εκποίηση

Page 1



Παντρευτήκαμε. Και μαζί βάλαμε και τις εικόνες και τις λέξεις. Εσύ, θα είσαι η εικόνα κι΄ εγώ, η λέξη.


Ασάλευτα κινείται το φεγγάρι. Κρύβεται. Βγαίνει. Τη μια να μας γελά, την άλλη να σωπαίνει. Μπαίνει αργά, μέσα στο σύννεφο που φεύγει. - Μαμά, που πήγε το φεγγάρι; - Έχε μου υπομονή. Μετά από τούτη τη στροφή, θα δεις, που θα μας περιμένει.


Διαβρωμένη πρόστυχη κορμοστασιά. Που τη βρήκε τόση δύναμη, τούτος εδώ, ο θρασύς ικέτης φθινοπώρου;



Κρύσταλλα στο λάδι. Μουσκεμένα σπίρτα. Χιόνισε η ψυχή σου. Ρηχό κι΄ αδειανό ποτήρι η ζωή σου. Πόσο θα ΄θελα Θεέ μου να τ΄ ανάψω!



Έμεινα μόνη, στη μοναξιά της απραξίας, να μετρώ, τις μεσόκοπες νύχτες μου. Χτυπούν αργά, οι σφυρήλατες ώρες, μέχρι το ξημέρωμα. Εμπνεύσεις έρχονται. Κι΄ ύστερα φεύγουν. Που άφησα την πένα μου; Που έβαλα το μελάνι; Θα ΄ρθει το φως και θα ΄μαι άπραγη. Και τι θ΄ απολογηθώ στον ήλιο; Ότι δεν πρόλαβα; Πως θα με συγχωρέσει;


Ζωντανά, και πιο πολύ ακόμα, έζησα απόψε τη συναυλία σας. Και μ΄ άρεσε πραγματικά, ο πνευστός σας λόγος. Άκουσα προσεκτικά τι βγήκε απ΄ τα δόντια σας, συριστικά. Σας κοίταζα, που παίζατε εξαίρετα, τα έγχορδα της φωνής σας. Και χειρονομούσατε καλά, σαν μαέστροι. Και τότε είπα συγχαρητήρια. Σηκώθηκε όρθιο όλο το πλήθος μου και χειροκρότησε μετά μανίας. Ύστερα κάναμε μια υπόκλιση και χαιρετήσαμε, λίγο πριν κλείσουν οι κουρτίνες, όλους αυτούς που απόλαυσαν το μεγαλείο μας. Και σιωπηλά, αποχωρήσαμε νωρίς πριν ανοίξουν τα φώτα του τέλους.



- Γιατί τα κουκουνάρια από τους κέδρους διαφέρουν; - Γιατί απλούστατα παιδί μου, οι κέδροι δεν είναι πεύκα. - Το πεύκο τρώγεται; - Όχι, μα το ρετσίνι μπαίνει στο κρασί. - Μ΄ αυτό μεθάμε έτσι; - Αν ξέρεις να πίνεις όχι. Απλά, φτιάχνεις κεφάλι. - Όχι όμως με τον κέδρο; - Αυτός είναι για να κόβει τον αέρα. Κάνει και σκιά και μοσχοβολάει. - Μπαμπά εσένα πιο σ΄ αρέσει καλύτερα; - Το πεύκο αγόρι μου, που βγάζει το ρετσίνι κι΄ ο κέδρος, που όταν «γίνω», δεν με βαρά τόσο ο ήλιος.


Της ζωής η ιστορία γέμισε ήδη. Και μπήκε σ΄ αυτό που όλοι λεν κλεψύδρα. Έτσι, μυριάδες κόκκοι, θα γυρνάνε πάνω – κάτω. Γιατί τούτο το επιτραπέζιο παιχνίδι διάλεξε ο Θεός, να παίζει μόνος, την ανία του…



