Γιώργος Αγοραστάκης, Είμαστε από καλή γενιά, ΠΥΞΙΔΑ, 2013

Page 1

Γιώργος Γ. Αγοραστάκης

είμαστε από καλή γενιά το γένος ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

Εκδόσεις ΠΥΞΙΔΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

1


2

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

Είμαστε από καλή γενιά το γένος ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

3


4

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Εξώφυλλο, γραφικά, χάρτες, φωτογραφίες & σελιδοποίηση: Γιώργος Αγοραστάκης Έκδοση: ΠΥΞΙΔΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΚΡΗΤΗΣ Χανιά Μάρτης 2013 Copyright: Γιώργος Αγοραστάκης mail@agorastakis.gr ISBN 978-960-98066-8-8


5

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

Γιώργος ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗΣ

Είμαστε από καλή γενιά το γένος ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

Εκδόσεις ΠΥΞΙΔΑ


6

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ....................................................................................................... ΕΙΣΑΓΩΓΗ .........................................................................................................

11 13

ΜΕΡΟΣ Α’ 1o ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Οι τόποι μας και η ιστορία τους έως το 1850 Τα Λουραδιανά Δελιανών Κισσάμου και τα γύρω χωριά ..................................... Τα Τσισκιανά Επανωχωρίου Σελίνου και τα γύρω χωριά..................................... Οι επαρχίες Κισσάμου & Σελίνου και η διαμόρφωσή τους .................................. Η τουρκοκρατία .................................................................................................... H επανάσταση του 1821 ........................................................................................ Η Αιγυπτιοκρατία ..................................................................................................

19 23 25 29 36 39

2o ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η γένεση και το στέριωμα του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ - 19ος αιώνας Το γένος ΞΑΝΘΟΥΔΑΚΗ & ο Παναγιώτης ΞΑΝΘΟΥΔΑΚΗΣ - ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗΣ ....................................... Οι Ξανθουδάκηδες στην Αράδενα ........................................................................ Ο κλάδος Ξανθουδάκη στο Σέλινο ........................................................................ Το Σέλινο την Τουρκοκρατία, τέλη 18ου - αρχές 19ου αιώνα .............................. Η επανάσταση του 1821-23 στο Σέλινο ................................................................ Ο Παναγιώτης Ξανθουδάκης από τα Τσισκιανά στα Λουραδιανά Τα Λουραδιανά μετά την επανάσταση του 1821................................................... Η 1η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ ....................................................................................

45 45 47 48 52 57 58 60


8

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

3o ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Οι τελευταίες Κρητικές επαναστάσεις & η δράση του οπλαρχηγού Αναγνώστη Αγοραστάκη ......................... Η μεγάλη επανάσταση 1866- 69 ....................................................................... Η επανάσταση του 1878 .................................................................................... Ο νεοσύστατος δημοτικός θεσμός & ο Δήμαρχος Αναγνώστης Αγοραστάκης ........................................................ Η επανάσταση του 1889 ..................................................................................... Η Μεταπολιτευτική Επιτροπή και η Επανάσταση του 1896 ............................. Η πολιορκία των Βουκολιών................................................................................ Η μάχη του Δρομονέρου .................................................................................... Η επανάσταση του 1897-98 ............................................................................... Το τέλος των Τούρκων στην Αν. Κίσσαμο ......................................................... Το τέλος των Τούρκων στο Σέλινο ..................................................................... Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 .............................................................. Η Κρητική Πολιτεία και η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ..........................

63 65 74 77 83 86 87 88 91 91 93 95 98

4o ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η ανάπτυξη και η διασπορά του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ Η 2η & 3η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ - 19ος αιώνας .................................................. Η 2η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ .................................................................................. Η 3η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ ................................................................................. 20ος αιώνας - Η ανάπτυξη και η διασπορά του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ ........... Η 3η & 4η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ - 20ος αιώνας ................................................. Η διασπορά του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ ............................................................. Οι πρώτοι Αγοραστήδες Αμερικάνοι ..................................................................

103 103 105 107 107 107 107

5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Πόλεμοι - πόλεμοι - πόλεμοι Βαλκανικοί Πόλεμοι ............................................................................................ Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918 .................................................................... Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος & η Ελλάδα .............................................................. Μικρασιατική εκστρατεία ................................................................................... Η Μικρασιατική καταστροφή ............................................................................. Η περίοδος του μεσοπόλεμου - Η 4η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ ..............................

111 116 118 120 122 125


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

9

6o ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ο Β' παγκόσμιος πόλεμος και η μεταπολεμική γενιά Ο πόλεμος του ‘40 και η Μάχη της Κρήτης ......................................................... Η Γερμανική επίθεση στην Ελλάδα .................................................................... Η Μάχη της Κρήτης ............................................................................................. Η Κατοχή ............................................................................................................. Η Αντίσταση ........................................................................................................ Τα Δελιανά στην Αντίσταση ............................................................................... Η Αντίσταση στην Κίσσαμο ................................................................................ Οι τελευταίες συγκρούσεις στην Κρήτη ............................................................. Έφυγαν οι Γερμανοί κι ήρθαν οι Αγγλοαμερικανοί .......................................... Η Μεταπολεμική 5η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ στα Χανιά ....................................... Ξεχώρισαν με τη θυσία τους ...............................................................................

129 131 133 136 138 141 142 144 145 148 151

7o ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Το δέντρο του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ 1η γενιά - Η 1η οικογένεια ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ ......................................................... 2η-6η γενιά - οι απόγονοι των παιδιών του Παναγιώτη Ξανθουδάκη - Αγοραστάκη και της Μαρίας Δασκαλάκη...................................................................... Απόγονοι του Δημήτρη Αγοραστάκη και της Μαρίας Τσοντάκη ...................... Απόγονοι του Αναγνώστη (Μανόλη) Αγοραστάκη και της Μαρίας Μαλανδράκη.................................................................................................................... Απόγονοι του Δημήτρη Σφακιωτάκη και της Αντωνίας Αγοραστάκη ...............

169 173

ΧΑΡΤΕΣ - ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Αράδενα - Τσισκιανά - Λουραδιανά ................................................................... ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ............................................................................................... ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ .....................................................................................................

181 197 199

153 154 155


10

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


11

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ «Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω, γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός» Γιώργος Σεφέρης, «Δοκιμές»1.

Η χώρα μας ζει ακόμα μια δύσκολη ιστορική εποχή. Οι άνθρωποι φαίνεται να χάνουν τις ελπίδες τους και την αυτοπεποίθηση τους. Δε βρίσκουν που να στηριχτούν, που να κρατηθούν, πώς να πορευτούν. Το μέλλον φαντάζει αβέβαιο. Πιεζόμενοι από την ισοπεδωτική καθημερινότητα, την επιβληθείσα ασφυκτική οικονομική δυσπραγία, τείνουν να πεισθούν ότι δεν υπάρχει προοπτική και σωτηρία, δεν υπάρχει ελπίδα για τούτη τη γωνιά του κόσμου. Μας έλαχε να ζούμε σ’ ένα τόπο ιστορικά σεισμογενή. Σε ζώνη υψηλού ιστορικού κινδύνου. Στο μεταίχμιο της εποχής μας ακούμε την υπόκωφη βοή των επελθόντων γεγονότων και τρομάζουμε. Όμως “ιστορικοί σεισμοί” έχουν γίνει πολλές φορές στο παρελθόν και οι επιπτώσεις τους αντιμετωπίστηκαν με δύναμη και καρτερία. Μια ματιά στο παρελθόν μας θα μας μάθαινε πολλά. Το ερώτημα, λοιπόν, που γεννιέται είναι αν γνωρίζουμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, ποιες είναι οι καταβολές μας και οι υποθήκες μας. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα αποκτά ένα ξεχωριστό νόημα σήμερα, καθότι οι άνθρωποι έχουν ξεμακρύνει από τις ρίζες τους, χάνοντας την ιστορικότητά τους, χάνοντας την μνήμη τους, χάνοντας έτσι τα στηρίγματά τους και πορεύονται μόνοι, χωρίς πυξίδα, στα πέλαγα της παγκοσμιοποίησης . Όλοι μας κουβαλούμε μια ιστορία. Μια ιστορία που μπορεί να μας δώσει ένα στήριγμα. Ζούμε σε ένα τόπο που κάθε πέτρα, κάθε χωράφι, κάθε βουνό και κοιλάδα, κάθε τόπος, κάθε χωριό ενέχει μια ζώσα ιστορικότητα και μια εν δυνάμει προοπτική. Οι παλιοί μας το ξέρανε καλά. Το παρελθόν τους ήταν ο θεματοφύλακας της σοφίας και της ηθικής, η πηγή των ονείρων και της παρηγοριάς, ο οδηγός για τη ζωή τους στο


12

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

παρόν. Έδινε νόημα και σκοπό στις πράξεις τους.Τους έδινε αντοχή στις δοκιμασίες και τους συμφιλίωνε με τη μοίρα τους. Μπροστά στο αβέβαιο μέλλον, το παρελθόν, η ρίζα λειτουργούσε ως αντιστάθμισμα, δίνοντας την παρηγοριά και το κουράγιο για τον αγώνα της ζωής. Κουράγιο λοιπόν, “Κουράγιο2…, -λέει ο μεγάλος ποιητής, Οδυσσέας ΕλύτηςΣ’ ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή δώσε την περηφάνια πάρε την οργή.“ Ο ίδιος, σε μια πολύ πιο δύσκολη εποχή, το 1943, που καθημαγμένη η πατρίδα μας αδυνατούσε να βρει το δρόμο της, που οι άνθρωποι δεν είχαν που να κρατηθούν, έγραφε στον Ήλιο το πρώτο, “Είμαστε από καλή γενιά”3. Ο ποιητής έβλεπε βαθιά. Οι άνθρωποι τότε, κρατήθηκαν από την ιστορία τους, που τους έλεγε να ‘χουν πίστη στον εαυτό τους, στις δυνάμεις τους και να παλέψουν τη ζωή. “Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’ τα χέρια Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης, το γνωρίζουμε Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό, το χουμε νιώσει Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε. Είμαστε από καλή γενιά” Χανιά Μάρτης 2013 Γιώργος Γ. Αγοραστάκης

Σεφέρης Γιώργος, Δοκιμές τ. Α’, Β’,, Γ’, Ίκαρος, Αθήνα 1999 Ελύτης Οδυσσέας, Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Ίκαρος, Αθήνα 1971 3 Ελύτης Οδυσσέας, «Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα», Ήλιος ο Πρώτος, Γλάρος, Αθήνα 1943 1

2


13

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ποτέ δε πρέπει τα κλαδιά τσι ρίζες να ξεχνούνε γιατί αυτές αν μαραθούν, κι εκείνα θα χαθούνε Μαντινάδα της Κρήτης

Οι παλιοί μας είχανε συνείδηση της ιστορικότητάς τους, την οποία ανέδιδαν έντονα σε κάθε ευκαιρία. Στις συναναστροφές τους, όλο για το παρελθόν τους λέγανε, τα βάσανά τους εξιστορούσανε. Στις κουβέντες τους, περνούσανε διαρκώς από το Εγώ στο Εμείς, από το παρόν στο παρελθόν κι ενσωματώνανε τη δική τους ιστορία στην ιστορία του τόπου τους κι αντίστροφα. Η αιματοβαμμένη και τραγική ιστορία της ζωής τους, ήταν μια ιστορία που δίδασκε βαθιές αλήθειες από γενιά σε γενιά. Οι γενεαλογικές τους διηγήσεις ήταν ιστορίες δεινών και πολέμων, δοκιμασιών και αγώνων. Αυτές οι διηγήσεις αναπαραγόταν από τους νεώτερους με τον ίδιο τρόπο και περνούσαν από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά. Με το πέρασμα του χρόνου το αίμα μετατρεπόταν σε μνήμη, σε ιστορία, σε μύθο και ορισμένες φορές σε τραγούδι. Έτσι πλάθανε το μύθο τους, τη δική τους ιστορία, την ιστορία της δικολογιάς τους και εν τέλει την ιστορία και το μύθο της Κρήτης. Οι παλιές γενιές της Κρήτης που δεν ζουν πια, πάλεψαν και υπέφεραν πολύ. Δεμένοι με τη γη τους, αγωνίστηκαν σκληρά να την κρατήσουν, να την καλλιεργήσουν και να ζήσουν τις οικογένειες τους. Ο αγώνας ήταν διαρκής, σκληρός κι ορισμένες φορές λυσσαλέος απέναντι στην αρπακτικότητα των κατακτητών. Αυτοί οι ατέρμονοι αγώνες, τους έκαναν πολύ σκληρούς κι άγριους, σαν τα κακοτράχαλα κρητικά βουνά που ζούσαν. Οι παλιές γενιές της Κρήτης αποθήκευαν τις τραγικές τους εμπειρίες, κάνοντας τις μνήμη, ψυχή και πνεύμα. Ένα “Κρητικό πνεύμα” που ανέδιδε δύναμη, περηφάνια, παλικαριά, ανδρεία και κουζουλάδα μαζί. Ένα πνεύμα που υπαγόρευε μια κατηγορηματική προσταγή, ένα χρέος προς τους επιγόνους για αντίσταση, για αγώνα, για ελευθερία, για αξιοπρέπεια. Η γενεαλογία στην Κρήτη παρέμενε ζωντανή για αιώνες. Σήμερα μπορεί να έχει χάσει το κοινωνικό της κύρος και να υποβαθμίζεται η σημασία που είχε στις προηγούμενες κοινωνίες, ωστόσο η αξία και η σημασία της παραμένει μεγάλη καθόσον μπορεί


14

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

να αποτελέσει το μέσον προσέγγισης και κατανόησης της ιστορίας, της κοινωνίας και του παρελθόντος καθενός ξεχωριστά. Η μελέτη του παρελθόντος, μπορεί να οδηγήσει σε μια βαθύτερη γνώση του ανθρώπου και της κοινωνίας, να εμπνεύσει αυτοπεποίθηση, την πίστη του ανθρώπου στις δυνάμεις του, στη δράση που χρειαζόμαστε ως κοινωνία και ως έθνος σήμερα. Οι καιροί που περνούμε, κι ακόμα περισσότερο, οι καιροί που θα περάσουν τα παιδιά και τ’ αγγόνια μας, θα ‘ναι δύσκολοι. Οι οικογενειακές μας ιστορίες διδάσκουν ότι οι δυσκολίες ήταν αυτές που έδωσαν την δύναμη για τον αγώνα της ζωής των προγόνων μας. Το παρελθόν μας, λοιπόν, η ιστορία μας, η ιστορικότητά μας, οι ρίζες μας, δίνουν παρηγοριά, δύναμη κι αυτοπεποίθηση. Μ’ αυτή την έννοια το παρελθόν μας μπορεί να γίνεται καθοδηγητής του μέλλοντος μας. Η γενιά και η οικογένεια έχει ιδιαίτερη σημασία στην ιστορία της Κρήτης, από τα παλιά χρόνια. Σημαδεύει το κρητικό πολιτισμό, ως πηγή αξιομνημόνευτων γεγονότων, ως πολιτική δύναμη και ως θεματοφύλακας της μνήμης και της παράδοσης. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Ν. Καζαντζάκη στην “Ασκητική” του: “Το πρώτο σου χρέος, εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.“ Το γένος στην Κρήτη στην αρχαιότητα αποτελούσε πολιτειακό θεσμό. Την εποχή εκείνη η Κρήτη ήταν διάσπαρτη από πόλεις, που κάθε μια είχε τους θεσμούς της και την κεντρική της εξουσία-τους κόσμους- που όριζαν τα γένη της. Για αιώνες ολόκληρους, η κρητική οικογένεια οργανωμένη σε κλειστή ομάδα αντικατέστησε την Πολιτεία. Αργότερα κατά την φεουδαρχία -στην βυζαντινή και την ενετική περίοδοήρθαν άλλα ισχυρότερα γένη συνδεδεμένα με την ιδιοκτησία της γης να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία. Τα παλιά γένη παρ’ ότι έχασαν την πολιτική τους ισχύ, δεν έχασαν το κοινωνικό δεσμό τους, τον δεσμό αίματος. Η ταυτότητα του κρητικού -μέχρι τον 20ο αιώνα- ήταν η γενιά του, η δικολογιά του. “Μαρίνο με βαφτίσανε και Τζάνες η γενιά μου” έτσι υπογράφει στο τέλος τον Ερωτόκριτο ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Το στοιχείο του τόπου στην Κρήτη τονίζεται ιδιαίτερα σε όλα τα γένη, τα οικογενειακά ιστορικά και τους οικογενειακούς μύθους. Οι γενιές, τα σπίτια, τα κτήματα, οι άνθρωποι σχηματίζουν την κοινότητα και τα χωριά. Και σήμερα ακόμα η μορφή και η ζωή της οικογένειας προβάλλεται ανάγλυφα από τη δομή των οικισμών και τη μορφολογία των σπιτιών. Τα κρητικά χωριά είναι πυκνοκτισμένα και αναπτύσσονται γύρω από μικρές εκκλησίες και πλατείες, που κάποτε μοιάζουν με εσωτερικές αυλές των σπιτιών. Στο νομό Χανίων συναντάται συχνότερα το φαινόμενο των μικροοικισμών. Το φαινόμενο αυτό έρχεται από την βαθιά αρχαιότητα (από την Κρητομυκηναϊκή περίοδο) και από το παλαιότατο σύστημα οίκησης “κατά κώμας” της Δυτικής Κρήτης. “κωμηδόν ώκουν” = κατά κώμας (σε μικρούς οικισμούς) κατοικούσαν, [Στράβων]. Σε παλαιότερες εποχές που η κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, τη θέση του οικισμού καθόριζε η εργασία των κατοίκων, για να βρίσκονται πιο κοντά στη


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

15

δουλειά τους. Η ύπαρξη του νερού ήταν πολύ σημαντικός παράγοντας για την επιλογή της καταλληλότερης θέσης. Δίπλα στο σπίτι του πρώτου οικιστή, το «γεροντόσπιτο», κτίζονται τα σπίτια των παιδιών του, των εγγονών του, ενωμένα με μεσοτοιχίες, δημιουργώντας ένα οικιστικό συνονθύλευμα. Για αιώνες οι Κρητικοί στεγάστηκαν σε χαμηλά μονοκάμαρα σπίτια, με χωμάτινη στέγη. Αργότερα από τις αρχές του 20ου αιώνα τα μονώροφα πετρόκτιστα σπίτια άρχιζαν να γίνονται διώροφα με οντάδες. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι οικισμοί, αρχικά οικογενειακοί που στη συνέχεια επεκτεινόταν όσο αναπτυσσόταν οι οικογένειες. Έτσι δημιουργήθηκε και ο οικισμός των Αγοραστάκηδων τα Λουραδιανά στα Δελιανά. Οι συνοικίες, και κατ’ επέκταση το χωριό, σχηματίζεται από οικογενειακές νησίδες. Πολλές φορές ο οικισμός πήρε το όνομά του από την οικογένεια που τον πρωτοκατοίκησε. Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το έτος 1669, αποτέλεσε ένα ορόσημο στην ιστορία της. Υπό τον οθωμανικό ζυγό, το νησί βυθίστηκε στη βαρβαρότητα. Στην περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν σημαντικές ανακατατάξεις στην κοινωνία. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού άλλαξε “στρατόπεδο” με τους εξισλαμισμούς. Οι συνεχείς πόλεμοι και επαναστάσεις στο τελευταίο αιώνα έφεραν σημαντικές απώλειες και μετακινήσεις στο πληθυσμό. Τα σύγχρονα γένη της Κρήτης, διαμορφώθηκαν το 19ο αιώνα. Την περίοδο αυτή συντελέστηκαν μεγάλες ανακατατάξεις και μετακινήσεις στο πληθυσμό, ως αποτέλεσμα των συνεχών εξεγέρσεων και πολέμων. Μια εσωτερική μετανάστευση έγινε με μεγαλύτερη ένταση στα μέσα του 19ου αιώνα. Έτσι νέα γένη φύτρωσαν σε νέους τόπους. Νέοι οικισμοί δημιουργήθηκαν. Οι δεσμοί με τους τόπους προέλευσης αδυνάτισαν. Στην Κρήτη, οι οικογενειακοί μύθοι και οι ιστορίες -στην προφορική εποχή- διατηρούσαν μνήμες συνήθως μέχρι τέσσερις γενιές. Ο σχηματισμός λοιπόν των σημερινών γενών είναι αποτέλεσμα ιστορικών συνθηκών εκείνης της περιόδου. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί και το γένος ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ. Σ’ αυτό το βιβλίο αρχίζουμε την γενεαλογία μας με την παράθεση των ιστορικών γεγονότων του 19ου αιώνα που οδήγησαν στην γένεση και τη διαμόρφωση και του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ. Η απόπειρα να προσεγγίσει κανείς την γενεαλογία σε μεγαλύτερο βάθος είναι δυσχερής ή/και αδύνατη, για τον λόγο ότι η σκοτεινή εποχή της τουρκοκρατίας στην Κρήτη δεν άφησε γραπτά στοιχεία. Θυμάμαι το πατέρα μου, όταν ήμουν μικρός να μου διηγείται πολλές φορές την οικογενειακή μας ιστορία σαν ένα παραμύθι: “ο πρόγονός μας ήταν ένας Ξανθουδάκης από το Σέλινο, που στα παλιά χρόνια ήρθε και κατοίκησε στο χωριό μας τα Λουραδιανά. Ο Ξανθουδάκης πολεμούσε τους Τούρκους και όταν σκότωσε ένα αιμοβόρο γενίτσαρο, έφυγε από το χωριό του για να μην τον σκοτώσουν οι άλλοι γενίτσαροι και ήρθε και κατοίκησε στα Λουραδιανά, όπου αγόρασε από άλλο τούρκο την περιουσία του. Άλλαξε και το επίθετό του από Ξανθουδάκης σε Αγοραστάκης, ώστε να μην μπορούν να τον βρουν οι διώκτες του Σελινιώτες γενίτσαροι. Μετά από κάμποσα χρόνια τον εντόπισαν και ήρθαν δύο τούρκοι στο σπίτι του στα Λουραδιανά για να τον συλλάβουν και να τον μεταφέρουν στο Σέλινο. Αυτός τους ξεγέλασε και κατάφερε να τους σκοτώσει τους δύο”.


16

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Μ’ αυτήν την διήγηση, που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, ξεκινώ το βιβλίο. Μ’ αυτήν την διήγηση επιχειρώ ένα οδοιπορικό στο παρελθόν, προκειμένου να την διερευνήσω και να την ερμηνεύσω ιστορικά. Ανατρέχω λοιπόν στην ιστορία, όπως αυτή εξελίσσεται το 19ο αιώνα στις επαρχίες Σελίνου και Κισσάμου των Χανίων, με σκοπό να προσδιοριστεί το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξεκινά και αναπτύσσεται το γένος Αγοραστάκη. Η εξιστόρηση επικεντρώνεται στα γεγονότα, στα πρόσωπα και τις καταστάσεις στο Σέλινο στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, απ’ όπου ξεκινά το γένος ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ και στην Κίσσαμο στο δεύτερο μισό του 19ου και στον 20ο αιώνα, όπου αναπτύσσεται. Έμφαση δίνεται στο απώτερο παρελθόν στην πιο μακρινή και άγνωστη εποχή, το 19ο αιώνα. στο Α’ ΜΕΡΟΣ’ Στο 1ο Κεφάλαιο κάνουμε μια αναδρομή βαθύτερα στο παρελθόν, επικεντρωμένη στις επαρχίες Σελίνου και Κισσάμου και στα χωριά Τσισκιανά Επανωχωρίου Σελίνου και Λουραδιανά Δελιανών Κισσάμου από τα τέλη του 18ου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, προκειμένου να ορίσομε το ιστορικό και χωρικό πλαίσιο που διαδραματίζεται η ιστορία μας. Το 2ο Κεφάλαιο αναφέρεται ση γένεση του γένους Αγοραστάκη από το Παναγιώτη Ξανθουδάκη. Στα πως, πότε και γιατί της μετοίκησής του από τα Τσισκιανά στα Λουραδιανά. Στο 3ο Κεφάλαιο συνεχίζουμε την ιστορία της περιοχής στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σε συνδυασμό με τη δράση του οπλαρχηγού Αναγνώστη (Μανόλη) Αγοραστάκη. Το 4ο Κεφάλαιο αναφέρεται στο στέριωμα του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ το 19ο αιώνα με τη 2η και 3η γενιά και στην ανάπτυξη και διασπορά του τον 20ο αιώνα, με την 3η και 4η γενιά. Το 5ο Κεφάλαιο αναφέρεται στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα μέχρι τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το 6ο Κεφάλαιο επικεντρώνεται στα ιστορικά γεγονότα του β’ παγκοσμίου πολέμου στην Κίσσαμο και στην Κρήτη, στη δράση και την πορεία των Αγοραστάκηδων αυτή την περίοδο και κλείνει με την τελική διασπορά του γένους την μεταπολεμική περίοδο και την ερήμωση των Λουραδιανών. στο Β’ ΜΕΡΟΣ’ και στο 7ο Κεφάλαιο παρουσιάζεται συνοπτικά το οικογενειακό δέντρο ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ & ΣΦΑΚΙΩΤΑΚΗ, σε 6 γενιές. Η καταγραφή και αποτύπωση του γενεαλογικού δέντρου έγινε στη βάση ενός κανόνα. Το δέντρο ακολουθεί τα άρρενα μέλη της οικογένειας που φέρουν το επίθετο ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗΣ. Στα θηλυκά σταματά στα παιδιά ή τα εγγόνια τους με εξαίρεση τους απογόνους των θηλυκών που ήταν εγκατεστημένα στα Λουραδιανά, όπως είναι οι Σφακιωτάκηδες. Το γένος ΣΦΑΚΙΩΤΑΚΗ ξεκινά από το γένος ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ και αναπτύσσεται στον ίδιο χώρο, στα Λουραδιανά.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

17

Η εξιστόρηση συμπληρώνεται με χάρτες και φωτογραφίες από τα μέρη και τα πρόσωπα αναφοράς. Αναλυτικότερη φωτογραφική παρουσίαση για τα πρόσωπα θα υπάρχει στην ηλεκτρονική έκδοση του γενεαλογικού δέντρου. Στο τέλος του βιβλίου, παρατίθενται όλες οι πηγές και η βιβλιογραφία. Οι υποσημειώσεις αναφέρονται σε διευκρινήσεις, περισσότερες πληροφορίες ή πηγές πληροφοριών. Για την καταγραφή της ιστορίας βασίστηκα κυρίως στα συγγράμματα της βιβλιογραφίας όπως και σ’ όλα τα διαθέσιμα κρατικά και ιστορικά αρχεία που βρίσκονται στα Χανιά, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις υπηρεσίες της Αυτοδιοίκησης, το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων, αλλά και σ’ άλλα ηλεκτρονικά αρχεία διαθέσιμα στο διαδίκτυο. Για τη δημιουργία του γενεαλογικού δέντρου και τα ατομικά στοιχεία που περιέχει, άντλησα πληροφορίες από τα Μητρώα Αρρένων και τα Δημοτολόγια των Δήμων του Νομού Χανίων. Στα μητρώα αρρένων που συντάχθηκαν το 1927 από τις τότε νεοδημιουργημένες Κοινότητες, καταχωρήθηκαν μόνο τα άρρενα τέκνα με την ημερομηνία γέννησης τους. Υπάρχουν πολλές ελλείψεις στις εγγραφές όπως επίσης και λάθη στα έτη γέννησης μεταξύ 1850-1900. Τα δημοτολόγια δημιουργήθηκαν το 1955 και καταχωρήθηκαν σ’ αυτά όλα τα οικογενειακά στοιχεία από τις αρχές του 20ου αιώνα. Για καλή μας τύχη βρήκαμε στα χέρια των απογόνων δύο εφημέριων της περιοχής μας τα βιβλία τους, στα οποία καταχωρούσαν τα στοιχεία των βαπτίσεων που έκαναν το 19ο αιώνα. Ο πρώτος είναι ο παπά Γιάννης Τεμενιωτάκης εφημέριος Πανεθήμου-ΔελιανώνΖυμβραγού, ο οποίος από το 1850 τηρούσε βιβλίο βαπτίσεων - θανάτων των χριστιανών μέχρι το 1904. Ο δεύτερος είναι ο παπά Μιχάλης Παπουτσάκης από το Πρόδρομο Δελιανών, που διαδέχτηκε το παπά Γιάννη Τεμενιωτάκη το 1888 και τηρούσε βιβλίο βαπτίσεων από το 1888 ως το 1925. Τα βιβλία των εφημέριων αποδείχτηκαν πολύτιμα στην σύνταξη του γενεαλογικού δέντρου, καθόσον είναι οι μοναδικές γραπτές πηγές με ατομικά στοιχεία στην περιοχή την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας. Για το σχηματισμό του γενεαλογικού δέντρου οφείλω πολλές ευχαριστίες σ’ όλα τα ξαδέρφια για την βοήθειά τους. Γιώργος Γ. Αγοραστάκης

Αφιερωμένο στην ιερά μνήμη των συγγενών και προγόνων


18

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


19

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

ΜΕΡΟΣ Α’ 10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Οι τόποι μας & η ιστορία τους έως το 1850

Τα Λουραδιανά Δελιανών Κισσάμου & τα γύρω χωριά Τα Λουραδιανά4 σήμερα είναι ένας οικισμός της δημοτικής κοινότητας Δελιανών5 Κισσάμου με κατοίκους, δυο αλλοδαπές οικογένειες. Η κοινότητα Δελιανών αποτελείται από εφτά οικισμούς. Δελιανά, Πρόδρομος, Καμάρα, Πύργος, Γρα-Κερά, Καλάμι και Λουραδιανά. Διοικητικά δημιουργήθηκε το 19266 και πήρε το όνομα της από το κεντρικό οικισμό Δελιανά.

Υψόμετρο: 207 μέτρα, γεωγραφικό Μήκος: 23o 44’ 27” E, γεωγραφικό Πλάτος: 35o 27’ 14” N Δημοτική Κοινότητα Δελιανών (απογραφή 2001) 213 κάτοικοι. Οικισμοί: Δελιανά 80, Γρα-Κερά 37, Καλάμι 17, Καμάρα 57, Πύργος 22 6 Κοινότητα Δελιανών: Το 1926 (ΦΕΚ 381Α - 29/10/1926) συστάθηκε η κοινότητα Δελιανών με έδρα τον οικισμό Δελιανά στην οποία προσαρτήθηκαν οι οικισμοί Λουραδιανά, Πύργος Πρόδρομος Δελιανά Γρα - Κερά Καλάμι Καμάρα και αποσπάστηκαν από την Κοινότητα Πανεθήμου που είχε συσταθεί προηγούμενα το 1925 (ΦΕΚ 27Α - 31/01/1925). Το 1940 καταργήθηκε ο οικισμός Πρόδρομος (ΦΕΚ - 16/10/1940) και το 1961 ο οικισμός Λουραδιανά (ΦΕΚ - 19/03/1961). Το 1997 καταργήθηκε η Κοινότητα Δελιανών (ΦΕΚ 244Α - 04/12/1997) και συνενώθηκε με άλλες στο Δήμο Κολυμβαρίου και το 2010 οι Δήμοι Κολυμβαρίου Βουκολιών, Πλατανιά και Μουσούρων συνενώθηκαν στο νέο Δήμο Πλατανιά (Καλλικράτης). 4 5


20

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Δεν υπάρχουν σημάδια που να μαρτυρούν πότε για πρώτη φορά οικίστηκαν τα Λουραδιανά. Το τοπωνύμιο <Λουραδιανά> πιθανότατα είναι ανδρωνυμικό και προέρχεται από το επίθετο Λουράντος. Τα ονόματα των περισσοτέρων μικροοικισμών του νομού Χανίων, οφείλονται στο επώνυμο του πρώτου οικιστή και δόθηκαν όχι από τους ίδιους τους ιδρυτές, αλλά από τους κατοίκους των κοντινών χωριών. Το επίθετο Λουράντος συναντάμε σε μια απογραφή των ναών και των μονών της Περιοχής Χανίων του έτους 1637, όπου μνημονεύεται ο τότε εφημέριος Μελέτιος Λουράντος, που ιερουργούσε στον Ιερό ναό του Σωτήρα της Πανεθήμου. Η απογραφή αναφέρει: “Calogero Meletio Lurando et da in nota officiar la ch del nostro Salbatore nel cl. Paneffimo, con cura di anime et intrada botta una di vino con quella vive uno calogero”, δηλαδή : «Ο καλόγερος Μελέτιος Λουράντος λειτουργεί την Εκκλησία του Σωτήρα μας στο χωριό Πανέφημο με ενορίτες και πρόσοδο ένα βαρέλι κρασί με το οποίο ζει ο καλόγερος». Αυτός ο ναός υπήρχε στη θέση που βρίσκεται σήμερα ο δίκλιτος ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και του Αγίου Σπυρίδωνα, ο οποίος οικοδομήθηκε περίπου το έτος 1880 πάνω στα θεμέλια του παλαιότερου ναού. Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν ο μοναχός να προέρχεται από οικογένεια που κατοικούσε στα Λουραδιανά και έδωσε το όνομά της στον οικισμό, αλλά ακόμη μπορεί και ο ίδιος να κατοικούσε εκεί7. Τα Λουραδιανά αναφέρονται πρώτη φορά στην απογραφή του 1900 ως οικισμός του Δήμου Πανεθήμου με 31 κατοίκους (16 άρρ. /15 θήλ.). Το 1920 ως οικισμός στην Κοινότητα Προδρόμου με 61 κατ. , το 1928 ως οικισμός στην Κοινότητα Δελιανών με 46 κατ. (23 άρρ. /23 θήλ.), το 1940 με 35 κατ. και το 1951 με 38 κατ. Στις επόμενες καταγραφές δεν αναφέρεται γιατί ενσωματώθηκε με τα Δελιανά. Τα Λουραδιανά λοιπόν ήταν και είναι ένας μικροοικισμός, που πρέπει να δημιουργήθηκε το 16ο - αρχές του 17ου αιώνα. Κατά την Τουρκοκρατία αυτό το χώρο πρέπει να κατείχε τουρκική οικογένεια και τα Λουραδιανά την περίοδο εκείνη θα ήταν πρώτα τιμάριο (μουκατάς) και αργότερα τσιφλίκι, με κτηματική περιφέρεια όλη την έκταση βόρεια από τα Δελιανά μέχρι και το νότιο Άστρικα8 και την οποία απέκτησε αργότερα ο Παναγιώτης Ξανθουδάκης - Αγοραστάκης. Το 19ο αιώνα αναπτύχθηκε ως οικογενειακός οικισμός των Αγοραστήδων.

7 Το επίθετο Λουράντος έχει ενετική προέλευση και συναντάται σήμερα στα Κήθυρα και τα Επτάνησα. Στα Χανιά συναντάμε το επίθετο Λουραντάκης. 8 Άστρικας: Μια μικρή επιτύμβια επιγραφή και πιθανώς τάφος του 5ου – 6ου αιώνα που βρέθηκε στον Άστρικα, ίσως να δηλώνει ότι η θέση αυτή κατοικείτο τουλάχιστον στην πρώτη βυζαντινή περίοδο. Ο ίδιος οικισμός επίσης συναντάται και στο Κατάστιχο Φεούδων της τούρμας Κισσάμου τον 14ο αιώνα. Με σχετική βεβαιότητα λοιπόν μπορεί να ειπωθεί ότι πρόκειται για θέση με συνεχή κατοίκηση.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

21

Δελιανά Τα <Δελιανά> εμφανίζονται πρώτη φορά ως συνοικισμός του Δήμου Πανεθήμου. Ο οικισμός άρχισε να σχηματίζεται στα τέλη του 190υ αιώνα9. Οι άλλοι οικισμοί των Δελιανών εμφανίζονται πιο πριν μεμονωμένα ή -μετά την δημιουργία του Δήμου Πανεθήμου (1879)- ως οικισμοί του Δήμου. Τα παλιότερα σημάδια εποίκησης στη περιοχή υπάρχουν για το γειτονικό συνοικισμό Πρόδρομος10. Η πρώτη εγκατάσταση βρίσκεται απέναντι από το σημερινό οικισμό, όπου διασώζονται υπολείμματα του προηγούμενου οικισμού με το όνομα Βασιλιανά. Πιο νότια στην θέση του σημερινού Αη Φώτη βρισκόταν μια άλλη συνοικία με το όνομα Κορτζιανά. Λέγεται ότι μια επιδημία πανώλης υποχρέωσε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τον οικισμό τους. Με την μετοίκηση κατοίκων των οικισμών Κορτζιανών και Βασιλιανών στη θέση του μοναστηριού Αγ. Ιωάννου Προδρόμου δημιουργήθηκε ο οικισμός Πρόδρομος. Οι τοιχογραφίες της εκκλησίας μαρτυρούν την ηλικία του μοναστηριού και πιθανότατα του οικισμού. Η παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου σε τυφλό αψίδωμα του νάρθηκα του ναού, έγινε στις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα. Πρόκειται για έργο του δραστήριου ζωγράφου Θεόδωρου-Δανιήλ Βενέρη, που μαζί με τον ανιψιό του Μιχαήλ, διακόσμησαν ένα μεγάλο αριθμό εκκλησιών της Δυτικής Κρήτης εκείνη την εποχή. Σε αυτή τη συνοικία τη δεκαετία του 1830, παντρεύτηκε κι ο γεννήτορας του σογιού ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ, Παναγιώτης Ξανθουδάκης-Αγοραστάκης τη γυναίκα του Μαρία από την οικογένεια Δασκαλάκη.

Οι πρώτες κατοικίες φαίνεται δημιουργήθηκαν από Μαυροματάκηδες που επίκοισαν τον χώρο. Ακολούθησαν οι Αγοραστάκηδες από τα Λουραδιανά (τα παιδιά και τα εγγόνια του Δημήτρη και του Μανόλη), που έκτισαν καταστήματα σε αγροτεμάχια που διέθεταν. Είναι πολύ πιθανόν το όνομα να δόθηκε από τον οικισμό μετοίκησης <Δελιανά> της περιοχής Πελεκάνου Σελίνου ο οποίος καταγράφεται από το 1842. Το τοπωνύμιο προέρχεται από την τουρκική λέξη deli = τρελός, ριψοκίνδυνος, παλικαράς (Σπανάκης, Πόλεις, B’, 587). 10 Πρόδρομος: Στο Κατάστιχο Φεούδων της βενετικής τούρμας Κισάμου καταγράφεται τον 14ο αιώνα ο οικισμός με το όνομα Προδρόμι. Και με το στοιχείο αυτό, μπορεί να καταταγεί ο οικισμός Πρόδρομος στην ενετική περίοδο. Στην βενετική περίοδο καταγράφεται ως Prodhromo το 1577 από τον Fr. Barozzi και από το Βασιλικάτα το 1630. Η ενετική οικογένεια στην οποία ανήκε η το χωριό ήταν η οικογένεια Ρενιέρη. Κατά την οθωμανική περίοδο, ο Πρόδρομος κατοικούνταν από χριστιανούς ορθόδοξους και μουσουλμάνους. Στην απογραφή του 1670 αναφέρεται μαζί με τον οικισμό Κριθαρές (Prodromo ma’a Kıritares) και καταγράφονται χριστιανικοί και μουσουλμανικοί κλήροι. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 δεν αναφέρεται και στην απογραφή του 1881 καταγράφεται ως Πρόδρομος και Πύργος με 181 χριστιανούς στο Δήμο Πανεθήμου. Μετά την απελευθέρωση απογράφονται το 1900 - 98 κάτ. και το 1920 - 95κατ. 9


22

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Επίσης στο Κατάστιχο Φεούδων της βενετικής τούρμας Κισσάμου τον 14ο αιώνα συναντώνται ακόμα οι οικισμοί: Καμάρα, Πύργος, Καλάμι. Το στοιχείο αυτό μπορεί να τους κατατάξει στην ενετική περίοδο11. Στο κατάστιχο δεν υπάρχουν τα Λουραδιανά, τα Δελιανά και η Γρα-Κερά. Βάσιμα υποθέτομε ότι είναι οικισμοί μεταγενέστεροι του 14ου αιώνα.

Πανέθημος Ένας από τους παλαιότερους οικισμούς της περιοχής πρέπει να ήταν η Πανέθημος. Ως Πανέθημος (ή Πανεύφημος) συναντάται για πρώτη φορά σε νοταριακό έγγραφο του Χάνδακα το 1256 και τον 14ο αιώνα στο Κατάστιχο Φεούδων της τούρμας Κισσάμου. Οι αναφορές στα έγγραφα του 13ου και 14ου αιώνα, υποδεικνύουν ότι ο οικισμός πρέπει να αναχθεί στην δεύτερη βυζαντινή περίοδο12. Το όνομα Πανέθημος προέρχεται πιθανότατα από το Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου, που βρίσκεται στην δυτική είσοδο του χωριού13. Επί τουρκοκρατίας, κατά τις απελευθερωτικές επαναστάσεις από το 1866 και μετά, η Πανέθημος ήταν τόπος συνάθροισης των επαναστατών.

Καμάρα: καταγράφεται ως Camara την ενετική περίοδο από τον Fr. Barozzi to1577. Δεν αναφέρεται στις κατοπινές καταγραφές. Το πιθανότερο είναι να συμπεριλαμβάνεται στο Πρόδρομο. Πύργος: Εμφανίζεται μεταγενέστερα στην απογραφή του 1881, όπου καταγράφεται μαζί με τον οικισμό Πρόδρομος με 181 χριστιανούς συνολικά. Καλάμι: Η παλαιότερη αναφορά του οικισμού εντοπίζεται στη ενετική περίοδο όπου καταγράφεται ως Callami από το Καστροφύλακα το 1583 με 49 κατ. και Calami Mesavlia το 1630. Κατά την οθωμανική περίοδο, το Καλάμι καταγράφεται Kalami Mesavli στην απογραφή του 1650 και κατοικούνταν από χριστιανούς ορθόδοξους. Στην απογραφή του 1670 αναφέρεται ως σουλτανικό χάσι με το όνομα Kalami και καταγράφονται στο χωριό χριστιανικοί και μουσουλμανικοί κλήροι. Δεν αναφέρεται στις απογραφές του 19ου αιώνα. Γρα Κερά: Εμφανίζεται πρώτη φορά στην απογραφή του 1881 με 89 χριστιανούς. Στη Γρα-Κερά συναντάμε το Μετόχι που πριν ήταν το Μοναστήρι Οδηγήτριας και κατασκευάστηκε αρχές του 1600 12 Οι απογραφές που έγιναν στην περίοδο της Ενετοκρατίας αναφέρουν το τοπωνύμιο: Panephimo (1577, Barrozi), Paneffimos (Καστροφύλακας, με 129 κατοίκους το έτος 1583), Paneffimo (1630, Basilikata) και την οθωμανική περίοδο Panetimo (1650), Panesimo (1670), Panethimos (1832), Πανέθυμο (1842), Πανέθημος (1881). Κατά την οθωμανική περίοδο, η Πανέθημος κατοικούνταν από χριστιανούς ορθόδοξους και μουσουλμάνους. Στην απογραφή του 1670 καταγράφονται χριστιανικοί και μουσουλμανικοί κλήροι στο χωριό. Στην απογραφή του 1832 καταγράφονται 30 χριστιανικές και 10 μουσουλμανικές οικογένειες. Στην απογραφή του 1881 καταγράφονται 46 χριστιανικές, 3 μουσουλμανικές και στην Κρύα Βρύση 8 χριστιανικές οικογένειες. 13 Για την Πανέθημο, ο Ιστοριοδίφης Στέργιος Σπανάκης γράφει: “ Το πιθανότερο συνεπώς είναι, ότι το σωστό όνομα είναι Πανεύφημος, όπως το αναφέρουν όλοι οι απογραφείς του 16ου αιώνα, πιθανόν από οικογενειακό επώνυμο ή από επωνυμία της Παναγίας και μετατράπηκε σε νεώτερους χρόνους το φ σε θ. Καλό θα ήταν λοιπόν να επανέλθει το σωστό τοπωνύμιο Πανεύφημος”. 11


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

23

Τα Τσισκιανά Επανωχωρίου Σελίνου & τα γύρω χωριά Τα Τσισκιανά14 σήμερα -όπως και παλιά- είναι ένας μικρός οικισμός της δημοτικής κοινότητας Επανωχωρίου15 στο βόρειο τμήμα του ανατολικού Σελίνου. Σε αυτή την περιοχή μετοίκησε από την Αράδενα Σφακίων στα τέλη του 18ο αιώνα, έζησε και ζει η οικογένεια Ξανθουδάκη. Η ευρύτερη περιοχή του ανατολικού Σελίνου είναι μέρος ορεινό τραχύ και άγριο. Περιλαμβάνει διάσπαρτα πλήθος μικρών οικισμών ορισμένοι από τους οποίους ξεκινούν από την αρχαϊκή εποχή16. Η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε τα τελευταία χρόνια στα Τσισκιανά το αγροτικό ιερό του Ποσειδώνα. Τα εκατοντάδες αναθηματικά ειδώλια17 που βρέθηκαν γύρω από το βωμό του ιερού, αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός λατρευτικού χώρου, που λειτούργησε για πολλούς αιώνες την αρχαιότητα. Μεταγενέστερα στη βυζαντινή περίοδο -το 14ο αιώνα- στο ίδιο μέρος κατασκευάζεται ο χριστιανικός ναός του Αγίου Ευτυχούς (Ευτυχίου) και ξανά δημιουργείται ένας νέος τόπος λατρείας για όλους τους Σελινιώτες και ο οποίος λειτουργεί διαχρονικά ως πανσελινιώτικο σημείο αναφοράς, τόπος λατρείας και πολιτισμού. Το μεγαλύτερο πανηγύρι της περιοχής γίνεται στον Άγιο Ευτύχη στα Τσισκιανά στις 24 Αυγούστου. Ο Άγιος Ευτύχης θεωρείται ο προστάτης ολόκληρης της επαρχίας Σελίνου.

Υψόμετρο: 520 μέτρα, γεωγραφικό Μήκος: 23o 48’ 35” E, γεωγραφικό Πλάτος: 35o 19’ 04” N Δημοτική Κοινότητα Επανωχωρίου 361 κάτοικοι (απογραφή 2001) - Οικισμοί: το Επανωχώρι 114, η Αγία Ειρήνη 84, ο Πρινές 133, ο Σελινιώτικος Γύρος [0], τα Τσισκιανά 30. Η παλαιότερη αναφορά του οικισμού εντοπίζεται στη βενετική περίοδο Με τις ονομασίες Lacus Apano (1577), Lacus Apanocori (1583). Κατά την οθωμανική περίοδο, το Απανωχώρι κατοικούνταν από χριστιανούς. Στην απογραφή του 1670 αναφέρεται ως Λάκκος Απανοχώρι Lakos Apanohori (1670) και καταγράφονται χριστιανικοί και μουσουλμανικοί κλήροι, ενώ αποτελούσε σουλτανικό χάσι. Αργότερα ονομάζεται Epáno-Khorió (1832) με 1 μουσουλμανική και 30 χριστιανικές οικογένειες & Απανωχώρι (1881) με 63 χριστιανικές οικογένειες. 16 Στα νότια της περιοχής στο τέλος της κλασικής περιόδου, περί το 350 π. Χ. αναπτύχθηκαν τα κέντρα-πόλεις, η Έλυρος κοντά στο Ροδοβάνι, η Υρτακήνα νότια του χωριού Τεμένια και η Λισσός στα παράλια δυτικά της Σούγιας. Λίγο αργότερα, στα τέλη των ελληνιστικών χρόνων ή στους πρώτους χρόνους της ρωμαιοκρατίας, αναπτύχτηκαν η Κάνδανος στα ενδότερα και η Συία -επίνειο της Ελύρου- (Σούγια) στα παράλια. 17 Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα ειδώλια ταύρων και χρονολογούνται από τον 4ο π. Χ. έως 2ο μ. Χ. αιώνα και ορισμένα εκτίθενται σήμερα στο αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων. 14 15


24

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η πρώτη οίκηση στο χωριό Τσισκιανά δεν είναι γνωστό πότε έγινε. Υποθέτομε ότι μπορεί να έγινε μαζί ή μεταγενέστερα με το ναό του Α. Ευτυχίου περί τον 14ο αιώνα και ο οικισμός να πήρε το όνομά του από την πρώτη οικογένεια “Τσισκάκη” που εγκαταστάθηκε εκεί. Το επίθετο “Τσισκάκης” συναντάμε αργότερα κατά την Τουρκοκρατία στο χωριό. Τα Τσισκιανά καταγράφονται την ενετική περίοδο για πρώτη φορά το 1577 από τον Fr. Barozzi ως Cischiana. Επίσης από το Καστροφύλακα το 1583 ως Apuranea Cischiana με 90 κάτοικους και από τον Βασιλικάτα το 1630 ως Cissichiana. Στην Τουρκοκρατία στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 καταγράφονται ως Tzikiana με 7 χριστιανικές οικογένειες και 1 τούρκικη και στην απογραφή του 1881 με 53 χριστιανούς σε 11 οικογένειες. Μετά την απελευθέρωση καταγράφονται το 1900 - 53 κάτ. , το 1920 - 85 κάτ. , το 1928 - 76 κάτ. και πρόσφατα (2001) 30 κάτοικοι.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

25

Οι επαρχίες Κισσάμου & Σελίνου και η διαμόρφωσή τους Η εξιστόρησή μας διαδραματίζεται κυρίως στις δύο δυτικές επαρχίες του Νομού Χανίων. Η επαρχία Κισσάμου βρίσκεται βορειοδυτικά στο νομό και συνορεύει ανατολικά με την επαρχία Κυδωνίας και νότια με την επαρχία Σελίνου. Η επαρχία Σελίνου καταλαμβάνει το νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, συνορεύοντας ανατολικά τη επαρχία Σφακίων και βόρεια με τις επαρχίες Κισσάμου και Κυδωνίας. Οι επαρχίες στην Κρήτη σχηματίστηκαν στην βάση της φεουδαρχικής διαίρεσης -τούρμες- της βυζαντινής και βενετικής περιόδου. Σήμερα βέβαια, επαρχίες δεν υπάρχουν, αλλά αποτελούν ένα ιστορικό κατάλοιπο κοινωνοικονομικής, πολιτιστικής και διοικητικής διαίρεσης, το οποίο έχει ενσωματωθεί ισχυρά στην ταυτότητά μας. Λέμε “είμαστε Κισσαμίτες” “είμαστε Σελινιώτες”. Θα περάσουν πολλές γενιές για να εκλείψει και να διαγραφεί από την συνείδηση των ανθρώπων της περιοχής μας, η ταυτότητα της επαρχιακής καταγωγής.

Από τη βυζαντινή στη βενετική τούρμα (Κρήτη, 13ος- 14ος αιώνας)18 Ο θεσμός της τούρμας ( turma), ανάγεται στον 7ο αι. και είναι κυρίως γνωστός σε σχέση με το σύστημα των “θεμάτων” του Βυζαντίου. Αρχικά η τούρμα είχε το χαρακτήρα στρατιωτικής μονάδας 3.000 ανδρών. Επικεφαλής της τούρμας ήταν ο τουρμάρχης. Σταδιακά η τούρμα από στρατιωτικό σώμα κατέληξε σε διοικητική μονάδα, υποδιαίρεση του θέματος. Μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά (961 μ. Χ. ) και την απελευθέρωσή της από τους Άραβες, το νησί επανέρχεται στη βυζαντινή κυριαρχία και αναδιοργανώνεται κατά το διοικητικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Αποτέλεσε αυτόνομο “θέμα” και μάλιστα σε αρκετά υψηλή θέση στην ιεραρχία, ενδεικτικό της σπουδαιότητας της. Όπως κάθε θέμα ήταν κι αυτό διαιρεμένο σε τούρμες, με τη στρατιωτική και τη γεωγραφική έννοια του όρου. Στα τέλη του 11ου αιώνα, επί αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, η Κωνσταντινούπολη απέστειλε στην Κρήτη ισχυρές αρχοντικές οικογένειες. Αυτά τα “αρχοντόπουλα” όπως ονομάζονταν περιβλήθηκαν με βασιλικά προνόμια, εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της νήσου, ως επικεφαλής σε τούρμες και ήταν οι φεουδάρχες - γαιοκτήμονες, που στήριζαν την αυτοκρατορική εξουσία στο νησί.

Χαράλαμπος ΓΑΣΠΑΡΗΣ, BYZANTINA ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ 14 [http://www. byzsym. org/index. php/bz/article/view/878] 18


26

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η βενετική Πολιτεία μετά την απόκτηση της Κρήτης το 1204, στηρίχθηκε στις προϋπάρχουσες διοικητικές και στρατιωτικές δομές, όπως και τις κτηματικές οριοθετήσεις. Διατήρησε τη διαίρεση του νησιού σε τούρμες και χωριά. Πιθανότατα διατήρησε και την οριοθέτηση της κτηματικής περιουσίας των βυζαντινών γαιοκτημόνων, την οποία κατάφερε εν μέρει να δημεύσει και να ανακατανείμει στους βενετούς αποίκους. Το νησί, στη διάρκεια ήδη του 13ου αι., διαιρέθηκε σε τέσσερις περιφέρειες, τα τεριτόρια (territorii) ή ρεκτορίες (rectoria), των Χανίων, του Ρεθύμνου, του Χάνδακα και της Σητείας και οι οποίες διοικούνταν από τον ρέκτορα (rector). Οι ρεκτορίες υποδιαιρέθηκαν σε φέουδα που αντιστοιχούσαν στις βυζαντινές τούρμες. Χάρη κυρίως στα Κατάστιχα των φέουδων της Κρήτης19, μπορούν να προσδιοριστούν σήμερα με σχετική ακρίβεια τα όρια και ο πυρήνας της κάθε τούρμας. Στην ρεκτορία των Χανίων ανήκαν οι τούρμες: Η τούρμα Κισσάμου (Chissamo) που καταλάμβανε περίπου τη σημερινή ομώνυμη επαρχία, η τούρμα Άρνας (Arna) τη σημερινή επαρχία Σελίνου, η τούρμα Κουφού (Cuffo) που βρισκόταν γύρω από το ομώνυμο χωριό στη σημερινή επαρχία Κυδωνίας, η τούρμα Ψυχρού (Psichro) που καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής επαρχίας Αποκορώνου και η τούρμα Καλαμώνος (Calamona, Calamonensis) που περιλάμβανε ένα μικρό τμήμα της επαρχίας Αποκορώνου και το δυτικότερο τμήμα της επαρχίας Ρεθύμνης. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε χωριά της περιοχής Σφακίων. Ο στρατιωτικός χαρακτήρας της βυζαντινής τούρμας με έδρα ένα κάστρο φαίνεται να περνάει και στις βενετικές καστελανίες (castellania), οι οποίες ταυτίζονται περίπου με τις τούρμες. Οι Βενετοί φτάνοντας στο νησί οργάνωσαν το αμυντικό τους σύστημα με βάση τα υπάρχοντα κάστρα, τα οποία αποτελούσαν έδρα του βυζαντινού τουρμάρχη και στη συνέχεια του βενετού καστελάνου. Το κάστρο ήταν το κέντρο της τούρμας που συνήθως έγινε και το κέντρο της επαρχίας αργότερα. Γεωγραφικά οι τούρμες της Κισσάμου και του Σελίνου είναι σχεδόν ταυτόσημες με τις μετέπειτα επαρχίες. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι της Κρήτης, οι κάτοικοι στο Σέλινο και στη Κίσσαμο κατά την μετά το 1092 διανομή της Κρητικής γης σε φέουδα των Βυζαντινών, έδιναν φόρους υποτέλειας και καλλιεργούσαν τα κτήματα των φεουδαρχών. Μετά την παράδοση της Κρήτης στους Φράγκους το 1204 και την διανομή των κτημάτων στους Ενετούς, διατηρήθηκε το ίδιο καθεστώς μόνο που ο ζυγός έγινε βαρύτερος. Συνέχιζαν να καταβάλουν μεγαλύτερους φόρους και να υπηρετούν τους φεουδάρχες ως δουλοπάροικοι.

Οι πληροφορίες για τις τούρμες της περιοχής των Χανίων προέρχονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από το Κατάστιχο των φέουδων. Πρόκειται για επίσημο βιβλίο της δουκικής Γραμματείας του Χάνδακα του 14ου αιώνα, όπου καταγράφονταν συστηματικά όλες οι ιδιοκτησιακές αλλαγές των φέουδων της περιοχής, με βάση τις ενημερωτικές επιστολές που έστελνε στις αρμόδιες αρχές του Χάνδακα ο ρέκτορας των Χανίων. Ανάλογο βιβλίο υπήρχε και στη Γραμματεία του ρέκτορα των Χανίων. Για κάθε φέουδο, το οποίο πωλείται, ανταλλάσσεται, παραχωρείται ή κληρονομείται, καταγράφονται, εκτός των άλλων, τα χωριά τα οποία ανήκαν στο συγκεκριμένο φέουδο, καθώς και η τούρμα στην οποία ανήκε καθένα από αυτά. 19


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

27

Από το τέλος τού 16ου αιώνα οι χωρικοί έπαψαν να θεωρούνται δουλοπάροικοι και χαρακτηρίζονταν liberi, δηλαδή ελεύθεροι, χωρίς όμως να αλλάξει ουσιαστικά η οικονομική και κοινωνική τους θέση. Η αναδιανομή της γης και η αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής -βασικά θέματα της μεταρρυθμιστικής πολιτικής της Βενετίας- προσέκρουσαν στην αντίδραση των ευγενών και δεν εφαρμόστηκαν. Έτσι διατηρήθηκαν οι υποχρεώσεις των χωρικών προς τους ιδιοκτήτες της γης. Οι χωρικοί επιβαρύνονταν και με τους έκτακτους φόρους για την κάλυψη των αμυντικών αναγκών, όπως και με τις αγγαρείες στις οποίες υποβάλλονταν κάθε χρόνο οι ενήλικοι, με σκοπό την κατασκευή και τη συντήρηση των δημόσιων έργων. Στη διάρκεια της ενετοκρατίας οι κάτοικοι των επαρχιών υφίστανται όλες τις δοκιμασίες της δουλείας. Η νέα τουρκική δουλεία στη συνέχεια θα φέρει νέα και επαχθέστερα δεινά. Όλες οι κρητικές επαναστάσεις που έγιναν την εποχή της δουλείας, είχαν την κύρια αιτία τους την βαριά φορολογία των κατακτητών. Η πρώτη ισχυρή παρουσία των δυτικών επαρχιών στους εθνικούς αγώνες της Κρήτης σημειώθηκε κατά τη μεγάλη επανάσταση των Χορτατσών (1272-1278). Αρχηγοί ήταν οι Ρεθυμνιώτες άρχοντες, αδελφοί Θεόδωρος και Γεώργιος Χορτάτσης. Η επανάσταση έλαβε παγκρήτιο χαρακτήρα αλλά τελικά οι Βενετοί κατάφεραν να την καταπνίξουν. Οι κάτοικοι των δυτικών επαρχιών της Κρήτης, δεν κατέθεσαν τα όπλα και δεν αποδέχτηκαν τους όρους υποτέλειας20. Η τούρμα της Κισσάμου είχε έδρα το Καστέλι. Το κέντρο της ήταν το φρούριο (Καστέλι), από το οποίο μεταγενέστερα πήρε και το όνομα η πόλη που αναπτύχθηκε σ΄αυτή τη θέση. Στην ίδια θέση υπήρξε ο αρχαίος οικισμός “Κίσσαμος”, που λειτούργησε ως λιμάνι της πόλης Πολυρρήνιας, σημαντικός ναυτικός και εμπορικός σταθμός στη δυτική Κρήτη, που έδωσε τ’ όνομα στην επαρχία μετά. Η πόλη Κίσσαμος αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τη ρωμαϊκή περίοδο και εξακολούθησε να υπάρχει και να ευημερεί και κατά την Α’ βυζαντινή περίοδο. Το φρούριο Καστέλι κτίστηκε από τον Πεσκατόρε, που έγινε το κέντρο της τούρμας Κισσάμου και το ορμητήριο των Βενετών κατά των επαναστατών. Το Φλεβάρη του 1646 ο διοικητής της φρουράς Giovanni Medici άνοιξε τις πόρτες του στο Τούρκο κατακτητή. Επί Τουρκοκρατίας και την περίοδο των επαναστάσεων το φρούριο έγινε το σημείο μεγάλων συγκρούσεων όπως εξιστορείται στη συνέχεια. Στο Σέλινο, μετά την καταστολή της επανάστασης των Χορτατσών (1273), ο τότε Δούκας της Κρήτης Μαρίνος Γραδόνικος (Marino Gradonico) το 1282, αποφάσισε να οργανώσει στην επαρχία μόνιμο κέντρο στρατιωτικής επιτήρησης, με ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Οι ενετοί αφού υπέταξαν την επαναστατημένη επαρχία, έκτισαν μόνιμο παράλιο φρούριο (για να μπορούν να το ανεφοδιάζουν από τη θάλασσα), στη σημερινή Παλαιόχωρα, σε μια τοποθεσία που θα ονομαζόταν Σέλινο.

Όπως σημειώνει ο Στ. Ξανθουδίδης, « γενικώς η ενετική εξουσία εις τα ορεινά και απόκεντρα ταύτα μέρη δεν ήτο πολύ σεβαστή, διότι και εις πάσας τας εξεγέρσεις ελάμβανον ενεργόν μέρος, και τώρα, και μετά την ειρήνευσιν της άλλης νήσου οι κάτοικοι των μερών αυτών δεν ησύχαζον». 20


28

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Το φρούριο Σέλινο στην Παλιόχωρα επί ενετικής περιόδου, αποτέλεσε το κέντρο της τούρμας Αρνά, Ορνά (Arna, Orna) δηλ. Όρεια. Ο οικισμός της Παλιόχωρας άρχισε να σχηματίζεται γύρω από φρούριο αρκετά αργότερα, το 1886. Στο φρούριο Σέλινο (Castel Selino) εγκαταστάθηκε καστελάνος και στρατιωτική δύναμη ικανή να συγκρατεί τους φιλοπόλεμους κατοίκους της επαρχίας Άρνας. Μεταγενέστερα η επαρχία μετονομάστηκε σε επαρχία Σελίνου από το όνομα του φρουρίου στην Παλιόχωρα. Στις επαρχίες των Χανίων, και κυρίως του Σελίνου, γράφτηκε ο επίλογος των κρητικών επαναστάσεων κατά των Βενετών, με την επανάσταση του Γεωργίου Καντανολέου ή Λυσσογιώργη, το 1527. Το κίνημα του Καντανολέου ερμηνεύτηκε ως η φυσική αντίδραση των αγροτικών και ποιμενικών πληθυσμών της Δυτικής Κρήτης στις εξουθενωτικές καταπιέσεις και τις διοικητικές αυθαιρεσίες των Βενετών21. Ο γενικός Προβλεπτής της Κρήτης Ιερώνυμος κατέστειλε το κίνημα τον Οκτώβριο του 1527. Η εκδίκηση των Βενετών κατά των επαναστατών υπήρξε σκληρή. Τα επαναστατημένα χωριά του Ανατολικού Σελίνου καταστράφηκαν, οι αρχηγοί συνελήφθησαν και υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο. Ο Γενικός Αρχηγός Γεώργιος Καντανολέων συνελήφθη με προδοσία και απαγχονίστηκε. 592 κάτοικοι των επαναστατημένων χωριών εξορίστηκαν και απαγορεύτηκε η εγκατάσταση νέων εποίκων σ’ αυτά. Το φρούριο του Σελίνου καταστράφηκε το 1653, όταν οι Τούρκοι, κατά τη διάρκεια του μακροχρόνιου Κρητικού Πολέμου, ξεκαθάριζαν την ύπαιθρο της Κρήτης από τη βενετική κυριαρχία και εγκατέστησαν τις δικές τους δυνάμεις. Οι Τούρκοι επέλεξαν για κέντρο της διοίκησης και κυριαρχίας τους στην επαρχία Σελίνου, την Κάνδανο. Η Κάνδανος δημιουργήθηκε κατά τον 2ο π. Χ. αιώνα. Ήταν μια πόλη που αναπτύχτηκε γρήγορα και γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, αλλά και κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο. Η Κάνδανος κατά την Ενετοκρατία κατοικούνταν κυρίως από Βενετούς άρχοντες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τούρκεψαν, όταν η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Η Κάνδανος αποτελούσε το κέντρο της επαρχιακής τουρκικής διοίκησης. Στο κέντρο της κοιλάδας υπήρχε το «σεράγιο», έδρα διοικητικών και στρατιωτικών αρχών, όπου έμενε ο καϊμακάμης (έπαρχος). Γύρω από το σεράγιο στρατωνιζόταν ένα σύνταγμα ή τάγμα του τουρκικού στρατού. Το κεντρικό τζαμί βρισκόταν νοτιότερα στο Σπανιάκο, στο οποίο συγκεντρωνόταν όλοι οι μουσουλμάνοι του Σελίνου για να προσευχηθούν στον Αλλάχ. Το τέμενος αυτό, που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και ωραιότερα της Κρήτης, ισοπεδώθηκε μετά την αποχώρηση των τούρκων από το Σέλινο το 1897.

Θεοχάρης Δετοράκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης, ομιλ. Πανεπιστήμιο των Ορέων, Παλαιόχωρα, 7. 5. 2011

21


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

29

Η τουρκοκρατία Η τουρκική διοίκηση Μετά 4, 5 σχεδόν αιώνες βενετικής κυριαρχίας (1211-1645) οι Τούρκοι καταλαμβάνουν την Κρήτη. Τα οθωμανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο Κολυμβάρι τον Ιούνιο του 1645 και άρχισαν την πολιορκία των Χανίων. Η πόλη, κάτω από την πίεση 30.000 Τούρκων στρατιωτών, αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει τον Αύγουστο. Την τύχη των Χανίων ακολούθησε το Ρέθυμνο, που παραδόθηκε το Νοέμβριο του 1646 και ο Χάνδακας (Ηράκλειο), που όμως έπεσε αντιστεκόμενος για 23 χρόνια (1669). Οι Τούρκοι αμέσως μετά την οριστική κατάκτηση της Κρήτης το 1699, επιδόθηκαν γρήγορα στη διοικητική και στρατιωτική οργάνωση της Κρήτης. Στην αρχή διατήρησαν το διοικητικό σύστημα των Βενετών, δηλαδή τη διαίρεση της Κρήτης σε τέσσερα διαμερίσματα (πασαλίκια, σαντζάκια): της Σητείας, του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και των Χανίων. Δημιουργήθηκε έτσι μια μεγάλη διοικητική περιφέρεια, το Εγιαλέτι της Κρήτης. Διοικητικό κέντρο του εγιαλετίου ορίστηκε ο Χάνδακας (Ηράκλειο). Κάθε διαμέρισμα της Κρήτης είχε διοικητή Πασά (σαντζάκ βέη), διοριζόμενο από το σουλτάνο. Κάθε Πασάς διόριζε τους φρουράρχους των μικρότερων φρουρίων στις πρωτεύουσες των επαρχιών. Οι επαρχίες (καδιλίκια) υπάγονταν διοικητικά στους κατά τόπους Πασάδες. Οι Πασάδες ήταν τυπικά φορείς της σουλτανικής εξουσίας στην Κρήτη, οι εκτελεστές των διαταγμάτων και οι τηρητές της εφαρμογής του ιερού νόμου των μουσουλμάνων. Το έργο τους ήταν: η μέριμνα για την είσπραξη των φόρων και η αποστολή τους στην Κωνσταντινούπολη και η διατήρηση ετοιμοπόλεμου στρατού για την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια του νησιού. Στην πορεία όμως, οι εξουσίες των Πασάδων περιορίστηκαν από τις αυθαιρεσίες και την ασυδοσία των γενιτσάρων, που κατάντησαν αληθινή μάστιγα ακόμη και για την ίδια την τουρκική διοίκηση.

