Παραμύθια του κόσμου - ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ 2023

Page 1

«Παραμύθια του κόσμου».

Ένα ταξίδι στη σοφία των λαών μέσα από τον υπέροχο κόσμο των παραμυθιών.

Ένα ταξίδι που αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα και φέρνει κοντά ανθρώπους, που φωτίζει το μονοπάτι προς το θάρρος, τη δύναμη, την αποδοχή, την προσφορά, την αγάπη, τον σεβασμό και την εκτίμηση.

Ένα ταξίδι όπως θα ’θέλαμε να είναι όλα μας τα ταξίδια…

Πρόκειται για έξι υπέροχα παραδοσιακά παραμύθια από χώρες της Βαλκανικής, της Ανατολικής Ευρώπης και την Ινδία, που μας διηγήθηκαν οι γονείς μας, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας από την πατρίδα τους. (Ελλάδα, Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Γεωργία και Ινδία) και μοιραζόμαστε μαζί σας.

Παραμύθια:

«Ο γέρος, η γριά και η συκιά» (Κρήτη)

«Το μαγικό βαρέλι» (Αλβανία)

«Το βασιλόπουλο και η ραφτοπούλα» (Ρουμανία)

«Ο πατέρας και οι δύο του κόρες» (Ουκρανία)

«Ο τεμπέλης» (Γεωργία)

«Τίποτα δεν είναι άχρηστο» (Ινδία)

Επιμέλεια: φιλόλογος Ελένη Καραντζίκου

Παρουσίαση – Αφήγηση: Αντωνία Παπαδάκη, Δέσποινα Σιβαροπούλου, Θεανώ Σταράκη, Νίκος Τσαντάκης, Μαρία Χατζημαρκάκη, Αλεξάνδρα

Ψαρουδάκη

Εικονογράφηση: Λάουρα Τόσκα – Μικέλα Τσάκα Από τους μαθητές του 40υ Γυμνασίου

Ήταν μια φορά και

έναν καιρό, ένας γέρος

και μια γριά, που ζούσανε

σ’ ένα μικρό σπιτάκι. Όξω

στον κήπο τους, είχανε

και μια συκιά. Το σπιτάκι

κι η συκιά ήταν ό,τι

είχανε και δεν είχανε ο

γέρος κι η γριά του.

Εζούσανε όμως καλά κι αγαπημένοι.

Το καλοκαίρι εμάζωναν

ξύλα από το δάσος για να

τα έχουνε το χειμώνα, εμάζωναν και καρύδια και φρούτα, που τα ξεραίνανε στον

ήλιο, εμάζωναν και τα σύκα από τη συκιά τους κι όλα ήτανε καλά. Το χειμώνα

ανάβανε το τζάκι για να πυρώνουνται και να μην κρυώνουνε, ετρώγανε κάστανα και χορταράκια και περιμένανε να ξεχειμωνιάσει.

Όμως, όσο επερνούσανε τα χρόνια, ο γέρος άρχιζε να γίνεται ιδιότροπος και παράξενος. Το χειμώνα περνούσε την περισσότερη ώρα κουκουλωμένος στο πάπλωμα και το καλοκαίρι δεν ήθελε να πορίζει μαζί με την γριά του για τις δουλειές. Το μόνο που του άρεσε να κάνει ήταν να βγαίνει κάθε μέρα στη συκιά να τρώει τα σύκα. Ύστερα έθετε στη σκιανιάδα της συκιάς κι αρχίνιζε το τραγούδι ευχαριστημένος.

Η γριά εγκρίνιαζε πως δεν την βοηθά, μα του γέρου δεν ίδρωνε τ’ αυτί του.

- Κατέβα γέρο μου από τη συκιά και έλα να πάμε στα ξύλα. Έλεγε η γριά.

- Δεν κατεβαίνω. Πήγαινε μοναχή σου. Απαντούσε ο γέρος.

- Δώσε μου τουλάχιστο δυο σύκα να τα φάω γιατί δεν φτάνω να κόψω μήδε ένα.

- Δε σου δίνω κανένα. Αν θες κόψε μοναχή σου.

Ο γέρος εγέλανε και δεν έδινε της γριάς του μήδε ένα σύκο. Εβαρέθηκε κι αυτή τούτη την κατάσταση, και μια βραδιά λέει του γέρου:

- Γέρο μου, αφού δε με βοηθάς στις δουλειές και δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, έλα να μοιραστούμε τα υπάρχοντά μας, κι ας κάνει ύστερα ο καθένας ό,τι θέλει, για να μη μαλώνομε τουλάχιστο.

- Να τα μοιραστούμε! Να ’χει ο καθένας τα δικά του. Ο ένας θα πάρει τη συκιά και ο άλλος το σπιτάκι. Είπε ο γέρος.

- Και ήντα θα πάρεις εσύ; Διάλεξε του λόγου σου ομπρός. Είπε η γριά.

Ο γέρος έριξε μια ματιά στη συκιά που ήτανε φορτωμένη σύκα και δεν του χρειάστηκε πολλή ώρα για να διαλέξει.