Το νερό στο κεφαλάρι είναι αγνό, είναι πόσιμο, Η καισαρική των βράχων. Το νερό στις εκβολές του είναι θαμπό. Πεθαίνει. Όσο μπορεί σοφό. Η εφηβική πορεία, παρασύρει τα κλαδιά, το χώμα, τα φύλλα, τους γυρίνους, το μπουκάλι με τα μηνύματα, το χρυσάφι, τις εξουθενωμένες πέστροφες, τις βελόνες και τη γύρη, τον αφρό της βούρτσας, απ΄ τα δόντια των πιο «καθαρών» κατασκηνωτών. Κι΄ έτσι, με τόσες εμπειρίες, στο τέλος αργά – αργά, φτάνει να παντρευτεί τη θάλασσα. Έτσι, το λαβράκι θα φάει τη πέστροφα. Το χρυσάφι θα ενωθεί με το πετρέλαιο. Ο γυρίνος θα ψοφήσει στην αλμύρα. Το μπουκάλι, έχει ήδη σπάσει στα βράχια, το μήνυμα έλιωσε στο κύμα. Το χώμα θα γίνει ίζημα, ξαδέλφι της άμμου. Τα φύλλα θα παντρευτούν τα φύκια, αιμομιξία. Το μόνο που θα γλιτώσει, είναι οι αφροί των δοντιών, της καλύτερης οδοντόπαστας…


Έβαλα τη ζωή μου, να παίξει στο βυνίλιο τ΄ αγαπημένο της τραγούδι. Μα από λάθος, κύλησε στις γρήγορες στροφές. Τρόμαξα! Τ΄ άφησα. Και η βελόνα γρατζούνιζε μέχρι το πρωί. Όταν ξύπνησα, ούτε δίσκος υπήρχε, ούτε στροφή. Ήπια το καφέ μου, κι΄ έφυγα για τη δουλειά.



Έτσι ανήσυχα γεννήθηκε ο εαυτός μας. Κοιτάξαμε ψηλά, το δυνατό το φως του χειρουργείου και τρομάξαμε, την ασχήμια και την ομορφιά. Τη στιγμή και την αιωνιότητα. Τον μπαμπά και τη μαμά. Αργότερα, αρχίσαμε να σβήνουμε κεριά. Κι΄ αφού φυσήξαμε αρκετά, μετά, καταλάβαμε πως δεν υπάρχει κανείς να τιμήσει τα λιγοστά μας γενέθλια. Τέλειωσε γρήγορα ο δρόμος και ο χρόνος. Και μείναμε άπνοοι στο τελευταίο μας κερί. Αδύναμοι και μόνοι. Όπως στην αρχή.


Όποιος σε χορέψει ένα τάγκο, τόσο καλά, ενώ δεν ξέρει, αυτός πρέπει μάλλον να σ΄ αγαπά



Στη μοναξιά κάποιων ανθρώπων, είναι ευτυχία ακόμη και το χτύπημα της πόρτας απ΄ τον άνεμο. Γιατί κι΄ αυτός παρέα κάνει. Διαλέγεις κουβέντες απ΄ το βουητό του. Αυτές που θα΄ θελες ν΄ ακούσεις, μετά από καιρούς σιωπής. Περνά τα φύλλα, τα κάγκελα της αυλόπορτας, τρίζει τα εξώφυλλα, θροΐζει την κουρτίνα και λέει ο άνεμος: Δεν είσαι μόνος. Εγώ είμαι εδώ για παρέα σου. Κέρασέ με λίγη απ΄ τη μοναξιά σου να χορτάσω κι΄ εγώ θα σου δίνω απλόχερα τις νότες μου. Εσύ δεν με μισείς! Δεν σου χάλασα ποτέ κανένα ταξίδι. Γιατί, δεν έφυγες ποτέ. Δεν ξερίζωσα λουλούδι σου. Γιατί, ποτέ δε φύτεψες. Ούτε αναστάτωσα τα μαλλιά σου. Γιατί, πάντα ατημέλητος ήσουν. Ούτε ομπρέλα σου γύρισα. Γιατί, πάντα βρεχόσουν. Ακόμη και το πανωφόρι σου, δεν ήταν ποτέ κουμπωμένο. Πέρασα μέσα από τ΄ ανοιχτά κουμπιά του και φύσηξα δυνατά κοντά στη καρδιά σου. Έτσι μπόρεσα και σε γνώρισα. Και να σου πω κάτι αγαπημένε μου άνθρωπε; Ούτε κι΄ εγώ νοιώθω πια τώρα μόνος.


