, από την Ιαπωνία μέχρι την Αμερική και από τον παγωμένο σκανδιναβικό βορρά μέχρι την Αφρική και την Αυστραλία.

48

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

Τα παιχνίδια ενός παιδιού μπορούν να μας δείξουν πολλά πράγματα. Την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, τις πολιτισμικές επιρροές, ακόμα και την εργασία και τα ενδιαφέροντα των γονιών. Ο Ιταλός φωτογράφος Gabriele Galimberti γνωρίζοντας τη σημασία που έχουν τα παιχνίδια για ένα παιδί και γνωρίζοντας και ο ίδιος πολύ καλά ότι πιο πιθανό είναι να θυμάσαι τι παιχνίδια είχες μικρός, παρά τους δασκάλους σου, αποφάσισε να δημιουργήσει αυτό το πρωτότυπο και όμορφο πρότζεκτ με εικόνες παιδιών από όλο τον κόσμο μαζί με τα παιχνίδια τους. Ο Galimberti ταξίδεψε για 18 μήνες σε όλες τις γωνιές του πλανήτη (ζηλεύω παράφορα), με σκοπό να φωτογραφίσει παιδιά σε πόλεις και χωριά, με διαφορετικές συνήθειες και συνθήκες διαβίωσης, περιτριγυρισμένα από παιχνίδια. Η διαδικασία της δημιουργίας του πρότζεκτ αποκάλυψε στον φωτογράφο πολλά πράγματα. Παρατήρησε ότι τα πλουσιότερα παιδιά ήταν πιο κτητικά με τα παιχνίδια τους, πράγμα που δε μου προκαλεί προσωπικά καμία εντύπωση. Αντίθετα τα φτωχά παιδιά είχαν μεγαλύτερη διάθεση να μοιραστούν τα παιχνίδια τους ακόμα κι αν δεν ήταν πολλά, ενώ στην Αφρική προτιμούσαν να παίζουν έξω από το σπίτι. Παρόλ’ αυτά, υπήρξαν και ομοιότητες. Ένα αγοράκι στο πλούσιο Τέξας και ένα κοριτσάκι στο Μαλάουϊ, που είχαν πλαστικούς δεινόσαυρους για παιχνίδια, πίστευαν και τα δύο ότι τα παιχνίδια τους θα τους προστάτευαν από τους νυχτερινούς κινδύνους. Το ελπιδοφόρο για τον ίδιο ήταν, ότι με εξαίρεση τη διάδοση των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και την αναμφίβολη εξέλιξή τους τα περισσότερα παιχνίδια είναι παρόμοια με αυτά που υπήρχαν προ 30 ετών, γεγονός που βοήθησε τον ίδιο «να γυρίσει» πίσω στην παιδική του ηλικία και να μας προσφέρει αυτό το ιδιαίτερα όμορφο αποτέλεσμα. Απολαύστε τις παρακάτω εικόνες, κάντε ένα φωτογραφικό γύρο του κόσμου με παιδιά από διάφορες χώρες και ελπίζω να έρθουν σε όλους σας όμορφες παιδικές αναμνήσεις με τα Playmobil, τα Lego, τα αυτοκινητάκια και τις κούκλες σας.

JAN 2014

ARTCORE

49


Camera obscura

50

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2014

ARTCORE

51


Camera obscura

Galomaro’s hospital - ΤΟΥ ΝίκοΥ Πρίπορα -

Σ’ ένα μικρό χωριό, μιας μικρής χώρας της δυτικής Αφρικής, υπάρχει ένα ακόμα άθλιο νοσοκομείο. Ο φωτογράφος Daniel Rodrigues μας μεταφέρει εικόνες από τις τραγικές συνθήκες που επικρατούν εκεί και μας προβληματίζει.

52

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

Ο Daniel Rodrigues, γεννημένος το 1987, τελείωσε τις σπουδές του πάνω στη φωτογραφία το 2010, στο Πορτογαλικό Ινστιτούτο Φωτογραφίας. Αν και από τότε έχουν περάσει μόλις τρία χρόνια, η συμμετοχή του σε ανθρωπιστικά προγράμματα στην Αφρική του έχει δώσει τη δυνατότητα να δημιουργήσει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα projects. Φέτος μάλιστα, κατάφερε να κερδίσει το πρώτο βραβείο στην κατηγορία Daily life στα βραβεία WORLD PRESS PHOTO OF THE YEAR. Η εικόνα που κέρδισε είναι από τη σειρά φωτογραφιών του με θέμα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο στη Γουϊνέα Μπισσάου. Με το project του “Galomaro’s hospital”, μας μεταφέρει οπτικά τις τραγικές συνθήκες, που επικρατούν στο μοναδικό νοσοκομείο, που υπάρχει στο χωριό Galomaro της Γουϊνέας Μπισσάου. Κατά τη διάρκεια της εποχής της ξηρασίας, η ζέστη που επικρατεί στα δωμάτια είναι αφόρητη και φυσικά ο κλιματισμός ανύπαρκτος, όπως και το φως, μιας και δεν υπάρχει παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Η αυλή του νοσοκομείου πολλές φορές «προδιαθέτει» γι’ αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει, καθώς πτωματοφάγα όρνια περιφέρονται ανενόχλητα. Στην αίθουσα τοκετών τα μωρά γεννιούνται παρέα με κατσαρίδες και νυχτερίδες. Η απουσία γιατρών και νοσηλευτών επιδεινώνει την ήδη υπάρχουσα κατάσταση και ο θάνατος πολλές φορές φαίνεται να είναι η καλύτερη λύση.

JAN 2014

ARTCORE

53


Camera obscura

Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Rodrigues μεταφέρουν το αίσθημα της θλίψης και του θανάτου που επικρατεί σε αυτό το νοσοκομείο. Η έλλειψη του χρώματος και η επιλογή του άσπρου-μαύρου εντείνει το αίσθημα της μελαγχολίας και της απαισιοδοξίας στις εικόνες των ασθενών από αυτό το απομακρυσμένο μέρος της γης, ενώ παράλληλα σημειοδοτεί την απουσία της ζωής, που είναι φανερή ακόμα και στη σκηνή που ένα μωρό έρχεται στον κόσμο. Ο Daniel Rodrigues, για το φωτογραφικό του έργο στην Αφρική, έλαβε το 2013 το βραβείο Premio Estação Imagem Mora στην Πορτογαλία, όπου ζει και εργάζεται.

54

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2014

ARTCORE

55


G - s p ot

Stranka Martin - BY Jiorjia Jester -

«Η γλώσσα της ακινησίας. Φως, όπως οι πρώτες ακτίνες του λυκόφωτος που μπαίνουν μέσα από μια κουρτίνα, όταν ακόμα και η σκόνη φαίνεται να ακτινοβολεί με κάποιο κρυφό σκοπό Ή νόημα. Ο μοναχικός ήχος του δικού σου βήματος που αντηχεί στους δρόμους μιας έρημης πόλης. Και σε κάθε κτίριο να τρεμοπαίζει μία εικόνα βωβού κινηματογράφου, σαν τις ξεθωριασμένες αναμνήσεις».

56

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

Ο Stranka Martin είναι ένας αυτοδίδακτος φωτογράφος γεννημένος στην Τσεχία το 1984. Η ξεχωριστή ματιά του και το έργο του τοποθετείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον ονειρικό κόσμο, «εκείνα τα δέκατα του δευτερoλέπτου που κάποιος βρίσκεται ανάμεσα στον κόσμο των ονείρων και την αφύπνιση». Τα τελευταία τρία χρόνια έχει κερδίσει πάνω από 40 μεγάλα διεθνή βραβεία φωτογραφίας σε διάφορους διαγωνισμούς, συμπεριλαμβανομένων των Professional Photographer of the Year, Emerging Talent Award (στον Διεθνή Διαγωνισμό Φωτογραφίας της Nikon), Παγκόσμια Βραβεία Φωτογραφίας Sony, EISA Photography Maestro και Διεθνή Photo Awards επί δύο χρόνιες συνεχόμενα. Οι ατομικές και ομαδικές εκθέσεις του έχουν ταξιδέψει από τη Νότια και τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη ως τη μακρινή Ασία. Οι φωτογραφίες του έχουν εκτεθεί σε μέρη όπως η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Τόκιο, το Μιλάνο, το Λονδίνο, το Μαϊάμι, το Παρίσι, το Ντουμπάι, η Γερμανία, η Πράγα, οι Βρυξέλλες, η Βόρεια Καρολίνα, το Χονγκ Κονγκ, η Ουκρανία, η Βιέννη και πολλά άλλα. Το έργο του στάθηκε ισάξια δίπλα στα έργα των Andy Warhol, Annie Leibovitz, Banksy, Damien Hirst, Helmut Newton, Albert Watson και της Roxanne Lowit. Έχει δημιουργήσει εξώφυλλα βιβλίων για τους μεγαλύτερους εκδότες της Νέας Υόρκης, όπως οι Harper Collins Publishers και οι Sterling Publishing. Επιπλέον, έχει συνεργαστεί και με άλλους εκδότες βιβλίων, μουσικούς παραγωγούς και καλλιτέχνες απ’ όλον τον κόσμο. «Αγαπά τη μυρωδιά του φθινοπώρου και τους κρυστάλλινους κόκκους σκόνης που αιωρούνται στο ηλιοβασίλεμα».

JAN 2014

ARTCORE

57


G - s p ot

58

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2014

ARTCORE

59


G - s p ot

60

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2014

ARTCORE

61


G - s p ot

62

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2014

ARTCORE

63


G - s p ot

Mike Brodie - BY Jiorjia Jester -

Η πραγματική ζωή στους σιδηρόδρομους της Αμερικής, αποτυπωμένη σε εικόνες από τον 27χρονο φωτογράφο Mike Brodie. Τη δεκαετία του 1930, η εικόνα άστεγων ανθρώπων που κοιμούνται στις γραμμές των τρένων ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένη, κυρίως κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης. Περίπου έναν αιώνα αργότερα και πολλοί από τους φτωχότερους ανθρώπους της χώρας ζουν ακόμα στις γραμμές των τρένων, προσπαθώντας να επιβιώσουν.

64

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

Ο Mike Brodie γεννήθηκε στην Αριζόνα το 1985 και ξεκίνησε να ασχολείται με τη φωτογραφία το 2004, όταν του έκαναν δώρο μια κάμερα polaroid. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο The polaroid kidd, ο Brodie πέρασε σχεδόν μια δεκαετία φωτογραφίζοντας, περιπλανώμενος στις Ηνωμένες Πολιτείες, δημιουργώντας έτσι ένα αρχείο από φωτογραφίες, που μπορούν να αποτελέσουν μια από τις πιο σημαντικές συλλογές της αμερικανικής ταξιδιωτικής φωτογραφίας. Ο Brodie, ως αυτοδίδακτος και χωρίς να έχει καμία ουσιαστική εκπαίδευση, αποφάσισε να μείνει αποστασιοποιημένος από τις σύγχρονες τάσεις της τέχνης. Κάποια στιγμή αποφάσισε ξαφνικά ότι δε θέλει να ασχοληθεί περαιτέρω με τη φωτογραφία. Όσο αναπάντεχα ξεκίνησε να ασχολείται με τη φωτογραφία, με τον ίδιο τρόπο αποφάσισε να σταματήσει. Το 2008 έλαβε το βραβείο Baum για τους νέους αμερικανούς ανερχόμενους καλλιτέχνες. Κυκλοφόρησε ένα βιβλίο στις αρχές του 2013 με τίτλο ‘‘A Period of Juvenile Prosperity’’ και ακολούθησαν αρκετές εκθέσεις. Επίσης αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο και τώρα εργάζεται ως μηχανικός αυτοκινήτων. Αν και έχει σταματήσει να τραβά φωτογραφίες, το υλικό που μάζεψε αυτά τα χρόνια είναι αρκετό, ώστε να αφήσει μια σημαντική παρακαταθήκη στον κόσμο της φωτογραφίας. A Period of Juvenile Prosperity Πολλοί άνθρωποι, σχεδόν 100 χρόνια μετά τη μεγάλη ύφεση, βρίσκουν καταφύγιο στους σιδηρόδρομους της Αμερικής, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη φτώχια και να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Πολλοί από τους νέους κάνουν διαδρομές ζιγκ ζαγκ σε όλη τη χώρα, ταξιδεύοντας χιλιάδες μίλια πάνω σε εμπορικές αμαξοστοιχίες, χωρίς να έχουν κάποιο συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό τους. Αρκετοί το κάνουν ως ενός είδους εναλλακτικό lifestyle, ως μια μορφή φυγής. Ο Brodie έζησε μια δεκαετία μαζί τους, καλύπτοντας πάνω από πενήντα χιλιάδες μιλιά σε 46 πολιτείες. Ο ίδιος λέει πως η ζωή μαζί τους του αποκάλυψε ένα άλλο πρόσωπο της αμερικανικής νεολαίας.

JAN 2014

ARTCORE

65


G - s p ot

66

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2014

ARTCORE

67


Pinhole

Diane Arbus: Η αποκλίνουσα φωτογράφος του περιθωρίου - ΤΗΣ ΈλεναΣ Βασιλειάδου -

Πολλοί την έχουν χαρακτηρίσει ως τη «φωτογράφο των φρικιών». Το ίδιο έλεγε και η ίδια για τον εαυτό της. Και αυτό, γιατί για την Diane Arbus το νορμάλ και το ομαλό φάνταζε άσχημο και σουρεαλιστικό. Ισως γιατί για την ίδια η αλήθεια και η ομορφιά του κόσμου κρυβόταν πίσω από καθετί που απέκλινε από τις «φυσιολογικές» νόρμες, καθετί περίεργο, ασυνήθιστο και περιθωριακό, το οποίο μπορεί να σόκαρε το ανθρώπινο μάτι και να «ξεβόλευε» την καθεστηκυία τάξη. 68

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

Diane Arbus. Ένα κοντό, ντροπαλό και δειλό κοριτσάκι, το οποίο ένιωθε άβολα με κάθε είδους έπαινο, γιατί, όπως πίστευε, δεν τον άξιζε… γεννήθηκε το 1923 στη Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο έρωτάς της, όντας μόλις δεκατεσσάρων ετών με έναν αινιγματικό και απομονωμένο άντρα, τον Allan Arbus, την ώθησε να γυρίσει την πλάτη της στην πλούσια και ισχυρή οικογένειά της. Τον παντρεύτηκε τέσσερα χρόνια μετά. Εκτός από σύντροφος, ο Allan Arbus υπήρξε και ο μέντοράς της, αφού αυτός στάθηκε η αφορμή, για να ασχοληθεί η ίδια με τη φωτογραφία. Στην αρχή της καριέρας της, η Diane Arbus ασχολήθηκε με τη φωτογραφία μόδας πλάι στον σύζυγό της. Σύντομα όμως αντικατέστησε τις ορθογώνιες φωτογραφίες της και την 35mm Nikon κάμερα, με τις ασπρόμαυρες τετράγωνες φωτογραφίες -για τις οποίες σήμερα είναι γνωστή- και μία twin-lens reflex Rolleiflex καθώς και μία twin-lens reflex Mamiya κάμερα. Οι άνθρωποι του δρόμου την ιντρίγκαραν. Τα άθλια ξενοδοχεία, τα δημόσια πάρκα και το τσίρκο αντικατέστησαν τις ειδυλλιακές τοποθεσίες που κοσμούσαν περιοδικά, όπως τη Vogue και το Harper’s Bazaar. Μεσοαστικές οικογένειες, τρόφιμοι ψυχιατρικών ασύλων, γίγαντες, νάνοι, τρανσέξουαλς, γυμνιστές, άνθρωποι περίεργοι, παράξενοι, παραμορφωμένοι, γεμάτοι από ατέλειες και ψεγάδια, που ζούσαν στις παρυφές της κοινωνικής αποδοχής, πήραν τη θέση των στημένων, αψεγάδιαστων και πανέμορφων μοντέλων. Το έργο της Arbus υπήρξε άμεσα αναγνωρίσιμο - ένα όραμα για το παράδοξο της ομαλότητας και την ομαλότητα του παραδόξου. Επρόκειτο για μία ανθρωπιστική φωτογράφο, της οποίας το έργο έχει αναγνωριστεί, ως ένα νέο είδος φωτογραφικής τέχνης. Όπως η ίδια έλεγε, με τις εικόνες της ήθελε να αιχμαλωτίσει το χώρο μεταξύ του «πώς κάποιος είναι και πώς οι άλλοι νομίζουν ότι είναι». Η τέχνη της αποτέλεσε αναφορά στην εξερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στην ανθρώπινη εμφάνιση και την ταυτότητα, στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα. Η ιδιαίτερη Diane Arbus πάντα φρόντιζε να παραβιάζει όλους τους «κανόνες» της απόστασης που θα έπρεπε ένας φωτογράφος να κρατάει από τους πρωταγωνιστές των έργων που αποτυπώνει. Αποτέλεσμα αυτής της παραβίασης ήταν να γνωρίζει και να κάνει παρέα με τα εκκεντρικά μοντέλα της. Η ικανότητά της να προσδίδει ισχυρές δόσεις ψυχολογίας στις εικόνες

της, κάνει το έργο του θεατή, δηλαδή το δικό σου, ακόμα πιο δύσκολο, αφού δε σε αφήνει να τις προσπεράσεις αλλά σε υποχρεώνει να κοντοσταθείς και να τις κοιτάξεις πιο βαθιά.Οι πρωταγωνιστές της δουλειάς της πάντα κοιτούσαν απευθείας στην κάμερά της και πάντα φαίνονταν πρόθυμοι να «ξεγυμνωθούν» και να αποκαλύψουν τον εαυτό τους και τα ελαττώματά τους μπροστά στον φακό της. Η ίδια έλεγε πως «οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν από τη ζωή, φοβούμενοι ότι θα έχουν μία τραυματική εμπειρία. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί με το τραύμα τους. Έχουν ήδη περάσει τη δοκιμασία τους στη ζωή. Είναι αριστοκράτες». Η καριέρα της άνθισε τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60 και η ίδια εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες φωτογράφους του 20ού αιώνα. Τα έργα της επέστησαν την άμεση προσοχή της καλλιτεχνικής κοινότητας και η ίδια βραβεύτηκε με το Guggenheim Fellowships το 1963 και το 1966. Ένα χρόνο μετά, οι φωτογραφίες της κόσμησαν το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης πλάι σε δουλειές αξιόλογων φωτογράφων όπως του Gary Winogrand και του Lee Friedlander. Και ενώ στα επαγγελματικά της όλα φάνταζαν υπέροχα, η προσωπική της ζωή υπήρξε αρκετά προβληματική. Ο γάμος της έλαβε τέλος το 1969. Η Arbus έπασχε από κατάθλιψη και κυκλοθυμικά ξεσπάσματα. Κάπως έτσι, αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή της το 1971 (48 ετών), δηλητηριάζοντας τον εαυτό της με βαρβιτουρικά και κόβοντας τις φλέβες της στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη. Ο θάνατός της επέφερε ακόμη μεγαλύτερη προσοχή στο όνομά της και στο έργο της και αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξε η πρώτη Αμερικανή φωτογράφος, που πήρε μέρος στην Μπιενάλε της Βενετίας ένα χρόνο μετά το χαμό της. Η Diane Arbus μπορεί να υπήρξε αμφιλεγόμενη και προκλητική, το έργο της μπορεί ακόμα και σήμερα να γεννάει ερωτηματικά για τη σχέση καλλιτέχνηθέματος-κοινού, το σίγουρο όμως είναι πως το ταλέντο της υπήρξε σπουδαίο και η ίδια αποτέλεσε μία από τις πιο ξεχωριστές φιγούρες στον χώρο της φωτογραφίας. Οι πολύτιμες και χαρακτηριστικές εικόνες που άφησε πίσω, η αινιγματική προσωπικότητά της, η ζωή της και ο θάνατός της την ανέδειξαν σε μία cult μορφή του καλλιτεχνικού χώρου, που σίγουρα αξίζει να της δώσεις τη μέγιστη προσοχή που της αξίζει.

JAN 2014

ARTCORE

69


Pinhole

70

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2014

ARTCORE

71


Pinhole

Daido Moriyama: The stray dog - ΤΗΣ ΈλεναΣ Βασιλειάδου -

Εκεί που ο εσωτερικός κόσμος αρχίζει να εμπλέκεται με τον εξωτερικό και όλα γίνονται ένα… ένα χάος με γεύση από τη μεταπολεμική Ιαπωνία και την υπογραφή του master Daido Moriyama.

72

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

Πρόκειται ίσως για έναν από τους πιο ριζοσπαστικούς και καινοτόμους καλλιτέχνες στον χώρο της φωτογραφίας τα τελευταία πενήντα χρόνια. Και το όνομα αυτού Daido Moriyama. Εξ Ιαπωνίας, γεννημένος το 1938 στην πόλη Osaka, με αδάμαστο πνεύμα και πεινασμένα μάτια. Σπούδασε φωτογραφία και το 1961 εγκαταστάθηκε στο Τόκιο, όπου και δούλεψε μαζί με τον διεθνώς αναγνωρισμένο φωτογράφο Eikoh Hosoe. Το έργο του, μεγαλειώδες για δύο απλούς λόγους: η τεχνική και το αντικείμενό του. Σε αντίθεση με τον Araki, στον εκκεντρικό Moriyama αρέσει να τραβάει B&W εικόνες και όχι έγχρωμες (αν και τελευταία έχει αρχίσει να χρησιμοποιεί και χρώμα στη δουλειά του), γιατί, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, βρίσκει κάτι το ερωτικό στο ασπρόμαυρο. Μεγάλο contrast, πολύ noise και θολούρα στο έπακρο. Μπορεί να σου θυμίσει έντονα τη δουλειά του William Klein και όχι άδικα, μιας και ο Moriyama θαύμαζε από πολύ μικρός τις εικόνες του. Αυτό που επίσης σίγουρα θα παρατηρήσεις, είναι ότι στον κύριο Moriyama δεν αρέσει καθόλου το αναμενόμενο αλλά ιντριγκάρεται από το απρόβλεπτο. Οι περισσότερες φωτογραφίες του είναι καδραρισμένες από τις πιο περίεργες οπτικές γωνίες. Λατρεύει τον σκληρό φωτισμό και τα σκοτεινά backgrounds που αποπνέουν ένα υποχθόνιο μυστήριο και μία αίσθηση ανομίας. Συναισθήματα άρρηκτα συνδεδεμένα με το αντικείμενο του έργου του. Ο φωτογραφικός του κόσμος αντικατοπτρίζει την πτώση των ηθικών και παραδοσιακών αξιών της προπολεμικής Ιαπωνίας. Μιας χώρας αυστηρής, πουριτανικής και εξουσιαστικής, η οποία υπό και μετά την Αμερικανική κυριαρχία, απελευθερώθηκε (;), «εκτέθηκε στις Αμερικανικές αξίες και ματεριαλιστικές παραδόσεις», αποξενώθηκε, βιομηχανοποιήθηκε και κοινωνικά εκπορνεύτηκε. Αν και ερωτευμένος με τις πόλεις και τη ζωή τους, ο Moriyama αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως πηγή άγχους και απειλής. Αρνητικά συναισθήματα, που όμως για τον ίδιο είναι εκείνα που φέρουν την αλλαγή στην τάξη των πραγμάτων. Με τον φακό του εκθειάζει τις σκοτεινές και

υπόγειες πλευρές της αστικής κουλτούρας, τα απόκρυφα σημεία κυρίως της περιοχής Shinjuku του Τόκιο, που μόνο στάσιμα και παραμελημένα κατάφεραν να απομείνουν. Καθημερινοί άνθρωποι με πρόσωπα είτε θολά είτε κρυμμένα κάτω από σκιές πρωταγωνιστούν στη δουλειά του και αποτυπώνονται με τέτοιον τρόπο, που σίγουρα «κανένας τουρίστας δεν πρόκειται να δει σε κανέναν τουριστικό οδηγό του Τόκιο». Ο Moriyama καταφέρνει να συνδέσει το σήμερα με το χτες, το καινούριο με το παλιό, με αποτέλεσμα να αναδεικνύει «τις συγκρούσεις, τις ανασφάλειες και τις ευπάθειες», που αναγκαστικά πυροδοτούνται μέσα από αυτό το απρόβλεπτο και τολμηρό εγχείρημα. Και τελικά αυτό που σου αφήνει είναι ένα γκρι, μουντό και χαοτικό συναίσθημα. Αδέσποτα, τραβεστί performers, σκηνές του δρόμου που αντανακλούν την «αστική αποσύνθεση και την καταστροφή μιας κοινωνίας». Πολύπλοκο και περίπλοκο το υλικό του Moriyama με εικόνες γεμάτες βάθος και προκλήσεις. Προκλήσεις που ενοχλούν το μάτι και μαυρίζουν την ψυχή αλλά επιφέρουν ένα είδος κάθαρσης και ανταμοιβής στο τέλος. Οι περισσότερες φωτογραφίες του υπονοούν κάτι που συνέβη ή που επρόκειτο να συμβεί και με αυτόν τον μοναδικό τρόπο καταφέρνει να σε κάνει κομμάτι τους, να σε συμπαρασύρει και να σε απομακρύνει. Και κάθε φορά ο καλλιτέχνης σου υπενθυμίζει πως αυτό που βλέπεις δεν είναι η αλήθεια, η πραγματικότητα, αλλά μία άρτια «φιλτραρισμένη version του κόσμου», όπου ζεις και αναπνέεις. Για να εκτιμήσεις τη δουλειά του, ίσως πρώτα πρέπει να αναλογιστείς την πολύτιμη συνεισφορά του στον καλλιτεχνικό χώρο, μιας και τη δεκαετία του ‘60, όταν ήταν ακόμα ανερχόμενος, η φωτογραφία εκλαμβανόταν ως ένα «αντικειμενικό» καλλιτεχνικό μέσο έκφρασης. Ο Moriyama ήταν αυτός που κατάφερε να αναγάγει τη φωτογραφία ως ένα μέσο υποκειμενικό, μέσω των καινούριων προοπτικών που εισήγαγε και εφάρμοσε. Προοπτικές οι οποίες κατάφεραν να αλλάξουν τον τρόπο που βλέπουμε «μια εικόνα, μια κοινωνία και τελικά τον ίδιο μας τον εαυτό».

JAN 2014

ARTCORE

73


Pinhole

74

ARTCORE

JAN 2014


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2014

ARTCORE

75


Μια γεύση από Ιαπωνία

Ήτοι ιαπωνικά κινούμενα σχέδια - ΤΗΣ ΆνναΣ Μανιάκη -

Τα κινούμενα σχέδια ήταν και είναι για την Ελλάδα μια λίγο πονεμένη ιστορία κατά τη γνώμη μου. Εν έτει 2012 και με βάση αυτά που γνωρίζω αυτή η ζώνη αποτελεί ψύλλους στα άχυρα που ψάχνεις να τη βρεις (μόνο το Nickelodeon και το Star κάνει δουλειά με παιδικά).

76

ARTCORE

JAN 2014


ΚΙΝΗ -ΣΗ

Δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη για το τι συνέβαινε πριν τη δημιουργία των ιδιωτικών καναλιών, αφού μεγάλωσα με την ιδιωτική τηλεόραση. Συνήθως τα πρωινά του Σαββατοκύριακου είχες τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις παιδικές σειρές, που σε μεγάλο ποσοστό είτε τις έβλεπες σε επανάληψη είτε προβάλλονταν στην ελληνική τηλεόραση με αρκετά χρόνια καθυστέρηση σε σχέση με τη χώρα παραγωγής. Παρόλα αυτά, η ζώνη αυτή του Σαββατοκύριακου (καμία σχέση με τη ζώνη του λυκόφωτος) ήταν και η αιτία της πρώτης επαφής μας με την Ιαπωνική αισθητική των anime, ήτοι «ιαπωνικά κινούμενα σχέδια». Δεν τα ονομάζω παιδικά γιατί, απ’ όσο θυμάμαι, ορισμένα από αυτά είναι αρκετά βίαια για να απευθύνονται σε μικρά παιδιά αλλά αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την πολιτική του εκάστοτε καναλιού και το κατά πόσο κρίνει ότι πρέπει να παίζονται σε συγκεκριμένες ώρες ή όχι. Τα anime στην Ιαπωνία δεν απευθύνονται μονάχα στα παιδιά. Υπάρχουν anime για όλες τις ηλικίες και για όλα τα γούστα. Αυτοί οι ήρωες λοιπόν με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια, τα παράξενα μαλλιά με τα πιο περίεργα χρώματα αλλά και τα ψηλά λεπτά πόδια (καμιά σχέση με τους πραγματικούς Ιάπωνες δηλαδή) πρωταγωνιστούν σε ιστορίες που έχουν αρχή, μέση και τέλος. Τι εννοώ με αυτό; Σε αντίθεση με τα αμερικάνικα κυρίως κινούμενα σχέδια, στα οποία

ακόμα και όταν ο δημιουργός ενός ήρωα έχει πεθάνει, ο χαρακτήρας επαναλαμβάνεται σε καινούριες εκδόσεις από άλλους δημιουργούς, στην Ιαπωνία, όταν ο δημιουργός κλείσει την ιστορία που θέλει να πει, σταματάει και ο ήρωας να υπάρχει και μένουμε με την αίσθηση ότι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα… Εν ολίγοις η ιστορία του ήρωα κάποια στιγμή σταματάει και δε διαιωνίζεται στο άπειρο. Υπάρχουν φυσικά και στην Ιαπωνία κινούμενα σχέδια που ξεχνούν να ολοκληρωθούν, όπως το γνωστό πλέον Naruto το οποίο ακόμα παίζεται, το ιστορικό πλέον Dragonball και το Sazae-san, που ίσως αποτελεί και το μακροβιότερο anime, αριθμώντας τουλάχιστον 2100 επεισόδια (παίζεται στην τηλεόραση από το 1969)! Οι ιστορίες αυτών των ηρώων σε προσκαλούν να δεις μια διαφορετική κουλτούρα από αυτήν του δυτικού τρόπου ζωής, όπου οι παραδόσεις της Ιαπωνίας αποτελούν βασικό στοιχείο των ιστοριών, χωρίς όμως να εμφανίζονται παράταιρες με το anime. Όπως ακριβώς και στην πραγματικότητα, όπου η σύγχρονη Ιαπωνία της τεχνολογίας βασίζεται στην παράδοση και τους αυστηρούς κανόνες που ορίζει η ιαπωνική εθιμοτυπία. Και θα το καταλάβεις, αρκεί να παρακολουθήσεις λίγο πιο προσεκτικά την καθημερινότητα που εκτυλίσσεται και δεν αρκεστείς στις ουκ ολίγες σκηνές δράσεις που υπάρχουν!!!

