

Εισαγωγή
Καθώς η εισαγωγή διαβάζεται πριν από το υπόλοιπο
κείμενο, μοιάζει συχνά με πρόπυλο, που προετοιμάζει τη θέα
και την είσοδο στον εσωτερικό χώρο και απ' όπου αποκτά
κανείς μία μικρή δόση από τα πράγματα που θα συναντήσει
στη συνέχεια, χωρίς να έχει πλησιάσει σε αυτά.
οποίους σύχναζε η ίδια και η ακολουθία της. Τα μέρη
αυτά με τα διακριτά τους χαρακτηριστικά έχουν κοινά
στοιχεία,
μέσα με το έξω. Το ευαίσθητο αυτό όριο ανάμεσα στον κλειστό
ελεγχόμενο χώρο και το υπαίθριο φυσικό περιβάλλον, αναλαμβάνει έναν μείζονα ρόλο, καθώς πρέπει να προστατέψει το εσωτερικό από τα φυσικά φαινόμενα, δημιουργώντας ένα άνετο περιβάλλον, ακόμα και σε ακραίες θερμοκρασίες. Στην περίπτωση που το όριο αυτό δεν είναι απλά μια επιδερμίδα, αλλά έχει χωρική υπόσταση και καταλαμβάνει όγκο, αποκτά μία δική του ταυτότητα και γίνεται πραγματική εμπειρία
μετάβασης
8 | Τόποι της Άρτεμης
ενδιάμεση υβριδική κατάσταση, η οποία παρουσιάζει
χαρακτηριστικά και των δύο πλευρών. Δημιουργώντας χώρους
που δεν ανήκουν ούτε στο μέσα, ούτε στο έξω, δεν είναι ούτε
κλειστοί και ούτε τελείως υπαίθριοι, πραγματοποιείται μια
αλληλοδιείσδυση του εσωτερικού με τον εξωτερικό χώρο.
Έτσι, η μετάβαση γίνεται ομαλότερη και αποκτά στοιχεία
υποδοχής και οικειότητας, επιτρέποντας στον χρήστη να
μαντέψει κάποιες πτυχές του χώρου στον οποίο πρόκειται να
εισέλθει.
Στόχος της εργασίας, είναι
μοιάζουν
συμπληρωματικοί και όχι αναπόσπαστο τμήμα των κτισμάτων.
Η έρευνα θα περιοριστεί στον Ελλαδικό χώρο και γι' αυτό
θα δοθεί έμφαση στην ελληνική βιβλιογραφία, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι δεν θα αξιοποιηθούν και ξενόγλωσσες πηγές.
Ιδιαίτερη αναφορά θα δοθεί στους αρχιτέκτονες Δ. Φατούρο
και Α. Κωνσταντινίδη, καθώς πρόκειται για καταξιωμένους
αρχιτέκτονες με μεγάλο θεωρητικό και πρακτικό έργο. Και οι
δύο έχουν ασχοληθεί εκτενώς και με ιδιαίτερο
η αρχιτεκτονική.
10 | Τόποι της Άρτεμης
Περίληψη
Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι το ενδιάμεσο, ως
αρχιτεκτονικός χώρος και ο ρόλος που κατέχει στην ελληνική
αρχιτεκτονική. Ο λεγόμενος ενδιάμεσος χώρος αποτελεί πεδίο
συνάντησης ανάμεσα σε χωρικότητες με διαφορετικά
χαρακτηριστικά, τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και
συνθέτουν τον χαρακτήρα του χώρου αυτού.
Αρχικά, επιχειρείται μία σύγκριση της θεάς Άρτεμης με τους ενδιάμεσους χώρους, ώστε να φανεί η σχέση που έδιναν
οι αρχαίοι Έλληνες στην θεά με τέτοιους οριακούς
η απόλυτη
αγριότητα της φύσης, αλλά ούτε και ο άνθρωπος τις έχει
εξανθρωπίσει πλήρως.
Σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή, θα ερευνηθεί η
εξέλιξή των ενδιάμεσων χώρων από τα ιστορικά χρόνια, την
παράδοση, έως και σήμερα. Παρατηρείται η διαχρονική
πορεία του ενδιάμεσου χώρου στον ελληνικό τόπο, ο οποίος
αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των κτισμάτων. Από τα
αρχαία χρόνια έως και σήμερα, συναντάται ο ίδιος βασικός
τύπος ως προς την οργάνωση των χώρων: το τρίπτυχο κλειστό-
ενδιάμεσο-ανοιχτό, όπου το ενδιάμεσο ως ημιυπαίθριος χώρος
αναλαμβάνει τη μετάβαση από τον εσωτερικό χώρο στον
εξωτερικό και αντίστροφα.
