Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν

Page 1



Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν


Τίτλος πρωτοτύπου: El ruido de las cosas al caer © Juan Gabriel Vásquez, 2011

Πρώτη έκδοση στα ισπανικά, Alfaguara, 2011

© για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2014 σε συμφωνία

με το λογοτεχνικό πρακτορείο Casanovas & Lynch Agencia Literaria S.L. Μετάφραση από τα ισπανικά: Αχιλλέας Κυριακίδης Σχεδιασμός - Εικονογράφηση εξωφύλλου:

Χρήστος Κούρτογλου - Indyvisuals Collective

Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση: Εκδόσεις Ίκαρος

Εκτύπωση: Φωτόλιο & Τύπικον Γραφικές Τέχνες Α.Ε. Βιβλιοδεσία: Ι. Μπουντάς - Π. Βασιλειάδης Ο.Ε.

Πρώτη έκδοση: Ιούνιος 2014 ISBN 978-960-572-031-5

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr


Juan Gabriel Vásquez

Ο ΗΧΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΟΤΑΝ ΠΕΦΤΟΥΝ Μετάφραση - Σημειώσεις:

Αχιλλέας Κυριακίδης

ΙΚΑΡΟΣ



Στη Μαριάνα,

που επινόησε το χρόνο και τους χώρους



Και οι τοίχοι του ονείρου μου καίγονταν

και γκρεμίζονταν,

όπως γκρεμίζεται ουρλιάζοντας μια πόλη!

Αουρέλιο Αρτούρο,1 Πόλη του ονείρου

Ώστε κι εσύ έπεσες από τον ουρανό;

Από ποιον πλανήτη είσαι;

Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί, Ο Μικρός Πρίγκιπας



1 Μονάχα ένας, μεγάλος ίσκιος

Ο πρώτος ιπποπόταμος, ένας αρσενικός χρώματος μαύρου μαρ-

γαριταριού που ζύγιζε ενάμιση τόνο, εκτελέστηκε στα μέσα τού 2009. Είχε δραπετεύσει δύο χρόνια πριν από τον παλιό ζωολογικό κήπο του Πάμπλο Εσκομπάρ,2 στην Κοιλάδα Μαγκνταλέ-

να,3 κι όλο αυτό το διάστημα που κυκλοφορούσε ελεύθερος είχε

καταστρέψει καλλιέργειες, είχε διαλύσει ποτίστρες, είχε τρομοκρατήσει ψαράδες κι είχε φτάσει στο σημείο να επιτεθεί ακόμα

και στoυς επιβήτορες ενός ιπποφoρβείου. Οι ελεύθεροι σκοπευτές που τον είχαν εντοπίσει, του φύτεψαν μια σφαίρα στο κεφάλι κι άλλη μία στην καρδιά (.375 χιλιοστών, γιατί ο ιπποπόταμος είναι παχύδερμος)· πόζαραν δίπλα στο κουφάρι, έναν μεγάλο,

σκούρο και τραχύ όγκο, σαν μετεωρίτης που είχε πέσει πρόσφατα· κι εκεί, μπροστά στις πρώτες κάμερες και τους περίεργους, κάτω από μια σέιμπα4 που τους προστάτευε από τον καυτό ήλιο,

εξήγησαν πως το ζώο ήταν πολύ βαρύ για να μεταφερθεί, κι άρχισαν αμέσως να το πετσοκόβουν. Ήμουν στο διαμέρισμά μου,

στην Μπογκοτά, γύρω στα διακόσια πενήντα χιλιόμετρα νότια, όταν είδα για πρώτη φορά εκείνη τη φωτογραφία που κάλυπτε

μισή σελίδα ενός σοβαρού περιοδικού. Έτσι έμαθα πως είχαν θά11


ψει τα εντόσθια στο σημείο όπου σκότωσαν το ζώο, αλλά το κεφάλι και τα πόδια τα ’χαν στείλει σ’ ένα βιολογικό εργαστήριο της

πρωτεύουσας. Επίσης έμαθα ότι ο ιπποπόταμος δεν είχε δραπετεύσει μόνος: τη στιγμή της φυγής του, τον συνόδευαν το θηλυκό του και το μικρό του –ή, εν πάση περιπτώσει, αυτά που η δακρύβρεχτη εκδοχή των λιγότερο λεπτολόγων εφημερίδων ήθελε

να είναι το θηλυκό του και το μικρό του– που τα ίχνη τους αγνοού­ νταν και που η αναζήτησή τους δεν άργησε να πάρει διαστάσεις

δημοσιογραφικού μελοδράματος: η καταδίωξη αθώων πλασμάτων από ένα ανάλγητο σύστημα. Και μια μέρα, εκεί που παρακολουθούσα τις εξελίξεις στις εφημερίδες, θυμήθηκα, εντελώς

απροσδόκητα, έναν άνθρωπο που είχε πολύ καιρό ν’ απασχολήσει τις σκέψεις μου, παρ’ όλο που, πριν από κάποια χρόνια, τίποτα δε μ’ ενδιέφερε περισσότερο από το μυστήριο της ζωής του.

Τις επόμενες εβδομάδες, η ανάμνηση του Ρικάρδο Λαβέρδε

έπαψε να είναι ένα τυχαίο γεγονός, ένα απ’ αυτά τα άσχημα παιχνίδια που καμιά φορά μάς παίζει η μνήμη, και μετατράπηκε σ’ ένα φάντασμα πιστό και αφοσιωμένο, πανταχού παρόν, όρθιο δίπλα στο κρεβάτι μου όταν κοιμόμουν, κοιτάζοντάς με από απόσταση όταν ήμουν ξύπνιος. Στις πρωινές ραδιοφωνικές εκπομπές και στις απογευματινές εφημερίδες, στα άρθρα που διάβαζε όλος

ο κόσμος και στα μπλογκ που δεν διάβαζε κανένας, όλοι αναρω-

τιόνταν αν όντως ήταν απολύτως αναγκαία η εκτέλεση των αδέ-

σποτων ιπποπόταμων και γιατί δεν αρκούσε να τους πιάσουν, να τους αναισθητοποιήσουν και να τους στείλουν στην Αφρική· στο διαμέρισμά μου, μακριά απ’ το επίκεντρο της διαμάχης, αλλά

εξακολουθώντας να την παρακολουθώ μ’ ένα κράμα διασκέδασης και αποστροφής, αναλογιζόμουν όλο και πιο πολύ τον Ρικάρδο Λαβέρδε, την εποχή που είχαμε γνωριστεί, τη συντομία τής

σχέσης μας και τη μακροβιότητα των συνεπειών της. Στον Τύπο 12


και στις οθόνες των τηλεοράσεων, οι Αρχές δημοσίευαν τον κατάλογο των ασθενειών που μπορεί να μεταδώσει ένα αρτιοδάκτυλο (δεν την ήξερα τη λέξη), ενώ στις πλούσιες συνοικίες της Μπογκοτά εμφανίστηκαν μπλουζάκια με τη στάμπα Save the Hippos·

εγώ, είτε στο διαμέρισμά μου, τις μακριές νύχτες του ψιλόβροχου, είτε βαδίζοντας προς το κέντρο, άρχιζα να θυμάμαι τη μέρα

που είχε πεθάνει ο Ρικάρδο Λαβέρδε, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια. Μου έκανε εντύπωση πόσο εύκολα ανακαλούσα λόγια που

είχαν ειπωθεί, πράγματα που είχαν ιδωθεί ή ακουστεί, πόνους

που είχαν προκληθεί και, τώρα πια, ξεπεραστεί· επίσης, με πόση ορμή και αφοσίωση αποδυόμαστε στη βυθομέτρηση της μνήμης, κάτι που, στο κάτω κάτω, δεν κάνει και πολύ καλό· απλώς,

­χ ρησιμεύει για να μας τονώνει στη φυσιολογική λειτουργία μας, σαν εκείνους τους σάκους με άμμο που δένουν οι αθλητές γύρω

από τους αστραγάλους τους για να γυμναστούν. Σιγά σιγά συνειδητοποίησα, έντρομος, ότι ο θάνατος εκείνου του ιπποπόταμου σηματοδοτούσε το τέλος ενός επεισοδίου που είχε αρχίσει στη ζωή

μου πριν από χρόνια, κάπως σαν να γύριζα σπίτι μου για να κλείσω μια πόρτα που την είχα ξεχάσει ανοιχτή.

Έτσι έβαλα μπρος αυτή την αφήγηση. Δεν ξέρω τι μας χρη-

σιμεύει να θυμόμαστε, τι καλό μάς κάνει ή πώς μπορεί να μας βασανίζει, ούτε πώς γίνεται ν’ αλλάξουν όσα έχουμε ζήσει με το

να τα θυμόμαστε, αλλά η ανάμνηση του Ρικάρδο Λαβέρδε πήρε

για μένα χαρακτήρα επείγοντος. Κάπου έχω διαβάσει ότι πρέπει κανείς ν’ αφηγείται την ιστορία της ζωής του στα σαράντα

του, κι εγώ αυτό το όριο το πλησιάζω: τη στιγμή που γράφω αυτές

τις γραμμές, λίγες εβδομάδες με χωρίζουν απ’ αυτήν τη δυσάρε-

στη επέτειο. Την ιστορία της ζωής του. Ε, λοιπόν, εγώ δεν θ’ αφηγηθώ τη ζωή μου· μόνο κάποια πράγματα που συνέβησαν πριν από

καιρό, και θα το κάνω με πλήρη συνείδηση ότι αυτή η ιστορία, 13


όπως λένε στα παραμύθια, συνέβη κάποτε και θα ξανασυμβεί. Το ότι έλαχε σ’ εμένα να την αφηγηθώ, είναι το λιγότερο.