Στη μοναξιά αυτής της πόλης, τη νύχτα, ακούγονται μόνο τα σκυλιά και τ΄ αυτοκίνητα. Τα καζανάκια κι΄ οι βρισιές των ερωτευμένων, ή των μεθυσμένων με ατάιστο στομάχι. Ακούγεται η τηλεόραση των στερημένων, των βαρύκουων κι΄ οι δράκουλες των κοντινών πλάνων. Στη μοναξιά αυτής της πόλης, υπάρχουν ακόμη πιο άρρωστα μυαλά. Αυτά, που ΄χουν κλειστούς τους δέκτες. Που ακούνε διάλογους δικούς τους κι΄ ανατριχιάζουν στο τρίξιμο της πόρτας τους. Είναι αυτοί, που κάθε βράδυ, περιμένουν καρτερικά τον πολικό αστέρα να πέσει, για να κάνουν την ευχή τους.



Τι μου είπες; Ψάχνεις ομορφιά; Είναι τεράστια η γη. Δεν μπορείς να την γυρίσεις όλη. Άδικα θα κουραστείς. Κοίτα εδώ, κάτω απ΄ τα πόδια σου. Όλα, για σένα φτιάχτηκαν.


Πόσα χρόνια να πάλευε το βότσαλο στο κύμα; Κι΄ ήρθες και μου το χάρισες στη χούφτα. Όμορφη μορφή που είχε! Όμως κοίτα! Πέρασε το καλοκαίρι. Και τώρα, κρατά μόνο τις λευκές σελίδες μας, απ΄ τον αέρα. Τι λες; Το γυρίζουμε πίσω;



Στο παντελόνι. Στο σακάκι. Στο ταγιέρ. Στο πύραυλο. Στη τηλεόραση. Στη καρδιά. Στον υπολογιστή. Στη γκαραζόπορτα. Στο cd. Στο dvd. Είτε με τρύπες και κλωστή, είτε κρυφό, είτε πλαστικό, χρωματιστό… Είναι μόνο, ένα κουμπί.


Κοιτώ τα πρόσωπά τους μυστηριώδη, γλαφυρά, στο φως των κεριών που κρατάνε. Μόνο τα παιδιά τους παίζουν και γελάνε. Εκείνοι, περπατούν αργά, τον δικό τους Γολγοθά. Τον μεθαυριανό. Σεμνά, με καθωσπρέπεια. Όπως πρέπει. Πόση κατάνυξη κι΄ ευελιξία. Λυπούνται, μα δεν βλέπουν την ώρα. Πόση προσποίηση και αμαρτία. Επιτέλους! Την επόμενη μέρα, Χριστός Ανέστη! Αληθώς! Προσέξτε μη σας σβήσει το κερί. Θα χάσετε την ευλογία. Τώρα, φιληθείτε. Αλλά μετά, να σκουπιστείτε..



Πρώτη φορά, έβαλα τα όνειρά μου σε μια τάξη. Τους έλεγα εγώ τη συνέχεια. Και είμαι σίγουρη, ότι στον ύπνο μου γελούσα. Όταν ξύπνησα, όλα ήταν έγχρωμα. Γύρισα πλευρό και σε κοίταξα. Όπως κοιμόσουν, γελούσες κι΄ εσύ.


Τα χρόνια, δεν περνούν. Μόνο παίρνουν. Άλλωστε, οι ρυτίδες, είναι οι χείμαρροι που ΄φτιαξε η φύση, για να κυλούν τα όμβρια των ματιών μας. Μικρές ρεματιές πόνου μα και χαμόγελου. Ανάμεσα στα μάτια. Κάτω από το στόμα. Στο μέτωπο οι απορίες μας.



Χρόνε, μη προτρέχεις χρόνε μ΄ εμάς. Ό,τι κι΄ αν γίνει, χαρίσου μας. Για λίγο ακόμα.


Του ΄χε δεμένα τα δυο πόδια, στον ήλιο. Έπινε θολό νερό. Είχε κάλλους η πλάτη του απ΄ το παλιό σαμάρι. Παρ΄ όλα αυτά, τον αγαπούσε. Ήταν τ΄ αφεντικό του. Ένα πρωί τον φόρτωσε πολύ με ξύλα. Κι΄ ανέβηκε κι΄ αυτός στη πλάτη του. Φορτίο βαρύ μέσα στο κρύο. Στενό κι΄ ανηφορικό το μονοπάτι. Ξεφύσηξε ο γέρο Μένιος για τελευταία φορά και πάτησε την οπλή του στο κενό. Την επόμενη μέρα, όλο το χωριό θρηνούσε, για τον άδικο χαμό του αφεντικού του.



Είναι θέμα, επιλογής!...