- Εγώ θα πάρω τη συκιά, και πάρε του λόγου σου το σπιτάκι.

Η γριά εσυμφώνησε και δεν ξανάπε του γέρου άλλη φορά να τη βοηθήσει να κουβαλήσουνε τα ξύλα. Επήγαινε μοναχή στα ξύλα, κι όταν γύριζε κουρασμένη έβλεπε τον γέρο καθισμένο απάνω στο κλαδί της συκιάς να τρώει τα σύκα και του ’λεγε:

- Να μου δώσει θες γέρο μου κι εμένα ένα συκαλάκι;

Ο ΓΕΡΟΣ Η ΓΡΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΚΙΑ (ΕΛΛΑΔΑ – ΚΡΗΤΗ)

γέρος δεν έδωκε μήδε ένα σύκο της γριάς.

Πέρασε το καλοκαίρι, τα σύκα τελειώσανε κι η συκιά του γέρου δεν είχε μήτε ένα

σύκο, μήτε φύλλα. Ήρθε ο χειμώνας κι άρχισε να βρέχει και να χιονίζει. Ο γέρος

πήγαινε να μπει στο σπιτάκι για να μη βραχεί, μα η γριά είχε κλειστή την πόρτα.

- Άνοιξε γριά την πόρτα να μπω να μη γενώ ολόγρος.

- Δε σ’ ανοίγω. Το σπιτάκι είναι δικό μου. Απαντούσε η γριά.

- Άνοιξέ μου και κρυώνω ο κακορίζικος. Έλεγε ο γέρος, κι εκαταχτύπαγε την πόρτα.

Η γριά βαρέθηκε τη φασαρία του γέρου κι επήγε στην πόρτα, άνοιξε μια

χαραμάδα και του λέει:

- Δε σε βάνω μέσα γέρο. Θυμάσαι το καλοκαίρι που έτρωγες εσύ τα συκαλάκια

και μου ’δινες εμένα τα φλουδάκια; Δε σε βάνω κι εγώ μέσα.

Ο γέρος επρόλαβε να δει από τη χαραμάδα το σπιτάκι μέσα και το τζάκι

αναμμένο, κι εζήλεψε ο κακομοίρης. Άρχισε πάλι να καταχτυπά την πόρτα και να παρακαλεί τη γριά.

- Άνοιξέ μου γριά μου την πόρτα λιγουλάκι, να βάλω το δαχτυλάκι μου να ξεμαργώσει.

Η γριά, με τα πολλά, λυπήθηκε το γέρο και άνοιξε μια χαραμάδα στην πόρτα, και

ο γέρος έβαλε μέσα στο σπιτάκι το δακτυλάκι του.

- Άνοιξέ μου ακόμη λιγουλάκι, για να χωρέσει ολάκερο το χεράκι μου, να ξεμαργώσει. Είπε πάλι αυτός παρακαλετά. Η γριά άνοιξε λιγάκι ακόμη και ο γέρος

επέρασε από τη χαραμάδα το χεράκι του ολάκερο.

- Άνοιξέ μου λιγουλάκι να βάλω μέσα και το ποδαράκι μου να ξεμαργώσει κι αυτό, γιατί εξύλιασε. Ξαναπαρακάλεσε ο γέρος. Η γριά άνοιξε ακόμη λιγουλάκι και

ο γέρος επέρασε μέσα στο σπιτάκι και το ποδαράκι του. Ο μισός μέσα κι ο άλλος

μισός όξω.

- Άνοιξε μου να μπω όλος μέσα, να πάω στο τζάκι να ζεσταθώ.

-Δεν ανοίγω άλλο. Θυμάσαι που το καλοκαίρι έτρωγες εσύ τα συκαλάκια και μένα μου έδινες τα φλουδάκια; Δεν ανοίγω άλλο.

Επέμενε η γριά, που δεν είχε ξεχασμένα αυτά που έκανε ο γέρος το καλοκαίρι.

- Άνοιξέ μου κι εγώ θα σου δίνω σύκα από τη συκιά μου το καλοκαίρι.

Η γριά, σαν άκουσε για τα σύκα, άνοιξε την πόρτα και ο γέρος εμπήκε μέσα. Επήγε κοντά στο τζάκι, ζεστάθηκε κι η γριά του ’βρασε και μια φασκομηλιά κι επέρασε η βεγγέρα όμορφα και καλά. Σε λιγάκι όμως η γριά ενύσταξε κι επήγε να κοιμηθεί. Ανέβηκε στο σοφά κι ετοιμάστηκε να θέσει στο κρεβάτι.

Ο γέρος θυμήθηκε πόσο καλά περνούσαν, την εποχή που δεν μαλώνανε κι ζούσανε μαζί, πριν να μοιράσουνε τα υπάρχοντά τους. Τότε που κάνανε μαζί τις δουλειές και είχανε μαζί τη συκιά, μαζί και το σπιτάκι. Και είπε στη γριά:

- Γρε μου, έλα να χαλάσουμε τη συμφωνία, να ξανάχουμε μαζί και τα σύκα και το σπιτάκι και το κρεβατάκι μας.

