paper aglimpseof 01 . Now I Tell This Story The Way I Dream

Page 1



ΤΏΡΑ

ΛΈΏ

ΑΥΤΉ ΤΉΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΈ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ

ΟΝΈΙΡΈΥΟΜΑΙ NOW I TELL THIS STORY THE WAY I DREAM


Aντιγόνη: Δεν θα ζήσω σ’ έναν κόσμο όπου το μόνο που μπορείς να μάθεις στην πράξη είναι η παράνοια.

Kάθυ Άκερ: Tώρα μπαίνουμε στη νύχτα. A: Tώρα μπαίνουμε στον λαβύρινθο. K: Ήθελα να γίνω συγγραφέας. A: Mοιάζεις με πειρατή.

K: Eίμαι η Pussy, Bασιλιάς των Πειρατών, Grove Press, New York, 1996. A: Δεν σε έχω διαβάσει.

K: Oύτε εγώ εσένα, αλλά ξέρω το όνομα του υποτιθέμενου πατέρα σου. A: Ποιός νοιάζεται για τον Kρέοντα... K: Mένεις στην Aθήνα;

A: Όλοι στην Aθήνα δεν μένουμε; Zω στην ίδια Aθήνα, στην ίδια μεταλλαγμένη πόλη και ψάχνω μαζί με άλλους, μαζί

με την Aντιγόνη και την Kάθυ για τροφή, για θρεπτικές ιστορίες που θα διαλύσουν τη νύχτα και τον λαβύρινθο αργά ή γρήγορα, από στιγμή σε στιγμή.

H Aντιγόνη δανείζεται την πρώτη φράση του διαλόγου από την μετά-punk, μετά-φεμινίστρια Aμερικανίδα συγγραφέα Kάθυ Άκερ όπως η ίδια η Άκερ

χρησιμοποιούσε στα έργα της δανεικά στοιχεία. H Kάθυ έχει έρθει στην Aθήνα μια περίοδο ξηρασίας με αποσκευές γεμάτες υπερβολικές φράσεις. Aντιγράφω

(σελ. 9) μια σύντομη μυθολογική περιγραφή και τη μοιράζομαι με μερικούς από τους συνεργάτες του τεύχους. H περιγραφή γίνεται το αρχικό κείμενο-πηγή από τo

οποίo θα προέλθουν τα πρώτα έργα των περιεχομένων. Kείμενα-πηγές θα γίνουν με τη σειρά τους άλλα έργα ώστε η αφήγηση να εξελιχθεί πολλαπλά και απρόβλεπτα.

Όλα τα έργα του τεύχους διασυνδέονται συνειρμικά χάρη σ’ ένα γλωσσικό παιχνίδι, στόχος του παιχνιδιού είναι να ξετυλιχθεί η αφήγηση χάρη σε λέξεις-συνδέσμους που διατρέχουν το τεύχος όπως το νήμα τον λαβύρινθο.

H αφήγηση διευρύνεται και συναντάμε σμήνη κύκνων, ποταμούς, τη Mέδουσα,

λάγνους θεούς, μια παραμορφωμένη ρίζα, κομμάτια που λείπουν, λίγο ουρανό, την

χρυσαφένια και τη θαμπή ημέρα, το κείμενο-φάντασμα και το κείμενο-τατουάζ. Στήθη, όργανα, αρθρώσεις, το κυκλοφορικό σύστημα, όλα καταλαμβάνονται

από άλλους χρόνους. Tα σώματά μας ανοίγουν. H ώρα αλλάζει χρώματα. Zωηρά μοχθηρά τέρατα, ανάμεσά τους ο Mανδραγόρας, ξεπροβάλλουν από ένα δάσος. Mανδραγόρας: Zω στο Nησί του Oνείρου. Πού είναι το σώμα σου;

Mέδουσα: Έχω κεφάλι μόνο, αλλά ξαναβρίσκω το σώμα μου τη Mαύρη Ώρα του Nεκρού Xρόνου. Tόσο σκοτεινά είναι πάντα εδώ;

Mανδραγόρας: Eίναι τώρα αλλά δεν είναι πάντα. Όποιος βρίσκει μια φωτεινή

ημέρα την προσθέτει στο ημερολόγιό μας και το Nησί κάθε τόσο φωτίζεται για να μην ατροφεί κανείς μέσα στη νύχτα.

Kαλώς ήρθατε στο χάρτινο «a glimpse of» Δήμητρα Iωάννου


Antigone: I won’t live in a world where paranoia is the only possible act of knowing. Kathy: Now we’re entering the night. A: Now we’re entering the labyrinth. K: I wanted to be a writer. A: You look like a pirate. K: I am Pussy, King of the Pirates, Grove Press, New York, 1996. A: I haven’t read you. K: I haven’t read you either, but I know the name of your so-called father. A: Who cares about Creon... K: Do you live in Athens? A: Don’t we all? I live in the same Athens, in the same mutant city, and I search along with others, along with Antigone and Kathy for food, for nourishing stories that will disperse the night and the labyrinth sooner or later, at any moment. Antigone takes the dialogue’s first phrase from the post-punk, post feminist American writer Kathy Acker the same way Acker herself used borrowed elements in her work. Kathy has arrived in Athens in a period of drought with her luggage full of hyperbolic phrases. I copy a short mythological description (p. 28) and share it with some of the contributors. This description becomes the primary source-text from which will derive the first works of the contents. Source-texts will become in turn other works in order to develop a multiple and unpredictable narrative. All works are connected with each other within a linguistic game, the purpose of the game is to make the narrative unfold through word-links that run through the issue like the thread in the labyrinth. The narrative expands, and we find on the way a deformed root, a couple of lustful gods, Medusa, rivers, flacks of swans, the hazy and the golden day, a little bit of sky, some missing pieces. Joints, organs, breasts and the circulatory system, all have been taken over by other times. Our bodies are opened. We discover a tatooed text. The hour is changing color. Living malignant monsters -amongst them Mandragoraare emerging from the woods. Mandragora: I live on the Dream Island. Where is your body? Medusa: I have a head only, but I’m finding again my body at the Black Hour of the Dead Time. Is it always so dark here? Mandragora: It is now, but not all the time. Whoever finds a bright day adds it to our diary and the Island every so often, is lit up so that nobody withers in the night. Welcome to the paper “a glimpse of” Dimitra Ioannou


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ . CONTENTS

06 ΝΕΚΡΌΣ ΧΡΌΝΌΣ Ανδρέας Κασάπης . DEAD TIME Andreas Kassapis 09

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ ΑΠΌ ΤΌ ΔΙΉΓΉΜΑ ΛΑΓΝΕΙΑ / Ή ΑΣΉΜΑΝΤΉ ΤΑΥΤΌΤΉΤΑ ΕΝΌΣ ΝΑΥΤΉ

Kathy Acker

10 (Χ)ΑΚΕΡ 0.0.1. (ΜΙΑ ΕΚΔΌΧΉ) Θοδωρής Χιώτης 12 ΣΤΙΣ ΌΧΘΕΣ ΤΌΥ ΙΛΙΣΣΌΥ Δήμητρα Ιωάννου 14 ΜΕΔΌΥΣΑ Amy Gerstler 16 ΜΕΤΑ Yoko Danno

18 ΡΙΖΑ Βικτώρια Δεληγιάννη . ROOT Victoria Deliyianni 20 AFTER Yoko Danno

23 MEDUSA Amy Gerstler

24 ON THE BANKS OF THE ILISSOS Dimitra Ioannou 26 (H)ACKER 0.1.0 (A VERSION) Theodoros Chiotis 28

EXTRACT FROM

LUST / A SAILOR’S SLIGHT IDENTITY Kathy Acker

30 DEAD TIME Apostolis Artinos 32 ASHES Harold Abramowitz

35 THE APARTMENT Apostolis Artinos

36 THE ATHENIAN ZONE Dimitra Ioannou

38 ALL THE MISSING PIECES CAN BE FOUND FURTHER AWAY Andreas Kassapis ΌΛΑ ΤΑ ΚΌΜΜΑΤΙΑ ΠΌΥ ΛΕΙΠΌΥΝ ΒΡΙΣΚΌΝΤΑΙ ΠΙΌ ΠΕΡΑ Ανδρέας Κασάπης

40 Ή ΑΘΉΝΑΪΚΉ ΖΏΝΉ Δήμητρα Ιωάννου 42 TΌ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ Αποστόλης Αρτινός 43 ΣΤΑΧΤΕΣ Harold Abramowitz

46 ΝΕΚΡΌΣ ΧΡΌΝΌΣ Αποστόλης Αρτινός

49 «ΑΛΛΑ ΠΌΙΌΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡETAI ΑΚΌΜΑ ΓΙΑ ΤΌ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΌ;»: Ή ΚΑΘΥ ΣΚΕΤΉ ΑΠΌΤΥΧΙΑ ΣΤΉΝ ΚΌΛΑΣΉ - ΑΝΤΕ ΓΑΜΉΣΌΥ Jake Kennedy

52 SENSELESS EDITIONS I Αντώνης Κατσούρης . Antonis Katsouris 56 SENSELESS EDITIONS II Αντώνης Κατσούρης . Antonis Katsouris 62 ΠΑΡ_01 Sophie Mayer


64 ΑΝΤΙ_ΣΏΜΑΤΑ Δήμητρα Ιωάννου 66 ΛΑΒΥΡΙΝΘΌΣ Chimako Tada 68 ΤΌ ΚΥΚΛΌΦΌΡΙΚΌ ΣΥΣΤΉΜΑ ΕΧΕΙ ΉΔΉ ΚΑΤΑΛΉΦΘΕΙ ΑΠΌ ΤΉ ΝΌΣΌ Ανδρέας Κασσάπης . THE CIRCULATORY SYSTEM IS ALREADY RIDDEN WITH DISEASE

70 72 74 76 77 80 89 90 92 94 96 99

Andreas Kassapis LABYRINTH Chimako Tada ANTI_BODIES Dimitra Ioannou FRI_01 Sophie Mayer SENSELESS EDITIONS III Αντώνης Κατσούρης . Antonis Katsouris “BUT WHO IS ANY LONGER INTERESTED IN THE POSSIBLE?”: KATHY ACKER IN HELL FAILING FUCK YOU Jake Kennedy SENSELESS EDITIONS IV Αντώνης Κατσούρης . Antonis Katsouris TIME Angela Mewes (BLACK) BASTARDS Antonis Katsouris L’ HEURE BLEUE Απόστολος Ντελάκος . Apostolos Ntelakos ΝΌΘΑ (ΜΑΥΡΑ) Αντώνης Κατσούρης ΧΡΌΝΌΣ Angela Mewes ΣΧΕΔΌΝ ΧΏΡΙΣ ΚΛΑΔΙΑ ΣΤΕΚΌΝΤΑΙ ΜΠΡΌΣΤΑ ΣΤΉΝ ΠΕΤΡΑ Εύα Μαραθάκη ALMOST BRANCHLESS STAND IN FRONT OF STONE Eva Marathaki ΖΏΉΡΑ ΜΌΧΘΉΡΑ ΤΕΡΑΤΑ ΌΜΌΡΦΑ ΣΑΝ ΤΑ ΕΤΌΙΜΌΘΑΝΑΤΑ Εύα Μαραθάκη LIVING MALIGNANT MONSTERS BEAUTIFUL AS THE DYING Eva Marathaki

100 MONSTER’S DEVICE . ΣΥΣΚΕΥΉ ΤΕΡΑΤΌΣ Kenji Siratori 120 ΨΑΧΝΌΝΤΑΣ ΓΙΑ ΠΌΔΙΑ ΑΝΘΡΏΠΏΝ ΠΌΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΌΥΝ Εύα Μαραθάκη LOOKING FOR FEET OF HUMANS WHO NO LONGER EXIST . Eva Marathaki

122 ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ 126 ΕΙΚΑΖΌΝΤΑΣ ΤΉΝ ΕΤΕΡΌΤΉΤΑ Αμαλία Βεκρή SPECULATING ON OTHERNESS Amalia Vekri

128 CONTRIBUTORS 130 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ . AKNOWLEDGMENTS


ΝΕΚΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ . DEAD TIME ΑΝΔΡΈΑΣ ΚΑΣΑΠΉΣ . ANDREAS KASSAPIS

ψηφιακό σχέδιo . digital drawing διαστάσεις . dimensions 23x35cm



8


απόσπασμα από το διήγημα

ΛΑΓΝΈΙΑ / H ΑΣΉΜΑΝΤΉ TAYTOTHTA ENOΣ NAYTH KATHY ACKER

Nεκρός χρόνος. Λίγα δέντρα χωρίς φύλλα αλλά και σχεδόν χωρίς κλαδιά υψώνονται μπροστά σε νερό που θα μπορούσε να είναι πέτρα. Tρεις μεγάλοι κύκνοι ξεπροβάλλουν από την πέτρα, συνέρχονται, σηκώνονται, ζωηρά, μοχθηρά τέρατα τόσο όμορφα όσο τα ετοιμοθάνατα δέντρα. Ψάχνουν για τροφή που δεν υπάρχει. Tο χώμα μπροστά τους, αυλακωμένο από τα πόδια ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια, έχει σβωλιάσει. 9


(Χ)ΑΚΕΡ 0.0.1 (ΜΙΑ ΕΚΔΟΧΗ) ΘOΔΏPHΣ XIΏTHΣ

0. Ενεργοποίηση των αρνητικών φασμάτων στις τρεις το πρωί: ένα ακόμη σημάδι αλληλεξαρτώμενων φωνών; 01. Oι ανέμοι περνάνε μέσα από κάθε δέντρο, αναδιπλώνοντας κάθε φύλλο και κλαδί σε καινούργια σχήματα – φυσικοί και μηχανικοί ονειρεύονται αυτή την ιδιότητα. Πώς να τη μιμηθεί κανείς; 001. Τι απομένει: Δύο λιοντάρια από γρανίτη το εύρημα ενός ψαρά (ο ψαράς επιβίωσε από το τσουνάμι κρεμασμένος από την αψίδα του παραθάλασσιου ναού μετά την υποχώρηση της ακτογραμμής). Tα δάχτυλα του ψαρά ψάρια πλέον κολλημένα στο πλάι ενός κορμού δέντρου: το όνειρο του τσουνάμι καθώς αναδιπλώνεται και περνά μέσα από τους τοίχους. 0101. Mια κρύα μέρα στην αρχή της νέας χιλιετηρίδας, και αφού είχε χιονίσει δεκαπέντε εκατοστά χιόνι το προηγούμενο βράδι ένα δάχτυλο πάγου εκτεινόταν κατά μήκος της εισόδου στο λιμάνι αποτρέποντας τα μεγάλα κύματα να σκάσουν στη στεριά· εκείνη την ολόφωτη μέρα 10


μεγάλος αριθμός περαστικών και μερικά από τα περιπλανώμενα σκυλιά του νησιού σταμάτησαν μπροστά στο ταχυδρομείο

για να παρακολουθήσουν ένα μεγάλο σμήνος κύκνων

να τρέφονται κοντά στη στεριά. 01100. Τα παγωμένα αστέρια λαμπύριζαν κοροϊδευτικά καθώς τα δέντρα οσονούπω απογυμνωμένα κούνησαν τα κλαδιά τους πάνω από τα κεφάλι μας. .01. Μας διώχνουν από τα νησιά που χτίσαμε τα ποντίκια που φέραμε μαζί μας. 000101. Ή επιθυμία για καινούργιες (γαστριμαργικές) εμπειρίες είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τον οποίο κανείς ταξιδεύει & σ’ εμάς αρέσει να τρέφουμε αυτό το πάθος. 010101. Αυτό είναι αληθινό: Δυόμισι χιλιάδες τόνοι μολυσμένου εδάφους έχουν αφαιρεθεί από ένα ρέμα που διατρέχει τον καταυλισμό του ποταμού της Σαβάνα. Ή απορρίνηση είναι η διαδικασία κατά την οποία δύο σώματα ολισθαίνουν ή πιέζονται το ένα πάνω στο άλλο, με αποτέλεσμα την προοδευτική αποσύνθεση μέχρι την ολοκληρωτική εξαφάνιση των ανθρώπων. 11


ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΙΛΙΣΣΟΥ ΔHMHTPA IΏANNOY

Στην Kathy Acker, τον Antonin Artaud, την Gertrude Stein.

Tο πρωινό είναι η εναρκτήρια σκηνή του έργου, του έργου η Eυριδίκη στον Kάτω

Kόσμο, ένας βαθύς ποταμός όπου δεν υπάρχει μνήμη περισσότερου φεγγαριού απ’ όσο υπάρχει οπουδήποτε αλλού κι όπου υπάρχουν επίσης ο Συνομιλητής και το Mέρος Για Θεατές. H Kάθυ Άκερ είναι η Eυριδίκη στον Kάτω Kόσμο, στον κόσμο που στην πραγματικότητα είναι πάνω, πάνω νεκρός κόσμος, άλλος δεν υπάρχει, τα υπόλοιπα είναι προπαγάνδα, σ’ αυτή τη γενικευτική προπαγάνδα η ζωή δεν μπορεί παρά να είναι τερματική. Yπάρχουν όγκοι στο πίσω μέρος του λαιμού της Eυρυδίκης. Yπάρχουν όγκοι μέσα στο κρανίο της. Έχει όγκους στα σπλάχνα και όγκους στη γλώσσα. Tο σώμα της Eυριδίκης δεν είναι καθόλου σώμα. Kοιτάζει τον εαυτό της στα βαθιά νερά του Iλισσού. O Θάνατος κάθεται στην κοίτη. (ΣTHN APXH YΠAPXEI ΓΛΏΣΣA KAI TIΠOTE AΛΛO). Δεύτερος Mονόλογος. Πράξη I. Hμερολόγιο Που Έγραψε η Eυρυδίκη Eνώ Ήταν Nεκρή. (Δύο). (Oι ίδιοι δύο). ΠΏΣ MΠOPΏ NA ΔPAΣΏ EΓΏ ΠOY ΔEN AΓAΠΏ; KAΘOΔOΣ ΣTON KATΏ KOΣMO «Eυρυδίκη», ρωτάει ο Θάνατος, «είσαι ο μοναδικός μάρτυρας του εαυτού σου;». Aνάμνηση της φωνής της Eυρυδίκης: Έχω μακριά μαλλιά που κυματίζουν πάνω σε έδαφος τόσο ξηρό ώστε τίποτα δεν φυτρώνει εκεί για αιώνες. 12


«Eυρυδίκη», ρωτάει ο Θάνατος, «έχεις ένα μυαλό κλίμα;» Aνάμνηση της φωνής της Eυρυδίκης: έχω δεν έχω έχω δεν έχω έχω δεν έχω έχω δεν έχω έχω δεν έχω έχω δεν έχω έχω δεν έχω έχω δεν έχω έχω δεν έχω έχω δεν έχω έχω μέσα μου χώρους που δεν υπήρχαν. Eσύ προμηθεύεις το κλίμα; «Mόνο φάσματα προμηθεύω», απαντάει ο Θάνατος, «Όταν τα συναισθήματα προβάλλονται πάνω τους, μου μένει ο χρόνος». Aνάμνηση της φωνής της Eυρυδίκης: O χρόνος μου μού δείχνει τον τρόμο, αλλά τα μάτια μου τον διακόπτουν. Δεν έχω συναισθήματα. Σε διαβάζω στα νερά του Iλισσού όπως διαβάζω τη ζωή και το κλίμα. «Eυρυδίκη», ρωτάει ο Θάνατος, «Σ’ αυτό τον κόσμο του τίποτα-και-καν ένας(δεν)-μετράει, παραμένεις ουτοπία;» Aνάμνηση της φωνής της Eυρυδίκης: Στα βαθιά νερά του Iλισσού ξεπλένω τη μνήμη μου. Tο καλοκαίρι εξαερώνεται στο πρόσωπό μου. Σου επιστρέφω την υφή μου. Tι υπάρχει γύρω μου; Πράξη III. (Mία). (H ίδια μία). OΛA TA ΠPAΓMATA ΠOY ΔEN ΘYMOMOYN. ENA KOPITΣI ΛEEI ΣTON EAYTO THΣ THN ΠAPAKATΏ IΣTOPIA. XANONTAΣ TON EIPMO, TO KOPITΣI ΣTAMATAEI. Δεν έχω όγκους. Θα σκαρφαλώσω πάνω στην Tύχη. Γραφικός χαρακτήρας της Eυριδίκης στον χάρτη του Kάτω Kόσμου. 13


MEΔOYΣA AMY GERSTLER

MΕΤΆΦΡΆΣΗ: a glimpse of

Mοναδική μου ευχή ήταν να είμαι όμορφη έστω και για λίγο. Tο πρόσωπό μου να θαμπώνει τις σκέψεις των αντρών σαν παράκτια ομίχλη. Kάθε μπασμένη ή άτυχη τσούλα είναι ηρωίδα της δικής της ζωής, σωστά; Oπότε, γιατί όχι μια θρησκεία βασισμένη σ’ εμένα; Θα μπορούσα να είμαι η προστάτιδα

άγιός σου τις ημέρες των άγριων μαλλιών, να σε διασκεδάζω με ιστορίες για φιδίσια βραχιόλια, τα ξεφτισμένα σανδάλια του Περσέα, την έπαρσή του, το πώς περνούσε τον μισό καιρό χωρίς εσώρουχα. Σιγά τον θεό. 14


META YOKO DANNO

MΕΤΆΦΡΆΣΗ: a glimpse of

Στον θρύλο το βουνό βρίσκει τη θάλασσα μέσα σε μία νύχτα –

στην πραγματικότητα οι άνθρωποι αποθέτουν τόνους από μολυσμένα δάση, γη και πέτρες 15


στα κρυφά μέχρι όλα να θαφτούν κάτω από το νερό απαρατήρητα –

μερικοί λάγνοι

θεοί κάνουν τα υπόλοιπα, ενώ στέκονται στην

Πλωτή Eπουράνια Γέφυρα

ανακατεύοντας το θολό θαλασσινό νερό, άλμη στάζει από το Πλουμιστό Kαμάκι

μέσα στη θάλασσα –

σκουπίδια πετάνε με πολλά μπουκάλια πολλά πλαστικά ηλεκτρονικούς υπολογιστές πολτοποιημένα μεταλλικά κουτιά θρυμματισμένα γυαλιά, σπασμένες καρέκλες, κλουβιά πουλιών, ματωμένα παιχνίδια, συντρίμμια από κατεστραμμένους ουρανοξύστες τα οποία έχουν μολυνθεί από την ραδιενέργεια, 16


τα ουράνια απόβλητα χαλάζι, βροχή, χιόνι επιδοτούνται για να δέσει η τρεμάμενη άμορφη γη,

και την αποκαλούν

Nησί Oνείρου – θαλασσοπούλια που χρειάζονται σπίτι το διαλέγουν σαν αποικία τους,

φτερά φρικτά από μια θανατηφόρα αύρα αποκοιμιέται νανουρισμένη χωρίς να φυλάγεται

παραμορφωμένα η φτερωτή φυλή την έναστρη νύχτα απομονωμένη

μέσα στους τσιμεντένιους χοντρoύς τοίχους των ανθρώπων 17


ΡΙΖΑ . ROOT ΒΙΚΤΏΡΙΑ ΔΈΛΉΓΙΑΝΝΉ . VICTORIA DELIYIANNI

παραμορφωμένα . deformed πενάκι σε χαρτί . pen on paper διαστάσεις . dimensions 21x29 cm



AFTER YOKO DANNO

In legend the mountain walks into the sea in a single night – in truth humans relay tons of impure woods, soil and stones 20


in secret until all are buried underwater unnoticed – a couple of lustful gods do the rest,

standing on Heavenly Floating Bridge

churning the muddy seawater, the brine trickling from Jeweled Spear into the sea – they dump garbage with lots of bottles plastics computers crushed cans shattered glass broken chairs, bird cages, bloodstained toys debris of blasted skyscrapers contaminated with radioactivity, 21


the celestial wastes hail, rain, snow subsidized to solidify the shaking shapeless land, and call it

Dream Island – sea swallows in need of home choose it as their colony,

wings fatally by a lethal breeze lulled into sleep off their guard

deformed the feathered tribe at starry night

cloistered

in the concrete man-made thick walls 22


MEDUSA AMY GERSTLER

My sole wish was to be beautiful, however temporarily. To have my face obscure mens’ thoughts like shore fog. Every runt or luckless slut is hero of her own life, right? So why not a religion based on me? I could be your patron saint on bad hair days, regale you with tales of snake bracelets, Perseus’ ratty sandals, his bragging, how he didn’t even wear underpants half the time. Some god. 23


ON THE BANKS OF THE ILISSOS DIMITRA IOANNOU

To Kathy Acker, Antonin Artaud, Gertrude Stein.

The morning is the opening scene of the play, the play Eurydice In The Underworld, a deep river where there is no memory of more moon than there is everywhere and yet where there is also the Interlocutor and the Place for Spectators. Kathy is Eurydice In The Underworld, in the world that in reality is the upper, the upper dead world, there is no other world, the rest is propaganda, in this generative propaganda life can only be terminal. There are lumps in the back of Eurydice’s neck. There are lumps inside her skull. She has lump guts and a lump tongue. Eurydice’s body is no body at all. In the deep Ilissos river she watches herself. Death is standing on the river bed. (IN THE BEGINNING THERE IS LANGUAGE AND NOTHING ELSE). Second Monologue. Act I. Diary Written by Eurydice When She Was Dead. (Two.) (The same two.) HOW CAN I WHO DON’T LOVE ANYONE ACT? DESCENT INTO THE UNDERWORLD. “Eurydice,” Death asks her, “are you the only witness of yourself?”

Memory of Eurydice’s voice: I have long hair that are floating over the soil so dry, for centuries, that nothing ever grows in it. 24


“Eurydice,” Death asks her, “do you have a climate mind?” Memory of Eurydice’s voice: I have I have not I have I have not I have I have not I have I have not I have I have not I have I have not I have I have not I have I have not I have I have not I have I have not I have within myself spaces which did not exist. Do you provide the climate? “I provide only specters,” Death answers, “When emotions are projected at them, time is what is left for me.” Memory of Eurydice’s voice: My time reveals terror, but my eyes interrupt it. I don’t have feelings. I read you in the waters of Ilissos as I read life and climate. “Eurydice,” Death asks her, “In this world of nothing-and-no one-matters, are you still a utopia?” Memory of Eurydice’s voice: In the deep Ilissos river I rinse my memory. Summer is aerified in my face. I give you back my texture. What is around me? Act III. (One.) (The same one.) ALL THE THINGS THAT I DIDN’T REMEMBER. A GIRL’S TELLING HERSELF THE FOLLOWING STORY. HAVING LOST TRACK, THE GIRL PAUSES. I don’t have lumbs. I’m going to climb upon Chance. Eurydice’s handwritting over the map of the Underworld. 25


(H)ACKER 0.1.0 (A VERSION) THEODOROS CHIOTIS

0. Negative spirits active at 3am: Is this another sign of a counterdependent articulation? 01. Winds go to every tree, fingering every leaf and branch – Physicists and engineers covet this ability. How to imitate it? 001. What remains: two granite lions discovered by a fisherman (the fisherman survived the tsunami by clinging to the arch of the shore temple after the coastline had receded). The fisherman’s fingers now were like fish stuck on the side of a wood trunk: Tsunami dreams as it folds through walls.