Έπειτα, γίνεται αναφορά στα ιδιαίτερα στοιχεία του
ελληνικού τοπίου, τα οποία ευνόησαν την δημιουργία των
μεταβατικών χώρων. Τέτοια είναι το εύκρατο και μεσογειακό
κλίμα, η φιλόξενη και προσιτή φύση, το έντονο και λευκό φως
του ελληνικού ήλιου και η δροσερή σκιά, απαραίτητη για την
άνετη διαβίωση του ανθρώπου.
Στη συνέχεια, πραγματοποιείται μία συγκριτική μελέτη
μεταξύ της περίκλειστης αρχιτεκτονικής του βορειο-
ευρωπαϊκού χώρου και της μεσογειακής αρχιτεκτονικής των
ενδιάμεσων χώρων, όπου αποτυπώνεται η σαφής διαφορά
τους.
Ακόμα, αναλύεται ο ρόλος του ενδιάμεσου ορίου, συσχετιζόμενος με έννοιες όπως το κατώφλι, η υποδοχή, η
φιλοξενία, καθώς εκεί πραγματοποιείται η συνάντηση με τον ξένο και τον γείτονα. Τέλος,
The object of this research paper is the intermediate, as architectural space and the role it occupies in Greek architecture. The so-called in-between space is a meeting point between spatialities with different characteristics, which interact with each other and compose the character of this area.
Initially, it will be attempted a comparison of the Greek goddess Artemis with in-between spaces, to show the relation given by the ancient Greeks to the deity with such marginal locations. Artemis, except being the goddess of the hunt and forests, she also considered as dominant of margins, of boundaries. Her places are easily disputable and border areas, where neither the absolute wildness of nature prevails, nor the civilized territory of the organized polis.
In a brief historical review, will be explored the evolution of the transitional territories from ancient times and the tradition to this day and age. One can observe the timeless course of in-between space in the Greek land, which considered as integral part of the buildings. From ancient times until now, the same basic type is found in the organization of spaces: the triplex closed - in-betweenopen, where in-between as semi-hypethral space undertakes the transition from interior to exterior and vice versa.
In addition, it will be a reference to the special features of the Greek landscape, which favored the creation of transitional spaces. Such are the temperate Mediterranean climate, the hospitable and accessible nature, the bright and
white light of the Greek sun and the cool shade, essential for a comfortable living of human being.
Subsequently, a comparative study is made between the enclosed architecture of North-European region and Mediterranean architecture of in-between spaces, which reflected their distinct difference.
At the same time, the role of the transitional border is analyzed, correlated with concepts such as the threshold, the reception, the hospitality, as there the meeting with the stranger and the neighbor takes place.
Finally, two examples from contemporary Greek architecture are presented. These are the residence in Varkiza by Dimitris Fatouros and the week-end house in Anavyssos by Aris Konstantinidis, which, in both cases, the in-between space holds a leading role in the whole composition and it is pursued an interpenetration between outdoor and indoor space.
14 | Τόποι της Άρτεμης
Μεθοδολογία Διερεύνησης
Η παρούσα ερευνητική εργασία θα αναπτυχθεί μέσα από
την εξέταση της θεωρίας που επικεντρώνεται στο ζήτημα του
ενδιάμεσου, ως αρχιτεκτονικού χώρου. Παράλληλα, θα
εξεταστούν υλοποιημένα παραδείγματα, από την αρχαιότητα
ως και σήμερα, κυρίως όσον αφορά την τυπολογία της
κάτοψης, ώστε να φανεί κατά πόσο ανταποκρίνεται το
θεωρητικό υπόβαθρο στην πραγματικότητα. Η ανάλυση θα
συμπληρωθεί παραθέτοντας βιβλιογραφικές παραπομπές και
εικόνες, για την καλύτερη κατανόηση του αναγνώστη.
Τόποι της Άρτεμης
Ο δομημένος χώρος συγκροτείται από ένα σύστημα
σχέσεων, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτά τα εκάστοτε
στοιχεία του. Στο σύστημα αυτό εντοπίζονται δυαδικότητες
οποίες ενισχύουν ακόμα περισσότερο την αντίληψη του χώρου
(κενό-πλήρες, κλειστό-ανοιχτό, μέσα-έξω, ιδιωτικό-δημόσιο,
πόλη-φύση, φως-σκιά). Ο τρόπος που οργανώνονται οι
αντιθετικές αυτές
είχαν ήδη αναγνωρίσει οι Έλληνες, το όριο είναι εκείνο από όπου
κάτι αρχίζει να εκδιπλώνει την ουσία του. Γι' αυτό η έννοια είναι
ορισμός, δηλαδή όριο»2 . Το όριο λειτουργεί ως ζώνη μετάβασης μεταξύ ενός πριν
και ενός μετά και συνεπώς ονομάζεται ενδιάμεσος χώρος. Ως
ενδιάμεσος χώρος εννοείτε «ο τόπος, όπου αλληλεπιδρούν μεταξύ
τους χωρικές ενότητες με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η μετάβαση
από το ένα χωρικό στοιχείο στο άλλο προϋποθέτει το πέρασμα από
1 Μάντε & Σιέρρα, 2011, σελ. 12-13
2 Heidegger, 2008, σελ. 51-53
16 | Τόποι της Άρτεμης
την ενδιάμεση ζώνη. Έτσι το ενδιάμεσο αποκτά δική του χωρική
υπόσταση και λειτουργεί συνδετικά ή διαχωριστικά για τα δύο μέρη»3 .
