Το λαογραφικό μουσείο της Β' τάξης

Page 1

4/3/2024

Το Λαογραφικό Μουσείο της Β’ Τάξης

9ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΧΙΟΥ KΑΡΡΑΔΕΙΟ

Β’ ΤΑΞΗ, ΣΧ. ΕΤΟς: 2023-2024

Στο πλαίσιο του μαθήματος της Γλώσσας τα γλυκά μου δευτεράκια έμαθαν την σπουδαιότητα των παλαιών αντικειμένων για την παράδοση και την ιστορία του τόπου μας. Έτσι λοιπόν ζήτησαν από τους παππούδες, τις γιαγιάδες και τους γονείς τους να μας διαθέσουν κάποια παλιά αντικείμενα που έχουν σπίτι τους για να φτιάξουμε το δικό μας Λαογραφικό Μουσείο.

Φτιάξαμε την επιγραφή μας και τους κανόνες συμπεριφοράς μας σε ένα τέτοιο χώρο. Κάθε αντικείμενο συνοδευόταν από μια λεζάντα που επεξηγούσε το έκθεμα. Οι μαθητές και οι μαθήτριες έκαναν την έρευνα τους, συζήτησαν με τους παππούδες και τους γονείς τους, χρησιμοποίησαν το διαδίκτυο για περισσότερες πληροφορίες και παρουσίασαν τα εκθέματα τους στους/ στις μαθητές/τριες των άλλων τάξεων, στη Διευθύντρια του σχολείου κ. Ελένη Τζάνα και φυσικά στους γονείς/ παππούδες που ήρθαν να τους καμαρώσουν. Το σημερινό μάθημα ήταν πολύ σπουδαίο.

Στο τέλος της μέρας τους ζήτησα να μου γράψουν τις εντυπώσεις τους από τη δράση αυτή. Όλα τα κείμενα έδειχναν τον ενθουσιασμό τους, τον σεβασμό στην παράδοση αλλά και την χαρά τους που κατάφεραν να παρουσιάσουν αυτά που έμαθαν ακόμα και σε μεγαλύτερα παιδιά!!!

Πώς να μην λάμπουν τα μάτια μου από περηφάνια για αυτά τα παιδιά!!!

Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τους πολύτιμους αρωγούς της εκπαιδευτικής διαδικασίας τους γονείς/ κηδεμόνες που πάντα αγκαλιάζουν τις δράσεις μας.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κ. Όλγα Κούση που με πολλή αγάπη μας παραχώρησε τα κεντητά υφάσματα της πεθεράς της και στην κ. Δέσποινα Ράλλη που μας έφερε τις κουρελούδες από μαλλί προβάτου. Επίσης την ευχαριστώ για τις πολύτιμες πληροφορίες που έδωσε στα παιδιά!

Τέλος ευχαριστώ πολύ την Διευθύντρια του σχολείου κ. Ελένη Τζάνα για τη στήριξη σε κάθε δράση.

Ακολουθεί φωτογραφικό υλικό και πληροφορίες για κάποια από τα αντικείμενα από τον μαθητή Λ. της τάξης μας. Καλή περιήγηση!

Την εποχή που το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε μπει ακόμη στις ζωές μας, οι περισσότερες δουλειές μέσα στο σπίτι απαιτούσαν πολλαπλάσιο κόπο και χρόνο σε σχέση με σήμερα.

Μια από τις πλέον κοπιαστικές ήταν και το σιδέρωμα. Όσοι έχετε μεγαλώσει σε χωριό ίσως έχετε δει το παλιό σίδερο της γιαγιάς. Ξέρετε, εκείνο που λειτουργούσε με κάρβουνα που έπαιρναν από το τζάκι ή τη σόμπα και το έλεγαν «σίδερο χειρός».

