Η Πραγματικότητα ως Κατασκευή: Σύστημα Σημείων, Ασυνείδητο και Προσομοιώσεις

Page 1

[ₒ]

Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολυτεχνική Σχολη Α.Π.Θ.

Η Πραγματικότητα ως Κατασκευή: Σύστημα Σημείων, Ασυνείδητο και Προσομοιώσεις

Επιβλέπων Καθηγητής: Κωνσταντίνος Ιωαννίδης Φοιτητής: Σπυρίδων Ανεμογιάννης, 8755

Σεπτέμβριος 2022

(ₒ)

ΣΠΥΡΟΣ ΑΝΕΜΟΓΙΑΝΝΗΣ

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕΙΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ

ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ / ABSTRACT 7

ΣΗΜΕΙΩΜΑ 10

ΜΕΡΟΣ Ø : ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕΙΩΝ 18

ΜΕΡΟΣ I : ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ 26

IA ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΣΑΝ ΓΛΩΣΣΑ 26

IB ΟΙ ΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ 40

ΜΕΡΟΣ II : ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ 56

IIA ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΣΥΓΚΡΟΤΟΥΝ ΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ 56

IIB ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ 70

ΣΥΖΗΤΗΣΗ 88

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 93

ΠΕΡΙΛΗΨΗ / ΑBSTRACT

Το να αναρωτηθεί κανείς για το τι είναι στ' αλήθεια η πραγματικότητα, μπορεί να είναι μια τολμηρή κίνηση. Είτε η αντίληψή μας για τον κόσμο έχει να κάνει με τις υποσυνείδητες δομές που μας καθορίζουν, είτε η ολότητα της ύπαρξής μας είναι απλώς ένα προσομοιωμένο παιχνίδι, την παρουσία του οποίου αγνοούμε, είναι θέματα που αυτή η έρευνα δεν μπορεί παρά να θίξει πολύ ελαφρά. Ξεκινώντας με μια ανάγνωση στη σημειωτική θεωρία του F. de Saussure, γίνεται μια εισαγωγή στις λειτουργίες της γλώσσας. Μετά από μια εξέταση του πώς η χρήση της γλώσσας επηρεάζει τις αντιλήψεις των ανθρώπων για τον κόσμο, η εξερεύνηση προσεγγίζει το έργο του J. Lacan. Για αυτόν, το υποσυνείδητο παίζει τον πιο βασικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία κατανόησης του κόσμου. Έτσι, μελετάται η “Θεωρία των Τάξεων”, δηλαδή η θεώρηση του Lacan για την εξέλιξη του υποσυνείδητου, καθώς και η σχέση του με την απόκτηση και τη χρήση της γλώσσας. Έτσι, σε μια προσπάθεια για κάποιο αποτέλεσμα, ακολουθεί μια ανασκόπηση που προσπαθεί να ερευνήσει αν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ αυτών των ιδεών του υποσυνείδητου και της ανθρώπινης αισθητηριακής αντίληψης που διαμορφώνει την ευρέως αποδεκτή πραγματικότητα. Επιπλέον, αντλώντας και πάλι από τη σημειωτική θεωρία του Saussure, μελετώνται σε πρωταρχικό βαθμό οι θεμελιώδεις αρχές για την ανάπτυξη του έργου του J. Baudrillard. Συγκεκριμένα, περιγράφει πώς τα αντικείμενα που περιβάλλουν τη σύγχρονη κοινωνία συγκροτούν ένα σύστημα, παρόμοιο με το σύστημα που περιέγραψε ο Saussure για τη γλώσσα. Ακολουθώντας χρονολογικά αυτό που ο Baudrillard περιέγραψε ως “Το Σύστημα των Αντικειμένων”, εμφανίζεται ο όρος “Προομοίωση” και παρόμοια με την προηγούμενη ανάλυση, επιχειρείται να αποκτηθεί κάποιος βαθμός κατανόησης. Όπως και πριν, εξετάζεται επίσης εάν αυτές οι θεωρίες επηρεάζουν την ανθρώπινη αισθητηριακή αντίληψη.

5

Κλείνοντας, είναι προφανές, αυτή η έρευνα εκτείνεται σε ένα τόσο τεράστιο πεδίο που και μόνο η συγκέντρωση των σωστών στοιχείων για να παραχθεί κάποιο αποτέλεσμα θα ήταν δουλειά μιας ζωής. Έτσι, ίσως το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της εξερεύνησης είναι η πρώτη επαφή του συγγραφέα με αυτόν τον ανεξάντλητο κόσμο.

To wonder about what reality truly is, might be a bold gesture. Whether our perception of the world has to do with the subconscious structures that define us, or the totality of our existence is just a simulated play, the presence of which we are ignoring, are subjects that this investigation can only touch on very lightly. Starting with a brief pass through the semiotic theory of F. de Saussure, an introduction to the functions of language is given. Following an examination of how language usage affects people’s perceptions of the world, the exploration approaches the work of J. Lacan. For him, the subconscious plays the most basic role in this process of understanding the world. Thus, the study traverses “The Theory of Orders”, that is, Lacan’s notion of the subconscious’s evolution, as well as its relationship to the acquisition and use of language. Hence, in an attempt to reach some outcome, follows a review in order to discover if there is any relationship between these ideas of the subconscious and the human sensory perception forming the broadly accepted reality. Furthermore, drawing again from Saussure’s semiotic theory, the fundamentals for the development of J. Baudrillard’s work are studied to a primary degree. Specifically, he describes how the objects surrounding modern society constitute a system, similar to the system that Saussure described for language. Following chronologically what Baudrillard described as “The System of Objects”, the term of “Simulation” appears, and similarly to the previous analysis, an attempt is made to acquire some degree of understanding. As before, whether these theories affect human sensory perception is also examined.

As is obvious, this research extends over such a vast field that just sorting through the right elements in order to produce some result would be the work of a lifetime. So in conclusion, perhaps the most important result of this particular exploration is the author’s first contact with this inexhaustible world.

6
//

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το παρόν τεύχος αποτελεί μια μελέτη η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο μιας θεωρητικής βιβλιογραφικής ανασκόπησης. Συγκεκριμένα, επιχειρείται μια έρευνα ποιοτικού είδους η οποία κάνει μια περιήγηση σε κάποια θεμελιώδη φιλοσοφικά ζητήματα. Παρόλο που πρόκειται εν γένει για μια δευτερογενή έρευνα μιας και στηρίζεται σε υπάρχουσες διατυπώσεις, ο συλλογισμός που προκύπτει αναπτύσσει μια πρώιμη θεωρία. Έτσι, ο στόχος της συγκεκριμένης έρευνας είναι να

προκύψουν νέα ερωτήματα με βάση τις υπάρχουσες τοποθετήσεις για τα

αντίστοιχα ζητήματα που μελετώνται. Τα ζητήματα αυτά, αφορούν το πεδίο της νέας και σύγχρονης φιλοσοφίας, ενώ το χρονικό εύρος που καλύπτεται ξεκινά από τα τέλη του 19ου αιώνα και εκτείνεται μέχρι την σημερινή εποχή. Με άλλα λόγια, πρόκειται για έναν αναστοχασμό, αφού ο συντάκτης

παραθέτει δύο θεωρίες που προέρχονται από διαφορετικούς μελετητές αλλά και από ετερόκλητα φιλοσοφικά πεδία, προκειμένου να στοιχειοθετήσει την δική του συλλογιστική πορεία. Όπως γίνεται κατανοητό, η διαδικασία που ακολουθείται έχει έναν συνθετικό χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει, πως αυτή καθαυτή η παράθεση των συγκεκριμένων θεωριών κατασκευάζει τον συλλογισμό που αναπτύσσεται. Φυσικά, τα πεδία τα οποία άπτεται και συνδυάζει η έρευνα αυτή είναι απέραντα, συνεπώς η ανάλυση των εννοιών που παρατίθενται διατηρείται σε ένα πρωταρχικό στάδιο που κρίνεται επαρκές για το πλαίσιο αυτής της μελέτης. Άλλωστε, ο βασικός σκοπός αυτής της ενασχόλησης με τέτοια εκτεταμένα θεωρητικά πεδία είναι μια πρώτη επαφή των αναγνωστών με φιλοσοφικά ερωτήματα αυτής της φύσεως, αλλά και μια επιπλέον εμβάθυνση του συντάκτη. Επομένως, από μια γενική σκοπιά, θεωρείται πως η έρευνα αυτή δεν αποσκοπεί σε κάποιο

8

μεγάλο και ντετερμινιστικό συμπέρασμα, αφού γίνεται το έναυσμα για μια επόμενη και μεγάλης κλίμακας αναζήτηση. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να ειπωθεί πως για το συγκεκριμένο διάστημα τίθεται μια άνω τελεία.

Όπως αναφέρθηκε, το σώμα της συλλογιστικής πορείας αποτελείται από δύο βασικές θεωρίες που μελετώνται σε δύο διαδοχικά μέρη αντίστοιχα. Ωστόσο, πριν από αυτά τα δύο βασικά μέρη παρεμβάλλεται και ένα ακόμα, το οποίο αποτελεί την κοινή θεωρητική βάση των άλλων δύο. Γίνεται λοιπόν κατανοητό, πως ουσιαστικά πρόκειται για μια τριμερή δομή, με δύο ισοδύναμα μέρη αλλά και ένα, μέρος μηδέν όπως καλείται, το οποίο λειτουργεί σαν εισαγωγή. Η δομή αυτή, σε έναν πρώτο βαθμό εφαρμόζεται προφανώς για λόγους σαφήνειας, αφού κρίνεται αναγκαία μια αρχική αναφορά στις επιρροές που οδήγησαν στις εκάστοτε θεωρίες. Παράλληλα όμως, προεικονίζονται και οι αιτίες για τις οποίες έχουν επιλεγεί τα έργα των δύο συγκεκριμένων θεωρητικών προκειμένου να αναπτυχθεί η επιθυμητή αναστοχαστική διαδικασία. Παρά δηλαδή το γεγονός ότι οι δύο θεωρίες που συνθέτουν την μελέτη αυτή αναπτύσσονται σε διαφορετικά φιλοσοφικά πεδία, εντοπίζεται μια σύμπτωση των δύο, η οποία βρίσκεται σε ένα πυρηνικό σημείο της κάθε θεωρίας. Συνεπώς, γίνεται κατανοητό πως τα έργα των δύο μελετητών που απαρτίζουν αυτήν την έρευνα συνδέονται με έναν αρκετά πολυπλοκότερο τρόπο από μόνο μια συντακτική επιλογή. Επίσης, ένα τέτοιο μείγμα θεωριών εξασφαλίζει και μια πιο σφαιρική προσέγγιση του ζητήματος που μελετάται, ενσωματώνοντας μια ψυχαναλυτική προσέγγιση με κέντρο το άτομο ως μονάδα, αλλά και μια κοινωνικοοικονομική ανάλυση που αφορά μια πιο δημόσια σφαίρα. Φυσικά, δεν θεωρείται ότι οι πτυχές του θέματος που μελετάται έχουν εξαντληθεί πλήρως, επειδή όπως αναφέρθηκε, πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο σχολιάζει μια συνολική θεώρηση του κόσμου αλλά και των αντιληπτικών δυνατοτήτων των ατόμων. Για τα πλαίσια λοιπόν αυτής της εργασίας, επιλέγονται οι συγκεκριμένοι φιλοσοφικοί τομείς με σκοπό μια πιθανή επέκταση σε κάποιο επόμενο χρόνο. Ολοκληρώνοντας, βρίσκεται ένα τελευταίο κομμάτι στο οποίο αναπτύσσεται μια σύντομη συζήτηση με βάση όλα όσα έχουν ειπωθεί η οποία θέτει επίσης τα περαιτέρω ερωτήματα που μπορεί να προκύψουν κατά την έρευνα.