Φωνή βοώντος εν τη ερήμω



Φυσάει πολύ ο άνεμος απ΄ έξω. Τον ακούς; Πάει και φέρνει μια σακούλα. Νάιλον. Τη στροβιλίζει, τη σηκώνει, κι΄ ύστερα, τη στριμώχνει στη γωνία. Ησυχάζει για λίγο, μα μετά ξαναφουσκώνει απ΄ τη μανία, και σηκώνεται ψηλά. Χτυπιέται στα δένδρα, στους τοίχους, κι΄ ύστερα πάλι εκεί στην γωνία. Την ακούς; Δεν είναι σαν ψυχή που έχασε το δρόμο της; Δεν ξέρω, όμως δεν μ΄ άφησε να κοιμηθώ καθόλου. Αύριο το πρωί θα τη πετάξω στα σκουπίδια.


Ο ένας απ΄ τους τέσσερις τοίχους μου, ο απέναντι, γέμισε απόψε ζωγραφιές. Λουλούδια, λούτρινα ζωάκια και καρδιές. Βουνά, νησιά, από εκδρομές. Μέχρι και νότες από τραγούδια αγαπημένα. Βραδιές ολόγιομες ή και μισές, τις είδα, στον τοίχο χαραγμένες. Και λέξεις, λέξεις όμορφες πολλές. Κι΄ αυτές στον τοίχο χαραγμένες. Θέλησα τόσο να τ΄ αγγίξω όλα αυτά. Και το ΄κανα. Μα δυστυχώς, ξεφλούδισαν αμέσως, Απ΄ την πολύ υγρασία.



Έβαλα το κλειδί στη πόρτα. και σιγουρεύτηκα! Ύστερα, έπεσα να κοιμηθώ Και ονειρεύτηκα, Πως εσύ, μόνον εσύ μπορείς να μπεις απ΄ αυτήν την πόρτα που εμπιστεύτηκα.


Τέσσερα χρώματα σε κόλα γυαλιστερή. Πράσινο, κόκκινο, μπλε και κίτρινο. Ένα, δύο, τρία τα ζύγια. Τα ΄φτιαξα! Σταυρωτά. Τα μέτρησα κι΄ ήταν σωστά! Μετά έδεσα την ουρά. Ματσάκια σερπαντίνες σε κόμπους. Να βαραίνουν. Να είναι σταθερός. Και τέλος, μια, δυο, τρεις, τέσσερεις καλούμπες! Μια πράσινη, μια κόκκινη, μια μπλε και μια κίτρινη. Για να πάει ψηλά. Όσο φυσήξει. Όσο μπορέσει. Όσο θέλει… Ο φετινός ο αετός μου.



Κάποια στιγμή, γέρασα. Απ΄ το πολύ συχνά κι΄ απ΄το ξανά. Στο ίδιο στέκι, Με το ρολόι να γυρνά, Στο καπνισμένο τοίχο. Κυλούσε αργά ο ένας δείκτης. Κι΄ ο άλλος βιαστικός, τον περιφρονούσε. Τακ – τακ, χτυπούσε η φλέβα Στο καρπό μου. Ώρα να φεύγεις, με ειδοποιούσε. Δεν είναι μέρος τώρα για σένα αυτό. Σύρσου αργά στο σπιτικό σου.


Συχνά, αργά κι΄ αληθινά, έρχεται η θλίψη στο παράθυρο. Βροντά, χτυπά. Αέρας με βροχή. Μα ακόμα κι΄ αυτή, χαμογελά. Μ΄ όλο της το κορμί, βρίσκει της γρίλιας τη φθορά και εισχωρεί. Με κατακλύζει, με φοβίζει. Κι΄ όμως μου δίνει ένα κλειδί και σιγοψιθυρίζει. Την άλλη τη φορά, αφού το ξέρεις πως μ΄ αγαπάς αληθινά, άσε στη πόρτα το κλειδί. Κι΄ εγώ συχνά, γλυκά κι΄αληθινά Θα ΄μαι παντοτινά δική σου. Πέταξε μόνο το κλειδί στο πουθενά.