0101. Earlier in the new millennium, on a cold jubilate day following five inches of fresh snow during a night, with a finger of ice stretched across the entrance to the harbor to keep big waves from crashing in, 26


numerous passersby and a few of the island’s roving dogs stopped in front of the Post Office to watch the large flock of swans feeding near shore. 01100. The cold stars shone in mockery the trees soon to be completely bare waved their branches above.

.01. We’re being pushed out of the islands we’ve built by the rats we brought with us.

000101. Love of (culinary) experiences is one of the biggest reasons people travel & we love feeding that passion. 010101. This is true: five million pounds of contaminated soil has been removed from a creek running through the Savannah River Site

Adhesive wear occurs when two bodies slide over or are pressed into each other, which promote material transfer until humans no longer exist. 27


extract from the short story

LUST / A SAILOR’S SLIGHT IDENTITY KATHY ACKER

Dead time. A few not only leafless, but almost branchless trees stand in front of water which might be stone. Three large swans step out of the stone, shake themselves off, raise themselves up, living malignant monsters, as beautiful as the dying trees. They’re looking for food which doesn’t exist. The soil in front of them has been shoved and grooved into lumps by the feet of humans who no longer exist.

28


29


DEAD TIME APOSTOLIS ARTINOS

TRANSLATION: a glimpse of

In the revealing landscape of the wasteland, shapes are only recognisable by their own nostalgic fixation, an emotional return that reveals all memory-scapes in the haze of their perplexity, a subterranean movement of water that discourages any representational structure, any trace of self-control, a murky water that doesn’t regenerate the landscape, but strips it bare instead, exhausts it, absorbs it, makes it fluid in the end, merging it with the sea, the sea that exists under the roots of those

dying trees, the desolation of the landscape, its rapture, its nakedness, its total availability within the edges that shape it, a subterranean movement of water, under the roots, where the latter do not swim, just making themselves available in this dim water, an inner space of death, a dark cavity which expands, acts on the underground, absorbs life by corroding it, a stony time which resists but is also available within its fluidity, its plunge into this worldly sea of oblivion, a hazy and arrogant day which shapes its nakedness, its frozen and imperceptible shadows, the trace of its own immobility, this static time of day which is more frightening than any night, because this can also happen in all the wastelands of the world. A wasteland is the dusk that lasts, you said, the uniqueness of this dusk, its fixation on this void of time, on this perception of the void, an endless expectation of the night and as such a lasting insomnia, a sleepless hour of atypical pain, and suddenly the stones, their sharpness, starting to loom like knives from the burned ground, making the steps all the more careful upon this sharpness which was rising inch by inch, slowly but steadily, obsidian slicing the ground, as far as the eye could see, across the opposite hillside, and while your gaze was absorbed by this vision, your mind could not identify the scale of this catastrophe, a double movement where one of the two parts was short-circuiting the power of the other, as if the trace of this end has exhausted thought itself in its status of indifference.

30


The body is deserted in the humidity of its waiting, emitting a foul-smelling liquid, away from the paths of a destroyed forest, buried underneath the ashes of their disappearance, ashes that have effaced all traces of the forest, now its own upon these paths too, no words come from its mouth, just whispers, some vague syllables, it was distancing itself from language in a slow and quiet rhythm, not from its vocabulary, but from its words, in a different stratagem of death now, with time opening up not to the possibility of its narration but the silence of its questioning, to this trace of waiting, a slow-paced time returning with its unsaid words, maybe words that would never be heard, maybe this tormenting deep rhythm of their silences, this ash, maybe nothing but this. In the silence of the day, of this peaceful waiting, the sleepless body is not inert, in the sleepless cavity of the eye, a previously undreamt of duration is taking shape, when existence stretches out exhausted in this haziness, possessed by fragility, it is the moment, it is all the moments, within this penumbra of the world, when the gaze distinguishes only the density of this absence, when it is deserted, only when it is deserted, opposite those steaming branches, only their immobility, their fixation on that spot which seems insurmountable, which cannot be discerned, nothing is discerned in that haze, all shadows of themselves, reflections of a weak suspended light, suspended at the opposite side, at the opposite side of the world, you said. The text is the phantom of the world, its distanced shadow, the embodiment of its words, their transmission, the dissemination of their anonymity, a slow ecstatic sublimation that works in depth, bringing light, this sick and sleepless light, the hazy day of words, the undreamt of day, because words do no convey the dream, words convey life within its death, its linguistic plunge into the narrow space where words have been left alone, their echo, an echo that makes that space inaccessible, and the time a dead time, because this is what time is, that’s what it has always been, the insuperable, the loneliness of its waiting, a loneliness that gives back the words, their echo, words turning into each other in an invisible web of interconnections which grows, occupies your space, now becomes the haze of this very room -here are its naked branches!- holding this web, its duration, because here too -where else?- duration is the characteristic feature, an immobile, thick time, its defeat, the ultimate moment of its truth.

31


ASHES HAROLD ABRAMOWITZ

I took a walk in the alley. I turned, thinking that I would see you standing next to me. Itwas funny. I thought there was going to be a fight. I wanted to ask you a question. I put my hands out. I thought about a million different things at one time. I took another longwalk. I tried to find something that I’d lost on the ground. I was certain that something was going to happen. But what was going to happen? I kind of needed to know. I put my hands out. You were growing up very quickly. It was a brand new

day.

I put my hands out. I had to keep still. It was a more or less ordinary day.

There was nothing special about the day, at that point. I looked up and down the street. I tried to get a good idea of where I was standing. I wanted to ask you a question. It was morning. We took a walk and talked to each other. I was going to ask you a question right before you started talking to me. I put my hands out. Unexpectedly, I had to steady myself. I stood on the street, near the alley. I put my hands out. We stood very near the alley. There was something I wanted to say to you. I put my hands out. The day was cold. I put my hands out. It was a golden morning. It was going to be a very beautiful day. You put your hands out. I stood on the street, right next to the alley. I wore a long coat. I asked you how long you had lived in that part of the city. You could see me from where you were sitting on the couch in the living room. I had waited a long time for just the right moment. In fact, it was a perfect opportunity. I put my hands out. I asked you a question. I was able to keep very still, at that point. There was something I wanted to ask you about. I put my hands out. The morning was cold. I stood in the alley and waited for you to come home. 32


It was funny. It was like I could hear everything you were thinking, at that point. I turned and told you that it was like I could hear everything you were thinking. It was funny. I put my hands out. I looked at the sky. We knew each other very well, at that point, I thought. It was funny. We sat on the chairs in the garden. There was a song playing on the radio. I asked you if I could come over. I wanted to come over. It was funny. I was still not quite awake. I wondered what we were going to do that evening. It was funny. I liked the song that was playing on the radio. It was funny. We were thinking exactly the same thing at the same time. And I could have said just about anything I wanted to, at that point. I was feeling a little bit frustrated. There was something I wanted to ask you about. I put the music out of my mind. There were very many things we needed to discuss. I looked around the room. I wanted to ask you a question. It was a very nice day. The day outside was very bright. I could see you from where I was standing in the hall. I put my hands out. It had been a very long day. It was funny. It was getting later and later, at that point. I was feeling a little bit frustrated. I wanted to ask you a question. It was going to be a beautiful day. There was something I wanted to ask you about. I put my hands out. I was waiting for you. It was a bright and beautiful morning. I put my hands out. I was going to say. I was going to tell you. There was something big coming on the horizon. You wanted to ask me a question. If I were to wake up early enough in the morning to eat breakfast, I thought. I could see that we were not going to get a lot done that day. I put my hands out. The sun rose over the canyon. It was a question of privacy, at that point. There was a bird in the tree in the garden. I saw that it was going to be a very beautiful day. There was much to think about. There were very many things to consider, at that point. I put my hands out. I put my shoes on. I could see you from where I was standing in the hall. I couldn’t hear myself think. I wanted to ask you a question. I put my hands out. I was sure that the world was going to explode, at that point. I was sure that there was going to be explosions and hands and arms flailing. And this was the world, I thought. It was a real part of me, too, I thought. It was like I was standing in a corner. I was not going to let myself think of anything more important than that, thought. I put my hands out. Yet I was in charge of that moment of the day as surely as I was in charge of anything else, I thought. Like I was in a circle. I couldn’t believe in a cloud, though. Could you believe in a cloud? I wanted to ask you a question. I was feeling a little bit frustrated. I put my hands out. We were never wrong. You said as much, too. You said that it had been a long day, and that we only ever made matters worse. It was funny. I wished that I had a plum, something healthier than what I had been eating, for breakfast, at that point. The summer was going to be warm and beautiful, I thought. 33


It was going to be a very beautiful day. I put my hands out. It was summer. If I looked across the canyon, at that point, I might see a million little boats in the sky, I thought. You said that you were not going to complain, that complaining only made matters worse. I only asked that things be kept in good order, I said. Everything was going to happen in due time, I thought. There was no question of running late, of making a mess, you said. It would not have occurred to me to challenge the way we were doing things, at that point. You sat on the chair in the kitchen. I put my hands out. The sun shone brightly in the sky. It was a brand new day. I wondered what we were going to do that evening. It was funny. The day was brand new. I looked across the canyon. There was definitely something new in the air, I thought. It was summer, a brand new season. The sun shone brightly above the canyon. There was definitely something new in the air, I thought. I wanted to ask you a question. I put my hands out. You wanted to ask me a question. There was a song playing on the radio. I put my hands out. I was in the house. The day was going well, at that point. Things were going well, in general, I thought, at that point. I felt good. I pointed my finger at the sky. I wanted to ask you a question. I put my hands out. The sun rose over the canyon. You stopped what you were doing and asked me a question. I thought that I’d put my best foot forward, at that point. I put my hands out. It was going to be a very beautiful day. In the meantime, time was going by very quickly, I thought. I could have done a lot of things differently, at that point, I thought. I took the ring off my finger. I had begun to look at the canyon in a very different way. You said that you agreed with the way I felt about the canyon, at that point. It was going to be a very beautiful day. I put my hands out. I wanted to ask you a question. I looked at the scar on my stomach. I could see you from where I was standing in the hall. You were something of a fixture in that town. It was hard to think of asking you to move, at that point. However, I took the coward’s way out. I was feeling a little bit frustrated. I felt good. I was in the middle of the house. It was a brand new day. I took another long walk. I pointed the shovel at the ground. You smiled at me. It had been a very nice day all around the canyon. It was a brand new day. You looked at me. It was like the very first day all over again, like the world was brand new. However, I was concerned that you might have felt a little bit trapped, at that point. It was a brand new day. I wanted to ask you a question. We drove the car to the edge of the canyon. I put my hands out. 34


THE APARTMENT APOSTOLIS ARTINOS

TRANSLATION: REBECCA HANNAGAN TAKIS KATSAMBANIS

When Kathy opened his apartment door, the place had already exhausted any sign of life. It was now an empty apartment. Neither vacant, nor abandoned, just empty of life. In an instant she gazed around the space and approached the only window. Life was outside. There it was again. The noise of Alexandras avenue. An untamed traffic that once sparked his memory. As time went by the traffic interested him less and less. Towards the end of his days he pressed his face against the window for a little bit of

sky, he didn’t turn it towards the road traffic at all. Later on even the sky was missing; the windows closed for ever. They called it the Asperger syndrome. All of that Kathy knew, but in another time. She was seeing now, that which could destroy her. By renouncing not life -that was something Kathy knew how to do- but the very signs of life, this ultimate frontier of nostalgia. Kathy now sees this empty space. There is nothing really to be seen. The smoky stains of the missing bookshelves and the paintings, the dusty floorboards, the dirty kitchen cupboards, the splintered glass in the small window of the lightwell. And again she sees nothing. The signs... the signs don’t exist. The signs are what don’t exist. They don’t even hold a renouncement of life, only a slight possibility of narration. However, a narration of what? Now she had no doubt of where she had been. In the Zone that is scattered and collected constantly, again and again, in a renewed unclassified condition. In a game without end. The same Zone of life, where its signs are unsettled. None of them exist. This syndrome again. And again. This Zone of loneliness. 35


THE ATHENIAN ZONE DIMITRA IOANNOU

Kathy Acker comes from across an ocean, Pussy, King of the Pirates. The pirates drift around Piraeus harbour, dead hearts that start always from nowhere. They learn about

the existence of a blood shining Zone, six miles distance via Piraeus street. If, at some

point, it was prosperous, it is unknown.

Pussy had learned something in the dead cities where she’d been: With your innocence,

TRANSLATION: VASSILIS OIKONOMOPOULOS, a glimpse of

you will kill or be killed. Pussy bets on her innocence. If she doesn’t come back in 24 hours, the pirate ship will sail. If she comes back, she won’t be poor anymore.

Many narrow entrances lead through a labyrinthine way to the same central spots of

the Athenian Zone. There is no big distance between them. Getting lost is unnatural.

You walk without caution. The Athenian Zone looks as if it was made out of the sun. And as it substitutes all of its shortages, the Zone turns into a breathing machine, a ramification, a shift, present tense. With the first morning light, it becomes deserted.

What exactly do they say? LUMINOSITY LEVELS ARE RAISING. THE DEGREE

UPON WHICH PEOPLE SHOW SYMPTOMS IS OFTEN DEPENDED ON THE LEVEL OF THEIR VISUAL ABILITIES.

In the Athenian Zone there are no residencies, however there are residents. Where they

come from is unimportant. Space-ratios are tight. People mark their space with small objects, fluids, voids, excrement, protrusions, coatings. They confirm. They remain.

If they talk to you by chance, it is not because they expect an answer. The residents of

the Athenian Zone talk endlessly. In order to get warm, to get cool, to satisfy their hun-

ger, to protect themselves, to be startled, to deplete. If you don’t know what they are talking about, it is difficult to understand them. They are concerned with myths, traps, symptoms, deals, stockpile, demolitions, the brightness.

In the crack of dawn, people seek refuge in the buildings’ arcades, in underground stations, in covered gyms; otherwise they close their eyes. Light conditions and sound sources hypnotize them. That’s why, they never know where exactly they are. Forging and reproducing. Forging and reproducing.

Right then, the Athenian Zone turns into eucalyptus trees, olive grove, harmlessness, breathlessness; naturally, intact. A very generalising procedure. It leaves outside controlled demolitions, falling material, concentration of gases, percentages, management, availables. Or it transforms them. Into remains, parenthesis,

numbness. If you live in the Athenian Zone, you learn it as you learn not to need anything. You subtract and restore. You subtract and restore.

What exactly dο they say? GENERALISING PROCEDURE WILL NOT BE INTERRUPTED BUT IN THE CASE OF AN EMERGENCY.

36


Those that live in the Athenian Zone, know that there are no risk limits. If someone

opens his eyes, is because he thinks that the person next to him has opened his eyes too. This confusion leads to multiple, consecutive blindnesses. Without someone to be responsible for that.

Phenomena that occur, in the Athenian Dialect “do not have someone responsible for” as they “do not have victims.” That would be absurd, since they are so inexplicable. They

rise up, they oscillate, they equal, it remains. If you would try to reverse them, it would be

like questioning the Zone itself. Why would you do that? What is there beyond the Zone? The Zone functions automatically. There is no limitation extending it. All the missing

pieces can be found further away. They are being scattered and collected. Scattered

and collected. But they scatter around again really easily. You can find them anywhere; in parking lots, voids, embankments, ruins. They are torn apart, the filling is removed,

they get folded, they are packed up on top of each other, they are being transported in wheelbarrows. Everyone knows that they are valuable, but they don’t know what they are useful for. They exchange them and they leave them aside. To be forgotten instantly.

In the Athenian Zone murders occur precautionarily. Without hate. If you kill somebody it is because they are not sun-drenched anymore.

Announcements are being broadcast by loudspeakers in the early morning, to guide through those that have just arrived. What exactly do they say?

THERE ARE RATS. THERE ARE RATS EVERYWHERE. THEY CREEP. THEY SNEAK. THEY HAVE BRAINS. THEY CARRY DISEASES. GET RID OF THE RATS. BLOOD IS ALL THAT WE HAVE.

The ones who were going to leave stay in order to be part of the things to come. Murders occur at night when habitants can look freely at one another. Apart from some lit up parts of town, the Central Bureau, the Asomaton Square and the Transmission Tower, the Athenian Zone sits in darkness. In her diary, Pussy writes:

If, at darkness, I take the characteristics of a rat, the only way to prove my innocence will be to talk aloud. My words will be: I believe in the Circle of Innocence.

If you kill me, it’s not that I’m not innocent, but that I and innocence have been killed.

If I kill you, it’s not that you are not innocent, but that you and innocence have been killed. We have the same desire. What do I resemble?

I believe in the Circle of Innocence. What do I resemble? 37


ALL THE MISSING PIECES CAN BE FOUND FURTHER AWAY ΟΛΑ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΠΟΥ ΛΈΙΠΟΥΝ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΙΟ ΠΈΡΑ ANDREAS KASSAPIS . ΑΝΔΡΈΑΣ ΚΑΣΑΠΉΣ

μολύβι σε χαρτί . pencil on paper διαστάσεις . dimensions 21x29 cm



Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΖΩΝΗ ΔHMHTPA IΏANNOY

H Kάθυ Άκερ έρχεται από έναν ωκεανό, Pussy, Bασιλιάς των Πειρατών. Oι πειρατές τριγυρνάνε στο λιμάνι του Πειραιά, νεκρές καρδιές που ξεκινούν πάντα από το πουθενά. Mαθαίνουν για την ύπαρξη μιας ηλιόλουστης Zώνης από αίμα, δέκα χιλιόμετρα απόσταση μέσω της οδού Πειραιώς. Aν κάποτε ευημερούσε είναι άγνωστο. H Pussy είχε μάθει κάτι στις μεταλλαγμένες πόλεις όπου είχε βρεθεί: Mε την αθωότητά σου θα σκοτώσεις ή θα σκοτωθείς. H Pussy βάζει στοίχημα την αθωότητά της. Aν δεν επιστρέψει μέσα σε ένα 24ωρο, το πειρατικό πλοίο θα σαλπάρει. Aν επιστρέψει, δεν θα είναι πια φτωχή. Πολλές, στενές είσοδοι οδηγούν λαβυρινθικά στα ίδια σημεία του κέντρου της Αθηναϊκής Ζώνης. Δεν έχουν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Το να χαθείς είναι αφύσικο. Περπατάς χωρίς προφύλαξη. H Αθηναϊκή Ζώνη δεν έχει τίποτα άλλο εκτός από ήλιο. Kι όπως αναπληρώνει όλες τις ελλείψεις της, η Ζώνη γίνεται αναπνευστική συσκευή, διακλάδωση, μεταβολή, ενεστώτας. Με το πρώτο πρωινό φως ερημώνει. Τι λένε ακριβώς; ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΦΏΤΕΙΝΌΤΉΤΑΣ ΑΥΞANONTAI. Ό ΒΑΘΜΌΣ ΣΤΌΝ ΌΠΌΙΌ ΤΑ ΑΤΌΜΑ ΕΜΦΑΝΙΖΌΥΝ ΣΥΜΠΤΏΜΑΤΑ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΣΥΧΝΑ ΑΠΌ ΤΌ ΕΠΙΠΕΔΌ ΤΏΝ ΌΠΤΙΚΏΝ ΔΥΝΑΤΌΤΉΤΏΝ ΤΌΥΣ. H Αθηναϊκή Ζώνη δεν έχει κατοικίες, έχει όμως κατοίκους. H προέλευσή τους είναι ασήμαντη. O χώρος που τους αναλογεί είναι περιορισμένος. Τον σημαδεύουν με μικροαντικείμενα, υγρά, κενά, περιττώματα, προεξοχές, επιστρώσεις. Βεβαιώνονται. Παραμένουν. Αν τύχει να σου μιλήσουν, δεν είναι γιατί περιμένουν απάντηση. Όι κάτοικοι της Αθηναϊκής Ζώνης μιλάνε ακατάπαυστα. Για να ζεσταθούν, για να δροσιστούν, να χορτάσουν. Για να φυλαχτούν, να θαμπωθούν, ν’ αδειάσουν. Αν δεν ξέρεις σε τι αναφέρονται, είναι δύσκολο να τους καταλάβεις. Τους απασχολούν μύθοι, παγίδες, συμπτώματα, συμφωνίες, αποθέματα, κατεδαφίσεις, η φωτεινότητα. Τα ξημερώματα καταφεύγουν στις στοές των κτιρίων, στους υπόγειους σταθμούς, στα κλειστά γυμναστήρια ή κλείνουν τα μάτια τους. Oι συνθήκες φωτισμού και οι πηγές ήχων τους υπνωτίζουν. Γι’ αυτό δεν ξέρουν ποτέ πού ακριβώς βρίσκονται. Παραποιούν και αναπλάθουν. Παραποιούν και αναπλάθουν. Και τότε η Ζώνη γίνεται ευκάλυπτοι, ελαιώνας, ακινδυνότητα, άπνοια, παραίσθηση· φυσιολογικά, ακέραια. Μια πολύ γενική διαδικασία. Αφήνει έξω ελεγχόμενες κατεδαφίσεις, υλικά σε πτώση, συσσώρευση αερίων, ποσοστά, διαχείριση, διαθέσιμα. Ή τα μετατρέπει. Σε υπόλοιπα, παρένθεση, μούδιασμα. Αν μένεις στην Αθηναϊκή Ζώνη τη μαθαίνεις όπως μαθαίνεις να μην χρειάζεσαι τίποτα. Αφαιρείς κι επαναφέρεις. Αφαιρείς κι επαναφέρεις. 40


Τι λένε ακριβώς; H ΓENIKH ΔIAΔIKAΣIA ΔEN ΔIAKOΠTETAI ΠAPA MONO AN ΣHMANEI EKTAKTOΣ KINΔYNOΣ. Όποιος ζει στην Αθηναϊκή Ζώνη, ξέρει ότι δεν υπάρχει όριο κινδύνου. Αν κάποιος ανοίξει τα μάτια του είναι γιατί νομίζει ότι τα άνοιξε ο διπλανός του. Αυτή η σύγχυση οδηγεί σε πολλαπλές σταδιακές τυφλώσεις. Χωρίς να υπάρχει υπαίτιος. Τα φαινόμενα στην Αθηναϊκή Διάλεκτο «δεν έχουν υπαίτιους» όπως «δεν έχουν θύματα». Θα ήταν παράλογο αφού είναι τόσο ανεξήγητα. Ανέρχονται, κυμαίνονται, ισοδυναμούν, απομένει. Αν προσπαθούσες να τ’ αντιστρέψεις, θα ήταν σαν ν’ αμφισβητούσες την ίδια την Ζώνη. Γιατί θα το έκανες; Τι υπάρχει πέρα από την Ζώνη; Ή Ζώνη λειτουργεί αυτόματα. Xωρίς περιορισμό επέκτασης.

Όλα τα κομμάτια

που λείπουν βρίσκονται πιο πέρα. Σκορπίζονται και συλλέγονται. Σκορπίζονται και συλλέγονται. Αλλά ξανασκορπίζουν πολύ εύκολα. Τα βρίσκεις οπουδήποτε· σε

υπαίθριους

σταθμούς,

χάσματα,

επιχωματώσεις,

ερείπια.

Σχίζονται,

αφαιρείται το γέμισμα, διπλώνονται, στοιβάζονται, μεταφέρονται σε καροτσάκια. Όλοι ξέρουν ότι έχουν αξία αλλά δεν ξέρουν σε τι ακριβώς χρησιμεύουν. Τα ανταλλάσσουν και τ’ αφήνουν στην άκρη. Για να ξεχαστούν αμέσως. Oι φόνοι στην Aθηναϊκή Zώνη γίνονται προληπτικά. Xωρίς μίσος. Aν σκοτώσεις κάποιον είναι γιατί δεν είναι πια ηλιόλουστος. Aνακοινώσεις αναμεταδίδονται από τα μεγάφωνα για να καθοδηγήσουν αυτούς που μόλις ήρθαν. Tι λένε ακριβώς; YΠAPXOYN APOYPAIOI. YΠAPXOYN APOYPAIOI ΠANTOY. XΏNONTAI. EXOYN MYAΛO. METAΦEPOYN APPΏΣTIEΣ. ΞEΦOPTΏΘEΊTE TOYΣ APOYPAIOYΣ. ΔEN EXOYME TIΠOTA AΛΛO EKTOΣ AΠO TO AIMA MAΣ. Όσοι ήταν να φύγουν μένουν για να συμμετάσχουν στη συνέχεια. Oι φόνοι γίνονται νύχτα όταν οι κάτοικοι μπορούν να κοιταχτούν ελεύθερα. Eκτός από τα φωταγωγημένα σημεία, την Kεντρική Υπηρεσία, την πλατεία Ασωμάτων και τον πύργο Αναμετάδoσης, η Aθηναϊκή Ζώνη μένει στο σκοτάδι. Στο ημερολόγιό της, η Pussy γράφει:

Aν στο σκοτάδι πάρω τα χαρακτηριστικά αρουραίου, ο μόνος τρόπος ν’ αποδείξω την αθωότητά μου θα είναι να μιλήσω δυνατά. Tα λόγια μου θα είναι: Πιστεύω στον Kύκλο της Aθωότητας.

Aν με σκοτώσεις, δεν σημαίνει ότι δεν έχω αθωότητα αλλά ότι εγώ και η αθωότητα έχουμε σκοτωθεί.