Η διανομή των γαιών και το φορολογικό σύστημα Η πρώτη δουλειά της τουρκικής διοίκησης στην Κρήτη ήταν η διανομή των γαιών κατά το οθωμανικό τιμαριωτικό σύστημα και η οργάνωση του φορολογικού συστήματος. Αμέσως μετά την κατάληψη του Χάνδακα (1669) και την υποταγή όλης της Κρήτης, έγινε κτηματογράφηση και απογραφή του φορολογούμενου πληθυσμού και εκδόθηκε το πρώτο κανονιστικό διάταγμα της φορολογίας (1671). Από την αρχή της κατοχής επιβλήθηκε στην Κρήτη ένα σύστημα επαχθέστατης φορολογίας, το βαρύτερο σε ολόκληρο το τουρκοκρατούμενο ελληνικό κόσμο. Ο κύριος και ο μόνιμος φόρος, που έπρεπε να πληρώνουν σε χρήμα οι χριστιανοί της Κρήτης, ήταν το χαράτσι, ο γνωστός ως κεφαλικός φόρος (τζιτζιγιέ). Στα 1650 ανερχόταν σε τέσσερα γρόσια κατά οικογένεια και αντιστοιχούσε σε 36 κιλά κρέας22. Ο δεύτερος φόρος ήταν ο έγγειος φόρος που πλήρωναν οι χωρικοί για τη γη που καλλιεργούσαν. 22

[10] Πεπονάκης, 33


30

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Σύμφωνα με το οθωμανικό (τιμαριωτικό) σύστημα, η καλλιεργούμενη γη χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες: mm (δημόσια ή «υποδημόσια»), miilk («ιδιόκτητη»), vakf («αφιερωμένη» σε ευαγείς σκοπούς). Οι κρατικές γαίες ανήκαν στο Σουλτάνο (ψιλή κυριότητα) και εκχωρούνταν σε αντιπροσώπους του με τη μορφή τιμαρίου (timar), ζιαμετίου (ziamet) και χασίου (hass). Τα ζιαμέτια και τα χάσια ήταν ανώτερες κατηγορίες τιμαρίων. Το κράτος παραχωρούσε στους δικαιούχους την ισόβια επικαρπία των τιμαρίων (δικαίωμα είσπραξης ορισμένων φόρων), με τον όρο ότι θα ανταποκρίνονταν σε συγκεκριμένες διοικητικές ή στρατιωτικές υποχρεώσεις. Τα χάσια παραχωρούνταν σε ανώτατους αξιωματούχους της Αυλής και σε πασάδες, ενώ τα τιμάρια και τα ζιαμέτια στους σπαχήδες (sipahi). Οι τελευταίοι είχαν ως κύριο καθήκον να εντάσσονται κατά τις εκστρατείες στις τάξεις των ιππέων, υπό την ηγεσία του σαντζάκμπεη (διοικητής ευρύτερης περιφέρειας). Μια δεύτερη ταξινόμηση υπήρχε με βάση τη μορφή εκχώρησης. Οι δημόσιες γαίες ταξινομούνταν σε tapulu (γαίες παραχωρούμενες με έγγραφο τίτλο) και mukataalu (γαίες εκμισθωμένες ως μουκατάδες). Οι tapulu γαίες κατέχονταν με έναν έγγραφο τίτλο που ονομαζόταν «ταπί» που επικύρωνε τη διηνεκή παραχώρηση στο καλλιεργητή έναντι της υπακοής στον σουλτάνο, της πληρωμής των φόρων και της τακτικής καλλιέργειας. Ο καλλιεργητής αποκτούσε με το ταπί την κατοχή, νομή και τη χρήση της γης, δεν μπορούσε όμως να την πουλήσει, να τη δωρίσει ή να την υποθηκεύσει και αυτομάτως με το θάνατο του κληροδοτούσε τα δικαιώματα αυτά στον αρσενικό απόγονο του. Τα mukataalu καλλιεργούμενα εδάφη κατέχονταν από οποιοδήποτε μ’ ένα απλό συμβόλαιο ενοικίασης. Η μόνη υποχρέωση που είχε ο κάτοχος ήταν να αποδίδει το φόρο στο κράτος. Συνήθως αυτή η γη περιερχόταν σε κρατικούς αξιωματούχους και στρατιωτικούς που την υπενοικίαζαν στη συνέχεια σε χωρικούς με μεγαλύτερο φόρο. Μια ειδική κατηγορία περιελάμβανε τα αφιερωμένα κτήματα που ονομαζόταν βακουφικά. Οι πρόσοδοι των βακουφικών κτημάτων προορίζονταν για τη συντήρηση των τζαμιών και άλλων κοινωφελών έργων και ευαγών ιδρυμάτων. Στην κατηγορία αυτή ανήκαν και τα χωριά τα αφιερωμένα στη μητέρα του Σουλτάνου, τα οποία καταπιέζονταν λιγότερο, επειδή οι κάτοικοί τους μπορούσαν να απευθύνονται στη Σουλτάνα και στους επιθεωρητές της. Οι επιθεωρητές έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη και επιστατούσαν στη δίκαιη είσπραξη των φόρων. Τέτοια ήταν τα χωριά της επαρχίας Σφακίων. Τέλος, μια μικρή κατηγορία, αποτέλεσαν οι ιδιόκτητες γαίες, τα τεμλίκια και τα τσιφλίκια. Αρχικά οι ιδιόκτητες γαίες στις κατακτημένες περιοχές δεν πωλούνταν χωρίς σουλτανική άδεια, αλλά με την πάροδο του χρόνου έγιναν κληρονομικές περιουσίες υπό την επίβλεψη του ισλαμικού νόμου. Όσοι είχαν στην κατοχή τους ιδιόκτητα ακίνητα πλήρωναν γι’ αυτά έγγειο φόρο (toprak vergisi). Ο έγγειος φόρος που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν οι Κρητικοί χωρικοί για όλες τις κατηγορίες κτημάτων (εκτός από τα βακουφικά) ήταν 20% (δηλαδή στο 1/5) των εισοδημάτων, ποσοστό διπλάσιο από το φόρο της δεκάτης (10%) που είχε επιβληθεί στις άλλες ελληνικές περιοχές. Στην πραγματικότητα όμως ο φόρος αυτός γινόταν πολλα-


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

31

πλάσιος με τις υπενοικιάσεις, με τις αυθαιρεσίες και την αρπακτικότητα των διοικητικών αξιωματούχων. Έτσι, οι κατακτητές αφαιρούσαν και την τελευταία σταγόνα του ιδρώτα των δυστυχισμένων αγροτών, που ήταν υποχρεωμένοι να παραδίδουν στους Τούρκους αξιωματούχους κάθε προϊόν που βρισκόταν στην κατοχή τους. Με την πάροδο του χρόνου και από γενιά σε γενιά οι Τούρκοι και τουρκοκρητικοί έβρισκαν τρόπους να ιδιοποιούνται την δημόσια και ημιδημόσια γη και το τιμαριωτικό σύστημα ξέφυγε από το κρατικό έλεγχο. Το 19ο αιώνα γίνεται μια συνεχής προσπάθεια από την Υψηλή Πύλη για την ανάκτηση της κρατικής ιδιοκτησίας. Ως ήταν φυσικό, μετά την τουρκική κατάκτηση η κρητική οικονομία υποχώρησε σε υποτυπώδεις μορφές αγροτικού βίου, ενώ το εμπόριο ουσιαστικά απονεκρώθηκε. Ο χριστιανικός πληθυσμός ελαττώθηκε σημαντικά με τις κακουχίες, τις αποδημίες, τις θανατώσεις και τους εξισλαμισμούς και η Υψηλή Πύλη έχασε τα έσοδα από το νησί. Οι συνεχείς επαναστάσεις των Κρητών μετά το 1821 οδήγησαν σε διάφορες τροποποιήσεις του φορολογικού συστήματος και τελικά στην κατάργηση του κεφαλικού φόρου, με τη Σύμβαση της Χαλέπας το 1878.

Ο Τουρκικός στρατός Ο Τουρκικός στρατός της Κρήτης23 αποτελούνταν από δύο κυρίως τάξεις γενιτσάρων, τους αυτοκρατορικούς (kapu-kulu) και τους ντόπιους γενιτσάρους (yerli yeniceri), τους λεγόμενους γερλήδες23. Οι τελευταίοι προέρχονταν από τους εξισλαμισμένους Κρητικούς (Τουρκοκρήτες). Στα Χανιά υπήρχαν πέντε τάγματα ή ορτάδες αυτοκρατορικών γενιτσάρων, που το καθένα είχε δύναμη 5.000 ανδρών, και 28 στρατώνες τουρκοκρητικών (γερλήδων) γενιτσάρων για τον έλεγχο της Δυτικής Κρήτης. Η δύναμη αυτή διατηρήθηκε σχεδόν αμετάβλητη ως το 1826, όταν ο σουλτάνος Μαχμούτ διέλυσε τα γενιτσαρικά τάγματα σε όλη την αυτοκρατορία του.

Οι Εξισλαμισμοί και οι Τουρκοκρήτες Η σκληρότητα των συνθηκών της ζωής, οι φορολογικές και κοινωνικές καταπιέσεις και η απερίγραπτη ωμότητα των κατακτητών, οδήγησαν πολλούς ντόπιους στην άρνηση της χριστιανικής θρησκείας και στον εξισλαμισμό.

23

[1] Δετοράκης, 338


32

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Στις πρώτες δεκαετίες της τουρκικής κατοχής οι χωρικοί -μη έχοντας χρήματα- έφταναν στο σημείο να παραχωρούν δήθεν τα παιδιά τους για ανατροφή, ενώ στην πραγματικότητα τα πουλούσαν24. Η αξία ενός παιδιού ήταν 4 γρόσια, όσο δηλαδή το χαράτσι ενός χρόνου. Τα παιδιά αυτά, μαζί μ’ άλλα που άρπαζαν οι Τούρκοι (παιδομάζωμα), εξισλαμίζονταν και αναθρέφονταν σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, για να γίνουν αργότερα γενίτσαροι. Το 18ο και 19ο αιώνα γενίτσαροι γινόταν τα παιδιά των τουρκοκρητικών. Μετά την παγίωση της τουρκικής κατοχής, το φαινόμενο των εξισλαμισμών πήρε μεγάλες διαστάσεις. Η εξαθλίωση πολλών οικογενειών ήταν τόση, που οδηγούσε στη πλήρη υποταγή ή στον εξισλαμισμό τους. Οι εξισλαμισμοί γινόταν είτε ατομικά είτε ομαδικά. Μεμονωμένα άτομα με μειωμένη εθνική και θρησκευτική συνείδηση, για να διατηρήσουν την περιουσία τους και να αποφύγουν τη βαριά φορολογία, αλλαξοπιστούσαν. Η διαδικασία ήταν πολύ απλή. Μπροστά στον ιεροδίκη απήγγειλαν την ομολογία της μουσουλμανικής θρησκείας, άλλαζαν το όνομά τους και η πράξη καταχωριζόταν στους ιερωνυμικούς κώδικες. Τέτοιοι εξισλαμισμοί συνέβαιναν σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ακόμη και ως τα μέσα του 19ου αιώνα. Στους ατομικούς εξισλαμισμούς εντάσσονται και οι λεγόμενοι μεικτοί γάμοι. Οι Τούρκοι δεν έφεραν μαζί τους γυναίκες στην Κρήτη και έπαιρναν ντόπιες χριστιανές για να δημιουργήσουν οικογένειες. Με το γάμο έπρεπε και η σύζυγος να ασπαστεί τον ισλαμισμό. Βίαιοι εξισλαμισμοί σημειώνονταν με τις γυναίκες που αρπάζονταν και κλεινόταν στα χαρέμια ή που συλλαμβανόταν αιχμάλωτες και πουλιόταν δούλες στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και της Αιγύπτου. Οι τουρκικές αρχές ενθάρρυναν ή/και εξανάγκαζαν τους χωρικούς σε ομαδικούς εξισλαμισμούς, σε περιοχές με ατίθασους κατοίκους, -όπως ήταν στο Σέλινο- για να εξασφαλίζουν την εσωτερική ηρεμία. Μετά την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, ολόκληρα χωριά εξώμοσαν, ορισμένες φορές μαζί με τον ιερέα τους. Από την αρχή της τουρκικής κατοχής, οργανώθηκε μια ισχυρή μουσουλμανική κοινωνία αποτελούμενη, σχεδόν αποκλειστικά, από Τουρκοκρήτες και δημιουργήθηκε έτσι ένας πληθυσμός, κρητικός στην καταγωγή, τη γλώσσα και τα ήθη, αλλά μουσουλμανικός στο θρήσκευμα. Αυτοί ήταν οι περιβόητοι Τουρκοκρήτες, που πολλές φορές αποδείχθηκαν αγριότεροι και σκληρότεροι από τους γνήσιους Τουρκομουσουλμάνους. Η κοινωνία αυτή, συνδυάζοντας μουσουλμανικά χαρακτηριστικά και ελληνικές συνήθειες, αυξανόταν συνεχώς, για να εξισωθεί σε αριθμό μελών με την Κρητοχριστιανική λίγο πριν από το 1821. Η νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την επανάσταση του 1821, με το θάνατο των σκληρών Τουρκοκρητικών, με την αφύπνιση των χριστιανών και κυρίως με την επικράτηση του χριστιανικού πληθυσμού στις επαρχίες του νησιού, αναχαιτίστηκε το φαινόμενο του εξισλαμισμού. Οι χριστιανοί έπαψαν να καταφεύγουν στους καδήδες και να γίνονται μουσουλμάνοι. Έτσι οι εξισλαμισμοί της περιόδου 1821-1898 είχαν μικρή μόνο έκταση.

«Κι’ αντίς χαράτζι τα παιδιά παίρνουσι και πουλούντα», λέει ο ποιητής του Κρητικού Πολέμου, Μπουνιαλής. 24


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

33

Οι Γενίτσαροι Η αγριότητα των γενιτσάρων της Κρήτης υπήρξε παροιμιώδης και μοναδική. Καμιά περιοχή του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού, δεν αντιμετώπισε τόση ωμότητα. Οι γενίτσαροι της Κρήτης, τόσο οι αυτοκρατορικοί, όσο και οι ντόπιοι -οι γερλήδες-, δεν υπάκουαν σε κανένα νόμο και δεν ανέχονταν κανένα περιορισμό. Περιφρονούσαν και καταπατούσαν και αυτά ακόμη τα σουλτανικά διατάγματα. Η κατά τόπους εξουσία των Πασάδων, -που αντιπροσώπευαν τη σουλτανική διοίκηση- παραμερίστηκε. Οι Πασάδες βλέποντες ότι κινδύνευε να εξολοθρευτεί ο παραγωγικός πληθυσμός, επιχείρησαν πολλές φορές να περιορίσουν την ασυδοσία των γενιτσάρων αλλά τίποτα δεν κατάφερναν, γιατί στασίαζαν, απειλούσαν τη ζωή τους κι ορισμένες φορές τους εκδίωκαν και από την Κρήτη. Το 1690 δεν δίστασαν να σφάξουν το Πασά των Χανίων, τον Σουλφικάρ και να ρίξουν το πτώμα του στα σκυλιά, γιατί επιχείρησε να περιορίσει τις αυθαιρεσίες τους και να εφαρμόσει το νόμο. Η Υψηλή Πύλη ανησυχούσε για την κατάσταση αυτή και με διάφορα μέσα επιχείρησε να θέσει υπό τον έλεγχό της τους γενιτσάρους, που ήταν πραγματικά «κράτος εν κράτει». Στην περιοχή του Σελίνου υπήρχαν οι αγριότεροι γενίτσαροι της Κρήτης, που ασκούσαν αφόρητες καταπιέσεις στον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό25. Η κατάσταση έγινε αφόρητη μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770. Οι χρόνοι που θα ακολουθήσουν ως τις παραμονές της μεγάλης επανάστασης του 1821, θα είναι η περίοδος της σκληρότερης δοκιμασίας του κρητικού λαού, μια εποχή αχαλίνωτου γενιτσαρισμού. Οι περιηγητές περιγράφουν φρικώδη περιστατικά και οι ιστορικοί της Κρήτης δεν κουράζονται να εξιστορούν τις γενιτσαρικές βιαιοπραγίες και τις ληστρικές επιδρομές εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού. Την ίδια εποχή του φοβερού γενιτσαρισμού, έδρασαν οι Κρητικοί εκδικητές, ως «αντίπαλο δέος» στις αυθαιρεσίες και στις ωμότητες των γενιτσάρων και των αγάδων. Γενναίοι και τολμηροί νέοι, που είχαν προσωπικούς λόγους εκδίκησης, πήραν τα όπλα και ανέβηκαν στα βουνά. «Περιφερόμενοι οι αρματολοί ασύλληπτοι», γράφει ο Στέφανος Ξανθουδίδης, «ετιμώρουν τους θρασυτέρους και ωμότερους των τυράννων αυτών».

Ο ιστορικός Ιω. Μουρέλλος γράφει: « Οι χριστιανοί του Σελίνου ζούσαν την πιο φρικτή ζωή απ’ όλους τους χριστιανούς της Κρήτης, κι αν τους άφηναν ως τώρα στη ζωή, ήταν για να τους αναγκάζουν κάθε τόσο να εξαγοράζουν την πικρή αυτή ζωή μ’ ότι είχαν και δεν είχαν και για να δουλεύουν αγγαρεμένοι τα κτήματα των αγάδων. . . Τους μακρυσμένους και τέλεια ξεμοναχιασμένους ραγιάδες γύρευαν οι Τούρκοι του Σελίνου να πετσοκόψουν για ν’ αρπάξουν». 25


34

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Το 1812 ο Σουλτάνος πήρε την απόφαση να επέμβει δυναμικά και να πατάξει αμείλικτα τους ατίθασους γενιτσάρους της Κρήτης. Έστειλε τότε στην Κρήτη τον Χατζή Οσμάν Πασά «για να χτυπήσει το κακό ως τη ρίζα του». Ο Οσμάν κατόρθωσε να εξολοθρεύσει μ’ απαγχονισμό πολλούς από τους απείθαρχους γενιτσάρους, γι’ αυτό και του ‘δοσαν το παρατσούκλι «πνιγάρης». Η εκκαθαριστική του επιχείρηση ξεκίνησε από τα Χανιά και επεκτάθηκε στις επαρχίες Κυδωνίας, Κισσάμου και Αποκορώνου. Για να συλλάβει μάλιστα τους γενιτσάρους χρησιμοποίησε και 400 ντόπιους χριστιανούς προκρίτους, τους οποίους εξόπλισε πρώτα26. Ο Οσμάν Πασάς προχώρησε στη συνέχεια το 1813 στο Ρέθυμνο, όπου επανέλαβε την ίδια επιχείρηση και ακολούθως στο Ηράκλειο όπου απέτυχε. Οι γενίτσαροι του Ηρακλείου είχαν λάβει τα μέτρα τους και δεν τον άφησαν να πλησιάσει. Εντωμεταξύ ο Σουλτάνος απέσυρε τον Οσμάν και οι εναπομείναντες γενίτσαροι κινήθηκαν εξαγριωμένοι εναντίον των Κρητικών που συμμετείχαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Οσμάν. Την πολιτική του Χατζή Οσμάν Πασά στην εξόντωση των γενιτσάρων, ακολούθησε και ο διάδοχος του, ο Ρεσίτ Μουσταφά Πασάς, ο γνωστός Κιουταχής τα έτη 1815 και 1816.

Δημογραφικά στοιχεία - Συγκέντρωση και διασπορά του χριστιανικού και μουσουλμανικού πληθυσμού Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης από την αρχή της τουρκικής κατοχής αυξανόταν συνεχώς, για να εξισωθεί σε αριθμό μελών με το χριστιανικό λίγο πριν από το 1821. Η εκρηκτική αύξησή του σημειώθηκε μετά το 1770 μέχρι το 1821. Κατά την περίοδο των επαναστάσεων του 19ου αιώνα ο συνολικός πληθυσμός παρουσιάζει πολύ μεγάλες αυξομειώσεις. Ελαττώνεται με τους πολυαίμακτους αγώνες και τους εκπατρισμούς και αυξάνεται θεαματικά στα μεσοδιαστήματα της ειρήνης. Μόνο κατά τη μεγάλη επανάσταση του 1821 - 1830 ο πληθυσμός ελαττώθηκε σχεδόν κατά το μισό. Ενώ υπολογίζεται σε 213.000 λίγο πριν από το 1821, κατέβηκε στις 129.000 περίπου κατά την απογραφή του 1833, που διενήργησε ο Μουσταφά πασάς της Αιγύπτου. Μετά την επανάσταση του ‘21 και τον επανεποικισμό της Κρήτης με όσους την είχαν εγκαταλείψει, οι χριστιανοί απέκτησαν σαφή αριθμητική υπεροχή. Τότε οι Χριστιανοί γίνονται τριπλάσιοι από τους Μουσουλμάνους. Στην ύπαιθρο κυριαρχούσε το χριστιανικό στοιχείο, ενώ στις πόλεις - φρούρια είχαν συγκεντρωθεί οι Μουσουλμάνοι για λόγους ασφάλειας. Η 30χρονη περίοδος ειρήνης, που ακολούθησε και η βελτίωση των συνθηκών της ζωής, ευνόησαν την αύξηση του πληθυσμού, κυρίως στην ύπαιθρο. Σύμφωνα με την απογραφή του 1858, που διενήργησε ο Βελή πασάς, ο πληθυσμός της Κρήτης ήταν 278. 908 ψυχές, είχε δηλαδή διπλασιασθεί από το 1834. Κατά τη νέα μεγάλη επανάσταση του 1866-69 ο πληθυσμός πάλι μειώθηκε κατά 30.000 από τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές λόγω των συγκρούσεων και από τη μετανάστευση προς τις περιοχές του νέου ελληνικού κράτους.

26

[2] Κριάρης Β’149-151


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

35

Χρειάστηκαν 15 περίπου χρόνια μετά για να φτάσει πάλι ο πληθυσμός στα επίπεδα του 1858. Σύμφωνα με τη στατιστική του 1881, το σύνολο του κρητικού πληθυσμού ήταν 276. 208 (Χριστιανοί 202.934, μουσουλμάνοι 72.353 και άλλοι 1.021). Το 1898-99, μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά το νησί, λόγω της αποχώρησης των οθωμανικών στρατευμάτων και της ανακήρυξης της Αυτονομίας της Κρήτης. Η κατανομή του πληθυσμού μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στο Νομό Χανίων δεν παρουσιάζει ομοιομορφία. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός εμφανίζεται συγκεντρωμένος σ’ ορισμένα χωριά, όπου πλειοψηφεί έναντι του χριστιανικού. Και αντίθετα υπάρχουν περιοχές και χωριά όπου διαμένουν διάσπαρτα ελάχιστοι ή καθόλου μουσουλμάνοι. Τα πολυπληθέστερο κέντρο των μουσουλμάνων στο Νομό Χανίων ήταν η πόλη των Χανίων με τους γύρω οικισμούς της. Στην επαρχία Σελίνου το ισχυρότερο μουσουλμανικό κέντρο ήταν η Κάνδανος με τους γύρω οικισμούς της, όπου διέμεναν οι πιο άγριοι και επιθετικοί γενίτσαροι και τουρκοκρητικοί. Επίσης και σ’ ορισμένους οικισμούς της περιοχής Πελεκάνου υπήρχαν ισχυρές τουρκικές οικογένειες και κοινότητες. Στην περιοχή του Ανατ. Σελίνου -όπου ανήκουν τα Τσισκιανά- η πλειονότητα των κατοίκων ήταν χριστιανοί. Οι λίγες οικογένειες τουρκοκρητικών που υπήρχαν σ’ αυτά τα χωριά σε συνεργασία με τους γενιτσάρους των γειτονικών χωριών της Κανδάνου, αποτελούσαν διαρκή απειλή για τους χριστιανούς κατοίκους. Στην επαρχία Κισσάμου τα γνωστά τουρκοχώρια ήταν οι Βουκολιές με τους γύρω οικισμούς, τα χωριά του άξονα Μυλωνές - Σάσσαλο-Μαλάθυρος και το Καστέλι με τους γύρω οικισμούς του. Στα υπόλοιπα χωριά υπερτερούσαν οι χριστιανοί έναντι των μουσουλμάνων, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο.

Οι συγκρούσεις Στις επαναστάσεις του 19ου αι. οι εχθροπραξίες και οι συγκρούσεις στην ύπαιθρο διεξάγονται στις περιοχές που υπήρχαν συγκεντρωμένοι και οχυρωμένοι οι μουσουλμάνοι. Σε πολλά υψώματα και στρατηγικά περάσματα οι Τούρκοι είχαν κατασκευάσει πύργους επιτήρησης και οχυρωματικά έργα άμυνας. Σε κάθε επαναστατικό γεγονός, που οι επαναστάτες κινούνταν εναντίον του τουρκικού στρατού, ο άμαχος μουσουλμανικός πληθυσμός έτρεχε να προφυλαχτεί σ΄ αυτές τις οχυρωμένες θέσεις. Αντίθετα όταν ο τουρκικός στρατός επιτίθεται στα ανοχύρωτα χριστιανικά χωριά οι χριστιανοί έτρεχαν να κρυφτούν στα βουνά και τα φαράγγια. Στο Σέλινο, η Κάνδανος αποτέλεσε ένα φυσικό οχυρό και καταφύγιο, όχι μόνο για τους κατοίκους της αλλά και όλους τους μουσουλμάνους όλης της επαρχίας. Περιμετρικά των χωριών της Κανδάνου, οι Τούρκοι κατασκεύασαν σε 4 λόφους οχυρά-πύργουςπου φύλαγαν Τούρκοι στρατιώτες. Στην επαρχία Κισσάμου το καταφύγιο των Τούρκων ήταν το φρούριο του Καστελιού και ο πύργος των Βουκολιών (μετά το 1866).


36

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

H επανάσταση του 1821 Προάγγελος των Κρητικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα αποτέλεσε η επανάσταση του 1770 στα Σφακιά. Τα πολεμικά γεγονότα που έλαβαν μέρος είναι γνωστά σαν Ορλωφικά27. Με αρχηγό τον επιτυχημένο έμπορο Δασκαλογιάννη28 τα Σφακιά συγκέντρωσαν μια δύναμη 2000 ένοπλων ανδρών και άρχισαν τις επιθέσεις κατά των Τούρκων έξω από την επαρχία τους. Οι Τούρκοι όμως αντέδρασαν γρήγορα. Τουρκικά γενιτσαρικά στρατεύματα από τα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Μονοφάτσι κατέλαβαν και πυρπόλησαν τον Ιούνιο του 1770 τα περισσότερα χωριά των Σφακιών. Οι συνέπειες για τους Σφακιανούς ήταν βαριές. 4000 σκοτώθηκαν, πέθαναν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι ή εκπατρίστηκαν.

Με το όνομα Ορλωφικά έμεινε γνωστή η ελληνική εξέγερση που ξέσπασε αρχικά στην Μάνη της Πελοποννήσου η οποία επεκτάθηκε και στην Κρήτη. Με πρωτοβουλία του κόμη Ορλόφ, διοικητή των ρωσικών Ναυτικών Δυνάμεων κατά την διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, υποκινήθηκε εξέγερση των Ελλήνων στη Πελοπόννησο με στόχο ν’ αποδυναμωθούν οι στρατιωτικές δυνάμεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δημιουργώντας μία νέα εστία αναταραχής στα Βαλκάνια. Με τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή οι ρωσικές δυνάμεις αποχώρησαν, εγκαταλείποντας τους Έλληνες της Πελοποννήσου και της Κρήτης στο έλεος των Τούρκων.

27

Το Δασκαλογιάννης ήταν προσωνύμιο και του δόθηκε γιατί ήξερε γράμματα, πιθανόν να είχε διδάξει σαν δάσκαλος στα Σφακιά. Το όνομά του ήταν Γιάννης Βλάχος. Πλοιοκτήτης με 4 πλοία διέπλεε την Μεσόγειο και ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους από ελεύθερες χώρες μέχρι και την Ρωσία. Ο Δασκαλογιάννης γνώριζε τον Εμμανουήλ Μπενάκη από την Μάνη και πιθανόν τον Ορλώφ που η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας είχε στείλει στην Πελοπόννησο το 1769 για να κινήσει επανάσταση των Μανιατών κατά των Τούρκων, υποβοηθώντας έτσι τα σχέδιά της. Το ίδιο περίμενε να γίνει και με τα Σφακιά και παρακίνησε τους Σφακιανούς σε επανάσταση. Η έναρξη της επανάστασης έγινε πανηγυρικά στις 25 Μαρτίου 1770 στην Ανώπολη. Τις επόμενες μέρες οι Σφακιανοί επαναστάτες εξορμούσαν στις επαρχίες Α. Βασιλείου Ρεθύμνου και του Αποκόρωνα εκδίωξαν τους Τούρκους από τα χωριά και προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τους χριστιανούς του κάμπου. Μετά ένα μήνα οι Τούρκοι με δεκαπέντε 15.000 στρατό κινήθηκαν από τον Αποκόρωνα και ανάγκασαν τους επαναστάτες να περιοριστούν στα Σφακιά. Οι μάχες ξεκίνησαν από το οροπέδιο της Κράπης με τους Τούρκους να προελαύνουν και τους Σφακιανούς να οπισθοχωρούν αμυνόμενοι σε υψηλότερα σημεία και φαράγγια. Ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν συντριπτικός εις βάρος των Σφακιανών. Ενισχύσεις δεν υπήρχαν από πουθενά, οι Ρώσοι δεν φάνηκαν, οι Σφακιανοί αμυνόμενοι υποχωρούσαν βήμα-βήμα προς τις μαδάρες, τα γυναικόπαιδα φυγαδεύτηκαν από το Λουτρό και οι Τούρκοι προέλασαν στην επαρχία κατακαίοντας τα χωριά. 28


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

37

Μετά απ’ αύτη την καταστροφή και για να αποφευχθούν άλλα αντίποινα των Τούρκων, ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε και μεταφέρθηκε στο Χάνδακα μαζί με συνεργάτες του. Λίγο αργότερα γδάρθηκε ζωντανός, για παραδειγματισμό. Οι Σφακιανοί άντεξαν όλο το χειμώνα στις κορυφές των Λευκών Ορέων, περιμένοντας τη ρωσική βοήθεια. Όταν, όμως, το Μάρτιο του 1771, διαπίστωσαν το αδιέξοδο του αγώνα τους, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Στην επανάσταση αυτή έλαβαν μέρος και βοήθησαν οπλαρχηγοί γειτονικών επαρχιών29. Το 1821 οι χριστιανοί Κρήτες πήραν τα όπλα, συμμετέχοντας στον αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Η επανάσταση διήρκεσε από το 1821 ως το 1830, με ιδιαίτερη έξαρση τα χρονικά διαστήματα 1821-1823 και 1825-1827. Η επανάσταση ξεκίνησε και πάλι από τα Σφακιά. Στις 7 Απριλίου έγινε συνέλευση των Σφακιανών στα Γλυκά Νερά, για να εξεταστεί η γενική κατάσταση στην Κρήτη και η δυνατότητα να συμπράξουν πολλές επαρχίες σε μια ενδεχόμενη επανάσταση. Στις 15 Απριλίου 1821, μετά από πρόσκληση των προκρίτων, συγκεντρώθηκαν όλα τα χωριά των Σφακιών και πολλοί άλλοι αντιπρόσωποι από άλλες επαρχίες σε γενική σύσκεψη στην Παναγία τη Θυμιανή και αποφάσισαν την επανάσταση. Οι εχθροπραξίες άρχισαν στις αρχές Ιουνίου και γενικεύτηκαν σ΄όλη την Δυτ. Κρήτη. Επικεφαλείς των επαναστατών ήταν οι Σφακιανοί οπλαρχηγοί Λ. Παναγιώτου και Γ. Δασκαλάκης (ή Τσελεπής, εγγονός του Δασκαλογιάννη), ο Σήφακας από τον Αποκόρωνα και οι αδελφοί Γιάννης και Βασίλης Χάλης από το Θέρισο. Η αντίδραση των Τούρκων υπήρξε άμεση και φοβερή. Οι σφαγές στην πόλη των Χανίων ήταν άγριες. 400 χριστιανοί χάθηκαν μέσα σε λίγες ήμερες. Στις 19 Μαΐου απαγχονίστηκε ο επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης. Εξαγριωμένοι μουσουλμάνοι επέδραμαν στη γυναικεία μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Κορακιές Ακρωτηρίου και κατάσφαξαν τις μοναχές αφού τις ατίμασαν πρώτα. Οι Τούρκοι αφού συγκέντρωσαν τις ένοπλες δυνάμεις τους στην πόλη επιχείρησαν επανειλημμένα με εξορμήσεις να διαλύσουν τις επαναστατικές εστίες στα ορεινά χωριά της Κυδωνίας και του Αποκόρωνα αλλά απέτυχαν. Σημαντική νίκη σημείωσαν οι επαναστάτες στις 15 Ιουνίου στους Λάκκους της Κυδωνίας, όταν ο Λατίφ Πασάς των Χανίων με 5.000 άνδρες ηττήθηκε κατά κράτος και ο στρατός του διασκορπίστηκε.

Από το Σέλινο έλαβαν μέρος: από το Απανωχώρι ο Σταμάτης Μπασιάς, από το Κουστογέρακο ο Γεώργιος Μπενής, από το Σπανιάκο ο φίλος του Δασκαλογιάννη Περοδάσκαλος με τον αδελφό του Ιάκωβο, από το Λιβαδά ο Παπαδογεωργάκης και άλλοι, των οποίων δεν διασώθηκαν τα ονόματα. Σε αντίποινα γιαυτή τη συμμετοχή, οι μουσουλμάνοι της Αγ. Ειρήνης εξόρμησαν από το Ξυλόσκαλο στο φαράγγι της Σαμαριάς όπου είχαν καταφύγει πολλά γυναικόπαιδα από τα Σφακιά, τα παγίδεψαν και τα κατάσφαξαν. [2] Κριάρης Β’99 29


38

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Κατά τα τέλη Ιουλίου ο Σερίφ Πασάς του Ηρακλείου, οργάνωσε μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Σφακίων, στην οποία συνέπραξαν και οι άλλοι Πασάδες του νησιού με το στρατό τους. Ο τουρκικός στρατός από τα ανατολικά έφτασε στα Χανιά, αφού κατέστρεψε τα χωριά του Αποκόρωνα στο πέρασμά του. Ο Οσμάν Πασά του Ρεθύμνου με τα στρατεύματά του κατόρθωσε να διεισδύσει στα Σφακιά στις 29 Αυγούστου. Η επαρχία υπέστη φρικτή καταστροφή, ανάλογη με εκείνη του 1770. Παρ όλα αυτά η επανάσταση δεν κατάθεσε τα όπλα, κρατούσε ακόμη στα Χανιά και γρήγορα αναζωπυρώθηκε. Αρχές του Νοεμβρίου καταφθάνει στο Λουτρό Σφακίων ο Κομνηνός Αφεντούλης30 διορισμένος ως Γενικός Διοικητής και Αρχιστράτηγος Κρήτης από την κεντρική επαναστατική επιτροπή της Ελλάδας. Το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1821 οι επαναστάτες κατόρθωσαν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους και να απωθήσουν τους Τούρκους από τις θέσεις που είχαν καταλάβει.

Η πρώτη επιχείρηση των επαναστατών στις επαρχίες Σελίνου & Κισσάμου Κατά τον Δεκέμβριο του 1821 επαναστάτες από τις επαρχίες Σφακίων, Κυδωνίας και Κισσάμου με αρχηγό το Τσελεπή εξόρμησαν στο Σέλινο και πολιόρκησαν τους Τούρκους του Σελίνου στην Κάνδανο, με τη βοήθεια των Σελινιωτών επαναστατών. Ο θάνατος όμως του αρχηγού Τσελεπή σε μάχη στον οικισμό Σταυρός της Κανδάνου ματαίωσε την επιχείρηση κατά της Κανδάνου και οι επαναστάτες αποχώρησαν. Μετά την αποχώρηση οι Τούρκοι επέδραμαν στα χωριά του Αν. Σελίνου, επιτέθηκαν στον άμαχο πληθυσμό κι έκαψαν πολλά σπίτια.

Κομνηνός Αφεντούλης: Από την αρχή του αγώνα έγινε φανερή η ανάγκη πολιτικής οργάνωσης και συντονισμού των πολεμικών και πολιτικών ενεργειών. Η απουσία γενικού αρχηγού στην Κρήτη και η ασυνεννοησία των τοπικών οπλαρχηγών δεν βοηθούσε τον αγώνα. Η επαναστατική επιτροπή του 1821 ζήτησε από τον Δημήτριο Υψηλάντη, που εκπροσωπούσε την επαναστατική αρχή στην Ελλάδα, ν’ αποστείλει ένα ικανό διοικητή στην Κρήτη και πρότεινε το Καντακουζηνό. Ο Καντακουζινός δεν δέχτηκε και ο Υψηλάντης διόρισε αργότερα ως Γενικό Διοικητή Κρήτης το Κομνηνό Αφεντούλη ή Αφεντούλιεφ από τις Σπέτσες. Ο Αφεντούλης έφτασε αρχές του Νοεμβρίου στο Λουτρό με το διορισμό του ως «Γενικού Επάρχου και Αντιστρατήγου της Κρήτης». Ο Αφεντούλης παρέμεινε στην Κρήτη έναν ακριβώς χρόνο, ως το Νοέμβριο του 1822. Προσπάθησε ν’ ανασυντάξει τις επαναστατικές δυνάμεις και να κρατήσει την επανάσταση ζωντανή σε όλο το νησί. Φρόντισε επίσης να συγκροτηθεί Γενική Συνέλευση των Κρητών στους Αρμένους Αποκορώνου (11-22 Μαΐου 1822) και να ψηφιστεί το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Κρήτης», καθώς και «Σχέδιον Προσωρινής Διοικήσεως της νήσου Κρήτης». Η διοίκησή του όμως απέτυχε οικτρά γιατί άρχισε να διανέμει βαθμούς στους οπλαρχηγούς και ενίσχυσε την διχόνοια μεταξύ τους. Ο Αφεντούλης θεωρήθηκε υπεύθυνος για πολλές πολεμικές αποτυχίες και καθαιρέθηκε από Διοικητής. 30


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

39

Η Αιγυπτιοκρατία Ο αιγυπτιακός στρατός στην Κρήτη (1822) Η αδυναμία του τουρκοκρητικού στρατού να καταστείλει την επανάσταση στην Κρήτη και η απασχόληση του τουρκικού στρατού στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, ανάγκασαν το σουλτάνο Μαχμούτ Δ’ να ζητήσει τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο Μεχμέτ Αλής δέχθηκε πρόθυμα την πρόταση, υπολογίζοντας σε μελλοντική μόνιμη κατοχή της Κρήτης και απέστειλε ισχυρές δυνάμεις στο νησί, υπό την αρχηγία του γαμπρού του Χασάν Πασά. Στις 28 Μαΐου 1822, κατέπλευσε στη Σούδα ο αιγυπτιακός στόλος με 30 πολεμικά και 84 φορτηγά. Στις αρχές Ιουνίου προσέβαλε την οχυρή τοποθεσία της Μαλάξας, όπου οι επαναστάτες κατόρθωσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους. Η ασυμφωνία όμως των αρχηγών και η αδυναμία συντονισμένης δράσης των επαναστατών προεξοφλούσε την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον Χασάν στην συνέχεια. Μια επίθεση των επαναστατών στα Τσικαλαριά στις 12 Ιουνίου απότυχε και έφερε μεγάλες απώλειες. Ο Χασάν επανέλαβε τις επιχειρήσεις του από την 1η Αύγουστου. Με ισχυρές δυνάμεις ξεκίνησε από το Πλατανιά, με σκοπό να διαλύσει τις επαναστατικές εστίες στην ορεινή Κυδωνία. Ως τις 6 Αυγούστου είχε πατήσει τα χωριά Λάκκους και Θέρισο, παρά τις συνεχείς παρενοχλήσεις των τοπικών οπλαρχηγών. Στις επιχειρήσεις όμως αυτές έχασε 600 άνδρες και αυτό τον ανησύχησε ιδιαίτερα. Εγκαταλείποντας τα ορεινά χωριά της Κυδωνίας, πέρασε στον Αποκόρωνα και αφού κατάστρεψε τα χωριά του, προχώρησε στο Ρέθυμνο και στο Μυλοπόταμο. Λίγες μέρες αργότερα σκοτώθηκε στο Καστέλι Ηρακλείου πέφτοντας από το αφηνιασμένο άλογο του.

Η εκστρατεία των Επαναστατών στην Κίσαμο & Σέλινο Ενώ τα Αιγυπτιακά στρατεύματα επιχειρούσαν στην Ανατολική Κρήτη οι επαναστατημένοι Χανιώτες αποφάσισαν να γίνει γενική εκστρατεία κατά των επαρχιών Κισσάμου και Σελίνου, καθόσον στις Επαρχίες αυτές διέμεναν πολλοί Τούρκοι, διέθεταν ισχυρά φρούρια και πύργους και οι ντόπιοι Επαναστάτες δεν μπορούσαν μόνοι τους να τους νικήσουν. Το Δεκέμβριο του 1822 συγκεντρώθηκαν στη Κυδωνία περί τις 5 χιλ. επαναστατών και υπό την ηγεσία των Β. Χάλη, Σήφακα, Τσουδερού, Πωλογιώργη και Γερανιώτη, σε συνεννόηση με τους Κισσαμίτες οπλαρχηγούς Δρακωνιανό, Μαρτιμιάνο, Περάκη, Δεικτάκη, Καθεκλά, Γεωργιλάδες, Κανίτσο, Ρενιέρη και άλλων, προχώρησαν προς την Κίσσαμο. Εισερχόμενοι στην Κίσσαμο άρχισαν την εκκαθάριση των χωριών και την καταδίωξη των Τούρκων. Οι Τούρκοι καταδιωκόμενοι οπισθοχωρούσαν για να συγκεντρωθούν τελικά στα φρούρια του Καστελιού και της Γραμβούσας. Σε λίγες μέρες οι επαναστάτες κυρίευσαν την Κίσσαμο και κρατούσαν σε στενή πολιορκία το φρούριο στο Καστέλι.


40

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Ο Εμμανουήλ Τομπάζης Αρμοστής της Κρήτης Η πολιορκία στο Καστέλι διαρκούσε και γίνονταν αδιάκοπα μάχες κάθε φορά που οι Τούρκοι επιχειρούσαν εξόδους από το φρούριο. Την 19η Μαΐου του 1823, κατέπλευσε στην περιοχή ο νέος Αρμοστής, ο Υδραίος Εμμανουήλ Τομπάζης31 με μικρή ναυτική μοίρα από 5 πολεμικά και με σώμα 600 εθελοντών, κυρίως Ηπειρωτών και ανέλαβε την πολιορκία του φρουρίου. Ο Τομπάζης ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις, και οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδοθούν με όλο τον οπλισμό τους, με αντάλλαγμα τη μεταφορά τους με πλοία στα Χανιά. Από τους 1800 που κλείστηκαν το Δεκέμβρη στο φρούριο, επέζησαν οι 600. Αποδεκατίστηκαν από τις εχθροπραξίες κατά την πολιορκία, την πείνα και από μια επιδημία πανώλης. Η ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο, στις 25 του Μάη 1823.

Εκστρατεία κατά της Κανδάνου (1823) Ο Αρμοστής Τομπάζης, μετά την άλωση του Καστελιού, κινήθηκε την 31η Μαΐου κατά της Κανδάνου, με δύναμη 2, 5 χιλ. περίπου ανδρών απ΄όλο το Νομό Χανίων. Στην εκστρατεία αυτή πήραν μέρος περί τους 800 Κισσαμίτες επαναστάτες με τους οπλαρχηγούς τους. Στην Κάνδανο είχαν συγκεντρωθεί περί τους 3.000 Τούρκοι του Σελίνου. Την 1η Ιουνίου 1823 άρχισε η πολιορκία της Κανδάνου. Οι Τούρκοι επιχειρούσαν εξόδους και αντεπιθέσεις και αρκετοί σκοτώνονταν και τραυματίζονταν εκατέρωθεν. Ένα λάθος του Τομπάζη στη συνέχεια, ν’ αρχίσει διαπραγματεύσεις για την παράδοσή τους, τους έδωσε τον χρόνο και τη δυνατότητα να διαφύγουν ένα βράδυ από το κλοιό. Όταν οι πολιορκητές τους αντιλήφθηκαν, τους καταδίωξαν και στο Σέμπρωνα περικύκλωσαν την οπισθοφυλακή τους. Στη μάχη που έγινε σκότωσαν ή αιχμαλώτισαν πάνω από 800. Περί τις 2000 όμως γλύτωσαν, έφτασαν στα Χανιά, για να αντεκδικηθούν σκληρά αργότερα τους Σελινιώτες. Τα σφάλματα αυτά του Τομπάζη ήταν αφορμή να μείνει ή Κρήτη τουρκική 75 ακόμη χρόνια εκτιμούν οι ιστορικοί.

Εμμανουήλ Τομπάζης: Μετά την καθαίρεση του Αφεντούλη, οι «Παραστάται και Πληρεξούσιοι της Πατρίδος», όπως ονομάζονταν οι Κρήτες αντιπρόσωποι στις Εθνοσυνελεύσεις της Πελοποννήσου, ζήτησαν το διορισμό νέου Διοικητή. Αντικαταστάτης του ορίστηκε το 1823 ο Εμμανουήλ Τομπάζης. Ο Εμμανουήλ Τομπάζης ήταν από την Ύδρα, αδελφός του ναυάρχου Ιακώβου Τομπάζη και πληρεξούσιος της επαρχίας. Μετά την αποπομπή του Αφεντούλη οι επαναστάτες της Κρήτης ζήτησαν ν’ αναλάβει τη διοίκηση της Κρήτης, ως Γενικός Έπαρχος. Έλπιζαν ότι ερχόμενος στην Κρήτη θα συνοδεύεται από μοίρα του ελληνικού στόλου για να μπορεί να αντιμετωπίσει τον Αιγυπτιακό στόλο στις επιχειρήσεις του. Ο Τομπάζης διορίστηκε από την ελληνική βουλή την 28 Απριλίου του 1823 και το διάταγμά του διορισμού υπέγραψε ο Υπουργός των Εσωτερικών Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Στην Κρήτη παρέμεινε μέχρι την ολοκληρωτική επικράτηση του Χουσεΐν το 1824. 31


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

41

Ο Χουσεΐν στην Κρήτη Στο μεταξύ και οι Τουρκοαιγύπτιοι στο Ηράκλειο ανασυντάχθηκαν. Στη θέση του θανόντος Χασάν τοποθετήθηκε νέος στρατηγός, ο Χουσεΐν Μπέης, γαμπρός και αυτός του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο αιγυπτιακός στόλος με ναύαρχο τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ, έφτασε στην Κρήτη στις αρχές Ιουνίου και αποβίβασε 3.000 άνδρες και άφθονο πολεμικό υλικό ενισχύοντας τις δυνάμεις του Χουσεΐν. Ο νέος αρχιστράτηγος των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων ακολούθησε ένα στρατηγικό σχέδιο, που προέβλεπε την καταστολή της επανάστασης πρώτα στα ανατολικά, για να μην παρενοχλείται και στη συνέχεια στα δυτικά. Ο Χουσεΐν έφτασε στα Χανιά το Φεβρουάριο του 1824. Αφού λεηλάτησε τα χωριά του Αποκόρωνα και συνέλαβε πλήθος αιχμαλώτων, εισέβαλε τον επόμενο μήνα από το Λουτρό στα Σφακιά. Έντρομοι οι άμαχοι ζητούσαν σωτηρία στα παραπλέοντα Ελληνικά πλοία και στ’ απρόσιτα φαράγγια της Αγιάς Ρουμέλης και της Σαμαριάς. Ο Χουσεΐν στην συνέχεια με εκπληκτική ταχύτητα πέρασε στο Σέλινο και στην Κίσσαμο, για να διαλύσει και τις τελευταίες εστίες των επαναστατών. Οι ένοπλοι και οι άμαχοι διασκορπίστηκαν στα βουνά και τα φαράγγια για να δασωθούν. Ο επίλογος γράφτηκε με την σφαγή στο Λαφονήσι όπου είχαν καταφύγει καταδιωκόμενοι Κισσαμίτες. Τα αιγυπτιακά στρατεύματα κατάφεραν και πέρασαν απέναντι στο νησί και τους κατάσφαξαν όλους. Τα θύματα στις επαρχίες αυτές ξεπέρασαν τους 1.500 νεκρούς. Παραπλέοντας στα παράλια διάφορα Ελληνικά πλοία, παρακολουθούσαν τις μάχες στην ξηρά και παρελάμβαναν τους καταδιωκόμενους και τα γυναικόπαιδα για να τους μεταφέρουν στα Κήθυρα, στην Πελοπόννησο και σ’ άλλα νησιά. Σε 60.000 υπολογίζονται οι εκπατρισμένοι κατά τους πρώτους μήνες του 1824. Εκατοντάδες έπεσαν στα χέρια του εχθρού και αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στις σκλαβαγορές της Αλεξάνδρειας και της Σμύρνης. Ως τα τέλη Μαΐου 1824 ο Χουσεΐν είχε καταπνίξει την κρητική επανάσταση. Οι Τουρκοαιγύπτιοι ήταν πια ελεύθεροι να βοηθήσουν τον Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Η Κρήτη θα γίνει τώρα το ορμητήριο και η μεγάλη βάση ανεφοδιασμού των Τούρκων για τις επιχειρήσεις τους στην επαναστατημένη Ελλάδα. Όσοι παρέμειναν πίσω στο νησί υποχρεώθηκαν στο νέο ζυγό. Κι απ’ αυτούς λίγοι ήταν εκείνοι που έμειναν απροσκύνητοι κι αποφασισμένοι να συνεχίσουν έναν απελπισμένο αγώνα. Σχημάτιζαν ανταρτικές ομάδες κι έκαναν κλεφτοπόλεμο μ’ αιφνιδιαστικές νυκτερινές επιθέσεις και δολιοφθορές. Αυτοί ήταν οι διαβόητοι «Καλησπέρηδες». Οι Τούρκοι, ακολουθώντας και αυτοί την ίδια τακτική, οργάνωσαν τρομοκρατικές ομάδες από φανατικούς γενιτσάρους και ονομάστηκαν «Ζουρίδες».

Η περίοδος της Γραμβούσας (1825-1828) Ενώ φαινόταν ότι η επανάσταση στην Κρήτη είχε κατασταλεί και περιοριζόταν απλώς σε σποραδικές επιθέσεις ανταρτών σε χωριά και φρούρια των Τούρκων, Κρήτες επα-


42

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

ναστάτες, που είχαν καταφύγει στην άλλη Ελλάδα, κατέστρωσαν ένα νέο σχέδιο για να αναζωπυρώσουν την επανάσταση. Το Αύγουστο του 1825 μ’ επικεφαλής τον Δημήτριο Καλλέργη και τον Εμμανουήλ Αντωνιάδη επέστρεψαν στην Κρήτη και κατέλαβαν το φρούριο της Γραμβούσας. Οι επαναστάτες οχυρώθηκαν εκεί, και προσπαθούσαν να υποκινήσουν τους Κρητικούς για μια νέα επανάσταση. Εξέλεξαν μάλιστα και μια προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή, το «Κρητικόν Συμβούλιον» που έπαιζε το ρόλο της επίσημης επαναστατικής αρχής της Κρήτης. Η προσπάθεια των Τούρκων να ανακτήσουν το φρούριο απέτυχε και έτσι άρχισε στην Κρήτη μια νέα επαναστατική περίοδος, η λεγόμενη περίοδος της Γραμβούσας (1825-1828). Επειδή οι “Γραμβουσιανοί” επιδόθηκαν στην συνέχεια στην πειρατεία για να εξασφαλίζουν τρόφιμα και τα εφόδια τους, ο Ιωάννης Καποδίστριας μετά από αξίωση της Αγγλίας, έστειλε στη Γραμβούσα τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με τη συνοδεία αγγλικού και γαλλικού στόλου, για να τους εκδιώξει. Τα πλοία των επαναστατών καταστράφηκαν και το φρούριο της Γραμβούσας παραδόθηκε στους Άγγλους, οι οποίοι ανέλαβαν και το έργο της επιτήρησης των θαλασσών για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Οι επαναστάτες της Γραμβούσας διαλύθηκαν και κατέφυγαν στα βουνά της Κρήτης.

Η Αιγυπτιοκρατία στην Κρήτη (1830- 1841) Το 1830 η Κρήτη παραχωρήθηκε στο Μωχάμετ Αλή της Αιγύπτου. Το νησί παρέμεινε 10 χρόνια κάτω από την αιγυπτιακή διοίκηση, για να δοθεί ξανά στο Σουλτάνο με τη συνθήκη του Λονδίνου το 1841. Με βάση το Πρωτόκολλο της συνθήκης του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830, οι Μεγάλες Δυνάμεις, παρά τις προηγούμενες επαγγελίες τους, άφησαν την Κρήτη έξω από τα όρια του νεοπαγούς ελληνικού κράτους, στην απόλυτη δικαιοδοσία του σουλτάνου, ο οποίος την παραχώρησε στον Αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μοχάμεντ Αλή, σαν αντάλλαγμα των υπηρεσιών του στη διάρκεια της επανάστασης του 1821. Ο φιλόδοξος μονάρχης της Αιγύπτου κατανοούσε τη σημασία της κατοχής της Κρήτης και απέβλεπε από την αρχή στη μονιμοποίηση της εξουσίας του στο νησί. Για να αποφύγει εξωτερικές επεμβάσεις και διεθνείς περιπλοκές, έλαβε μέτρα για την εξασφάλιση της εσωτερικής γαλήνης, ενώ παράλληλα έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μεγάλων κοινωφελών έργων στο νησί. Για την πραγματοποίηση αυτού του προγράμματος επιβλήθηκε επαχθέστατη φορολογία στο πληθυσμό. Πολιτικό διοικητή της νήσου διόρισε τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά32 και στρατιωτικό διοικητή τον έμπιστό του Οσμάν Νουρ-Ελ-Ντιν Μπέη.

Ο Μουσταφά Ναϊλή πασάς διαδραμάτισε σπουδαιότατο ρόλο στην Κρήτη από την επανάσταση του 1821 μέχρι την άλλη επανάσταση του 1866 - 1869. Γι’ αυτό επονομάστηκε Γκιριτλής (Κρητικός). Στην Κρήτη πολέμησε με το θείο του Χασάν πασά, αρχηγό των αιγυπτιακών στρατευμάτων. Το 1827 ο Μοχάμεντ Αλή τον έκανε πασά και αρχηγό των πολεμικών επιχειρήσεων στην Κρήτη. Όταν παραχωρήθηκε η Κρήτη στο Μοχάμεντ Αλή το 1830, ο Μουσταφά πασάς έγινε γενικός διοικητής της Κρήτης. Τη θέση αυτή διατήρησε όλη τη διάρκεια της αιγυπτιακής κατοχής. Το 1840 που η Κρήτη ξαναγύρισε στην κυριαρχία της Τουρκίας, ο σουλτάνος, εκτιμώντας τις ικανότητες του Μουσταφά , του ανέθεσε τη γενική διοίκηση του νησιού. Στη θέση αυτή έμεινε μέχρι το 1850. 32


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

43

Η αιγυπτιακή διοίκηση στην Κρήτη υπό το πρόσχημα της δικαιοσύνης και της αμεροληψίας, αντιμετώπισε φαινομενικά ισότιμα όλους τους κατοίκους της Κρήτης. Με τη χορήγηση γενικής αμνηστίας, κάλεσε χριστιανούς και μουσουλμάνους, να καταθέσουν τα όπλα και να ζήσουν στο εξής ειρηνικά, σε καθεστώς ειρήνης και ισονομίας. Οι κάτοικοι της υπαίθρου, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ήταν χριστιανοί, απαλλάχθηκαν από τις καταπιέσεις και από μια σειρά υποχρεώσεων. Έτσι η Αιγυπτιακή Διοίκηση αντιμετώπισε τη δυσαρέσκεια των Τουρκοκρητικών. Ο διοικητής του νησιού, μολονότι ήταν συχνά με το μέρος των τουρκοκρητικών, σε πολλές περιπτώσεις περιόριζε τη δύναμη τους. Το 1926 διέλυσε τα γενιτσαρικά τάγματα και τ’ αντικατέστησε με Αλβανούς και Αιγυπτίους στρατιώτες. Στη θέση των Τουρκοκρητικών διοικητών των επαρχιών διόριζε Αλβανούς. Το κυριότερο, όμως, ήταν ότι με την πρωτοβουλία της αιγυπτιακής διοίκησης μεταλλάχτηκε το γαιοκτητικό καθεστώς. Από τα πρώτα χρόνια της Αιγυπτιοκρατίας, η μεταβίβαση της γης από τους μουσουλμάνους προς τους χριστιανούς, έλαβε σοβαρές διαστάσεις. Η μεταβίβαση αυτή συνδυάστηκε με το κατακερματισμό της μεγαλογαιοκτησίας, η οποία κατατμήθηκε σε μικροϊδιοκτησίες. Έτσι κλονίστηκε ανεπανόρθωτα η κυριαρχία των μουσουλμάνων μεγαλοϊδιοκτητών, οι οποίοι μέχρι τότε έλεγχαν την ύπαιθρο. Πολλοί χριστιανοί συνέχιζαν να ζουν στον ίδιο τόπο και να καλλιεργούν τα ίδια εδάφη που καλλιεργούσαν πριν από την Επανάσταση του 1821. Όμως, υπήρχε μια θεμελιώδης διαφορά: οι περισσότεροι από αυτούς μετατράπηκαν από εξαρτημένοι καλλιεργητές σε ανεξάρτητους ιδιόκτητες της γης. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκφάνσεις της κρητικής οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας από το 1830 μέχρι το 1898, είναι η κάθοδος του πληθυσμού από τις πιο ορεινές στις πιο πεδινές αγροτικές περιοχές και ο νέος επικοισμός τους. Η διαδικασία αυτή έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις στο δεύτερο μισό του 19ου αι. Η κάθοδος των ορεινών χριστιανών δεν προσανατολίστηκε προς τις πόλεις, καθώς σ’ αυτές κυριαρχούσαν οι μουσουλμάνοι. Οι μουσουλμάνοι της υπαίθρου μετακινούνταν προς τις πόλεις όταν ξεσπούσαν εξεγέρσεις και διέμεναν προσωρινά προστατευμένοι μέχρι να καταλαγιάσουν τα πράγματα, για να επιστρέψουν στην συνέχεια στα μέρη τους. Πολλοί μουσουλμάνοι της υπαίθρου τότε, καθώς ήταν συνηθισμένοι στην ασυδοσία και στη βία, δεν μπορούσαν να ανεχτούν την νέα κατάσταση και να υπακούουν στις διαταγές του Μουσταφά Πασά, πουλούσαν τα υπάρχοντα τους και μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία.

Το τέλος της αιγυπτιοκρατίας. Η επανάσταση του 1841 Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος κατά τα έτη 1839-1841 είχε επιπτώσεις στην εξέλιξη των κρητικών πραγμάτων. Η εμπλοκή του Μεχμέτ Αλή σε πόλεμο με την Τουρκία και η ήττα του στη Συρία, κλόνισαν την αιγυπτιακή εξουσία στην Κρήτη. Οι Κρητικοί, επωφελούμενοι από τη σύγκρουση του Αντιβασιλέα της Αιγύπτου με το Σουλτάνο, το Φεβρουάριο του 1841 επαναστάτησαν (επανάσταση Χαιρέτη), με κύριο αίτημα την αποτίναξη της τουρκικής εξουσίας, υπολογίζοντας να επαναφέρουν στο τραπέζι της διεθνούς διπλωματίας το Κρητικό Ζήτημα. Η επανάσταση αυτή είχε περιορισμένη έκταση


44

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

και δεν βρήκε καμιά ανταπόκριση. Η ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν σε παντελή αδυναμία να βοηθήσει τους επαναστάτες, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις καταδίκασαν από την αρχή το κίνημα. Την 1η Ιουλίου του 1841 οι πέντε Μεγάλες Δυνάμεις, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου να αποσπάσουν την Κρήτη από την αιγυπτιακή κατοχή και να την επαναφέρουν στη σουλτανική κυριαρχία. Το νησί στη συνέχεια και μέχρι το 1851 διοικήθηκε και πάλι από το Μουσταφά πασά, πού διορίστηκε από την Πύλη ως Γενικός Διοικητής. Στο διάστημα αυτό, έγιναν σημαντικές αλλαγές και βελτιώθηκε τόσο η οικονομική κατάσταση, όσο και η κοινωνική θέση των χριστιανών.


45

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

20 ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η γένεση και το στέριωμα του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ 19ος αιώνας

Το γένος ΞΑΝΘΟΥΔΑΚΗ & ο Παναγιώτης ΞΑΝΘΟΥΔΑΚΗΣ - ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗΣ Οι Ξανθουδάκηδες στην Αράδενα Οι Ξανθουδάκηδες έχουν την βαθύτερη ρίζα τους στην Αράδενα Σφακίων. Από την Αράδενα αρχίζουν να μεταναστεύουν από τα τέλη του 18ου αιώνα σ’ άλλα μέρη της Κρήτης. Η Αράδενα είναι ένας μικρός οικισμός δυτικά της Ανώπολης, χτισμένος στο χείλος του ομώνυμου φαραγγιού από τη δυτική πλευρά του33. Η Αράδενα ή Αράδαινα διασώζει την αρχαία ονομασία Αραδήν. Στον ενετικό κατάλογο του F. Barozzi του 1577 αναφέρεται, ως Aradhena. Τους τελευταίους αιώνες της Ενετοκρατίας και το πρώτο της Τουρκοκρατίας ευημερούσε, γιατί οι κάτοικοί της (όπως και οι κάτοικοι της Ανώπολης) είχαν επιδοθεί στη ναυτιλία και το εμπόριο. Κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη καταστράφηκε ολοκληρωτικά.

33 Το φαράγγι της Αράδενας, από τα πιο ωραία και επιβλητικά της Κρήτης, ξεκινά από τις ριζοβουνιές των Λευκών ‘Ορέων και φθάνει σε μήκος 7 χλμ. στην παραλία Διαλισκάρι στη θάλασσα. Σ’ όλη την έκταση του έχει μεγάλο και απότομο βάθος, με κατακόρυφες πλευρές 100 μ. Έχει ένα σημείο προσπέλασης που αποτελούσε την είσοδο του χωριού Αράδενα που βρίσκεται περίπου στη μέση του φαραγγιού. Πρόσφατα έχει κατασκευαστεί γέφυρα και δεν χρησιμοποιείται το μονοπάτι. [7] Σπανάκης.


46

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Στο φαράγγι της Αράδενας οι Σφακιανοί, κατά την επανάσταση Δασκαλογιάννη το 1770, έδωσαν μία από τις τελευταίες τους μάχες. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το χωριό και οι περισσότεροι κάτοικοί του μετανάστευσαν σ’ άλλα μέρη της Κρήτης. Στο ίδιο φαράγγι δόθηκε μεταγενέστερα -τον Ιούλιο του 1867- σκληρή μάχη, για να αναχαιτιστεί η προέλαση των Τούρκων στα Σφακιά. 4000 επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στη μια πλευρά του φαραγγιού και απέναντί τους παρατάχτηκαν 25000 Τούρκοι με βαρύ πυροβολικό. Το μέτωπο της μάχης ήταν 6 μίλια. Την τρίτη μέρα μπροστά στη σφοδρή δύναμη πυρός των τούρκων, οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και ο εχθρός πέρασε απέναντι στο χωριό το πολιόρκησε, το κατάλαβε και το ‘καψε. Η μάχη αυτή υπήρξε και το Βατερλώ του Κρητικού αγώνα του 1866. Με την κατάπνιξη της επανάστασης του Δασκαλογιάννη (1770), την καταστροφή των Σφακιανών χωριών και την υποταγή της επαρχίας κάτω από βαρύ πλέον φορολογικό ζυγό, η ζωή έγινε αβίωτη κι οι Σφακιανοί άρχισαν να διασκορπίζονται. Από τότε η δημογραφική πορεία της Αράδενας έγινε φθίνουσα: Το 1821 είχε 226 κατοίκους, 1834 143 (36 οικογένειες), το 1900 - 188 κατ., το 1961 - 44 κατ. κι έκτοτε δεν υπάρχει κανένας κάτοικος στο χωριό. Μετά το 1770 η οικογένεια Ξανθουδάκηδων στην Αράδενα άρχισε να μεταναστεύει. Ένα μέρος της οικογένειας έμεινε πίσω και συνέχισε τη ζωή στο χωριό. Ορισμένοι από τους απόγονους αυτής της οικογένειας κρατήθηκαν εκεί μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, για να το εγκαταλείψουν κι αυτοί στη συνέχεια μεταναστεύοντας σ’ άλλα μέρη. Από τις αρχές του 20ου αιώνα δεν υπάρχουν Ξανθουδάκηδες στην Αράδενα. Η αρχική -του 1770- οικογένεια Ξανθουδάκη, διασκορπίστηκε και άπλωσε τα κλαδιά της, πρώτα στην επαρχία Σελίνου στα Τσισκιανά, μετά στο Αβδού Πεδιάδους Ηρακλείου και στη συνέχεια στον Αποκόρωνα στις Βρύσες και στα περίχωρα της πόλης των Χανίων. Στην επανάσταση του 1770 γνωρίζουμε ότι πρωτοστάτησε και ο Ξανθουδάκης Ξενοφών ή Ξηρούχης. Οι απόγονοι του Ξηρούχη ακολούθησαν την ίδια ηρωική διαδρομή. Το γένος Ξανθουδάκη υπήρξε ανυπότακτο και επαναστατικό. Αργότερα στην 3η, 4η και 5η γενιά από την Αράδενα, η ιστορία θα καταγράψει την επαναστατική δράση των νεώτερων οπλαρχηγών Ξανθουδάκηδων που ξεχώρισαν στις επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Μεταξύ αυτών είναι: Οι Ξανθουδίδες στο Ηράκλειο. Ο Δημήτρης Ξανθουδάκης από τα Τσισκιανά. Ο Δημήτρης υπήρξε οπλαρχηγός Σελίνου από την επανάσταση του 1866 και μετά και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες σ’ όλο το Νομό Χανίων. Ο Μιλτιάδης Ξανθουδάκης που γεννήθηκε το 1833 στα Χανιά. Γράφτηκε στη Νομική Αθηνών και κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό. Συμμετείχε στην επανάσταση 1866-69 με το εθελοντικό σώμα του Πάνου Κορωναίου και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στα Χανιά και στο Ρέθυμνο. Το 1869 επανήλθε στο στρατό. Πέθανε το 1889. Ο Αναγνώστης (Μανόλης) Αγοραστάκης που γεννήθηκε το 1847 στα Δελιανά. Για τη ζωή και τη δράση του, θα αναφερθούμε εκτενώς στο επόμενο κεφάλαιο.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

47

Ο κλάδος Ξανθουδίδη στο Ηράκλειο Ένας από τους γιους του Ξηρούχη Ξανθουδάκη από την Αράδενα ήταν ο Μανούσος, που μετοίκησε στο Αβδού Πεδιάδος Ηρακλείου τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα. Εκεί εγκαταστάθηκε, δημιούργησε οικογένεια και ξεκίνησε ένα νέο γένος. Ο Μανούσος συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821 ως οπλαρχηγός Πεδιάδος Ηρακλείου. Ένας από τους γιούς του, ο Αντώνης που μετονομάστηκε σε Ξανθουδίδης - Ζωγράφος (1819-1896), διέπρεψε ως ζωγράφος και αγιογράφος και πρωταγωνιστής (υπαρχηγός) των ανατολικών επαρχιών της Κρήτης στην επανάσταση του 1866-69. Ο μικρότερος γιός του Αντώνη Ξανθουδίδη είναι ο Στέφανος Ξανθουδίδης (1861-1928), που διακρίθηκε διεθνώς ως αρχαιολόγος, λαογράφος, ιστορικός, φιλόλογος και χαρακτηρίστηκε ως ο πρώτος Κρητολόγος και κορυφαία μορφή της Ελληνικής Επιστήμης.

Ο κλάδος Ξανθουδάκη στο Σέλινο Ένα μέλος της οικογένειας Ξανθουδάκη από την Αράδενα Σφακίων, μετοίκησε μετά την επανάσταση του 1770 στα Τσισκιανά στο Σέλινο. Από κει αναπτύχθηκε ο κλάδος των Ξανθουδάκηδων από τον οποίο προέρχεται ο Παναγιώτης Ξανθουδάκης - Αγοραστάκης και ο κλάδος των Αγοραστάκηδων στα Λουραδιανά Δελιανών, όπως και ο κλάδος Ξανθουδάκηδων στην Ποταμίδα Κισσάμου. Από τους συνδυασμούς των ονομάτων των απογόνων στα Τσισκιανά προκύπτει ότι αυτός που ξεκινά το νέο γένος ήταν ή ο Γιώργος, γιός του Ξηρούχη Ξανθουδάκη ή άλλος ξάδερφός του με το όνομα Δημήτρης. Εγγόνια του είναι οι Ξανθουδάκηδες που καταγράφονται αργότερα στα μητρώα αρρένων της Κοινότητας Επανωχωρίου, ο Γεώργιος τη δεκαετία του 1820 και ο Γιάννης τη δεκαετία του 1830. Επίσης εμφανίζονται αργότερα - χωρίς να είναι παιδιά του Γιώργου και του Γιάννη- ο Δημήτρης και ο Νίκος τη δεκ. του ‘40 και ο Κωνσταντίνος τη δεκ. του ‘50. Από το καθένα απ’ αυτούς ξεκινά ένα οικογενειακό δέντρο Ξανθουδάκη που μπορεί να ανιχνευτεί στα μητρώα αρρένων και τα δημοτολόγια των παλιών δήμων και κοινοτήτων. Οι πρώτοι Ξανθουδάκηδες του Σελίνου γεννιούνται στα φοβερά χρόνια του μεγάλου γενιτσαρισμού. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και ο Παναγιώτης. Η μετοίκηση της πρώτης οικογένειας Ξανθουδάκη από την Αράδενα στα Τσισκιανά έγινε σε μια περίοδο που άλλαζε η κατάσταση και σ’ ένα τόπο που επικρατούσαν άλλα δεδομένα. Το χωριό καταγωγής τους η Αράδενα -όπως σ’ όλα τα Σφακιά- κατοικούσαν μόνο χριστιανοί και δεν υπήρχαν μουσουλμάνοι και τουρκοκρητικοί. Αντίθετα στο Σέλινο ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Έπρεπε να συμβιώσουν με τουρκοκρητικούς μουσουλμάνους και γενιτσάρους και μάλιστα σε μια περίοδο που αυτοί άρχισαν να εξαγριώνονται και να δρουν ασύδοτοι. Έχοντας κατά νου το γενικό ιστορικό πλαίσιο που αναπτύχθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, επικεντρώνουμε στην κατάσταση και τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο Σέλινο και στο Επανωχώρι όπου βρίσκεται η οικογένεια Ξανθουδάκη, προκειμένου να ερευνήσουμε και εξηγήσουμε τις ενέργειες του νεαρού τότε Παναγιώτη Ξανθουδάκη. Η οικογενειακή ιστορία μεταφέρει ότι “σκότωσε ένα αιμοβόρο γενίτσαρο, γι’ αυτό και


48

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

αναγκάστηκε να φύγει αργότερα από το χωριό του για να μην τον σκοτώσουν οι άλλοι γενίτσαροι. Ήρθε και κατοίκησε στα Λουραδιανά, όπου αγόρασε από άλλο τούρκο την περιουσία του. Άλλαξε και το επίθετό του από Ξανθουδάκης σε Αγοραστάκης, ώστε να μην μπορούν να τον βρουν οι διώκτες του γενίτσαροι”.