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 9

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ

Με δεδομένα λοιπόν τα παραπάνω, το ερώτημα που συζητά αυτή η μελέτη έχει να κάνει με μια πιο διευρυμένη έννοια αυτού που ονομάζεται πραγματικότητα. Εξετάζεται δηλαδή, αφενός μεν ποια είναι τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του πραγματικού, αφετέρου δε με ποιον τρόπο η έννοια αυτή επηρεάζεται από περαιτέρω παράγοντες. Αυτό σημαίνει, ότι προφανώς μελετώνται ως έναν βαθμό τα παρατηρήσιμα στοιχεία που γίνονται αντιληπτά από τα αισθητηριακά μέσα, δίνεται όμως και μια ισόποση προσοχή στα ζητήματα που δεν εμπίπτουν στην ορατή και παρατηρήσιμη σφαίρα. Για την ακρίβεια, είναι αυτά τα στοιχεία που βρίσκονται πέραν από τις αντιληπτικές δυνατότητες των ατόμων, είτε σε ατομικό, είτε σε συλλογικό/κοινωνικό επίπεδο, τα οποία αποτελούν το επίκεντρο της έρευνας αυτής. Παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι αυτά τα συγκαλυμμένα ζητήματα επαίρονται του ανθρώπινου συνειδητού και των κοινωνικών λειτουργιών. Αυτό που υπονοείται με άλλα λόγια, είναι πως όλα τα στοιχεία, παρατηρήσιμα ή μη, δρουν με έναν τρόπο που συνολικά κατασκευάζεται ένα οικοδόμημα το οποίο καλείται πραγματικότητα. Τίθεται άρα μια υπόθεση, η οποία ερευνά με ποιον τρόπο τα αντιληπτικά μέσα των ατόμων, σε ένα συνειδητό επίπεδο και σε ευρέως αποδεκτές κοινωνικές συνθήκες, επηρεάζονται από ασυνείδητες διαδικασίες αλλά και από δευτερεύουσες κοινωνικές λειτουργίες αντίστοιχα. Κατά συνέπεια, ελέγχεται εάν είναι επαρκές να περιγραφεί η έννοια του πραγματικού μόνο από τους όρους του συνειδητού και από συμβατικές κοινωνικές δομές, ή αν τελικά η πραγματικότητα αποτελεί ένα αρκετά πιο περίπλοκο ζήτημα. Βέβαια, σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί, ότι τέτοια ερωτήματα δεν τίθενται από μια φαινομενολογική σκοπιά, δηλαδή υπό τον όρο ότι εξετάζεται η αντίληψη του κόσμου από μόνο ένα άτομο. Έτσι, θα μπορούσε να ειπωθεί, πως αυτό που στοχεύει η συγκεκριμένη έρευνα βρίσκεται ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της φαινομενολογίας. Συγκεκριμένα, επιδιώκεται η εύρεση μιας κοινής σύμβασης ανάμεσα στα φαινόμενα και στις αισθήσεις που δημιουργούνται από αυτά, η οποία τελικά να ισχύει για ένα μεγάλο σύνολο. Συνοψίζοντας, χωρίς και πάλι να εννοείται ότι επιζητείται κάποιο σπουδαίο εύρημα το οποίο είναι ικανό να καταρρίψει αυτά που είναι μέχρι τώρα γνωστά, αυτό που τελικά επιχειρείται με τη μελέτη αυτή είναι η εύρεση μιας αλήθειας. Είτε λοιπόν υπάρχει μια τέτοια κοινή παραδοχή

10

που να συνθέτει κάτι νέο είτε όχι, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια προσπάθεια που εμπίπτει στην ανθρώπινη και ατελέσφορη διαδικασία για την απόκτηση γνώσης.

* Το κείμενο συνοδεύεται από μια σειρά αφηγηματικών εικόνων που προέρχονται από επεξεργασία του συντάκτη και βρίσκονται στην αρχή του κάθε κεφαλαίου. Πρόκειται για εικόνες που δημιουργήθηκαν ώστε να είναι ανοιχτές σε ερμηνεία, γι’ αυτό και δεν κρίνεται απαραίτητη κάποια περαιτέρω επεξήγηση τους.

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 11
12 ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ
(Ø)
Ø

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕΙΩΝ

Όπως αναφέρεται στο λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Μ. Τριανταφυλλίδη, 1998), “σημασία είναι το περιεχόμενο το οποίο μεταβιβάζει μια λέξη στη διαδικασία της επικοινωνίας”. Η σημασία είναι παντού, βρίσκεται στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης αφού καθορίζει την κοινωνία, τον πολιτισμό αλλά και το άτομο ως μονάδα. Αυτό συμβαίνει γιατί αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα μέσα από ένα φίλτρο “σημείων”, τα οποία προσδιορίζουν την ταυτότητά μας και καθορίζουν τη θέση μας στο κόσμο. Ζούμε μέσα από τα σημεία, αφού αυτά μεσολαβούν για να κατανοήσουμε τους γύρω μας, τον εαυτό μας και καθιστούν εφικτή την επικοινωνία. Παραδείγματα σημείων είναι πολυπληθή: ίσως το βασικότερο παράδειγμα σημείων να είναι η χρήση των λέξεων, αφού η βασική ιδιότητα των λέξεων είναι ότι επιτρέπουν τη μεταφορά μιας ιδέας χωρίς να είναι απαραίτητη η φυσική παρουσία του αντικειμένου ή της κατάστασης στην οποία γίνεται η αναφορά. Μια εικόνα, είτε πρόκειται για μια ακατέργαστη ζωγραφιά είτε για μια πολύ ρεαλιστική φωτογραφία, είναι επίσης ένα σημείο αφού προκαλείται η ιδέα του εικονιζόμενου πράγματος χωρίς και πάλι να είναι αναγκαία η παρουσία του. Ακόμα και φυσικές ενέργειες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως σημεία αρκεί αυτές να μεταφέρουν την ιδέα που είναι απαραίτητη. Έτσι, στις ανθρωπιστικές επιστήμες ο όρος σημείο χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει κάτι που αντιπροσωπεύει κάτι άλλο.

(Innis, 1986)

Η παραπάνω έννοια των σημείων διατυπώθηκε και αναπτύχθηκε εις βάθος από τον Ελβετό γλωσσολόγο Ferdinand de Saussure (1857-1913), κατά τον 19ο αιώνα. Ο Saussure εστίασε κυρίως στο σημειακό ρόλο των λέξεων, έτσι θεώρησε τη γλώσσα ως ένα μοναδικό είδος κοινωνικής πρακτικής. Η γλώσσα, πίστευε, είναι ένας συνδυασμός σημείων

16

που μοιράζεται μια κοινότητα, ένα κοινωνικό προϊόν που αποκτήθηκε από την κληρονομιά και πέρασε στις γενιές. Σε αυτό, οι συσχετισμοί με το παρελθόν είναι ισχυρότεροι από τη γλωσσική καινοτομία, ωστόσο, αυτός ο δεσμός με τις γλωσσικές πρακτικές του παρελθόντος δεν εμποδίζει νέες μετατοπίσεις. Η βασική καινοτομία του Saussure ήταν το γεγονός ότι υποστήριξε πως μια γλώσσα δεν είναι μια ονοματολογία ή μια λίστα με τίτλους πραγμάτων αλλά ένα ενιαίο σύστημα. Αντιμετώπισε τη γλώσσα ως ένα αυτορρυθμιζόμενο παρά ως ένα αυτό-αναφορικό σύστημα. Με άλλα λόγια, υποστήριξε ότι η γλώσσα πρέπει να αναλυθεί ως προς την εσωτερική της δομή, δηλαδή: τι είναι η γλώσσα ως σύστημα σημείων και όχι, όπως συνέβαινε παραδοσιακά, απλώς ως προς το περιεχόμενό της, δηλαδή σε τι αναφέρεται. Το γενικό γλωσσικό μοντέλο που ανέπτυξε αποτελούνταν από έναν κεντρικό διαχωρισμό ανάμεσα στις έννοιες “σημαίνον” και “σημαινόμενο” και η θεωρία αυτή συγκροτήθηκε πρώτη φορά ολοκληρωμένα στο βιβλίο διαλέξεων και σημειώσεων που συντάχθηκε μετά το θάνατο του, από τους μαθητές του, το 1916, με τίτλο “Course in General Linguistics (Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας)”.

(Saussure, 1916)

Για τον Saussure, τα σημεία δεν ορίζουν μια εξωτερική πραγματικότητα και έχουν νόημα μόνο λόγω των ομοιοτήτων και των

διαφορών που υπάρχουν μεταξύ τους. Τα γλωσσικά αυτά είδη (λέξεις, επιφωνήματα ή μορφήματα) ορίζονται μόνο μέσω του γεγονότος ότι έρχονται σε αντίθεση με άλλα είδη του γλωσσικού συστήματος. Περιγράφοντας την αντίθεση αυτή ο Saussure διατύπωσε πως τα σημεία αποτελούνται από δύο μέρη: το “σημαίνον (signifier)” είναι ο ήχος, τα γράμματα ή οι εικόνες που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν αυτό για το οποίο μιλάμε (κοινώς η λέξη), ενώ το “σημαινόμενο (signified)” είναι η πραγματική έννοια που περιγράφεται, δηλαδή η ιδέα που έρχεται στο μυαλό όταν ακούμε ή διαβάζουμε το σημαίνον. Επιπλέον, το πραγματικό αντικείμενο ή είδος που υπάρχει στον κόσμο ονομάζεται “αναφορά”. Σημειώνεται εδώ, η διαφορά μεταξύ της σκέψης του πράγματος και του ίδιου του πράγματος που υφίσταται στο κόσμο. Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η λειτουργία τους, οι παραπάνω έννοιες απεικονίζονται στο διάγραμμα(εικ. 1) που χρησιμοποιήθηκε από τον Saussure αλλά και από άλλους θεωρητικούς στη συνέχεια: Κάτω

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 17

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ

βρίσκεται η λέξη, η εικόνα ή ο ήχος που αναφέρεται και είναι το σημαίνον, ενώ πάνω υπάρχει μια πραγματική έννοια (ή τουλάχιστον η ιδέα αυτής) που είναι το σημαινόμενο. Το σημαίνον, δηλαδή η λέξη, είναι η αναπαράσταση ενώ το σημαινόμενο, δηλαδή η ιδέα, είναι αυτό που το σημαίνον στοχεύει να απεικονίσει. Κατά τον Saussure, η οποιαδήποτε λέξη δεν είναι η ιδέα

καθαυτή, είναι απλώς μια αναπαράσταση της ιδέας στο μυαλό του ατόμου.