Καθώς επιτελείται το πέρασμα από έναν κόσμο σε έναν άλλο, το ενδιάμεσο διαχειρίζεται την ετερότητα. Η διαφορά
ελέγχεται και νοηματοδοτείται και έτσι η μετάβαση
εξελίσσεται σε στάδιο προετοιμασίας προς το έτερο. Οι ιδέες
που ανέπτυξαν κοινωνίες σε σχέση με το έτερο φανερώνει την στάση τους απέναντι στο διαφορετικό. Η εμπειρία των Αρχαίων Ελλήνων σχετικά με το έτερο
και
κυρίαρχος των περιθωρίων, των ορίων4 .
ζώνες, όπου δεν επικρατεί η απόλυτη αγριότητα
της φύσης, αλλά ούτε και ο άνθρωπος τις έχει εξανθρωπίσει
πλήρως. Τέτοιες είναι οι εκτάσεις γύρω από τις πόλεις, οι
αγροί, τα ακαλλιέργητα εδάφη, αλλά και οι ακροθαλασσιές, τα
έλη και τα μέρη όπου ξεχειλίζουν τα ποτάμια, περιοχές όπου
υπάρχει βλάστηση και υγρασία και τα όρια ανάμεσα στη
στεριά και στο νερό είναι ασαφή. Τα ιερά της βρίσκονται
συνήθως σε παραμεθόριες, συνοριακές περιοχές συχνά
αμφισβητούμενης κυριότητας, κάτι που δείχνει την ετερότητα
του χαρακτήρα της5 . Οι επωνυμίες της θεάς περιγράφουν το
περιβάλλον των ιερών της: Αγροτέρα, Αγοραία, Αλφειαία, Ελεία, Καρυάτιδα, Κορυφαία, Λιμνάτις, Ποταμία. Οι
3 Μάντε & Σιέρρα, 2011, σελ. 13
4 Vernant, 1992, σελ. 24
5 Πενίδου, 2009, σελ. 11
Η Άρτεμις, λοιπόν, συχνάζει
και λατρεύεται σε περιοχές με ενδιάμεσο χαρακτήρα, «όπου
άγριο και καλλιεργημένο βρίσκονται πλάι πλάι ασφαλώς για να
αντιπαρατίθενται, αλλά και για να διεισδύει το ένα μέσα στο άλλο»7 .
Εκτός από τους χώρους
εδαφών και των νέων που
δεν έχουν ακόμη ενηλικιωθεί και ωριμάσει - αλλά και σαν θεά
της γονιμότητας και του τοκετού,
μπαίνει
στην περιοχή της αγριότητας. Ρόλος της Άρτεμης είναι να
εξασφαλίζει να μην παραβιαστούν τα όρια των δύο κόσμων, του πολιτισμού και της αγριότητας, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος
της αποκτήνωσης του κυνηγού. Το ίδιο ισχύει και στην
6 Cole, 2004, σελ. 181
7 Vernant, 1992, σελ. 18
8 Κι όλα τα όρη δώσε μου κι από τις πόλεις όποια εσύ θελήσεις,/ γιατί στην πόλη η Άρτεμη συχνά δεν κατεβαίνει./ Στα όρη θα κατοικήσω, ενώ στις πόλεις θα
με καλούν να τις βοηθήσω. Σ' αυτές οι Μοίρες,/ όταν γεννιόμουν, με
να φέρω τη βοήθεια. Καλλίμαχος, 1996, σελ. 57, στίχοι 18-23

| 19
περίπτωση του πολέμου, όπου οι πολεμιστές μπορούν εύκολα
να παρασυρθούν από την φονική φρενίτιδα της μάχης και την
καθαρή βία και να συμπεριφέρονται σαν τα άγρια θηρία, χωρίς
έλεος και δικαιοσύνη. «Η Άρτεμις δεν αντιπροσωπεύει λοιπόν την
αγριότητα. Δρα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε τα σύνορα μεταξύ της
αγριότητας και του πολιτισμού να είναι περατά, ... αλλά ταυτόχρονα
και εντελώς διακεκριμένα»9 .
Η Άρτεμις έχει μία ιδιαίτερη σχέση με τους νέους και
αναφέρεται ως Κουροτρόφος, προστάτιδα δηλαδή των
εφήβων. Αναλαμβάνει την ανατροφή των νέων και τους οδηγεί
ως το κατώφλι της εφηβείας, όπου οι ίδιοι, αφήνοντας την
παιδική ηλικία, οφείλουν να εξελιχθούν σε ώριμους ενήλικες
και να ενταχθούν πλήρως στην κοινωνία. Η λατρεία της
σχετίζεται με τελετές μετάβασης των νέων, τόσο των κοριτσιών
όσο και των αγοριών, από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή.
«Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους ... οι νέοι κατέχουν, όπως και η θεά, κάποια μεθοριακή θέση, αβέβαιη και διφορούμενη, όπου τα
ενήλικους, τα ζώα από τους ανθρώπους, δεν είναι ακόμη ευκρινώς
καθορισμένα»10 .
Ακόμη, στην Άρτεμη δίνεται η ιδιότητα της γονιμοποιού
δύναμης, η οποία δίνει ευφορία και πολλαπλασιάζει τα φυτά, τα ζώα και τους ανθρώπους. Αν και η ίδια, ως παρθένος,
απορρίπτει κάθε ερωτική επαφή, ταυτόχρονα λατρεύεται ως
προστάτιδα των τοκετών. Και είναι αυτή που βοηθά τις
γυναίκες στους πόνους των τοκετών, καθώς είναι το τελευταίο
9 Vernant, 1992, σελ. 19-20
10 Ό.π., σελ. 21
20 | Τόποι της Άρτεμης
στάδιο της ωρίμανσης των κοριτσιών, για την οποία είναι
υπεύθυνη η θεά. Επίσης, η γέννα, με τις κραυγές και τις οδύνες
που την συνοδεύουν, όπως συμβαίνει και στα ζώα, εκφράζει
την ζωώδη πλευρά της θηλυκότητας, η οποία απομακρύνεται
από την πολιτισμένη εικόνα της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα,
ως ενάρετης συζύγου και μητέρας11. Η Άρτεμις, λοιπόν, είναι η
φύλακας σε κάθε στάδιο της αναπαραγωγικής διαδικασίας:
ακριβώς πριν την εφηβεία, την παραμονή του γάμου, μεταξύ
του γάμου και της πρώτης εγκυμοσύνης, κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης, και κατά τον τοκετό12 . Συνεπώς, μπορούμε να συμπεράνουμε πως, σε καταστάσεις
όπου ο άνθρωπος πλησιάζει τη ζωώδη φύση του (κυνήγι, πόλεμος, εφηβεία, τοκετός) η Άρτεμις κατέχει πρωταγωνιστικό
ρόλο και δρα πάντα σαν θεότητα του κόσμου των περιθωρίων.
Στο κατώφλι, λοιπόν, ανάμεσα στον πολιτισμό και την
αγριότητα της φύσης, στέκει η Άρτεμις, η οποία περιφρουρεί
τα όρια των δύο κόσμων και φροντίζει, ώστε το αναγκαίο
πέρασμα από τον ένα κόσμο στον άλλο και πάλι πίσω να είναι
ομαλό13 .
11 Ό.π., σελ. 25
12 Cole, 2004, σελ. 209
13 Vernant, 1992, σελ. 27-28

Προϊστορική Περίοδος
Ο αρχαιότερος τύπος κατοικίας προέρχεται από τον
Μυκηναϊκό πολιτισμό και είναι αυτός του μεγάρου. Αποτελεί
το κυρίως βασιλικό ενδιαίτημα και πυρήνα των Μυκηναϊκών
ανακτόρων. Η μορφή του προοιωνίζεται στα προγενέστερα
κτίρια κατοικίας στον ελληνικό χώρο. Το κυριότερο
χαρακτηριστικό του μεγάρου είναι ότι αποτελείται από το
τρίπτυχο: δωμάτιο, υπόστεγο, αυλή, ή όπως μπορούμε
καθ' αυτού
μεγάρου, αλλά τυποποιείται η μορφή του μόνο ως προς το
κτίσμα, το οποίο πριν του κλειστού δωματίου περιλαμβάνει
και έναν προθάλαμο.
Έτσι, ο Μπούρας αναφέρει πως το μέγαρο έχει κατά
κανόνα τρεις χώρους14 . Την πρόσοψη του κτιρίου σχηματίζει
ένα προστώο με δύο κίονες και είναι στραμμένο πάντοτε προς
το νότο. Ο επόμενος χώρος που λέγεται
Τίρυνθας η κεντρική αυλή περιστοιχίζεται από υπόστεγους
χώρους, ενώ παράλληλα όλο το συγκρότημα οργανώνεται με
πλήθος μεταβατικών χώρων. Ένα διπλό εξωτερικό πρόπυλο
που οδηγεί στην πρώτη
πρόπυλο για την κεντρική αυλή, η οποία

Αρχαιότητα
προβολή πλούτου και αίγλης
μέσω των ιδιωτικών επαύλεων.