Το Σέλινο την Τουρκοκρατία, τέλη 18ου - αρχές 19ου αιώνα Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 δεν είχε μόνο τραγικές συνέπειες στα Σφακιά και τους Σφακιανούς, αλλά επέφερε γενικότερες μεταβολές στην τουρκική διοίκηση του νησιού. Οι γενίτσαροι που κατάπνιξαν την επανάσταση, συνειδητοποίησαν τη δύναμή τους και σιγά-σιγά αυτονομήθηκαν από τη σουλτανική εξουσία και τους εκπροσώπους της (πασάδες και αγάδες) και επέβαλαν τη βία και τη τρομοκρατία σ΄ όλη την Κρήτη, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις και στο Σέλινο όπου επικρατούσαν έναντι των χριστιανών. Στη μετά το 1770 εποχή, η εξουσία είχε περιέλθει στα χέρια των γενιτσάρων και των Τουρκοκρητικών. Πραγματοποιούσαν εξεγέρσεις και επιδίδονταν συχνά σε φόνους, λεηλασίες και αρπαγές γυναικών. Ασύδοτοι και προκλητικοί απαιτούσαν την εξευτελιστική υποταγή των χριστιανών που βρισκόταν στο δρόμο τους. Οι πασάδες που έστελνε η Πύλη από την Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσαν να επιβάλουν την τάξη. Η τρομοκρατία και η καταδυνάστευση των χριστιανών από τους γενιτσάρους ήταν επόμενο να προκαλέσει σημαντικές μεταστροφές προς το μουσουλμανισμό. Η μουσουλμανική θρησκεία, που είχε αποκτήσει ερείσματα -από την αρχή της κατάκτησης της Κρήτη από τους Τούρκους- στις πόλεις, στο Σέλινο και στις πεδινές περιοχές της Κισσάμου και της Κυδωνίας Χανίων, την μετα-Δασκολογιαννική περίοδο ενισχύθηκε ραγδαία. Σημαντικοί εξισλαμισμοί έγιναν στα χωριά της επαρχίας Σελίνου34. Οι κάτοικοι των χωριών, όπως ο Σάσσαλος, ο Κατσοματάδος, τα Φλώρια, οι Μυλωνές, πήγαιναν στο καδή της Κανδάνου και αλλαξοπιστούσαν ομαδικά. Αποτέλεσμα των εξισλαμισμών - όπως είδαμε πιο πριν - ήταν η αλματώδης αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού. Έτσι, ενώ οι μουσουλμάνοι ανέρχονταν, λίγο μετά την επανάσταση του 1770 στο 1/3 του συνολικού πληθυσμού, έφτασαν το 1821 να είναι ισάριθμοι ή και περισσότεροι από τους χριστιανούς.

Οι σημειώσεις του γιατρού Ν. Ρενιέρη εκείνη την εποχή καταγράφουν την πληροφορία, σύμφωνα με την οποία στο διάστημα 1810-1818 πραγματοποιήθηκαν στην επαρχία Σελίνου 2.811 εξισλαμισμοί ανδρών. [10] Πεπονάκης, 65-67

34


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

49

Η εξαθλίωση των χριστιανών χωρικών ήταν ιδιαίτερα έντονη στα χωριά του Σελίνου. Συχνά οι γενίτσαροι τους υπέβαλλαν σε εκδουλεύσεις και αγγαρείες. Όταν ήθελαν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους, να μαζέψουν τη σοδειά τους ή να φτιάξουν τα σπίτια τους, έπρεπε οι χριστιανοί του χωριού να παρουσιασθούν και να τους προσφέρουν υπηρεσία. Στην περίπτωση που εκφράζανε παράπονα και αντιρρήσεις, η τιμωρία τους ήταν οι ραβδισμοί και οι ταπεινώσεις. Στην περίπτωση που δεν ανταποκρινόταν ελάμβαναν την προειδοποίηση με σφαίρες τυλιγμένες σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Ακόμη και για το γάμο τους οι χριστιανοί έπρεπε να έχουν τη συγκατάθεση του μουσουλμάνου άρχοντα του χωριού35. Η πρακτική της αποστολής σφαιρών από τους γενιτσάρους είχε γενικευτεί για κάθε είδους απειλή την εποχή εκείνη. Μια εποχή που ονομάστηκε, εποχή του μεγάλου γενιτσαρισμού. Μια εποχή που έφερε στα άκρα τις δύο κοινότητες χριστιανών και μουσουλμάνων. Τα πράγματα έφτασαν στο σημείο “ο θάνατός σου η ζωή μου”, που ήταν και το σημείο εκκίνησης της επανάστασης του 1821. Για την ασυδοσία των γενιτσάρων στην εποχή του μεγάλου γενιτσαρισμού, μεταφέρομε εδώ από την ιστορία του Κριάρη36 δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα για τη δράση των γενιτσάρων στο χωριό των Ξανθουδάκηδων το Επανωχώρι. Ιστορία 1η στην Αγιά Ειρήνη Επανωχωρίου “Κατά το έτος 1818, ο εν Σελίνω γενίτσαρος Μεχμέτ Βεργέρης συναθροίσας ημέραν τινά εις το χωρίον Αγία Ειρήνη, τας γυναίκας του χωρίου ηνάγκαζεν αυτάς να χορεύωσιν ενώπιον του. Επειδή όμως ο εκ της οικογενείας των Μπενήδων ή Μπασιάδων καταγόμενος Αντώνιος Γεωργιακάκης, ο επονομαζόμενος Γεώργιακας, δια το ηράκλειον αυτού ανάστημα, δεν απέστειλε τας αδελφάς του εις τον χορόν, θυμωθείς ο Βεργέρης απέστειλε μολυβδίνην σφαίραν όπλου προς τον Γιώργιακαν με την διαταγήν να αποστείλη αυτάς. Η σφαίρα απετέλει ένδειξιν, ως εσυνείθιζον τότε οι κακούργοι γενίτσαροι, ότι, εν αρνήσει, ο εις ον εστέλλετο αύτη θα εφονεύετο. Αλλ’ ο Γεώργιακας ου μόνον δεν επτοήθη αλλά και δύο σφαίρας έπεμψεν εις τον γενίτσαρον. Τούτο πλέον ήτο μεγίστη αναίδεια εκ μέρους του «ραγιά». Ο Μεχμέτ εκμανείς εξέδραμε προς τον οίκον του Γιώργιακα, ίνα φονεύση τούτον. Αλλ’ ο Γεώργιακας εκβιασθείς τότε υπό των οικείων του ν’ απέλθη και μη μεταχειρισθή το όπλον του κατέφυγεν εις τα Σφακιά και Λευκά Όρη, ορκισθείς να θανατώση τον Μεχμέτ. Και τω όντι εξεπλήρωσε τον όρκον του βραδύτερον ενεδρεύσας εις θέσιν Νερατζόπορα του οροπεδίου Ομαλού ένθα εφόνευσεν αυτόν.

Ο G. Α. Olivier γράφει: “Κανένας Έλληνας δεν μπορεί να παντρευτεί χωρίς την άδεια του αγά. Για να πάρει την άδεια, πρέπει να πληρώσει ένα πρόβατο, ένα αρνί, μερικά κοτόπουλα. Αν ή νέα αρέσει στον αγά, την κρατά για τον εαυτό του, χωρίς κανείς τελικά να φέρει αντίρρηση” [10] Πεπονάκης 61 Olivier G. A. , Voyage dans l’empire othoman, 1801 & 1807 36 [2] Κριάρης Β’161-162 35


50

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Τον φόνον του αδελφού των εκδικούμενοι οι αδελφοί του Μεχμέτ λοιποί Γεργέρηδες μετέβαινον κατ’ έτος εις Ομαλόν, νομίζοντες δε ότι οι φονείς του άδελφου των ήσαν Λακκιώται, εφόνευον ανά παν έτος ένα Λακκιώτην φέροντα το όνομα Ιωάννης, φονεύσαντες ούτω επί σειράν εννέα ετών εννέα Γιάννηδες. Τέλος οι Βεργέρηδες μαθόντες ποίος ο φονεύς του αδελφού των κατεδίωξαν τούτον επιμόνως και συναντήσαντες ημέραν τινά αυτόν επί κλιτύος βουνού των Λευκών ορέων περιεκύκλωσαν και εφόνευσαν”. Ιστορία 2η στο Επανωχώρι “Έτερον αδελφόν του Μεχμέτ Βεργέρη, Εμίν Αγάν καλούμενον, εφόνευσεν ο εξ Απανωχωρίου Σελίνου Εμμανουήλ Θεοδωράκης ή Μαραγκάκης (1818). Ο ίδιος λεγόταν Μαραγκάκης, αλλά άλλαξε όμως το επίθετό του από το όνομα του πατέρα του που λεγόταν Θεόδωρος. Η εξής παράδοσις υπάρχει διασωζομένη έτι εν άσματι ψαλλομένω εν τη επαρχία Σελίνου. Κατά τον Μάρτιον του έτους 1817, οπότε ημέραν τινά κατήρχετο εξ Ομαλού ο Εμμ. Θεοδωράκης, συναντήσας αυτόν καθ’ οδόν ο Εμίν αγάς Βεργέρης τω λέγει: «Μανώλη, το βράδυ θα έχω χορόν και να έλθης με τας αδελφάς σου και σέρνε και τη χήρα κουνιάδα σου». «Δεν έρχομαι αγά» τω απαντά. «Ακούεις τι σου λέω;» επαναλαμβάνει ο γενίσταρος. «Αγά, απαντά πάλιν ο Θεοδωράκης, αυτός ο χορός θα βρωμέση καμμιά μέρα». «Έλα και ας βρωμέση» υπέλαβεν ο γενίτσαρος. Φθάσας ο Εμμανουήλ εις το χωρίον ειδοποιεί την θείαν του ν’ αποκρύψη τας θυγατέρας της εις την παρακειμένην φάραγγα, αυτός δε λαβών το τυφέκιόν του μεταβαίνει εις την οικίαν των Βεργέρηδων αποκρύψας δε τούτο έξωθεν της οικίας εισήλθεν εις αυτήν προσποιηθείς τον αδιάφορον. Αλλ’ ελεεινόν θέαμα παρουσιάσθη προ των οφθαλμών του. Ο αγάς εν μέθη διατελών μετ’ άλλων γενιτσάρων είχε προ αυτού θυγατέρας τινάς και γυναίκας χωρικών, ας εξηνάγκαζε να χορεύωσιν, αφ’ ου έρριπτεν επί του σανιδώματος ρόβι και ψαραίς. Ούτως αύται, ολισθαίνουσαι ανετρέποντο χαμαί και παρουσίαζον εις τον αχρείον Βεργέρην τα μέλη του σώματος των. Ιδών δε ο Αγάς τον Θεοδωράκην εισερχόμενον τω λέγει: «Που είναι Μανώλη αι εξαδέλφαι σου; ότι δεν έκαμα σ’ αυταίς θα κάμω σε σένα. Πάρε τη λύρα και παίζε μας». Ο Θεοδωράκης λαβών το όργανον επαιζεν, έως ου ο Βεργέρης αποκαμών απεφάσισε ν’ άπέλθη εις ύπνον. Αλλ’ ο Θεοδωράκης εξελθών δι’ άλλης θύρας και λαβών το τυφέκιον του ανέβη εις συκήν τινά ενεδρεύων. Καθ’ ην δε στιγμήν διήρχετο ο Εμίν Αγάς και ετραγώδει το εξής άσμα : Εφάγαμε και ήπιαμε κι εκάμαμε και ζεύκι Ως τόσονά τoνε γραφτό ήτον και κισιμέτι37 επυροβόλησε κατ’ αυτού και τον έφόνευσε. Την πρωίαν της επομένης οι γιενίτσαροι του Σελίνου και η στρατιωτική αρχή συνέλαβον 40 άνδρας και ωδήγουν αυτούς εις Χανά. Τούτο μαθών ο Θεοδωράκης σπεύδει και συναντήσας την συνοδίαν παρά την θέσιν «Κακαί πλευραί» παρέδωκεν εαυτόν ως ένοχον, οδηγηθείς δε εις Χανιά απεκεφαλίσθη άνευ πολλής διαδικασίας. Το πτώμα του δε συρόμενον επί τρεις ημέρας εις τας οδούς υπό των Εβραίων ερρίφθη τέλος έξωθι της πύλης του φρουρίου, όπου έμεινεν άταφον, έως ου τη συνδρομή του Επισκόπου Χανίων επετράπη εις χριστιανούς ο ενταφιασμός του”. 37

ζεύκι = διασκέδαση, ηδονή / κισιμέτι = τυχερό, πεπρωμένο


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

51

Αυτός ήταν ο Θεοδωρομανώλης και η ιστορία του (1778 – 1818). Ο επαναστάτης με τη λύρα στο ‘να χέρι και στ’ άλλο το ντουφέκι. “Αυτός είναι ο πρόγονός μου -λέει ο Μίκης Θεοδωράκης- και απ’ αυτόν επήρα κι έγινα αυτός που έγινα” Στο Σέλινο στην εποχή του μεγάλου γενιτσαρισμού ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών ήταν ορισμένες οικογένειες γενιτσάρων με τα ονόματα38: Βεργέρηδες, Τζενάληδες, Τσούκοι, Βεντουρήδες (Μονή), Ομέρηδες, Τρώδοι, Τσούνοι, Δερβίσης, Καουρομεμέτης, Ρισβάνης (Κάνδανος), Αργυράκηδες (Ροδοβάνι), Τζικάλης, Πουλιτσές (Μάζα), Αματούλης και Σαράτσης (Καμάρια). Όλοι αυτοί έγιναν στόχοι αντεκδίκησης των επαναστατημένων Σελινιωτών από το 1818 ως το 1825. Οι βιαιοπραγίες των γενιτσάρων υποχρέωναν ορισμένους χριστιανούς να καταφεύγουν στην εκδίκηση και στη συνέχεια να γίνονται “καλησπέρηδες”, βρίσκοντας πρόσκαιρη προστασία στα βουνά. Κατά μόνας ή σε ολιγομελείς ομάδες παραμόνευαν νύχτα -ώστε να μην αναγνωρίζονται- αιφνιδίαζαν τα θύματά τους, τους εξόντωναν και μετά εξαφανιζόταν. Γι’ αυτό και ονομάστηκαν “καλησπέρηδες”, με το καλησπέρα πυροβολούσαν. Ένας “καλησπέρης” ήταν και ο Παναγιώτης Ξανθουδάκης. Ο Παναγιώτης πιθανόν να έδρασε μαζί με τους χωριανούς του Νίκο και Μάρκο Μπασιά, Τσίσκο και Ξανοίγη που εξόντωσαν μεταξύ των άλλων το Πουλιτσέ στη Μάζα, τον Αματούλην και το Σαράτσην στο Καμάρι39. Μεταξύ όλων γενιτσάρων του Σελίνου, ξεχώριζε ο αρχιγενίτσαρος Καούρης Αζίζ40, ο οποίος μαζί με τα αδέλφια του διέθεταν μεγάλη περιουσία στην επαρχία. Την έδρα τους είχαν στο χωριό Αζωγηρέ, όπου είχαν κι ένα πύργο για την άμυνα τους. Γι’ αυτόν η παράδοση αναφέρει ότι κτίζοντας προ του 1820 το πύργο του, κάλεσε σε αγγαρεία χριστιανούς από τα γύρω χωριά. Από φόβο προσήλθαν από το γειτονικό χριστιανικό χωριό Ασφεντηλέ, ο Φραγκιός Γιαννακάκης με τους 5 γιούς του και ορισμένοι άλλοι. Ο Καούρης μετά το τέλος της εργασίας, τους συνέλαβε και τους έκλεισε στα υπόγεια του πύργου ζητώντας τους να αλλαξοπιστήσουν. Αρνούμενοι να το κάνουν, τους θανάτωσε και πέταξε τα πτώματά τους σ’ ένα ρυάκι (της Σησαμιάς) εκεί κοντά. Στη συνέχεια πήγε στο χωριό Ασφεντηλέ και με τις οδηγίες του επίσης θηριώδους Τούρκου Λαγουδομεμέτη, κατάσφαξε τα γυναικόπαιδά τους. Η πράξη αυτή του Καούρη ξεχείλισε το ποτήρι για τους χριστιανούς κατοίκους της επαρχίας, οι οποίοι σιγά σιγά άρχισαν να εφοδιάζονται όπλα και πυρομαχικά. Όσοι είχαν αναστολές τις ξεπέρασαν γρήγορα.

[2] Κριάρης Β’128 [2] Κριάρης Β’Παρ. 52 40 [2] Κριάρης Β’196-198. Ο Αζίζ Καούρης εκτός από τις δολοφονίες συνήθιζε να απαγάγει και να βιάζει γυναίκες. Γι’ αυτό αργότερα όταν απήγαγε μια τουρκάλα ονόματι Σερβετσοπούλα, ο Μουσταφά πασάς έβαλε ένα τουρκαλβανό και τον σκότωσε. [2] Κριάρης Β’113 38 39


52

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Στο Σέλινο εκείνη την περίοδο δρούσε παράλληλα και η Φιλική Εταιρία όπου προετοίμαζε την κατοπινή εξέγερση. Οι Τούρκοι αντιλαμβανόμενοι αυτές τις προετοιμασίας άρχισαν να γίνονται πολύ καχύποπτοι, επιθετικοί και τυραννικότεροι. Κάθ’ ένα που υποπτευόταν άρχισαν να τον σκοτώνουν. Έτσι σκότωσαν την οικογένεια Εμμανουήλ Ξυλινάκη με ενέδρα στο Επανωχώρι, τους οπλοδιορθωτές αδελφούς Περάκη από το Κακοδίκι, τον Θεόδωρο Ξυλινό ή Παττακό και το γιό του Γιάννη στη Σούγια. Η σύλληψη όμως και θανάτωση του Νικολάου ή Παπανικόλα Παναγιωτάκη από την Αγία Ειρήνη Επανωχωρίου μυημένου φιλικού, που εργαζόταν δραστήρια για την επανάσταση, επιτάχυνε τις διεργασίες για την εξέγερση. Το πατριώτη αυτόν συνέλαβε ο Καούρης και τον οδήγησε δέσμιο στο πύργο του στον Αζωγηρέ, όπου τον βασάνιζε επί μέρες να μαρτυρήσει τους σκοπούς και τα μυστικά της Φιλικής Εταιρίας. Ο Παναγιωτάκης δεν μαρτύρησε μέχρι τον απαγχονισμό του στο τέλος.

Η επανάσταση του 1821-23 στο Σέλινο Ακολουθούμε την σειρά των γεγονότων στην περιοχή του Σελίνου την περίοδο 18211823. Τα νέα της επανάστασης, την άνοιξη του 1821 στα Σφακιά, διαδόθηκαν γρήγορα στο τουρκικό πληθυσμό. Οι Τούρκοι του Σελίνου θορυβήθηκαν και άρχισαν να συσπειρώνονται στην Κάνδανο, όπως και να προβαίνουν σε επιθέσεις στα γύρω χωριά με αρχηγούς το Καούρη, τον Βεντουρή, το Τζικάλη και άλλους. Στο τέλος Απριλίου του ‘21, στο δρόμο του προς τα Σφακιά, ένα Σπετσιώτικο ιστιοφόρο προσέγγισε στην παραλία της Τρυπητής κοντά στη Σούγια και ξεφόρτωσε όπλα προορισμένα για τους Σελινιώτες επαναστάτες. Τα όπλα και τ’ άλλα εφόδια εκφορτώθηκαν γρήγορα και παραλήφθηκαν από τους εκεί εβρισκόμενους Σελινιώτες. Αυτοί τα μετέφεραν στα χωριά, για διανομή στους κατοίκους. Τόση ήταν η χαρά τους που απέκτησαν όπλα, που πυροβολούσαν στον αέρα χωρίς να σκεφτούν ό,τι το γεγονός θα γινόταν αντιληπτό από τους Τούρκους. Στο χωριό Μονή ο γενίτσαρος του χωριού Ισμαήλ Βεντουρής αντιληφθείς το τι συνέβαινε, έτρεξε στην Κάνδανο για να εξεγείρει τους Τούρκους. Οι Καντανιώτες Τούρκοι εξόρμησαν αμέσως κατά του Επανωχωρίου και της Αγίας Ειρήνης, ωστόσο οι κάτοικοι τους -μεταξύ των οποίων και οι Ξανθουδάκηδες- τους αντιλήφθηκαν και εγκατέλειψαν έγκαιρα τα χωριά τους και κατέφυγαν νότια, στο Κουστογέρακο και στο Λειβαδά. Αφού συγκεντρώθηκαν τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες, με την προστασία οπλοφόρων κατέφυγαν σ΄ένα απόκρημνο και απρόσιτο μέρος στο φαράγγι της Αγίας Ειρήνης. Εκεί έκτισαν στη συνέχεια και οικίσκους στους οποίους διέμεναν, φυλασσόμενοι από οπλοφόρους. Οι Τούρκοι φοβούμενοι ότι οι φύλακες ήταν πολλοί, δεν τόλμησαν να τους επιτεθούν. Μ’ αυτό το τρόπο έγινε η πρώτη σύγκρουση στο Σέλινο στις αρχές του Μάη του 1821. Στα μέσα Μαΐου του 1821 ο επίσκοπος Κισσάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ, -ο οποίος ήταν μυημένος στην φιλική εταιρία- με το πρόσχημα των θρησκευτικών του καθηκόντων


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

53

επισκέφθηκε το χωριό Μονή και στο σπίτι του ιερέα Μπαλοπατέρα συγκάλεσε ένα βράδυ σε σύσκεψη τους περίπου 30 μυημένους Σελινιώτες στην φιλική εταιρία, όπου τους έθεσε το θέμα συμμετοχής της επαρχίας στην επανάσταση. Οι Τούρκοι αντιλήφτηκαν την συγκέντρωση και κινήθηκαν να κυκλώσουν το σπίτι. Οι φύλακες όμως που είχαν αναπτυχθεί γύρω, τους ειδοποίησαν έγκαιρα και οι φιλικοί διαλύθηκαν αμέσως. Με τη βοήθεια του σκοταδιού διασκορπίστηκαν σε διάφορες κατευθύνσεις. Ένας απ’ αυτούς ο Νίκος Βούρος δεν πρόλαβε, έπεσε στα χέρια των Τούρκων και σκοτώθηκε. Οι Τούρκοι του Σελίνου φρόντισαν να ενημερώσουν αμέσως για τα καθέκαστα τον Σερίφ Πασά στα Χανιά και μόλις επέστεψε ο επίσκοπος Μελχισεδέκ στην έδρα του, συνελήφθη και ρίχτηκε στις φυλακές των Χανίων, για να απαγχονιστεί τις επόμενες μέρες (19/5/1821). Με την έναρξη της επανάστασης τον Ιούνιο και την επέκταση των συγκρούσεων στην Κυδωνία, τον Αποκόρωνα και τα Σφακιά, οι Τούρκοι του Σελίνου άρχισαν να αποσύρονται από τα χωριά και να συγκεντρώνονται στην καλά οχυρωμένη Κάνδανο. Οι χριστιανοί επαναστάτες άρχισαν να οργανώνονται σε ένοπλες ομάδες (μπαϊράκια), να κάνουν περιπολίες, να οχυρώνουν θέσεις και να επιτηρούν την περιοχή. Τέλη Νοεμβρίου του 1821 ο Αφεντούλης από τα Σφακιά διέταξε τους οπλαρχηγούς των Σφακίων Γιώργο Τσελεπή και Αναγνώστη Παναγιώτου με τις δυνάμεις τους να ενωθούν με τους οπλαρχηγούς του Σελίνου Φραγκιά Τσισκάκη και Ιάκωβο Κουμή41 και να εκδιώξουν τους σελινιώτες Τούρκους από την Κάνδανο. Επίσης όρισε τον οπλαρχηγό Βασίλη Χάλη, υπεύθυνο να αποκρούσει τους Κισσαμίτες Τούρκους στα Ρούματα, εφόσον αυτοί θα προσερχόταν για βοήθεια των Καντανιωτών.

Ο Φραγκιάς Τσισκάκης από τα Τσισκιανά Επανωχωρίου (ή κατ’ άλλους από το Βληθιά) και ο Ιάκωβος Κουμής από τη Σπίνα, υπήρξαν γενναίοι επαναστάτες, οπλαρχηγοί και πολέμαρχοι σ΄όλη τους τη ζωή. Η πορεία τους υπήρξε παράλληλη και η δράση τους επεκτάθηκε σ΄όλη την Ελλάδα. Ο Τσισκάκης ήταν μεγαλύτερος και η δράση του προηγήθηκε μιας 10ετίας του Κουμή. Φραγκιάς Τσισκάκης: Για πρώτη φορά εμφανίζεται στις γραπτές μαρτυρίες το 1812, να είναι μεταξύ των προκρίτων που κάλεσε ο Χατζή Οσμάν Πασάς, προκειμένου να εκκαθαρίσει την περιοχή των Χανίων από τους γενιτσάρους. Ο Τσισκάκης συμμετέχει στην επιχείρηση σύλληψης και εξόντωσης τους. Με την αποχώρηση του Οσμάν Πασά από την Κρήτη το 1813, ο Τσισκάκης κυνηγημένος από τους γενίτσαρους, κατέφυγε στην Μικρά Ασία. Πέρασε στη συνέχεια στη Σάμο και έλαβε ενεργό μέρος στα επαναστατικά γεγονότα στο νησί. Το 1819 επιστρέφει στο Σέλινο και μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία από τον επίσκοπο Κισάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ (Δεσποτάκη). Το 1821 συμμετέχει στην πολιορκία της Καντάνου ορισμένος ως ένας εκ των δύο αρχηγών των επαναστατών Σελίνου. Το 1823 επίσης συμμετέχει στην πολιορκία της Καντάνου υπό το Τομπάζη. Με την κατάπνιξη της επανάστασης το 1824 από τον Χουσεΐν, καταφεύγει στα βουνά και γίνεται αρματολός. Αργότερα μεταβαίνει στην Πελοπόννησο και ενσωματώνεται με τους επαναστατημένους έλληνες. Μαζί με άλλους Κρητικούς οπλαρχηγούς, έλαβε μέρος σε μάχες της ελληνικής επανάστασης. Επίσης επικεφαλής πολλών Κρητικών συμμετείχε στην εμφύλια σύγκρουση στο πλευρό του Κουντουριώτη και στην κατάληψη του Ναυπλίου... >>> 41


54

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Οι Σφακιανοί οπλαρχηγοί έφτασαν μέσω του Κουστογέρακου στην περιοχή και αφού ενώθηκαν με τους Σελινιώτες -συγκεντρώνοντας μια δύναμη περίπου 1500 ανδρών-, όρμησαν κατά των Τούρκων στα χωριά Μονή, Πρινέ, Σκάφη, Τεμένια42. Σκότωσαν πολλούς και ανάγκασαν τους υπόλοιπους να καταφύγουν στην Κάνδανο, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένοι οι άλλοι Σελινιώτες Τούρκοι. Αφού λαφυραγώγησαν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια των Τούρκων του Αν. Σελίνου, προχώρησαν στην συνέχεια στην πολιορκία της Κανδάνου. Κατά την πολιορκία, οι Τούρκοι με αρχηγό το Καούρη κρατούσαν καλά τις οχυρωμένες θέσεις τους στους προμαχώνες και πραγματοποιούσαν και αντεπιθέσεις. Ο παράτολμος και ριψοκίνδυνος αρχηγός Τσελεπής στην προσπάθειά του να εισορμήσει σ’ ένα σπίτι στον οικισμό Σταυρός της Κανδάνου, δέχτηκε από μέσα μια σφαίρα στο στήθος και έπεσε νεκρός. Ο θάνατος του αρχηγού ματαίωσε την πολιορκία, καθόσον ο συναρχηγός Αναγνώστης Παναγιώτου συντετριμμένος για τον θάνατο του συγγενούς του, παράλαβε το νεκρό και αποχώρησε για τα Σφακιά μαζί με τους άνδρες του. Μετά την αναχώρηση των Σφακιανών, αποσύρθηκαν και οι Σελινιώτες και περιορίστηκαν στις προηγούμενες θέσεις τους στο Κουστουγέρακο και Λειβαδά, αναμένοντες νέα βοήθεια από τα Σφακιά. Προσπαθούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, να διορίσουν οπλαρχηγούς και να καταρτίσουν μικρά αποσπάσματα για την επιτήρηση της περιοχής και την φύλαξη των χωριών.

...> Ιάκωβος Κουμής: Το 1819 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία από τον επίσκοπο Κισάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ (Δεσποτάκη). Το 1821 συμμετέχει στην πολιορκία της Καντάνου ορισμένος ως ένας εκ των δύο αρχηγών των επαναστατών Σελίνου. Σε αντίποινα οι Τούρκοι επέδραμαν στο σπίτι του στη Σπίνα και έσφαξαν την πεθερά του, τη γυναίκα του και το νήπιο τέκνο του. Το 1823 επίσης συμμετέχει στην πολιορκία της Καντάνου υπό το Τομπάζη. Το 1824 με την κατάπνιξη της επανάστασης από τον Χουσεΐν, καταφεύγει στα βουνά και γίνεται αρματολός. Αργότερα μεταβαίνει στην Πελοπόννησο και ενσωματώνεται με τους επαναστατημένους έλληνες. Ο Κουμής, μαζί με άλλους Κρητικούς οπλαρχηγούς, επικεφαλής 150 Κρητών έλαβε μέρος στις μάχες της ελληνικής επανάστασης στην Αττική. Το 1825, μαζί με 700 εξόριστους Κρήτες και μ’ επικεφαλής τον Δημήτριο Καλλέργη και τον Εμμανουήλ Αντωνιάδη κατέλαβαν το φρούριο της Γραμβούσας. Ο Κουμής με άλλους 11, ντυμένοι Τούρκοι στρατιώτες κατάφεραν να ξεγελάσουν την τουρκική φρουρά και να καταλάβουν το φρούριο στις 2 Αυγούστου. Το 1841 ο Κουμής ευρισκόμενος με άλλους πρόσφυγες στη Αθήνα εζήτησαν από το βασιλέα Όθωνα να τους δοθούν “τα μέσα του πολέμου” για μια νέα επανάσταση στην Κρήτη. Αφού έλαβαν μια τέτοια υπόσχεση κατέβηκαν στην Κρήτη για την προπαρασκευή της. Μαζί με άλλους οπλαρχηγούς μετέβησαν στα Σφακιά και έπεισαν τους Σφακιανούς να μπουν στην επανάσταση. Πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής ορίστηκε ο Αριστείδης Χαιρέτης και από τον οποίο πήρε το όνομα “επανάσταση του Χαιρέτη. Ο Μουσταφά πασάς κατάφερε να την καταστείλει στην γένεσή της. 42 [2] Κριάρης Β'288 41


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

55

Μετά τη λύση της πολιορκίας, οι Τούρκοι έγιναν πάλι κύριοι της κατάστασης στο Σέλινο. Μια από τις επόμενες μέρες συγκρότησαν στην Κάνδανο δύο μεγάλες ένοπλες ομάδες. Μια ομάδα - περί τους 300- με αρχηγό το Καούρη κινήθηκε νότια, επιτέθηκε νύχτα στο Κακοδίκι, στο Κάδρος και στον Ασφεντηλέ και αιφνιδίασε τους κατοίκους των χωριών αυτών. Όσους βρήκαν στα σπίτια τους (περί τους 70) τους έσφαξαν. Στην συνέχεια κατευθύνθηκαν προς το Πελεκάνο, αλλά στην Σκλαβοπούλα τους απέκρουσε ο τοπικός οπλαρχηγός Παπαδογιάννης, αναγκάζοντάς τους να επιστρέψουν στην Κάνδανο. Η άλλη ομάδα κινήθηκε προς το Επανωχώρι, αλλά έγινε έγκαιρα αντιληπτή και αποκρούστηκε στο Αργαστήρι, από τους οπλαρχηγούς Μπασιάδες Μάρκο και Νίκο43 που συγκέντρωσαν γρήγορα ενόπλους από τα γύρω χωριά. Ένα απόσπασμα κατευθύνθηκε στη Σπίνα και έσφαξαν τη γυναίκα του Ιάκωβου Κουμή με το μωρό της όπως και την πεθερά του. Όπως είδαμε στο προηγούμενο Κεφάλαιο, ο Χασάν πασάς της Αιγύπτου που είχε αποβιβαστεί το Μάιο του 1822 στη Σούδα, επιχειρεί τον Αύγουστο στα ορεινά της Κυδωνίας αλλά αποκρούεται στους Λάκους και δεν προχωρεί παραπάνω. Στην συνέχεια στρέφεται προς την Ανατολική Κρήτη. Το Δεκέμβρη του 1822 οι επαναστάτες της Κυδωνίας σε συνεργασία με τους επαναστάτες της Κισσάμου προχωρούν στην καταδίωξη των Τούρκων της Κισσάμου και την πολιορκία τους στο Καστέλι. Στο Σέλινο το 1822 οι δύο κοινότητες χριστιανοί και μουσουλμάνοι εξακολουθούν να βρίσκονται σε κατάσταση επιφυλακής, παρακολουθούν τις εξελίξεις και δεν συγκρούονται. Οι Σελινιώτες επαναστάτες μετά την πολιορκία της Κανδάνου παραμένουν στα ψηλά μέρη του Κουστογέρακου και οι Τούρκοι στην Κάνδανο. Οι Τούρκοι του Σελίνου (όπως και των άλλων επαρχιών) βρίσκονται σε αμηχανία, καθόσον ένας ξένος στρατός πολεμά τους επαναστατημένους Κρήτες. Δεν μπορούσαν να ξέρουν ακόμα τις διαθέσεις του για τους ίδιους. Εντωμεταξύ παραλαμβάνει την ηγεσία των επαναστατημένων Κρητών ο Τομπάζης, στην πολιορκία του Καστελιού και στη συνέχεια προχωρεί στην πολιορκία της Κανδάνου την 1η Ιουνίου του 1823, με μια δύναμη περί τους 2500 άνδρες. Στην πολιορκία αυτή συνεπικουρείται και από τα επαναστατικά σώματα του Σελίνου που έχουν δημιουργηθεί από την προηγούμενη πολιορκία του 1821. Στην Κάνδανο έχουν συγκεντρωθεί όλοι οι Τούρκοι του Σελίνου με τα γυναικόπαιδά τους, έχοντας εγκαταλείψει τα χωριά και τα σπίτια τους. Ο Τομπάζης προχώρησε σε διαπραγματεύσεις μαζί τους, κρατώντας μια χαλαρή πολιορκία. Στις 4 Ιουνίου το βράδυ οι Τούρκοι κατάφεραν να τον ξεγελάσουν. Διατηρώντας τις θέσεις τους στους προμαχώνες και επιτιθέμενοι κατά των πολιορκητών, άνοιξαν δρόμο για να διαφύγουν τα γυναικόπαιδα σε πομπή προς τα Χανιά, μαζί με τα κινητά περιουσιακά τους στοιχεία φορτωμένα σε ζώα.

Μάρκος και Νικόλαος Μπασιάς: Γεννήθηκαν στο χωριό Επανωχώρι Σελίνου και ήταν ξαδέρφια. Διετέλεσαν οπλαρχηγοί στις επαναστάσεις 1821-1828, 1841 και 1858. Συνεργάστηκαν και ακολουθούσαν από το 1821 τον Ιάκωβο Κουμή και έλαβαν μέρος σ' όλες τις μάχες και συμπλοκές της επανάστασης στο Σέλινο. Διακρίθηκαν στην πολιορκία της Καντάνου το 1823 και τιμήθηκαν από το Τομπάζη με το βαθμό του οπλαρχηγού. 43


56

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Όταν ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των αμάχων, η τουρκική φρουρά εγκατέλειψε τις θέσεις της και τους ακολούθησε ως οπισθοφυλακή. Οι πολιορκητές αφού αντιλήφθηκαν την διαφυγή των Τούρκων, τους κυνήγησαν και κατάφεραν να εγκλωβίσουν την οπισθοφυλακή τους στο Πρασέ. Μια φονικότατη μάχη έγινε, όπου σκοτώθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν 800 Τούρκοι. 2.000 διέφυγαν για να φτάσουν αργότερα στα Χανιά. Έτσι στις 5 του Ιούνη του 1823 το Σέλινο άδειασε από τους Τούρκους. Η περιοχή παρέμεινε στα χέρια των χριστιανών μέχρι τον Απρίλη του επόμενου έτους. Τον Φλεβάρη του 1824 ο Χουσεΐν καταφθάνει στα Χανιά και εκκαθαρίζει τις επαναστατικές εστίες στον Αποκόρωνα, στα Σφακιά το Μάρτη και τον Απρίλη-Μάη στο Σέλινο και Κίσσαμο. Οι Τούρκοι του Σελίνου -όσοι απέμειναν από την προηγούμενη χρονιάεπέστρεψαν στις θέσεις τους συνοδευόμενοι από στρατεύματα του Χουσεΐν. Μια άγρια καταδίωξη άρχισε τότε κατά των επαναστατών και των χριστιανών. Πολλοί διέφυγαν με διάφορα πλοιάρια στην Πελοπόννησο και τα νησιά, οι περισσότεροι όμως κατέφυγαν στ’ απρόσιτα βουνά. Έτσι το Σέλινο ξανάπεσε στα χέρια των Τούρκων. Όσοι χριστιανοί έμειναν στα χωριά υποχρεώθηκαν στο νέο ζυγό. Οι απροσκύνητοι συνέχισαν ένα απελπισμένο αγώνα κλεφτοπολέμου. Σχημάτισαν ανταρτικές ομάδες και ενεργούσαν αιφνιδιαστικές νυκτερινές επιθέσεις και δολιοφθορές. Ξανάγιναν «Καλησπέρηδες». Σ’ αντίποινα οι τουρκοαιγύπτιοι αργότερα σχημάτισαν και αυτοί αντίστοιχα αποσπάσματα που δρούσαν ακριβώς με την ίδια τακτική εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού και ονομάστηκαν «Ζουρίδες». Το 1825 ο Μουσταφάς εγκατέστησε μια ομάδα 70-80 τουρκαλβανών στη κορυφή Αποπηγάδι στις καλύβες των βοσκών. Αυτοί κατέβαιναν κατά ομάδες των 9-10 ανδρών νύχτα (ζουρίδες), στα παρακείμενα χωριά Αργαστήρι, Τσισκιανά, Πρινέ, Απανωχώρι και Αγ. Ειρήνη, και χτυπούσαν τους χριστιανούς κατοίκους τους. Άρπαζαν τα πράγματά τους και σκότωναν όσους αντιστέκονταν44. Τότε οι περισσότεροι χριστιανοί του Αν. Σελίνου αναγκάστηκαν να ξαναστείλουν τις οικογένειες τους στο φαράγγι της Αγίας Ειρήνης, στη θέση που είχαν καταφύγει και το 1821. Ενώ οι οπλαρχηγοί οργάνωσαν πάλι ένοπλη φρουρά για τη φύλαξή τους. Με την εδραίωση του καθεστώτος της αιγυπτιοκρατίας στην Κρήτη, το 1826 με απόφαση του Σουλτάνου καταργήθηκαν τα γενιτσαρικά σώματα και παραμερίστηκε η εξουσία των γενιτσάρων. Οι κάτοικοι των χωριών άρχισαν σιγά σιγά να επιστρέφουν στα σπίτια τους ή να μεταναστεύουν σ’ άλλες περιοχές και να εγκαταλείπουν το Σέλινο.

44

[2] Κριάρης Β'562-563


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

57

Ο Παναγιώτης Ξανθουδάκης από τα Τσισκιανά στα Λουραδιανά Επικεντρώσαμε στην κατάσταση και τα γεγονότα του Σελίνου και ειδικότερα του Επανωχωρίου την περίοδο που γεννιέται και μεγαλώνει στα Τσισκιανά ο Παναγιώτης Ξανθουδάκης. Με βάση αυτά τα ιστορικά γεγονότα πρέπει να δούμε και να ερμηνεύσουμε τις πράξεις και τις ενέργειες του Παναγιώτη Ξανθουδάκη. Ο Παναγιώτης γεννιέται και μεγαλώνει την εποχή του τρομοκρατικού γενιτσαρισμού. Το χωριό του το Επανωχώρι αποτελεί στόχο των γενιτσάρων. Οι βιαιοπραγίες και οι αγριότητές τους κορυφώνονται όταν ο Παναγιώτης ενηλικιώνεται. Στο χωριό του δρουν “επαναστατικά” οι Μπασιάδες, ο Τσισκοβασίλης, ο Ιάκ. Κουμής, ο Ξανοίγης, ο Κορκίδης, κ. ά. Συγκροτούν ομάδες καλησπέρηδων και επιτίθενται τιμωρητικά και αντεκδικητικά εναντίον των γενιτσάρων της περιοχής, τους οποίους εξοντώνουν το ένα μετά τον άλλο45. Είναι απολύτως φυσικό και βέβαιο ότι ο νέος Παναγιώτης Ξανθουδάκης μπαίνει στον αγώνα και συμμετέχει ενεργά σ’ αυτές τις επιχειρήσεις. Η εξόντωση του φοβερού κι αιμοσταγή γενίτσαρου, που μας μεταφέρει η οικογενειακή ιστορία των Αγοραστάκηδων πρέπει να έγινε τότε, πριν τα επαναστατικά γεγονότα του 1821. Η πράξη του αυτή δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως ατομική και μεμονωμένη, αλλά συνδυασμένη με το τι γινόταν στο Επανωχώρι εκείνη την περίοδο. Επειδή μετά ή κατά την εξόντωση του γενίτσαρου, ο Παναγιώτης αναγνωρίζεται ή καταδίδεται, καταφεύγει στα βουνά και κρύβεται. Εν τω μεταξύ πλησιάζουν τα γεγονότα του 1821 όπου οι Τούρκοι αποσύρονται στην Κάνδανο. Ο Παναγιώτης ενώνεται με τους επαναστάτες που συγκεντρώνονται στο Κουστογέρακο, εντάσσεται στο σώμα των οπλαρχηγών χωριανών του και συμμετέχει στην πολιορκία της Κανδάνου. Παραμένει στις ανταρτικές ομάδες και συμμετέχει και στην δεύτερη πολιορκία της Κανδάνου και στην μάχη του Πρασέ όταν φεύγουν οι Τούρκοι από το Σέλινο. Είναι πολύ πιθανόν να κατάφερε να συγκεντρώσει και χρήματα από τα λάφυρα που έπεσαν στα χέρια των Σελινιωτών το 1821 και το 1823. Με τις εκκαθαρίσεις των στρατευμάτων του Χουσεΐν και την επάνοδο των Τούρκων στο Σέλινο το 1824, καταφεύγει και πάλι στα βουνά μαζί με τους συγγενείς και χωριανούς του. Δεν κατέφυγε στην άλλη Ελλάδα όπως έκαναν άλλοι Σελινιώτες κείνη την εποχή. Μετά το 1824 χρειάστηκε μια πενταετία για να επανέλθουν τα πράγματα σε μια ισορροπία μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στο Σέλινο. Μετά το 1825 και πριν το 1830, ο Παναγιώτης φεύγει από το Σέλινο και αναζητά την τύχη του μακριά από το τόπο του, στην Κίσσαμο ώστε να μην μπορούν να τον εντοπίσουν οι διώκτες του. Το γεγονός ότι τον αναζητούσαν και τον εντόπισαν αργότερα στα Λουραδιανά, δείχνει ότι οι γενίτσαροι ή ο γενίτσαρος που σκότωσε είχε ισχυρή οικογένεια και τ’ άλλα μέλη της οικογένειας του το κράτησαν και τον έψαχναν για την αντεκδίκηση. 45

[2] Κριάρης, Πρ. 41


58

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Ο Παναγιώτης Ξανθουδάκης καταλήγει στα Λουραδιανά όπου “αγοράζει” το τούρκικο τσιφλίκι και εγκαθίσταται. Μετονομάζεται από Ξανθουδάκης σε Αγοραστάκης. Ο συνήθης τρόπος μετοίκησης την εποχή εκείνη ήταν να εγκαθίστανται στο νέο τόπο δύο μέλη της οικογένειας, δύο αδέρφια ή ξαδέρφια. Ο λόγος ήταν για να καλύπτει και να προστατεύει ο ένας τον άλλον στο ξένο μέρος. Στο νέο μέρος αγόραζαν δικαιώματα εκμετάλλευσης (εφόσον διέθεταν χρήματα) ή νοίκιαζαν από τούρκο περιουσία, παντρευόταν από το χωριό και δημιουργούσαν οικογένεια. Με το Παναγιώτη Ξανθουδάκη τα πράγματα έγιναν διαφορετικά. Μόνος του -εξ ανάγκης- εγκατέλειψε το χωριό και αναζήτησε την νέα του εγκατάσταση σ’ ένα μέρος όπου υπήρχε αδύνατη τουρκική εξουσία.

Τα Λουραδιανά μετά την επανάσταση του 1821 Λίγο διαφορετικά -από το Σέλινο- διαμορφώνεται η κατάσταση στα χωριά της Ν.Α. Κισσάμου την ίδια περίοδο. Η περιοχή δεν βίωσε τις άγριες καταστάσεις του μεγάλου γενιτσαρισμού. Οι μουσουλμάνοι που κατοικούσαν την περιοχή ήταν αριθμητικά λιγότεροι από τους χριστιανούς, όπως ήταν και λιγότερο επιθετικοί από του Σελίνου. Ο πιο άγριος και κοντινός γενίτσαρος στα Λουραδιανά πριν το 1821, που τρομοκρατούσε την περιοχή, ήταν ο Μεχμέτ Εγιουπογκούνας Πασάκος στον Άστρικα. Εικόνα του πληθυσμού της περιοχής έχομε μετά την επανάσταση του 1821. Τα τουρκοχώρια της επαρχίας Κισσάμου σύμφωνα με την απογραφή του 1834, ήταν οι Βουκολιές με 50 μουσουλμανικές οικογένειες, Καρές-Ζυμβραγού με 53 οικ. , Στροβλές - Μυλωνές - Σάσαλο - Περβολάκια - Κοτσιανά με 86 οικ. και το Καστέλι με 30 οικ. . Στους άλλους οικισμούς υπήρχε μικρός αριθμός μουσουλμανικών οικογενειών και επικρατούσαν αριθμητικά οι χριστιανοί. Στην Πανέθημο υπήρχαν 30 χριστιανικές και 10 μουσουλμανικές οικογένειες. Βέβαια ο μουσουλμανικός πληθυσμός την περίοδο της απογραφής του 1834 ήταν σημαντικά μειωμένος σε σχέση με την προ του 1821 περίοδο. Κατά την επανάσταση 1821-1823 ο μουσουλμανικός πληθυσμός αποδεκατίστηκε από τα πολεμικά γεγονότα και την επιδημία της πανώλης κατά την πολιορκία του στο φρούριο του Καστελιού. Αλλά και ο χριστιανικός πληθυσμός μειώθηκε σοβαρά κυρίως από τα πολεμικά γεγονότα κατά την επιδρομή Χουσεΐν το 1823 (θάνατοι, αιχμαλωσίες, μεταναστεύσεις). Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι όταν έγινε η εκστρατεία των επαναστατών από την Κυδωνία στην Κίσσαμο, το Δεκέμβρη του 1822, οι μουσουλμάνοι με τις οικογένειές τους απ’ όλα τα χωριά έτρεξαν να προστατευτούν στο φρούριο του Καστελιού. Το Καστέλι αποτελούσε το τελευταίο καταφύγιο ασφάλειας των Μουσουλμάνων της Δυτ. Κισσάμου. Σε πέντε μήνες που κράτησε η πολιορκία αποδεκατίστηκαν. Όσοι επέζησαν από τις επιθέσεις και την πανώλη μέσα στο Φρούριο, μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στα Χανιά και το 1824 μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Χουσεΐν στην Κίσσαμο, ορισμένοι επέστρεψαν στα μέρη τους.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

59

Κατά την επιδρομή του Χουσεΐν στην Κίσσαμο όσοι χριστιανοί δεν έπεσαν στα χέρια του και σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, διέφυγαν με τα παραπλέοντα ελληνικά πλοία και εκπατρίστηκαν. Τα χωριά άδειασαν και από το χριστιανικό πληθυσμό. Στην αρχή της περιόδου της Αιγυπτιοκρατίας (1824-1841) ο πληθυσμός είχε ελαττωθεί, τα χωριά είχαν ερημωθεί, τα σπίτια ήταν ερειπωμένα και ακατοίκητα, τα κτήματα έμεναν ακαλλιέργητα. Πολλοί από τους τούρκους που επέστρεψαν στα χωριά τους, παρέμειναν προσωρινά καθόσον το αιγυπτιακό καθεστώς δεν τους εξασφάλιζε πλέον την προστασία που είχαν πριν. Πουλούσαν όσο-όσο τα “δικαιώματα” των περιουσιών τους και έφευγαν από την Κρήτη για άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε μια τέτοια μεταβατική κατάσταση ήρθε στα Λουραδιανά ο Παναγιώτης Ξανθουδάκης. Ο Τούρκος τσιφλικάς -αν επέζησε της πολιορκίας του Καστελιού το 1822- ή κάποιο μέλος της οικογένειάς του, αφού επανήλθε κατά τα έτη 1825-1830 εκχώρησε το δικαίωμα της καλλιέργειας της περιουσίας του (πούλησε) στο Παναγιώτη Ξανθουδάκη ή την ενοικίασε και αποχώρησε οριστικά από την περιοχή. Επί Αιγυπτιοκρατίας, το 1831 καταργήθηκαν τα τιμάρια, ενώ εξαλείφθηκαν όλες οι μορφές de facto ιδιοκτησίας των δημόσιων ή ημιδημόσιων γαιών και οι μεγάλες περιουσίες απαλλοτριώθηκαν. Η αιγυπτιακή εξουσία ανέλαβε το δικαίωμα ελέγχου επί της γης, αφαιρώντας το από τους τιμαριώτες τσιφλικάδες. Παράλληλα, αναγνώρισε τα δικαιώματα νομής και κάρπωσης στους χωρικούς και οι γαίες τους εκμισθώθηκαν. Αργότερα το 1858, με το «Νόμο περί Γαιών», επιχειρήθηκε και πάλι ο έλεγχος της κρατικής ιδιοκτησίας. Τότε μια σημαντική μερίδα δημόσιων γαιών έγιναν ατομικές ιδιοκτησίες. Το τουρκικό κράτος, προσπαθώντας (χωρίς να τα καταφέρει) να ενισχύσει την ανεξαρτησία των άμεσων καλλιεργητών, χορήγησε άμεσους τίτλους γης και οι δημόσιες ή ημιδημόσιες γαίες μετατράπηκαν σε ιδιόκτητες. Με το «Νόμο περί Γαιών» που θεσπίστηκε στη συνέχεια κάτω από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, αναγνωρίστηκε η ιδιωτική ιδιοκτησία της γης. Κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα δεν υπήρχαν παρά ελάχιστες δημόσιες και βασιλικές γαίες στην Κρήτη. Δεν γνωρίζομε ποιο ήταν το καθεστώς γαιοκτησίας των Λουραδιανών. Ο συνδυασμός διάφορων πληροφοριών δείχνει ό,τι τα Λουραδιανά ήταν ιδιωτικό τούρκικο τσιφλίκι (μετόχι). Αρκετές δεκαετίες πριν πρέπει να ήταν τιμάριο υπό τον έλεγχο ισχυρού τούρκου αξιωματούχου46 που μεταβιβάστηκε στην συνέχεια στους κληρονόμους του και μετατράπηκε σε τσιφλίκι. Στα Οθωμανικά αρχεία του 1670 είναι καταγραμμένο στα αυτοκρατορικά κτήματα το γειτονικό “χάσι” του Άστρικα και το οποίο στην συνέχεια μετατράπηκε σε ιδιωτικό τσιφλίκι που βρισκόταν στα χέρια του γενίτσαρου Εγιουπογκούνα Πασάκου στις αρχές του 19ου αιώνα όπως και το χάσι στο Καλάμι Δελιανών.

Το οθωμανικό κράτος προκειμένου να συντηρήσει και να ελέγχει τους αξιωματούχους του στρατού και του κρατικού μηχανισμού, σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους προέβαινε σε μια σειρά παραχωρήσεις προς αυτούς στην οικονομική εκμετάλλευση της υπαίθρου, όπως η διάθεση τιμαρίων και η ενοικίαση των δικαιωμάτων συγκέντρωσης φόρων. 46


60

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η 1η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ Ο Παναγιώτης Ξανθουδάκης είναι από τους πρώτους σελινιώτες που μετοικούν στα Δελιανά. Γύρω στο 1830 “αγοράζει” το μετόχι των Λουραδιανών και μετονομάζεται σε Αγοραστάκης ώστε να μην μπορούν να τον εντοπίσουν οι διώκτες του47. Ο αγώνας του στο εξής ήταν να κρατηθεί με τα νύχια και τα δόντια σ΄αυτή τη θέση, να κάμει οικογένεια και να τη ζήσει. Αφού χτίζει το σπίτι του στα Λουραδιανά -λίγα χρόνια μετά- παντρεύτηκε από το Πρόδρομο τη γυναίκα του Μαρία από την οικογένεια Δασκαλάκη. Ο Παναγιώτης Ξανθουδάκης - Αγοραστάκης πρέπει να άνοιξε το δρόμο και σε πολλούς άλλους σελινιώτες που μετοίκησαν αργότερα στην περιοχή Δελιανών. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν αρχικά στο Καλάμι και Γρα Κερά. Είναι όμως ο μοναδικός που άλλαξε επίθετο για τους λόγους που είπαμε. Οι οικογενειακές ιστορίες μεταφέρουν ένα επεισόδιο τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής του στα Λουραδιανά. Οι διώκτες του Τούρκοι του Σελίνου ανακάλυψαν που βρίσκεται και έστειλαν ένα απόσπασμα από δύο ένοπλους να τον συλλάβουν και να τον μεταφέρουν στο Σέλινο. Αυτός προφασίστηκε ότι ήταν πρόθυμος να τους ακολουθήσει και οι διώκτες του αποδέχτηκαν την πρότασή του, να φάνε κάτι πριν ξεκινήσουν. Έτσι κατάφερε να τους ξεγελάσει, όταν θα πήγαινε να φέρει κρασί να πιούνε, πήρε τ’ όπλο του και τους σκότωσε. Τα παιδιά που γέννησε και έζησαν48 ήταν 5. Δύο αγόρια, το Δημήτρη και το Μανόλη και τρία κορίτσια την Αντωνία, την Χριστίνη και την Κυριακή. Το πρώτο παιδί ήταν ο Δημήτρης που γεννήθηκε γύρω στο 1835 και το στερνό ο Μανόλης γεννημένος το 1847. Στο γιό του Δημήτρη μόλις μεγάλωσε ανέθεσε την φροντίδα της περιουσίας. Στο μικρότερο Μανόλη φρόντισε να μάθει γράμματα, στέλνοντάς τον μικρό στους μοναχούς Παρθένιο Περίδη και Παρθένιο Κελαϊδή στο Μοναστήρι της Γωνιάς στο Κολυμπάρι όπου δίδασκαν. Με το Παρθένιο Κελαϊδή μάλιστα ο Μανόλης κράτησε φιλία για πολλά χρόνια.

Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ληξιαρχεία και δεν τηρούνταν αρχεία, ήταν σύνηθες φαινόμενο να αλλάζουν τα επίθετα, κυρίως για λόγους απόκρυψης από το κατακτητή. Πολλές είναι οι περιπτώσεις μετά τις συγκρούσεις με τους Τούρκους, οι χριστιανοί να φεύγουν από το τόπο τους και να αλλάζουν όνομα στη νέα εγκατάστασή τους ώστε να μην μπορούν να τους εντοπίσουν και να τους σκοτώσουν. 48 Πρέπει να έχομε υπόψη μας ότι το ποσοστό θνησιμότητας των παιδιών εκείνη την εποχή αλλά και σ' όλο το 19ο αιώνα ήταν πολύ μεγάλο. 47


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

61

Ο Μανόλης ήταν ο μόνος εγγράμματος γι’ αυτό και ονομάστηκε Αναγνώστης49. Ο Αναγνώστης συνέχισε την επαναστατική παράδοση της οικογένειας. Έγινε οπλαρχηγός. Είχε δική του σημαία (μπαϊράκι) και ένοπλη ομάδα που την πλαισίωναν νέοι, κυρίως από την Πανέθημο. Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε την ιστορία της περιοχής στο 2ο μισό του 19ου αιώνα σε συνδυασμό τη δράση του Αναγνώστη (Μανόλη) Αγοραστάκη. Ο Παναγιώτης προσέλαβε ακόμα κι ένα βοσκό, για να τον βοηθάει στο κοπάδι του, τον οποίο εγκατέστησε στο χωριό και του παραχώρησε αργότερα περιουσία. Απ’ αυτόν αναπτύχθηκε μια άλλη οικογένεια αργότερα, η οικογένεια Καστρινάκη. Ο γεννήτορας Παναγιώτης Ξανθουδάκης - Αγοραστάκης πέθανε στα Λουραδιανά στις 13 Φεβρουαρίου 1858, χωρίς να προλάβει να γνωρίσει εγγόνια. Την ευθύνη της πρώτης οικογένειας ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ ανέλαβε ο πρωτότοκος γιός του Δημήτρης. Ο Δημήτρης μετά το θάνατο του πατέρα του πάντρεψε τις αδερφές του και δημιούργησε δική του οικογένεια. Η μεγαλύτερη αδερφή η Αντωνία παντρεύτηκε τον Δημήτρη Σφακιωτάκη από τα Τοπόλια. Το νέο ζευγάρι εγκαταστάθηκε στα Λουραδιανά και ενσωματώθηκε με την οικογένεια ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ. Μάλιστα ο εφημέριος της περιοχής παπά Γιάννης Τεμενιωτάκης καταγράφει το Δημήτρη Σφακιωτάκη με το όνομα Δημήτρης Αγοραστόγαμπρος. Απ’ αυτό το ζευγάρι ξεπήδησε το νέο γένος ΣΦΑΚΙΩΤΑΚΗ στη συνέχεια. Οι άλλες δύο αδερφές η Χριστίνα και η Κυριακή παντρεύτηκαν αντίστοιχα στα Ζυμβραγού με τον Στέλιο Καλογεράκη και στην Πανέθημο με το Γιάννη Καρπαδάκη. Η Χριστίνα έγινε η δεύτερη γυναίκα του Στέλιου Καλογεράκη με τον οποίο απέκτησαν δυό παιδιά. Η Κυριακή δεν έκανε παιδια με τον Γιάννη Καρπαδάκη.

49 Αναγνώστες ονόμαζαν την εποχή εκείνη αυτούς που είχαν την ικανότητα να διαβάζουν στην εκκλησία τον Απόστολο. Ο Αναγνώστης Αγοραστάκης όχι μόνο μπορούσε να διαβάζει τα εκκλησιαστικά κείμενα, αλλά ήταν και ξακουστός καλλίφωνος ψάλτης.


62

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


63

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Οι τελευταίες Κρητικές επαναστάσεις & η δράση του οπλαρχηγού Αναγνώστη Αγοραστάκη

Η συμμετοχή του Αναγνώστη (Μανόλη) ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ στον απελευθερωτικό αγώνα Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. μια άλλη Κρητική γενιά μπαίνει στον απελευθερωτικό αγώνα. Όσοι από τους οπλαρχηγούς του 1821 επέζησαν, έχουν γεράσει και δίνουν τη σκυτάλη στα παιδιά και τα εγγόνια τους να συνεχίσουν την επανάσταση. Ο μικρός γιος του Παναγιώτη Ξανθουδάκη - Αγοραστάκη, Αναγνώστης (Μανόλης) Αγοραστάκης μόλις ενηλικιώνεται ξεκινά την επαναστατική του πορεία. Συμμετέχει πρωταγωνιστικά σ΄ όλες τις επαναστατικές συγκρούσεις της Κισσάμου αλλά και του Σελίνου. Οι υπόλοιποι Αγοραστάκηδες και Σφακιωτάκηδες (ανίψια), όταν ενηλικιώνονται πλαισιώνουν τον Αναγνώστη στον απελευθερωτικό και πολιτικό αγώνα. Πίσω την οικογένεια και την περιουσία κρατά και παλεύει ο μεγάλος αδερφός Δημήτρης. Η διήγησή μας στη συνέχεια -στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα- παρακολουθεί τη δράση του Αναγνώστη Αγοραστάκη50 και επικεντρώνεται στην επαρχία Κισσάμου.

Η δράση του Αναγνώστη (Μανόλη) Αγοραστάκη -όπως και όλων των Κισσαμιτών- στα επαναστατικά γεγονότα της περιοχής καταγράφεται από τον Μιχάλη Αναστασάκη στο βιβλίο του [3] " Ιστορία της Κισσάμου επί Τουρκοκρατίας". Ο γιατρός Μιχάλης Αναστασάκης -γόνος επαναστατικής οικογένειας- γεννήθηκε στη Σπηλιά Κισάμου το 1870 και έλαβε μέρος στην τελευταία επανάστασή του 1896-8. Εκεί γνώρισε τους οπλαρχηγούς των Χανίων και κατέγραψε τις μαρτυρίες τους για τα γεγονότα στις επαρχίες Κισάμου και Σελίνου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με κάθε λεπτομέρεια. Αργότερα, το 1938 εξέδωσε την "Ιστορία της Κισσάμου". Ο σκοπός του ήταν να αναδείξει και να διασώσει την ιστορία της Κισάμου επί τουρκοκρατίας, η οποία δεν υπολείφτηκε όπως σημειώνει- των άλλων επαρχιών στους αγώνες, αλλά πρωταγωνίστησε σ' αυτούς. 50


64

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Τα γεγονότα πριν την επανάσταση του 1866 Η αιγυπτιοκρατία στην Κρήτη έληξε το 1841, οπότε το νησί επανήλθε στον έλεγχο του σουλτάνου. Η επαναφορά της Κρήτης στη σουλτανική εξουσία, δεν μετέβαλε τις βασικές αρχές της εσωτερικής διοίκησης του νησιού. Μπαίνοντας στο δεύτερο μισό του 19ου αι., σημαντικός σταθμός στις κατοπινές ιστορικές εξελίξεις -και στην Κρήτη- αποτέλεσε ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856). Ήταν ο πόλεμος μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τη μία πλευρά και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας της Γαλλίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Σαρδηνίας από την άλλη πλευρά. Ο πόλεμος αυτός ήρθε ως αποτέλεσμα ενός μακρόχρονου ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, για επιρροή και εκμετάλλευση των ανατολικών εδαφών της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι περισσότερες μάχες έλαβαν χώρα στη χερσόνησο της Κριμαίας, γι’ αυτό και ονομάστηκε Κριμαϊκός Πόλεμος (Οκτώβριος 1853 - Φεβρουάριος 1856). Ο Κριμαϊκός πόλεμος είχε σημαντικές επιπτώσεις στην εξέλιξη των κρητικών υποθέσεων. Με τη Συνθήκη των Παρισίων (1856) ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να εκδώσει το περίφημο Χάττι Χουμαγιούν51, με το όποιο παραχωρούσε σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας του ανεξαρτήτως θρησκεύματος, ισοτιμία απέναντι στον νόμο, ανεξιθρησκία, προσωπική ελευθερία, εξασφάλιση της τιμής και της ιδιοκτησίας, δυνατότητα συμμετοχής στην κρατική διοίκηση. Η άρνηση των τουρκικών αρχών της Κρήτης να εφαρμόσουν και στο νησί τις διατάξεις του Χάττι Χουμαγιούν οδήγησε σε νέα επαναστατική ενέργεια, που είναι γνωστή ως «Κίνημα του Μαυρογένη», από το όνομα του οπλαρχηγού Εμμανουήλ Μαυρογένη (14 Μαΐου 1858). Ο Μαυρογένης, συγκέντρωσε στις 24 Απριλίου 1858 μια ομάδα ενόπλων στους Λάκκους, περικύκλωσε τους εισπράκτορες των καταναγκαστικών φόρων μαζί με τη στρατιωτική δύναμη που τους συνόδευε, και αξίωσε να επιστρέψουν αμέσως τις εισπράξεις, να φύγουν και να μεταφέρουν στον Βελή πασά το μήνυμα ότι οι Κρητικοί αρνούνται στο εξής να πληρώνουν φόρους. Αυτό υπήρξε το έναυσμα της εξέγερσης. Περίπου 6.000 συγκεντρώθηκαν στα Μπουτσουνάρια κοντά στα Χανιά και στις 14 Μαΐου διατύπωσαν τις αξιώσεις τους, που στρέφονταν ενάντια στον Γενικό Διοικητή Βελή πασά. Ο φόβος για μια νέα επανάσταση, σε περίοδο που η Τουρκία ήταν διεθνώς απομονωμένη, ανάγκασε τον σουλτάνο να διαπραγματευτεί με τους αρχηγούς του κινήματος.

Χάττι Χουμαγιούν (Hatti-i Humayun) =(Αυτοκρατορική Γραφή, στα τουρκικά) Απόφαση του Σουλτάνου, που εκδόθηκε το 1856, με την οποία επικυρώνονταν μεταρρυθμίσεις που είχαν εξαγγελθεί παλαιότερα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, που έγιναν κάτω από την πίεση και των Μεγάλων Δυνάμεων, εξασφάλιζαν ισότητα ανάμεσα στις θρησκευτικές ομάδες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ολόκληρη η ιστορία της Κρήτης για τα επόμενα σαράντα χρόνια, ως την αναγνώριση της αυτονομίας (1898), κινείται στην κατεύθυνση που χάραξε το Χάττι Χουμαγιούν. Οι παραβιάσεις του από τις Τουρκικές αρχές θα γίνονται η αφορμή των νέων επαναστάσεων. 51


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

65

Οι Κρητικοί αξίωσαν την αντικατάσταση του Βελή, το δικαίωμα να φέρουν όπλα, την κατάργηση όλων των φορολογιών εκτός της δεκάτης και του στρατιωτικού, τη σύσταση δημογεροντιών, κ. α. Στις 7 Ιουλίου 1858 εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο ικανοποιούνταν όλες οι απαιτήσεις των επαναστατημένων και παραχωρήθηκαν για πρώτη φορά στους χριστιανούς της Κρήτης μια σειρά θρησκευτικά, διοικητικά, φορολογικά και δικαστικά προνόμια. Μεταξύ άλλων παραχωρήθηκε το προνόμιο της οργάνωσης των χριστιανικών Δημογεροντιών. Ο τύραννος Βελή πασάς έφυγε απ’ το νησί και αντικαταστάθηκε απ’ τον Αβδουραχμάν Σαμή πασά, που έφτασε στην Κρήτη στις 31 Ιουνίου 1858. Ο Σαμή πασάς βέβαια ξέχασε γρήγορα τις επαγγελίες της Υψηλής Πύλης και άρχισε με διάφορους τρόπους να καταπατά τα προνόμια των Κρητικών. Ακολούθησε μια ειρηνική περίοδος οκτώ ετών, στη διάρκεια της οποίας οι χριστιανοί πλήρωναν μόνο το στρατιωτικό φόρο και τη δεκάτη και απόκτησαν το δικαίωμα να φέρουν τα όπλα τους. Την ίδια περίοδο οι Δημογεροντίες ανέλαβαν το σημαντικό έργο της κοινωνικής πρόνοιας και της παιδείας, με την ίδρυση νοσοκομείων και σχολείων.

Η μεγάλη επανάσταση 1866- 69 Η επανάσταση 1866-1869 αποτελεί την κορυφαία έκφραση του πόθου των Κρητών για ελευθερία και ένωση με την Ελλάδα. Ονομάστηκε «δεύτερο 1821» και έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Το σύνθημα “ελευθερία ή θάνατος του 1821, έγινε “ένωση ή θάνατος” το 1866. Η επανάσταση αυτή προχώρησε παραπέρα και έθεσε όχι μόνο το ζήτημα της αποτίναξης του τουρκικού ζυγού αλλά και της ένωσης με την Ελλάδα. Με τις διαστάσεις που έλαβε, απασχόλησε σοβαρά την ευρωπαϊκή διπλωματία, ως σημαντική πτυχή του όλου Ανατολικού Ζητήματος. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, και ιδιαίτερα η Αγγλία και η Γαλλία, ήταν από την αρχή αντίθετες προς κάθε κίνημα που θα έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μόνο η Ρωσία, που είχε ταπεινωθεί με το Κριμαϊκό Πόλεμο και τη συνθήκη των Παρισίων (1856), έδειχνε να ευνοεί την επανάσταση της Κρήτης και την υποκινούσε μάλιστα, μέσω των αντιπροσώπων της στο νησί. Η αφορμή που οδήγησε τους Κρητικούς σε νέα δυναμική και αποφασιστική αναμέτρηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν η επιβολή νέων φόρων το 1861, σε αντίθεση με τις διατάξεις του Χάττι Χουμαγιούν και τα προνόμια που χορήγησε ο σουλτάνος το 1858. Ο Ισμαήλ Πασάς, διοικητής της Κρήτης, έπειτα από ένα μικρό διάστημα αγαθής και δίκαιης διακυβέρνησης, μετέβαλε τακτική και προχώρησε στην επιβολή καταθλιπτικής φορολογίας, κυρίως στα γεωργικά προϊόντα. Από την άνοιξη του 1866 είχαν αρχίσει να γίνονται συγκεντρώσεις Κρητών σε διάφορα χωριά, που κατάληξαν στη πρώτη μεγάλη παγκρήτια συνέλευση στα Μπουτσουνάρια έξω από τα Χανιά, στην εκεί μονή της Αγίας Κυριακής, στις 14 Μαΐου. Συνέταξαν υπό-


66

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

μνημα στο Σουλτάνο, αντίγραφο του όποιου επιδόθηκε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων στα Χανιά. Η Συνέλευση διαλύθηκε την ίδια ημέρα, αλλά την επομένη πολλοί από τους πληρεξουσίους υπέγραψαν ένα άλλο υπόμνημα προς τους βασιλείς της Αγγλίας, της Γαλλίας και το τσάρο της Ρωσίας, με το αίτημα της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Η απάντηση του Σουλτάνου έφτασε στην Κρήτη περί τα μέσα Ιουλίου και ήταν απορριπτική και εντόνως απειλητική. Αμέσως οι πληρεξούσιοι των κρητικών επαρχιών συγκεντρώθηκαν στο Μπρόσνερο Αποκορώνου και υπέγραψαν την πρώτη επαναστατική διακήρυξη, που την επέδωσαν αμέσως (20 Ιουλίου) στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Η επαναστατική Συνέλευση κάλεσε το κρητικό λαό σε ένοπλη εξέγερση στις 21 Αυγούστου του 1866. Η έκρηξη νέας επανάστασης στην Κρήτη δημιούργησε γενικό εθνικό ενθουσιασμό στην άλλη Ελλάδα. Στην Αθήνα ιδρύθηκε η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή», -ψυχή της οποίας υπήρξε ο εκ Ρουμάτων διαπρεπής νομομαθής Μάρκος Ρενιέρης (1815-1897), διοικητής αργότερα της Εθνικής Τραπέζης-, για την ενίσχυση του κρητικού αγώνα με αποστολές όπλων, χρημάτων και εφοδίων, αλλά και εθελοντών που έσπευδαν από παντού να ενισχύσουν τον αγώνα.