Έτσι, το όλον που προκύπτει από τη σύνθεση των δύο αυτών μερών καθιστά (εικ. 1) σημαινόμενο/σημαίνον

αυτό που ο Saussure αποκαλεί σημείο. Υποστηρίζει, ότι το σημείο είναι μια ψυχολογική οντότητα δύο όψεων καθώς το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο, γι’ αυτό και τοποθετεί βέλη εκατέρωθεν του διαγράμματος.

Παρόλα αυτά, τονίζει πως η σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου είναι “αυθαίρετη και συμβατική”. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν υπάρχει κάποιος φυσικός λόγος που κάτι αποκαλείται με τον τρόπο που συνηθίζεται να αποκαλείται. Με άλλα λόγια, η τοποθέτηση των γραμμάτων ώστε να συγκροτείται, για παράδειγμα, η λέξη δέντρο δεν ορίζεται από κάποια φυσική διαδικασία που να απορρέει από την ύπαρξη ενός πραγματικού δέντρου. Αυτός είναι και ο λόγος που διαφορετικές γλώσσες έχουν διαφορετικές λέξεις για το ίδιο πράγμα, όπως ας πούμε οι λέξεις (στα ελληνικά) δέντρο, (στα αγγλικά) tree, (στα ιταλικά) albero και (στα ιαπωνικά) wit οι οποίες προξενούν στον εκάστοτε συνομιλητή την ίδια περίπου σκέψη. Έτσι, η γενικότερη σύμβαση της γλώσσας αναφέρεται στην ιδέα ότι μια γλωσσική κοινότητα, κάθε φορά πρέπει να τηρεί, τους ίδιους κανόνες δηλαδή, τις ίδιες συνδέσεις μεταξύ ενός σημαίνοντος και ενός σημαινομένου.

(Saussure, 1916)

18

Ωστόσο, όταν τα σημεία αλληλοεπιδρούν με άλλα σημεία οι συνδέσεις που δημιουργούνται είναι περισσότερο περίπλοκες από αυτό. Για παράδειγμα, μια σειρά λέξεων μπορεί να τοποθετηθεί σε μια πρόταση με

τέτοιο τρόπο ώστε να αντλούνται ένα ή παραπάνω νοήματα και φυσικά με πολλούς περισσότερους συνδυασμούς από τους οποίους να μην εξάγεται κανένα νόημα. Αυτή η διαδικασία κατά την οποία, μια ομάδα σημείων όπου κάθε ένα από αυτά τα σημεία έχει νόημα μόνο λόγω της θέσης που κατέχει σε σχέση με τα υπόλοιπα σημεία σε αυτήν την ομάδα ονομάστηκε από την γλωσσολογία “σύνταγμα”. Φαίνεται δηλαδή, ότι η τακτοποίηση των σημείων με μια συγκεκριμένη σειρά παράγει ένα βαθύτερο νόημα απ’ ότι θα παρήγαγε το κάθε σημείο ξεχωριστά. Στη κατεύθυνση αυτή, δομήθηκαν και άλλες θεωρίες που εξέταζαν τη σχέση των σημείων με άλλα σημεία, είτε αυτές είχαν να κάνουν με τη σειρά στην οποία τα σημεία τοποθετούνται, είτε με τα σχετικά νοήματα που αναδύονται από τις μεταξύ τους συνάψεις. Τέτοιες αναζητήσεις αλλά και ολόκληρη η γλωσσολογική ανάλυση του Saussure ενέπνευσαν τη δημιουργία ενός πλήθους προσεγγίσεων που σκοπό είχαν την κατανόηση του κόσμου. Οι θεωρίες αυτές, αντί να εξετάσουν μεμονωμένα τα διάφορα λογοτεχνικά, κινηματογραφικά, αρχιτεκτονικά, εικαστικά, έργα ή κείμενα, προσπάθησαν να εξετάσουν τη σχέση μεταξύ αυτών. Έτσι, μια μεγάλη ποικιλία πνευματικών κλάδων ξεκίνησαν να μελετώνται παράλληλα, όπως η γλωσσολογία, η αισθητική, η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία και η ψυχανάλυση. Ως εκ τούτου, οι θεωρίες του Saussure έγινα η βάση για να αναπτυχθεί μια πληθώρα σύγχρονων προσεγγίσεων. Στις μέρες μας, οι θεωρίες που αφορούν αμιγώς τη μελέτη των σημείων συγκεντρώνονται στον κλάδο που ονομάζεται “σημειωτική”, και ο Saussure αναγνωρίζεται γενικότερα ως o ιδρυτής αυτού του κλάδου, παρόλα αυτά γίνεται και ο προπομπός πολλών και διαφορετικών ερευνητικών κατευθύνσεων.

(Innis, 1986)

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 19
20 ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ,
ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ
ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ
(IA)
Ι Α

ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ

ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΣΑΝ ΓΛΩΣΣΑ

Όπως αναφέρθηκε, ένας από τους πνευματικούς κλάδους που επηρεάστηκαν σημαντικά από τις θεωρίες του Saussure ήταν και αυτός της ψυχολογίας. Ο Γάλλος ψυχαναλυτής και θεωρητικός Jacques Marie Émile

Lacan (1901 – 1981), πίστευε ότι η φροϋδική ψυχανάλυση πρέπει να εξεταστεί μέσα από το φακό της γλωσσολογίας (σημειωτικής). Ο Lacan έγραψε πολλά δοκίμια και δημοσίευσε μεταγραφές των σεμιναρίων που έδωσε. Άσκησε την επιρροή του κυρίως μέσω αυτών των ετήσιων σεμιναρίων του στο Παρίσι, με συνολικά 27 σεμινάρια που ολοκληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του. Σε αυτά, οι ιδέες παρουσιάζονταν με πολύ περίπλοκους τρόπους και συχνά χρησιμοποιούσε μαθηματικές εξισώσεις και διαγράμματα για την επεξήγηση των εννοιών για τις οποίες μιλούσε. Αργότερα, ίδρυσε τη δική του αναλυτική οργάνωση αφού απορρίφθηκε από τα συμβατικά ιδρύματα. Το μεγάλο του έργο είναι ο εννιακοσίων σελίδων τόμος “Écrits (Συγγραφές)” που συγκεντρώνει τις περισσότερες από τις σημαντικότερες ιδέες του. Παρόλο που τα γραπτά του ήταν ιδιαίτερα δυσνόητα, κάτω από τη σύνθετη επιφάνεια, έκανε κάποιες σημαντικές προσθήκες στη θεωρία της ψυχανάλυσης, που βοήθησαν στην κατανόηση του ίδιου του ατόμου, του κόσμου γύρω του και γενικά της πραγματικότητας. Σε ένα από τα σεμινάρια αυτά με τίτλο “The Instance of the Letter in the Unconscious (Η Σημασία του Γράμματος στο Υποσυνείδητο)” εξετάζεται ο συσχετισμός μεταξύ του γράμματος (λέξεων) και της σημασίας του στο ασυνείδητο. Στα τρία μέρη από τα οποία αποτελείται το σεμινάριο, ο Lacan εξετάζει σε βάθος την έννοια του σημείου όπως αυτή αναφέρθηκε από τον Saussure. Πιο συγκεκριμένα, επικεντρώνεται αρχικά στην ανάλυση της σχέσης του σημαίνοντος και του σημαινομένου. Στη συνέχεια, μελετά τον τρόπο με τον οποίο “το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα”, όπως αναφέρει σε ένα από τα γνωστότερα αποφθέγματά του, μια θεωρία που αποτελεί μια καινοτόμο προσθήκη στις

24

μέχρι τότε φιλοσοφικές προσεγγίσεις για την θεώρηση του κόσμου. (Bailly, 2009)

Για τον Lacan, αντίθετα με τα όσα υποστήριξε ο Saussure, η σχέση του σημαίνοντος με το σημαινόμενο είναι μια σχέση ανισορροπίας. Ενώ, το μοντέλο του Saussure υποδεικνύει ότι η σχέση του σημαίνοντος και του σημαινομένου είναι αμοιβαία και ισορροπημένη, δηλαδή και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά για την κατανόηση του κόσμου, δεν παράγει το ένα το άλλο και απλώς συνυπάρχουν, ο Lacan θεωρεί ότι “το σημαίνον καταπιέζει το σημαινόμενο”. Με άλλα λόγια πίστευε ότι τα άτομα είναι πάντα προσκολλημένα στον κόσμο των σημαινόντων, ή γενικότερα στον κόσμο της γλώσσας και δεν μπορούν ποτέ να αντιληφθούν την πραγματικότητα όπως αυτή είναι. Οι εξισώσεις(εικ. 2),(εικ. 3) που χρησιμοποιεί για την απεικόνιση αυτού του φαινομένου δίνεται από το σημαίνον πάνω από το σημαινόμενο. Σε αυτό το διάγραμμα η οριζόντια μπάρα (κλάσμα) χωρίζει τις δύο έννοιες, καθώς αυτές δεν είναι ποτέ οι ίδιες στον πραγματικό κόσμο, αφού μια αναπαράσταση ενός δέντρου, όπως είδαμε και από τη θεωρία του Saussure, δεν είναι ποτέ το ίδιο το δέντρο. Ωστόσο, για τον Lacan η αναπαράσταση (εικ. 2) Λακανικός “αλγόριθμος”: σημαίνον/σημαινόμενο

υπερέχει σε σημασία από την έννοια του δέντρου, άρα και το μεγάλο “S” πάνω από το μικρό “s”. Ενώ λοιπόν, ο Saussure κάνει απλώς μια διάκριση μεταξύ του πραγματικού κόσμου και του κόσμου των σημαινόντων, ο Lacan ωθεί το επιχείρημα του Saussure περαιτέρω, λέγοντας ότι τα σημαίνοντα αφαιρούν την ικανότητά μας να συλλάβουμε γενικά τα σημαινόμενα και όπως σημειώνει, “το σημαίνον καταστέλλει το σημαινόμενο”. Με αυτό εννοεί πως όταν αναφέρουμε ή γράφουμε μια λέξη για να μιλήσουμε για

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 25

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ

ένα αντικείμενο, μια αναφορά, προσπαθούμε με ένα τρόπο να φέρουμε αυτή την αναφορά στην "ύπαρξη", δηλαδή στη συνείδησή μας. Πιστεύει, ότι δυστυχώς το αντικείμενο που περιγράφεται στο υποσυνείδητό μας, έχει ήδη χαθεί. Θέλουμε να "αποκτήσουμε" για παράδειγμα ένα δέντρο, αλλά αυτό που έχουμε είναι μόνο ένα υποκατάστατο ενός δέντρου, η λέξη, δηλαδή το σημαίνον. Αυτή η ιδέα ότι το σημαίνον συσκοτίζει το σημαινόμενο στηρίζει το σύνολο της προσέγγισης του Lacan προς την ψυχανάλυση.