- Ήντα να σε κάμω γέρο μου; Ελά εδά να θέσομεν κι άλλη το ’χει.

Η γριά εδέχτηκε. Όλα ξανάγιναν όπως πρώτα, και από ’κεί και ύστερα εζούσανε

αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

(Το παραμύθι αυτό είναι από την Κρήτη και μας το διηγήθηκε η κυρία Ελένη Σηφακάκη)

Θεανώ Σταράκη

- Η συκιά είναι δική μου και δε σου δίνω
σύκα. Αν θες πάρε τουτανέ. Της απαντούσε ο γέρος. Κι πέταγε τα φλούδια της γριάς. Αυτό γινότανε κάθε μέρα, κι ο

Κάποτε ζούσε ένας πλούσιος έμπορας, που τον έλεγαν Αρμπέν. Ο άνθρωπος

αυτός, ο Αρμπέν, πριν γίνει πλούσιος

έμπορας, ήταν ένας απλός και τίμιος

ψαράς.

Συνέβη, όμως, κάτι απίστευτο και η

ζωή του άλλαξε. Και να πως έγιναν τα πράγματα.

Ένα πρωί ο ψαράς, φεύγοντας από την

καλύβα του να πάει στη θάλασσα να

ψαρέψει, βρήκε στην παραλία ένα βαρέλι

που το είχαν βγάλει τα κύματα τη νύχτα.

Επειδή ήταν πολύ τσιγκούνης σκέφτηκε

πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το

βαρέλι αυτό και το πήρε. Φώναξε τη

γυναίκα του και την έβαλε να το

καθαρίσει.

Η γυναίκα του ψαρά πήρε μια βούρτσα κι έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, ενώ ο άντρας της παίρνοντας τη βάρκα βγήκε στα ανοιχτά της θάλασσας για ψάρεμα

όπως έκανε κάθε μέρα.

Καθώς, όμως, η γυναίκα του ήταν σκυμμένη πάνω από το βαρέλι, της γλίστρησε η βούρτσα και της έπεσε μέσα. Την έβγαλε, αλλά καθώς έσκυψε για να

εξακολουθήσει το καθάρισμα, είδε πως μέσα υπήρχε άλλη μια ίδια βούρτσα. Την

έβγαλε και αυτή. Στο βαρέλι όμως μέσα βρέθηκε αμέσως και άλλη όμοια. Το

βαρέλι ήταν θαυματουργό και γεννούσε βούρτσες όμοιες κι απαράλλαχτες τη μία μετά την άλλη.

Όταν το βράδυ γύρισε ο ψαράς από το ψάρεμα είδε πως όλη η παραλία της θάλασσας ήταν γεμάτη βούρτσες, γιατί το θαυματουργό βαρέλι εξακολουθούσε να γενά βούρτσες. Ο ψαράς παραξενεύτηκε.

- Γυναίκα, τι είναι όλες αυτές οι βούρτσες; Πού βρεθήκανε εδώ πέρα τόσες βούρτσες;

- Άντρα μου, το βαρέλι που ’φερες το πρωί είναι θαυματουργό. Κει που το καθάριζα, μου πέφτει η βούρτσα μέσα. Σκύβω να την πάρω και τι να δω! Κι άλλη βούρτσα όμοια κι απαράλλαχτη με την πρώτη. Τη βγάζω από το βαρέλι, να σου κι άλλη βούρτσα. Κι όσο έβγαζα τις βούρτσες από το βαρέλι, τόσο αυτό γεννούσε κι άλλες.

- Τι λες βρε γυναίκα, γίνονται αυτά τα πράγματα;

- Γίνονται και παραγίνονται. Να δες και μόνος σου.

- Α, πράγματι το βαρέλι είναι μαγικό. Και τι θα τις κάνουμε τόσες βούρτσες.

- Να τις πας κάτω στην μεγάλη πολιτεία να τις πουλήσεις.

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΒΑΡΕΛΙ (ΑΛΒΑΝΙΑ)

πολιτείας και τις πουλούσε σε καλή τιμή.

Η δουλειά αυτή εξακολουθούσε

μέσα στο βαρέλι ένα χρυσό νόμισμα, από κείνα που είχε κερδίσει από το εμπόριο

που έκανε. Το έριξε και το θαύμα έγινε. Το βαρέλι άρχισε να γεννά αράδα τα χρυσά

νομίσματα.

Έτσι έγιναν πολύ ευτυχισμένοι ο ψαράς κι όλοι οι συγγενείς του. Σταμάτησαν το

λοιπόν να πηγαίνουν πια στην αγορά να πουλούν βούρτσες όπως πριν. Αρκούσε

μόνο να πάνε στο θαυματουργό βαρέλι να κάνουν λίγο κόπο να σκύψουν και να

πάρουν όσα λεφτά τους χρειάζονταν.