Τα γεγονότα του πρώτου έτους (1866) Οι επαναστατικές συνελεύσεις και οι κινητοποιήσεις είχαν αρχίσει πολύ πριν από την επίσημη κήρυξη της επανάστασης. “Συμβούλια -γράφει ο Μ. Αναστασάκης- εγένοντο κατά Νομούς, προηγουμένων πάντοτε των Χανιωτών. Εν Κυδωνία προέβαινον εις αδελφοκτοσύνας52. Εις Ομαλόν οι Λακκιώται και Σελινιώται, εις Αποπκόρωνα οι Ακοκορωνιώται εις Φρε, και εις Κίσσαμον εις Γωνιάν και Πανέθυμον, εν μεγίστη μυστικότητι”.

Οι συναθροισμένοι σ’ αυτές τις συνελεύσεις ορκίζονταν ότι θα παρέμεναν συνδεδεμένοι, αλληλέγγυοι και αδιάσπαστοι, ως αδελφοί μέχρι θανάτου στον αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Η διαδικασία αυτή ήταν μια ιεροτελεστία και ονομάστηκε “αδελφοποιία” και οι μετέχοντες σ’ αυτήν “αδελφοποιτοί” ή “αδερφοχτοί”. Ο όρκος τιμής που έδιναν είχε ως εξής: «Ομνύομεν εν ονόματι της Άγιας ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος ότι από σήμερον συνδεδεμένοι και αδιάσπαστοι ως αδελφοί αποφασίζομεν να ενεργήσομεν υπέρ της Πατρίδος μας ότι δυνηθώμεν και ότι εγκριθή ωφέλιμον υπέρ του λαού. Προς τούτο δε παραιτούμενοι των οικογενειακών ημών υποθέσεων, αυθαιρέτως δε έκαστος ημών και άνευ ουδεμίας προς αλλήλους επιβουλής ή προτροπής συναδελφούμενοι να εξακολουθήσωμεν μεθ’ όλης μας της δυνάμεως και αυταπαρνήσεως εις την φωνήν και ανάγκην της Πατρίδος άνευ δυσαρεσκείας και έριδος προς αλλήλους μέχρις αυτού του θανάτου. Έτι δε να υπερασπισθώμεν μεν κατά πρώτον μετά των λοιπών συμπατριωτών ημών τα υπό των τουρκικών αρχών καταπατηθέντα δικαιώματα του λαού, να προβώμεν δε έπειτα συνασπαμένοι και μέχρις αυτής της απελευθερώσεως της από του βαρβάρου της Τουρκίας ζυγού»- [2] Κριάρης Γ’ 105. 52


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

67

Περί την 20ην Φεβρουαρίου 1866 - συγκεντρώθηκαν στην Mονή Γωνιάς53, όπου ήταν Ηγούμενος ο Παρθένιος Φρυδάκης και Ιερομόναχοι οι Παρθένιος Περίδης και Παρθένιος Κελαϊδής οι “αγωνιστές Νικόλαος και Ιωάννης Αναστασάκης, Προκόπης Φουρναράκης, Ιωάννης Κανίτσος, Ιωάνης Μαλανδρής, Μαρκουλάκης, Γέρο-Καρτσώνης, Παπαγιαννάκης, Γιαννουδοβαρδής, Λαϊναρτέμης, Καμπούρης, Φαλαγγάρης, Σκαλίδης, Γεωργιλάς, Μαρκαντώνης, Ν. Δεικτάκης, Καστάνης, Ανουσάκης, Μπιτσάκης, Καρδάμης, Παναγιωτάκης, Πρωϊμοσήφης και Αγοραστής”. Μετά κατανυκτική δέηση στο μικρό ναΐσκο του Καθολικού-συνεχίζει ο Αναστασάκης- προέβησαν εις ένορκον επί του Ιερού Ευαγγελίου διαβεβαίωσιν: «ότι θα συνεχίσωσι τον Ιερόν Αγώνα» και εν αποτυχία ικανών βελτιώσεων Διοικητικών, θα φθάσωσι μέχρι της Ενώσεως, κηρύττοντες αυτήν μετά της μητρός Ελλάδος, και ότι πάντες θα πειθαρχώσιν εις την Αντιπροσωπείαν των Επαρχιών. Πεντήκοντα εν όλω οι συνελθόντες και ορκισθέντες, την επαύριον είχον απέλθει λάθρα εις τα ίδια επιστρέψαντες. Συγχρόνως εγένοντο καθ όλην την Κρήτην αι αυταί ορκωμοσίαι”.

Ο νεαρός Αναγνώστης Αγοραστάκης μπαίνει στον Αγώνα Έτσι ξεκινά ο Αναγνώστης Αγοραστάκης την επαναστατική του δράση. Μυημένος από τους δασκάλους του μοναχούς της Γωνιάς, Παρθένιο Περίδη και Παρθένιο Κελαϊδή, εντάσσεται στο επαναστατικό κίνημα της εποχής του και αναλαμβάνει δράση. Η έδρα του ήταν η Πανέθημος και η οποία αναδείχθηκε σε επαναστατικό κέντρο αυτή την εποχή. Συμμετέχει και πρωτοστατεί στις συνελεύσεις που γίνονται στην περιοχή και γίνεται κήρυκας της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα και υποκινητής της εξέγερσης. Οργανώνει την ομάδα του με νέους του χωριού και μπαίνει δυναμικά στον αγώνα. Ο Αναγνώστης έμεινε μέχρι τέλους φανατικά προσκολλημένος στη θέση της “ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα”.

Η Μονή Γωνιάς στο Κολυμπάρι, λειτούργησε σε διάφορες επαναστατικές περιόδους ως υποστηρικτής και κέντρο του αγώνα. Το μοναστήρι άρχισε να χτίζεται στη θέση που βρίσκεται σήμερα το 1618 και ολοκληρώθηκε το 1834. Δέκα χρόνια μετά στις 13 Ιουνίου 1645 στην παραλία της μονής αποβιβάστηκαν οι τούρκικες ορδές (50.000) για να καταλάβουν την Κρήτη. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να κάψουν το Μοναστήρι. Όσοι καλόγεροι γλύτωσαν έφυγαν. Η Γωνιά δοκίμασε πρώτη τη βαρβαρότητα του νέου κατακτητή. Ύστερα από μερικά χρόνια, το 1651, ξαναγύρισαν μερικοί μοναχοί και ανοικοδόμησαν ότι μπόρεσαν. Το 1662 ο ηγούμενος Ησαΐας Διακόπουλος πήγε στην Κωνσταντινούπολη και με ενέργειες του ανακηρύχτηκε η μονή Σταυροπηγιακή κι απόκτησε μερικά προνόμια. Τότε ιδρύθηκε και σχολείο, όπου μάθαιναν γράμματα οι καλόγηροι, οι παπάδες και τα παιδιά των λαϊκών. Στην επανάσταση του 1821 η μονή χρησιμοποιήθηκε σαν νοσοκομείο των επαναστατών. Εδώ πέθαναν και τάφηκαν οι πολεμιστές Σήφακας (Ιωσήφ Κωσταντουδάκης) και Μαν. Πρωτοπαπαδάκης το 1823. Κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων του 19ου αιώνα το μοναστήρι υπέστη μεγάλες καταστροφές το 1841 και το 1867 από τους Τούρκους. 53


68

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Οι πρώτες συγκρούσεις άρχισαν κατά τα μέσα Αυγούστου στο Σέλινο, πριν ακόμη κηρυχθεί η επανάσταση. Ο Κριάρης με Σελινιώτες επαναστάτες κατέλαβε την οχυρή θέση του Σταυρού και ανάγκασε τους Τούρκους να κλειστούν στην Κάνδανο. Με την κήρυξη της επανάστασης οι μουσουλμάνοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τα χωριά και κατέφευγαν στα φρούρια των μεγάλων πόλεων για να προστατευτούν και αντίθετα ο χριστιανικός πληθυσμός εγκατέλειπε τις πόλεις, για το φόβο των σφαγών και κατέφευγε στα ορεινά χωριά. Ο σουλτάνος ανέθεσε το έργο της καταστολής της επανάστασης στον Μουσταφά πασά, που και άλλοτε είχε πολεμήσει στην Κρήτη και είχε λάβει την επωνυμία «Γκιριτλής», ο οποίος έφτασε στα Χανιά στις 30 Αυγούστου. Αμέσως κάλεσε με προκήρυξη του τους επαναστάτες να καταθέσουν τα όπλα και το λαό σε υποταγή, με την υπόσχεση της ικανοποίησης των δίκαιων αιτημάτων του. Η Γενική Συνέλευση των επαναστατών, που έγινε στους Κάμπους Κυδωνίας, απέρριψε ομόφωνα τις προτάσεις του Μουσταφά (7 Σεπτεμβρίου) και απάντησε ως εξής: «Το σύνθημα Ένωσις ή Θάνατος, το oποίον άπασα η Κρήτη ανακήρυξε, δίδει την πρέπουσαν απάντησιν». Δεν έμενε παρά η δυναμική αναμέτρηση, που άρχισε αμέσως. Ο Μουσταφάς με ισχυρές δυνάμεις απώθησε τους επαναστάτες από τη Μαλάξα (8-11 Σεπτεμβρίου) και αμέσως έπειτα κατευθύνθηκε στο Σέλινο με 12.000 στρατό, για να ελευθερώσει τους πολιορκούμενους της Κανδάνου. Εκεί κατάφερε να τους φυγαδέψει με τα γυναικόπαιδα τους. Κατά την επιστροφή του έπληξε τα ορεινά χωριά της Κυδωνίας, που ήταν εστίες των επαναστατών και έκαψε τους Λάκκους, το Θέρισο και τα Μεσκλά. Στην διαδρομή του όμως δέχτηκε πολλές αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους επαναστάτες και έχασε πολλούς άνδρες (21 Σεπτεμβρίου). Ο Μουσταφάς εγκατέλειψε στην συνέχεια την ορεινή Κυδωνία και εισέβαλε στον Αποκόρωνα, όπου οι επαναστάτες με Γενικό Αρχηγό τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη ηττήθηκαν με βαριές απώλειες στο Βαφέ (12 Οκτωβρίου).


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

69

Το Αρκάδι Μετά τη νίκη του στον Αποκόρωνα, ο Μουσταφάς άφησε στις Βρύσες τον Μεχμέτ Πασά και ο ίδιος, με δύναμη 15.000 ανδρών και ισχυρό πυροβολικό, εισέβαλε στο Ρέθυμνο και κινήθηκε κατά της Μονής Αρκαδίου όπου είχε την έδρα της η επαναστατική Επιτροπή Ρεθύμνου. Στις 8 Νοεμβρίου 1866 οι δυνάμεις του Μουσταφά κύκλωσαν το μοναστήρι. Στο Αρκάδι είχαν καταφύγει 600 περίπου γυναικόπαιδα και 300 οπλοφόροι. Την επόμενη μέρα άρχισε η επίθεση, αφού ο ηγούμενος Γαβριήλ Μαρινάνης και ο φρούραρχος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος απέρριψαν τις προτάσεις για παράδοση. Οι Τούρκοι μετέφεραν ένα γιγαντιαίο πυροβόλο (μπουμπάρδα) κανονιοβολούσαν το μοναστήρι, κατέρριψαν τη δυτική πύλη και εισόρμησαν μέσα εξαγριωμένοι. Εκείνη την ώρα ο Κωστής Γιαμπουδάκης ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη και το μοναστήρι σωριάστηκε σε φλεγόμενα ερείπια. Μετά την καταστροφή του Αρκαδίου ο Μουσταφάς στράφηκε για δεύτερη φορά κατά των χωριών της ορεινής Κυδωνίας (11Νοεμβρίου) και κατά του Σελίνου. Στα τέλη Δεκεμβρίου επιτέθηκε στα Σφακιά αποβιβάζοντας το στρατό του από τη θάλασσα. Η τραχύτητα όμως του τόπου και ο σκληρός χειμώνας τον ανάγκασαν να τα εγκαταλείψει. Κατά την επιστροφή του έπαθε αληθινή πανωλεθρία στο φαράγγι του Κατρέ, όπου έχασε 500 άνδρες του. Παρά το γεγονός ότι φαινόταν ότι ο Μουσταφάς είχε πετύχει τους στόχους του, η επανάσταση δεν έσβησε, αλλά διατηρήθηκε ζωντανή σε όλη την Κρήτη. Η Υψηλή Πύλη, είχε τώρα να αντιμετωπίσει την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης και μια πρόσκαιρη μεταστροφή της ευρωπαϊκής διπλωματίας, ιδίως της γαλλικής, υπέρ των Κρητικών. Έτσι ο σουλτάνος προσπάθησε με κινήσεις εντυπωσιασμού να αντιστρέψει το κλίμα. Μάταια όμως. Ανακάλεσε τον Μουσταφά και διόρισε στη θέση του ως σερασκέρη της Κρήτης το κροατικής καταγωγής εξωμότη Ομέρ Πασά, που είχε τη φήμη ενός από τους καλύτερους στρατηγούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Ομέρ έφτασε στην Κρήτη το Μάρτιο του 1867 επικεφαλής δύναμης 25.000 Τούρκων, Αλβανών και Αιγυπτίων και άρχισε αμέσως τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Συνεπικουρούμενος από τον Ρεσίτ Πασά του Ηρακλείου, τον Αλή Σαρχός και τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά, επικεφαλείς των Αιγυπτίων στρατιωτών, εστίασε τους στρατηγικούς του σχεδιασμούς στα κυριότερα επαναστατικά υψίπεδα, των Σφακίων και του Λασιθίου, πιστεύοντας ότι, αν κατόρθωνε να καταστείλει την επανάσταση στα παραπάνω μέρη, θα είχε καταπνίξει όλη την κρητική επανάσταση. Οι επαναστάτες βέβαια δεν είχαν τις δυνάμεις να αντιπαρατεθούν σ’ ένα τόσο μεγάλο τακτικό στράτευμα και απέφευγαν μια συνολική αντιπαράθεση. Τον Απρίλη επιχείρησε να πατήσει στα Σφακιά αλλά απέτυχε και στράφηκε στα ανατολικά. Έφτασε στο οροπέδιο Λασιθίου όπου έκαψε τα χωριά του. Επέστρεψε στη συνέχεια στα δυτικά με σκοπό την καταστροφή των Σφακιών. Στις 23 Ιουνίου 1867 τα στρατεύματα του Ομέρ αποβιβάζονται στα Σφακιά από τη θάλασσα, ενώ του Ρεσίτ και του Σαρχός εισέρχονται από τ’ Ασκύφου. Παρά την ηρωική αντίσταση των Σφακιανών υποτάσσεται όλη η επαρχία και καταστρέφονται τα χωριά της.


70

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Μετά την ολοκλήρωση αυτής της επιχείρησης, ο Ομέρ με τα στρατεύματα του επιστρέφει στα Χανιά και κινείται να υποτάξει την Κίσσαμο. Τουρκικός στρατός δύναμης 45.000 ανδρών, μ’ επικεφαλής τον Αλή Σαρχός, στις 27 Αύγουστο του 1867 κινήθηκε από το Καστέλι σε δύο κατευθύνσεις και επιτέθηκε συνδυασμένα στους 1200 Κισσαμίτες επαναστάτες που βρίσκονταν στον Άστρικα και στο Σφακοπηγάδι. Όλη τη μέρα γίνονταν μάχες με πολλές απώλειες εκατέρωθεν, χωρίς όμως οι Τούρκοι να καταφέρουν να εκτοπίσουν τους επαναστάτες από τις θέσεις τους. Οι επαναστάτες αφού πληροφορήθηκαν το βράδυ ότι καταφθάνουν νέα τάγματα για ενίσχυση των τούρκων, αποσύρθηκαν και έλαβαν θέση άμυνας στο Κακόπετρο. Ο Κακόπετρος είναι ένα απότομο και άγριο μέρος και αποτελεί ένα φυσικό οχυρό. Ο τουρκικός στρατός προχώρησε από τα υψώματα της Πανεθήμου και του Καλαμίου Δελιανών και ξαναεπιτέθηκε με καταιγισμό πυροβολικού κατά των επαναστατών, οι οποίοι όχι μόνο έμειναν ακλόνητοι τις θέσεις τους αλλά έκαναν και αντεπιθέσεις εναντίον του. Η επιχείρηση του τουρκικού στρατού αποκρούστηκε και ο Αλή Σαρχός αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει με μεγάλες απώλειες στο Δρομόνερο. Την επόμενη μέρα επιχείρησε με το στρατό του μια κυκλωτική κίνηση από τη Μαλάθυρο. Οι οπλαρχηγοί όμως το παρακολουθούσαν, μετακινήθηκαν από τις θέσεις τους και τον αντιμετώπισαν για δεύτερη φορά μέσα στη Μαλάθυρο, αναγκάζοντάς τον πάλι σε υποχώρηση κακήν κακώς. Κατά την υποχώρηση τους, τα στρατεύματα του Σαρχός περνώντας μέσα από το Πύργο και την Καμάρα Δελιανών πυροβολούσαν και σκότωναν όποιο άμαχο συναντούσαν54. Αυτή ήταν και η τελευταία επιχείρηση του Ομέρ στην Κρήτη. Σ΄αυτές τις μάχες παίρνει το βάπτισμα πυρός ο Αναγνώστης Αγοραστάκης μαζί με την ομάδα του από την Πανέθημο. Θα συνεχίσουν να μάχονται κάτω από την σημαία του Γιώργου Γιαννουδοβαρδή55 και στις επόμενες συγκρούσεις που θα γίνουν στα χωριά της περιοχής τους επόμενους μήνες του 1867-8. Επίσης τότε, για πρώτη φορά μπήκε στον αγώνα και ο Στυλιανός Μπαλαντίνος56 από το Πρόδρομο και ο Γεώργιος Μηνωτάκης57 από την Καμάρα Δελιανών. Με τον Μπαλαντίνο και το Μινωτάκη ο Αναγνώστης Αγοραστάκης συμπολέμησε και συνέπραξε στις κατοπινές επαναστάσεις. Και οι τρεις υπήρξαν συγχωριανοί και συγκαιριανοί, γεννήθηκαν πιθανόν την ίδια χρονιά το 1847. Η πορεία τους μέχρι την απελευθέρωση της Κρήτης υπήρξε παράλληλη.

[2] Κριάρης Πρ. 454-455 Γεώργιος Γιαννουδοβάρδακης (Γιαννουδοβαρδής) (1821-1901): Γεννήθηκε στα Περβολάκια Κισάμου. Οπλαρχηγός Κισσάμου στις επαναστάσεις 1866 - 1878 - 1897. Διακρίθηκε για το πατριωτισμό και την ανδρεία του. Χρημάτισε Βουλευτής. Μέλος της Επιτροπής των Αγωνιστών του Νομού Χανίων. Είχε τραυματιστεί στη μάχη του Μουρίου - Τοπολίων κατά το 1866. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών το 1901. 54 55


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

71

Ο Ομέρ παρά την φαινομενική στρατιωτική επιτυχία του, δεν κατάφερε να μονιμοποιήσει την τουρκική κατοχή. Οι ανθρώπινες απώλειες και οι υλικές καταστροφές της επιδρομής του υπήρξαν ανυπολόγιστες και η νίκη του αποδείχτηκε πύρρεια. Όταν αποχωρούσε ο στρατός του από τα μέρη που καταλάμβανε, οι επαναστάτες ξαναεπέστρεφαν στις προηγούμενες θέσεις τους. Με την επιχείρηση Ομέρ, το γόητρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα, καθώς φάνηκε ανίκανη να δαμάσει ένα νησί με τον τρομακτικό όγκο των δυνάμεών της σε άνδρες και οπλισμό. Έτσι ο σουλτάνος αναγκάστηκε και ανακάλεσε και τον Ομέρ και κήρυξε κατάπαυση των εχθροπραξιών (5 Σεπτεμβρίου 1867), με παραχώρηση γενικής αμνηστίας. Στην Κρήτη έστειλε το πρωθυπουργό του, τον μεγάλο βεζίρη Ααλή, κομιστή υποσχέσεων για καθεστώς υποτυπώδους ημιαυτονομίας στην Κρήτη και παραχωρήσεων ορισμένων προνομίων στους χριστιανούς. Ο Ααλή Πασάς έφτασε στην Κρήτη στις 22 Σεπτεμβρίου 1867 και εξέδωσε αμέσως προκήρυξη, με την όποια καλούσε τους επαναστάτες να καταθέσουν τα όπλα τους μέσα σε 45 ήμερες και το λαό να εκλέξει πληρεξουσίους μέσα σε δύο εβδομάδες. Η απάντηση ήταν αρνητική και οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν.

Ο Στυλιανός Αντων. Μπαλαντίνος γράφει ο [3] Αναστασάκης, 280 “ήταν ένας εκ των τολμηρότερων πολεμιστών κατά την Έπαναστασιν του 1866 - 69 και διακρίθηκε στην επίθεση και αίχμαλωσία των Τούρκων στην μάχη του Μεσονησιού το 1866. Σωματάρχης και Φρούραρχος Τμηματικός κατά την επανάσταση του 1878. Οπλαρχηγός κατά την Επανασταση του 1896 - 98. Διακρίθηκε για την τόλμη, την ανδρεία και το πατριωτισμό του, παραβρέθηκε σε πολλές μάχες της Κισσάμου, του Σελίνου και της Κυδωνίας. Ήταν φανατικός υπέρμαχος των δικαιωμάτων της Κισσάμου. Πέθανε σε ηλικία 85 ετών το 1928 στα Χανιά”. Την επαναστατική του δράση συνέχισε ο γιός του Εμμανουήλ στους βαλκανικούς πολέμους 1912-13. 57 Ο Γεώργιος Εμμ. Μηνωτάκης προέρχεται από οικογένεια που μετοίκησε στην Καμάρα Δελιανών από τα Μινωθιανά στις αρχές του 1800. Έλαβε μέρος σ’ όλες τις επαναστατικές δράσεις της περιοχής Αν. Κισάμου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σύμφωνα με την καταγραφή Αναστασάκη [3]. Συγκεκριμένα στην επανάσταση του 1866-69, του 1878, του 1889, και του 1896-98. Είναι πολύ πιθανόν σ’ ορισμένες απ’ αυτές τις μάχες από το 1878 και μετά, να συμμετείχε και ο Νικόλαος Μινωτάκης του Κωνσταντίνου (Κοκόλης). Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Μινωτάκης υπήρξε μαζί με ένα Δασκαλάκη από το Πρόδρομο ονομαστός “καλησπέρης” στην ευρύτερη περιοχή, που ενεργούσαν κάτω από την καθοδήγηση του Γ. Δρακονιανού, την περίοδο των Γραμβουσιανών 1825-27 και πραγματοποιούσαν επιθέσεις στα σπίτια των Τούρκων. Τον υπερήλικα Κωνσταντίνο Μινωτάκη σκότωσαν τα στρατεύματα του Σαρχός κατά την επιστροφή τους από την μάχη Μαλαθύρου το 1867. [3] Αναστασάκης, 71, 177 56


72

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Ο Ααλή Πασάς όμως προχώρησε τα σχέδιά του προκηρύσσοντας εκλογές στις κατεχόμενες από τους Τούρκους περιοχές και στις τρεις μεγάλες πόλεις. Έτσι συγκρότησε στα Χανιά μια ψευτοσυνέλευση, από 30 μουσουλμάνους και 20 χριστιανούς, εκλεγμένους με πιέσεις, υποσχέσεις και δωροδοκίες. Στην συνέχεια προχώρησε στην ψήφιση από την ψευτοσυνέλευση ενός νέου καταστατικού χάρτη διοίκησης της Κρήτης που ονομάστηκε «Οργανικός Νόμος58» που τέθηκε σε εφαρμογή στις 3 Φεβρουαρίου 1868. Ο Ααλή Πασάς επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της πολιτικής του στην Κρήτη, η επανάσταση όμως δεν είχε ακόμη κατασταλεί.

Το τέλος της επανάστασης Το Νοέμβριο του 1867 ανέλαβε τη γενική διοίκηση της Κρήτης ο Χουσεΐν Αυνή Πασάς, ο οποίος ακολούθησε πολιτική εντελώς διαφορετική από τους προκατόχους του. Αφού διαπίστωσε ότι οι οργανωμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις έφθειραν το στρατό, αποφάσισε να στερεώσει τον έλεγχο των επαρχιών, με την εγκατάσταση μόνιμων στρατιωτικών μονάδων σ’ ορισμένα κεντρικά σημεία των. Απ’ αυτά τα μέρη επιδιώχθηκε η επιτήρηση και η απόκρουση των επαναστατών. Το σύστημα υπήρξε αποτελεσματικό, αλλά και οι επαναστάτες άλλαξαν την μορφή του αγώνα τους μετατρέποντάς τον σε κλεφτοπόλεμο, που κράτησε ολόκληρο το 1868. Στην Κίσσαμο, ο Αυνή Πασάς εγκατέστησε μόνιμες στρατιωτικές δυνάμεις στο Καστέλι, στις Βουκολιές και στο Σκαφιώτο. Οι Κισσαμίτες επαναστάτες διατήρησαν την προηγούμενη οχυρωμένη θέση τους στο Κακόπετρο και εγκατέστησαν αποσπάσματα σε γύρω περάσματα και βουνοκορφές. Από τους στρατώνες τους οι Τούρκοι εξορμούσαν κάνοντας επιθέσεις στα γύρω χωριά. Τα αποσπάσματα όμως των επαναστατών τους παραμόνευαν στις μετακινήσεις τους και τους κτυπούσαν. Στα Δελιανά και στα γύρω χωριά καταγράφεται ένα πλήθος από τέτοιες συγκρούσεις από το Δεκέμβρη του ‘67 ως το Φλεβάρη του ‘68, όπου αποσπάσματα των επαναστατών επιτίθενται ξαφνικά, προκαλούν φθορές στον εχθρό και μετά εξαφανίζονται. Επιτίθενται και στις τουρκικές εφοδιοπομπές από το Καστέλι προς το Σκαφιώτο. Οι επιθέσεις στις εφοδιοπομπές συνήθως γίνονται στο πέρασμα Καμάρα Δελιανών-Τρία Αλώνια- Άρμενο Χωριό όπου τους αρπάζουν τα πολεμοφόδια, τα τρόφιμα και τα υποζύγια μεταφοράς. Ο κύριος στόχος των επιχειρήσεων των Τούρκων ήταν οι οχυρωμένες θέσεις των επαναστατών στο Κακόπετρο και τη Μαλάθυρο. Δύο μεγάλες επιθέσεις του τουρκικού στρατού γίνονται την 1-2 Δεκέμβρη του 1867 και στις 12 Φεβρουαρίου του 1868 και αποτυγχάνουν. Οι Κισσαμίτες επαναστάτες κρατούσαν γερά τις θέσεις τους και προκαλούσαν μεγάλες φθορές στο τουρκικό στρατό που δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει.

Ο Οργανικός Νόμος προέβλεπε ορισμένα “σκιώδη” προνόμια μεταξύ των άλλων ότι: “Η Κρήτη αποτελούσε ένα βιλαέτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διοικούμενο από Γενικό Διοικητή (βαλή) μουσουλμάνο, τον οποίο διόριζε ο σουλτάνος. Στην κεντρική και στις επαρχιακές διοικήσεις θα μπορούσαν να διορίζονται και χριστιανοί υπάλληλοι. Στη σύνθεση των δικαστηρίων θα μετείχαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Παραχωρούσε ακόμα διάφορες φορολογικές ελαφρύνσεις. “ 58


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

73

Ότι δεν κατάφεραν οι Τούρκοι το κατάφερε στη συνέχεια η διχόνοια. Η προσωρινή επαναστατική Κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει για την επαρχία Κισσάμου 4 ισότιμους Αρχηγούς, τους: Σκαλίδη, Καμπούρη, Γιαννουδοβαρδή και Ι. Αναστασάκη. Κατά τα τέλη Φεβρουαρίου 1868 οι Κισσαμίτες επαναστάτες πραγματοποίησαν μια γενική συνέλευση στο Μουρί. Κατά την συνέλευση τέθηκε ζήτημα εκλογής ενός Γενικού Αρχηγού Κισσάμου από τους 4 Αρχηγούς, που παρ’ ολίγο να καταλήξει σε ένοπλη σύρραξη. Η διχόνοια που ξέσπασε τότε είχε ως αποτέλεσμα να σβήσει ο ανταρτοπόλεμος στην Κίσσαμο. Μια από τις πιο μεγάλες αδυναμίες αυτής της επανάστασης του ‘66-’69 ήταν η έλλειψη ενός οργανωμένου σχεδίου και μιας ενιαίας διοίκησης με Γενικό Αρχηγό. Δεν αναδείχθηκε καμιά ηγετική μορφή για όλη την Κρήτη. Την ανώτατη επαναστατική εξουσία ασκούσε η Γενική Συνέλευση και αργότερα (από τις αρχές 1867) η Προσωρινή Κυβέρνηση, που όμως ούτε σταθερή έδρα, ούτε σταθερό αριθμό μελών είχε. Έτσι δεν υπήρχε μια ισχυρή καθοδήγηση και σε κάθε περιοχή οι οπλαρχηγοί αυτενεργούσαν, μ’ αποτέλεσμα να ενσκήψουν έριδες και διχόνοιες μεταξύ τους. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1868 η Γενική Συνέλευση των επαναστατών απευθύνθηκε προς τις προστάτιδες Δυνάμεις και ζητούσε την ανακωχή των εχθροπραξιών και την ανακήρυξη της Κρήτης σε Αυτόνομη Ηγεμονία. Στις 3 Ιανουαρίου 1869 εξαιτίας του φόβου γενικότερων περιπλοκών έγινε στο Παρίσι διάσκεψη των έξι μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, η οποία αποφάσισε να απαγορευθεί στην Ελλάδα ο σχηματισμός εθελοντικών σωμάτων για δράση στα τουρκικά εδάφη, καθώς και ο εφοδιασμός από τα ελληνικά λιμάνια πλοίων «προορισμένων να βοηθήσουν υπό οιανδήποτε μορφήν πάσαν απόπειραν εξεγέρσεως εις τας κτήσεις της Αυτής Μεγαλειότητας του Σουλτάνου». Η Κρήτη εγκαταλελειμμένη πλέον απ’ όλους, παραδινόταν και πάλι στο ζυγό των Τούρκων. Έτσι η επανάσταση του 1866 εξέπνευσε αρχές 1869. Πολλοί οπλαρχηγοί απογοητευμένοι πήραν το δρόμο της εξορίας από την Κρήτη. Ο Αναγνώστης Αγοραστάκης εγκαταστάθηκε στα Λουραδιανά. Το 1875 παντρεύτηκε τη Μαρία Μαλανδράκη από την Επισκοπή. Το 1876 γεννήθηκε ο γιος του Γιάννης.


74

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η επανάσταση του 1878 Μετά το τερματισμό της μεγάλης κρητικής επανάστασης του 1866-69 η Υψηλή Πύλη, φαινόταν να πιστεύει ότι μπορούσε να παρακάμψει το πρόβλημα του εθνικού χαρακτήρα των διεκδικήσεων των Κρητικών, με την παραχώρηση «ίσων» προνομίων στους χριστιανούς και στους μουσουλμάνους της νήσου. Θεωρούσε ότι με τον Οργανικό Νόμο μπορούσε να ξεπεράσει το πρόβλημα που ανέδειξε η επανάσταση. Οι Κρητικοί όμως δεν υπέκυψαν, περιφρονούσαν και χλεύαζαν τον Οργανικό Νόμο59. Είδαν ότι ήταν μια φενάκη που συνέχιζε μια μεγάλη αδικία σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού. Στη δεκαετία 1869-1878, η Τουρκία έστελνε στο νησί ως Γενικούς Διοικητές μουσουλμάνους στρατιωτικούς, εχθρούς κάθε μεταρρύθμισης, οι οποίοι κάθε άλλο παρά τον οργανικό νόμο εφάρμοζαν. Εξαίρεση υπήρξε τη σύντομη περίοδο της διοίκησης του Ρεούφ Πασά (1871), που ήταν προοδευτικός, δίκαιος και γι’ αυτό αγαπητός στους χριστιανούς. Τη χρονιά εκείνη η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισέρχεται σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, γνωστή ως περίοδος του «οθωμανικού χάους». Την άνοιξη του 1877 ήρθε και η έκρηξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου. Το γεγονός αυτό ενεθάρρυνε του Κρητικούς. Πίστεψαν ότι ήταν ο κατάλληλος χρόνος να ξεσηκωθούν και να επιτύχουν την ένωση με την Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1877 εκλέχθηκε 24μελής Επιτροπή στις δυτικές επαρχίες για τη διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος, αργότερα οι αντιπρόσωποι όλων των άλλων νομών αποφάσισαν να συγκαλέσουν παγκρήτια επαναστατική συνέλευση στο χωριό Φρε του Αποκορώνου. Στην Αθήνα ιδρύθηκε το «Κρητικόν Κέντρον», με πρωτοβουλία πάλι του Μάρκου Ρενιέρη και άρχισε πάλι η συγκέντρωση όπλων και εφοδίων για την Κρήτη. Η διαφαινόμενη ήττα της Τουρκίας στο ρωσοτουρκικό πόλεμο, ενθάρρυνε την τότε οικουμενική ελληνική κυβέρνηση Κουμουνδούρου να δηλώσει την υποστήριξή της σε μια νέα επανάσταση στην Κρήτη, δια του υπουργού Εξωτερικών Χαρίλαου Τρικούπη, στις 27 Δεκεμβρίου 1877. Τον Ιανουάριο 1878 συγκροτήθηκε στο Φρε η «Παγκρήτιος Επαναστατική Συνέλευσις», με πλήθος αντιπροσώπων και ψήφισε την κατάργηση της κυριαρχίας του Σουλτάνου και την κήρυξη της ένωσης με τη μητέρα Ελλάδα. Αφού άρχισαν να κατεβαίνουν στο νησί οι εξόριστοι Κρητικοί οπλαρχηγοί60 και να καταφθάνουν μαζί αρκετά νέα όπλα και πολεμοφόδια, άρχισαν οι συγκρούσεις με τους Τούρκους στην Κυδωνία (στη Μάλαξα, στα Νεροκούρου και στον Αλικιανό) και στην Κίσσαμο (στις Βουκολιές, στο Καστέλι και στο Σάσαλο).

Η λαϊκή έκφραση «Τση Κρήτης ο Οργανισμός του ντοβλετιού ο στολισμός» αποδίδει την απέχθεια των Κρητικών στον Οργανικό Νόμο. 60 Πρώτος κατέφθασε ο εξόριστος στη Ρωσία Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης, και ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί της Δυτικής Κρήτης Γ. Κορκίδης, Λ. Μπογιαντζόγλου, Κ. Κριάρης, Α. Σκαλίδης, ο ιερομόναχος Παρθένιος Περίδης κ. ά. π. 59


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

75

Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν πάλι την ύπαιθρο και κλείστηκαν στα μεγάλα φρούρια στα Χανιά, στο Καστέλι και στην Κάνδανο. Αντίστροφα, οι χριστιανοί από τα περίχωρα των Χανίων, κατέφευγαν προς τα ορεινά χωριά της Κυδωνίας και της Αν. Κισσάμου ( Ροδοπού, Ρούματα, Πανέθημο, κλπ), όπου έβρισκαν προστασία από τους ντόπιους κατοίκους. Ως τα τέλη Μαρτίου ολόκληρη η Κρήτη βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των επαναστατών, έκτος από τα μεγάλα φρούρια που δεν ήταν δυνατό να κυριευθούν χωρίς πυροβολικό. Ο Γεν. Διοικητής Αδοσίδης Πασάς, συγκέντρωσε τις στρατιωτικές του δυνάμεις στα Χανιά και κινήθηκε προς τη Μάλαξα και τον Αλικιανό, όπου αποκρούστηκε από Κυδωνιάτες οπλαρχηγούς Χατζημιχάλη, Σκουλά, Αθανασιάδη, Γερανιώτη, Ποντικογιάννη και Μάντακα και οπισθοχώρησε. Οι Κισσαμίτες οπλαρχηγοί, αφού πρώτα απέκλεισαν τους εναπομείναντες Κισσαμίτες Τούρκους εντός του φρουρίου στο Καστέλι και καταδίωξαν τους Σασαλιώτες και Βουκολιανούς Τούρκους, συγκέντρωσαν περί τις 2 χιλιάδες ενόπλους και κινήθηκαν προς την Κυδωνία για να αποκρούσουν την επικείμενη προέλαση των Τούρκων προς την Κίσσαμο. Οι Τούρκοι των επαρχιών Σελίνου, Κυδωνίας και Κισσάμου, ενωμένοι με το στρατό των Χανίων, την 15ην Μαΐου εξόρμησαν κατά του Πλατανιά - Αλικιανού, με σκοπό να καταλάβουν στη συνέχεια το Γεράνι και το Μάλεμε για να μπουν στην Κίσσαμο. Έχουν μείνει ιστορικές οι μάχες που δόθηκαν εκατέρωθεν του ποταμού Κερίτη. “Οι Σελινιώται υπό τους Κριάρην, Κορκίδην, Μπασιάν, Γιωργιόν, Τρακάκην και άλλους. Οι Κυδωνιάται υπό τους Χ” Μιχάλην, Μάνδακαν, Ποντικογιάννην, Αθανασιάδην, Σκουλάν, Σπυριδάκην, Μάρακαν, Νικολούδην και άλλους. Οι δε Κισσαμίται υπό τους Σκαλίδην Γεν. Αρχηγόν και τους παλαίμαχους Αρχηγούς, Ν. Αναστασάκην, Καμπούρην, Γιανουδοβαρδήν, Μαρκουλάκην και Οπλαρχηγούς Κνιθάκην, Μαλανδρήν, Πρωϊμοσήφην, Μπατοστελιανόν, Καρτσώνην, Καπετανάκην, Αγοραστάκην, Μπαλαντίνον, Μηνιώτην, Μπονάτον και άλλους κρατούντες τις οροσειράς και τις κορυφογραμμάς από Χοιροσπηλίου, Κουφού, Βρυσών, Πατελαρίου, Μοδίου μέχρι θαλάσσης, εδέχθησαν την συνηνωμένην και ορμητικήν επίθεσιν των τουρκικών στρατευμάτων” γράφει ο Αναστασάκης61. Οι μάχες ήταν σκληρές με πολλά θύματα εκατέρωθεν. Τελικά οι ενωμένες δυνάμεις των οπλαρχηγών Κισσάμου, Σελίνου, Κυδωνίας, ανέκοψαν την επιχείρηση των Τούρκων και γλίτωσαν την Κίσσαμο από μια μεγάλη καταστροφή. Σ’ όλες αυτές τις επιχειρήσεις συμμετέχει ο οπλαρχηγός πλέον Αναγνώστης Αγοραστάκης με την ένοπλη ομάδα του.

61

[3] Αναστασάκης σελ. 240


76

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Απασχολημένη η Τουρκία στο ρωσοτουρκικό πόλεμο δεν μπορούσε να στείλει δυνάμεις στην Κρήτη και προτίμησε, με υπόδειξη της Αγγλίας, να καταφύγει στην πολιτική του συμβιβασμού και των υποσχέσεων. Η κατάρρευση της στη συνέχεια είχε μοιραίως τις επιπτώσεις της στην εξέλιξη των κρητικών πραγμάτων. Τον Ιούλιο 1878 οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη επέβαλαν την ανακωχή, με την υπόσχεση ότι το Κρητικό ζήτημα θα τους απασχολούσε στο επικείμενο Συνέδριό τους στο Βερολίνο, που θα αναθεωρούσε τις Συνθήκες για την Τουρκία. Η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Συνέδριο του Βερολίνου επέβαλλε στην Τουρκία την εφαρμογή του Οργανικού Νόμου, με όσες τροποποιήσεις θα κρίνονταν αναγκαίες. Αυτή η απόφαση ικανοποίησε την Τουρκία, γιατί απέκλειε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και δυσαρέστησε έντονα τους Κρητικούς. Αυτή η στάση των μεγάλων Δυνάμεων υπαγορευόταν από τα συμφέροντά τους, που από τη μια ήθελαν να διατηρείται η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και από την άλλη να εξασθενίζει η κυριαρχία της. Η Υψηλή Πύλη έστειλε αμέσως τους διαπραγματευτές της στα Χανιά. Με την παρέμβαση των Άγγλων πιέστηκε και πείστηκε η γενική συνέλευση των επαναστατημένων να ορίσει τους δικούς της διαπραγματευτές. Οι δύο αντιπροσωπίες κατέληξαν σε συμφωνία και τον Οκτώβριο 1878 υπογράφτηκε η λεγόμενη “Σύμβαση της Χαλέπας62”(από το ομώνυμο προάστιο των Χανίων όπου έγιναν οι διαπραγματεύσεις), η οποία επικυρώθηκε αμέσως με σουλτανικό φερμάνι και αποτέλεσε το νέο πολιτικό Οργανισμό της Κρήτης. Ο Χάρτης της Χαλέπας αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς τη λύση του Κρητικού ζητήματος, αφού δημιουργούσε ένα καθεστώς ημιαυτόνομης επαρχίας στην Κρήτη και έδωσε τη δυνατότητα πολιτικά να ανατραπεί υπέρ των Χριστιανών η έως τότε κατάσταση. Στη νέα τάξη πραγμάτων χριστιανοί και μουσουλμάνοι εξισώνονταν, ενισχυόταν και αναβαθμιζόταν ο ρόλος των χριστιανών, ενώ αποδυναμωνόταν και υποβαθμιζόταν ο ρόλος των μουσουλμάνων. Η απόδοση θεσμικής ισότητας προκάλεσε σοβαρές ανακατατάξεις και δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις που οδήγησαν τελικά, στην κυριαρχία των χριστιανών στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της Κρήτης. Απόρροια της Σύμβασης της Χαλέπας ήταν και η εισαγωγή για πρώτη φορά του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Κρήτη.

Οι κυριότερες διατάξεις του Χάρτη της Χαλέπας ήταν οι εξής: Ο Γενικός Διοικητής της Κρήτης θα μπορούσε να είναι και χριστιανός. Η θητεία του ήταν πενταετής, με δυνατότητα ανανέωσης. Ο Γενικός Διοικητής θα είχε ένα σύμβουλο από το άλλο θρήσκευμα. Η Γενική Συνέλευση (δηλ. η Βουλή), στην οποία θα πλειοψηφούσαν για πρώτη φορά οι χριστιανοί, θα είχε 80 μέλη (49 χριστιανούς και 31 μουσουλμάνους). Ιδρύθηκε η Κρητική Χωροφυλακή. Αναγνωρίστηκε η ελληνική ως επίσημη γλώσσα των δικαστηρίων και της Γενικής Συνέλευσης. Χορηγήθηκε γενική αμνηστία. Καθιερώθηκαν σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις. 62


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

77

Ο νεοσύστατος δημοτικός θεσμός & ο Δήμαρχος Αναγνώστης Αγοραστάκης Στο νέο ελληνικό κράτος ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης δημιουργήθηκε το 1833 -1834 από τη βαυαρική διοίκηση της αντιβασιλείας του Όθωνα. Με το Διάταγμα της 3ης Απριλίου 1833 “περί σχηματισμού των Γραμματειών”, οργανώνεται η κεντρική δημόσια διοίκηση, κατονομάζονται για πρώτη φορά οι Νομοί και οι Επαρχίες και καθορίζεται η εδαφική τους περιοχή. Οι διοριζόμενοι Νομάρχες και οι Έπαρχοι αναλάμβαναν τη διοικητική διεύθυνση, πλαισιωμένοι από αιρετά συλλογικά όργανα, τα νομαρχιακά και επαρχιακά συμβούλια. Με το από 27/12/1833 και το από 10/1/1834 διάταγμα περί Συστάσεως των Δήμων στη συνέχεια, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά, ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης63. Κάθε χωριό που είχε τουλάχιστον 300 κατοίκους μπορούσε να σχηματίζει Δήμο με δική του δημοτική αρχή. Στην τουρκοκρατούμενη όμως Κρήτη τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά.

Το δημοτικό καθεστώς πριν από τη Σύμβαση της Χαλέπας Μέχρι το 1864 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπήρχε ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τη χρονιά αυτή εκδόθηκε ο «νόμος περί βιλαετιών» που προέβλεπε διοικητική αναδιάρθρωση σε όλα τα επίπεδα, με τη δημιουργία πέντε διοικητικών επιπέδων: βιλαέτι (περιφέρεια), λιβάς ή σαντζάκι (νομός), καζάς (επαρχία), ναχιγιές (δήμος), κούρα ή καρυγιέ (χωριό). Τη στιγμή που ξεκινούσε στην Αυτοκρατορία η εφαρμογή του δημοτικού θεσμού, στην Κρήτη εξελισσόταν η επανάσταση του 1866. Με το τέλος της καθιερώθηκε ο νέος συνταγματικός χάρτης του νησιού, ο Οργανικός Νόμος, σύμφωνα με τον οποίο η Γενική Συνέλευση αποκτούσε το δικαίωμα να υποβάλει στην αυτοκρατορική κυβέρνηση ολοκληρωμένο σχέδιο δημοτικού νόμου. Μέχρι να πραγματοποιηθεί όμως αυτό, προβλεπόταν ότι τα χωριά θα διοικούνταν από τις δημογεροντίες, όπως συνέβαινε μέχρι τότε.

Αυτή η διοικητική και αυτοδιοικητική διάρθρωση μετά από διάφορες τροποποιήσεις και αλλαγές κράτησε μέχρι το 1912. Τότε ψηφίστηκε ο Νόμος ΔΝΖ/1912 ‘Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων’ που χαρακτηρίστηκε βασικός σταθμός για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Εγκαθιδρύθηκε επισήμως ως διοικητική περιφέρεια η Κοινότητα και διασπάστηκε ο παλιός Δήμος. Η Κοινότητα αποτέλεσε αυθύπαρκτο τοπικό οργανισμό, είχε τη δική της έκταση και τα δικά της αιρετά όργανα. Με το Σύνταγμα του 1927 θεσπίστηκε η Αυτοδιοίκηση δύο βαθμίδων, κατ’ ελάχιστο όριο, και ορίστηκε ως πρώτη βαθμίδα η Κοινότητα. 63


78

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Στα πρώτα βήματα εφαρμογής του θεσμού η Πύλη προσπάθησε να ελέγξει απόλυτα τη λειτουργία του και να περιορίσει τη δημιουργία περισσότερων δήμων. Έτσι μέχρι το 1878, εκτός από τους 5 δήμους των πρωτευουσών, στα υπόλοιπα μέρη του νησιού δεν είχαν δημιουργηθεί άλλοι OTA, αφού η Γενική Συνέλευση δεν είχε κατορθώσει να ψηφίσει σχετικό δημοτικό νόμο. Ο θεσμός των δήμων κατά την Σύμβαση της Χαλέπας το 187964 Η θέσπιση ενός δημοτικού νόμου αποτελούσε ένα από τα κύρια αιτήματα των χριστιανών εκπροσώπων στις διαπραγματεύσεις της Χαλέπας το 1878. Το αίτημα έγινε αποδεκτό από την τουρκική πλευρά και στη Σύμβαση ορίστηκε ότι «Η Γενική Συνέλευσις θέλει έχει το δικαίωμα να προβεί αμέσως εις συμπλήρωσιν της εν ισχύι οθωμανικής νομοθεσίας συντάσσουσα… και τον δημοτικόν νόμον». Το νομοσχέδιο για την καθιέρωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ψηφίστηκε χωρίς σοβαρές διαφωνίες στην πρώτη σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας (1879). Με τον δημοτικό νόμο, ολόκληρη η Κρήτη θα διαιρούνταν σε δήμους. Καθεμιά από τις τρεις μεγάλες πόλεις (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο) θα αποτελούσε ξεχωριστό δήμο, ενώ σε κάθε επαρχία θα δημιουργούνταν δύο έως έξι δήμοι, ανάλογα με την έκταση και το πληθυσμό τους. Έτσι το νησί απέκτησε συνολικά 88 δήμους. Στο Νομό Χανίων δημιουργήθηκαν 21 Δήμοι και στην Επαρχία Κισσάμου 6. Στους μεικτούς (θρησκευτικά) δήμους, ο δήμαρχος προερχόταν από την πλειοψηφούσα εθνοθρησκευτική ομάδα κι ο αντιδήμαρχος (πάρεδρος) από τη μειοψηφούσα. Επίσης, για τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου τηρούνταν η εθνοθρησκευτική αναλογία 1 προς 2. Με βάση αυτή τη ρύθμιση, από τους 88 Δήμους της Κρήτης, οι 10 διέθεταν μουσουλμάνους δημάρχους. Το δικαίωμα να εκλέγουν τους δημοτικούς τους άρχοντες παραχωρήθηκε μόνο στους άνδρες δημότες, που διέθεταν περιουσία ή ασκούσαν επάγγελμα και ήταν πάνω από 21 ετών. Ως όριο ηλικίας για την υποβολή υποψηφιότητας οριζόταν το 25ο έτος. Από τις δημοτικές εκλογές εκλέγονταν ο δήμαρχος, οι αντιδήμαρχοι (πάρεδροι) και το δημοτικό συμβούλιο, που αποτελούνταν από 10 δημοτικούς συμβούλους στους μεγάλους δήμους και από 8 στους μικρούς δήμους. Η θητεία των δημάρχων ήταν τριετής. Ο δημοτικός νόμος ανέθετε στους δήμους σημαντικές αρμοδιότητες και καθήκοντα, χωρίς όμως να τους εκχωρεί τους ανάλογους οικονομικού πόρους. Στις αρμοδιότητες συμπεριλαμβάνονταν: η τήρηση της δημόσιας τάξης, η επαγρύπνηση για τη δημόσια υγεία και την ηθική, η επιτήρηση των πωλούμενων τροφίμων, ο έλεγχος της ακρίβειας των μέτρων και των σταθμών, η φύλαξη των αγροτικών κτημάτων και η αντιμετώπιση της ζωοκλοπής σε συνεργασία με τη χωροφυλακή. Επίσης, στους δήμους είχε ανατεθείη κατασκευή και η συντήρηση των δημοτικών σχολείων, η κατασκευή και επιδιόρθωση

64

[11] Περάκης Μάνος, Το τέλος της Οθωμανικής Κρήτης, Βιβλιόραμα 2008


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

79

των δημοτικών οδών, κρηνών, γεφυρών. Για την κατασκευή των έργων επιβαλλόταν προσωπική εργασία ορισμένου αριθμού ημερών ή η καταβολή εκ μέρους των δημοτών, του καθορισμένου ανά ημέρα εργασίας χρηματικού ποσού. Ο δημοτικός νόμος δεν συνοδεύτηκε από ουσιαστικές μεταβολές στο δημοτικό φορολογικό καθεστώς και οι δήμοι δεν προικίστηκαν με ανάλογους οικονομικούς πόρους, με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν και να αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο ρόλο που τους είχε ανατεθεί. Για τους επαρχιακούς δήμους προβλέπονταν ως πηγές εσόδων οι εκούσιοι έρανοι και κάποιο ποσοστό επί των προϊόντων σε είδος ή σε χρήμα, που θα ψηφιζόταν από το δημοτικό συμβούλιο, πράγμα το οποίο δεν περπάτησε. Το 1880, η Γενική Συνέλευση και η Γενική Διοίκηση προχώρησαν στην επιβολή νέων δημοτικών φόρων για την αναμόρφωση και την αναβάθμιση των δήμων. Ο νόμος περί δημοτικής φορολογίας που θεσπίστηκε προέβλεπε την επιβολή γενικών δημοτικών φόρων. Στους αγροτικούς δήμους επιβλήθηκε φόρος 0, 5% σε όλα τα δεκατιζόμενα προϊόντα, φόρος 10 παράδων για την έκδοση κυνηγετικής άδειας, φόρος 5 παράδων για κάθε πρόβατο και φόρος 2% επί της αξίας της ξυλείας που εξάγονταν. Το πρόβλημα όμως της οικονομικής ανεπάρκειας των νέων Δήμων εντάθηκε στην πορεία καθ’ όσο αδυνατούσαν να εισπράξουν από τους δημότες τους δημοτικούς φόρους που είχαν οριστεί από τη Γενική Συνέλευση, αλλά και τους ειδικούς φόρους που είχαν αποφασίσει τα κατά τόπους δημοτικά συμβούλια. Το 1888 η Γενική Συνέλευση προχώρησε σε μια ριζικότερη τροποποίηση του δημοτικού νόμου. Ο νέος δημοτικός νόμος που ψηφίστηκε ήταν λεπτομερέστερος και αναλυτικότερος σε σχέση με το νόμο του 1879. Παρέμειναν όμως οι φορολογικές διατάξεις που προβλέπονταν και στο παλαιότερο νόμο περί δημοτικής φορολογίας.

Η διοικητική διαίρεση της Κισάμου Στην Επαρχία Κισσάμου το 1879 δημιουργήθηκαν 6 Δήμοι: Πανεθήμου, Σπηλιάς, Βουκολιών, Καστελιού, Μεσογείων, Εννέα Χωριών. Ο Δήμος Πανεθήμου65 περιελάμβανε τους εξής 36 οικισμούς: Πανέθημος, Μουρτζανά, Κρύα Βρύση, Άστρικας, Δελιανά, Πρόδρομος, Πύργος, Καμάρα, Γρα Κερά, Καλάμι, Λουραδιανά, Ζυμβραγού, Καρές, Άγιος Αντώνιος, Βουργέρος, Βασιλειανά, Κλουβιανά, Σάσαλος, Μαλάθυρος, Μεσαύλια, Λατζιανά, Μάκρωνας, Μουρί, Χουδαλιανά (από το Δ. Δ. Βουλγάρω), Σφακοπηγάδι, Τρία Αλώνια, Σκευιανά, Άρμενο Χωριό Περβολάκια, Ρόκα, Κερά, Φαλελιανά, Κοτσιανά, Λυριδιανά, Κωσταδιανά, Μεσονήσι, Μικελιανά. Ο Δήμος Πανεθήμου ιδρύθηκε το 1879 με έδρα στην Πανέθημο. Λειτούργησε μέχρι το 1911 οπότε και θεσμοθετήθηκαν οι λεγόμενοι «Αγροτικοί Δήμοι», οι οποίοι το 1926 μετονομάστηκαν σε "κοινότητες". 65


80

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ

ΣΥΝΟΛΟ

ΧΡΙΣΤ. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

ΜΟΥΣ. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

ΣΥΝΟΛΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

Πανέθημος και Μουρτζανά

181

12

193

46

3

49

Ζυμπραγού

410

66

476

86

13

99

Άστρικας

28

16

44

8

3

11

Κρύα Βρύσις

43

0

43

8

0

8

Πρόδρομος και Πύργος

181

0

181

36

0

36

Γρα Κερά

89

0

89

19

0

19

230

73

303

51

14

65

10

218

228

2

44

46

137

0

137

51

0

51

89

11

100

28

2

30

Κερά

106

0

106

24

0

24

Ρόκκα

85

0

85

18

0

18

Κοτσιανά

22

54

76

7

11

18

Μάκρωνας

64

0

64

11

0

11

Χουδαλιανά

29

0

29

6

0

6

Αρμενοχωριό και Σκευϊανά

112

0

112

20

0

20

Σφακοπηγάδι

68

0

68

13

0

13

Κωσταδιανά και Μεσονήσι

47

0

47

13

0

13

Λυριδιανά

55

0

55

10

0

10

ΣΥΝΟΛΟ

1986

504 2436

457

90

547

ΟΙΚΙΣΜΟΙ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ

Ο πληθυσμός του Δήμου Πανεθήμου σύμφωνα με την απογραφή του 1881 είχε ως εξής:

Μαλάθηρος και Μεσαύλια Σάσαλος Μουρί Περβολάκια

Δήμος Πανεθήμου - Απογραφή 1881 Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Δήμου ήταν το 18, 5% του συνολικού πληθυσμού και οι χριστιανοί το 81, 5%. Μέσα σε 50 χρόνια από την απογραφή του 1834 στην περιοχή του Δήμου Πανεθήμου, ο μουσουλμανικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 35% και ο χριστιανικός υπερδιπλασιάστηκε (+230%). Οι πιο έντονες αλλαγές στη σύνθεση του πληθυσμού


81

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

παρουσιάστηκαν: Στην περιοχή Καρές-Ζυμβραγού, η οποία μετατράπηκε από μουσουλμανική σε χριστιανική. Οι μουσουλμανικές οικογένειες μειώθηκαν από 53 σε 13 και οι χριστιανικές αυξήθηκαν από 3 σε 83 (κυρίως με τους επικοισμούς). Αντίστοιχο φαινόμενο υπήρξε στα Περβολάκια. Αντίθετα στο Σάσαλο ενισχύθηκε αριθμητικά η μουσουλμανική κοινότητα, οι 18 οικογένειες το 1834, έγιναν 44 το 1881.

Δήμος Πανεθήμου Δήμος Σπηλιάς Δήμος Καστελλίου Δήμος Μεσογείων Δήμος Εννέα Χωρίων Δήμος Βουκολιών ΕΠΑΡΧΙΑ ΚΙΣΣΑΜΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑ ΣΕΛΙΝΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑ ΣΦΑΚΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΠΟΛΗ ΧΑΝΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΧΑΝΙΩΝ ΚΡΗΤΗ

1986 3868 4217 1548 2785 2284 16688 5626 16197 5183 16938 3477 42729 202934

450 26 530 90 12 576 1684 2008 276 4 4134 9469 17295 72353

2436 3894 4747 1638 2797 2860 18372 7634 16473 5187 21072 12946 60024 275287

81, 5 99, 3 88, 8 94, 5 99, 6 79, 9 90, 8 73, 7 98, 3 99, 9 80, 4 26, 9 71, 2 73, 7

% ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ

% ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ

ΣΥΝΟΛΟ

ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ

Στους υπόλοιπους δήμους της Κισσάμου και τις άλλες περιοχές της Κρήτης, η αναλογία χριστιανών/μουσουλμάνων κατοίκων είχε ως εξής:

18, 5 0, 7 11, 2 5, 5 0, 4 20, 1 9, 2 26, 3 1, 7 0, 1 19, 6 73, 1 28, 8 26, 3

Απογραφή 1881 Με βάση την αναλογία του πληθυσμού στο Δήμο Πανεθήμου, ο Δήμαρχος προερχόταν από την χριστιανική θρησκευτική ομάδα και ο πρώτος αντιδήμαρχος (πάρεδρος) από τη μουσουλμανική. Οι πρώτες δημοτικές εκλογές στην Κρήτη έγιναν το τριήμερο 26 έως 28 Οκτωβρίου 1879 και πρώτος αιρετός Δήμαρχος Πανεθήμου αναδείχθηκε ο Αναγνώστης (Μανόλης) Αγοραστάκης. Η πρώτη θητεία διήρκεσε δύο χρόνια (1879-1881). Μαζί


82

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

του εκλέχτηκαν ως πάρεδροι (αντιδήμαρχοι) οι: Μουλά Μεχμέτ Xατζηαλάκης, Ιωάννης Παπαγιαννάκης, Παναγιώτης Πατηνιωτάκης και Δημοτικοί Σύμβουλοι οι: Αναγνώστης Σπανοκοκολάκης, Νικόλαος Καρτσωνάκης, Αναγνώστης Μιχελάκης, Στυλιανός Κουτσουρελάκης, Τζανής Χουδαλάκης, Μουλά Κιαμής, Οσμάν Ομεραλάκης. Η δεύτερη θητεία ήταν μεταβατική μονοετής (1881 – 1882) κι αναδείχθηκε δήμαρχος ο Ιωάννης Β. Χουδαλάκης από τα Χουδαλιανά. Οι επόμενες θητείες με βάση τις αλλαγές στον δημοτικό νόμο που έκανε η Γενική Συνέλευση των Κρητών, θα ήταν τριετείς. Ο Αναγνώστης Αγοραστάκης επανήλθε και εκλέχτηκε Δήμαρχος για άλλες δύο θητείες από το 1882 ως το 1888. Η θητεία του Αναγνώστη τότε στο Δήμο συνέπεσε με τη Γενική Διοίκηση του Φωτιάδη Πασά (1879-1885). Η συμβίωση των δύο κοινοτήτων αυτή την περίοδο ήταν ομαλή και στο επίπεδο του Δημοτικού Συμβουλίου δεν πρέπει να υπήρχαν προβλήματα. Οι επόμενη όμως περίοδος ως την τελευταία επανάσταση του 1898, ήταν περίοδος πολιτικής ανωμαλίας. Η δημοκρατική λειτουργία της τοπικής Αυτοδιοίκησης υπονομεύτηκε από την Τουρκική διοίκηση και τα όργανα της Τ. Α. διοριζόταν. Διορισμένα ήταν και τα όργανα της Τ.Α. επί Κρητικής Πολιτείας στην συνέχεια μέχρι το 1906. Τότε έγιναν οι πρώτες και οι τελευταίες δημοτικές εκλογές66 στην ανεξάρτητη Κρήτη. Ο Αναγνώστης Αγοραστάκης θα επανέλθει ως υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος, υποστηρίζοντας την υποψηφιότητα του Δημάρχου Βασίλη Παπαδογεωργάκη από την Καμάρα Δελιανών, οι οποίοι και εκλέγονται. Μετά απ’ αυτή τη θητεία οι επαρχιακοί Δήμοι καταργήθηκαν67.

Οι Δήμαρχοι που θήτευσαν στο Δήμο Πανεθήμου (εκλεγμένοι ή διορισμένοι) ήταν οι παρακάτω: 1879 – 1881 Αναγνώστης Αγοραστάκης (Λουραδιανά Δελιανών), 1881 – 1882 Ιωάννης Χουδαλάκης (Χουδαλιανά), 1882 – 1888 Αναγνώστης Αγοραστάκης, 1888 – 1891 Παναγιώτης Πατηνιωτάκης (Σφακοπηγάδι), 1891 – 1899 Μιχαήλ Αναγνωστάκης (Πανέθημος), 1900 – 1901 Τζανής Καρτσώνης (Μαλάθυρος), 1901 – 1903 Μιχαήλ Αναγνωστάκης, 1903 – 1906 Μιχαήλ Κατάκης (Ζυμβραγού), 1906 – 1911 Βασίλης Παπαδογεωργάκης (Καμάρα Δελιανών). Νικολακάκης Δημ., “Η διοικητική ιστορία του δήμου Πανεθήμου” 67 Το 1911 η Κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου δημιούργησε τις Κοινότητες με το νόμο ΔΝΖ΄/1912, στα πλαίσια της τότε διοικητικής αναδιάρθρωσης του κράτους. Ο στόχος τότε του Βενιζέλου ήταν η ισχυροποίηση του Ελληνικού κράτους μέσα από την ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, η οποία έγινε μεταξύ των άλλων και εις βάρος της τοπικής αυτοδιοίκησης. Διάσπασε τους επαρχιακούς Δήμους και δημιούργησε μικρότερους Οργανισμούς Αυτοδιοίκησης -τις Κοινότητες- με περιορισμένες αρμοδιότητες και οικονομικούς πόρους. Την ρύθμιση αυτή αντέγραψε η Κρητική Βουλή και το 1911 οι Δήμοι της Κρήτης καταργήθηκαν, εκτός απ’ αυτούς των πόλεων Χανίων, Ρεθύμνης και Ηρακλείου. Στη θέση τους δημιουργήθηκαν μικρότεροι Ο. Τ. Α. τους οποίους ονόμασαν «Αγροτικούς Δήμους». Στον Δήμο Πανεθήμου ιδρύθηκαν δέκα “αγροτικοί Δήμοι που περιελάμβαναν τους πιο κάτω οικισμούς:>>> 66


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

83

Η επανάσταση του 1889 Ξυπόλυτοι & Καραβανάδες Η εισαγωγή της τοπικής αυτοδιοίκησης συνέβαλε στην ενεργοποίηση των κατοίκων του νησιού στα ιδιαίτερα προβλήματά τους και συνέβαλε αποφασιστικά στην πολιτική τους συνειδητοποίηση. Είχε όμως και αρνητικές παρενέργειες καθόσον συνδέθηκε με την παραταξοποίηση και την “κομματικοποίηση” της πολιτικής ηγεσίας εκείνης της εποχής κι έτσι διασπάστηκε μέχρι κάτω το πολιτικό μέτωπο στον απελευθερωτικό αγώνα. Το Κρητικό Ζήτημα φαινόταν τώρα να έχει ξεχαστεί μέσα στη δίνη των πολιτικών παθών. Κατά τη δεκαετή περίοδο, από την υπογραφή της Σύμβασης της Χαλέπας ως την επόμενη επανάσταση του 1889, η Κρήτη γνώρισε περίοδο έντονων κομματικών ανταγωνισμών και φατριασμών, που είχαν δυσμενέστατες επιπτώσεις στην εσωτερική ενότητα των χριστιανών και στην ομαλή εξέλιξη του πολιτικού βίου. Δύο μεγάλα κόμματα δημιουργήθηκαν: των “Καραβανάδων” και των “Ξυπόλυτων” με διαφορετικές απόψεις και θέσεις για το Κρητικό Ζήτημα. Οι “Καραβανάδες” εκπροσωπούσαν τη συντηρητική μερίδα και σ΄αυτό το κόμμα ανήκαν οι ισχυρότεροι και περισσότερο μορφωμένοι πολιτευτές της Κρήτης. Αυτοί κατείχαν και τις σημαντικότερες θέσεις στη διοικητική ιεραρχία και ονομάστηκαν από τους αντιπάλους τους “Καραβανάδες”, γιατί -όπως τους κατηγορούσαν- “απομυζούσαν το δημόσιο ταμείο”. Ηγετικά στελέχη των “Καραβανάδων” ήταν ο Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης, ο αδελφός του καθηγητής Πανεπιστημίου Αντώνιος Γιάνναρης, ο δικηγόρος Μίνως Ησυχάκης, ο Ιωάννης Σφακιανάκης, ο Νικόλαος Σταυράκης, κ. α.

>>> Πανεθήμου: Πανέθημος (έδρα), Κρύα Βρύση και Άστρικας Προδρόμου: Πρόδρομος (έδρα), Καμάρα, Πύργος, Λουραδιανά, Δελιανά, Γρακερά και Καλάμι. Καρών: Καρές (έδρα), Κάτω Καρές, Κλουβιανά, Βασιλιανά, και Άγιος Αντώνιος Ζυμπραγού: Ζυμπραγού (έδρα). Μαλαθύρου: Μαλάθυρος (έδρα). Σάσαλου: Σάσαλος (έδρα), Μεσαύλια. Μουρίου: Μουρί (έδρα), Λατζιανά, Μάκρωνας Σφακοπηγαδίου: Σφακοπηγάδι (έδρα), Άρμενο Χωριό, Τρία Αλώνια, Χουδαλιανά. Περβολακίων: Περβολάκια (έδρα), Κερά και Ρόκα Φαλελιανών: Φαλελιανά (έδρα), Κοτσιανά, Λυριδιανά, Μεσονήσι, Κωσταδιανά, Μικελιανά. Νικολακάκης Δημήτρης, “Η διοικητική ιστορία του δήμου Πανεθήμου” Αυτή η διοικητική μεταρρύθμιση κράτησε μέχρι το 1926 όταν συστάθηκαν οι Κοινότητες (ΦΕΚ 381Α - 29/10/1926) και συστάθηκε η κοινότητα Δελιανών με έδρα τον οικισμό Δελιανά, στην οποία προσαρτήθηκαν οι οικισμοί Λουραδιανά, Πύργος, Πρόδρομος, Δελιανά, Γρα - Κερά, Καλάμι, Καμάρα και αποσπάστηκαν από την Κοινότητα Πανεθήμου που είχε συσταθεί προηγούμενα το 1925 (ΦΕΚ 27Α - 31/01/1925).