(εικ. 3) λέξη δέντρο/δέντρο

Θεωρεί δηλαδή, ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να έχουν αυτό που επιθυμούν, κυρίως επειδή προσηλώνονται περισσότερο στη γλώσσα παρά στην ερμηνεία της πραγματικότητας, ως εκ τούτου έχουν απομακρυνθεί εντελώς από το σημαινόμενο. Έτσι, ενώ άλλες ψυχαναλυτικές σχολές όπως η φροϋδική επικεντρώθηκαν περισσότερο στην ενίσχυση της κατανόησης του γλωσσικού κώδικα που ήδη διαθέτει κάποιος, δηλαδή στην ανάλυση του “εγώ*” του, ο Lacan από την άλλη πλευρά πίστευε ότι ο εαυτός είναι απλώς μια οφθαλμαπάτη που κατασκευάζεται από τη γλώσσα. Επομένως, υποστήριξε τη σημαντικότητα του να επιτραπεί στο άτομο να ξεμάθει τους συμβατικούς τρόπους γλωσσικής έκφρασης. Στην πραγματικότητα, το εγώ το οποίο κατασκευάζεται στην καθημερινή ζωή θα πρέπει να ανατραπεί εντελώς κατά την ανάλυση του Lacan. Πιστεύει πως το άτομο πρέπει να κληθεί να απελευθερώσει το ασυνείδητο και όλες τις συνδέσεις που αυτό

* εγώ : Ο όρος αναφέρεται στο πρώτο δομικό ψυχικό μοντέλο από τον Sigmund Freud (1856 – 1939) και αποτελεί μέρος του τρίπτυχου “id, εγώ, υπερ-εγώ”. Πρόκειται για ένα σύνολο εννοιών της ψυχαναλυτικής θεωρίας που περιγράφουν διακριτά, αλληλεπιδρώντα μέρη του ψυχικού μηχανισμού, συνεπώς και διαφορετικές δραστηριότητες και πτυχές της ψυχικής ζωής ενός ατόμου.

26

δημιουργεί αυθαίρετα, κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο εάν η γλώσσα λειτουργήσει απλά σαν ένα εργαλείο έκφρασης και εξαλειφθούν οι θεσμικοί συσχετισμοί των λέξεων με τον κόσμο.

(Bailly, 2009 - Lacan, 1966)

Οι τρόποι με τους οποίους ο Lacan απέδειξε πως το σημαίνον υποβιβάζει το σημαινόμενο είναι πολλοί. Θεωρεί ότι ο συσχετισμός αυτών των δύο είναι θεμελιώδης για τη διαδικασία της κατανόησης του κόσμου (μέσω της ανταλλαγής σημαινόντων ανάμεσα στα άτομα, δηλαδή την επικοινωνία).

Έτσι, σημειώνει τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να απελευθερωθεί το ασυνείδητο, αποκαλύπτοντας τη σχέση δικτύου που έχουν τα σημαίνοντα. Λαμβάνοντας υπόψιν τη γλωσσολογική έννοια του συντάγματος, όπου οι λέξεις αποκτούν διαφορετικές σημασίες στο γενικότερο πλαίσιο μιας πρότασης, ο Lacan εξελίσσει το διάγραμμα με το δέντρο, χρησιμοποιώντας

ένα άλλο παράδειγμα(εικ. 4). Τοποθετώντας δύο όμοιες πόρτες στην κάτω πλευρά του κλάσματος του Saussure τις διαχωρίζει από πάνω εκατέρωθεν με τις σημάνσεις (λέξεις) “κύριοι” και “κυρίες”. Οι σημάνσεις αυτές πάνω από τις πόρτες είναι τα σημαίνοντα για αυτό που ξέρουμε ότι αποτελεί μια

(εικ. 4) “δύο δίδυμες πόρτες”

διάκριση μεταξύ του από που πρέπει να περάσουν οι κύριοι και από που πρέπει να περάσουν οι κυρίες. Ωστόσο, οι ίδιες οι πόρτες δεν έχουν καμία

σχέση με το σημαίνον (είτε το κύριοι είτε το κυρίες), δηλαδή η κάθε πόρτα είναι απλώς, μια πόρτα και δεν υπάρχει κανένα εγγενές χαρακτηριστικό σε αυτές που να καθορίζει το διαχωρισμό τους, ούτε σε βιολογικό φυσικά επίπεδο, αλλά ούτε και ως κάποιο γλωσσικό κληροδότημα. Έτσι, το μόνο που μας βοηθά να καταλάβουμε σε τι αναφέρονται οι ενδείξεις αυτές είναι

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 27

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ

η κοινωνική κατασκευή στην οποία ενυπάρχουμε. Πρόκειται δηλαδή για δύο σημεία τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δηλώνουν μια συνθήκη σεξουαλικής διαφοράς η οποία είναι κοινωνικά κατασκευασμένη και δεν είναι σε καμία περίπτωση επεξηγηματική ως προς αυτό που είναι πραγματικά τα σημαινόμενα. Ακόμη, στο παράδειγμα των πορτών ο αναγνώστης πρέπει να περάσει το σώμα του μέσα από αυτές, πράγμα που είναι ακόμη πιο επίκαιρο στη σύγχρονη εποχή όπου τα νοήματα που δίνονται κοινωνικά στα σημαίνοντα (λέξεις) μπορούν να αλλάξουν. Εάν δηλαδή για παράδειγμα, οι κοινωνικές δομές που διαπλάθουν την έννοια των κυρίων και των κυριών (εμφάνιση, κοινωνικά πρότυπα και διαστρωμάτωση, είδη κοινωνικού φύλου κ.λπ.) μεταβληθούν, τότε το σημαινόμενο (οι πόρτες) παραμένει το ίδιο αλλά το σημαίνον έχει αλλάξει. Από μια γενικότερη σκοπιά, τα σημαίνοντα (κύριοι και κυρίες, λέξεις για το δέντρο), για τα οποία αποδεικνύεται η μεταβλητότητα τους, χαρακτηρίζουν κάθε φορά τα εκάστοτε σημαινόμενα, τα οποία σαν υπόσταση είναι σταθερά (πόρτες, δέντρο), όσο και αν το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται μεταβάλλεται. Έτσι, με κάτι τέτοιο, ο Lacan επισημαίνει τον τρόπο με τον οποίο τα σημεία κατά τη λειτουργία τους δεν επηρεάζονται μόνο από τη χρήση τους από τα άτομα αλλά και από το κοινωνικό σύστημα στο οποίο τοποθετούνται.

(Lacan, 1966)

Για την ακρίβεια, είναι αυτή η κοινωνική λειτουργία του σημείου η οποία καθιστά δυσδιάκριτο το τρόπο με τον οποίο το σημαίνον υποβιβάζει το σημαινόμενο αφού φαίνεται πως τα σημεία δημιουργούν συστηματικά και ασυνείδητα κοινωνικές συμβάσεις. Σε αυτό το δίκτυο κοινωνικών συμβάσεων, που στην πράξη καθιστά την πραγματικότητα, ο Lacan θωρεί ότι τα σημεία δεν είναι ποτέ μόνα τους. Η εξίσωση με τις δύο πόρτες δείχνει ότι στη θέση των λέξεων κύριοι και κυρίες δεν βρίσκονται μόνο οι συγκεκριμένες έννοιες άλλα παράλληλα και όλες οι υποσυνείδητες συνδέσεις που συνοδεύουν τα σημαίνοντα αυτά, όταν λειτουργεί η διαδικασία της μεταφοράς ενός συγκεκριμένου μηνύματος. Πρόκειται δηλαδή για μια ολόκληρη αλυσίδα σημαινόντων αφού ο ίδιος χαρακτηρισμός κυρίων και κυριών παραπέμπει λόγου χάρη στο είδος του ενδυματολογικού κώδικα, στα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή στις σεξουαλικές προτιμήσεις. Έτσι, σε μια γλωσσολογική ανάγνωση της συνθήκης αυτής, ο Lacan θεωρεί ότι

28

με έναν αντίστοιχο τρόπο υπάρχει το επίπεδο της λέξης, που μπορεί να

αποκτήσει διαφορετικό νόημα στις προτάσεις, οι οποίες επίσης μπορούν να

αποκτήσουν διαφορετικό νόημα στις παραγράφους, που με τη σειρά τους

μπορούν να αποκτήσουν νέο νόημα στο πλαίσιο ενός ολόκληρου βιβλίου. Οι αλληλουχίες συσχετισμών αυτού του είδους χαρακτηρίζονται από τον Lacan ως “σημαίνουσες αλυσίδες (signifying chains)”. Πρόκειται για κυριολεκτικές αλυσίδες σημαινόντων τα οποία, μέσα σε μια τέτοια δομή, έχουν την ιδιότητα να σχετίζονται μεταξύ τους ή ακόμα και να αντικαθίστανται μεταξύ τους. Έτσι, στο πρώτο μέρος του σεμιναρίου με τίτλο “Ι. The Meaning of the Letter (Η Σημασία του Γράμματος)”, αφού έχει στοιχειοθετήσει τις βασικές αποκλίσεις με τη θεωρία του Saussure, ο Lacan παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί μια σημαίνουσα αλυσίδα:

“Αυτό που αποκαλύπτει αυτή η δομή της σημαίνουσας αλυσίδας είναι η δυνατότητα που έχω -ακριβώς στο βαθμό που μοιράζομαι τη γλώσσα της [langue*] με άλλα υποκείμενα, δηλαδή στο βαθμό που υπάρχει αυτή η γλώσσα [langue*]- να τη χρησιμοποιήσω για να δηλώσω κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που λέει. Αυτή είναι μια λειτουργία του λόγου που αξίζει περισσότερο να επισημανθεί παρά αυτή της συγκάλυψης της σκέψης του υποκειμένου (που συνήθως είναι απροσδιόριστη) -και συγκεκριμένα, η λειτουργία της ένδειξης της θέσης αυτού του υποκειμένου στην αναζήτηση της αλήθειας.” (Lacan, 1966)

Με κάτι τέτοιο εννοεί ότι η σημαίνουσα αλυσίδα μπορεί να παρουσιάσει την πιθανότητα τα σημαίνοντα που εμπεριέχει να μην είναι ακόμα και καθόλου ευθυγραμμισμένα με τα σημαινόμενα. Μια τέτοια συνθήκη μπορεί να φανεί αρκετά ξεκάθαρα στην περίπτωση όπου δύο άτομα ανακαλύπτουν μετά από μια μακρά συνομιλία ότι μιλούσαν για διαφορετικά σημαίνοντα εξαρχής, ένα τέχνασμα που χρησιμοποιείται συχνά σε κωμικά έργα. (Bailly, 2009 - Žižek, 2009)

Εντούτοις στη γλώσσα, η αντικατάσταση των σημαινόντων με διαφορετικά σημαίνοντα χωρίς να χαθεί η έννοια του σημαινομένου

* langue : Ο όρος αναφέρεται στη θεωρητική γλωσσική διχοτομία “langue – parole (γλώσσα – ομιλία)” όπως αυτή διατυπώθηκε από τον F. de Saussure. Συγκεκριμένα, η ομιλία (parole) έχει να κάνει με τη χρήση του γλωσσικού κώδικα από τα άτομα ως μονάδες, ενώ η γλώσσα (langue) αναφέρεται στο κοινό σύστημα που διέπει μια κοινότητα που χρησιμοποιεί τους ίδιους κανόνες για επικοινωνία.