JAN 2014

ARTCORE

77


Μια γεύση από Ιαπωνία

Anime + manga = Osamu Tezuka - ΤΗΣ ΆνναΣ Μανιάκη -

Και για όποιους δυσκολεύονται … Ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ο Disney για τα δυτικά κόμικς, αποτελεί ο Tezuka για τα ιαπωνικά manga αλλά και τα anime: ‘‘The father of manga’’, ‘‘The god of comics’’ και ‘‘kamisama of manga’’ είναι κάποιοι από τους τίτλους που του έχουν αποδοθεί.

78

ARTCORE

JAN 2014


ΚΙΝΗ -ΣΗ

Γεννημένος το 1928 στην Osaka της Ιαπωνίας, ο Osamu Tezuka (1928-1989) αποτελεί μέρος της γενιάς εκείνης, που έζησε την καταστροφή και τον πόνο που προκαλούν οι άνθρωποι μεταξύ τους και μάλιστα με τον πλέον άσχημο τρόπο, αφού η χώρα της Άπω Ανατολής βίωσε τη φρίκη δύο ατομικών βομβών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σκοπός του λοιπόν, μετά το πέρας αυτού του εφιάλτη, ήταν να μπορέσει να διδάξει στον κόσμο τον αλληλοσεβασμό και την ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων. Για τους ίδιους λόγους θα μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμα της ιατρικής ως απόφοιτος της ιατρικής σχολής αλλά ευτυχώς για όλους όσοι αγαπούν τα μάνγκα και τα άνιμε ακολούθησε την αγάπη του για τη σχεδίαση χαρακτήρων και την αφήγηση ιστοριών. Μεταξύ μας, βοήθησε και το γεγονός ότι μεγάλωσε σε μια οικογένεια, όπου ο πατέρας ήταν θερμός αναγνώστης τόσο των τοπικών όσο και των διεθνών κόμικς και η μητέρα του τα διάβαζε στον ίδιο, όταν ήταν μικρός.

Το πρωταρχικό ερέθισμα για τη σχεδίαση και απόδοση των ιστοριών του του το πρόσφερε ο κινηματογράφος. Η κίνηση και το συναίσθημα του Hollywood ήταν ορισμένα από τα στοιχεία που προσπαθούσε να περάσει στον αναγνώστη. Θαυμαστής του Charlie Chaplin, του Walt Disney (από τον οποίο «υιοθέτησε» τα μεγάλα μάτια στους χαρακτήρες του) αλλά και του Max Fleischer (δημιουργός του Ποπάυ και της Μπέτυ Μπου), ήταν αποφασισμένος να δημιουργήσει μάνγκα, όπου οι ιστορίες θα είναι τόσο ζωντανές όσο στις ταινίες. Να νιώθει κάποιος ότι είναι μέρος της ιστορίας και όχι απλός αναγνώστης της. Και τα κατάφερε!!! Εντρύφησε στην τεχνική της ψευδαίσθησης της κίνησης μέσα από το flipbook, όπως και στη λήψη των εικόνων από διαφορετικές γωνίες, έτσι ώστε η δράση να κυλάει και να μεταφέρεται μεταξύ των σελίδων σαν να βλέπει κάποιος ταινία. Σημαντικό στοιχείο στην αίσθηση της κίνησης αποτελεί και η απόδοση του φόντου, παραμορφωμένου στα επιμέρους καρέ.

JAN 2014

ARTCORE

79


Μια γεύση από Ιαπωνία

80

ARTCORE

JAN 2014


ΚΙΝΗ -ΣΗ

Και από τα μάνγκα πήγαμε στα άνιμε… Δεν έμεινε όμως μονάχα στη σκηνοθεσία των μάνγκα. Η αγάπη του για την κίνηση των εικόνων τον ώθησε στο επόμενο βήμα του ως καλλιτέχνη, δηλαδή στη μεταφορά των ιστοριών του από τα μάνγκα στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Θεωρείται ο πατέρας των anime στην Ιαπωνία, αφού πολλά από τα σημαντικά του έργα καθιέρωσαν τα anime όχι μόνο στην Ιαπωνία αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Φυσικά, η διαχρονικότητα των έργων ως προς τα θέματά τους αποτελεί και μία από τις παραμέτρους που τα έκαναν τόσο δημοφιλή είτε μιλάμε για μάνγκα είτε για άνιμε. Ρομπότς ή καλύτερα ανδροειδή (ATOMBoy ή Tetsuwan Atomu), διαστημικές τεχνολογίες, ιατρικές υποθέσεις (Black Jack ή Burakku Jakku) αλλά και θέματα θρησκείας (Buddha) αποτελούν προβληματισμούς των καλλιτεχνών ανεξαρτήτως εποχής. Και ως ένας δημιουργός που αγαπάει τις ιστορίες και τους χαρακτήρες του, όποτε θεωρούσε ότι εναρμονιζόταν η παρουσία του στη σκηνή, εμφανιζόταν κάπου εκεί κοντά στη δράση. Αν διαβάζοντας ένα μάνγκα ή βλέποντας ένα άνιμε δεις μια μορφή με στρογγυλή μύτη, στρογγυλά γυαλιά και μπερέ αυτός είναι ο Osamu Tezuka. Στα σαράντα σχεδόν χρόνια της δουλειάς του άφησε πίσω του 150.000 σελίδες έργου και σχεδόν 1000 χαρακτήρες. Δεν άρχιζε να σχεδιάζει, αν δεν είχε μια ιστορία που να αξίζει να τη διαβάσεις. Αυτό που προσπάθησα να εκφράσω στα έργα μου μπορεί να συνοψισθεί στο επόμενο μήνυμα: «Αγαπάτε όλα τα πλάσματα! Να αγαπάτε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς!»

JAN 2014

ARTCORE

81


Στο π ρ ο η γού μ ε ν ο ε π ε ι σόδ ι ο …

Mad Men: Βαριά ποτά, βαριά τσιγάρα - BY Koge -

Ταξίδι στην εποχή όπου οι άντρες έπρεπε να ξεχειλίζουν από τεστοστερόνη, το τσιγάρο έκανε καλό στην υγεία, η θέση της γυναίκας ήταν στην κουζίνα… άντε το πολύ πολύ στα πόδια του αφεντικού της και η υπερκατανάλωση έβρισκε τον δρόμο στα μυαλά των ανθρώπων μέσα από τη διαφήμιση.

82

ARTCORE

JAN 2014


ΚΙΝΗ -ΣΗ

A! Η αρχή της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ! Μια υπέροχη χρονική περίοδος… αν ήσουν λευκός χριστιανός ετεροφυλόφιλος άντρας, μια δύσκολη περίοδος για όλους τους άλλους. Τα τραύματα των ΗΠΑ από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945) και τον Πόλεμο της Κορέας (19501953), επουλωμένα κακήν κακώς ήδη από τη δεκαετία του 1950, οδήγησαν την κοινωνία να γυρίσει σε συντηρητικές αλλά και οπισθοδρομικές απόψεις που άρχισαν ωστόσο να ξεφτίζουν στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Προς τι τα μαθήματα αμερικανικής ιστορίας; Μια σειρά εποχής έχει ανάγκη από πραγματικά στοιχεία και λεπτομέρειες, αν θέλει να πείσει τους θεατές της ότι η πλοκή της αναφέρεται στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το “Mad Men” πετυχαίνει απόλυτα τον στόχο αυτό: εκπληκτικά κοστούμια, εξαιρετικά σκηνικά, συμπεριφορές και εκφράσεις στο στυλ της δεκαετίας αλλά και αναφορές σε σημαντικές στιγμές όπως οι δολοφονίες των John F. Kennedy και Martin Luther King, Jr (έλα παιδιά δεν είναι spoiler αυτό!!!). Πριν τις μεγάλες επιτυχίες των σειρών “Breaking Bad” και “The Walking Dead”, το μεγάλο στοίχημα του συνδρομητικού καναλιού AMC ήταν να φτιάξει το νέο του πρόγραμμα με σειρές ποιότητας και υψηλού επιπέδου. Κάπως έτσι το 2007 δόθηκε το πράσινο φως για το “Mad Men”. Ο συν-σεναριογράφος και συν-παραγωγός της σειράς “Τhe Sopranos” Matthew Weiner, είχε την ιδέα μιας σειράς που να αναπαριστά μια εποχή, συνυφασμένη με πολλές έντονες αντιθέσεις και βαθιές κοινωνικές αλλαγές. Όλα αυτά στη συσκευασία του πολύχρωμου και φωτεινού αμερικάνικου ονείρου, της ραγδαίας ανάπτυξης εταιριών και φυσικά του μάρκετινγκ. Από την πρώτη κιόλας προβολή η σειρά έγινε επιτυχία. Τα βραβεία Emmy και Χρυσές Σφαίρες δεν άργησαν να έρθουν, οι κριτικοί εκθείαζαν τη σειρά και παράλληλα το κοινό συντονιζόταν κάθε Κυριακή για να την παρακολουθήσει. Η ονομασία μπορεί να παραπλανήσει, ωστόσο “Mad Men” είναι το παρατσούκλι που έδωσαν οι διαφημιστές της Νέας Υόρκης στους εαυτούς τους, όπως πληροφορούμαστε από το πρώτο επεισόδιο, (καθόλου ψώνια τα παλικάρια), καθώς τα περισσότερα γραφεία βρίσκονταν στη λεωφόρο Madison, κάνοντας λογοπαίγνιο. Η σειρά εκτυλίσσεται γύρω από τις ζωές των εργαζομένων της διαφημιστικής εταιρίας Sterling-Cooper, ωστόσο κύριοι πρωταγωνιστές της είναι: ο Don Draper (o πανέ-

μορφος Jon Hamm), ένας επιτυχημένος διαφημιστής με εμφάνιση που παραπέμπει στον Clark Kent/Superman, φαινομενικά άριστος οικογενειάρχης, ένας χαρακτήρας τρομερά γοητευτικός για τις γυναίκες με πολλά μυστικά και ένα σκοτεινό παρελθόν, παντρεμένος με την Betty (η «παγωμένη» Emma Frost των X-MEN, January Jones) ένα πρώην μοντέλο. Η Peggy Olson (η νεαρή Elisabeth Moss), μια νεαρή ταλαντούχα κοπέλα που προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα και στον αντίποδα ο Pete Campbell (ο γιος του Angel της ομώνυμης σειράς, Vincent Kartheiser) η καριέρα του οποίου μοιάζει να είναι στρωμένη με ροδοπέταλα λόγω της κοινωνικής του θέσης. Η Joan (η εντυπωσιακή γυναίκα του Reynolds στην αδικοχαμένη σειρά “Firefly” Christina Hendricks) η αρχιγραμματέας, προσωποποίηση της θηλυκότητας και πιο δυναμική απ’ όσο αφήνει τους άλλους να καταλάβουν και οι Sterling (ο γοητευτικός ασπρομάλλης μπαμπάς Stark στη δεύτερη ταινία “Iron Man”, John Slattery) και Cooper (o ταλαντούχος Robert Morse με καριέρα που ξεκινά από τη δεκαετία του 1950) οι εκκεντρικοί ιδιοκτήτες της εταιρίας. Όλες οι προκαταλήψεις μοιάζουν φυσιολογικές στο “Mad Men”, ρατσισμός και σεξισμός έχουν την τιμητική τους, μια επιτυχημένη δουλειά δεν εξασφαλίζει το λαμπρό μέλλον απλώς βοηθάει στο να φτάσεις λίγο πιο ψηλά (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Όλα αυτά προβάλλονται είτε δραματικά είτε κωμικά, με ένα εξαιρετικό τις περισσότερες φορές σενάριο, κρατώντας μια περίεργη ισορροπία ανάμεσα στη νοοτροπία εκείνης της εποχής και στην κριτική ματιά του σήμερα. Όσο κι αν διαφωνούμε με τις συμπεριφορές των πρωταγωνιστών ή τις αποφάσεις τους, δεν παύουν να είναι καθημερινοί χαρακτήρες μιας άλλης εποχής που δυστυχώς σε αρκετά αρνητικά σημεία διαφέρει ελάχιστα από τη δική μας. Αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ προβάλλεται η 6η σεζόν που θα αποτελείται από 9 ωριαία επεισόδια σε αντίθεση με τα 13 των προηγούμενων ετών. Φιλική συμβουλή : Η σειρά δεν ενδείκνυται γι’ αυτούς που σκέφτονται να κόψουν το κάπνισμα και το αλκοόλ. Σχεδόν σε όλες τις σκηνές της σειράς η κατανάλωση λίτρων αλκοόλ και πακέτων τσιγάρων είναι μέρος του σκηνικού και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των χαρακτήρων. Σε σημείο που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς κατάφερε αυτή η γενιά να κλείνει δουλειές, να αναπνέει και να ανατρέφει παιδιά. JAN 2014

ARTCORE

83


Στο π ρ ο η γού μ ε ν ο ε π ε ι σόδ ι ο …

Εννέα τηλεοπτικές προτάσεις για το Halloween - BY Koge -

Εφοδιαστείτε με ποσότητες γλυκισμάτων, βρείτε την καλύτερη παρέα και πείτε “trick or treat” στην τηλεόραση.

84

ARTCORE

JAN 2014


ΚΙΝΗ -ΣΗ

Η γιορτή του Halloween γιορτάζεται σε πολλά κράτη της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι έγινε γνωστή από τη μανία των ΗΠΑ, να την προβάλλουν με κάθε τρόπο. Από την άλλη, ποιος δε θα ήθελε μια καλή δικαιολογία, για να καταβροχθίσει ποσότητες γλυκισμάτων και τη δυνατότητα μιας καλής τρομακτικής φάρσας στον γείτονά του; Η παρακάτω λίστα είναι μια επιλογή τηλεοπτικών προτάσεων στο πνεύμα του Halloween.

American Horror Story Αν δεν περιμένετε κάτι τρομακτικό από τους παραγωγούς του “Glee”, αναλογιστείτε ότι η προηγούμενη σειρά τους ήταν το ακραίο “Nip/Tuck”. Πάντως ο τίτλος και μόνο δικαιολογεί τη θέση της σειράς σε αυτήν τη λίστα. Κάθε σεζόν του “American Horror Story” είναι και μια εντελώς διαφορετική τρομακτική ιστορία, που συνήθως τείνει σε καταστάσεις διαστροφής. Κάποιοι εκ των ηθοποιών επιστρέφουν και στις επόμενες σεζόν σε εντελώς διαφορετικούς

Buffy the vampire slayer: Hush/Halloween specials Πριν ονομαστεί ο βασιλιάς των geeks, ο Joss Whedon ήταν ο δημιουργός της σειράς “Buffy the vampire slayer” που έμελε να αλλάξει, πέρα από την καριέρα του ίδιου, τον τρόπο που αντιμετώπιζαν κοινό και κριτικοί τις τηλεοπτικές σειρές. Τρισδιάστατοι χαρακτήρες, θέματα ταμπού, ενδιαφέρουσες πλοκές και άψογη ισορροπία ανάμεσα σε δράμα και χιούμορ αποτέλεσαν τα βασικά στοιχεία ενός «τηλεοπτικού» σύμπαντος, που διευρύνεται ακόμα και σήμερα. Λόγω του υπερφυσικού θέματος της σειράς, τα επεισόδια με κεντρικό πυρήνα το Halloween ήταν πάντα ενδιαφέροντα. Ωστόσο, για μια πραγματικά τρομακτική και απολαυστική εμπειρία, θα προτείνω το “Hush”, το δέκατο επεισόδιο της 4ης σεζόν. Ίσως να αποτελέσει και την αφορμή, να ξεκινήσετε να παρακολουθείτε τη σειρά. Masters of Horror Όχι, ο Δρ Masters δεν άλλαξε την έρευνα του πάνω στο σεξ, για να ασχοληθεί με τις φοβίες και τον τρόμο στην ανθρώπινη φύση. Το “Μasters of Horror” του 2005 βασίζεται στην καταπληκτική ιδέα του Mick Garris, να μαζέψει τους καλύτερους σκηνοθέτες τρόμου και να δημιουργήσει μια σειρά από ωριαία αυτοτελή επεισόδια. Dario Argento, John Carpenter, John Landis, Norio Tsuruta είναι μερικά από τα ονόματα που υπογράφουν τη σκηνοθεσία αυτών των επεισοδίων-ταινιών. Οι ιστορίες βασίζονται σε σενάρια ή δημιουργίες σπουδαίων καλλιτεχνών του είδους, όπως οι Richard Matheson, H.P. Lovecraft και Clive Barker.

JAN 2014

ARTCORE

85


Στο π ρ ο η γού μ ε ν ο ε π ε ι σόδ ι ο …

ρόλους, όπως για παράδειγμα η ανεπανάληπτη Jessica Lange. Στοιχειωμένο σπίτι, άσυλο, μάγισσες. Επιλέξτε ένα θέμα (ή γιατί όχι και όλα τα παραπάνω) και απολαύστε αγνό, αμερικάνικο τρόμο. Tree House of Horror Το 1990 η αγαπημένη (και υπέρ-αιωνόβια) σειρά κινουμένων σχεδίων “The Simpsons” ξεκίνησε μια παράδοση, που κρατάει μέχρι σήμερα. Το “Tree House of Horror” είναι ένα ξεχωριστό και αρκετές φορές τρομακτικό επεισόδιο, όπου όλα μπορούν να συμβούν. Πανάρχαια τέρατα, εισβολές εξωγήινων, δολοφονίες, ίντριγκες, νεκραναστήσεις μεταφέρουν τους θεατές σε μεταμοντέρνες αφηγήσεις αγαπημένων και καλτ ιστοριών τρόμου. Φέτος μάλιστα οι τίτλοι αρχής του n.24 “Tree House of Horror” δημιουργήθηκαν από τον Guillermo del Toro. Twin Peaks Υποβλητική ατμόσφαιρα, σουρεαλιστικό νουάρ, πραγματικότητα που μοιάζει με όνειρο ή εφιάλτη… Δεν μπορεί να περιμένει κάποιος κάτι λιγότερο από τον David Lynch. Αυτό το φαινομενικά αστυνομικό θρίλερ, που κράτησε μόνο δυο σεζόν, έμεινε στην ιστορία και κάνει ακόμα τον κόσμο να ανατριχιάζει στην ερώτηση: ποιος σκότωσε τη Laura Palmer. Όσοι έχουν δει τη σειρά θα συμφωνήσουν με την ιδέα ότι η μουσική της έχει την ικανότητα να στοιχειώνει τις σκέψεις.

86

ARTCORE

JAN 2014

Twilight Zone Δύσκολα κάποιος ξεχνάει την επαφή του με το «τρομακτικό» στην τηλεόραση. Κάποιες φόρες λόγω αϋπνίας, άλλες πάλι λόγω περιέργειας, το μαγικό κουτί ανοίγει την πιο κατάλληλα ακατάλληλη στιγμή. «Καλώς ήρθατε στη ζώνη του λυκόφωτος» έλεγε συχνά ο αφηγητής και στην οθόνη εμφανίζονταν αυτοτελείς ιστορίες, που σπάνια είχαν καλό τέλος για τους πρωταγωνιστές. Το “Twilight Zone” από το 1959 προσέφερε ιστορίες φαντασίας, επιστημονικής φαντασίας και υπερφυσικού, πρωτοποριακές σε ιδέες, θέματα και ειδικά εφέ. Πάνω από όλα όμως, οι περισσότερες από αυτές αποτελούσαν στην ουσία αλληγορίες για την ανθρώπινη κοινωνία.


ΚΙΝΗ -ΣΗ

Garth Mareghi’s Darkplace Αν αγαπάτε τις καλτ ταινίες και τις ταινίες β’ διαλογής, αλλά προτιμάτε να πιάνετε το στομάχι σας από τα γέλια και όχι από αγωνία, τότε η βρετανική σειρά “Garth Mareghi’s Darkplace” θα σας προσφέρει όλα τα παραπάνω. Με στόχο τη σάτιρα και την κριτική πάνω στις υπερβολές των ταινιών και σειρών τρόμου των περασμένων δεκαετιών, τα έξι επεισόδια της σειράς αποτίνουν έναν περίεργο φόρο τιμής σε αυτές τις δημιουργίες, που επηρέασαν καλλιτέχνες και κατά καιρούς δημιούργησαν νέες μόδες. It’s the Great Pumpkin, Charlie Brown Οι περισσότεροι από μας έχουμε μεγαλώσει με τις ιστορίες του Snoopy και της παρέας του. Το “It’s the Great Pumpkin, Charlie Brown” θεωρείται ένα από τα πιο επιτυχημένα και κλασικά κινούμενα σχέδια, καθώς προβάλλεται κάθε χρονιά, την περίοδο του Halloween από το 1966! Κοιμήστε τον ενήλικο εαυτό σας (που μιλάει ακαταλαβίστικα), πάρτε ένα τεράστιο μπολ γεμάτο με γλυκές λιχουδιές και αφεθείτε στη μαγεία μιας ταινίας, που είναι ακόμα επίκαιρη σε νοήματα και ιδέες. Τales from the crypt Βασισμένο στα κόμικς της δεκαετίας του 1950, το “Tales from the crypt” του 1989, είναι μια ανθολογία ιστοριών τρόμου, που για κάποιο περίεργο λόγο, κάποια στιγμή, στην Ελλάδα προβάλλονταν μεσημεριανές ώρες… Ίσως να έφταιγε η κούκλα που πρωταγωνιστούσε σαν αφηγητής, ίσως πάλι οι εξωφρενικές υποθέσεις κάποιων ιστοριών. Όπως και να το κάνουμε, κάποιες ιστορίες ήταν πραγματικά τρομακτικές και χάρη στην έλλειψη λογοκρισίας, τουλάχιστον ακραίες.

JAN 2014

ARTCORE

87


ΣΥΝΕΝ Τ ΕΥΞΕΙΣ

Σενάρια κόμικς: Συνέντευξη με τον Κ.Ι. Ζαχόπουλο - Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ -

Ο K. Ζαχόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σενάριά του εκδόθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συμμετείχε στο Popgun, τη βραβευμένη με Eisner award ανθολογία ιστοριών κόμικς που εκδόθηκε από την Image. Είναι ο σεναριογράφος του “Mister Universe” που εκδόθηκε στον τέταρτο τόμο του Popgun. Η πρώτη του νουβέλα “Mon Alix” εκδόθηκε από την Cannot Not Design Publications. Αυτές τις ημέρες εργάζεται ως σεναριογράφος της σειράς “Misery City” και του graphic novel “The Fang”.

> Ok… Μόλις μπήκα στο blog σου και διάβασα μια κριτική για τη σειρά comicbook “Misery City”, όπου τα σχόλια είναι πολύ θετικά. Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για το “Misery City”; Τι το κάνει τόσο ξεχωριστό και πώς το εμπνευστήκατε; Η ιστορία της Μίζερης Πόλης ξεκινά χρόνια πριν. Ο Βασίλης Γκογκτζιλάς, που είναι ο δημιουργός του έργου, μου ζήτησε να συζητήσουμε γύρω από τη σουρεαλιστική ιστορία ενός άτυχου ντετέκτιβ σε μια καταθλιπτική πόλη της οποίας τα δρομάκια, οι υπόνομοι, τα εγκαταλειμμένα σπίτια και κάθε λογής ξεχασμένος τόπος αποτελούν έδαφος υπερφυσικού τρόμου. Μέχρι να καταλήξουμε στο ύφος και την αισθητική του έργου πέρασε αρκετός καιρός. 88

ARTCORE

JAN 2014

Πολύς χρόνος χάθηκε μέχρι να καταφέρουμε να το κυκλοφορήσουμε. Η «Μίζερη Πόλη» πέρασε από χίλια κύματα μέχρι να καταλήξει στα χέρια της Jemma Press (ελληνική έκδοση) και της Markosia Enterprises (αγγλική έκδοση). Το χαρακτηριστικό που κάνει κάποιον τόσο να το αγαπήσει όσο και να το πετάξει στον κάλαθο είναι η ιδιαίτερη αφήγηση που επιλέγουμε με τον Βασίλη σε επίπεδο πλοκής και σεναρίου. Ο Μαξ Μάρρεϊ (ο πρωταγωνιστής της ιστορίας), κινείται στη Μίζερη Πόλη τη μια στιγμή ως απλός αφηγητής και καταγραφέας των γεγονότων, ενώ την επόμενη στιγμή μπορεί να βρεθεί στο επίκεντρο μιας ιστορίας που από επεισόδιο σε επεισόδιο μοιάζει να εκτροχιάζεται όλο και πιο πολύ. Είναι ένα βιβλίο που για να


ΚΙΝΗ -ΣΗ το ευχαριστηθείς πρέπει να αφεθείς στις χάρες του με τον ίδιο τρόπο που εμπιστεύεσαι ένα τρενάκι Λούνα Παρκ. Σε κάποια σημεία της διαδρομής θα είναι αργό, αλλού γρήγορο. Κάπου θα κλείσεις τα μάτια σου, κάπου θα τσιρίξεις, κάπου θα γελάσεις και είναι σχεδόν σίγουρο πως από ψηλά και ανάποδα θα δεις τα πράματα πιο μπερδεμένα από ό,τι συνήθως. > Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τα κόμικς και πώς η επαγγελματική σου σταδιοδρομία στο χώρο αυτό; Χρόνια πριν ήταν εύκολο να βρεις κόμικς στο περίπτερο της γειτονιάς. Όχι ό,τι κυκλοφορούσε ούτε καν ένα μικρό ποσοστό του. Αλλά παρόλα αυτά το περίπτερο ήταν εκεί, τα κόμικς κρέμονταν μέσα στην ασπρόμαυρη-κυρίως- γοητεία τους και εσύ ήθελες να διαβάσεις κάτι που δεν περιείχε ποντικούς και πάπιες. Υποπτεύομαι πως λίγο-πολύ οι περισσότεροι Έλληνες δημιουργοί έχουν παρόμοιες αναμνήσεις από τις κυκλοφορίες της εποχής. Πολλά χρόνια μετά από τα παραπάνω, έπεσε στα χέρια μου ένα αντίτυπο «Mister Universe», του Βασίλη Γκογκτζιλά. Προσπάθησα να έρθω σε επαφή μαζί του και τελικά κλείσαμε ένα ραντεβού. Βρεθήκαμε σε ένα ήρεμο καφέ και συζητήσαμε. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε. Σκεφτόμασταν ένα σωρό πράγματα. Πολλά κατέληγαν στο συρτάρι. Ήταν όμως μια πολύ δημιουργική περίοδος. Τα πάντα γινόταν για την ίδια τη δημιουργία. Με αυτόν τον τρόπο ήρθα σε επαφή με τους κανόνες της αφήγησης μιας ιστορίας και άρχισα να κατανοώ την έννοια της διαδοχής των εικόνων, καθώς και την αισθητική του μέσου. Για να καταλάβεις πόσο πολύ ευχαριστιόμασταν τη διαδικασία φτάνει να σου πω πως μόλις κυκλοφορούσαμε κάτι, περνούσαμε ελάχιστο χρόνο θαυμάζοντάς το. Εκείνο που μετρούσε ήταν πάντα το επόμενο. Ίσως γι’ αυτό δεν ταλαιπωρηθήκαμε ποτέ από τον φόβο της στασιμότητας. Όσο τρέφεις την φαντασία σου αυξάνεις και τη δημιουργικότητά σου και όσο αποτυπώνεις τις ιδέες σου, αυτές πολλαπλασιάζονται. > Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για τη συνεργασία σου με τους ξένους εκδοτικούς οίκους; Αν κατάλαβα σωστά, περισσότερο συνεργάζεσαι με το εξωτερικό παρά με τους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους… Αυτό δεν είναι ακριβές. Συνεργάζομαι με όποιον ενδιαφέρεται να τυπώσει τις ιστορίες μου και πληροί τις δημιουργικές μου προϋποθέσεις. Σενάριά μου κυκλοφορούν και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αυτό που μπορώ να αναφέρω με σιγουριά είναι πως εκτός από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους, οι περισσότεροι υποφέρουν από το πρόβλημα της διανομής των βιβλίων τους, το οποίο αποτελεί από μόνο του ένα τεράστιο θέμα συζήτησης. Τώρα σε επίπεδο επικοινωνίας, με τους ξένους εκδοτικούς οίκους περιορίζεσαι καταρχήν σε μια διαδικτυακή σχέση. Καλό είναι, βέβαια, ένας δημιουργός να ταξιδέψει και να έρθει σε επαφή με τους εκδότες και επιμελητές των ξένων και εγχώριων εκδοτικών οίκων. Πάντως αν η ιδέα ενός βιβλίου, το οπτικό τμήμα και το σενάριο είναι σωστά δομημένα, τότε ένα έργο μπορεί να προχωρήσει ασχέτως χρόνου και χώρου. > Πόσο χρόνο αφιερώνεις στη συγγραφή των σεναρίων κόμικς; Μπορείς να μας πεις ορισμένα λόγια για την παραγωγική διαδικασία; Για παράδειγμα τι αποτελεί για σένα πηγή έμπνευσης;