Να΄ χουμε γερή ψυχή, για ν΄ αντέχουμε. Να βλέπουμε πιο μακριά, ώστε να μπορούμε να ερωτευτούμε. Κι΄ ύστερα ν΄ αγαπήσουμε. Σα κοινοί θνητοί. Σα να μη συνέβη τίποτα. Σα να γεννηθήκαμε πριν λίγα λεπτά. Στη θερμοκοιτίδα. Όχι ελαττωματικά. Μα επταμηνίτικα. Όχι καχεκτικά. Μα δυναμικά να κλωτσάμε το σεντόνι της ζωής. Και δεν πειράζει. Κάποιοι θα καταλάβουν, πως γεννηθήκαμε ελλειποβαρή.


Γύρω – γύρω, το ρολόι της τροφής στριφογυρνά. Κάθε μέρα κι΄ οι δυο καρτερικά. Ο ένας θέλει το ψωμί. Κι΄ο άλλος το σανό. Δουλεία για τη δουλειά. Και από πάνω, ο ήλιος του Αυγούστου, χτυπά τους σπόρους, εκτυφλωτικά.



Την άκουσα που χτυπιότανε στα τζάμια, τρελαμένη. Άνοιξα το παράθυρο, μ΄ αυτή εκεί, στο τζάμι σαν χαμένη. Ύστερα, γύρισε και πέταξε στη λάμπα. Κι΄ έμεινε εκεί, μέρες ολόκληρες καμένη.


Κοίταξα τον ήλιο στα μάτια. Και τότε κατάλαβα, πως δεν έχω άλλη δύναμη, να ξαναγυρίσω στο νησί μου.



Δίψασε η θάλασσα απ΄ τ΄ αλάτι, κι΄ όρμηξε στη πηγή την ήρεμη, να πιει νερό. Δίψασε κι΄ ο χρόνος απ΄ τα λάθη του, πήγε και παρακάλεσε μία συγνώμη απ΄ το γέροντα. Δίψασα κι΄ εγώ στη μοναξιά μου, μα τι κρίμα, το ποτήρι μου είναι κενό. Αδέλφια απόψε γίναμε, Η θάλασσα, ο χρόνος, κι΄ εγώ.


Βγήκα από το σπίτι. Τα βήματα μόνα, οδηγούσαν στη παραλία. Ο καιρός για βροχή. Ευχαριστώ, ήμουν μόνη. Ενθουσιώδης η ιδέα μου. Κι΄ η βάρκα εύκαιρη. Τη σύρω στη θάλασσα και προσπαθώ επιβίβαση. Αδύνατη. Βάρκα, προ ανυπάρκτου θαλάσσης.



Υψώνω απόψε το ποτήρι μου. Στα αποβράσματα της θάλασσας, που γεμίζει πάντα τις τσέπες μας, με φτωχούς θησαυρούς. Στη ποίηση, που υπάρχει στα κλειδωμένα συρτάρια. Στο θάνατο, που μια ζωή μας φιλά με σάπια δόντια. Στη μάνα μας, που ποτέ δεν κατάφερε να μας μεγαλώσει. Στην ιδρωμένη παλάμη, που λαχταρά το ταίρι της, για να χειροκροτήσει. Στις ρηχές σχισμές των βράχων, εκεί, όπου μας ακούμπησε απαλά η άμπωτη, να ξεκουραστούμε. Και στο κρασί που ανοίξαμε κάποτε να πιούμε. Το πίνουμε ακόμα. Είναι στη μέση. Και δεν θα ξινίσει ποτέ. Μέχρι την τελευταία σπονδή μας.


Τα πρόβατά σας ασφαλή. βοσκοί, τυφλοί κι΄ ανήμποροι. Ευχαρίστως θα γινόμουν λύκος, να κατασπαράξω τα πρότυπά σας.



Ακόμα κι΄ αν πλέον θα πλέουμε μάλλον σε θάλασσες μαύρες η ψυχή μας θα φέγγει από μακριά. Χρυσαφένιο καράβι με ασημένια πανιά Χαρούμενες απ΄τη χαρά μας που αγαπάμε θα μοιράζουμε την αγάπη σ΄ αυτούς που αγαπάμε Και θα ΄ναι ατέλειωτη αυτή η αγάπη στ΄ αμπάρια μας




Έβαλα τα στάχυα με τις παπαρούνες, και τα ΄κανα πρωτομαγιά. Έβαλα δυο λέξεις, λίγο σύρμα και τα ΄δεσα σφιχτά, όμορφο στεφάνι, στην πόρτα που μου άνοιξες. Έτσι! Για να ξέρεις πως κάποιος σ΄ αγαπά.