Μία μέρα, όμως, ο ψαράς, που από τα πολλά λεφτά που έβγαζε, είχε γίνει

εγωιστής και υπερόπτης, είπε στη γυναίκα του.

- Γυναίκα, εγώ ένας τόσο πλούσιος άντρας, δεν μπορώ πια να σκύβω στο βαρέλι

να βγάζω τα νομίσματα. Εγώ τώρα έχω άλλες ασχολίες. Αυτή τη δουλειά πρέπει να

την κάνει κάποιος άλλος κι επειδή δεν έχω εμπιστοσύνη σ’ άλλονε, πρέπει να την

κάνεις εσύ.

Η γυναίκα του που ’χε μεγαλοπιαστεί κι είχε γίνει κι αυτή εγωίστρια και φαντασμένη του είπε…

- Τι λες τώρα άντρα μου, εγώ, μία κυρία, θα σκύβω να μαζεύω τα νομίσματα;

Απα, πα, δεν είναι δουλειά αυτή για μένα. Άλλωστε, θα χαλάσουν και τα νύχια μου.

Δεν μπορώ.

- Και τότε ποιος θα τα μαζεύει;

- Ας τα μαζεύουν τα παιδιά.

Τα παιδιά, όμως, δεν ήθελαν να χάσουν το παιχνίδι και την καλοπέρασή τους, είπαν να τα μαζεύει ο παππούς.

Έτσι κι έγινε. Ο καλόκαρδος Αρμπέν, είχε γίνει πια τόσο εγωιστής και άκαρδος, που έφτασε στο σημείο αυτός και η γυναίκα του να κάθονται και να βάζουν το γέρο παππού να μαζεύει τα νομίσματα από το βαρέλι, πράγμα που ήταν πολύ άδικο και έδειχνε όλη αχαριστία τους.

Ο γερο-παππούς τι να κάνει, μπορούσε δε μπορούσε, σηκωνότανε κάθε πρωί, πήγαινε στο βαρέλι κι έσκυβε και μάζευε τα νομίσματα.

Τα χέρια και τα πόδια του όμως, δεν τον βοηθούσανε, γιατί τρέμανε. Δεν

καλόβλεπε κιόλας κι ένα πρωί, όπως έσκυβε να πάρει ένα νόμισμα, παραπάτησε, έπεσε μέσα στο βαρέλι και το έσπασε.

Έτσι ο ψαράς και η οικογένειά του τιμωρήθηκαν για την απληστία τους.

(Το παραμύθι μού το διηγήθηκε η γιαγιά μου)

Λάουρα Τόσκα

Ε, από τη μέρα αυτή ο ψαράς άρχισε να ζει εύπορα με την οικογένειά του κάνοντας
βούρτσες, που τις πήγαινε στην αγορά της διπλανής
εμπόριο με τις
αρκετό καιρό, ώσπου μια μέρα σκέφτηκε να ρίξει

ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ Η ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΑ (ΡΟΥΜΑΝΙΑ)

Ήταν μια φορά ένας

ράφτης κι είχε μια κόρη

όμορφη. Καθότανε,

λοιπόν, η ραφτοπούλα

μπρος στο παράθυρο του

σπιτιού της κι έραβε και

κάθε μέρα περνούσε από

έξω το βασιλόπουλο και

την καλημέριζε. Ένα πρωί

λοιπόν είχε πάει η

ραφτοπούλα να κόψει

σύκα από το περιβόλι.

Πέρασε και το

βασιλόπουλο από κάτω

καβάλα, και καθώς η

ραφτοπούλα ήτανε κοντά στη μάντρα, και τα μακριά της μαλλιά κρεμόντανε ίσαμε κάτω, πιάνει τη μία της πλεξούδα και της την φιλάει.

Το άλλο πρωί, λοιπόν, σαν ξαναπέρασε πάλι το βασιλόπουλο από του ράφτη το

σπίτι κι είδε τη ραφτοπούλα επάνω στο παράθυρο κι έραβε, την καλημέρισε και της

είπε:

Καλά ήταν τα γλυκόσυκα εις τη γλυκοσυκίτσα, Καλά ήταν και τα δυο φιλιά στην δεξιά σου πλεξουδίτσα!

Η ραφτοπούλα να τ’ ακούσει αυτά, ντροπιάστηκε! «Πω πω!» κάνει «Άκου τι μου

λέει τούτος μπροστά σ’ ούλο τον κόσμο και με ρεζιλεύει!»

Δεν είπε, όμως, τίποτα σε κανένα από τους δικούς της, μόνο κάθισε και περίμενε

να δει τι θα κάνει το βασιλόπουλο. Εκείνο τα ίδια. Κάθε πρωί περνούσε και της

έλεγε:

Καλά ήταν τα γλυκόσυκα εις τη γλυκοσυκίτσα, Καλά ήταν και τα δυο φιλιά στην δεξιά σου πλεξουδίτσα!