Τη μέρα του θανάτου του, αρχές του 1996, ο Ρικάρδο Λαβέρδε

πέρασε το πρωί του βαδίζοντας στα στενά πεζοδρόμια της Καν­ τελάριας,5 στο κέντρο της Μπογκοτά, ανάμεσα σε παλιά σπί-

τια με κεραμίδια και μαρμάρινες πλάκες με περιγραφές ιστορι-

κών γεγονότων που δεν τις διάβαζε κανείς, κι ακριβώς στη μία η ώρα έφτασε στο σφαιριστήριο της 14ης Οδού, διατεθειμένος να παίξει μια-δυο παρτίδες μπιλιάρδο με κάποιους θαμώνες. Δεν

έδειχνε νευρικός ούτε ταραγμένος όταν άρχισε να παίζει· χρησιμοποίησε την ίδια στέκα κι έπαιξε στο ίδιο τραπέζι στο οποίο

έπαιζε πάντα, εκείνο στο βάθος, κάτω απ’ την αναμμένη τηλεόραση με τον σβηστό ήχο. Έπαιξε τρεις παρτίδες, αλλά δε θυμάμαι πόσες κέρδισε και πόσες έχασε· μόνο ότι εκείνο το απόγευμα δεν έπαιξα μαζί του, αλλά στο διπλανό τραπέζι. Θυμάμαι καλά,

όμως, ότι ο Λαβέρδε, μόλις πλήρωσε τα στοιχήματα, αποχαιρέτησε τους μπιλιαρδόρους και κατευθύνθηκε στη γωνιακή πόρτα. Κάποια στιγμή, καθώς περνούσε ανάμεσα στα πρώτα τραπέζια που συνήθως ήταν άδεια γιατί, σ’ εκείνο το σημείο του μαγαζιού, τα φώτα νέον δημιουργούσαν σκιές στις κοκάλινες μπάλες, παραπάτησε σαν να ’χε σκοντάψει κάπου. Έκανε μεταβολή

και γύρισε στο σημείο όπου ήμαστε εμείς· περίμενε υπομονετικά να τελειώσω το σερί μου, και μάλιστα, χειροκρότησε σύντομα μια-δυο στεκιές μου· μετά, όταν με είδε να πηγαίνω στο αριθμητήριο για να γράψω τις καραμπόλες μου, με πλησίασε και με

ρώτησε αν ήξερα από πού μπορούσε να δανειστεί ένα μαγνητόφωνο για ν’ ακούσει μια κασέτα που είχε μόλις πάρει στα χέρια

του. Πολλές φορές αναρωτήθηκα από τότε τι θα ’χε συμβεί στον

Ρικάρδο Λαβέρδε αν δεν είχε απευθυνθεί σ’ εμένα, αλλά σε κά14


ποιον άλλο μπιλιαρδόρο. Αυτό το ερώτημα, όμως, δεν έχει νόημα, όπως και πολλά άλλα που κάνουμε για το παρελθόν. Ο Λα-

βέρδε είχε ένα σωρό λόγους για να με προτιμήσει. Αυτό, κανένας δεν μπορεί να το αλλάξει, όπως δεν μπορεί ν’ αλλάξει ούτε αυτό που συνέβη μετά.

Τον είχα γνωρίσει στα τέλη της περασμένης χρονιάς, μια-δυο

βδομάδες πριν απ’ τα Χριστούγεννα. Είχα μόλις κλείσει τα είκοσι έξι μου, ήμουν ήδη δύο χρόνια πτυχιούχος της Νομικής και μπορεί να μην ήξερα πολλά για τον πραγματικό κόσμο, αλλά ο θεωρητικός κόσμος των νομικών σπουδών δεν είχε για μένα κανένα μυστικό. Αφού αποφοίτησα μετ’ επαίνων –μια διατριβή για την

τρέλα ως λόγο άρσης του αξιοποίνου στον Άμλετ: ακόμα διερωτώμαι πώς έγινε δεκτή και, πολλώ μάλλον, πώς διακρίθηκε–, έγινα ο νεότερος κάτοχος διδακτορικού στην ιστορία της έδρας μου (αυτό τουλάχιστον μου είπαν οι καθηγητές μου τη στιγμή που μου το απένεμαν) και ήμουν πεπεισμένος ότι το να γίνω καθηγητής Εισαγωγής στο Δίκαιο και να διδάσκω τα θεμέλια της επιστήμης

σε τρομαγμένα παιδιά που θα ’χαν μόλις βγει απ’ το λύκειο, ήταν ο μοναδικός ορίζοντας της ζωής μου. Εκεί, όρθιος στην ξύλινη

έδρα, μπροστά σε απανωτές σειρές με ζαβλακωμένα αγόρια κι

εντυπωσιακά κορίτσια με τα μάτια ορθάνοιχτα, έμαθα τα πρώ-

τα πράγματα για τη φύση της εξουσίας. Απ’ αυτούς τους πρωτοετείς φοιτητές με χώριζαν το πολύ οκτώ χρόνια, αλλά ανάμεσά

μας είχε ανοίξει η διπλή άβυσσος της αυθεντίας και της γνώσης,

πράγματα που τα είχα και τα δύο και που απουσίαζαν παντελώς από εκείνα τα νεογνά. Με θαύμαζαν και με φοβόνταν λίγο, κι εγώ συνειδητοποίησα ότι μπορεί κανείς να συνηθίσει αυτόν το φόβο

κι αυτόν το θαυμασμό, ότι ήταν κάτι σαν ναρκωτικό. Μιλούσα

στους φοιτητές μου για τους σπηλαιολόγους που είχαν παγιδευτεί σ’ ένα σπήλαιο και μετά από μερικές μέρες είχαν αρχίσει να

15


τρώει ο ένας τον άλλον για να επιζήσουν: πόσο τους ωφέλησε το δίκαιο; Τους μιλούσα για τον γερο-Σάιλοκ, για μια λίβρα σάρκα

που θέλει να κόψει απ’ τον χρεώστη του, για την πονηρή Πόρσια

που το αποτρέπει μ’ ένα νομικίστικο τέχνασμα: με διασκέδαζε να τους βλέπω να χειρονομούν, να φωνασκούν και να χάνονται

σε γελοία επιχειρήματα προσπαθώντας να συναντήσουν σ’ αυ-

τόν τον ανεκδοτολογικό κυκεώνα τις αρχές του Νόμου και της Δικαιοσύνης. Μετά απ’ αυτές τις ακαδημαϊκές συζητήσεις πήγαινα στο σφαιριστήριο της 14ης Οδού, ένα μαγαζί ντουμανιασμένο και χαμηλοτάβανο όπου έσφυζε η άλλη ζωή, η ζωή χωρίς θεωρίες και νομολογίες. Εκεί, ανάμεσα σε χαμηλόποσα στοιχήματα

και καφέδες με μπράντι, τέλειωνε η μέρα μου, πότε συντροφιά με έναν-δύο συναδέλφους, πότε με φοιτήτριες που, μετά από

λίγα ποτηράκια, μπορεί να κατέληγαν στο κρεβάτι μου. Έμενα κοντά, σ’ έναν δέκατο όροφο όπου έκανε πάντα κρύο, όπου η

θέα της πόλης τής χτισμένης με τούβλα και τσιμέντο ήταν πάντα ωραία, όπου το κρεβάτι μου ήταν πάντα ανοιχτό για συζητήσεις

γύρω από την περί ποινών θεωρία του Τσέζαρε Μπεκαρία6 ή για ένα δύσκολο κεφάλαιο του Μπoντενχάιμερ7 ή ακόμα και για μιαν

απλή αλλαγή βαθμολογίας διά της συντομωτέρας οδού. Η ζωή,

εκείνα τα χρόνια που τώρα μου φαίνονται σαν ν’ ανήκαν σε άλ-

λον, ήταν γεμάτη ευκαιρίες. Όμως, όπως έμελλε να διαπιστώσω αργότερα, μπορεί και οι ευκαιρίες ν’ ανήκαν σε άλλον: εξανεμίστηκαν ανεπαισθήτως, σαν την παλίρροια που υποχωρεί, αφήνοντάς με όπως είμαι τώρα.

Εκείνη την εποχή, η πόλη μου είχε αρχίσει ν’ αφήνει πίσω της

τα πιο βίαια χρόνια της νεότερης ιστορίας της. Δε μιλάω για τα

μαχαιρώματα για ψύλλου πήδημα και τις αδέσποτες σφαίρες, ούτε για τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών ανάμεσα σε τρισάθλια βαποράκια, αλλά για τη βία που υπερβαίνει τα ταπεινά μίση και τις 16


ταπεινές εκδικήσεις ταπεινών ανθρώπων, τη βία συλλογικών οργάνων που το αρχικό τους γράφεται με κεφαλαίο: Κράτος, Καρ-

τέλ, Στρατός, Μέτωπο.8 Εμείς οι Μπογκοτάνοι την είχαμε συνηθίσει, εν μέρει επειδή οι εικόνες της μας έρχονταν με απαρέγκλιτη κανονικότητα μέσα απ’ τις εφημερίδες και τα περιοδικά·

εκείνη τη μέρα, οι εικόνες της πιο πρόσφατης αιματοχυσίας είχαν αρχίσει να εμφανίζονται, με τη μορφή έκτακτων δελτίων ειδήσεων, στην οθόνη της τηλεόρασης. Πρώτα είδαμε τον ρεπόρτερ έξω από την πόρτα της Κλινικής Country,9 μετά είδαμε την

πυροβολημένη Mercedes –πίσω απ’ το θρυμματισμένο παράθυρο φαίνονταν το πίσω κάθισμα, σπασμένα τζάμια, ξεραμένο αίμα– και στο τέλος, όταν ήδη είχε σταματήσει κάθε δραστηριότητα στα μπιλιάρδα κι έγινε σιωπή και κάποιος φώναξε ν’ ανοίξουν

τη φωνή στον δέκτη, είδαμε, πάνω απ’ τις χρονολογίες της γέν-

νησής του και του νωπού θανάτου του, το πρόσωπο του θύματος μαυρόασπρο. Ήταν ο συντηρητικός πολιτικός Άλβαρο Γκόμες,10

