ἐκεῖ ποὺ πήγαιναν χωρὶς καμιὰ κουβέντα, γύρισε καὶ τοῦ εἶπε: ―Ἄμ’ ὅ,τι ἔχομε καὶ δὲν ἔχομε, πατριώτη, θὰ τὸ δώσουμε γιὰ τὴν Πατρίδα. Ὁ γέρος, μετὰ κάμποση ὥρα, τοῦ ἀπάντησε. ―Ποιός λέει ὄχι; Γιὰ τὴν Πατρίδα εἶναι ὅλα. Μὰ ὁ Θεὸς δίνει σὲ κάποιους, βλέπεις, ἕξη παιδιά. Καὶ τούτ’ ἡ δόλια καρδιὰ ποὺ ἔχουμε, σάμπως μπορεῖς, ὅποτε θέλεις, νὰ τὴν
κάνης πέτρα γιὰ νὰ μὴν ἀκούη; Πάντα καρδιὰ εἶναι. Ἔφτασαν στὸ στρατώνα κι ἔμπασαν τὸ κάρο στὴν αὐλή. Τὸ Σύνταγμα ἑτοιμαζόταν, Θἄφευγε τὰ μεσάνυχτα. Ὁ γέρος στάθηκε κι ἄκουγε τὸ θόρυβο τῆς αὐλῆς. Οἱ ἔφεδροι χόρευαν, πηδοῦσαν, τάραζαν τὸν κόσμο μὲ τὶς φωνές. Πολίτες ἔμπαιναν μέσα ψάχνοντας γιὰ τοὺς δικούς τους, φωνάζοντας ὀνόματα
109