-Θα γράψεις κάτι; Έχω νυστάξει. -Λίγο ακόμα. Να βρω τη πρώτη λέξη. Ύστερα, όλα θα ελευθερωθούν. -Κλείνουν τα μάτια μου. Δεν μπορώ. -Στάσου! Βάλε άλλο ένα κι΄ άναψε ένα τσιγάρο. Άλλωστε πως μπορείς να φύγεις, αφού είσαι εγώ! -Γιατί μου το κάνεις αυτό; -Σώπα! Κοίτα! Διάβασε!... -Όλο το βράδυ για μια λέξη μόνο; Χρώμα; -Ναι. Όμως για σκέψου, ποιο;



Όχι, δεν είμαι ύπνος. Είμαι στη ζωή. Και σε βλέπω. Σε ακούω. Τραγουδάς και παίζεις μουσική. Είμαι εδώ, όλη ψυχή. Δεν σ΄ αγγίζω. Αλλά, δεν ακούς; Σου ψιθυρίζω. Είμαστε πάντα μαζί.


Αυτά τα μάτια στάχυα, που άλλοτε τα λούζει ο ήλιος κι΄ άλλοτε η βροχή. Απόψε, τι τυχερός που είμαι. Με κοίταξαν για ώρα. Και είδα μέσα απ΄ αυτά Την εύφορη γλυκιά ψυχή σου. Μισώ τον απαλό αέρα που σου τα κλείνει, τόσο συχνά.



Γέρασε η βερικοκιά κι΄ έριχνε πια τα λουλούδια της. Οι μέλισσες, δεν πλησίαζαν την άγονη ομορφιά της. Μόνο μυρμήγκια ανηφορίζανε αργά, το γέρικο κορμί της. Θυμάμαι μικρή, σκαρφάλωνα πολύ ψηλά, στα στιβαρά της τα κλαριά ν΄ αρπάξω τους καρπούς της. Κι΄ αυτή με κράταγε γερά, να μη μ΄ αφήσει να χτυπήσω. Εκεί επάνω της, παιδοσυλλογιόμουν, μέχρι να με φωνάξει η μαμά. Ύστερα, αφήσαμε το σπίτι και την αυλή για αντιπαροχή. Μα ξέρω πολύ καλά τι απέγινε. Ζει. Σ΄ ένα καρπό, βαθιά σε μια γλάστρα, π΄ αγκάλιασα φεύγοντας, σφιχτά. Και πόση η χαρά, σ΄ ένα μπαλκόνι, να βλέπω να μεγαλώνει πιο γρήγορα από ΄μένα. Μακάρι να προλάβαινα πάνω της, πάλι να σκαρφάλωνα. Γέρικη πια κι΄ εγώ, να την ευχαριστήσω. Γιατί το ξέρω, πως η βερικοκιά που αγάπησα, θα ζει, πολύ μετά από μένα.


Ο διάδρομος ήταν ήδη πατημένος Στο πανέμορφο αυτό λιβάδι σιταριού και παπαρούνας. Κάποιος, πέρασε πριν από μένα. Ολοφάνερο. Θα το κάνω κι΄ εγώ, κι΄ ας είμαι δεύτερη. Δίχως τύψεις για τον σπορέα. Θα πατήσω στα πατήματα. Αξίζει, κι΄ας φοβάμαι λίγο τα φίδια. Μπορεί να ΄φυγαν τρομαγμένα απ΄ τον πρωτοπόρο. Πράσινο, κόκκινο ναρκοπέδιο. Ωραιότατο! Τι αίσθηση! Τι αντίθεση! Χαϊδεύω τις κορφές απ΄ τα στάχια. Κοντοκουρεμένα αλητάκια που βολοδέρνουν. Μυρίζω τα πατήματα μου που μοσχοβολούν μαλακό χώμα. Κλείνω τα μάτια, κι΄ ύστερα, τ΄ ανοίγω διάπλατα από έναν ήχο. Τον δρόμο, τον είχε ανοίξει ένα γαϊδούρι. Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι κι΄ οι δυο. Α! ώστε εσύ ήσουν ο πρωτοπόρος. Δεν ξέρω γιατί, αλλά χάρηκα σκεφτόμενη Ότι παρά λίγο, θα ήμασταν συνοδοιπόροι.