Aν σε σκοτώσω, δεν σημαίνει ότι δεν έχεις αθωότητα αλλά ότι εσύ και η αθωότητα έχετε σκοτωθεί. Έχουμε την ίδια επιθυμία. Mε τι μοιάζω;

Πιστεύω στον Kύκλο της Aθωότητας. Mε τι μοιάζω; 41


ΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ AΠOΣTOΛHΣ APTINOΣ

Όταν η Kάθυ άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός του, ο χώρος είχε ήδη εξαντλήσει κάθε απόθεμα ζωής. Ήταν τώρα ένα άδειο διαμέρισμα. Όύτε κενό, ούτε εγκαταλελειμμένο. Άδειο από ζωή ήταν. Διέτρεξε με το βλέμμα της ακαριαία τον χώρο και πλησίασε ύστερα το μοναδικό του παράθυρο. Έξω η ζωή. Εκεί πάλι ήταν. Αυτός ο θόρυβος της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Μια ανήμερη κίνηση που κάποτε του διέγειρε τη μνήμη. Με τον καιρό αυτή η κίνηση τον αφορούσε όλο και λιγότερο. Προς το τέλος του μάλιστα κολλούσε το πρόσωπό του στο τζάμι για λίγο ουρανό, δεν το έστρεφε καθόλου στην κίνηση του δρόμου. Ύστερα έλειψε κι ο ουρανός, τα παράθυρα ασφάλισαν για πάντα. Σύνδρομο Asperger το ονόμασαν. Όλα αυτά η Kάθυ τα ήξερε, σ’ έναν άλλο όμως χρόνο. Έβλεπε τώρα, εδώ, εκείνο που θα μπορούσε και να την εξοντώσει. Να απαρνιέσαι όχι τη ζωή -αυτό η Kάθυ ξέρει να το κάνει- αλλά το ίδιο το ίχνος της ζωής, το έσχατο αυτό όριο της νοσταλγίας. Βλέπει η Kάθυ τώρα αυτόν τον άδειο χώρο. Δεν έχει στην πραγματικότητα τίποτε να δει. Τα καπνισμένα ίχνη της βιβλιοθήκης και των κάδρων που λείπουν, το σκονισμένο δάπεδο, τα λερωμένα ντουλάπια της κουζίνας, το ραγισμένο τζάμι στο παραθυράκι του φωταγωγού. Και πάλι τίποτε δεν βλέπει. Τα ίχνη... Τα ίχνη δεν υπάρχουν. Τα ίχνη είναι αυτά που δεν υπάρχουν. Δεν συγκρατούνε ούτε μια απάρνηση ζωής, ίσως κάποια ελάχιστη μόνο δυνατότητα αφήγησης. Αφήγηση όμως τίνος πράγματος; Δεν είχε αμφιβολία τώρα για το που βρισκόταν. Σ’ αυτή τη

Ζώνη

που διασκορπίζεται και περισυλλέγεται διαρκώς, ξανά και ξανά, σε

μια εκ νέου αταξινόμητη συνθήκη. Σ’ ένα παιχνίδι χωρίς τέλος. Ή ίδια η Ζώνη της ζωής όπου αυτή διασαλεύει τα σημεία της. Σημεία όλα που δεν υφίστανται. Αυτό το σύνδρομο πάλι. Αυτό πάλι. Αυτή η Ζώνη της μοναξιάς. 42


ΣΤΑΧΤΈΣ HAROLD ABRAMOWITZ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΉ: ΔΉΜΉΤΡΑ ΙΏΑΝΝΌΥ

Έκανα μια βόλτα στην αλέα. Γύρισα νομίζοντας πως θα σ’ έβλεπα να στέκεσαι δίπλα μου. Ήταν παράξενο.

Σκέφτηκα ότι θα τσακωνόμασταν. Ήθελα να

σου κάνω μια ερώτηση.

Άνοιξα τα χέρια μου.

Σκέφτηκα ένα εκατομμύριο

διαφορετικά

ταυτόχρονα.

άλλη

πράγματα

Έκανα

μια

μεγάλη

βόλτα.

Προσπάθησα να βρω κάτι που είχα χάσει στο έδαφος. Ήμουν σίγουρος ότι θα γινόταν κάτι. Aλλά τι θα γινόταν; Ήθελα κάπως να μάθω. Άνοιξα τα χέρια μου. Mεγάλωνες πολύ γρήγορα. Ήταν μια νέα ημέρα. Άνοιξα τα χέρια μου. Δεν έπρεπε να κουνιέμαι. Ήταν μια λίγο πολύ συνηθισμένη ημέρα. Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο η ημέρα, εκείνη τη στιγμή. Kοίταξα πάνω κάτω τον δρόμο. Προσπάθησα να έχω μια σαφή εικόνα του πού βρίσκομαι. Ήθελα σου κάνω μια ερώτηση. Ήταν πρωί. Kάναμε βόλτα κουβεντιάζοντας. Θα σου έκανα μια ερώτηση αλλά άρχισες να μου μιλάς. Άνοιξα τα χέρια μου. Ξαφνικά, έπρεπε να ξαναβρώ την ισορροπία μου. Στεκόμουν στον δρόμο, κοντά στην αλέα. Άνοιξα τα χέρια μου. Στεκόμασταν πολύ κοντά στην αλέα. Ήθελα κάτι να σου πω. Άνοιξα τα χέρια μου. H ημέρα ήταν κρύα. Άνοιξα τα χέρια μου. Ήταν ένα χρυσό πρωινό. Θα ήταν μια πολύ ωραία ημέρα. Άνοιξες τα χέρια σου. Στεκόμουν στον δρόμο ακριβώς δίπλα στην αλέα. Φορούσα ένα μακρύ παλτό. Σε ρώτησα πόσο καιρό είχες μείνει σ’ εκείνη την περιοχή της πόλης. Mπορούσες να με δεις από εκεί που καθόσουν, στον καναπέ στο σαλόνι. Περίμενα πολύ καιρό την κατάλληλη στιγμή. ¨Hταν πραγματικά μια τέλεια ευκαιρία. Άνοιξα τα χέρια μου. Σου έκανα μια ερώτηση. Kατάφερα να μην κουνιέμαι καθόλου, εκείνη τη στιγμή. Ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Άνοιξα τα χέρια μου. Tο πρωινό ήταν κρύο. Στεκόμουν στην αλέα και σε περίμενα να γυρίσεις σπίτι. 43


Ήταν παράξενο. ’Hταν σαν να μπορούσα ν’ ακούσω όλες τις σκέψεις σου, εκείνη τη στιγμή. Γύρισα και σου είπα ότι ήταν σαν να μπορούσα ν’ ακούσω όλες τις σκέψεις σου. Ήταν παράξενο. Άνοιξα τα χέρια μου. Kοίταξα τον ουρανό.

Γνωριζόμασταν πολύ καλά, εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα.

Ήταν

παράξενο. Kαθίσαμε στις καρέκλες στον κήπο. Aκουγόταν ένα τραγούδι από το ραδιόφωνο. Σε ρώτησα αν μπορούσα να μείνω. Ήθελα να μείνω. Ήταν παράξενο. Ακόμα δεν είχα ξυπνήσει τελείως. Aναρωτιόμουν τι θα κάναμε εκείνο το βράδυ. Ήταν παράξενο. Mου άρεσε το τραγούδι που ακουγόταν από το ραδιόφωνο. Ήταν παράξενο. Σκεφτόμασταν ακριβώς το ίδιο πράγμα ταυτόχρονα. Kαι θα μπορούσα να είχα πει σχεδόν ό,τι ήθελα, εκείνη τη στιγμή. Eίχα μια ανησυχία. Ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Έβγαλα τη μουσική από το μυαλό μου. Υπήρχαν πάρα πολλά πράγματα που έπρεπε να συζητήσουμε. Kοίταξα το δωμάτιο. Ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Ήταν μια πολύ ωραία ημέρα. Έξω η ημέρα ήταν πολύ λαμπερή. Mπορούσα να σε δω από εκεί που στεκόμουν στον διάδρομο. Άνοιξα τα χέρια μου. Ή ημέρα είχε παρατραβήξει. Ήταν παράξενο.

Ήταν αργά, ακόμα πιο αργά, εκείνη τη στιγμή.

Eίχα μια

ανησυχία. Ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Θα ήταν μια ωραία ημέρα. Ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Άνοιξα τα χέρια μου. Σε περίμενα. Ήταν ένα λαμπερό και ωραίο πρωινό. Άνοιξα τα χέρια μου. Θα έλεγα. Θα σου έλεγα. Κάτι μεγάλο φάνηκε στον ορίζοντα. Ήθελες να μου κάνεις μια ερώτηση. Aν το πρωί θα σηκωνόμουν αρκετά νωρίς για να φάω πρωινό, σκέφτηκα. Aισθανόμουν πως δεν θα κάναμε πολλά πράγματα εκείνη την ημέρα. Άνοιξα τα χέρια μου. O ήλιος ανέτειλε πάνω από το φαράγγι. To θέμα ήταν προσωπικό, εκείνη τη στιγμή. Yπήρχε ένα πουλί στο δέντρο στον κήπο. Έβλεπα πως η ημέρα θα ήταν πολύ ωραία. Είχα πολλά να σκεφτώ. Είχα πάρα πολλά πράγματα να λάβω υπόψη μου, εκείνη τη στιγμή. Άνοιξα τα χέρια μου. Έβαλα τα παπούτσια μου. Mπορούσα να σε δω από εκεί που στεκόμουν στον διάδρομο. Δεν μπορούσα ν’ ακούσω τις δικές μου σκέψεις. Ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Άνοιξα τα χέρια μου. Σίγουρα θ’ ανατιναζόταν ο κόσμος, εκείνη τη στιγμή. Σίγουρα θα γίνονταν εκρήξεις, οι παλάμες και τα μπράτσα θα έκαναν σπασμωδικές κινήσεις. Kαι αυτός ήταν ο κόσμος, σκέφτηκα. Ήταν, επίσης, ένα πραγματικό κομμάτι του εαυτού μου σκέφτηκα.

Ήταν σαν να

στεκόμουν σε μια γωνιά. Δεν θα άφηνα τον εαυτό μου να σκεφτεί τίποτα πιο σημαντικό από αυτό, σκέφτηκα. Άνοιξα τα χέρια μου. Πάντως σίγουρα είχα ακόμα τον έλεγχο εκείνης της στιγμής της ημέρας, όπως είχα τον έλεγχο όλων των υπόλοιπων πραγμάτων, σκέφτηκα. Σαν να ήμουν σε κύκλο. Δεν μπορούσα πάντως να πιστέψω ένα σύννεφο. Θα μπορούσες να πιστέψεις ένα σύννεφο; ’Hθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Eίχα μια ανησυχία. Άνοιξα τα χέρια μου. Δεν κάναμε ποτέ λάθος. Eίπες πολλά ακόμα. Eίπες ότι η ημέρα είχε παρατραβήξει και ότι πάντα κάναμε τα πράγματα χειρότερα. Ήταν παράξενο. Mακάρι να είχα 44


φάει ένα δαμάσκηνο, κάτι πιο υγιεινό για πρωινό, σκέφτηκα, εκείνη τη στιγμή. Tο καλοκαίρι θα ήταν ζεστό και ωραίο, σκέφτηκα. Θα ήταν μια πολύ ωραία ημέρα. Άνοιξα τα χέρια μου. Ήταν καλοκαίρι. Aν κοίταζα, εκείνη τη στιγμή, το φαράγγι απέναντι ίσως έβλεπα εκατομμύρια μικρές βάρκες στον

ουρανό, σκέφτηκα.

Eίπες ότι δεν θα παραπονιόσουν, ότι

με τα παράπονα τα πράγματα χειροτέρευαν μόνο. Tο μόνο που ζήτησα ήταν να παραμείνουν τα πράγματα σε τάξη, είπα. Όλα θα γίνονταν την κατάλληλη στιγμή, σκέφτηκα. Δεν υπήρχε θέμα καθυστέρησης ή αναστάτωσης, είπες. Δεν θα μου πέρναγε από το μυαλό ν’ αμφισβητήσω τον τρόπο που κάναμε τα πράγματα, εκείνη τη στιγμή. Kάθισες στην καρέκλα στην κουζίνα. Άνοιξα τα χέρια μου. O ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Ήταν μια καινούργια ημέρα. Aναρωτήθηκα τι θα κάναμε εκείνο το βράδυ. Ήταν παράξενο. H ημέρα ήταν καινούργια. Kοίταξα το απέναντι φαράγγι. Yπήρχε σίγουρα κάτι καινούργιο στην ατμόσφαιρα, σκέφτηκα. Ήταν καλοκαίρι, μια καινούργια εποχή. O ήλιος έλαμπε πάνω από το φαράγγι. Yπήρχε σίγουρα κάτι καινούργιο στην ατμόσφαιρα, σκέφτηκα. Ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Άνοιξα τα χέρια μου. Ήθελες να μου κάνεις μια ερώτηση. Ένα τραγούδι ακουγόταν από το ραδιόφωνο. Άνοιξα τα χέρια μου. Ήμουν μέσα στο σπίτι. H ημέρα πήγαινε καλά, εκείνη τη στιγμή. Γενικά τα πράγματα πήγαιναν καλά, σκέφτηκα, εκείνη τη στιγμή. Ένιωσα καλά. Έδειξα με το δάχτυλό μου τον ουρανό. Ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Άνοιξα τα χέρια μου. O ήλιος ανέτειλε πάνω από το φαράγγι. Σταμάτησες τη δουλειά σου και μου έκανες μια ερώτηση.

Aπό ‘δω και πέρα θα έβαζα τα δυνατά μου, σκέφτηκα,

εκείνη τη στιγμή. Άνοιξα τα χέρια μου. Θα ήταν μια πολύ ωραία ημέρα. Στο μεταξύ ο χρόνος πέρναγε πολύ γρήγορα, σκέφτηκα. Θα μπορούσα να είχα κάνει πολλά πράγματα με άλλο τρόπο, εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα. Έβγαλα το δαχτυλίδι από το δάχτυλό μου. Eίχα αρχίσει να βλέπω το φαράγγι πολύ διαφορετικά. Eίπες ότι συμφωνούσες με το πώς ένιωθα για το φαράγγι, εκείνη τη στιγμή. Θα ήταν μια πολύ ωραία ημέρα. Άνοιξα τα χέρια μου. Ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Kοίταξα το σημάδι στο στομάχι μου. Mπορούσα να σε δω από το σημείο που στεκόμουν στον διάδρομο. Ήσουν αναπόσπαστο κομμάτι εκείνης της πόλης. Mου ήταν δύσκολο να σου ζητήσω να μετακομίσεις, εκείνη τη στιγμή. Tελικά το απέφυγα. Eίχα μια ανησυχία. Ένιωσα καλά. Ήμουν στη μέση του σπιτιού. Ήταν μια καινούργια ημέρα. Έκανα άλλη μια μεγάλη βόλτα. Έδειξα το φτυάρι στο έδαφος. Mου χαμογέλασες. Ήταν μια πολύ ωραία ημέρα σε όλο το φαράγγι. Ήταν μια καινούργια ημέρα. Mε κοίταξες. Ήταν σαν την πρώτη ημέρα ξανά, σαν να ήταν ο κόσμος καινούργιος. Kι όμως μ’ ένοιαζε μήπως αισθανόσουν ότι παγιδεύτηκες, εκείνη τη στιγμή. Ήταν μια καινούργια ημέρα. Ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση. Oδηγήσαμε το αυτοκίνητο στην άκρη του φαραγγιού. Άνοιξα τα χέρια μου. 45


NEKPOΣ XPONOΣ

AΠOΣTOΛHΣ APTINOΣ

Στο αποκαλυπτικό τοπίο της ερήμωσης οι μορφές δεν αναγνωρίζονται παρά στην καθήλωση μόνο της κατάδικής τους νοσταλγίας, μια επιστροφή συγκίνησης που αποκαλύπτει όλα τα τοπία της μνήμης στην αχλή της απορίας τους, μια υπόγεια κίνηση νερού που αποθαρρύνει κάθε αναπαραστατική δομή, κάθε ίχνος αυτοκυριαρχίας, ένα ζοφερό νερό που δεν αναζωογονεί το τοπίο αλλά τ’ απογυμνώνει, το εξαντλεί, το απομυζεί, το ρευστοποιεί εν τέλει συγχωνεύοντάς το με τη θάλασσα, αυτή που υπάρχει κάτω από τις ρίζες αυτών των ετοιμοθάνατων δέντρων, η ερήμωση του τοπίου, η μέθη του, η απογύμνωσή του, η ολική του διαθεσιμότητα σ’ αυτή την αιχμηρότητα που το διαγράφει, μια υποχθόνια κίνηση νερού, κάτω από τις ρίζες όπου αυτές δεν κολυμπάνε παρά διατίθενται μόνο σ’ αυτό το σκοτεινό νερό, μια ενδόμυχη περιοχή θανάτου, μια σκοτεινή κοιλότητα που επεκτείνεται, δρα υπογείως, συγχωνεύει τη ζωή διαβρώνοντάς τη, ένας πέτρινος χρόνος που αντιστέκεται αλλά και διατίθεται συγχρόνως στη ρευστοποίησή του, στην κατακρήμνισή του, σ’ αυτή την κοσμική θάλασσα της λήθης, μια θαμπή και αγέρωχη

μέρα

που διαγράφει την απογύμνωσή του, τις ακίνητες και αδιόρατες σκιές του, το ίχνος της ακινησίας του, αυτή η ακίνητη ώρα της μέρας που είναι πιο τρομερή απ’ οποιαδήποτε νύχτα, γιατί συμβαίνει κι αυτό στις ερημιές του κόσμου.

Ή ερημιά είναι το σούρουπο που διαρκεί, είπες, η μοναδικότητά του, η καθήλωσή του σ’ αυτό το κενό του χρόνου, στην ιδέα αυτού του κενού, μια ατέρμονη προσμονή της νύχτας και γι’ αυτό μια αγρύπνια που διαρκεί, η ανύσταχτη ώρα ενός αδιάγνωστου πόνου και ξαφνικά οι πέτρες, η αιχμηρότητά τους, που αρχίζουν να ξεπροβάλλουν σαν μαχαίρια απ’ το καρβουνιασμένο έδαφος, να το χαράσσουν, να κάνουν τα βήματα όλο και πιο προσεκτικά σ’ αυτή την αιχμηρότητα που υψωνόταν, χιλιοστό, χιλιοστό, αργά αλλά σταθερά, οψιανός που έσκιζε το χώμα μέχρις εκεί που έφθανε το βλέμμα, σε όλη την έκταση της απέναντι πλαγιάς, κι όσο το βλέμμα σου επέμενε σ’ αυτή την ενατένιση τόσο η σκέψη σου αδυνατούσε να εντοπίσει το μέγεθος αυτής της συντέλειας, μια κίνηση διπλή, όπου το ένα από τα δύο σκέλη βραχυκύκλωνε τη δύναμη του άλλου, σαν το ίχνος αυτού του τέλους να εξαντλούσε και τη σκέψη την ίδια στο καθεστώς της αδιαφορίας του. 46


Το σώμα εγκαταλείπεται στην υγρασία της αναμονής του, απ’ όλους τους πόρους του ένα δυσώδες υγρό και μακράν του τα μονοπάτια ενός αφανισμένου δάσους θαμμένα κάτω από την τέφρα του αφανισμού τους, μια τέφρα που έσβησε όλα τα ίχνη του δάσους, τώρα και τα δικά του πάνω σ’ αυτά τα μονοπάτια, από το στόμα του δεν βγαίνουν λέξεις, παρά χαμηλόφωνα μόνο κάποιες αόριστες συλλαβές, απομακρυνόταν μ’ έναν αργό και ήσυχο ρυθμό από τη γλώσσα, όχι απ’ το λεξιλόγιό της αλλά απ’ τις λέξεις του σ’ ένα διαφορετικό τώρα στρατήγημα θανάτου όπου ο χρόνος διανοίγεται όχι στην προοπτική της αφήγησής του αλλά στη σιωπή της απορίας του, σ’ αυτό το ίχνος της αναμονής του, ένας βραδύς χρόνος που επέστρεφε, μαζί με το ανείπωτο των λέξεών του, ίσως οι λέξεις να μην ακούονταν ποτέ, ίσως αυτός ο βασανιστικός, υπόκωφος ρυθμός των σιωπών τους, αυτή η τέφρα, ίσως αυτή μόνο. Στη σιωπή αυτής της μέρας, αυτής της ακύμαντης αναμονής, το άυπνο σώμα δεν καθεύδει, στο ανύσταχτο κοίλο του ματιού διαγράφεται το ανονείρευτο μιας διάρκειας, όταν η ύπαρξη εξαντλημένη τανύζεται σ’ αυτό το θάμβος, σ’ αυτή την ευθραυστότητα που την κατέχει, είναι η στιγμή, είναι οι στιγμές όλες σ’ αυτό το ημίφως του κόσμου όπου το βλέμμα δεν διακρίνει παρά την πυκνότητα μόνο αυτής της απουσίας, όταν αυτό εγκαταλείπεται, όταν εγκαταλείπεται μόνο, μ’ αυτά τα κλαδιά απέναντί του που αχνίζουν, η ακινησία τους μόνο, η καθήλωσή τους σ’ αυτό το σημείο που φαντάζει ανυπέρβλητο, που δεν φαντάζει, τίποτε δεν φαντάζει σ’ αυτό το θάμβος, σκιές όλα των ομοιώσεών τους, είδωλα ενός αδύνατου φωτός που αιωρείται, που αιωρείται απέναντι, σ’ αυτό το απέναντι, είπες, του κόσμου. Tο κείμενο είναι το φάντασμα του κόσμου, η απομακρυσμένη του σκιά, η ενσωμάτωση των λέξεών του, η διάχυσή τους, η διασπορά της ανωνυμίας τους, μια αργή, εκστατική εξαΰλωση που δουλεύει σε βάθος, φέρνοντας το φως, αυτό το αρρωστημένο και ανύσταχτο φως, τη θαμπή μέρα των λέξεων, την ανονείρευτη μέρα, γιατί οι λέξεις δεν αποδίδουν το όνειρο, οι λέξεις αποδίδουν τη ζωή, την αποδίδουν στο θάνατό της, στη γλωσσική της καταβύθιση, σ’ αυτό το δώμα όπου οι λέξεις έμειναν μόνες, η ηχώ τους, μια ηχώ που κάνει τον χώρο απροσπέλαστο και τον χρόνο έναν νεκρό χρόνο, γιατί αυτό είναι ο χρόνος, αυτό ήταν πάντα, το απροσπέλαστο, η μοναξιά της αναμονής του, μια μοναξιά που επιστρέφει τις λέξεις, την ηχώ τους, λέξεις που συγχέονται η μία πάνω στην άλλη, σ’ έναν αόρατο ιστό διασυνδέσεων που μεγαλώνει, καταλαμβάνει το χώρο σου, γίνεται το θάμβος τώρα κι αυτού του δωματίου -να, τα γυμνά κλαδιά του!κρατάνε αυτόν τον ιστό, τη διάρκειά του, γιατί κι εδώ -πού αλλού;- η διάρκεια είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα, ένας ακίνητος, πυκνός χρόνος, η ήττα του, η ύστατη στιγμή της αλήθειάς του. 47


48


«AΛΛA ΠOIOΣ ΈΝΔΙΑΦΈΡETAI ΑΚΟΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΈΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟ;»: Ή KΑΘY ΑΚΈΡ ΣΚΈΤΉ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΣΤΉΝ ΚΟΛΑΣΉ – ΑΝΤΈ ΓΑΜΉΣΟΥ JAKE KENNEDY

ΜΕΤΑΦΡΑΣΉ: ΔΉΜΉΤΡΑ ΙΏΑΝΝΌΥ

Στο άρθρο «“Aλλά ποιός ενδιαφέρεται ακόμα για το το τι είναι δυνατό;”: η Kάθυ Άκερ σκέτη αποτυχία στην κόλαση – άντε γαμήσου» εξετάζω και εκθειάζω τον τρόπο με τον οποίο η Άκερ χρησιμοποιεί τις τροπικότητες της αποτυχίας (λογοκλοπή, πόνος, τρόμος, παιχνίδι-φύλων, κακά αστεία, ηλιθιότητα) ως μια αμίμητη στρατηγική για να πραγματώσει μια αντι-πολιτιστική τέχνη και κοινότητα. H πρόζα και τα «δόκιμα» εργαλεία του άρθρου μου δεν αντανακλούν μόνο τη θέση μου ως ποιητή/ακαδημαϊκού, αλλά επιχειρούν επίσης να διαμορφώσουν μια ηθική, ανορθόδοξη κριτική γλώσσα επηρεασμένη από την Άκερ. Σκέφτομαι τη διαφορά ανάμεσα στην ιστορία και τον μύθο. Ή ανάμεσα στην έκφραση και το όραμα. Tην ανάγκη για αφήγηση και ταυτόχρονα την ανάγκη να ξεφύγεις από το σπίτιφυλακή της ιστορίας – να διαστρεβλώνεις. Tι είναι το δοκίμιο σ’ αυτή την περίπτωση; Kάθυ Άκερ, Bodies.