Οι γενικές αρχές των ελληνικών οικιών ήταν η ύπαρξη
εσωτερικής αυλής και η εσωστρέφεια. Οι χώροι του σπιτιού
απομονώνονταν από το εξωτερικό και επικοινωνούσαν μόνο με
την αυλή, η οποία αποτελούσε τον βασικό πυρήνα της
κατοικίας. Από την αυλή γινόταν ο φωτισμός και ο αερισμός
των εσωτερικών χώρων. Στη διαμόρφωσή της δίνεται
ιδιαίτερη προσοχή, γιατί εκεί ζει και κινείται η οικογένεια τον
περισσότερο καιρό. Εξίσου αναπόσπαστο στοιχείο της οικίας
16 Οι κοινωνικές συνθήκες και ο τρόπος ζωής των Αρχαίων Ελλήνων ερμηνεύουν
τους λόγους της ευτέλειας αυτής και της διαπιστωμένης μεγάλης αντιθέσεως
μεταξύ της αρχιτεκτονικής των ιερών και των μεγάλων δημόσιων κτισμάτων αφ'
ενός και των οικιών αφ' ετέρου. Οι αρχαίοι, απασχολημένοι ολόκληρη την ημέρα με τα ζητήματα της πόλεως στην αγορά ή σε άλλους χώρους συγκεντρώσεως, ελάχιστη σημασία έδιναν στις κατοικίες τους, στις οποίες παρέμεναν μόνον οι γυναίκες, τα παιδιά και το υπηρετικό προσωπικό. Μπούρας, 1999, σελ. 355




έχει στοές
στις τρεις ή και στις τέσσερις πλευρές του (πλήρες περιστύλιο).
Μεταβατικοί χώροι, πέραν της παστάδος και του
περιστυλίου, υπήρχαν και άλλοι. Ο ανδρώνας, δωμάτιο που
προορίζεται για τους άνδρες, ειδικά για τα γεύματα, είχε τον
δικό του προθάλαμο, την προστάδα, για να εμποδίζεται η θέα
στο εσωτερικό. Σε περίπτωση ορόφου, πάνω από την παστάδα,
στην μεσημβρία, υπήρχε ημιυπαίθριος χώρος, ο οποίος
κοιτούσε στην αυλή. Ακόμα, «η είσοδος του σπιτιού δεν οδηγούσε
σχεδόν ποτέ κατευθείαν στην αυλή. Μεσολαβούσε διάδρομος ή
πρόθυρο. Σε πολλές περιπτώσεις οι είσοδοι έχουν μετατοπιστεί προς
τα πίσω, μέσα στον χώρο του σπιτιού, και έτσι μια στεγασμένη εσοχή 17 Hoepfner, 2005, σελ. 284, 287 18 Παπαδόπουλος & Αξαρλή, 1995, σελ. 167

λειτουργούσε ως υπόστεγο σε περίπτωση κακοκαιρίας για τους
περαστικούς. Αυτά τα υπόστεγα, τα οποία ενδεχομένως ήταν
εφοδιασμένα με πάγκους, αποτελούσαν διαρθρωτικό στοιχείο των
μονότονων δρόμων»19 .
Βασικό στοιχείο συνθέσεως στην αρχαία ελληνική
αρχιτεκτονική, σε όλα
προσαρμοσμένος στο ήπιο ελληνικό κλίμα. Η
λειτουργία τους ήταν πολυδιάστατη, χρησίμευαν για
εγκατάσταση προσωρινών
τις
Οι
Έλληνες έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στα
πρόπυλα -όπως αναφέρθηκαν αυτά των μυκηναϊκών ανακτόρων
και των κατοικιών- και ειδικά σε όσα προηγούνταν σημαντικών
ιερών, όπως τα προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών. Η
ειδική διαμόρφωση της εισόδου, από έναν χώρο προς έναν
άλλο με διαφορετικά χαρακτηριστικά, τόνιζε την διαδικασία
της μετάβασης και σχημάτιζε ένα είδος υποδοχής που
αναδείκνυε την μεγαλοπρέπεια του υπερκείμενου χώρου.
19 Hoepfner, 2005, σελ. 286-287
20 Μπούρας, 1999, σελ. 293


Μεσαίωνας / Βυζάντιο
Η οικοδομική δραστηριότητα του Βυζαντίου έδωσε
ιδιαίτερη έμφαση στη ναοδομία και αυτό αποδεικνύεται από
την πληθώρα των ναών που έχουν διασωθεί και προσφέρονται
για ανάλυση. Οι αρχές οργάνωσης ενός ναού βασίζονται στη
διαδοχή μεταβατικών χώρων, όπου ο πιστός από το εξωτερικό
περιβάλλον εισέρχεται στο εσωτερικό του ναού, περνώντας
διάφορα στάδια
Στις
μεταγενέστερες περιόδους άρχισε να εκλείπει η προσθήκη του
αιθρίου, ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις ναών διατηρήθηκε η
ανατολική στοά του αιθρίου ως ένας ημιυπαίθριος χώρος πριν
την είσοδο στο εσωτερικό. Αναπόσπαστο τμήμα των ναών
αποτελεί ο νάρθηκας, ο προθάλαμος του ναού, στον οποίο
γίνονται και ορισμένες πράξεις της λειτουργίας. Η είσοδος
στον νάρθηκα, συχνά, δεν είναι αξονική, αλλά γίνεται με
πλάγιες πόρτες, ώστε οι μη πιστοί να μη βλέπουν απ' ευθείας



παρουσιάζει
Μεγάρου, με διαμόρφωση ενός
από το κλειστό δωμάτιο23 . Ο Ι. Τραυλός, σ' αυτές τις
διατάξεις, βλέπει άμεσες αναφορές στις αρχαίες ελληνικές
κατοικίες24 και τονίζει τη σημασία που είχαν τα στεγασμένα
αυτά τμήματα της αυλής για την καθημερινή ζωή της
οικογένειας, το οποίο αποδεικνύεται από την επίμονη
διατήρησή τους από την αρχαιότητα, στο Βυζάντιο και ως τα
νεώτερα χρόνια25 .