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 29

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ

είναι μια διαδικασία που έχει μελετηθεί από την αρχή της χρήσης του λόγου. Στη γλωσσολογική θεωρία υπάρχουν δύο διακριτά μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται αυτό, τα οποία ονομάζονται “μεταφορά (metaphor)” και “μετωνυμία (metonymy)”. Αν και πρόκειται για δύο κοντινές σε σημασία έννοιες, μεταξύ τους παρουσιάζονται κάποιες κρίσιμες διαφορές. Έτσι, η μεταφορά ενώ πρώιμα έχει αντιμετωπιστεί ως ένα είδος έμμεσης σύγκρισης βασισμένη σε προ υπάρχουσες ομοιότητες, αργότερα, σύγχρονοι μελετητές (τομέας της γνωσιακής γλωσσολογίας), αναβάθμισαν την έννοια από έναν τρόπο έκφρασης σε ένα τρόπο σκέψης. Παρόλα αυτά, δεν παύει να είναι ουσιαστικά ένα σχήμα λόγου. Από την άλλη, στη μετωνυμία, χρησιμοποιείται μια γλωσσική έκφραση που παραπέμπει σε κάτι κυριολεκτικά, για να γίνει μια αναφορά σε κάτι μεταφορικά, μια ίσως γλωσσική αταξία. Πρόκειται συνεπώς για την απαλοιφή μιας λέξης ώστε να υπονοηθεί μια άλλη (σημαίνοντα), ενώ το σημαινόμενο διατηρεί το νόημά του. Κατ’ ουσία, στη μεταφορά τα σημαίνοντα εναλλάσσονται και παράλληλα διατηρούν μια σταθερή επαφή με τα σημαινόμενα (π.χ. έρχονται δύσκολες μέρες = οι μέρες "περπατούν/κινούνται"). Αντίθετα στην περίπτωση της μετωνυμίας εξακολουθεί να υπάρχει η εναλλαγή (ή απαλοιφή) των σημαινόντων αλλά αυτά δεν συνδέονται άμεσα με το σημαινόμενο, όπως για παράδειγμα στην έκφραση: Έχεις διαβάσει Κούντερα; (= τα βιβλία του Κούντερα). Η αλήθεια είναι ότι όλες αυτές οι γλωσσολογικές λειτουργίες μπορεί να φαίνονται αρκετά αφηρημένες, αλλά ο λόγος που ενδιαφέρουν την έρευνα είναι ότι τέτοιου είδους δομές μπορούν να παραλληλιστούν με κρίσιμες ψυχαναλυτικές έννοιες. Στο “The Interpretation of Dreams (Η Ερμηνεία των Ονείρων)” από τον S. Freud περιεγράφηκαν για πρώτη φορά η έννοιες της “συμπύκνωσης (condensation)” και της “μετάθεσης (displacement)”. Ο διάλογος στον οποίο έρχονται τα δύο ζεύγη εννοιών είναι άμεσος αφού ο ίδιος ο Freud παρατήρησε την σύνδεση των σημείων με την ψυχοπαθολογία ισχυριζόμενος ότι “το όνειρο είναι ο τόπος που κυριαρχείται από σημαίνοντα”. Εντούτοις, ο Lacan είναι αυτός που αργότερα φέρνει σε αντιδιαστολή τους γλωσσολογικούς όρους με τους όρους της ψυχολογίας. Έτσι, παραλληλίζει τη συμπύκνωση με τη μεταφορά και την μετάθεση με την μετωνυμία. Αρχικά, ο μηχανισμός της συμπύκνωσης αφορά τη διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο κρύβει (συμπυκνώνει) τα συναισθήματα και τις ορμές του

30

σε κάποιο όνειρο ή συμβάν. Από την άλλη, ο μηχανισμός της μετάθεσης επενεργεί όταν μια επιθυμία του ατόμου για κάτι συμβολίζεται από κάτι άλλο. Εξ αιτίας αυτών, στο δεύτερο μέρος του σεμιναρίου “II. The Letter in the Unconscious (Το Γράμμα στο Υποσυνείδητο)”, ο Lacan γράφει: “Verdichtung, “συμπύκνωση,” είναι η επάλληλη δομή των σημαινόντων στην οποία η μεταφορά βρίσκει το πεδίο της; […] Verschiebung ή “μετάθεση”- αυτή η μεταφορά της σημασίας που εμφανίζει η μετωνυμία είναι πιο κοντά στον γερμανικό όρο”. Όταν δηλαδή αρθρώνεται μια γλωσσολογική μεταφορά, θεωρεί πως το άτομο κάνει μια παρόμοια διαδικασία με τη συμπύκνωση όπου αυτό που έχει καταπιεστεί επιστρέφει με έναν κρυφό τρόπο, όπως λόγου χάρη σε ένα όνειρο. Παράλληλα, σε μια μετωνυμική χρήση του λόγου μπορεί να υπάρχει αντίστοιχα μια μετακίνηση συναισθημάτων ή συμπεριφοράς από το αρχικό τους στόχο σε ένα άλλο πρόσωπο ή πράγμα, θυμίζοντας έτσι τον τρόπο που το σημαίνον αντικαθίσταται (με διάφορες διαδικασίες) αφήνοντας το σημαινόμενο ανεπηρέαστο. (Lacan, 1966 - Freud, 1955)

Έτσι ουσιαστικά, τίθεται η βάση στην οποία ο Lacan διατυπώνει την πρόταση ότι “το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα”. Οι παραλληλισμοί αυτοί, από τους τρόπους που λειτουργούν τα δύο μέρη των σημείων μέχρι τις συνδέσεις που συνάπτουν συνολικά τα σημεία μεταξύ τους, καθιστούν συγκεντρωτικά μια ενιαία προσέγγιση του Lacan όσον αφορά τον τρόπο κατανόησης των ατόμων. Πρόκειται δηλαδή, για ένα σύνολο αποδείξεων που αποκαλύπτουν το ρόλο που παίζει η γλώσσα στην πορεία της κατανόησης του κόσμου αλλά και πως αυτή διαμορφώνει δομικά τα ίδια τα εργαλεία κατανόησης (υποσυνείδητο). Ωστόσο, θέλοντας να φτάσει στον πυρήνα της λειτουργίας του ασυνειδήτου, ο Lacan ερευνά το ζήτημα με έναν πολύπλευρο τρόπο. Εξετάζει έτσι, την σκοπιά υπό την οποία το ασυνείδητο αποτελείται συνάμα και από ένα σύνολο ελεύθερων σημασιών. Ενώ δηλαδή τα σημαίνοντα συνδέονται με προβλέψιμες διαδικασίες όπως αυτή της σημαίνουσας αλυσίδας που αναφέρθηκε προηγουμένως, παράλληλα υπάρχουν και συνδέσεις οι οποίες είναι απρόβλεπτες και δεν απορρέουν απαραίτητα από κάποιο κοινό μήνυμα. Ο όρος που περιγράφει αυτού του είδους τις συνδέσεις ονομάζεται από την ψυχολογία “ελεύθερος συνειρμός (free association)” και πρόκειται, ως ένα βαθμό, για μια "αντίθετη" έννοια

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 31

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ

από αυτή του γλωσσολογικού συντάγματος που ανέφερε ο Saussure. Ενώ δηλαδή μια συνταγματική σχέση αφορά τη σύνδεση των λέξεων ώστε να μεταδοθεί ένα συγκεκριμένο μήνυμα, μια συνειρμική σχέση αφορά τη σύνδεση των λέξεων όταν το μήνυμα/νόημα αναζητείται. Για παράδειγμα, με την αναφορά της λέξης βιβλίο, κάποιος μπορεί να σκεφτεί τις λέξεις: διάβασμα, γυαλιά, σελίδα, δέντρο, γράμματα, γραφομηχανή και πολλές άλλες. Ένα τέτοιο παράδειγμα μοιάζει με τη συνθήκη που περιγράφει το κλάσμα του Lacan με τις δύο πόρτες, όπου οι επαλληλίες που μπορεί να συμβούν, ποικίλουν επίσης σε σχετικότητα. Θεωρεί άρα, πως τέτοιες απρόσμενες αλληλουχίες λέξεων και νοημάτων (ελεύθεροι συνειρμοί) είναι εξίσου σημαντικές με τις συνδέσεις οι οποίες γίνονται όταν το μήνυμα που μεταδίδεται είναι γνωστό και συγκεκριμένο (συντάγματα). Για να γίνει πιο ξεκάθαρο, το σημαντικότερο που πρέπει να σημειωθεί και αποτελεί και τη βασική διαφορά μεταξύ της σημαίνουσας αλυσίδας (σύνταγμα) με τον ελεύθερο συνειρμό είναι ότι σε ένα συνειρμό δεν έχει σημασία η σειρά στην οποία τοποθετούνται τα σημεία, αλλά το γεγονός ότι όλες οι συνεκδοχές του

συνειρμού αποτελούν μέρη ενός ενιαίου συνόλου. (Lacan, 1966)

Έχοντας μελετήσει έτσι συνολικά τους τρόπους έκφρασης των

ατόμων ο Lacan παρατηρεί πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν οι διαδικασίες

αυτές στην διαμόρφωση της κατανόησης. Βάση της προσέγγισης αυτής φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι “δεν είναι οι επιθυμίες και οι παρορμήσεις μας, το Id*, που εκφράζονται μέσω της γλώσσας, είναι η ίδια η γλώσσα που δημιουργεί αυτές τις επιθυμίες και παρορμήσεις” όπως αναφέρει στο ίδιο σεμινάριο. Κάτι τέτοιο, έρχεται σε αντίθεση με την πρωτότυπη προσέγγιση του Freud στο “The Interpretation of Dreams” ότι “το ασυνείδητο είναι δομημένο ως οι σπόροι των ενστίκτων μας”, δηλαδή το μέρος από το οποίο προκύπτουν όλες μας οι επιθυμίες. Με αυτή την επανεξέταση της πρωτότυπης θεωρίας του Freud, ο Lacan φτάνει στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται το

* id : Πρόκειται για το πρωτόγονο και ενστικτώδες συστατικό της προσωπικότητας, μέρος του δομικού ψυχικού μοντέλου το S. Freud, που αναφέρθηκε πρηγουμένως. Το “id” είναι ένα μέρος του ασυνείδητου στο οποίο, κατά τον Freud, περιέχονται όλες οι ορμές και οι παρορμήσεις. Αντίστοιχα, το “εγώ” είναι ένα μέρος του “id” που έχει τροποποιηθεί από την άμεση επιρροή με τον εξωτερικό κόσμο.