Κάθε μέρα η ραφτοπούλα σκεφτόταν τι να κάνει, ώσπου στο τέλος αποφάσισε

και πάει στον πατέρα της και να του ζητήσει ένα άλογο, έναν ταμπουρά και μιαν αντρίκια φορεσιά. Ο πατέρας της, που την αγαπούσε πολύ γιατί την είχε μοναχοκόρη, της έκανε το χατίρι.

Η ραφτοπούλα ντύθηκε τ’ αντρίκια ρούχα, πήρε τον ταμπουρά και δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, πάει απ’ έξω από το παλάτι του βασιλιά, κι αρχίζει να βαράει τον ταμπουρά. Άκουσε το βασιλόπουλο εκείνον τον ωραίο ταμπουρά και ζήτησε να του φέρουν τον μουσικό να του παίξει τον ταμπουρά.

Μπαίνει η βασιλοπούλα στο παλάτι και αρχίζει να παίζει τον ταμπουρά κάμποση ώρα. Πού να τη γνωρίσει το βασιλόπουλο.

Μου τόνε πουλάς τον ταμπουρά; Της λέει το βασιλόπουλο.

- Τόνε πουλάω, λέει εκείνη, μα όχι για λεφτά.

- Αμ’ για τι λοιπόν;

- Όποιος θέλει να του δώσω τον ταμπουρά μου, πρέπει να φιλήσει τρεις φορές

τα καπούλια ενός αλόγου.

- Πω πω, εγώ, ένα βασιλόπουλο, να φιλήσω τα καπούλια ενός αλόγου για έναν

παλιοταμπουρά! Να σου δώσω όσα φλουριά θέλεις, και να τόνε πάρω.

- Εγώ σου είπα πως για χρήματα δεν τόνε δίνω. Αν θέλεις να φιλήσεις τα

καπούλια τ’ αλόγου, πάει καλά, ειδεμή, τόνε παίρνω και φεύγω.

Τι να κάνει το βασιλόπουλο; Σκέφτηκε, σκέφτηκε… Ντρεπότανε, βλέπεις, να φιλήσει τα καπούλια τ’ αλόγου, μα έλα που ο ταμπουράς είχε μπει μες στην καρδιά του, κι ήθελε καλά και σώνει ναν τόνε πάρει; Στο τέλος πια λέει της ραφτοπούλας:

Αφού πια δεν δίνεις τον ταμπουρά μ’ άλλον τρόπο, θα κάνω αυτό που θέλεις, μόνο να πάμε λίγο παράμερα.

Πήγε, λοιπόν, η ραφτοπούλα τ’ άλογο σε μιαν άκρια της αυλής, κι εκεί του φίλησε το βασιλόπουλο τα καπούλια του και πήρε τον ταμπουρά.

Το άλλο πρωί περνάει το βασιλόπουλο κάτω απ’ το παράθυρο της ραφτοπούλας

και της λέει: Νόστιμα τα γλυκόσυκα από τη γλυκοσυκίτσα, Μα πιο γλυκό ήταν το φιλί πάνω στην πλεξουδίτσα!

Εκείνη δεν χάνει καιρό και του λέει:

Καλός ήταν ο ταμπουράς, καλά ήταν τα τραγούδια, Καλά ήταν και τα δυο φιλιά στ’ αλόγου τα καπούλια!

Το βασιλόπουλο να τ’ ακούσει αυτό, ντροπιάστηκε.

- Βρε την πονηρή! Πώς μου τη σκάρωσε τούτηνε τη δουλειά! Τι να την κάνω τώρα; Α, μα τούτη δεν είναι μόνο όμορφη, είναι και έξυπνη πολύ! Θα της ζητήσω να με παντρευτεί.

Έτσι κι έγινε. Η ραφτοπούλα παντρεύτηκε το βασιλόπουλο και ζήσανε μαζί ευτυχισμένοι.

(Το παραμύθι μού το διηγήθηκε η μητέρα μου)

Μανώλης Μπαρμπούνης

-

Ένας πατέρας είχε

δύο κόρες. Όταν

μεγάλωσαν, τις

πάντρεψε. Τη μία με

έναν κηπουρό και την

άλλη με έναν

αγγειοπλάστη. Μια

Κυριακή ο πατέρας

σκέφτηκε: «Δεν πάω να

επισκεφτώ τις κόρες

μου, να δω τι κάνουν;

Έχω να τις δω πολύ

καιρό και μου λείπουν».

Πήρε, λοιπόν, τον

δρόμο, να πάει να τις δει. Πρώτα πήγε στη μεγαλύτερη κόρη που ζούσε με τον

κηπουρό.

- Πόσο μου έλειψες κόρη μου! Είπε ο πατέρας, μόλις την είδε.

- Κι εμένα μου έλειψες, μπαμπά, απάντησε η κόρη, αλλά έχω τόση δουλειά που δεν προλαβαίνω να σε επισκεφτώ.

- Πώς είσαι, κόρη μου; Πώς τα περνάς; ρώτησε ο πατέρας.