γιος ενός από τους πιο αμφιλεγόμενους προέδρους του αιώνα και πάνω από μία φορά υποψήφιος ο ίδιος για την προεδρία. Κανείς

δε ρώτησε γιατί τον είχαν σκοτώσει, ή ποιος, γιατί αυτές οι ερωτήσεις είχαν πάψει πια να έχουν νόημα στην πόλη μου, ή γίνονταν

ρητορικά, χωρίς να περιμένουν απάντηση, ως μοναδικός τρόπος

αντίστασης στο καινούργιο χτύπημα. Δεν το σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, αλλά αυτές οι πολιτικές δολοφονίες είχαν σημαδέψει τη

ζωή μου ή τη χρωμάτιζαν όπως οι απρόοπτες επισκέψεις ενός μακρινού συγγενή. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών εκείνο το απόγευ-

μα του 1984 όταν ο Πάμπλο Εσκομπάρ σκότωσε ή έβαλε να σκοτώσουν τον πιο ξακουστό διώκτη του, τον υπουργό Δικαιοσύνης Ροδρίγο Λάρα Μπονίγια11 (δύο εκτελεστές με μοτοσικλέτα σε μια

στροφή της 127ης Οδού). Ήμουν δεκάξι όταν ο Εσκομπάρ σκότωσε ή έβαλε να σκοτώσουν τον Γκιγιέρμο Κάνο,12 διευθυντή τής “El

17


Espectador”13 (λίγα μέτρα απ’ τα γραφεία της εφημερίδας, ο δο-

λοφόνος τού φύτεψε οκτώ σφαίρες στο στήθος). Ήμουν δεκαεννιά (δηλαδή ενήλικος, αν και δεν είχα ψηφίσει ακόμα) όταν πέθα-

νε ο Λουίς Κάρλος Γκαλάν,14 υποψήφιος για την προεδρία τής χώρας, που η δολοφονία του κατείχε και εξακολουθεί να κατέχει ξε-

χωριστή θέση στο φαντασιακό μας, γιατί είχε μεταδοθεί απ’ την τηλεόραση: το πλήθος που τον ζητωκραύγαζε, οι ριπές τού μυδραλλιοβόλου, το σώμα που σωριάστηκε στην ξύλινη εξέδρα χωρίς ήχο, εκτός αν ο ήχος της πτώσης σκεπάστηκε απ’ το πανδαιμόνιο. Ακολούθησε, λίγο αργότερα, η τραγωδία με το αεροπλάνο της Avianca,15 ένα Boeing 727-21 που ο Εσκομπάρ έβαλε να το

ανατινάξουν στον αέρα –κάπου μεταξύ Μπογκοτά και ­Κάλι–16 για να σκοτώσει έναν πολιτικό που δεν επέβαινε καν σ’ αυτό.

Όλοι οι μπιλιαρδόροι καταδικάσαμε το έγκλημα με τη βδελυγ-

μία που είχε πια καταστεί γνώρισμα εθνικής ιδιοσυγκρασίας, κληρονομιά της εποχής μας, και μετά ξαναγυρίσαμε όλοι στις παρτίδες μας – όλοι, εκτός από έναν που παρέμενε με την προσοχή του

καρφωμένη στην οθόνη όπου οι εικόνες είχαν ήδη περάσει στην

επόμενη είδηση και τώρα έδειχναν μια σκηνή εγκατάλειψης: μια αρένα για ταυρομαχίες κατακλυσμένη από τ’ αγριόχορτα ώς τις

παντιέρες (ή εκεί όπου κάποτε ανέμιζαν παντιέρες), ένα υπόστεγο όπου σκούριαζαν διάφορα παλιά αμάξια, ένας γιγαντιαίος τυραννόσαυρος που το σώμα του είχε γίνει κομμάτια αποκαλύπτοντας τον μεταλλικό σκελετό του, γυμνός και θλιβερός σαν κούκλα της βιτρίνας πεταμένη στα σκουπίδια. Ήταν η Ασιέντα Νάπολες, η μυθική ιδιοκτησία του Πάμπλο Εσκομπάρ που ήταν κάποτε

το γενικό αρχηγείο της αυτοκρατορίας του κι είχε αφεθεί στην τύ-

χη του μετά το θάνατο του αρχηγού, το 1993. Η είδηση αφορούσε αυτήν ακριβώς την εγκατάλειψη: για τις δημευμένες ιδιοκτησίες

των εμπόρων ναρκωτικών, για τη διασπάθιση εκατομμυρίων δο18


λαρίων απ’ τις Αρχές πού δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν αυτά

τα κτήματα, για όλα όσα θα μπορούσε να έχουν γίνει γι’ αυτή τη

θρυλική περιουσία και δεν έγιναν. Και τότε, ένας απ’ τους παίκτες στο τραπέζι το πιο κοντινό στην τηλεόραση, τον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε προσέξει καθόλου, μίλησε σαν να

μονολογούσε, αλλά το έκανε αυθόρμητα και μεγαλόφωνα, όπως

αυτοί που, με το να ζουν χρόνια ολομόναχοι, έχουν ξεχάσει ακόμα και το ενδεχόμενο ν’ ακουστούν.

«Να δούμε τι θα κάνουν με τα ζώα» είπε. «Τα κακόμοιρα λι-

μοκτονούν, και κανείς δε νοιάζεται.»

Κάποιος ρώτησε ποια ζώα εννοούσε. Ο άντρας είπε μόνο: «Αυ-

τά δεν φταίνε σε τίποτα».

Αυτά ήταν και τα πρώτα λόγια που άκουσα να λέει ο Ρικάρδο

Λαβέρδε. Δεν είπε τίποτ’ άλλο· δεν είπε, για παράδειγμα, ούτε

ποια ζώα εννοούσε, ούτε πώς ήξερε ότι λιμοκτονούσαν. Ωστόσο, κανείς δεν τον ρώτησε, γιατί ήμαστε όλοι σε μια ηλικία που είχαμε γνωρίσει τα καλύτερα χρόνια της Ασιέντας Νάπολες. Ο ζωολογικός κήπος ήταν ένα μέρος θρυλικό, το οποίο, κάτω απ’ την

επιφάνεια μιας απλής εκκεντρικότητας ενός ζάπλουτου εμπόρου ναρκωτικών, υποσχόταν στους επισκέπτες ένα θέαμα πρωτόφαντο σ’ αυτή τη γωνιά της Γης. Εγώ το είχα επισκεφθεί όταν

ήμουν δώδεκα, στις διακοπές του Δεκεμβρίου – εννοείται, κρυφά από τους γονείς μου: και μόνο η ιδέα ότι ο γιος τους θα πατούσε το πόδι του στην ιδιοκτησία ενός γνωστού μαφιόζου, θα τους φαινόταν σκανδαλώδης, πόσο μάλλον το ότι αυτή η επίσκεψη

θα τον διασκέδαζε. Εγώ, όμως, δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ και να μη δω κάτι για το οποίο μιλούσε όλος ο κόσμος. Δέχτηκα την

πρόσκληση των γο­νέων ενός φίλου μου, κι ένα Σάββατο ξυπνήσαμε πρωί πρωί για να κάνουμε το εξάωρο ταξίδι από την Μπογκοτά στο Πουέρ­το Τριούνφο·17 μόλις βρεθήκαμε στην ασιέντα,18

19


αφού περάσαμε κάτω απ’ την πέτρινη αψίδα της κεντρικής πύλης, πάνω στην οποία ήταν γραμμένο με παχιά γαλάζια γράμματα το όνομα του κτήματος, αφεθήκαμε να μας βρει το απόγευμα

ανάμεσα σε τίγρεις της Βεγγάλης και γουακαμάγιες19 της Αμαζο­

νίας, άλογα νάνους και πεταλούδες ίσαμε την παλάμη μας, ακόμα κι ένα ζευγάρι ινδούς ρινόκερους που, όπως μας πληροφόρησε

ένας νεαρός με χωριάτικη προφορά και μπουφάν παραλλαγής,

ήταν πολύ πρόσφατο απόκτημα του ζωολογικού κήπου. Πιο πέρα ήταν οι ιπποπόταμοι, κανείς απ’ τους οποίους, όπως είναι φυσικό,

δε διανοούνταν να το σκάσει εκείνες τις εποχές της ευημε­ρίας. Οπότε, εγώ ήξερα πολύ καλά σε ποια ζώα αναφερόταν εκείνος

ο άντρας· αυτό που δεν ήξερα, είναι ότι εκείνες οι λίγες λέξεις θα

μου ’ρχονταν στη μνήμη μετά από δεκατέσσερα χρόνια. Όλα αυτά, όμως, εννοείται ότι τα σκέφτηκα αργότερα: εκείνη τη μέρα,

στο σφαιριστήριο, ο Ρικάρδο Λαβέρδε ήταν άλλος ένας από τόσους και τόσους στη χώρα μου που είχαν παρακολουθήσει εμβρόντητοι την άνοδο και την πτώση ενός από τους πιο περιβόητους Κολομβιανούς όλων των εποχών, και δεν του ’δωσα πολλή σημασία. Αυτό που θυμάμαι από εκείνη τη μέρα, είναι ότι η όψη του δεν

είχε τίποτα το εκφοβιστικό: ήταν τόσο λεπτός, ώστε το παράστημά του σε ξεγελούσε· αρκούσε να τον δεις όρθιο, κρατώντας μια στέκα του μπιλιάρδου, για να διαπιστώσεις ότι δεν ξεπερνούσε

το ένα εβδομήντα. Από την άλλη, τ’ αραιά, γκρίζα μαλλιά του, το

ξηρό του δέρμα και τα μακριά και πάντα βρόμικα νύχια του έδιναν μια εικόνα εγκλεισμού ή εγκατάλειψης, σαν την εικόνα μιας

χορταριασμένης αλάνας. Είχε μόλις κλείσει τα σαράντα οκτώ, αλλά έδειχνε πολύ μεγαλύτερος. Μιλούσε με δυσκολία, σαν να του

’λειπε ο αέρας· ο σφυγμός του ήταν τόσο αδύναμος, ώστε η γαλά-

ζια άκρη της στέκας του έτρεμε πάντα μπροστά στην μπάλα, κι είναι απορίας άξιον πώς δεν έκανε πολλές φαλτσοστεκιές. Όλα 20


πάνω του απέπνεαν κόπωση. Ένα απόγευμα, αφού είχε φύγει

ο Λαβέρδε, κάποιος από τους συμπαίκτες του (συνομήλικός του που, όμως, βάδιζε καλύτερα κι ανέπνεε καλύτερα, κι είναι πολύ

πιθανό να ζει ακόμα και να διαβάζει αυτές τις αναμνήσεις μου)

μου αποκάλυψε το λόγο, χωρίς να τον έχω ρωτήσει τίποτα. «Φταίει η φυλακή» μου είπε, δείχνοντάς μου μιαν αστραπιαία λάμψη απ’ το χρυσό του δόντι. «Η φυλακή κουράζει τους ανθρώπους.» « Ήταν φυλακή;»

«Μόλις βγήκε. Απ’ ό,τι λένε, έμεινε μέσα κοντά είκοσι χρόνια.»