32

υποσυνείδητο. Έτσι, θεωρεί ότι η απόκτηση της συνείδησης δεν είναι κάτι που επέτρεψε την ανάπτυξη της γλώσσας, αλλά το αντίθετο, η γλώσσα έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη της συνείδησης. Με αυτόν τον τρόπο, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, “το υποσυνείδητο ξεκινά με το γράμμα”. Η γλώσσα δηλαδή, δεν αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο εμφανίζεται σταδιακά: τη μια στιγμή η γλώσσα δεν υπάρχει και την επόμενη εμφανίζεται.

Ουσιαστικά, ο τρόπος με τον οποίο το άτομο αποκτά την δυνατότητα να εγκαταστήσει το νόημα στα πράγματα εμφανίζεται ξαφνικά. Κάτι τέτοιο σαν ιδέα, εμφανίζεται πολύ συχνά σε θεμελιώδη κείμενα διαφόρων θρησκειών. Σε αυτά, ο κόσμος, η πραγματικότητα, είναι ανύπαρκτα πριν από την αρχή της συνείδησης του ατόμου. Για παράδειγμα το “Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο”

που προέρχεται από την χριστιανική θρησκεία ξεκινάει με το απόσπασμα “Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος”. Ο θεός δηλαδή, που παραλληλίζεται στις θρησκευτικές προσεγγίσεις με τη συνείδηση, ξεκινά να υπάρχει ταυτόχρονα με το λόγο και όπως φαίνεται από το απόσπασμα η σχέση των δύο είναι μια σχέση αλληλοσυμπλήρωσης αφού το ένα εκπορεύεται από το άλλο και αντίστροφα. Ένα τέτοιο παράδειγμα, δημιουργεί υποψίες για το τι θα μπορούσε να συμβαίνει πριν την εμφάνιση της γλώσσας. Έτσι, όπως σε όλες τις θρησκείες πριν την έλευση του θεού υπάρχει το χάος, μια ανάλογη αντιστοιχία συμβαίνει και πριν την έλευση της γλώσσας. Ουσιαστικά η γλώσσα φαίνεται να θέτει ένα σύνολο κανόνων στη συνθήκη στην οποία βρίσκονται τα άτομα πριν από την εμφάνισή της. Με τον τρόπο αυτό, ο Lacan θεωρεί ότι η γλώσσα λειτουργεί με έναν αντίστροφο τρόπο από αυτόν που συνηθίζουν τα άτομα να πιστεύουν. Συγκεκριμένα, θεωρεί πως η γλώσσα εν τη γένεσή της δημιουργεί ένα είδος δεσμών οι οποίοι στη συνέχεια, αποκόπτουν την δυνατότητα του ατόμου να συλλάβει πλήρως την πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, πιστεύει ότι οι τρόποι με τους οποίους δομείται η πραγματικότητα (λειτουργία της γλώσσας), δεν αποτελούν απλά ένα πεδίο που πρέπει να μελετηθεί, αλλά διαδικασίες που το άτομο χρειάζεται να συνειδητοποιήσει πρωταρχικά την ίδια τους την ύπαρξη. Έτσι τελικά, για τον Lacan, εάν ο τρόπος εγκατάστασης του νοήματος στα πράγματα καθοδηγείται συστημικά από τη γλώσσα, αυτό που είναι σημαντικό για αυτόν είναι τα άτομα κυρίως να καταλάβουν ότι αυτή η "αυθαίρετη" εγκατάσταση συμβαίνει ακούσια τους. (Bailly, 2009 - Lacan, 1966)

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 33
34 ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ,
ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ
(IB)
Ι Β

ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ

ΟΙ ΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ

Η κατανόηση του τρόπου που κατανοούμε είναι ουσιαστικά το ζήτημα το οποίο βρίσκεται στον πυρήνα της θεωρίας του Lacan. Έχοντας περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο θεωρεί ότι συμβαίνει η δημιουργία του ασυνείδητου (εφεξής της εμφάνισης του κώδικα επικοινωνίας), στρέφεται κατόπιν στη μελέτη του τρόπου που αναπτύσσεται το υποσυνείδητο γενικά. Πιστεύει, πως το ασυνείδητο διατηρεί μια υπόσταση που χαρακτηρίζει “κατακερματισμένη”, κάτι που ωστόσο δεν αποτελεί μια νέα προσθήκη στην ψυχαναλυτική θεωρία. Από τις πρώτες προσεγγίσεις του Freud ακόμα, έχει θεωρηθεί ότι το υποσυνείδητο είναι κατακερματισμένο σε κάθε στάδιο της ύπαρξης. Έτσι, διευρύνοντας την ανάλυση του, ο Lacan μελετά τις

(εικ. 5) “τάξεις/εγγραφές”

διαφορετικές μορφές που μπορεί να αποκτά το ασυνείδητο στην πορεία της ζωής των ατόμων. Σύμφωνα με την θεωρία του, όλοι οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται ως “υποκείμενα (subjects)” και θεωρεί πως υπάρχουν τρία ψυχικά στάδια τα οποία δημιουργούν σταδιακά αυτά τα υποκείμενα. Διαχωρίζει δηλαδή το σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης σε τρία μέρη τα οποία θεωρεί πως περιγράφουν ολόκληρη την ψυχική λειτουργία. Τον τριμερή αυτόν διαχωρισμό τον ονομάζει συνολικά “Τάξεις (Registers)(εικ. 5)” και

38

αυτές περιλαμβάνουν το “Φαντασιακό ή Εικονοφαντασιακό (Imaginary)”, το “Συμβολικό (Symbolic)”, και το “Πραγματικό (Real)”. Το τρίπτυχο αυτό, αναπτύχθηκε σταδιακά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του Lacan μέσα από μια πληθώρα σεμιναρίων. Αρκετά πριν το επονομαζόμενο “Συνέδριο της Ρώμης” του 1953, όπου ο Lacan παρουσίασε το έργο του στο Ινστιτούτο Ψυχολογίας της Ρώμης, διατύπωσε τον ορισμό της φαντασιακής τάξης ενώ λίγο αργότερα εισήγαγε τον όρο του συμβολικού. Τέλος, στο σεμινάριο που παραδίδει το 1958 με τίτλο “Η Σημασία του Φαλλού (The Signification of the Phallus)” διατυπώνει τον ορισμό του πραγματικού ολοκληρώνοντας το σύμπλεγμα. Αρχικά απεικονίζει το σύστημα των τριών τάξεων σε μια δομή τριγώνου αλλά μεταγενέστερα εγγράφει τις τρεις τάξεις σε έναν “βορρόμειο κόμβο(εικ. 6)”, ένα σύμπλεγμα τριών απλών κύκλων σε τρισδιάστατο χώρο που συνδέονται τοπολογικά και δεν μπορούν να διαχωριστούν μεταξύ τους. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια νέα απεικόνιση του ίδιου συστήματος η οποία δείχνει την αλληλεξάρτηση που υπάρχει μεταξύ των τριών στοιχείων που εμπεριέχονται. Αυτό σημαίνει πως τελικά, οι τάξεις του υποσυνείδητου δεν ακολουθούν απαραίτητα μια γραμμική κατάσταση ανάπτυξης η οποία

(εικ. 6) “βορρόμειος κόμβος”

συντρέχει με τις ηλικιακές εναλλαγές. Έτσι, αν και πρόκειται για ετερόκλητες έννοιες η καθεμιά από αυτές ορίζεται πάντοτε σε σχέση με τις υπόλοιπες. (Bailly, 2009)

Προχωρώντας περαιτέρω στις επιμέρους τάξεις, αποκαλύπτεται σταδιακά η πολυπλοκότητα της θεωρίας του Lacan. Ωστόσο, με την έναρξη της τάξης του φαντασιακού, ο ίδιος υπογραμμίζει την σημαντικότητα ενός γεγονότος που συμβαίνει στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης των ατόμων.

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 39

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ

Εστιάζει σε μια καθοριστική στιγμή που συμβαίνει στη ζωή όλων και πρόκειται για την πρώτη φορά που κάποιος αναγνωρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Όπως το ονομάζει ο Lacan, “Το Στάδιο του Καθρέφτη (The Mirror Stage)”, αφορά μια ξεχωριστή και παράξενη εμπειρία που κανένα άλλο ων πέραν από τον άνθρωπο δεν θα μπορούσε να έχει. Στη συνθήκη αυτή, το άτομο κοιτώντας τη δική του αντανάκλαση συνειδητοποιεί ότι “αυτό είναι ο εαυτός μου”. Στο σεμινάριο με τίτλο “The Mirror Stage as Formative of the I Function (Το Στάδιο του Καθρέφτη ως Διαμορφωτής της Λειτουργίας του Εγώ)” που ο Lacan παρέδωσε το 1949 αναλύεται ο τρόπος που το γεγονός αυτό γίνεται τόσο καθοριστικό. Η “κατοπτρική εικόνα (specular image)”, όπως την ονομάζει, την οποία αντικρίζει το άτομο φαίνεται να απεικονίζει μια πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα του εαυτού. Ωστόσο, το εικονιζόμενο πρόσωπο στον καθρέφτη δεν είναι ακριβώς ταυτόσημο με αυτό που αισθάνεται το άτομο την προκειμένη στιγμή. Συγκεκριμένα, ως βρέφη τα άτομα εξαρτώνται πλήρως από τους φροντιστές τους για προστασία και τροφή. Αυτή η αδυναμία για να ικανοποιηθούν αυτόβουλα οι απαραίτητες σωματικές ανάγκες, προκαλεί απογοήτευση και άγχος. Ένα τέτοιο αίσθημα ανικανότητας κάνει το άτομο να βιώνει το σώμα του ως κατακερματισμένο:

