η εν πολλαίς αμαρτίαις ...
Πόρνη
Απο το αρχ. ρήμα πέρνημι. = πωλούμαι , προσφέρομαι προς πώληση.
οι πόρνες ήταν συνήθως αγοραστές σκλάβες. πβλ. ιερόδουλες.
Πουτάνα
όψιμο μεσν. ιταλ. puttana putta παλ. γαλλ. putte λατ.
puter «διεφθαρμένος. σάπιος. βδελυρός ».
΄
Σκρόφα
Θηλυκό γουρούνι (Ιταλικα) || μεταφορικά πουτάνα
Τσούλα
Από το Ιταλ. ciulla, που αποσπάστηκε από τη λ. fanciuΙΙa ·κoριτσάκι προεφηβικης ηλικίας
· (αρσ. fanciullo). άλλος τυπος τού fancello. υποκ.τού fante μωρό. Παιδάκι από το λατ. Infans (γεν. infantis).
Τροτέζα
Από το γαλλικο trotter > trottoir = πεζοδρόμιο