Πέρα από την ανάγνωση κόμικς και βιβλίων, πέρα από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το διαδίκτυο αλλά και την ίδια την καθημερινή ζωή και την προσπάθεια επιβίωσης, το σημαντικότερο από όλα τα προηγούμενα είναι οι συνεργάτες. Ένας καλός, αυστηρός και δημιουργικός συνεργάτης είναι πιο πολύτιμος από την πιο καλοδουλεμένη ιδέα. Μπορεί να είναι σκιτσογράφος, colorist, επιμελητής, μεταφραστής ή εκδότης. Αν δε σε βοηθήσει να φτάσεις στο όριο των ικανοτήτων σου και δε σε πιέσει για να το ξεπεράσεις, θα επαναλαμβάνεις μια ολόκληρη ζωή το ίδιο σενάριο. Με λίγα λόγια είναι καλό να έχεις δίπλα σου ανθρώπους που λένε πιο συχνά όχι, παρά μπράβο. Από την άλλη πλευρά οι αναγνώστες είναι χρήσιμο να ρίξουν μια ματιά όχι μόνο στη δουλειά του ίδιου του δημιουργού αλλά και στο έργο των συνεργατών του. > Εκτός από τη συγγραφή σεναρίων κόμικς έχεις ασχοληθεί και με τη συγγραφή διηγημάτων καθώς και μιας νουβέλας. Ποιες είναι οι βασικές διαφορές τους αναφορικά με τη συγγραφή κατά τη γνώμη σου; Η αφήγηση είναι αφήγηση. Μπορεί να αλλάζουν οι όροι και οι κανόνες της, αλλά τα πράγματα καταλήγουν στην έννοια της αφήγησης και δευτερευόντως της αισθητικής. Από την άλλη, το κόμικ ως είδος έχει τους δικούς του κανόνες οι οποίοι εδραιώθηκαν κατά τις αρκετές δεκαετίες ζωής του και που η γνώση τους επιτρέπει ακόμη και την υπέρβασή τους. Δυστυχώς η εμπορική πραγματικότητα απαιτεί βιβλία σε μέγεθος τούβλου, αφού αυτό που καθορίζει την αξία του βιβλίου για ένα μεγάλο τμήμα του αναγνωστικού κοινού είναι ο αριθμός των σελίδων του. Έτσι καταδικάζονται τα είδη της νουβέλας και της συλλογής διηγημάτων. Καλά βιβλία καταλήγουν (αν είναι αρκετά τυχερά) κρυμμένα στα ράφια βιβλιοπωλείων, όπου δεσπόζουν χοντρά βιβλία με μεγαλοπρεπή εξώφυλλα. Θεωρώ πως ένα καλό κείμενο μπορεί και πρέπει να είναι λιτό, αν του το επιτρέπει και το ίδιο το θέμα. Ένα ξεχειλωμένο κείμενο μου δίνει την ίδια ευχαρίστηση με μια μεγάλη πιατέλα κακομαγειρεμένου φαγητού. > Είσαι επίσης ο συγγραφέας ενός graphic novel, “TheFang” που θα κυκλοφορήσει άμεσα. Μπορείς να μας πεις πώς προέκυψε η δημιουργία του; Η δημιουργία του “The Fang” βασίστηκε στις κλασικές ταινίες τρόμου και προσπάθησα να το κρατήσω μακριά από ελαφρές teenager παρεκτροπές του είδους. Θα είναι μια παραδοσιακή ιστορία τρόμου, με κυρίαρχο το φανταστικό στοιχείο, τους βικτωριανής αισθητικής διαλόγους και την εξαιρετική οπτική αποτύπωση της ιστορίας από τον Χρήστο Μαρτίνη. Κυκλοφορεί τον ερχόμενο Οκτώβριο από τη Markosia και καλώς εχόντων των πραγμάτων είναι πιθανό να προκύψει και μια ελληνική του έκδοση. > Έχεις κάποια απώτερα σχέδια σχετικά με το χώρο των κόμικς; Σαφώς! Μείνετε συντονισμένοι στους ιστότοπούς μου καθώς και των φίλων και συνεργατών μου: K. Ι. Ζαχόπουλος: B/ www.kizachopoulos.blogspot.de Βασίλης Γκογκτζιλάς: S/ www.vassilisgogtzilas.com Χρήστος Μαρτίνης: Β/ www.plotpointproductions.blogspot. com Vincenzo Balzano: B/ http://vincenzobalzano.blogspot. com JAN 2014

ARTCORE

89


Ov e r D r a m - A rt i c a l I s s u e s

Sunset Limited - ΤΗΣ ΚατερίναΣ Τολιάδου -

Μπορεί να υπάρχει μία και μόνο απάντηση για το μυστήριο της ζωής; Μπορεί η βαθιά και «απόλυτη» γνώση να οδηγήσει στην ευτυχία και άρα στην αρμονία; Ή μήπως ο δρόμος προς την ευτυχία είναι γραμμένος μέσα στο λόγο του Θεού και της Πίστης σ’ αυτόν; Υπάρχουν δύο «μέτωπα» λοιπόν.

90

ARTCORE

JAN 2014


Λόγος & Τέ -χνη

Ένας μηδενιστής καθηγητής και ένας περιθωριακός φυλακόβιος μετανάστης προσπαθούν να ξετυλίξουν το περίπλοκο κουβάρι γύρω από το μυστήριο της ζωής. Το πλαίσιο της αντιπαράθεσης: βίαιο, βαθιά ρεαλιστικό, σκοτεινό μα και συνάμα ξεκάθαρο. Κανένα στολίδι, κανένα περιττό σχόλιο, κανένα κοσμητικό επίθετο. Η ζωή από μόνη της είναι όλα αυτά και συνάμα τίποτα. Έργο βαθιά φιλοσοφικό, καθώς στη ροή του μπορεί κανείς να εντοπίσει ανησυχίες του Νίτσε, του Αριστοτέλη, του Καστοριάδη… Την πρώτη φορά μετά την παράσταση άργησα να κοιμηθώ. Όλο αυτό το χάος πυροδότησε τη σκέψη μου με χιλιάδες ερωτήματα… Τη δεύτερη φορά δεν κοιμήθηκα καθόλου… Η ψυχή μου βάρυνε, αναγκάστηκα να παιδευτώ λίγο και να ψάξω. Να δω πόσο αντικρουόμενες είναι τελικά οι δυο αυτές (προ)οπτικές της ζωής. Μήπως είναι τελικά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος; Η συνδιαλλαγή των αντρών είναι έκρυθμη, έντονη. Και πώς να μην είναι άλλωστε, όταν ένας αμόρφωτος μετανάστης προσπαθεί να πείσει ένα φτασμένο προφέσορα να μη βάλει τέλος στη ζωή του… Τι επιχειρήματα μπορεί να θέσει ένας τέτοιος άνθρωπος απέναντι στην «απόλυτη» γνώση; Οι δύο άντρες, αγέρωχοι και σταθεροί στις αρχές τους,

κάνουν την αλήθεια να φαίνεται ακόμη πιο μακρινή και επώδυνη. Δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ στις ερμηνείες των κυρίων Βούρου και Συσσοβίτη, οι οποίοι εκπροσωπούν την οπτική της γνώσης και της πίστης αντίστοιχα. Συνεπείς, χωρίς υπερβολές και τσιτάτα, φυσικοί και άμεσοι. Όπως μου εξομολογήθηκε ο δεύτερος «είναι μια παράσταση δύσκολη, πυκνή, έχει τόσα πολλά νοήματα, κάθε μέρα όμως φεύγουμε από εδώ πετώντας». Αυτή η απελευθέρωση λοιπόν μήπως είναι το νόημα της ζωής; Πάντως σίγουρα είναι το νόημα του θεάτρου κατά τον Αριστοτέλη… Η «κάθαρσις» λοιπόν της ψυχής είναι πράξη σπουδαία και συντελείται μέσα από εσωτερικές διεργασίες, μέσα από πολλές μάχες. Κι αν το νόημα της ζωής είναι για τον καθένα άλλο, η ψυχή δε σαλεύει. Πρέπει να μένει εκεί. Φωτεινή και αγέρωχη. Πιστή στον ίδιο της τον εαυτό, στην ύπαρξή της. Μην περιμένετε απαντήσεις στα ερωτήματα… Δεν υπάρχουν. Άλλωστε η φιλοσοφία δεν απαντά στα ερωτήματα, απλώς τα πολλαπλασιάζει. Το ίδιο κάνει και το καλό θέατρο… Υ.Γ. Η παράσταση “Sunset Limited” διασκευάστηκε, καθώς για πρώτη φορά προβλήθηκε το 2011 ως ταινία (σεναριογράφος: Cormac McCarthy, σκηνοθέτης: Tommy Lee Jones).

JAN 2014

ARTCORE

91


Ov e r D r a m - A rt i c a l I s s u e s

Ίψεν παντού... (!) - ΤΗΣ ΚατερίναΣ Τολιάδου -

Θα μπορούσα απλά να γράψω μια πρόταση και να ξεμπερδεύω! Για καλό το λέω, εξού και το θαυμαστικό! Αγαπώ το σύγχρονο θέατρο και ειλικρινά είμαι ένας άνθρωπος που δε λέω «σ’αγαπώ» σε όλα και σίγουρα δεν το λέω εύκολα (κάνω και μιαν αυτοκριτική – αυτοαξιολόγηση, μιας και σε δύο μέρες έχω γενέθλια…).

92

ARTCORE

JAN 2014


Λόγος & Τέ -χνη

Φέτος είναι έτος Ίψεν, τιμής ένεκεν στον μεγάλο αυτό νατουραλιστή θεατρικό συγγραφέα. Νορβηγός ο Ίψεν, να τα λέμε κι αυτά μιας και τα μαθαίνουμε και τα ‘χουμε φρέσκα, τον οποίον παρακαλώ χρηματοδότησε το Νορβηγικό κράτος –αφού αντιλήφθηκε και αναγνώρισε το ταλέντο του- για να γράψει θεατρικά έργα. Να μη σας ζαλίζω, από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς όλων των εποχών. Το Κ.Θ.Β.Ε. αποφάσισε να ανεβάσει τον «Πέερ Γκυντ», εγκαινιάζοντας έτσι και μια συνεργασία για την οποία θα πρέπει να είναι περήφανο, μιλώ φυσικά για τη συνεργασία με τον Γιάννη Μαργαρίτη. Ερώτηση-εσωτερικός μονόλογος: έπρεπε να έρθει ένας σκηνοθέτης από το Εθνικό Θέατρο για να δούμε και κάτι διαφορετικό (σκηνοθετικά μιλάω) από τη σκηνή του Κρατικού; Μάλλον ναι. Ευτυχώς που έγινε κι αυτό και τώρα είμαι στην ευχάριστη θέση να μιλάω (ως θεατής πάντα) για την καλύτερη παράσταση που έχω δει τα τελευταία τρία χρόνια που ζω στη Θεσσαλονίκη από το Κ.Θ.Β.Ε. Ένας μεγάλος θίασος από ηθοποιούς που βρίσκονται σε εξαιρετική ετοιμότητα και φυσική κατάσταση τολμώ να πω, μια πολύ καλοδουλεμένη παράσταση από όλες τις απόψεις. Η σκηνοθετική άποψη να ενσαρκώνουν τέσσερις ηθοποιοί τον Πέερ Γκυντ δικαιώνει τον σκηνοθέτη, καθώς οι ηθοποιοί παίρνουν ο ένας τη σκυτάλη από τον άλλον διατηρώντας το ρυθμό, την ένταση και τη συνοχή της

παράστασης. Όλοι και το λέω ειλικρινά, όλοι οι ηθοποιοί «έκαναν παπάδες» που λέει κι ένας φίλος μου. Κοινώς, το έργο παρά την τρίωρη διάρκειά του δεν κάνει κοιλιά, δε σε αφήνει σε καμία περίπτωση παραπονεμένο και σίγουρα προσφέρει πολλά ερεθίσματα και πολλή τροφή για σκέψη φεύγοντας για το σπίτι. Τα ευρηματικά σκηνικά της κυρίας Ντούτση με μάγεψαν, γιατί επιτέλους κατάλαβα πόσο εντυπωσιακό μπορεί να είναι κάτι απλό χωρίς πολλές φανφάρες. Αυτό το θέατρο θέλω να βλέπω, αυτό το θέατρο αξίζει στην Ελλάδα και αυτό το θέατρο πρέπει να απαιτούμε ως θεσσαλονικείς θεατές. Η ιστορία ενός ανθρώπου που παλεύει με τον εαυτό του, με τις σκέψεις και τα θέλω του είναι η ιστορία του Πέερ Γκυντ και σίγουρα θα βρείτε πολλά σημεία στον ήρωα, τα οποία θα σας θυμίσουν τον εγωιστή, τον πληγωμένο ή τον αδικημένο εαυτό σας. Προσωπικά θα ήθελα να συμμετέχω σ΄ αυτήν την παράσταση, ακόμα κι αν πιτσιλούσα το καραβάκι στη λεκάνη (αν δείτε την παράσταση, θα καταλάβετε…) Αξίζει τον κόπο να κάνετε αυτό το ταξίδι μαζί με τον Πέερ Γκυντ! Υ. Γ. Τρεχάτε στα θέατρα, γευτείτε μια διαφορετική προοπτική ζωής και δώστε λιγότερη σημασία στα κατωτάτου επιπέδου και αθλίας ποιότητας προγράμματα που σερβίρει το χαζοκούτι… Κάντε το για τους νέους ανθρώπους, που αφιερώνουν ατέλειωτες ώρες προετοιμάζοντας μια παράσταση.

JAN 2014

ARTCORE

93


R e a d t i l l yo u b l e e d

O Συντριβανοκέφαλος της Rand - ΤΗΣ ΑλεξίαΣ Τζιώγα -

“Howard Roark laughed”. Κι εκεί που σκέφτεσαι ότι έχεις βαρεθεί να βλέπεις να γίνεται ο κακός χαμός του βιασμένου εντυπωσιασμού σε κάθε εισαγωγή βιβλίου, έρχεται η εκκεντρική και αμφιλεγόμενη Ayn Rand. Εκ Ρωσίας του 1905 σου δείχνει πώς γίνεται με τρεις λέξεις και χωρίς ίχνος επιθέτων, επιρρημάτων, γραμμικής Β΄ και λοιπών διακοσμητικών να συνθέσεις την πρώτη παράγραφο ενός από τα πιο σημαντικά βιβλία του κόσμου.

94

ARTCORE

JAN 2014


Λόγος & Τέ -χνη

Μετά απ’αυτές τις τρεις λέξεις τίποτα δεν είναι αναμενόμενο. Εσύ, ο αναγνώστης, που θα επιχειρήσεις να διαβάσεις το εν λόγω βιβλίο οφείλεις να νιώθεις το λιγότερο απροετοίμαστος για τις πεντακόσιες και κάτι σελίδες που βαραίνουν τα χέρια σου. Το αν θα καταφέρει να μπει στην πεντάδα των βιβλίων που σημάδεψαν για πάντα τη βιβλιοφαγία σου, είναι δική σου απόφαση. Άλλωστε, το Fountainhead είναι ένα βιβλίο που είτε λατρεύεις παθολογικά είτε δε σταματάς να καταριέσαι τη Rand και όλο της το σόι. Χαρακτήρες ακραίοι, πράξεις απόλυτης αυτοθυσίας και αυτοτιμωρίας –δύο έννοιες που απασχολούν αρκετά τη Rand στα βιβλία της- ένας πραγματικός ύμνος για την πίστη στον άνθρωπο σαν μονάδα και για τα ύψη και τα βάθη στα οποία μπορεί να φτάσει προκειμένου να δημιουργήσει κάτι που τον ξεπερνάει. Το βιβλίο ασχολείται πολύ με το παγκόσμιο ερώτημα «τι είναι τελικά η τέχνη» ή «τι θέση έχει ο καλλιτέχνης και το έργο του στην κοινωνία» με τον πιο ανεπιτήδευτο τρόπο. Ο Howard Roark, απόφοιτος αρχιτεκτονικής με μοντέρνες και ριζοσπαστικές απόψεις, είναι ο υπερ-ήρωας της Rand και έχει βαλθεί να τα βάλει με την κοινωνία, τις εφημερίδες, με τους ψεύτικους θεούς και τους επίγειους δαίμονες μιας Νέας Υόρκης γεμάτης διαφθορά, υποκρισία, αναξιοκρατία και προδοσία, προκειμένου να δώσει στον κόσμο το έργο του χωρίς να συμβιβάζεται με τις μπουρδοποιημένες κατά βάσει καλλιτεχνικές συντεταγμένες της κοινωνίας. Αν δεν ταυτιστείς με το βιβλίο ζώντας στην Ελλάδα του 2012 (βλ. διαφθορά, υποκρισία, αναξιοκρατία, προδοσία, μπούρδες), πότε θα

ταυτιστείς διερωτώμαι; Αν πάλι γυρεύεις να θαυμάσεις και να εμπνευστείς, να κοιτάξεις με δέος και πάλι την ανθρωπότητα, τότε σήκω από την καρέκλα σου και τρέχα σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο να προμηθευτείς τη σωτηρία σου. Η Rand σίγουρα δεν ανήκει στους διασημότερους συγγραφείς, το οποίο μάλλον θα τολμούσα να πω ότι δικαιολογείται από το πόσο δύσκολη είναι η θεματολογία της καθώς και ο τρόπος γραφής της. Δεν έχω σκοπό να σε πλανέψω… Θα υπάρξουν στιγμές που θα χάσεις το κουράγιο σου, στιγμές στις οποίες μία απόκοσμη φωνή μες το κεφάλι σου θα φωνάζει παραπονιάρικα, «πήγαινε για καφέ με τα παιδιά στο κέντρο κι άσε τον ψυχοβγάλτη». Όμως, με κάθε ειλικρίνεια κι έλλειψη αντικειμενικότητας (δεν ντρέπομαι διόλου) οφείλω να σου πω πως όταν τελειώσεις την ανάγνωση θα έχεις βιώσει κάτι εντελώς πρωτόγνωρο στη λογοτεχνία. Δε θα σταματήσεις ποτέ να ανατρέχεις στο βιβλίο για ατάκες και αποσπάσματα που σε σημάδεψαν. Θα συγκλονιστείς από τους χαρακτήρες (Gail Wynand και Dominique Francon οι αγαπημένοι μου) και από την αναπάντεχα περίεργη πλοκή. Το σίγουρο είναι ότι είτε σου αρέσει τελικά το βιβλίο είτε όχι, θα έχεις διαβάσει κάτι μοναδικό και πρωτότυπο από μία συγγραφέα που έδωσε πολλά και στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία. Κάτι που αξίζει να μάθεις (ή όχι): Το ‘‘The Fountainhead’’ της Rand βρίσκεται στη δεύτερη θέση στη λίστα των 100 καλύτερων βιβλίων όλων των εποχών σύμφωνα με τη Modern Library. Την πρώτη θέση κατέχει το ‘‘Αtlas Shrugged’’, της Rand και πάλι. (http://www.modernlibrary.com/top-100/100-best-novels/)

JAN 2014

ARTCORE

95


R e a d t i l l yo u b l e e d

Σσσστ! Άκουσα έναν χτύπο - ΤΗΣ ΑλεξίαΣ Τζιώγα -

Κι εκεί που καθόμαστε και ρεμβάζουμε, αυτός γυρίζει προς το μέρος μου και μου λέει, «Φαντάσου ξαφνικά στον πλανήτη Γη να επικρατούσε απόλυτη ησυχία… 96

ARTCORE

JAN 2014


Λόγος & Τέ -χνη

Να σταματήσει ο θόρυβος από τα εργοστάσια, τα αυτοκίνητα, τα πουλιά, τους ποταμούς, το θρόισμα των φύλλων… φαντάσου την απόλυτη ησυχία. Τότε το μόνο που θα ακούγεται, θα είναι ο χτύπος από έξι δισεκατομμύρια καρδιές». Τον κοιτάω με θαυμασμό. Πανέξυπνο, μα την αλήθεια. Πάρε τώρα θάρρος και φαντάσου τι έχουν να εξομολογηθούν αυτές οι καρδιές. Έξι δισεκατομμύρια επιθυμίες, έξι δισεκατομμύρια καημοί και όλοι τους κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο. Ο Albert Camus (Αλμπέρ Καμύ στα ελληνικά) έκανε απόλυτη ησυχία και η «Πτώση» του μας διαβεβαιώνει ότι, ακόμα κι αν δεν άκουσε τη δική του καρδιά, άκουσε τον θόρυβο από άλλες 5.999.999. Πριν σου μιλήσω για τον αγαπητό μας Γάλλο λογοτέχνη, να σου πω μία σκέψη μου; Μιας και τούτη η μορφή επικοινωνίας μας δε σου δίνει το περιθώριο να απαντήσεις («δυστυχώς», θα μου πεις κι «έχεις δίκιο», θα σου πω) παίρνω το θάρρος να αρχίσω τη σύντομη εξομολόγησή μου. Θέλω να σου πω λοιπόν ότι επιφέρει βαθύτατες ενστάσεις το να κάνεις κριτική σε κάτι, αν και για να είμαστε ειλικρινείς, τον αποτάσσομαι τον όρο «κριτική» ωσάν τον «Έξω Από Δω». Δεν προσπαθώ να σε πείσω να το διαβάσεις το βιβλίο. Δεν προσπαθώ να σε κάνω να συμπαθήσεις τον συγγραφέα ούτε και να αναγάγω το εκάστοτε βιβλίο σε κοινό παρονομαστή τέχνης και κουλτούρας. Μακριά από εμένα αυτές οι υστερίες. Θέλω απλώς να σου πω ότι υπάρχει αυτό εκεί έξω και να μοιραστώ τον ενθουσιασμό μου γιατί, όπως λέει και ο ενορατικός Αλμπέρ, «η τέχνη δεν είναι στα μάτια μου μοναχική απόλαυση, είναι μέσο να συγκινεί κανείς το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, προσφέροντάς τους προνομιούχα εικόνα των κοινών πόνων και ευχαριστήσεων» (απόσπασμα από τον λόγο που απηύθυνε ο Καμύ στην απονομή Νόμπελ, στη Στοκχόλμη το 1957). Υπάρχει λοιπόν εκεί έξω το έργο του Αλμπέρ Καμύ, του Αλγερινού που απέσπασε το Νόμπελ σε χαλεπούς καιρούς, με πολιτική και κοινωνία να βράζουν, με μία Γαλλία σε σύγχυση. Αν και η ζωή του έχει πράγματι τρομερό ενδιαφέρον, δε θα ήθελα να παραθέσω τίποτε απ’ αυτήν καθώς μπορεί οποιοσδήποτε με μία πλοήγηση στον κυβερνοχώρο να βρει ό,τι πληροφορία ζητά η ψυχούλα του. Να σου πω επιτέλους για το βιβλίο, η «Πτώση»; Είναι εξαιρετικό. Είναι εξαιρετικό σου λέω και σχεδόν φωνάζω κι ας είμαι μόνη μου στο δωμάτιό μου, στον υπολογιστή μπροστά. Τρίτη φορά, είναι εξαιρετικό και επισήμως αποδέχομαι τον όρο «γραφική». Δε με νοιάζει. Τούτο που με νοιάζει είναι το πώς αυτός ο συγγραφέας έφτασε τόσο κοντά στην ανθρώπινη φύση και τη μετέδωσε έτσι άψογα στο χαρτί. Αυτό με νοιάζει, και όλοι οι υπόλοιποι προβληματισμοί μου, για την κρίση, για την ανεργία, για τον μετεωρίτη που χτύπησε τη Ρωσία, για τη μαύρη τρύπα του όζοντος μπορούν να περιμένουν. Ο Ζαν Μπατίστ-Κλαμάνς είναι ο πρωταγωνιστής μας και σε όλες τις σελίδες αυτού του μικρού βιβλίου σου εξομολογείται. Πρόσεξε, δεν αφηγείται έτσι απλά νοσηρές ιστορίες από τη ζωή του. Εσύ γίνεσαι ο εξομολόγος του,

ο δικαστής του, ο ακροατής του, η συνείδησή του που τον τρώει, ο απαθής περαστικός που ακούει υπομονετικά το παραλήρημά του. Σε όλο το βιβλίο ο Μπατίστ μιλά σε έναν άγνωστο και ακριβώς επειδή αυτός ο άγνωστος είναι «αόρατος», τη θέση του την παίρνεις εσύ. Θα ενοχληθείς πολύ από τoν Μπατίστ-Κλαμάνς, θα τον οικτίρεις για τη μικρότητά του, για την έπαρσή του, για τα οικτρά ελαττώματά του και κάποια στιγμή η αλήθεια θα σε χτυπήσει κατακούτελα. Δεν είναι κακός ο Μπατίστ, είναι απλά ειλικρινής. Είναι άνθρωπος και δε διστάζει να σου περιγράψει χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό την ανθρώπινη φύση του, τη γεμάτη αδυναμίες και λάθη. Ο πρωταγωνιστής μας λοιπόν απόλυτα ικανοποιημένος από τη ζωή του, με απίστευτη αυταρέσκεια και γεμάτος υποκρισία τρέφει το εγώ του με το να γίνεται απαραίτητος ή αρεστός σε άλλους. Ώσπου επέρχεται η Πτώση και όλα γύρω του καταρρέουν και αποσαφηνίζονται. Και τότε η επίπονη εξομολόγηση ξεκινά κι όπου τον βγάλει. Το τι είναι η Πτώση που βίωσε ο Μπατίστ θα το βρεις στο βιβλίο. Εγώ μπορώ να σου πω ότι σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο η Πτώση αφορά την πτώση του ανθρώπου, το ξεγύμνωμά του από κάθε υποκρισία και στολίδι που επιτάσσουν οι κοινωνικές συμβάσεις. Ζούσε σε μία Εδέμ και ύστερα ήρθε η γνώση του αμαρτήματος και έπεσε από τον παράδεισο. Ο Μπατίστ στέκεται γυμνός μπροστά στον καθρέφτη του και αναγκάζεται να περιεργαστεί ένα σώμα που είχε ξεχάσει από καιρό, γιατί ήταν πάντοτε καλυμμένο από ατελείωτες στρώσεις «ρούχων». Αναγκάζεται να δει τις ουλές του, τις ατέλειές του αλλά και τις ομορφιές του. Δε γίνεται να μη συγκινηθείς διαβάζοντάς το αυτό το βιβλίο και ακολουθώντας την κάθαρση του πρωταγωνιστή, αν κάτι τέτοιο υποθέσουμε ότι υπάρχει και είναι εφικτό. Το βιβλίο «Η Πτώση» εκδόθηκε το 1956, ένα χρόνο πριν απονεμηθεί στον Καμύ το Νόμπελ για το συνολικό έργο του στη λογοτεχνία και το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή, είναι το ομιχλώδες και σκοτεινό Άμστερνταμ. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» και ναι, ξέρω ότι σε κάτι παραγράφους πιο πάνω σου είπα ότι δεν προσπαθώ να σε πείσω να το διαβάσεις, αλλά διάβασέ το! Και τώρα, μπορώ να αποσυρθώ και να προβληματιστώ εντόνως και με την ησυχία μου για την κρίση, για την ανεργία, για τον μετεωρίτη που χτύπησε τη Ρωσία και κυρίως… για τη μαύρη και άραχνη τρύπα του όζοντος… Κάτι που μπορεί να σ’ ενδιαφέρει (ή όχι): Ο Καμύ σκοτώθηκε μαζί με τον καλύτερο φίλο και εκδότη του, Μισέλ Γκαλιμάρ, σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1960. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι λέγεται ότι στην τσέπη του βρέθηκε ένα εισιτήριο τρένου με το οποίο θα ταξίδευε, αλλά προτίμησε την παρέα του φίλου του και αποφάσισε να ταξιδέψει μαζί του με το αυτοκίνητο. Άλλα έργα του συγγραφέα: «Ο ξένος», «Η πανούκλα», «Ο μύθος του Σίσυφου», «Οι γάμοι», «Η εξορία και το βασίλειο». Διάλεξε και πάρε. JAN 2014

ARTCORE

97


T h e wo r d c yc l e d i a r i e s

Αχ και να μπορούσα... - ΤΟΥ Γαβριήλ Φρανσουά -

Είναι μεγάλος σε ηλικία. Εκείνη είναι μικρή. Τουλάχιστον πολύ μικρότερη από ‘κείνον. Θα μπορούσε να είναι όχι απλά κόρη του αλλά εγγονή του. Είναι όμορφη όμως η άτιμη. Και τώρα τι γίνεται; Μπέρδεμα.

