τὸ ἄδειαζε. Ἄν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς γιατί ἦταν χαρούμενος, δὲ θάξερε κι αὐτὸς τί νὰ πῆ. Λίγο πιὸ πέρα, ἐπάνω σ’ ἕνα βραχάκι, καθόταν ἡ θείτσα τοῦ Πετράκη καὶ κεντοῦσε. Κάποτε, ποὺ γύρισε ἡ θείτσα νὰ ἰδῆ τί κάνει ὁ Πετράκης, τὸν ρώτησε: - Τί κάνεις αὐτοῦ, Πετράκη;
Ὁ Πετράκης, ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν σκυμμένος, σηκώθηκε σοβαρὸς καὶ κοίταξε τὴ Θείτσα. Ὕστερα στήριξε τὸ φτυάρι καὶ σταύρωσε τὰ παχουλά του χεράκια ἐπάνω στὸ χέρι τοῦ φτυαριοῦ. Ἔτσι εἶδε νὰ κάνη ὁ περιβολάρης στὸν κῆπο τους, ἅμα ἤθελε νὰ ξεκουραστῆ. - ῎Εχω πάρα πολλὴ δουλειά, ἀποκρίθηκε στὴ θείτσα του ὁ Πετράκης. Χτίζω ἕνα κάστρο. Ἡ θείτσα χαμογέλασε καὶ ξανάπιασε τὸ ἐργόχειρό της. Ὁ Πετράκης ἔσκυψε κι αὐτὸς καὶ ξανάρχισε τὴ δουλειά του. 147