84

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Οι “Ξυπόλυτοι”, εκπροσωπούσαν τις νέες δυνάμεις, τις προοδευτικές και φιλελεύθερες τάσεις της εποχής. Ισχυρά στελέχη της παράταξης αυτής ήταν ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (παντρεμένος με την αδελφή του Ελευθερίου Βενιζέλου), οι αδελφοί Φούμη, ο Χαράλαμπος Πωλογεωργάκης, ο Κων/νος Μοάτσος, ο Αντώνιος Μιχελιδάκης, κ. ά. Ανάλογη διαίρεση υπήρξε και στους μουσουλμάνους της Κρήτης. Ο κομματικός φανατισμός στα δύο κόμματα όξυνε τα πολιτικά πάθη τόσο που οδήγησε την πολιτική αντιπαράθεση σε βιαιότητες, καταστροφές και φόνους. Οι δημοτικές εκλογές του 1889 -που προκηρύχτηκαν πρώτες το 1888- αποτελούσαν πρόκριση για τις γενικές εκλογές στην συνέχεια. Γι’ αυτόν το λόγο τα κόμματα είχαν δώσει ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτές κυρίως τις εκλογές. Αναπτύχθηκε κατά τόπους μεγάλη έχθρα, επεισόδια και συγκρούσεις ανάμεσα στους οπαδούς των δύο κομμάτων, που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν παρατηρηθεί. Από τις αρχές του 1889 η κομματική αντιπαράθεση είχε γενικευτεί. Οι χριστιανοί συντηρητικοί προκειμένου να κερδίσουν τις τριπλές εκλογές (δημοτικές, δημογεροντικές και γενικές για τους αντιπροσώπους στην γενική Συνέλευση) που θα διεξάγονταν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1889, συμμάχησαν με τους μουσουλμάνους συντηρητικούς. Τελικά όμως κέρδισαν οι Φιλελεύθεροι. Οι Συντηρητικοί δέχτηκαν σημαντικό πλήγμα, καθώς η νέα Γενική Συνέλευση αποτελούνταν κατά τα 2/3 της από Φιλελευθέρους και κατά το 1/3 από Συντηρητικούς. Από τις 80 έδρες, οι 56 ανήκαν στους Φιλελευθέρους και οι υπόλοιπες 24 στους Συντηρητικούς. Από τους Φιλελευθέρους 38 ήταν χριστιανοί και 18 μουσουλμάνοι. Από τους Συντηρητικούς 11 ήταν χριστιανοί και 13 μουσουλμάνοι. Οι “Καραβανάδες” στην συνέχεια αντέδρασαν με τρόπο περίεργο και απροσδόκητο, που είχε σοβαρές συνέπειες στην πολιτική ζωή της Κρήτης. Πέντε βουλευτές χριστιανοί Συντηρητικοί, όλοι τους πληρεξούσιοι των επαρχιών του νομού Χανίων, στη Γενική Συνέλευση της 6 Μαΐου 1889 κατέθεσαν σχέδιο Ψηφίσματος, με το όποιο κήρυσσαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η πράξη κρίθηκε παράνομη και ανατρεπτική. Ο τότε Γενικός Διοικητής Νικόλαος Σαρτίνσκης πασάς, που προήδρευε, μόλις πρόλαβε να διαλύσει τη Γενική Συνέλευση και να εκδώσει ένταλμα, να συλληφθούν τα ηγετικά στελέχη των “Καραβανάδων”. Έτσι, η Γενική Συνέλευση έμεινε χωρίς αντιπολίτευση στα χέρια των “Ξυπόλυτων”. Η κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα διαχώρισε αμέσως τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους Συντηρητικούς. Μαζί, εκδηλώθηκε μια σφοδρή εσωτερική αντιπαράθεση στους χριστιανούς για το τρόπο υπέρβασης του οικονομικού και πολιτικού αδιεξόδου. Οι Συντηρητικοί υποστήριζαν την ένωση με την Ελλάδα, ενώ οι Φιλελεύθεροι τον εσωτερικό αγώνα για τη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας και της οικονομικής ανάπτυξης του νησιού, μεταθέτοντας στο μέλλον τη λύση της ένωσης. Τον Μάιο του 1889 οι Συντηρητικοί, για να προωθήσουν τη διεκδίκηση της ένωσης άρχισαν να καλούν το πληθυσμό σε ένοπλες συναθροίσεις. Η επανάσταση άρχισε να κερδίζει έδαφος, ο λαός άρχισε να ξεχνά τα πολιτικά πάθη και τη διαίρεση και επανήλθε ο στόχος της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Οι επαναστάτες άρχισαν να αποτραβιούνται στα βουνά και όσοι κατείχαν δημόσιες θέσεις παραιτήθηκαν απ’ αυτές.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

85

Ο Σουλτάνος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και με το πρόσχημα ότι οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί δεν απέδωσαν στην Κρήτη, ανακάλεσε το Χάρτη της Χαλέπας και όλα τα προνόμια της πολιτικής και θρησκευτικής ελευθερίας με το φερμάνι της 17 Δεκεμβρίου 1889 και επανέφερε στην Κρήτη την τουρκοκρατία των περασμένων καιρών. Ανακάλεσε το Γενικό Διοικητή Σαρτίνσκη και έστειλε στο νησί το σκληροτράχηλο στρατιωτικό Σακήρ Πασά μαζί με στρατεύματα. Ο νέος Γενικός Διοικητής επέβαλε αμέσως το στρατιωτικό νόμο. Ο τουρκικός στρατός κατέλαβε τα επίκαιρα σημεία του νησιού, ενώ ο μουσουλμανικός όχλος επιδόθηκε πάλι σε βιαιοπραγίες και σε ληστρικές επιδρομές σε βάρος του άμαχου χριστιανικού πληθυσμού. Τα στρατοδικεία μπήκαν μπροστά και με συνοπτικές διαδικασίες καταδίκαζαν τους επαναστατημένους. Οι θανατικές εκτελέσεις έγιναν καθημερινό φαινόμενο σ’ όλη την Κρήτη. Η πενταετία που ακολούθησε 1889-1894, χαρακτηρίζεται ως μια ζοφερή περίοδος της τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Τα παλαιά μίση αναζωπυρώθηκαν και οι πράξεις βίας ήταν πια μια καθημερινή πραγματικότητα. Η προσωπική ελευθερία, η περιουσία και η τιμή των Κρητών ήταν στη διάκριση των εξαγριωμένων ατάκτων Οθωμανών -βασιβουζούκων68-, που μαζί με φανατισμένους τουρκοκρητικούς δημιούργησαν παντού κλίμα τρομοκρατίας. Οι νυκτερινές επιθέσεις σε χωριά, οι δολοφονίες και οι βεβηλώσεις ναών και μοναστηριών ήταν φαινόμενο καθημερινό. Σ’ αυτή τη φάση ο Αναγνώστης Αγοραστάκης αναμεμιγμένος με τα γεγονότα των εκλογών αναγκάζεται και φεύγει για δύο χρόνια από την Κρήτη 1889 - 1891. Ο Αναγνώστης υπήρξε ηγετικός παράγοντας του κόμματος των “καραβανάδων” στην Κίσσαμο. Πολιτικός φίλος και συμπολεμιστής του Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη, τον υποστήριξε ενεργά στις πολιτικές διαμάχες αυτής της περιόδου. Στις εκλογές του 1889 για τη Γενική Συνέλευση υποστήριξε τον υποψήφιο του συντηρητικού κόμματος της επαρχίας Κισσάμου Ιωάννη Μαλανδράκη του Αναστασίου (Αναστασογιάννη) από την Επισκοπή ο οποίος ήταν και κουνιάδος του (αδελφός της γυναίκας του Μαρίας)69. Ο Ιωάννης Μαλανδράκης εκλέχτηκε πληρεξούσιος (βουλευτής) Κισσάμου στην Γενική Συνέλευση. Ήταν ένας από τους 5 πληρεξούσιους που κατέθεσαν ψήφισμα στην Συνέλευση για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Συνελήφθη από τους Τούρκους και εξορίστηκε στη Μοσούλη (σήμερα του Ιράκ). Μετά από πολλά χρόνια κατάφερε να δραπετεύσει από τη Μοσούλη και περιπλανώμενος στη Μέση Ανατολή έφτασε στην Αλεξανδρέττα, πέρασε απέναντι στην Κύπρο και από ‘κει στην Κρήτη. Χρημάτισε αργότερα Δήμαρχος Σπηλιάς (Κολυμβαρίου) την περίοδο 1900-1902.

Βασιβουζούκος, μπαζιμπουζούκος = Από το τουρκικό başıbozuk που σημαίνει «ανεξάρτητος, άτακτος», ήταν η ονομασία που δόθηκε τον 19ο αιώνα σε Τούρκους άτακτους στρατιώτες, που συνήθως διέπρατταν ωμότητες και λεηλασίες, τρομοκρατώντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Η φράση σήμαινε μετά γενικά τον βάρβαρο, τον άξεστο και ωμό, τον φωνακλά. 69 Τη δεύτερη αδερφή του Αναστασογιάννη Χαρίκλεια (1858-1951) παντρεύτηκε ο Παπουτσάκης Νίκος από το Πρόδρομο Δελιανών. 68


86

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η Μεταπολιτευτική Επιτροπή & η Επανάσταση του 1896 Η Τουρκία υπό το βάρος των πιέσεων για την αποτρόπαια σφαγή των Αρμενίων (Ιανουάριος 1895), επεδίωξε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, και προέβει σε μια απροσδόκητη ενέργεια στην Κρήτη. Αντικατέστησε τον Μαχμούτ, Γενικό Διοικητή Κρήτης, με τον χριστιανό Αλέξανδρο Καραθεοδωρή (Ηγεμόνα της Σάμου) τον Μάιο του 1895. Ο Καραθεοδωρής προσπάθησε από τη πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Κρήτη, να εφαρμόσει το φιλελεύθερο πνεύμα των “μεταρρυθμίσεων” της σύμβασης της Χαλέπας. Οι μουσουλμάνοι όμως της Κρήτης ξεσηκώθηκαν εναντίον του, κατηγορώντας τον ότι με τις αποφάσεις του για νέες ρυθμίσεις υποδαυλίζει τα συμφέροντά τους έναντι των χριστιανών. Οργάνωσαν παγκρήτιο τρομοκρατικό κομιτάτο, που επιδόθηκε σε φοβερές λεηλασίες και φόνους, υποσκάπτοντας έτσι το έργο του Καραθεοδωρή. Οι χωροφύλακες αρνούνταν να τον υπακούουν. Ο στρατιωτικός διοικητής ενεργούσε σχεδόν εναντίον του. Ο Καραθεοδωρής υπερκεράστηκε από τις εξελίξεις και υποχρεώθηκε σε παραίτηση πριν το τέλος του ίδιου έτους. Αντικαταστάτης του ορίστηκε (Δεκέμβριος 1895), ο Τουρχάν Πασάς. Οι νέες εξελίξεις έπεισαν τους ηγέτες των Κρητικών ότι η λύση της ένωσης με την Ελλάδα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με μια τοπική επανάσταση, αλλά σταδιακά μέσω μιας αυτόνομης ηγεμονίας οπότε και έπρεπε να μετατεθεί στο μέλλον η ιδέα της ένωσης με το εθνικό κέντρο. Την ιδέα προωθούσε ο δυναμικός αρχιμανδρίτης Παρθένιος Κελαϊδής ως τον Ιούνιο 1892, μέχρι που απελάθηκε από την Κρήτη. Στην κρίσιμη αυτή περίοδο εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο ο Σφακιανός πολιτευτής Μανούσος Κούνδουρος - που ήταν πρωτοδίκης στο Βάμο από το 1890-, ο οποίος πήρε την πρωτοβουλία για την προώθηση της μεταπολιτευτικής ιδέας. Της δημιουργίας δηλαδή ενός προσωρινού καθεστώτος, μιας αυτόνομης ή ημιαυτόνομης ηγεμονίας στην Κρήτη, υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, που θα αποτελούσε το προστάδιο για την οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος70.

Ένα υπόμνημα του Κούνδουρου, υποβλήθηκε στους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Τρία ήταν τα κύρια σημεία του υπομνήματος: 1. Να ανακηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στον σουλτάνο, έναντι 15.000 οθωμανικών λιρών ετησίως. 2. Να διορίζεται χριστιανός διοικητής με πενταετή θητεία, χωρίς να έχει ο σουλτάνος δικαίωμα να τον παύσει ή να τον αντικαταστήσει. 3. Να επαναχορηγηθούν με ουσιώδεις βελτιώσεις όλα τα προνόμια του Χάρτη της Χαλέπας, που είχαν ανακληθεί μετά την επανάσταση του 1889. Οι απόψεις του βρήκαν υποστήριξη από τον Άγγλο πρόξενο στα Χανιά Billioti. 70


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

87

Ο Μανούσος Κούνδουρος κινήθηκε μυστικά προς την οργάνωση μιας Μεταπολιτευτικής Επιτροπής, η όποια θα προετοίμαζε νέα επανάσταση. Οργανώθηκε πάλι στην Κρήτη η «Γενική Επαναστατική των Κρητών Συνέλευσις» και στην Αθήνα ανασυστήθηκε η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή». Εθελοντές άρχισαν πάλι να κατεβαίνουν στην Κρήτη από τον Ιούνιο 1896, με αρχηγούς το Κωνσταντίνο Μάνο και τον Ιωάννη Νταφώτη, δημιουργό του Τάγματος επίλεκτων Κρητών. Γεγονός αποφασιστικής σημασίας για τη στερέωση της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής και την εξέλιξη της επανάστασης στάθηκε η πολιορκία της τουρκικής φρουράς στο Βάμο (4-18 Μαΐου 1896). Η νίκη των επαναστατών αναπτέρωσε τον αγώνα και επηρέασε αποφασιστικά τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι άρχισε η νέα και τελευταία περίοδος των κρητικών επαναστάσεων, οι οποίες οδήγησαν το Κρητικό Ζήτημα στη λύση του. Κατά την πολιορκία του Βάμου, οι Τούρκοι στη πόλη των Χανίων άρχισαν τις σφαγές και λεηλασίες κατά των χριστιανών (11 Μαΐου 1896). Οι βιαιοπραγίες αυτές άρχισαν να επεκτείνονται και στην ύπαιθρο.

Πολιορκία των Βουκολιών Μόλις μαθεύτηκαν τα νέα από τις συγκρούσεις στην πόλη και φάνηκε ο κίνδυνος που διέτρεχαν εκεί οι Χριστιανοί, οι Κισσαμίτες και Σελινιώτες οπλαρχηγοί κινήθηκαν σε αντιπερισπασμό εναντίον των μουσουλμάνων και τους απέκλεισαν στο Καστέλι, στις Βουκολιές, στα Νέα Ρούματα και στην Κάνδανο. Ο σκοπός τους ήταν να εμποδίσουν τους επαρχιώτες Τούρκους να συνενωθούν με τους Χανιώτες και να τους επιτεθούν μετά στη συνέχεια, όπως έγινε το 1866. Οι οπλαρχηγοί της Αν. Κισσάμου με δύναμη 1800 ανδρών έσπευσαν και πολιόρκησαν το φρούριο των Βουκολιών, στο οποίο είχε καταφύγει ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Α. Κισσάμου αναζητώντας προστασία από τον εκεί τουρκικό στρατό. Στην πολιορκία των Βουκολιών συμμετείχε και ο Αναγνώστης Αγοραστάκης μαζί τους Κισσαμίτες οπλαρχηγούς Ι. Κουμή, Γ. Λουκάκη, Ελληνάκη, Μπατάκη, Καρδαμάκη, Καπετανάκη, Νικηφοράκη, Μηνιώτη, και τους Κυδωνιάτες Τσεπέτη, Ποντικογιάννη, Κολοκυθά, Μαυρογένη κ. ά. υπό τη αρχηγία του γέροντα Νίκου Αναστασάκη71. Οι πολιορκούμενοι Τούρκοι με αιφνιδιαστικές εξορμήσεις και πυκνούς πυροβολισμούς, επιχειρούσαν να διασπάσουν το κλοιό, αλλά οι πολιορκητές αμυνόταν σθεναρά σε μετερίζια με ξερολιθιές, που έκτιζαν γύρω από το κάστρο. Παρόμοιες πολεμικές σκηνές έλαβαν χώρα και στο φρούριο του Καστελιού το οποίο πολιόρκησαν οι οπλαρχηγοί της Δυτ. Κισσάμου Καμπούρης, Γιαννουδοβαρδής, Φωτάκης, Λαϊναρτέμης, Μαρκαντώνης, Παπαγιαννάκης, Μπαλαμπός, Βαρδαντώνης, Μπονάτος, Κυρίτσης, Σκαλιδάκης, Σκουλάκης, Ραϊσάκης, Χουδάλης, Σφακιωτάκης, Πατηνιώτης, Σκουλούδης, Καστάνης κ. ά.

71

[3] Αναστασάκης, 276


88

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Στην ορεινή Κυδωνία οι τοπικοί οπλαρχηγοί απέκλεισαν τους Τούρκους στο Σέμπρωνα και στα Νέα Ρούματα. Το ίδιο έγινε και στο Σέλινο όπου οι φυλετικοί φόνοι, τα πάθη και οι αντεκδικήσεις κρατούσαν χρόνια. Οι μουσουλμάνοι έσπευσαν να αναζητήσουν την προστασία του τουρκικού στρατού στην Κάνδανο, όπου και πολιορκήθηκαν από τους Σελινιώτες οπλαρχηγούς. Στην πορεία, τουρκικός στρατός ξεκίνησε από τα Χανιά για να απεγκλωβίσει τους σελινιώτες, αλλά αποκρούστηκε στη διαδρομή, στο Αποπηγάδι, από Σελινιώτες και Ρουμαθιανούς και οπισθοχώρησε. Την 21ην Μαΐου του 1896, έκαναν την εμφάνισή τους στο Ταυρωνίτη δύο τουρκικά ατμόπλοια, προερχόμενα από τα Χανιά. Αφού προσέγγισαν την ακτή, αποβίβασαν στρατεύματα με φορτηγίδες και βάρκες. Οι χριστιανοί άμαχοι των κοντινών χωριών Καμισιανών, Ραπανιανών και Πολεμαρχίου, έτρεχαν ν’ απομακρυνθούν προς τα δυτικά χωριά (Ροδοπού, Αστράτηγο και Άσπρα Νερά), και αντίθετα οι ένοπλοι άρχισαν να συρρέουν προς το Ταυρωνίτη. Οι οπλαρχηγοί της πολιορκίας του πύργου Βουκολιών, άφησαν πίσω μια φρουρά, για επιτήρηση των πολιορκούμενων και έσπευσαν προς το Ταυρωνίτη. Όταν άρχισαν να πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί από τα κοντινά στη θάλασσα υψώματα, Επιτροπή γερόντων από Καμισιανά και τ’ άλλα χωριά, έτρεξαν έντρομοι προς τους Καπετάνιους και τους εξόρκισαν να σταματήσουν τους πυροβολισμούς κατά των Τούρκων, γιατί θα τους εξαγριώσουν και θα κάψουν τα χωριά τους. Σε συμβούλιό τους οι Καπετάνιοι, αποφάσισαν να διακόψουν τους πυροβολισμούς και απόσυραν τις δυνάμεις τους στα υψώματα Κολυμβαρίου-Σπηλιάς. Οι Τούρκοι τότε χωρίς αντίσταση κατέλαβαν όλες τις οχυρές θέσεις στις κορυφογραμμές από το Πολεμάρχι μέχρι τις Βουκολιές και συνενώθηκαν με τους πολιορκούμενους. Η φρουρά των επαναστατών που είχε μείνει πίσω, αποσύρθηκε σε υψηλότερα σημεία στην Ανώσκελη. Οι Τούρκοι συνέχισαν προς τα Νέα Ρούματα και το Σέμπρωνα και απελευθέρωσαν τους εκεί ομοφύλους τους. Επέστρεψαν στη συνέχεια στις Βουκολιές όπου συγκέντρωσαν τελικά πάνω από 5 χιλιάδες στρατό.

Η μάχη του Δρομονέρου Ήταν 2 του Ιούνη του 1896, όταν οι επαναστάτες από τις θέσεις τους στις ψηλές κορυφές της περιοχής άρχισαν να βλέπουν πυκνούς καπνούς να καλύπτουν τον ουρανό. Οι Τούρκοι αφού λεηλάτησαν όλα τα χωριά της κοιλάδας του Ταυρωνίτη κι άρπαξαν όλα τα κινητά πράγματα που έβρισκαν στα σπίτια, άρχισαν να πυρπολούν ότι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν. Επί πέντε μέρες έκαιγαν σπίτια και περιουσίες. Είκοσι χωριά καταστράφηκαν και δεν έμεινε τίποτα όρθιο σ’ όλη την κοιλάδα του Ταυρωνίτη και από τις δύο πλευρές. Αφού οι Τούρκοι ολοκλήρωσαν το καταστροφικό τους έργο στην κοιλάδα Ταυρωνίτη, κινήθηκαν δυτικά για να συνεχίσουν τα ίδια επιχείρηση στην κοιλάδα από Κολυμβάρι Επισκοπή-Δελιανά. Συναγερμός σήμανε σ’ όλα τα χωριά της περιοχής Κολυμβαρίου και οι ένοπλοι χριστιανοί άρχισαν να κατεβαίνουν και να συγκεντρώνονται στη Σπηλιά


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

89

παίρνοντας θέσεις για τη μεγάλη σύγκρουση. Την 5η του Ιούνη οι Τούρκοι κινήθηκαν από τις Βούβες προς τη Σπηλιά. Μετά από σκληρή μάχη η επιδρομή τους αποκρούστηκε. Έτσι τα υπόλοιπα χωριά της Αν. Κισσάμου σώθηκαν από τη λεηλασία και την καταστροφή. Οι Τούρκοι αφού απέτυχαν σ’ αυτή την επιχείρησή τους στράφηκαν νότια προς το Δρομόνερο και από κει, δια των οχυρών του Κακοπέτρου -Παλαιών Ρουμάτων- Αποπηγαδίου προς το Σέλινο, με σκοπό την απελευθέρωση των πολιορκούμενων Τούρκων στην Κάνδανο. Την 14η Ιουνίου 1896 ο τουρκικός στρατός με πυροβολικό, υπό την διοίκηση του Αβδουλάχ Πασά και με επικεφαλείς τους διάσημους ντόπιους μπαϊρακαγασήδες, τον Αχμεντηγιέ και τον Νταϊδάκη από τις Βουκολιές, και το Χατζή Μπακαλάο από τους Λάκους, κινήθηκε αιφνιδιαστικά με κατεύθυνση το Πύργο Δρομονέρου και τις κορυφογραμμές Δρομονέρου - Κακοπέτρου. Γενικός συναγερμός σήμανε πάλι σ΄όλα τα χωριά της περιοχής. Οι καμπάνες των ‘Εκκλησιών άρχισαν να ειδοποιούν για τον επερχόμενο κίνδυνο. Οι κάτοικοι από τα πλησιέστερα χωριά Π. Ρουμάτων - Κακοπέτρου - Φωτακάδου, Πανεθήμου, Δελιανών, Μαλαθύρου, Περβολακίων, Άστρικα, Ζυμβραγού, Καρρών, Επισκοπής έσπευσαν πρώτοι και πήραν θέσεις μάχης. Η ιστορική μάχη του Δρομονέρου άρχισε περί την 11 ην πρωινή και κράτησε μέχρι την 4ην μ. μ. Το πυροβολικό και το πεζικό των Τούρκων, έβαλε προς όλα τα χωριά και όπου φαινόταν άνθρωποι συγκεντρωμένοι. Οι Ρουματιανοί, Φωτακαδιανοί και Κακοπετριανοί, κρατούσαν άμυνα και έκλειναν το δρόμο προς το νότο προς τις κορυφές Κακοπέτρου μέσω της Γαλανής Πέτρας, για τους ανερχόμενους Τούρκους από Κεφάλα. Οι Ζυμβραγιανοί, Πανεθυμίτες, Προδρομιανοί, Περβολακιανοί, Επισκοπιανοί, Καρθιανοί, Καριανοί, Βασιλοπουλιανοί και άλλοι που συνέρευσαν απ’ όλη την Ανατ. Κίσσαμο, κρατούσαν στην αρχή την κορυφογραμμή Βασιλιανών - Ζυμβραγού και στην συνέχεια πέρασαν το ποταμό και ριζοβόλησαν, ακάθεκτοι προς το λόφο του Δρομονέρου. Μαχόμενοι από δένδρου εις δένδρον, έφθασαν σ’ απόσταση 150 - 200 μέτρων από τους εχθρούς που οπισθοχωρούσαν προς το Πύργο Δρομονέρου. Στην αρχή της επίθεσης σκοτώθηκε ο αρχηγός των Βουκολιανών Τούρκων Μπαϊρακαγασής Αχμετηγιές από τους Ζυμβραγιανούς. Ο φόνος του αρχηγού ήταν επόμενο να κλονίσει το ηθικό των τούρκων. Η τελική έκβαση της μάχης κρίθηκε την 4ην απογευματινή, όταν κατέφθασε ο Αρχηγός Δυτ. Κισσάμου Αναγνώστης Σκαλίδης με εκατοντάδες γενναίους πολεμιστές και μπήκε στη μάχη. Οι Τούρκοι αποτραβήχτηκαν στο Πύργο Δρομονέρου, οχύρωσαν τη θέση τους με «ξερολιθιές» και παρέμειναν εκεί. Η επιτυχία των επαναστατών προξένησε στην συνέχεια την επέμβαση των ξένων δυνάμεων. Πρωτοστατούντος του Άγγλου Προξένου Βιλιώτη, ζητήθηκε η παύση των εχροπραξιών από το τουρκικό στρατό. Ο Αβδουλάχ Πασάς, αναγκάστηκε ν’ ανακαλέσει τα στρατεύματα του από την Κίσσαμο μετά 5-6 ημέρες. Η μάχη του Δρομονέρου, που δόθηκε από Κισσαμίτες, ήταν μια από τις σπουδαιότερες και αποτελεσματικότερες μάχες των Κρητικών επαναστάσεων. “Κατά την μάχην ταύτην


90

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

-γράφει ο Αναστασάκης- διεκρίθησαν επ’ ανδρεία και πολεμική ικανότητι ο Παλαίμαχος αρχηγός Αντ. Μαρκουλάκης, οι οπλαρχηγοί Καρτσώνης, Πρωϊμοσήφης, Αγοραστάκης, Μηνιωτάκης, Μπαλαντίνος, Καλογέρηδες, Σταυρουλομιχάλης και Γεώρ. Δασκαλογιάννης, επιδείξαντες τόλμην και ανδρεία, και οι Σωματάρχαι Κανιτσάκης, Πρασιανάκης, Κουκούλας, όστις και ετραυματίσθη, Μπομπολάκης, Μπιτζάνης, Ν. Μαλανδράκης, Δημητριάδης, Κελαϊδής, Λαγουδάκης, Καλογεράκης και πολλοί γενναίοι και διακεκριμένοι πολεμισταί, εν οις και οι Δασκαλάκης, Μαρκαντωνογιώργης, Ιω. Μαλανδράκης και Λουποκοκόλης. . . 72” Όλη αυτή η κατάσταση ανάγκασε τελικά τις Μεγάλες Δυνάμεις να επέμβουν και να πιέσουν την Υψηλή Πύλη να παραχωρήσει ένα νέο «Οργανικό Νόμο» στην Κρήτη. Αυτός ο νέος κανονισμός παρείχε για πρώτη φορά το δικαίωμα επέμβασης στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού, από τις ανεξέλεγκτες βιαιοπραγίες των Τούρκων. Έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων στα Χανιά επέδωσαν στους Κρήτες χριστιανούς πληρεξουσίους τον νέο Κανονισμό που περιλάμβανε τα εξής στοιχεία: “Διορίζεται χριστιανός Διοικητής από το Σουλτάνο, με πενταετή θητεία και με την έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι θέσεις των χριστιανών υπαλλήλων είναι διπλάσιες από τις θέσεις των Οθωμανών. Οργανώνεται κρητική Χωροφυλακή με ευρωπαίους αξιωματικούς. Παραχωρείται πλήρης οικονομική και δικαστική ανεξαρτησία με την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων”. Η Επαναστατική Επιτροπή, της οποίας πρόεδρος ήταν ο Κούνδουρος, αποδέχθηκε το νέο Οργανισμό. Η επανάσταση έληξε με επιτυχία τον Αύγουστο 1896 και έμεινε στη μνήμη του λαού ως «τυχερή» επανάσταση.

73

[3] Αναστασάκης, 303


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

91

Η επανάσταση του 1897-98 Τον Σεπτέμβριο του 1896 διορίστηκε νέος Γενικός Διοικητής Κρήτης ο Γεώργιος Βέροβιτς πασάς, ηγεμόνας προηγουμένως της Σάμου. Ένα μόλις μήνα αργότερα η κατάσταση άρχισε πάλι να εκτραχύνεται. Δολοφονήθηκε ο εισαγγελέας Κριάρης στα Χανιά και άρχισαν να κυκλοφορούν απειλητικές προκηρύξεις εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανησυχώντας για την έκβαση των πραγμάτων, πίεσαν την Τουρκία να θέσει αμέσως σε εφαρμογή τις διατάξεις του νέου Οργανισμού. Κάποιες διατάξεις εφαρμόστηκαν, αλλά η αντίδραση του ντόπιου μουσουλμανικού στοιχείου και κυρίως των Τουρκοκρητών και των ατάκτων (βασιβουζούκων), στην εφαρμογή του νέου Οργανισμού ήταν και πάλι βίαιη. Στα μέσα Ιανουαρίου πυρπολήθηκαν η Επισκοπή και οι χριστιανικές συνοικίες των Χανίων και υπήρχε μεγάλος φόβος ότι οι βιαιότητες θα επεκτείνονταν και στις άλλες πόλεις. Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, οι επαναστάτες των Χανίων, μεταξύ των οποίων ηγετική θέση κατείχε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, υπέγραψαν, στο Ακρωτήρι ψήφισμα (25 Ιανουαρίου 1897), με το οποίο κήρυτταν την κατάλυση της τουρκικής κατοχής της Κρήτης και την ένωση με την Ελλάδα και καλούσαν το βασιλιά Γεώργιο Α’ να καταλάβει το νησί. Σε λίγες ημέρες η επανάσταση είχε γενικευθεί και σ’ ολόκληρη την Κρήτη το σύνθημα ήταν ένα: «Ένωσις ή Θάνατος». Το νησί βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό και παράλληλα η διπλωματία σε μεγάλη κινητικότητα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να επέμβουν, για την προστασία -όπως είπαν- του άμαχου πληθυσμού, σύμφωνα με τον ισχύοντα Οργανικό Νόμο.

Το τέλος των Τούρκων στην Αν. Κίσσαμο Ενώ λοιπόν οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν να αποτρέψουν τη γενίκευση των ταραχών, η ελληνική κυβέρνηση του Δεληγιάννη, έπειτα από μια περίοδο αναποφασιστικότητας, πιεζόμενη από την αντιπολίτευση και την κοινή γνώμη, έσπευσε και αυτή να προλάβει την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων κι αποφάσισε να επέμβει στην Κρήτη. Αρχικά απέστειλε πολεμικά πλοία με επικεφαλής το πρίγκιπα Γεώργιο, για να εμποδίσουν τη μεταφορά τουρκικού στρατού στο νησί. Όταν όμως οι Μ. Δυνάμεις θέλησαν να επιβάλουν καθεστώς διεθνούς κατοχής της Κρήτης στις 3 Φεβρουαρίου του 1897, η ελληνική κυβέρνηση έστειλε τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο με 1. 500 άνδρες (δύο τάγματα πεζικού, ένα λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία) για να καταλάβει το νησί και να κηρύξει την ένωση με την Ελλάδα. Ο Τιμ. Βάσσος αποβιβάστηκε στο Κολυμπάρι την 1η Φεβρουαρίου και εξέδωσε αμέσως πανηγυρική προκήρυξη με την οποία δήλωνε ότι καταλάμβανε την Κρήτη στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων και κήρυσσε την ένωση. Μια νέα επανάσταση ξεκινούσε πάλι. Πρώτη πράξη του Βάσου ήταν να κινηθεί εναντίον του Πύργου Βουκολιών όπου βρισκόταν οχυρωμένοι ένα Τάγμα Τούρκικου Στρατού και 1000 ένοπλοι. Το στρατό του Βάσου συνέδραμαν και οι οπλαρχηγοί της Κισσάμου με τις δυνάμεις τους.


92

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Στην πολιορκία -γράφει ο Αναστασάκης74- έλαβαν μέρος οι παρακάτω οπλαρχηγοί με τους άνδρες τους: “Στυλιανός Μπατάκης μετά των Καμισιανών και Ραπανιανιών, Εμμ. Κανιτσάκης μετά των γενναίων Ροδοπιανών, Αν. Καπετανάκης με Καρθιανοβασιλοπουλιανούς, Γ. Δουκάκης, Ν. Αναστασάκης, Ι. Κουμής με τους άνδρας των χωρίων των, Ε. Κοκολογιάννης με τους Ανωσχελιώτας, Στ. Μαυρογένης με τους Συριλιανούς, Ι. Ποντικογιάννης μετά Μαλεμιανών, Αντ. Μαρκουλάκης με τους ανδρείους Ρουματσίτας, Πρωϊμοσήφης με Ζυμβραγιανούς, Καρτσώνης με Μαλαθυριώτας, Αγοραστάκης με Πανεθυμίτας, Γιαννουδοβαρδής με τους Περβολακιανούς και άλλους, Μπαλαντίνος με Προδρομιανούς, Καμπούρης, Φωτάκης, Μαρκαντώνης με τους γενναίους Τοπολιανούς, Έννεαχωριανούς, Δραπανιανούς κλπ. , κλπ. , Καστανής με Μεσογειανούς, Κουτσουρέλης με Αρμενοχωριανούς κλπ. , Κωνστ. Μάνος με τον ενδοξον Ιερόν λόχον και των Λακκιωτών του, Σκαλίδης Γεν. αρχηγός και άλλοι. . “ Την νύχτα της 6ης προς 7ης Φεβρουαρίου οι πολιορκούμενοι Τούρκοι επωφελήθηκαν της κακοκαιρίας και διέφυγαν από το κλοιό σε μικρές ομάδες. Αυτή ήταν και η τελευταία τους παρουσία στην Αν. Κίσσαμο. Έτσι τέλειωσε η μακρά περίοδος σκλαβιάς και τυραννίας στην περιοχή. Μερικοί από τους φυγάδες τράβηξαν προς το Σέλινο και κατόρθωσαν να φθάσουν στην Κάνδανο. Άλλοι με τον αρχηγό τους Μπακαλιάρο διέφυγαν προς τα Χανιά. Άλλοι διασκορπίστηκαν εδώ κ’ εκεί κρυβόμενοι σε σπηλιές κι ερημιές, αλλά είχαν κακό τέλος γιατί τους εξολόθρευσαν οι ντόπιοι. Με τα την εκκένωση του Πύργου Βουκολιών (7 Φεβρουαρίου), ο συνταγματάρχης Βάσσος με το στράτευμά του κινήθηκε προς τα Χανιά, εναντίον του τακτικού οθωμανικού στρατού και κατέλαβε τα στρατόπεδα του στην Αγιά και στα Λιβάδια. Ενοχλημένοι όμως οι Ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν στο μεταξύ αποβιβάσει αγήματα, απαγόρευσαν στο Βάσσο να πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη των 6 χλμ στα Χανιά όπως και κάθε πολεμική ενέργεια του ελληνικού μικτού σώματος. Μια σκηνοθετημένη παραβίαση της απαγορευτικής γραμμής από το Τούρκο Ιμπραχήμ, κατέληξε σε φοβερό κανονιοβολισμό του «Επαναστατικού Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου», που είχε οργανωθεί από τους Αντώνιο Σήφακα, Ελευθέριο Βενιζέλο, Νικόλαο Πιστολάκη, Κωνσταντίνο Φούμη και Γεώργιο Μυλωνογιάννη στις 9 Φεβρουαρίου. Το γεγονός δημιούργησε ζωηρές αντιδράσεις σε πολλές χώρες στην Ευρώπη, όπου εκδηλώθηκαν διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες και δημοσιεύματα υπέρ των Κρητικών και κατά των Ευρωπαίων. Μπροστά στις νέες εξελίξεις οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία, Γερμανία, Αυστρία) πρότειναν επίσημα για πρώτη φορά τη λύση της αυτονομίας (17 Φεβρουαρίου). Όμως, τόσο οι Κρήτες πολιτικοί και στρατιωτικοί αρχηγοί, όσο και η ελληνική κυβέρνηση, την απέρριψαν κατηγορηματικά, όπως απέρριψαν και τη λύση της ηγεμονίας. Το γεγονός αυτό εξόργισε τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες έσπευσαν να αποκλείσουν τα κρητικά παράλια για να εμποδίσουν τη μεταφορά τουρκικών και ελληνικών στρατευμάτων, αποβιβάζοντας μαζί και στρατιωτικά αγήματά τους στα Χανιά. Η Κρήτη τέθηκε για πρώτη φορά επίσημα υπό διεθνή έλεγχο. 74

[3] Αναστασάκης, 331


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

93

Το τέλος των Τούρκων στο Σέλινο Πολιορκία και άλωση της Κανδάνου (14 Φεβρουαρίου 1897) Μετά την εκκαθάριση των Βουκολιών, οι Κισσαμίτες Οπλαρχηγοί κινήθηκαν προς την Σέλινο όπου ενώθηκαν με τους Σελινιώτες και Κυδωνιάτες επαναστάτες και άρχισαν την πολιορκία της Καντάνου. Στις 15 Φεβρουαρίου ξεκίνησαν την πολιορκία του οικισμού Σταυρού Κανδάνου. Αφού εκδίωξαν τους τούρκους φρουρούς άρχισαν να σφίγγουν το κλοιό της Κανδάνου. “Κατά την επίθεσιν ταύτην, -μας πληροφορεί ο Αναστασάκης74- καθ’ ην βήμα προς βήμα επροχώρουν οι ημέτεροι, πιέζοντες τους Τούρκους κυκλοτερώς μέχρι σχεδόν των προαυλίων των συνοικιών της Κανδάνου, διεκρίθησαν, εκ των Σελινιωτών οι γενναίοι αρχηγοί και οπλαρχηγοί μετά των παλληκαριών των, Κ. Μπασιάς, Μ. Παπαγιαννάκης, Γ. Παπαμαρκάκης, Σαρτζέτης, Κοσμαδάκης, Καλαμαράς, Χαλακατεβάκης, Δ. Ξανθουδάκης, Κορκίδης και άλλοι. Εκ δε των Κισσαμιτών οι Αρχηγοί Γιαννουδοβαρδής, Αναστασάκης, Σκαλίδης, Μαρκουλάκης και οι οπλαρχηγοί Μπαλαντίνος, Παναγιωτάκης, Λουκάκης, Καρτσώνης, Κοκολογιάννης, Αγοραστάκης, Κουτσουρέλης, Μαρκαντώνης, κατελθόντες εκ των Βορείων κορυφών μέχρι του Αγίου Γεωργίου και άλλων πλησιέστατων πεδινών θέσεων προς Β. της Κανδάνου. “ Οι Αγάδες των Χανίων, βλέποντας την απελπισία των πολιορκούμενων και την επικείμενη πανωλεθρία και καταστροφή τους, εκλιπαρούσαν τους προξένους να επέμβουν και να τους σώσουν. Οι Πρόξενοι προχώρησαν στη συνέχεια σε διαπραγματεύσεις με τους Αρχηγούς και οπλαρχηγούς της πολιορκίας και κατέληξαν σε συγκεκριμένους όρους παράδοσης των πολιορκούμενων. Οι όροι που συμφωνήθηκαν ήταν: “Τ’ αγήματα των Μ. Δυνάμεων θα παραλάβωσι το Τουρκ. Στρατόν, ως και εντοπίους μετά των οικογενειών των. Οι παραδιδόμενοι θα φέρουν ολίγα μόνον πράγματα εκ των κινητών των, ως και τα όπλα των. Όταν φθάσωσιν εις την Παλαιόχωραν θα παραδώσωσιν οι Ναύαρχοι εις τους Επαναστάτες τα όπλα των Τούρκων. Αυτοί δε να μη μείνωσιν εις Χανιά ή εάν παραμείνωσιν και δεν απέλθωσι της Νήσου, να μην οπλισθώσι πλέον ή να λάβωσι μέρος εις οιανδήποτε πολεμικήν επιχείρησιν κατά των Κρητών”. Η εκκένωση της Κανδάνου από τους Τούρκους έγινε στις 26 Φεβρουαρίου 1897. Ο Αναστασάκης75 την περιγράφει ως εξής: “Τα αγήματα των Ευρωπαίων, 100 εξ εκάστης Δυνάμεως, πλην της Γερμανίας, ήλθον το εν μετά το άλλο και εσχημάτισαν τετράγωνον, εντός του οποίου ετέθησαν οι πολιορκούμενοι. Εντός ελαχίστης όμως ώρας οι πολιορκηταί άνω των 3 - 3.500 σπεύσαντες εκ των πέριξ λόφων και οχυρωμάτων, περιεκύκλωσαν και Ευρωπαίους και Τούρκους,

[3] Αναστασάκης, 340-348. Σ’ αυτή την πολιορκία συναντήθηκαν στη μάχη τα ξαδέρφια οπλαρχηγοί Αναγνώστης Αγοραστάκης και Δημήτρης Ξανθουδάκης. 75 [3] Αναστασάκης, 349-351 74


94

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

εμπήξαντες τις Σημαίας των. Τρόμος και φόβος κατέλαβε πάντας, ο Βιλιώτης, ο πάντοτε φίλος των Τούρκων, έχων το χρώμα του άχυρου και τρέμων, είπεν εις τον Αρχηγόν μας και Έλληνα Αξιωματικόν (συμβουλεύων τους ιδικούς μας) μη τυχόν διαπράξωσι κατά των Ευρωπαίων κακόν τι: «Προς Θεού προσέξετε μη πυροβολήσετε τους ξένους». Αυτήν την στιγμήν κάτωχρος δεν ωμίλησε δια τους προστατευόμενους του Τούρκους, αλλά δια τους Ευρωπαίους. Και είχε δίκαιον, όταν έβλεπε τόσας χιλιάδας τραχείς ορεσίβιους τρέχοντας και πηδώντας, ως τράγους, «μπαρουτοκαπνισμένους» με γένια και ρασοπερισκελίδας («ρασόκαρτσες»). Ήτο αληθώς τρομακτική η εικών αλλά και ενέχουσα μεγαλείον. Οι Αρχηγοί απήντησαν εις τον Άγγλον Πρόξενον «Μένετε ήσυχος κύριε, ουδείς Ευρωπαίος θα θιγή, έχουν ληφθή μέτρα. Οι Επαναστάται δεν ομοιάζουν τους Τούρκους, δεν θα τους επιτρέψουν όμως να παραλάβωσι ουδέν». Προηγουμένων των περισσοτέρων αγημάτων ηκολούθουν τα γυναικόπαιδα οι τραυματίαι και οι γέροντες, ήποντο δε, οι Τούρκοι στρατιώται, έχοντες τα όπλα προς τα κάτω, ως ηττημένοι, κατόπιν ηκολούθουν οι Τουρκοκρήτες και εκατέρωθεν αγήματα. Οι Επαναστάται σκανδαλιζόμενοι πλέον εκ της θέας των κινητών και των όπλων, αρπάζουν τα έμφορτα ζώα, καταβιβάζοντες και τους επ’ αυτών, έστω και γέροντας ή γυναίκας, αρπάζουν τα όπλα των Τουρκοκρητών, πολλοί των οποίων φοβούμενοι τα έρριπτον, ενώ τα μικρά και οι γυναίκες έκλαιον. Οι πεζοναύται βλέποντες τ’ ανωτέρω εγελούσαν, μερικοί επεκρότουν, ολίγιστοι έμενον σιωπηλοί. Το θέαμα αληθώς ήτο τρομερόν, ούτε ήτο δυνατόν να προληφθή η ανωτέρω λαφυραγώγησις, ύστερον από τοσούτων ετών έχθραν και αλληλοσκοτωμούς. Η διαρκής αύτη αφαίρεσις των Τουρκικών πραγμάτων εξηκολούθησε μέχρι της Παλαιοχώρας, όπου έφθασαν οι Τούρκοι μόνον με τα ενδύματα των. Και αυτών των Τούρκων Στρατιωτών αφήρεσαν πολλά «Μαρτίνια» (όπλα), άλλοι έλκοντες ταύτα και άλλοι αποκόπτοντες τα λωρία των. … Οι Ευρωπαίοι βαρέως φέροντες τον διωγμόν των Κρητών κατά των έχθρων των, ενώπιον των οφθαλμών των, μόλις έφθασαν εις την παραλίαν, προφασισθέντες ότι οι Κρήτες υπερέβησαν την χαραχθείσαν ζώνην, ως διεθνή και φωτίζοντες την παραλίαν δια προβολέων, ήρχισαν τους κανονιοβολισμούς, δι’ ων απώθησαν τους Χριστιανούς. Εφόνευσαν και τραυμάτισαν αρκετούς, περί τους επτά (7). Εξ ίσου σοβαρώτατα γεγονότα εξελίχθησαν εις Σαρακίναν και Κάδρος Σελίνου, μεταξύ εντοπίων Οθωμανών και Σεληνιωτών Χριστιανών. Οι πρώτοι είχον διαπράξει πολλάς δολοφονίας και κακουργήματα εις διαφόρους εποχάς κατά των ημετέρων και εθεωρούντο εκ των αιμοβορωτέρων Τούρκων. Κατά την Επανάστασιν λοιπόν ταύτην πανταχόθεν εκδιωκόμενοι επολιορκίθησαν και απεμονώθησαν και ούτοι όπως και οι εν Κανδάνω. Κατόπιν όμως συνεννοήσεως αμφοτέρων των μερών συνεφωνήθη να τους μεταφέρωσιν οι ημέτεροι εις Παλαιόχωραν σώους και αβλαβείς. Ολίγον όμως μετά την εκκίνησίν των, οι Τούρκοι βαρέως φέροντες τον περιορισμόν και την ταπεινωτικήν θέσιν των, προεκάλεσαν καθ οδόν τους Χριστιανούς αρπάζοντας τα όπλα των και επυροβόλησαν μάλιστα κατά ζωηρών τινών ιδικών μας, οίτινες απαντήσαντες δι’ αντιπυροβολισμών έδωσαν το σύνθημα γενικής επιθέσεως κατά των εχθρών, εξ ής εφονεύθησαν οι πλείστοι, διασωθέντων μόνον ολίγων παιδιών και γυναικών υπό Χριστιανών εξ οίκτου”.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

95

Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 Μετά την πτώση της Κανδάνου οι Κισσαμίτες οπλαρχηγοί συσκέφτηκαν και αποφάσισαν να προχωρήσουν μόνοι τους για την απελευθέρωση και της Δυτ. Κισσάμου από τους Τούρκους. Αρχηγός των επιχειρήσεων ανέλαβε ο Αναγνώστης Σκαλίδης και έλαβαν μέρος οι οπλαρχηγοί της Δυτικής και Ανατολικής Κισσάμου, μεταξύ των οποίων και ο Αναγνώστης Αγοραστάκης. Οργάνωσαν την επιχείρηση τους και ξεκίνησαν με την πολιορκία των πύργων Κουνουπίτσας και Μεσογείων γύρω από το φρούριο του Καστελιού. Αφού εκδίωξαν τους Τούρκους απ’ τους πύργους αρχές του Απρίλη του 1897 μπήκαν στο Καστέλι και ανάγκασαν τους μουσουλμάνους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αποκλειστούν στο φρούριο. Σ΄αυτή τη φάση επενέβησαν εναντίον τους οι Αυστριακοί, με κανονιοβολισμούς από τα πλοία τους και μ’ ένα άγημα που αποβίβασαν για να τους αποκρούσει. Όταν οι Αυστριακοί -γράφει ο Αναστασάκης (356)- “ρώτησαν τους Χριστιανούς, διατί επιμένουν τόσον πολεμούντες. Ο Γεν. αρχηγός Σκαλίδης μετ άλλων οπλαρχηγών απήντησεν: «ημείς οι Κρήτες ακριβώς ένα αιώνα τώρα μαχόμεθα δια ν’ αποκτήσωμεν την Ελευθερίαν μας και ενωθώμεν μετά της μητρός Ελλάδος και θα επιμένωμεν έως ότου το επιτύχωμεν, όσον και ν’ αντιτίθεσθε σεις οι Ευρωπαίοι». Εκείνοι δε, δια του διερμηνέως των συνιστών εις αμφότερα τα διαμαχόμενα μέρη διακοπήν εχθροπραξιών, και ότι ματαίως αλληλοσφάζονται, διότι οι Δυνάμεις έχουν αναλάβει τον διακανονισμόν της τύχης της Κρήτης”. Βέβαια οι Μ. Δυνάμεις δεν είχαν αναλάβει ακόμα το διακανονισμό της τύχης της Κρήτης αλλά αυτό ήταν το σχέδιό τους, και προς τα ‘κει οδηγούνταν τα πράγματα. Απλά οι Κισσαμίτες οπλαρχηγοί δεν το γνώριζαν. Ενώ συνέβαιναν αυτά στην Κίσσαμο, στις 6 Απριλίου έπεφτε η πρώτη ντουφεκιά του πρώτου Ελληνο-Τουρκικού πολέμου μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας. Τι είχε προηγηθεί: Στις στις 18 Φεβρουαρίου, οι Μεγάλες Δυνάμεις επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση με την οποία κατέστησαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρήσουν στη Κρήτη καθεστώς αυτονομίας υπό την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου, αφού απέκλεισαν την ένωσή της με την Ελλάδα. Για να τεθούν οι προϋποθέσεις της αυτονομίας, έθεταν προθεσμία 6 ημερών προκειμένου η Ελλάδα ν΄ ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα με το Τιμολέοντα Βάσσο από την Κρήτη. Η Υψηλή Πύλη συμφώνησε σ΄αυτή τη λύση, η ελληνική κυβέρνηση όμως την απέρριψε και κήρυξε γενική επιστράτευση. Από την άλλη πλευρά η Οθωμανική κυβέρνηση προετοιμαζόταν από καιρό για το πόλεμο κατά της Ελλάδας και τον κήρυξε στις 5 Απριλίου 1897. Την εποχή εκείνη, τα ελληνοτουρκικά σύνορα οριζόταν με τη γραμμή, από την Άρτα έως τις νοτιοανατολικές προσβάσεις του Ολύμπου. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στα σύνορα στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 121. 500 άνδρες και 1. 300 ιππείς, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Στο πεδίο της μάχης οι Έλληνες υπέστησαν μια ντροπιαστική ήττα, με τους Οθωμανούς να έχουν ανακαταλάβει όλη τη Θεσσαλία. Η


96

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

προέλαση των Τούρκων σταμάτησε στις 8 Μαΐου με την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων και έγινε κατάπαυση του πυρός. Το οριστικό τέλος του πολέμου γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη. Η Ελλάδα με καταρρακωμένο το γόητρο της υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Κατόπιν οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκίνησαν τη διαδικασία διακανονισμού του Κρητικού ζητήματος. Με τη συμφωνία, που επεξεργάστηκαν, οι εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα ήταν μικρές, αφού επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης. Όμως, υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία (4 εκ. τουρκικές λίρες), ως πολεμική επανόρθωση. Γι’ αυτό και αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο από τους Ευρωπαίους. Ήταν η πρώτη χρεωκοπία του νέου Ελληνικού κράτους, το οποίο προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος, τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, εκχωρώντας παράλληλα τις πηγές των δημοσίων εσόδων του στους πιστωτές. Ο άτυχης αυτός πόλεμος (6 Απριλίου -8 Μαΐου 1897) ανάγκασε την Ελλάδα να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη στις 21 Απριλίου. Το κρητικό όνειρο για την ένωση είχε διαψευσθεί για μια ακόμη φορά. Οι ηγέτες της κρητικής επανάστασης θα αναγκαστούν τώρα να δεχθούν τη λύση της αυτονομίας, που λίγο πριν την απέρριπταν κατηγορηματικά. Τα όπλα των επαναστατών είχαν πλέον σιγήσει, αλλά δεν είχαν κατατεθεί. Στις επανειλημμένες εκκλήσεις και πιέσεις των Ναυάρχων των Μ. Δυνάμεων για αφοπλισμό, οι Κρήτες έθεταν ως απαράβατο όρο και προϋπόθεση την απομάκρυνση από την Κρήτη του τουρκικού στρατού. Η Κρήτη τέθηκε υπό διεθνή προστασία με διανομή των περιφερειών της μεταξύ των Μεγ. Δυνάμεων. Την περιοχή των Χανίων ανέλαβαν Γάλλοι, του Ρεθύμνου Ρώσοι, του Ηρακλείου Άγγλοι και του Λασιθίου Ιταλοί. Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κρήτης ανέλαβε την οργάνωση της διοίκησης του νησιού, σε συνεργασία με τις κατά τόπους επαναστατικές επιτροπές και υπό την εποπτεία των Μεγ. Δυνάμεων. Καθώς όμως απόσπασμα του αγγλικού στρατού εγκαθιστούσε στο Ηράκλειο τους φορολογικούς υπαλλήλους το πρωί της 25ης Αυγούστου 1898, ο εξαγριωμένος τουρκικός όχλος, με την παρότρυνση των τουρκικών στρατιωτικών και διοικητικών αρχών, ξεκίνησαν μια πρωτοφανούς αγριότητας σφαγή του άμαχου πληθυσμού, με εμπρησμούς και λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων των χριστιανών. Μαζί με τους εκατοντάδες χριστιανούς αμάχους, σκότωσαν και 17 Άγγλους στρατιώτες και το πρόξενο της Αγγλίας Λυσίμαχο Καλοκαιρινό. Ο αγγλικός στόλος αντέδρασε δυναμικά κανονιοβολώντας την πόλη, και ολοκλήρωσε την καταστροφή του Ηρακλείου. Αυτή η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου επέσπευσε τη λύση του Κρητικού Ζητήματος. Τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία παρουσίασαν το δράμα της πόλης του Ηρακλείου με τα μελανότερα χρώματα. Η πόλη τέθηκε υπό την αυστηρή επιτήρηση των στρατευμάτων των Μ. Δυνάμεων και άρχισαν ανακρίσεις για την ανεύρεση και τιμωρία των πρωταιτίων. Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κρήτης απηύθυνε αγωνιώδεις εκκλήσεις προς το κρητικό λαό, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα εξημμένα πνεύματα, να ελέγξει


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

97

την κατάσταση και να επισπεύσει την τιμωρία των ενόχων. Η διαδικασία της τιμωρίας των ενόχων άρχισε στις 8 Σεπτεμβρίου 1898. Απαγχονίστηκαν 17 σημαίνοντες τουρκοκρητικοί, που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι και υποκινητές των βιαιοπραγιών, ενώ πολλοί άλλοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις και εξορίες. Ισχυρή μοίρα αγγλικού στόλου υπό τον ναύαρχο Νόελ κατέπλευσε στο λιμάνι του Ηρακλείου και ο τουρκικός στρατός διατάχθηκε να αποχωρήσει από την πόλη, καθώς και από τ’ άλλα φρούρια της Κρήτης. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη. Η μακραίωνη περίοδος της δουλείας είχε τελειώσει ουσιαστικά. Πίσω θα μείνουν μόνο Τουρκοκρητικοί. Μετά την παραχώρηση αυτονομίας στο νησί και ύστερα από τριετή παραμονή στις πόλεις, στις οποίες είχαν ζητήσει καταφύγιο, 40.000 περίπου μουσουλμάνοι Τουρκοκρητικοί προτίμησαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να ζήσουν στη Μ. Ασία, τη Συρία και τη Βεγγάζη, παρά να δεχτούν χριστιανό ηγεμόνα… Η μουσουλμανική μειονότητα των 33. 496 ατόμων της απογραφής του 1900, υπέστη με τη σειρά της τις αδικίες και τις βιαιοπραγίες των χριστιανών που κυβερνούσαν το νησί. Ελαττώθηκε ακόμη περισσότερο από τις μεταναστεύσεις της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων. Την οριστική όμως λύση για την τύχη των μουσουλμάνων της Κρήτης, έδωσε ή Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Οι τελευταίοι 19. 181 μουσουλμάνοι του νησιού, που καταγράφηκαν στην απογραφή του 1920, υποχρεώθηκαν να εγκατασταθούν στη Μ. Ασία, παραχωρώντας τη θέσης τους σε 33. 900 Έλληνες πρόσφυγες”76. Οι πρόσφυγες Τουρκοκρητικοί, θα εγκατασταθούν, στις νέες περιοχές τους, σε αμιγείς τουρκοκρητικές συνοικίες, στις οποίες δίνουν το τοπωνύμιο τα “Κρητικά”, διατηρώντας τα ουσιώδη στοιχεία της κρητικής τους ταυτότητας. Από τους ντόπιους αντιμετωπίζονται ως παρείσακτοι, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Μέχρι και σήμερα σε πολλά μέρη της Μικράς Ασίας διατηρούνται τουρκοκρητικές κοινότητες και οικογένειες που κρατούνε τη γλώσσα και τις παραδόσεις της Κρήτης.

76

[10] Πεπονάκης 119-120


98

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η Κρητική Πολιτεία & η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα Μετά την επιτυχή επανάσταση του 1897-1898, η Κρήτη απέκτησε την ανεξαρτησία της και τέθηκε κάτω υπό διεθνή προστασία. Ο πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας ορίστηκε Ύπατος Αρμοστής Κρήτης με τριετή θητεία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 έφθασε στη Σούδα με τη ρωσική ναυαρχίδα “Νικόλαος Α΄”, συνοδευόμενη και από πλοία των άλλων Μεγ. Δυνάμεων, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Τον υποδέχτηκαν οι ναύαρχοι Ποττιέ, Νόελ, Σκρύδλωφ και Μπέτολλο, και ο ενθουσιώδης κρητικός λαός. Ο πρόεδρος του συμβουλίου των ναυάρχων, ο Γάλλος ναύαρχος Ποττιέ, του παρέδωσε επίσημα στο Διοικητήριο Χανίων τη διοίκηση της Κρήτης, ενώ τα ευρωπαϊκά πολεμικά, έξω από το λιμάνι, χαιρέτιζαν με κανονιοβολισμούς την ύψωση της κρητικής σημαίας στο φρούριο Φιρκά. Οι ξένοι Ναύαρχοι αναχώρησαν την επομένη και αμέσως άρχισε με γοργούς ρυθμούς το δύσκολο έργο της οργάνωσης του νέου πολιτικού συστήματος, που ονομάστηκε Κρητική Πολιτεία. Ο Γεώργιος ανέθεσε σε επιτροπή από 16 μέλη (12 χριστιανούς και 4 μουσουλμάνους), με πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος που θα ενέκρινε η Κρητική Συνέλευση. Έναν ακριβώς μήνα μετά την εγκατάσταση του Ύπατου Αρμοστή, δημοσιεύτηκε το πρώτο σημαντικό διάταγμα «Περί συγκροτήσεως της Κρητικής Συνελεύσεως» και αμέσως προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων. Στις εκλογές αυτές αναδείχθηκαν 138 χριστιανοί και 50 μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι και η Κρητική Βουλή άρχισε τις εργασίες της στις 8 Φεβρουαρίου 1899. Η Συνέλευση, με πρόεδρο τον Σφακιανάκη, ψήφισε το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας, που συντάχθηκε κατά το πρότυπο του ισχύοντος τότε ελληνικού συντάγματος. Μετά την επικύρωσή του από τον Ύπατο Αρμοστή και την έγκρισή του από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το Σύνταγμα δημοσιεύτηκε στις 16 Απριλίου 1899 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Λίγες ημέρες αργότερα συγκροτήθηκε και ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας, αποτελούμενη από πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, αντίστοιχες με τα σημερινά Υπουργεία. Οι σύμβουλοι με τις διευθύνσεις τους ήταν: Ελευθέριος Βενιζέλος της Δικαιοσύνης, Μανούσος Κούνδουρος των Εσωτερικών, Νικόλαος Γιαμαλάκης της Δημόσιας Εκπαίδευσης και των Θρησκευμάτων, Κωνσταντίνος Φούμης των Οικονομικών και Χασάν Σκυλιανάκης της Δημόσιας Ασφάλειας. Η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας εξέδωσε πολύ γρήγορα νόμους και διατάγματα, έκοψε κρητικό νόμισμα (την κρητική δραχμή), ίδρυσε την Κρητική Τράπεζα, οργάνωσε ταχυδρομική υπηρεσία και Χωροφυλακή με Ιταλούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς (καραμπινιέρους). Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα της για την εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία. Ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και διορίστηκαν δάσκαλοι. Το θετικό και αισιόδοξο κλίμα των δύο πρώτων ετών της λειτουργίας του νέου καθεστώτος άρχισαν να σκιάζουν απειλητικά σύννεφα, τα οποία επρόκειτο να δημιουργήσουν λίγο αργότερα σοβαρή εσωτερική κρίση. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

99

παραχωρούσε στον Ύπατο Αρμοστή, υπερεξουσίες, που τον οδηγούσαν σε δεσποτική συμπεριφορά. Οι πολιτικοί παράγοντες, που πολέμησαν για την ελευθερία του νησιού και στήριξαν με ενθουσιασμό το Πρίγκιπα, έβλεπαν τώρα με δυσφορία να παραγκωνίζονται και να διορίζονται σε καίριες θέσεις Αθηναίοι σύμβουλοι του παλατιού, που αγνοούσαν τα κρητικά πράγματα. Το πιο σημαντικό ζήτημα τριβής και σύγκρουσης τελικά, ήταν η διαχείριση του εθνικού ζητήματος της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Σ’ αυτό το ζήτημα παρατηρήθηκε εξαρχής διάσταση απόψεων μεταξύ του Γεωργίου και του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Γεώργιος θεωρούσε ότι η λύση του εθνικού ζητήματος θα βρισκόταν με τις παραστάσεις και τα υπομνήματά του προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ ο Βενιζέλος, θεωρούσε ότι η λύση έπρεπε να είναι σταδιακή, με βαθμιαίες κατακτήσεις. Ως πρώτη μάλιστα κατάκτηση θεωρούσε την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από τις κρητικές πόλεις και την αντικατάστασή τους από κρητική πολιτοφυλακή, με Έλληνες αξιωματικούς. Η διάσταση των απόψεων στο πολιτικό ζήτημα δεν άργησε να λάβει τη μορφή προσωπικής αντιπαράθεσης, γεγονός που δημιούργησε βαρύ κλίμα διχασμού. Στις 18 Μαΐου 1901 ο Βενιζέλος απολύθηκε από την Κυβέρνηση, επειδή δημόσια υποστήριξε απόψεις αντίθετες μ’ αυτές που πρέσβευε ο Αρμοστής και τέθηκε πλέον επικεφαλής της αντιπολίτευσης. Επί τρία χρόνια διεξήχθη μια σκληρότατη πολιτική διαμάχη. Η διοίκηση παρέλυσε και κυριάρχησε η οξύτητα στο νησί. Αναπόφευκτα, -τον Μάρτιο του 1905- ξέσπασε επανάσταση, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Βενιζέλος. Στο τέλος του 1904 έληξε η περίοδος της Γενικής Συνέλευσης και προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη 64 βουλευτών. Σύμφωνα με το σύνταγμα, 10 ακόμη θα διορίζονταν απευθείας από το Πρίγκιπα. Η αντιπολίτευση αποφάσισε να μη συμμετέχει στις εκλογές αυτές, κατήγγειλε τα ανελεύθερα μέτρα του Πρίγκιπα και κάλεσε το λαό σε αποχή. Στις 26 Φεβρουαρίου 1905 η «Ηνωμένη Αντιπολίτευση» διακήρυττε πως μόνη ορθή λύση ήταν η Ένωση, με προσωρινό στάδιο τη πλήρη αυτονομία. Στις 10 Μαρτίου 1905 με επικεφαλείς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, Κωνσταντίνο Φούμη και Κωνσταντίνο Μάνο, συνήλθε συνέλευση στον Θέρισο, που κήρυξε “την πολιτικήν ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος εις εν μόνον ελεύθερον συνταγματικόν κράτος”. Η συνέλευση έδωσε και σχετικό ψήφισμα στις Μεγάλες Δυνάμεις, όπου υποστήριζε ότι το νόθο μεταβατικό καθεστώς εμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξη του νησιού και τη μόνη φυσική λύση του κρητικού ζητήματος που ήταν η ένωση. Ο Ύπατος Αρμοστής απαίτησε από τους επαναστάτες να παραδώσουν τα όπλα μέσα σε 36 ώρες. Μετά την παρέλευση τους κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο σε όλο το νησί, με την έγκριση των Μ. Δυνάμεων. Έπειτα κάλεσε σε σύσκεψη τους προξένους και ζήτησε να λάβουν επείγοντα μέτρα για την “καταστολήν του κινήματος”. Οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν μήνυμα στους επαναστάτες ότι θα χρησιμοποιούσαν στρατεύματα προκειμένου να επιβάλουν τις αποφάσεις τους. Σε απάντηση οι περισσότεροι βουλευτές της τακτικής συνέλευσης πήγαν στον Θέρισο και ενώθηκαν κι αυτοί με τον Βενιζέλο. Οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων συναντήθηκαν με την επαναστατική τριανδρία στις Μουρνιές, σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί συμφωνία, χωρίς όμως αποτέλεσμα.


100

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Στις 18 Ιουλίου οι Μ. Δυνάμεις κήρυξαν τον στρατιωτικό νόμο, κάτι που δεν αποθάρρυνε τους επαναστάτες. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν, ήταν σκληρές και διήρκεσαν όλο το καλοκαίρι του 1905. Η τελική συμφωνία υπογράφηκε από τον Ελ. Βενιζέλο στις 2 Νοεμβρίου 1905, στο μοναστήρι των Μουρνιών. Εξασφαλίστηκε γενική αμνηστία και οι Μ. Δυνάμεις δεσμεύτηκαν να επεξεργαστούν ένα χάρτη νέων παραχωρήσεων στο κρητικό λαό, αρνούμενες πάντως να επιτρέψουν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στην επανάσταση του Θερίσου συμμετείχε και συνέδραμε στον αγώνα, ομάδα ένοπλων νέων από τα Δελιανά. Το κίνημα του Θερίσου δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους του, αλλά έδωσε νέα ισχυρή ώθηση στο Κρητικό Ζήτημα και προκάλεσε θετικές εξελίξεις. Διεθνής Επιτροπή που ήλθε στην Κρήτη το Φεβρουάριο 1906, ανέλαβε να εξετάσει την κατάσταση και τους όρους λειτουργίας του αρμοστειακού καθεστώτος και να υποβάλει σχετική έκθεση. Έπειτα από μακρότατες και επίπονες διαβουλεύσεις με τον Ελ. Βενιζέλο και με την Ελληνική Κυβέρνηση, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε μια νέα ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Το οριστικό κείμενο των μεταρρυθμίσεων προέβλεπε την οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής με εντελώς νέο σχήμα, την ίδρυση Κρητικής Πολιτοφυλακής με Έλληνες αξιωματικούς, που προηγουμένως θα παραιτούνταν από τον ελληνικό στρατό και την ανάκληση των ξένων στρατευμάτων, μετά την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης στην Κρήτη. Η πολιτική του Βενιζέλου είχε θριαμβεύσει. Αμέσως έπειτα συγκροτήθηκε η Β’ Συντακτική Συνέλευση, για την εκπόνηση νέου συντάγματος, και η πρώτη πράξη της ήταν η έκδοση ενωτικού ψηφίσματος, μέσα σε ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και εθνικής έξαρσης. Με νέα απόφασή τους οι Δυνάμεις παραχωρούσαν στο βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α’ το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τον Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης (14 Αυγούστου 1906), χωρίς να χρειάζεται η έγκριση της τουρκικής κυβέρνησης. Το νησί είχε ουσιαστικά καταστεί μια ιδιότυπη ελληνική επαρχία. Μετά απ’ αυτές τις εξελίξεις, ο Πρίγκιπας Γεώργιος δεν μπορούσε πια να παραμένει στην Αρμοστεία της Κρήτης. Παρά τις επίμονες παρακλήσεις των αντιβενιζελικών φίλων του, εκείνος υπέβαλε την παραίτησή του (12 Σεπτεμβρίου 1906) και αναχώρησε από την Κρήτη. Ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α’ υπέδειξε ως νέο Ύπατο Αρμοστή τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Το Κρητικό Ζήτημα είχε πλέον εισέλθει στη φάση της οριστικής του επίλυσης. Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, έμπειρος πολιτικός, πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας ανέλαβε τα καθήκοντα του στις 18 Σεπτεμβρίου 1906. Η πολιτική ομαλότητα επανήλθε στην ταραγμένη Κρήτη και μια νέα περίοδος δημιουργίας εγκαινιάστηκε. Η οικονομία βελτιώθηκε, η δημόσια διοίκηση αναδιοργανώθηκε και καταβλήθηκε ιδιαίτερη φροντίδα για την οργάνωση της δημόσιας υγείας και της παιδείας. Για πρώτη φορά οργανώθηκε ο πρώτος στρατός του νησιού, η Πολιτοφυλακή της Κρήτης (1907), που εξελίχθηκε σε αξιόλογη δύναμη, όπως φάνηκε αργότερα στους Βαλκανικούς πολέμους 1912 - 1913.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

101

Δύο μεγάλα εξωτερικά γεγονότα ήρθαν να ταράξουν πάλι την πορεία των κρητικών υποθέσεων. Τον Σεπτέμβριο του 1908 ο αυτοκράτορας της Αυστρουγγαρίας ανακοίνωσε την προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης και ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας την ανεξαρτησία της. Οι Κρητικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 χιλιάδες πολίτες των Χανίων και των γύρω περιοχών συγκρότησαν συλλαλητήριο, στο οποίο ο Βενιζέλος κήρυξε την οριστική ένωση της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα. Συγκλήθηκε η συνέλευση και κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης. Η σημαία της Κρητικής Πολιτείας κατέβηκε για να δώσει την θέση της στην ελληνική, οι δημόσιοι υπάλληλοι ορκίσθηκαν πίστη στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ της Ελλάδας, ενώ διορίστηκε πενταμελής εκτελεστική επιτροπή με την εντολή να κυβερνήσει το νησί εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων και σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους. Πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο Μιχελιδάκης, με τον Βενιζέλο υπουργό Εξωτερικών και Δικαιοσύνης. Τον Απρίλιο του 1910 συγκλήθηκε νέα συνέλευση, στην οποία ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πρόεδρος. Όλα τα ξένα στρατεύματα είχαν φύγει από την Κρήτη και η εξουσία περιήλθε εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Η ελληνική κυβέρνηση όμως, για να αποφύγει τις τουρκικές, αλλά και τις διεθνείς αντιδράσεις, δεν προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της Ένωσης. Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της προεδρίας της Κρητικής Κυβέρνησης από τον Ελ. Βενιζέλο, έγινε η επανάσταση στο Γουδί (1909) και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που πήρε τον έλεγχο της χώρας στα χέρια του, κάλεσε το Βενιζέλο στην Αθήνα ν’ αναλάβει την πρωθυπουργία της Ελλάδας (Σεπτέμβριος 1910). Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε στους Κρητικούς ανάμικτα αισθήματα. Ορισμένοι θεώρησαν ότι θα έμενε ακέφαλη η Κρητική Πολιτεία, άλλοι πίστευαν ότι από τη νέα θέση ο Βενιζέλος θα μπορούσε να λύσει το Κρητικό ζήτημα ταχύτερα και ασφαλέστερα. Η σταθερή άρνηση στην συνέχεια του Ελ. Βενιζέλου ως Πρωθυπουργού της Ελλάδας, να επιτρέψει την είσοδο Κρητών βουλευτών στο ελληνικό κοινοβούλιο προκάλεσε στην Κρήτη ισχυρές αντιδράσεις. Αναταραχή εκδηλώθηκε στα τέλη του 1911 και συγκροτήθηκε πάλι στο νησί Επαναστατική Συνέλευση (3 Ιανουαρίου 1912), ενώ άρχισαν να οργανώνονται και ένοπλα τμήματα. Εκείνο που δεν είχε κατορθώσει να λύσει η διπλωματία για την Κρήτη, το έλυσε ο πόλεμος στην συνέχεια. Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων το 1912, η Ελληνική Βουλή έκανε δεκτούς τους Κρήτες βουλευτές με ενθουσιασμό και θερμές εκδηλώσεις. Η οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος δόθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, το Φλεβάρη του 1913. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, το Μάιο του 1913, παραχωρήθηκε η Κρήτη στην Ελλάδα. Με ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμά του στην Κρήτη, την οποία παραχωρούσε στις Μεγ. Δυνάμεις της Ευρώπης. Οι Μεγ. Δυνάμεις αποδέχθηκαν σιωπηρά τη λύση αυτή, δηλώνοντας απλώς ότι έλαβαν γνώση των ενεργειών της ελληνικής κυβέρνησης και η Κρήτη έτσι εντάχθηκε στην ελληνική επικράτεια ως οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της.