21 Μπούρας, 2001, σελ. 43
22 Ό.π., σελ. 198
23 Μουτσόπουλος, 2002, σελ. 77, 86
24 Τραυλός, 1993, σελ. 154
25 Ό.π., σελ. 156


Παραδοσιακή Ανώνυμη Αρχιτεκτονική
Από τα πιο διαδεδομένα δείγματα της παραδοσιακής
αρχιτεκτονικής στην ηπειρωτική Ελλάδα, και ιδιαίτερα σε
αγροτικές περιοχές, είναι ο τύπος του ανοιχτού -πρόστυλου-
σπιτιού, ισόγειου ή διώροφου26 . Κοινό χαρακτηριστικό
γνώρισμα για τα κτίσματα αυτά αποτελεί το ανοικτό υπόστεγο
στοά, που εκτείνεται πάντα σ' όλο το μήκος της όψης, γνωστό και ως
ανάλογα με τις ανάγκες, να επεκτείνονται εποχιακά και να
επιτελούνται με μεγαλύτερη άνεση και σε πιο ευχάριστο περιβάλλον, κατά τους θερινούς τουλάχιστον μήνες, όλες περίπου οι λειτουργίες
της καθημερινής ζωής της οικογένειας»27 . Έτσι, εκεί μπορούν να
πραγματοποιηθούν η ετοιμασία του φαγητού, η διημέρευση, ο
ύπνος, το άπλωμα των καρπών, μέχρι και προσωρινή στάβλιση
των ζώων και πρόχειρη αποθήκευση σκευών και αγαθών. Για
το λόγο αυτό, το πλάτος του συχνά φτάνει το πλάτος των πίσω
κλειστών χώρων (περίπου 4,5μ.).
Το χαγιάτι είναι στραμμένο προς τον νότο, ενώ πολλές
φορές, κλείνεται


τη
τα κλειστά δωμάτια, έχοντας ως ενδιάμεσο στοιχείο, το
χαγιάτι ή τη τζαμαρία, στο ανώγειο, και το υπόστεγο ή
«σκεπαστό», στο κατώγι. Η τζαμαρία, το κλειστό με
υαλοστάσια χαγιάτι, είναι πολύ συνηθισμένη στα σπίτια που
αποτύπωσε ο Κωνσταντινίδης, ο οποίος την αναφέρει ως
ημιύπαιθρο μεταξύ αυλής και κλειστών δωματίων30 . Παρόμοια
χαρακτηριστικά παρουσιάζει
38 | Τόποι της Άρτεμης
περισσότερων παραθύρων η ιδιωτικότητα στον χώρο αυτό
μειώνεται, σε σχέση με τον υπόλοιπο πέτρινο όγκο και στέκει
σαν ενδιάμεσο, ανάμεσα στον εσωτερικό χώρο -με πλήρη
ιδιωτικότητα πίσω από τους πέτρινους τοίχους- και τον δημόσιο δρόμο.