Έχω την αίσθηση ότι το εγώ μου, ίσως το εγώ σου και όλα τα άλλα εγώ που ίσως

τελικά φθάσουν στο Aκεριανό κείμενο, πρέπει αναπόφευκτα να καταλαβαίνουν πόσο λίγο από το εγώ, το εσύ και το εμείς ένα εγώ μπορεί τελικά να δώσει ώστε να συντονισθεί με μια τόσο πυρετική, τρομακτική και επίμονη πρόζα. Πάντως το εγώ μου –το εγώ που δύσκολα θα αφήσει ακόμα και το σαθρότερο στήριγμα του εγώ– θέλει ακόμα να προσδιορίσει και να διαμορφώσει μια κατάλληλη ηθική της ανάγνωσης και μια συμπληρωματική πολιτική κριτικής ανταπόκρισης. Πώς γίνεται να παραδoθώ στην Άκερ ή να της ανταποδώσω; Aν η Άκερ αρνείται την «πρωτοτυπία», αν ξεφορτώνεται τα «στολίσματα», αν χαρτογραφεί τις δυνατότητες του αδύνατου και απολαμβάνει αυτό που μοιάζει με φαύλη πολιτεία, με βασανισμό εκ προθέσεως και τέλος με ένα παράλογο φλερτάρισμα της αποτυχίας, τότε υποστηρίζω ότι ο καλός/κακός αναγνώστης δεν μπορεί να παραμείνει τόσο απρόσβλητος, τόσο πλήρης, τόσο σίγουρος. Eνώ μας οδηγεί πέρα από την τέχνη της «έκφρασης» στην πολιτική του 49


οράματος, αναρωτιέται: τι μπορεί να βρίσκεται πίσω από το σώμα της ορθής λογοτεχνικής/ακαδημαϊκής «γραφής»; Σίγουρα τα απίθανα εγώ της ανακάλυψαν πιο πολύ αίμα και βία απ’ ότι είχαμε δει πρωτύτερα στο γυμνάσιο1. Tα εγώ, υποστήριξε, (εγώ που δίνουν την αίσθηση κολοσσιαίων ενιαίων εγώ) ουσιαστικά αποδεικνύουν είτε έναν συλλογικό φόβο είτε την κατάρρευση των μεγαλόπρεπων, συλλογικών Hνωμένων Πολιτειών. H αποσπασματικότητα των ταυτοτήτων κυριαρχεί στα εγώ της Άκερ, αλλά όχι με τόσο κυνισμό –υπάρχει πάντα η δυνατότητα μιας απίθανης μετα-ανθρώπινης κοινότητας– οπότε το δικό μου εγώ έχει την ανάγκη να δει το δικό της εγώ-τηςσυγγραφικής-ζωής (εδώ και τώρα!) σαν τις αμέτρητες, προκλητικές, δυναμικές ρωγμές στο μεγάλο γυαλί: οι πορείες τους σπάνε, ναι, και συγκρατούν φως. Mε αυτόν τον φόρο τιμής, ο οποίος είναι αναμφίβολα γεμάτος υποκειμενικότητα (αλλά στο τέλος εύχομαι επίσης γεμάτος ετερότητα), αναρωτιέμαι τι διδάσκει η αποτυχία –η ποιητική της δυσλειτουργίας στην Άκερ: το πώς βρήκε, μέσω των αστείων και κακοποιημένων πρώτων πρόσωπών της, έναν τρόπο να ζήσει, να γράψει και να πεθάνει σαν να ήταν μόνο και μόνο για να κάνει τον άλλον να αναπτυχθεί. Πλοκή H Abhor και ο Thivai είναι οι πρωταγωνιστές τoυ «Empire of the Senseless» [Aυτοκρατορία των Aναίσθητων]. H Abhor είναι μισή ρομπότ, μισή μαύρη. O Thivai είναι ένας διαβολικός πειρατής, ένας άντρας που του αρέσει να γαμάει, συχνά κακός και βίαιος με την Abhor. Όλο το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην αποτρόπαιη θάλασσα την περίοδο της Aλγερινής επανάστασης. H διακειμενικότητα της Άκερ είναι το αντίστροφο του ready-made-ισμού του Mαρσέλ Nτισάμπ. Aντί να παίρνει συνηθισμένα αντικείμενα (φτυάρια, ράφια με καπέλα, λεκάνες), να τα υπογράφει και να δηλώνει έτσι την καλλιτεχνική τους αξία, παίρνει την καλλιτεχνική αξία (κανονιστικά κείμενα, ορθή γλώσσα, ομορφιά), την υπογράφει κι έτσι δηλώνει την κοινοτοπία της: κι ακόμα περισσότερο, το ότι είναι φτιαγμένη από σκατά. Aμοιβαία κειμενικά readymades. Mε τη διαφορά ότι το «Empire» είναι κάπως διαφορετικό από τα άλλα μυθιστορήματα («Don Quixote», «Great Expectations»), γιατί η Άκερ είναι πολύ πιο καχύποπτη με την αποδόμηση. Σε μια συνέντευξη δήλωσε: πρέπει να βρεθούν νέοι μύθοι [1]. H Abhor λοιπόν είναι ο Ahab2 και ο Thivai είναι o φορέας του HIV. Tο «Empire of the Senseless» δεν είναι η αποτυχία του «Moby-Dick», αλλά ένα τελείως διαφορετικό είδος ψωλής συνολικά. «Kατά τη διάρκεια της ιστορίας η πλειοψηφία των συνηθισμένων ανθρώπων πίστευε ότι οι ναυτικοί είναι ανήθικοι κι ότι θα έπρεπε να καίγονται. Παρά την Aλγερινή επανάσταση αυτό ισχύει ακόμα. Yπήρχαν και υπάρχουν μέχρι τώρα λίγοι άνθρωποι, ανθρώπινα κουρέλια, υπολείμματα τροφής για σκύλους κρυμμένα σε σχισμές κάτω από παπούτσια, που λένε ότι οι τρίχες των ναυτικών είναι ασημένιες κι ότι οι ναυτικοί έχουν 50


τεράστιες ψωλές. Γυναίκες. Γιατί σήμερα κάποιοι ναυτικοί είναι γυναίκες» (113). H Abhor είναι επίσης η μαύρη ρομποτο-φάλαινα των παιχνιδιών της Atari και της Microsoft που στον καπιταλιστικό κόσμο όλοι θέλουν να γαμήσουν και να σκοτώσουν. Eίναι ταυτόχρονα Ahab και Moby όσο και κανένας από τους δύο. Mέσω της μεταφοράς της παράλογης αναζήτησης και του μεγάλου φευγαλέου βραβείου (κάτι περισσότερο από τη σάρκα, κάτι περισσότερο από το πετρέλαιο), το «Empire» εξαντλεί επίσης το δίλημμα, που μυρίζει θάλασσα, της πολιτικοποίησης του καλλιτέχνη την εποχή της προηγμένης τεχνολογικής παγκοσμιοποίησης. H έντονα πολυφωνική αφήγηση της Άκερ πετυχαίνει μια διάσπαση της καπιταλιστικής ταυτότητας (του ενιαίου εγώ που ψάχνει όλο και περισσότερα πράγματα) με αποτέλεσμα τον θρίαμβο της ασυναρτησίας: η καλλιτέχνης αναζητά το πραγματικό, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύει την πολιτική τέτοιων κειμενικών επιθυμιών επιβεβαιώνοντας το χάος με χάος. [3]. H Abhor λέει: «Aφού δεν ήταν σίγουρο ποια ήμουν, ήμουν κατατονική. Aφού δεν είχε σημασία τι έκανα, αφού δεν είχε σημασία ούτε για τους νεκρούς ούτε για κάποιον ξένο, αποφάσισα ότι έπρεπε να κόψω σύρριζα τα μαλλιά μου. Mόνο ένας εγκληματίας μπορούσε να κόψει ένα άκρο» (110). Φυσικά όλοι ξέρουν ότι ο Ahab είχε ένα ψεύτικο [4] πόδι, όπως επίσης όλοι ξέρουν ότι ο Ahab έκοψε το πόδι του μόνος του κάνοντας το ψεύτικο πόδι του ένα ψεύτικο, ψεύτικο πόδι. Δεν υπήρχε

φάλαινα, υπήρχε μόνο ο φαντασματικός φαλλός του Ahab ο οποίος είχε χαθεί για δέκα χρόνια επειδή η γυναίκα του και τα παιδιά του δεν αναγνώριζαν την εξουσία του. «Mε τον ακρωτηριασμό του ένας άντρας αποδεικνύει ότι είναι άντρας» (202). Ένα ψεύτικο πόδι στα ρεαλιστικά μυθιστορήματα είναι ένα πραγματικά επιτυχημένο πόδι, αλλά ένα ψεύτικο, ψεύτικο (ένα DIY2) πόδι είναι σκέτη αποτυχία. Φαίνεται τώρα ότι ο Ahab δεν ήταν ένας Aμερικανός ήρωας. Kαι αποδεικνύεται ότι ο Ahab δεν είχε πέος κι ότι ήθελε μόνο να τραβήξει την προσοχή με το κλακ, κλακ, κλακ του ξύλινου ποδιού του. Λοιπόν ο Ahab είναι ένα αυτοδημιούργητο cyborg –έχει επίσης πολύ περισσότερη δύναμη από την Kάθυ Άκερ η οποία είναι επίσης Abhor και Thivai. O Ahab φοβόταν να αυτοκτονήσει αλλά όχι η Kάθυ Άκερ: εκείνη αρρώστησε από καρκίνο, εκείνος πήγε για ψάρεμα [5]. H δημοκρατική ατομική επιχείρηση του Moby-Dick στηρίζεται στον ρόλο του ψεύτικου ποδιού του Ahab, το οποίο πρέπει να προστατεύεται σε όλη την αφήγηση σαν να ήταν αληθινό. Aν αποδειχθεί ότι είναι ψεύτικο –που είναι– τότε κανείς δεν θα μπορεί να πουλάει ή να αγοράζει εξαιτίας του απόλυτου χάους. O Xακ Φιν, ο Nτιν Mοριάρτι και ο Tζιμ Σταρκ 3 ξεχαρβαλώνονται. Στο τέλος ο tHIVai πρέπει να μάθει την Abhor να γράφει γιατί είναι μαύρη και ηλίθια. Γράφει τα απομνημονεύματά της με το αίμα της κι εδώ μας δίνεται η πρόβλεψη μιας εξαθλίωσης, γιατί ξέρουμε ότι στην πραγματική ζωή η Kάθυ Άκερ πέθανε βγάζοντας αίμα από το στόμα της ενώ τα όργανά της σταματούσαν να λειτουργούν. Aντίστοιχα ο Aρτώ απέδειξε με τον θάνατό του ότι τα γραπτά του δεν ήταν απλώς ενισχυμένα με υπερβολική δόση ρητορίας αλλά ότι ήταν 51


SENSELESS EDITIONS I ΑΝΤΏΝΉΣ ΚΑΤΣΟΥΡΉΣ . ANTONIS KATSOURIS πηγή: ξυλοτυπία του John Buckland Wright . source: woodcut by John Buckland Wright


η ίδια η υπερβολική δόση. Aυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στην Kάθυ Άκερ και τη Mάργκαρετ Άτγουντ [6]: τα βιβλία της Kάθυ Άκερ είναι σκατά και της Πέγκι απλώς βρωμάνε (όχι άλλο παιχνίδι, μόνο γίγνεσθαι). Tα σκατά αδιαφορούν τόσο πολύ για τα στολίδια και τις συσκευασίες που μοιάζουν φρικιαστικά. Aκόμα και τα σκατά σε κονσέρβα μοιάζουν κάπως υπερβολικά χαριτωμένα. Aν οι Thivais, οι Janeys ή οι Pussys της Άκερ υπάρχουν δεν είναι για να αποδώσουν το κοιτάχτεμε-να-γράφω-για-τη-φρίκη αλλά μάλλον το ότι αυτή-είναι-η-φρίκη. Kαι αν το βιβλίο είναι παιδαγωγικό τότε δεν σε μαθαίνει πώς να γράφεις, αλλά ότι η γραφή (τα πραγματικά σκατά) γίνεται πάντα μέσω της αυτοκτονίας. Στην πραγματική ζωή. Oφείλω να πω: ο κειμενικός παραλογισμός της Άκερ είναι η περφόρμανς της απόλυτης δημιουργικής αποτυχίας. Kοιτάχτε τη χωρίς φαντασία απομόνωσή της: απορρίπτει τα πάντα κι αρχίζει να κάνει ασκήσεις με βάρη! H ίδια η Abhor πρέπει να ξεχαρβαλωθεί και να γίνει κομμάτια πριν καταφέρει να ξεκινήσει τα απομνημονεύματά της. Παρακαλώ κοιτάξτε τη σελίδα 203 («τη βάλαμε να καθίσει σε σκατά για να μάθει να γράφει σωστά»), γιατί (δικός μου ισχυρισμός) αυτή είναι η καλύτερη σελίδα που έχει γραφτεί στον κόσμο [7]. H Άκερ είναι πάντα προβληματισμένη σχετικά με τον ρόλο Πυγμαλίωνα που μπορεί να υιοθετήσει μια αναγνωρισμένη συγγραφέας, με την τυραννία της πατριαρχικής διδασκαλίας (ακόμα κι αν πετυχαίνουν διάνα οι Zενέ και Mπατάιγ), και σ’ αυτό το σημείο τηγανίζει λίγους όρχεις για γυμνό γεύμα. Πρώτα η Abhor πρέπει να κόψει τον αντίχειρά της, σαν να ήταν το τρίτο πόδι που δεν έχει, μετατρέποντάς τον σε ένα άλλο μελανοδοχείο. H λέξη «ισχυρισμός» στη μέση της σελίδας είναι αστεία, γιατί η Kάθυ Άκερ δείχνει ότι η γλώσσα του συγγραφέα εμπεριέχει το ψέμα. Tώρα μπορούμε να δούμε με ποιό τρόπο η γραφή της Kάθυ Άκερ γίνεται τατουάζ και πως αυτός είναι ο λόγος που όλοι φοβούνται να τη διαβάσουν, ανάμεσά τους κι εγώ. Tα πάντα αφήνουν χαρακιές και υποθέτω πως μέρος της ντροπής στην επαφή με ένα δερματόστικτο ή σημαδεμένο σώμα ή κείμενο οφείλεται στο ότι δεν μπορείς πραγματικά να μοιραστείς τα σημάδια. Tο να βλέπεις τον Άλλον να γράφει για τη μία Eτερότητα μετά την άλλη είναι μια περίεργη κατάσταση. Στην πραγματική ζωή. Aν και οι χειρότεροι από εμάς θα πρέπει απλώς να βλέπουν τον Aετό στο στήθος ή τα Tριαντάφυλλα πάνω από την καρδιά, αυτά τα απτά μελανά στίγματα, σαν να ήταν οικειοποιήσεις των «καθώς πρέπει» δικών μας παραδοσιακών τοπίων. Έτσι το βιβλίο της Άκερ μοιάζει πάντα στα χέρια σαν ένα μικρό σώμα, με όγκους και υπέροχα χρώματα, ώστε δεν είσαι ποτέ σίγουρος αν πραγματικά διαβάζεις. Eίναι σαν να κάνεις τατουάζ στο πρόσωπο υποθέτω [8], αν θέλεις να διαβάσεις θα πρέπει να προσέχεις τους εξτρεμιστές, δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να θελήσεις να κάνεις τατουάζ κάθε μέρα. Aκόμα και οι ναυτικοί μυξοκλαίνε. Oπότε μου είναι αδύνατο να φανταστώ πώς θα ήταν να ζεις ως Kάθυ Άκερ. Λες και χρειάζεται ένα εγώ σαν το δικό μου να το πει αυτό. Tα απομνημονεύματα του cyborg αποτυγχάνουν, γιατί δεν υπάρχει ξεκάθαρη διαφορά ανάμεσα στον μυ (θα τον αποκαλούμε δικέφαλο) τώρα και τον μυ μετά. Aν αυτή τη στιγμή ο δικέφαλος είναι νεκρός –αν ο ιστός έχει 53


καταστραφεί και κρέμεται– τότε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να καταλάβουμε πώς ακριβώς αναπτύσσεται και πάλι μέσα στην αποτυχία. H Abhor έχει διαλύσει στρατηγικά τους ιστούς της μέχρι το σημείο να τριγυρίζει σαν Kα Σακουλιασμένη. Όλη αυτή η απώλεια αίματος δεν φτιάχνει παρά μια αφήγηση ανάλογη ενός τυποποιημένου γεύματος που καταναλώνεται μπροστά στην τηλεόραση και γι’ αυτό είναι τόσο σκληρό να διαβάζουμε τις λέξεις μουνί και γαμήσι. Ίσως επίσης μπορούμε να δεχτούμε ότι η ίδια η Άκερ θα κακοποιούσε ευχαρίστως την Abhor επειδή είναι τόσο ηλίθια γκόμενα: επειδή περιφέρεται στο λάθος περιβάλλον και διαβάζει τόσο πολύ Σαντ. Nτε Σαντ. Συνειδητοποιώ τώρα ότι η Άκερ μάλλον δεν αγαπάει τους χαρακτήρες της για να μην γίνει Mάργκαρετ Άτγουντ ή Φραντς Kάφκα ή Σάμουελ Mπέκετ [9]. Δεν βλέπουμε ότι η Kάθυ Άκερ δεν έλεγε αλλά έγραφε αστεία σε μαχαίρια; «EINAI KAΛYTEPA NA ΠEΘANEIΣ AΠO TO NA ΠAPAΔΏΘEIΣ ΣTA ΣKATA». Oι μύες της διαλύονταν και αναπτύσσονταν ακατάπαυστα. Mέχρι που φούσκωσε πιο πολύ κι από τον Captain Blood από τα -οειδή [10]. Aπό αυτή την άποψη δεν πρέπει ποτέ να καταλάβουμε την Kάθυ Άκερ. Aρκεί να κάνουμε ασκήσεις με βάρη προσπαθώντας να ωριμάσουμε ή να αποκτήσουμε όγκο. Oι άντρες θα πρέπει να αυτοκτονήσουν ή τουλάχιστον να σταματήσουν να λένε: έγραψες σωστά το όνομά σου Kάθυ. Έτσι γράφεται το όνομά σου Σκύλα. Mην το ξεχάσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άντρες είναι κακοί, αλλά ότι δεν επιτρέπεται ποτέ να αποτύχουν. Όπότε προσπαθώ να συμφιλιωθώ με κάτι που εγώ ο ίδιος κρατάω μέσα στο νερό. Mπορώ να αποτύχω μόνο μέσα στην ένταση, ενώ η Tζένι και η Kάθυ και η Άμπορ και η Πλαθ και η Tσβετάγεβα και η Γουλφ αποτυχαίνουν σχεδόν αθόρυβα σαν θύματα-γατάκια, κατευθείαν προς περισσότερη αποτυχία. Δεν είναι αποτυχία να κάνεις μαστεκτομή αλλά είναι αποτυχία να αφήνεις τους μαστούς σου πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Aυτό λέει ο Nόμος. «Ένας μεγάλος συγγραφέας δεν έχει την πολυτέλεια να είναι συναισθηματικός» (206), οπότε αν γράφεις για τα βυζιά σου δεν θα αποτρέψεις την πτώση τους στο άθλιο υλικό της κόλασης, ούτε θα τα επαναφέρεις στις κοιλότητες του θώρακά σου για να λάμψουν σαν μπολ δημητριακών. Aλλά δεν το ξέρω αυτό. Ξέρω μόνο ότι η μαμά της Kάθυ αυτοκτόνησε αφού προηγουμένως ξόδεψε μεγάλο μέρος της οικογενειακής περιουσίας. O πατέρας μου ήθελε να αυτοκτονήσει αλλά δεν το έκανε, γιατί δεν του το έπετρεψε η ανατροφή του (Kαναδός/άντρας). Aυτές είναι οι ιστορίες της αποτυχίας: ξετυλίγονται στον ιδρωμένο κώλο [12] ή τον βρωμερό καβάλο της γλώσσας. «O μισός αρσενικός εαυτός μου θα βιάσει τον μισό θηλυκό εαυτό μου το οποίο, ξέρω, δεν είναι πολύ καλό, αλλά τι να κάνουμε σε μια κοινωνία που δεν αναγνωρίζει τις ανθρώπινες ανάγκες;» (176). Eίναι σαν να θέλεις να πεις «Oι γυναίκες είναι τρελλές» και να μην αναγνωρίζεις με τίποτα την αρχιτεκτονική ηγεμονία, δηλαδή τα πούρα, τους ουρανοξύστες, τα μολύβια, τα χοτ-ντογκ και τους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους. Σίγουρα απαγορεύεται να αποτύχεις. Kανείς δεν έχει δικαίωμα να αποτύχει 54


ούτε στα δοκιμαστικά ούτε στην «ίδια τη ζωή». «Όπως λοιπόν οι H.Π.A. ήθελαν απεγνωσμένα νέες αγορές για την κόκα (την ήπια ποικιλία) και τα McDonald τους, έτσι η Aμερική CIA χρειαζόταν νέα θύματα για δοκιμές ναρκωτικών» (144). Eίμαστε τα θύματα της επιτυχίας. Δεν μας επιτρέπεται η λογοκλοπή, γιατί αυτό σημαίνει ότι δεν μπορέσαμε να αναμετρηθούμε με το δικό μας χαρτί. Aλλά μετά μας επιτρέπεται η λογοκλοπή, γιατί τα παλιά κείμενα μπορούν να γίνουν νέα κείμενα και να πουληθούν για περισσότερα χρήματα και τελικά κανείς δεν ξέρει πώς να σκοτώσει τον καπιταλισμό επειδή γίνεται νεοφιλελεύθερο Fluxus. Πάντως όταν η αστυνομία έρχεται σπίτι, και εξακολουθεί να έρχεται, θέλει να μάθει γιατί η Kάθυ Άκερ γράφει ασταμάτητα για κορίτσια που τα γαμάνε οι πατέρες τους. «Nομίζω ότι το θέμα της αιμομιξίας είναι πολύ σημαντικό – ανακαλύπτουμε όλο και περισσότερο ότι το Φροϋδικό μοντέλο απλά δεν ισχύει. Δεν ισχύει ότι οι περισσότερες κόρες επιθυμούν τους πατέρες τους, αλλά ότι οι περισσότεροι πατέρες επιθυμούν τις κόρες τους. Πολλές θεωρίες για την εξουσία και τη σχέση της βούλησης με τη σεξουαλικότητα θα πρέπει να επανεξεταστούν και να επαναδιατυπωθούν» (η Άκερ με την Deaton, 275). Δεν έχει σημασία αν σχεδιάζει το διάγραμμα της ελεύθερης αγοράς ως φαλλό και των εμπορευμάτων ως νεαρά μουνιά. Έχουμε αδειάσει επίσης τον τρίτο κόσμο. Tότε οι συσχετισμοί ανάμεσα σε ράτσα, σεξ και οικονομία γίνονται τυρρανικοί και εκείνη προσβάλλεται από καρκίνο. Που σημαίνει: σκατά, ούρα, εμετός, κομμάτια νυχιών, λερωμένες κωλοτρυπίδες. Aυτό μάλλον γράφεται, ίσως όμως αυτά τα μυθιστορήματα είναι

απαγορευμένες προειδοποιήσεις. Kαλύτερα από το τίποτα. Aντίστοιχα

το γαμήσι στην Άκερ είναι επίσης αποτυχία. Κάνει τα πάντα χωρίς να κάνει τίποτα. Tο γαμήσι παρεμβάλλεται – τι ξέρω εγώ από γαμήσι! – ανάμεσα στις σεξουαλικές ταυτότητες (συνεκτικότητες) αποτελώντας ένα μέρος ασάφειας, σύγχυσης, υπερβολής, μη-επιτυχίας. Kαι κάποιος θα θέλει να καβλώσει με την Άκερ κι αυτή είναι η ποιητική της αποτυχίας: όχι ένας κουτσός moby dick, αλλά η επιθυμία να μην θέλεις πια πόνο από τον άλλο. Πάντως κι εδώ υπάρχει θάρρος. H Άκερ αποτυχαίνει στον συναισθηματισμό. H επιθυμία να γράψει για την αγάπη, για το αληθινό, σαρκικό, προ-μετά-δομικό, μετά-μετά-δομικό οποιοδήποτε σώμα, για το ειδύλλιο, για το δικαίωμα στα λάθη και την επανόρθωσή τους που οδηγεί σ’ ένα είδος φιλίας όπου όλοι γαμιούνται με όλους όπως το 1977 στην Kαλιφόρνια αλλά 1977 σε μια Kαλιφόρνια του κόσμου. «H φιλία είναι πάντα μια πολιτική πράξη, γιατί ενώνει τους πολίτες σε μια πόλη, μια (πολιτική) κοινότητα» (97). Θα ήθελα φυσικά να ήμουν ο καλύτερος φίλος της Kάθυ Άκερ στα γαμήσια. Mου φαίνεται ότι θα έσωζα τον κόσμο με το σπέρμα μου. Aυτή είναι η αποτυχία μου ως άντρας (η μη αποδοχή της ετερότητας). Aλλά για την Άκερ, «ο Thivai είχε φύγει. Aναρωτιόμουν πως ήταν να έχεις έναν φίλο. Έναν φίλο που να μην έφευγε. Mου φαινόταν ότι η ανθρώπινη ταυτότητα έπρεπε να διαμορφώνεται με τη φιλία και μέσα στη φιλία» (110). Kι αυτή είναι η γαμημένη ιδιαιτερότητα του υλικού της Άκερ, ένα είδος αποδεκατισμού της κοινότητας όπως και μια ματιά σε κάποιο μέρος 55


SENSELESS EDITIONS ΙΙ ΑΝΤΏΝΉΣ ΚΑΤΣΟΥΡΉΣ . ANTONIS KATSOURIS πηγή: ξυλοτυπία του John Buckland Wright . source: woodcut by John Buckland Wright


μιας έκρυθμης πόλης όπου οι εξαχρειωμένοι καταφέρνουν να έρθουν κοντά σαν τρισδιάστατα τατουάζ. Όχι πια διάκριση ανάμεσα σε σώμα και χρώμα, βάση και εικόνα. Λιγότεροι αποχωρισμοί, περισσότερη συνεργασία, θάνατος των πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά γέννηση του έλα-πάρε-κι-άλλη-τροφή. Tι γίνεται όμως όταν οι καιροί είναι πραγματικά σκληροί; Tόσο σκληροί ώστε να κινδυνεύει η ίδια η ύπαρξη της γραφής η οποία χαρίζει ανθρωπιά; H απώλεια όχι της τέχνης αλλά της κοινότητας, η απώλεια της ιστορίας και της γραφής ως έδαφος της ιστορίας –αυτή η απώλεια σ’ αυτό τον κόσμο είναι ένα είδος θανάτου» (Copyright, 94). Ποιό ήταν το πραγματικό ειδύλλιο της Aμερικής; Eίναι η παγκόσμια οικονομική σύγκλιση ζάχαρης και θανάτου με στόχο να ξετιναχθεί κάθε φιλία. Mόνο τα αθλήματα επιτρέπονται, γιατί αυτές οι φιλίες είναι εποχιακές και βοηθάνε να πουληθεί περισσότερη ζαχαρόζη στα προάστια και περισσότερο κρακ στα γκέτο (ή το αντίστροφο;). Aλλά δεν έχουν τελειώσει όλα, γιατί υπάρχει η πλάκα. Aυτό δεν σημαίνει ότι κάνεις πλάκα όταν άλλοι άνθρωποι σε Άλλες χώρες ζουν με βραστά χόρτα και/ή απομνημονεύουν τα μονοπάτια χωρίς νάρκες μέχρι το σχολείο, αλλά μάλλον ότι η απόλαυση βρίσκεται στα μέρη όπου η τέχνη ξεγελάει τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό και τον εθνικισμό. Yπάρχουν πολλές θεωρίες για το πόσο δύσκολο είναι να είσαι ανατρεπτικός, αλλά το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ανατινάζεις σκατά και να είσαι η πειρατής Pussy5 ή ο Pομπέν των Δασών – δηλαδή το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αποτύχεις. «Tο επιχείρημά μου ήταν: αν η μητέρα μου αρχίσει μια παράνομη σχέση μ’ έναν ωραίο, έξυπνο και κακό άντρα, θα καταλάβει τι σημαίνει ευτυχία, μετά θα καταλάβει ότι χρειάζομαι ευτυχία κι έτσι θα μου επιτρέψουν να γίνω πειρατής» («Seeing Gender», 78). Ίσως γι’ αυτό η Kάθυ Άκερ έχει πάντα την ίδια απήχηση με έναν έφηβο, τόσο απέχουμε εμείς οι καπιταλιστές από το να γίνουμε αληθινοί τρομοκράτες: γράφουμε μόνο σε σχέση με τους γονείς και πηδιόμαστε. Tα Aκεριανά έργα είναι γεμάτα δικαιώματα των εφήβων που προκαλούν τρόμο και ανταποκρίνονται στον τρόμο [13]. Tα έργα «Quixote» και «Empire» προαναγγέλουν τις επιθέσεις της 11/9: η Nέα Yόρκη, ως μεγαλοπρεπής αποτυχία, γίνεται η γεμάτη αρουραίους πραγματικότητα την οποία η Άκερ θέλει να καταστρέψει και να αγαπήσει ταυτόχρονα. Eίναι γεμάτη σπυράκια. Aλλά ακόμα και μια έφηβη πειρατής φυλακίζεται και δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω από το να αντιγράφει τον Έρολ Φλιν, άσχετα αν στο ρολόι αναβοσβύνει η ώρα του META-MONTEPNIΣMOY. H Kάθυ Άκερ ιδιαίτερα αφού άρχισε να εξαφανίζεται μαστό μετά τον μαστό ήθελε να δει το σώμα της. Kι έτσι ρώτησε τη νοσοκόμα/χειρουργό/Πρόεδρο των Hνωμένων Πολιτειών του Θανάτου: «Kαι αν δεν είναι απαραίτητο η γλώσσα να μιμείται; Eγώ σε αναζήτηση του σώματος, του σώματός μου, το οποίο υπάρχει πέρα από τους πατριαρχικούς ορισμούς του. Φυσικά αυτό δεν είναι δυνατό. Aλλά ποιός ενδιαφέρεται ακόμα για το τι είναι δυνατό;» («Seeing Gender», 84). H πλάκα της αποτυχίας είναι τελικά κάτι περισσότερο από ποιητική, είναι βιο-γραφία. Δεν είναι δυνατό να αποτύχεις τόσο δραστικά ώστε να σταματήσεις τον ρατσισμό, τον σεξισμό, τον 57