102

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Ένα μήνα αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1913, κηρύχθηκε και επίσημα η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Με την παρουσία του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, η ελληνική σημαία υψώθηκε στο ιστορικό φρούριο του Φιρκά στα Χανιά. Στη θέση όπου άλλοτε κυμάτιζε η τουρκική σημαία, στήθηκε μαρμάρινη επιγραφή, που έγραφε: ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΕΝ ΚΡΗΤΗ 1669-1913 ΗΤΟΙ, 267 ΕΤΗ, 7 ΜΗΝΕΣ, 7 ΗΜΕΡΑΙ


103

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

40 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ανάπτυξη και διασπορά του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

Η 2η & 3η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ - 19ος αιώνας Η 2η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ Με την εγκατάσταση του Παναγιώτη Ξανθουδάκη - Αγοραστάκη στα Λουραδιανά δημιουργήθηκε η πρώτη οικογένεια ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ. Τα παιδιά της οικογένειας του Παναγιώτη Αγοραστάκη και της Μαρίας Δασκαλάκη, αποτέλεσαν την 2η γενιά. Γεννήθηκαν σε μια σχετικά ήρεμη περίοδο της τουρκοκρατίας και η οικογένεια μπόρεσε να στεριώσει στο χώρο της. Το πατρικό σπίτι στα Λουραδιανά άρχισε να διαιρείται και να επεκτείνεται, για να κατοικήσουν οι οικογένειες των παιδιών. Λίγο αργότερα όταν οι οικογένειες των παιδιών μεγάλωναν, άρχισαν να κτίζονται άλλα ανεξάρτητα σπίτια σε πολύ κοντινή απόσταση σχηματίζοντας έτσι τη γειτονιά που υπάρχει μέχρι σήμερα. Τα πρώτα γεροντόσπιτα υπάρχουν ακόμα σε χαλάσματα κι ερείπια. Η εκκλησία - νεκροταφείο του Σωτήρα Χριστού κτίστηκε από το εφημέριο Πανεθήμου-Δελιανών παπά Γιάννη Τεμενιωτάκη γύρω στο 1855. Εκεί πρωτοτάφηκε το 1858 ο γεννήτορας Παναγιώτης Αγοραστάκης. Εκεί βρίσκονται θαμμένοι όλοι Αγοραστάκηδες και Σφακιωτάκηδες των τριών πρώτων γενεών και πολλοί από τις επόμενες γενιές που δεν ζούνε πια. Η 2η γενιά έχει τρεις οικογένειες στα Λουραδιανά που δημιουργούνται από τα δύο αγόρια το Δημήτρη και το Μανόλη και το ένα κορίτσι την Αντωνία που παντρεύτηκε και έμεινε στο χωριό. Τα άλλα δύο κορίτσια παντρεύτηκαν σε διπλανά χωριά -στα Ζυμβραγού και την Πανέθημο- και εγκαταστάθηκαν εκεί.


104

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Πρώτος από τα παιδιά, ο Δημήτρης Αγοραστάκης παντρεύτηκε τη Μαρία Τσοντάκη από τον Άγιο Αντώνη γύρω στο 1860 και εγκαταστάθηκε στα Λουραδιανά. Μαζί έκαναν δώδεκα παιδιά από τα οποία έζησαν τα έξι. Το Παναγιώτη (Πανάγο) που γεννήθηκε το 1862 και πέθανε νέος το 1884, την Φωτεινή (1863) που πέθανε νήπιο, το Στέφανο (1864), τον Μανόλη (1866) που πέθανε νήπιο, την Στεφανία (1867) που πέθανε παιδί (1873), τον Αντώνη (1869), τη Βασιλικό (1972), το Κωνσταντίνο (1873), τη Μαρία (1875) και την Αργυρή (1875), το Γιώργο (1877), την Ελένη (1878) που πέθαναν νήπια. Ακολούθησε η Αντωνία Αγοραστάκη που παντρεύτηκε τον Δημήτρη Σφακιωτάκη από τα Τοπόλια το 1863 και εγκαταστάθηκαν στα Λουραδιανά. Έκτισαν το δικό τους σπίτι και δημιούργησαν την οικογένειά τους. Μαζί έκαναν ενιά παιδιά από τα οποία έζησαν τα πέντε: το Μανόλη (1864), το Βασίλη (1865), τον Αντώνη και την Κυριακή που πέθαναν νήπια(1866), το Κωνσταντίνο (1869), το Νίκο (1873), την Αργυρή (1874) που πέθανε νήπιο, την Ελένη (1875) και την δίδυμη Κυριακή που πέθανε νήπιο. Τελευταίος ο μικρότερος Μανόλης (Αναγνώστης) Αγοραστάκης παντρεύτηκε τη Μαρία Μαλανδράκη από την Επισκοπή γύρω στο 1875 και εγκαταστάθηκε και αυτός στα Λουραδιανά. Μαζί έκαναν επτά παιδιά από τα οποία έζησαν τα έξι. Το Γιάννη που γεννήθηκε το 1876, τον Αναστάση που πέθανε νήπιο (1878), την Όλγα (1885), το Δημήτρη (1886), τη Ζωή (1888), την Ευγενία (1894) και την Αναστασία (1903). Ο Αναγνώστης το 1886 έφερε Κυθήριους τεχνίτες και έκτισε το σπίτι του στα Λουραδιανά77. Πρόκειται για ένα κτίσμα αξιόλογης αρχιτεκτονικής, μοναδικό στα Χανιά, το οποίο αναπαλαιώθηκε από τα δισέγγονά του Δημήτρη και Μανόλη Αγοραστάκη του Στεφάνου και λειτουργεί τα τελευταία χρόνια ως αγροτουριστικό κατάλυμα.

Είναι πολύ πιθανό ο Αναγνώστης Αγοραστάκης, προκειμένου να κατασκευάσει ένα τόσο μεγάλο σπίτι, να πήρε δάνειο από το Κοινωφελές ταμείο. Την περίοδο εκείνη το Κοινωφελές Ταμείο αναδιοργανώθηκε, χάρη στις αξιόλογες προσπάθειες του Φωτιάδη Πασά, υιοθετήθηκε η ισότιμη αντιμετώπιση των δύο κοινοτήτων που, επέτρεψε τον ευχερέστερο δανεισμό και των ηγετικών ομάδων των χριστιανών που μέχρι τότε παραγκωνίζονταν από τη μουσουλμανική αριστοκρατία. Ο Αναγνώστης ως Δήμαρχος μπορούσε να έχει πρόσβαση σ’ ένα τέτοιο ταμείο στα Χανιά. 77


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

105

Η 3η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ Η 3η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ γεννιέται και μεγαλώνει στα Λουραδιανά σε μια ταραγμένη περίοδο, με συνεχείς επαναστάσεις και συγκρούσεις (από την επανάσταση του 1866 μέχρι την επανάσταση του 1898) όπως έχει εξιστορηθεί. Σχεδόν όλα τα αγόρια αυτής της γενιάς (εκτός από δύο) θα μείνουν στα Λουραδιανά, θα δημιουργήσουν δική τους οικογένεια με πολλά παιδιά και θα πεθάνουν εκεί. Η 1η, 2η, και 3η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ το 19ο αιώνα έμεινε σταθερή στο τόπο της, έζησε στα Λουραδιανά. Τα παιδιά του Δημήτρη Αγοραστάκη και της Μαρίας Τσοντάκη Παναγιώτης Αγοραστάκης γεννήθηκε το 1862 και πέθανε νέος το 1884. Στέφανος Αγοραστάκης (1866-1932), παντρεύτηκε πρώτα το 1886 τη Σοφία Μιχελάκη (1867-1894) από το Πρασέ και απέκτησαν 5 παιδιά από τα οποία έζησαν τα 3: την Ειρήνη [Παρδαλάκη] (1887-1971), τη Μαρία [Σαρρή] (1889-1978), το Θανάση που πέθανε νήπιο και το Νίκο (1892-1981). Στο πέμπτο παιδί αμέσως μετά τη γέννα, πέθανε η μάνα και το παιδί (1894). Πριν πεθάνει το παιδί πρόλαβε και το βάφτισε η μαζώχτρα του σπιτιού Ευφροσύνη από το Γαλατά και του ‘δωσε το όνομά της. Ο Στέφανος ξαναπαντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο τη Στέλλα Καμισάκη (1870-1958) από το Ντερέ και απέκτησαν 7 παιδιά: το Μιχάλη (1898-1963), την Αντωνία [Φωτάκη] (1903-1984), το Κυριάκο (1904-1975), το Γιάννη (1906-1980), το Γιώργο (1909-1978), το Μανόλη (19112000) και την Ελένη [Δημητράκη] (1916-2001). Αντώνης Αγοραστάκης (1869-1963), παντρεύτηκε το 1903 την Άννα Πενταράκη (1880-1976) από τον Άστρικα και απέκτησαν 9 παιδιά: το Δημήτρη (1903-1987), το Βασίλη (1905-1939), το Θρασύβουλο (1907-2009), την Ιωάννα [Μαλανδράκη] (1911-2001), το Μανόλη (1912-1997), το Παναγιώτη (1914-1999), το Νίκο (1916-2000), το Μιχάλη (1919-1980) και το Λευτέρη (1923-1949). Κωνσταντίνος Αγοραστάκης (1873-1943), παντρεύτηκε το 1905 την Ευαγγελία Γρηγοράκη (1880-1945) από την Κάντανο και απέκτησαν 7 παιδιά από τα οποία έζησαν τα 6: την Ευανθία [Τζανακάκη] (1905-2003), τη Θεανώ [Κορνελάκη] (1907-2000), την Ελένη [Παπαδοπούλου] (1909-1994), την Μαρία [Μαλέα] (1911-2005), την Γεωργίτσα που πέθανε λίγων ημερών (1914), το Γιώργο (1915-1993), και το Νίκο (1917-2005). Μαρία Αγοραστάκη [Παπουτσάκη] (1876-1933), παντρεύτηκε το Γιάννη Παπουτσάκη στο Πρόδρομο Δελιανών και απέκτησαν 4 παιδιά: το Θωμά (1901-1987), την Ειρήνη [Μαστοράκη] (1903-1987), την Θεανώ [Καρκαλιά] (1905-1990), και το Βασίλη (1907-1936). Βασιλικό Αγοραστάκη [Αρχάκη] γεννημένη το 1872, παντρεύτηκε τον Νίκο Αρχάκη στο Κολυμπάρι και δεν έκαναν παιδιά. Τα παιδιά του Μανόλη (Αναγνώστη) Αγοραστάκη και της Μαρίας Μαλανδράκη Ιωάννης Αγοραστάκης (1876-1955) παντρεύτηκε το 1918 την Ελένη Καρτσωνάκη


106

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

(1884-1943) από τη Μαλάθυρο και απέκτησαν 6 παιδιά από τα οποία έζησαν τα 4: την Ελευθερία που πέθανε μωρό (1920), το Στέφανο (1922-1997), την Αναστασία [Σκευάκη] (1924-1983), την Ανδριάνα [Αναγνωστάκη] (1924-1997), και το Μανόλη που πέθανε μωρό (1927). Όλγα Αγοραστάκη [Σαριδάκη] (1885-1922) παντρεύτηκε το 1913 τον Εμμανουήλ Σαριδάκη (1886-1964) και εγκαταστάθηκε στο Σκουτελώνα. Απέκτησαν 5 παιδιά. Δημήτρης Αγοραστάκης (1886-1973), μετανάστευσε στην Αμερική και έμεινε ανύπανδρος. Ζωή Αγοραστάκη [Αναστασάκη] (1888-1970) παντρεύτηκε το 1912 το Κωνσταντίνο Αναστασάκη (1880-1912) από το Σιρίλι και απέκτησε την Τάσα [Κουβαριτάκη] (19122005). Πριν να γεννηθεί η Τάσα πέθανε ο πατέρας της και η μητέρα της Ζωή γύρισε και έμεινε στην συνέχεια στα Λουραδιανά. Ευγενία Αγοραστάκη [Γρηγοράκη] (1889) παντρεύτηκε τον Εμμανουήλ Γρηγοράκη (1879) από την Κάντανο (αδελφό της Ευαγγελίας συζ. Κωνσταντίνου Αγοραστάκη) το 1922 στα Χανιά και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, το Γρηγόρη (1925) και την Ανθούλα (1928). Αναστασία Αγοραστάκη [Τσουβαλάκη] (1903-1983) παντρεύτηκε το Γιάννη Τσουβαλάκη (1903-1993) στα Χανιά και απέκτησαν ένα παιδί το Γιάννη (1930). Τα παιδιά της Αντωνίας Αγοραστάκη και του Δημήτρη Σφακιωτάκη Εμμανουήλ Σφακιωτάκης (1864) παντρεύτηκε την Αικατερίνη κι απέκτησε μια κόρη την Χριστίνα (1889). Μετοίκησε στο Κολυμπάρι. Βασίλης Σφακιωτάκης (1865-1926) παντρεύτηκε την Καλλιόπη Φαντάκη (18801959) από το Βουλγάρω το 1905 και απέκτησαν 6 παιδιά: τον Αναστάση (1906-1990), τη Μαρία που πέθανε μωρό (1907), τη Μαρία [Δασκαλάκη] (1908-1992), το Σπύρο (1909-1997), τον Αντώνη (1912-2006), τη Στέλλα [Μποτωνάκη] (1915-1983) και το Νίκο (1920-1984) Κωνσταντίνος Σφακιωτάκης (1869-1915) παντρεύτηκε την Μαρία Στρατάκη (18791953) από το Σιρικάρι και απέκτησαν δύο παιδιά: το Δημήτρη (1899-1988) και τη Μαρία [Λαϊνάκη] (1911-1993). Άλλα 4 παιδιά τους πέθαναν νεογέννητα, η Αναστασία (1904), η Αναστασία (1907), η Άννα (1909) και ο Σπύρος (1913). Νίκος Σφακιωτάκης (1882-1957) παντρεύτηκε το 1903 την Αργυρή Μουριζάκη (1883-1971) στο Κολυμπάρι και μετοίκησε εκεί. Απέκτησαν 4 παιδιά: την Αριάδνη [Πετραντωνάκη] (1904-1962), την Αγαθονίκη που πέθανε μωρό (1905), τον Ευάγγελο (1906-1975) και τον Φώτη (1910-1982). Ελένη Σφακιωτάκη (1875) παντρεύτηκε τον Νίκο Διακουλάκη (1874) από το Βασιλόπουλο και εγκαταστάθηκε εκεί. Απέκτησαν 7 παιδιά. Την Ειρήνη [Ζαχαράκη](19021994), τον Γιάννη (1906-1988), το Στέλιο (1908-1997), το Γιώργο (1913-1988), τη Δέσποινα [Φαντρίδη] (1913-2002), την Αθανασία [Σταγγουράκη] (1914-2010), και το Πέτρο (1918-2008)


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

107

Η ανάπτυξη και η διασπορά του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ 20ος αιώνας Η 3η & 4η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ - 20ος αιώνας Τo 1900, επί Κρητικής Πολιτείας, έγινε η πρώτη απογραφή πληθυσμού. Στην απογραφή αυτή αναφέρονται για πρώτη φορά τα Λουραδιανά ως οικισμός του Δήμου Πανεθήμου, με 31 κατοίκους (16 άρρ. /15 θήλ.). Την περίοδο εκείνη στα Λουραδιανά αναπτυσσόταν η 3η γενιά, υπήρχαν στη ζωή ορισμένοι από τη 2η γενιά και άρχισε να σχηματίζεται η 4η γενιά. Αρχές του 20ου αιώνα παντρεύτηκαν τα υπόλοιπα αγόρια της 3ης γενιάς, εγκαταστάθηκαν στο χωριό και άρχισαν να κάνουν πολλά παιδιά. Όλα τα κορίτσια παντρεύτηκαν και έφυγαν από το χωριό. Κατά την απογραφή του 1900, από την οικογένεια του Δημήτρη Αγοραστάκη απογράφηκαν 11 άτομα. Οικογένεια είχε κάνει μόνο ένας από τους γιούς του ο Στέφανος και είχε 4 παιδιά. Από την οικογένεια του Μανόλη (Αναγνώστη) Αγοραστάκη 8 άτομα και από την οικογένεια της Αντωνίας και του Δημήτρη Σφακιωτάκη 10 άτομα. Νέες οικογένειες Σφακιωτάκηδων άρχισαν να δημιουργούνται τότε από τον Μανόλη και το Κωνσταντίνο. Επίσης υπήρχε και μια οικογένεια Καστρινάκη με δύο άτομα. Την πρώτη 20ετία του 20ου αιώνα ο πληθυσμός του χωριού αυξάνεται μέχρι που διπλασιάζεται και παράλληλα αρχίζει η διασπορά του με τις μεταναστεύσεις και τις μετοικήσεις. Από το 1912 όταν μεγάλωναν τα παιδιά της 4ης γενιάς άρχισαν να φεύγουν από το χωριό. Ο τόπος δεν μπορούσε να τους ζήσει όλους, και οι νέοι αναζητούσαν την τύχη τους σε άλλα μέρη. Το δέντρο της οικογένειας ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ στην 4η γενιά απλώνει τα κλαδιά του σ’ όλη τη χώρα. Η αρχή όμως έγινε στο εξωτερικό, με την υπερπόντια μετανάστευση στην Αμερική.

Η διασπορά του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ Οι πρώτοι Αγοραστήδες Αμερικάνοι Η πρώτη έξοδος από την οικογένεια Αγοραστάκη και το χωριό γίνεται το 1912 από το Δημήτρη Αγοραστάκη γιο του Αναγνώστη ετών 23 και από τον ανιψιό του Νίκο Αγοραστάκη γιο του Στεφάνου, ετών 20. Πήραν την μεγάλη απόφαση να ξενιτευτούν μακριά στην Αμερική, με την αβέβαιη προσδοκία για ένα καλύτερο μέλλον78. Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα 10. 620 άτομα που αντιστοιχεί στο 3, 5% του πληθυσμού του νησιού, μεταναστεύουν από την Κρήτη προς τις χώρες του κόσμου. Περίπου το 70% των μεταναστών, κατευθύνεται προς την Αμερική και την Ευρώπη και το υπόλοιπο 30% στην Ασία και στην Αφρική. Η μεταναστευτική κίνηση της Κρήτης προς το εξωτερικό, είναι υπερπόντια και συνδέεται με την αυξανόμενη ζήτηση εργατικών χεριών από τα κράτη της Αμερικής, εξαιτίας της βιομηχανικής επανάστασης, αλλά και με τις αλλαγές της κρητικής οικονομίας σε καθεστώς Αυτονομίας. >>> 78


108

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Πρώτος φεύγει ο Νίκος, επιβιβάζεται από το Πειραιά στο ατμόπλοιο “Θεμιστοκλής” και αποβιβάζεται στις 23 Αυγούστου του 1912 στο νησί Έλις της Νέας Υόρκης79 μετά από 30 μέρες ταξίδι. Προορισμός του η ανατολική ακτή, η Νέα Υόρκη. Μετά λίγες μέρες στις 11 Σεπτεμβρίου του 1912- αποβιβάζεται στο Έλις και ο Δημήτρης προερχόμενος από Πάτρα με το υπό αυστριακή σημαία ατμόπλοιο “Alice”. Προορισμός του η πολιτεία Όρεγκον, στην άλλη άκρη, στη δυτική ακτή. Στην Ελλάδα θα επιστρέψουν οριστικά απόμαχοι της δουλειάς συνταξιούχοι σε μεγάλη ηλικία τη δεκαετία του ‘60. Αφού έφτασαν στην Αμερική, πίσω στην Ελλάδα μετά από λίγο ξέσπασαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Ο Νίκος Αγοραστάκης δούλεψε πρώτα ως εργάτης σε διάφορες δουλειές και αργότερα ως επαγγελματίας σε επιχειρήσεις που δημιούργησε στη Νέα Υόρκη και την Φλώριδα. Παντρεύτηκε μια ελληνίδα μετανάστρια από την Ιθάκη και απέκτησε ένα γιο, που του έδωσε το όνομα Στέφανος. Ατύχησε όμως στο γάμο του, χώρισε και πήρε το παιδί και το ‘στειλε στην Κρήτη, όπου το μεγάλωσαν οι γονείς του και η αδερφή του Μαρία Σαρρή στα Χανιά. Το παιδί μάλιστα γράφτηκε στο Μητρώο Αρρένων της Κοινότητας Δελιανών το 1925 και Χανίων το 1926. Μεγάλος πια ο γιος του επιστρέφει στην Αμερική μετά το πόλεμο το 1947, όπου άλλαξε το όνομα του και χάθηκε από το σόι του. Ο Νίκος Αγοραστάκης όταν επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και πέθανε αρχές του 1981.

>>> Οι μετανάστες της πρώτης περιόδου (1890-1921) από την Κρήτη προς τις Η. Π. Α. -οι λεγόμενοι «Αμερικάνοι»- είναι νέοι άντρες προερχόμενοι από τα ορεινά χωριά της ενδοχώρας, κυρίως της Δυτ. Κρήτης. Οι πρώτοι κρητικοί μετανάστες -γύρω στο 1900- κατέληγαν στα ορυχεία της Γιούτα, της Βιρτζίνια, της Πενσυλβάνια και του Ουαόμινγκ, οι επόμενοι -γύρω στο 1910- κατέληγαν στις δυτικές πολιτείες για την κατασκευή σιδηροδρομικών δικτύων και δρόμων, και στην ανατολική ακτή ως ανειδίκευτοι εργάτες στα εργοστάσια της Ν. Υόρκης, της Βοστόνης, της Φιλαδέλφειας, του Σικάγου, του Κλήβελαντ, κ. α. Μετά το 1902, δρομολογούνται ατμόπλοια που μεταφέρουν τους μετανάστες κατευθείαν για την Ν. Υόρκη, με σταθμούς επιβίβασης τα λιμάνια του Πειραιά και της Πάτρας. Κατά την άφιξη των πλοίων στην Αμερική, οι μετανάστες αποβιβάζονται στο Elis island στη Ν. Υόρκη, όπου γίνεται καταγραφή των στοιχείων τους και υποβάλλονται σε λεπτομερείς ιατρικές εξετάσεις. Μετά παίρνουν το δρόμο τους στην αχανή χώρα. Στην Αμερική οι Κρητικοί μετανάστες διατηρούν ισχυρή την Κρητική ταυτότητα αλλά και τους δεσμούς με το νησί. Συσπειρώνονται μεταξύ τους στους τόπους κατοικίας τους και κρατιούνται μακριά από άλλους μετανάστες. Δουλεύουν σκληρά ως εργάτες και ορισμένοι μετά από χρόνια δημιουργούν επιχειρήσεις όπου συνεχίζουν να εργάζονται ως αυτοαπασχολούμενοι. Λίγοι θα επιστέψουν πίσω οριστικά στην Κρήτη, σε μεγάλη ηλικία με τα χρήματα που έχουν εξοικονομήσει για να ζήσουν το υπόλοιπη ζωή τους. Για τους περισσότερους, όμως, τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά: Η σκληρή εργασία και διαβίωση, η οικονομική εκμετάλλευση από τους Αμερικανούς εργοδότες και η πατρωνία από παλαιότερους μετανάστες, σε συνδυασμό με τη διάψευση των προσδοκιών τους, οδηγούν μεγάλο μέρος των μεταναστών εκείνης της εποχής σύντομα σε παλιννόστηση. 79 http://www. ellisisland. org


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

109

Ο Δημήτρης Αγοραστάκης έζησε στην πόλη Eugene του Oregon και δεν παντρεύτηκε. Δούλεψε σκληρά στα σιδηροδρομικά και οδικά δίκτυα και εξοικονόμησε αρκετά χρήματα. Το 1946 έχοντας συγκεντρώσει ένα ικανό ποσό (200 εκ. δρχ. ) αγόρασε από το Ταμείο Εφέδρων Πολεμιστών, το μετόχι της Γρα Κεράς80 Δελιανών. Με τα χρήματα αυτά κτίσθηκε η Τεχνική Σχολή “ΔΑΙΔΑΛΟΣ” που μόρφωσε και εξειδίκευσε πλήθος Χανιωτών στα τεχνικά επαγγέλματα, προσφέροντας τα μέγιστα στην πρόοδο του τόπου. Σε μεγάλη ηλικία ο Δημήτρης Αγοραστάκης επέστρεψε οριστικά στα Χανιά όπου και πέθανε στα τέλη του 1973.

Το μετόχι της Γρα Κεράς Δελιανών προϋπήρξε ως Μοναστήρι της Θεοτόκου και ανήκε στη Μονή Γωνιάς. Ο Κώδικας της Μονής Γωνιάς στο έτος 1632 αναφέρει: “Ακάκιος Ιερομόναχος ο Δαμωρός από το Χωριό Μαλάθηρον και Κωνσταντίνος Ιερεύς ο αδελφός αυτού και Αμβρόσιος Ιερομόναχος ο ανεψιός του, και έτεροι εξ αυτών ων τα ονόματα εισί εγγραμμένα κάτωθεν, αλλά και εις την αγίαν πρόθεσιν. Αφιέρωσαν εις την παρούσαν Αγίαν Μονήν της Οδηγητρίας εκείνο το μοναστήριον της Κυρίας Θετόκου, το καλούμενον εις την Γράν Κεράν, εις τόπον κραζόμενον Αλεξιανά, με αμπελώνας, χωράφια, δένδρα, ελαιοτριβηδιόν, λιβέλα, και παν άλλον τους δικαίωμα, καθώς με γραμματά τους φαίνονται πως έδωκαν πάσαν την περουσία αυτών εις την ημετέραν μονήν. Δια τούτο εγράφησαν εις την Αγίαν Πρόθεσιν να μνημονεύονται αιωνίως ων τα ονόματα εισί ταύτα: Ακάκιος Ιερομόναχος, Ματθαίος Τζανέτος, Αμβρόσιος Ιερομόναχος, Ντομένεγος, Αικατερίνα, Κωνσαντίνος Ιερεύς, Γεώργιος, Νικολέτος, Πιτζαμάνος”. Η Μονή της Γωνιάς έστελνε κατά περιόδους οικονόμους ή και μοναχούς στο μετόχι της, οι οποίοι φρόντιζαν για την καλιέργεια των κτημάτων. Το 1925 με το νόμο 3345/1925 «Περί Ταμείων Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης» που ψήφισε η Δ’ Συντακτική Συνέλευση, ιδρύθηκαν τέσσαρα Ταμεία Εφέδρων, ένα σε κάθε νομό της Κρήτης, με σκοπό την παραχώρηση γης σε συνεταιρισμούς ή ομάδες εφέδρων ή και ατομικά σε εφέδρους πολεμιστές που πήραν μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες του 1912-1922, με σκοπό τη βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως των εφέδρων πολεμιστών. Η παραχωρηθησόμενη γη θα προείρχετο από την απαλλοτρίωση «αγροτικών μοναστηριακών κτημάτων». Σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου τούτου δημιουργήθηκε αναγκαστική συγκυριότητα επί των αγροτικών μοναστηριακών κτημάτων (3/5 εξ αδιαιρέτου το Δημόσιο και 2/5 η Μονή). Μεταξύ των κτημάτων που απαλοτριώθηκαν ήταν και το μοναστηριακό μετόχι της Γρα Κεράς Δελιανών της Μονής Γωνιάς. Το 1948 το Ταμείο Εφέδρων μαζί με τον Οργανισμό Μοναστηριακής Περιουσίας εποίησαν το μετόχι και το αγόρασε -μετά από πλειοδοτικό διαγωνισμό- ο αμερικάνος Δημήτρης Αγοραστάκης, αντί 200 εκ. δρχ. Με τα χρήματα αυτά ανεγέρθηκε η επαγγελματική σχολή «Δαίδαλος». Το 1957, διαλύθηκε το Ταμείο, και αποφασίστηκε να διατεθούν οι πόροι από την εκποίηση των ακινήτων του για την ανέγερση του Πνευματικού Κέντρου Χανίων, το οποίο άρχισε να κατασκευάζεται το 1991 και ολοκληρώθηκε το 2002. 80


110

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


111

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

50 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Πόλεμοι - πόλεμοι - πόλεμοι

Βαλκανικοί Πόλεμοι Με την απελευθέρωση της η Κρήτη, δεν πρόλαβε να πάρει μια ειρηνική ανάσα και μπήκε πάλι στο πόλεμο. Ένας νέος κύκλος άνοιγε με τους Βαλκανικούς πολέμους, που θα κρατούσε μια 10ετία. Τότε όσοι νέοι έβαλαν το χακί πρώτη φορά, έμελε να το βγάλουν μετά 10 χρόνια. Για 100 χρόνια από το 1850 μέχρι το 1950, 4 γενιές Κρητικών πήγαιναν από επανάσταση σε επανάσταση, από πόλεμο σε πόλεμο. Οι πόλεμοι στη ζωή τους έκαναν κύκλους κι εναλλάσσονταν όπως οι εποχές του χρόνου. Με τη διαφορά ότι οι πόλεμοι του 19ου αι. γινόταν μέσα στην περιφέρειά τους, μέσα στα χωριά τους. Στον 20ο αι. οι Κρήτες θα βρεθούν να πολεμούν πολύ μακριά από την έδρα τους. Πριν να συνδεθεί η Κρήτη με την Ελλάδα το πεδίο δράσης του εθνικού αγώνα βρισκόταν στο βορρά. Το 1912-13 έγιναν οι Βαλκανικοί Αγώνες και τ’ αποτελέσματά τους έφεραν και τυπικά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Οι Κρήτες μπήκαν και σ’ αυτόν τον αγώνα μ’ όλη τους την επαναστατική τους ορμή και με το σύνολο του εμπειροπόλεμου δυναμικού τους. Με την έναρξη των βαλκανικών πολέμων, οι Αγοραστάκηδες και Σφακιωτάκηδες της 2ης & 3ης γενιάς ήταν πια γερόντοι ή μεγάλοι σε ηλικία και από την 4η γενιά υπήρχαν μόνο μικρά παιδιά. Οι δύο νέοι ενήλικες που ζούσαν τότε, είχαν μόλις μεταναστεύσει στην Αμερική. Αυτός ο πόλεμος δεν ήταν γιαυτούς. Η σειρά τους θα ‘ρθει λίγο αργότερα στην Μικρασιατική εκστρατεία.


112

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Α’ Βαλκανικός Πόλεμος 1912-1913 Με την ονομασία Βαλκανικοί Πόλεμοι, αναφέρονται οι δύο πολυαίμακτες αναμετρήσεις, που το θέατρό τους βρισκόταν στο βαλκανικό χώρο. Περίοδος διεξαγωγής τους ήταν η διετία 1912-13. Οι πόλεμοι αυτοί, είχαν ως αποτέλεσμα την ανακατανομή των εδαφών, που κατείχαν οι Τούρκοι στη βαλκανική χερσόνησο μεταξύ των νέων βαλκανικών κρατών, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, τη Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο οι δυνάμεις της Ελλάδας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου συμμάχησαν εναντίον της Τουρκίας. Η συμφωνία τους προέβλεπε αμοιβαία βοήθεια, σε περίπτωση που ένα κράτος ερχόταν σε ρήξη με την Τουρκία. Τα συμμαχικά κράτη δεν είχαν κοινό στρατηγικό σχέδιο και μόνη τους συμφωνία ήταν η από κοινού ορμητική επίθεση για να αιφνιδιαστεί το εχθρικό στράτευμα.

Το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών και τα εθελοντικά σώματα Στις 17 Σεπτεμβρίου 1912 κηρύχθηκε γενική επιστράτευση στην Ελλάδα. Οι κρητικοί παρ’ ότι δεν είχαν υποχρέωση στράτευσης, καθ’ ότι η Κρήτη δεν αποτελούσε ακόμα τμήμα της ελληνικής επικράτειας, έσπευσαν να συγκροτήσουν και να καταταγούν σε εθελοντικά σώματα, για να πάνε να πολεμήσουν στο μέτωπο στην βόρεια Ελλάδα. Στις 5 Οκτωβρίου που κηρύχθηκε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, έφθασε με πλοία στο Πειραιά το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών και προωθήθηκε στο μέτωπο της Ηπείρου81. Η δύναμή του ανερχόταν στους 3500 εκπαιδευόμενους και ετοιμοπόλεμους άνδρες.

Το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών με Διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Πεζικού Λάμπρο Συνανιώτη, εντάχθηκε στον Στρατό Ηπείρου, όπου έλαβε μέρος στις μάχες Πέντε Πηγαδιών (2427 Οκτ. ), Πεστών (29 Οκτ. ), και από το Δεκέμβριο 1912 μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου 1913 στις θρυλικές και φονικές μάχες Αετοράχης, Μανωλιάσας και Μπιζανίου. Το 4ο Τάγμα Εθελοντών Κρητικών με Διοικητή το Ταγματάρχη Γεώργιο Π. Κολοκοτρώνη, εγγονό του Θ. Κολοκοτρώνη, (σκοτώθηκε στις 12 Ιουλίου 1913, μαχόμενος στην Άνω Τσουμαγιά), διατέθηκε στο Στρατό Θεσσαλίας (στην VII Μεραρχία). Πολέμησε στα Στενά της Πέτρας, στην απελευθέρωση της Κατερίνης (15 Οκτ. 1912), στη Μάχη των Γιαννιτσών (19-20 Οκτ. 1912) και ήταν το πρώτο Τάγμα που μπήκε στη Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου 1912, ως εμπροσθοφυλακή της Μεραρχίας. Το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών εκτός από την κύρια δράση του στην Ήπειρο (Μάχες Αργυροκάστρου, Πρεμετής, Κορυτσάς, Μοσχόπολης κ. ά. ), στις αρχές Ιουλίου 1913 μεταφέρθηκε από τους Αγίους Σαράντα στην Καβάλα, εκτός από το ΙΙΙ Τάγμα του, που παρέμεινε στην Κορυτσά. Έλαβε μέρος στην απελευθέρωση της Ξάνθης (13 Ιουλίου 1913), της Κομοτηνής (15 Ιουλίου 1913) και πολεμώντας έφθασε μέχρι το Νευροκόπι (24 Ιουλίου 1913). Στις 14 Αυγούστου 1913 μετονομάστηκε σε 14ο Σύνταγμα Πεζικού και τέλος στις 8 Ιανουαρίου 1914 επανήλθε στα Χανιά. 81


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

113

Μαζί με τον «Εθελοντικό Στρατό της Κρήτης» δημιουργήθηκαν τα εθελοντικά σώματα μακεδονομάχων, των «Προσκόπων» -όπως ονομάστηκαν-, τα οποία ενίσχυσαν και βοήθησαν το Τακτικό Στρατό, πολεμώντας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Οι εθελοντές αυτοί, αφού έδωσαν τον όρκο του στρατιώτη και οργανώθηκαν σε ιδιαίτερα τμήματα, με επικεφαλής αξιωματικούς ή οπλαρχηγούς, εντάχθηκαν στο στρατό Θεσσαλίας και στο Στρατό Ηπείρου. Συνολικά οργανώθηκαν 77 Σώματα Κρητών εθελοντών δύναμης 3. 556 ανδρών. Έτσι, το σύνολο των Κρητικών που πήραν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, έφτασε τους 6. 556 (εθελοντές και στρατεύσιμοι). Το 10% της δύναμης του τότε ελληνικού στρατού αποτελούνταν από Κρήτες. Ανάμεσά στους πρώτους Κρήτες εθελοντές Οπλαρχηγούς ήταν από τα Δελιανά ο Εμμανουήλ Στυλ. Μπαλαντίνος82 επικεφαλής εθελοντικού σώματος Κισσαμιτών. Από τα Δελιανά μαζί με τον Μπαλαντίνο ήταν και ο Δημήτρης Μαυροματάκης ο οποίος έχασε τη ζωή του στη μάχη του Μετσόβου. Επίσης στους πρώτους εθελοντές ήταν από τις Βουκολιές ο οπλαρχηγός Γιώργος Σαρρής, μετέπειτα σύζυγος της Μαρίας Αγοραστάκη του Στεφάνου. Οι απειλητικές κινήσεις των Τούρκων στα σύνορα της Σερβίας και της Βουλγαρίας, οδήγησαν τα συμμαχικά κράτη να τους κηρύξουν τον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου 1912. Ο ελληνικός στρατός, πέρασε τα σύνορα, απελευθέρωσε την Ελασσόνα και μετά τη μάχη του Σαρανταπόρου, την Κατερίνη, τα Γρεβενά και την Κοζάνη. Οι βουλγαρικές δυνάμεις έφθασαν ανατολικά μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, ενώ δυτικά κατέλαβαν τη Δυτ. Θράκη και την Ανατ. Μακεδονία (Καβάλα-Σέρρες). Πέρασαν το Στρυμόνα (26 Οκτωβρίου) και κατευθύνθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη. Οι Σέρβοι προωθήθηκαν στην περιοχή της ΒΔ Μακεδονίας, κατέλαβαν τα Σκόπια και το Μοναστήρι, ενώ παράλληλα επιθυμώντας να βρουν διέξοδο στην Αδριατική διεξήγαγαν επιχειρήσεις στην Αλβανία καταλαμβάνοντας το Δυρράχιο. Κάτω από την απειλή να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από τους Βούλγαρους και να δημιουργηθούν έτσι τετελεσμένα γεγονότα, η κυβέρνηση έδωσε εντολή στην ηγεσία του ελληνικού στρατού να επιταχυνθεί η πορεία προς την πόλη. Τελικά η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε στις 27 Οκτωβρίου, ενώ οι βουλγαρικές δυνάμεις είχαν φθάσει ήδη στις πύλες της πόλης.

Εμμανουήλ Στυλ. Μπαλαντίνος (1876-1962): Γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1876 στο Πρόδρομο Δελιανών και πέθανε στα Χανιά στις 18 Αυγούστου 1962. Ήταν το τρίτο από τα δέκα παιδιά του οπλαρχηγού των Κρητικών Επαναστάσεων (1866-1898) Στυλιανού Μπαλαντίνου. Ο Εμμανουήλ Μπαλαντίνος διετέλεσε Βουλευτής στην Κρητική Βουλή. Ως βουλευτής στην Κρητική Βουλή ζήτησε και έλαβε άδεια συγκρότησης εθελοντικού σώματος. Επικεφαλής 107 συνεπαρχιωτών, φίλων και συγγενών, ορκισθέντες σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο, όδευσαν προς το Μέτσοβο. Διετέλεσε επί 18 έτη δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Χανίων και υπήρξε για 62 χρόνια επαγγελ82


114

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

ματίας, μοναδικός δεξιοτέχνης ράπτης κρητικών ενδυμάτων.

Παράλληλα με τις μάχες στην ξηρά, το ελληνικό ναυτικό διεξήγαγε με επιτυχία τον αγώνα στο Αιγαίο. Υποχρέωσε το τουρκικό στόλο να κλειστεί στα Δαρδανέλια και απελευθέρωσε τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Λήμνο, την Τένεδο, την Ίμβρο, τη Σάμο και την Ικαρία. Στην Ήπειρο στόχος του ελληνικού στρατού ήταν η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ενώ ο τουρκικός στρατός πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης οι ελληνικές δυνάμεις ενέτειναν τον αγώνα τους, με σκοπό την άλωση της πρωτεύουσας της Ηπείρου. Η κατάληψη της πόλης έγινε στις 21 Φεβρουαρίου 1913, ύστερα από σκληρό αγώνα. Στη συνέχεια ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά, αλλά δεν προωθήθηκε όμως στην Αυλώνα γιατί αντιδρούσαν οι Ιταλοί. Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913). Με αυτή τη συνθήκη η Τουρκία παραχώρησε στα συμμαχικά βαλκανικά κράτη όλα τα εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου- Μηδείας (πόλη του Ευξείνου Πόντου). Ο σουλτάνος παραιτήθηκε από τα κυριαρχικά δικαιώματά του στην Κρήτη83. Κυριότερο μειονέκτημα της Συνθήκης του Λονδίνου ήταν το γεγονός ότι δεν καθορίστηκαν τα σύνορα μεταξύ των συμμαχικών βαλκανικών κρατών. Έτσι το πρόβλημα της διανομής της Μακεδονίας οδήγησε σε νέα σύγκρουση, μεταξύ των συμμάχων αυτή τη φορά.

83 α) ΣΥΝΘΗΚΗ ΛΟΝΔΙΝΟΥ 1913, ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ – ΤΟΥΡΚΙΑΣ «Συνομολογηθείσα εν Λονδίνω τη 17 Μαϊου 1913 μεταξύ των συμμάχων Βασιλείων της Ελλάδος, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας αφ’ ενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφ’ ετέρου»……… “Άρθρον 4. Η Αυτού Μεγαλειότης ο αυτοκράτωρ των Οθωμανών δηλοί ΟΤΙ εκχωρεί εις τας Αυτών Μεγαλειότητας τους συμμάχους ηγεμόνας την νήσον Κρήτην και ΟΤΙ παραιτείται υπέρ Αυτών πάντων των ων εκέκτητο επί της νήσου ταύτης κυριαρχικών και άλλων δικαιωμάτων”. ……… β) ΔΙΑΚΟΙΝΩΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΑΣ ΜΕΓΑΛΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ 29 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1913 [(Η Ελλάς) «θεωρεί τις διομολογήσεις εις τας παρ’ αυτής προσαρτηθείσας νέας χώρας ως καταργηθείσας, καθώς και τα εξ αυτών απορρέοντα δικαιώματα υπέρ των ξένων.] [1. Η Διακοίνωση αυτή, μαζί με την απάντηση των Δυνάμεων ότι «έλαβον γνώσιν της Διακοινώσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως», αποτελεί τον κατά το Διεθνές Δίκαιο νόμιμο τίτλο, την τυπική αναγνώριση από τις Δυνάμεις, της Ενώσεως της Κρήτης με την Ελλάδα.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

115

Β’ Βαλκανικός Πόλεμος 1913 Μετά τη Συνθήκη του Λονδίνου, τα βαλκανικά κράτη επιδόθηκαν στο καθορισμό των συνόρων των περιοχών που είχαν καταλάβει. Η Βουλγαρία ήθελε να έχει στην κατοχή της τη Θράκη και την Ανατ. Μακεδονία μαζί με τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι. Η Ελληνική Κυβέρνηση που έβλεπε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια συνεννόησης με τους Βούλγαρους, στράφηκε προς τη Σερβία και συμμάχησε μαζί της. Τον Ιούνιο του 1913 τα βουλγαρικά στρατεύματα επιτέθηκαν εναντίον των ελληνικών στη Νιγρίτα και των σερβικών στη Γευγελή. Οι Έλληνες με αντεπίθεση εκκαθάρισαν τη Θεσσαλονίκη από τους Βούλγαρους στρατιώτες που στάθμευαν εκεί. Ύστερα από τις σφοδρές μάχες του Κιλκίς-Λάχαν (22-23 Ιουνίου 1913) και της Δοϊράνης (22-23 Ιουνίου 1913) άνοιξαν τον δρόμο προς τις Σέρρες και τη Δράμα και τις κατέλαβαν. Επίσης προχώρησαν ως την Αλεξανδρούπολη και ολοκλήρωσαν την κατάληψη της Ανατ. Μακεδονίας και της Δυτ. Θράκης. Νικηφόρα ήταν η έκβαση του πολέμου και για τις σερβικές δυνάμεις. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου δημιουργώντας μια νέα κατάσταση στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα προσάρτησε την νότια Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα μέχρι το Νέστο ποταμό, τη Νότια Ήπειρο και την Κρήτη. Η Σερβία προσάρτησε τη βόρεια Μακεδονία με το Μοναστήρι, τα Σκόπια και τη Στρώμνιτσα. Η Βουλγαρία απέκτησε έξοδο στο Αιγαίο μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Πόρτο Λάγος, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία κράτησε την ανατολική Θράκη μέχρι και την Αδριανούπολη. Οι συνέπειες του πολέμου Το ελληνικό κράτος διπλασιάστηκε και σε έκταση και σε πληθυσμό με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν καλύτερες προϋποθέσεις για την κοινωνική, πολιτική και οικονομική του ανάπτυξη. Ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η δομή του πληθυσμού. Μεγάλος αριθμός πληθυσμού μετακινήθηκε από όλες και προς όλες τις μεριές. Υπολογίζονται σε 400.000 οι Τούρκοι που έφυγαν από την ευρωπαϊκή περιοχή και πήγαν προς την ασιατική Τουρκία. Από κοινωνική άποψη με την ενσωμάτωση της Μακεδονίας το Ελληνικό κράτος, από μονοεθνικό, έγινε πολυεθνικό ενσωματώνοντας (μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923) μεγάλες μάζες μουσουλμάνων, Εβραίων και σε πολύ μικρότερο βαθμό Σλάβων.


116

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918 Με το τέλος των βαλκανικών πολέμων στην Ευρώπη ξέσπασε μια μεγάλη πολεμική καταιγίδα, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918. Η ανθρωπότητα εισήλθε στο πιο φονικό αιώνα της ιστορίας της. Οι τεράστιες αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες που χτίστηκαν πριν και κατά τη διάρκεια 19ου αιώνα, συγκλονίστηκαν συθέμελα και κονιορτοποιήθηκαν. Η Ελλάδα δέσμια της “μεγάλης ιδέας των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών” θα παρασυρθεί στην δίνη του πολέμου και θα βιώσει στο τέλος μια εθνική τραγωδία, με την μικρασιατική καταστροφή. Τα αίτια αυτού του τρομερού πολέμου πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ τους. Ειδικότερα η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, που προήλθε από τη ραγδαία εξέλιξη της βιομηχανίας της, οδήγησε στην όξυνση του ανταγωνισμού της με την Αγγλία σχετικά με την εξασφάλιση του μονοπωλίου των διεθνών αγορών και με την Γαλλία η οποία επεδίωκε την “ρεβάνς” για να αποκαταστήσει το χαμένο γόητρό της. Οι αφορμή δόθηκε από ένα ασήμαντο γεγονός. Στις 28 Ιουνίου του 1914, δολοφονήθηκε στο Σεράγεβο της Βοσνίας (επαρχία της Αυστροουγγαρίας) ο αρχιδούκας διάδοχος της Αυστρίας Φερδινάνδος και η σύζυγός του, από το νεαρό σπουδαστή Πρίντσιπ, φανατικό οπαδό της πανσλαβικής εθνικιστικής κίνησης, η οποία διευθυνόταν από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της Σερβίας. Το γεγονός αυτό έδωσε την αφορμή στην Αυστροουγγαρία να ταπεινώσει τη Σερβία και να αυξήσει τη δική της επιρροή στα Βαλκάνια. Έστειλε λοιπόν στη Σερβία τελεσίγραφο, με το οποίο την καθιστούσε υπεύθυνη για τη δολοφονία και της έθετε απαράδεκτους όρους. Ένα μήνα μετά, έχοντας την υποστήριξη της Γερμανίας, διέταξε γενική επιστράτευση, κήρυξε το πόλεμο (28 Ιουλίου) κατά της Σερβίας και βομβάρδισε το Βελιγράδι. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ο πόλεμος γενικεύτηκε σ΄όλο το κόσμο84. Στις κύριες εμπόλεμες δυνάμεις περιλαμβάνονταν από τη μια μεριά οι “Κεντρικές Δυνάμεις”, δηλ. η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία και από την άλλη μεριά η “Αντάντ” δηλ. η Γαλλία, η Αγγλία, η Ρωσία, η Σερβία και το Μαυροβούνι.

Στις 30 Ιουλίου κήρυξε επιστράτευση η Ρωσία στην οποία απάντησε η Γερμανία με κήρυξη πολέμου εναντίον της (1 Αυγούστου) καθώς και εναντίον της Γαλλίας (3 Αυγούστου). Θέλοντας να εισβάλει η Γερμανία στη Γαλλία, παραβίασε την ουδετερότητα του Βελγίου. Το γεγονός αυτό έμπλεξε στο πόλεμο την Αγγλία, σύμμαχο του Βελγίου, που κήρυξε το πόλεμο κατά της Γερμανίας (4 Αυγούστου). Στη συνέχεια, η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας (5 Αυγούστου), η Σερβία κατά της Γερμανίας (6 Αυγούστου), το Μαυροβούνι κατά της Αυστροουγγαρίας (7 Αυγούστου) και κατά της Γερμανίας (12 Αυγούστου), η Γαλλία και η Αγγλία κατά της Αυστροουγγαρίας (10 Αυγούστου), η Ιαπωνία κατά της Γερμανίας (28 Αυγούστου), η Αυστροουγγαρία κατά της Ιαπωνίας (25 Αυγούστου) και κατά του Βελγίου (28 Αυγούστου). Έτσι ο πόλεμος επε84


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

117

κτάθηκε σ’ όλο το κόσμο.

Αποτελέσματα του πολέμου Οι επιπτώσεις αυτού του πολέμου στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή όλων των χωρών που πήραν μέρος ήταν καθοριστικές για τη μετέπειτα εξέλιξή τους. Η εξαθλίωση και οι καταστροφές που προκάλεσε, οδήγησαν σε ανακατατάξεις ισχύος μεταξύ των κρατών και στην ανάπτυξη ενός επαναστατικού κύματος που κατέληξε σε μια ριζική κοινωνική ανατροπή στη Ρωσία και σε οξύτατες κοινωνικές συγκρούσεις στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι οικονομικές επιπτώσεις επίσης ήταν πολυποίκιλες και σοβαρές. Η καταστροφή των πλουτοπαραγωγικών πόρων στην Ευρώπη και οι μεγάλες απαιτήσεις της οικονομικής ανασυγκρότησης μετέβαλαν τη σχετική θέση των ΗΠΑ απέναντι στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ συγκέντρωσαν το βασικό όγκο του παγκόσμιου πλούτου και του χρυσού και εξελίχτηκαν σε πιστωτή ολόκληρου του κόσμου. Στον ευρωπαϊκό χώρο κυρίαρχες δυνάμεις παρέμειναν η Αγγλία και η Γαλλία, με οξείς όμως ανταγωνισμούς μεταξύ τους. Στην πλευρά των ηττημένων η κατάσταση ήταν τραγική. Οι συνθήκες που υπογράφτηκαν έκαναν αδύνατη κάθε ομαλή οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ουγγαρίας και τις καθιστούσαν εντελώς εξαρτημένες από τις νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ. Έτσι, όλες οι αλλαγές που έγιναν στο παγκόσμιο χάρτη, η απώλεια εδαφών των ηττημένων, η δημιουργία νέων κρατών, ο πολλαπλασιασμός της έκτασης άλλων, δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να προετοιμάζουν την έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου. Ο λόγος ήταν ότι όλες οι αντιθέσεις που οδήγησαν στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όχι μόνον εξακολούθησαν να υπάρχουν, αλλά έγιναν και πιο έντονες μετά την εγκαθίδρυση της νέας διεθνούς τάξης. Την 11η Νοεμβρίου 1918 ο πόλεμος τέλειωσε και η Γερμανία συνθηκολόγησε άνευ όρων. Οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφτηκαν στην συνέχεια, υποχρέωσαν την Γερμανία και τους συμμάχους της σε βαριές αποζημιώσεις και απώλειες εδαφών85.

Η Γερμανία υποχρεώθηκε σε βαριές αποζημιώσεις 226 δισ. χρυσών μάρκων, σε μείωση του στρατού της σε 100.000 άντρες, και σε μεγάλες εδαφικές παραχωρήσεις. Έχασε περίπου 75.000 τ. χλμ. του εδάφους της με πληθυσμό 7.000.000 κατ. (το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στην Πολωνία και στη Γαλλία) και όλες τις αποικίες της, από τις οποίες τη μερίδα του λέοντος (73% του εδάφους και 47 % του πληθυσμού) πήρε η Αγγλία. Με την συνθήκη των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919), η Αυστρία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει εδάφη με συνολική έκταση 220.000 τ. χλμ. και πληθυσμό 22.000.000 κατ. , από τα οποία το μεγαλύτερο μέρος στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία και στην Ιταλία. Με την Συνθήκη του Σεν Ζερμέν (10 Σεπτεμβρίου 1919), η Ουγγαρία έχασε τα 3/4 του εδάφους της και το 65% του πληθυσμού της. Το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στη Ρουμανία, στη Γιουγκοσλαβία και στην Τσεχοσλοβακία. 85


118

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος & η Ελλάδα Στην Ελλάδα, την ευφορία των Βαλκανικών Πολέμων διαδέχτηκε η δίνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με την έναρξη του πολέμου και οι δύο ευρωπαϊκοί συνασπισμοί προσπάθησαν να τραβήξουν με το μέρος τους τις βαλκανικές χώρες. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε διαφορά απόψεων ανάμεσα, στο βασιλιά Κωνσταντίνο και στην Κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, σχετικά με τη στάση που έπρεπε να τηρηθεί. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, θεωρώντας ανίκητη τη Γερμανία, είχε ταχτεί υπέρ της ουδετερότητας. Ο Βενιζέλος, όμως, πιστεύοντας ότι το συμφέρον της Ελλάδας βρισκόταν με την πλευρά της Αντάντ, είχε ταχτεί υπέρ της συμμετοχής της στο πόλεμο και μάλιστα ήθελε να στείλει δυνάμεις και η Ελλάδα στην εκστρατεία των Δαρδανελλίων. Η σύγκρουση των δύο ανδρών, και κατ’ επέκταση των δύο πολιτικών, οδήγησε στον εθνικό διχασμό και στην παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου (21 Φεβρουαρίου 1915). Η όξυνση των πολιτικών παθών συνοδεύτηκε από μια άνευ προηγουμένου εμπλοκή του ξένου παράγοντα (Βρετανών, Γάλλων, Γερμανών και Βουλγάρων) στα εσωτερικά θέματα της Ελλάδας και είχε ως συνέπεια το χωρισμό της χώρας σε δύο στρατόπεδα. Στις 17 Αυγούστου 1916 ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη, με τη βοήθεια της Αντάντ, ένα φιλοβενιζελικό στρατιωτικό κίνημα, μ’ αποτέλεσμα η Ελληνική Κυβέρνηση να χάσει τον έλεγχο της κατάστασης στη Βόρεια Ελλάδα. Το κίνημα επικράτησε εύκολα και σχημάτισε την Επιτροπή Εθνικής Άμυνας. Λίγες ημέρες αργότερα έφτασε και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Βενιζέλος και σχημάτισε Κυβέρνηση (26/09/1916), η οποία αναγνωρίστηκε από την Αγγλία και τη Γαλλία. Το πρώτο μέτρο που πήρε η κυβέρνηση Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη ήταν η επίσημη είσοδος της χώρας στο πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Αφού ανακοίνωσε ότι βρισκόταν σε πόλεμο με τη Βουλγαρία και τη Γερμανία, προέβη στη συνέχεια στην επιστράτευση και στην οργάνωση του Σώματος Στρατού Εθνικής Άμυνας, από τις Μεραρχίες Κρήτης, Σερρών και Αρχιπελάγους, το οποίο και ενέταξε στις συμμαχικές δυνάμεις του Μακεδονικού Μετώπου. Η 5η Μεραρχία Κρήτης, με τη σημαντική δράση της στους βαλκανικούς πολέμους 1912-13, ανασυγκροτήθηκε κυρίως από επίστρατους και μεταφέρθηκε από την Κρήτη στη Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1917. Μαζί αναδιοργανώθηκε η χωροφυλακή και πλαισιώθηκε κυρίως από Κρητικούς αξιωματικούς και οπλίτες. Μια νέα μακροχρόνια περιπέτεια -που εξιστορείται στην συνέχεια- αρχίζει για τους Κρητικούς. Οι παλιοί μακεδονομάχοι ξαναντύθηκαν στα χακί και επέστρεψαν στην Μακεδονία. Μαζί τους και οι νέες κλάσεις που επιστρατεύτηκαν τότε και άλλες λίγο αργότερα, μπήκαν σε νέους κι αλλεπάλληλους πολέμους από την Μακεδονία ως τη Κριμαία και από τη Σμύρνη ως τα βάθη της Μικράς Ασίας. Όσοι επέζησαν, επέστρεψαν μετά πέντε χρόνια στα σπίτια τους. Η Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κήρυξε έκπτωτο το βασιλιά Κωνσταντίνο και η Αντάντ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

119

απέκλεισε με τον στόλο της τα ελληνικό εδάφη, κατέλαβε βίαια το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας, αφοπλίστηκε ο στρατός, εκθρονίστηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ανήλθε στο θρόνο ο πρίγκιπας Αλέξανδρος. Στη συνέχεια η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης μετασχηματίστηκε (14 Ιουνίου 1917) και μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Συγκροτήθηκε και πάλι η Βουλή και ο ελληνικός στρατός οργάνωσε τις δυνάμεις του, για να αγωνιστεί μαζί με τους συμμάχους. Στις 2/09/1918 οι ενωμένες συμμαχικές δυνάμεις Ελλήνων, Γάλλων και Σέρβων επιτίθενται στο Μακεδονικό Μέτωπο εναντίον των Γερμανοβουλγάρων, τους οποίους και νικούν. Οι ελληνικές δυνάμεις έλαβαν μέρος στη νικηφόρα μάχη του Σκρα. Η περιοχή του Σκρα της ομώνυμης σήμερα περιοχής στο Νομό Κιλκίς, είχε οργανωθεί αμυντικά από τους Βουλγάρους, οι οποίοι παρενοχλούσαν τα Συμμαχικά στρατεύματα. Η επίθεση έγινε από πέντε συνολικά συντάγματα πεζικού, με συνολικό αριθμό 14. 546 μαχητές πεζικού, υποστηριζόμενοι από βαρέα και ελαφρά πυροβόλα εναντίον ισοδύναμων δυνάμεων τις οποίες κατάφεραν να εκπορθήσουν από τις θέσεις τους. Στις 16/9/1918 η Βουλγαρία συνθηκολογεί και υπογράφεται στη Θεσσαλονίκη η ανακωχή ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντάντ και τη Βουλγαρία. Τα βουλγαρικά στρατεύματα υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τα ελληνικά και σερβικά εδάφη που είχαν καταλάβει. Στα μέσα Οκτωβρίου συγκροτήθηκε το Ανατολικό Απόσπασμα Συμμαχικών Στρατών στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό να προχωρήσει μέσω Θράκης στην Κωνσταντινούπολη και να αναγκάσει την Τουρκία να συνθηκολογήσει. Στο τέλος Οκτωβρίου, ενώ οι Σύμμαχοι είχαν φτάσει στον Έβρο, η Τουρκία αποφάσισε να συνθηκολογήσει και υπέγραψε την ανακωχή του Μούδρου (31 Οκτωβρίου 1918). Στην αρχή του νέου έτους (1920) αναχωρούν από την Ελλάδα για τη Οδησσό της Ρωσίας μονάδες του Α΄ Σώματος Στρατού για να ενισχύσουν τις δυνάμεις των συμμάχων της Αντάντ και των Ρώσων εθνικιστών που μάχονται τους Μπολσεβίκους. Η εκστρατεία της Κριμαίας θα αποτύχει και περί τα τέλη Μαρτίου θα αρχίσει η απαγκίστρωση των ελληνικών δυνάμεων. Το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου βρήκε την Ελλάδα στο στρατόπεδο των νικητών, ενώ τη Βουλγαρία και την Τουρκία στο στρατόπεδο των ηττημένων. Έτσι ο Βενιζέλος συνυπόγραψε με τους νικητές μια από τις συνθήκες -του Νεϊγί (27 Νοεμβρίου 1919)- με την οποία αποσπάστηκαν από τη Βουλγαρία εδάφη συνολικής έκτασης 9.000 τ. χλμ. με πληθυσμό 500.000 κατ. , που παραχωρήθηκαν στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα (Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη), και των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) με την οποία η Τουρκία περιορίστηκε στο μικρασιατικό της τμήμα, η Συρία δινόταν στη Γαλλία, η Μεσοποταμία, η Αραβία, η Παλαιστίνη στην Αγγλία, τα Δωδεκάνησα και το Καστελλόριζο στην Ιταλία, αναγνωρίστηκε η προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία και δόθηκαν στην Ελλάδα η Ανατολική Θράκη (μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης) και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, καθώς και η δυνατότητα εξάσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιοχή της Σμύρνης. Δύο χρόνια αργότερα, και ενώ είχε μεσολαβήσει η Μικρασιατική καταστροφή, μια νέα συνθήκη -η συνθήκη της Λοζάνης (23 Ιουλίου 1923)- θα επιβάλει ένα τελείως διαφορετικό ελληνοτουρκικό καθεστώς στην περιοχή.


120

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η Μικρασιατική εκστρατεία Μικρασιατική εκστρατεία ονομάζεται η εκστρατεία των ελληνικών στρατευμάτων στο έδαφος της Μικράς Ασίας, που άρχισε αμέσως μετά την λήξη των εχθροπραξιών του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Κράτησε από το Μάιο του 1919 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1922 και κατέληξε σε ολοκληρωτική συντριβή των ελληνικών δυνάμεων και σε καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού. Ο Βενιζέλος, ήδη από το τέλος του 1918 είχε φροντίσει με υπόμνημα του στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων να παρουσιάσει το σύνολο των ελληνικών διεκδικήσεων. Πίεζε συνεχώς τους συνέδρους να προστατέψουν τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προς την κατεύθυνση αυτή, παρουσίαζε τον ελληνικό στρατό ως τη μόνη συγκροτημένη δύναμη στην περιοχή, ικανή να επιβάλει την ειρήνη. Τελικά, η Συνδιάσκεψη των Παρισίων έδωσε εντολή στον Βενιζέλο να στείλει στρατό στη Σμύρνη (6 Μαΐου του 1919). Τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού (1η Ελληνική Μεραρχία) αποβιβάστηκαν στην προκυμαία της Σμύρνης το πρωί της 15ης Μαΐου του 1919. Ήταν η απαρχή μιας τρίχρονης περιπέτειας, που έμελλε να σφραγίσει με το πιο τραγικό τρόπο τη νεότερη ελληνική ιστορία. Η “Μεγάλη Εθνική Τουρκική Συνέλευση” κάλεσε το τουρκικό λαό να ξεσηκωθεί κατά των “επιδρομέων” και ανέθεσε την εκτελεστική εξουσία στο Κεμάλ, ο οποίος άρχισε αμέσως να οργανώνει συστηματικότερα τον αγώνα για την ακεραιότητα της Τουρκίας. Με την αποβίβαση του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, σημειώθηκαν σε διάφορες συνοικίες συγκρούσεις ανάμεσα σε Τούρκους και Έλληνες, στις οποίες σκοτώθηκαν 73 άνθρωποι και δεκάδες τραυματίστηκαν - οι περισσότεροι Τούρκοι. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού διέταξε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Η ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε σε τρία αλλεπάλληλα κύματα. Η πρώτη επίθεση (9 - 12 Ιουνίου) οδήγησε στην κατάληψη των Μαλγάρων, του Κέλες, της Φιλαδέλφειας και άλλων πόλεων ενώ η δεύτερη (16 - 19 Ιουνίου) στην κατάληψη του Μπαλούκεσερ και του Αδραμυτίου. Η τρίτη και σημαντικότερη επίθεση (24/06 - 10/8) είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Προύσας. Έτσι, τον Ιούλιο του 1920 ο ελληνικός στρατός προήλασε σε βάθος 150 χιλιομέτρων και σταθεροποίησε το μέτωπο στη γραμμή Πάνορμος-Προύσα-Ουσάκ. Την ίδια περίοδο ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις προωθήθηκαν στην Ανατολική Θράκη, φτάνοντας μέχρι τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Οι νικηφόρες αυτές προελάσεις έδωσαν τη δυνατότητα για την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, ανάμεσα στις κυβερνήσεις των Συμμάχων και στην κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, που έγινε στις 10 Αυγούστου 1920. Με την συνθήκη αυτή, αναγνωριζόταν η Ανατολική Θράκη (σε απόσταση 30 χλμ. από την Κωνσταντινούπολη) ως ελληνικό έδαφος, παραχωρούνταν η Ίμβρος και η Τένεδος στην Ελλάδα, ενώ η περιοχή των κεντρικών παραλίων της Μικράς Ασίας (περιοχή Σμύρνης) παραχωρούνταν διοικητικά στο ελληνικό κράτος (με την προοπτική της ένωσής της με την Ελλάδα μετά από μια πενταετία). Μπροστά σε σχεδιαζόμενες νέες επεκτατικές επιχειρήσεις προς τα ανατολικά της Τουρ-


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

121

κίας, ο Ελ. Βενιζέλος, αναζήτησε νέα λαϊκή εντολή. Στις 10 Σεπτεμβρίου διαλύθηκε η Βουλή, κηρύχτηκαν νέες εκλογές για την 1η Νοεμβρίου 1920. Τον ίδιο καιρό πέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Τα αποτελέσματα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου του 1920 ήταν καταδικαστικά για την πολιτική του Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων. Αν και συνολικά το κόμμα του έλαβε μερικές χιλιάδες ψήφους περισσότερες από αυτές της “Ηνωμένης Αντιπολίτευσης”, λόγω του ισχύοντος εκλογικού συστήματος, οι αντίπαλοι του συγκέντρωσαν την πλειοψηφία της βουλής και ο Βενιζέλος έφυγε από την Ελλάδα. Την Κυβέρνηση ανέλαβε ο Δ. Ράλλης και την αντιβασιλεία η βασίλισσα Όλγα, ενώ με δημοψήφισμα επικυρώθηκε η επάνοδος του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα. Ο έκπτωτος βασιλιάς επέστρεψε στις 19 Δεκεμβρίου 1920, ενώ η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία διαμαρτύρονταν για την επιστροφή του. Η Ελληνική Κυβέρνηση όμως απάντησε ότι η επάνοδος του Κωνσταντίνου ήταν απόφαση του κυρίαρχου λαού. Ο Κωνσταντίνος θέλησε να συνεχίσει το πόλεμο. Η πολιτική εξουσία, που προέκυψε από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, ήταν απόλυτα ασταθής και χωρίς στρατηγική. Ήταν σε συνεχή αμφιβολία, αν θα έπρεπε να συνεχίσει το πόλεμο ή να τον σταματήσει. Στη διάρκεια της διετίας, μέχρι την καταστροφή, Νοέμβριος 1920 - Σεπτέμβριος 1922, άλλαξαν έξι κυβερνήσεις. Στην Τουρκία ο Κεμάλ, που δεν αναγνώρισε τη συνθήκη των Σεβρών, όρισε πρωτεύουσά του την ασήμαντη μέχρι τότε Άγκυρα και έθεσε σκοπό του να ξαναπάρει τις περιοχές της Τουρκίας που είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα (Θράκη, Σμύρνη) με τη συνθήκη αυτή. Οι δυνάμεις της Αντάντ, επειδή δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το κίνημα του Κεμάλ και δεν ήθελαν να μπλέξουν σ’ ένα νέο μακροχρόνιο πόλεμο, αποφάσισαν να διαπραγματευτούν μαζί του. Έτσι η κεμαλική πλευρά ενίσχυε διπλωματικά τη θέση της με συμφωνίες. Η Ιταλία και Γαλλία, αφού βρήκαν λύσεις στα δικά τους εδαφικά ζητήματα, τις οποίες και κατοχύρωσαν σε Συμφωνίες με το Κεμάλ (Συμφωνία Ρώμης Μαρτίου 1921 και Συμφωνία Αγκύρας Οκτωβρίου 1921 αντίστοιχα), στη συνέχεια βοήθησαν τους Τούρκους κατά των Ελλήνων, όπως έκαμαν και οι Μπολσεβίκοι της κομμουνιστικής πλέον Ρωσίας, οι οποίοι είχαν υπογράψει με το Κεμάλ τη Συνθήκη της Μόσχας (Μάρτιος 1921). Το Μάρτιο του 1921 το ελληνικό στρατηγείο διέταξε ολομέτωπη επίθεση, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη δύο μεγάλων συγκοινωνιακών κόμβων, του Εσκί Σεχίρ στο βορρά και του Αφιόν Καραχισάρ στο νότο. Στο νότιο τομέα του μετώπου το Α’ Σώμα Στρατού κατέλαβε εύκολα το Αφιόν Καραχισάρ. Στο βόρειο τομέα όμως το Γ’ Σώμα Στρατού συνάντησε μεγάλη αντίσταση στην περιοχή Ινονού και αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την Προύσα. Από την αποτυχημένη έκβαση των επιχειρήσεων προέκυψε κυβερνητική κρίση. Ο Καλογερόπουλος παραιτήθηκε και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Δημήτριος Γούναρης. Την 1η Αυγούστου του 1921 ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε μια νέα εξόρμηση για το Σαγγάριο. Η δύναμη του αριθμούσε τρία σώματα στρατού και μία ανεξάρτητη ταξιαρχία ιππικού. Η εξαντλητική πορεία κάτω από το καυτό ήλιο και οι δυσκολίες κατά τον ανεφοδιασμό εξουθένωσαν τις ελληνικές δυνάμεις. Στις 10 Αυγούστου οι ελληνικές εμπρο-


122

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

σθοφυλακές έφτασαν στο Σαγγάριο και στις 23 του ίδιου μήνα άρχισε η γενική επίθεση των Ελλήνων με σκοπό την περικύκλωση του τουρκικού στρατού και την κατάληψη της Άγκυρας. Όμως, η επιχείρηση απέτυχε (18 Αυγούστου του 1921). Οι ελληνικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν να πετύχουν τον αντικειμενικό τους στόχο, δηλαδή την κατάληψη της πρωτεύουσας του εχθρού, της Άγκυρας, και την καταστροφή των βάσεων εφοδιασμού του. Η σωτηρία της Άγκυρας διέσωσε το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα από την ολοκληρωτική συντριβή, ενώ ο ελληνικός στρατός δεν ήταν πλέον σε θέση να αναλάβει μια νέα επιθετική προσπάθεια. Η αποτυχία αυτή ανάγκασε την ελληνική ηγεσία να αλλάξει τους αρχικούς της στόχους. Έτσι, αποφασίστηκε η υποχώρηση του ελληνικού στρατού στη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ. Στις 31 Αυγούστου του 1921 η ελληνική στρατιά πέρασε στη δυτική όχθη του Σαγγάριου. Η υποχώρηση δυτικά του Σαγγάριου σήμαινε την εγκατάλειψη της πολιτικής για επιβολή των όρων της Συνθήκης των Σεβρών με τη δύναμη των όπλων. Στο εξής η ελληνική ηγεσία θα προσανατολιζόταν προς την εξεύρεση διπλωματικής λύσης με τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων. Η ελληνική γραμμή του μετώπου σταθεροποιήθηκε ανάμεσα στην Κίο, το Εσκί Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ και το ποταμό Μαίανδρο, και είχε συνολικό μήκος 700 περίπου χιλιόμετρα. Ακολούθησε το διάστημα από τον Οκτώβριο του 1921 μέχρι τον Αύγουστο του 1922 χωρίς αξιόλογα στρατιωτικά γεγονότα, εκτός από ορισμένες τουρκικές επιθέσεις που αντιμετωπίστηκαν εύκολα.