Από την άλλη μεριά, στις κατοικίες
στοιχειώδεις ανάγκες και δεν εμπλουτίζονται με ημιυπαίθριους
χώρους. Ωστόσο, το ρόλο του
αναλαμβάνει εδώ ο οικιστικός ιστός, ο οποίος λόγω της
λαβυρινθώδους δομής του και του στενού πλάτους των
δρόμων, χάνει την δημόσια διεκδίκησή του και πλησιάζει
περισσότερο την ιδιωτική επικράτεια. Εφόσον, το σπίτι δεν
έχει επαρκείς ενδιάμεσους χώρους οι κάτοικοι βγαίνουν στον
δρόμο και οικειοποιούνται τον δημόσιο χώρο. Ο δρόμος,
εκτός από τον πρωταρχικό του ρόλο, αποτελεί και την
προέκταση της κατοικίας με τις διάφορες μικροχρήσεις που
αναπτύσσονται στα κατώφλια των σπιτιών. Εξάλλου, στοιχεία
του αστικού ιστού, όπως είναι τα διαβατικά, οι σκάλες, τα
31 Παπαϊωάννου, 2003, σελ. 18
αρχιτεκτονική των προσόψεων με μία εμμονή στη συμμετρία, η οποία επιβάλλει μια ελάχιστα ευέλικτη και λειτουργική
κάτοψη. Συντελείτε, λοιπόν, η τομή ανάμεσα στη ζωντανή
μέχρι τότε αρχιτεκτονική παράδοση και στη νέα φιλόδοξη
μορφολογία με τις κολόνες -δωρικές, ιωνικές, κορινθιακές- τα
αετώματα, τα κιονόκρανα και τα αγάλματα32 . Κοντά σ' αυτά
παρατηρείται η κατάργηση των ενδιάμεσων και ημιυπαίθριων
χώρων, ενώ επικρατεί η επίπεδη όψη, διακοσμημένη με


Νεοκλασικισμός δεν υιοθετεί τους μεταβατικούς χώρους, καθώς δεν τους ''κατανοεί'' και γι' αυτό τα κτίρια που δημιουργεί είναι κυβόσχημα και ογκώδη. Αν και, αναφέρεται
στα πρότυπα της Κλασικής Ελλάδας, δεν αφομοιώνει το
εσωτερικό νόημα και το περιεχόμενο τους, αλλά αρκείται
απλώς σε μία μεταφορά του μορφολογικού λεξιλογίου.
Μοντέρνο Κίνημα
Οι πρωτοποριακές ιδέες του Μοντερνισμού έρχονται
ή μεταφορά μοτίβων από το παρελθόν. Αντιθέτως, αποβλέπουν στην επαναφορά της αρχιτεκτονικής στον ''ορθό δρόμο'', ώστε
να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου33. Η
λειτουργικότητα και η ειλικρίνεια της κατασκευής αποτελούν
πλέον το πρωταρχικό μέλημα των αρχιτεκτόνων. Παράλληλα,
η μελέτη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής μέχρι και τις
βάσεις των πρωτόγονων δομών, επιδρά καταλυτικά στο έργο
των αρχιτεκτόνων, οι οποίοι αναζητούν τις αρετές και τις αξίες
της μακραίωνης οικιστικής παράδοσης του ελληνικού χώρου
και όχι κάποια μιμητική μεταφορά δομικών ή διακοσμητικών
στοιχείων από την παραδοσιακή μορφολογία. Στοιχεία
παράδοσης, λοιπόν, είναι παρόντα στο Μοντέρνο κίνημα
ακόμα και όταν δεν φαίνονται34 , καθώς οι αναφορές στο
33 Ό.π., σελ. 282 34 Φατούρος, 2003, σελ. 64
42 | Τόποι της Άρτεμης
17. Νίκος Βαλσαμάκης - κατοικία Λαναρά στην Ανάβυσσο, κάτοψη.

18. Νίκος Βαλσαμάκης - κατοικία Λαναρά στην Ανάβυσσο, βορειοδυτική όψη.

παρελθόν αφορούν κυρίως τυπολογίες και διατάξεις χώρων.
Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου η μορφολογική
επίδραση, ηθελημένη ή όχι, ήταν αναπόφευκτη.
Το Μοντέρνο κίνημα αποσκοπεί σε μία λειτουργική
κάτοψη που θα παρέχει άνεση στους χρήστες και θα
γνώρισμα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, η αλληλοδιείσδυση
του εσωτερικού με τον εξωτερικό χώρο36, φανερώνει μία
αναζήτηση για να εισέλθει η φύση μέσα στις κατοικίες. Οι
συμπαγείς τοίχοι, εφ’ όσον μπορεί συγχρόνως να επιτευχθεί
και η θερμική μόνωση, έχουν αντικατασταθεί με γυάλινες
επιφάνειες και ως απόρροια, είναι δυνατόν το εσωτερικό και το
εξωτερικό να τα βλέπουμε ταυτόχρονα. Τα χωρίσματα
(εσωτερικά ή εξωτερικά) δεν είναι πλέον σταθερά, αλλά
μπορούν να αποτραβηχτούν και να γίνει ο χώρος μεγαλύτερος
ή ενιαίος. Ακόμα, το δάπεδο εκτείνεται έξω από τον κλειστό
35 Ό.π., σελ. 275 36 Φατούρος, 1960, σελ. 15
44 | Τόποι της Άρτεμης
χώρο και παραμένει το ίδιο, σαν υλικό και σαν επίπεδο, μέσα
και έξω37. Πραγματοποιείται έτσι, μια διαλεκτική του «μέσα»
και του «έξω», τα οποία καταλήγουν να μην έχουν διακριτά
όρια.