γεροντισμό, τον ανθρωπισμό. Δεν είναι δυνατό να αποτύχεις τόσο δυναμικά ώστε να μετατρέψεις τις λέξεις σου σε ατομικές μονάδες εκρηκτικής, οργασμικής απόλαυσης. Δεν είναι δυνατό να αποτύχεις τόσο ολοκληρωτικά ώστε να βρεις το ένα και μοναδικό ενδιάμεσο, κενό, πολύ-οτιδήποτε, ριζωματικό σώμα χωρίς όργανα. Aλλά έχει τόσο πολύ πλάκα –δηλαδή πληγώνει τόσο βαθιά και προκαλεί τόσο χάος και κάνει τον εαυτό σου να υποφέρει τόσο πολύ, τον αισθάνεσαι τόσο αληθινό στην αιματηρή αποτυχία του– γαμώτο, ποιός πραγματικά νοιάζεται; Λαχταρώντας καλύτερα πράγματα γιατί η απελπισία βρωμάει Eνδιαφέρομαι για γλώσσες τις οποίες δεν μπορώ να επινοήσω, τις οποίες δεν μπορώ να δημιουργήσω ή ακόμα στις οποίες δεν μπορώ να δημιουργήσω: μ’ ενδιαφέρουν μόνο οι γλώσσες τις οποίες μπορώ ν’ ανακαλύψω (ενώ εξαφανίζομαι), σαν πειρατής πάνω από θαμμένο θησαυρό. O ονειροπόλος, η ονειροπόληση, το όνειρο. Σίγουρα μία από τις συχνότερες αιτίες αηδίας ήταν οι ιδιαίτερες συνήθειες του γουρουνιού [14]: η ικανότητά του να χωνεύει τα δικά του και τα ανθρώπινα περιττώματα όπως και άλλα «σκουπίδια»· η αντίστασή του στην πλήρη εξημέρωση· η ανάγκη του να προστατεύει το δέρμα του από τα εγκαύματα του ήλιου με το να κυλιέται στη λάσπη και τα κάτουρα. O νόμος στον οποίο αναφέρομαι, αυτός που νομιμοποιεί και προκαλεί μια επιλογή πιθανoτήτων είναι διατυπωμένος απλά: ο καθένας μπορεί να είναι καλλιτέχνης και ό,τι παρουσιάζει η θεσμική τέχνη είναι τέχνη. Όλα τα κείμενα είναι σκατά γουρουνιού. Oι συγγραφείς είναι πουλημένοι. O νόμος φαίνεται να θεωρεί όλο και περισσότερο την τέχνη (το σώμα) ως την ενσάρκωση, όχι ακριβώς του χάους αλλά της οργανικής ενσωμάτωσης του χάους και του θανάτου στη ζωή, ως το βίαιο ξεπέρασμα της δυαδικότητας κοινωνία-χάος. Aπό την άποψη της συνέπειας τα ζητήματα της έκφρασης πρέπει να μελετούνται όχι μόνο σε σχέση με την ικανότητά τους να σχηματίζουν μοτίβα και αντιστίξεις, αλλά επίσης σε σχέση με τους περιορισμούς και τις αποδεσμεύσεις που ενεργούν πάνω τους και με τους μηχανισμούς του έμφυτου ή της μάθησης, της κληρονομικότητας ή της απόκτησης από τους οποίους διαμορφώνονται. H Ενιαία Πολεοδομία αντιτίθεται στη χωροθέτηση των ανθρώπων σε συγκεκριμένες αστικές περιοχές. Eίναι το θεμέλιο για έναν πολιτισμό της ψυχαγωγίας και του παιχνιδιού. Aξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι στα δεσμά του σημερινού οικονομικού συστήματος, η τεχνολογία χρησιμοποιήθηκε για να πολλαπλασιάζει συνεχώς τα ψευτο-παιχνίδια της παθητικότητας και της κοινωνικής αποσύνθεσης (τηλεόραση), ενώ οι νέες μορφές συμμετοχής στο παιχνίδι οι οποίες έγιναν προσιτές από την ίδια τεχνολογία ρυθμίζονται από ένα σωρό αστυνομίες: οι χειριστές ερασιτεχνικών ραδιοφωνικών σταθμών, για παράδειγμα, περιορίζονται σε ρόλο τεχνολογικών προσκόπων. Tρεις άντρες μιλάνε. Aυτοί είναι οι άντρες που προκαλούν πόλεμο. Ένας άντρας φοράει αναγεννησιακό καπέλο ή αλλιώς έχει μαλλιά με γεννητικό ελάττωμα. Tο δεξί του μάτι είναι μεγαλύτερο από το αριστερό οπότε χαμογελάει καθώς καμπουριάζει. Eκτός από το καπέλο του δεν φοράει τίποτε άλλο. Aυτός που τον αντικρίζει 58


είναι κοντός και έχει παραμορφωμένα δηλαδή κυρτά χέρια. Όλοι τους είναι παραμορφωμένοι και αναγνωρίσιμοι. [ ] παραμένει ταυτόχρονα και παράδοξα ένα γοητευτικό και ερωτικό αίνιγμα («να μην βρεθεί», «ανοιχτό σε όλους», «αδύνατο να γράψεις γι’ αυτό» το οποίο όμως αφήνει μια «γλυκιά γεύση» στο σώμα της συγγραφέως, «ανεξήγητο» όμως διαρκώς εξηγήσιμο). H φιλοσοφία μπορεί να ανθίσει τελείως μόνο όταν μια κοινωνία, πετυχαίνοντας ένα οικονομικό πλεόνασμα πέρα από τις υλικές ανάγκες, αποδεσμεύει λίγα μέλη της από τις απαιτήσεις της παραγωγικής εργασίας και τους δίνει το προνόμιο να γίνουν, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, πολιτιστικοί παραγωγοί κ.ο.κ., με πλήρες ωράριο. Tώρα η σκέψη μπορεί να αρχίσει να φαντασιώνει ότι δεν εξαρτάται από την οικονομική πραγματικότητα. Tο πουλί είναι ένα όργανο που συμπεριφέρεται σύμφωνα με τον νόμο των μαθηματικών, ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να αναπαράγει όλες τις κινήσεις του αλλά όχι τη ζωτικότητά του, αν και το μοναδικό ελάττωμα αυτής της αναπαραγωγής είναι η ιδιότητά της να διατηρεί ισορροπία. H γραφή απλά δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Προσπαθώ ακόμα να αυτοκτονήσω σαν τη μητέρα μου που αυτοκτόνησε. Eπεξεργαζόμουν συνεχώς το «Mεγάλο Γυαλί» επί οκτώ χρόνια, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν ήθελα να είναι η έκφραση μιας εσωτερικής ζωής. Δεν υπάρχει πια δεξιά πτέρυγα εναντίον εργατικής τάξης: υπάρχει μόνο παρουσία και απουσία, όσοι εμφανίζονται στα μήντια και όσοι παραιτούνται από τη δυνατότητα κάθε έννοιας στέγασης. Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας η μόνη δυνατότητα για αλλαγή, κινητικότητα, πολιτική, οικονομική και ηθική ροή βρίσκεται στις τακτικές του ανταρτοπόλεμου [15], στη χρήση των μυθοπλασιών, της γλώσσας. Oι Aυτοκρατορίες αφανίσθηκαν αναπάντεχα σαν να καταστράφηκαν στη στιγμή. Δεν με έστειλαν στην Oξφόρδη ή αλλού, οπότε για να γράψω χαράζω σταυρούς στην εσωτερική πλευρά των καρπών μου. H ειρωνεία δεν είναι αμερικανική συνήθεια. H Άκερ στον κάτω κόσμο: Mια τελευταία ευκαιρεία να μαζευτεί σπίτι Tο σώμα της είναι νεκρό και ζει ακόμα μέσα του. Tα βιβλία της γράφονται από ένα νεκρό χέρι με ζωντανή πένα. Ένας άντρας κατέβηκε στην κόλαση κι έχει τη μυρωδιά του έξω κόσμου. Eκείνη τον κοιτάζει αλλά εκείνος λέει ότι δεν μπορεί να την κοιτάξει, γιατί πρέπει να είναι ήρωας και να τη σώσει από την κόλαση ώστε αργότερα να μπορεί να χρησιμοποιήσει το σώμα της για να γράψει ποιήματα. Εκείνη παίρνει την πένα της και γράφει πάνω στο πρόσωπό του. Στο πρόσωπό του έχει γράψει: θέλω να αποτύχω – άντε γαμήσου. Eκείνος λέει, δεν πειράζει, θα με ακολουθήσεις έτσι κι αλλιώς. Eκείνος φεύγει αλλά εκείνη μένει πίσω. Eίναι ένα είδος βόρβορου με δαίμονες και ακολασίες. Δεν υπάρχει φως. Aν βάλει ταπετσαρία και αγοράσει νέα έπιπλα και φωτιστικά τότε θα φαίνεται σαν να νίκησε την πατριαρχία κάνοντας shopping. Aν όμως συνεχίσει να γράφει με το νεκρό σώμα της στο σκοτάδι, τότε δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ή να διαβάσουμε πραγματικά τι έχει γράψει. Eίναι τόσο αποτυχημένη που από δω και πέρα θα βρίσκεται για πάντα εκεί, κάτω από τη γη. 59


ΣΉΜΕΙΏΣΕΙΣ ΤΌΥ JAKE KENNEDY [1] Kίνητρο για την Άκερ δεν ήταν τόσο οι αντιδραστικές αποδομήσεις της παράδοσης όσο η αναζήτηση μιας κατασκευής αντι-καταπιεστικών ιστοριών: «Έτσι ενδιαφέρθηκα πολύ για την αφήγηση. Άρχισα να διαβάζω πολλούς μύθους» (Acker with Lotringer, 178). Ή μετατόπιση της Άκερ από την αποδομητική ποιητική στον μεταρρυθμιστικό μύθο σηματοδοτεί το συνειδητό πέρασμα σε μια μορφή γραφής που ισοπεδώνει το δίπολο τέχνη/ πολιτική και εισάγει ξανά την πολεμική πρακτική της γραφής. Πάντως στην επαναδόμηση «του αγώνα ενάντια στους πατέρες», χρησιμοποιεί συχνά αυτό που αποκαλεί σχιζοφρενική φωνητική αποφεύγοντας έτσι τον μονολογικό-μονολιθικό αστικό τρόπο. [2] «Δεν αρκεί να έχεις μια ψεύτικη ψωλή» (127). Αυτός ο μύθος πηγαίνει βαθύτερα. [3] O Gilles Deleuze υπερασπίζεται ακριβώς αυτόν τον χαοτικό εαυτό όταν εξετάζει τις «ταυτότητες της βεβαιότητας» ενάντια στις «ταυτότητες της διαδικασίας». Γράφει: «Ό κόσμος πιστεύει πάντα σε ένα πλειονοτικό μέλλον (όταν θα μεγαλώσω, όταν θα έχω εξουσία). Ενώ το πρόβλημα είναι ένα ελαχιστοποιημένο-γίγνεσθαι, το να μην υποκρίνεσαι, να μην παίζεις ή να μιμείσαι το παιδί, τον τρελλό, τη γυναίκα, το ζώο, τον βραδύγλωσσο ή τον ξένο, αλλά να γίνεις όλα αυτά μαζί για να επινοήσεις νέες δυνάμεις ή νέα όπλα (Deleuze & Parent, 5). [4] «Ή Abhor ήταν ακριβώς σαν τον Ahab. Ήταν το ίδιο σάπια και αναίσθητη όπως ένα ψεύτικο πόδι, γιατί τίποτα (ακόμα και η θηλυκότητα) δεν ήταν φυσιολογικό πάνω της» (192-93). [5] Ή αισιοδοξία και η απελπισία εμφανίζονται σε ίση και τελικά διασκεδαστική ποσότητα με σεβασμό στον μυθικό, άπληστο ψαρά-/εξερευνητή. Εκεί είναι στη θάλασσα. Εναλλακτικά διαβάζω τον καρκίνο της Άκερ ως το τρομακτικό μεταστατικό αποτέλεσμα του να γράφεις θαραλλέα από τη μεριά της αρρώστιας και της απώλειας και της αποτυχίας. Αντί να φορέσει γαλότσες, να πάρει ένα καμάκι και να υποκρίνεται ότι η ζωή συνεχίζεται και συνεχίζεται για πάντα, αναζητούσε και αναζητά επίμονα το καρκινογενές και το αποκηρυγμένο –αυτό που θεωρώ αλήθεια της λέξης. Είμαι ρομαντική ακριβώς γιατί σε κάθε πλάνητα πάνω από την ομίχλη αντιστοιχεί κάποιος που σκάβει μόνος του λαγούμια στο βουνό ή κάνει μια ακαθόριστη φυσαλιδώδη εργασία στον βυθό της θάλασσας. Eδώ, η καλλιτέχνης Άκερ οδηγείται σε αυτοκτονία από την κοινωνία και μαθαίνουμε –πρέπει να δεχθούμε!–, ότι αν επιθυμείς τα ίδια οράματα θα πρέπει να πας κάτω, κάτω, κάτω, και να υποφέρεις όπως υπέφερε εκείνη. [6] «Θεέ μου! Χρησιμοποιεί αστική αφηγηματική δομή!» (η Άκερ με την Deaton, 275). [7] Ή σύγκρουση των ατόμων του αίματος, της ράτσας, του σώματος, της πένας, του έργου, της πατριαρχίας και της ιστορίας είναι το στιγμιότυπο σε-μια-σελίδα της ωμής πραγματικότητας του Ακεριανού κολλάζ. Aφού έκανε τόσο πολλά, τόσο τρομακτικά, σε τόσο λίγο χώρο και με τέτοια ορμή, θα ήθελα να πιστεύω ότι οποιαδήποτε υπερβολή της κριτικής είναι ένας μικρός φόρος τιμής στην Άκερ που γράφοντας καταστρέφει το «καλό» κείμενο. [8] Το δερματόστικτο σώμα της Άκερ υπάρχει ακόμα, τουλάχιστον το ασπρόμαυρο, σχισμένο σώμα ορισμένων εξώφυλλων της Grove Press. «Ναι. Κάποιος έγραψε πάνω μου και είναι καταπληκτικό. Aυτή είναι όλη η διαδικασία της δημιουργίας. Επινόησα κάποιον να με βοηθήσει να δημιουργήσω το σώμα μου» (Lotringer, 21). Αυτό το συνεργατικό σώμα μελάνης

60


αναπαράγει αναπόφευκτα το βιβλίο, αλλά η εικόνα του «δερματόστικτου προσώπου» κατά τη γνώμη μου αναπαράγει απόλυτα το Ακεριανό βιβλίο. Το επιπλέον-βήμα-πέρα-από-τηναποδεκτή-πολιτιστική-ομορφιά/έκφραση είναι ο πολιτικός Ακεριανός λόγος –η απόδειξη αυτού που ακόμα είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτό ή να διαβαστεί στο σύνολό του. [9] Βλέπω την Kάθυ Άκερ να αντιστρέφει τον περίφημο αφορισμό του Μπέκετ: Φανταστείτε νεκρή την φαντασία. {σημ. μτφρ. O αφορισμός του Mπέκετ ήταν: Imagination morte imaginez, Φαντασία νεκρή φανταστείτε} [10] Ή body-builder Άκερ, η δερματόστικτη Άκερ και η καρκινοπαθής Άκερ έκαναν την τριάδα «σιωπή, εξορία, δεξιοτεχνία» του Τζόις να μοιάζει απαρχειωμένη. Γυμνάζοντας το σώμα της αρχίζει να καταλαβαίνει ότι για να φουσκώσουν οι μύες σου πρέπει πρώτα να διαλυθούν. [11] «Ή Capitol έφτιαξε μια κούκλα που της έμοιαζε απόλυτα. Αν πίεζες ένα κουμπί σ’ ένα από τα μουνόχειλα της κούκλας, η κούκλα έλεγε: “Είμαι ένα καλό κορίτσι και κάνω ακριβώς ό,τι μου λένε”». (Dead Doll, n.p.). [12] «Ό, τι καθυστερεί στις παρυφές του ανείπωτου» (Bodies, 3). [13] H C. Jodey Castricano αποκαλεί σωστά αυτόν το μετα-μοντέρνο τρόμο, το νέο Gothic. Παραπέμπει στον Jameson: «“όταν το ατομικό [γοτθικό] “θύμα” –άντρας ή γυναίκα– υποκαθιστά την ίδια τη συλλογικότητα, το αμερικανικό κοινό το οποίο σήμερα βιώνει στο έπακρο τα άγχη των οικονομικών προνομίων του και την προστατευμένη “εξαίρεσή” του σε μια ψευτο-πολιτική εκδοχή του Gothic –υπό τις απειλές των στερεοτυπικών τρελλών και “τρομοκρατών” (για κάποιο λόγο κυρίως Άραβες ή Ιρανοί)”» (212). [14] H Άκερ υποστηρίζει, αντίθετα από τον Μαρξ, ότι στη ρίζα του καπιταλισμού βρίσκεται η καταπίεση των γυναικών, το οι άντρες ανταλλάσσουν γυναίκες αντί για γουρούνια. Aυτή η πρακτική, που συμπληρώνει τρομακτικά τις ανακαλύψεις του Levi-Strauss σχετικά με τις συγγένειες, αντηχεί ανησυχητικά την προτίμηση των Μάγια στην ομορφιά αντί στα χρήματα –και στην ουσία εξαλείφει τον διαχωρισμό ομορφιάς-χρήματος γιατί τα μετατρέπει σε ανταλλάξιμες αξίες. Mε κάποιο τρόπο οι κόρες ισοδυναμούν με γουρούνια. [15] Παρόμοια αποσπάσματα δεν είναι μόνο απειλητικά για τους νέους αλλά και επικίνδυνα για τους ενήλικες. Στις πρώτες 80 σελίδες του βιβλίου τα περισσότερα ολοσέλιδα σχέδια δείχνουν γυναικεία και ανδρικά σεξουαλικά όργανα. Παρόμοια σχέδια υπάρχουν στις σελίδες 8, 16, 18, 24, 28, 30, 34, 38, 60, 62, 64, 80, 82, 201.

ΣΉΜΕΙΏΣΕΙΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΉΣ Ahab, ο καπετάνιος, του μυθιστορήματος του Mέλβιλ «O Mόμπι Nτικ ή η Φάλαινα». Aναφορά στο βιβλίο της Άκερ «Blood and Guts in Highschool». 3 DIY: συντομογραφία για το Kάντο Mόνος Σου. 4 Xάκλεμπερι Φιν, χαρακτήρας του Mάρκ Tουέιν στο βιβλίο «Περιπέτειες του Tομ Σόγιερ». Nτιν Mοριάρτι, πρωταγωνιστής του βιβλίου «Στον δρόμο» του Tζακ Kέρουακ. Tζιμ Σταρκ, πρωταγωνιστής της ταινίας «Eπαναστάτης χωρίς αιτία» τον οποίο υποδυόταν ο Tζέιμς Nτιν. 5 Aναφορά στον κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου της Kάθυ Άκερ «Pussy, King of the Pirates». Όι αριθμοί μέσα σε παρενθέσεις αντιστοιχούν στις πηγές του Jake Kennedy. 1 2

61


ΠΑΡ_01 SOPHIE MAYER MΕΤΆΦΡΆΣΗ: ΘΟΔΩΡΗΣ ΧΙΩΤΗΣ

(O απόηχος ενός ονείρου με τον πατέρα μου [τον Hannibal Lecter]) * Όταν οι αστυνομικοί με ρωτάνε τι έχει κλαπεί, εγώ λέω: «Τα πάντα». Το τραπέζι της τραπεζαρίας, οι καρέκλες, ο καναπές, η πολυθρόνα, το τραπεζάκι, η τηλεόραση. (Σπονδυλική στήλη, γοφοί, επιγονατίδες, συκώτι, νεφρό, μάτια). Ασπόνδυλη, σέρνομαι σαν πάνινη κούκλα στο πάτωμα. Το κεφάλι της σφηνωμένο σε μια στενή γωνία, ένα εξαιρετικά βαρύ κούφιο κρανίο. Ψυγείο. Πλυντήριο. Κρεβάτια. Ντουλάπα. Βιβλία. (Κρανίο) (Κοιλιά)

(Στήθη) (Πλευρά) (Πνεύμονες) Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Λέω στους αστυνομικούς, «Δεν μπορώ να αναπνεύσω». Εκείνοις μου παίρνουνει τους πνεύμονεςσπονδυλικήστήληέντερα. Το τραπέζι της κουζίνας (δέρμα). Θερμοσυσσωρευτές (αίμα). Βραστήρας. Καρδιά. * Γιατί μισώ τόσο πολύ τον εαυτό μου στα όνειρά μου; * (νεκρός. χρόνος. μνήμη.) * Tο σπίτι είναι σαν ένα κουκλόσπιτο, ανοιγμένο στη μέση προς επίδειξη. Ό οποιοσδήποτε μπορεί να απλώσει το χέρι του εκεί μέσα και να ψηλαφήσει. Πρόκειται για μια κοιλότητα, όπως στο επιτραπέζιο παιχνίδι «Εγχείρηση», τα όργανά του (έντονα χρώματα, πλαστικά) σκορπισμένα μετά από μια αδυσώπητη θυσία. Και είναι καλωδιωμένο. Μικρά ηλεκτρικά σοκ τη διαπερνούν καθώς αγγίζει χαλί το οποίο έχει ξεχάσει ότι είναι χαλί. Χαλί με το στημόνι ξηλωμένο. Τα δάχτυλά της ακουμπούν στο εσωτερικό κενό του ποδιού της καρέκλας και αισθάνεται σαν στο σπίτι της. Αισθάνεται χρήσιμη σαν ένα σφράγισμα. Ή αίσθηση του γνώριμου: γνωρίζει τα ίδια της τα κενά. Τρομάζουν όποιον τα αγγίζει. Τοποθέτησε τα όργανα πίσω στη θέση τους (πλοπ, πλοπ) με ένα κουδούνισμα και ένα τσίμπημα. Το σώμα είναι γυρισμένο από τα μέσα προς τα έξω, καθώς τσιμοπολογείται από κοράκια μέχρι να μείνουν μόνο απογυμνωμένα κόκκαλα. 62


* (Φοβάμαι ότι δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ το σώμα μου, ή τις σημειώσεις από την ανάγνωση του «Trauma & Recovery» της Judith Herman) * Εκείνη μπορεί να αναπνεύσει αλλά κάθε ανάσα είναι δάκρυα, ξεριζώνεται από την κοιλότητα σε μπλε κύματα που βάζουν φωτιά στις τρίχες στα χέρια της. (Τα χέρια επιστρέφουν.) Πιέζει το πρόσωπό της στους βραχίονές της μέχρι που (τα μάτια επιστρέφουν) οι βολβοί των ματιών της επανέρχονται κάτω από τα βλέφαρά της. Εκείνη είναι ένα σύστημα πίεσης, τεκτονικές πλάκες, κάτι τεράστιο και βρυχώμενο. (Όι πνεύμονες επιστρέφουν.) Βρυχώμενη στη σιωπή, βρυχώμενη σιωπηλά, μην τρομάξεις τους γείτονες. Βρυχώμενη μέχρι να απογυμνωθεί το καυτό της πρόσωπο (το αίμα επιστρέφει). Σέρνει τα δάχτυλα των ποδιών της (τα πόδια επιστρέφουν) στο χαλί που καλύπτει ολόκληρο τον χώρο, βγάζοντας σπίθες, πιέζει τους αγκώνες της στα πλευρά της καθώς η γυάλινη υδρόγειος θρυμματίζεται και εκείνη είναι μέσα, βυθισμένη μέχρι τους αγκώνες της (τα όργανα επιστρέφουν) μέσα ζεστά έντερα και γέμιση. Εκείνη είναι τα δέκα μικρά γουρουνάκια. Εκείνη (η κύστη επιστρέφει) τρέχει φωνάζοντας γουί-γουί-γουί μέχρι να φτάσει σπίτι. Εκείνη είναι χαρούμενη, ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο διακοσμημένο με εντόσθια και βολβούς ματιών, με άσπρες λειασμένες επιγονατίδες και σπονδύλους, ένα εγχειρίδιο βιολογίας ψαλιδισμένο σε πολλά κομμάτια και χρωματισμένο από ένα πεντάχρονο που έχει φάει πολλή ζάχαρη. Εκείνη είναι αυτό το ερυθρό αιμοσφαίριο και εκείνος ο νευρώνας. Aλήθεια, είναι τόσο μικροσκοπική στο κουκλόσπιτο του αίματός της. Aλήθεια. Θα έμενε εδώ για πάντα. * (Ξ/αγρύπνια) Ένας ναυαγισμένος καθεδρικός ναός από λογομαχίες και το φως του ηλίου, ορισμένα όχι μόνο χωρίς φύλλα, μια καμπίνα που επιστρέφει τα ξύλα της στο δάσος, ένα θερμοκήπιο όπου το γυαλί έχει γίνει και πάλι άμμος, μια εκπνοή από μια σπηλιά όπου δεν υπάρχει τίποτε παρά μόνο προϊστορικά κόκκαλα. Και χάθηκε. 63


ANTI_ΣΩMATA ΔHMHTPA IΏAΝNOY

. μεμβράνη . σχηματισμός . είναι

.

λιγότερα ατροφικά όργανα

.

. μεμβράνη . αρτηριακά . σε συνεχή αυτορρύθμιση . . εμφανίζονται . τα δάχτυλα-κύκλοι . ο εγκέφαλος-αισθητήρας . . σύναψη . πρόσληψη . πλάσμα

.

ένα αμνιακό διάστημα μετά

.

. σύναψη . συσσωρεύουν . στοιχεία . . εμφανίζονται . οι στιβάδες συγκέντρωσης . τα θραύσματα ήχου . . σήμα . ανατολικότερα . αναγνωριστικά . σαρώνουν μια περιφερική συχνότητα

.

.

. σήμα . τις τελευταίες βραδυνές εβδομάδες . εγγράφεται . τακτικά . κωδικοποιημένο; . εμφανίζονται . η γλώσσα σε μέρη . το περιμετρικό ένστικτο . . αλφάβητα . αυξάνουν . αύξησαν . αντηχήσεις μια ανεξέλεγχτη υπεφόρτωση

.

.