Κι αν τον χειμώνα τα κάρβουνα αφθονούσαν, το καλοκαίρι έπρεπε ν’ ανάψουν φωτιά επί τούτου ή να περιμένουν την ώρα του μαγειρέματος, να «πέσουνε» κάρβουνα, για να τα πάρουν από εκεί. Το συγκεκριμένο σίδερο υπήρχε σε όλα σχεδόν τα σπίτια στα χωριά. Ήταν κατασκευασμένο από χοντρό μέταλλο και η χειρολαβή του ήταν από ξύλο, διότι είναι κακός αγωγός της θερμότητας, για να μην καίει τα χέρια σε όποια ή όποιον το χρησιμοποιούσε.

Ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη : το κάτω και το πάνω. Το κάτω ήταν βαθουλό και μέσα έμπαιναν τα κάρβουνα. Το πάνω μέρος ήταν λεπτό και χρησίμευε σαν καπάκι για να κλείνει το σίδερο. Στο πλάι (και στο κάτω και στο πάνω μέρος), υπήρχαν ανοίγματα, όπου πέρναγε ο αέρας και δεν έσβηναν τα κάρβουνα. Επίσης υπήρχε ένας πύρος στο κάτω μέρος που ασφάλιζε με το σύρτη στο πάνω μέρος.

Η κάθε νοικοκυρά που ήθελε να σιδερώσει, πρώτα ετοίμαζε τα κάρβουνα κι έπειτα όλα τα άλλα. Το άνοιγε από πάνω, γέμιζε το εσωτερικό του με τ’ αναμμένα κάρβουνα, το άφηνε να πυρώσει λίγο και μετά με πολλή προσοχή (ιδίως όταν σιδέρωνε λευκά) άρχιζε να σιδερώνει, γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που έβγαιναν στάχτες και σπίθες από τα ανοιχτά μέρη, έπεφταν επάνω στα ρούχα και πριν προλάβει η νοικοκυρά να επέμβει, άνοιγαν τρύπες και τα κατέστρεφαν. Με ιδιαίτερη επίσης προσοχή σιδέρωναν και τα κεντήματα και τα λευκά κουρτινάκια του σπιτιού και τα κολλάριζαν με κόλλα από ρυζόνερο που έφτιαχναν οι ίδιες. Η λογική λειτουργίας του ήταν η εξής : Η βαριά αυτή κατασκευή περνούσε πάνω από το ύφασμα και το ίσιωνε εκμεταλλευόμενη τόσο την πίεση που ασκούνταν σε αυτό κατά τη χρήση όσο και τη θερμότητα που αναπτυσσόταν από την καύση του κάρβουνου. Οι γυναίκες πατούσαν το σίδερο στο ρούχο και μετά το πήγαιναν πέρα δώθε ώστε με το ρεύμα που έκαναν από την κίνησή τους να φουντώνουν τα κάρβουνα στο εσωτερικό του και να μη σβήνουν. Κι επειδή οι κινήσεις αυτές ήταν απότομες για να μη «βγάλουν» το χέρι τους, κι έχουν ατύχημα, τοποθετούσαν το ελεύθερο χέρι κάτω από τη μασχάλη του χεριού που κρατούσε το σίδερο κι έτσι το συγκρατούσαν γερά.

Πολλές φορές, μετά από το πολύωρο σιδέρωμα, τα κάρβουνα έσβηναν μέσα στο σίδερο. Όταν λοιπόν η θερμοκρασία του σίδερου άρχιζε να πέφτει, η νοικοκυρά έβγαινε στο πεζούλι της εισόδου και κουνούσε το σίδερο, σαν κούνια, δεξιά αριστερά (τύφλα να έχει το γυμναστήριο και η γυμναστική στα χέρια), για να ανάψουν ξανά τα κάρβουνα. Το οξυγόνο έμπαινε από τις τρύπες που υπήρχαν στο σίδερο, τα ασπρισμένα κάρβουνα κοκκίνιζαν και άρχιζε πάλι το σιδέρωμα, το οποίο περιττό να σας πω, ξεκινούσε το πρωί και τελείωνε το μεσημέρι. Όπως φαντάζεστε όλη αυτή η διαδικασία ήταν μεγάλη ταλαιπωρία.