- Καλά, μπαμπά. Φυτέψαμε διάφορα λάχανα, πατάτες και άλλα λαχανικά και περιμένουμε τη βροχή. Το έδαφος είναι πολύ στεγνό, και δεν πάνε καλά. Δύσκολος

ο χρόνος. Προσευχήσου, μπαμπά, να βρέξει. Αν πέσει βροχή, θα καλλιεργήσουμε λαχανικά, θα τα πουλήσουμε και θα βγάλουμε πολλά χρήματα. Προσευχήσου, πατέρα.

Ο πατέρας κάθισε λίγο ακόμα και αποφάσισε να πάει να δει και τη δεύτερη κόρη.

- Θα επισκεφτώ την αδερφή σου, λέει.

- Λυπάμαι, μπαμπά, αλλά δεν μπορώ να έρθω μαζί σου, πρέπει να μαγειρέψω βραδινό.

- Δεν πειράζει κόρη μου, άλλη φορά.

Ο πατέρας αποχαιρέτησε την κόρη του και έφυγε. Όταν έφτασε στο σπίτι της μικρότερης κόρης, εκείνη χάρηκε πολύ που τον είδε και του ζήτησε να μείνει μαζί

της λίγες μέρες. -

Πώς είσαι κόρη μου, πώς τα πας; Τη ρώτησε.

- Δόξα τω Θεώ, καλά. Ένα σωρό γλάστρες στεγνώνουν στην αυλή. Δυστυχώς, αν βρέξει, όλη μας η δουλειά θα πάει χαμένη.

- Μα ο καιρός είναι όμορφος, κόρη μου, δεν υπάρχει σύννεφο στον ουρανό. Η αδερφή σου, αντίθετα από εσένα, θέλει βροχή για να ποτιστούν τα λαχανικά της.

- Α, όχι, μπαμπά, προσευχήσου να μη βρέξει, έστω για λίγες μέρες. Θα πουλήσουμε τις γλάστρες και θα βγάλουμε καλά λεφτά.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΟΡΕΣ (ΟΥΚΡΑΝΙΑ)

καημένος ο πατέρας δεν ήξερε τι να απαντήσει στην κόρη του. Κάθισε λίγο μαζί της και έπειτα γύρισε σπίτι του. Στο δρόμο για το σπίτι σκεφτόταν : «Τι να

κάνω; Όσο και να προσευχηθώ, δεν θα ευχαριστήσω και τις δύο. Η μία θα έχει χαρά

και η άλλη θλίψη.» Γύρισε στο σπίτι του και άρχισε να προσεύχεται και για τις δύο

κόρες του. Ας γίνει ό,τι θέλει ο Παντοδύναμος.

(Το παραμύθι μού το διηγήθηκε η μητέρα μου) Δημήτρης Ασμαριάν

Ο ΤΕΜΠΕΛΗΣ (ΓΕΩΡΓΙΑ)

Κάποτε ήταν ένας τσαγκάρης

που είχε ένα μαγαζί και έβγαζε

αρκετά χρήματα, για να ζει άνετα

με την οικογένειά του. Ο γιος του,

όμως, που είχε μεγαλώσει πια ήταν

πολύ τεμπέλης και δεν είχε

καθόλου όρεξη να δουλέψει Όλη

μέρα καθόταν και έτρωγε τα λεφτά

του πατέρα του.

Μία μέρα γυρίζοντας στο σπίτι

του μετά τη δουλειά βρήκε τη

γυναίκα του και το γιο του να

κάθονται στο τζάκι και να

κουβεντιάζουν.

- Καλώς τον τον πατέρα μου. Τι έχεις πατέρα, γιατί είσαι τόσο σκεφτικός; Του

είπε ο γιος, μόλις τον είδε. Εκείνος του απάντησε:

- Γιε μου, μεγάλωσες πια και πρέπει να δουλέψεις. Αύριο θα πας στο χωράφι του

γέρο Άλμπη, που’ ναι έξω από το χωριό, να θερίσεις να βγάλεις το μεροκάματο σου.

- Τι λες, άντρα μου, ο γιος μας είναι μικρός ακόμα. Σα θα μεγαλώσει θα δουλέψει.

Είπε η μάνα, που είχε το γιόκα της σαν βασιλιά.

- Δεν είναι καθόλου μικρός, γυναίκα. Μια χαρά άντρας είναι. Εγώ το κανόνισα με

το γέρο Άλμπη. Αύριο τον περιμένει για δουλειά. Της αποκρίθηκε εκείνος.

- Μα είναι άμαθο. Πώς θα δουλέψει στα χωράφια; Δεν μπορεί.

Επέμενε εκείνη.

- Είπα και γνώμη δεν αλλάζω. Αν δεν πάει αύριο, θα φύγει από το σπίτι, να πάει

να βρει μόνος του την τύχη του.

Το παιδί σαν είδε κι απόειδε πως ο πατέρας του, παρά τα παρακάλια της μάνας του, δεν άλλαζε γνώμη, τι να κάνει, συμφώνησε.

- Καλά πατέρα, αύριο θα πάω και θα σου φέρω το μεροκάματό μου.