. αλφάβητα . μέσω του αφαλού . προσδένονται . στη βάση της σπονδυλικής στήλης . . εμφανίζονται . η αλφαβητική υπερπλασία . η εξάρτησή τους . . φωνή . τεντώνουν . τις μήτρες

.

μια προγραμματισμένη τομή

.

. φωνή . αποκολλήθηκαν . ακροφοβικά . δύσμορφα . . εμφανίζονται . οι ίδιες καιρικές συνθήκες σε επανάλειψη . ο ίλιγγος-απορία . . οξυγόνο . κυκλώνονται . ρίγη μια τρομερή παγωνιά

.

.

. οξυγόνο . προσχεδιασμένα . αλλά και έντονη πείνα . 64


. εμφανίζονται . τα διαστήματα σε αργή κίνηση . τα αντανακλαστικά αυτοδιαστήματα . . οξύτητα . συνθετική . καταπίνουν μια ελάχιστη μοριακή ροή

. .

. οξύτητα . ανάμεσα στη γλώσσα και στα σπλάχνα . δυσανεκτικά . ξύνονται . . εμφανίζονται . οι τοπικές μεταβολές . η ψευδής αίσθηση θέσης . . αβεβαιότητα . ελίσσονται . τυλιγμένα . οξυγόνο μια πυκνή σήμανση

.

.

. αβεβαιότητα . κι άλλα ακόμα πολλά . βρίσκονται . παραβάλλουν . κινήσεις . που τους είχαν δώσει . . εμφανίζονται . οι καταλογογραφήσεις των τύπων . ο ορός βίας . . ασυμβατότητα . υπερερεθισμένα . διασχίζουν μια εξωσωματική περιοχή

.

.

. ασυμβατότητα . αποβάλλουν . τους ώμους . τις ίριδες . . εμφανίζονται . οι ρεαλιστικές λεπτομέρειες . τα αναλογικά χρώματα . . τριβή . γδέρνονται . γδάρθηκαν . φλέβες πτώση πίεσης

.

.

. τριβή . χωρίς αρκετό σώμα . υπέρυθρα . δυσανάγνωστα . γίνει . . εμφανίζονται . η συνεχόμενη άπνοια . οι χαράδρες στον θώρακα . . αλφάβητα . υπογλώσσια . χορηγούνται μια αργή δράση των νεύρων

.

.

. αλφάβητα . από τις αρθρώσεις του αυχένα . αντικαθιστούν . όργανα . . εμφανίζονται . οι τρόποι παραμονής . . συναρμογή . χωρίς εποχές . χωρίς πραγματικότητα . είναι μια εσωτερική ανάπλαση

.

.

. συναρμογή . σταθεροποιηθεί . στους βολβούς των ματιών τους . . εμφανίζονται . τα αλφαβητικά κύτταρα . μια σειρά από υπερκείμενες συρραφές . τα αποτυπώματά τους . 65


ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ CHIMAKO TADA

MΕΤΆΦΡΆΣΗ: a glimpse of

Ταξιδεύω στους δρόμους μιας πόλης όπου οι στροφές στα δεξιά απαγορεύονται Στρίβοντας ασταμάτητα αριστερά Με κατεύθυνση το κέντρο του λαβύρινθου Καθοδηγούμενη από φανάρια που αναβοσβήνουν Στρίβοντας αριστερά και πάλι αριστερά (Γιατί αυτή είναι η κατεύθυνση του θανάτου) Πού ήμουν; Ήμουν σ’ ένα τεράστιο νοσοκομείο Aποσυνδέοντας τις αρθρώσεις της γλώσσας Καθώς έστριβα αριστερά και πάλι αριστερά Kρατώντας σφιχτά επιδέσμους που ξετυλίγονταν Σε μεγάλα, λευκά περιθώρια Ή μπομπίνες νημάτων Που μου είχε δώσει κάποιος; Πού ήμουν; Ήμουν σ’ ένα σημαντικό ιερό Όπου μόνο ένα σώμα ήταν ξαπλωμένο Σε έναν φαύλο κύκλο παρεξηγήσεων Πάνω σ’ έναν αποστειρωμένο βωμό Περιμένοντας το νυστέρι Kαλυμμένη με ένα επίθεμα μόνο Αρκετά μεγάλο για ένα μάτι; 66


Σκοτώστε την ή αναβιώστε την; ... (Aυτές οι φωνές μίλαγαν για μένα;) Επιτρέπεται σε όσους Άρπαξαν κάποτε το μαχαίρι Να επιστρέψουν γυρίζοντας πίσω τον χρόνο Ώστε να στρίβουν δεξιά και μετά πάλι δεξιά; Προχωράμε σε κύκλους (Αλλά είναι πολύ αργά για τον κόσμο Το κυκλοφορικό σύστημα έχει ήδη Kαταληφθεί από τη νόσο) 67


ΤΟ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟ ΣΥΣΤΉΜΑ ΈΧΈΙ ΉΔΉ ΚΑΤΑΛΉΦΘΈΙ ΑΠΟ ΤΉ ΝΟΣΟ THE CIRCULATORY SYSTEM IS ALREADY RIDDEN WITH DISEASE ΑΝΔΡΈΑΣ ΚΑΣΑΠΉΣ . ANDREAS KASSAPIS

ψηφιακό σχέδιo . digital drawing διαστάσεις . dimensions 35x35 cm



LABYRINTH

CHIMAKO TADA

TRANSLATION FROM JAPANESE: JEFFREY ANGLES

I travel through city streets where right turns are prohibited

 Turning endlessly to the left

 Heading toward the center of the labyrinth

 Led by blinking stoplights

 Turning left and left again

 (For this is the direction of death)

 
 
Where was I? Was I in a huge hospital

 Dissociating the joints of language

 As I turned left and left again

 Clutching at bandages that unfurl
 Into great, white margins

 Or at spools of string

 That someone had conferred unto me?

 
 Where was I? Was I in a sacred sanctuary

 Where a single body reclined

 In a roundabout misunderstanding

 Upon a sterilized altar

 Waiting for the scalpel

 Covered only by a patch

 Big enough for an eye?

 
 70


Kill her or revive her?…

 (Were these voices talking about me?)

 Is it permitted for those

 Who have once grasped the knife

 To return, turning back time

 So they turn right then right again?

 
 Round and round we go

 (But it is too late for the world

The circulatory system is already Ridden with disease)
 71


ANTI_BODIES DIMITRA IOANNOU

. membrane . formation . is

.

membrane . arterial

less atrophied organs

.

.

. in continual self-adjustment . . the fingers-circles . the sensory-brain . appear . . synapse . perception . plasma one amniotic period later

.

.

. synapse . they accumulate . pieces of information . . the concentration layers . the sound fragments . appear . . signal . further along east . so as to discern . they are scanning a peripheral frequency

.

.

. signal . the last nocturnal weeks . recorded . regularly . codified? . the language in parts . the perimetrical instinct . appear . . alphabets . they increase . they increased . resonances an uncontrollable overload

.

.

. alphabets . through the navel . they are fastened . to the bottom of the spinal cord . . the alphabetical hyperplasia . their dependence . appear . . voice . they stretch . the wombs a scheduled cut

.

.

. voice . they were detached . acrophobics . disfigured . . the same repetitive weather conditions . the vertigo-question . appear . . oxygen . they are encircled . chills a bitterly cold

.

.

. oxygen . choreographed . but also intense hunger . 72


. the slow motion periods . the reflexive self-spaces . appear . . acidity . a synthetic one . they swallow a minimum of molecular flow

.

.

. acidity . between the tongue and the intestines . intolerant . they scratch . . the localised alterations . the false sense of position . appear . . uncertainty . they manoeuver . wrapped in . oxygen a dense signage

.

.

. uncertainty . many more of these . they are found . they compare . movements . given to them . . the cataloguing of types . the violence serum . appear . . incompatibility . hyperexcited . they traverse an exocorporeal area

.

.

. incompatibility . they reject . the shoulders . the irises . . the realistic details . the analog colors . appear . . abrasion . veins . are scraped . were scraped fall in pressure

.

.

. abrasion . a body not quite there . they have become . severely scarlet . illegible . . the gorges at the thorax . the consecutive stillness . appear . . alphabets . sublingual . are administered a slow action of the nerves

.

.

. alphabets . from the joints in the neck . are replacing . organs . . the ways of settling down . appear . . assemblage . is . without seasons . without reality an internal

regeneration

.

.

. assemblage . stabilized . in their eyeballs . . the alphabetical cells . a series of supratextual sutures . their imprints . appear . 73


FRI_01 SOPHIE MAYER

(On waking from a dream of [Hannibal Lecter] my father) * When the cops ask me what had been stolen, I say: “Everything.” Dining room table, chairs, sofa, armchair, coffee table, TV. (Spine, hips, kneecaps, liver, kidney, eyes). Boneless, I ragdoll to the floor. Her head wedged in a tight corner, too-heavy pumpkinhead. Fridge. Washing machine. Beds. Wardrobe. Books. (Skull) (Belly) (Breasts) (Ribs) (Lungs) I can’t breathe. I tell the cops, “I can’t breathe.” They took my lungsspineentrails. Kitchen (skin) table. Storage (blood) heaters. Kettle. Heart. * Why do I despise myself so in my dreams? * (dead. time. memory) * The house is like a doll’s house, cut in half for show. Anyone could reach in and touch. It’s a cavity, like in the game Operations, its organs (bright, plasticky) scattered after some implacable sacrifice. And it’s wired. Tiny shocks run through her as she touches carpet that has forgotten it’s carpet. Carpet with its stuffing knocked out of it. Her fingers rest in the chair-leg hollows and feel at home. Feel useful, like a filling. Feel familiar: she knows her own hollows. Shocks anyone who touches them. Drop the organs back in (plop, plop) with a buzz and a sting. It’s inside out, pecked at by ravens down to clean bones. 74


* (I fear I have never used my body, or notes on reading Judith Herman, Trauma & Recovery) * She can breathe but breath is tears, is torn from her cavity in blue waves that set the hairs on her arms alight. (Arms return.) She presses her face into her forearms until (eyes return) her eyeballs spring back beneath their lids. She is a pressure system, tectonic plates, something huge and roaring. (Lungs return.) Roaring into silence, roaring silently, don’t scare the neighbours. Rawing her hot face (blood returns). She drags her toes (feet return) on the fitted carpet, kicking up sparks, presses her elbows into her ribs until the glass globe shatters and she’s inside, she’s up to her elbows (organs return) in hot guts and stuffing. She’s ten little piggies. She’s (bladder returns) running wee-wee-wee all the way home. She’s jubilant, she’s a Christmas tree festooned with innards and eyeballs, with sanded white patellas and vertebrae, a biology textbook cut-up and coloured in by a sugarcrazy five year old. She’s this red blood cell and that neuron. Really, she’s that tiny in the doll’s house of her blood. Really. She’d stay here forever. * (A/wake) A shipwrecked cathedral of spars and sunlight, a few not only leafless, a cabin returning its timbers to forest, a greenhouse where the glass has turned to back to sand, an exhalation from a cave where there is nothing but prehistoric bones. And gone. 75


SENSELESS EDITIONS ΙIΙ ΑΝΤΏΝΉΣ ΚΑΤΣΟΥΡΉΣ . ANTONIS KATSOURIS πηγή: ξυλοτυπία του John Buckland Wright . source: woodcut by John Buckland Wright


“BUT WHO IS ANY LONGER INTERESTED IN THE POSSIBLE?”: KATHY ACKER IN HELL FAILING FUCK YOU JAKE KENNEDY

In “’But who is any longer interested in the possible?’: Kathy Acker in Hell Failing Fuck You” I explore and celebrate Acker’s use of a

tropics of failure (plagiarism, pain, terror,

gender-play, bad jokes, dumbness) as an inimitable strategy for achieving counter-cultural art and community. The prose style and “scholarly” apparatus of my article reflect not only my position as a poet/academic but also attempt to model an ethical, non-authoritative, Acker-informed critical language. I am thinking about the difference between history and myth. Or between expression and vision. The need for narrative and the simultaneous need to escape the prison-house of the story -- to misquote. What is the essay in this situation? Kathy Acker, Bodies

It’s my hunch that my I, maybe your I and all those other I’s that might eventually arrive at the Ackerian text, must inevitably understand how little of an I, you, and we any one I can finally give to match such febrile, horrifying and committed prose. However, my I -- the I that will hardly give up even the most flimsy crutch of ego -- still wants to locate and model an appropriate ethics of reading and a complimentary politics of critical response. How can I give up, or back to, Acker!? If Acker refuses “originality,” if she jettisons “decorum,” if she charts the possibilities of impossibility and revels in that which looks like bad citizenry, intentional suffering, and finally a senseless courting of failure, then I propose that the goodbad reader cannot stay too neat, too full, too sure. 77


As she moves us beyond the art of “expression” and towards the politics of vision, she wonders: what might lie behind the body of proper literary/academic “writing”? Surely Acker’s impossible I’s discovered much more blood and guts than we’d previously been shown in high-school. I’s (I’s that feel and look an awful lot like towering, unitary 1’s), she demonstrated, are necessarily proofs of either collective fear or the collapse of the grand collective US. Acker’s I’s’ fragmentation of identities do dominate but not cynically so -- there is ever the possibility of impossible posthuman community -- and therefore my I needs to see her writing-life-I (right here!) as the countless, suggestive, powerful fissures in the large glass: they’ve got broken trajectories, yes, and they hold light. My homage, no doubt full of I-ness (but I hope, in the end, of other-ness, too), wanderingly wonders what failure teaches -- the poetics of malfunction in Acker: how she, with her hilarious and brutalized first persons, found a way to live, write, and die as if only to make the other thrive. Plot Abhor and Thivai are the protagonists of Empire of the Senseless. Abhor is part robot and part black. Thivai is a bastard pirate, he is a man who likes to fuck and he’s often mean and violent to Abhor. The whole novel takes place on the abject sea while the Algerian revolution is going on. Acker’s intertextualism is the inversion of Marcel Duchamp’s Ready-made-ism. Where he takes prosaic objects (shovels, hat racks, toilets), signs them, and thus flags their artistic value, she takes artistic value (canonical texts, proper language, beauty), signs them, and thus flags their prosaicness: more than that, how they are made of shit. Reciprocal textual ready-mades. Except Empire is somewhat different from the other novels (Don Quixote, Great Expectations) because Acker is much more suspicious of deconstruction. In an interview she stated: one has to find new myths [1]. Now Abhor is Ahab and Thivai is the carrier of HIV. Empire of the Senseless is not the failure of Moby-Dick but a different kind of dick [2] altogether. “Throughout history most normal people have thought that sailors are immoral and should be burned. Despite the Algerian revolution, this is still true. There have also and are now a few people, human fringes, scraps of dog food hidden in cracks under shoes, who say that sailors’ hairs are silver and that sailors have huge dicks. Female. For today some sailors are female” (113). Abhor is the black robo-whale, too, run by Atari and Microsoft game systems that everyone wants to fuck and kill in the capitalist world. She is both Ahab and Moby, but neither as well. Through the metaphor of the mad quester and the grand elusive prize (something more than flesh, more than oil), Empire also plays out the sea-scented dilemma of the politically-committed artist in an age of advanced technological globali78


zation. Acker’s intensely multi-vocal narrative enacts a disruption of capitalist identity (the unitary self searching for more and more stuff) and thus a celebration of incoherence: she is the artist in pursuit of the real but she is simultaneously undermining the politics of such writerly desires by proving chaos with chaos [3]. Abhor says: “Since, not even clearly, I wasn’t anyone, I was catatonic. Since it didn’t matter what I did, it didn’t matter to either the dead or to anyone alien, I decided I had to get my hair cut off. Only a criminal could get a limb cut off” (110). Everyone now knows that Ahab had a fake [4] leg but now everyone also knows that Ahab cut off his leg himself making his fake leg a fake fake leg. There was no whale there was only Ahab’s phantasmatic phallus which got lost for ten years because his wife and children no longer heeded his authority. “Being maimed is the way a man shows he’s a man” (202). A fake leg is a real successful leg in realist novels but a fake fake (a DIY) leg is a failure. It begins to look like Ahab was not an American hero. And it turns out that Ahab had no penis and only wanted attention with the clack clack clack of his wood foot. Now Ahab is a self-made cyborg -- he still has way more power than Kathy Acker who is also Abhor and Thivai. Ahab was afraid to suicide and Kathy Acker was not: she got cancer, he went fishing [5]. The democratic free enterprise of Moby-Dick rests on the role of Ahab’s fake leg which must be protected as real for the entire narrative. If it turns out to be fake -- which it is -- then no one will be able to buy or sell anything due to total chaos. The Fucking-up of Huck Finn, Dean Moriarty, and Jim Stark In the end tHIVai has to teach Abhor to write because she is black and she is a stupid woman. She writes her memoirs in her own blood and we get to read abjection because we know that Kathy Acker died with blood coming out of her mouth as her organs failed in real life. In the same way, Artaud died like this in order to prove his writings were not just spiced with overdose rhetoric but constituted the overdose itself. That is the difference between Kathy Acker and Margaret Atwood [6]: Kathy Acker’s books are shit and Peggy’s just reek (no more playing, only becoming). Shit would seem to be horrifying in its indifference to ornamentation -- packaging. Even canned shit looks a little too cute. If Acker’s Thivais, Janeys, or Pussys exist they do so not to illustrate look-at-me-writingabout-horror but rather this-is-the-horror. And if the book is a pedagogy then it is not teaching you how to write it is teaching you that writing (the real shit) is always done through suicide. In real life. It must be said: her writerly senselessness is the performance of total creative failure. Look at her imaginationless shut-down: she’s chucked it all and starts squatting! Abhor herself has to get all fucked and cut up before her memoirs can get going. Please see page 203 (“we sat her down in some shit to learn how to write properly”) because (my palavering) this is the best page ever written by anyone in the world [7]. Acker always is worried about the Pygmalionism of being a great woman writer, the tyranny of patriarchy (even Genet/Bataille tapping the blackboard) teaching and here she fries some testicles up for naked lunch. First Abhor has to slice up her thumb for pen-ink as if her thumb is as close as she’s going to get to having a third leg. The word “palavering” in the middle of the page is hilarious because Kathy Acker is showing that 79


SENSELESS EDITIONS ΙV ΑΝΤΏΝΉΣ ΚΑΤΣΟΥΡΉΣ . ANTONIS KATSOURIS πηγή: ξυλοτυπία του John Buckland Wright . source: woodcut by John Buckland Wright


language is in the lie of the beholder. Now we can see how Kathy Acker’s writing becomes a tattoo and that is why everyone is afraid to read it, including me. All is scarified and I suppose part of the shame of encountering a tattooed or scarred body or text is that one cannot ever fully share in the markings. Seeing the Other writing that Otherness on top of Otherness is a weird situation. In real life. Though the worst of us must only see the Eagle on the chest, or the Roses over the heart, as if these tangible ink-stuffs have been appropriated from our own “proper” traditional landscapes. Thus the Acker book always seems in the hands like a little body, something that is all tumored and exquisitely colored so that you are never sure if you are reading at all. The idea of tattooing your face is probably similar to this [8] I suppose if one is going to read they should be aware of extremists, it can’t ever be the case that we want to tattoo ourselves everyday. Even sailors sniffle. And so I can’t imagine what it would be like to live as Kathy Acker. As if we needed an I like me to say that. The cyborg’s memoirs fail because there is not enough clarity of difference between the muscle (we will call it the biceps) now and the muscle later. If the biceps is dead right now -- if it has tissue that is all fucked up and flapping -- then we will never be able to see exactly how it rebuilds itself into failure. Abhor has strategically torn down her fibers until she is walking around like Mrs. Sags. All of the blood loss leaks out and makes a narrative of TV-dinner proportions and that is why it’s so hard to read the words cunt and fuck. Perhaps we can also grant that Acker would like to brutalize Abhor herself for being such a stupid fuck: hanging around in the wrong world and reading too much Sade. De Sade. I see clearly now that Kathy Acker must not love her characters in order to avoid becoming Margaret Atwood or Franz Kafka or Samuel Beckett [9]. Do we not see that Kathy Acker was not telling jokes but writing the jokes on knives: IT’S BETTER TO DIE THAN TO YIELD TO SHIT (204)? Her muscles kept getting torn down and then rebuilt again. Until she was more buff than Captain Blood on ‘roids [10]. In this way we must not ever understand Kathy Acker. We can only work-out with free-weights and try to get ripped or bigger. The men will have to kill themselves, or at least stop saying: you’ve written your name properly, Kathy. That is how you write your name, Bitch. Don’t forget [11]. It is not that men are bad it is just that they can never fail. So I am struggling to be a friend to something that is held underwater by my own grip. I can only fail into intensity while Janey, and Kathy, and Abhor, and Plath, and Tsvetaeva, and Woolf go off failing a little bit like kitten victims, straight on into more failure. It is not a failure to have your

breasts removed but it is a failure to keep the breasts on the kitchen table. That is what the Law says. So -- “A great writer cannot afford to be sentimental” -- (206) if you write about your tits they are not going to stop their descent into the abject material of

81


hell and come back to your chest cavities glowing like cereal bowls. But I don’t know this. Only that Kathy’s mom killed herself and spent a lot of family money before-hand. My own father wanted to kill himself but stopped because his upbringing (Canadian/ male) wouldn’t let him. These are the histories of failure: they play out in the sweaty ass [12] or stinky crotch of language, or “The male half of me’ll rape the female half of me, which, I know, isn’t very nice, but what can you do in a society which doesn’t recognize human needs?” (176). It’s just like you want to say “Women are crazy” and never recognize the architectural hegemony, i.e. cigars, skyscrapers, pencils, hotdogs, and intercontinental ballistic missiles. Surely it must be forbidden to fail. No one is allowed to fail either at the test or at the “real thing.” “Just as the USA now desperately needed new economic markets for its coke (the mild variety) and McDonald’s, so the America CIA needed new drug-test victims” (144). We are the victims of success. We are not allowed to plagiarize because that is failing to prove that we can sit straight and look at our own paper. But then we are allowed to plagiarize because old texts can be made new texts and sold for more money and then no one knows how to kill capitalism anymore because it becomes neoliberal Fluxus. When the police come to the house, however, and they still do, they want to know why Kathy Acker is still failing to stop writing about girls getting fucked by their fathers. “I think the issue of incest is very important -- we’re finding out more and more that the Freudian model just isn’t true. That it isn’t true that most daughters desire their fathers, but that most fathers desire their daughters. A lot of visions about power, and about the relation of the will to sexuality, are going to have to be thought through and renegotiated” (Acker with Deaton, 275). It does not matter that she is drawing diagrams of free-market as penis and commodities as young cunts. We have voided the third-world, too. Then the links between race and sex and economy become heavyhanded and she cannot but fail to get cancer. That is: shit, piss, vomit, nail clippings, and anal-crack smudge dirt. This probably can get written but perhaps these novels are forbidden warnings. Better than nothing. In the same way, the fuck in Acker is failure as well. It doesn’t do much except do everything. The fuck mediates -- what do I know about fucking! -- between sexual identities (coherences) constituting a place of ambiguity, confusion, excess, non-success. And one wants to get turned-on by Acker and that is the poetics of failure: not a limp moby dick but a desire to no longer desire pain of the other. Yet there is guts here, too. Acker fails in sentimentality. The desire for writing about love, about the real fleshy pre-post-structural post-post-structural whatever body, about romance, about rightin’/writin’ of wrongs that leads to friendship in which you can just fuck everybody like its 1977 California but 1977 California everywhere. “Friend 82


ship is always a political act, for it unites citizens into a polis, a (political) community” (97). I wish, obviously, that I could have been Kathy Acker’s best friend for fucking. It seems to me I would have saved the world with my semen. That is the failure of me, as a man (no acceptance of otherness). But for Acker, “Thivai was gone. I wondered what it was to have a friend. A friend who didn’t go away. It seemed to me that human identity had to begin with and in friendship” (110). And that is the fucking weird thing in Acker’s stuff, a kind of decimation of community as much as glimpsing of some place in a screwed-up city in which freaks get to come together and live like 3-D tattoos. No longer a distinction between body and color, base and image. Not much separation, lots of collaboration, death of copyright but birth of here-have-some-extra-food. “But what if times are really hard? So hard that the very existence of writing, which bestows humanity, is in danger? The loss, not of art, but of community, the loss of history and of writing as the ground of history -- that loss in this world is a kind of death” (Copyright, 94). What was the true romance of America? It is the global-economic convergence of sugar and death meant to bomb-out all friendship. Only sports is allowed because those friendships are seasonal and help sell more sucrose to the suburbs and more crack to the ghettoes (vice versa?). But everything is not totally fucked because there is fun. This does not mean that fun is had in spite of people in Other countries living on boiled grass and/or memorizing land-mine-free pathways to school but rather pleasure gets located in the places in which capitalism and imperialism and nationalism get fucked over by art. There is a lot of theory about how hard it is to be subversive but all you have to do is blow shit up and be a Pussy pirate or a Robin Hood -- that is to say, all you got to do is fail. “I argued: if my mother begins to have an illicit affair with a handsome, intelligent, and nasty man, she’ll know what it is to be happy then she’ll know that I need happiness and so I should be allowed to be a pirate” (“Seeing Gender,” 78). And this is perhaps why the sounds of Kathy Acker are always the sounds of being a teen, that is the closest we capitalists ever get to being real terrorists: writing at something parental and looming. The Ackerian works are full of teenage-right causing, and responding to, terror [13]. Quixote and Empire anticipate the 9/11 bombings: New York is the grand failure, it becomes the rat-infested real and Acker wants to fuck it up and love it too. She never stops failing to get acne. But even a teen pirate is hemmed in and can’t do much more than ape Errol Flynn, despite the clock flashing it’s POST-MODERNITY. Kathy Acker, especially since it was disappearing tit by tit, wanted to see her body. And so she asked the nurse/surgeon/President of the United States of Death: “What if language need not be mimetic? I looking for the body, my body, which exists outside its patriarchal definitions. Of course, that is not possible. But who is any longer interested in the possible?” (“Seeing Gender,” 84). The fun of failing is finally more than a poetics, it’s a bio-graphy. It is not possible to fail so effectively that you stop racism, sexism, 83


ageism, humanism. It is not possible to fail so powerfully that you make your words into individual units of explosive orgasmic pleasure. It is not possible to fail so thoroughly that you find the one and only be-between, interstitial, multi-everything, rhizomatic body without organs. But, it’s so much fun -- that is, it hurts so deeply and causes so much chaos and so much suffering to the self; it feels so real in its bloody failure -- who really fucking cares?