Ένα μεγάλο μειονέκτημα επίσης ήταν, ότι όλο το σιδέρωμα γινόταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας (δεν υπήρχαν οι σημερινές φορητές σιδερώστρες και όλα τα άλλα), όπου οι περισσότερες γυναίκες στα χωριά στρώνανε μια παλιά κουβέρτα και

ένα σεντόνι πάνω κι έκαναν τη δουλειά τους. Μετά το τέλος της δουλειάς τους, άδειαζαν τα κάρβουνα πάλι στη φωτιά.

Παρέμειναν σε χρήση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70, οπότε τα βαριά αυτά σίδερα αντικαταστάθηκαν από τα ηλεκτρικά. Άρχισαν σιγά-σιγά να μην αποτελούν απαραίτητο αξεσουάρ του σπιτιού και να παίρνουν τη θέση τους στη διακόσμηση του σπιτιού. Τα βρίσκουμε στα Λαογραφικά Μουσεία των πόλεων, αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές. Σκουριασμένα πλέον βρίσκονται στα ράφια και στις προθήκες, για να θυμίζουν άλλες εποχές. Εποχές, που οι άνθρωποι μπορεί να είχαν τα καρβουνοσίδερα και τα μπαλωμένα ρούχα και παπούτσια, αλλά είχαν άφθαρτη καρδιά. Εποχές, που η φτώχεια ήταν περήφανη και αγνή, σκαρφαλωμένη στις πλάτες των απλών ανθρώπων του χωριού.

Πηγές:

1) Facebook group: Εικόνες και αναμνήσεις.

2)https://www.eleftheria.gr/m/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE %B9%CF%82/item/316411.html

Χειροκίνητο Καβουρδιστήρι για καφέ

Χειροκίνητος μύλος για το καβούρντισμα του καφέ.

Τα παλιά εκείνα όμορφα χρόνια ο καφές ψηνόταν με τη βοήθεια του καβουρδιστηριού. Το καβουρδιστήρι ήταν μια τσίγκινη κατασκευή που αποτελείτο από έναν κύλινδρο με συρταρωτό άνοιγμα, όπου εκεί μέσα έριχναν τους σπόρους του άψητου καφέ. Ο κύλινδρος ήταν τοποθετημένος στη μέση μιας σιδερένιας σούβλας η οποία βοηθούσε να περιστρέφεται με το χέρι και να καβουρδίζονται οι σπόροι του καφέ ομοιόμορφα. Άναβαν την πυροστιά, γέμιζαν τον κύλινδρο με τους χλωρούς και άψητους σπόρους του καφέ, έκλειναν ερμητικά το παραθυράκι και ζέσταιναν στη φωτιά τους κόκκους του καφέ γυρνώντας το καβουρδιστήρι. Μετά από περίπου 15 λεπτά, άνοιγαν το παραθυράκι και κοίταγαν αν είχαν πάρει το αναγκαίο χρώμα, διαφορετικά συνέχιζαν το καβούρντισμα... Στη συνέχεια έβγαζαν τον καφέ τον "στούμπαγαν", τον έτριβαν και έτοιμος για το μπρίκι στη χόβολη.

Επίσης τον συγκεκριμένο μύλο τον χρησιμοποιούσαν και για να ψήνουν τα ρεβίθια και τους σπόρους καλαμποκιού, τα γνωστά σε όλους μας ποκ-κορν, τα οποία σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας τα έλεγαν ρούσκες, φούσκες, παπαδίτσες κ.α.

Πηγή:

Facebook group: Ζωή στο χωριό.

Παλιά Κλειδαριά Πόρτας

Το πρώτο κλειδί, χρησιμοποιήθηκε πριν από περίπου 4.000 χρόνια, μαζί με την εμφάνιση των πρώτων κλειδαριών. Πηγαίνοντας λίγα χρόνια πίσω από το σήμερα, ερευνητές, ανακαλύπτουν την πρώτη και πιο παλιά κλειδαριά σε όλο τον κόσμο, ενώ λίγο αργότερα, βρίσκεται και το αντίστοιχο κλειδί.