Σαν έφυγε ο πατέρας, η μάνα άρχισε να κανακεύει το γιο της και να του λέει…

Ο

-Σώπα γιόκα μου, μονάκριβέ μου. Μη στεναχωριέσαι. Δεν πρόκειται να σ΄ αφήσω εγώ να πας να δουλέψεις στα χωράφια. Είσαι μικρός κι άβγαλτος για τέτοια

δουλειά. Σα θα μεγαλώσεις θα δούμε τι θα κάνεις.

- Και τι θα κάνουμε μάνα, που ο πατέρας περιμένει αύριο το μεροκάματο;

- Θα πούμε ότι πήγες στη δουλειά και σα γυρίσει από το μαγαζί ο πατέρας σου, θα σου δώσω εγώ τα λεφτά να του τα δώσεις.

Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα σαν γύρισε ο πατέρας στο σπίτι, τρέχει ο γιος και χαρούμενος του δίνει τα λεφτά και του λέει…

- Να, πατέρα, τα λεφτά. Δούλεψα κι έβγαλα το μεροκάματό μου.

Ο πατέρας δε μίλησε, μόνο πήρε τα λεφτά και τα πέταξε στο τζάκι, στη φωτιά. Να το δει ο γιος αυτό παραξενεύτηκε.

- Γιατί πατέρα πέταξες τα λεφτά στη φωτιά;

- Έτσι πρέπει να γίνει. Θα καταλάβεις μετά το γιατί.

Είπε εκείνος αυστηρά.

Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Πάει ο γιος τα λεφτά, τα πετά ο πατέρας στη φωτιά.

Την τρίτη μέρα ξανά. Άρχισε τότε ο γιος να προβληματίζεται και λέει στη μάνα του…

- Λες μάνα, να κατάλαβε ο πατέρας πως δεν δουλεύω και πως εσύ μου δίνεις τα

λεφτά και γι’ αυτό τα πετά στο τζάκι;

- Όχι γιόκα μου. Πώς να το καταλάβει; Όλη μέρα είναι το μαγαζί και ο γέρο

Άλμπη δεν κατεβαίνει στο χωριό, να πεις ότι τον είδε και τον ρώτησε.

- Τότε γιατί πετά συνέχεια τα λεφτά στη φωτιά;

- Δεν ξέρω γιόκα μου. Είπε ότι θα καταλάβουμε μετά το γιατί.

- Μάνα, το σκέφτηκα. Αύριο θα πάω στη δουλειά, να δω πως είναι, να φέρω και το μεροκάματο του πατέρα, να δούμε θα πετάξει πάλι τα λεφτά στη φωτιά;

- Τι να πω παιδί μου. Πήγαινε μια μέρα να δούμε τι θα γίνει.

Την άλλη μέρα σηκώνεται ο γιος πρωί πρωί και πάει στο χωράφι. Δούλεψε, κουράστηκε, πήρε τα λεφτά και πάει στο σπίτι. Μετά από λίγο έρχεται κι ο πατέρας.

- Να πατέρα τα λεφτά. Δούλεψα κι έβγαλα το μεροκάματό μου.

Είπε ο γιος χαρούμενος.

Ο πατέρας δε μίλησε και πάλι, μόνο πήρε τα λεφτά και τα πέταξε ξανά στη φωτιά. Τότε ο γιος ορμά στο τζάκι να σώσει τα λεφτά κι αρχίζει να φωνάζει και να διαμαρτύρεται.

- Γιατί πατέρα πέταξες τα λεφτά στη φωτιά; Όλη μέρα σήμερα θέριζα. Πονέσανε τα χέρια μου. Κουράστηκα. Αυτά τα χρήματα τα κέρδισα με τον ιδρώτα μου κι εσύ τα πετάς;

- Τώρα κατάλαβες γιατί τα πετώ. Τα χρήματα που κέρδισες με τον ιδρώτα και τον

κόπο σου, τα πόνεσες, γιατί μόνο όταν κοπιάζουμε για κάτι, τότε καταλαβαίνουμε την αξία του και το εκτιμάμε.

τότε ο γιος δούλευε κάθε μέρα μαζί με τον πατέρα του στο μαγαζί κι έπαψε να ’ναι τεμπέλης. (Το παραμύθι μού το διηγήθηκε η γιαγιά μου)

Μαριέσκου

Από
Αλεξάνδρα

Κάποτε ήταν δύο μαθητές

που μαθήτευαν πολλά χρόνια

δίπλα στον δάσκαλό τους για

να μορφωθούν. Όταν οι

μαθητές πήραν τη γνώση και

τη σοφία που ζητούσαν,

αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω

στο σπίτι τους. Πήγαν, λοιπόν, να αποχαιρετήσουν τον

δάσκαλό τους.