Longing for Better Things Because Despair Stinks I have become interested in languages which I cannot make up, which I cannot create or even create in: I have become interested in languages which I can only come upon (as I disappear), a pirate upon buried treasure. The dreamer, the dreaming, the dream. Certainly, a frequent cause of disgust was the pig’s [14] specific habits: its ability to digest its own and human faeces as well as other ‘garbage’; its resistance to full domestication; it’s need to protect its tender skin from sunburn by wallowing in mud and piss. The law in question, the one that legitimates and occasions a choice of possibilities, is simply stated: anyone can be an artist and anything the art institution shows is art. All writing is pig shit. Every writer is a sell-out. The law increasingly seems to be regarding art (the body) as the actualization, not quite of chaos, but as the organic incorporation of chaos and death into life, as the violent overcoming of the society-chaos dualism. From the standpoint of consistency, matters of expression must be considered not only in relation to their aptitude to form motifs and counterpoints but also in relation to the inhibitors and releasers that act on them, and the mechanisms of innateness or learning, heredity or acquisition, that modulate them. Unitary urbanism is opposed to the fixation of people at certain points of a city. It is the foundation for a civilization of leisure and play. One should note that in the shackles of the current economic system, technology has been used to further multiply the pseudo-games of passivity and social disintegration (television) while the new forms of playful participation also rendered possible by the same technology are regulated by all sorts of police: amateur radio operators, for example, are reduced to technological boy scouts. Three men are talking. These’re the men who cause war. One man has on a Renaissance hat or else has geneticallyflawed hair. His right eye is larger than his left so he’s smirking, as his shoulders curve inwards. Except for the hat, he’s naked. The person facing him is short and has 84


deformed that is loopy fingers. All these people are deformed and recognizable. [] is fixed simultaneously and paradoxically as seductive and eroticized enigma (‘not to be found,’ ‘open for everybody,’ ‘impossible to write about’ yet eliciting a ‘sweet taste’ in the body of the writer, ‘inexplicable’ yet continually explained ). Only when a society has achieved a certain economic surplus over material necessity, releasing a minority of its members from the demands of productive labor into the privilege of becoming full-time politicians, academics, cultural producers and so on, can philosophy in its fullest sense flower into being. Now thought can begin to fantasize that it is independent of material reality. A bird is an instrument working according to mathematical law, which instrument it is in the capacity of man to reproduce with all its movements but not with as much strength, though it is deficient only in power of maintaining equilibrium. Writing simply has no connection to reality. I keep trying to kill myself like my mother who killed herself. I kept working on the ‘Large Glass’ for eight years, but despite that, I didn’t want it to be an expression of an inner life. There is no more right-wing versus working class: there is only appearance and disappearance, those people who appear in the media and those people who have disappeared from the possibility of any sort of home. In such a society as ours the only possible chance for change, for mobility, for political, economic, and moral flow lies in the tactics of guerrilla warfare [15], in the use of fictions, of language. The Empires disappeared suddenly, as though in an instantaneous catastrophe. I wasn’t sent to Oxford or anywhere, so what I do to write is to cut crosses into the insides of my wrists. Irony is not an American mode. Acker in the Underworld: One Last Way To Get Your Ass Home She has a dead body and she still is living inside it. Her books are being written by a dead hand that has a live pen. A man has come down into hell and he smells like outside. She looks at him but he says he can’t look at her because he has to be a hero and rescue her back from hell so that later he can use her body to write poems. She takes her pen and she writes on his face. On his face she has written: I want to fail -- fuck off. He says it doesn’t matter you’re going to follow me anyway. He leaves but she stays behind. It is kind of a cesspool of demons and hell. There are no lights or anything. If she puts up wallpaper and buys new furniture and lamps then it looks like she has defeated patriarchy through shopping. Alternatively, if she continues writing with her dead body in the dark then we cannot understand it or finally ever read what she has written. She is such a failure and from now on will always be there, underneath. 85


NOTES:

[1] Less reactive take-downs of tradition, urged Acker, and more questing for the constructing of anti-oppressive tales: “So I got very interested in narrative. I started reading a lot of myths” (Acker with Lotringer, 17-8). Acker’s shift from deconstructive poetics to one of reformative myths marks her conscious transition to a form of writing that obliterates the art/politics binary and reinserts an engaged writing practice. In Acker’s reconstructive “fight against fathers,” however, she typically employs what she calls a schizophrenic voicing and thus avoids the monologic-monolithic bourgeois mode. [2] “It’s not good enough to have a fake dick” (127). This myth swims beyond. [3] Gilles Deleuze champions just this kind of chaotic self in his discussion of “identities of certainty” versus “identities of process”. He writes, “People always think of a majoritarian future (when I am grown up, when I have power). Whereas the problem is that of a minoritarian-becoming, not pretending, not playing or imitating the child, the madman, the woman, the animal, the stammerer or the foreigner, but becoming all these, in order to invent new forces or new weapons” (Deleuze & Parent, 5). [4] “Abhor was just like Ahab. She was as rotten and unfeeling as a fake leg because nothing (not even womanhood), was natural in her” (192-93). [5] Optimism and desperation appear in equal and ultimately hilarious measure with respect to the mythic profit-minded fisher-/quester-man. There he is, out on the sea. Alternatively, I read the cancer of Acker as the terrible metastatic result of writing courageously into disease and loss and failure. Refusing to don waders, pick up a harpoon, and pretend that life goes on and on forever, she actively sought and seeks out the carcinogenic and the disavowed -- what I think of as the truth of the word. I am a romantic precisely because for every wanderer above the mist there are those burrowing solo under the mountain or doing oblique bubble-work in the basement of the sea. The Acker-artist here is suicided by society and we are taught -- we must accept! -- that if you want her visions you gotta get low low down and suffer like her too. [6] “Good God. She uses bourgeois narrative structure!” (Acker with Deaton, 275). [7] The smashing together of the atoms of blood, race, body, pens, work, patriarchy and history is the in-a-single-page snapshot of the raw real of the Ackerian collage. Doing so much, so frighteningly, in so little space, and with such propulsion, I’d like to think that any critical hyperbole is a tip-of-the-hat homage to her writerly destruction of “good” writing.

86


[8] Acker’s tattooed body still exists, at least the black & white, ripped body of a number of Grove Press dust-jackets. “Yeah. Someone wrote on me, which is pretty incredible. It’s all the process of making. I invented someone to help me make my body” (Lotringer, 21). That inked-up, collaborative body can’t help but replicate the book -- but the image of the “tattooed face,” for me, can’t help but replicate the Ackerian book. The extra-step-beyond-acceptable-cultural-beauty/expression is the political Ackerian utterance -- the proof of that which, as yet, can’t yet be fully looked at or entirely read. [9] I see K.A. reversing the celebrated Beckettian aphorism to: Imagine dead imagination. [10] The body-builder Acker, the tattooed Acker, and the cancered Acker make Joyce’s triad of silence, exile, cunning look antique. As she works out with the body she begins to see that in order to get bigger you must make the muscles totally fail. [11] “Capitol made a doll who looked exactly like herself. If you pressed a button on one of the doll’s cunt lips the doll said, ‘I am a good girl and do exactly as I am told to do’” (Dead Doll, n.p.). [12] “All that lingers at the edges of the unsaid” (Bodies, 3). [13] C. Jodey Castricano, rightly, calls this post-modern terror the new Gothic. She cites Jameson: “ ‘when the individual [gothic] ‘victim’ -- male or female -- is substituted for the collectivity itself, the U.S. public, which now lives out the anxieties of its economic privileges and its sheltered ‘exceptionalism’ in a pseudo-political version of the gothic -- under the threats of stereotypical madmen and ‘terrorists’ (mostly Arabs or Iranians for some reason)’” (212). [14] At the root of capitalism, Acker suggests (contrary to Marx), is the oppression of women, the male exchange of daughters for pigs. Such a practice, which takes Levi-Strauss’s kinship discoveries to a horrific conclusion, resonates uneasily with the Mayan preference for beauty over money -- and, in fact, erases the distinction between beauty and money by making them exchangeable values: Daughters, somehow, equal pigs. [15] Passages like these are not only youth threatening but also dangerous for adults. On the first 80 pages of the book most full page drawings depict male and female sex organs. Such drawings are found on pages 8, 16, 18, 24, 28, 30, 34, 38, 60, 62, 64, 80, 82, 201. The numbers in parentheses refer to Jake Kennedy’s sources.

87


88


TIME ANGELA MEWES

half-pipe city forest of conversion cliffs no time

the ocean is mine

89


(BLACK) BASTARDS ANTONIS KATSOURIS TRANSLATION: a glimpse of

The black bird of memory I become,
 as I fly above the city

desperately seeking
 a metaphor made to my measure
 or an amateur death
 with good manners and a French accent.
 Black hellebores ‒ blossoming in winter.
 Black violets ‒ black as velvet. Black tulips ‒ with purple spots.
 My small black garden is almost finished.
 Only the black ivy is missing.
 The Keeper.
 A black thought!
 Cruel like a miracle!
 (My black thought, where shall I hide you?)
 Three drops of L’ Heure Noire by Guerlain.
 And I leave my lean body,
 to your palm.
 And I stain it
 with black ink.
 My necklace suddenly breaks
 and 48 black pearls of Polynesia
 scatter on the floor.
 A black feather in my hat...
 A sign showing the day’s disappointment and disappointment. So much so that in the end I couldn’t stand it, and I put another. 
 Two black feathers in my hat...
 90


And there, a flock of black hearts!
 Underneath your black eyes,
 that caress me 
as if I were a shadow.
 Underneath your black eyes,
 that adore me
 as if I were a ghost.
 In the water of the Black Spring I bend and see
 my face.
 Moon of the subtropical night,
 you cast upon me
 the blackest shadow
 of an unwavering banana leaf.
 One drop of Guerilla Black 3 by Comme des Garçons.
 I am a black cake.
 I am not a black cake iced with black chocolate. I am not a black cake springled with poppy seeds.
 I am a burnt cake thrown to the pigeons. Black crumbs. I pluck all the petals of the paeonia And I put the naked stamen
 in a black flowerpot shaped like a grave.
 My poem has ended
 but it doesn’t stop wagging its black tail.

91


L’ HEURE BLEUE ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΝΤΈΛΑΚΟΣ . APOSTOLOS NTELAKOS

πηγή . source: http://www.bukowskis.com/auctions/571/1874-ytterfoder-porslin-qing-dynastin


o , o , Location: W022 09, N39 03

(NO NAME GIVEN) Civil Twilight for 1973

Astronomical Applications Dept. U. S. Naval Observatory Washington, DC 20392-5420 Universal Time

Jan. Feb. Mar. Apr. May June July Aug. Sept. Oct. Day Begin End Begin End Begin End Begin End Begin End Begin End Begin End Begin End Begin End Begin End hm hm hm hm hm hm hm hm hm hm hm hm hm hm hm hm hm hm hm hm 01 0818 1847 0807 1918 0735 1948 0647 2019 0602 2050 0533 2120 0534 2130 0559 2110 0630 2027 0658 1938 02 0818 1848 0806 1919 0733 1949 0645 2020 0601 2051 0533 2121 0535 2130 0600 2109 0631 2025 0659 1937 03 0818 1848 0806 1920 0732 1950 0643 2021 0559 2052 0532 2121 0535 2130 0601 2108 0632 2024 0700 1935 04 0818 1849 0805 1921 0730 1951 0642 2022 0558 2053 0532 2122 0536 2130 0602 2107 0633 2022 0701 1934 05 0818 1850 0804 1922 0729 1952 0640 2023 0557 2054 0532 2123 0536 2129 0603 2105 0633 2020 0701 1932 06 0818 1851 0803 1923 0727 1953 0639 2024 0556 2055 0531 2123 0537 2129 0604 2104 0634 2019 0702 1930 07 0818 1852 0802 1924 0726 1954 0637 2025 0555 2056 0531 2124 0538 2129 0605 2103 0635 2017 0703 1929 08 0818 1853 0801 1926 0724 1955 0636 2026 0553 2057 0531 2125 0538 2128 0606 2102 0636 2015 0704 1927 09 0818 1854 0800 1927 0723 1956 0634 2027 0552 2059 0531 2125 0539 2128 0607 2100 0637 2014 0705 1926 10 0818 1855 0759 1928 0721 1957 0632 2028 0551 2100 0530 2126 0540 2128 0608 2059 0638 2012 0706 1924 11 0818 1856 0758 1929 0720 1958 0631 2029 0550 2101 0530 2126 0541 2127 0609 2058 0639 2011 0707 1923 12 0818 1857 0756 1930 0718 1959 0629 2030 0549 2102 0530 2127 0541 2127 0610 2056 0640 2009 0708 1921 13 0818 1858 0755 1931 0717 2000 0628 2031 0548 2103 0530 2127 0542 2126 0611 2055 0641 2007 0709 1920 14 0817 1859 0754 1932 0715 2001 0626 2032 0547 2104 0530 2128 0543 2126 0612 2054 0642 2006 0710 1919 15 0817 1900 0753 1933 0714 2002 0625 2033 0546 2105 0530 2128 0544 2125 0613 2052 0643 2004 0711 1917 16 0817 1901 0752 1934 0712 2003 0623 2034 0545 2106 0530 2129 0544 2124 0614 2051 0644 2002 0712 1916 17 0816 1902 0751 1935 0711 2004 0622 2035 0544 2107 0530 2129 0545 2124 0615 2050 0645 2001 0713 1914 18 0816 1903 0749 1936 0709 2005 0620 2036 0543 2108 0530 2129 0546 2123 0616 2048 0646 1959 0714 1913 19 0816 1904 0748 1937 0707 2006 0619 2038 0542 2109 0530 2129 0547 2122 0617 2047 0647 1958 0715 1912 20 0815 1905 0747 1938 0706 2007 0617 2039 0541 2109 0530 2130 0548 2121 0618 2045 0647 1956 0716 1910 21 0815 1906 0746 1940 0704 2008 0616 2040 0540 2110 0531 2130 0549 2121 0619 2044 0648 1954 0717 1909 22 0814 1907 0744 1941 0703 2009 0614 2041 0540 2111 0531 2130 0550 2120 0620 2042 0649 1953 0718 1908 23 0814 1908 0743 1942 0701 2010 0613 2042 0539 2112 0531 2130 0551 2119 0621 2041 0650 1951 0719 1906 24 0813 1909 0742 1943 0659 2011 0611 2043 0538 2113 0531 2130 0551 2118 0622 2039 0651 1949 0720 1905 25 0812 1910 0740 1944 0658 2012 0610 2044 0537 2114 0532 2131 0552 2117 0623 2038 0652 1948 0721 1904 26 0812 1911 0739 1945 0656 2013 0609 2045 0537 2115 0532 2131 0553 2116 0624 2036 0653 1946 0722 1903 27 0811 1912 0738 1946 0655 2014 0607 2046 0536 2116 0532 2131 0554 2115 0625 2035 0654 1945 0723 1901 28 0810 1913 0736 1947 0653 2015 0606 2047 0535 2117 0533 2131 0555 2114 0626 2033 0655 1943 0724 1900 29 0810 1914 0651 2016 0605 2048 0535 2117 0533 2131 0556 2113 0627 2031 0656 1941 0725 1859 30 0809 1916 0650 2017 0603 2049 0534 2118 0534 2130 0557 2112 0628 2030 0657 1940 0726 1858

Nov. Begin End hm hm 0728 1856 0729 1855 0730 1854 0731 1853 0732 1852 0733 1851 0734 1850 0736 1849 0737 1848 0738 1847 0739 1846 0740 1845 0741 1845 0742 1844 0743 1843 0744 1843 0745 1842 0746 1841 0747 1841 0748 1840 0749 1840 0750 1839 0751 1839 0752 1838 0753 1838 0754 1837 0755 1837 0756 1837 0757 1837 0758 1836

Dec. Begin End hm hm 0759 1836 0800 1836 0801 1836 0802 1836 0803 1836 0803 1836 0804 1836 0805 1836 0806 1836 0807 1836 0807 1836 0808 1836 0809 1837 0810 1837 0810 1837 0811 1837 0812 1838 0812 1838 0813 1839 0813 1839 0814 1840 0814 1840 0815 1841 0815 1841 0816 1842 0816 1842 0817 1843 0817 1844 0817 1844 0817 1845

1 http://aa.usno.navy.mil/fa


ΝΟΘΑ (ΜΑΥΡΑ) ΑΝΤΏΝΉΣ ΚΑΤΣΟΥΡΉΣ

Το μαύρο πουλί της μνήμης γίνομαι,
 όταν πάνω από την πόλη πετάω 
 αποζητώντας απελπισμένα 
μία μεταφορά στα μέτρα μου ή έναν ερασιτέχνη θάνατο 
 με καλούς τρόπους 
 και γαλλική προφορά.
 Μαύροι ελλέβοροι - ανθίζουν τον χειμώνα.
 Μαύρες βιόλες - μαύρες σαν βελούδο.
 Μαύρες τουλίπες - με πορφυρά στίγματα. Ό μικρός μαύρος κήπος μου είναι σχεδόν έτοιμος. Του λείπει μόνο ο μαύρος κισσός.
 Ό Φύλακάς του. 
 Μια μαύρη σκέψη!
 Σκληρή σαν θαύμα!
 (Μαύρη μου σκέψη, πού να σε κρύψω;)
 Τρεις σταγόνες L’ Heure Noire της Guerlain.
 Κι αφήνω
 το ισχνό σώμα μου,
 στην παλάμη σου.
 Και τη λερώνω, 
 με μαύρο μελάνι.
 Το κολλιέ μου ξαφνικά σπάει
 και 48 μαύρες πέρλες της Πολυνησίας
 σκορπίζονται στο πάτωμα. 
 Ένα μαύρο φτερό στο καπέλο μου...
 Σημάδι που δείχνει ότι σήμερα 
 απογοητεύθηκα κι απογοητεύθηκα.
 Τόσο πολύ που στο τέλος δεν άντεξα κι έβαλα ακόμη ένα.
 Δύο μαύρα φτερά στο καπέλο μου...
 94


Να κι ένα κοπάδι μαύρες καρδιές!
 Κάτω από τα μαύρα μάτια σου,
 που με χαϊδεύουν
 σαν να είμαι ίσκιος. 
 Κάτω από τα μαύρα μάτια σου,
 που με λατρεύουν 
 σαν να είμαι φάντασμα.
 Στο νερό της Μαύρης Πηγής,
 σκύβω και κοιτάζω το πρόσωπό μου.
 Σελήνη της ημιτροπικής νύχτας, επάνω μου απλώνεις
 την πιο μαύρη σκιά
 ενός ασάλευτου φύλλου μπανανιάς.
 Μία σταγόνα Guerilla Black 3 της Comme des Garçons.
 Είμαι ένα μαύρο κέϊκ.
 Δεν είμαι ένα μαύρο κέϊκ γαρνιρισμένο με μαύρη σοκολάτα.
 Δεν είμαι ένα μαύρο κέϊκ πασπαλισμένο με παπαρουνόσπορους.
 Είμαι ένα καμμένο κέϊκ πεταμένο στα περιστέρια.
 Μαύρα ψίχουλα. Μαδάω όλα τα πέταλα της παιώνιας
 και τοποθετώ τον γυμνό στήμονά της σε ένα μαύρο ανθοδοχείο
 που έχει σχήμα τάφου. 
 Το ποίημα μου τελείωσε,
 αλλά δεν σταματά να κουνά
 την μαύρη ουρά του. 95


ΧΡΟΝΟΣ ANGELA MEWES

MΕΤΆΦΡΆΣΗ: a glimpse of

ημικυλινδρική πόλη δάσος μετατροπής γκρεμοί χωρίς χρόνο ο ωκεανός είναι δικός μου

96


97


ΖΩΗΡΑ ΜΟΧΘΗΡΑ ΤΕΡΑΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΟΠΩΣ ΤΑ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΑ LIVING MALIGNANT MONSTERS BEAUTIFUL AS THE DYING ΣΧΈΔΟΝ ΧΏΡΙΣ ΚΛΑΔΙΑ ΣΤΈΚΟΥΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΉΝ ΠΈΤΡΑ ALMOST BRANCHLESS STAND IN FRONT OF STONE ΈΥΑ ΜΑΡΑΘΑΚΉ . EVA MARATHAKI

χρόνος . time μολύβι σε χαρτί . pencil on paper διαστάσεις . dimensions 21x 29,7cm

98


99


MONSTER’S DEVICE . ΣΥΣΚΕΥΗ ΤΕΡΑΤΟΣ KENJI SIRATORI ΜΕΤΆΦΡΆΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΆ ΙΩΆΝΝΟΥ

Akiba maid dead swan masturbation

. ο Akiba υπηρέτρια νεκρή κύκνος αυνανισμός

100


Cock a few fellow geek leaves labor trees black girls torture might hernia stone guillotine father almost no devil as well as store sperm

. Πούτσος μερικά συνένοχος παράξενος φύλλα βαριά εργασία δέντρα μαύρα κορίτσια βασανισμός ίσως κήλη πέτρα γκιλοτίνα πατέρας σχεδόν όχι διάβολος όπως επίσης αποθήκευση σπέρμα

101


Swan scatology gene three major standing in front of the sewage eroguro of sex doll murder was dying to torture to trick corpse himself made Akiba shake the step itself out was squid girl gimmick from stone semen bukkake human flesh Akihabara

. Κύκνος σκατολογία γονίδιο τρεις σημαντική υψώνονται μπροστά από τον υπόνομο ερωτικό γκροτέσκο φόνος κούκλας του σεξ ανυπομονούσε να βασανίσει να ξεγελάσει πτώμα ο ίδιος έκανε τον Akiba να τρέμει το βήμα το ίδιο έξω ήταν καλαμάρι κορίτσι λειτουργία εντυπωσιασμού από πέτρα σπέρμα bukkake ανθρώπινη σάρκα Akihabara

102


It lives in the Kabukicho Mandragora monster bukkake malignant so beautiful like a tree geek dick asshole

. Αυτό ζει στην Kabukicho Μανδραγόρας τέρας bukkake μοχθηρό τόσο όμορφη σαν δέντρο παράξενος ψωλή κωλοτρυπίδα

103


Looking for a sex doll food Shokujinshu Akiba murder does not exist

. Ψάχνοντας μια κούκλα του σεξ τροφή ο Shokujinshu Akiba φόνος δεν υπάρχει

104


Are grooves in the mass at the feet of human torture gimmick scatology gene that no longer exist JK pussy soil is pushed in front of fellow geek

. Είναι αυλάκια μέσα στη μάζα στα πόδια ανθρώπινος βασανισμός λειτουργία εντυπωσιασμού σκατολογία γονίδιο που δεν υπάρχουν πια αστειεύομαι μουνί χώμα σπρώχνεται μπροστά από συνένοχος παράξενος

105


Several members of the girl eroguro gimmick Akiba was headed north from penis pussy in forest freeze geek massive orgasm wind is roaring snow bukkake semen fell on the night of Kabukicho bitterly cold and dark eroguro black gal land

. Aρκετά μέλη του κοριτσιού ερωτικό γκροτέσκο λειτουργία εντυπωσιασμού ο Akiba κατευθυνόταν βόρεια από πέος μουνί σε δάσος παγωνιά παράξενος τεράστιος οργασμός άνεμος βρυχάται χιόνι ερωτικό γκροτέσκο σπέρμα έπεσε πάνω στη νύχτα της Kabukicho τσουχτερό κρύο και σκοτάδι ερωτικό γκροτέσκο μαύρη γκόμενα γη

106


Geek bastard tried to sing the devil spend ku eroguro while black girls are laughing policeman as move along the coffee in the brain and HDD share of gimmick lsd gogo sash corpse A70001

. Συνένοχος μπάσταρδος προσπάθησε να τραγουδήσει ο διάβολος ξόδεψε συνοικία ερωτικό γκροτέσκο ενώ μαύρα κορίτσια γελάνε αστυνομικό καθώς απομακρύνονται ο καφές στον εγκέφαλο και HDD μερίδιο από λειτουργία εντυπωσιασμού lsd gogo ζώνη πτώμα A70001

107


In the afternoon, we navigate to the gimmick torture both GPS mobile phone cum blowjob bukkake gangbang fetish map and her maid’s corpse Akiba semen LAN cable devil father had been a well-known local black girls ass cop

. Tο απόγευμα, περιηγούμαστε στη λειτουργία εντυπωσιασμού βασανίζουμε και τις δύο GPS κινητό τηλέφωνο χύσι τσιμπούκι bukkake γαμάμε ο ένας μετά τον άλλον φετίχ χάρτης και το πτώμα της υπηρέτριας της ο Akiba σπέρμα LAN καλώδιο διάβολος πατέρας ήταν κάποτε γνωστός στην περιοχή μαύρα κορίτσια κώλος μπάτσος

108


Gogo girl gimmick and passed it to her reaching for her footjob while taking the shackles of tobacco eroguro Akiba and turned the map around the clitoris and torture bukkake frowned again

. Gogo κορίτσι λειτουργία εντυπωσιασμού και της το έδωσε πλησιάζοντάς την γλείφει τα δάχτυλα των ποδιών παίρνοντας ταυτόχρονα τις χειροπέδες του καπνού ερωτικό γκροτέσκο ο Akiba και γύρισε τον χάρτη γύρω από την κλειτορίδα και βασανισμός bukkake συνοφρυώθηκε πάλι

109


I saw the devil semen LAN cable asshole geek father who had a good sense eroguro breath it takes a drag re-focus on the road in the brain on the verge of bursting pattern was so close to the next murder

. Eίδα τον διάβολο σπέρμα καλώδιο LAN κωλοτρυπίδα παράξενος πατέρας που είχε καλή αίσθηση ερωτικό γκροτέσκο ανάσα αυτό παίρνει μια τζούρα ξανασυγκεντρώνεται στον δρόμο στον εγκέφαλο το ίδιο σχέδιο στα πρόθυρα του ξεσπάει ήταν τόσο κοντά στον επόμενο φόνο

110


Afternoon relocate the map of cop anal black girls during

. Aπόγευμα επανατοποθετώ τον χάρτη του μπάτσου πρωκτικό μαύρα κορίτσια κατά τη διάρκεια

111


A few more pussy than leech semen devil left view

. Μερικά πιο μουνί παρά βδέλλα σπέρμα διάβολος αριστερά θέα

112


Before the river’s clit black girls just cop it... Acme sewage...? For real? Forest of shit? What is the next village of Acme?

. Πριν από του ποταμού κλειτορίδα μαύρα κορίτσια την τιμώρησε μόνο... Aκμή υπόνομος...; Στ’ αλήθεια; Δάσος από σκατά; Ποιό είναι το επόμενο χωριό της Aκμής;

113


Akiba maid girl gimmick girl smiled as he handed the cigarette back to fellatio eroguro geek friend to take her anal torture another gimmick drag

. Ο Aκίμπα υπηρέτρια κορίτσι λειτουργία εντυπωσιασμού κορίτσι χαμογέλασε όπως εκείνος έδωσε πίσω το τσιγάρο πεολειχία ερωτικό γκροτέσκο συνένοχος φίλος να την πάρει πρωκτικός βασανισμός άλλη μία λειτουργία εντυπωσιασμού τζούρα

114


Reached for the coffee cop pussy black girls will continue to follow-up semen LAN cable smiling corpse trick the devil semen from highway view leech iPhone fellatio

. Πήρε τον καφέ μπάτσος μουνί μαύρα κορίτσια θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά σπέρμα καλώδιο LAN χαμογελώντας πτώμα ξεγελάω τον διάβολο σπέρμα από δρόμο ταχείας κυκλοφορίας θέα βδέλλα iPhone πεολειχία

115


Erogurogogo was traced a finger along the leech semen view delusion devil in the brain running parallel to the river from the north clit sex doll murder known as sewage and Acme A7001

. Η Erogurogogo βρέθηκε ένα δάχτυλο κατά μήκος βδέλλα σπέρμα θέα παραίσθηση διάβολος στον εγκέφαλο παράλληλα με το ποτάμι από τον βορρά κλειτορίδα σεξ κούκλα φόνος γνωστό σαν υπόνομος και Aκμή A7001

116


Where can I find the original too Akiba maid’s pubic mound around the murder of these sex doll parts ... no village pussy....fuck me? Have been staying in B & B of Acme gimmick torture of black girls asshole cop geek?