Από τα πάνω ευρήματα των αρχαιολόγων, πιστοποιήθηκε ότι το πρώτο κλειδί ήταν ένα παραλληλόγραμμο κομμάτι ξύλου, με ξύλινες προεξοχές ( ή όπως αλλιώς τις λέμε “δόντια”) και βούλες, τα οποία τα καθιστούσαν μοναδικά και εφάρμοζαν τέλεια, πάνω στην αντίστοιχη κλειδαριά. Στόχος της τότε εποχής, ήταν να φτιάξουν τέτοιου είδους κλειδιά, ώστε να μην μπορούν να αντιγραφούν εύκολα από τον οποιονδήποτε και να εξασφαλίσουν τη μέγιστη προστασία της περιουσίας τους. Με τις παλιές κλειδαριές ασφάλιζαν δωμάτια με τιμαλφή και ειδικές κρύπτες, τις οποίες είχαν κατασκευάσει για να μπορούν να προστατευτούν, από διάφορους εχθρούς ή στην περίπτωση επίθεσης κάποιου κλέφτη, έτσι οι κλειδαριές δεν μπορούσαν να ανοίξουν με κανένα άλλου είδους ξύλου.

Όταν κλείδωνε η πόρτα εκείνη την εποχή, ασφαλιζόταν επιπλέον με μια ξύλινη δοκό από την πίσω της πλευρά, πάνω στην οποία είχαν ανοιχτεί μικρές τρύπες. Σε αυτές τις τρύπες, εφάρμοζαν τέλεια οι κυλινδρικές ξύλινες προεξοχές που συνδέονταν με ένα μηχανισμό κλειδαριάς, πάνω από τη δοκό. Το μοναδικό κλειδί, εφάρμοζε με απόλυτη ακρίβεια στην κλειδαριά. Μπαίνοντας το κλειδί στην πόρτα, οι ξύλινες προεξοχές της κλειδαριάς έβγαιναν προς τα έξω και η δοκός ωθούνταν στο πλάι, με αποτέλεσμα το άνοιγμα της πόρτας.

Στην ρωμαϊκή εποχή, εμφανίζονται οι κλειδαριές και τα κλειδιά φτιαγμένα από σίδερο, καθώς επίσης και οι πρώτες κλειδαρότρυπες από τους Ρωμαίους. Μια μορφή κατασκευής, η οποία θυμίζει αρκετά τις κλειδαριές που χρησιμοποιούμε ακόμα και σήμερα.

Οι κλειδαριές άνοιγαν με ένα μοναδικό κλειδί, έτσι στις ρωμαϊκές πόρτες υπήρχαν μικρές προεξοχές στην περιοχή της κλειδαρότρυπας, για να μην μπορεί να μπει οποιοδήποτε άλλο. Αν κάποιος δηλαδή, προσπαθούσε να ανοίξει με ένα λάθος κλειδί, δε θα μπορούσε να το γυρίσει και να ανοίξει την επιθυμητή πόρτα.

Εκείνη την εποχή έχουμε την εμφάνιση από μικρές κλειδαριές και κλειδιά, τα οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως οι κυρίες της εποχής για να ανοίξουν συρτάρια ή κοσμηματοθήκες. Λόγω του μεγέθους τους, μπορούσαν να φορεθούν από τις ίδιες ως κόσμημα, είτε στο λαιμό, είτε στα δάκτυλα σαν δακτυλίδια.

Πηγές:

1)Εικόνες: inoxdesign.com.gr, vendora.gr, portes-alfinodoor.gr.

2) https://portes-alfinodoor.gr/apo-pote-xrisimopoioume-kleidi

Παλιό Ξυπνητήρι

Ο Αριστόξενος, μαθητής του Αριστοτέλη, δηλώνει, κατά τα γραφόμενα του Αριστοκλή, μουσικολόγου του 2ου αιώνα π.Χ., ότι: «ο Πλάτων εφηύρε το νυκτερινόν ωρολόγιον και το κατασκεύασε με τη μορφή μιας μεγάλης κλεψύδρας». Το πρώτο αυτό αρχαίο ελληνικό υδραυλικό ωρολόγιο λειτουργούσε σαν ξυπνητήρι.