- Δάσκαλε σ’ ευχαριστούμε

για τη γνώση που μας έδωσες, τι δώρο θέλεις να σου προσφέρουμε;

Ο δάσκαλος χάρηκε με την αγάπη και την ευγνωμοσύνη, που του έδειξαν οι μαθητές του. Δεν περίμενε να του δώσουν τίποτα παραπάνω. Παρ ’ όλα αυτά, αποφάσισε να προσθέσει στη σοφία των μαθητών του λίγη ακόμα. Έτσι τους είπε:

- Καλά μου παιδιά, πηγαίνετε στο δάσος και φέρτε μου μερικά ξερά φύλλα. Προσέξτε όμως, θα τα πάρετε μόνο αν δεν θέλει να τα χρησιμοποιήσει κανείς άλλος.

Οι μαθητές απόρησαν με το παράξενο δώρο, που τους ζήτησε ο δάσκαλος, αλλά επειδή του ήταν αφοσιωμένοι και του είχαν εμπιστοσύνη έφυγαν για να κάνουν ότι τους ζήτησε. Σαν έφτασαν στο δάσος, αντίκρισαν ένα σωρό ξερά φύλλα. Την ώρα που άρχισαν να τα μαζεύουν, ένας γέρος χωρικός ήρθε τρέχοντας και τους είπε:

- Σας παρακαλώ, αφήστε αυτά τα φύλλα πίσω στο σωρό. Εγώ τα μάζεψα για να τα κάνω λίπασμα. Τα ανακατεύω με χώμα και μετά από λίγο καιρό γίνονται το καλύτερο λίπασμα για τα φυτά μου, κι έτσι η σοδιά μου είναι πλούσια.

Οι μαθητές άφησαν τα φύλλα και προχώρησαν παραπέρα στο δάσος. Εκεί είδαν τρεις γυναίκες να μαζεύουν ξερά φύλλα και να τα βάζουν στα καλάθια τους.

- Τι τα κάνετε αυτά τα ξερά φύλλα;

- Τα καίω για να ζεστάνω νερό και να πλύνω τα ρούχα μας. Είπε η μία.

- Διαλέγω τα πιο ωραία φύλλα και φτιάχνω πολύχρωμα μπουκέτα ή ζωγραφίζω πάνω τους όμορφες εικόνες. Όλα αυτά τα πουλάω κι έτσι κερδίζω μερικά χρήματα

για να θρέψω τα παιδιά μου. Είπε η άλλη.

- Μαζεύω ξερά φύλλα από το δέντρο, γιατί ο άντρας μου είναι φαρμακοποιός και

τα χρησιμοποιεί για να φτιάξει φυτικά καλλυντικά. Γιατρεύει έτσι πολλές

αρρώστιες. Είπε και η τρίτη γυναίκα.

Οι μαθητές τότε προχώρησαν βαθύτερα στο δάσος. Είδαν κάτι ξερά φύλλα κάτω από ένα ψηλό

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΧΡΗΣΤΟ (ΙΝΔΙΑ)
δέντρο. Εκείνη τη στιγμή πέρασε ένα μεγάλο πουλί, πήρε ένα φύλλο και το άφησε πάνω σ’ ένα άλλο δέντρο. Το πουλί έφτιαχνε τη φωλιά του από ξερά φύλλα και χορτάρι. Έτσι, δεν πήραν τα φύλλα που ήταν χρήσιμα στο πουλί και

αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω. Στο δρόμο είδαν μια μικρή λίμνη, όπου έπλεε ένα ξερό φύλλο.

- Υπάρχει ένα μεγάλο ξερό φύλλο που δεν το χρειάζεται κανείς.

Οι μαθητές πήγαν στη λίμνη και μάζεψαν το φύλλο. Με έκπληξη είδαν δύο μεγάλα, κόκκινα μυρμήγκια. Καθώς ο ένας μαθητής κρατούσε το φύλλο στο χέρι

του, είπε…

- Αυτό το ξερό φύλλο είναι το σωσίβιό τους. Αν δεν υπήρχε, θα είχανε πνιγεί.

Μετά από αυτό, οι δύο μαθητές παράτησαν το άσκοπο ψάξιμο, γύρισαν στο

δάσκαλό τους και του είπαν λυπημένοι.

- Δάσκαλε, ανακαλύψαμε ότι ακόμα και τα ξερά φύλλα έχουν πάρα πολλές

χρήσεις. Όλα τα ξερά φύλλα που βρήκαμε ήταν χρήσιμα για διάφορους λόγους.

Συγχώρεσέ μας που δε φέραμε το δώρο που μας ζήτησες.

Τότε ο δάσκαλος τούς είπε:

- Αγαπητά μου παιδιά, πήρα το δώρο που ήθελα. Η γνώση που αποκτήσατε σήμερα

είναι το δώρο που μου κάνατε. Ακόμα και ένα ξερό φύλλο είναι πολύ χρήσιμο για τον άνθρωπο, τα πουλιά, ακόμα και τα έντομα. Μην ξεχάσετε ποτέ το μάθημα που πήρατε σήμερα.

(Το παραμύθι μού το διηγήθηκε η γιαγιά μου) Σινγκ Μάνβιρ

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.