Η Μικρασιατική καταστροφή Από το Μάιο του 1922 τη διοίκηση του Ελληνικού στρατεύματος είχε αναλάβει ο αντιστράτηγος Χατζηανέστης ο οποίος άρχισε να οργανώνει εκστρατεία για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και τη χρησιμοποίησή της ως μέσου πίεσης προς το Κεμάλ. Η επιχείρηση όμως ματαιώθηκε με επέμβαση των Συμμάχων. Η ματαίωση της επιχείρησης αυτής σήμανε και την αρχή του τέλους. Η τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε στις 26 Αυγούστου 1922 στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Τα ελληνικά στρατεύματα που το ηθικό τους είχε καταρρακωθεί -λόγω της μακράς παραμονής τους στο μέτωπο-, ήταν υποχρεωμένα να αμύνονται σε μια γραμμή μετώπου μήκους 713 χλμ. παρατάσσοντας μετωπική δύναμη 100.000 μόλις ανδρών, διαμοιρασμένων σε 3 τμήματα κρούσης (Γ΄ Σώμα στα βόρεια, Α΄ Σώμα στα νότια, Β΄ Σώμα ενδιάμεσα). Ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων κατευθυνόταν προς τη Σμύρνη, ενώ ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε με άτακτη φυγή προς τα παράλια, ενώ τον ακολουθούσαν πλήθη προσφύγων που προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο στη Σμύρνη και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Είχε ήδη αρχίσει η ολοκληρωτική κατάρρευση του μετώπου. Σύγχυση και πανικός επικράτησε στις ελληνικές δυνάμεις και ολόκληρες ομάδες στρατού αγωνίζονταν να βρουν διέξοδο φυγής. Στις 4 Σεπτεμβρίου ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης αντικαταστάθηκε από τον αντιστράτηγο Πολυμενάκο, ο οποίος έδωσε διαταγές για καθυστέρηση της τουρκικής προέλασης, για να δοθεί η ευκαιρία να εκκενωθεί η Σμύρνη. Σχεδόν ταυτό-


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

123

χρονα δόθηκε και η εντολή ολοκληρωτικής εγκατάλειψης της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Η διάσπαση του μετώπου γέμισε ανησυχία τους κατοίκους της Σμύρνης. Η κατάσταση διαρκώς χειροτέρευε με την αυξανόμενη άφιξη χιλιάδων προσφύγων στην πόλη. Στις 19 Αυγούστου του 1922 ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης διέταξε τους υπαλλήλους της αρμοστείας, που ήταν διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την ελληνική ζώνη κατοχής να συγκεντρωθούν στη Σμύρνη. Παράλληλα, άρχισαν να συρρέουν στο λιμάνι της πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, για να προστατέψουν τα μέλη των ξένων παροικιών. Στις 26 Αυγούστου η ανησυχία του πλήθους μετατράπηκε σε πανικό, καθώς τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού συγκεντρώθηκαν στη χερσόνησο της Ερυθραίας, έτοιμα να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία. Την ίδια μέρα έσπευσε να εγκαταλείψει τη Σμύρνη και ο Στεργιάδης. Στις 27 Αυγούστου μπήκαν στην πόλη τουρκικά στρατεύματα και άρχισε η σφαγή και η πυρπόληση της πόλης86. Ο μικρασιατικός ελληνισμός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει της εστίες του και να καταφύγει στην κυρίως Ελλάδα αφήνοντας πίσω χιλιάδες νεκρούς, περιουσίες και έργα πολιτισμού απαράμιλλα. Στην Αθήνα η είδηση της κατάρρευσης του μετώπου δημιούργησε κυβερνητική κρίση. Η Κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε και νέος Πρωθυπουργός ορκίστηκε ο Ν. Τριανταφυλλάκος. Μέσα στη γενική σύγχυση, για να αποφευχθεί γενικότερη λαϊκή εξέγερση με απρόβλεπτες εξελίξεις, τα στρατιωτικά τμήματα που είχαν καταφύγει στη Χίο και στη Λέσβο επαναστάτησαν (12 Σεπτεμβρίου 1922) εναντίον του βασιλιά Κωνσταντίνου. Την ηγεσία της Επανάστασης ανέλαβαν οι συνταγματάρχες: Νικόλαος Πλαστήρας, Στυλιανός Γονατάς και ο αντιπλοίαρχος Δημήτρης Φωκάς. Τα επαναστατημένα στρατιωτικά τμήματα αποβιβάστηκαν στο Λαύριο και υποχρέωσαν το βασιλιά να παραιτηθεί υπέρ του διαδόχου Γεωργίου (14/27 Σεπτεμβρίου 1922). Ο Κωνσταντίνος αναχώρησε στο εξωτερικό και πέθανε το Δεκέμβριο στο Παλέρμο της Ιταλίας. Μετά την παραίτηση του βασιλιά, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό το Σωτήριο Κροκιδά, η οποία προέβη αμέσως στη σύσταση Στρατοδικείου, για να δικάσει τους υπεύθυνους της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το Έκτακτο Στρατοδικείο με πρόεδρο τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο καταδίκασε στις 15 Νοεμβρίου 1922 σε θάνατο τους πολιτικούς Δημήτριο Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Νικόλαο Στράτο, Γεώργιο Μπαλτατζή, Νικόλαο Θεοτόκη και το στρατηγό Γεώργιο Χατζηανέστη. Η εκτέλεσή τους, έγινε την ίδια μέρα.

Η ΣΜΥΡΝΗ λίγο πριν από την καταστροφή ήταν μια κοσμοπολίτικη πόλη στην οποία υπήρχαν η τουρκική, η ελληνική, η αρμενική και η γαλλική συνοικία. Εκείνη την εποχή είχε 376.000 κατοίκους, εκ των οποίων 165.000 ήταν Έλληνες, 80.000 Οθωμανοί Τούρκοι, 56.000 Εβραίοι, 40.000 Αρμένιοι, 6.000 Λεβαντίνοι και 30.000 διάφοροι άλλοι ξένοι. Επικρατούσα γλώσσα ήταν η ελληνική, γι' αυτό και η πόλη είχε ένα καθαρά ελληνικό χρώμα. 86


124

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η νέα κυβέρνηση ανέθεσε τις διαπραγματεύσεις για συνομολόγηση ειρήνης με την Τουρκία στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στις 2 Οκτωβρίου 1922 συμφωνήθηκε στα Μουδανιά της Προποντίδας ανακωχή ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα, με βασικό όρο την αναχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Ανατολική Θράκη. Οι προσπάθειες του Βενιζέλου για σύναψη ειρήνης με την Τουρκία κατέληξαν στη σύγκληση Συνδιάσκεψης, στη Λωζάννη της Ελβετίας, στην οποία έλαβαν μέρος η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία. Η Συνδιάσκεψη κατέληξε στην υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923), με την οποία ορίστηκε ο Έβρος ως σύνορο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, παραχωρήθηκαν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος στην Τουρκία και αποφασίστηκε η ανταλλαγή πληθυσμών. Έτσι όλοι οι Ελληνορθόδοξοι από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη αναγκάστηκαν να φύγουν από το τόπο τους για να ‘ρθουν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή των πληθυσμών και παραμείνανε στην Τουρκία οι Ελληνορθόδοξοι στην Κωνσταντινούπολη και στα νησιά Ίμβρο και Τένεδο. Το ίδιο συνέβη και με τους μουσουλμάνους που ζούσαν στην Ελλάδα: υποχρεώθηκαν να φύγουν και να πάνε πρόσφυγες στην Τουρκία. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή και παραμείνανε στην Ελλάδα οι μουσουλμάνοι που ζούσαν στη Δυτική Θράκη. Από την Κρήτη τότε υποχρεώθηκαν να φύγουν και οι τελευταίοι τουρκοκρητικοί. 19181 μουσουλμάνοι του νησιού, που καταγράφηκαν στην απογραφή του 1920, υποχρεώθηκαν να εγκατασταθούν στη Μ. Ασία, παραχωρώντας τη θέσης τους σε 33. 900 Έλληνες πρόσφυγες. Η λήξη της εκστρατείας σήμανε και το τέλος του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Τότε συνειδητοποιήθηκε η μεγάλη ανατροπή και η χωρίς προηγούμενο τραγωδία. Οι πρόσφυγες που κατέφθασαν στην Ελλάδα ξεπέρασαν το 1. 500.000 και περίπου 400.000 μουσουλμάνοι μετακινήθηκαν από την Ελλάδα στην Τουρκία. Από τους έλληνες πρόσφυγες, οι 400.000 περίπου προέρχονταν από το μικρασιατικό Πόντο, οι 250.000 από την Ανατολική Θράκη και οι υπόλοιποι από τη Δυτική Μικρά Ασία και την Καππαδοκία. Περίπου 70.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, στις ήδη υπάρχουσες ελληνικές κοινότητες. Δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων της Μ. Ασίας που δεν πρόλαβαν να διαφύγουν, εξοντώθηκαν. Στις 8 Σεπτεμβρίου που καταλήφθηκε η Σμύρνη, την οποία οι Τούρκοι τσέτηδες παρέδωσαν στις φλόγες, 300.000 άνδρες και γυναικόπαιδα υπολογίστηκε ότι σφάχτηκαν ή χάθηκαν. Στις τραγικές εκείνες στιγμές περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Έλληνες, σωματικά και ψυχικά ράκη, ρίχνονταν στη θάλασσα ή προσπαθούσαν αλλόφρονες με κάθε μέσο να φύγουν ως πρόσφυγες στην ελεύθερη Ελλάδα. Οι νεκροί του ελληνικού στρατού υπολογίστηκαν σε 91. 265, ενώ οι τραυματίες και οι αγνοούμενοι ξεπέρασαν τις 50.000.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

125

Η περίοδος του μεσοπόλεμου Η 4η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ Το 1920 γίνεται μια νέα απογραφή πληθυσμού. Τα Λουραδιανά απογράφονται τώρα ως οικισμός στην Κοινότητα Προδρόμου με 61 κατοίκους. Είναι η εποχή στην οποία ο πληθυσμός του χωριού έφτασε στην κορύφωσή του. Η 3η γενιά έκανε πολλά παιδιά γι’ αυτό και η 4η ήταν πολυπληθής. Στο εξής θα αρχίσει μια φθίνουσα πορεία των Λουραδιανών. Οι μισοί άρρενες της 4ης γενιάς θα μείνουν πίσω στο χωριό και θα δημιουργήσουν αργότερα την δική τους οικογένεια. Οι υπόλοιποι θα φύγουν από το χωριό. Από την 4η γενιά και μετά τα ζευγάρια περιορίζονται στα 2-3 παιδιά. Το 1928 τα Λουραδιανά απογράφονται ως οικισμός στην Κοινότητα Δελιανών με 46 κατοίκους (23 άρρ. /23 θήλ.), και το 1940 με 35 κατ. Κατά την απογραφή του 1920 λείπουν από τα Λουραδιανά και βρίσκονται στη Μικρά Ασία, ο Μιχάλης Αγοραστάκης του Στεφάνου (1898) και ο Δημήτρης Σφακιωτάκης του Κων/νου (1899). Ο Μιχάλης Αγοραστάκης κατατάχτηκε στην χωροφυλακή το 1918 για 3ετή θητεία και βρέθηκε στο μικρασιατικό μέτωπο. Μετά την αποβίβαση των Ελληνικών στρατευμάτων στην Σμύρνη το Μάιο του 1919, μετατέθηκε στην Μαγνησία ή Μανίσα (τουρκικά: Manisa), μεγάλη πόλη της δυτικής Τουρκίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (κοντά στη Σμύρνη). Εκεί υπηρέτησε το 1919 και το 1920. Το 1921 μετατέθηκε στη Ραιδεστό (σημερινή ονομασία Τεκιρντάγ, τουρκ. Tekirdağ) της Ανατολικής Θράκης, απ’ όπου απολύθηκε το 1922 με την Μικρασιατική καταστροφή. Ο Δημήτρης Σφακιωτάκης στρατεύτηκε και εντάχτηκε στο Α’ σώμα στρατού που αποβιβάστηκε στην Σμύρνη, το Μάιο του 1919. Θα συμμετέχει σ’ όλες τις επιχειρήσεις του στρατού στο περιπετειώδη πόλεμο της Μικρασιατικής εκστρατείας και θα φτάσει μέχρι το Σαγγάριο. Η οικογένειά του στα Λουραδιανά τον είχε χάσει και πίστεψε ότι είχε σκοτωθεί στο πόλεμο. Πρέπει να ήταν μεγάλη η έκπληξή τους -τον Οκτώβρη του 1922 μετά το τέλος του πολέμου-, όταν τον αντίκρισαν στο χωριό. Παρόμοιες καταστάσεις έζησαν κ’ άλλοι δέκα Δελιανοί που βρέθηκαν να πολεμούν στην Μικρά Ασία. Μερικοί απ΄αυτούς ντύθηκαν στα χακί χρόνια νωρίτερα και συμμετείχαν και στους άλλους πολέμους του 1ου παγκοσμίου πολέμου. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή η Ελλάδα προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της. 1, 5 εκ. ξεριζωμένοι πρόσφυγες αγωνίζονται να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία και να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή, μακριά από το τόπο τους. Ορισμένοι και ορισμένες από τη γενιά Αγοραστάκη και Σφακιωτάκη αργότερα θα παντρευτούν με προσφυγοπούλες και πρόσφυγες. Στην Αθήνα, η Ελένη και η Μαρία του Κων/νου Αγοραστάκη τον Συμεών Παπαδόπουλο και το Γιώργο Μαλέα αντίστοιχα. Στην Θεσσαλονίκη ο Ευάγγελος Νικ. Σφακιωτάκης την Σουλτάνα Ιωαννίδου και στην Ιτέα ο Φώτης Νικ. Σφακιωτάκης την Αναστασία.


126

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Όλοι οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Στα Λουραδιανά τα παιδιά και οι νέοι έχουν αρχίσει πριν από το μικρασιατικό πόλεμο να φεύγουν από το χωριό. Οι πρώτοι που έφυγαν, ήταν τα παιδιά του Στέφανου ο Μιχάλης στα Χανιά (1915) και ο Γιάννης στην Αθήνα το (1919). Άλλοι, μετά την μικρασιατική καταστροφή, μετοικούν στα Χανιά και ανοίγουν μαγαζιά. Καθένας που έφευγε, άνοιγε το δρόμο στον επόμενο. Ο Γιώργος Σαρρής παντρεύεται την Μαρία Αγοραστάκη του Στεφάνου και ανοίγει μαγαζί (παντοπωλείο) στα Χανιά το 1923. Από κει θα βοηθήσει τον Θρασύβουλο του Αντωνίου να εγκατασταθεί στα Χανιά. Πρώτα δουλεύοντας στο μαγαζί του και αργότερα ανοίγοντας δικό του. Το ίδιο και το κουνιάδο του Γιώργο. Άλλοι Αγοραστάκηδες & Σφακιωτάκηδες κατατάσσονται στην χωροφυλακή για να υπηρετήσουν την θητεία τους. Στην συνέχεια μονιμοποιούνται και εγκαθίστανται σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας.

Οι Αγοραστάκηδες στη Χωροφυλακή Υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση των Κρητικών με τη Χωροφυλακή η οποία έχει την αρχή της στην εποχή της Κρητικής Πολιτείας. Το πρώτο ένοπλο σώμα που δημιουργήθηκε στην Κρήτη μετά την ανεξαρτησία της ήταν η Πολιτοφυλακή, το οποίο είχε αποστολή στρατιωτική87. Ένα από τα επίλεκτα στελέχη της ήταν ο Εμμανουήλ Γρηγοράκης κουνιάδος του Κων/νου Αγοραστάκη και σύζυγος αργότερα (2η γυναίκα) της Ευγενίας Αγοραστάκη κόρης του Αναγνώστη. Έτσι δημιουργήθηκε μια παράδοση και πολλοί Κρήτες προτιμούσαν αντί για το στρατό να καταταχτούν στην χωροφυλακή. Με βάση αυτή την παράδοση πολλοί Αγοραστάκηδες και Σφακιωτάκηδες της 3ης και 4ης γενιάς θα προτιμήσουν την χωροφυλακή για να υπηρετήσουν την στρατιωτική τους θητεία. Ορισμένοι απ’ αυτούς θα παραμείνουν στην συνέχεια στο σώμα ως αξιωματικοί. Η κατάταξη στη χωροφυλακή θα αποτελέσει για ορισμένους το μέσον της επαγγελματικής τους αποκατάστασης και της εγκατάλειψης του χωριού.

Επί Κρητικής Πολιτείας, το 1899, ιδρύθηκε η Κρητική Χωροφυλακή ακολουθώντας το τότε ιταλικό πρότυπο. Το 1907 ο Ελευθέριος Βενιζέλος πολύ προνοητικά -αντί για στρατό που θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις- ίδρυσε την «Πολιτοφυλακή» ως επικουρικό σώμα της Χωροφυλακής, με αρχηγό το Ταγματάρχη Πυροβολικού Ανδρέα Μομφεράτο «για την εξασφάλιση της εσωτερικής τάξης». Στην πραγματικότητα πίσω από την Κρητική Πολιτοφυλακή κρυβόταν ένα στρατιωτικό σώμα. Έτσι συγκροτήθηκε το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών με δύο τάγματα. Το πρώτο με έδρα τα Χανιά και το δεύτερο το Ηράκλειο. Ο σκοπός ήταν να αναγκαστούν οι λεγόμενες Προστάτιδες Μεγάλες Δυνάμεις να αποσύρουν τον στρατό τους από το νησί. Όπως και έγινε. Στις 13 Ιουλίου 1909 έφυγαν από την Κρήτη και οι τελευταίοι Ευρωπαίοι στρατιώτες. Με την πρόσκληση μιας κλάσης περίπου 1000 ανδρών, για την Πολιτοφυλακή, κάθε χρόνο, στο τέλος του 1912 είχαν εκπαιδευτεί περίπου 5.000 άνδρες. Στους Βαλκανικούς Πολέμους οι Κρητικοί βρέθηκαν εκπαιδευμένοι και ετοιμοπόλεμοι. Αποσπάσματα της Κρητικής Πολιτοφυλακής (Χωροφυλακής) πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918). Οι πολεμικές αυτές δραστηριότητες κρατούσαν την πολιτοφυλακή προσκολλημένη στην στρατιωτική δομή της. Από το 1935 άρχισε να μεταλλάσσεται σταδιακά σ’ ένα αμιγώς αστυνομικό σώμα. Το 1946 η Χωροφυλακή μετατάχθηκε στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. 87


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

127

Το δρόμο στην χωροφυλακή άνοιξε ο Μιχάλης Στεφ. Αγοραστάκης όπου κατατάχτηκε το 1918 και βρέθηκε στο μικρασιατικό μέτωπο. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, κατατάχτηκαν στην Χωροφυλακή τα αδέρφια του Μιχάλη και παιδιά του Στέφανου Αγοραστάκη, ο Κυριάκος (1904) ο οποίος παρέμεινε μόνιμος αξιωματικός και ο Γιώργος (1909) με 3ετή θητεία (1929-1933). Επίσης μόνιμοι κατατάχτηκαν τα παιδιά του Αντώνη Αγοραστάκη, ο Δημήτρης (1903) και ο Μανόλης (1912). Από την οικογένεια Σφακιωτάκη στην χωροφυλακή κατατάχτηκε ο Σπύρος Σφακιωτάκης του Βασιλείου (1909) και ο Ευάγγελος Σφακιωτάκης του Νικολάου (1906). Όσοι παντρεύτηκαν στην συνέχεια στο τόπο που υπηρετούσαν έμειναν εκεί. Ο Δημήτρης Αγοραστάκης και ο Ευάγγελος Σφακιωτάκης παντρεύτηκαν στην βόρεια Ελλάδα που υπηρετούσαν και έμειναν οικογενειακά μόνιμα εκεί. Ο Μανόλης Αγοραστάκης παντρεύτηκε στην Μυτιλήνη και έμεινε και αυτός μόνιμα εκεί. Οι Αγοραστάκηδες/Σφακιωτάκηδες εξ’ αιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων τους απομονώθηκαν ή παραγκωνίστηκαν στο σώμα, στις ανώμαλες εποχές της δικτατορίας του Μεταξά και του εμφυλίου. Ο μοίραρχος Κυριάκος Αγοραστάκης προκειμένου να αποφύγει την μετάθεσή του στις περιοχές των συγκρούσεων του εμφυλίου στη βόρεια Ελλάδα, παραιτήθηκε από το σώμα.

Μεσοπόλεμος Η επόμενη ειρηνική περίοδος μεταξύ του 1923 και του 1940, μεταξύ δηλαδή της Μικρασιατικής Καταστροφής και της εισόδου της χώρας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα μπορούσε να οριστεί ως ο Ελληνικός Μεσοπόλεμος. Η ήττα των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία σηματοδοτεί τη λήξη μίας δεκαετίας συνεχών πολέμων, αλλά και τη διαγραφή της “Μεγάλης Ιδέας” που συνιστούσε την κυρίαρχη ιδεολογία στην ελληνική κοινωνία, μετά από μια εκατονταετία εδαφικών επεκτάσεων και πληθυσμιακών ενσωματώσεων. Πάνω από τα ερείπια της μικρασιατικής καταστροφής γεννήθηκε μια περίοδος μεταβατικού χαρακτήρα, όπου η εσωστρέφεια και η εσωτερική ανασυγκρότηση, στη βάση των νέων πολιτικοκοινωνικών δεδομένων, αποτελούσαν τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για μια ταραγμένη, γεμάτη αντιφάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις περίοδο. Ο Μεσοπόλεμος θα φέρει μια παγκόσμια οικονομική κρίση-αυτή του 1929- και την άνοδο της ηττημένης και οικονομικά κατεστραμμένης Γερμανίας. Τα κοινωνικά προβλήματα και οι οικονομικές κρίσεις που δημιουργήθηκαν μετά τον A’ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και η εφαρμογή των αμφισβητούμενων συνθηκών ειρήνης, έφεραν τα κράτη στα όριά τους και προλείαναν το έδαφος για την επικράτηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Οι φασισμοί θα είναι η ακραία κατάληξη της βίαιης σκλήρυνσης της πολιτικής ζωής. Η Ελλάδα θα ζήσει την οικονομική χρεωκοπία το 1931, την οποία θα διαδεχτούν ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις, που θα οδηγήσουν στην κατάλυση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος και την δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά το 1936. Το 1939 ξεσπά ο β’ παγκόσμιος πόλεμος που έμελε ν’ ανακόψει την ειρηνική περίοδο


128

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

και θ’ ανατρέψει ριζικά την ζωή όλων των ανθρώπων. Με την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας στην Ελλάδα το 1940, κηρύσσεται γενική επιστράτευση. Όλοι οι γεννηθέντες από το 1906 ως το 1920 επιστρατεύονται και οδηγούνται στο μέτωπο. Μόνο από τα Δελιανά 70 άνδρες θα βρεθούν στο μέτωπο της Αλβανίας. Στα Λουραδιανά: Από τα παιδιά του Στέφανου Αγοραστάκη: ο Γιώργος (1909) επιστρατεύτηκε στη χωροφυλακή, ο Μανόλης (1911) στο στρατό, ο Γιάννης (1906) στο ναυτικό και 0 Κυριάκος (1904) που υπηρετούσε τότε στη χωροφυλακή στα Κύθηρα, έμεινε εκεί. Από τα παιδιά του Αντώνη Αγοραστάκη: επιστρατεύτηκαν ο Παναγιώτης (1914), ο Νίκος (1916) και στρατεύτηκε ο Μιχάλης (1919). Ο Μανόλης (1912) υπηρετούσε στη χωροφυλακή στη Μυτιλήνη και ο Θρασύβουλος (1907) απαλλάχτηκε διότι όλα τα ενήλικα αδέρφια του ήταν υπό τα όπλα. Από τα παιδιά του Κων/νου Αγοραστάκη: ο Γιώργος (1915), και ο Νίκος (1917) εξαιρέθηκε λόγω αναπηρίας. Από τα παιδιά του Βασίλη Σφακιωτάκη: ο Αναστάσης (1906), ο Αντώνης (1912). Ο Σπύρος (1909) υπηρετούσε στη Χωροφυλακή.


129

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

60 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος & η μεταπολεμική γενιά

Ο πόλεμος του ‘40 και η Μάχη της Κρήτης Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, μετά την γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας, θα ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Την άνοιξη του 1940 τα χιτλερικά στρατεύματα προελαύνουν στην κεντρική Ευρώπη και καταλαμβάνουν τη μια χώρα μετά την άλλη. Τη Δανία και τη Νορβηγία τον Απρίλη, την Ολλανδία, το Βέλγιο το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία το Μάη. Το δεκαπενταύγουστο οι Ιταλοί φασίστες άρχισαν να προκαλούν την Ελλάδα. Το ιταλικό υποβρύχιο «DELFINO» επιτίθεται με τορπίλες εναντίον του καταδρομικού «Έλλη», έξω από το λιμάνι της Τήνου και το βυθίζει. Στις 27 του Σεπτέμβρη η ναζιστική Γερμανία, η φασιστική Ιταλία και η αυτοκρατορική Ιαπωνία υπογράφουν σύμφωνο συμμαχίας, που έμεινε στην ιστορία ως «Άξων». Στις 15 του Οκτώβρη το Γενικό Επιτελείο Στρατού της Ιταλίας αποφασίζει επίθεση εναντίον της Ελλάδας.

Ο πόλεμος του ‘40 Την 28η Οκτωβρίου 1940 επιδίδεται στην Ελληνική Κυβέρνηση ιταλικό τελεσίγραφο, που απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος και τον έλεγχο των στρατηγικών σημείων της χώρας. H απόρριψη από τον Ιωάννη Μεταξά του τελεσιγράφου, γεγονός που συνέπιπτε με την κοινή ελληνική βούληση, οδήγησε στην αυτόματη κήρυξη από τους Ιταλούς του πολέμου στην Ελλάδα. Την ίδια μέρα, τα ελληνικά τμήματα προκάλυψης στην ελληνοαλβανική μεθόριο δέχτηκαν επίθεση από τις ιταλικές δυνάμεις που βρισκόταν στην Αλβανία. Έτσι η Ελλάδα μπήκε στο πόλεμο. Κηρύχθηκε γενική επιστράτευση και κλήθηκαν να καταταγούν στο στρατό οι κλάσεις 1927-1939, δηλαδή όσοι γεννήθηκαν τα έτη 1906-1918.


130

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Μεταξύ των μονάδων που επιστρατεύθηκαν κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ήταν και η 5η Μεραρχία88 στην Κρήτη. Οι επιστρατευμένοι Κρητικοί παρουσιάστηκαν στα Κέντρα της 5ης Μεραρχίας στις μεγάλες πόλεις της Κρήτης. Μέχρι την 6η Νοεμβρίου, είχε περατωθεί η προσέλευση των εφέδρων. Μαζί, επιστρατεύτηκαν στην χωροφυλακή όσοι είχαν υπηρετήσει σ’ αυτήν την θητεία τους. Από τις 20Νοεμβρίου μέχρι τις 4 Δεκεμβρίου, μεταφέρθηκε όλη η δύναμη της 5ης Μεραρχίας από τη Σούδα και το Ηράκλειο πρώτα με πλοία στη Θεσσαλονίκη και μετά με τραίνα στην περιοχή Αμυνταίου, Πτολεμαΐδας, Άργους Ορεστικού. Από κει μετακινήθηκε οδικώς με τα πόδια στο μέτωπο, όπου έφτασε στα μέσα του Γενάρη του 1941. Στις 29 Ιανουαρίου η 5η Μεραρχία πήρε μέρος στον αγώνα, καλύπτοντας το τομέα Κλεισούρας - Τρεπεσίνας. Οι περισσότεροι επιστρατευμένοι στην χωροφυλακή οδηγήθηκαν στα μετόπισθεν του Αλβανικού μετώπου και ανέλαβαν την φύλαξη και μεταφορά των Ιταλών αιχμαλώτων. Οι Ιταλοί φασίστες επιδρομείς νόμιζαν, πως η εκστρατεία τους στην Ελλάδα θα ήταν μια θεαματική επίδειξη «κεραυνοβόλου πολέμου». Οι Έλληνες θα υποχωρούσαν πανικόβλητοι κι αυτοί θα κυρίευαν σε 2-3 μέρες τα Γιάννενα και σε 10-15 το πολύ μέρες όλη την Ελλάδα. Έπειτα από δεκαπενθήμερο σκληρό αμυντικό αγώνα, η ορμή της φασιστικής επίθεσης έσπασε. Κατά τη δεύτερη φάση του ελληνοϊταλικού πολέμου (14 Νοέμβρη - 28 Δεκέμβρη) ο ελληνικός στρατός πήρε την πρωτοβουλία. Πέρασε στην επίθεση, πέταξε τους Ιταλούς επιδρομείς έξω από τα ελληνικά εδάφη και τους καταδίωξε μέσα στο αλβανικό έδαφος. Όταν έφτασαν οι Κρητικοί στο μέτωπο ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει την Κορυτσά (22/11), τη Μοσχόπολη (24/11), τους Αγίους Σαράντα (6/12), το Αργυρόκαστρο (8/12), τη Χιμάρα (22/12), την Κλεισούρα (10/01) και τα υψώματα 717 και 731 της Τρεμπεσίνας (23/01). Η 5η Μεραρχία αρχίζει να παίρνει μέρος στις επιχειρήσεις από τις 29-1-1941. Συμπτωματικά την ίδια μέρα πέθανε ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς. Σ’ όλο το διάστημα των επιχειρήσεων στα μέτωπα των συγκρούσεων, που κράτησαν μέχρι τις 12-4-1941, η 5η Μεραρχία έδωσε πεισματώδεις μάχες για να κρατηθούν οι ελληνικές θέσεις στα υψώματα που είχαν καταληφθεί. Κατά την σφοδρή εαρινή επίθεση των Ιταλών -παρουσία του Μουσολίνι- από τις 9 Μαρτίου, για 7 μέρες κράτησε δυνατά τις θέσεις της και απέκρουσε τον Ιταλικό στρατό.

Το 1940 η 5η Μεραρχία -που χαρακτηριζόταν ως εφεδρεία Αρχιστρατήγου με Διοικητή τον Υποστράτηγο Γεώργιο Παπαστεργίου- συγκροτούνταν από το 14ο, το 43ο και το 44ο Συντάγματα πεζικού με αντίστοιχες έδρες τα Χανιά, το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο, το 5ο Σύνταγμα πυροβολικού της Σούδας, το Λόχο Σκαπανέων και Διαβιβαστών, το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Χανίων και άλλους απαραίτητους ειδικότερους σχηματισμούς. Η συνολική δύναμη της Μεραρχίας αποτελούνταν από 566 αξιωματικούς, 18. 662 οπλίτες, 687 υποζύγια και 81 οχήματα. 88


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

131

Οι άνδρες της Μεραρχίας -όπως και οι άλλοι έλληνες στρατιώτες- αντιμετώπισαν ανυπέρβλητες δυσκολίες από το πολικό κρύο και τις κακουχίες. Μαθημένοι στο θερμό κλίμα της Κρήτης, βρέθηκαν μπροστά σε θερμοκρασίες που κυμαινόταν στους -10 έως -20οC. Οι επιπτώσεις ήταν αιματηρές. Τα νοσοκομεία είχαν γεμίσει με ακρωτηριασμένους από κρυοπαγήματα Κρητικούς. Οι κάθε είδους απώλειες της 5ης Μεραρχίας στο μέτωπο του πολέμου, υπήρξαν συγκριτικά πολύ μεγαλύτερες από όλες τις άλλες ελληνικές Μεραρχίες. Είχε 1.141 νεκρούς, 2.025 τραυματίες, 2.553 παγόπληκτους και 434 με διάφορα νοσήματα. Ένας από τους νεκρούς ήταν ο Δεγιανάκης Κωνσταντίνος του Κων/νου (1912) από τα Δελιανά, ο οποίος κατέληξε στο χειρουργείο εκστρατείας μετά το τραυματισμό του από οβίδα.

Η Γερμανική επίθεση στην Ελλάδα Την 6η Απριλίου 1941 η ναζιστική Γερμανία επιτίθεται στην Ελλάδα. Ο Χίτλερ βλέποντας τις διαδοχικές ήττες του ιταλικού στρατού αποφασίζει να επέμβει. Στέλνονται γερμανικές μηχανοκίνητες μεραρχίες στη Βουλγαρία, ενώ παράλληλα απευθύνεται τελεσίγραφο στη Γιουγκοσλαβία να παραχωρήσει το έδαφός της για να περάσει ο γερμανικός στρατός στην Ελλάδα. Η γιουγκοσλαβική άρνηση στην συνέχεια δεν συνοδεύτηκε και από αντίστοιχη αντίδραση. Οι Γερμανοί τσακίζουν μέσα σε έξι μόνον ημέρες την αντίσταση των Γιουγκοσλάβων, οι οποίοι συνθηκολογούν και στις 6 Απριλίου του 1941 οι γερμανικές μηχανοκίνητες μεραρχίες εισβάλλουν στο έδαφος της Ελλάδας, ταυτόχρονα από τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού βρίσκεται βαθιά μέσα στην Αλβανία και δεν μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του νέου εισβολέα. Στην περιοχή των Μακεδονικών οχυρών, οι Έλληνες πολεμιστές πρόβαλαν επί 4 μέρες σθεναρή αντίσταση. Τόσο τα τμήματα επιφανείας, όσο και οι υπερασπιστές των οχυρών πολέμησαν γενναία ενάντια στις πολλαπλάσιες και πάνοπλες γερμανικές δυνάμεις. Μία θωρακισμένη γερμανική Μεραρχία, περνώντας από το γιουγκοσλαβικό έδαφος, παρέκαμψε τα οχυρά, διείσδυσε στη κοιλάδα του Αξιού στις 7 Απρίλη κι άνοιξε το δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Το Γενικό Στρατηγείο έδωσε τότε εντολή στα ελληνικά στρατεύματα, που υπερασπίζονταν την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, να παραδοθούν στους Γερμανούς. Στις 9 Απρίλη, τα χιτλερικά άρματα μάχης μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. Στις 21 Απρίλη στο Βοτονόσι - Μετσόβου υπόγραψαν «Πρωτόκολλον παραδόσεως διά την Ανωτάτην Γερμανικήν Διοίκησιν ο αντιστράτηγος Γκρίφεμπεργκ και διά την Ελληνικήν Στρατιάν Ηπείρου - Μακεδονίας ο υποστράτηγος Γ. Τσολάκογλου». Ακολούθησε η κατάρρευση και η διάλυση του στρατού. Στις 27 του Απρίλη τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ και η κυβέρνηση του Εμμ. Τσουδερού, λίγο πριν την κατάρρευση της Αθήνας στις 23 Απριλίου, έφυγαν πανικόβλητοι για την Κρήτη. Σε λίγες μέρες οι εισβολείς θα ολοκληρώσουν την κατάληψη της


132

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

ηπειρωτικής Ελλάδας. Στις 30 του Απρίλη ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου αυτοανακηρύσσεται με την υποστήριξη των Γερμανών πρωθυπουργός και ορκίζεται η πρώτη κατοχική κυβέρνηση. Με την παράδοση και την διάλυση του στρατού στις 21 του Απρίλη, αρχίζει η Οδύσσεια της επιστροφής των Κρητών στρατιωτών από το μέτωπο της Αλβανίας στην Κρήτη. Η 5η Μεραρχία άρχισε να οπισθοχωρεί και στις 23 Απριλίου 1941 βρέθηκε έξω από τα Γιάννενα. Στις 26 Απριλίου παραδίδεται ο οπλισμός της στους Προέδρους των παρακείμενων κοινοτήτων και η Μεραρχία οδεύει προς Άρτα - Πρέβεζα - Ναύπακτο. Οι νικητές στρατιώτες, ρακένδυτοι, πεινασμένοι, τραυματισμένοι, ακρωτηριασμένοι από τα κρυοπαγήματα, φτάνουν σε πομπή στις 10 του Μάη στην Πελοπόννησο, για να επιχειρήσουν το πέρασμα της θάλασσας προς την Κρήτη. Μάταια όμως, οι Γερμανοί στο μεταξύ έχουν επιτάξει όλα τα καΐκια και τα πλοία και βομβαρδίζουν κάθε πλωτό που κατευθύνεται προς το νησί. Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκδίδει το Διάταγμα 41 με το οποίο διατάσσονται οι Δήμαρχοι, οι Συνεταιρισμοί και άλλοι φορείς να προσφέρουν στέγη, διατροφή και εργασία στους Κρήτες στρατιώτες που δεν μπορούν να μεταβούν στο νησί τους. Η ενέργεια αυτή βέβαια έγινε για να διευκολύνει τους Γερμανούς, που ήθελαν να τους κρατήσουν μακριά από την Κρήτη ενόψει της επικείμενης επιχείρησης για την κατάληψής της. Ένας μικρός αριθμός, με την βοήθεια των κατοίκων της Πελοποννήσου και με μεγάλο κίνδυνο της ζωής του, κατόρθωσε να φτάσει στο νησί, που ετοιμάζονταν να δεχτεί τη μεγάλη γερμανική επίθεση. Πολλοί απ’ αυτούς που αποπειράθηκαν τον διάπλου, πνίγηκαν μετά την βύθιση των πλοιαρίων τους από τα γερμανικά αεροπλάνα. 10350 Κρήτες στρατιώτες έμειναν πίσω στην νότιο Ελλάδα. Μερικές χιλιάδες συνέρευσαν στην Αθήνα, με την ελπίδα να πετύχουν κάποιο πλωτό μέσο για την επιστροφή τους στο νησί. Περιφερόταν στο κέντρο της Αθήνας άστεγοι και πεινασμένοι. Προκειμένου να τους κατευνάσει η προδοτική Κυβέρνηση, οργάνωνε συσσίτια στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Κι εδώ όμως τους παγίδευσε. Στις αρχές Ιουλίου του 1941, όταν 1600 - 1800 Κρητικοί έπαιρναν το συσσίτιο της ντροπής, περικυκλώθηκαν από Γερμανούς και Ιταλούς. 500 κατόρθωσαν και διέφυγαν. Οι υπόλοιποι συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν για να εγκλειστούν στο νεοϊδρυμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο αεροδρόμιο της Λάρισας. Στο ίδιο στρατόπεδο είχαν συγκεντρώσει όλους τους Κρήτες στρατιώτες της Αλβανίας που συλλάμβαναν στην υπόλοιπη χώρα. Ένας απ΄αυτούς ήταν και ο Παναγιώτης Αγοραστάκης του Αντωνίου. Απ’ το στρατόπεδο κρατουμένων της Λάρισας μόνο 500 τελικά επέζησαν. Οι υπόλοιποι πέθαναν από την πείνα89. Όσοι επέζησαν αποφυλακίστηκαν αργότερα και άρχισε η οδύσσεια της επιστροφής τους στην κατακτημένη πλέον Κρήτη. Οι επιστρατευμένοι Αγοραστάκηδες μετά την πτώση του μετώπου σκόρπισαν σ’ όλη την χώρα και κατάφεραν αργότερα να επιστρέψουν στις εστίες τους, με βάρκες και ψαροκάικα μέσω Κυθήρων και Μήλου. Ένας έμεινε πίσω, ο Νίκος του Αντώνη που ξέμεινε στην Βέροια στην οποία και θα εγκατασταθεί μόνιμα. Παναγιωτάκης Γιώργος, Οι Κρήτες μαχητές στα βουνά της Αλβανίας, “ΠΑΤΡΙΣ-ΙΣΤΟΡΙΚΑ” 27/10/2009

89


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

133

Η Μάχη της Κρήτης ( 20 – 30 Μαΐου 1941) Χίτλερ, να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη, ξαρμάτωτη την ηύρηκες κ’ έλειπαν τα παιδιά τση, στα ξένα πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία, μα πάλι πολεμήσανε. Λέει ένα ριζίτικο της Μάχης της Κρήτης. Πράγματι, με την μεταφορά όλης της δύναμης της 5ης Μεραρχίας στο Αλβανικό μέτωπο, η Κρήτη έμεινε εντελώς ανυπεράσπιστη90. Ο στρατεύσιμος πληθυσμός της ήταν διασκορπισμένος εκτός της Κρήτης στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Όπλα και πολεμοφόδια επίσης δεν υπήρχαν, οι αποθήκες ήταν άδειες. Οι υποσχέσεις των Άγγλων για διανομή οπλισμού δεν τηρήθηκαν. Από το Νοέμβριο του 1940, στην Κρήτη βρισκόταν Βρετανική δύναμη που ανερχόταν σε δύο τάγματα 4000 περίπου ανδρών, με περιορισμένη δύναμη πυροβολικού. Με την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, την άμυνα του νησιού ανάλαβαν δυνάμεις Άγγλων, Νεοζηλανδών και Αυστραλών που εσπευσμένα μεταφέρθηκαν τις παραμονές της Γερμανικής επίθεσης. Πριν την κατάρρευση της Ηπειρωτικής Ελλάδας, συμμαχικός στρατός που υπολογίζεται σε 30.000 ως 32.000 έφτασε στο νησί χωρίς το βαρύ οπλισμό του. Στην Κρήτη συγκεντρώθηκε από ελληνικής πλευράς δύναμη 10.000 ανδρών περίπου, αποτελούμενη από 8 τάγματα αγύμναστων νεοσύλλεκτων που μεταφέρθηκαν από την Τρίπολη και το Ναύπλιο, η πρώτη τάξη της Σχολής Ευελπίδων, η Σχολή χωροφυλακής και διάφορες εφεδρείες που κλήθηκαν στα όπλα, όλοι με στοιχειώδη ή παλιό οπλισμό. Τη Διοίκηση των Βρετανικών και Ελληνικών Δυνάμεων Κρήτης ανέλαβε ο Διοικητής της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας Υποστράτηγος Φρέϊμπεργκ. Οι Γερμανοί για να καταλάβουν την Κρήτη μετάφεραν από τα άλλα μέτωπα τις επίλεκτες δυνάμεις των αλεξιπτωτιστών τους. Το σύνολο των γερμανικών δυνάμεων που θα έπαιρναν μέρος στην επίθεση κατά της Κρήτης ανερχόταν σε 22.750 άνδρες, 1.370 αεροπλάνα και 70 πλοία. Η γερμανική επίθεση άρχισε, το πρωί της 20ης Μαΐου 1941 με σφοδρό αεροπορικό βομβαρδισμό και μαζικές ρίψεις αλεξιπτωτιστών. Το κέντρο βάρους της επίθεσης στράφηκε στα δυτικά, με σκοπό να καταληφθεί το αεροδρόμιο του Μάλεμε, για να μπορούν μετά να προσγειωθούν τα γερμανικά μεταγωγικά αεροπλάνα. Στις περιοχές Ρέθυμνου και Ηρακλείου η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε από τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας.

90 Τη στρατιωτική αυτή απογύμνωση, αναφέρει σε έκθεση του και ο Προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών Στρατηγός Σόλωνας Καφάτος, που σημειώνει χαρακτηριστικά: «Άπαν το εν τη νήσω πολεμικόν υλικόν, μέχρι και του τελευταίου κιβωτίου πυρομαχικών και παν μεταφορικόν μέσον, μέχρι και του τελευταίου αυτοκινήτου ή ημιόνου επιταχθέντα εφορτώθησαν δια το Αλβανικόν μέτωπον».


134

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Οι συμμαχικές δυνάμεις, οι Έλληνες στρατιώτες και όσοι από τους κατοίκους είχαν στην κατοχή τους όπλα αποδεκάτισαν τα πρώτα κύματα των επιτιθεμένων. Στις μάχες αυτές πήραν μέρος και πάλεψαν ηρωικά γέροι, γυναίκες, ακόμα και παιδιά από τα γύρω χωριά με ότι αυτοσχέδιο όπλο έβρισκαν. Στην πορεία έπαιρναν τα όπλα των γερμανών και τους πολεμούσαν. Δια μιας ξύπνησε μέσα στο κρητικό πληθυσμό το ηρωικό παρελθόν των περασμένων γενεών και χωρίς δεύτερη σκέψη όλοι πήραν θέσεις μάχης απέναντι στο πάνοπλο εχθρό. Οι αρχικές απώλειες των Γερμανών αλεξιπτωτιστών ήταν τρομακτικές. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, οι Γερμανοί κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα μικρό προγεφύρωμα στ’ ανατολικά του Ταυρωνίτη ποταμού και να θέσουν υπό τα πυρά τους το αεροδρόμιο Μάλεμε και το ύψωμα 107, από το οποίο ελέγχονταν η ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου. Τη δεύτερη μέρα της επίθεσης οι γερμανοί αλεξιπτωτιστές κατέλαβαν το αεροδρόμιο του Μάλεμε, στο οποίο προσγειώθηκαν οπλιταγωγά με ένα σύνταγμα της 5ης ορεινής μεραρχίας. Οι προσπάθειες των Γερμανών να αποβιβάσουν στρατεύματα από τη θάλασσα δεν είχαν αποτέλεσμα. Ο Αγγλικός στόλος εξουδετέρωσε ανοιχτά του ακρωτηρίου Σπάθας μια γερμανική νηοπομπή που κατευθύνονταν στο Μάλεμε. Βυθίστηκαν 30 επιταγμένα σκάφη και πνίγηκαν εκατοντάδες γερμανοί στρατιώτες. Στις 22 Μαΐου η Γερμανική αεροπορία εξαπολύει σφοδρή επίθεση κατά του Αγγλικού ναυτικού στο λιμάνι της Σούδας και βυθίζει πολλά πλοία. Από ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις γίνεται προσπάθεια ανακατάληψης του αεροδρομίου του Μάλεμε χωρίς αποτέλεσμα. Η 5η ορεινή μεραρχία των γερμανών αντεπιτίθεται και διεξάγονται μερικές από τις πιο αιματηρές μάχες όλης της επιχείρησης. Τη νύχτα 23/24 Μαΐου οι βρετανοελληνικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν ανατολικότερα. Από την ημέρα αυτή η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς, ενώ η τύχη της νήσου είχε πλέον κριθεί. Στις 26 Μαΐου καταλαμβάνεται ο Γαλατάς. Οι συμμαχικές δυνάμεις μάχονται για να προστατέψουν τα Χανιά. Στις 27/5 ο αρχιστράτηγος της Μέσης Ανατολής Ουέιβελ στέλνει μήνυμα να αποχωρήσουν οι συμμαχικές δυνάμεις από την Κρήτη. Για τη μεταφορά και διάσωσή τους στέλνονται πλοία του βρετανικού στόλου στα Σφακιά. Αυτή τη μέρα καταλαμβάνονται τα Χανιά και το λιμάνι της Σούδας. Ο αγώνας συνεχίσθηκε σκληρός μέχρι την 29η Μαΐου, οπότε άρχισε η εκκένωση της Κρήτης από τις συμμαχικές δυνάμεις και η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος ολοκληρώθηκε το βράδυ της 31ης Μαΐου. Τη δεύτερη μέρα της Μάχης της Κρήτης 21/5 το γερμανικό επιτελείο προκειμένου να διασφαλίσει τα νώτα του από πιθανή απόβαση των άγγλων στην Παλαιόχωρα, συγκρότησε ένα στρατιωτικό σώμα από αλεξιπτωτιστές που έπεσαν στην περιοχή Ταυρωνίτη και Σπηλιάς, με την διαταγή δια μέσου των Βουκολιών - Καντάνου να κατευθυνθούν μέχρι την Παλαιόχωρα. Η επιχείρησή τους από την αρχή προσέκρουσε στην αντίσταση των κατοίκων της περιοχής Μούλετε - Κουλουκουθιανά. Εκεί έπεσε νεκρός ο λοχίας Γιάννης Λαζόπουλος. Η είδηση της γερμανικής προέλασης προς το Σέλινο έφτασε στα ορεινά χωριά της Ανατ. Κισσάμου και του Σελίνου. Αμέσως σήμανε γενικός συναγερμός και χωρίς πολλές προετοιμασίες έτρεξαν νέοι και γέροι, οπλισμένοι με γκράδες, κυνηγητικά όπλα και μαχαίρια από τα κοντινότερα χωριά Σάσαλο, Μεσαύλια, Δελιανά,


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

135

Παλιά Ρούματα, Μυλωνές, Φλώρια, Δρυς, Πλεμενιανά, Στροβλές, Κάντανο και πήραν θέσεις στα υψώματα και τα περάσματα της διαδρομής. Τις πρωινές ώρες της 23ης του Μάη, η πρώτη ομάδα ανιχνευτών Γερμανών με μοτοσυκλέτες έκανε την εμφάνισή της στα Μεσαύλια. Επί δύο ημέρες διεξάγονται σκληρές μάχες, σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι την Κάντανο. Ο απολογισμός αυτών των μαχών ήταν, Κισσαμίτες-Σελινιώτες 20 νεκροί, Γερμανοί 41. Η Μάχη της Κρήτης υπήρξε ανελέητη και καταστροφική για τους Γερμανούς, με σημαντικότερη συνέπεια την αχρήστευση της επίλεκτης Μεραρχίας τους -των Αλεξιπτωτιστών- που αποδεκατίστηκε. Στο μέλλον δεν θα μπορούσε να αναλάβει καμιά σοβαρή αποστολή, ούτε θα επιχειρηθεί παρόμοια επιχείρηση μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η νίκη των Γερμανών αποδείχτηκε πύρρειος. Η Μάχη της Κρήτης αντέστρεψε τη χρονολογική σειρά των σχεδίων του Γερμανικού επιτελείου. Επέφερε ριζική μεταβολή στην πορεία όλου του πολέμου. Η Μάχη της Κρήτης καθυστέρησε την επίθεση κατά της Ρωσίας που είχε προγραμματιστεί για τις 18 Μαΐου 1941 και έδωσε τη δυνατότητα στους Ρώσους να κερδίσουν το χρόνο που χρειαζόταν για την άμυνά τους. Οι απώλειες στη μάχη της Κρήτης και από τις δύο πλευρές υπήρξαν πολύ μεγάλες. Οι απώλειες για τους Συμμάχους ήταν: 3.500 νεκροί, 1.900 τραυματίες και 17.500 αιχμάλωτοι. Οι Γερμανοί, σύμφωνα με δικά τους στοιχεία, είχαν 3.986 νεκρούς και αγνοούμενους, 2.594 τραυματίες, ενώ έχασαν 370 αεροπλάνα. Σύμφωνα, όμως, με συμμαχικούς υπολογισμούς, οι γερμανικές απώλειες ξεπέρασαν τις 16.000. Οι νεώτεροι τότε Κρητικοί με την πείσμονα και ηρωική αντίστασή τους απέδειξαν ότι διέθεταν τη γενναιότητα, το θάρρος, τη τόλμη και το πνεύμα αυτοθυσίας που διέκρινε τις προγονικές γενιές. Από την επομένη της λήξης της μάχης οι Γερμανοί αποφάσισαν σκληρά αντίποινα στο τοπικό πληθυσμό και, επιδόθηκαν στην φρικιαστική εκδίκησή τους. Στις 2-6-1941, μια μονάδα αλεξιπτωτιστών υπό τον υπολοχαγό Horst Trebes, εισέβαλλαν στο χωριό Κοντομαρί. Συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους του χωριού, συνέλαβαν 25 άνδρες, ηλικίας από 18 έως 50 ετών και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ, αφήνοντας να ζήσουν μονάχα οι ηλικιωμένοι. Άλλες μονάδες κινήθηκαν προς τα χωριά του Κερίτη ποταμού, όπου συλλαμβάνουν και εκτελούν 42 άντρες στον Αλικιανό. Το νύκτα της ίδιας μέρας το Γερμανικό Τάγμα Παλαιοχώρας κύκλωσε τη Κάνδανο. Το πρωί οι Γερμανοί κάλεσαν τους κατοίκους να παρουσιασθούν για να τους ανακοινωθεί, όπως είπε ο Φρούραρχος, η διαταγή του Γερμανού Στρατηγού. Η διαταγή του Γερμανού Στρατηγού που εκτελέστηκε στην συνέχεια ήταν: “Η Κάνδανος να καταστραφεί ολοκληρωτικά και οι κάτοικοι να εξοντωθούν”. Στο τέλος του καταστροφικού τους έργου, οι γερμανοί αφαίρεσαν μια πόρτα από ένα καταστραμμένο σπίτι και έγραψαν πάνω: “ΩΣ ΑΝΤΙΠΟΙΝΟΝ ΤΩΝ ΑΠΟ ΟΠΛΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ & ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΟΠΙΣΘΕΝ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΕΝΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΚΑΤΕΣΤΡΑΦΗ Η ΚΑΝΔΑΝΟΣ”. Ο Κατάλογος της γερμανικής θηριωδίας, των εκτελέσεων ως αντίποινα, δεν έχει τέλος το καλοκαίρι του 1941. Σε 2000 περίπου υπολογίζονται οι εκτελεσμένοι άμαχοι Κρητικοί από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής τους δύο πρώτους μήνες, σε σύνολο 3.471 όλης της περιόδου.


136

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η Κατοχή Με την κατάκτηση της Κρήτης, επιβλήθηκε η γερμανική “Νέα Τάξη πραγμάτων”. Την προσδιόριζαν η τρομοκρατία, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις και τα αντίποινα κατά του άμαχου πληθυσμού. Με την επίκληση του αξιώματος της συλλογικής ευθύνης, αιτιολογήθηκε η στρατηγική της «προληπτικής» χρήσης τυφλής βίας κατά των προφανώς αμέτοχων, αλλά εκ προοιμίου συνένοχων πολιτών, για τις γερμανικές απώλειες επί ελληνικού εδάφους. Οι καθημερινές εκτελέσεις κρατούμενων και οι ομαδικές εξοντώσεις κατοίκων ολόκληρων χωριών, ως αντίποινα για δολιοφθορές σε βάρος του στρατού κατοχής, οι φυλακίσεις και οι βασανισμοί, οι εκτοπίσεις Ελλήνων στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, συναποτελούσαν την κατασταλτική μηχανή των Γερμανών, απέναντι σε κάθε αντιστασιακή ενέργεια. Στα Χανιά οι φυλακές της Αγιάς ήταν ο τόπος του μαρτυρίου, των βασανισμών, των εκτελέσεων και των διαβιβάσεων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για τους Χανιώτες πατριώτες. Τα δεινά και οι δοκιμασίες στην κατοχή για τον ελληνικό λαό δεν είχαν τέλος. Η καταστροφή κάθε λογής υποδομής από τους βομβαρδισμούς, η απομύζηση αγαθών, πόρων και αποθεμάτων της χώρας από τους κατακτητές, καταδίκασε την οικονομία σε απόλυτο μαρασμό και συνακόλουθα το πληθυσμό σε θανάσιμη πείνα. Από την αρχή της εισβολής στην Ελλάδα οι γερμανοί κατακτητές άρχισαν τη συστηματική καταλήστευση του πλούτου της. Τεράστιες ποσότητες τροφίμων, ρουχισμού, υποδημάτων, φαρμάκων, μηχανημάτων, καυσίμων και πρώτων υλών, που βρέθηκαν σε κρατικές ή ιδιωτικές αποθήκες, στα τελωνεία ή στα πλοία, χαρακτηρίστηκαν «λεία πολέμου» και κατασχέθηκαν. Το εθνικό εισόδημα της χώρας, έπεσε σε δύο χρόνια δέκα φορές κάτω. O ιλιγγιώδης πληθωρισμός μηδένισε τα εισοδήματα και τις αποδοχές των κατακτημένων, ενώ η κυκλοφορία αγαθών στη μαύρη αγορά, -τα οποία μπορούσε κανείς να αποκτήσει πληρώνοντας σε χρυσές λίρες ή ανταλλάσσοντας τα υπάρχοντά του- συμπλήρωσαν την αδιέξοδη κατάσταση. H εξεύρεση τροφής, ειδικά στα αστικά κέντρα, αποτέλεσε μια οδυνηρή περιπέτεια και η πείνα κόστισε τη ζωή πολλών χιλιάδων ανθρώπων. Ο ελληνικός λαός αντιμετώπισε οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης. Το πρόβλημα αυτό εμφανίστηκε με μεγαλύτερη οξύτητα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το θέαμα εξαντλημένων ανθρώπων που σωριάζονταν στους δρόμους της Αθήνας, τα κάρα με τους σωρούς των πτωμάτων και οι ομαδικοί τάφοι, είναι από τις σκληρότερες εικόνες της κατοχής. Ανυπολόγιστες κυριολεκτικά ήταν οι απώλειες του πολέμου. Η Ελλάδα όταν βγήκε από την πολεμική περιπέτεια ήταν ουσιαστικά κατεστραμμένη. Οι νεκροί σε μάχες, οι εκτελεσμένοι και δολοφονημένοι, οι εκτελεσμένοι όμηροι στα γερμανικά στρατόπεδα και όσοι πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες ανέρχεται σε 500.000 περίπου. 1.700 ήταν τα ολοκληρωτικά πυρπολημένα ελληνικά χωριά. 155.000 ήταν τα καμένα κτίρια.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

137

Το επισιτιστικό πρόβλημα Και ο πληθυσμός της Κρήτης δοκιμάστηκε πολύ άσχημα στην κατοχή. Οι κάτοικοι των πόλεων περισσότερο από τους κατοίκους της υπαίθρου. Η ύπαιθρος δεν έζησε τις καταστάσεις του λιμού, γιατί είχε την ύστατη διέξοδο στη φύση. Η διατροφή όμως και των χωρικών έγινε προβληματική. Από την αρχή του Ελληνοϊταλικού πολέμου με την επιστράτευση του ενεργού ανδρικού πληθυσμού και την επίταξη των υποζυγίων, για τις μεταγωγικές ανάγκες του Ελληνικού στρατού, η γεωργική παραγωγή έπεσε κατακόρυφα. Πίσω έμειναν οι γυναίκες και οι μεγάλοι σε ηλικία άνδρες, που έπρεπε τώρα χωρίς μέσα να καλλιεργήσουν τη γη, για να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Πολλές οικογένειες από την πόλη γύρισαν στα πατρικά τους για να μπορέσουν να επιζήσουν. Η διατροφή του πληθυσμού βασίστηκε στα χορταρικά, το λάδι, το γάλα και τα φρούτα. Το ψωμί ήταν ελάχιστο και το κρέας σπάνιο. Τα στρατεύματα κατοχής κατέγραψαν όλα τα ζώα και απαγόρευαν την σφαγή τους. Τα προόριζαν για τον εαυτό τους, τα συγκέντρωναν και τα χρησιμοποιούσαν για την διατροφή τους. Η τιμωρία σε γεωργό ή παραγωγό, που προέβαινε σε σφαγή καταγεγραμμένου ζώου ήταν τουλάχιστον ο άγριος ξυλοδαρμός. Έτσι η κτηνοτροφική παραγωγή (για όλα τα ζώα) στην Κρήτη μειώθηκε σε ποσοστό πάνω από το 50%.

Οι αγγαρείες Οι Γερμανοί μετά την κατάληψη της Κρήτης, φοβούμενοι μια μελλοντική απόβαση των συμμαχικών στρατευμάτων, μετέτρεψαν όλο το νησί σε απόρθητο οχυρό. Ναρκοθέτησαν τις παραλίες, δημιούργησαν στις παράκτιες περιοχές οχυρές θέσεις με βαριά όπλα, υπόγειες στοές με πυρομαχικά και εφόδια, επισκεύασαν τα λιμάνια και επέκτειναν το αεροδρόμιο του Μάλεμε. Για να κατασκευάσουν αυτά τα έργα χρειαζόταν ένα μεγάλο εργατικό δυναμικό και το βρήκαν στους ντόπιους με την “αγγαρεία”, τα καταναγκαστικά έργα. Με διαταγή της Ανώτερης Στρατιωτικής Διοίκησης Κρήτης, οι Πρόεδροι των Κοινοτήτων ήταν υποχρεωμένοι να συντάσσουν καταστάσεις εργατών, να τις υποβάλλουν στην Διοίκηση και ν’ αποστέλλουν κάθε μέρα ένα ορισμένο αριθμό εργατών στα καταναγκαστικά έργα. Σε περίπτωση ανυπακοής η τιμωρία ήταν σκληρή. Οι κάτοικοι της επαρχίας Κισσάμου ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν από το Μάλεμε μέχρι και την Χρυσοσκαλίτισσα. Οι Δελιανοί δούλευαν αγγαρεία στα οχυρωματικά έργα Μάλεμε-Κολυμπάρι. Τα έργα τα είχαν αναλάβει Έλληνες εργολάβοι, πολλοί από τους οποίους πλούτισαν απ΄ αυτή τη δουλειά. Οι επιστάτες ήταν Γερμανοί, συνήθως κοινοί εγκληματίες απελευθερωμένοι από τις φυλακές. Αυτοί φρόντιζαν με το βούρδουλα να δουλεύουν οι αγγαρεμένοι.


138

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η Αντίσταση Η αντίσταση του Κρητικού λαού στη χιτλερική επιδρομή δεν άργησε να εκδηλωθεί και με οργανωμένο τρόπο κατά του κατακτητή, με την ίδρυση των αντιστασιακών οργανώσεων από το φθινόπωρο του 1941. Ο επικός απόηχος του αλβανικού πολέμου, η ηρωική αντίσταση στην βάρβαρη κατάκτηση, η αφόρητη καταπίεση, το κοινό μίσος εναντίον των κατακτητών είχαν από τη μια ριζοσπαστικοποιήσει τους ανθρώπους και από την άλλη είχαν αμβλύνει πολλές από τις παλιές πολιτικές διαιρέσεις μπροστά τώρα στο κοινό αίτημα για απελευθέρωση. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, ιδιότητας, κοινωνικής και πολιτικής ένταξης, σε πόλεις και ύπαιθρο μπήκαν στον αγώνα σ’ όλη την Ελλάδα. Ο Ελληνικός στρατός συνθηκολόγησε και η πολιτική ηγεσία εγκατέλειψε τη χώρα. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, η κυβέρνηση του και τα παλιά πολιτικά στελέχη το ‘σκασαν στην Αίγυπτο για να σωθούν χωρίς να τους νοιάζει για το τι άφηναν πίσω τους. Η κοινωνία πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Βρέθηκαν οι πατριώτες, όπως σ’όλες τις εποχές της δουλείας, που δε λογάριασαν τίποτε μπροστά τη τρομοκρατία του κατακτητή και τη προπαγάνδα της υποταγής ορισμένων ντόπιων ραγιάδων. Οι κήρυκες της δουλοφροσύνης παραμερίστηκαν κι ας ήταν οι θυσίες δυσανάλογες προς τα ωφελήματα, κι’ ας ήταν οι αντεκδικήσεις του καταχτητή βάρβαρες και τρομερές. Tο Σεπτέμβριο του 1941 ιδρύθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Mέτωπο (Ε.Α.Μ.) στην Αθήνα, που συγκροτήθηκε από το Κ.Κ.Ε. , με τη σύμπραξη άλλων, μικρότερων σοσιαλιστικών κομμάτων (Σ.Κ.Ε., Ε.Λ.Δ. και Α.Κ.Ε.). Αποτέλεσε τη μαζικότερη αντιστασιακή οργάνωση της Kατοχής, που εξαπλώθηκε σ΄όλη την Ελλάδα, συσπειρώνοντας γύρω της τους περισσότερους αντιστεκόμενους Έλληνες. Στόχοι του, όπως δηλωνόταν στο ιδρυτικό καταστατικό του, η οργάνωση της αντίστασης κατά του κατακτητή και η εξασφάλιση της δυνατότητας στον ελληνικό λαό να αποφανθεί για το τρόπο της μεταπολεμικής του διακυβέρνησης. Το στρατιωτικό σκέλος του Ε.Α.Μ. αποτέλεσε ο Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (Ε.Λ.Α.Σ.), που η δράση του άρχισε το Φεβρουάριο του 1942, υπό την ουσιαστική καθοδήγηση στην Ηπειρωτική Ελλάδα του Άρη Βελουχιώτη. Επίσημος στρατιωτικός του διοικητής αναδείχθηκε αργότερα ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης. Ακολούθησε, η ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (Ε.Δ.Ε.Σ.), που τέθηκε υπό την πολιτική ηγεσία του στρατηγού Nικολάου Πλαστήρα, ενώ τη στρατιωτική του καθοδήγηση ανέλαβε ο στρατηγός Nαπολέων Zέρβας. Συγκρότησε αντάρτικες δυνάμεις, που ανέλαβαν δράση από τον Ιούνιο του 1942, κυρίως στη βορειοδυτική Ελλάδα. Αργότερα, τον Απρίλιο του 1943, ιδρύθηκε και τρίτη αντιστασιακή οργάνωση, η Εθνική Και Κοινωνική Απελευθέρωση (Ε.Κ.Κ.Α.), από αξιωματικούς με δημοκρατικά και αντιμοναρχικά αισθήματα και πολιτικό εκφραστή το Γεώργιο Καρτάλη. Το ένοπλο τμήμα αυτής της ομάδας αποτέλεσε ανταρτικό σώμα, με αρχηγό το συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό και χώρο δράσης κυρίως τη Γκιώνα στη Στερεά Ελλάδα.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

139

Στην Κρήτη ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Με την κατάρρευση της Ελλάδας οι εξόριστοι - του δικτάτορα Ι. Μεταξά- κομμουνιστές δραπέτευσαν από τους τόπους εξορίας και προωθήθηκαν στους τόπους καταγωγής τους. Το Μάη του 1941 ομάδα Κρητών κομμουνιστών απέδρασε από τη Φολέγανδρο και μια δεύτερη από τη Γαύδο και πέρασαν στην Κρήτη. Αυτοί ήταν οι πρώτοι ανέλαβαν την πρωτοβουλία για ανάπτυξη του ΕΑΜ στην Κρήτη, μετά την κεντρική ίδρυσή του. Δημιούργησαν τους αρχικούς οργανωμένους πυρήνες από τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ και άρχισαν να καταπιάνονται με την οργάνωση της εξέγερσης. Οι συνωμοτικοί κανόνες και οι οργανωτικές ικανότητες των στελεχών του ΚΕΕ τους διευκόλυναν στο στόχο τους. Μυήθηκαν τα πρώτα μαχητικά στοιχεία και σιγά σιγά άπλωνε οργανωτικά ή δουλειά. Έτσι ξεπετάχθηκε τότε το Ε AM και άρχισε να καταπιάνεται συστηματικά με την οργάνωση της αντίστασης και τη συγκρότηση ένοπλων αντιστασιακών ομάδων. Από του πρώτους που εντάσσεται στο ΕΑΜ είναι ο Στρατηγός Μανώλης Μάντακας που βρισκόταν στα βουνά από το 1938, καταδιωκόμενος λόγω του κινήματος κατά της μεταξικής δικτατορίας. Ακολούθησαν οι συνταγματάρχες Κοντεκάκης Γρηγόρης, Πρώιμος Στέφανος και Παπουτσάκης Γεώργιος, ο γιατρός Σταματάκης Νικόλαος, και πλήθος άλλοι επιφανείς και αφανείς πατριώτες σ’ όλο το νομό Χανίων. Στις 7-8-1942 ο Στρατηγός Εμμ. Μάντακας ανακοινώνει ότι συγκροτείται οργάνωση του ΕΑΜ και στις 25 του Ιούνη του 1943, η πρώτη ανταρτική ομάδα του ΕΛΑΣ στα Μεσκλά. Σε σύντομο χρόνο η δύναμή του ΕΛΑΣ έφτασε το μέγεθος της μεραρχίας (5η Μεραρχία). Κατά τον επιτελάρχη της 5ης Μεραρχίας Στέφανο Πρώιμο, στην πλήρη ανάπτυξη του ο ΕΛΑΣ της Κρήτης -προς το τέλος της κατοχής- διέθετε 15 Τάγματα με στρατηγό, 5 συντάγματα με πολλούς αξιωματικούς μόνιμους και έφεδρους και 114 καπετάνιους. Στο τακτικό ΕΛΑΣ από την επαρχία Κισσάμου είχαν καταταγεί περί τους 225 μαχητές οι μισοί απ΄ αυτούς κατάγονταν από τα Παλιά Ρούματα. Ο ΕΛΑΣ έλεγχε τα ορεινά τις Κισσάμου. Αργότερα στην Δυτική Κίσσαμο και ιδιαίτερα στα χωριά Τοπόλια, Λουσακιές, Μεσόγεια ο έλεγχος πέρασε στην ΕΟΚ.