«Μα τι έκανε;»

«Α, αυτό δεν το ξέρω» μου είπε εκείνος ο άντρας. «Κάτι θα ’κα-

νε, όμως, ε; Δεν πας μέσα είκοσι χρόνια αν δεν έχεις κάνει τίποτα.»

Τον πίστεψα, φυσικά, επειδή τίποτα δε μου επέτρεπε να σκε-

φτώ πως υπήρχε εναλλακτική αλήθεια, επειδή εκείνη τη στιγμή δεν είχα κανένα λόγο ν’ αμφισβητήσω την πρώτη αυθόρμητη και

ανυστερόβουλη εκδοχή της ζωής τού Ρικάρδο Λαβέρδε. Σκέφτηκα πως δεν είχα γνωρίσει ποτέ μου πρώην κατάδικο –η ίδια η έκ-

φραση «πρώην κατάδικος», θα μου πει κάποιος, είναι η καλύτερη σχετική απόδειξη– και το ενδιαφέρον μου για τον Λαβέρδε εντάθηκε ή ενέτεινε την περιέργειά μου. Μια μακροχρόνια καταδίκη πάντα εντυπωσιάζει έναν νεαρό όπως ήμουν εγώ τότε. Υπολόγισα πως πρέπει να ’χα μόλις περπατήσει όταν ο Λαβέρδε μπήκε φυλακή, και κανείς δεν μπορεί να μη συγκλονιστεί με την ιδέα

ότι μεγάλωσε, σπούδασε, ανακάλυψε το σεξ και, ίσως, το θάνατο (το θάνατο μιας γάτας, ας πούμε, ή του παππού του), ερωτεύτηκε, έζησε επώδυνους χωρισμούς, ένιωσε τη δύναμη ν’ αποφασίζεις και χάρηκε ή μετάνιωσε γι’ αυτές τις αποφάσεις, γνώρισε και χάρηκε ή μετάνιωσε για τη δύναμη να προκαλεί πόνο, κι όλα

αυτά ενόσω ένας συνάνθρωπός του ζούσε αυτή τη ζωή τη χωρίς

ανακαλύψεις και χωρίς μαθητείες που είναι μια μακροχρόνια κά21


θειρξη· μια ζωή που δεν τη ζεις, μια ζωή που σου γλιστράει μέσα απ’ τα δάχτυλα, μια ζωή βασανιστική, μια ζωή που είναι δική σου αλλά και, ταυτόχρονα, ανήκει σε άλλους, ανήκει σ’ αυτούς που δε βασανίζονται.

Κι έτσι, χωρίς ν’ αντιληφθώ πώς, πλησιάσαμε ο ένας τον άλ-

λον. Στην αρχή, αυτό γινόταν τυχαία: εγώ, ας πούμε, χειροκροτούσα μια καραμπόλα του –ήταν ασυναγώνιστος στις «μπρικόλες»– και μετά τον καλούσα να παίξει στο τραπέζι μου ή του ζητούσα την άδεια να παίξω στο δικό του. Με δέχτηκε όχι με πολύ

ενθουσιασμό, όπως δέχεσαι έναν προσήλυτο ή έναν μαθητευόμενο, παρ’ όλο που ήμουν καλύτερός του και παρ’ όλο που ο Λαβέρδε, μ’ εμένα ταίρι, μπόρεσε επιτέλους να σταματήσει να χάνει. Τότε, όμως, ανακάλυψα κι ότι η ήττα ποσώς τον ενδιέφερε:

τα χρήματα που άφηνε πάνω στην πράσινη τσόχα μετά από τις

παρτίδες, εκείνα τα δυο-τρία μαυρισμένα και τσαλακωμένα χαρ-

τονομίσματα, ανήκαν στις καθημερινές του χειρονο­μίες, μια παλιά παραδοχή των οικονομικών του. Το μπιλιάρδο γι’ αυτόν δεν ήταν χόμπι, μήτε καν ανταγωνισμός, αλλά ο μοναδικός τρόπος

που διέθετε ο Λαβέρδε για να αισθάνεται ενταγμένος στην κοινωνία: ο κρότος απ’ τις μπάλες που συγκρούονταν, τα ξύλινα σφαιρίδια που γλιστρούσαν στο αριθμητήριο, το τεμπεσίρι που τριβό-

ταν στις άκρες με το φθαρμένο δέρμα, όλα αυτά συνιστούσαν τη δημόσια ζωή του. Έξω απ’ αυτόν το χώρο, δίχως στέκα στο χέρι, ο

Λαβέρδε αδυνατούσε να συμμετάσχει σε μια τρέχουσα συζήτηση, πόσο μάλλον σε μια σχέση. «Καμιά φορά» μου είπε τη μοναδική φορά που μιλήσαμε κάπως σοβαρά, «καμιά φορά πιστεύω πως

δεν έχω κοιτάξει ποτέ άνθρωπο στα μάτια.» Υπερέβαλλε, ασφαλώς, αλλά δε νομίζω ότι το έκανε επί σκοπού. Πάντως, την ώρα που μου το ’λεγε αυτό, δε με κοίταζε στα μάτια.

Τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια, τώρα που θυμάμαι με

22


την κατανόηση την οποία δεν είχα τότε, αναλογίζομαι εκείνη τη

συζήτηση και δεν μπορώ να πιστέψω πώς είναι δυνατόν να μην

εκτίμησα τότε τη σημαντικότητά της, και λέω μέσα μου πως είμαστε πιόνια της παρούσας στιγμής, ίσως γιατί το παρόν δεν υπάρχει πραγματικά· όλα είναι ανάμνηση, αυτή η φράση που έχω μόλις γράψει είναι ανάμνηση, αυτή η φράση που μόλις διάβασες, αναγνώστη, είναι ανάμνηση. Η χρονιά τελείωνε, ήταν η εποχή

των εξετάσεων, δεν είχα πια παραδόσεις· η ρουτίνα του μπιλιάρδου είχε μπει για τα καλά στη ζωή μου και, κατά κάποιον τρόπο, της έδινε μορφή και σκοπό. «Α!» μου έλεγε ο Ρικάρδο Λαβέρδε

κάθε φορά που μ’ έβλεπε να μπαίνω. «Τυχερός είσαι, Γιαμάρα.

Ό,τι έφευγα.» Κάτι στη σχέση μας είχε αλλάξει: το κατάλαβα το βράδυ που ο Λαβέρδε δε με καληνύχτισε όπως έκανε πάντα, απ’ την άλλη πλευρά του τραπεζιού, χαιρετώντας με στρατιωτικά κι

αφήνοντάς με με τη στέκα στο χέρι, αλλά με περίμενε, περίμενε να πληρώσω τα ποτά μας –τέσσερις καφέδες με μπράντι και μία Coca-Cola– και να βγούμε μαζί απ’ το σφαιριστήριο. Περπάτησε

δίπλα μου ώς τη γωνία της πλατεΐτσας Ροσάριο, μέσα σε μυρωδιές

από καυσαέρια, τηγανίλες και σχάρες υπονόμων· εκεί, στην αρχή μιας ράμπας που κατέβαινε ώς τη σκοτεινή είσοδο ενός υπόγειου πάρκινγκ, με χτύπησε φιλικά στον ώμο, μια αδύναμη γροθιά με το αδύναμο χέρι του που πιο πολύ έμοιαζε με χάδι παρά με αποχαιρετιστήρια χειρονομία, και μου είπε:

«Λοιπόν, τα λέμε αύριο. Έχω να κάνω κάτι επείγον».