Είναι ακόμα νωρίς το πρωί και όλοι τρέχουν για τις δουλειές τους. Άνοιξη. Ο αέρας φυσάει δροσερός. Μια όμορφη, νεαρή κοπέλα διασχίζει την πλατεία Αριστοτέλους. Φοράει πράσινο φόρεμα, ευτυχώς όχι απογοητευτικά τολμηρό, που τονίζει επιμελώς το ωραίο της κορμί. Τα μαλλιά της είναι πιασμένα στο πλάι, αφήνοντας να φανεί o λαιμός της. Την παρακολουθεί με προσήλωση, καθώς εκείνη διασχίζει τον πεζόδρομο. Είναι πραγματικά όμορφο πλάσμα, σκέφτεται, και συνεχίζει να κοιτάει. Όταν η κοπέλα έχει φτάσει αρκετά κοντά, ένα μπαστούνι τον χτυπάει δυνατά στον ώμο. «Κυρ Ανέστη, ρεζίλι θα γίνεις, κοιτάς την κοπελίτσα σαν χαμένος. Δεν είναι πια για σένα αυτά, πότε θα 98

ARTCORE

JAN 2014

το χωνέψεις;» «Είναι όμορφη, ρε Αντώνη, δεν το βλέπεις; Εσύ αποφάσισες να γεράσεις. Εγώ αρνούμαι και θαυμάζω τα όμορφα. Κάτσε να σκέφτεσαι μόνο τα χαρτιά στο καφενείο και τα χάπια σου». Σε λίγο η κοπέλα είναι δίπλα τους και στέκεται περιμένοντας το λεωφορείο. Από κοντά προσέχει τα όμορφα σκούρα μάτια της. Εκείνη τον κοιτάει διερευνητικά για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Έπειτα συνεχίζει να παρακολουθεί τις αφίξεις των λεωφορείων στη στάση. Η καρδιά του βγήκε απότομα από το λήθαργο των φαρμάκων. Εκείνος ένιωσε σαν μικρό παιδί, αναστατώθηκε. Ένιωσε το στόμα του να ανοίγει, χωρίς τη θέλησή του. Το χέρι του κινήθηκε αυτόνομα και


Λόγος & Τέ -χνη άρχισε να πλησιάζει το γυμνό της ώμο. Από το στόμα του προσπαθούσαν να ξεφύγουν λέξεις. Τώρα το χέρι του αγγίζει το γυμνό της ώμο. Ταυτόχρονα ακούει τον εαυτό του να ψελλίζει: «Αχ και να μπορούσα και να ‘θελες…» Εκείνη για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ανοίγει τα μάτια της και κοιτάει το άπειρο. Στέκεται για λίγο, χαμογελάει. Γυρνάει προς εκείνον, τον αγγίζει στοργικά στο μπράτσο. Η καρδιά του πάει να σπάσει. Θα πεθάνω εδώ, παριστάνοντας τον νεαρό που κορτάρει τα κορίτσια, σκέφτεται. Πολύ καλύτερα από ένα καφενείο με γέρους. Τα λόγια της κοπέλας τον βγάζουν απότομα από τις σκέψεις του: «Σας ευχαριστώ, είναι το πιο όμορφο πράγμα που μου έχει πει κάποιος τον τελευταίο καιρό». Τράβηξε το χέρι του σαν να είχε αγγίξει κάτι πολύτιμο και απαγορευμένο. Έχει πενήντα χρόνια να μιλήσει σε τόσο νεαρή κοπέλα που να του είναι άγνωστη. Μισός αιώνας. Τα ρούχα του τον πνίγουν. «Να ‘σαι καλά, κοπέλα μου, αλλά… αλλά δεν έπρεπε να πω τέτοια λόγια, δε... δεν είναι της ηλικίας μου πλέον», είπε με απολογητική φωνή. Ο κυρ Αντώνης παραδίπλα παρακολουθούσε το διάλογο άναυδος. Το ίδιο και μερικοί αργόσχολοι από γύρω. Η κοπέλα αφήνει το χέρι της από το μπράτσο του. Για κάποιο λόγο, εκείνη είναι που διστάζει τώρα. Παίρνει το τσαντάκι της στο χέρι και βγάζει μια κάρτα από μέσα. «Μη με παρεξηγήσετε, αλλά θα ήθελα να σας ζητήσω μία χάρη. Είμαι δημοσιογράφος και γράφω ένα άρθρο για τις κοινωνικές συνήθειες και πώς έχουν αλλάξει με τα χρόνια. Θα ήθελα πολύ να μου πείτε τη δική σας άποψη, αν το θέλετε φυσικά». Αφού τελείωσε τη φράση της, του έδωσε την κάρτα χαμογελώντας. Ο κυρ Ανέστης ήθελε να δει τι γράφει στην κάρτα αλλά δεν έβλεπε τίποτα χωρίς τα γυαλιά του. «Πολύ ευχαρίστως! Πώς μπορώ να σας βρω;» ρώτησε με αφέλεια. «Έχει το τηλέφωνό μου πάνω στη κάρτα που σας έδωσα», είπε η κοπέλα συγκαταβατικά και συμπληρώνει: «Αν σας είναι εύκολο, μπορούμε να κανονίσουμε κάτι και τώρα... αύριο είμαι ελεύθερη». Η καρδιά του είχε τρέξει μαραθώνιο σήμερα αλλά σιγά σιγά ηρεμούσε. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, στηρίχτηκε καλύτερα στο μπαστούνι του και σκέφτηκε… «Όχι στο σπίτι μου, είναι καταθλιπτικό και γεροντικό. Καλύτερα στο καφενείο». «Μπορείτε να περάσετε από το καφενείο Ερμής στην Τσιμισκή; Το γνωρίζετε;» «Όχι, αλλά θα το γκουκλάρω, ε, θα το βρω, θέλω να πω!» είπε εμφανώς χαρούμενη η κοπέλα και του έτεινε το χέρι της. «Με λένε Χριστίνα, εσάς;» «Ανέστης ή Κυρ Ανέστης πλέον», είπε και χαμογέλασε με νόημα, καθώς της έσφιγγε όσο μπορούσε πιο γερά το χέρι. «Ωραία, κυρ Ανέστη, πείτε μου τι ώρα θέλετε να βρεθούμε, γιατί πρέπει να φύγω, να μη χάσω και το επόμενο λεωφορείο». «Κατά τις οκτώ; Ή είναι πολύ νωρίς για σας;» ρώτησε καθώς θυμήθηκε ότι και εκείνος πριν μισό αιώνα ξυπνούσε

με το ζόρι το πρωί. «Όχι, μια χαρά είναι, τα λέμε τότε», είπε βιαστικά εκείνη, καθώς το λεωφορείο ήδη ερχόταν προς το μέρος της. Μετά από λίγο το λεωφορείο είχε φύγει από μπροστά τους. Ο κυρ Αντώνης κοιτούσε ακόμα αποσβολωμένος… ένιωθε λες και ήταν παλικαράκι και πάλι, κάπου στη Μέση Ανατολή. Το βράδυ κοιμήθηκε πολύ αργά, δεν του κολλούσε ύπνος. Είχε πάει έντεκα και το μυαλό του τριγυρνούσε χαρούμενο σε στιγμές από τα νιάτα του, στη στιγμή που εκείνος θα έμπαινε με μια όμορφη κοπέλα στο καφενείο και όλοι οι παππούδες δε θα πίστευαν στα μάτια τους. Όχι φυσικά γιατί μπορούσε να γίνει τίποτα το ερωτικό, αλλά γιατί «αυτά τα πράγματα δε γίνονται στην ηλικία μας», όπως του λένε οι φίλοι του, όταν αναφέρονται σε ταξίδια, όμορφες γυναίκες, ποτό, φαγητό και λοιπά θέματα «απαγορευμένα». Το πρωί είχε φτάσει. Είχε ξυπνήσει από τις έξι, είχε ξυριστεί, είχε περιποιηθεί το μεγαλόπρεπο άσπρο μουστάκι του, φόρεσε την καλή του τραγιάσκα, γυάλισε τα παπούτσια του, έβαλε τα καλά του ρούχα και ξεκίνησε για να γίνει «νέος» και πάλι. Κρατούσε την κάρτα της Χριστίνας στο χέρι του σαν τρόπαιο και πήγαινε για το λεωφορείο. Ξαφνικά πάτησε κάτι γλιστερό. Ένιωσε να πέφτει και το πολυκαιρισμένο κορμί του δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Άκουσε ένα κρακ σαν κλαδί που σπάει κάπου δεξιά του και μετά σκοτάδι. Ξύπνησε σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Πονούσε αφόρητα και το δεξί χέρι του ήταν στο γύψο. Η κάρτα σκέφτηκε. Είχε χάσει την κάρτα. Και το ραντεβού. Του ήρθε να βάλει τα κλάματα, καθώς ένιωσε απότομα σαν τον τελευταίο της φυλής του, που δεν πρόλαβε να πει την ιστορία του. Ένιωσε γέρος και ευάλωτος. Σκατά πιτσιρίκι είσαι, είπε από μέσα του. Δίπλα του δεν ήταν κανείς, έτσι κι αλλιώς τα παιδιά του ήταν πολύ μακριά και η γυναίκα του είχε πεθάνει από χρόνια. Η καρδιά του βούλιαζε. Όπως κοιτούσε παραιτημένος την πόρτα, την είδε να μπαίνει μέσα. Τα μαλλιά της ήταν λυτά και φορούσε ένα εξίσου όμορφο με το χθεσινό φόρεμα. Άσπρο. «Κυρ Ανέστη, χαίρομαι που είστε καλά, σπάσατε το χέρι σας μόνο, αλλά οι γιατροί είπαν ότι δεν είναι τίποτα, θα γίνετε καλά! Σας έβαλαν τσιμέντο και θα είναι σαν καινούριο. Σας έφερα νερό και χυμό». Τι υπέροχο να μην είσαι τελείως μόνος στο κόσμο, σκέφτηκε και χαμογέλασε, αλλά σταμάτησε απότομα, καθώς διαπίστωσε ότι του είχαν βγάλει τις μασέλες. Ντράπηκε. Η κοπέλα κατάλαβε τι έψαχνε και του είπε ότι ήταν στο κομοδίνο δίπλα του, μέσα στο κεσεδάκι από γιαούρτι. Τις έβαλε βιαστικά, γυρνώντας λίγο την πλάτη, χαμογέλασε κανονικά αλλά αδέξια και της είπε: «Μήπως θέλετε να κάνουμε τη συνέντευξη εδώ;» «Ναι, πολύ ευχαρίστως», είπε η κοπέλα και έβγαλε ένα μικρό κουτάκι με μια οθόνη πάνω του, και όχι χαρτί και μολύβι όπως περίμενε. Ή έστω ένα κασετοφωνάκι. «Ξεκινάμε!» του είπε χαμογελαστή. Πάτησε ένα κουμπί στο περίεργο κουτάκι και ‘κείνος ήταν πλέον ένα παλικαράκι με σπασμένο χέρι, κάπου εικοσιπέντε ετών. JAN 2014

ARTCORE

99


T h e wo r d c yc l e d i a r i e s

Μετρό, στάση Αμπελόκηποι - ΤΟΥ Γαβριήλ Φρανσουά -

Καλοκαιρινή μέρα στο κέντρο της Αθήνας... ο Νίκος αγχωμένος τρέχει να προλάβει κάτι πολύ επείγον. Ίσως αυτό του αλλάξει τη ζωή, πράγμα που θα φανεί σε λίγες στάσεις.

Δευτέρα. Ο Νίκος έπρεπε να γυρίσει, να βγάλει το σκύλο βόλτα. Είχε να τον βγάλει από χθες το απόγευμα. Διέσχιζε την Αλεξάνδρας βιαστικός, είχε αναθεματισμένη καλοκαιρινή ζέστη και κατευθυνόταν προς το μετρό. Δεν το ήξερε ακόμα, αλλά το να μπει σε εκείνον τον σταθμό, θα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της ζωής του. Περνώντας μπροστά από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, η ματιά του έπεσε στο κορδόνι που εξείχε από το παπούτσι του. Χαμογέλασε, καθώς δεν το είχε πατήσει ακόμα, αντίθετα προς κάθε προσδοκία. «Λίγο ακόμα και θα είμαι σπίτι 100

ARTCORE

JAN 2014

να βγάλω τον κακομοίρη βόλτα», είπε από μέσα του. Έφτασε στις μεταλλικές σκάλες. Καθώς κατέβαινε, είδε να περνάει από απέναντι μια όμορφη κοπέλα. «Όχι τόσο όμορφη όσο αυτή, που ήμουν εγώ χθες το βράδυ», σκέφτηκε και έδωσε σιωπηλά συγχαρητήρια στον εαυτό του. Λίγο πριν φτάσει στο σημείο, όπου οι κυλιόμενες σκάλες χάνονται μέσα στο δάπεδο, έκανε να περάσει από την αριστερή πλευρά, για να πάει πιο γρήγορα. Κάπου εκεί, το κορδόνι του σφήνωσε στη σκάλα. Η φόρα του ανακόπηκε απότομα και έπεσε κάτω με το κεφάλι.


Λόγος & Τέ -χνη Στα κλάσματα του δευτερολέπτου που μεσολάβησαν μέχρι να συγκρουστεί το κεφάλι του με το δάπεδο, πρόλαβε να σκεφτεί αρκετά. Σκέφτηκε ότι η χθεσινή του κατάκτηση δεν ήξερε καν ότι εκείνος έχει σκύλο. Σκέφτηκε ότι πιθανότατα θα αργούσε να τον βγάλει έξω και επίσης ότι δεν είχε προλάβει να δώσει τα κλειδιά του σπιτιού του σε κανέναν. Κατά τα επόμενα λεπτά που ακολούθησαν, συνέβη ένας μικρός χαμός. Ο Νίκος βρέθηκε στο πάτωμα μπροστά στις σκάλες, αίμα έτρεχε από τα αυτιά του, κόσμος άρχισε να φωνάζει και οι υπάλληλοι της ασφαλείας απομάκρυναν τους περίεργους από κοντά του. Καθώς σηκώθηκε κάπως ατσούμπαλα, ένοιωσε να τραντάζεται ολόκληρος. Στάθηκε για λίγο όρθιος και αρνήθηκε όσο πιο ευγενικά μπορούσε την προσφορά τους, να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. «Όχι, εντάξει είμαι, ευχαριστώ πολύ», είπε σε μια φωνή, που ερχόταν κάπου από μπροστά του, όσο προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τις αισθήσεις του. «Μην κουνιέσαι, έχεις χτυπήσει, θα γίνεις καλά». «Δε χρειάζομαι κανέναν σας, είμαι μια χαρά. Ορίστε, περπατάω μια χαρά». Έκανε δύο βήματα. Μετά άλλα δύο πιο σταθερά απ’ τα προηγούμενα και σε ανύποπτο χρόνο βρέθηκε ένα μπουκάλι με νερό στα χέρια του. Έριξε λίγο από το νερό στο πρόσωπο του και αμέσως ένοιωσε καλύτερα. Αρκετά καλύτερα. Σηκώθηκε να συνεχίσει προς τις αποβάθρες. Αφού είδε ότι δε ζαλιζόταν και όλα ήταν καλά, συνέχισε τη διαδρομή του. Πρόσεξε ότι οι επιγραφές ήταν ελλιπείς και πήγε να ρωτήσει στις πληροφορίες, αν κάτι είχε αλλάξει. Στο γκισέ, είχε ένα άτομο. Φαινόταν θολό και παραμορφωμένο πίσω από το τζάμι. Προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά αυτό δεν άκουσε τίποτα, ήταν απλά μια βουβή σιλουέτα. Έφυγε γρήγορα, να πάει στην πρώτη σκάλα από τις δύο, έτσι κι αλλιώς το δρομολόγιο το ήξερε απ’ έξω πλέον. Δε χρειαζόταν καμία πινακίδα να του υποδείξει κάτι. Στις επιγραφές με τις στάσεις υπήρχε μόνο μια γραμμή, η δική του και του φάνηκε ότι ήταν πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι συνήθως. «Τι σκατά; Κάτι δε πάει καλά… κλασικές ελληνικές μισές δουλειές. Θα ρωτήσω κανέναν επιβάτη», δήλωσε σιωπηλά. Ρώτησε τον πρώτο επιβάτη από τους ελάχιστους που βρήκε μπροστά του. Ήταν μια γιαγιά, που του έφερνε στο μυαλό παιδικές αναμνήσεις από διακοπές στο χωριό. «Μήπως ξέρετε πόσες στάσεις είναι για το Σύνταγμα;» «Μα τι μαλακίες ρωτάω, Θεέ μου», σκέφτηκε από μέσα του, «όλος ο κόσμος το γνωρίζει αυτό!». Η γιαγιά τον αγνόησε. Στεφανωμένη με το τσεμπέρι της, συνέχισε να κοιτάει μπροστά. «Χαμπάρι δεν παίρνει τούτη, τα ‘παιξε», σκέφτηκε κοροϊδευτικά. Πήγε να κάνει την ίδια ερώτηση και σε μια κοπέλα που στεκόταν παραπέρα, αλλά και πάλι τα λόγια του έπεσαν στο κενό. Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι και πήρε δυο βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει. Του ήρθε να τη βρίσει, αλλά χάρη στις ανάσες που πήρε, ηρέμησε. Εκείνη συνέχισε να τον κοιτάει με τα παγωμένα γαλάζια

μάτια της, βουβή, με ένα ίχνος συμπόνιας. «Είσαι συγγενής με τη γιαγιά παραδίπλα;» της είπε, νιώθοντας σαν τσατισμένο δεκαεξάχρονο και, αφού δεν πήρε απάντηση και πάλι, στάθηκε στην αποβάθρα να περιμένει το τρένο απηυδισμένος. Το ρολόι στην αποβάθρα μάλλον ήταν χαλασμένο, αλλά εκείνος άκουγε το τρένο που ήδη έφτανε. Μετά από λίγο είδε τα φώτα του και αυτό σταμάτησε ακριβώς μπροστά του, λες και κυλούσε σε σύννεφα. Μπήκε μέσα, για να ξεκινήσει επιτέλους. Έκλεισε η πόρτα κι έμεινε μόνος μέσα σ’ ένα βαγόνι στο οποίο δεν αναγραφόταν καμία στάση, ήταν μισοφωτισμένο και απλά πήγαινε κάπου. Το τρένο όρμησε μπροστά και μετά από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα - δεν είχε ούτε κινητό ούτε ρολόι μαζί του - είδε μια στάση. Από τα μεγάφωνα όμως ακούστηκε η αναγγελία ότι ο συρμός θα συνεχίσει την πορεία του, χωρίς να κάνει στάση και πέρασε μπροστά από τη γεμάτη με κόσμο αποβάθρα ακάθεκτος. Το ίδιο πράγμα συνεχίστηκε πολλές φορές. Το τρένο δε σταματούσε σε καμία από τις αποβάθρες. Απ’ τα παράθυρα του βαγονιού ήταν πλέον σαν να έβλεπε το ίδιο και το ίδιο κομμάτι ταινίας συνέχεια στο repeat. Άρχισε να τον αγχώνει η ιδέα ότι κάτι επείγον είχε να κάνει, μα ήταν αδύνατον να θυμηθεί τι ήταν αυτό. Στάση με τη στάση, πρόσεξε ότι το πλήθος είχε ελαττωθεί και του φάνηκε ότι έβλεπε ανάμεσα στον κόσμο και πολλούς σκύλους. «Πρόοδος σκέφτηκε, σκυλιά στο μετρό; Μπράβο!» Ο σκύλος του. Ξαφνικά θυμήθηκε. Έπρεπε να τον βγάλει βόλτα. Χθες είχε περάσει πολύ όμορφα και είχε αργήσει να πάει σπίτι. «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ ΤΩΡΑ!», ούρλιαξε από μέσα του. Χωρίς δεύτερη σκέψη τράβηξε τον μοχλό δίπλα στην πόρτα μόλις έφτασε στην επόμενη στάση. «Δεν εξηγείται αλλιώς, είμαι σε υπηρεσιακό συρμό. Πρόβλημα…». Το τρένο φρέναρε απότομα κι έλουσε την αποβάθρα με σπίθες. Εκείνος κρατήθηκε με πολλή δυσκολία από τις χειρολαβές και οι πόρτες άνοιξαν επιτέλους, μ’ ένα πολύ δυνατό θόρυβο. Κατέβηκε. Εκείνη τη στιγμή, στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, το εγκεφαλογράφημα του Νίκου έκανε για πρώτη φορά μια μικρή καμπύλη. Η καμπύλη αυτή προκάλεσε γέλια και χαρούμενες κραυγές σε όποιον έτυχε να είναι παρών εκείνη τη στιγμή μέσα σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο του νοσοκομείου. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν προλάβαινε να βγάλει τον σκύλο βόλτα, μιας και είχε πεθάνει από θερμοπληξία. Είχε μείνει στο ηλιόλουστο καλοκαιρινό μπαλκόνι, κλειδωμένος, με όλους τους γείτονες να λείπουν για διακοπές. Από το δωμάτιο του Νίκου στο νοσοκομείο, φαίνεται το χιόνι στις ταράτσες απέναντι. Θα αργήσει λίγο ακόμα, μέχρι να πάει σπίτι. Ευχαριστώ την κ.Χριστίνα Γαλανοπούλου για τις εύστοχες παρατηρήσεις κατά τη συγγραφή του κειμένου. JAN 2014

ARTCORE

101


Κο ι ν ή Λο γ ική

Νορβηγικό Δάσος - ΤΟΥ Γιάννη ΝάκοΥ -

Φανταστείτε έναν συγγραφέα, που κάθε βιβλίο στη χώρα του αποτελεί «εκδοτικό γεγονός», οι εμφανίσεις του είναι ανάλογες ενός σταρ, οι πωλήσεις του μετρώνται σε εκατομμύρια αντίτυπα και κάθε χρόνο είναι υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο λόγος για τον Χαρούκι Μουρακάμι. Το όνομά του αρχίζει να γίνεται πολύ δημοφιλές πλέον και στη χώρα μας και παρόλο που αυτό θίγει τον εγωισμό μας, γιατί τον ανακαλύψαμε όταν ήταν σχετικά άγνωστος στα μέρη μας, θα το υποστούμε με χαρά (περίπου), αν είναι να εθιστεί το αναγνωστικό κοινό στη «σοβαρή» λογοτεχνία.

102

Υπόθεση Μουρακάμι Η περίεργη ιδιοσυγκρασία του Ιάπωνα συγγραφέα φαίνεται από μια σύντομη ανάγνωση του βιογραφικού του. Παντρεύεται μικρός, ανοίγει με τη γυναίκα του ένα τζαζ μπαρ στο Τόκιο με το όνομα Peter Cat και γύρω στα τριάντα αποφασίζει να γίνει συγγραφέας. Και εκεί που φαντάζεσαι έναν τύπο να γράφει σ’ ένα τραπεζάκι, ανάμεσα σε τζαζ ήχους και καπνούς, αυτός αποφασίζει να κλείσει το μαγαζί και να αρχίσει το τρέξιμο. Και μιλάμε για τρέξιμο αλά Forrest Gump. Μέχρι τελικής πτώσεως. «Δε γίνεται να γράψω, αν δε νιώσω τελείως άδειος και το τρέξιμο με βοηθάει να αισθανθώ έτσι», ισχυρίζεται σε μία συνέντευξή του. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, εγώ τον πιστεύω.

στην ιστορία μας είναι η πανεπιστημιακή ζωή και οι πολιτικές-φοιτητικές συγκρούσεις. Τα εσώτερα, η ενηλικίωση μέσω της σεξουαλικής ολοκλήρωσης, ο έρωτας, η απόρριψη, η αδυναμία επικοινωνίας. Ο συγγραφέας διατείνεται ότι η μετέπειτα ζωή μας χαρακτηρίζεται από τον τρόπο που δρασκελίζει κανείς την εφηβεία και ανοίγεται στην ωριμότητα. Όλα τα παραπάνω δημιουργούν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι χαρακτήρες του έργου και συναντούν τους ίδιους τους εαυτούς τους ως αντεστραμμένα είδωλα ή προεκτάσεις τους, που επέλεξαν διαφορετικές κατευθύνσεις. Έχετε τον νου σας γιατί ο Ιάπωνας συγγραφέας είναι μάγος και ως γνωστόν οι μάγοι είναι και λιγάκι ύπουλοι. Ας εστιάσουμε.

Νορβηγικό Δάσος Αν στόχος της λογοτεχνίας είναι να αποτυπώνει και να διευρύνει την αντίληψη του ανθρώπου ως προς την εμπειρία της ζωής, τα μυθιστορήματα του Μουρακάμι ανιχνεύουν τόσο τα προφανή όσο και τα εσώτερα που συνθέτουν αυτήν την εμπειρία. Τα προφανή

Κιζούμι-Ναόκο-Τόρου Το κουβάρι της ιστορίας ξετυλίγεται με τη Ναόκο και τον Κιζούμι -δύο εφήβους- που αρνούνται να ολοκληρώσουν σεξουαλικά τη σχέση τους. To σώμα μπορεί και θέλει, αλλά η ψυχή αρνείται να ακολουθήσει. Και οι δύο αισθάνονται καλύτερα, όταν ο

ARTCORE

JAN 2014


Λόγος & Τέ -χνη μοναδικός τους φίλος, Τόρου Βατανάμπε βρίσκεται κοντά τους. Πιθανότατα έτσι αισθάνονται ακόμη παιδιά, που απλώς κάνουν παρέα και επομένως δε χρειάζεται να προχωρήσουν σε σεξουαλικές επαφές. Επιπροσθέτως, ο Βατανάμπε είναι κρυφά ερωτευμένος με τη Ναόκο αλλά έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, δε γίνεται να είναι συνεχώς παρών. Σύντομα, η δυσκολία των δύο εφήβων να ξεπεράσουν τον φόβο για την απώλεια της παιδικότητάς τους και να ολοκληρώσουν τη σχέση τους αποβαίνει μοιραία. Η αντίδρασή τους είναι τυπική της διαφορετικότητας των δύο φύλων. Ο Κιζούμι αυτοκτονεί και η Ναόκο αποσύρεται σε σανατόριο. Το σκοτάδι πυκνώνει στο Νορβηγικό Δάσος. Ναγκασάβα-Μιντόρι-Τόρου Ο Τόρου συνεχίζει τη ζωή του στο Πανεπιστήμιο. Αρχικά, γνωρίζει τον Ναγκασάβα, ο οποίος είναι ο σταρ της σχολής. Δημοφιλής, γυναικάς και υπέρμετρα αλαζόνας. Ο πρώτος, αν και δε διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά, γίνεται φίλος του. Ο Τόρου, ως προσωπικότητα, βρίσκεται με κάποιο τρόπο στο «ενδιάμεσο» του αποθανόντος φίλου του, Κιζούμι και στον Ναγκασάβα. Δεν έχει τις «γωνίες» τους, είναι πιο βολικός. Παράλληλα, γνωρίζει τη Μιντόρι, η οποία είναι ερωτευμένη μαζί του και τρομερά εξωστρεφής. Αντίθετα με τη Ναόκο, η Μιντόρι αστειεύεται συνεχώς ως προς το σεξ και κάνει ανήθικες προτάσεις στον Τόρου σε κάθε ευκαιρία. Θέλει να τον κερδίσει. Όπως έλεγε και μια φίλη μου: η Μιντόρι σε βγάζει ραντεβού, δεν τη βγάζεις. Η ορμητική συμπεριφορά της όμως είναι παραπλανητική. Αν και δε διευκρινίζεται στο βιβλίο, πιθανότατα ούτε εκείνη έχει ολοκληρώσει σεξουαλικά. Γι’ άλλη μία φορά, τα πράγματα γύρω μας αποκτούν τη βαρύτητα που τους δίνουμε. Επιπλέον διευκρινίσεις και μία απορία Ο Τόρου θα φθάσει κάποια στιγμή στη Μιντόρι. Μέχρι τότε, θα επισκεφτεί τη Ναόκο στο σανατόριο, θα γνωρίσει τη φίλη της, τη Ρέικο, που πάσχει από μία μυστηριώδη ασθένεια και θα αλητέψει με τον Ναγκασάβα. Έχω την αίσθηση ότι όλοι οι ήρωες αλληλεπιδρούν, έστω και εν αγνοία τους. Και ενώ ο Μουρακάμι χαρτογραφεί τη συναισθηματική πολυπλοκότητα των ανθρώπων σε ένα γενικότερο πλαίσιο, κατά τη γνώμη μου επικεντρώνεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Γιαπωνέζων. Στο ανεξιχνίαστο ύφος τους και τη δυσκολία τους να εκφράσουν συναισθήματα, έστω και τα πιο απλά. Αν συνυπολογίσουμε ότι χρησιμοποιεί και την αυτοκτονία (η γιαπωνέζικη κουλτούρα ίσως είναι η μοναδική που αναφέρεται ανοιχτά σ’ αυτήν) ως καταφυγή των χαρακτήρων του, απορώ που πολλοί τον θεωρούν περισσότερο «δυτικό» συγγραφέα. Αντί Επιλόγου Κάπου, πραγματικά δε θυμάμαι πού ακριβώς, είχα διαβάσει μια ιστοριούλα που μου θυμίζει το συνολικό έργο του Μουρακάμι και πήγαινε κάπως έτσι: Σε ένα μικρό νησάκι στον απέραντο ωκεανό ζούσε μια μικρή φυλή ψαράδων. Όλη την ημέρα έριχναν τα δίχτυα τους και το βράδυ έλεγαν ιστορίες γύρω από τη φωτιά, σαν μια μεγάλη παρέα. Άλλωστε αυτό