εσωτερικά δηλαδή, υπάρχει ένα άμορφο, ρεύμα συνείδησης που απαρτίζεται από επιταχυνόμενες σκέψεις, επιθυμίες και εικόνες. Αντίθετα, αυτό που εμφανίζεται στην εικόνα που δείχνει ο καθρέφτης είναι μια λίγο-πολύ σταθερή οντότητα, με συγκροτημένα και συμμετρικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν προδίδουν σχεδόν τίποτα από αυτό που συμβαίνει στο εσωτερικό. Επιπρόσθετα, ακόμα και πρακτικά ο τρόπος που το άτομο παρατηρεί τον εαυτό του μέχρι και πριν το στάδιο του καθρέφτη, δεν δίνει την αίσθηση της συνοχής. Το άτομο δηλαδή παρατηρεί ένα ασυγχρόνιστο ζεύγος χεριών, ποδιών και οτιδήποτε άλλο το αποτελεί, χωρίς να αντιλαμβάνεται απαραίτητα ότι όλα αυτά ανήκουν στην δική του μονάδα. Με άλλα λόγια, μέχρι εκείνη τη στιγμή η έννοια της συνοχής δεν είναι μέρος της αυτοαντίληψης των ατόμων. Παράλληλα, αυτή η πληθώρα αναγκών, ανησυχιών, προβλημάτων και αμφιβολιών που βρίσκεται στο εσωτερικό των ατόμων, βρίσκει μια γοητεία στο εικονιζόμενο πρόσωπο στον καθρέφτη, το οποίο ο Lacan ονομάζει “Ideal-I (Ιδανικός Εαυτός)”. Ως εκ τούτου, δημιουργείται μια παραπλανητική ταύτιση με αυτό τον ιδανικό/ολοκληρωμένο εαυτό, μια

40

“Méconnaissance (Λανθασμένη Αναγνώριση)”, όπως την χαρακτηρίζει. Το αποτέλεσμα της méconnaissance είναι ουσιαστικά να αποπροσανατολίζει τα άτομα από την πραγματικότητα και να στρέφει κατ’ επέκταση το ενδιαφέρον

τους στην εικόνα που παρουσιάζουν τα πράγματα παρά στην εύρεση της αλήθειας. Ο λόγος που ο Lacan υπογραμμίζει τόσο τη σημαντικότητα του σταδίου του καθρέφτη είναι επειδή θεωρεί πως η συνθήκη αυτή δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός. Θεωρεί ότι πρακτικά, συμβαίνει η έναρξη μιας δια βίου αναζήτησης του ιδανικού εαυτού μέσω της ταύτισης με την εξιδανικευμένη εικόνα. Για αυτόν, στο στάδιο του καθρέφτη δημιουργείται το πρώτο σημαινόμενο, μια εικόνα του εαυτού και ουσιαστικά ένα αποθετήριο προβαλλόμενων σημαινόντων από διαφορετικούς και εξωγενείς “ιδανικούς εαυτούς”. Ουσιαστικά πρόκειται για την στιγμή κατά την οποία η εικόνα του ατόμου ξεκινά να βομβαρδίζεται από σημαίνοντα τα οποία απορρέουν από τον εξωτερικό κόσμο παρά από την ίδια την οντότητα που χαρακτηρίζουν. (Lacan, 1966 - Žižek, 2009)

Η εικόνα που δημιουργείται είναι μια “φαντασιακή εικόνα”, εξ ου και η άρρηκτη σύνδεση του σταδίου του καθρέφτη με το “Φαντασιακό” ή αλλιώς “Εικονοφαντασιακό (Imaginary)”. Κατ’ ουσία, στη φαντασιακή τάξη δημιουργείται ο "χώρος" που συναντώνται οι εικόνες με τη φαντασία και επομένως η συνθήκη κατά την οποία ιδρύεται η σχέση των σημαινόντων με τα σημαινόμενα. Βέβαια, όπως είδαμε, για τον Lacan αυτή η διαδικασία του σχηματισμού της φαντασιακής εικόνας μπορεί να ξεκινά στο στάδιο του καθρέφτη αλλά δεν συμβαίνει απαραίτητα μόνο σε αυτή τη συνθήκη. Πιστεύει, πως με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί το κατοπτρικό είδωλο στο στάδιο του καθρέφτη, λειτουργούν και οι “Μεγαλύτεροι Άλλοι (Big Others)” όπως τους ονομάζει, στην ενήλικη ζωή των ατόμων. Όταν δηλαδή για παράδειγμα, οι τρόποι επικοινωνίας ενός ατόμου (εκφράσεις, χειρονομίες, στάσεις, διαθέσεις κλπ.) αλληλοεπιδρούν με τους αντίστοιχους τρόπους επικοινωνίας ενός άλλου ατόμου οι συμμετέχοντες, όπως γράφει, “υποθέτουν μια εικόνα”. Ουσιαστικά, είμαστε ο εαυτός μας μόνο στην αντανάκλαση των άλλων, δηλαδή η εικόνα η οποία συνθέτουν τα άτομα υιοθετείται από εξωγενή σημαίνοντα και απορρέει από μια μιμητική διαδικασία. Για να γίνει πιο κατανοητό, σε μια αντιστοιχία της έννοιας των σημείων, οι μεγαλύτεροι άλλοι παραλληλίζονται με τα σημαίνοντα, ενώ τα σημαινόμενα

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 41

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ

τα οποία χαρακτηρίζουν είναι αντίστοιχα οι φαντασιακές εικόνες (κοινώς, οι φαντασιώσεις) που δημιουργούν τα άτομα για τους εαυτούς τους.

Καταχωρείται έτσι μια “συνειδητοποίηση της ετερότητας” όπως αναφέρει ο Lacan, με την έννοια ότι τα άτομα διαχωρίζονται από τους εαυτούς τους ώστε να συνειδητοποιήσουν την δική τους ατομικότητα. (Lacan, 1966)

Η παραπάνω συνθήκη ακούγεται φυσικά παράδοξη ωστόσο, κάτι τέτοιο εντείνεται εάν η φαντασιακή τάξη αναλυθεί λαμβάνοντας υπόψιν τα σύγχρονα δεδομένα. Ενώ λοιπόν, οι εαυτοί των ατόμων, ως υποκείμενα, φαίνεται να συντίθενται σταδιακά και να μην αποτελούν συνεκτικές υπάρξεις, παράλληλα, τα άτομα έρχονται αντιμέτωπα με την κοινωνική πίεση να “είναι οι εαυτοί τους”. Πρόκειται για μια συνεχή προώθηση μηνυμάτων που μπορεί να προέρχονται από παιδικές ταινίες μέχρι μουσική και κυρίως διαφημίσεις, τα οποία απαιτούν την αναγνώριση και τη συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου εαυτού. Εφόσον όμως πρόκειται για μέσα τα οποία βασίζονται στις εικόνες, τα επιτρεπτά όρια των ολοκληρωμένων εαυτών που απαιτούνται πρέπει να είναι αυστηρά και συγκεκριμένα. Για την ακρίβεια τόσο αυστηρά, ώστε τα άτομα να μπορούν να εκχωρηθούν σε κατηγορίες που αναπαρίστανται εύκολα με οπτική μορφή (ομορφιά, φυσική κατάσταση, μόδα, τρόπος ζωής κ.λπ.). Στις κατηγορίες αυτές είναι όπου οι “φαντασιακοί χαρακτήρες” δηλαδή, διασημότητες, influencers, κοινωνικά πρότυπα και κατ’ επέκταση εμείς, προσπαθούμε ουσιαστικά να δείξουμε πόσο καλοί είμαστε στο να είμαστε ο εαυτός μας. Η λειτουργία των φαντασιακών αυτών χαρακτήρων είναι εν τέλει να δημιουργούν ένα φαντασιακό του οποίου ο απόλυτος σκοπός είναι να βρίσκεται διαθέσιμο προς αγορά. Έτσι, ενώ η κατανάλωση εκφράζει αυτό που είναι τα άτομα, η σύγχρονη επιταγή απαιτεί τα άτομα να βρίσκονται στο βέλτιστο των δυνατοτήτων τους, δηλαδή να είναι, κατά το περισσότερο, αυτό που είναι. Σαν αποτέλεσμα, τα άτομα φτάνουν πλέον να παράγουν τους εαυτούς τους καταναλώνοντας, μια συνθήκη που προφανώς περιλαμβάνει την κυριολεκτική έννοια της κατανάλωσης, αλλά κυρίως την έννοια της κατανάλωσης εικόνων. Κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται ακριβώς στην οπτική αίσθηση με την έννοια της όρασης και του φωτός αλλά βασικά στη συγκρότηση μιας γλώσσας. Με άλλα λόγια, δημιουργείται ένα λεξιλόγιο εικόνων το οποίο λειτουργεί με έναν τρόπο που διαμορφώνει τα

42

άτομα, παρά με έναν τρόπο που να εκφράζει τον πραγματικό εσωτερικό τους κόσμο. Κάτι τέτοιο επικυρώνει και την προηγούμενη θεωρία του Lacan για τη λειτουργία της γλώσσας εν γένει σε σχέση με το ασυνείδητο. Ως εκ

τούτου, το φαντασιακό αποτελεί μια τάξη που συγκροτείται από οτιδήποτε αφορά το πλαίσιο των εικόνων και σχετίζεται κατά βάση με τον εσωτερικό κόσμο των ατόμων. (Bailly, 2009)