Δεν μου ζήτησε ποτέ συγχώρεση η θάλασσα. Εγώ την συγχωρούσα πάντα. Μέχρι χθες. Εκεί στην παραλία. Όταν βρήκα ένα «κοκαλάκι» που φόραγα μικρή στα μαλλιά. Μια κόκκινη πλαστική παπαδίτσα με λαστιχάκι. Σαράντα χρόνια πέρασαν και μου το ξέβρασε τώρα.


Οι ποιητές είναι κλέφτες. Ναι εγώ είμαι. Τόσους και τόσες που διάβασα, που «φύλαξα», που θαύμασα και καταχώρησα σε πολλά από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου. Τους έκλεψα τον πλούτο, Ακόμα και μετά θάνατον; Εμπνεύστηκα απ΄ τις δικές τους εμπνεύσεις. Τόλμησα ν΄ αντιγράψω το φόβο τους, Την αγωνία τους, τις ομορφιές τους, Επειδή μου ταίριαζαν πολύ. Ζήλεψα τα επίθετα, τα ρήματα και Τα απαρέμφατα τους. Την τελεία και το ερωτηματικό Εκεί που έπρεπε. Και την απόλυτη σοφία του τέλους. Και τρελαινόμουν. Γιατί πρόλαβαν και τα είπαν, εκείνοι. Πριν από μένα. Με θράσος. Με πόνο. Θα μπορούσα κι΄ εγώ, αν μ΄ αφήνατε. Ήμουν όμως πολύ μικρή. Τώρα είναι ίσως αργά. Γιατί τους διάβασα.



Τα γέλια, με τρέλαιναν Τώρα τ΄ ακούω πια μακριά. Άλλες φορές έχουν μια ηχώ Που κρατάει δυο ή τρεις. Όσο βαθειά είναι η χαράδρα. Κι΄ ύστερα εξαφανίζονται. Τώρα πια δεν μ΄ ενοχλούν τα γέλια. Τώρα, ήρθανε οι ψίθυροι. Αυτοί, κρατούν περισσότερο. Είναι τραγικοί. Κι΄ αργόσυρτοι. Δεν είναι γέλια. Μοιάζουν με κλάματα. Είναι φωνούλες ξέπνοες, αδύναμες, Που γκρεμίζουν τοίχους. Είναι φωνούλες που γυρεύουν τον χρόνο πίσω. Φωνούλες άφωνες. Που κολυμπούν στο βαλτωμένο μυαλό μου. Σα γυρίνοι. Ύστερα, παύουν οι ήχοι. Οι θόρυβοι. Τα γέλια. Τα κλάματα. Οι ψίθυροι και οι φωνούλες. Ησυχία. Νάρκωση. Ακινησία. Τίποτα. Αύριο, αλλάζει η ώρα. Θα χάσω μια ώρα ύπνο. Θα κερδίσω μια ώρα μέρας.


1η εκδοχή.

- Έλα πάμε. Ντύσου και φύγαμε. Και πριν τελειώσει η βενζίνη, αν θέλεις εσύ, ξαναβάζουμε. - Δεν μου ΄πες όμως, για πού; - Ώπου μας βγάλει ο δρόμος!

-

2η εκδοχή.

Γέμισαν τ΄ αμπάρια μας. Σαλπάρουμε. - Τόσο γρήγορα; - Ντύσου καλά. Θα ΄χει υγρασία. - Και που πάμε; - Που να ξέρω. Θάλασσα είναι αυτή!

-

3η εκδοχή.

Δεν ξέρω αν μπορώ. - Μη σε νοιάζει. Θα μας σηκώσει ο άνεμος. Θα ΄μαι πίσω σου σφιχτά. Κι΄ όταν πρέπει, θα τραβήξω το κορδόνι. Κλείσε τα μάτια σου. Είδες; Πετάμε!


Το λεύκωμα «εκποίηση», κυκλοφορεί αποκλειστικά σε ηλεκτρονική μορφή (e-book)

κώστας τζούφλας, χριστίνα λεονταρίδη, 2009 - 2017 ηλεκτρονική έκδοση (e-book), κώστας τζούφλας H πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά τον Ν. 2870/20 (όπως έχει τροποποιηθεί με τον Ν 2121/93 και ισχύει σήμερα και τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης – Παρισιού που κυρώθηκε με τον Ν. 100/1975) επιτρέπεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή (ολική μερική), η περιληπτική η κατά παράφραση, η διασκευή απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μόνο με την προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.