ήταν. Μια νύχτα, ο πιο δεινός δύτης ανάμεσά τους ισχυρίστηκε ότι σε έναν απροσμέτρητο βυθό, που μόνο αυτός μπορούσε να φθάσει και να αγγίξει, υπήρχε μια ολόχρυση άμμος που φέγγιζε με τα πιο περίεργα χρώματα κάτω από τεράστια φύκια. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία γέλασαν και οι μικρότεροι δυσπιστούσαν. Και οι μικρότεροι θα γελούσαν αλλά ήταν ο ήρωάς τους και ως γνωστόν, όταν είσαι παιδί, δε γελάς με τους ήρωές σου, ό,τι και αν πουν. «Πού βρίσκεται αυτός ο βυθός;» ρώτησε κάποιος. «Δίπλα στον τεράστιο ύφαλο, όταν ανοίγεσαι έξω από το λιμανάκι μας. Όλοι όσοι γεννήθηκαν στο νησί μπορούν να διακρίνουν από χιλιόμετρα αυτόν τον ύφαλο. Αύριο κιόλας θα βουτήξω και θα σας ανεβάσω λίγη από τη μαγική άμμο». «Αν όντως υπάρχει αυτός ο βυθός», είπε ένας δεύτερος, «θα σε βοηθούσε να κρατάς δύο μεγάλες πέτρες. Θα φθάσεις πιο εύκολα στον πάτο». «Μπα, απάντησε, δε θα πιάσει, για να φθάσω στον βυθό πρέπει να κολυμπήσω. Για την ακρίβεια πρέπει να κολυμπήσω καλύτερα από κάθε άλλη φορά». Την επομένη, όλη η φυλή όρθια πάνω στα μικρά της πλοιάρια, παρατηρούσε τον δύτη να προετοιμάζεται για τη μεγάλη βουτιά. Λίγος άνεμος, ήλιος και παντού θάλασσα. Ο ήρωάς μας είπε μία σύντομη προσευχή, κοίταξε τον ουρανό, κράτησε την ανάσα του και βούτηξε απαλά. Κάτω από το νερό κάτι του ψιθύρισε. «Ήρεμα τώρα, ακόμη και όταν ο χρόνος μοιάζει ελάχιστος, πάντα μπορείς να πάρεις τον χρόνο σου». Αυτό έκανε και άρχισε να κατεβαίνει με αργές κινήσεις. Έπειτα, η πίεση μεγάλωσε, σαν να τον έφτυνε ο βυθός στην επιφάνεια. Πείσμωσε και αυτός και άρχισε να κολυμπά με όλο του το σώμα. Μετά από αρκετά μέτρα, το σκοτάδι ήταν παντού γύρω του, ο βυθός και η επιφάνεια δεν ξεχώριζαν. Κι άλλη πίεση. Συνέχισε από ένστικτο. Ένιωσε τα τεράστια φύκια στο γυμνό του κορμί και κατάλαβε ότι ήταν κοντά. Με μια τελευταία προσπάθεια έφθασε στον βυθό. Έμεινε ελάχιστα να κοιτάει μαγεμένος το θέαμα της άμμου δίπλα στον ύφαλο, στο βυθό κάτω από τα τεράστια φύκια. Όλα τα χρώματα μαζί. Αντιστάθηκε στον πειρασμό να μείνει εκεί. Άρπαξε μια χούφτα και τίναξε το σώμα του προς τα πάνω. Αυτό το κάτι ψιθύρισε ξανά «Ήρεμα πάλι, ο ήλιος μπορεί να περιμένει». Αφέθηκε στον ψίθυρο. Το σώμα του στριφογυρνούσε αργά προς την επιφάνεια… Έφθασε! Ανάσα και κραυγές ενθουσιασμού. Όλη η φυλή περίμενε να δει το θαύμα. Ο δύτης άνοιξε θριαμβευτικά την παλάμη του και… δεν υπήρχε τίποτε. Η πίεση του νερού είχε παρασύρει την άμμο. Με ένα μεγάλο επιφώνημα απογοήτευσης, η φυλή άρχισε να αποσύρεται. Ο φιλαράκος μας δε ζήτησε δεύτερη ευκαιρία. Είχε φέρει το σώμα του στα όριά του και με κάποιο τρόπο ήξερε ότι δε θα μπορούσε να ξαναπιάσει τον βυθό. Έμεινε με τη θλίψη, ότι δεν μπόρεσε να πείσει κανέναν για τη μαγική άμμο... Ο Μουρακάμι μοιάζει με αυτόν τον δύτη, επειδή βουτάει πιο βαθιά από όλους, διαφέρει όμως, στο ότι φέρνει στην επιφάνεια τη σπάνια αυτή άμμο… Ένα σημείο που μας άρεσε λίγο περισσότερο. Όλο το βιβλίο. JAN 2014

ARTCORE

103


Κο ι ν ή Λο γ ική

Hotel Savoy του Joseph Roth - ΤΗΣ καλλιροηΣ παρουση -

«Είμαι ευγνώμων που αφήνω γι’άλλη μια φορά τα πάντα κι ετοιμάζομαι να ξεκινήσω μια καινούρια ζωή- όπως έχω κάνει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια. Αν κοιτάξω πίσω μου, βλέπω έναν στρατιώτη, έναν δολοφόνο, έναν παρά τρίχα δολοφονημένο, έναν αναστημένο, έναν φυλακισμένο, έναν περιπλανώμενο».

104

ARTCORE

JAN 2014


Λόγος & Τέ -χνη

Ο Γιόζεφ Ροτ, μια καθημαγμένη συνείδηση, μια περίπτωση χαμένη από χέρι. Μετακινήσεις και μετακομίσεις, παρεξηγήσεις, χαμένα χειρόγραφα-ξεχασμένα σε ένα ταξί, πολεμικές επιχειρήσεις, ασταθείς σχέσεις, ανασφαλείς περιπτύξεις, φτώχεια και περιπλάνηση και αλκόολ, πολύ αλκόολ. Αυτή είναι η λογοτεχνική περίπτωση του Γιόζεφ Ροτ, μιας ακόμη καθημαγμένης εβραϊκής συνείδησης που μονίμως ακροβατούσε σε μετέωρα σχοινιά αδυνατώντας να φτάσει από τη μία άκρη ως την άλλη. Ο Ροτ γράφει, όπως έζησε. Αποσπασματικά, σε ανολοκλήρωτα one shoot πλάνα. Μεγαλωμένος από γερμανοεβραίους γονείς, εργάστηκε στο Βερολίνο ως δημοσιογράφος και ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη για να καταλήξει λίγο πριν την επικράτηση του Ναζισμού στην πόλη του Παρισιού, μόνος και έρημος. Το «Χοτέλ Σαβόυ» είναι ένα βιβλίο που δίνει ακριβώς την αίσθηση της προσωρινότητας, της διαρκούς κίνησης και εναλλαγής ανάμεσα σε τόπους, συναισθήματα και ανθρώπους. Ο εφιαλτικός απόηχος του πολέμου είναι διαρκώς παρών και υποφαινόμενος, ακόμη και σε έναν κόσμο που, όπως τον παρουσιάζει ο Ροτ, προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του και να ξεπεράσει το επώδυνο παρελθόν του. Η γραφή του Ροτ διέπεται από μία μόνιμη αίσθηση φυγής, η λέξη «διωγμός» της ταιριάζει καλύτερα. Η γραφή αυτή σηματοδοτεί την εκδίωξη του ήρωα από τον τόπο κατοικίας του, λόγω της εβραικής του ταυτότητας, αλλά και την εκδίωξη από τον ίδιο του τον εαυτό, ο οποίος τελικά μετατρέπεται σε φάντασμα εγκλωβισμένο στην προσωπική του αυτοεξορία: «Μπαίνουμε σ’ένα στενό δρομάκι. Βλέπω Εβραίους να κόβουν βόλτες στη μέση του δρόμου, κρατούν ομπρέλες, γελοία τυλιγμένες, με γυριστές λαβές. Στέκονται σκεφτικοί, ή περπατούν πάνω-κάτω ασταμάτητα. Κάποιος φεύγει, κάποιος άλλος βγαίνει από την πόρτα ενός σπιτιού, κοιτάζει με προσοχή δεξιά κι αριστερά κι αρχίζει τις βόλτες. Σαν ίσκιοι βουβοί προσπερνούν ο ένας τον άλλον. Είναι μία συγκέντρωση φαντασμάτων, εδώ κάνουν τον περίπατό τους άνθρωποι από καιρό πεθαμένοι. Εδώ και χιλιάδες χρόνια περιπλανιέται αυτή η φυλή σε στενούς δρόμους.» Σε πρώτη ανάγνωση, το βιβλίο σε ξεγελά με την απατηλή απλότητα των εκφραστικών του μέσων και της καθημερινής του γλώσσας κι ωστόσο στη συνέχεια σε συνεπαίρνει με τη λεπτομέρεια των αναλύσεών του. Ο ήρωας, Γκάμπριελ Νταν, ήταν αιχμάλωτος πολέμου σ’ ένα στρατόπεδο στη Σιβηρία. Επιστρέφοντας από αυτήν την επώδυνη εξορία και φυλακή φτωχός, ταλαιπωρημένος και συντετριμμένος, αποφασίζει να διαμείνει σ’ ένα εκ πρώτης όψεως πολυτελές ξενοδοχείο, φορώντας απλώς τα κουρελιασμένα ρούχα του και χωρίς καμία προσωπική αποσκευή. Το ξενοδοχείο αποδεικνύεται μια μικρογραφία της κοινωνίας με τις ταξικές της διαφορές και τις φυλετικές διακρίσεις, μιας και στους πρώτους τρεις ορόφους κατοικούν οι πλούσιοι, ενώ στους υπόλοιπους τέσσερις οι φτωχότεροι. Πέρα όμως από αυτήν την προφανή

αντίθεση, εκατοντάδες ακόμη αντιθέσεις ξεπηδούν από την ιστορία και από τον ίδιο τον τρόπο γραφής του Ροτ. Όλες αυτές οι διαρκώς αναδυόμενες αντιθέσεις αντικατοπτρίζουν την κυκλοθυμική συμπεριφορά του ήρωα και σηματοδοτούν τον αυτοεγκλεισμό του σε διλημματικές καταστάσεις με αποκορύφωση το δίλημμα του Γκάμπριελ Νταν για το αν θα αποχωρήσει ή αν θα παραμείνει τελικά στο Χοτέλ Σαβόυ. Αυτή η απελπισμένη και χωρίς προσανατολισμό κινητικότητα του ήρωα και του κόσμου που τον περιβάλλει αποδίδει με τρομακτική ακρίβεια το μεσοπολεμικό κλίμα σε μια διαρκώς υπό κατάρρευση ευρωπαϊκή κοινωνία, όπου το φάντασμα του φασισμού πλανάται απειλητικά στον αέρα. Γι’ αυτό το “Hotel Savoy” είναι πρωτίστως ένα βιβλίο επίκαιρο που κατεξοχήν ταιριάζει να διαβαστεί από αναγνώστες με ανήσυχες και ανυπότακτες συνειδήσεις, βρισκόμενες σε διαρκή -έστω και εσωτερική- αναζήτηση: «ήρθε και πάλι η ώρα γι’ αυτούς που γυρίζουν από το μέτωπο. Έρχονται ομάδες, ομάδες, πολλοί μαζί. (…) Γνωρίζουν ξένες χώρες, ξένες ζωές- και σαν εμένα έχουν αλλάξει πολλές ζωές. Περιπλανιούνται από δρόμο σε δρόμο. Χαίρονται τάχα που γυρίζουν σπίτια τους; Δεν θα προτιμούσαν άραγε να μείνουν κι άλλο στη μεγάλη απέραντη πατρίδα, αντί να γυρίσουν στη μικρή πατρίδα, στη γυναίκα και στο παιδί και στη σομπίτσα τους: Ίσως δεν πήραν οι ίδιοι την απόφαση να γυρίσουν. Ίσως τους σπρώχνει το κύμα προς τη Δύση, όπως σπρώχνει και τα ψάρια κάποιες εποχές του χρόνου.» Υ.Γ. To Ξενοδοχείο Savoy, στην πολωνική πόλη Lodz, που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1912, είναι αυτό από το οποίο εμπνεύστηκε ο Γιόζεφ Ροτ την ομώνυμη νουβέλα, γραμμένη το 1923.

JAN 2014

ARTCORE

105


C U R R I C U L U M V I TA E

Το κορίτσι που φορούσε το καπέλο - παπούτσι - ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ -

1927, Παρίσι! Η Elsa Schiaparelli, ήδη 37 χρονών, σοκάρει με τις ντανταϊστικές και σουρεαλιστικές επιρροές της τον κόσμο της μόδας. Η μεγαλύτερη αντίπαλός της Coco Chanel, που κερδίζει τον τίτλο της αληθινής ιδιοφυΐας, συνεργάζεται με τον Dali, τον Cocteau και άλλους καλλιτέχνες της εποχής και αλλάζει την πορεία της μόδας, προσθέτοντας καινούρια υλικά, έντονα χρώματα και νέες επαναστατικές ιδέες στα ρούχα των γυναικών!!

Πληκτρολογώ δέκα γράμματα… backspace, άλλα τρία γράμματα… backspace και πάλι… και ξανά, και ξανά, κι έτσι, άχαρα, σπαταλάω την ώρα μου! Δεν μπορώ να αποφασίσω πώς να ξεκινήσω το θέμα του μήνα αυτή τη φορά! Νιώθω μια αμηχανία. Την ίδια όπως τότε, σε μια φιλοσοφική και πάντα αλκοολούχα συζήτηση, όταν ένας φίλος με ρώτησε αν η μόδα μπορεί να θεωρηθεί τέχνη. Βλέπεις, πάντα είχα την άποψη πως το ντύσιμο είναι ο πιο άμεσος 106

ARTCORE

JAN 2014

τρόπος που έχει ένας άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, να κάνει σύνθεση μιας «προσωπικής του εικόνας» και να επικοινωνήσει ένα μήνυμα προς τους υπόλοιπους. Από το «προσοχή δαγκώνω» ως το «έχω τόσο ανάγκη να με θαυμάζεις!». Όμως πώς να πείσεις κάποιον ότι, ναι, η μόδα είναι τέχνη, όταν σήμερα η λέξη αυτή έχει ταυτιστεί με τη λέξη «μάζα» (και πολλά κακά ακόμη...). Είχα ιδρώσει, όπως το ποτήρι της μπίρας μου, από την αμηχανία!


ΕΚ -ΦΡΑ -ΣΗ Κι ήθελα εκείνη τη στιγμή, σε εκείνη την κουβέντα, να έχω μια φωτογραφία μαζί μου, για να μη χρειαστεί να πω πολλά. Ήθελα να έχω την παρακάτω φωτογραφία αυτού του μαύρου φορέματος, που σχεδιάστηκε το 1938 (!), από την Elsa Schiaparelli, τη γυναίκα που έφερε το σουρεαλισμό (κι όχι μόνο) στην υψηλή ραπτική και τον Salvador Dali! Τέχνη… Όπως πολλά καλούδια του κόσμου τούτου, έτσι κι η Elsa γεννήθηκε στην Ιταλία, το 1890! Στη Ρώμη συγκεκριμένα, στο Palazzo Corsini, το ‘χεις ακουστά; Αν ήδη σου φαίνεται μικρό το σπίτι σου, μην το googlάρεις! Μητέρα, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, πατέρας καθηγητής αραβικής λογοτεχνίας, θείοι επίσης καθηγητές. Το κορίτσι σπούδασε φιλοσοφία, αν και ήθελε να γίνει ηθοποιός, αλλά να μη σου εξηγώ τώρα τι γνώμη είχαν τότε για τις ηθοποιούς. Κάθε τόσο, όμως, γεννιούνται άνθρωποι με «περισσότερη ψυχή» από άλλους... που στάζει από κάθε πόρο του κορμιού τους και γίνεται έμπνευση! Καλλιτεχνική ή επιστημονική είναι η ψυχή τους που χαρίζεται στις κοινωνίες και οδηγεί τον κόσμο σε καινούριες περιπέτειες! Κι αυτοί οι άνθρωποι έχουν την απόλυτη ανάγκη να εκφράζονται. Τέτοιος άνθρωπος ήταν η Elsa και το έδειξε ήδη, φοιτήτρια ακόμη, όταν εξέδωσε μια ποιητική συλλογή με αισθησιακά ποιήματα. Σοκαρισμένη η συντηρητική οικογένειά της την κλείνει σε γερμανικό μοναστήρι! Τι να κάνουν και οι γερμανίδες καλόγριες… υπερισχύει το μεσογειακό ταπεραμέντο;! Κάνει απεργία πείνας, ώσπου αναγκάζονται να τη στείλουν σπίτι της. Και η Elsa, για να γνωρίσει τον κόσμο και να κερδίσει την ελευθερία της, πιάνει δουλειά στο Λονδίνο ως νταντά. Λονδίνο, Παρίσι, γνωρίζει ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων, παρακολουθεί σεμινάρια και ομιλίες, επισκέπτεται μουσεία, γνωρίζει τα κινήματα της εποχής, γνωρίζει και τον έρωτα! Το όνομά του, Κόμης William de Wendt de Kerlor (φαντάζομαι θα είχε και κάποιο υποκοριστικό). Παντρεύονται και μετακομίζουν στη Νέα Υόρκη (1919), όπου γεννιέται η κόρη τους (πάρε βαθιά ανάσα), η κόμισσα Maria- Luisa Yvonne Radha de Wendt de Kerlor (!), την οποία, τέλος πάντων, φώναζαν Gogo (1920). Πριν «κλείσουν» έξι χρόνια γάμου, ο κόμης αποφασίζει ότι δεν αντέχει τη ζωή στη Νέα Υόρκη, με την οποία η Elsa (Schiap την έλεγαν οι φίλοι της) έχει εναρμονιστεί πλήρως! Στις παρέες της ο Man Ray, ο Alfrend Stieglitz και άλλοι εκπρόσωποι του ντανταϊστικού κινήματος. Ο κόμης παρατάει την οικογένειά του, η Schiap μένει χωρίς οικονομικό στήριγμα και η κόρη τους άρρωστη από πολιομυελίτιδα νοσηλεύεται σε κλινική. Το 1922 μετακομίζει στο Παρίσι για μια νέα αρχή. Εκεί ο σχεδιαστής Paul Poiret διακρίνει το ταλέντο της στο σχεδιασμό ρούχων και την πείθει να δοκιμάσει να φτιάξει τη δική της κολεξιόν. Το 1927, ενώ είναι ήδη 37 χρονών, γίνεται η «έκρηξη» και η πρώτη συλλογή ονόματι “trompe-l’ œil” (οφθαλμαπάτη) κάνει την εμφάνισή της! Πουλόβερ με τεράστιους φιόγκους, αντρικές γραβάτες ή ναυτικά κολάρα, κερδίζουν το κοινό! Συνεχίζει την επόμενη χρονιά με tweed σακάκια, γυναικεία στρατιωτικά ρούχα και το όνομά της γραμμένο με φαρδιά γράμματα στη Vogue! Δημιουργεί μια νέα μορφή γυναίκας, πιο δυναμική, η οποία πλέον ξεφεύγει από τη θέση του «όμορφου διακοσμητικού», που εκφράζει τη σεξουαλι-

κότητά της μέσα από την τόλμη, τον αυτοσαρκασμό, το χιούμορ και την προσωπική άποψη. Ανάμεσα στις πελάτισσές της η Mae West, η Daisy Fellowes (ποιήτρια και εκδότρια του αμερικανικού Harper’s Bazaar), η Wallis Simpson, η Marlene Dietrich. Ανάμεσα στους συνεργάτες της ο Dali, με τον οποίο σχεδιάζουν το “Skeleton dress”, το διάσημο “Lobster dress”, το “Tears dress”, ένα φόρεμα φτιαγμένο για να θυμίζει ξεσκισμένη σάρκα ζώου, ένα σακάκι με τσέπες- χείλη και το περιβόητο “Shoe-hat” που λίγες τόλμησαν να φορέσουν. Και ο Cocteau, με ένα παλτό-οφθαλμαπάτη, που δείχνει δυο γυναικεία προφίλ που σχηματίζουν ένα βάζο κι ένα jacket-γυναικεία φιγούρα με ξανθά μακριά μαλλιά που πέφτουν στο μανίκι. Τα υλικά της καινούρια και πολύ συχνά δικές της ανακαλύψεις. Το παρακάτω κολιέ είχε εντυπωσιάσει τους πάντες και θα μείνεις κι εσύ άφωνος, όταν μάθεις πως δημιουργήθηκε το 1938 κι όχι κάπου στα 90s!! Το άρωμά της “Shocking!”, με το μπουκάλι φιλοτεχνημένο από τον Leonor Fini, κατακτά την αγορά! Για πρώτη φορά συναντάμε σε ένα ρούχο περίεργα κουμπιά, όπως τύμπανα, καρότα ή κουνουπίδια, για πρώτη φορά τα φερμουάρς είναι εμφανή, για πρώτη φορά χρησιμοποιούνται συνθετικά υφάσματα, εμφανίζεται η πρώτη παντελονόφουστα... το πρώτο wraparound φόρεμα. Μια παιχνιδιάρικη, αληθινή έμπνευση που γέμισε τις γυναικείες γκαρνταρόμπες! Το 1954 ο οίκος κλείνει. Σήμερα αναφορές στη Schiaparelli μπορείς να βρεις στο site www.schiaparelli.com. Την περασμένη άνοιξη, μάλιστα, έγινε μια έκθεση στο Μetropolitan museum of Αrts με τίτλο “Schiaparelli and Prada: Impossible Conversations”. Η αυτοβιογραφία της κυκλοφορεί σε βιβλίο. Χμ, τελικά πληκτρολόγησα 1053 λέξεις. 1053 λέξεις γεμάτες αμηχανία, αυτή η αμηχανία συσσωρευμένων συναισθημάτων, που δεν ξέρεις τι, δεν ξέρεις πώς, δεν μπορείς να την εκφράσεις με κάποιον ικανοποιητικό τρόπο! Πάντα υπάρχει κάποιος που το έχει κάνει καλύτερα από εσένα, πριν από εσένα. Πάντα υπάρχει κάποιος άγνωστος που τον καταλαβαίνεις και σε καταλαβαίνει πιο πολύ από τους δικούς σου, που ήξερε ότι θα νιώσεις έτσι, σε πολλές των περιπτώσεων πριν καν γεννηθείς και σου δημιούργησε ένα «ζεστό σπιτικό». Άφησε στο πέρασμά του καταφύγια για να κρύβεσαι πού και πού και να νιώθεις για λίγο άνετα… Ευτυχώς! (Συνάντησα αναντιστοιχία στις χρονολογίες και επέλεξα να ακολουθήσω αυτές που αναφέρονται στο επίσημο site www.schiaparelli.com ) JAN 2014

ARTCORE

107


C U R R I C U L U M V I TA E

Ανδρα μοι Εννεπε, μοῦσα, πολύτροπον... - ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ -

…και μην αφήσεις, μούσα, τον άντρα αυτόν, ποτέ χωρίς έμπνευση! Γιατί ο κόσμος χωρίς τη μουσική του, θα είναι πιο μουντός… Ένας ακόμη Οδυσσέας που κατάφερε με τη βοήθειά σου να ακουμπήσει το όνομά του στα αστέρια! Ένας ακόμη Έλληνας που μας έκανε περήφανους, που άνθισε και δημιούργησε, μακριά από αυτήν τη χώρα, που στο χώμα της φυτρώνουν δέκα διαμάντια τη μια στιγμή κι έντεκα θάβονται την επομένη!!

108

ARTCORE

JAN 2014


ΕΚ -ΦΡΑ -ΣΗ

Ένα διαμάντι ελληνικό που ξέφυγε και χάρισε τη λάμψη του στον κόσμο… Ευάγγελος Οδυσσέας Παπαθανασίου… ή αλλιώς… Vangelis! Η πόρτα έτριξε για λίγο. Μακριά ακουγόταν το κελάηδισμα κάποιου πουλιού. Ανθρώπινες ομιλίες στο διπλανό δωμάτιο. Μια δεκαοχτούρα κρατούσε σταθερό το ρυθμό. Το παιδί άκουσε τα ίδια του τα βήματα, αργά και σταθερά, καθώς πλησίαζε το μεγάλο πιάνο στο σαλόνι. Σκαρφάλωσε στην καρέκλα με κόπο, τα μικρά δαχτυλάκια ετοιμάστηκαν για τη συνέχεια. Το αυτί του αφουγκράζονταν με προσοχή τον κόσμο τριγύρω. Τρίξιμο, κελάηδισμα, ομιλίες, δεκαοχτούρα… πάτησε ένα πλήκτρο στο πιάνο… τρίξιμο κελάηδισμα, δεκαοχτούρα, ομιλίες… κι ένα δεύτερο! Τα μικρά ποδαράκια δεν έφταναν να ακουμπήσουν στο έδαφος, όμως αυτό το παιδί πατούσε αχόρταγα τα πλήκτρα για να ανακαλύψει κάθε ήχο στο πιάνο. Αργότερα θα δήλωνε πως το μουσικό του ταλέντο το πήρε από τη μεριά της τραγουδίστριας μητέρας του. Αργότερα όλα τα φώτα θα έπεφταν επάνω του. Όμως τη στιγμή στην οποία αναφερόμαστε ο μικρός, αυτός, είναι μόλις τεσσάρων χρονών και ονομάζεται Βαγγέλης Οδυσσέας Παπαθανασίου. Σε ηλικία μόλις έξι χρονών ο μικρός, αυτοδίδακτος μουσικός, Βαγγέλης, έδωσε την πρώτη του συναυλία σε κοινό δύο χιλιάδων ατόμων με δικές του μουσικές συνθέσεις! Γονείς και δάσκαλοι τον πίεζαν να σπουδάσει μουσική, όμως αυτός πεισματικά αρνιόταν. Επέμεινε για λίγα ακόμη χρόνια να ανακαλύπτει καινούριους ήχους με τον δικό του τρόπο. Έπειτα, σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Όχι όμως μόνο μουσική, αλλά και ζωγραφική και σκηνοθεσία! 29 Μαρτίου 1943, στην Αγριά του Βόλου, ο κόσμος συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον άνθρωπο αυτό. Εκεί έζησε κάποια χρόνια και αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα. Σύντομα κατάλαβε ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε πρόσφορο έδαφος για καμιά συγκλονιστική εξέλιξη καριέρας κι έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1960 μετακομίζει στο Παρίσι και ξεκινάει το μεγάλο ταξίδι της καριέρας του. Εμείς, η νέα γενιά του τόπου τούτου, ακόμη ελπίζουμε να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες για καλλιτεχνική εξέλιξη στην Ελλάδα… Σίγουρα έχουμε σταματήσει να ελπίζουμε ότι θα το κάνει το κράτος για εμάς! Αυτό το φυσικό ταλέντο έφυγε και… ξέφυγε ευτυχώς από την επικρατούσα μπακαλοδηθενοκουλτουριά του Ελληνιστάν και από τα ιπτάμενα γαρίφαλα των μπουζουξίδικων! Αντίθετα, στο Παρίσι το 1968, με τους Aphrodite’s child, την μπάντα που είχε δημιουργήσει με τον Ντέμη Ρούσσο, τον Λουκά Σιδερά και τον Ανάργυρο Κουλούρη, έκανε διεθνή καριέρα! Κανονική διεθνή καριέρα, όχι σαν κάποιους ξεπεσμένους «σταρς», που διαφημίζουν τη «διεθνή» τους καριέρα, μέσω πληρωμένων καταχωρήσεων σε έντυπα και κανάλια της Ψωροκώσταινας! Θεωρείται από πολλούς ο πατέρας της ηλεκτρονικής μουσικής και το άλμπουμ ‘‘666’’ των Aphrodite’s Child, βασισμένο στο βιβλίο της «Αποκάλυψης», πούλησε πάνω από 20 εκατομμύρια δίσκους ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ!

Μετά τη διάλυση της μπάντας, ο Βαγγέλης, που είχε ήδη κάνει πολύ επιτυχημένες συνεργασίες συνθέτοντας μουσική για διάφορες ταινίες και ντοκιμαντέρς, αλλά και δημιουργώντας δύο πολύ σημαντικά σόλο άλμπουμς που τον καθιέρωσαν στην παγκόσμια μουσική σκηνή, μετακόμισε στο Λονδίνο το 1975. Τριάντα δύο χρονών και ήδη καταξιωμένος, ιδρύει τα Nemo studios, ένα χώρο μουσικών εργαστηρίων και ηχογραφήσεων! Κάτι σαν την Disneyland για μουσικούς, φαντάζομαι! Δε σου γράφω τίτλους από τραγούδια και άλμπουμς, το άρθρο θα ήταν ατελείωτο! Δε σου γράφω τίτλους και διακρίσεις που έχει κερδίσει για τη μουσική του… Έτσι κι αλλιώς γράφω για έναν από τους σπουδαιότερους συνθέτες, δεν κάνω λίστα για ψώνια για το super market! Το καλύτερο που έχω να σου πω είναι… άκου! Άκου το “Mythodea”, άκου το “Chariots of fire”, άκου το “Voices”, άκου, άκου, άκου! Θα καταλάβεις μετά, ότι το Όσκαρ, οι τιμητικές διακρίσεις και το γεγονός ότι ένας ολόκληρος αστεροειδής ονομάστηκε από τη NASA “6354 Vangelis” για να τον τιμήσει, δεν είναι παρά ένα απόλυτα φυσικό επόμενο. Χοντρικά, για να σου κινήσω ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον για googlarisma, περίπου δύο στις δέκα ταινίες που έχεις δει, και η αποστολή της NASA στον Άρη, 2001: Οδύσσεια στον Άρη, έχουν ως μουσική υπόκρουση συνθέσεις του Vangeli! Ε, ναι, αυτού του Έλληνα η χάρη έφτασε μέχρι τα αστέρια!! Η έκθεση ζωγραφικής “Vangelis pintura” έγινε το 2003 στην Ισπανία στα πλαίσια της Valencia Bienal. Εβδομήντα έργα ζωγραφικής του καλλιτέχνη, με μία ποικιλία θεμάτων, βρέθηκαν για πρώτη φορά σε κοινή θέα. Όσους από αυτούς τους πίνακες είδα στο διαδίκτυο τους θαύμασα! Θα μπορούσε να είχε γίνει και ζωγράφος, όπως ο πατέρας του! Το παιδί που έπαιζε πιάνο μεγάλωσε… και δεν εννοώ τα, σχεδόν, εβδομήντα χρόνια που τον «βαραίνουν» πια. Εννοώ ότι «γιγαντώθηκε» και η μουσική του αγκάλιασε τον κόσμο ολόκληρο! Πώς μπορείς να ακουμπήσεις τόσες ψυχές ταυτόχρονα; Ακούω το “Antarctica” στο youtube και… πώς να σου περιγράψω αυτό που νιώθω; “I am only this breath. I will live in this breath. All there is this breath. Just breathe.”, γράφει στα σχόλια κάποιος κι εγώ απλά θα συμφωνήσω!