Στη συνέχεια, ο Lacan μελετά τον τρόπο με τον οποίο οι φαντασιώσεις που έχουν δημιουργηθεί στην φαντασιακή τάξη, λόγω της ταύτισης με τον ιδανικό εαυτό, ανατροφοδοτούνται προς τα έξω. Πρόκειται ουσιαστικά για μια μετάφραση αυτών των φαντασιακών εικόνων, μέσω της επικοινωνίας, σε συμβολισμούς και ειδικότερα, σε σημαίνοντα. Έτσι, τα άτομα περνούν στην συνθήκη που ο Lacan ονομάζει “Συμβολικό (Symbolic)”. Η συμβολική τάξη βασίζεται στην έννοια της επικοινωνίας. Για την ακρίβεια, το συμβολικό αποτελεί έναν μετασχηματισμό του φαντασιακού σε συνεκτικές πληροφορίες οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δομηθούν πιο ξεκάθαρα οι φαντασιώσεις των ατόμων, στη δομή του λόγου, της γραφής ή άλλων μορφών επικοινωνίας. Ως εκ τούτου, ο Lacan θεωρεί πως το συμβολικό εμφανίζεται με την απόκτηση της γλώσσας, πράγμα που δίνει και κάποια στοιχεία για τον τρόπο που συνδέονται οι δύο τάξεις χρονικά. Βέβαια, μια τέτοια χρονική σύνδεση θα μπορούσε να είναι μόνο ενδεικτική, αφού όπως έχει τονιστεί οι τάξεις του ασυνείδητου αποτελούν ένα σύμπλεγμα παρά μια συγκεκριμένη χρονική αλληλουχία. Αυτό που υποστηρίζει ουσιαστικά ο Lacan είναι ότι τα άτομα όταν αποκτούν τη γλώσσα, αποκτούν και την δυνατότητα της δημιουργίας σημαινόντων. Έτσι, ενώ το φαντασιακό αφορά κυρίως μια παθητική διαδικασία στην οποία τα σημαινόμενα (εικόνες των ατόμων για τους εαυτούς τους) χαρακτηρίζονται, το συμβολικό έχει να κάνει με μια περίπου αντίστροφη συνθήκη κατά την οποία τα σημαίνοντα παράγονται μέσω της γλώσσας. Με άλλα λόγια, για τον Lacan, στο συμβολικό εδραιώνεται η μετακίνηση της υποκειμενικότητας, που ξεκίνησε στο φαντασιακό, από καθαυτό το μυαλό του ατόμου, σε μια σχέση με τον άλλο. Ωστόσο, όπως αναλύθηκε προηγουμένως, είναι και η ίδια η γλώσσα που στρέφει τα άτομα σε μια διαφορετική κατεύθυνση από αυτήν που οδηγεί στο εσωτερικό τους. Κάτι τέτοιο, διατυπώθηκε από τον

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 43

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ

Lacan, με την ανάλυση του τρόπου λειτουργίας της γλώσσας ως σύστημα σημείων. Θεωρώντας έτσι ότι η γλώσσα είναι κάτι που διανέμεται στα άτομα σαν ένα σύνολο κανόνων που πρέπει να χρησιμοποιηθεί όπως τους δίνεται και όχι όπως πιθανώς θα τους ταίριαζε κατά περίπτωση, πιστεύει ότι τα άτομα διαμορφώνουν ασυνείδητα τη σκέψη τους σύμφωνα με τη συγκεκριμένη συνθήκη. Η προκαθορισμένη αυτή γλώσσα αναγκάζει τα άτομα να εκφράζονται με λέξεις και τρόπους που δεν αποτυπώνουν ποτέ πλήρως τις προθέσεις και τις επιθυμίες τους, άρα οι εικόνες του φαντασιακού που προσπαθούν να εκφραστούν “παραποιούνται” και σε ένα ακόμα επίπεδο. Το ζήτημα αυτό για τον Lacan, συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του όταν τα άτομα αποκτούν συγκεκριμένα τη λέξη “εγώ”. Με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που τα άτομα χρησιμοποιούν τα σημαίνοντα για να σημάνουν (δηλώσουν) οποιοδήποτε σημαινόμενο (αντικείμενο), μπορούν πλέον να κάνουν το ίδιο και για τους ίδιους τους εαυτούς τους. Συγκεκριμένα, όπως όλες οι λέξεις (δέντρο, βιβλίο, άντρες, γυναίκες) εμπίπτουν στην κατηγορία των σημαινόντων, το ίδιο ισχύει και για τη λέξη εγώ. Επιπρόσθετα, όπως φάνηκε από το στάδιο του καθρέφτη, το εγώ που χρησιμοποιείται δεν μπορεί στην πραγματικότητα να σημάνει ποτέ το “ιδανικό εγώ” που εννοούν τα άτομα. Επομένως, τα άτομα καταλήγουν να εκχωρούν τους εαυτούς τους σε καθορισμένες κατηγορίες οι οποίες δεν διαφέρουν από τις κατηγορίες στις οποίες εκχωρούν τα αντικείμενα γύρω τους.

(Lacan, 1966)

Μια τέτοια συνθήκη μπορεί επίσης να παρατηρηθεί εντονότερα αν αναλυθεί υπό το πλαίσιο των σύγχρονων εποχών. Έτσι, εξετάζοντας τις σχέσεις που συνάπτουν μεταξύ τους οι φαντασιακοί χαρακτήρες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που αναφέρθηκαν νωρίτερα, παρατηρείται ότι ο τρόπος με τον οποίο σχετίζονται τα άτομα στα μέσα αυτά, είναι συγκριτικός. Δηλαδή, η προσπάθεια των ατόμων να είναι κατά το περισσότερο οι εαυτοί τους, άρα να θεωρούνται ολοκληρωμένες ενότητες, ταυτίζεται με μια επιθυμία για προβολή. Εντωμεταξύ, για τον Lacan, το βλέμμα είναι αυτό που καθιστά τα αντικείμενα. Θεωρεί δηλαδή, πως η λειτουργία του βλέμματος είναι να κατασκευάζει εξωτερικά τον εαυτό με τον ίδιο τρόπο που κάποιος κοιτά το άτομο απ’ έξω. Ενώ λοιπόν, η πλήρης ερμηνεία της méconnaissance είναι ότι στο στάδιο του καθρέφτη το άτομο κοιτά την αντανάκλαση όπως κοιτά

44

και ένα αντικείμενο, αντίστοιχα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα άτομα

μετατρέπονται σε αντικείμενα στα μάτια των άλλων ατόμων. Κάτι τέτοιο, συμβαίνει γιατί η εμπειρία που προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν περιστρέφεται απλά γύρω από την ανάγκη για προβολή, αλλά αφορά βασικά την μέτρηση των συγκεκριμένων προβολών. Πρόκειται δηλαδή για μια ποσοτικοποίηση του αριθμού των likes και των views (προβολών) που τα άτομα προσπαθούν να αποπλανήσουν από τις μάζες. Δημιουργείται έτσι η συνθήκη ενός πλήθους σημαινόντων που τελικά δεν βρίσκεται εκεί έξω ή αναγράφεται κάτω από την κάθε ανάρτηση, αλλά ενυπάρχει μέσα στα άτομα. Εμφανίζεται άρα μια ακόμα παράδοξη συνθήκη αφού από τη μία, όπως είναι γνωστό από τη θεωρία της εξέλιξης, ο καλύτερος τρόπος για να επιβιώσει κανείς είναι να γίνει κοινωνικό ον, από την άλλη πλευρά όμως, είναι αυτή η κοινωνικότητα που περιορίζει τα άτομα στην ουσιαστική ανακάλυψη του εαυτού. Έτσι, για τον Lacan, η έννοια του “άλλου” αποκτά μια μεγαλύτερη επίδραση στη διαδικασία της συγκρότησης του εαυτού και συνεπώς του ασυνείδητου. Έτσι, μελετά αναλυτικά αυτή τη συνθήκη επειδή θεωρεί πως αυτή η έννοια του “άλλου” είναι θεμελιωδώς περιορισμένη σε συσχέτιση. Σε πρακτικό επίπεδο δηλαδή, η κατανόηση του κάθε ατόμου για το άλλο είναι πεπερασμένη αφού δεν μπορούμε να συγχωνευθούμε με τον άλλον πράγμα που για τον Lacan, δηλώνει το εγγενές και αμετάκλητο όριο της ύπαρξης μας αλλά και τη θνητότητα και την ατομικότητά μας.

(Lacan, 1966 - Bailly, 2009)

Ανακεφαλαιώνοντας, απ’ όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται το ασυνείδητο στην πορεία της ζωής των ατόμων, είναι διττός. Αφενός δηλαδή τα άτομα προσπαθούν να κατασκευάσουν έναν ιδανικό εαυτό μέσω της αλληλεπίδρασης με τους άλλους, αφετέρου τα όρια αυτής της επικοινωνίας είναι πεπερασμένα σε σχέση με την ύπαρξη των ατόμων ως μονάδες. Στο σημείο όπου αυτή η συνθήκη δεν επιδρά στα άτομα, είναι που ο Lacan τοποθετεί το “Πραγματικό (Real)”. Πριν ωστόσο από τη μελέτη της τάξης του πραγματικού, διευκρινίζει τους τρόπους με τους οποίους αυτή έννοια διαφέρει από αυτό που καλείται γενικά πραγματικότητα. Για αυτόν, η πραγματικότητα δεν είναι άλλο από μια αναπαράσταση η οποία συντίθεται από δύο παράγοντες: τη φαντασίωση των ατόμων για τη συνεκτικότητα των εαυτών τους, η οποία

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 45

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΗΜΕIΩΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΟΙΩΣΕΙΣ

κατασκευάζεται αρχικά στο στάδιο του καθρέφτη, και στη συνέχεια, τη συντήρηση και την επέκταση αυτής της φαντασίωσης μέσω της γλωσσικής κατάκτησης. Ως εκ τούτου, είναι ο συνδυασμός των τάξεων του φαντασιακού και του συμβολικού που κατασκευάζουν μαζί αυτό που αντιλαμβάνονται τα άτομα ως πραγματικότητα. Για τον Lacan, η πραγματικότητα αυτή είναι μόνο μια ψευδαίσθηση, μια αναπαράσταση, η οποία ερμηνεύεται συχνά ως “μητέρα φύση” ή “ο κόσμος που βιώνουμε καθημερινά”, ή κοινώς “η εξωτερική πραγματικότητα”. Έτσι, θεωρεί πως όλες αυτές οι έννοιες που εκφράζουν την πραγματικότητα που βιώνουν τα άτομα, αντιτίθενται στην τάξη του πραγματικού. Συνεπώς, η βιωμένη πραγματικότητα όχι μόνο δεν είναι ίδια με την πραγματική τάξη του Lacan, αλλά η πραγματικότητα που αντιλαμβάνονται τα άτομα λειτουργεί ως διαφυγή από αυτό το πραγματικό, όπως αναφέρει. (Lacan, 1966)

Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει καμία προσθετική έννοια που να μπορεί να ορίσει ακριβώς την τάξη του πραγματικού αφού πρόκειται για μια έννοια που ορίζεται μόνο με την απαγωγή. Επομένως, οτιδήποτε δεν περιγράφεται από το πλαίσιο που θέτουν οι τάξεις του φαντασιακού και του συμβολικού, περιλαμβάνεται στην τάξη του πραγματικού. Ακόμα βέβαια και αν το πραγματικό βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά από αυτήν του φαντασιακού και του συμβολικού, δεν σημαίνει ότι αποτελεί μια αρνητική έννοια αυτών, ένα εμπόδιο για την κατανόηση της πραγματικότητας. Αν θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος, κατά προσέγγιση μόνο, συμβολισμός που να παραπέμπει στο πραγματικό (ακόμη και αν αυτό δεν είναι ιδιαίτερα δόκιμο) θα μπορούσε να είναι το στάδιο της φύσης από το οποίο τα άτομα αποκόβονται οριστικά με την εισαγωγή των σημαινόντων. [...]

** Για τη συνέχεια του τεύχους επικοινωνήστε: spiridon.an@yahoo.gr

46
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.