Τον είδα να προσπερνάει τους σμαραγδοπώλες, να παίρνει

τον πεζοδρόμο που βγάζει στην 7 η Οδό και να στρίβει στη γωνία

ώσπου χάθηκε απ’ τα μάτια μου. Οι δρόμοι είχαν αρχίσει να στολίζονται χριστουγεννιάτικα: γιρλάντες, μαλλί της γριάς, λέξεις εγγλέζικες και χιονονιφάδες σε μια πόλη όπου δεν έχει χιονίσει

ποτέ κι όπου ο Δεκέμβριος είναι ο μήνας με τη μεγαλύτερη ηλιο­ 23


φάνεια. Τη μέρα, όμως, τα σβηστά φώτα ενοχλούσαν το βλέμμα, λέρωναν, μόλυναν. Τα καλώδια, που αιωρούνταν πάνω απ’

τα κεφάλια μας απ’ τη μιαν άκρη των δρόμων στην άλλη, έμοιαζαν με κρεμαστές γέφυρες και, στην Πλατεία Μπολίβαρ, σκαρφάλωναν σαν αναρριχητικά φυτά στους στύλους, στις ιωνικές κολόνες του Καπιτωλίου, στους τοίχους του Καθεδρικού Ναού. Εντά-

ξει, τα περιστέρια είχαν στη διάθεσή τους περισσότερα καλώδια

για να ξεκουράζονται, και οι πωλητές καλαμποκιού δεν προλάβαιναν να εξυπηρετήσουν τους τουρίστες, μα ούτε οι πλανόδι-

οι φωτογράφοι, κάτι γεροντάκια με πόντσο20 και καπελάκι κοτ-

λέ που έσερναν τους πελάτες τους σαν να ’ταν αγελάδες, και μετά, τη στιγμή της φωτογράφησης, σκέπαζαν το κεφάλι τους μ’

ένα μαύρο πανί, όχι επειδή το απαιτούσε η συσκευή τους, αλλά επειδή αυτό περίμεναν να δουν οι πελάτες. Αυτοί οι φωτογράφοι

ήταν υπολείμματα μιας άλλης εποχής, τότε που δεν είχαν πολλοί τα μέσα να διαθέτουν φωτογραφική μηχανή, και η ιδέα ν’ αγοράσεις τη φωτογραφία που σου πήρε στο δρόμο κάποιος άλλος (πολλές φορές χωρίς να το πάρεις είδηση) δεν ήταν τελείως παράλογη. Κάθε κάτοικος της Μπογκοτά κάποιας ηλικίας έχει μια φωτογραφία του δρόμου, οι περισσότερες απ’ τις οποίες τραβήχτηκαν στην 7 η Οδό, την παλιά Ρεάλ ντε Κομέρσιο, βασίλισσα όλων

των οδών της Μπογκοτά· η γενιά μου μεγάλωσε κοιτάζοντας αυτές τις φωτογραφίες στα οικογενειακά άλμπουμ, τους άνδρες με

κοστούμι και γιλέκο, τις γυναίκες με γάντια και ομπρελίνο, ανθρώπους μιας άλλης εποχής, όταν στη Μπογκοτά έκανε λιγότε-

ρη ζέστη, έβρεχε πιο συχνά κι η ζωή ήταν πιο κοινωνική, αν και το ίδιο σκληρή. Έχω κρατήσει τη φωτογραφία που αγόρασε ο παππούς μου τη δεκαετία του 1950 κι εκείνην που αγόρασε ο πατέ-

ρας μου δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Αντίθετα, δεν έχω τη φωτογραφία που αγόρασε ο Ρικάρδο Λαβέρδε εκείνο το απόγευμα, 24


αν και η εικόνα παραμένει στη μνήμη μου τόσο ζωντανή, ώστε

θα μπορούσα να τη ζωγραφίσω με κάθε της λεπτομέρεια, αν είχα το παραμικρό ταλέντο στη ζωγραφική. Δεν έχω, όμως. Αυτό είναι ένα απ’ τα ταλέντα που δεν έχω.

Αυτή, λοιπόν, ήταν η επείγουσα δουλειά που είχε να κάνει ο

Λαβέρδε. Αφού μ’ άφησε, περπάτησε ώς την Πλατεία Μπολίβαρ,

ζήτησε να του πάρουν μία απ’ αυτές τις παλιομοδίτικες φωτογρα-

φίες, και την άλλη μέρα κατέφθασε στο σφαιριστήριο με το αποτέλεσμα ανά χείρας: ένα χαρτί σε τόνους σέπιας, υπογεγραμμένο από τον φωτογράφο, όπου εμφανιζόταν ένας άντρας λιγότερο θλιμμένος, λιγότερο μελαγχολικός απ’ ό,τι συνήθως, ένας άντρας

για τον οποίο θα μπορούσες να πεις, αν σ’ το επέτρεπαν τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, ότι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή

του. Το τραπέζι του μπιλιάρδου ήταν ακόμα σκεπασμένο με μαύ-

ρο πλαστικό, κι ο Λαβέρδε ακούμπησε εκεί πάνω την εικόνα, τη

δική του εικόνα, και την κοίταζε συνεπαρμένος: φαινόταν καλοχτενισμένος, χωρίς ούτε μία τσαλάκα στα ρούχα του, με το δεξί

του χέρι απλωμένο και δύο περιστέρια να τσιμπολογούν απ’ την παλάμη του· πίσω του αχνοφαίνονταν ένα ζευγάρι περίεργοι, με

σαντάλια και σακκίδιο, κι ακόμα πιο πίσω, πολύ πιο πίσω, πλάι

σ’ ένα καροτσάκι με καλαμπόκι, μεγεθυσμένο απ’ την προοπτική, το Δικαστικό Μέγαρο.

«Πολύ ωραία!» του είπα. «Χθες την έβγαλες;»

«Ναι· μόλις χθες» είπε εκείνος, κι αμέσως μου εξήγησε: «Εί-

ναι γιατί έρχεται η γυναίκα μου».

Δε μου είπε η φωτογραφία είναι δώρο. Δε μου εξήγησε γιατί πί-

στευε ότι αυτό το αλλόκοτο δώρο θα συγκινούσε τη γυναίκα του.

Δεν αναφέρθηκε στα χρόνια του της φυλακής, αν και μου ήταν ξεκάθαρο ότι αυτή η θητεία πλανιόταν πάνω απ’ όλη την κατάσταση, σαν γύπας πάνω από σκυλί που αργοπεθαίνει. Ο Ρικάρδο

25


Λαβέρδε, εν πάση περιπτώσει, συμπεριφερόταν σαν να μη γνώριζε κανείς στο σφαιριστήριο το παρελθόν του· ένιωσα αμέσως

ότι αυτή η αυταπάτη διατηρούσε για όλους μας μια λεπτή ισορροπία, και προτίμησα να μην τη χαλάσω.

«Πώς έτσι κι έρχεται;» ρώτησα. « Έρχεται από πού;»

«Είναι από τις Ηνωμένες Πολιτείες – εκεί ζουν οι δικοί της. Η

γυναίκα μου έρχεται για... ας πούμε ότι έρχεται για επίσκεψη.» Κι αμέσως μετά:

«Ωραία η φωτογραφία; Σ’ αρέσει;».

«Μ’ αρέσει πολύ» του είπα με κάποια αθέλητη συγκαταβατι-

κότητα. «Είσαι κομψότατος, Ρικάρδο.» «Κομψότατος» επανέλαβε.

«Ώστε είσαι παντρεμένος με γκρίνγκα, ε;»21 είπα. «Το φαντάζεσαι;»

«Κι έρχεται για τα Χριστούγεννα;»

«Μακάρι» είπε ο Λαβέρδε. «Μακάρι.» «Γιατί μακάρι; Δεν είναι σίγουρο;»

«Ε, πρέπει να την πείσω πρώτα. Είναι μεγάλη ιστορία – πού

να σου εξηγώ τώρα...»

Ο Λαβέρδε έβγαλε το μαύρο σκέπασμα του μπιλιάρδου όχι

τραβώντας το, όπως έκαναν άλλοι μπιλιαρδόροι, αλλά διπλώνοντάς το προσεκτικά, τρυφερά σχεδόν, όπως διπλώνουν μια σημαία

σε επίσημη κηδεία. Έσκυψε πάνω στο τραπέζι, ξανασηκώθηκε,

έψαξε να βρει την καλύτερη γωνία κι έκλεισε όλο αυτό το τελε-

τουργικό χτυπώντας τη λάθος μπάλα. «Γαμώτο» είπε. «Συγγνώμη.» Πλησίασε το αριθμητήριο, ρώτησε πόσες καραμπόλες είχε

κάνει, τις σημείωσε με την άκρη της στέκας (και βρήκε χωρίς να το θέλει τον άσπρο τοίχο, αφήνοντας ένα γαλάζιο μισοφέγγαρο

δίπλα σε άλλα γαλάζια μισοφέγγαρα που είχαν σωρευτεί εκεί με

τον καιρό). «Συγγνώμη» ξαναείπε. Ξαφνικά, το μυαλό του ήταν 26


αλλού: οι κινήσεις του και το βλέμμα του, καρφωμένο στις κοκάλινες μπάλες που έπαιρναν αργά αργά τις καινούργιες θέσεις

τους στην τσόχα, ήταν οι κινήσεις και το βλέμμα κάποιου που έχει φύγει, ενός φαντάσματος. Άρχισα να πιθανολογώ ότι ο Λαβέρδε

και η γυναίκα του είχαν χωρίσει, και τότε μου ήρθε, σαν επιφοίτηση, μια άλλη πιθανότητα, πιο σκληρή και –γι’ αυτό– πιο ενδιαφέρουσα: η γυναίκα του δεν ήξερε ότι ο Λαβέρδε είχε αποφυλακιστεί. Για μια στιγμή, ανάμεσα σε δύο καραμπόλες, φαντάστηκα έναν άνθρωπο που βγαίνει από μια φυλακή της Μπογκοτά (η

σκηνή στη φαντασία μου διαδραματιζόταν στη φυλακή Ντιστριτάλ, την τελευταία που είχα γνωρίσει στο μάθημα της εγκληματολογίας) και δεν κοινολογεί την αποφυλάκισή του για να κάνει

έκπληξη σε κάποιον, ένα είδος Ουέικφιλντ 22 από την ανάποδη, για να δει στο πρόσωπο του μοναδικού οικείου του την έκφραση

της έκπληκτης αγάπης που όλοι μας, κάποια φορά στη ζωή μας, θέλουμε να δούμε ή και να προκαλέσουμε τεχνητά. «Και πώς τη λένε τη γυναίκα σου;» «Ελένα» μου είπε.

«Ελένα ντε Λαβέρδε» είπα, σαν να ζύγιζα τ’ όνομά της και

χορηγώντας της το κτητικό «ντε» που όλοι σχεδόν της γενιάς του εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν στην Κολομβία.

«Όχι» με διόρθωσε ο Ρικάρδο Λαβέρδε. «Ελένα Φριτς. Ποτέ

δεν θελήσαμε να πάρει το επίθετό μου. Η γυναίκα είναι μοντέρνα – τι νόμιζες.»