JAN 2014

ARTCORE

109


D i a ry o f a c u lt u r a l co r r u p to r

Affaire(s) des Pois(s)ons: μάγισσες, μουσικές, και μπαγιάτικα μύδια - ΤΟΥ ΚωνσταντίνοΥ Α. -

110

ARTCORE

JAN 2014


ΕΚ -ΦΡΑ -ΣΗ H φίλη μου ήταν ανένδοτη: «Δεν του στέλνω μήνυμα. Ούτε εξώδικο δε θα του έστελνα...να το πάρει και πάνω του!... κατάλαβες δηλαδή, βγαίνουμε, τρώμε, πίνουμε, μας συνοδεύεις σπίτι, μας φιλάς (καλά φιλιόμαστε αμοιβαίως), μας λες ότι πέρασες πολύ ωραία κι εμείς επίσης, μας λες καληνύχτα, μας λες ότι θα μας πάρεις τηλέφωνο και περνούν τρεις βδομάδες και ούτε σε είδαμε ξανά ούτε σ’ ακούσαμε... είσαι και καλλιτέχνης, γρατζουνιστής, υποτίθεται ευαίσθητος... σιγά μην ξαναβγώ εγώ ραντεβού με κανέναν...

καλύτερα μόνη μου και αξιοπρεπής παρά να με κάνει να αισθάνομαι απόρριψη, κάποιος που, που... που (έλα, πες το καλή μου να ξαλαφρώσεις...) που σε τελική ανάλυση, κι αυτό είναι που με δαιμονίζει περισσότερο, κάποιος που δεν ξέρω καν πόσο μου αρέσει... και δεν έχω πια ούτε τη δυνατότητα να τον απορρίψω πρώτη... κατάλαβες δηλαδή; γιατί εκεί θα κατέληγε, είμαι σίγουρη, γιατί εγώ...» Κάπου μεταξύ «που» και «απόρριψη» αισθάνθηκα μια νύστα απίστευτη. Καταπίνοντας το χασμουρητό μου σκέφτηκα το χρέος μου ως φίλου και τις φορές εκείνες που βρέθηκα εγώ στη θέση της να κοιτάω το κινητό κάθε δύο λεπτά, να το κλείνω, να το ανοίγω, να το βάζω στο αθόρυβο, να αφήνω μήνυμα στον τηλεφωνητή, «αν είσαι εσύ που ξέρεις, άντε και...» ...ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό, αναφώνησα: «Μήδεια!» Mε κοιτάει ξαφνικά, ενθουσιασμένη: «Αχ, πόσο καιρό έχω να φάω μύδια και καλαμαράκια, με τηγανητές πατατούλες, αχ τι μου θύμισες, σ’ένα τραπεζάκι στη θάλασσα, εκεί που σκάει το κύμα, μπίρες και τσιγάρα στην αντηλιά του μεσημερ...» «Σκάσε, μωρή Ελύτισσα, άλλο λέω! Θες να κλείσουμε εισιτήρια για την όπερα το Σάββατο;» «Tι εχει;» «Ε, τι λέμε τόση ώρα, Μήδεια. Του Charpentier». «Εεε;;;» ... Βρέχει. Μια πρώην μεγαλοασφαλίστρια με αδυναμία στις γούνες, ένας αφηρημένος καθηγητής ψυχολογίας, μια υπεύθυνη πωλήσεων πολυεθνικής κι εγώ. Σάββατο 16 Μαρτίου 2013. Παραταγμένοι στις θέσεις μας παρατηρούμε τα δρώμενα επί σκηνής υπό γωνία. Τα πάθη των ηρώων μας τα ακούμε σε μετάφραση από τα γαλλικά, όπως σε όλες τις παραστάσεις της Αγγλικής Εθνικής Όπερας. Αυτό ήταν κάποτε σύνηθες στις εθνικές όπερες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών, συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας. Οι σκληροπυρηνικοί οπερολάγνοι βλέπουν το ζήτημα της μετάφρασης των μουσικών έργων υποτιμητικά, αλλά η ουσία είναι ότι πολλά έργα γίνονται έτσι πιο προσιτά στο νεότερο κοινό. Οι Άγγλοι δε φημίζονται εξάλλου για την πολυγλωσσία τους καθώς έτυχε η γλώσσα τους να καταλήξει διεθνής. Οι τραγουδιστές και οι μουσικοί που συνεργάζονται με την ΕΝΟ είναι εξαιρετικοί, η χορωδία της αρκετά καλή. Οι παραστάσεις συχνά ενδιαφέρουσες, συνδυάζουν σκηνοθετικές και σκηνικές τάσεις που έγιναν δημοφιλείς τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στον κόσμο της όπερας: αφαίρεση και αναχρονισμοί σε σκηνικά και κοστούμια, εμπνευσμένες χορογραφίες, χρήση νέων μέσων όπως προβολές κινούμενης εικόνας, ευρηματικοί φωτισμοί, χιούμορ και ...κάπνισμα επί

σκηνής. Σε συνδυασμό με προσιτές τιμές στα εισιτήρια, όλα αυτά καθιστούν τις παραστάσεις της αρκούντως ενδιαφέρουσες, όχι βέβαια καινοτόμες και πρωτοποριακές όσο θα ήθελαν κάποιοι, ούτε στην κορυφή της λυρικής τέχνης παγκοσμίως, αφού η ΕΝΟ δεν προσελκύει τα μεγάλα διεθνή ονόματα του χώρου (και ευτυχώς γιατί έτσι διατηρούνται τα εισιτήρια φθηνότερα), αλλά κάπου στο μέσον: αξιοπρεπείς παραστάσεις που αποπειρώνται να καταστήσουν το μουσειακό και απαρχαιωμένο αυτό είδος σκηνικής τέχνης σχετικό με την εποχή μας. Δεν το καταφέρνουν πάντα δυστυχώς και συχνά οι αναχρονισμοί είναι μετέωροι, απλές σκηνοθετικές επιλογές που δεν εξυπηρετούν ούτε το έργο ούτε την αφομοίωσή του από το κοινό ή, χειρότερα, υποβιβάζουν αρχετυπικές μορφές ηρώων και θεών στο επίπεδο φτηνής τηλεοπτικής παραγωγής, ένα είδος ποιοτικότερου μιούζικαλ. Οι ανανεωτικές αυτές τάσεις, που κάποτε σόκαραν αλλά τώρα θεωρούνται μάλλον παρωχημένες, ξεπήδησαν από τον τσελεμεντέ του μεταμοντερνισμού ή καλύτερα γέμισαν κάποιες από τις σελίδες του με παραλλαγές του pastiche προορισμένες για τον μαγικό κόσμο του μουσικού θεάτρου. Όμως, όπως έχει λεχθεί και σε μια όχι και τόσο σχετική περίπτωση, «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω». Ποια είναι άραγε η αυθεντική συνταγή της όπερας, όταν η ίδια ως είδος δεν είναι παρά η πορεία στον χρόνο μιας αλλοπρόσαλλης ανάμιξης εκκλησιαστικών μουσικών δρώμενων και κοσμικών μουσικοχορευτικών εκδηλώσεων της Αναγέννησης; Μπολιασμένη με τη δημιουργική μεγαλομανία και τη λογιοσύνη ενός ταλαντούχου μουσικού στις αρχές του 17ου αιώνα, του Claudio Monteverdi, η όπερα δεν είναι προϊόν γέννησης, αλλά μια προσπάθεια αναγέννησης ενός χαμένου τότε σκηνικού είδους που συνδύαζε την πρόζα με το τραγούδι: του αρχαίου δράματος. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί οι ήρωες των περισσοτέρων έργων της όπερας έμειναν για πολλούς αιώνες οι ίδιοι, παρά τις επινοήσεις δευτερευόντων χαρακτήρων και τους εμπλουτισμούς των υποθέσεων αρχαίων έργων και μύθων: θεοί, ημίθεοι, ήρωες, τέρατα, αφελείς νέοι και βοσκοπούλες με ξανθές κοτσίδες και ροζ μάγουλα, αλλά και προφήτες, άγγελοι, ακόμη και διάολοι, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης στα ορατόρια που ανέβαιναν αρχικώς μόνο σε εκκλησίες χωρίς σκηνική δράση. Αργότερα, καινοτόμοι ιμπρεσάριοι του μουσικού θεάτρου, λιμπρετίστες και συνθέτες έστρεψαν την προσοχή τους στη λογοτεχνία ή συνέθεσαν σενάρια με ήρωες της εποχής τους. Έτσι, πλάι στους θεούς και τους ήρωες εμφανίζονται νεράιδες και ξωτικά, στρουμπουλές κυρίες που καταλήγουν σε χαρέμια, κουτσομπόληδες κουρείς και ζηλόφθονοι ηγεμόνες, δολοπλόκοι αστοί, λούμπεν φοιτητές και φυματικές εταίρες, χαριτωμένοι ιππότες και κακιές μάγισσες. JAN 2014

ARTCORE

111


D i a ry o f a c u lt u r a l co r r u p to r

Μια τέτοια είναι και η Μήδεια που παρακολουθούμε. Αυτή βέβαια μας έρχεται από την αρχαιότητα και την περίφημη τραγωδία του Ευριπίδη (431π.Χ.), μαζί με τους άλλους ήρωές του, τον άπιστο Ιάσονα, τη νέα του αρραβωνιαστικιά τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά της Κορίνθου, Κρέοντα, τα δύο παιδιά του Ιάσονα με τη Μήδεια, τον Μέρμερο και τον Φέρη. Ψήγματα της υπόθεσης υπήρχαν βέβαια πολύ πριν να καταπιαστεί ο Ευριπίδης με το μύθο, από την εποχή της Θεογονίας του Ησιόδου και των ποιητών του επικού κύκλου με επίκεντρο τον Όμηρο. Το στοιχείο της παιδοκτονίας λέγεται ότι ήταν σάλτσα του Ευριπίδη, αφού σύμφωνα με τον Κορίνθιο ποιητή Εύμηλο, τα δυο παιδιά σκοτώνονται κατά λάθος (π.χ. μπέρδεψε το ποντικοφάρμακο με το μπέικιν πάουντερ που τα είχε δίπλα-δίπλα στο ντουλάπι), ενώ ο Σάμιος ποιητής Κρεόφυλος υποστήριζε ότι τα παιδιά τα σκότωσαν οι πολίτες της Κορίνθου (γιατί προφανώς δεν είχαν ορφανοτροφεία). Υπάρχει επίσης και η άποψη ότι την ιδέα ότι η Μήδεια σκοτώνει η ίδια τα παιδιά της συνέλαβε πρώτος ο τραγικός ποιητής Νεόφρων στην ομώνυμη τραγωδία του, περίπου την ίδια εποχή με τον Ευριπίδη (το δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα). Ποιος έκλεψε ποιον δε θα το μάθουμε ποτέ και ίσως δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Αυτό που αποδεικνύεται, ακόμη μια φορά, είναι ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους: o Παυσανίας καταγράφει πέντε διαφορετικές εκδοχές για το τι απέγιναν τα μυθικά μυξιάρικα της Μήδειας. Τουλάχιστον τα παιδιά που προσπαθούσε να βρει η Νικολούλη ήταν υπαρκτά! Η πριγκήπισσα της Κολχίδας βοηθάει τον Έλληνα ήρωα να υπεξαιρέσει το χρυσόμαλλον δέρας (ένα κάπως χτυπητό γουναρικό που είχαν βγάλει να το αερίσουν), προδίδει την πατρίδα και τον πατέρα της, τον ακολουθεί στην Ελλάδα και, αφού εκείνος την παρατήσει για μια άλλη, τον εκδικείται 112

ARTCORE

JAN 2014

σκοτώνοντας τα δύο τους παιδιά. (Τον παλιό καλό καιρό, οι Έλληνες ήταν εκείνοι που επισκέπτονταν εξωτικά μέρη και έπαιρναν σουβενίρς από τον πλούτο τους. Αν ανέβαζα εγώ το έργο στην Ελλάδα, θα έκανα τη Μήδεια κόρη τοπικού άρχοντα στις Σκουριές της Χαλκιδικής και τον Ιάσονα εκπρόσωπο της Καναδικής εταιρείας που αγόρασε για ψίχουλα τον ελληνικό χρυσό των μεταλλείων. Η αγορά θα οδηγούσε σε βίαιες συγκρούσεις μεταξύ κρατικών δυνάμεων και χωρικών, ενώ η λύση θα δινόταν από τη Μήδεια που θα πρόδιδε τον τόπο της και το συμφέρον των μελλοντικών γενεών των Ελλήνων για τα ωραία μάτια του ξένου. Θα τον ακολουθούσε στην Ελβετία όπου εκείνος επενδύει τις καταθέσεις του και θα έκαναν οικογένεια και παιδιά. Μετά αυτός θα γνώριζε μια κόρη καλής οικογενείας, καθολική κατά προτίμηση και με καλή προίκα. Η Ελληνοπούλα Μήδειά μου θα έπεφτε σε κατάθλιψη και θα παραμελούσε τα παιδιά της που με τη σειρά τους θα την έπεφταν στα σκληρά. Στο τέλος θα την έβαζα να αυτοπυρποληθεί στο σαλέ της οικογένειας πάνω στο κατάλευκο χιόνι. Αλλά αυτά πρέπει να έχει κανείς πολύ διεστραμμένη φαντασία για να τα σκεφτεί...) Την εποχή που σκεφτόταν την ιστορία της Μήδειας ο MarcAntoine Charpentier, το 1693 συγκεκριμένα, την είχαν ήδη επισκεφθεί τουλάχιστον δύο άλλοι: ο Francesco Cavalli με την όπερα “Jasone”, (1649), και ο Jean-Baptiste Lully με τον “Thésée”, (1674), όπου έμπλεξε τους δύο μύθους, και, λίγο αργότερα, ο Antonio Caldara με τη “Medea in Corinto”, (1711), (καντάτα για άλτο, 2 βιολιά και μπάσο κοντίνουο). Στα τριακόσια είκοσι χρόνια που ακολούθησαν, θα την ξαναεπισκέπτονταν συνθέτες, ποιητές, χορογράφοι, σκηνοθέτες του κινηματογράφου και ροκ συγκροτήματα, μεταξύ των οποίων ο Luigi Cherubini, o Pier Paolo Pasolini, o Jean Anouilh, o Μίκης Θεοδωράκης και η progressive


ΕΚ -ΦΡΑ -ΣΗ rock μπάντα kayak από την Ολλανδία. Χίλια επτακόσια πενήντα ένα μόλις χρόνια πριν τον Γάλλο συνθέτη, ο Κικέρωνας αναφερόταν στον περίφημο δικανικό του λόγο Pro Caelio στην Κλαυδία (πρώην γκόμενα του εναγομένου,) ως «παλατιανή Μήδεια». Ήταν λοιπόν τέτοιας ισχύος το δυναμικό φορτίο αυτού του μυθικού χαρακτήρα, που από την αρχαιότητα ήδη είχε περάσει στην καθημερινή ζωή και τον τρέχοντα λόγο ως παράδειγμα προς αποφυγήν, αποτροπιαστικό φόβητρο, αλλά και ως απλή βρισιά, π.χ. όταν η αρχαία μητέρα προσπαθούσε να πείσει τον γιo της να μην προχωρήσει στον ανεπιθύμητο για εκείνη γάμο: «…μην την επάρεις, παιδί μου... θα σου βγει Μήδεια, δεν το βλέπεις;!» ή σε συζυγικά καβγαδάκια: «…πάλι τ’άφησες, μωρή Μήδεια, τα παιδιά ατάιστα; ...και τι ώρα έκλεισε ο ναός της Άρτεμης για να έχουμε καλό ρώτημα;!» και λοιπά και λοιπά... Ανιψιά της Κίρκης, εγγονή του Ήλιου, κόρη βασιλιά, η τραγική μας ηρωίδα ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια στον έρωτα, τη ζήλεια, τον πόνο της εγκατάλειψης, τις τύψεις της προδοσίας και την ερωτική εκδίκηση. Τα όρια αυτά δεν είναι βέβαια ανθρώπινα στην περίπτωση που εξετάζουμε, αφού η Μήδεια, παρά την ανθρώπινη μορφή της, είναι ένα πλάσμα υπερφυσικό με μαγικές δυνάμεις, που συνομιλεί με σκιές και τις καλεί από τον κάτω κόσμο, φτιάχνει φίλτρα και ασχολείται με τη μόδα, λανσάροντας το βραδινό μοντέλο «δε θα το ξαναφορέσεις, μωρή αντροχωρίστρα» για ειδικές μεταγαμήλιες δεξιώσεις, που το χαρίζει στη νέα αγαπητικιά του πρώην καλού της. Έτσι. Γιατί είναι ανώτερος άνθρωπος. Ο Ευριπίδης κατηγορήθηκε συχνά στην αρχαιότητα για μισογυνισμό και η Μήδειά του ήταν ίσως ο χαρακτήρας που έκανε το ποτήρι των κατηγοριών να ξεχειλίσει. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύεται στις Θεσμοφοριάζουσες στρέφοντας τις γυναίκες του έργου εναντίον του τραγικού ποιητή με την αιτιολογία ότι τις κακολογεί και τις δυσφημίζει στις τραγωδίες του. Ο Charpentier μένει πιστός στην Ευριπίδεια υπόθεση, αν και αλλάζει το όνομα της Γλαύκης, της νέας αγαπητικιάς του Ιάσονα, σε Κρέουσα, (γιατί άντε να πει ο Γάλλος τραγουδώντας Glauke), και επινοεί κάποιους δευτερεύοντες ρόλους, μεταξύ των οποίων και αυτούς για τις κολλητές των δύο πρωταγωνιστριών. Δεν κατηγορείται για μισογυνισμό, όμως η όπερά του δε φτούρησε και πολύ μετά την πρεμιέρα (Παρίσι, 4 Δεκεμβρίου 1693). Αν και πήρε καλές κριτικές από συναδέλφους μουσικούς και λογίους της εποχής, φαίνεται ότι ανώτερα μέλη της γαλλικής αυλής δεν εκτίμησαν ιδιαίτερα το θέμα που θύμισε στο εκλεκτό κοινό (και κυρίως στον ηγεμόνα) οικεία κακά: την εποχή αυτή είχε μόλις λήξει το περιβόητο σκάνδαλο, γνωστό και ως Affaire des Poisons, με τον αυτοεξορισμό της ερωμένης του βασιλιά σε μοναστήρι. Η απόλυτη εξουσία που ασκούσε στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ, γνωστό και με το μετρημένο παρατσούκλι, le RoiSoleil η ερωμένη του, (κρατηθείτε) Françoise Athénaïs de

Rochechouart de Mortemart, marquise de Montespan με τα θέλγητρά της επί είκοσι και πλέον χρόνια, είχε τροφοδοτήσει τη σκανδαλώδη υπόνοια ότι η ευειδής κυρία ήταν μάγισσα και ότι είχε δηλητηριάσει την ευνοούμενη του βασιλιά με την οποία φοβόταν ότι θα την αντικαθιστούσε (και η οποία ηλιθιωδώς πήγε και πέθανε με αδιευκρίνιστο τρόπο). Η Μήδεια, ως γνωστόν, ήταν επίσης μάγισσα, (και ξεπάστρευε τις ξετσίπωτες αντροχωρίστρες αντιζήλους), οπότε ο συνειρμός ήτο αναπόφευκτος. Και την πλήρωσε ο συνθέτης του οποίου το έργο κατέβηκε όπως-όπως. Η δική μας παράσταση στην ΕΝΟ ήταν καλή έως πολύ καλή και δεν κατέβηκε. Ήταν άλλωστε και η πρώτη παράσταση αυτής της όπερας στην αγγλική σκηνή και η δεύτερη απόπειρα της ΕΝΟ στο γαλλικό μπαρόκ μετά την όπερα του Rameau «Κάστωρ και Πολυδεύκης». Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο γνωστός David McVicar που δεν απογοητεύει και που μετέφερε την υπόθεση σκηνικά στην εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ διεύθυνε ο ειδικευμένος στη μουσική μπαρόκ αρχιμουσικός Christian Curnyn. Η μετάφραση βέβαια σε μια γλώσσα τόσο διαφορετική από τη γαλλική (όπου όχι μόνο οι περισσότερες λέξεις τονίζονται στη λήγουσα, αλλά και η ιδιαίτερη εκφορά της στην όπερα είναι απόλυτα συνυφασμένη με το ρυθμό των μουσικών φράσεων και την αρμονική κατάληξη των θεμάτων), δυστυχώς αφαίρεσε κάτι από τη μαγεία της μουσικής. Οι ερμηνείες όμως ήταν εξαιρετικές, ιδιαίτερα από τη Sarah Conolly στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η οποία διαθέτει εκτός από εξαιρετική φωνή και υποκριτικό τάλαντο αναλόγου διαμετρήματος. Από τις 9 συνολικά παραστάσεις, εμείς είδαμε την τελευταία, ένα βροχερό απόγευμα του Μαρτίου. Μέσα σε τρεις και μισή ώρες, ο έρωτας που είναι τυφλός και γι’αυτό μπορούμε να τον κατηγορούμε για τα πάντα, στέγνωσε τα φτερά του, έβαλε τα μαύρα του γυαλιά και στάθηκε ακίνητος να παρατηρεί τη Μήδεια να ανεβαίνει στον ουρανό… Κάπου αλλού στο Λονδίνο, ανοίγοντας την τσάντα της, η ανένδοτη έπαιρνε μια μεγάλη απόφαση. Όχι, δε θα του έβραζε το κουνέλι. Είναι πολύ φιλόζωη και απεχθάνεται τη βία. Εξάλλου δεν ξέρει καν πού μένει. Είναι μόνο ένα όνομα, σε μια λίστα στο κινητό της… Μπορεί όμως να καλέσει τα μέσα της πνεύματα: αξιοπρέπεια (να την αποτρέψει να στείλει κάποιο χλιαρό μήνυμα που θα μείνει αναπάντητο), πίστη (ότι της αξίζει κάποιος καλύτερος), αισιοδοξία (ότι αυτός ο καλύτερος υπάρχει, εκεί έξω, κάπου)… Κάτω από την ερώτηση delete all details? πατάει το yes. Και με μια μαγική κίνηση, γίνεται δυνάμει παιδοκτόνος: του αφαιρεί τη δυνατότητα να γίνει ο μελλοντικός πατέρας των παιδιών της. Σας διαβεβαιώνω ότι αυτός έχασε. Τα γονίδιά της είναι εξαιρετικά. Αυτή πάλι, έχασε που δεν ήρθε μαζί μας στην όπερα. Μύδια δεν τρώμε εδώ, γιατί είναι κατεψυγμένα. Δες: url: http://www.youtube.com/watch?v=IJsFoakWWvw JAN 2014

ARTCORE

113


D i a ry o f a c u lt u r a l co r r u p to r

Κρίσιμα Ερωτήματα. Μέρος Α: Πού πάει η τέχνη όταν πεθάνει; - ΤΟΥ ΚωνσταντίνοΥ Α. -

Στα μουσεία, θα μου πείτε. Και ημιθανής να είναι, αν την πάρεις και τη στήσεις στον τοίχο ως μεγάλο αριστούργημα, την περιβάλλεις με περισπούδαστες ακαδημαϊκές περικοκλάδες και, κυρίως, αν τη χρησιμοποιήσεις πλυντηριακώς (για να ξεπλύνεις την ντροπή σου, το μαύρο σου χρήμα, τον καημό σου, τις γνώσεις σου, τον μισθό σου, την αδυναμία σου να δημιουργήσεις και τα παρόμοια) έχεις συμβάλει τα μέγιστα στη θανατική της καταδίκη. 114

ARTCORE

JAN 2014


ΕΚ -ΦΡΑ -ΣΗ

Ως κοινό, την πυροβολείς στο μέτωπο με το αγελαδινό σου βλέμμα. Την πετροβολείς ανελέητα με τις ακατέργαστες λέξεις σου, το ωραίο, το μ’ αρέσει, το συγκλονιστικό, το υπέροχο, το φανταστρουμφικό… Την ευτελίζεις κάνοντάς τη διακόσμηση και αισθητική σου παντιέρα. Το ερώτημα δεν είναι τι κάνει η τέχνη για σένα. Εσύ τι κάνεις γι’ αυτήν; ε; Ε; Τι κομίζεις εσύ σ’ αυτήν; Κι εσύ, πεθαμένε καλλιτέχνη, πρωτοπόρε της πρωτοπορίας, διανοητή του ασύλληπτου, οραματιστή ενός καινούριου, αξημέρωτου κόσμου, τι εκόμισες στην τέχνη; και τι απέγινε αυτό που εκόμισες; H ιστορία που ακολουθεί, με πρωταγωνιστές κάποιους από τους σημαντικότερους παίκτες στην υπόθεση του μοντερνισμού, απαντάει στην αιώνια απορία: τι λένε οι πεθαμένοι βλέποντας τους ζωντανούς; Και, στην περίπτωσή μας, ποια είναι η μοίρα αυτών που ζουν στο μέλλον, όταν γίνονται παρελθόν; Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στο Παρίσι, η Gertrude Stein (1874 – 1946), συλλέκτρια μοντέρνας τέχνης και εκκεντρική συγγραφέας, υπήρξε οικοδέσποινα, τροφός, σύμβουλος, αυστηρός κριτής και στενή φίλη νέων ανθρώπων, γεμάτων δημιουργική ορμή και με υπερτροφικό εγώ, που έμελλε να γίνουν διάσημοι, εν ζωή ακόμη: o Pablo Picasso (1881-1973), o Henri Matisse (1869-1954), η Marie Laurencin (1883-1956), o Gauillaume Apolllinaire (1890-1918), o Juan Gris (1887-1927), o George Braque (1882-1963), o Ernest Hemingway (1899-1966) και αμέτρητοι άλλοι σύχναζαν στο σαλόνι της στο περίφημο 27 rue de Fleurus, στο σπίτι που μοιραζόταν με τη σύντροφο της ζωής της, την Alice B. Toklas. Μετά, όλοι πέθαναν. Χάρις όμως στην εκστατική ενόραση ενός απλού εραστή της τέχνης και στη βοήθεια του ψυχαναλυτή του, θα μάθουμε σε λίγο, τι έγινε μετά… «Γιατρέ μου, αν σας πω τι μου συνέβη... είμαι ακόμη ταραγμένος...» «Πείτε μου». «Από πού ν’αρχίσω;» «Από την αρχή!» «... Η έκθεση… που... την Κυριακή πήγα... ξέρετε για μένα η τέχνη... είχα παραισθήσεις...» (κομπιάζοντας) «Τι μου λέτε;! Πότε;» «Δηλαδή όχι ακριβώς...» «Α, όχι...» (με απογοήτευση) «Λιποθύμησα!» «Πότε, πριν που περιμένατε τη σειρά σας;» «Όχι, όχι, κι εκεί μου ήρθε, αλλά ήρθε η δεσποινίς Λίτσα και μου έδωσε μια σακούλα να φυσάω και μου ‘φυγε…» «Και πότε σας ήρθε;» «Τώρα... μου ‘ρχεται πάλι, θα πάθω κρίση πανικού!»