Η λειτουργία αυτού του νυκτερινού ωρολογίου ήταν ως εξής: Από μια μεγάλη κλεψύδρα διάρκειας μεγαλύτερης των 6 ωρών ρέει, μέσω λεπτού ακροφύσιου, νερό πολύ χαμηλής ροής μέσα σε μικρότερο δοχείο που περιέχει αξονικό σιφώνιο. Η στάθμη του νερού στο δοχείο ανεβαίνει αργά μέχρι να φθάσει το ανώτατο ύψος του σιφωνίου, μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα π.χ. 6 ωρών. Όταν πληρωθεί το σιφώνιο, το δοχείο αδειάζει απότομα το νερό του μέσω του σωλήνα στο υποκείμενο στεγανό δοχείο. Τότε ο εγκλωβισμένος στο δοχείο αυτό αέρας συμπιέζεται και διαφεύγει από τη σύριγγα, μια σωληνοειδή σφυρίχτρα που παράγει οξύ ήχο. Σε 6 ώρες λοιπόν, ή σε οποιοδήποτε άλλο εκ των προτέρων προκαθορισμένο χρονικό διάστημα από τη στιγμή της ενεργοποίησης του μηχανισμού, το νυκτερινό ωρολόγιο σφυρίζει. Ο μηχανισμός ελέγχου της στάθμης του υγρού στο δοχείο είναι και εδώ ένα κλειστό σύστημα ελέγχου.

Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Πλάτωνας (428-348 π.Χ.) το χρησιμοποιούσε τη νύχτα, ενδεχομένως για να σηματοδοτήσει την έναρξη των ομιλιών του που γίνονταν την αυγή.

Στην Κίνα, ο βουδιστής μοναχός και εφευρέτης Xing Yi (683 - 727) επινόησε ένα ρολόι με δείκτες που χτυπούσαν με το πέρασμα της ώρας. Οι Κινέζοι μηχανικοί Zhang Sixun και Su Song ενσωμάτωσαν τους μηχανισμούς, που χρησιμοποιήθηκαν για το ρολόι αυτό, σε αστρονομικά ρολόγια τον 10ο και 11ο αιώνα.

Ένα τέτοιο ρολόι έξω από την Κίνα ήταν ο πύργος που τροφοδοτούσε με νερό περιοχές κοντά στο Τζαμί Umayyad στη Δαμασκό της Συρίας, το οποία χτυπούσε κάθε μία ώρα. Κατασκευάστηκε από τον Άραβα μηχανικό al-Kaysarani το 1154.

Από τον 14ο αιώνα, αρκετοί πύργοι με ρολόγια στη Δυτική Ευρώπη ήταν επίσης σε θέση να χτυπούν σε προκαθορισμένο χρόνο κάθε μέρα. Ο παλαιότερος από αυτούς περιγράφεται από τον συγγραφέα της Φλωρεντίας Δάντη το 1319. Ο πιο διάσημος τέτοιος πύργος, που υπάρχει ακόμα είναι στην πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Το ρολόι του Αγίου Μάρκου συναρμολογήθηκε το 1493, από τον διάσημο κατασκευαστή ρολογιών Gian Carlo Rainieri

Ένα άλλο μηχανικό ξυπνητήρι δημιουργήθηκε από τον Levi Hutchins του New Hampshire στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, το 1787. Όμως, αυτή τη συσκευή την έφτιαξε μόνο για τον εαυτό του και χτυπούσε μόνο στις 4 το πρωί, προκειμένου να τον ξυπνήσει για τη δουλειά του. Ο Γάλλος εφευρέτης Antoine Redier ήταν ο πρώτος που πατεντάρισε ένα ρυθμιζόμενο μηχανικό ξυπνητήρι, το 1847.