«Κι αυτό είναι μοντέρνο;»

«Εκείνη την εποχή, ήταν. Να μην αλλάζεις επίθετο. Κι όπως

ήταν γκρίνγκα, ο κόσμος τής το συγχώρεσε.» Και τότε, ξαφνικά, σαν να ’χε βρει ή ξαναβρεί την καλή του διάθεση: «Τι λες; Πίνουμε κάτι;».

Κι έτσι, ανάμεσα σε γουλιές από ένα λευκό ρούμι που άφηνε 27


στο λαιμό μια μετάγευση ιατρικού οινοπνεύματος, μας βρήκε το απόγευμα. Κατά τις πέντε, το μπιλιάρδο είχε πάψει να μας ενδι-

αφέρει, οπότε αφήσαμε τις στέκες πάνω στο τραπέζι, βάλαμε τις τρεις μπάλες στην ορθογώνια χαρτονένια θήκη τους και καθίσαμε

στις ξύλινες καρέκλες, σαν θεατές ή συνοδοί ή κουρασμένοι παίκτες, καθένας μ’ ένα ποτήρι ξέχειλο από ρούμι στο ’να χέρι, κουνώντας το κάπου κάπου για να βολευτούν τα καινούργια παγάκια, πιάνοντάς το με δάχτυλα όλο και πιο ιδρωμένα, όλο και πιο

λερωμένα απ’ τη γαλάζια σκόνη του τεμπεσιριού. Από εκεί εποπτεύαμε την μπάρα, τις τουαλέτες και τη γωνία όπου ήταν κρε-

μασμένη η τηλεόραση, αλλά και μπορούσαμε να σχολιάζουμε τις στεκιές σ’ ένα-δυο τραπέζια. Σ’ ένα απ’ αυτά, τέσσερις μπιλιαρδόροι που δεν τους είχαμε ξαναδεί ποτέ, με μεταξωτά γάντια και σπαστές στέκες, στοιχημάτιζαν σε μια παρτίδα περισσότερα απ’

όσα ξοδεύαμε και οι δύο μαζί σ’ ένα μήνα. Τότε ήταν που, έτσι

όπως ήμαστε καθισμένοι δίπλα δίπλα, ο Ρικάρδο Λαβέρδε μού εί-

πε ότι δεν είχε κοιτάξει ποτέ άνθρωπο στα μάτια. Τότε ήταν επίσης που κάτι άρχισε να μ’ ενοχλεί στον Ρικάρδο Λαβέρδε: μια βαθιά δυσαρμονία ανάμεσα στην ομιλία του και τους υπέρκομψους

τρόπους του, καθώς και το άχαρο παρουσιαστικό του, τα ισχνά οικονομικά του, ακόμα και η ίδια η παρουσία του σ’ ένα μαγαζί απ’

αυτά όπου επιζητούν λίγη σταθερότητα οι άνθρωποι που, για κάποιο λόγο, η ζωή τους είναι ασταθής.

«Τι περίεργο, Ρικάρδο!» του είπα. «Δε σ’ έχω ρωτήσει ποτέ τι

δουλειά κάνεις.»

«Δίκιο έχεις – ποτέ» είπε ο Λαβέρδε. «Μα ούτε εγώ σ’ έχω ρω-

τήσει ποτέ. Ίσως γιατί μου ’χει κολλήσει ότι είσαι καθηγητής. Εδώ

γύρω είναι όλο πανεπιστήμια, κι όποιον και να ρωτήσεις εδώ μέσα, καθηγητής είναι. Είσαι καθηγητής, Γιαμάρα;» «Ναι» αποκρίθηκα. «Της Νομικής.»

28


«Α, τι ωραία!» είπε ο Λαβέρδε με λοξό χαμόγελο. «Σ’ αυτή τη

χώρα έχουμε έλλειψη δικηγόρων.»

Μου φάνηκε ότι ήθελε να συμπληρώσει τη φράση του, αλλά

δεν είπε τίποτα.

«Δε μου απάντησες, όμως» επέμεινα. «Τι δουλειά κάνεις, με

τι ασχολείσαι.»

Σημειώθηκε μια παύση. Πόσα πράγματα πρέπει να πέρασαν

απ’ το μυαλό του σ’ εκείνα τα δύο δευτερόλεπτα; Τώρα, μετά από τόσον καιρό, νομίζω ότι ξέρω. Πόσοι υπολογισμοί, πόσες απαρνήσεις, πόσες επιφυλάξεις...

«Είμαι πιλότος» είπε ο Λαβέρδε με μια φωνή που δεν την εί-

χα ξανακούσει ποτέ. « Ή, μάλλον, ήμουν πιλότος. Ας πούμε ότι είμαι συνταξιούχος πιλότος.» «Τι πιλότος;»

«Πιλότος πραγμάτων που πιλοτάρονται.»

«Ναι, αλλά τι πραγμάτων; Επιβατικών αεροπλάνων; Ελικο-

πτέρων παρακολούθησης; Γιατί εγώ απ’ αυτά τα πράγματα...»

«Άκου να σου πω, Γιαμάρα» μ’ έκοψε με ήρεμη, αλλά αποφα-

σιστική, φωνή, «εγώ τη ζωή μου δεν τη διηγούμαι σε κανέναν. Μη μπερδεύεις το μπιλιάρδο με τη φιλία, κάνε μας τη χάρη.»

Θα μπορούσα να το θεωρήσω προσβολή, αλλά δεν το ’κανα:

στα λόγια του, πίσω από την ξαφνική κι εντελώς αυθαίρετη επιθετικότητα, υπήρχε μια έκκληση. Μετά από τη χυδαία απάντηση ήρθαν το μετάνιωμα και προσπάθειες συμφιλίωσης, σαν παιδί που προσπαθεί απεγνωσμένα να τραβήξει την προσοχή, κι εγώ συγχώρεσα τη χυδαιότητα όπως θα τη συγχωρούσα σ’ ένα παιδί.

Κάθε τόσο ερχόταν ο δον Χοσέ, ο υπεύθυνος του μαγαζιού, ένας άνθρωπος χοντροκομμένος και φαλακρός με ποδιά χασάπη, που

μας ξαναγέμιζε τα ποτήρια με ρούμι και παγάκια, και μετά επέ-

στρεφε στον ξύλινο πάγκο του, πλάι στην μπάρα, για να λύσει 29


το σταυρόλεξο της “El Espacio”.23 Εγώ σκεφτόμουν την Ελένα ντε Λαβέρδε, τη σύζυγο. Κάποια μέρα κάποιου έτους, ο Ρικάρδο βγήκε απ’ τη ζωή της και μπήκε φυλακή. Μα τι είχε κάνει για να

φυλακιστεί; Και τόσα χρόνια η γυναίκα του δεν τον είχε επισκε-

φθεί; Και πώς είχε καταντήσει ένας πιλότος να ­περνάει όλη του τη μέρα σ’ ένα σφαιριστήριο στο κέντρο της πόλης και να ­ξοδεύει τα λεφτά του σε στοιχήματα; Ίσως τότε ήταν η πρώτη φορά που

μου ’χε περάσει από το νου, έστω σε μορφή διαισθητική και υποτυπώδη, η ίδια ιδέα που θα με τριβέλιζε και μετά, εκφρασμένη κάθε φορά με διαφορετικές λέξεις ή χωρίς καθόλου λέξεις: Αυτός

ο άνθρωπος δεν ήταν πάντα αυτός ο άνθρωπος. Αυτός ο άνθρωπος ήταν κάποτε άλλος άνθρωπος.

Είχε σκοτεινιάσει όταν βγήκαμε. Δε θυμάμαι πόσο ακριβώς

ήπιαμε στο σφαιριστήριο· ξέρω, όμως, πως το ρούμι μάς είχε χτυπήσει στο κεφάλι, και τα πεζοδρόμια της Καντελάριας μάς φαίνο-

νταν ακόμα πιο στενά. Μετά βίας περπατούσαμε: κόσμος έβγαινε από τα χιλιάδες γραφεία για να γυρίσει σπίτι του, ή έμπαινε

στα καταστήματα για να ψωνίσει χριστουγεννιάτικα δώρα, ή σχημάτιζε ουρές στις γωνίες, περιμένοντας το λεωφορείο. Το πρώτο που έκανε ο Ρικάρδο Λαβέρδε μόλις βγήκαμε, ήταν να πέσει

πάνω σε μια γυναίκα με πορτοκαλί ταγιέρ (ή ενός χρώματος που εκεί, κάτω απ’ τα κίτρινα φώτα, έδειχνε πορτοκαλί). «Δε βλέπεις,

ρε ηλίθιε;» του είπε η γυναίκα, και τότε συνειδητοποίησα πως το

να τον αφήσω να πάει σπίτι του σ’ αυτή την κατάσταση ήταν όχι

μόνο ανεύθυνο, αλλά και επικίνδυνο. Προσφέρθηκα να τον συνοδέψω κι εκείνος δέχτηκε ή, εν πάση περιπτώσει, δεν κατάλα-

βα να αρνήθηκε. Σε λίγα λεπτά περάσαμε μπροστά από την κλειστή πόρτα της «Μπορδαδίτας»,24 κι από εκείνη τη στιγμή το πλή-

θος έμεινε πίσω μας, σαν να ’χαμε μπει σε μιαν άλλη πόλη, μια

πόλη με απαγόρευση κυκλοφορίας. Η Καντελάρια είναι μια πε30


ριοχή εκτός χρόνου: από όλη την Μπογκοτά, μόνο σε μερικούς δρόμους αυτής της γειτονιάς μπορείς να δεις πώς πρέπει να ’ταν

η ζωή πριν από έναν αιώνα. Και στη διάρκεια αυτής της διαδρομής ο Λαβέρδε μού μίλησε για πρώτη φορά όπως μιλάς σ’ έναν φί-

λο. Στην αρχή σκέφτηκα πως προσπαθούσε να εξιλεωθεί για την προηγούμενη αγένεια (το αλκοόλ συνηθίζει να προκαλεί κάτι τέ-