«Θέλετε τη σακούλα;» «Όχι ευχαριστώ, την έχω μαζί μου». «Ηρεμήστε, εισπνοή-εκπνοή, εισπνοή-εκπνοή, εντάξει τώρα;» «Κάπως καλύτερα». «Λοιπόν;» «Tι λοιπόν;... A, ναι… εγώ ξέρετε, έχω έναν φίλο που είναι Ιστορικός της Τέχνης». «Μάλιστα, πήγατε μαζί σε μια έκθεση». «Όχι, δεν ήθελε να έρθει, δεν... δεν του αρέσει η τέχνη». «Τι μου λέτε; Ποιος τον κουράρει;» «Κανείς νομίζω, να του πω να περάσει από σας;» «Aν νομίζει ο ίδιος ότι συντρέχει λόγος...» «Που λέτε αυτός είναι... λέει κάτι... περίεργα…» «Ακούει φωνές;» «Όχι, κάτι με την παγκοσμιοποίηση και τον θρίαμβο του ύστερου καπιταλισμού…» «Α, τέτοια…» «Ναι!» «Και δεν του τα υπαγορεύουν εξωγήινοι όλα αυτά, είστε βέβαιος;» «Ε ναι, τι λέμε;...» «Μάλιστα... παρακαλώ, συνεχίστε». «Γίνεται μια έκθεση στο, πώς το λένε αυτό, τον πολυχώρο... αυτόν... που το όνομά του θυμίζει μικρό σκύλο που πέρδεται…» «Α, το Πορδικάνεουμ». «Αυτό!» «Και πήγατε;» «Εγώ ήθελα πολύ να πάω. Διάβαζα παντού γι’ αυτήν την έκθεση, όλοι λένε ότι είναι το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς... Με κέντρο τον πατέρα της σύγχρονης τέχνης, ξέρετε αυτόν που έπαιρνε πράγματα και τα έκανε τέχνη…» JAN 2014

ARTCORE

115


D i a ry o f a c u lt u r a l co r r u p to r

«Χμμμ, ξέρω» (εσείς δεν ξέρετε!). «Και είχε και κάτι χορευτικά στο σκοτάδι και περίεργη μουσική και έδειχνε, διάβασα πως όλες οι τέχνες ανακατεύονται και γίνονται...» «Αχταρμάς!» «Ναι, ε, όχι ακριβώς...» «Και πήγατε;» «Πήγα μόνος μου την Κυριακή. Αφού δεν ερχόταν μαζί μου πήγα μόνος μου...» «Και;» «Και λιποθύμησα». «Στην είσοδο;» «Όχι, μέχρι εκεί ήμουν καλά... λίγο μετά, μπροστά στο κεντρικό έργο, το “Εξαγνιστήριο”...» «Το περίφημο πλυντήριο του Ντυξάν!» «Αυτό! είχα ακούσει τόσα γι’ αυτό το έργο!» «Και λιποθυμήσατε στη θέα του». «Ναι, έχασα τις αισθήσεις μου... αλλά αυτό δεν είναι τίποτα... μετά... όσο δηλαδή ήμουν λιπόθυμος, είδα ένα περίεργο όνειρο...» «Πείτε μου... χαλαρώστε και πείτε μου τι θυμάστε». «Το θυμάμαι σαν να το βλέπω μπροστά μου...» Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, με ένα μακρύ τραπέζι στο κέντρο και γύρω του πολυθρόνες μαύρες, σαν σε αίθουσα συνεδριάσεων κάποιας εταιρείας. Δεν υπήρχε όμως τίποτα εκεί που να φανερώνει τι ήταν, μόνο μερικές αφίσες στους τοίχους που διαφήμιζαν μεγάλες εκθέσεις τέχνης στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη και το Τόκιο. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μια κοντόχοντρη κυρία με γκρίζα μαλλιά κομμένα 116

ARTCORE

JAN 2014

πολύ κοντά. Πριν μπει μέσα γύρισε και φώναξε: «Έλα επιτέλους, Άλις, άσε πια το κέντημα, οι καλεσμένοι μας θα φτάσουν σε λίγο». Η Άλις μπήκε μέσα και οι δυο τους κάθισαν δίπλα-δίπλα στην κορυφή του τραπεζιού. «Γιατί ενοχλείσαι ακόμη με το κέντημα, είναι κι αυτό μια τέχνη». «Η τέχνη είναι τέχνη, είναι τέχνη» απάντησε η κοντή. «Αυτή την ταυτολογία πια, από τότε που την ανακάλυψες, θα ‘ναι καμιά εκατοστή χρόνια από τότε, την ακούμε κάθε μέρα». Η κυρία την κοίταξε με αγάπη. Χαμογέλασε: «Γκρινιάρα... πώς θα περνούσα μια αιωνιότητα μακριά σου!» Η Άλις παράτησε το κέντημα στο τραπέζι και κοίταξε στο κενό. «Η αλήθεια είναι ότι είχα μια ελπίδα ότι θα καταλήξω στον παράδεισο... αφού με βασάνισες εσύ όσο ζούσαμε...» Κοιτάχτηκαν αμίλητες και ξαφνικά έβαλαν τα γέλια. «Φαντάζεσαι να μην ήμασταν μαζί εδώ; Πώς θα τα κατάφερνα μόνη μου με τόσες συνεδριάσεις...;» «Θα τα κατάφερνες μια χαρά, όλα τα καταφέρνεις εσύ! Πρέπει βέβαια να ομολογήσω ότι η παρουσία μας, της μιας δίπλα στην άλλη, είναι μέρος της τιμωρίας μας». «Κι εγώ θυμάμαι, όταν πρωτοήρθα εδώ, το είχα διαβάσει στο εγχειρίδιο οδηγιών για τη μετά θάνατον ζωή που μου έδωσαν... Έπρεπε βέβαια να σε περιμένω, αλλά τελικά ήρθες... όλοι ήρθαν». «Όχι και όλοι, θυμάμαι που έψαχνα στις λίστες με τους καλλιτέχνες, κι έλειπαν τόσοι και τόσοι...»


ΕΚ -ΦΡΑ -ΣΗ

«Βέβαια! Ο Καραβάτζιο για παράδειγμα, βρέθηκε σε λάθος τμήμα, αλλά ο ίδιος έφταιγε, αφού, όταν πέθανε, ήταν ακόμη μεταμφιεσμένος σε γριά και τον έθαψαν ως Μικαέλα Λουλάτσι Αρτσιμπούρτζι…» «Ναι, ναι το θυμάμαι, μου το είπε εκείνος ο Έλληνας ζωγράφος, ο κουτσομπόλης, αυτός μωρέ που κατουρούσε στη γλάστρα του γείτονά του γιατί δεν τον χώνευε, α ναι, ο Τσαρούχης». «Εγώ είχα ακούσει ότι οι αρχές αναζητούσαν μια γριά μ’ αυτό το όνομα, οπότε όταν βρέθηκε το πτώμα έκαναν την ταύτιση και ο καημένος ο Καραβάτζιο, αντί για Μικελάντζελο Μερίζι, ετάφη στη θέση της…» «...και κρίθηκε αναλόγως... είχε βλέπεις την ατυχία να κλέψει μια φορεσιά της που στη μέσα τσέπη είχε ένα έγγραφο με το όνομά της και τα ενοίκια που της χρωστούσαν». «Καλά, αυτός δεν είχε μούσι; Δεν το είχε ξυρίσει;» «Αντιθέτως, από το μούσι έγινε η ταύτιση με τη σπιτονοικοκυρά!...» «Έχουν αργήσει λίγο ή μου φαίνεται;» «Σου φαίνεται! Δεν υπάρχει χρόνος εδώ, πότε θα το συνηθίσεις;» «Πάντως, πες μου, βρε Γερτρούδη μου, τι είδους δικαιοσύνη είναι αυτή, να κρίνονται οι νεκροί από το τι φοράνε και το πώς είναι τα μαλλιά τους!;» «Πάντως έχει πλάκα... μ’ όλους αυτούς τους καραφλούς που κυκλοφορούν με ράστα και...» «...και τα ανορεκτικά μοντέλα με κυτταρίτιδα!» Άρχισαν πάλι να χαχανίζουν ασταμάτητα. Τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας κοντός, μελαμψός νεαρός, με πολύ αέρα. «Πάμπλο!» αναφώνησε η Γερτρούδη και σηκώθηκε από τη θέση της να τον προϋπαντήσει. Ο νεαρός κοίταξε γύρω του απαξιωτικά. «Πάλι να μας εκνευρίσουν προσπαθούν... κοίτα χάλια στους τοίχους!» Η Άλις άφησε το κέντημα κι σηκώθηκε κι αυτή για να τον αγκαλιάσει. «Μην κάθεστε, έρχεται ο Έρνεστ και η Λωρανσέν... ήταν από πίσω μου... τώρα μπορεί και να ήταν μπροστά μου ή μήπως ήταν δίπλα μου;.... μη γελάτε! Ξέρετε πόσο με εκνευρίζει αυτό!» «Πάμπλο», είπε η Γερτρούδη, «αυτή θα έπρεπε να είναι η μεγαλύτερη ευτυχία για σένα... να βιώνεις στην αιωνιότητα τις αρχές του κυβιστικού χώρου!» «Ναι, καλά, βάλε και τις ανωμαλίες του χρόνου εδώ πέρα και προσπάθησε μετά να βγεις μια βόλτα σ’ ένα μπαρ για να χτυπήσεις γκόμενα, να δεις γέλια τότε!» Η πόρτα ξανάνοιξε και μπήκε μέσα μια όμορφη κοπέλα και ένας ψηλός γοητευτικός άντρας. «Μαρί, Έρνεστ, γιατί αργ... καλά, καλά, δε λέω τίποτα». «Περιμέναμε τον Ντυξάν για να μην ερχόμαστε ένας ένας, αλλά μας έστησε» είπε η κοπέλα. «Θα μιλούσαν με τον Κλουέ για σένα», κάγχασε η Άλις

μέσα από τα δόντια της περνώντας μια κόκκινη κλωστή στη βελόνα της. «Θα βρήκε κανένα ανοιχτήρι στα σκουπίδια και θα κοντοστάθηκε να το μαζέψει», είπε ο Πάμπλο, που όλοι ήξεραν ότι δε συμπαθούσε τον κύριο Ντυξάν. «Καθήστε, φίλοι μου» πρότεινε η Γερτρούδη δείχνοντας ευγενικά τις άδειες πολυθρόνες γύρω από το τραπέζι. «Πάμπλο, έλα, μην προσπαθείς άδικα, δεν ξεκολλάνε οι αφίσες, γι’ αυτές θα μιλήσουμε άλλωστε σε λίγο. Μαρί, έφερες το λάπτοπ σου να κρατήσεις τα πρακτικά;» «Πάλι άργησε ο Λεό, μα επιτέλους, πού είναι πάλι;» «Μην ξεχνάς ότι είναι ο πιο γέρος από όλους μας, Άλις» είπε η Γερτρούδη. Ο Έρνεστ ξινισμένος αντιγύρισε: «Δεν είχαν βλέπεις όλοι την τύχη του Πάμπλο και της Μαρί να διατηρήσουν, για αδιευκρίνιστους, το τονίζω, λόγους τη νεότητα και την ομορφιά τους». «Η περίπτωση της Μαρί δε μετράει. Η εμφάνισή της είναι μέρος της τιμωρίας του Κλουέ. Τον κυνηγάει μανιωδώς, αλλά δεν της κάθεται». «Οι παρατηρήσεις, Έρνεστ, δεν είναι λογοτεχνία!» σχολίασε αυστηρά η Γερτρούδη. Σε λίγο, ήταν όλοι καθισμένοι αναπαυτικά στις μαύρες δερμάτινες πολυθρόνες και η Μαρί περίμενε με τα δάχτυλά της στον αέρα πάνω από το πληκτρολόγιο να αρχίσει την καταγραφή της συζήτησης. «Λοιπόν», είπε η Γερτρούδη, «άρχεται η συνεδρίαση». «Συγγνώμη, τι γλώσσα μιλάμε;» ρώτησε η Άλις. Η Μαρί κοίταξε την ένδειξη του πληκτρολογίου στον υπολογιστή της: «Ελληνικά». «Ναι, ξέχασα να σας το πω», ομολόγησε η Γερτρούδη, «μιλάμε στα Ελληνικά, γιατί είμαστε η παραίσθηση ενός Έλληνα που έχει λιποθυμήσει στο Πορδικάνεουμ». «Εκεί φτάσαμε», μονολόγησε σκεπτικός ο Πάμπλο. «Λοιπόν, μέλη της επιτροπής, παρουσίες/απουσίες:» Η Γερτρούδη έβαλε τα γυαλιά της και πήρε το γνωστό ηγετικό ύφος που είχε σε παρόμοιες περιστάσεις. «Πρόεδρος ΕΚΑΠΕΤ113ΕΓΧ (Επιτροπής Καλλιτεχνικής Αναθεώρησης Πεπραγμένων Των Τελευταίων 113 Επι Γής Χρόνων): Στάιν Γερτρούδη, παρούσα. Αντιπρόεδρος: Τόκλας Μπ., Άλις, παρούσα κεντώντας! Ταμίας: Πικάσο Πάμπλο, παρών αλλά θα μπορούσε να είναι και απών… Γραμματέας: Λωρανσέν Μαρί, παρούσα και όμορφη σαν Κλουέ. Eξωτερικά μέλη: Χέμινγουει Έρνεστ, παρών και οπλοφορών. Ντυξάν Φαρσέλ, απών, κάπου έμπλεξε. Ντα Βίντσι, Λεονάρντο, απών, κάτι θα εφηύρε που ανατινάχθηκε πάλι». Συνεχίζεται… JAN 2014

ARTCORE

117


W h at s h e s a i d

Μόνος - BY Alxndra Gn -

«Ήταν μόνος και δεν έκανε τίποτα άλλο από το να βρίσκει τον εαυτό του. Λοιπόν, απολάμβανε τη μοναξιά του και σκεφτόταν πολύ ωραία πράγματα για ώρες ολόκληρες.» Νίτσε.

118

ARTCORE

JAN 2014


ΕΚ -ΦΡΑ -ΣΗ

Ήθελε από καιρό να μείνει μόνος. Μόνος με τον εαυτό του, μακριά από όλο αυτό τον θόρυβο του κόσμου. Μακριά από τις ανούσιες συναναστροφές και τις περιττές σκέψεις. Όλα αυτά που τον στενοχωρούσαν, τον προβλημάτιζαν, του δημιουργούσαν αυτόν τον εκνευριστικό κόμπο στο στομάχι, αυτό το συνεχόμενο βάρος πάνω στο στήθος. Κάπως έτσι λοιπόν, κάθε μέρα που περνούσε η αναπνοή του βάραινε. Το περπάτημά του γινόταν όλο και πιο αργό. Η κάθε μέρα κυλούσε βασανιστικά. Δεν είχε πει τίποτα σε κανένα. Σε όλους προσποιούνταν. Οι στιγμές ξεσπάσματος και λυγμών όμως ήταν τόσες πολλές, που υπερτερούσαν των απλών και ήρεμων. Δεν ήξερε τι ήθελε. Κάποιες φορές, οι άνθρωποι μπορεί να σου δίνουν τα πάντα για να σε κάνουν ευτυχισμένο, αλλά αυτό το «πάντα» μπορεί να μη σου αρκεί. Είσαι άραγε ένας υπεροπτικός εγωιστής; Είσαι άραγε ένας αχάριστος, που δεν εκτιμάει τα μικρά καθημερινά δώρα, που του προσφέρει τόσο απλόχερα η ζωή; Ή… μήπως όλα αυτά που σου «δωρίζονται» δεν είναι για σένα; Απλώς δεν είναι. Άλλοι θα επιθυμούσαν τόσο πολύ να βρίσκονται στη δικιά σου θέση. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει πως και εσύ έχεις το δικαίωμα να «ζηλεύεις» τη δικιά τους; Γιατί να πρέπει να ευχαριστούμε για οτιδήποτε μας προσφέρεται, ακόμα και αν αυτό δε μας γεμίζει; Από μικροί έχουμε μάθει να χαιρόμαστε με το λίγο, άλλοι δεν έχουν ούτε αυτό. Κάποια στιγμή όμως, δεν πρέπει να ζητήσουμε το περισσότερο; Συνηθισμένοι σε όλον αυτόν το θόρυβο του κόσμου, που όλα μπερδεύονται, κάποιοι αποφεύγουν να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους, φοβούμενοι πως θα αποδειχθούν δυστυχισμένοι. Για να αποφύγουν όλο αυτό το κύμα σκέψεων, καταφεύγουν σε διαφόρων ειδών καταχρήσεις, ξεχνώντας τον αρχικό λόγο που τους οδήγησε εκεί. Έτσι έκανε και αυτός. Υπνωτισμένος και απαλλαγμένος από κάθε λογής έγνοια,

κυλούσε η ζωή του, έτσι, ώστε να μη σκέφτεται. Να «καθυστερήσει» ερωτήσεις που χρειαζόταν να κάνει στον εαυτό του. «Πάνε αυτά, τελειώσανε!», είπε φωναχτά στον εαυτό του, ένα χάραμα. «Αν θέλεις κάτι που ποτέ δεν είχες, πρέπει να κάνεις κάτι που ποτέ δεν έκανες», είδε γραμμένο σε έναν τοίχο. Αυτή η φράση τον στοίχειωνε τα βράδια. Μία κοπέλα, περαστική από τη ζωή του αλλά μόνιμος κάτοικος της σκέψης του, του είχε πει. «Να μην προσπαθείς να γίνεις ο πιο δυνατός αλλά αντίθετα να δείχνεις την αδυναμία σου. Στην αδυναμία συναντιόμαστε… δεν είσαι μόνος σου.» Τώρα όμως είναι μόνος. Και τώρα θέλει να γίνει ο πιο δυνατός. Οι αλλαγές τρομάζουν, φοβίζουν και κάποιες φορές ίσως απομονώνουν. Από την άλλη μπορούν να «δημιουργήσουν» χαμόγελα, ηρεμία. Μπορούν να επαναφέρουν τον ενθουσιασμό για τη ζωή, που με τα χρόνια είχε θαφτεί κάτω από την καθημερινότητα. Οι αλλαγές, όμως, πάνω απ’όλα γίνονται κάθε φορά για να σηματοδοτήσουν μία νέα αρχή. Και η νέα αρχή γι’ αυτόν είχε φτάσει. «Ο καφές σας είναι έτοιμος, κύριε». «Ευχαριστώ, ορίστε». Δύο βήματα πίσω, απότομο γύρισμα πλάτης, κατεύθυνση προς την έξοδο του μαγαζιού. Οικεία φυσιογνωμία δεξιά. Ρίγος. Απότομα γύρισμα κεφαλιού. Ήταν αυτή. Ήταν εκεί. Καθισμένη σε μία καρέκλα, διαβάζοντας ένα βιβλίο με τη συνοδεία ενός ζεστού καφέ. Παίρνοντας βαθιά ανάσα και ένα χαμόγελο σιγουριάς περπάτησε προς το μέρος της με βήμα αργό και σταθερό. Με βήμα διαφορετικό από την τελευταία φορά που την πλησίασε. Καθώς η άκρη του ματιού του διάβασε το γκράφιτι του απέναντι τοίχου, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε δίπλα της. «Τίποτα δεν συμβαίνει, αν πρώτα δεν ονειρευτούμε» (Καρλ Σάντμπεργκ).

JAN 2014

ARTCORE

119


W h at s h e s a i d

Είσαι ακόμα εδώ; - BY Alxndra Gn -

120

ARTCORE

JAN 2014


ΕΚ -ΦΡΑ -ΣΗ

Πού είσαι; Tι έγινε; Tι έγινα; Tι γίναμε; Πού πήγες και πού πήγα; Πού πήγαμε. Μοναξιά. Μόνος; Μόνη. Μόνοι. Πού είσαι; Πού πήγες; Πού πήγαμε; Σκοτάδι.

Μήνες. Κρεβάτι. Θολές εικόνες. Μπερδεμένες σκέψεις. Βιαστικά βήματα. Σπασμωδικές κινήσεις. Πού πήγες; Γιατί πήγες αντίθετα; Τι έκανα; Τι κάνω; Τι να κάνω; Μιλάω, μ’ ακούς; Είμαι εδώ. Εσύ; Πάλεψέ το. «Οι δειλοί πεθαίνουν πολλές φορές πριν το θάνατό τους.» Μ’ ακούς; Είμαι εδώ. Άσπροι τοίχοι, άσπρο δωμάτιο, άσπρα σεντόνια. Σε χάνω. Ακούω τους χτύπους της καρδιάς σου να μειώνονται. Σου σφίγγω το χέρι και δεν αντιδράς. Με νιώθεις; Είσαι ακόμα μαζί μου; Μη φύγεις. Ξαπλώνω πάνω σου. Τελευταία φορά; Μη φύγεις. Χάρισε μου και άλλες αναπνοές. Μη φύγεις. Είσαι εδώ; Χλωμιάζεις. Γιατί χλωμιάζεις; Μη χλωμιάζεις. Αφού είμαι εδώ. Είσαι εδώ; Γιατί δε μου μιλάς. Αφού είμαι εδώ. Ήθελες τόσο να είμαι εδώ. Μην το αφήνεις τώρα. Μη με αφήνεις τώρα. Μ’ ΑΚΟΥΣ; Ουρλιάζω. Το ακούς; Είμαι εδώ. Είχαμε πάει στην εξοχή όταν ήμασταν είκοσι χρονών. Θυμάσαι; Με ρώτησες αν αυτό λέγεται ευτυχία. Τώρα, θυμάσαι; Είχαμε βγάλει τα παπούτσια και τρέχαμε. Γελούσαμε. Γιατί γελούσαμε; Δεν ξέραμε τίποτα τότε. Γι’ αυτό γελούσαμε; Γι’ αυτό γελούσαμε. Μετά με άφησες μόνη. Γιατί; Γιατί με άφησες μόνη; Επειδή γελούσα πολύ; Τώρα δε γελάω τόσο. Θα μείνεις μαζί μου τώρα; Σε λίγο δε θα γελάω καθόλου. Αυτό πρέπει να κάνω για να ξαναγελάσεις εσύ; Αυτό θέλεις; Όχι, δε θέλεις αυτό. Ποτέ σου δε θα το ήθελες. Μήπως το θέλει κάποιος άλλος; Τι πρέπει να κάνω; Πού φταίω; Προσεύχομαι σε ό,τι δεν πιστεύω. Χάνομαι μέσα σε ελπίδα και πραγματικότητα. Χάνομαι μέσα σε πίστη και λογική. Είσαι ακόμα εδώ; Εγώ είμαι ακόμα εδώ. Κοίταξέ με. Κοίταξέ με! Φωνάζω, φωνάζω. Κλαίω. Κλαίω πάλι. Μη με αφήνεις. Είμαι αδύνα-

μη. Το ακούς; Εσύ με έκανες αυτό που είμαι. Μη φεύγεις. Είσαι εδώ; Μην είσαι δειλός. Γιατί είσαι δειλός; Πάντα ήσουν δειλός. Ποτέ δε διεκδικούσες. Ποτέ δεν επιδίωκες. Κάν’ το τώρα για μένα. Σε ακούω. Σε ακούω. Είμαι εδώ. Σε ακούω, σου λέω. Σε νιώθω. Μου πιάνεις το χέρι. Τι είναι αυτό; Δάκρυα; Κλαις; Εσύ; Εγώ το έκανα αυτό; Εσύ πάντα γελούσες. Κλαις για μένα; Όχι, δε χρειάζεται. Όχι, εγώ ποτέ. Μην το κάνεις αυτό. Εγώ είμαι εδώ, πάντα εδώ ήμουν. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Τι συμβαίνει; Τι παθαίνω; Δεν μπορώ να αναπνεύσω, σου λέω. Γιατί τρέχουν όλοι γύρω μου; Αυτό ήταν; Μου λείπεις. Πάντα μου έλειπες. Μου λείπεις. Μη με αφήνεις να φύγω. Φοβάμαι. Αυτό ήταν; «Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς Όπου κάποτε οι φιγούρες Των Αγίων Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
 Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς Της αγάπης Μια για πάντα το κόψαμε Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς» (Ελύτης)

JAN 2014

ARTCORE

121


B l a n k Wa l l s A r e C r i m i n a l

Vhils, ή αλλιώς, Ο Δημιουργικός Τυφώνας ενός Ασταμάτητου Ταλέντου - ΤΗΣ ΚατερίναΣ Ομουρίδου -

122

ARTCORE

JAN 2014


ΣΧΕ -ΔΙΟ Vhils, ή αλλιώς Alexandre Farto. Τα έργα του θα έλεγες πως γεννιούνται από τους τοίχους, κομμάτι της ηλικίας τους, της υφής τους, της ιστορίας τους. Αν η ταυτότητα ενός τοίχου ήταν μια κάρτα στοιχείων όπως οι ανθρώπινες, τότε σίγουρα ο Vhils θα ζωγράφιζε τη φωτογραφία τους. Σαγκάη, Λονδίνο, Μόσχα, Λισαβόνα, Ιαπωνία, Βερολίνο, Μαϊάμι και η λίστα διαρκώς εμπλουτίζεται με τόπους που ο Alexandre επισκέφτηκε, χαρίζοντάς τους μια φωνή που ξεπηδάει μέσα από δυνάμεις παρακμής και βανδαλισμού, πιο δυναμική από ποτέ.

Ο Vhils πιστεύει στην καταστροφή ως ώθηση δημιουργίας, στο «ξεφλούδισμα» των τοίχων, από στρώση σε στρώση, μέχρι να αποκαλυφθεί ο πυρήνας τους και το παρελθόν τους. Είτε πρόκειται για τους ιστορικούς τοίχους της χώρας του, της Πορτογαλίας, που μετρούν ακόμα εναπομείναντα σημάδια από την Επανάσταση των Γαριφάλων του 1974 είτε για δρόμους και τοίχους πόλεων που ο Vhils τώρα ανακαλύπτει. Η δουλειά του μοιάζει με σημάδι των καιρών, σαν να τη γέννησε κυριολεκτικά ο χρόνος, ο τόπος, ο άνθρωπος. Το 2004 η θρυλική street-art ιστοσελίδα της Wooster Collective πρωτοδημοσίευσε ένα μίνι-profile, μόλις λίγες γραμμές, για τον πολλά υποσχόμενο δεκαεξάχρονο πορτογάλο Vhils, ο οποίος μόλις τότε ανακάλυπτε τα stencils και το πάθος του για την Τέχνη του Δρόμου. Μόλις λίγα χρόνια αργότερα, το 2006, ο Alexandre Farto (aka Vhils) παρουσίασε το έργο του μαζί με τον Miguel Mauricio στη Λισσαβώνα, σε μια έκθεση με τίτλο “Building 3 Steps”. To project τους, διαδραστικής και άκρως εμπνευσμένης μορφής, θόλωνε τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου και καταλάμβανε τους χώρους της Galeria Promóntorio, για να ξεχυθεί στη συνέχεια στους δρόμους που περικύκλωναν το κτίριο. Το παγιδευμένο καλλιτεχνικό «σώμα» του Vhils, σπάζοντας τα δεσμά που υποχρεώνουν τον καλλιτέχνη να εκθέτει σε έναν οριοθετημένο χώρο, πέτυχε τη μεταφορική σύνδεση δύο διαφορετικών κόσμων ύπαρξης της street art: των δρόμων που τη γέννησαν και των εκθέσεων που την ανέδειξαν. Εντυπωσιακά τα πρώτα του βήματα, και κανείς δε θα θεωρούσε το έργο του λιγότερο μοναδικό αν σταματούσε εκεί. Αλλά συνέχισε να εξελίσσεται και μάλλον σκέφτηκε να γίνει όχι απλά καλός αλλά ανεπανάληπτος. Μου αρέσει να εικάζω ότι η απόφασή του ήταν συνειδητή και όχι απλά φυσική απόρροια της καλλιτεχνικής του ανησυχίας. Όπως όλες οι μεγάλες αποφάσεις, θα πάρθηκε μάλλον τις πρώτες πρωινές ώρες, έπειτα από αϋπνία και υπαρξιακή περισυλλογή είτε κάποια από εκείνες τις μέρες που ο πρωινός καφές θυμίζει στο μυαλό τη βαρετή, τετραγωνισμένη μέρα που σε περιμένει. Θα σκέφτηκε λοιπόν, «πλήττω, ας κάνω

τίποτα περίεργο σήμερα» και δημιούργησε εκεί μερικές ολόδικές του τεχνικές, είπε να συνεργαστεί με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα στο χώρο της street art, να εκθέσει επανειλημμένα στη Lazarides Gallery του Λονδίνου ίσως την πιο επιδραστική γκαλερί στην παγκόσμια street art κοινότητα… γενικά, έτσι λίγα πράγματα. No big deal. Το 2008 ήταν η χρονιά που έφερε τον Vhils στο προσκήνιο, αφού συμμετείχε μετά από πρόσκληση του ιστορικού πια Banksy, στο Cans Festival του Λονδίνου, μια διοργάνωση που λαμβάνει χώρα σε ένα εγκαταλειμμένο τούνελ κάτω από το κεντρικό σταθμό Waterloo. Απαρτίζεται από καλλιτέχνες που δουλεύουν με την τεχνική του stencil και συγκεντρώνει μεγαλύτερη επισκεψιμότητα από συναυλίες μουσικών θρύλων. Η φωτογραφία του Alexandre που δουλεύει στο κομμάτι του, δίπλα από το γνωστό stencil της «Προϊστορικής Σπηλιάς» του Banksy, τυπώθηκε στο εξώφυλλο των Times και εκτόξευσε τη δημοφιλία του Vhils στα ύψη. Ο πρώην γκαλερίστας του Banksy, Steve Lazarides, του πρόσφερε το χώρο και ο Vhils μετέτρεψε τη Lazarides Gallery επανειλημμένα σε τόπο λατρείας για τους απανταχού θαυμαστές του, με αποκορύφωμα την εξαιρετική έκθεσή του, ‘‘Devoid’’, το Νοέμβρη του 2012.