Και που αλλού πραγματοποιείται αυτή η διαλεκτική, αν όχι
στους ημιυπαίθριους χώρους; Οι κατοικίες εμπλουτίζονται με
υπόστεγα, βεράντες, εξώστες, στοές και αίθρια, που
λειτουργούν ως μεταβατικά στοιχεία και ενισχύουν την
εισαγωγή του έξω χώρου στον μέσα και αντίστροφα. Επιπλέον, με τον Μοντερνισμό το αρχιτεκτονικό έργο, πέρα από τις
βασικές ανάγκες, πρέπει να ικανοποιεί και την ευχαρίστηση
του κατοικείν. Έτσι, σχεδιάζονται χώροι, που ανοίγονται στο
έξω, ειδικά για την απόλαυση της φύσης και της θέας. Και
όπως υποστηρίζει ο Φατούρος: «το αρχιτεκτονικό έργο σαν
«κλειστός» χώρος κινδυνεύει να μην υπάρχει. Μια αρχιτεκτονική
ημιυπαίθριων χώρων τείνει σήμερα να εγκαθιδρυθεί. Δεν
παρουσιάζεται στον χώρο σαν ένα κτίσμα συμπαγές, με μια ιδιαίτερη, και κατά κάποιο τρόπο, άγνωστη ζωή εσωτερικά, αλλά σαν μια μορφή
που τείνει σε μια επί μέρους κάλυψη της υπαίθρου. Σε μια κατοικίαστοά. Τελικά όμως, το σωστό σύγχρονο αρχιτεκτονικό έργο, δεν δίνει
την αίσθηση μιας ημιμονίμου στο ύπαιθρο κατασκευής.
Πραγματοποιεί μεν έναν εσωτερικό χώρο διαφορετικό από τον μέχρι
τώρα γνωστό, με σαφή όμως την αίσθηση της οικειότητος του
«κατοικείν» »38 .
37 Ό.π., σελ. 15 38 Ό.π., σελ. 18
Σύγχρονη Ανώνυμη Αρχιτεκτονική
Εκτός από το κτιριακό απόθεμα που έχει παραχθεί μέσα
από ένα αρχιτεκτονικό γραφείο, το οποίο μάλιστα στην
Ελλάδα είναι και πολύ περιορισμένο, αξίζει να αναφερθεί και η
σύγχρονη ανώνυμη αρχιτεκτονική. Είναι τα μικρά και ταπεινά
σπίτια των μη επωνύμων σε πόλεις και χωριά, τα οποία
μορφοποιούνται σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε χρήστη και
όχι από ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο. Σ' αυτά επιβιώνει το
βασικό στοιχείο της ελληνικής κατοικίας, ο ενδιάμεσος
ημιυπαίθριος χώρος στην μεσημβρινή όψη. Πράγματι, σχεδόν
σε όλες τις μονοκατοικίες εμφανίζεται το απαραίτητο
υπόστεγο, το οποίο είτε τοποθετείται από την αρχή της
κατασκευής ή διαφορετικά προστίθεται μεταγενέστερα. Εκεί,
αναπτύσσονται αρκετές από τις ασχολίες τις οικογένειας και
ειδικά αν πρόκειται για αγροτικές κοινωνίες. Ο υπόστεγος
αυτός χώρος ή η βεράντα κατέχουν για τους Έλληνες
σημαντική θέση στην κατοικία. «Η σημαντικότητα αυτή
εκφράζεται καθαρά σε κάθε αγοραπωλησία κατοικίας (είναι το μέρος
που οι Έλληνες αναζητούν πρώτο) πιθανόν γιατί έχει την
μεγαλύτερη αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον και το φως
από κάθε άλλο μέρος της κατοικίας, αλλά και που πολλές φορές -ως
γνωστόν- γίνεται πυρήνας συνεστίασης και κατ' επέκταση καθημερινής
φιλοσόφησης με στενούς φίλους. Λόγω του ότι οι Έλληνες

χώρων, μια αυλή που γύρω της τοποθετούνται οι κλειστοί χώροι. Ένας υπαίθριος, χώρος, μπροστά από τα κλειστά δωμάτια και
ενδιάμεσο στοιχείο ο ημιυπαίθριος χώρος, το υπόστεγο, που
άλλοτε ονομαζόταν προστώο, παστάδα, στοά ή χαγιάτι.
από τα πιο αρχαία χρόνια έως και σήμερα.
Μοναδική εξαίρεση αποτελούν τα παραδείγματα της
νεοκλασικής αρχιτεκτονικής με επιδράσεις από την Βόρεια
Ευρώπη, όπου παρατηρείται μία ασυνέχεια στην παραγωγή
του αρχιτεκτονικού έργου. «Τελικά τα περιορισμένα σε αριθμό
αυτά στοιχεία αίθριο, σαχνισί, χαγιάτι που επανέρχονται για να
ελέγξουν το φως και τη σκιά, τον ήλιο και τη βροχή, την επικοινωνία
και την ασφάλεια, αποτελούν τις διαχρονικές ελάχιστες και μέγιστες
ανθρώπινες ανάγκες που δίδουν τη συνέχεια στην αρχιτεκτονική μας
πορεία προσδιορίζοντας παράλληλα την ταυτότητά μας»41 .
σημειώματα, σελ. 230, 325 41 Οικονόμου, 2000, σελ. 234