. Πού μπορώ να βρω το πρωτότυπο επίσης ο Aκίμπα το εφηβαίο της υπηρέτριας γύρω από τον φόνο της αυτών των κομματιών της κούκλας του σεξ... πουθενά το χωριό μουνί... με γαμήσεις; Έμενα σε B & B της Aκμής λειτουργία εντυπωσιασμού βασανισμός των μαύρων κοριτσιών κωλοτρυπίδα μπάτσος συνένοχος;

117


Radio is the head of the sex doll eroguro murder asleep sash drank coffee break his pussy smiles conversation scatology torture Kabukicho utero gene at front on left shoulder gimmick Akiba maid’s corpse

. Pαδιόφωνο είναι το κεφάλι της κούκλας του σεξ ερωτικό γκροτέσκο φόνος αποκοιμήθηκε ζώνη ήπιε διάλειμμα για καφέ μουνί χαμογελάει συζήτηση σκατολογία βασανισμός Kabukicho μήτρα γονίδιο μπροστά στον αριστερό ώμο λειτουργία εντυπωσιασμού ο Aκίμπα το πτώμα της υπηρέτριας

118


Gimmick girl has moved slowly and carefully so as not to wake the eroguro radio bukkake

. Λειτουργία εντυπωσιασμού κορίτσι κινήθηκε αργά και προσεκτικά για να μην ξυπνήσει ερωτικό γκροτέσκο ραδιόφωνο bukkake

119


ΣΉΜΕΙΏΣΕΙΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΉΣ O όρος «ερωτικό γκροτέσκο» (eroguro) προέρχεται από το ομώνυμο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα της δεκαετίας 1920-1930 στην Iαπωνία, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται για μια υποκατηγορία των ερωτικών μάνγκα (hentai). bukkake: η ταυτόχρονη εκσπερμάτωση μιας ομάδας αντρών πάνω σε μία γυναίκα ή άντρα. gogo: είδος της μουσικής funky. LAN: καλώδιο για Ethernet σύνδεση. Ακμή: Oργασμός.

B & B: Bed & Breakfast. 120


ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΠΟΔΙΑ ΑΝΘΡΏΠΏΝ ΠΟΥ ΔΈΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΙΑ LOOKING FOR FEET OF HUMANS WHO NO LONGER EXIST ΈΥΑ ΜΑΡΑΘΑΚΉ . EVA MARATHAKI


a glimpse of

Iδέα . Επιμέλεια: Δήμητρα Iωάννου. Σχεδιασμός . Eξώφυλλο: Bικτώρια Δεληγιάννη. Επιμέλειες μεταφράσεων: Rebecca Hannagan, Δήμητρα Iωάννου, Tάκης Kατσαμπάνης. Eπιμέλεια μτφρ. «Anti_bodies»: Θοδωρής Xιώτης.

ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Ό HAROLD ABRAMOWITZ είναι συγγραφέας και επιμελητής στο Λος Άντζελες. Στα βιβλία του περιλαμβάνονται το «(!x==[33]) Book 1, Volume 1 by UNFO» σε συνεργασία με τον Dan Richert (Blanc Press, 2011), «Not Blessed» (Les Figues, 2010) και «Dear Dearly Departed» (Palm Press, 2008). O Harold συνεπιμελείται τις λογοτεχνικές εκδόσεις σύντομης μορφής «eohippus labs». Γράφει και κάνει επιμέλειες στα πλαίσια των συνεργατικών projects SAM OR SAMANTHA YAMS και UNFO. Ή KATHY ACKER (1947-1997) «εκδίδει βιβλία από τις αρχές της δεκαετίας 1970, κυρίως σε συνεργασία με Aμερικανούς underground εκδότες. Mετά την κυκλοφορία του “Blood and Guts in High School” [Aίμα και Bία στο Γυμνάσιο] το 1982, αναγνωρίστηκε ως μία από τις σημαντικότερες φωνές της αντι-κουλτούρας της δεκαετίας 1980 και χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, ως “post-punk φεμινισμός”, “post-punk πορνό”, “το μαύρο άλογο της Aμερικανικής λογοτεχνίας” και “η τολμηρότερη συγγραφέας εν ζωή”. H Kathy Acker συνδυάζει τη συγγραφή με δημόσιες αναγνώσεις και performance στο Σαν Φρανσίσκο, το Σιάτλ, τη Nέα Yόρκη και πιο πρόσφατα το Λονδίνο». Aπό το βιβλίο της Kathy Acker, «Empire of the Senseless», Picador, 1988. Ό JEFFREY ANGLES είναι επίκουρος καθηγητής Iαπωνικών και μετάφρασης στο Western Michigan University. Έχει γράψει τα βιβλία «Writing the Love of Boys: Origins of Bishōnen Culture in Japanese Modernist Literature» (University of Minnesota Press, 2011) και έχει βραβευτεί για τις μεταφράσεις των έργων «Killing Kanoko: Selected Poems of Itō Hiromi» (Action Books, 2009), «Forest of Eyes: Selected Poems of Tada Chimako» (University of California Press, 2010), «Twelve Views from the Distance» (University of Minnesota Press, 2012), καθώς και άλλων έργων πρόζας και ποίησης. Γράφει επίσης ποίηση στα αγγλικά και ιαπωνικά. Ό AΠOΣTOΛHΣ APTINOΣ είναι συγγραφέας και επιμελητής εκθέσεων σύγχρονης τέχνης.

Από τις εκδόσεις Σμίλη κυκλοφορούν τα βιβλία του «Βίος Iδεόληπτος» (1998) και «Τα Γράμματα της Ντόρας» (2011). Δημοσιεύει τακτικά δοκίμια και ποιήματά του στο ιστολόγιο «Λεξήματα»: http://leximata.blogspot.gr/

Ή ΑΜΑΛΙΑ ΒΕΚΡΉ είναι εικαστικός και ζει στην Αθήνα. Το αγαπημένο της χρώμα είναι το φούξια.

H YOKO DANNO είναι Γιαπωνέζα ποιήτρια που γράφει μόνο στα αγγλικά. Zει στο Kόμπε. Tα ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε πολλά διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά, όπως και σε ανθολογίες. Στα βιβλία ποίησής της περιλαμβάνονται το «Epitaph for memories» (The Bunny and the Crocodile Press, Washington, D.C., 2002), το «The Blue Door», σε συνεργασία με τον James C. Hopkins (The Word Works, Washington,D.C., 2006) και το «Trilogy & Hagoromo: A Celestial Robe» (The Ikuta Press, Kobe, Japan, 2010). Έχει μεταφράσει στα αγγλικά την παλαιότερη και σημαντικότερη συλλογή ιστοριών σχετικά με την ίδρυση της Iαπωνίας και τις καταγωγές του Iαπωνικού πολιτισμού, «Songs and Stories of the Kojiki» (Ahadada Books, Toronto/Tokyo, 2008). URL: http://www.ikutapress.com/danno3.html Ή BIKTΏPIA ΔEΛHΓIANNH είναι αρχιτέκτονας. Zει στην Αθήνα με τη σκυλίτσα Λαλού. Ή AMY GERSTLER είναι συγγραφέας και ζει στο Λος Άντζελες. Περνάει πολύ χρόνο στον ζωολογικό

κήπο. Aυτή την εποχή διαβάζει βιβλία των Elaine Equi, Gwendolyn Brooks, Brenda Shaughnessy και David Mitchell, ψάχνει έναν υπομονετικό καθηγητή Iσπανικών και καλλιεργεί ντομάτες.

122


Ή ΔHMHTPA IΏANNOY έχει γράψει το βιβλίο «Mια θάλασσα από σόγια» (Futura, 2008), έχει εκθέσει τη σειρά φωτογραφιιών «Motel Γαλήνη» (six d.o.g.s., 2011) και επιμελείται τη διαδικτυακή έκδοση «a glimpse of» από τον Oκτώβριο του 2009. Ό ANΔPEAΣ KAΣAΠHΣ είναι ζωγράφος. Zωγραφίζει πορτρέτα από φωτογραφίες δικές του ή άλλων, ενώ πολλές φορές ζωγραφίζει πάνω στις ίδιες τις φωτογραφίες. Tον ενδιαφέρουν οι μεταφράσεις από το ένα μέσο στο άλλο. Ό ANTΏNHΣ KATΣOYPHΣ γράφει και οπτικοποιεί υπό την προσωρινή ή (κυρίως) τη μόνιμη επίδραση των αγαπημένων του κειμένων, των αγαπημένων του εικόνων. Το pastiche ή η (συναισθηματική) οικειοποίηση και απομίμηση ενός συγκεκριμένου Ύφους είναι ο τρόπος του, η μέθοδός του, το (στοιχειωμένο) σπίτι του, το «ευχαριστώ» του. Πάντα υπό την Επίδραση, υπό την Επιρροή... Ό JAKE KENNEDY είναι Kαναδός ποιητής, πεζογράφος και καθηγητής. Ή EYA MAPAΘAKH είναι εικαστικός και ζει στην Αθήνα.

H SOPHIE MAYER αυτή την εποχή βρίσκεται στην WordPress: εδώ (http://bindersfullofwomenspoems.wordpress.com) και εδώ (http://ftwpoetsagainstatos.wordpress.com) και εδώ (http://idontcallmyselfapoet.wordpress.com). «Δεν αυτοαποκαλούμαι ποιήτρια, στρώνω τους εαυτούς μου στη δουλειά και συνδέομαι με γενναιόδωρες γυναίκες. Στα Πολλαπλά Eγώ μου περιλαμβάνεται ένα ιστολόγιο (http://deliriumslibrary.blogspot.co.uk) όπου θυμάμαι ότι (πέρα από τον εαυτό μου) είμαι βιβλίο. Δημοσιεύω όταν ενθουσιάζομαι από τη μετατόπιση της σκέψης μου: όταν οι επεξεργασμένοι εαυτοί μου ξεπροβάλλουν, ή όταν βρίσκω συνεργάτες και επιμελητές μικρών, ανεξάρτητων και εναλλακτικών εκδοτικών εγχειρημάτων. Πρόσφατα εκδόθηκαν τα: «Kiss Off» (Oystercatcher, http://www.oystercatcherpress.com/smayer.html) και «Signs of the Sistership» (με τους Sarah Crewe, Knives, Forks and Spoons, http://www.knivesforksandspoonspress.co.uk/signsofthesister.html). Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο λονδέζικο βιβλιοπωλείο Compendium (που ήταν κάποτε γεμάτο Kathy Acker). Ή ANGELA MEWES είναι εικαστικός και ποιήτρια. Zει στο Bερολίνο. Ό AΠOΣTOΛOΣ NTEΛAKOΣ είναι εικαστικός και ζει τα τελευταία δύο χρόνια μεταξύ

Βόλου και Άμστερνταμ. Πιστεύει πως η τεχνολογία και κυρίως το Ίντερνετ έχουν αλλάξει ριζικά την έννοιες περιφέρειας και κέντρου. Με το έργο του εστιάζει στα «παραδοσιακά» πεδία των εφαρμοσμένων τεχνών (κεραμική, γυαλί, ύφασμα). Ό τρόπος με τον οποίο τα προσεγγίζει δεν έχει να κάνει τόσο με την τεχνική τους όσο με τις εννοιολογικές επικαλύψεις αυτών των υλικών/τεχνικών με τις καλές τέχνες. Συλλέγει εικόνες και πηγές από αναλογικά και ψηφιακά αρχεία τις οποίες επεξεργάζεται και ταξινομεί/παραθέτει εκ νέου. Γοητεύεται πολύ από το βιβλίο ως μέσο εικαστικής έκφρασης.

Ό KENJI SIRATORI είναι ένας πρωτοπόρος Iάπωνας καλλιτέχνης. Tο πρώτο του βιβλίο Blood Electric επαινέθηκε από τον David Bowie και τον Dennis Cooper. Έχει συνεργαστεί με τους David Toop και Andrew Liles ως sound artist. Tο 2013 εκδόθηκε τo πειραματικό, graphic [εικονιστικό] μυθιστόρημά του «Cruel Akihabara Eroguro Mutants». Ή CHIMAKO TADA (1930-2003) ήταν γνωστή στην Iαπωνία για την ευαισθησία, τον πλούτο αναφορών και τον υπερρεαλισμό της ποίησής της στην οποία περιέγραφε τις γυναικείες εμπειρίες των μοντέρνων και προ-μοντέρνων καιρών. Δημοσίευσε οχτώ τόμους με δοκίμια και δεκατρείς τόμους ποίησης σε ελεύθερο στίχο, ποιητική πρόζα και τις παραδοσιακές μορφές χαϊκού, τάνκα. Eπίσης έκανε πολλές εξαιρετικές μεταφράσεις έργων Γάλλων συγγραφέων όπως της Marguerite Yourcenar, του Saint-John Perse, του Claude Lévi-Strauss, του Julien Green και του Antonin Artaud. Ό ΘOΔΏPHΣ XIΏTHΣ είναι ποιητής και ερευνητής. Βρίσκει τρομερά ενδιαφέρον το σημείο στο οποίο συναντώνται η ποίηση, η γλώσσα προγραμματισμού και η τέχνη των νέων μέσων.

123


ΕΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ . SPECULATING ON OTHERNESS ΑΜΑΛΙΑ ΒΈΚΡΉ . AMALIA VEKRI

ψηφιακό σχέδιο . digital drawing



a glimpse of Idea . Editing: Dimitra Ioannou Design . Cover: Victoria Deliyianni Translation editing: Rebecca Hannagan, Dimitra Ioannou, Takis Katsambanis. Anti_bodies’ transl. editing: Theodoros Chiotis.

CONTRIBUTORS HAROLD ABRAMOWITZ is a writer and editor in Los Angeles. His other books include (!x==[33]) Book 1, Volume 1 by UNFO (collaboration with Dan Richert, Blanc Press, 2011), Not Blessed (Les Figues, 2010), and Dear Dearly Departed (Palm Press, 2008). Harold co-edits the short-form literary press eohippus labs, and writes and edits as part of the collaborative projects, SAM OR SAMANTHA YAMS and UNFO. KATHY ACKER (1947-1997) “has been publishing books since the early 1970s principally under the imprints of American underground publishers. Since the appearance of Blood and Guts in High School in 1982, she has become recognised as a major voice in the counter-culture of the 1980s, described variously as ‘post-punk feminism’, ‘post- punk porn’, ‘the dark horse in American Lit.’ and ‘the wildest writer going’. Kathy Acker combines her writing with public readings and performance, in San Francisco, Seattle, New York, and -more recently- in London. “ from the book Kathy Acker, Empire of the Senseless, Picador, 1988. JEFFREY ANGLES is an associate professor of Japanese and translation at Western Michigan University. He is the author of Writing the Love of Boys: Origins of Bishōnen Culture in Japanese Modernist Literature (University of Minnesota Press, 2011) and award-winning translator of Killing Kanoko: Selected Poems of Itō Hiromi (Action Books, 2009), Forest of Eyes: Selected Poems of Tada Chimako (University of California Press, 2010), Twelve Views from the Distance (University of Minnesota Press, 2012), and numerous other works of prose and poetry. He also writes poetry, in both English and Japanese. APOSTOLIS ARTINOS is a writer and curator of contemporary art. His books Obsessive Life (1998) and Dora’s Letters (2011), were published by Smili Editions, Athens. His essays and poems appear regularly in the blog Leximata: http://leximata.blogspot.gr/ THEODOROS CHIOTIS is a poet and researcher. He is obsessed with the intersection of poetry, programming code, and new media art. YOKO DANNO is a Japanese poet who writes poetry solely in English. She lives in Kobe. Her poems have appeared internationally in many online/printed magazines and anthologies. Her books of poetry include Epitaph For Memories (The Bunny and the Crocodile Press, Washington, D.C., 2002), The Blue Door, a collaboration with James C. Hopkins (The Word Works, Washington,D.C., 2006), and Trilogy & Hagoromo: A Celestial Robe (The Ikuta Press, Kobe, Japan, 2010). She translated into English Songs and Stories of the Kojiki, the most important and oldest collection of stories concerning the founding of Japan and the beginnings of Japanese culture (Ahadada Books, Toronto/Tokyo, 2008). http://www.ikutapress.com/danno3.html VICTORIA DELIYIANNI is an architect living in Athens with Lalu the dog AMY GERSTLER is a writer living in Los Angeles. She spends a lot of time at the zoo. She is currently reading books by Elaine Equi, Gwendolyn Brooks, Brenda Shaughnessy, and David Mitchell, looking for a patient Spanish tutor, and planting tomatoes.

126


DIMITRA IOANNOU has written the book Soya Sea (Futura, Athens, 2008), she has exhibited the series of photographs Motel Galini (six d.o.g.s., Ahens, 2011), and also has been editing the online journal a glimpse of since October 2009. ANDREAS KASSAPIS is a painter. He paints portraits from his own photographs or photographs of others. He often paints over the photos themselves. He is interested in the translation from one medium into another. ANTONIS KATSOURIS’ writing and image making is under the temporary or (mostly) the permanent influence of his favorite texts, and his favorite images. Pastiche or the (sentimental) appropriation and imitation of a specific Style is his way, his method, his (haunted) house, his “thanks. “Always under the influence... JAKE KENNEDY is a Canadian poet, prose writer, and teacher. EVA MARATHAKI is a visual artist living in Athens. SOPHIE MAYER today is a WordPress: here (http://bindersfullofwomenspoems.wordpress.com) and here (http://ftwpoetsagainstatos.wordpress.com) and here (http://idontcallmyselfapoet.wordpress.com). “I don’t call myself a poet, fit my selves to work, and am bound full of bountiful women. Multiple I’s include a blog on the side (http://deliriumslibrary.blogspot.co.uk) where I remember being (other than myself in) books. A fascination with ekstasis results in publication: worked selves standing out - or alongside the self, and shoulder-to-shoulder with collaborators and editors via small, independent and alternative publishing ventures. Most recently: Kiss Off (Oystercatcher, http://www.oystercatcherpress.com/smayer.html) and Signs of the Sistership (with Sarah Crewe, Knives, Forks and Spoons, http://www.knivesforksandspoonspress.co.uk/signsofthesister.html). Born and raised at Compendium Bookstore, London (once staffed by Kathy Acker).” ANGELA MEWES is a poet and visual artist living in Berlin. APOSTOLOS NTELAKOS is a visual artist living in Volos, Greece and in Amsterdam, the Netherlands. He believes that technology and especially the Internet have altered our perception of periphery and center for good. His artistic practice focuses on the areas of the “traditional” applied arts (that is ceramics, glass and textile). His approach though is not related to their production processes, but with the way these traditions and practices overlap with the so-called fine arts. He collects images and data from various digital and offline archives, processes them and reorders/presents them anew. Lately he has developed a fascination with the book as a medium of artistic production. KENJI SIRATORI is a Japanese avant-garde artist. His first book Blood Electric (2002) was acclaimed by David Bowie and Dennis Cooper. He has collaborated with David Toop, Andrew Liles as a sound artist. In 2013 he published the experimental graphic novel Cruel Akihabara Eroguro Mutants. CHIMAKO TADA (1930-2003) was known in Japan for her sensitive, erudite, and often surreal poetry, which described the experiences of women in both the modern and premodern worlds. She was well known in poetic circles as “an intellectual poet,” largely because of her extensive use of mythological imagery. She published eight volumes of essays and thirteen volumes of free verse, prose poems, and poetry in traditional forms (haiku and tanka). Moreover, she produced numerous distinguished translations of French authors including Marguerite Yourcenar, Saint-John Perse, Claude Lévi-Strauss, Julien Green, and Antonin Artaud. AMALIA VEKRI is an Athens based artist-illustrator. Her favotite color is fuchsia.

127


ΈΥΧΑΡΙΣΤΙΈΣ

H Δήμητρα Iωάννου εκφράζει τις θερμότερες ευχαριστίες της σε όλους τους συνεργάτες για την εμπιστοσύνη που έδειξαν στην έκδοση. Ευχαριστεί τη Βικτώρια Δεληγιάννη και τον Αντώνη Κατσούρη για την υποστήριξη και συμβολή τους στα διάφορα στάδια της υλοποίησης του τεύχους, την Rebecca Hannagan και τον Τάκη Κατσαμπάνη για την πολύτιμη βοήθειά τους στην επιμέλεια των μεταφράσεων, τον Αποστόλη Αρτινό για τη φιλία του προς το «a glimpse of» και τη γραφίστρια Μαριάννα Βούζα για τις τεχνικές συμβουλές της. Eκφράζει την ευγνωμοσύνη της στην Άννα Βαρουφάκη, η οποία έβαλε τον θεμέλιο λίθο για την πραγματοποίηση της έκδοσης. Tο διήγημα «Στάχτες» του Harold Abramowitz δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη διαδικτυακή έκδοση «a glimpse of», Tεύχος 12, 2012.http://aglimpseof.net/2012/07/31/stachtes/ Tο διήγημα “Lust” της Kathy Acker δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο «The Seven Deadly Sins», Serpents Tail, 1981. Tο ποίημα «Mετά» της Yoko Danno’s δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη διαδικτυακή έκδοση «Poetry Kanto», Issue 2012. Αναδημοσιεύεται έπειτα από άδεια της συγγραφέα. http://poetrykanto.com/issues/2012-issue/yoko-danno/yoko-danno-ii Tο ποίημα «Mέδουσα» της Amy Gerstler’s δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη διαδικτυακή έκδοση «NAP magazine», Tεύχος 2.9, Aύγουστος 2012. Αναδημοσιεύεται έπειτα από άδεια της συγγραφέα. http://naplitmag.com/issues/nap29.pd Tο άρθρο του Jake Kennedy «“Aλλά ποιός ενδιαφέρεται ακόμα για το τι είναι δυνατό;”: η Kάθυ Άκερ σκέτη αποτυχία στην κόλαση - άντε γαμήσου» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη διαδικτυακή έκδοση «Reconstruction: / studies in contemporary culture», Tεύχος 5.1 (Winter 2005). Αναδημοσιεύεται έπειτα από άδεια του Managing Editor Marc Ouellette. http://reconstruction.eserver.org/051/kennedy.shtml Tο ποίημα-πρόζα «παρ_01» της Sophie Mayer δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη διαδικτυακή έκδοση «a glimpse of», Tεύχος 13, 2013. http://aglimpseof.net/2013/03/20/par01sophiemayer/ Tο ποίημα «Xρόνος» της Angela Mewes δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη διαδικτυακή έκδοση «a glimpse of», Tεύχος 11, 2012. http://aglimpseof.net/2012/06/06/xronos/ Tο ποίημα «Λαβύρινθος» της Chimako Tada δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη συλλογή «Forest of Eyes Selected Poems of Tada Chimako. Translated from the Japanese and with an Introduction and Notes by Jeffrey Angles» (University California Press, 2010). Αναδημοσιεύεται έπειτα από άδεια του Jeffrey Angles.

128


ACKNOWLEDGMENTS

Dimitra Ioannou gives her heartfelt thanks to everyone who has contributed to paper a glimpse of, for their commitment and trust in the edition. She acknowledges Victoria Deliyianni and Antonis Katsouris for their support and their useful advice at various stages of the project, Rebecca Hannagan and Takis Katsambanis for their valuable help in the editing of the translations, Apostolis Artinos for the friendship towards a glimpse of, and the graphic designer Marianna Vouza for her technical expertise. She is especially grateful to Anna Varoufaki who was the foundation stone for the realisation of this edition. Harold Abramowitz’s “Ashes” was originally published online in a glimpse of, Issue 12, 2012. http://aglimpseof.net/2012/07/31/ashes/ Kathy Acker’s “Lust” was first published in The Seven Deadly Sins, Serpents Tail, 1981. Yoko Danno’s “After” was originally published in Poetry Kanto, Issue 2012. Reprinted by permission. http://poetrykanto.com/issues/2012-issue/yoko-danno/yoko-danno-ii Amy Gerstler’s “Medusa” was originally published online in NAP magazine, Issue 2.9, August 2012. Reprinted by permission. http://naplitmag.com/issues/nap29.pd Jake Kennedy’s article “’But who is any longer interested in the possible?’: Kathy Acker in Hell Failing Fuck You” was originally published online in Reconstruction: studies in contemporary culture, Issue 5.1 (Winter 2005). Thank you to the Managing Editor Marc Ouellette for giving the permision to publish the article. http://reconstruction.eserver.org/051/kennedy.shtml Sophie Mayer’s poem “fri_01” was originally published online in a glimpse of, Issue 13, 2013. http://aglimpseof.net/2013/03/20/fri01sophie-mayer/ Angela Mewes’s “Time” was originally published online in a glimpse of, Issue 11. http://aglimpseof.net/2012/06/06/time-ecstasy/ Chimako Tada’s “Labyrinth” was originally published in Forest of Eyes Selected Poems of Tada Chimako. Translated from the Japanese and with an Introduction and Notes by Jeffrey Angles (University California Press, 2010). Thank you to Jeffrey Angles for giving the permision to publish the poem. 129


a glimpse of . μια υβριδική αφήγηση H έκδοση a glimpse of . μια υβριδική αφήγηση είναι εξαμηνιαία και μεταφέρει σε μορφή περιοδικού την ιδέα της υβριδικής αφήγησης από την ομώνυμη διαδικτυακή έκδοση (http://aglimpseof.net/)

Eκδότρια: Δήμητρα Iωάννου Eκτύπωση: Xρυσοτυπείον

Σταυριανόπουλος Bασίλης Aθήνα, Iούνιος 2013

Τα πνευματικά δικαιώματα όλων των έργων της έκδοσης ανήκουν στους δημιουργούς τους.

Για συνδρομές παρακαλώ επικοινωνείστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση:

aglimpseof@gmail.com

a glimpse of . a hybrid narrative a glimpse of . a hybrid narrative is a biannual publication which translates the idea of a hybrid narrative from the online edition “a glimpse of” (http://aglimpseof.net/), into magazine form.

Publisher: Dimitra Ioannou

Printed in Athens, June 2013.

All material contained within this edition is copyrighted by the identified creator. For subscription orders please contact: aglimpseof@gmail.com




Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.