«Σε έναν διεσταλμένο αστικό και βιομηχανικό κόσμο, οι άνθρωποι ήταν υποχρεωμένοι πια να γνωρίζουν την ώρα και να είναι στην ώρα τους», μας λέει ο ιστορικός Martin Levinson στη σχετική μελέτη του για τη μέτρηση του χρόνου, κι έτσι «μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, πολλοί καταναλωτές αναζητούσαν μανιωδώς τα ξυπνητήρια». Όχι όμως απαραίτητα τις μηχανικές λύσεις αφύπνισης! Τουλάχιστον αν μιλάμε για τη Βρετανία και την Ιρλανδία, όπου οι εργάτες βασίζονταν στα ανθρώπινα ξυπνητήρια για να είναι εντάξει στην ώρα προσέλευσης στις φάμπρικες. Τους έλεγαν «knocker-uppers » και τους προσλάμβανες για να σου χτυπούν πόρτες και παράθυρα ξυπνώντας σε εγκαίρως.

Χρησιμοποιώντας από καδρόνια μέχρι και φυσοκάλαμα, οι knocker-uppers έκαναν τη δουλειά του ξυπνητηριού, παρά το γεγονός ότι αυτό κυκλοφορούσε στην Ευρώπη (από το 1847) και την Αμερική (1876). Δεν είχε πιάσει όμως ως μαραφέτι, καθώς όταν είχες τον γείτονα να σε ξυπνά με μια μικρή αμοιβή, τι να το κάνεις το μηχανικό ρολόι με τα κουδουνίσματα; Οι επαγγελματίες αυτοί ξυπνητηράδες Αγγλίας και Ιρλανδίας έδρασαν μάλιστα ακόμα και ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, καθώς αυτοί δεν σταματούσαν το θεάρεστο έργο τους μέχρι να βεβαιωθούν ότι ο πελάτης είχε βγει από τα σκεπάσματα. Ταυτοχρόνως, ήταν σαφώς φτηνότεροι από την αγορά των αλμυρών ξυπνητηριών, κι έτσι κανένα μαραφέτι δεν απείλησε την πρωτοκαθεδρία τους στην πρωινή αφύπνιση.

Τώρα ήταν εξοπλισμένοι με μαλακά σφυριά και μακριά κοντάρια. Αν μάλιστα το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας ήταν πολύ ψηλά, εκτόξευαν μπιζέλια μέσα από καλάμια για να ειδοποιήσουν τον πελάτη. Ποιος ξυπνούσε όμως τους ξυπνητηράδες; Αυτό παραμένει μυστήριο! Ξυπνητηράδες γίνονταν μάλιστα πολλοί, από ηλικιωμένους ανθρώπους που ξυπνούσαν όσο να πεις από τα αξημέρωτα μέχρι και χωροφύλακες που έκαναν τις μεταμεσονύκτιες περιπολίες και τους έβρισκε η μέρα στους δρόμους. Στα βιομηχανικά δε κέντρα οι knocker-uppers ήταν ιδιαιτέρως απαραίτητοι και δουλίτσα υπήρχε για όλους.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η παραγωγή των ξυπνητηριών σταμάτησε την άνοιξη του 1942, αφού τα εργοστάσια που τα παρήγαν μετατράπηκαν σε εργοστάσια για πολεμικές εργασίες κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.Όμως, ήταν ένα από τα πρώτα καταναλωτικά αγαθά, η παραγωγή των οποίων άρχισε ξανά το Νοέμβριο του 1944.

Πηγές:

1)Εικόνες: palia-chalkis.gr, catawiki.com, parelthon.gr, balkanauction.com, vendora.gr, vendora.gr.

2)https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9E%CF%85%CF%80%CE%BD%CE%B7%CF %84%CE%AE%CF%81%CE%B9, https://www.newsbeast.gr/world/arthro/2553662/pos-xipnouse-o-kosmos-prin-apotin-elefsi-ton-xipnitirion

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.