Η Εθνική Οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ) Τον Ιούλη του 1943 ιδρύθηκε και άλλη αντιστασιακή οργάνωση με το όνομα ΕΟΚ, (Εθνική Οργάνωση Κρήτης), η οποία τελούσε υπό την προστασία και την καθοδήγηση των Άγγλων, με διακηρυγμένο στόχο την αντίσταση του πληθυσμού κατά των στρατευμάτων κατοχής. Την οργάνωση πλαισίωναν οι “εθνικόφρονες” της εποχής, ήταν συνδεμένη με την Κυβέρνηση του Καΐρου και είχε προσανατολισμό να δημιουργήσει κίνημα αντίρροπο του ΕΑΜ και “να εξουδετερώνει την προπαγάνδα των κομμουνιστών”. Στην πλήρη ανάπτυξή της -από 1ης Νοεμβρίου 1944- η οργάνωση σύμφωνα με το πρόεδρο της Ν. Σκουλά, είχε ηγεσία με Πρόεδρο τον Νικόλαο Σκουλά, Αντιπρόεδρο τον Ιωσ. Βουλουδάκη και Γραμματείς τους Ευτ. Κοντινάκη και Δημ. Αγγελάκη, και διέθετε τρία Τάγματα (στην Κυδωνία υπό το Ταγμ/χη Ι. Βελεγρήν, στον Αποκόρωνα υπό το


140

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Ταγμ/χη Λιόδη στην Κίσσαμο υπό το Ταγμ/χη Γ. Ντιγριντή), μία Διλοχία (στα Σφακιά υπό το Ταγμ/χη Γ. Βολουδάκη) και ένα ανεξάρτητο Τάγμα στο Σέλινο (υπό το Ταγμ/χη Ι. Μαρκετάκη). Αργότερα ιδρύθηκε ανεξάρτητο Σύνταγμα ΕΟΚ υπό τον Συντ/χη Αντ. Παπαδάκη, στον οποίον υπήχθησαν τα 3 Τάγματα και η Διλοχία Σφακίων. Η ίδρυση ένοπλου τμήματος της ΕΟΚ στην Κίσσαμο έγινε στις 14 Οκτωβρίου 1944. Σε αναφορά του Διοικητή του Τάγματος, Ταγματάρχη Γεωργίου Ντιγριντή προς την Διοικητική Επιτροπή της ΕΟΚ, αναφέρεται στην ίδρυση τάγματος ΕΟΚ Κισσάμου στα Δελιανά, με συνολική ένοπλο δύναμη 110 άνδρες. Αργότερα ο ίδιος αναφέρει ότι το Τάγμα διαθέτει 5 λόχους με έδρες: Δελιανά, Τοπόλια, Καστέλι, Δραπανιά και Βουκολιές. Ο Λόχος Δελιανών περιλάμβανε τα χωριά Δελιανά - Πανέθημος - Καρρές - Ζυμβραγού Μαλάθυρος -Επισκοπή - Σφακοπηγάδι - Περβολάκια και Ρόκκα και είχε επικεφαλείς το Λοχαγό Επαμεινώνδα Χαλατσάκη και Ανθ/γό Εμμανουήλ Αναγνωστάκη. Τάγμα χωροφυλακής του Δημήτρη Παπαγιαννάκη Σοβαρότατα προβλήματα στην περιοχή Κισσάμου δημιούργησε το Τάγμα χωροφυλακής του Δημήτρη Παπαγιαννάκη, ο οποίος είχε το σπίτι του στην Κρύα Βρύση και το χρησιμοποίησε ως βάση της δραστηριότητάς του. Ο Παπαγιαννάκης δημιούργησε το τάγμα του στις 17-2-1944, με σκοπό “την πάταξη της ζωοκλοπής και την εμπέδωση της τάξεως στην ύπαιθρο χώρα”, στρατολόγησε πολλούς νέους από την περιοχή με το δέλεαρ της ένταξής τους σ΄ένα σώμα χωροφυλακής και πλαισιώθηκε από ετερόκλητα άτομα αμφιβόλων προθέσεων. Όταν αργότερα διαφάνηκε ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός του, αλλά η δημιουργία ενός φιλογερμανικού, αντιαριστερού ένοπλου σώματος έχασε μεγάλο μέρος από τη δύναμή του. Εθελούσια ή όχι στην πορεία αυτό το τάγμα εξυπηρέτησε τα στρατεύματα κατοχής.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

141

Τα Δελιανά στην Αντίσταση Οι Αγοραστάκηδες ενταχθήκανε από νωρίς στην οργάνωση του ΕΑΜ και αποτέλεσαν τον βασικό πυρήνα του στα Δελιανά91. Συγκεκριμένα στην οργάνωση εντάχθηκαν οι: Αγοραστάκης Γεώργιος του Στεφάνου Αγοραστάκης Γεώργιος του Κωνσταντίνου Αγοραστάκης Ελευθέριος του Αντωνίου Αγοραστάκης Στέφανος του Ιωάννη Σφακιωτάκης Νικόλαος του Βασιλείου Απ’ αυτούς στον ΕΛΑΣ ήταν ο Αγοραστάκης Ελευθέριος του Αντωνίου92, και στον εφεδρικό ΕΛΑΣ οι: Αγοραστάκης Γεώργιος του Στέφανου, Αγοραστάκης Μιχαήλ του Αντωνίου και Αγοραστάκης Νικόλαος του Κων/νου. Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ του μάχιμου και εφεδρικού ΕΛΑΣ ήταν ελαστικές, καθώς και οι εφεδρικοί μπορούσαν να γίνουν ένοπλοι και αντίθετα. Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ, δρούσε στα μετόπισθεν και είχε την ευθύνη της επιμελητείας των ανταρτικών ομάδων, και της φρούρηση του χωριού. Οι Αγοραστάκηδες είχαν συγκροτήσει ένα ΕΑΜμικό αντιστασιακό δίκτυο με συνδέσμους τ’ αδέρφια τους και ξαδέρφια τους στα γύρω χωριά. Συγκέντρωναν τρόφιμα και εφόδια, στα μαγαζιά που είχαν στα Δελιανά και τα μετέφεραν συνήθως στο Σάσαλο και στα Ρούματα. Στο Σάσαλο ήταν ο Τζανακάκης Γεράσιμος (στέλεχος ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) και σύζυγός της Ευανθίας Αγοραστάκη του Κων/νου. Στα Ρούματα ήταν ο Γιάννης Παρδαλάκης και η σύζυγός του Ειρήνη Αγοραστάκη του Στεφάνου, των οποίων τα παιδιά ήταν οργανωμένα στο ΕΑΜ και ΕΛΑΣ. Στην οργάνωση της ΕΟΚ Δελιανών93 εντάχθηκε μόνο ο Αγοραστάκης Παναγιώτης του Αντωνίου. Τα στοιχεία για τις αντιστασιακές οργανώσεις αντλήθηκαν από τους Πίνακες Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και από τα δημοσιευμένα αρχεία του ΕΛΑΣ94. Στην ίδια οργάνωση ακόμα από τα Δελιανά ήταν οι: ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ του ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ ΗΛΙΑΣ του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, ΓΕΩΡΓΙΑΚΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ του ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΓΕΩΡΓΙΑΚΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ του ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ του ΑΝΔΡΕΑ, ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ του ΓΕΩΡΓΙOY, ΖΕΒΟΥΔΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ του ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΖΕΡΒΟΥΔΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ του ΠΑΥΛΟY, ΜΑΡΟΝΙΚΟΛΑΚΗ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩ του ΙΩΣΗΦ, ΨΥΛΛΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ του ΝΙΚΟΛΑΟY, ΠΕΤΡΑΚΗ ΕΡΜΙΟΝΗ του ΓΕΩΡΓΙΟY στην ΕΠΟΝ & ΜΙΝΩΤΑΚΗ [ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ] ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του ΝΙΚΟΛΑΟΥ 92 Επίσης στον ΕΛΑΣ ήταν από τα Δελιανά ήταν: ο Διγαλάκης Μιχαήλ του Γεωργίου και οι Διγαλάκης Ιωάννης και Νικόλαος του Παναγιώτη 93 Στην οργάνωση της ΕΟΚ ανήκαν οι παρακάτω: ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ του ΑΝΤΩΝΙΟY, ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ ΜΑΝΟΥΣΟΣ του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ του ΓΕΩΡΓΙOY, ΜΑΥΡΟΜΑΤΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ του ΣΤΑΥΡΟY, ΜΑΥΡΟΜΑΤΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ του ΜΙΧΑΗΛ, ΜΙΝΩΤΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ του ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ, ΜΠΑΣΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, ΠΑΤΕΡΑΚΗ ΜΑΡΙΑ του ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ, ΠΕΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗ ΑΣΠΑΣΙΑ του ΓΕΩΡΓΙOY 91


142

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η Αντίσταση στην Κίσσαμο Τον Αύγουστο του 1944 παρουσιάζεται μια κορύφωση στις ανταρτικές επιθέσεις του ΕΛΑΣ στην Κίσσαμο. Οι Ελασίτες στήνουν ενέδρες κατά Γερμανικών στρατιωτικών τμημάτων μεταφοράς και ανεφοδιασμού, πραγματοποιούν επιθέσεις κατά γερμανικών κλιμακίων, αλλά και κατά του τάγματος Παπαγιαννάκη. Στις 15-16/7/ 1944 οι Ελασίτες έστησαν ενέδρα στο τάγμα Παπαγιαννάκη που μετέβαινε να χτυπήσει τα Ρούματα στον αμαξιτό δρόμο μεταξύ Κακοπέτρου και Π. Ρουμάτων και ύστερα από συμπλοκή, συνέλαβαν και αφόπλισαν 49 χωροφύλακες. Στις 29/7/1944 τμήμα του 3ου τάγματος ΕΛΑΣ Κισσάμου-Σελίνου χτύπησε γερμανικό απόσπασμα στο χωριό Λίμνη στα Ενιαχωριά όπου σκότωσε 3 Γερμανούς. Την επομένη επιτέθηκε στο γερμανικό φυλάκιο στο δρόμο Κούνενι-Στόμιο σκότωσε ένα Γερμανό και αιχμαλώτισε δύο. Στις 4/8/1944 μια ομάδα από το 3ο Τάγμα ΕΛΑΣ Κισσάμου-Σελίνου, έστησε ενέδρα και επιτέθηκε σε εφοδιοπομπή 6 γερμανικών φορτηγών αυτοκινήτων στον αμαξιτό δρόμο προς Σέλινο, στη θέση «Άναβος». Σκοτώθηκαν 8 και αιχμαλωτίσθηκαν 6 Γερμανοί και κάηκαν τα αυτοκίνητά τους. Στις 5/8/1944 μια ομάδα του ΕΛΑΣ Κισσάμου επιτέθηκε στο σπίτι του Παπαγιαννάκη στην Κρύα Βρύση. Το σπίτι αυτό ο Παπαγιαννάκης το είχε μετατρέψει σε αποθήκη πυρομαχικών και γι’αυτό είχε εγκαταστήσει φρουρά χωροφυλάκων για τη φύλαξη του. Ο σκοπός της επίθεσης του ΕΛΑΣ ήταν η σύλληψη των δολοφόνων του υπολοχαγού Μανόλη Πιμπλή. Παρόμοια επιχείρηση είχε κάνει τις προηγούμενες μέρες η ΕΟΚ με δικά της ένοπλα τμήματα από το Σέλινο και είχε αποτύχει. Ύστερα από δίωρη μάχη του ΕΛΑΣ, η φρουρά Παπαγιαννάκη διαλύθηκε και αιχμαλωτίστηκαν ο επικεφαλής της φρουράς και 8 χωροφύλακες. Το ανταρτοδικείο του ΕΛΑΣ στην συνέχεια καταδίκασε σε θάνατο τον επικεφαλής της φρουράς Παπαγιαννάκη για τη δολοφονία του Μανόλη Πιμπλή (στις 17/7/1944) και απέλυσε τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Για αντίποινα ο Παπαγιαννάκης προανήγγειλε (26/8/1944) την εκτέλεση 50 κομμουνιστών. Σε πέντε μέρες ο Γερμανός Διοικητής Χανίων -με παρόμοιο τρόπο- ανακοίνωσε την εκτέλεση 25 κομμουνιστών κρατουμένων στις φυλακές της Αγιάς.

94 • Οι πίνακες Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης που καταρτίσθηκαν από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή Κρίσης των άρθρων 9 Π. Δ. 379/83 (ΦΕΚ Α’ 138) και 7 Ν. 2320/95 (ΦΕΚ Α’ 133) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χανίων. • Ο κατάλογος των ανταρτών του ΕΛΑΣ του νομού Χανίων δημοσιεύτηκε από τον Επιτελάρχη του ΕΛΑΣ της Κρήτης, Στέφανο Πρώιμο [21]


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

143

Στις 13/8/1944 μια ομάδα του 3ου τάγματος Κισσάμου ΕΛΑΣ, έστησε ενέδρα και επιτέθηκε σε εφοδιοπομπή γερμανικών αυτοκινήτων που μετέφερε ένα λόχο Γερμανών (περίπου 150 άνδρες) προς τα Εννιά Χωριά Κισσάμου, στη θέση «Κατσοματάδο». Σκοτώθηκαν 35 Γερμανοί και κάηκε το ένα αυτοκίνητο. Από τους Ελασίτες σκοτώθηκε ένας και τραυματίσθηκε ένας.

Τα αντίποινα των Γερμανών Οι Γερμανοί που αρχίζουν να προετοιμάζονται για την οπισθοχώρησή τους από την Κρήτη και συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους στα Χανιά, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ελευθερία των κινήσεων τους, και να τρομοκρατήσουν τους ντόπιους, ξεσπούν σε αντίποινα σε βάρος του άμαχου και άοπλου πληθυσμού. Το δεκαπενταύγουστο του ‘44 μια δύναμη περίπου 3.000 Γερμανών ξεκίνησε μια συνδυασμένη επιχείρηση από διάφορες κατευθύνσεις στα χωριά της Ανατολικής και Δυτικής Κισσάμου, καίγοντας τα χωριά και σκοτώνοντας ομαδικά τους κατοίκους. Στις 15/8/1944 κινήθηκαν εναντίον των Ρουμάτων. Περικύκλωσαν το χωριό και όσους συνέλαβαν τους εκτέλεσαν. Άλλους επί τόπου κι άλλους στα Φλώρια (13 στα Ρούματα και 7 στα Φλώρια), σε αντίποινα για την επίθεση που δέχτηκε η εφοδιοπομπή τους από τον ΕΛΑΣ στον Άναβο. Στις 28/8/1944 τα Γερμανικά στρατεύματα περικύκλωσαν το χωριό Κακόπετρος και εκτέλεσαν επί τόπου 22 άντρες του χωριού. Την ίδια μέρα περικύκλωσαν και το χωριό Μαλάθυρος, μπήκαν μέσα στις γειτονιές και άρχισαν να συλλαμβάνουν τους άνδρες και τις γυναίκες. Τους είπαν ότι είχαν πληροφορίες και αποδείξεις ότι στο χωριό υπήρχαν Άγγλοι, ασύρματος και πυρομαχικά και πως εντός δύο ωρών θα πρέπει να τους τα παραδώσουν όλα, αλλιώς θα τους εκτελέσουν. Αφού δεν πήραν απάντηση οδήγησαν τους 63 άνδρες που συνέλαβαν στο τόπο της εκτέλεσης τους, στο φαράγγι του χωριού περίπου 2 χλμ μακριά. Στην διαδρομή εκτέλεσαν τους 5 τελευταίους της φάλαγγας. Όπως προχωρούσαν, όταν έφτασαν στο τόπο της θυσίας, τους γάζωσαν οι ριπές των πολυβόλων. Ακολούθησε η χαριστική βολή. Σ’ έναν, που ήταν πεσμένος μέσα στα αίματα, έκαναν λάθος και δεν τον πυροβόλησαν στο κεφάλι. Ήταν ο μοναδικός επιζών και το όνομα του: Καρτσωνάκης Ιωάννης του Γεωργίου. Την επομένη 29/8/1944, οι Γερμανοί συνέχισαν τις επιχειρήσεις τους στα Τοπόλια - Αϊ Κυρ Γιάννη Τσουρουνιανά όπου εκτέλεσαν 10, στις Καλάθενες 11, και στη Βάθη 14.


144

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Οι τελευταίες συγκρούσεις στην Κρήτη Στις 12 του Οκτώβρη του 1944 τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής εγκατέλειψαν την Αθήνα. Το όνειρο 4 χρόνων σκλαβιάς έγινε πραγματικότητα. Μια ανθρωποθάλασσα του Αθηναϊκού λαού ξεχύθηκε ακράτητη στους δρόμους σε εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού. Την ίδια μέρα κατέφθασαν στο λιμάνι του Πειραιά τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα. Η Κρήτη όμως θα αργούσε πολύ ακόμα να δει τη μέρα της λευτεριάς. Τα γερμανικά στρατεύματα στην Κρήτη δεν αποχώρησαν, θα έμεναν στα Χανιά μέχρι την τελική πτώση και παράδοση της Γερμανίας. Ίσως αυτό εξυπηρετούσε τους Άγγλους! Σε ένα μήνα μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, οι Γερμανοί στα Χανιά θα επιχειρούσαν, με μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση, την εξόντωση της κύριας δύναμης του ΕΛΑΣ. Η μάχη της Παναγιάς Στις 12 του Νοέμβρη του 1944 ο διοικητής του Φρουρίου Κρήτης γερμανός Μπεντάκ αποφάσισε να επιτεθεί κατά του 14ου συντάγματος ΕΛΑΣ και της έδρας της μεραρχίας του στην Παναγιά Κεραμιών. Η επίθεση 1500 Γερμανών με θωρακισμένα, τανκς και πυροβολικό άρχισε από τους Κάμπους μέχρι το Κλεφτοπέραμα. Ο ΕΛΑΣ αντιπαρατάχθηκε με δύναμη περίπου 600 ανδρών αραιά τοποθετημένων κατά φυλάκια. Επί 12ωρο οι Γερμανοί προσπαθούσαν να κάμψουν την πείσμονα αντίσταση του. Δεν μπόρεσαν όμως να προχωρήσουν ούτε βήμα κι εγκατέλειψαν την προσπάθεια τους, αφήνοντας πίσω τους 4 νεκρούς. Υστέρα απ’ αυτήν την αποτυχία ο γερμανός στρατηγός διοικητής αποφάσισε να επαναληφθεί η επιχείρηση σφοδρότερη την μεθ’ επομένη. Και εδώ οι Γερμανοί απότυχαν και εκτράπηκαν σε βομβαρδισμούς και πρωτοφανείς ωμότητες. Έκαψαν και κατέστρεψαν τα χωριά Παναγιά και Αγ. Γεώργιος και με το πυροβολικό προξένησαν ζημιές στα γειτονικά χωριά.

Οι τελευταία μάχη του πολέμου στον Άστρικα Στις 29-3-1945 περί τους 400 Ιταλοί στρατιώτες, αιχμάλωτοι των Γερμανών, αυτομόλησαν, πήραν τον οπλισμό και τ’ αυτοκίνητα του στρατοπέδου κράτησής τους και έφτασαν στα Δελιανά. Οι Γερμανοί τους καταδίωξαν και όταν έφτασαν στα σύνορα Άστρικα-Δελιανά (στο πόρο τ’ Αστρίκου) ήρθαν αντιμέτωποι με στρατιώτες ενός φυλακίου του πρόσφατα συγκροτούμενου ελληνικού στρατού95 και ένοπλους αντιστασιακούς. 95 Μετά την σύμπτυξη των Γερμανικών Δυνάμεων στα Χανιά τον Οκτώβριο του 1944 ορίστηκε στρατιωτικός και πολιτικός Διοικητής Κρήτης, ο Νικόλαος Παπαδάκης. Τότε κλήθηκαν δυο κλάσεις Κρητών στρατιωτών που παρουσιάστηκαν στην Παλαιόχωρα Σελίνου, για την δημιουργία Ελληνικού στρατού. Την ίδια περίοδο στην Κρήτη υπήρχαν οι ανταρτικές οργανώσεις του ΕΛΑΣ και της ΕΟΚ. Ο ανασυγκροτούμενος Ελληνικός Στρατός εφοδιάστηκε με Αγγλικό οπλισμό και στρατιωτικές Αγγλικές ενδυμασίες. Όταν, έγινε η τελευταία σύγκρουση στον Άστρικα, υπήρχε εκεί προχωρημένο φυλάκιο από το στρατιωτικό κλιμάκιο του Κακοπέτρου.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

145

Το φυλάκιο του Άστρικα Κισσάμου είχε δύναμη ένα ανθυπολοχαγό και 10 άνδρες, από τους όποιους οι περισσότεροι ήταν Ελασίτες επιστρατευμένοι και δέχτηκε επίθεση από ένα λόχο Γερμανών. Αμέσως μετά την εμφάνιση των Γερμανών έτρεξαν στο πολυβόλο ο στρατιώτης Γιάννης Σχοινοπλοκάκης με τον ανθ/γό Μαρκουλάκη από το Σέλινο. Και οι δύο σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς πάνω στο πολυβόλο τους. Η εμφάνιση των Γερμανών σήμανε γενικό συναγερμό στα Δελιανά και τα γύρω χωριά. Οι ένοπλοι των οργανώσεων του ΕΛΑΣ και της ΕΟΚ έτρεξαν ν’ ανακόψουν την πορεία των Γερμανών προς τα Δελιανά και πήραν θέσεις μάχης. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν, όλμους, πυροβολικό και 2 τανκς. Έφθασαν μέχρι το Σαρακήνικο, τοποθεσία πριν από τα Λουραδιανά και μετά οπισθοχώρησαν επέστρεψαν στην βάση τους. Στην μάχη του Άστρικα έπεσαν οι: Μαρκουλάκης Μιχ. Ανθ/γός, Σχοινοπλοκάκης Ιωάννης στρατιώτης, Κυδωνάκης Δημήτριος, Μιχελάκης Κυριάκος, Καστρινάκης Στέφανος. Ήταν οι τελευταίοι νεκροί του β’ παγκοσμίου πολέμου στην Ελλάδα. Αρχές Μάιου τα γερμανικά στρατεύματα άρχισαν να φεύγουν από τα Χανιά. Στις 9/05/1945 οι Γερμανία υπόγραψε την παράδοσή της και τυπικά τέλειωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη.

Έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθαν οι Αγγλοαμερικανοί Στις 12 του Οκτώβρη του 1944 τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής εγκατέλειψαν την Αθήνα. Η ανθρωποθάλασσα του Αθηναϊκού λαού ξεχύθηκε ασυγκράτητη στους δρόμους σε εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού, να γιορτάσει το τέλος του πολέμου. Την ίδια μέρα κατέφθασαν στο λιμάνι του Πειραιά τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα, ως προπομπός της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου και του Βρετανού στρατηγού Σκόμπυ, που ήρθαν μια βδομάδα αργότερα (18 του Οκτώβρη). Την 1η του Δεκέμβρη ο βρετανός στρατηγός Σκόμπυ κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών του δυνάμεων τη 10η Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα, ο Γεώργιος Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, εν αγνοία των υπουργών της Αριστεράς, κι αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Οι υπουργοί που ανήκουν στο ΕΑΜ αποσύρθηκαν από την Κυβέρνηση Παπανδρέου και το ΕΑΜ κάλεσε το λαό της Αθήνας σε διαδήλωση διαμαρτυρίας για τις 3 Δεκεμβρίου. Ήταν η μέρα που ξεκίνησε η μάχη της Αθήνας (που ονομάστηκε Δεκεμβριανά). Ελεύθεροι σκοπευτές, Βρετανοί στρατιώτες κρυμμένοι στις ταράτσες των κτιρίων της πλατείας Συντάγματος πυροβολούν κατά του άοπλου πλήθους και σκοτώνουν 30 διαδηλωτές. Παράλληλα τη νύχτα ο Σκόμπυ προχώρησε στην πρώτη ανοιχτή επιθετική ενέργεια: Βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Στην πορεία η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε. Οι Εγγλέζοι στο εξής μαζί με τους υποταγμένους έλληνες πολιτικούς θα επιβάλουν με τα όπλα τις πολιτικές επιλογές τους στην Ελλάδα. Προηγούμενα στη Συνδιάσκεψη της Γιάλτας (4/02/1945), εξασφάλισαν την συναίνεση των άλλων μεγάλων δυνάμεων (Αμε-


146

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

ρική, Ρωσία) ότι η Ελλάδα τους ανήκει. Η αριστερά στην Ελλάδα αφού αφοπλίστηκε (με την συμφωνία της Βάρκιζας, 12/02/1945) έμελε στο άμεσο μέλλον να εξωθηθεί στον εμφύλιο. Στα Χανιά την ίδια περίοδο -όπως είδαμε πριν- παρέμεναν τα γερμανικά στρατεύματα. Όταν άρχισαν να αποχωρούν στις 4 του Μάη 1945, ο Διοικητής του 14ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Στυλιανός Σφακιωτάκης εξέδωσε την τελευταία του Η. Δ. με την οποία ανακοινώθηκε η διάλυση του ΕΛΑΣ. Όλοι οι αξιωματικοί, οι καπεταναίοι και οι Ελασίτες μαζεύτηκαν στο Θέρισο. Σιωπηλοί και βουρκωμένοι άκουσαν την απόφαση της διάλυσης του ΕΛΑΣ, και διαλύθηκαν σεμνά, όπως αξίζει στα παλληκάρια που ξέρουν συνειδητά γιατί πολεμούσαν, γιατί κρατούσαν τα όπλα. Τον επόμενο χρόνο (31/03/1946) διεξήχθησαν οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, από τις οποίες απείχε το ΚΚΕ. Αποδείχτηκαν μοιραίες, επειδή σηματοδότησαν την έναρξη του εμφυλίου πολέμου. Μια ένοπλη επίθεση από αντάρτες στο Σταθμό Χωροφυλακής Λιτόχωρου, θα γίνει η αφορμή να ξαμοληθεί μια άγρια τρομοκρατία κατά της Αριστεράς σ’ όλη την Ελλάδα και στα Χανιά. Για τους αγωνιστές τις αριστεράς μπήκαν μπροστά τα στρατοδικεία, τα εκτελεστικά αποσπάσματα, οι βασανισμοί, και οι εξορίες. Ορισμένοι πήραν πάλι τα βουνά. Εμφύλιος Με την αποχώρηση των γερμανών οι Αγοραστάκηδες επέστρεψαν στις εστίες τους και προσπαθούσαν να ξαναρχινήσουν τη ζωή τους. Οι νεώτεροι όμως, -οι γεννηθέντες μετά το 1920- δεν πρόλαβαν. Θα υποχρεωθούν να στρατευτούν και θα οδηγηθούν στα μέτωπα του εμφυλίου πολέμου στη βόρεια Ελλάδα. Η τραγικότητα αυτής της περιόδου θα αναδειχθεί στο πρόσωπο του Λευτέρη Αγοραστάκη του Αντωνίου. Στις 16 του Απρίλη 1946 ο Λευτέρης Αγοραστάκης θα παντρευτεί την Ειρήνη Φουράκη στις Καρρές. Μαζί τον επόμενο χρόνο, θα κάνουν ένα αγόρι το Γιώργο, όταν ο εμφύλιος είχε αρχίσει να παίρνει διαστάσεις. Τότε ο Λευτέρης, ο αντάρτης του ΕΛΑΣ, ο νεαρότερος Αγοραστάκης της 4ης γενιάς επιστρατεύτηκε και οδηγήθηκε στο μέτωπο του εμφυλίου να πολεμήσει εναντίον των συντρόφων του. Στις 25 Αυγούστου του 1949 ο κυβερνητικός στρατός άρχισε την τελική επίθεση στο Γράμμο. Αφού είχε ήδη αντιμετωπίσει τις βασικές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού στη Νότια και την Κεντρική Ελλάδα και είχε εξασφαλίσει τα νώτα του, συγκέντρωσε μπροστά στο Βίτσι - Γράμμο μια στρατιά, που έφτανε τις 150 χιλιάδες άντρες. Απέναντι σ’ αυτή την δύναμη, ο ΔΣΕ μπόρεσε να αντιπαρατάξει 12 χιλιάδες μαχητές με 40 πυροβόλα. Η αντίσταση των ανταρτών υπήρξε σκληρή αλλά μάταιη. Ο κυβερνητικός στρατός με ισχυρό συγκεντρωτικό πλήγμα, κατόρθωσε να διασπάσει τις γραμμές άμυνας του ΔΣΕ, και να τον υποχρεώσει να εγκαταλείψει τα τελευταία οχυρά του στο Γράμμο και Βίτσι.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

147

Σ’ αυτές τις τελευταίες μάχες έπεσε ο Λευτέρης Αγοραστάκης. Ήταν από τους τελευταίους νεκρούς του εμφυλίου96. Σκοτώθηκε σε οπισθοχώρηση της μονάδας του όταν τον άφησαν μόνο κι ακάλυπτο στ’ αντίπαλα πυρά. Όπως και να ‘χει η ιστορία δεν παύει να είναι τραγική όπως τραγική ήταν και η ιστορία της χώρας μας εκείνη την περίοδο. Ο Μίκης Θεοδωράκης το ‘χει εκφράσει δυνατά με “Το τραγούδι του νεκρού αδελφού” (1962).97

Στον εμφύλιο έπεσαν ακόμα από τα Δελιανά οι στρατιώτες: Διγαλάκης Θοδωρής και Μαρκαντωνάκης Σπύρος.

96

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ (ΔΥΟ ΓΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ), Στίχοι: Μίκη Θεοδωράκη Δυο γιους είχες μανούλα μου / δυο δέντρα, δυο ποτάμια, δυο κάστρα Βενετσιάνικα, / δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες. Ένας για την ανατολή / κι ο άλλος για τη δύση κι εσύ στη μέση μοναχή / μιλάς, ρωτάς, μιλάς, ρωτάς τον ήλιο. Ήλιε που βλέπεις τα βουνά, / που βλέπεις τα ποτάμια όπου θωρείς τα πάθη μας / και τις φτωχές μανούλες. Αν δεις τον Παύλο φώναξε / και τον Ανδρέα πες μου. Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα / μ’ έναν λυγμό τα γέννου. Μα κείνοι παίρνουνε βουνά / διαβαίνουνε ποτάμια ο ένας τον άλλο ψάχνουνε / για ν’ αλληλοσφαγούνε. Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό, / στην πιο ψηλή ραχούλα σιμά κοντά πλαγιάζουνε / κι όνειρο - κι όνειρο ίδιο βλέπουν. Στης μάνας τρέχουνε κι οι / δυο το νεκρικό κρεβάτι. Μαζί τα χέρια δίνουνε της / κλείνουνε τα μάτια. Και τα μαχαίρια μπήγουνε / βαθιά μέσα στο χώμα. Κι απ’ εκεί ανέβλυσε νερό / να πιεις να ξε- να πιεις να ξεδιψάσεις. 97


148

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Η μεταπολεμική 5η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ στα Χανιά Το 1940 τα Λουραδιανά απογράφονται με 35 κατ. και το 1951 με 38 κατ. Στις επόμενες καταγραφές από το 1961 και μετά, τα Λουραδιανά δεν αναφέρονται ως οικισμός γιατί ενσωματώθηκαν στον οικισμό Δελιανά. Αρχές του 1960 αποχωρούσαν από το χωριό και οι τελευταίοι κάτοικοι της 4ης και 5ης γενιάς. Στα Λουραδιανά την κατοχή -εκτός από τους 35 μόνιμους κατοίκους- μαζεύτηκαν οι περισσότερες οικογένειες από τα αστικά κέντρα, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Μετά το πόλεμο παντρεύτηκαν και οι υπόλοιποι νέοι που είχαν μείνει στο χωριό κι άρχισαν να κάνουν οικογένεια. Έτσι άρχιζε να σχηματίζεται η 5η γενιά Αγοραστάκηδων / Σφακιωτάκηδων: Οι κάτοικοι των Λουραδιανών μεταπολεμικά: Από την οικογένεια του Στέφανου ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ (που είχε πεθάνει το 1932) και της Στέλλας [Καμισάκη] (1870-1958): Η μικρή της κόρη Ελένη παντρεύτηκε το 1946 το Ρούσο Δημητράκη από τις Καρρές και μετακόμισαν στην Αθήνα όπου έμειναν μόνιμα. Ο Μανόλης (1912-2000) παντρεύτηκε το 1950 τη Βασιλεία [Κυδωνάκη] (1932) από τον Άστρικα και έμειναν εκεί. Απέκτησαν 3 παιδιά: τη Μερόπη (1951), την Ιωάννα (1955), και το Δημήτρη (1958) Ο Γιώργος (1909-1978) παντρεύτηκε το 1951 την Ειρήνη [Κουριδάκη] (1927-2004) από τις Βουκολιές και απέκτησαν 3 παιδιά: τo Γιώργο (1952), το Γιάννη (1955) και τη Στέλλα (Λέλα) (1957) και έμεινε στα Δελιανά. Από την οικογένεια του Αντώνη ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ (1869-1963) και της Άννας [Πενταράκη] (1880-1976): O Παναγιώτης (1914-1999) παντρεύτηκε λίγο πριν το πόλεμο την Ειρήνη [Μπαχαδάκη] (1918-1999) απ’ τη Μαλάθυρο. Ο Παναγιώτης επιστρατεύτηκε για την Αλβανία και μετά που γύρισε, απέκτησαν δύο παιδιά: τον Δημήτρη (1941), και την Ελένη (1943). Ο Μιχάλης (1919-1980) παντρεύτηκε το 1950 την Ελευθερία [Μινωτάκη] (1920-), έμειναν στα Δελιανά και απέκτησαν 2 παιδιά: το Λευτέρη (1951) και την Βασιλική (Κική) (1953). Από την οικογένεια του Κωνσταντίνου ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ (1873-1943) και της Ευαγγελίας [Γρηγοράκη] (1880-1945): Ο Γιώργος (1915-1993) παντρεύτηκε μεσ’ το πόλεμο το 1943 την Ευαγγελία [Περακάκη] (1918-1982) από το Μούλετε και αφού τέλειωσε ο πόλεμος μετοίκησαν στο Καστέλι. Απέκτησαν 2 κορίτσια: την Άλκηστι (1944-1966) και την Ευθυμία (1946). Ο Νίκος (1917-2005) παντρεύτηκε το 1952 την Ελένη [Τσιλιμιγκάκη] (1921-2006) από


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

149

τα Καρθιανά, εγκαταστάθηκαν στα Λουραδιανά και απέκτησαν μια κόρη: την Ευαγγελία (1953). Μετοίκησαν οικογενειακά στην Αθήνα το ‘65 και επέστρεψαν πίσω μετά 30 χρόνια. Από την οικογένεια του Γιάννη ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ (1876-1955) και της Ελένης [Καρτσωνακη] (1884-1943) στο χωριό έμεινε ο γιός Στέφανος. Ο Στέφανος (1922-1997) παντρεύτηκε το 1951 την Ελευθερία [Ακρωτηριανάκη] (19222011), και απέκτησαν 2 παιδιά: το Δημήτρη (1952) και το Μανόλη. Ο Μανόλης είναι ο τελευταίος Αγοραστάκης που γεννιέται στα Λουραδιανά, 5/12/1953. Οι κόρες του Γιάννη, Αναστασία παντρεύτηκε το 1947 στα Τρία Αλώνια και η Ανδριάνα το 1952 στο Γεράνι και έφυγαν από τα Λουραδιανά. Στα Λουραδιανά επίσης ζούσε χήρα η αδερφή του Γιάννη, η Ζωή με την κόρη της Τάσα και τα παιδιά της μέχρι το ‘60. Μετά εγκαταστάθηκαν στα Χανιά. Από την οικογένεια του Κωνσταντίνου ΣΦΑΚΙΩΤΑΚΗ (1869-1915) και της Μαρίας [Στρατάκη] (1879-1953): Η κόρη Μαρία (1911-1993) παντρεύτηκε τον Στέλιο Λαϊνάκη (1892-1956) στις Καλάθενες και εγκαταστάθηκε εκεί. Στα Λουραδιανά κατοικούσε η οικογένεια, του Δημήτρη ΣΦΑΚΙΩΤΑΚΗ (1899-1988) και της Αρτεμισίας [Μινωτάκη] (1910-1980), με 3 αγόρια: το Κωνσταντίνο (1937), το Γιάννη (1941), και το Μανόλη (1944). Το 1958 η οικογένεια μετοίκησε από τα Λουραδιανά στα Χανιά. Από την οικογένεια του Βασίλη ΣΦΑΚΙΩΤΑΚΗ (1865-1926) και της Καλλιόπης [Φαντάκη] (1880-1959): Ο Αντώνης (1912-2006) μετά το πόλεμο μετανάστευσε στην Αμερική. Ο Αναστάσης (1906-1990) παντρεύτηκε το 1947 την Ειρήνη [Δαρατσιανάκη] (19222001) από το Παλιόκαστρο και απέκτησαν 3 κόρες: την Ιωάννα (1948), την Γλυκερία (1950) και την Βασιλεία (1953). Αργότερα την δεκαετία του ‘60 η οικογένεια θα μεταναστεύσει στην Αμερική. Τελευταίος γάμος Λουραδιανού στα Λουραδιανά ήταν του Νίκου ΣΦΑΚΙΩΤΑΚΗ (1920-1984), που παντρεύτηκε στις 15/4/1959 τη Μαρία [Μποτζολάκη] (1935) από την Πανέθημο και εγκαταστάθηκαν στα Λουραδιανά. Απέκτησαν 3 κορίτσια: τη Σταυρούλα (1960), την Κατερίνα (1963), και τη Γεωργία (1969). Η Κατερίνα Σφακιωτάκη είναι η τελευταία που γεννιέται στα Λουραδιανά στις 29/10/1963. Μετά την γέννηση της, η οικογένεια μετακόμισε στα Χανιά όπου και γεννήθηκε η 3η τους κόρη Γεωργία. Τελευταίος Γάμος που έγινε στα Λουραδιανά (19/8/1962), ήταν ο 2ος γάμος του Νίκου Αγοραστάκη του Αντωνίου από τη Βέροια (1916-2000) & της Ελευθερίας Σκευάκη (1920-1988) από τα Τρία Αλώνια. Ο γάμος έγινε στην αυλή του σπιτιού του αδερφού του Νίκου, Παναγιώτη Αγοραστάκη.


150

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Τέλη της δεκαετίας του 1950 και αρχές του ‘60 φεύγουν οι τελευταίες οικογένειες με τα παιδιά τους από τα Λουραδιανά. Φεύγει η οικογένεια του Στεφάνου Ιωάν. Αγοραστάκη, του Νίκου Κων/νου Αγοραστάκη, του Δημητρίου Κων/νου Σφακιωτάκη, του Νίκου Βασ. Σφακιωτάκη και του Αναστάση Βασ. Σφακιωτάκη. Στα Λουραδιανά και στα Δελιανά θα μείνουν -χωρίς τα παιδιά τους- ο Παναγιώτης Αντ. Αγοραστάκης, ο Γιώργος Στεφ. Αγοραστάκης και ο Μιχάλης Αντ. Αγοραστάκης μέχρι το θάνατό τους. Σήμερα (2012) η μοναδική που ζει στα Δελιανά από την 4η γενιά είναι η Ελευθερία Αγοραστάκη συζ, του Μιχάλη. Έτσι κλείνει η ιστορία των Λουραδιανών. Στην μεταπολεμική περίοδο, η 5η γενιά, θα δώσει τον αγώνα της μόρφωσης. Οι περισσότεροι νέοι Αγοραστάκηδες και Σφακιωτάκηδες θα ακολουθήσουν τον δρόμο των σπουδών. Αυτή η γενιά θα γίνει η πιο μορφωμένη και θ’ αναδείξει πολλούς διακεκριμένους επιστήμονες. Με τις σπουδές, την επαγγελματική αποκατάσταση στην συνέχεια, αλλά και το γάμο, οι νέοι θα αλλάξουν στην πορεία και τον τόπο κατοικίας τους. Η 5η γενιά θα εξαπλωθεί περισσότερο στην Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική.

Ξεχώρισαν με τη θυσία τους Πολύ νέοι, έφυγαν ηρωϊκά από τη ζωή δυό Αγοραστάκηδες από την 5η γενιά. Ο Μανόλης Μιχ. Αγοραστάκης και η Άλκηστις Γεωργ. Αγοραστάκη, βρήκαν τραγικό θάνατο στην ίδια περίπου θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου.

Μανόλης (Μάκης) ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗΣ (1934-1955) Ο Μάκης, ο μικρός γιος του Μιχάλη Στεφ. Αγοραστάκη και της Μαρίας Ροκάκη απ’ τα Χανιά, εκπαιδευόμενος πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, -κατά το τελευταίο εκπαιδευτικό του ταξίδι- στις 23/9/1955 απογειώθηκε μ’ ένα Τ33 από το αεροδρόμιο της Ελευσίνας και χάθηκε με το αεροπλάνο του στο θαλάσσιο χώρο νότια του Αργοσαρωνικού, σε ηλικία 21 ετών.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

151

Άλκηστις Αγοραστάκη (1944-1966) Σύμβολο ευψυχίας, ηρωισμού και αυτοθυσίας Το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου του 1966 το επιβατηγό - οχηματαγωγό “Ηράκλειον” απέπλευσε από τη Σούδα με προορισμό το Πειραιά. Επιβάτης του πλοίου ήταν και η Άλκηστις Αγοραστάκη. Κόρη του Γεωργίου Κωνστ.Αγοραστάκη και της Ευαγγελίας Περακάκη, ετών 22. Μετέβαινε στην Αθήνα προκειμένου να δώσει εξετάσεις στο τελευταίο μάθημα του πτυχίου της στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το πλοίο αναχώρησε από τη Σούδα, ενώ οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ άσχημες, με τους ανέμους έως 8 μποφόρ στο Αιγαίο. Στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, όταν έπλεε κοντά στη βραχονησίδα Φαλκονέρα, -στο Μυρτώο Πέλαγος-, άρχισε να κλυδωνίζεται έντονα. Ένα φορτηγό όχημα στο γκαράζ, με ένα δυνατό χτύπημα έσπασε το πλευρικό καταπέλτη και η θάλασσα κατέκλυσε το χώρο των οχημάτων και το μηχανοστάσιο. Το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο, άρχισε να παίρνει μεγάλες κλίσεις μέχρι που επήλθε το μοιραίο. Ήταν 02. 06’ το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου του 1966 ημέρα Πέμπτη, που ο ασυρματιστής μόλις που πρόλαβε να εκπέμψει σήμα κινδύνου. Σε λίγα λεπτά συνέβη η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία στην Ελλάδα. Από τους 191 επιβάτες και τους 73 ναυτικούς του πληρώματος, σώθηκαν μόνο 46, οι υπόλοιποι 218 πνίγηκαν. Ένα χρόνο μετά σε πανηγυρική συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών, ο τραγικός πατέρας της Άλκηστις, Γιώργος Αγοραστάκης παραλαμβάνει το βραβείο της Ακαδημίας, για το “μεγαλείο της Άλκηστις” στο ναυάγιο. Αντί άλλης αναφοράς, μεταφέρουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα του πανηγυρικού λόγου του Ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη. “Εσχάτως, στην συνεδρία της 28ης Δεκεμβρίου (1967), ο Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών ανήγγελλε: “Μετά πρότασιν της Τάξεως των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών της Ακαδημίας και μετ’ απόφασιν της Ολομέλειας, απονέμεται μεταθανατίως το μετάλλιον της Ακαδημίας εις την Άλκηστιν Αγοραστάκη, δια πράξεις εξαιρετικού ηρωισμού και αυτοθυσίας. Η Αγοραστάκη, τελειόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εκτιμώμενη τα μέγιστα υπό της κοινωνίας της πόλεως των Χανίων δια το εξαίρετο ήθος της και τον χαρακτήρα της, ευρέθη μεταξύ των επιβατών του οχηματαγωγού “Ηράκλειον” κατά το ναυάγιον αυτού εις τα ύδατα της Φαλκονέρας, την τρομεράν εκείνη νύχτα της 8ης Δεκεμβρίου του παρελθόντος έτους. Παλαίσασα με τα κύματα και αψηφήσασα τον επικείμενον κατ’ αυτής κίνδυνον συνετέλεσε δια των παραινέσεων και ενεργειών της εις την διάσωσιν ετέρων ναυαγών. Εξαντληθείσα, όμως, η ιδία εκ της πολύωρου πάλης προς τα στοιχεία της φύσεως, δεν ηδυνήθη τελικώς να σωθή. Η θυσία της είχε βαθυτάτην απήχησιν εις το λαϊκόν αίσθημα εν Κρήτη και κατέστησεν αυτήν σύμβολον ευψυχίας και σπανίου αλτρουισμού”. Ο Ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης συνέχισε την ομιλία του διαβάζοντας αποσπάσματα από τις αφηγήσεις ναυαγών που σώθηκαν χάρις εις την Άλκηστι.


152

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


153

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

70 ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Το δέντρο του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

H 1η οικογένειαΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ Παναγιώτης Ξανθουδάκης - Αγοραστάκης και Μαρία Δασκαλάκη


154

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

2η-6η γενιά Οι απόγονοι των παιδιών της 1ης οικογένειας ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ 1. Δημήτρης Αγοραστάκης και Μαρία Τσοντάκη 2. Αναγνώστης (Μανόλης) Αγοραστάκης και Μαρία Μαλανδράκη 3. Αντωνία Αγοραστάκη και Δημήτρης Σφακιωτάκης


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

2η-6η γενιά Απόγονοι του Δημήτρη Αγοραστάκη και της Μαρίας Τσοντάκη

155


156

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

157


158

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

159


160

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

161


162

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

163


164

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

165


166

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

167


168

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

2η-6η γενιά Απόγονοι του Μανόλη (Αναγνώστη) Αγοραστάκη και της Μαρίας Μαλανδράκη

169


170

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

171


172

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

2η-6η γενιά Απόγονοι της Αντωνίας Αγοραστάκη και του Δημήτρη Σφακιωτάκη

173


174

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

175


176

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

177


178

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


179

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

Οι παλαιότερες φωτογραφίες

πάνω αριστερά: Αναγνώστης (Μανόλης) ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗΣ κάτω: οι γιοί του, αριστερά ο Γιάννης και δεξιά ο Δημήτρης (φωτ. στην Αμερική)


180

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

πάνω: Στέφανος Δημ. ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗΣ & Στέλλα ΚΑΜΙΣΑΚΗ κάτω: Κωνσταντίνος Δημ. ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗΣ & Ευαγγελία ΓΡΗΓΟΡΑΚΗ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

ΧΑΡΤΕΣ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Αράδενα - Τσισκιανά - Λουραδιανά

181


182

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

183


184

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Επαρχίες Σελίνου (κάτω) Κισάμου (δεξιά)


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

185


186

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

Αράδενα Σφακίων σήμερα. Πάνω πανοραμική δορυφορική φωτ. Κάτω φωτ. του ομώνυμου φαραγγιού στη θέση του χωριού

187


188

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Αράδενα σήμερα. Κάτω το παλιό μονοπάτι στο γκρεμό


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

Τα Τσισκιανά Επανωχωρίου σήμερα. Δορυφορικές φωτ.

189


190

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Όψεις στα Τσισκιανά Επανωχωρίου. Πάνω ο Άγιος Ευτύχης


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

191


192

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Λουραδιανά, δορυφορικές φωτ. Πάνω κατεύθυνση Β>Ν. Κάτω Ν>Β


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

Τα Λουραδιανά σήμερα, φωτ. από απέναντι. Κατεύθυνση προς ΒΑ. Αριστερά η εκκλησία - νεκροταφείο

193


194

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

Το αρχοντικό σπίτι του Αναγνώστη Αγοραστάκη - ανακαινισμένο σήμερα


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

Τα γεροντόσπιτα - χαλάσματα σήμερα. Ο πρώτος πυρήνας του οικισμού

195


196

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

...και το νεότερο γεροντόσπιτο του Στέφανου Δημ. Αγοραστάκη, ερείπιο.

Η εκκλησία του Σωτήρα Χριστού και το νεκροταφείο του χωριού. Εδώ βρίσκονται θαμμένοι οι παλιοί Αγοραστάκηδες & Σφακιωτάκηδες.


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

197

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Τα ιστορικά στοιχεία άντλησα κυρίως από τα παρακάτω συγγράμματα και αρχεία: [1] Δετοράκης Θεοχάρης: “Η Τουρκοκρατία στην Κρήτη” (1669-1898) από το συλλογικό έργο: “Κρήτη ιστορία και Πολιτισμός”, ΣΤΕΔΚ 1988 & Δετοράκης Θεοχάρης: Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα 1986. [2] Κριάρης Παναγιώτης98: Ιστορία της Κρήτης (νέα), τόμοι Α’, Β’, Γ’ εν Αθήναις 19311937 & Κριάρης Παναγιώτης: Ιστορία της Κρήτης (πρώτη), Χανιά 1903 [3] Αναστασάκης Μιχαήλ99: Ιστορία της Κισσάμου επί Τουρκοκρατίας, Χανιά 1938 [5] Ξανθουδίδης Στέφανος: Επίτομος Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα 1909 [6] Ζαμπέλιος Σ. - Κριτοβουλίδης Κ. : Ιστορία των επαναστάσεων της Κρήτης, Φέξης 1897 [7] Σπανάκης Στέργιος: Πόλεις και Χωριά της Κρήτης στο Πέρασμα των Αιώνων, τ. 12, Ηράκλειο 1991 [8] Ζενάπ Ισμάτ Ρασέντ: Η Κρήτη υπό την Αιγυπτιακήν Εξουσίαν 1830-1840, Ηράκλειο, 1978, με την απογραφή 1832-1834, R. Pashley, Travels in Crete, vol. II, pp. 308-325 [9] Σταυράκης, Νίκος: Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης (1881), μετά διαφόρων γεωγραφικών, ιστορικών, αρχαιολογικών, εκκλησιαστικών κτλ. ειδήσεων περί της νήσου, Άθήνησι 1890. [10] Πεπονάκης Μανόλης: Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645 1899), Νέα Χριστιανική Κρήτη, Ρέθυμνο 1997 [11] Περάκης Μάνος: Το τέλος της Οθωμανικής Κρήτης, Βιβλιόραμα 2008 [12] Τρακάκης Αντώνης: Οι σελινιώτες Τούρκοι και τα χωριά των, Κρητική Εστία τεύχ 53 (1955) - τεύχ. 64 (1956) [13] Φυσαράκης Κωνσταντίνος: “Αντώνιος Ζωγράφος - Ξανθουδίδης αυτοβιογραφία”, Αβδού Ηρακλείου, 2002 [14] Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Α΄- ΙΕ΄, Αθήνα 1970-1978


198

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ

[15] Παπαρρηγόπουλος Κων/νος: Ιστορία του ελληνικού έθνους, Α’, Αθήναι 1957 [16] Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, Κρήτη Α’ 1987, Β’ 1988 [17] Ξανθουδίδης, Στεφανος: Επαρχίαι και πόλεις της Κρήτης εκ του τοπωνυμικού της Κρήτης, Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 3, 1926 [18] Pashley Robert: Ταξίδια στην Κρήτη, μετάφραση - επιμέλεια Δάφνη Γόντικα, Ηράκλειο 1991 [19] Τσίβης Γιάννης: Χανιά 1252-1940, έκδ. Γνώση Αθήνα 1990 [20] Βλοντάκης Σταύρος: Η οχυρά θέσις Κρήτης, Αθήνα 1976 [21] Πρώιμος Βασίλης: Ο ΕΛΑΣ της Κρήτης, Σύγχρονη Εποχή, 1984 [22] Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913) [23] Μητρώα Αρρένων 1927 από Ιστορικό Αρχείο Κρήτης & Δημοτολόγια 1955 από τους Δήμους του Ν. Χανίων [24] Ψηφιακή Κρήτη DIGITAL CRETE - IMS FORTH [http://digitalcrete. ims. forth. gr/]

Ο στρατιωτικός Παναγιώτης Κριάρης -γόνος της οικογένειας των οπλαρχηγών Κριάρηδων του Σελίνου- εξιστορεί στο σύγγραμμά του αναλυτικά τα γεγονότα της περιόδου των επαναστάσεων του 1821 και του 1866. Ο Κριάρης συνέλεξε με επιμέλεια τις πληροφορίες του από τις μαρτυρίες των ζώντων αγωνιστών στα τέλη του 19ου αιώνα, από επίσημα έγγραφα, ημερολόγια και επιστολές την εποχή των πρώτων επαναστάσεων. 99 Ο γιατρός Μιχάλης Αναστασάκης γεννήθηκε στη Σπηλιά Κισάμου το 1870 και έλαβε μέρος στην τελευταία επανάστασή του 1896-8. Εκεί γνώρισε τους οπλαρχηγούς των Χανίων και κατέγραψε τις μαρτυρίες τους για τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές των επαναστάσεων στις επαρχίες Κισάμου και Σελίνου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με κάθε λεπτομέρεια. Αργότερα το 1938 εξέδωσε την ιστορία του. Το έργο του ήταν μοναδικό και αποδείχθηκε πολύτιμο για τις νεότερες γενιές, για μια περίοδο και μια περιοχή όπου υπήρχαν ελάχιστες γραπτές πηγές. 98


199

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

2η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ 8, 103 3η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ 8, 103, 105 4η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ 8, 107, 125 5η γενιά ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ 148, 150 5η Μεραρχία 118, 130, 132 Ααλή Πασάς 71, 72 Αβδουλάχ Πασάς 89 αγγαρεία 51, 137 Αγία Ειρήνη 23, 49, 52, 56 Άγιος Αντώνιος 79, 83 Αγοραστήδες Αμερικάνοι 8, 107 αιγυπτιακός στρατός 39 Αιγυπτιοκρατία 7, 39, 42, 64 Αλέξανδρος Καραθεοδωρής 86 Αλή Σαρχός 69, 70 Αλικιανός 74, 75, 135 Άναβος 142 Αναγνώστης (Μανόλης) Αγοραστάκης 16, 46, 61, 63, 67, 70, 73, 75, 77, 81, 82, 85, 87, 93, 95, 104 Αναστασογιάννης 85 Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών 112, 126 Αντίσταση 9, 13, 69, 88, 114, 121, 131, 134, 138, 139, 141, 142, 144, 146

απογραφή πληθυσμού 19, 20, 21, 22, 23, 24, 29, 34, 58, 80, 81, 97, 107, 124, 125 Αποκόρωνας 36, 37, 38, 39, 41, 46, 53, 56, 68, 69, 139 Αράδενα 7, 23, 45, 46, 47 Αρκάδι 69 Άρμενο Χωριό 72, 79, 83 Άστρικας 20, 58, 59, 70, 79, 80, 83, 89, 105, 144, 145, 148 Ασφεντηλές 51, 55 Αυνή Πασάς 72 Βάθη 118, 143 Βαλκανικούς πολέμους 71, 108, 100, 111, 113, 114, 115, 118, 126 Βασιβουζούκος 85 Βάσσος 91, 92, 95 Βελή πασάς 34, 65 Βενιζέλος Ελευθέριος 91, 92, 98, 99, 100, 101, 118, 119, 120, 121, 124, 126 Βουκολιές 19, 35, 58, 72, 74, 79, 81, 87, 88, 89, 91, 92, 93, 113, 134, 140, 148 Γενίτσαροι 15, 32, 33, 34, 35, 48, 49, 57 Γεράνι 75, 149


200 Γεώργιος Βέροβιτς πασάς 91 Γιαννουδοβαρδής 67, 70, 73, 87, 92, 93 Γκιριτλής 42, 68 Γρα Κερά 19, 22, 60, 79, 80 Γραμβούσα 42 Γραμβούσας 39, 41, 42, 54 Δασκαλογιάννης 32, 33, 36, 37, 45, 46, 48,90 Δελιανά 15, 16, 17, 19, 20, 21, 22, 46, 47, 59, 60, 70, 71, 72, 79, 82, 83, 85, 88, 89, 100, 103, 105, 108, 109, 113, 125, 128, 131, 134, 140, 141, 144, 145, 147, 148, 150 Δήμος Πανεθήμου 20, 21, 79, 80, 81, 82, 83, 107 διανομή των γαιών 29 διασπορά (του γένους ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ) 103, 107 Δρομόνερο 70, 88, 89 ΕΑΜ 138, 139, 141, 145 έγγειος φόρος 29, 30 Εθνική Αντίσταση 141, 142 ΕΛΑΣ 139, 141, 142, 143, 144, 145, 146, 156 Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 8, 95 Έλυρος 23 Εμμανουήλ Τομπάζης 40 Εμφύλιος 146 Ενιαχωριά 142, 143 ένωση (της Κρήτης με την Ελλάδα) 8, 16, 76, 84, 85, 98, 100, 102, 111 εξισλαμισμός 31, 32, 48, 155 ΕΟΚ 139, 140, 141, 142, 144, 145 επανάσταση του 1821 7, 34, 36, 42, 47, 52, 58, 67 επανάσταση του 1841 43 επανάσταση του 1866 64, 65, 73 επανάσταση του 1878 8, 74 επανάσταση του 1889 8, 83 επανάσταση του 1896 8, 86 επανάσταση του 1897 91 Επανωχώρι 16, 23, 47, 49, 50, 52, 53, 55, 57 επαρχία Κισσάμου 25, 35, 63, 73, 78, 79, 139

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ επαρχία Κυδωνίας 25, 26 επαρχία Σελίνου 25, 26, 28, 35, 46, 48, 50 επαρχία Σφακίων 25 επαρχίας Αποκορώνου 26 Επισκοπή 73, 85, 88, 89, 91, 104, 140 Ζουρίδες 41, 56 Ζυμβραγού 17, 58, 61, 79, 81, 82, 89, 103, 140 Θέρισο 37, 39, 68, 99, 100, 146 Ιωάννης Αναστασάκη 73 Ιωάννης Ζυμβρακάκη 68 Ιωάννης Αναστασάκης 67 Ιωάννης Μαλανδράκης 85 Ιωάννης Σφακιανάκης 83 Κάδρος 55, 94 Κακοδίκι 52, 55 Κακόπετρος 70, 72, 89, 142, 143 Καλάθενες 143, 149 Καλάμι 19, 22, 59, 60, 79, 83 Καλησπέρηδες 41, 51, 56 Καμάρα 19, 22, 70, 71, 72, 79, 82, 83 Καμπούρης 67, 73, 87, 92 Κάνδανος 23, 28, 35, 38, 40, 48, 51, 52, 53, 54, 55, 57, 68, 75, 87, 88, 89, 92, 93, 95, 105, 106, 135 Κανίτσος 67 Καούρης 51, 52, 54, 55 Καραθεοδωρής 86 Καρές 58, 79, 81, 83, 89, 140, 146, 148 Καρτσώνης 67, 82, 90, 92, 93 Καστέλι 27, 35, 39, 40, 55, 58, 70, 72, 74, 75, 79, 87, 95, 140, 148 Κατοχή 9, 30, 31, 39, 44, 71, 115, 134, 136, 137, 148 Κατσοματάδος 48, 143 Κερά 19, 22, 60, 79, 80, 83 κεφαλικός φόρος 29 κίνημα του Καντανολέου 28 Κίσσαμος 16, 19, 20, 22, 25, 26, 27, 34, 35, 37, 38, 39, 41, 47, 48, 52, 55, 56, 57, 58, 59, 63, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 78, 79, 81, 85, 87, 89, 91, 92, 95, 134, 137, 139, 140, 142, 143, 145


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ Κοινότητα Δελιανών 19, 20, 83, 125 Κοινότητα Επανωχωρίου 23 Κοινότητα Προδρόμου 20, 125 Κολυμπάρι 60, 67, 91, 105, 106, 137 Κομνηνός Αφεντούλης 38 Κοντομαρί 135 Κορκίδης 57, 74, 93 Κούνδουρος 86, 87, 90, 98 Κουστογέρακο 37, 52, 57 Κρητική Βουλή 82, 98, 113 Κρητική Πολιτεία 82, 98, 101, 107, 126, 156 Κρητική Πολιτοφυλακή 100, 126 Κρητική Χωροφυλακή 100 Κρητικό Ζήτημα 43, 74, 76, 83, 86, 87, 96, 99, 100, 101 Κριμαϊκός Πόλεμος 64 Κρύα Βρύση 22, 79, 83, 140, 142 Κων/νος Κριάρης 74 Λαϊναρτέμης 67, 87 Λειβαδάς 52, 54 Λισσός 23 Λουραδιανά 15, 16, 19, 20, 21, 22, 47, 48, 57, 58, 59, 60, 61, 73, 79, 82, 83, 103, 104, 105, 106, 107, 125, 126, 128, 145, 148, 149, 150 Λουσακιές 139 Μαλάθυρο Μαλάθυρος 35, 70, 71,72, 79, 82, 83, 89, 106, 140, 143, 148 Μαλανδρής 67 Μάλεμε 75, 133, 134, 137 Μανούσος Κούνδουρος 86, 87, 98 Μάντακας 75 Μάρκος και Νικόλαος Μπασιάς 55 Μαρκουλάκης 67, 90, 92, 93, 145 Μάχη της Κρήτης 9, 129, 133, 135 μάχη της Παναγιάς 144 Μαχμούτ Δ’ 39 Μεγάλες Δυνάμεις 42, 44, 65, 90, 91, 92, 95, 96, 98, 99, 100, 126 Μελχισεδέκ 37, 52, 53, 54 Μεσαύλια 79, 80, 83, 134, 135 Μεσοπόλεμος 125, 127

201 Μεταπολιτευτική Επιτροπή 86, 87 μετόχι της Γρα Κεράς 109 μέτωπο της Αλβανίας 128, 132 Μεχμέτ Αλή 39, 41, 43 Μηνωτάκης, Μηνιώτης 70, 71, 87, 90 Μικρασιατική εκστρατεία 8, 111, 120 Μικρασιατική καταστροφή 8, 116, 119, 122, 125, 126, 127 Μιλτιάδης Ξανθουδάκης 46 Μίνως Ησυχάκης 83 Μινωτάκης 70, 71, 148, 149 Μονή 37, 51, 52, 53, 54, 65, 67, 109 Μούλετε 134, 148 Μουσταφά Ναϊλή πασάς 42 Μουσταφά πασάς 42, 43, 44, 68 Μπαϊρακαγασής Αχμετηγιές 89 Μπαλαντίνος 70, 71, 90, 92, 93, 113 Μπασιάδες 55, 57 Μυλωνές 35, 48, 58, 135 Μωχάμετ Αλή 42 Νικόλαος Σταυράκης 83 Ξανθουδάκηδες 7, 45, 46, 47, 52 Ξανθουδάκης Δημήτρης 46, 93 Ξανθουδάκης Ξενοφών 46 Ξανθουδίδης Στέφανος 33, 47 Ξηρούχης 46 Ξυπόλυτοι & Καραβανάδες 83 Ομέρ πασάς 69, 70, 71 Οργανικός Νόμος 72, 74, 77, 90, 91 Ορλωφικά 36 Παγκόσμιος Πόλεμος 8, 9, 116, 118, 127, 129, 145 Παλαιόχωρα 27, 28, 134, 144 Παναγιώτης Ξανθουδάκης - Αγοραστάκης 20, 21, 47, 51, 57, 58, 59, 60, 61, 63, 103 Παναγιώτου 37, 53, 54 Πανέθημος 17, 19, 20, 21, 22, 58, 61, 67, 70, 75, 79, 80, 81, 82, 83, 89, 103, 107, 140, 149 Παρθένιος Κελαϊδής 60, 67,86 Παρθένιος Περίδης 60, 67, 74 Περβολάκια 58, 70, 79, 80, 81, 83, 89, 140


202 Πολεμάρχι 88 πόλεμος του ‘40 129 Πολιτοφυλακή 99, 100, 126 Ποταμίδα 47 Πρασές 56, 57, 105 Πρινές 23, 54, 56 Πρόδρομος 19, 21, 22, 79, 80, 83 Πρωϊμοσήφης 67, 90, 92 Πύργος 19, 21, 22, 35, 79, 80, 83 Ρεούφ 74 Ροδοβάνι 23, 51 Ροδοπού 75, 88 Ρόκκα 79, 80, 83, 140 Ρούματα 53, 66, 75, 87, 88, 89, 135, 139, 141, 142, 143 Σακήρ ασάς 85 Σαμαριά 37, 41 Σαμή πασάς 65 Σαρακίνα 94 Σαρτίνσκης 85 Σάσαλο 35. 48, 58, 74, 79, 80, 81, 83, 134, 141 Σέλινο 15, 16, 21, 23, 25, 26, 27, 28, 32, 33, 35, 37, 38, 39, 40, 41, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 60, 63, 68, 69, 71, 75, 88, 89, 92, 93, 94, 134, 140, 142, 144, 145 Σέμπρωνας 40, 88 Σκαλίδης 67, 73, 74, 89, 92, 93, 95 Σκάφη 54, 134 Σκαφιώτο 72 Σκλαβοπούλα 55 Σούγια 23, 52 Σπηλιά 63, 79, 81, 85, 88, 89, 134 Στροβλές 58, 135 Σύμβαση της Χαλέπας 31, 76, 77, 78 Συνθήκη της Λοζάνης 119 Συνθήκη του Λονδίνου 42, 44, 101, 114, 115 Συντακτική Συνέλευση 100, 109 Σφακιά 36, 37, 38, 41, 46, 47, 48, 49, 52, 53, 54, 56, 69, 134, 140 Σφακοπηγάδι 70, 79, 80, 82, 83, 140 Ταυρωνίτης 88, 134

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ Τεμένια 23, 54 τιμάρια 30, 59 Τοπική Αυτοδιοίκηση 76, 77, 78, 82, 83 Τοπόλια 61, 104, 139, 140, 143 Τουρκική διοίκηση 29, 48, 82 Τουρκικός στρατός 31, 35, 38, 70, 85, 88, 89, 97, 114 Τουρκοαιγύπτιοι 41, 56 Τουρκοκρήτες 31, 32, 94 τούρμα 25, 26, 27 Τουρχάν πασάς 86 Τρία Αλώνια 72, 79, 83, 149 Τσελεπής 38, 53 Τσελεπής 37, 54 Τσισκιανά 7, 16, 23, 24, 35, 46, 47, 53, 56, 57 τσιφλίκι 20, 58, 59 Ύπατος Αρμοστής 98, 99, 100, 123 Υρτακήνα 23 φαράγγι της Αγίας Ειρήνης 52, 56 Φιλική Εταιρία 52, 53, 54 Φλώρια 48, 135, 143 φορολογικό σύστημα 29 Φραγκιάς Τσισκάκης 53 Φωτακάδο 89 Χάλης 39, 53 Χανιά 12, 17, 20, 31, 34, 36, 38, 40, 41, 46, 50, 53, 55, 56, 58, 64, 65, 66, 68, 70, 71, 72, 75, 76, 78, 86, 88, 90, 91, 92, 93, 102, 104, 106, 108, 109, 112, 113, 126, 130, 134, 136, 143, 144, 145, 146, 148, 149 χαράτσι 29, 32 Χάρτης της Χαλέπας 76, 85, 86 Χασάν πασάς 39, 41, 42, 55, 98 χάσι 22, 23, 59 Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης 74, 75, 83 Χατζή Μπακαλάος 89 Χάττι Χουμαγιούν 64, 65 Χουσεΐν 40, 41, 53, 54, 56, 57, 58, 59, 72 Χουσεΐν Αυνή πασάς 72 Χουσεΐν Μπέης 41 Χωροφυλακή 76, 78, 90, 98, 118, 125, 126, 127, 128, 130


ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΑΚΗ

203


204

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΚΑΛΗ ΓΕΝΙΑ


... Η γενεαλογία στην Κρήτη παρέμενε ζωντανή για αιώνες. Σήμερα μπορεί να έχει χάσει το κοινωνικό της κύρος και να υποβαθμίζεται η σημασία που είχε στις προηγούμενες κοινωνίες, ωστόσο η αξία της παραμένει μεγάλη καθόσον μπορεί να αποτελέσει το μέσον προσέγγισης και κατανόησης της ιστορίας, της κοινωνίας και του παρελθόντος καθενός ξεχωριστά. Η δικολογιά, η γενιά και η οικογένεια έχει ιδιαίτερη σημασία στην ιστορία της Κρήτης, από τα παλιά χρόνια. Σημαδεύει το κρητικό πολιτισμό, ως πηγή αξιομνημόνευτων γεγονότων, ως πολιτική δύναμη και ως θεματοφύλακας της μνήμης και της παράδοσης. Οι παλιές γενιές της Κρήτης αποθήκευαν τις τραγικές τους εμπειρίες, κάνοντας τις μνήμη, ψυχή και πνεύμα. Ένα “Κρητικό πνεύμα” που ανέδιδε δύναμη, περηφάνια, παλικαριά, ανδρεία και κουζουλάδα μαζί. Ένα πνεύμα που υπαγόρευε μια κατηγορηματική προσταγή, ένα χρέος προς τους επιγόνους για αντίσταση, για αγώνα, για ελευθερία, για αξιοπρέπεια. Η μελέτη του παρελθόντος, μπορεί να οδηγήσει σε μια βαθύτερη γνώση του ανθρώπου και της κοινωνίας, να εμπνεύσει αυτοπεποίθηση, την πίστη του ανθρώπου στις δυνάμεις του, στη δράση που χρειαζόμαστε ως κοινωνία και ως έθνος σήμερα. Οι καιροί που περνούμε, κι ακόμα περισσότερο, οι καιροί που θα περάσουν τα παιδιά και τ' αγγόνια μας, θα 'ναι δύσκολοι. Οι οικογενειακές μας ιστορίες διδάσκουν ότι οι δυσκολίες ήταν αυτές που έδωσαν την δύναμη για τον αγώνα της ζωής των προγόνων μας. Το παρελθόν μας, λοιπόν, η ιστορία μας, η ιστορικότητά μας, οι ρίζες μας, δίνουν παρηγοριά, δύναμη κι αυτοπεποίθηση. Μ' αυτή την έννοια το παρελθόν μας μπορεί να γίνεται καθοδηγητής του μέλλοντος μας...

ISBN 978-960-98066-8-8


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.