τοιες τύψεις, ενδόμυχες ενοχές)· αργότερα, όμως, υποψιάστηκα πως υπήρχε και κάτι άλλο, ένα επείγον καθήκον που δεν κατάφερνα να διαγνώσω τη φύση του, ένα πιεστικό χρέος. Πήγα με τα

νερά του όπως πας με κάθε μεθυσμένο όταν αρχίζει να λέει ιστο-

ρίες με μεθυσμένους. «Ό,τι έχω είναι αυτή η γυναίκα» μου είπε. «Η Ελένα;» ρώτησα. «Η γυναίκα σου;»

«Ό,τι έχω» επανέλαβε. «Ό,τι έχω και δεν έχω. Μη μου ζητάς

να σου πω λεπτομέρειες, Γιαμάρα, για κανέναν δεν είναι εύκολο να μιλάει για τα λάθη του. Κι εγώ έχω κάνει κάμποσα, όπως

όλοι. Έχω κάνει μαλακίες. Πολλές μαλακίες. Εσύ είσαι πολύ νέος,

Γιαμάρα – τόσο νέος, που μπορεί στα λάθη να ’σαι ακόμα παρθένος. Και δε σου μιλάω για λάθη όπως ν’ απατήσεις τη φιλεναδίτσα σου ή να πηδήξεις την κοπέλα του καλύτερού σου φίλου – αυτά είναι παιδιάστικα πράγματα. Μιλάω για αληθινά λάθη, Γιαμάρα, κάτι που ευτυχώς δεν έχεις ζήσει ακόμα. Κοίτα να το χαρείς,

Γιαμάρα, κοίτα να το χαρείς όσο μπορείς: καθένας είναι ευτυχισμένος ώσπου να κάνει κάποια μαλακία, και μετά άντε να ξαναγίνει αυτό που ήταν. Άμα θες να μάθεις, αυτό ψάχνω να επιβεβαιώσω. Θα ’ρθει η Ελένα, κι εγώ θα κοιτάξω μήπως πάρω πίσω αυτό που είχα κάποτε. Η Ελένα ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Και

χωρίσαμε. Δε θέλαμε να χωρίσουμε, αλλά χωρίσαμε. Η ζωή μάς χώρισε. Τα κάνει κάτι τέτοια η ζωή. Κι εγώ την έκανα τη μαλακία μου. Την έκανα και χωρίσαμε. Αυτό που έχει σημασία, όμως,

δεν είναι η μαλακία που κάνεις, Γιαμάρα, άκουσέ με καλά· αυτό 31


που έχει σημασία δεν είναι η μαλακία, αυτό που έχει σημασία είναι να επανορθώσεις. Όσος χρόνος κι αν περάσει, όσα χρόνια κι αν είναι, ποτέ δεν είναι αργά να κολλήσεις αυτό που έσπασε. Κι

εγώ, αυτό ακριβώς θα κάνω. Έρχεται τώρα η Ελένα, κι εγώ αυτό θα κάνω, γιατί κανένα λάθος δεν μπορεί να ’ναι παντοτινό.

Όλα αυτά έγιναν πριν από πολύ καιρό, πάρα πολύ καιρό. Δε νομίζω ότι πρέπει να ’χες γεννηθεί. Άς πούμε, γύρω στο 1970. Πότε γεννήθηκες;»

«Το 70» είπα. «Μέσα έπεσες.» «Σίγουρα;» «Σίγουρα.»

«Μήπως το 71;»

«Όχι» είπα. «Το 70.»

« Έστω. Εκείνη τη χρονιά, πολλά πράγματα συνέβησαν. Και

τις επόμενες χρονιές, δε λέω, αλλά κυρίως εκείνη τη χρονιά. Αυτή η χρονιά μάς άλλαξε τη ζωή. Εγώ άφησα να μας χωρίσουν, αλλά δεν είναι αυτό που έχει σημασία, Γιαμάρα, άκου με καλά, δεν

είναι αυτό που έχει σημασία, αλλά αυτό που θα συμβεί τώρα. Τώρα έρχεται η Ελένα, κι εγώ θα κάνω αυτό ακριβώς: θα κλείσω τις

πληγές. Δεν πρέπει να ’ναι και πολύ δύσκολο, ε; Ένα σωρό γνωστούς έχουμε που διόρθωσαν τη ρότα εν πορεία. Ένα σωρό – ή κάνω λάθος; Εν πάση περιπτώσει, εγώ αυτό θα κάνω. Δεν πρέπει να ’ναι τόσο δύσκολο.»

Όλα αυτά μου είπε ο Ρικάρδο Λαβέρδε. Ήμαστε μόνοι όταν

μπήκαμε στο δρόμο του – τόσο μόνοι, ώστε, χωρίς να το πάρουμε

είδηση, είχαμε κατέβει από το πεζοδρόμιο. Ένα κάρο φορτωμένο με παλιές εφημερίδες που το ’σερνε ένα λιπόσαρκο μουλάρι

κατέβαινε το δρόμο, κι ο τύπος που κρατούσε τα γκέμια (γκέμια, τρόπος του λέγειν· ένα σκέτο σκοινί ήταν) αναγκάστηκε να σφυρίξει για να μη μας πατήσει. Θυμάμαι τη μυρωδιά απ’ τα κόπρα32


να του ζώου, αν και δε θυμάμαι να τα αμόλησε εκείνη τη στιγμή,

όπως θυμάμαι και το βλέμμα του αγοριού που καθόταν πάνω σε κάτι τάβλες, με τα πόδια κρεμασμένα έξω. Μετά θυμάμαι πως έτεινα το χέρι μου για ν’ αποχαιρετήσω τον Λαβέρδε, κι έμεινα

με το χέρι στον αέρα, κάπως σαν εκείνο το άλλο χέρι με τα περιστέρια στη φωτογραφία της Πλατείας Μπολίβαρ, γιατί ο Λαβέρδε με χτύπησε φιλικά στον ώμο, κι ανοίγοντας μια πόρτα μ’ ένα παμπάλαιο κλειδί, μου είπε:

«Μη μου πεις ότι θα φύγεις! Έλα μέσα να πιούμε το τελευταίο,

τώρα που είπαμε ένα σωρό πράγματα!».

«Στ’ αλήθεια πρέπει να πηγαίνω, Ρικάρδο.»

«Το μόνο πράγμα που πρέπει να κάνει κανείς, είναι να πεθά-

νει» μου πέταξε με μια μακρόσυρτη φωνή. « Ένα ποτηράκι μόνο

– σ’ τ’ ορκίζομαι. Ν’ αποζημιωθείς που μ’ έφερες ώς εδώ, σ’ αυτό το μέρος που το ξέχασε ο Θεός.»

Είχαμε φτάσει σε μια παλιά μονοκατοικία αποικιακού στιλ

που δεν είχε συντηρηθεί για λόγους πολιτιστικούς ή ιστορικούς,

αλλά, αντίθετα, ήταν θλιβερή και ρημαγμένη, μία απ’ αυτές τις

ιδιοκτησίες που περνάνε από γενιά σε γενιά ενώ οι οικογένειες φτωχαίνουν και φτωχαίνουν, ώσπου ο τελευταίος κληρονόμος ή

να την πουλήσει για να ξεχρεώσει, ή να τη μετατρέψει σε παν-

σιόν ή σε μπορντέλο. Ο Λαβέρδε ήταν όρθιος στο κατώφλι και

κρατούσε ανοιχτή την πόρτα με το ’να πόδι, σε μια στάση επισφαλούς ισορροπίας που μόνο ένας μεθυσμένος για τα καλά μπορεί να καταφέρει. Στο βάθος μπόρεσα να διακρίνω έναν πλακό-

στρωτο διά­δρομο και το πιο μικρό αποικιακό αίθριο που είχα δει

ποτέ μου. Στο κέντρο του, αντί για το παραδοσιακό σιντριβάνι,

υπήρχε ένα μπουγαδόσκοινο, και στους σοβατισμένους τοίχους

του διαδρόμου, καλαντάρια με γυμνές. Είχα ξαναμπεί σε παρόμοια σπίτια, οπότε μπορούσα να φανταστώ τι υπήρχε μετά τον

33


σκοτεινό διά­δρομο: φαντάστηκα δωμάτια με πράσινες ξύλινες

πόρτες που έκλειναν με αμπάρα όπως οι αποθήκες, και φαντάστηκα πως σε μία απ’ αυτές τις αποθηκούλες δύο επί τρία, νοι-

κιασμένες με τη βδομάδα, έμενε ο Ρικάρδο Λαβέρδε. Όμως ήταν αργά, κι εγώ έπρεπε να παραδώσω τους βαθμούς μου την άλλη μέρα (η πανεπιστημιακή γραφειοκρατία ήταν ανυπόφορη), και

κυκλοφορώντας σ’ αυτή τη γειτονιά, μες στη νύχτα, ήταν σαν

να προκαλούσα την τύχη μου. Ο Λαβέρδε ήταν μεθυσμένος κι είχε αποδυθεί σε εκμυστηρεύσεις που δεν περίμενα να είναι τόσο

ιδιωτικές, κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως άλλο πράγμα ήταν η ερώτηση τι είδους αεροσκάφη πιλοτάριζε, και άλλο,

πολύ διαφορετικό, να βρίσκομαι στην καμαρούλα του και να τον

βλέπω να θρηνεί χαμένους έρωτες. Ποτέ δεν αισθανόμουν άνε-

τα με την πολλή οικειότητα, ιδίως με άλλους άνδρες. Σκέφτηκα πως ό,τι και να ’χε να μου πει ο Λαβέρδε εκείνο το βράδυ, θα

μπορούσε κάλλιστα να μου το πει και το άλλο πρωί, στο δρόμο ή σε δημόσια μέρη, χωρίς δήθεν συντροφικότητες ή κλάματα στον ώμο μου, χωρίς κραυγαλέες επιδείξεις ανδρικής αλληλεγγύης.

