LYKOS_039

Page 16

ΛΥΚΟS 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013

ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΟΡΕΣ Αφήγηση: Γέρου Βασιλεία Καταγραφή: Ασλανίδης Κώστας (Μάιος 2003)

Μπήκε κάτω απ’ την ταράτσα το παλικάρι και κοιµήθηκε, για να σηκωθεί το πρωί, να πάρει πάλι το δρόµο του. Ο βασιλιάς αυτού του παλατιού είχε τρεις κόρες και δεν µπορούσε να τις παντρέψει. Είχε βάλει µια ταµπέλα και ήγραφε ότι, όποιος βρεθεί πρωί, πρωί ’πο κάτω από το παλάτι θα τον κάµει γαµπρό. Αυτή δεν το πρόσεξε, λοιπόν, κοιµήθηκε.

Ήτανε ένας βασιλέας και η γυναίκα του έκανε όλο κόρες. Τελευταία, που ’ταν έγκυος, της λέει: «Γυναίκα, αν ξανακάµεις κόρη, θα σε χωρίσω, δε γίνεται αλλιώς». Η κακοµοίρα, ήταν έγκυος πάλι. Μηνάει της µαµής και πάει. «Μαµή, έτσι κι έτσι, τι θα γίνω, αν κάµω κόρη;». «Μη στενοχωριέσαι», της λέει η µαµή». Πιάνουν της βασίλισσας οι πόνοι, πάει η µαµή, κάνει κόρη. Αφού έκανε κόρη, τι κάνει η µαµή; Προβέλνει πάνω στο µπαλκόνι του παλατιού και φωνάζει: «Βρε παιδάκια, βρε παιδάκια, τρέξετε, πάτε να πείτε του βασιλιά πως ήκαµε το γιο!» (κι εκείνη ήντανε κόρη). Το ντύνανε αντρικά, το στολίζανε κι ο βασιλιάς νόµιζε ότι έβλεπε το γιο. Τα παιδιά δεν τα βαπτίζανε µικρά εκεί πέρα, όπως συνηθούντανε, µόνο τ’ αφήνανε και µεγαλώνανε. Ήρθε η ώρα που ’θελε να βαπτιστεί το παιδί. Λέει, λοιπόν, ο βασιλιάς της βασίλισσας: «Αύριο, την τάδε ώρα θα µου στείλεις το παιδί, που θα ’ρθει ο παπάς, να το βαπτίσουµε». Λέει: «Καλά». Εκείνη, η τροµάρα της, πια! Μήνυσε της µαµής και πή(γ)ε κι ηρχινίξανε, λοιπόν και συζητούσανε κι κλαίανε. Σου λέει: « Τώρα, θα σκοτώσει και σένα, θα σκοτώσει και µένα, που τον εγελάσαµε το βασιλιά!».

Πρωί, πρωί που ξύπνησένε, βλέπει,… όπ! την επιάνουν στρατιώτες! Λέει: «Γιατί; Τι συµβαίνει;». Την παίρνουν µέσα, της λένε: «Έτσι κι έτσι! Έχουµε χαρτί, δεν το ’δες; Ότι, όποιος βρεθεί ’πο κάτω απ’ το παλάτι, θα γίνει γαµπρός µου; ». Δεν εµίλησε η κόρη. Τι να πει, ότι «είµαι κόρη;». Έµεινε, λοιπόν, µέσα στο σπίτι, για γαµπρός. Η κόρη, όµως, είδε ότι δεν της έκανε τίποτι τσαχπινιά, σου λέει, δεν είναι! «Πατέρα, δεν είναι αυτός άντρας, είναι κόρη!». «Έλα, Παναγία µου, στο νου σου, που είναι κόρη!», της κάνει. «Άκου, που σου λέω, πατέρα, δεν τον εθέλω», λέει. «Ε, να βάλουµε ένα στοίχηµα κι αν είναι άνδρας, θα πάει κι αν δεν είναι, δε θα πάει». Του λέει: «Ήθελα να σε κάνω γαµπρό µου, παιδί µου, ήταν έτσι η συµφωνία, αλλά πρέπει να µου κάνεις και µια χάρη». Λέει: «Τι χάρη θέλεις, βασιλέα;». Λέει: «Θέλω να πα’ να µου φέρεις του τάδε δράκου τον καθρέφτη, που βλέπει όλον τον κόσµο!». «Καλά», του λέει αυτή.Πήγε παρά κει και βλέπει ένα γέρο, που έκανε καλάθια. «Πού πας, παιδί µου, από δω δεν έχει τίποτα πια. Είναι µόνο µιανού δράκου το παλάτι». «Και ’γω για κει πάω», είπε και γέλασε. Του λέει: «Θα πας και θα κάνεις αυτή τη δουλειά. Μόλις µπεις απ’ την πόρτα µέσα, την πόρτα την χτυπούν όλοι οι ανέµοι. Εσύ θα την εστηλώσεις[1] όµορφα και θα πεις: «Αχ, κι ας την είχα στο παλάτι µου!».

Τις βλέπει η κόρη, τις λέει: «Γιατί κλαίτε;». «Άστα, κόρη µου, έτσι κι έτσι. Τώρα πώς θα του πούµε του βασιλιά, που θα σε δει, ότι σε κρύψαµε και δεν ήσουνα ο γιος;». Λέει: «Μη στεναχωριέσαι, µάνα µου». Παίρνει κάµποσο χρήµα, καβαλικεύει ένα άλογο και φεύγει η κόρη. Ο βασιλιάς, είδε που ’ργησε να πάει το παιδί και παίρνει τηλέφωνο. Λέει: «Μα πού είναι το παιδί; Δε σου είπα την τάδε ώρα να το στείλεις και περιµένουµε εδώ όλοι, τώρα;». Λέει: «Δεν ήρθε το παιδί;», (Εκείνη, τώρα, το ’ξερε, ότι έφυγε η κόρη.) «΄Αχου! Θα φοβήθηκε!. Δε θα ’ξερε τι θα του κάµετε και θα ’φυγενε» κι άρχισε να κλαίει. Με εντολή του βασιλιά, µαυροφορεί το παλάτι!... Φεύγει, λοιπόν, η κόρη, πή(γ)αινε σ’ ένα χωριό, αλλά νύχτα. «Τώρα πού θα πάω», λέει, «νυχτιάτικο, να τραβήξω το δρόµο αυτόνε;». Βλέπει ένα σπίτι που ’χε µια µεγάλη ταράτσα. «Είπε ο Θεός να ξηµερωθώ εδώ ’πο κάτω απ’ την ταράτσα και το πρωί να πάω».

Θα πας παραµέσα, θα βρεις µια στέρνα, που είναι γεµάτο σκουλούκους το νερό. Θα καθαρίσεις λίγο και θα πιεις και θα πεις το ίδιο: «Να σε ’χα στο παλάτι µου!». Παρακεί θα δεις µια συκιά. Θα καθαρίσεις, όπως µπορείς ένα σύκο, θα το φας και θα πεις το ίδιο: «Να σε ’χα στο παλάτι µου!» και θα προχωρήσεις. Θα πας µέσα και, αν θα δεις το δράκο και κοιµάται, έχει τα µάτια του κλειστά. Θα προχωρήσεις ν’ αρπάξεις τον καθρέφτη και να γίνεις άφαντος!».

16


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.