JAN 2014

ARTCORE

123


B l a n k Wa l l s A r e C r i m i n a l

Ο Vhils, σε γενικές γραμμές, χαρακτηρίζεται από μια απλή τεχνική στα έργα του, τίποτα εξεζητημένο ή δύσκολο. Απλά δημιουργεί με stencil και sprays το, συνήθως, αξιοπρόσεκτο σε μέγεθος έργο του …ή μάλλον το περίγραμμά του, αφού στη συνέχεια χρησιμοποιεί από σκαρπέλα μέχρι κομπρεσέρς για να «γκρεμίσει» τον αρνητικό χώρο του σχεδίου, δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο έργο, συχνά αφαιρώντας πολλαπλές στρώσεις επιφάνειας των τοίχων, με εντυπωσιακά αποτελέσματα στη λεπτομέρεια των θεμάτων του και στην αφομοίωσή τους από το γύρω περιβάλλον. Όπως είπα, τίποτα δύσκολο. Ο Vhils, θεματολογικά, αποτίνει συνήθως φόρο τιμής στους άγνωστους ήρωες της καθημερινότητας, σχεδιάζοντας πορτρέτα ανθρώπων που έχει δει στους δρόμους ή που έχουν κάποια σχέση με την ιστορία των πόλεων ή, ακόμα, μορφές δικής του έμπνευσης, σε μια προσπάθεια να αναδείξει την ιστορία των τοίχων πάνω

124

ARTCORE

JAN 2014


ΣΧΕ -ΔΙΟ

στους οποίους δημιουργεί μια ιστορία που διαμορφώνεται από τους κατοίκους των πόλεων ανά τα χρόνια. Η έκθεσή του, ‘‘Devoid’’ στο Λονδίνο, περιελάμβανε έργα του που δημιουργήθηκαν με αυτήν τη μοναδική τεχνικήαμάλγαμα ανάμεσα σε street art και γλυπτική, αλλά και posters κατασκευασμένα, και πάλι, με μια δική του τεχνική, η οποία συνδυάζει αφίσες μαζεμένες από τους τοίχους των δρόμων, ρετσίνι, stencil, μπογιές διαφόρων ειδών και κολάζ. Η δουλειά του πάνω σε ξύλινες επιφάνειες, όπως πόρτες και παράθυρα, που προορίζονταν για μια ζωή ανωνυμίας σε κάποια χωματερή, είναι επίσης καθηλωτική, καθώς και οι εγχάρακτες με οξύ, για ένα «αλά στένσιλ» αισθητικό αποτέλεσμα, μεταλλικές του επιφάνειες, αλλά και η δουλειά του με… αφρολέξ. Η ανεξάντλητη έμπνευση κυλάει στο αίμα του εικοσιπεντάχρονου Πορτογάλου, αδιαμφισβήτητο κομμάτι του εαυτού του, αφού το αφρολέξ στα χέρια του μεταμορφώθηκε σε ένα τρισδιάστατο γλυπτό, το οποίο σε πρώτο πλάνο απεικονίζει μια προσωπογραφία, κατακερματισμένη κατά τη street art τεχνική-σφραγίδα του στους τοίχους. Παρόλ’ αυτά, μια πιο κοντινή ματιά αποκαλύπτει γιατί τα Styrofoam έργα του από μακριά φαίνονται σαν ιδιαίτεροι χάρτες, αφού όντως αποτελούν μακέτες αναπαράστασης αστικών τοπίων, που μπλέκουν ένα παιχνίδι φωτισμού και σκιών για να προσδώσουν μια φουτουριστική ή και δυστοπική διάσταση ερμηνείας. Μια πολύ πιο εντυπωσιακή έκθεση βαπτισμένη ‘‘Diorama’’, ιδιαίτερα όσον αφορά τη δουλειά του Vhils με αφρολέξ, είχε προηγηθεί στη Vera Cortes Gallery της Λισσαβώνας το Μάιο του 2012, σε έκταση πέντε δωματίων στα οποία εξετίθεντο ξεχωριστά έργα ανάλογα με το βασικό υλικό δημιουργίας τους. Θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω για τον Farto ολόκληρες σελίδες, αλλά κάπου εδώ θα πρέπει να σταματήσω, γιατί, κατά πάσα πιθανότητα, έχω ήδη καταφέρει να πλάσω για τον εαυτό μου την περσόνα της «groupie», παρά μιας

αντικειμενικής κριτικού… αν και δελεάζομαι να γυρνάω τον κόσμο κουβαλώντας τα σκαρπέλα του Alexandre, αυτόπτης μάρτυρας στο ξετύλιγμα του ταλέντου του. Θα σας αφήσω με το βίντεο που με έκανε να τον αγαπήσω. Όπως θα έχετε καταλάβει μέχρι τώρα, επειδή ο Vhils είναι κυρίως ένας αχαΐρευτος, συνεργάστηκε με την ορχηστρική χιπ-χοπ μπάντα των πορτογάλων Orelha Negra και μαζί δημιούργησαν ένα ιδιότυπο video-clip για το τραγούδι τους “M.I.R.I.A.M.” (υπέροχο), αλλά και ένα προσωπικό κλιπ, όπου ο Vhils παρουσιάζει την πιο πρόσφατη τεχνική του εξέλιξη: εκρηκτικά. Τοποθετημένα με ακρίβεια χιλιοστόμετρου στους τοίχους, εκρήγνυνται συγχρονισμένα για να αποκαλύψουν ολόκληρες προσωπογραφίες σε ζήτημα δευτερολέπτων, όπως αυτές που «σκαλίζει» στους δρόμους, καθώς και άψογα σχηματισμένες -στη σχηματική λογική των stencils- λέξεις. Δεν το απέφυγα, τελικά, ένα μικρό ακόμα παραλήρημα. Σταματώ. Θαυμάστε. Δες: http://www.youtube.com/watch?feature=player_ embedded&v=t6FU1Fvn9Nk

JAN 2014

ARTCORE

125


B l a n k Wa l l s A r e C r i m i n a l

Όταν οι δρόμοι «ζωγραφίζουν» την κοινωνία: Το δημιουργικό λίφτινγκ μιας Φαβέλας - ΤΗΣ ΚατερίναΣ Ομουρίδου -

126

ARTCORE

JAN 2014


ΣΧΕ -ΔΙΟ Μπορεί οι τόποι να είναι μακρινοί, αλλά οι εικόνες είναι οικείες. Βραζιλία, Ρίο ντε Τζανέιρο, καρναβάλι, γιγάντιο άγαλμα του Ιησού, φαβέλες: εντοπίστε την εικόνα με την πιο αρνητική αντιστοίχιση στο μυαλό του μέσου γνώστη και των πέντε. Κάποια δεδομένα, όμως, μπορούν να αλλάξουν και οι αντιλήψεις να εξομαλυνθούν, έως και να αντιστραφούν. Σε μια δραστική αλλαγή νοοτροπίας, αλλά και απτής πραγματικότητας ελπίζουν οι street artists, όπως το δίδυμο των Ολλανδών καλλιτεχνών Haas & Hahn, ή ο Γάλλος βραβευμένος με το βραβείο Ted, JR, αλλά και πολλοί άλλοι, ντόπιοι και μη, που προσπαθούν να περάσουν ίσως το πιο καίριο μήνυμα στις συνειδήσεις της παγκόσμιας κοινότητας: οι φαβέλες δεν είναι εστίες εγκληματικότητας και ασθενειών, αλλά σχηματισμένες και λειτουργικές κοινωνίες που παλεύουν για τη συνέχιση και την αυτοβελτίωσή τους.

Ο μαγνητισμός που ανέκαθεν ασκούσε το Ρίο ντε Τζανέιρο στον ονειροπόλο ταξιδευτή είναι αδιαμφισβήτητος. ‘Η μάλλον, σε κάθε είδους ταξιδευτή (ή απλά άνθρωπο): στον νέο, του τύπου «φτώχεια και φιλότιμο» (ας κάνω ένα βήμα μπροστά), που θα ’θελε να πάει παντού, αλλά δεν, στον οικονομικά επιφανή, που ονειρεύεται ρούμια, καρναβάλια και χορούς στις παραλίες της Ιπανέμα και της Κόπα Καμπάνα, στην «Ντόρα η εξερευνήτρια» που συναρπάζεται από τη διαφορετικότητα της λατινικής κοινωνίας και κουλτούρας, ακόμα και στον συνταξιούχο που πια θέλει να φάει τα λεφτά του σε ανέσεις και εξωτικούς προορισμούς. Τι συμβαίνει όμως εκεί στας Βραζιλίας; Γιατί θέλουμε όλοι να ταξιδέψουμε εκεί και, αν τα καταφέρουμε, δε θέλουμε να φύγουμε ποτέ; Το φαινόμενο των φαβέλων είναι, ίσως, η πιο ενδιαφέρουσα κοινωνική απόχρωση της πόλης του Ρίο. Η φτώχεια στη βραζιλιάνικη μεγαλούπολη δεν αρκέστηκε σε ένα ισχνό κομμάτι περιθωριοποίησης και αφάνειας, σε ένα παγκάκι κάτω από μια γέφυρα ή στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Αντίθετα, συσπειρώθηκε, γιγαντώθηκε και «αποίκισε» ειδυλλιακές τοποθεσίες του Ρίο, δίνοντας ταυτότητα, τόπο και φωνή σε μια μειονότητα που ειδάλλως θα είχε παραγκωνισθεί και σίγουρα ξεχαστεί. Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά: περίπου 11.5 εκατομμύρια κάτοικοι της Βραζιλίας από το συνολι-

κό πληθυσμό των 190 εκατομμυρίων ζουν σε φαβέλες. Η λέξη «φαβέλα» δεν έχει μια ακριβή μετάφραση, αλλά η λέξη που αγγίζει παραπάνω τη σημασία της δε θα ήταν «παραγκούπολη» (ή “slum”, όπως βαφτίστηκε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης), αλλά «κοινότητα». Αυτήν τη διαφορά αντιλήφθηκαν οι Ολλανδοί καλλιτέχνες Haas & Hahn, ή κατά κόσμον Jeroen Koolhaas και Dre Urhahn, που αρχικά επισκέφθηκαν το 2005 τις φαβέλες του Ρίο για την κινηματογράφηση ενός ντοκιμαντέρ σχετικά με το hip-hop για λογαριασμό του MTV. Σύντομα, ένα μακράν πιο φιλόδοξο πλάνο ξεδιπλώθηκε. Σκοπός του, η εξοικείωση των κατοίκων με την τέχνη, ο εξωραϊσμός του παραμελημένου σκηνικού, αλλά κυρίως η δημιουργία μιας βάσης διαλόγου που θα συνένωνε πλούσιους και φτωχούς και θα προσέλκυε επισκέπτες στις άλλοτε τρομακτικές φαβέλες. Το πρώτο τους project, «το Αγόρι με το Χαρταετό», ολοκληρώθηκε το 2006 σε συνεργασία με τους ντόπιους καλλιτέχνες Victor και Maurinho, αλλά και με τη βοήθεια των κατοίκων. Απεικονίζει ένα παιδί που παίζει με τον χαρταετό του, αγαπημένη ενασχόληση των παιδιών στις φαβέλες και αντιπροσωπευτικό σύμβολο της ζωής τους σε αυτές τις γειτονιές. Το 2012 η τοιχογραφία αποκαταστάθηκε, αφού ο ήλιος και οι σφαίρες από τις οδομαχίες των συμμοριών με την αστυνομία είχαν JAN 2014

ARTCORE

127


B l a n k Wa l l s A r e C r i m i n a l

προκαλέσει φανερές ζημιές. Φυσικά, οι Haas & Hahn δε σταμάτησαν εδώ. Η δεύτερη δημιουργία τους, επίσης στη Villa Cruzeiro, την πιο περίφημη φαβέλα του Ρίο, τιτλοφορείται “Rio Cruzeiro” και καλύπτει 2000 τετραγωνικά μέτρα, δηλαδή έναν ολόκληρο δρόμο της φαβέλας που είναι ορατός από το Google Earth. Η συγκεκριμένη κατασκευή, που έχει σκοπό την προστασία των κατοίκων και των σπιτιών τους από τις λασπώδεις πλημμύρες κατά τις βροχερές περιόδους, κοσμείται τώρα από ένα ιαπωνικό σχέδιο του tattoo καλλιτέχνη, Rob Admiraal, που ολοκληρώθηκε με τη συνεργασία των νέων της περιοχής και τη συνδρομή των καλλιτεχνών Vitor, Robinho και Geovani το 2008. Το όνειρο όμως των Ολλανδών ήταν εξαρχής να ζωγραφίσουν μια ολόκληρη φαβέλα. Το πρώτο εντυπωσιακό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε το 2010 στη φαβέλα της Santa Marta. Το έργο “Praça Cantão” οργανώθηκε πάνω στην ιδέα ότι πολλαπλά κομμάτια ενός ενιαίου σχεδίου μπορούν να δουλευτούν παράλληλα από πολλούς ανθρώπους. Έτσι ξεκίνησε το δημιουργικό λίφτινγκ 34 σπιτιών, δρόμων και της τοπικής σχολής σάμπα, σε συνολικό εμβαδόν 7000 τετ. μέτρων, μετά από πρόσληψη και εκπαίδευση 25 νέων κατοίκων, με τη συνδρομή της εταιρίας Tintas Coral, που

128

ARTCORE

JAN 2014


ΣΧΕ -ΔΙΟ

ανέλαβε την επιμόρφωση των νέων και δώρισε 2000 λίτρα μπογιάς. Φυσικά, η αποστολή εξωραϊσμού του “O Morro” («Ο Λόφος»), όπως ονομάζεται το project, δε σταματάει εδώ. Η προσπάθεια των Haas & Hahn να συγκεντρώσουν την απαραίτητη χρηματική στήριξη συνεχίζεται και ακόμα ελκύει την προσοχή της παγκόσμιας καλλιτεχνικής κοινότητας. Οι Ολλανδοί μπορεί να είναι υπεύθυνοι για μερικές από τις πιο γνωστές street art παρεμβάσεις στις φαβέλες του Ρίο, αλλά δεν είναι οι μόνοι διεθνείς καλλιτέχνες που έχουν στρέψει τη δημιουργική τους ματιά στις φτωχογειτονιές της πόλης. Ο Γάλλος φωτογράφος, street art και κινηματογραφιστής, βραβευμένος με το Ted Award, JR, στα πλαίσια του project “Women are Heroes”, γέμισε τους τοίχους των σπιτιών της παλαιότερης φαβέλας του Ρίο, Morro da Providência, με γιγάντιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες γυναικείων ματιών και πορτρέτων. Το έργο, που ολοκληρώθηκε το 2008, αποτίνει φόρο τιμής στις γυναίκες που έχασαν κάποιον αγαπημένο τους στις εχθροπραξίες με την αστυνομία. Αφορμή για την έμπνευση του JR στάθηκε η δολοφονία τριών νέων από τη φαβέλα, που ξεσηκώθηκαν μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, όταν ο βραζιλιάνικος στρατός συγκρούστηκε με την τοπική μαφία ναρκωτικών.

Ο JR επισκεπτόταν τη φαβέλα καθημερινά για ένα μήνα και τραβούσε φωτογραφίες γυναικών, εκ των οποίων πολλές συνδέονταν οικογενειακά με τους νεκρούς. Το “Women are Heroes” συμπεριελάμβανε εκτός από τη Βραζιλία και άλλες στάσεις, όπως η Κένυα, η Καμπότζη, η Σιέρα Λεόνε, η Ινδία και η Λιβερία και το ντοκιμαντέρ του JR που προέκυψε από αυτό το διεθνές project ήταν υποψήφιο στις Κάννες το 2010 για το βραβείο Camera d’Or. Η Βραζιλία και οι φαβέλες της δεν ελκύουν απλά τους καλλιτέχνες της υφηλίου, αλλά παράγουν και τη δική τους τοπική τέχνη, άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πολλά πρόσωπα της καθημερινότητάς τους. Η ισπανική κολεκτίβα Boamistura που απαρτίζεται από τους graffiti artists, Arkoh, Derko, Pahg, Purone και Rdick, ζωγράφισε πάνω σε τοίχους φωτεινών χρωμάτων, με τη συνδρομή των κατοίκων της φαβέλας Vila Brasilandia στο Σάο Πάολο, λέξεις με θετικά μηνύματα, όπως «Ομορφιά» και «Αγάπη» που μπορούν να διαβαστούν από συγκεκριμένες γωνίες και αποστάσεις. Στη φαβέλα Prazeres του Ρίο, 45 ντόπιοι καλλιτέχνες ζωγράφισαν μια ενιαία τοιχογραφία κατά μήκος ενός δρόμου σε συνεργασία με το λογοτεχνικό φεστιβάλ FLUPP. Σε μια άλλη φαβέλα του Ρίο, το Cantagalo, οι καλλιτέχνες της περιοχής συνεργάστηκαν στο project “Museu de Favela” και ζωγράφισαν τις επιφάνειες 20 κτιρίων. Τα έργα του «Μουσείου» δε στοχεύουν απλά στην προσέλκυση επισκεπτών, αλλά αποτελούν και μια νουβέλα εικόνων για τις δυσκολίες της ζωής στις φαβέλες, ένα είδος ιστορικού αρχείου για τους κατοίκους. Οι στενοί δρόμοι των ζωγραφισμένων κτιρίων δημιουργούν την εντύπωση μια ανοιχτής γκαλερί, που είναι πια δημοφιλής προορισμός τουριστικών ξεναγήσεων. Ακόμα πολλά και θαυμαστά τα δείγματα street art στις φαβέλες της Βραζιλίας και τελικά, όσες λέξεις και αν γράψεις, όσες εικόνες και αν δεις, η επίσκεψη επιβάλλεται (και δρομολογείται, μια ζωή την έχουμε) για τους υποστηρικτές της τέχνης των δρόμων. Όπως φαίνεται τελικά, Βραζιλία, αλλά και Αργεντινή, Μεξικό, Χιλή, μάλλον οι Λατίνοι «do it best».

JAN 2014

ARTCORE

129


Η Κρήνη

Καμίλ Κλοντέλ, 1864-1943 - ΤΗΣ ΜαρίαΣ Μπατσιούλα -

Καμίλ Κλοντέλ, μια σπουδαία γλύπτρια, μια αντισυμβατική και γενναία γυναίκα. Η κλίση της στη γλυπτική, η σχέση της με τον Ροντέν, το έργο της, η ευαίσθητη ψυχική της υγεία, ο εγκλεισμός σε ψυχιατρικό άσυλο και ο θάνατός της αποτελούν σταθμούς στη ζωή ενός ανθρώπου που η κοινωνία δε δέχτηκε ποτέ να ενσωματώσει.

Είναι γεγονός πως ο κόσμος της τέχνης έχει υπάρξει ανδροκρατούμενος. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια εμφανής διαφοροποίηση, καθώς επιμελήτριες, ιστορικοί τέχνης, διευθύντριες μουσείων και σημαντικών ιδρυμάτων, γκαλερίστριες, κριτικοί, εκδότριες και φυσικά καλλιτέχνιδες έχουν αναγνωριστεί και καθιερωθεί στον χώρο αυτόν, έναν xώρο κατεξοχήν ανταγωνιστικό. Αφήνοντας στην άκρη τις άλλες περιπτώσεις θα επικεντρωθούμε στις καλλιτέχνιδες, θέτοντας ένα απλό ερώτημα. Ποιος μπορεί να απαριθμήσει δέκα ή έστω πέντε 130

ARTCORE

JAN 2014

καλλιτέχνιδες που έζησαν πριν τον 20ο αιώνα; Στον καταιγισμό ανδρικών ονομάτων που μας έρχεται στο μυαλό, ξεχωρίζουν ελάχιστα γυναικεία. Αρτεμισία Τζεντιλέσκι (1593-1653), Αντζέλικα Κάουφμαν (1741-1807), Σούζαν Βαλαντόν (1865-1938), Μαίρη Κασσάτ (1844-1926), Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα (1821-1900)... Οι εξαιρέσεις, σε έναν κόσμο που η γυναίκα έχει θέση ως σύντροφος, μούσα, προστάτιδα, πηγή έμπνευσης, αλλά όχι ως δημιουργός ισάξια των «μεγάλων» ανδρών καλλιτεχνών. Οι ζωές τους ήταν συναρπαστικές και αντισυμ-


ΣΧΕ -ΔΙΟ

βατικές και οι προσωπικότητές τους ισχυρές. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η γαλλίδα γλύπτρια Καμίλ Κλoντέλ (1864-1943). Γεννιέται το 1864 στη Ν. Γαλλία. Σε ηλικία 12 ετών φιλοτεχνεί τα πρώτα της έργα, γλυπτές φιγούρες μικρών διαστάσεων. Στα επόμενα χρόνια το ταλέντο της αναγνωρίζεται από τον γλύπτη Alfred Boucher που πείθει την οικογένεια να στηρίξει την Καμίλ και έτσι μετακομίζουν στο Παρίσι, όπου μπορεί να έχει πρόσβαση σε εξειδικευμένη μόρφωση. Καθώς απαγόρευαν στις γυναίκες να φοιτούν στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, η Κλοντέλ γράφεται στην ιδιωτική Ακαδημία Colarossi και παρακολουθεί από κοντά σπουδαίους καλλιτέχνες. Στο Παρίσι, το 1882 γνωρίζει τον Ογκίστ Ροντέν, γεγονός σταθμός στην προσωπική και καλλιτεχνική της ζωή. Η σχέση τους ξεκινάει ως δασκάλου και μαθήτριας. Εξελίσσεται σε μαθητευόμενης, μοντέλου και συνεργάτιδας, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσεται μεταξύ τους μια ισχυρή ερωτική σχέση. Η αλληλεπίδραση στον καλλιτεχνικό τομέα είναι εμφανής. Κοντά του έχει τη δυνατότητα να μελετήσει ανατομία και το γυμνό σώμα, κάτι ανήκουστο για γυναίκα. Ο Ροντέν τη βοηθάει να βρει προστάτες και χρηματοδότες. Ο ίδιος δηλώνει: «Της έδειξα πού να βρει χρυσό, αλλά ο χρυσός ήταν μέσα της». Η Κλοντέλ βάζει τέλος στη σχέση τους το 1898 ύστερα από 15 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο Ροντέν δεν εγκατέλειψε ποτέ τη σταθερή σύντροφό του. Παρά τον χωρισμό τους συνεχίζει πάντα να τη στηρίζει οικονομικά, αλλά και με τις διασυνδέσεις του, έστω και αφανώς. Η Κλοντέλ αποδεσμευμένη από τον Ροντέν ακολουθεί προσωπική πορεία, εκθέτει έργα της και αποκτά φήμη. «Ιδιοφυΐα», «γλυπτά που αψηφούν τη βαρύτητα» είναι χαρακτηρισμοί που δέχτηκε το έργο της από διάσημους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής της. Πράγματι, τα γλυπτά της τα χαρακτηρίζει η κίνηση, η αφηγηματικότητα, η εκφραστικότητα. Αφήνει κενό χώρο ανάμεσα στις μορφές, έτσι ώστε ο θεατής να μπορεί να εξετάσει το έργο από κάθε πιθανή γωνία, προσδίδοντάς του μια αίσθηση έλλειψης βαρύτητας. Ο χωρισμός της, ο θάνατος του πατέρα της και η φθίνουσα οικονομική της κατάσταση επιβαρύνουν πολύ την άστατη ψυχική της υγεία. Καταστρέφει ένα σημαντικό αριθμό έργων της και εξαφανίζεται για μεγάλα διαστήματα. Η διάγνωση είναι παράνοια και σχιζοφρένεια. Το 1913 εισά-

γεται σε ψυχιατρική κλινική, ύστερα από παρότρυνση του αδερφού της, ο οποίος είναι ο μοναδικός της οικογένειάς της με τον οποίον διατηρεί σχέσεις. Παρά τα ξεσπάσματά της συνεχίζει να δουλεύει και δείχνει να έχει ξεκάθαρη σκέψη. Η ίδια υποφέρει από τον εγκλεισμό. «Το όνειρο που ήταν η ζωή μου έχει μετατραπεί σε εφιάλτη», γράφει στον αδερφό της. Ελάχιστοι φίλοι που, παρά την απαγόρευση της μητέρας της για επισκέψεις και αλληλογραφία, κατορθώνουν να τη δουν, δεν πιστεύουν πως η Κλοντέλ πρέπει να βρίσκεται στην κλινική. Παρά τις προσπάθειες του γιατρού της να πείσει την οικογένειά της πως δεν πρέπει να μένει άλλο έγκλειστη, η μητέρα της, που πάντα αποδοκίμαζε τον τρόπο ζωής της, αρνείται οποιαδήποτε σχέση μαζί της. Η Καμίλ Κλοντέλ πεθαίνει, ύστερα από 30 χρόνια εγκλεισμού, το 1943. Στην κηδεία της δεν παρευρέθηκε κανένα μέλος της οικογένειας. Πάνω από μισό αιώνα μετά τον θάνατό της, η στάση της απέναντι στην κοινωνία, οι επιλογές της, το καλλιτεχνικό της έργο παραμένουν πηγή έμπνευσης και παράδειγμα θάρρους. Περισσότερα έργα της Καμίλ Κλοντέλ: http://www.museerodin.fr, http://www.camilleclaudel.asso.fr Για τις γυναίκες στην τέχνη: Linda Nochlin, “Why have there Been No Great Women Artists?”, Art News, vol 69, No 9 (Jan, 1971) (http://www.artnews.com/2007/11/01/top-tenartnews-stories-exposing-the-hidden-he/#1) Δες: “Camille Claudel”, (1988), του Bruno Nuytten, με την Isabelle Adjani. “Camille Claudel 1915”, (2013), του Bruno Dumont, με την Juliette Binoche.

JAN 2014

ARTCORE

131


Η Κρήνη

Οι ομπρέλες μετακομίζουν! - ΤΗΣ ΒαρβάραΣ Μαρινίδου -

Οι περισσότεροι τις έχουν δει, πολλοί έχουν βγει φωτογραφία μαζί τους, κάποιοι έχουν μιλήσει γι’ αυτές. Οι «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου μετακομίζουν σε ένα πιο κεντρικό σημείο της Νέας Παραλίας Θεσσαλονίκης. Τι ξέρουμε γι’ αυτές;

132

ARTCORE

JAN 2014


ΣΧΕ -ΔΙΟ

Ο σκελετός τους έχει ήδη στηθεί. Υψώνεται μέσα στον πανικό του εργοταξίου και περιμένει να δεχτεί τα ζωτικά μέλη του, τις ομπρέλες, αφού ολοκληρωθεί η ανάπλαση του μετώπου της παραλίας. Η μεταφορά αυτού του χαρακτηριστικού πλέον για τη Θεσσαλονίκη γλυπτού σε σημείο που γίνεται ορατό από τον δρόμο, αλλά και από τα πάρκα γύρω από το νέο δημαρχείο και το βασιλικό θέατρο είναι ιδιαίτερα πετυχημένη, αφού αποκαλύπτεται σε περισσότερα βλέμματα. Τι είναι όμως αυτό το έργο και ποιος ο δημιουργός του; Καταρχάς, οι ομπρέλες αποτελούν ένα μοτίβο για τον Γιώργο Ζογγολόπουλο, τον καλλιτέχνη με τη μακρά και γόνιμη πορεία στην ελληνική γλυπτική. Τις παρουσιάζει πρώτη φορά το 1993 στην Μπιενάλε της Βενετίας, στον εξωτερικό χώρο του ελληνικού περιπτέρου, δημιουργώντας μια υπέροχη γλυπτική εγκατάσταση, όπου συνυπάρχει ο ήχος, η κίνηση και το νερό. Την ίδια χρονιά, οι «Ομπρέλες», σε μια παραλλαγή τους, στήνονται έξω από το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης και το 1997, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, τοποθετούνται στη Νέα Παραλία. Δημόσιο έργο με το μοτίβο της ομπρέλας υπάρχει και στην Αθήνα, στο σταθμό του μετρό της πλατείας Συντάγματος. Τέλος, υπάρχουν αρκετές παραλλαγές σε μικρότερη κλίμακα, μακέτες που δούλευε ο γλύπτης. Η φόρμα της ομπρέλας, ο ρυθμός που αυτή παρουσιάζει, ο συμβολισμός αλλά και η αισθητική της γοήτευσαν τον Ζογγολόπουλο. Στην πρώτη τους παρουσίαση στη Βενετία, τις συνδύασε με το νερό και με κατακόρυφους άξονες. Το νερό περνούσε μέσα από ανοξείδωτους σωλήνες προκαλώντας κίνηση στις ομπρέλες και στις αλυσίδες που κρέμονταν από αυτές με αποτέλεσμα να παράγεται μια συνεχόμενη ροή κίνησης και ήχου. Στη

Θεσσαλονίκη τους έδωσε ένα νέο ζωτικό χώρο που χρειαζόταν για να αναδειχθούν. Η παραλία έδωσε μια νέα πνοή στις «Ομπρέλες». Είναι ο μεγάλος ορίζοντας, η προοπτική της θάλασσας, το αυστηρό πλακόστρωτο, τα παιχνίδια του φωτός. Όλα ζωντανεύουν το γλυπτό και το ενσωματώνουν αβίαστα στο περιβάλλον. Οι άξονες είναι μεν κατακόρυφοι, αλλά με μια ελαφριά κλίση προς τα δεξιά που δημιουργεί παλμό. Το νερό σαν ενσωματωμένο κινητικό στοιχείο λείπει. ‘Ομως, για ένα έργο στημένο ισοβίως σε εξωτερικό χώρο η βροχή αναπληρώνει την αίσθηση του ήχου κάτω από τις ομπρέλες. Τέλος, το φως που διαχέεται μέσα από τις ομπρέλες και ειδικά κατά τη διάρκεια του ηλιοβασιλέματος, γνωστού αξιοθέατου της παραλίας της Θεσσαλονίκης, καθιστά τις «Ομπρέλες» μια αισθητηριακή εμπειρία. Ο Ζογγολόπουλος ήταν ένας γλύπτης ο οποίος συνέβαλε στην εξέλιξη της παραγκωνισμένης ελληνικής γλυπτικής. Πειραματίστηκε με την υδροκινητική γλυπτική με επιτυχημένα και αναγνωρισμένα αποτελέσματα, κατάφερε να στήσει το πιο πολυσυζητημένο έργο ελληνικής συμμετοχής στην Μπιενάλε της Βενετίας και να δώσει στο κοινό δημόσια έργα τόσο μοντέρνα όσο και καλαίσθητα. Ας μην ξεχνάμε ότι η Θεσσαλονίκη διαθέτει και το γλυπτό του Ζογγολόπουλου στη Δ.Ε.Θ. που στήθηκε το 1966. Όσο υπάρχουν γλύπτες που πειραματίζονται και δεν εφησυχάζουν, ο κόσμος θα πιστεύει στη δύναμη της τέχνης: «η οπτική συγκίνηση του καθενός για την τέρψη όλων». Ας περιμένουμε λοιπόν τη μετακόμιση για να ανακαλύψουμε από την αρχή το συγκεκριμένο έργο! Δες: Η επίσημη ιστοσελίδα του ιδρύματος Ζογγολόπουλου http://www.zongolopoulos.gr/GR/content/gz/intro.html

JAN 2014

ARTCORE

133



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.