«Ο κόσμος δεν τελειώνει αύριο» σκέφτηκα. Οπότε, δεν ξαφνιάστηκα πολύ ακούγοντάς με να του λέω:

«Πραγματικά, Ρικάρδο, δε γίνεται. Τ’ αφήνουμε γι’ άλλη φορά». Έμεινε αμίλητος για λίγο.

«Εντάξει» είπε μετά. Μπορεί να είχε απογοητευτεί πολύ, αλ-

λά δεν το ’δειξε. Μου γύρισε την πλάτη και, πριν κλείσει πίσω του την πόρτα, μου πέταξε: «Άλλη φορά».

Εννοείται πως, αν ήξερα τότε ό,τι ξέρω τώρα, αν μπορούσα να

προβλέψω τον τρόπο με τον οποίο ο Ρικάρδο Λαβέρδε θα σημάδευε τη ζωή μου, δε θα το πολυσκεφτόμουν. Από τότε έχω αναρωτηθεί πολλές φορές τι θα ’χε συμβεί αν είχα δεχτεί την πρόσ­ κληση, τι θα μου ’χε αφηγηθεί ο Λαβέρδε αν είχα μπει στην κά34


μαρα για να πιω το τελευταίο ποτό που δεν είναι ποτέ το τελευταίο, πώς θα ’χε αλλάξει αυτό που ήρθε μετά.

Αυτά, όμως, είναι ανώφελα ερωτήματα. Δεν υπάρχει πιο αξιο­

θρήνητη μανία ή πιο επικίνδυνο καπρίτσιο απ’ το να κάνουμε εικασίες για δρόμους που δεν έχουμε πάρει.

Άργησα πολύ να τον ξαναδώ. Τις επόμενες μέρες, πέρασα μια-

δυο φορές από το σφαιριστήριο, αλλά τα ωράριά μου δεν συνέπεσαν με τα δικά του. Και τότε, ακριβώς τη στιγμή που σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να περάσω από το σπίτι του, έμαθα πως

είχε φύγει ταξίδι, αλλά ούτε πού είχε πάει, ούτε με ποιον· μόνο ότι, ένα βράδυ, ο Λαβέρδε είχε εξοφλήσει τα χρέη του από τα στοιχήματα και τα ποτά, είχε πει ότι θα πήγαινε διακοπές και, την άλλη μέρα, είχε εξανεμιστεί σαν την τύχη ενός αθεράπευτου

στοιχηματία. Οπότε κι εγώ έκοψα να πηγαίνω σ’ εκείνο το μαγαζί που, χωρίς τον Λαβέρδε, δεν παρουσίαζε το παραμικρό ενδιαφέρον. Το πανεπιστήμιο έκλεισε για διακοπές, η ρουτίνα των

μαθημάτων και των εξετάσεων έμεινε στον αέρα, οι χώροι ερήμωσαν (αμφιθέατρα χωρίς πανδαιμόνιο, γραφεία χωρίς φωνές).

Τότε ήταν που η Άουρα Ροδρίγκες, μια παλιά μου φοιτήτρια με

την οποία έβγαινα κάπως κρυφά ή, εν πάση περιπτώσει, διακριτικά εδώ και μερικούς μήνες, μου ανακοίνωσε ότι ήταν έγκυος.

Άουρα Ροδρίγκες. Στο χάος των επωνύμων της υπήρχαν ένα

Αλχούρε κι ένα Χαντάντ, κι αυτό το λιβανέζικο αίμα βροντοφώναζε στα βαθιά της μάτια, στην αψίδα απ’ τα πυκνά της φρύδια

και στο στενό της μέτωπο – ένας συνδυασμός που, αν πρόκειται για κάποιον λιγότερο κοινωνικό και εξωστρεφή, μπορεί να δίνει

μια εντύπωση αυστηρότητας, αν όχι και σκυθρωπότητας. Το εύκολο χαμόγελό της και το μέχρι αδιακρισίας καρφωτό της βλέμμα αποδυνάμωναν ή εξοβέλιζαν κάποια χαρακτηριστικά που, όσο

35


ωραία κι αν ήταν (κι ήταν ωραία, πολύ ωραία), μπορούσαν να γίνουν σκληρά, ακόμα και εχθρικά, μ’ ένα ελαφρό συνοφρύωμα, μ’

έναν πολύ δικό της τρόπο να μισανοίγει τα χείλη για ν’ αναπνεύσει με το στόμα σε στιγμές έντασης ή εκνευρισμού. Ένας από τους

λόγους για τους οποίους μου άρεσε η Άουρα, ήταν το γεγονός ότι

η ζωή της δεν είχε τίποτα σχεδόν κοινό με τη δική μου, αρχής γε-

νομένης απ’ τους ξεριζωμούς της όταν ήταν παιδί: οι γονείς της, καραϊβικής καταγωγής, είχαν φτάσει στην Μπογκοτά με τη μικρή στην αγκαλιά, αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκαν άνετα σ’ αυτή

την πόλη με τους ξιπασμένους και τους κουτοπόνηρους, και μετά από λίγα χρόνια δέχτηκαν μια προσφορά εργασίας στον Άγιο

Δομίνικο, και μετά άλλη μία στο Μεξικό, κι ύστερα για πολύ λίγο στο Σαντιάγο της Χιλής. Έτσι, η Άουρα έφυγε απ’ την Μπογκοτά πολύ μικρή, και θα μπορούσε να πει κανείς ότι η εφηβεία

της ήταν κάτι σαν πλανόδιο τσίρκο και, ταυτόχρονα, σαν διαρκώς ημιτελής συμφωνία. Η οικογένειά της επέστρεψε στην Μπογκοτά στις αρχές του 1994, λίγες εβδομάδες μετά την εκτέλεση του Πάμπλο Εσκομπάρ· η δύσκολη δεκαετία είχε περάσει, και η

Άουρα έμελλε να ζήσει για πάντα αγνοώντας όλα αυτά που είχα-

με δει και ακούσει όσοι ήμαστε εδώ. Αργότερα, όταν η ξεριζωμένη κοπελίτσα παρουσιάστηκε στο πανεπιστήμιο για να δώσει τη

­σ υνέντευξη εισαγωγής της, ο πρύτανης της έκανε την ίδια ερώτηση που έκανε σε όλους τους υποψηφίους: γιατί Νομική; Η Άουρα το ’φερε από δω, το ’φερε από κει, και κατέληξε σε μιαν απάντηση που είχε πιο πολύ να κάνει με το μέλλον της, παρά με το

πρόσφατο παρελθόν της: «Για να μπορώ να μείνω ήσυχη σε έναν τόπο». Οι δικηγόροι μπορούν να εξασκούν το επάγγελμά τους

μόνο στην πόλη στην οποία σπούδασαν, είπε η Άουρα, κι αυτή η

προοπτική της σταθερότητας ήταν για κείνην αδιαπραγμάτευτη. Δεν το είπε εκείνη τη στιγμή, αλλά ήδη οι γονείς της σχεδία36


ζαν το επόμενο ταξίδι τους, στο οποίο η Άουρα είχε ήδη αποφασίσει να μη συμμετάσχει.

Κι έτσι έμεινε μόνη της στην Μπογκοτά, μαζί με δύο κορίτσια

από την Μπαρανκίγια,25 σ’ ένα διαμέρισμα με λίγα φτηνά έπιπλα

όπου τα πάντα, και πρώτα απ’ όλα οι ίδιες οι ένοικές του, είχαν

κάτι το μεταβατικό. Κι άρχισε να σπουδάζει νομικά. Ήταν φοιτήτριά μου την πρώτη μου καθηγητική χρονιά, όταν δηλαδή ήμουν

κι εγώ καινούργιος· μετά, δεν ξαναϊδωθήκαμε, κι ας μοιραζόμασταν τους ίδιους διαδρόμους, κι ας συχνάζαμε στα ίδια φοιτητικά καφενεία στο κέντρο της πόλης, κι ας αγοράζαμε συγγράμματα απ’ το Legis ή το Temis, αυτά τα νομικά βιβλιοπωλεία που

έμοιαζαν με δημόσιες υπηρεσίες και που τα λευκά πλακάκια τους μύριζαν απολυμαντικό. Κι ένα απόγευμα Μαρτίου συναντηθήκαμε σ’ ένα σινεμά της 24ης Οδού· είχε γούστο που ήμαστε οι δύο

μοναδικοί θεατές σ’ αυτή την αίθουσα όπου προβάλλονταν μόνο

ασπρόμαυρες ταινίες (εκείνη την εβδομάδα έπαιζαν έναν κύκλο Μπουνιουέλ, εκείνη τη μέρα παιζόταν Ο Σιμόν της ερήμου,26 απο-

κοιμήθηκα στο πρώτο τέταρτο). Ανταλλάξαμε τηλέφωνα για να

πιούμε καφέ την επομένη, και την επομένη αφήσαμε τον καφέ στη μέση όταν συνειδητοποιήσαμε, μέσα από μια κοινότοπη κουβέντα, ότι πιο πολύ μας ενδιέφερε, απ’ το να λέει ο ένας στον άλλον τη ζωή του, να πάμε κάπου όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε έρωτα και να περάσουμε την υπόλοιπη βραδιά κοιτάζοντας ο

ένας το σώμα του άλλου που δεν είχαμε πάψει να το φανταζόμαστε από την πρώτη φορά που είχαμε κοιταχτεί σ’ ένα παγερό αμφιθέατρο. Θυμόμουν τη βραχνή φωνή και τις πεταχτές ωμοπλάτες της, και με ξάφνιασαν οι πανάδες ανάμεσα στα στήθη της (εί-

χα φανταστεί ότι το δέρμα του σώματός της θα ’ταν καθαρό και λείο όπως αυτό του προσώπου της), καθώς και τα χείλη της που

ήταν πάντα, για επιστημονικά ανεξήγητους λόγους, παγωμένα. 37


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.